Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Από την πλατεία του χωριού μέχρι κάθε μήκος και πλάτος της Γης: Οι παρατηρήσεις ενός ναυτικού
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια και οι καλλιέργειες στα χωράφια
00:00:00 - 00:24:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Θα μας πεις το όνομά σου; Ναι. Λέγομαι Χρήστος Κρίτσαλος. Ωραία, βρισκόμαστε με το Χρήστο Κρίτσαλο στη Γλώσσα Σκοπέλου, σή…Βόλο, για να έρθουμε στο νησί, δηλαδή είχανε λίγο μεγαλώσει τα σκάφη, ήτανε σιδερένια, ήταν πιο μεγάλα, πιο άνετα, για να έρθουμε στο νησί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η στρατιωτική θητεία
00:24:39 - 00:34:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η ζωή εδώ, στο νησί, άρχισε σιγά-σιγά και επικοινωνούσε ο κόσμος με τον Βόλο συνήθως ή υπήρχε μία γραμμή, που πήγαινε στο Πευκί, στην Εύβοια… δηλαδή, ήθελα να βγάλω τη θητεία μου, χωρίς να δημιουργήσω πρόβλημα, αλλά στην προηγούμενη περίπτωση μου είχανε σουβλίσει τον εγωισμό μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 3
Η ζωή και τα ταξίδια ως ναυτικός
00:34:30 - 01:06:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα σχετικά με τη δουλειά που επέλεξες, πώς αποφάσισες να γίνεις ναυτικός; Το ναυτικός ήτανε μία επιλογή, γιατί από μικροί, ας πούμε, μέ…ιμος δίπλα στην οικογένεια», το ίδιο αισθανόταν και η γυναίκα μου, οπότε και οι δυο αποφασίσαμε να τελειώσουμε τα καράβια και να μείνω έξω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Ο σεισμός της δεκαετίας του '50 και οι πυρκαγιές
01:06:30 - 01:19:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θυμάσαι κάτι από το σεισμό της δεκαετίας του ’50; Ναι, ήμουνα μικρός, ήμουνα στο Δημοτικό τότε, μπορεί να ήμουνα 10 χρόνων ή γύρω στα 10.…κοβαν και τους κορμούς. Ή χρησιμοποιούσαν πολλές φορές τσεκούρι για τους κορμούς, αλλά αυτό το λέγανε σιγάτσα ή κάπως έτσι, δεν το θυμάμαι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η εύρεση νάρκης και οι αναμνήσεις από κινδύνους εν μέσω θαλάσσης
01:19:00 - 01:40:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να πούμε και για την οβίδα που βρήκατε. Ήμουνα στο Δημοτικό σχολείο γύρω στα 11 χρόνων τότε, εδώ είχαν έρθει οι Γερμανοί στη Γλώσσα μάλισ…ή ταξίδευα, επειδή έλειπα πολλά χρόνια εκτός νησιού δεν έχω εμπειρίες να σας πω... Μπορεί να σας πει, όμως, η γυναίκα μου για τα χιόνια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
[00:00:00] Καλησπέρα. Θα μας πεις το όνομά σου;
Ναι. Λέγομαι Χρήστος Κρίτσαλος.
Ωραία, βρισκόμαστε με το Χρήστο Κρίτσαλο στη Γλώσσα Σκοπέλου, σήμερα είναι 13 Απριλίου 2022, εγώ ονομάζομαι Τακτικού Ευαγγελία, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Χρήστο, πείτε μου μερικά πράγματα για εσάς.
Τι θέλετε να μάθετε; Από την παιδική μου ηλικία; Γεννήθηκα το 1944, την εποχή που έληγε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η κατάσταση στο νησί και γενικά στην Ελλάδα τότε ήτανε πολύ ρευστή, δεν υπήρχανε χρήματα, δεν υπήρχαν τροφές... Σαν παιδιά, και εμείς, ας πούμε, παρόλο ότι η δική μου οικογένεια είχε κάποια οικονομική ευχέρεια, αλλά όχι τέτοια, ώστε να λέμε ότι είμαστε άνετοι, γενικά η ζωή ήτανε πολύ δύσκολη, τα παιδικά χρόνια ήταν και αυτά δύσκολα, πολλά παιδιά δεν φόραγαν, δεν είχαν παπούτσια να φορέσουνε και εμείς ακόμα, και εγώ και τα αδέρφια μου, κυκλοφορούσαμε ξυπόλητοι, ακόμα και αν είχε χιόνια και αν είχε και βροχή. Βέβαια όχι τακτικά, κάποιες φορές είχαμε παπούτσια και μάλιστα στα παπούτσια μας, αυτά που, επειδή δεν ήταν εύκολο να αγοράζεις παπούτσια, οι τσαγκάρηδες έβαζαν σιδερένια καρφιά από κάτω, τα οποία τα λέγαμε στραμπαρόλια και τα οποία τα έβαζαν, για να αντέχει το παπούτσι, να μη λιώνουν, γιατί δεν υπήρχε οικονομική ευχέρεια, ώστε να μπορούν να έχουν πολλά ζευγάρια. Αλλά πάρα πολλά παιδιά και στο σχολείο έρχονταν ξυπόλυτοι ή άλλα έφτιαχναν μικρά τσαρουχάκια από σαν σαμπρέλα, σαν από ρόδα αυτοκινήτου μερικά παιδιά. Τέλος πάντων, ναι, δεν ήταν τόσο εύκολα και για τους γονείς και για τα παιδιά. Τώρα έξω από το ότι ήτανε δύσκολα τα χρόνια, εμείς, σαν παιδιά, είχαμε μέσα μας το ενεργητικό, την τάση να παίζουμε. Τις ώρες του σχολείου, βέβαια πηγαίναμε, ας πούμε, στην τάξη στην αρχή με ένα πινακάκι, το οποίο ήταν σαν πίνακας και με ένα κοντύλι, που έγραφε λευκά απάνω, σαν να ήτανε κιμωλία και όταν φεύγαμε από το σχολείο, λίγα πράγματα είχαμε, τα περισσότερα να μάθουμε, τα περισσότερα τα μαθαίναμε στο σχολείο. Ξεχυνόμασταν στους δρόμους να παίξουμε μεταξύ μας τα παιδιά, είχαμε αυτοσχέδια παιχνίδια, είχαμε διάφορα, λέγαμε κλωτσοσφύρι, λέγαμε τσιλίκι-τσιλικόβεργα, λέγαμε τράντα, παίζαμε γουρνίτσες με αμύγδαλα, λέγαμε ότι: «Ποιος θα στριμάρει;», δηλαδή ποιος θα πετύχει τον άλλον με το αμύγδαλο, κάναμε πετροπόλεμο μεταξύ τις γειτονιές, ήμασταν τρεις γειτονιές στη Γλώσσα, η Γυαλή, το Κουκουσούλι και το Αλώνι, και σαν ομάδες μεταξύ μας πολλές φορές παίζαμε και πετροπόλεμο, σπάζαμε τα κεφάλια μας, εντάξει, δεν ήτανε κάτι για το οποίο φοβόμασταν να παίξουμε τότε. Άλλες φορές τώρα, όταν ήτανε οι γονείς είχανε να μαζέψουνε αμύγδαλα το καλοκαίρι, δαμάσκηνα ή και το φθινόπωρο τις ελιές, τότε πηγαίναμε όλοι μαζί και στα κτήματα, βοηθούσαμε και εμείς σαν παιδιά και αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια αργότερα, ας πούμε, τα παιδιά να βοηθάνε τους γονείς. Εγώ συγκεκριμένα ξεκίνησα να πηγαίνω σε ξένη δουλειά, να είμαι στους φούρνους, τότε στα δαμάσκηνα, τότε τα δαμάσκηνα είχαν ειδική επεξεργασία και πήγαινα στους φούρνους, βοηθούσα εκεί να μεταφέρουμε τα τελάρα, να κάνουμε άλλες, κάποιες άλλες εργασίες και συνήθως οι γυναίκες και τα κορίτσια ήταν αυτά τα οποία έκαναν, ας πούμε, μασάζ, που λέμε, περιποιόνταν το δαμάσκηνο να φέρουν το κουκούτσι στη μέση και να το κάνουν πλατύ, ώστε να είναι ωραίο και να είναι και καλό στην αγορά. Εντάξει, να συνεχίσουμε. Ναι, και μια και μιλήσαμε για δαμάσκηνο, να σας πω ότι το δαμάσκηνο είναι ένα πάρα πολύ θρεπτικό συστατικό, περιέχει πολλά στοιχεία. Εδώ, στη Γλώσσα, το κατέβαζαν από τα δέντρα νωπό, το έβαζαν σε φούρνους, έπαιρναν το πρώτο στάδιο λίγη θερμοκρασία, μετά, ας πούμε, το έκαναν με τα χέρια λίγο μάλαξη, το ξανάβαζαν στους φούρνους και σιγά-σιγά η υγρασία, που είχε μέσα το νερό, εξατμιζόταν, απορροφόνταν και όταν γινότανε ξερό λιγάκι, προσπαθούσαν το κουκούτσι και το τσιμπούσαν από τη μία μεριά, το έφερναν στη μέση και το έκαναν πλατύ γύρω-γύρω, ούτως ώστε στη μέση, σαν ξερό, έμενε το κουκούτσι και γύρω-γύρω ήταν η ψίχα, την οποία μπορούσες να φας, χωρίς να χτυπήσεις τα δόντια σου στο κουκούτσι. Αυτά ήταν εξαγώγιμα προϊόντα, τότε, ας πούμε, δηλαδή έκαναν εξαγωγές τα αμύγδαλα, τα δαμάσκηνα, τα πήγαιναν Θεσσαλονίκη, τα πήγαιναν Βόλο, τα πήγαιναν Αθήνα και είχαν πάρα πολύ καλή τιμή, για αυτό και ο κόσμος προσπαθούσε να έχει καλλιέργειες δαμάσκηνου και αμύγδαλα και ήταν ένα καλό έσοδο, ώστε η οικογένεια να μπορεί να ανταπεξέρχεται στα έξοδα της. Αυτό το δαμάσκηνο συνεχίστηκε να είναι καλό προϊόν μέχρι το 1979-‘80 περίπου. Έκτοτε δεν συνέφερε η τιμή, γιατί βγήκαν δαμάσκηνα στη Βουλγαρία και στην Καλιφόρνια, τα οποία δεν χρειάζονταν επεξεργασία, όπως γινόταν στη Σκόπελο, και ήτανε πιο φθηνά στο εμπόριο, οπότε δεν ήτανε προσιτό το δαμάσκηνο Σκοπέλου και έτσι εγκαταλείφθηκε. Και τα αμύγδαλα σχεδόν την ίδια εποχή, ήταν και αυτά που έπαψαν να καλλιεργούνται στη Γλώσσα και απλώς παρέμεναν τα δέντρα, τόσο οι δαμασκηνιές όσο και οι αμυγδαλιές, παρέμεναν να τα χρησιμοποιούν οι οικογένειες για λογαριασμό τους μόνο και ο κόσμος άρχισε να φυτεύει ελιές, οι οποίες ελιές και το λάδι ήτανε καλύτερο προϊόν για την εποχή οπότε σιγά-σιγά εξέλειπαν οι δαμασκηνιές, υπάρχουνε βέβαια κάποιοι στη Σκόπελο, οι οποίοι επιμένουν να καλλιεργούν το προϊόν, έχει καλή τιμή τώρα, αλλά ο πολύς κόσμος, όμως, στη Γλώσσα δεν το καλλιεργεί.
Εσείς τι δέντρα είχατε στα χωράφια σας;
Εμείς, προσωπικά η οικογένειά μου, εκτός παλαιότερα που είχαν τα αμπέλια για κρασί, τα οποία εγώ δεν πρόλαβα τις συγκομιδές του κρασιού, έχω ακούσει, όμως, ότι υπήρχε τόσο πολύ κρασί εδώ, στο νησί, που πολλές φορές, όταν ήθελαν να χτίσουνε σπίτι και δεν είχαν πουλήσει τα κρασιά, το χρησιμοποιούσαν για νερό, για να χτίζουνε τα σπίτια. Και βέβαια ήτανε και ένα προϊόν το κρασί της Σκοπέλου, το οποίο ήτανε ξακουστό, επειδή έβγαινε καλό κρασί, χρησιμοποιούνταν τα αμπέλια, τα λημνιά, τα οποία βγάζανε καλό κρασί, ένα μικρό αμπελάκι έχουμε και εμείς ακόμα μέχρι σήμερα, με το οποίο φτιάχνουμε το δικό μας σπιτικό κρασί γύρω στα 100-150 κιλά περίπου, το χρησιμοποιούμε για το σπίτι και είμαστε ευχαριστημένοι από την ποιότητα. Μετά τα αμπέλια άρχισαν να καλλιεργούν τα αμύγδαλα και τα δαμάσκηνα και μετά τα δαμάσκηνα έβαλαν πολύ περισσότερες ελιές και τώρα έχουνε μείνει οι ελιές και τα δαμάσκηνα και τα αμύγδαλα υπάρχουν σαν φρούτα της οικογένειας, δεν είναι εξαγώγιμα, δεν είναι προϊόν που εξάγεται. Άλλα φρούτα και άλλα είδη οι νοικοκυραίοι, αυτοί που είχαν κάποια κτήματα και είχαν οι περισσότεροι εδώ, στο νησί, άλλοι μικρά, άλλοι μεγάλα, αλλά όλο και κάποια κομματάκια είχανε, έβαζαν μέσα στα κτήματά τους διάφορα φρούτα, μήλα, αχλάδια, δηλαδή έβαζαν ένα-δύο δέντρα, ας πούμε, ρόδια, τα οποία τα χρησιμοποιούσανε για την οικογένεια και θυμάμαι μικρός που οι [00:10:00]γιαγιάδες και οι παππούδες τα κρεμούσαν στην πλανταριά, στην οροφή του δωματίου μέσα και εκεί ο αέρας που έμπαινε σχεδόν τα προστάτευε να μην σαπίσουνε. Οπότε υπήρχαν και τον χειμώνα κάποια από αυτά τα φρούτα, τα οποία τα χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, επειδή δεν είχανε ψυγεία, πού να τα βάλουνε; Και τα κρέμαγαν από την πλανταριά. Πλανταριά λέμε το κεντρικό ξύλο, το οποίο στηρίζει το πάτωμα και την οροφή. Ωραία.
Για τα σχολικά χρόνια;
Σχολικά χρόνια–
Εκτός από το…
Προσωπικά, στη Γλώσσα συγκεκριμένα υπήρχε μόνο Δημοτικό στα χρόνια τα δικά μου, μιλάμε για την εποχή από το ’44, που γεννήθηκα, μέχρι το ‘60 περίπου, υπήρχε μόνο Δημοτικό. Οπότε, όταν τελειώναμε το Δημοτικό, στην κυρίως, πρωτεύουσα να την πούμε, στην κυρίως, ας πούμε, χώρα του νησιού, τη Σκόπελο, υπήρχαν Γυμνάσιο με τρεις τάξεις, τότε τα Γυμνάσια ήτανε οχταθέσια, δηλαδή πήγαινες μέχρι την ογδόη. Τις τρεις πρώτες είχε η Σκόπελος και τα περισσότερα παιδιά, που ήθελαν να πάνε στο Γυμνάσιο από τη Γλώσσα, πηγαίναμε στη Σκόπελο. Την εποχή που πήγαινα εγώ στο σχολείο στη Σκόπελο, όταν τελείωσα το Δημοτικό, 12 χρονών, δεν υπήρχε καν αυτοκινητόδρομος, όποτε πηγαίναμε με τα πόδια. Κάναμε περίπου δυο-δυόμιση ώρες διαδρομή. Αλλά αυτό δεν γινότανε καθημερινά, δεν μπορούσες να το κάνεις καθημερινά, οπότε νοικιάζαν, ας πούμε, ή πήγαιναν οικότροφα τα παιδιά, τότε πηγαίναν στο σχολειό παιδιά που είχαν λίγο οικονομική ευχέρεια, δηλαδή να βγάλουν το Γυμνάσιο, τα υπόλοιπα έμεναν εδώ, να βοηθάνε τους γονείς και πήγαιναν, γυρνάγαμε Σαββατοκύριακο να δούμε εδώ τους γονείς με τα πόδια και πηγαίναμε ξανά πάλι την Κυριακή, για να είμαστε τη Δευτέρα στο σχολείο. Σε εμάς συγκεκριμένα, όταν πήγα εγώ ήρθε και η μητέρα μου με τα άλλα τα αδέρφια μου και νοικιάσαμε σπίτι στη Σκόπελο και μείναμε στη Σκόπελο, μέχρι που τελείωσε ο μεγάλος μου αδελφός, ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα, το Γυμνάσιο εκεί, οπότε μετά μεταναστεύσαμε πάλι όλη η οικογένεια στον Βόλο και συνεχίσαμε το Γυμνάσιο του Βόλου. Άλλα παιδιά τελείωναν το Γυμνάσιο στη Σκόπελο και δεν συνέχιζαν να πάνε σε μεγαλύτερες τάξεις, δεν υπήρχε και οικονομική ευχέρεια, δεν υπήρχανε και συγκοινωνίες. Την εποχή που ήμουνα εγώ παιδί οι συγκοινωνίες, για να πάει κάποιος στο Βόλο από τη Γλώσσα γίνονταν με δύο ξύλινα καΐκια, το ένα ήτανε του Πασχάλη από τη Σκιάθο, ήτανε καραβόσκαρο αυτό και το άλλο ήταν ένα «Πέραμα», ενός Λεμονή από τη Σκόπελο. Και κάναμε περίπου πέντε-τέσσερις-πέντε ώρες και πολλές φορές, αν είχε καιρό, και περισσότερο μένανε στα λιμάνια, δηλαδή φεύγοντας από τη Γλώσσα, για να πάμε στο Βόλο, αν είχε θαλασσοταραχή, μπορεί να έμενε στη Σκιάθο καμιά φορά. Και αργότερα, λίγο αργότερα ήταν ένα καραβάκι σιδερένιο, το οποίο ήταν πρώην θαλαμηγό, το οποίο λεγόταν «Κύκνος», το οποίο ήταν μεγαλύτερο και είχε καλύτερη ταχύτητα. Επίσης το λιμάνι εδώ κάτω, στο Λουτράκι, δεν ήταν λιμάνι που να πέφτει δίπλα το σκάφος, παρά αυτά τα καΐκια έριχναν την άγκυρα στη μέση του λιμανιού και οι επιβάτες πηγαίναμε με βάρκα πάνω στο καΐκι, ανεβαίναμε τη σκάλα. Μέσα οι χώροι, δεν υπήρχαν μεγάλοι χώροι, ένα σαλόνι ήτανε στο κέντρο εκεί και όλοι οι επιβάτες ήταν εκεί μέσα, ας πούμε, στο κέντρο. Δεν ήταν και πάρα πολλοί οι επιβάτες, δεν ταξίδευαν ο κόσμος τακτικά, δεν υπήρχε αυτό, αυτή η συνήθεια, που είναι τώρα, να πάμε μία βόλτα στο Βόλο, ή να πάμε κάποιου, κάποιος ή για αρρώστια ή για μεγάλη ανάγκη έφευγε από το νησί, οι περισσότεροι έμεναν εδώ, οπότε και τα σκάφη ήταν αυτά που ήτανε, ήτανε ικανά και δεν ήταν ποτέ πάντα γεμάτα. Τα καΐκια αυτά μετέφεραν επίσης πολλές φορές και ζώα, μικρά ζώα και γουρούνια και κατσίκες ή και άλλα είδη ό, τι έβρισκαν, ας πούμε, ό, τι υπήρχε, δηλαδή, για μεταφορά, υπήρχαν βέβαια και κάποια φορτηγά αργότερα καΐκια, για να μεταφέρουνε μουλάρια, γαϊδούρια και λοιπά, αλλά πολλές φορές μπορεί και σε αυτά τα σκάφη να έβλεπες και έναν γάιδαρο στην πρύμνη δεμένο εκεί και να τον μεταφέρουν από τον Βόλο, που υπήρχαν στη Θεσσαλία ζώα, να τον μεταφέρουν, να τον φέρουν στη Σκόπελο για τις ανάγκες εδώ πέρα. Επίσης, όπως λέμε, στα παιδικά μου χρόνια δεν υπήρχε δρόμος, αυτοκινητόδρομος, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, όλες οι μεταφορές γίνονταν με ζώα, με γαϊδούρια, μουλάρια και σπάνια άλογα. Τα μουλάρια είναι πολύ δυνατά και αντέχουνε μεγάλο φορτίο. Και αυτά τα ίδια τα ζώα τα χρησιμοποιούσαν επίσης, όταν ήθελαν οι άνθρωποι να πάνε σε πανηγύρια και εξωκλήσια, που ήταν συνηθισμένο γεγονός, έμπαιναν καβάλα οι γυναίκες του σπιτιού και πήγαιναν στα πανηγύρια. Τα έντυναν μάλιστα, έριχναν κάποια χάλια, μικρά χαλάκια ή κάποια άλλα τέτοια, κιλίμια μικρά, για να μπορεί να κάτσει πάνω.
Εσείς είχατε κάποιο ζώο τέτοιο;
Προσωπικά εμείς, εκείνη την εποχή, όχι. Αργότερα ο πατέρας μου, του χάρισαν ένα μουλαράκι και το είχε έτσι περισσότερο σαν βοηθητικό, αλλά όχι για επαγγελματικό. Υπήρχαν επαγγελματικά ζώα, δηλαδή αγωγιάτες, ας πούμε, και ήταν αρκετοί, οι οποίοι φόρτωναν τις ελιές, τα αμύγδαλα, τα δαμάσκηνα, παλαιότερα τα κρασιά και υπήρχανε και πιο παλιά ακόμα, σαν παιδί εγώ τα έζησα, υπήρχανε και βόδια, τα οποία τα χρησιμοποιούσανε, για να αλωνίζουνε ή για να οργώνουνε τα χωράφια και πολλές φορές, όταν ήθελαν να μεταφέρουν βαριά πράγματα από το Λουτράκι, από το λιμάνι για το χωριό –παραδείγματος χάριν, ας πούμε για τα πιεστήρια, ελαιοπιεστήρια, γρανάζια, τέτοια πράγματα–, χρησιμοποιούσαν τα βόδια και έβαζαν, ήταν άτομα πίσω και έβαζαν τα λέγανε παραμίνες, δηλαδή έβαζαν κάτω από το γρανάζι ξύλο και τα βόδια τα έσερναν αυτά, για να τα ανεβάσουν το καλντερίμι, δεν υπήρχε δρόμος άλλος, από το καλντερίμι στο χωριό απάνω, να πάνε στα ελαιοτριβεία ή να πάνε σε άλλα σημεία που ήθελαν να τα πάνε. Πάντως όλα βαριά ή και ελαφρά ανέβαιναν από το καλντερίμι με ζώα ή με βόδια τα οποία τα έσερναν. Τα βόδια τα χρησιμοποιούσαν για… Υπήρχαν κάποια αλώνια. Οι ντόπιοι τότε έσπερναν σιτάρια και όταν τα αλώνιζαν αυτά, υπήρχαν αρκετά αλώνια, τα οποία τα είχανε κάνει σαν, με μπρουτσιλιάνα, σαν τσιμεντένια και πήγαιναν, μπροστά ήταν τα βόδια, υπήρχε ένα πλαίσιο, το οποίο το λέγαμε εμείς ροκάνα, και από κάτω είχε λάμες, το οποίο καθόμασταν εμείς σαν παιδιά πάνω, για βόλτα περισσότερο, για να το ευχαριστηθούμε, και τράβαγαν τα γελάδια, αυτό, γύρω-γύρω και αυτές οι λάμες, οι σιδερένιες, έκοβαν, αφαιρούσαν από το στάχυ το σιτάρι και μετά το ξανέμιζαν στον αέρα, για να μείνει το σιτάρι. Και το επόμενο στάδιο ήταν, υπήρχε κάποιος Κορφιάτης, Στεφανή τον λέγαμε, που είχε έναν μύλο εδώ, πήγαιναν εκεί το σιτάρι και το έκαναν αλεύρι. Δεν υπήρχαν τα αλεύρια, υπήρχαν, αλλά δεν είχανε ο[00:20:00]ι άνθρωποι τα χρήματα να πάρουνε αλεύρι απευθείας από τη Θεσσαλία ή από άλλα μέρη, δεν τους συνέφερε, οπότε έσπερναν και έκαναν δικό τους αλεύρι εδώ, ντόπιο. Και μάλιστα ήταν και πολύ μυρωδάτο.
Όσον αφορά τα φρούτα, που είπες πριν, φαντάζομαι ότι είχατε μόνο αυτά που παρήγατε, δηλαδή δεν είχατε μπανάνες, για παράδειγμα.
Όχι, προς Θεού, οι μπανάνες ήρθανε πολύ τελευταία εδώ πέρα, όταν άνοιξαν τα καταστήματα, τα οποία έχουνε φρούτα, λαχανικά και λοιπά. Δεν υπήρχε, οι εισαγωγές εδώ πέρα, εκείνη την εποχή, δεν ήτανε, δεν υπήρχαν εισαγωγές, ειδικά σε αυτά τα προϊόντα, ας πούμε. Μπορεί να πήγαιναν τα καΐκια στη Χαλκιδική να φορτώσουνε σιτάρι, να φέρουνε σιτάρι, όμως, για να κάνουνε ψωμί. Ή έστω, για να κάνουν λίγο εμπόριο τοπικό εδώ πέρα. Αλλά άλλα προϊόντα δεν θυμάμαι να έφερναν προϊόντα. Υπήρχανε κάποιοι γυρολόγοι, οι οποίοι έφερναν υφάσματα, τέτοια πράγματα ή κάποιοι άλλοι, οι οποίοι μάζευαν αντίκες, έδιναν κάποια χρήματα και έπαιρναν αντίκες από δω, από το χωριό, παλιά αντικείμενα, παλιά σκεύη και τέτοια, όπως επίσης κατά διαστήματα έρχονταν και κάποιοι γύφτοι, οι οποίοι γάνωναν τα μπακιρένια σκεύη και καμιά φορά έφερναν και καμιά αρκούδα μαζί τους, μικρή αρκούδα, την οποία της είχαν ένα χαλκά στη μύτη εδώ και έκανε κάποια νούμερα, μαζευόμασταν στην πλατεία, να δούμε την αρκούδα, που έκανε πώς κοιμάται, πώς πηδάει το φράχτη, πώς κάνει διάφορα νούμερα και διασκέδαζε ο κόσμος από τους γύφτους. Κι άλλα τέτοια, έρχονταν κάποιοι, έτσι, να κάνουνε κάποιες επιδείξεις, διάφορα νούμερα δύναμης ή θυμάμαι τα μετέπειτα χρόνια και κάποιοι που έκαναν τα μέντιουμ, στην πλατεία του χωριού γινόταν όλο αυτό και μαζευόταν ο κόσμος εκεί και ψιλοδιασκέδασε με αυτά. Δεν θυμάμαι να... Όχι, εισαγωγή φρούτα και τέτοια και λαχανικά, οπωροπωλεία δεν υπήρχαν σαν καταστήματα.
Και όταν ήρθαν πρώτη φορά, εσείς πώς αντιδράσατε, οι κάτοικοι, όταν είδατε, ας πούμε, κάτι τέτοιο εισαγόμενο πρώτη φορά;
Κοιτάτε, εγώ προσωπικά, όπως είπαμε, πήγα στη Σκόπελο, στον Βόλο, μετά πήγα στη Σχολή Μηχανικών στον Πειραιά για τέσσερα χρόνια και μετά ταξίδεψα. Σε γενικές γραμμές για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήμουνα εκτός χωριού, δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω τη ζωή του χωριού, μέχρι 12 χρόνων ή έστω μέχρι 15 χρονών την παρακολούθησα. Έκτοτε δεν την παρακολουθούσα, την παρακολουθούσα μόνο τα καλοκαίρια, όταν τελείωναν τα σχολεία και όταν βρέθηκα στον Πειραιά, στη Σχολή Μηχανικών, ήμουνα και τα καλοκαίρια εκεί, οπότε δεν μπορώ να πω πολλά πράγματα, πώς εξελίχθηκε. Βέβαια εξελίχθηκε, εντάξει. Όταν ήμουνα στον Πειραιά, στον Πειραιά πήγα το 1960 για τη Σχολή Μηχανικών, τότε το χωριό είχε ένα τηλέφωνο στο ταχυδρομείο, δεν υπήρχανε τηλέφωνα να μπορείς να επικοινωνήσεις. Είχε, όμως, μερικά πιο εξελιγμένα σκάφη από τον Βόλο, για να έρθουμε στο νησί, δηλαδή είχανε λίγο μεγαλώσει τα σκάφη, ήτανε σιδερένια, ήταν πιο μεγάλα, πιο άνετα, για να έρθουμε στο νησί.
Η ζωή εδώ, στο νησί, άρχισε σιγά-σιγά και επικοινωνούσε ο κόσμος με τον Βόλο συνήθως ή υπήρχε μία γραμμή, που πήγαινε στο Πευκί, στην Εύβοια, απέναντι, και από εκεί Αιδηψό-Αθήνα και με την Αθηνά επικοινωνούσε, άρχισε να επικοινωνεί ο κόσμος και αυτό συνεχίστηκε, μέχρι που, μέχρι σήμερα η επικοινωνία μπορεί να είναι και καθημερινή, κάποιος, ας πούμε, να φύγει από το νησί, να πάει στον Βόλο και να γυρίσει αυθημερόν στο νησί. Τότε, όπως είπαμε, έφευγες από το νησί μόνο και μόνο για ανάγκες, σοβαρές ανάγκες, για θέματα υγείας ή οι ναυτικοί, όταν έφευγαν, ή όταν πήγαιναν τα παιδιά στρατιώτες. Ναι, τότε υπήρχε ένα γλέντι, υπήρχε μία εκδήλωση τότε, τα παιδιά. Θυμάμαι ότι αυτοί που ήτανε έτοιμοι να στρατευτούν, δηλαδή τους είχε έρθει το φύλλο πορείας, που λέμε, από την προηγούμενη μέρα γύρναγαν στο χωριό και τραγουδούσαν, χόρευαν, διασκέδαζαν, έλεγαν μάλιστα συναφή τραγούδια με το στρατιωτικό ή με το πώς αποχαιρετούν. Λόγου χάριν, θυμάμαι ότι έλεγαν: «Φεύγω και αποχαιρετώ τη Γλώσσα, την καημένη, και αφήνω τη Γλώσσα έναν γύρο και αφήνω το πουλάκι μου σαν μαραμένο φύλλο», εννοούσε το κορίτσι, ναι, και διάφορα άλλα στιχάκια, που δεν μπορώ να τα θυμηθώ τώρα. Και τραγουδούσαν και μέχρι που έμπαιναν ακόμα και στο καΐκι, για να πάνε στον Βόλο, τους ακούγαμε που τραγούδαγαν, χόρευαν και εκεί πέρα και οι άνθρωποι του χωριού έφταναν μέχρι τη Βίγλα κάτω, εκεί πάνω από το λιμάνι και πολλοί κούναγαν τα μαντήλια, οι γονείς ή τα αδέρφια, σαν να ήταν ένα γεγονός το οποίο ήταν πάρα πολύ σπουδαίο. Δεν γινόταν καθημερινά, αλλά ήταν ένα γεγονός για το χωριό. Και ναι, αυτοί αναγκαστικά ταξίδευαν και όταν έρχονταν πάλι τα παιδιά πάλι γινότανε γλέντι, μαζεύονταν στο χωριό, ήταν έντονη η παρουσία τους, θεωρούνταν από τους ντόπιους ότι είχανε μάθει πράγματα και ρώταγαν πώς είναι παραπέρα, να μάθουνε και οι ντόπιοι κάποιες πληροφορίες, ήτανε γεγονότα τα οποία σήμερα είναι τίποτα, μια καθημερινότητα, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψιν.
Εσύ, όταν πήγες στον στρατό, έγινε το ίδιο;
Εγώ πήγα, στον στρατό ήμουνα μεγάλος λιγάκι, πήγα εξ αναβολής, ήμουνα 25 χρόνων, πήγα το ‘67 περίπου. Εντάξει, είχε πια ο κόσμος, μπορούσε και κυκλοφορούσε, δεν ήταν γεγονός, δεν έγινε κάτι, όπως είπαμε προηγουμένως, απλώς μαζέψαμε τα πράγματα μας και πήγαμε να παρουσιαστούμε. Δεν θεωρείτο πια ότι είναι κάτι που πρέπει να το δείξουμε.
Τι θυμάσαι από το στρατιωτικό; Είχες καμία περιπέτεια από εκεί;
Εγώ συγκεκριμένα υπηρέτησα στο Λιμενικό Σώμα. Στην εκπαίδευση πήγα στον «Κανελλόπουλο», στο Ναυτικό, στον «Κανελλόπουλο», και επειδή ήμουνα λίγο μεγάλος, είχα αποφασίσει να τελειώσω το στρατιωτικό μου ήσυχα. Επίσης εκείνη την εποχή, επειδή πήγαινα με το ψαροντούφεκο πολύ, είχα κάνει βλάβη στο δεξί μου αυτί και πριν πάω μέσα στο κέντρο, πήγα σε ένα νοσοκομείο στη Σαλαμίνα, θεράπευσα το αυτί μου και πήγα μετά στο κέντρο και μάλιστα με εκπαίδευαν μόνο μου. Ο λόχος ο δικός μου, εκεί που άνηκα, είχε εκπαιδευτεί. Και μου έδωσαν έναν εκπαιδευτή, είχα έναν εκπαιδευτή ο οποίος μου έλεγε πώς να κάνω τον βηματισμό, πώς να κάνω ασκήσεις με το όπλο, να το βάζω στον ώμο, να το κάνω παρά πόδα και λοιπά, και κάποια στιγμή είχαν κάποια λουλούδια εκεί που ήμασταν, τα οποία, μαργαρίτες μάλλον, αν θυμάμαι, και μου[00:30:00] λέει: «Κοίταξε εκείνη η μαργαρίτα είναι κόκκινη». Του λέω: «Δεν είναι κόκκινη», του λέω, «είναι άσπρη η μαργαρίτα». «Όχι», μου λέει, «κόκκινη», «Άσπρη», τελικά προσπαθούσε να με κάνει να είμαι πειθήνιος ότι ό, τι λέει ο ανώτερός μου, γιατί ήταν ανώτερος εν τη προκειμένη περίπτωση, θα έπρεπε να το αποδέχομαι, μέχρι που κατάλαβα και εγώ και λέω: «Εντάξει, να πούμε, είναι κόκκινη μαργαρίτα». Και μία άλλη ιστορία, κάποια στιγμή μας είχανε πει ότι θα πάμε να δούμε σινεμά στον επόμενο λόχο, στον άλλον, στου «Μπαλάσκα», πήγαμε εμείς, γιατί έλειπε ο λοχαγός ο δικός μας, πήγαμε, αλλά κάποιος λοχαγός άλλος, δεν ήταν αυτός που μας είχε πει να πάμε, μας είπε να γυρίσουμε πίσω και δεν θα πάμε σινεμά. Εγώ θεώρησα ότι ήτανε προσβολή για εμάς και πήρα κάποια παιδιά εκεί, γύρω στα δεκαπέντε-είκοσι, είκοσι παιδιά ήτανε, τους έβαλα στη σειρά, τους έλεγα: «Ένα-δύο» και πήγαμε στο σινεμά. Στο σινεμά, λοιπόν, μας άφησαν λιγουλάκι και μας γύρισαν πίσω στον λόχο, τον δικό μας, του «Κανελλόπουλου» –το κέντρο ήτανε κέντρο «Μπαλάσκα», το οποίο ήτανε «Κανελλόπουλος» και «Μπαλάσκας», δύο διαφορετικά–, μας γύρισαν πίσω, μας έκαναν αναφορά και μας έβγαλαν στην αναφορά την άλλη μέρα, μας στήσανε όρθιους εκεί με το όπλο να περιμένουμε, τέλος πάντων, είπαν γιατί το κάναμε, λέω, είπα εγώ στον αξιωματικό, που μας ρώτησε: «Εγώ ήμουν αυτός που παρέσυρα τους ναύτες και πήγαμε στο σινεμά, παρ’ όλη τη διαταγή, που είχαμε από ανώτερο να γυρίσουμε πίσω». Τέλος πάντων, μείναμε τρία άτομα και μας έκαναν αυτό που λένε ουλαμό, δηλαδή μας πήρε κάποιος παλαιότερος και μας έλεγε με τα όπλα: «Τώρα τρέξτε! Τώρα γονατίστε! Τώρα κάντε καγκουρό!». Καγκουρό ήταν να βάζεις το όπλο κάτω από τα πόδια και να πηδάς, μας είχαν από το πρωί, γύρω στις 10:00 η ώρα, μέχρι τις 17:00 το απόγευμα. Δεν ξέρω εγώ λίγο το πήρα λιγάκι εγωιστικά, αυτός περίμενε ότι θα πέφταμε, δηλαδή θα δίναμε κάτω, οι δύο αποσύρθηκαν, εγώ έμεινα μέχρι τις 17:00 η ώρα που δεν είχε δικαίωμα να προχωρήσει άλλο, να κάνω όλες αυτές τις ασκήσεις. Έφυγα αλλά το βράδυ οι γάμπες μου και τα πόδια μου είχανε γίνει σαν ξύλα και όλη τη νύχτα τα έτριβα, για να μην πάθω κράμπες, και δυο-τρεις μέρες ακόμα τα πόδια μου ήτανε από την ταλαιπωρία, από την ορθοστασία, από το τρέξιμο, από το πάνω-κάτω κάμψεις και λοιπά, είχαν γίνει σαν πέτρινα. Επίσης, έβγαζαν εκεί στο στρατό, έβγαζαν πάντα ορισμένους, οι οποίοι ήθελαν να κάνουν δουλειές, έβγαινε ο υπαξιωματικός ή ο αξιωματικός και έλεγε: «Ποιοι θέλουν να πάνε στα μαγειρεία; Ποιοι θέλουν να πάνε να χρωματίσουν; Ποιοι θέλουν να πάνε σε μία άλλη αγγαρεία;». Εγώ ήμουνα πρόθυμος. Και στα μαγειρεία πήγα και ήτανε κάτι καζάνες μέχρι το στήθος μου μεγάλες και έμπαινες ολόκληρος μέσα, για να την καθαρίσεις την καζάνα, για να φτιάξουν το φαγητό, και στις μπογιές, όπου ήτανε τέτοιο, και στις τουαλέτες πήγα, δεν είχα πρόβλημα δηλαδή, ήθελα να βγάλω τη θητεία μου, χωρίς να δημιουργήσω πρόβλημα, αλλά στην προηγούμενη περίπτωση μου είχανε σουβλίσει τον εγωισμό μου.
Τώρα σχετικά με τη δουλειά που επέλεξες, πώς αποφάσισες να γίνεις ναυτικός;
Το ναυτικός ήτανε μία επιλογή, γιατί από μικροί, ας πούμε, μέσα στη θάλασσα ήμουνα, ο πατέρας μου είχε ένα καΐκι, ψαροκάικο. Ο ίδιος δεν ψάρευε, αυτό το καΐκι το χρησιμοποιούσε, γιατί τότε οι βάρκες εδώ δεν είχανε μηχανές και ο πατέρας μου στο καΐκι, που είχε, το «Αγία Παρασκευή», είχε μηχανή μέσα, οπότε δέναμε πίσω τις βάρκες, που δεν είχαν μηχανές, τις πηγαίναμε στο σημείο που έπρεπε να ψαρέψουνε, φεύγαμε, ψάρευαν οι βάρκες και γυρίζαμε πάλι και τις παίρναμε, τις έφερναν μέσα στο λιμάνι και τα ψάρια, αν υπήρχαν ψάρια ή τα έδιναν εδώ, στην αγορά, ή αν ήτανε περισσότερα, πολλές φορές πήγαιναν και απέναντι στην Εύβοια ή αλλού, να τα πουλήσουν τα ψάρια. Από μικρός, λοιπόν, ήμουνα με τον πατέρα μου στη θάλασσα. Αργότερα, όταν έβαλαν και οι βάρκες σιγά-σιγά μηχανές σταμάτησε. Ήταν το καΐκι σαν ψαράδικο προσωπικό του πατέρα μου. Ήμουνα μέσα. Έβλεπα και τον πατέρα μου, ο οποίος δεν είχε σχέση με τις μηχανές και πολλές φορές ταλαιπωριόταν, γιατί παρουσίαζαν κάποιες ζημιές οι μηχανές, έπρεπε να φωνάξει κάποιον, ο οποίος να ήξερε, τότε ο Κορφιάτης, που ήτανε μηχανικός, ήτανε στο χωριό να τον φωνάξουνε στο Λουτράκι, να δει τη μηχανή και όλα αυτά μου δημιούργησαν μία τάση και λέω: «Θα γίνω εγώ μηχανικός τελικά να επισκευάζω τις μηχανές». Δεν μου άρεσε αυτό το πράγμα που παιδευόταν ο πατέρας μου. Οπότε στο θέμα μηχανικός από μικρός πήρα μία κλίση προς τον μηχανικό. Τώρα σαν ναυτικός, τα περισσότερα παιδιά εκείνη την εποχή πήγαιναν ναυτικοί στα καράβια. Το ναυτικό επάγγελμα ήταν καλό, είχε καλό μισθό, έφερναν διάφορα είδη, τα βλέπαμε εμείς, έφερναν από το εξωτερικό διάφορα υφάσματα, διαφορά τέτοια, ας πούμε σκεύη, ήτανε κάτι που κίναγε την περιέργεια και ήθελες να το αποκτήσεις, οπότε και χρήματα αρκετά, ας πούμε, ή έκαναν καλλιέργειες στα χωράφια με τα χρήματα, οπότε πήγα και εγώ, κίνησα προς αυτή την τάση. Φυσιολογικά ήθελα να σπουδάσω, να γίνω μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος, αλλά είχα ένα ατύχημα μικρός, 12 χρονών, είχα κόψει το δάχτυλό μου και οι σχολές τότε έπρεπε να είσαι αρτιμελής. Οπότε για μένα το ναυτικό επάγγελμα ήτανε η δεύτερη επιλογή. Και πήγα σαν ναυτικός, αν και δεν με δέχτηκαν στον Ασπρόπυργο, τότε που ήταν κρατική η σχολή, πάλι επειδή δεν ήμουν αρτιμελής, πήγα σε ιδιωτική σχολή μηχανικών, στον «Προμηθέα», στον Πειραιά, οπότε έβγαλα τον «Προμηθέα» σαν μηχανικός και έκτοτε ταξίδευα στο εξωτερικό.
Και πώς ήταν αυτά τα χρόνια; Πόσα χρόνια ήσασταν ναυτικός;
Την εποχή που μπήκα εγώ στα καράβια ήταν το 1964. Εκείνη την εποχή η ναυτιλία άρχισε να γίνεται πάρα πολύ καλό επάγγελμα, δηλαδή είχε πολλά χρήματα και είχε μεγάλη ζήτηση για ναυτικούς. Λίγο πριν, όμως, λίγο πριν, δηλαδή από το ’55, στο ‘55 ή μέχρι το ’60, οι ναυτικοί δεν έβρισκαν εύκολα δουλειά. Συζητούσα με κάποιους παλαιότερους από εμένα μέσα στο καράβι, είχα μάλιστα έναν θερμαστή, τον μπαρμπα-Παναγιώτη, ο οποίος μου έλεγε ότι για να βρει δουλειά ένας ναυτικός πολλές φορές έφευγε από τον Πειραιά, πήγαινε στην Αμβέρσα, στο Βέλγιο ή πολλοί έφταναν ακόμα και στο Μπουένος Άιρες, στην Αργεντίνα, και επειδή ήταν λιμάνια μεγάλα αυτά και ήταν πολλά τα καράβια εκεί και έμπαιναν μέσα στην αρχή, όταν δεν υπήρχε θέση, τελείως άμισθοι, μόνο και μόνο, δούλευαν και μόνο και μόνο, για να συντηρούνται, να φάνε, να τρώνε. Άλλοι πάλι, επειδή έμεναν πολύ καιρό στα λιμάνια και δεν έβρισκαν δουλειές, έκαναν διπλοπαντρέματα στα μέρη που πήγαιναν, για να έχουν ένα σπίτι να κοιμούνται ή οι ελεύθεροι παντρεύονταν ντόπιες κοπέλες από εκεί, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, που ήταν[00:40:00] μεγάλα λιμάνια, όπως λέμε, και στην Αργεντινή. Η Αργεντινή ήταν ακόμα από τα χρόνια του παππού μου, το Μπουένος Άιρες ένα μεγάλο λιμάνι, υπήρχαν πάρα πολλοί ναυτικοί εκεί. Και οι άνθρωποι ή ρίζωναν εκεί έξω πια, όχι σαν ναυτικοί ή πολλοί έφτιαχναν οικογένειες στις οποίες αργότερα δεν ξέρουμε αν γύρναγαν όλοι ή αν έμεναν οι γυναίκες ή τα παιδιά εκεί πέρα, γιατί πάρα πολλές περιπτώσεις, όπως είπαμε, πάρα πολλά παιδιά ήταν και εδώ παντρεμένα στην Ελλάδα. Αν έχεις ακούσει ένα τραγούδι, το τραγούδι: «Έχω έναν καφενέ, που λέει όλο τα ίδια, για βάρκα και ταξίδια». Αυτό ήταν μία πραγματικότητα στον Πειραιά. Οι ναυτικοί πήγαιναν στον Πειραιά και πολλούς πρόλαβα και εγώ, μεταξύ ‘60 και ’64, που ήμουνα, που έμεναν σε ξενοδοχεία, τα οποία δεν πλήρωναν, αλλά βερεσέ, περιμένοντας να μπαρκάρουνε, να πάρουνε μια προκαταβολή να πληρώσουν το ξενοδοχείο. Ή έτρωγαν σε εστιατόρια πάλι με τον ίδιον τρόπο ή όπως λέμε πήγαιναν σε κάποιο καφενέ και έλεγαν αυτό: «Για βάρκα και ταξίδια για αυτούς που μένουνε και περιμένουνε». Αυτοί που μένουνε και περιμένουνε ήταν οι ναυτικοί οι οποίοι περίμεναν πότε θα μπαρκάρουνε. Ήτανε πολύ δύσκολα τα χρόνια πιο πριν. Αργότερα, όπως λέμε μετά το ’64, που μπήκα και εγώ στα καράβια, τότε άνθισε η ναυτιλία, τότε ζήταγαν ακόμα και άτομα τα οποία δεν είχανε σχέση με τη θάλασσα, όπως πάνω από τη Μακεδονία, από τα σύνορα με τη Βουλγαρία, οι Πομάκοι και τέτοια, συνάντησα εγώ παιδιά τα οποία δεν είχαν δει ποτέ θάλασσα, αλλά τα παρότρυναν να ταξιδέψουνε, ή από τη Θεσσαλία και λοιπά, δηλαδή έβλεπες άτομα τα οποία έβλεπαν για πρώτη φορά θάλασσα, όταν πήγαιναν στο καράβι. Όμως, τα χρόνια, δηλαδή, που ήρθαν ήτανε πολύ καλά, είχαν αρκετά χρήματα και οι ναυτικοί ήταν ευχαριστημένοι. Εγώ όταν έβγαλα τη σχολή μηχανικών κανονικά ήμουνα δόκιμος μηχανικός. Σαν δόκιμος μηχανικός ταξίδεψα σε μία εταιρεία, την «Orion», τη λέγαμε, είναι οι Γουλανδρήδες από την Άνδρο, με καράβι καινούργιο και μάλιστα με τουρμπίνες, το λέγαμε εμείς τότε, ατμοτουρμπίνες, δηλαδή, το οποίο ήταν εξελιγμένο. Αργότερα, λόγω κόστους πετρελαίου, επειδή ανέβηκε η τιμή του πετρελαίου, καταργήθηκε αυτός ο τύπος στις μηχανές. Και με παρότρυναν, ενώ έπρεπε να κάνω το δόκιμο και να δώσω εξετάσεις, για να πάρω του τρίτου, με παρότρυναν από δόκιμος να πιάσω τη θέση του τρίτου, επειδή δεν έβρισκαν ναυτικούς. Έτσι, λοιπόν, πήρα το δίπλωμα του τρίτου και πήγα σε ένα καράβι, το οποίο έλειπε ο πρώτος μηχανικός και προβιβάστηκα σε πρώτο μηχανικό. Και με το δίπλωμα του τρίτου έκανα τον πρώτο μηχανικό, πήρα του δευτέρου το δίπλωμα, ξανά πρώτος μηχανικός και του πρώτου μηχανικού το δίπλωμα, πρώτος μηχανικός, δηλαδή έκανα τον πρώτο μηχανικό με δίπλωμα τρίτου μηχανικού. Συνέβαιναν αυτά, άτομα τα οποία είχανε λίγη γνώση, ήταν, ας πούμε, λιπαντές, λαδάδες, που λέγαμε εμείς, τους έβαζαν τρίτους ή τους έβαζαν δεύτερους μηχανικούς ή το ίδιο και στη γέφυρα, τους έκαναν αξιωματικούς, επειδή υπήρχε ζήτηση και δεν έβρισκαν πληρώματα. Επίσης πληρώματα είχαμε και διάφορες εθνικότητες. Υπήρχαν Αιγύπτιοι, ας πούμε, μέσα στα καράβια, στο ίδιο καράβι μπορεί να υπήρχαν Αιγύπτιοι, να υπήρχαν Φιλιππινέζοι, να υπήρχαν μαύροι της Αφρικής ή να υπήρχανε από χώρες της Λατινικής Αμερικής, από Χιλή ή από άλλα μέρη, με τους οποίους συνεργαζόμασταν μέσα, συζούσαμε, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Μπορεί και κάποια καράβια να παρουσιάστηκαν και κάποια προβλήματα, αλλά σε γενικές γραμμές εμείς τους θεωρούσαμε, ας πούμε, σαν Έλληνες, δεν υπήρχε διάκριση.
Τι άλλο θυμάσαι από αυτά τα χρόνια; Από τα λιμάνια κάτι ιδιαίτερο;
Ναι. Σε πολλά λιμάνια που πηγαίναμε, ειδικά στα υποανάπτυκτα κράτη, ας πούμε, «υποανάπτυκτα», τέλος πάντων, στα φτωχά κράτη, όπως ήταν η Αφρική, όπως ήταν η Ασία, η Αμερική, η Νότια Αμερική, ο κόσμος εκεί ζούσε φτωχικά. Μάλιστα κάποια στιγμή τρώγαμε μήλα και είχα ένα μήλο και το έδωσα σε κάποιον και το θεωρούσε σαν να ήτανε ένα φρούτο παραδείσιο, ξέρω γω, που ναι, δεν είχανε δει στην Αφρική και ο κόσμος ήτανε φτωχός, ο κόσμος δεν ζούσε σε σπίτια, ειδικά στην Αφρική, σε σπίτια καλά, ξύλινα ή κατασκευασμένα με μπετό ή με τέτοιο. Ζούσε σε καλύβες αχυρένιες από φοίνικες τα περισσότερα. Οι μεγάλες πόλεις, είχανε στις μεγάλες πόλεις, αλλά και εκεί υπήρχε πολλή παραγκούπολη. Η βόρεια πλευρά της γης, η Ευρώπη και λοιπά, ήτανε εξελιγμένη, είχε πολιτισμό. Πολιτισμό, να το πούμε σε κτιριακές κατασκευές και πώς ντύνονταν ο κόσμος, υπήρχαν συγκοινωνίες και τέτοια, ας πούμε, τρένα, αυτοκίνητα και λοιπά. Όμως, παντού έβλεπες ότι υπήρχαν ανάγκες, δεν ήτανε και τόσο πλούσιοι να πούμε ότι δεν υπήρχαν ανάγκες. Ή μπορώ να διακρίνω ότι υπήρχε μια ανισότητα, υπήρχαν πάρα πολύ πλούσιοι, λίγοι πλούσιοι, δηλαδή πολλοί σε πλούτο, να έχουν πολλά χρήματα, αλλά λίγοι πλούσιοι και πάρα πολλοί φτωχοί άνθρωποι. Είχα δει και παλαιότερα ακόμα, είχαμε παντρευτεί με τη γυναίκα μου και είχαμε πάει στο Λονδίνο και άτομα τα οποία κοιμόντουσαν, ας πούμε, έξω από σταθμούς στα πεζοδρόμια και λοιπά και στην Ευρώπη. Ναι.
Πότε παντρευτήκατε; Πριν πάτε στο καράβι;
Όχι, παντρεύτηκα το 1979. Στο καράβι πήγα το 1964. Είχα αρκετά χρόνια, υπηρέτησα και στρατιώτης και μετά παντρεύτηκα, παντρεύτηκα μεγάλος, παντρεύτηκα 34 χρονών, όταν ήμουνα 34 χρονών.
Αυτό δεν είχε δυσκολίες, ότι ήσασταν μέσα στο καράβι και πώς θα γινόταν η γνωριμία, πώς θα είχατε χρόνο με τη μέλλουσα σύζυγο, ας πούμε; Αυτό δεν ήτανε...
Ναι, κοιτάτε, με τη γυναίκα μου συναντηθήκαμε σε ένα συγγενικό σπίτι, συγγενικό δικό μου σπίτι, σε μία γιορτή. Βέβαια δεν είπαμε τίποτα, αλλά οι γονείς μας μεταξύ τους είπαν κάποια πράγματα αργότερα, τέτοια. Εγώ ήμουνα μεγάλος, η γυναίκα μου ήταν μικρή, εγώ ήμουν 34, η γυναίκα μου ήτανε 18 χρονών, 17,5 συγκεκριμένα. Για εμένα ήταν δύσκολο να πάρω την απόφαση. Τότε, όπως είπαμε, οι περισσότεροι στο νησί, ειδικά στη Γλώσσα, ήταν ναυτικοί και εγώ ήμουν ναυτικός. Τότε το ότι ήμουν ναυτικός δεν ήταν κάτι, κάποια δυσκολία για τη γυναίκα, είχε συνηθίσει και η πεθερά μου από τον πεθερό μου, ο οποίος και αυτός ήταν ναυτικός να είναι μακριά, να φεύγει, να γυρίζει κάποια εποχή και γενικά ήτανε, ο κόσμος είχε συνηθίσει τον τρόπο ζωής αυτό, ειδικά οι γυναίκες και οι άντρες βέβαια, οι οποίοι έπρεπε να φύγουνε, όχι όλοι αλλά ένα μεγάλο, το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν ναυτικοί. Τη ρώτησα τη γυναίκα μου, της λέω: «Είμαι ναυτικός, πώς το [00:50:00]βλέπεις, το ότι θα παντρευτείς έναν ναυτικό;». Μου είπε ότι: «Αυτό δεν είναι πρόβλημα για εμένα». Οπότε, εντάξει... Σιγά-σιγά, πήγαμε ταξίδι σαν αρραβωνιασμένοι, λογοδοσμένοι. Ταξίδεψα ένα ταξίδι, γύρισα, κάναμε τον γάμο μετά. Αργότερα πήρα και τη γυναίκα μου μαζί, ήμασταν για περίπου τέσσερα χρόνια και λίγο αργότερα, όταν γεννήθηκαν και τα παιδιά, όταν ήταν 4 χρόνων ο μεγαλύτερος και η Δήμητρα τους πήρα και αυτούς, πήγαμε ένα ταξίδι και πέρασαν πάρα πολύ ωραία, γιατί πήγαμε σε μέρη εκεί, Τενερίφα, και διασκέδασαν και στην Αμερική πήγαμε, στη Νέα Ορλεάνη, και στην Τουρκία, στη Μερσίνα.
Ποιο μέρος, από όσα έχεις πάει, ήτανε το πιο ενδιαφέρον για εσένα;
Το πιο ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον από ποια σκοπιά, από ποια πλευρά;
Πολιτισμό; Σου έκανε πιο πολλή εντύπωση.
Κοίταξε να δεις, πήγα, έχω πάει σε όλη την Ευρώπη ή στην Αμερική γύρω-γύρω, στην Κίνα, στην Ιαπωνία, Νότιο Αμερική... Εντύπωση τώρα, εγώ ήμουν ένα άτομο το οποίο ήθελε να μελετήσει λίγο την κουλτούρα του τόπου και στα λιμάνια προσπαθούσα να επισκεφτώ μουσεία, να επισκεφτώ χώρους, οι οποίοι ήτανε ιστορικοί και είχαν κάτι να μου δώσουνε. Ας πούμε, στην Κίνα έχω ανέβει στο Σινικό Τείχος μέχρι ένα υψόμετρο 2.000 μέτρα πάνω, έχω επισκεφθεί ναούς, στην Ιαπωνία, επίσης, επισκέφθηκα τα ανάκτορα του Χιροκίτο, πήγα σε διάφορα άλλα μέρη... Στην Ευρώπη πήγαμε στην Αγγλία, για να δούμε τα κέρινα ομοιώματα, να δούμε και κάποια άλλα μουσεία, στο Παρίσι του Λούβρου... Και γενικά ήθελα να μάθω την κουλτούρα, όπως επίσης και στην Αφρική ταξίδεψα, πήγα κάποια εποχή, συνάντησα δύο νεαρούς αρχιτέκτονες Νορβηγούς οι οποίοι έκαναν έφτιαχναν σπίτια για τους ιθαγενείς στην Ταγκανίκα, στην Τανζανία. Και πήγαμε μαζί, με πήραν αυτοί με το δικό τους αυτοκίνητο και πήγαμε στον δρόμο του Λίβινγκστον, είδαμε μέρη που χρησιμοποιούσαν, έδεναν τους μαύρους τότε με τα σκλαβοπάζαρα και τους είχανε μέσα σε κτίρια αλυσοδεμένους, είδα ιθαγενείς να τρώνε σε κοινόβιο, πάνω από εκατό άτομα, από μία καζάνα, έβραζε το φαγητό... Είδα πόλεις μεγάλες, όπως λέμε, στο Μπουένος Άιρες, στην Αργεντινή, στο Τόκιο, στην Ιαπωνία, στο Πεκίνο, στην Κίνα, πρωτεύουσες, το Παρίσι, το Λονδίνο, στην Αμερική γύρω-γύρω, Βαλτιμόρη, στη Νέα Υόρκη, στην Ουάσιγκτον δεν έχω πάει, έχω πάει μέσα στην Αμερική στο ποτάμι, που ήταν οι φυλακές του Σινγκ Σινγκ. Έχουμε πάει στους καταρράκτες του Νιαγάρα στον Καναδά, επίσης Νιούπορτ, [Δ.Α.], Χιούστον, Λος Άντζελες, Σαν Φρανσίσκο στην Αμερική γύρω-γύρω, στο [Δ.Α.] Όριγκον, στο Βανκούβερ του Καναδά, δηλαδή σε μεγάλα λιμάνια. Μάλιστα στο Λος Άντζελες ήμουνα με τη γυναίκα μου, επισκεφτήκαμε και την Disneyland εκεί, την πρώτη, την πραγματική Disneyland. Πέρασα τον Παναμά πολλές φορές, το κανάλι του Παναμά, όπως και το κανάλι στο Σουέζ, στην Αίγυπτο. Επισκεφθήκαμε το Περού με τη γυναίκα μου, την Κολούμπια, τη Βραζιλία, το Σουρινάμ, την Αργεντινή, έχω πάει και στη Χιλή, έχω πάει από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, του Ειρηνικού, συγγνώμη. Στην Αίγυπτο έχουμε επισκεφθεί τις πυραμίδες της Γκίζας, στην Αλεξάνδρεια, τη γνώρισα πολύ καλά την Αλεξάνδρεια, γιατί κάναμε ταξίδια για ένα χρόνο Ρουμανία-Αλεξάνδρεια. Στην Κένυα, στην άλλη πλευρά της Αφρικής, στη Μοζαμβίκη, επίσης, όταν είχανε φύγει οι Πορτογάλοι, στην Αγκόλα, στη Νότια Αφρική, στο Durban, Port Elizabeth, Μαδαγασκάρη έχουμε πάει μαζί με τη γυναίκα μου, πήγαμε σε δυο λιμάνια και μάλιστα μέναμε και έξω, σε bungalows κάποια στιγμή. Ινδονήσια έχω πάει, έχω πάει στις Ινδίες, επισκέφτηκα του Βάσκο Ντε Γκάμα την περιοχή, που ήταν ο Πορτογάλος εξερευνητής, αυτός στις Ινδίες, την Γκόα, η πόλη λεγόταν μάλλον Γκόα. Υπήρχε ένας ναός εκεί, από ό,τι θυμάμαι, που ήτανε από πλατίνα το τέμπλο και άλλα σημεία, δηλαδή ήτανε πάρα πολύ ακριβή κατασκευή. Και πιο κάτω, στο Κουτσίν, στις Ινδίες, ας πούμε, σε μέρη που, για να βγεις έξω, είχε πολύ swell και μπαίναμε μέσα σε μία βάρκα με τους ντόπιους, η οποία χώραγε και είκοσι άτομα και όταν πλησιάζαμε στην ακτή, διπλάρωναν τη βάρκα και ερχόταν το κύμα και την έπαιρνε τη βάρκα και την πήγαινε 50-100 μέτρα πιο πάνω, στέκονταν εκεί, πήδαγαν έξω μερικοί άνθρωποι και μετά ερχόταν ένα δεύτερο κύμα και σε ανέβαζε πιο πάνω, για να βγεις έξω, περιπετειώδεις, και με τον ίδιο τρόπο έμπαινες μέσα. Είδα άτομα εκεί στις Ινδίες που κουβαλούσαν τα τσουβάλια τα φιστίκια, αυτά τα... Κάσιους, ναι. Αυτό το φορτώσαμε από την Ταγκανίκα χλωρό και το πήγαμε στις Ινδίες και το κουβάλαγαν οι Ινδοί, τσουβάλι, ένα τσουβάλι στο κεφάλι και το πήγαιναν ένας-ένας, ένας πίσω από τον άλλον με το τσουβάλι, το πήγαιναν μέχρι το εργοστάσιο και ξαναγύρναγαν πάλι, σαν να ήταν ένα λουρί οι άνθρωποι εκεί. Πολλά άλλα, πολλές ιστορίες υπάρχουν από τα καράβια... Στην Ινδονήσια, επίσης, πήγαμε κοντά σε ένα βουνό, το οποίο ήταν ηφαίστειο απάνω από το κεφάλι μας σχεδόν και κάτω ήτανε το χωριό και εκεί ο κόσμος κυκλοφορούσε με ποδήλατα, που έμπαινες πάνω στο ποδήλατο και σε πήγαινε, σε οδηγούσε αυτός. Στη Νότιο Αφρική, ήθελα να σου πω ότι έμπαινες πάνω σε ένα καρότσι, το οποίο δεν ήτανε μπροστά γαϊδουράκι ή κάτι άλλο, αλλά ήτανε ένας Ζουλού, ένας άνθρωπος ο οποίος ήτανε ντυμένος μασκαρεμένος με φτερά και τέτοια και το τραβούσε αυτός. Εν τω μεταξύ, σου έδινε και το μαστίγιο και όταν νόμιζες ότι δεν πηγαίνει καλά, να το χρησιμοποιείς σαν να χρησιμοποιείς ζώο. Τώρα τα λέω λίγο ανακατωμένα, πηγαίνω από την Αφρική εκεί, εσύ κάν’ τα εσύ...
Παίρνουμε μια γεύση από όλα τα μέρη.
Ναι.
Σε πολλά μέρη πήγες πάντως.
Πάρα πολλά μέρη έχω πάει...
Και τα είδες σε ένα… κάποιο βάθος.
Ναι, ναι.
Όχι επιφανειακά.
Όχι, όχι, σε βάθος. Ναι, μελετούσα, ας πούμε, το πώς ζούσαν, την κουλτούρα των ανθρώπων, έβλεπα ότι οι άνθρωποι σε όλα τα μήκη και πλάτη ήθελαν τα ίδια πράγματα, δηλαδή ήθελαν μία ήσυχη ζωή, να έχουνε τα απαραίτητα να ζήσουνε, να είναι καθαροί, να έχουνε φίλους, να έχουνε, δηλαδή, επικοινωνία και γενικά αυτά τα πράγματα, που και εμείς εδώ θέλουμε, στην Ελλάδα, να μην υπάρχουν φασαρίες, οι πόλεμοι και τα λοιπά, τα ίδια πράγματα ήθελαν και αυτοί, δηλαδή δεν ξεχωρίζουν οι άνθρωποι στα μήκη και πλάτη, αν είναι μαύροι στο χρώμα ή κίτρινοι, ξέρω γω, αυτά που ζητάνε από τη ζωή είναι τα ίδια [01:00:00]πράγματα, που ζητάμε και εμείς.
Πολύ σωστό αυτό. Και πώς γίνεται μετά από τόσα χρόνια στις θάλασσες και τόσα μέρη που είδες και τόσα διαφορετικά πράγματα να καταλήξεις να ζεις μία ήρεμη ζωή; Δεν είναι κάπως αντιφατικό; Μετά δεν έχεις μία τάση προς την αναζήτηση; Καταλαγιάζει όλο αυτό; Γιατί τώρα ζείτε εδώ πέρα, στη Γλώσσα, και στο Βόλο βεβαίως, εντάξει, ταξιδεύετε, αλλά πιο ήρεμα.
Ναι, κοιτάξτε, όσο ήμουνα στα καράβια, όπως είπαμε, υπήρχε ένας σκοπός, το να καλυτερέψω τη ζωή της οικογένειας οικονομικά και από την άλλη πλευρά πάντα εγώ ήθελα να διδαχθώ ποιος είναι, τι είναι η ζωή, ποιος είναι ο καλός τρόπος ζωής και γενικά ήθελα να ξεκαθαρίσω, να δω τι είναι η ζωή, γιατί, ας πούμε, οι άνθρωποι μαλώνουνε, γιατί οι άνθρωποι χρειάζονται τους φίλους, γιατί οι άνθρωποι πολλές φορές βρίσκονται και εδώ στη Γη. Είχα ερωτήματα στη ζωή μου, τα οποία, διαβάζοντας διάφορα βιβλία, τα αναζητούσα στα βιβλία, να δω μήπως μέσα από τα βιβλία μπορώ να βγάλω κάποιο συμπέρασμα ή από συζητήσεις, από παρατηρήσεις στα μέρη που πήγαινα και γενικά φιλοσοφούσα τη ζωή και την έψαχνα τη ζωή. Έτσι, στα καράβια δεν ήμουν αποκλειστικά, δεν είχα, δεν μου είχε γίνει βίωμα το καράβι, να πω ότι, μετά από τόσον καιρό να το αναζητήσω πάλι, τη ζωή του καραβιού. Ίσα-ίσα είπα ότι: «Εντάξει, από τη θάλασσα και από τα καράβια πήρα», βέβαια επειδή είχα δώσει και εγώ, «πήρα αυτά τα οποία ήθελα». Είχα δώσει και εγώ εργασία, είχα δώσει ξενύχτια, είχα δώσει, είχα προβλήματα πολλές φορές με τις μηχανές μου, δεν ήτανε τελείωσε εύκολη η ζωή, κινδύνευσε η ζωή μου πολλές φορές από θαλασσοταραχή και από διάφορα άλλα γεγονότα. Οπότε είπα ότι: «Εντάξει, πήρα, τώρα είναι η στιγμή του να πάρω και από τον κόσμο, να πάρω γνώση και από τον κόσμο ο οποίος ζει έξω». Δηλαδή έλεγα, ας πούμε, ότι, αφού βγήκα στη σύνταξη βέβαια: «Όταν θα πάω στο νησί, θα γίνω βουνίσιος, θα ασχοληθώ με τα δέντρα, τα φυτά, τα πουλερικά», και βέβαια ο σκοπός ήταν να είμαι και κοντά στην οικογένεια, δηλαδή ο πρωταρχικός σκοπός είναι να είμαι μαζί με την οικογένεια, να βοηθήσω την οικογένεια σε αυτά που δεν μπόρεσα να βοηθήσω, όταν ήμουνα στα καράβια, και η παρουσία μου να τους δίνει τη σιγουριά, που χρειάζεται η οικογένεια. Και έτσι και τώρα ασχολούμαι με διάφορα, με τα δέντρα, με τον κήπο, με τις ντοματιές και λοιπά, δεν ασχολούμαι μόνο για να κερδίσω την ντομάτα ή να την κάνω τέτοιο, την παρατηρώ κιόλας, παρατηρώ τον τρόπο που αναπτύσσεται το φυτό, τις αντιδράσεις σε διάφορες καιρικές συνθήκες, το πώς το ίδιο το φυτό κάνει, αντιδρά σε διάφορες καταστάσεις και εξακολουθώ να μαθαίνω, δηλαδή, γιατί στη ζωή δεν τελείωσε η μάθηση.
Τώρα, όσον αφορά την οικογένεια, ποιες δυσκολίες είχες εσύ συγκεκριμένα με την έλλειψη της οικογένειας; Πώς το βίωσες αυτό;
Όπως είπαμε στην αρχή, ταξιδέψαμε μαζί με τη γυναίκα μου, οπότε εκείνο το διάστημα σαν δυο μας δεν ήτανε επίπονο, να είναι να είναι ο ένας στο νησί και ο άλλος μέσα στο καράβι. Όταν ήρθαν τα παιδιά, όμως, τότε χωριστήκαμε, έμεινε η γυναίκα μου με τα παιδιά, εγώ έπρεπε να είμαι εκεί, η ζωή της γυναίκας μου ήταν πολύ δύσκολη, εγώ το αντιλαμβανόμουνα, αλλά ξανοιχτήκαμε να κάνουμε λίγο μια υποδομή, ούτως ώστε να σταθεροποιήσουμε τα οικονομικά μας για αργότερα, οπότε ήμουν αναγκασμένος να ταξιδέψω, να έχω χρήματα, φτιάξαμε το σπίτι αυτό που μένουμε μετά τον γάμο, χρειάστηκε αρκετά χρήματα. Μετά φτιάξαμε τα άλλα δωμάτια, πήραμε ένα σπίτι στον Βόλο, οπότε ήμουν υποχρεωμένος, γιατί η γυναίκα μου δεν θα μπορούσε να δουλεύει, είχαμε τα παιδιά και αναγκαστικά πήγαινα να δουλέψω, υπήρχε, δηλαδή, ένας δεύτερος σκοπός, να φτιάξουμε μία υποδομή για τα παιδιά. Αργότερα και η γυναίκα μου κουράστηκε πολύ, γιατί αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα και με τα παιδιά και μόνη της εδώ με τους χειμώνες, με τις καταστάσεις και εγώ, αφού βγήκα πια στη σύνταξη, είπα ότι: «Εντάξει, δεν χρειάζεται τώρα να συνεχίσω, δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίσω, να φτιάξουμε περιουσία, ας πούμε, νομίζω ότι είμαι πιο χρήσιμος δίπλα στην οικογένεια», το ίδιο αισθανόταν και η γυναίκα μου, οπότε και οι δυο αποφασίσαμε να τελειώσουμε τα καράβια και να μείνω έξω.
Θυμάσαι κάτι από το σεισμό της δεκαετίας του ’50;
Ναι, ήμουνα μικρός, ήμουνα στο Δημοτικό τότε, μπορεί να ήμουνα 10 χρόνων ή γύρω στα 10. Έγινε ο σεισμός, αυτός ο σεισμός ο οποίος είχε και επίκεντρο τον Βόλο και έκανε μεγάλη καταστροφή στην πόλη του Βόλου. Εμείς εκείνο το βράδυ κοιμόμασταν, ο σεισμός μας ταρακούνησε, βγήκαμε έξω και όλη η οικογένεια, επειδή έκανε και μετασεισμούς αμέσως μετά τον κυρίως σεισμό, όλη η οικογένεια πήγαμε κάτω από το σπίτι μας, το οποίο ήτανε ένα χωράφι με αμυγδαλιές, τώρα έχει γίνει ένα σπίτι, πήραμε τα ρούχα μας, δεν ήταν χειμώνας, πρέπει να ήταν γύρω στο τέλος της άνοιξης, αν θυμάμαι καλά, δεν το θυμάμαι καλά, και στρώσαμε και κοιμόμασταν έξω για δυο-τρεις μέρες, μέχρις ότου άρχισαν και καταλάγιασαν οι μετασεισμοί και ήτανε πιο ελαφρύ και μάθαμε μετά ότι έγινε μεγάλη καταστροφή στον Βόλο. Επίσης, εδώ, στην περιοχή της Γλώσσας, έγινε καταστροφή στο Παλιό Κλήμα, έγινε και καθίζηση και έπεσαν και σπίτια εκεί, άνοιξε το έδαφος και έκτοτε θεωρήθηκε το χωριό, το Παλιό Κλήμα, σεισμογενής περιοχή και απαγορεύτηκε να κατοικούν εκεί οι άνθρωποι. Το κράτος αργότερα, λίγο αργότερα απαλλοτρίωσε δυο περιοχές στο Λουτράκι, στην περιοχή που λέμε Κολωνάκι, και ήθελε να μεταφέρει το Παλιό Κλήμα, όλους τους κατοίκους, στο Λουτράκι. Το Πάνω Κλήμα, γιατί το Κλήμα είναι δυο χωριά, ήτανε το Πάνω Κλήμα και το Κάτω Κλήμα, το Πάνω Κλήμα ήτανε κάποιος Ραβανός, ο οποίος είχε και ένα μπακάλικο αντέδρασε, δεν ήθελε να έρθει στο Λουτράκι, η σκέψη του κράτους ήταν να γίνει ένας οικισμός Γλώσσα-Λουτράκι να ενωθούνε και να γίνει όλος ο ένας οικισμός, αντέδρασαν και είπαν ότι εμείς θέλουμε να πάμε στο Έλιος, στην περιοχή που είναι τώρα το χωριό Έλιος. Είπαν μία αιτία, δηλαδή, που πήγαιναν, γιατί αυτά τα δύο χωριά, δεν ξέρω γιατί, αλλά συμβαίνει στην Ελλάδα, δεν είχανε καλές σχέσεις μεταξύ τους, το ένα χωριό, το πάνω χωριό με το κάτω χωριό κατά κάποιο τρόπο υπήρχε μία διαμάχη, μία αντιζηλία, παρόλο ότι είχαν μία εκκλησία, τους Αγίους Αναργύρους, εν τούτοις υπήρχε μία κρυάδα μεταξύ των κατοίκων, οπότε μετά από πίεση και το κράτος αναγκάστηκε και έκανε μία δεύτερη απαλλοτρίωση στο Έλιος και έγινε εκεί το χωριό. Εγώ το θυμάμαι, το Έλιος, πριν να γίνει ο οικισμός και ήτανε[01:10:00] βαλτώδες κάτω-κάτω, έβαζαν πολλά μποστάνια ο κόσμος εκεί, αλλά δεν υπήρχε οικισμός, υπήρχαν μόνο ένα-δύο σπίτια πιο πάνω, γιατί πέρναγε, από πάνω από το Έλιος πέρναγε και ο δρόμος που πήγαινε στη Σκόπελο, ο δημόσιος δρόμος με τα πόδια που πηγαίναμε, ανέβαινε στον Άγιο Ρηγίνο και έπαιρνε το Λαλάρια μετά και κατέβαινε κοντά στο νεκροταφείο της Σκοπέλου. Εν πάση περιπτώσει, ναι και έγινε ο οικισμός του Νέου Κλήματος, που λέγεται τώρα... Κάποιοι από το Παλιό Κλήμα, που ήθελαν να έρθουν στο Λουτράκι, πήραν οικόπεδα και ενώ το Λουτράκι πρώτα υπήρχαν δύο τρία σπίτια και ένα καφενείο όλα-όλα, έγινε ένας μικρός οικισμός, όπως είναι σήμερα και έτσι ενώθηκε κατά κάποιο τρόπο με την κοινότητα Γλώσσας, η οποία παλαιότερα ήταν Δήμος. Τώρα για άλλους σεισμούς μετά, που, αν έγιναν άλλοι σεισμοί, πιθανόν εγώ να ταξίδεψα και δεν έχω καμιά εμπειρία, καμιά γνώση για τους άλλους. Σαν παιδί θυμάμαι, επίσης, πυρκαγιές που έγιναν, μία μεγάλη πυρκαγιά στον Κάβο Γουρούνι, εκεί που είναι το Φανάρι τώρα, ξεκίνησε από εκεί η πυρκαγιά. Θυμάμαι ήμασταν παιδιά, πάλι μικρός, κάτω από 11 χρόνων, και ήταν τόση μεγάλη η ζέστη, παρόλο ότι είναι γύρω στα 10 χιλιόμετρα από το σημείο που άρχιζε η φωτιά, ανοίγαμε το παράθυρο και ερχόταν, ας πούμε, πολύ ζεστός αέρας, που δεν μπορούσαμε να τον αναπνεύσουμε και το κλείναμε το παράθυρο, για να μπορέσουμε... Γιατί έφερνε ο καιρός, ο αέρας τη φλόγα προς το χωριό. Αργότερα άλλαξε ο καιρός και πήγε προς τη θάλασσα, οπότε σώθηκε ένα μεγάλο μέρος του νησιού, γιατί ήτανε πάρα πολύ μεγάλη η φωτιά αυτή και, από ό,τι λέγαν διάφοροι, χωρίς να επιβεβαιώνεται, είχε ξεκινήσει από το φανάρι. Τότε στα φανάρια παλιά υπήρχανε άτομα πάνω, οι οποίοι άναβαν και έσβηναν το φανάρι και κάποιοι από αυτούς κάτι έβαλαν έξω φωτιά και μεταδόθηκε η φωτιά. Οι άλλες φωτιές, έχω πάει σε δυο-τρεις μικρότερες φωτιές, οι οποίες έσβησαν, μάλιστα μια ήμουνα και μαζί με τον πατέρα σου στον Πάνορμο. Σε μία μπλέχτηκα μέσα σε κάτι βάτια, ήθελα να τα περάσω, τα βάτια, για να βοηθήσω πιο πέρα, θεώρησα ότι θα μπορούσα να τα πατήσω, αλλά ήτανε ψηλά και δεν μπόρεσα και μπλέχτηκα και ευτυχώς με μία προσπάθεια τα κατάφερα, γιατί ερχόταν και ο καπνός και θα πάθαινα ασφυξία. Εκεί πραγματικά ένιωσα πώς μπορεί κάποιος άνθρωπος να καεί. Σε γενικές γραμμές, όμως, οι παλιοί στα δάση, επειδή τα δάση του νησιού είναι κατά 96% ιδιωτικά, υπήρχε, από τα δασαρχεία υπήρχε η εντολή ότι οι ιδιοκτήτες μεταξύ τους πρέπει να αφήνουνε ζώνες. Έτσι, λοιπόν, ο κάθε ένας ιδιοκτήτης, όπως και εμείς έχουμε ιδιοκτησία σε δάσος, στα όρια με τον άλλον ιδιοκτήτη καθαρίζαμε ένα μέρος, το οποίο λέγεται ζώνη, ούτως ώστε να μη μεταπηδάει η φωτιά από τη μία ζώνη στην άλλη. Αργότερα το δασαρχείο άλλαξε σκεπτικό, θεώρησε ότι τα δάση να είναι προστατευόμενα, απαγόρευσε να κόβουνε ξύλα και τέτοια, είπε ότι μπορεί να προστατεύσει το δάσος και οι ζώνες αυτές έκλεισαν. Στα δάση αυτά οι παλαιότεροι άνθρωποι την εποχή τη δική μου τα ρετσίνευαν τα πεύκα, έπαιρναν το ρετσίνι. Το ρετσίνι ήταν ένα προϊόν το οποίο ήταν περιζήτητο, γιατί βγαίνουν πάρα πολλά προϊόντα από το ρετσίνι και υπήρχαν ειδικοί άνθρωποι, οι ρετσινάδες, οι οποίοι πήγαιναν και έβαζαν, πελεκούσαν το πεύκο και έβαζαν από κάτω ένα ντενεκάκι, το οποίο το λέγαμε κουβούλι, και έτρεχε, δάκρυζε ο φλοιός του πεύκου, έτρεχε μέσα στο κουβούλι, αυτοί γυρνούσαν όλο το δάσος, μάζευαν τα κουβούλια σε μεγάλα δοχεία και από αυτά τα δοχεία κατέβαιναν στις ακρογιαλιές, μια υπήρχε στο Έλιος, υπήρχαν δεξαμενές με ρετσίνι και μια υπήρχε στην Αρμενόπετρα κάτω, εδώ σε εμάς, και άλλη μία υπήρχε στον Πάνορμο, πιο πέρα, τα έριχναν μέσα στις δεξαμενές, γέμιζαν τις δεξαμενές και ύστερα ερχόταν καΐκια, τα οποία τα φόρτωναν χύμα μέσα στα αμπάρια τους, τη ρετσίνη, και την ταξίδευαν να την πάνε, ας πούμε, στα μέρη που γινόταν επεξεργασία σε άλλα μέρη. Επίσης, όταν το πεύκο ρετσινεύονταν, το πελεκούσαν σε τέσσερις πλευρές. Μετά το πεύκο, επειδή έφευγαν οι χυμοί του, εθεωρείτο ότι ήταν σαν νεκρό και το έκοβαν. Αυτά τα κομμένα πεύκα τα κατέβαζαν, προσπαθούσαν να τα κατεβάσουν στη θάλασσα. Τα τραβούσαν με ζώα ή τα έριχναν από γλίστρες, δηλαδή από πάνω από το βουνό το έκοβαν όλο, έκοβαν τα κλαδιά του, έκαναν σκέτο κορμό και το πίεζαν και όσο πήγαινε. Αν χτυπούσε σε άλλο δέντρο, πήγαιναν εκεί με σιδερολοστούς ή με ξύλα, το παραμέρισαν και συνέχιζε μέχρι το σημείο που θα μπορούσε να τρέχει και μετά το τραβούσαν ζώα, τα έριχναν στη θάλασσα και από εκεί τα καΐκια τα έπαιρναν και τα πήγαιναν για ξυλεία.
Πού τα πήγαιναν;
Αυτά τα πεύκα γινόντουσαν όλες οι βάρκες και όλα τα καΐκια που κατασκευάζονταν εδώ, στο νησί, και εμείς είχαμε καρνάγιο στο Λουτράκι. Ήτανε ο άντρας της αδερφής της μάνας μου, ο Τζουβελέκης, ο οποίος καταγόταν από τη Σκιάθο, ήταν καραβομαραγκός, που το θυμάμαι εγώ μικρό παιδί και έφτιαξε το τελευταίο καραβόσκαρο στο Λουτράκι και μάλιστα στο περίπτερο, που είναι το αρχαιολογικό περίπτερο εκεί, στο Λουτράκι, έχει και τη φωτογραφία του ξύλινου σκάφους και είναι και η θεία μου εκεί πέρα και τα παιδιά της. Εγώ ήμουνα πολύ μικρός και το θυμάμαι έφτιαξαν καΐκια. Επίσης έφτιαχναν καΐκια στο Γλυστέρι, στη Σκόπελο, ήταν και εκεί μέρος, το οποίο κατασκεύαζαν καΐκια και μέσα στη Σκόπελο, αλλά τα περισσότερα σκάφη εδώ ήτανε από πεύκο. Τα έκοβαν κορδέλες, τότε δεν υπήρχαν αλυσοπρίονα και τέτοια, υπήρχε μία μεγάλη πριόνα, η οποία είχε δύο λαβές, η πριόνα αυτή μπορεί να ήταν και δύο μέτρα μήκος και στένευε στις λαβές και ήταν πιο πλατιά προς το κέντρο και την κρατούσαν δύο άνθρωποι, ένας από τη μία και ένας από την άλλη και την έκαναν πέρα δώθε και έσκιζαν, έκοβαν τα ξύλα και τα έσκιζαν τα ξύλα. Άλλες ήταν βέβαια μικρότερες όταν χρειαζόντουσαν για να κάνουν τάβλες, αλλά με αυτές τις πριόνες έκοβαν και τους κορμούς. Ή χρησιμοποιούσαν πολλές φορές τσεκούρι για τους κορμούς, αλλά αυτό το λέγανε σιγάτσα ή κάπως έτσι, δεν το θυμάμαι.
Να πούμε και για την οβίδα που βρήκατε.
Ήμουνα στο Δημοτικό σχολείο γύρω στα 11 χρόνων τότε, εδώ είχαν έρθει οι Γερμανοί στη Γλώσσα μάλιστα είχανε το διοικητήριο τους στο σχολείο, πάνω, στου Φάλκου το κτίριο, που αργότερα ήτανε δικό μου σχολείο και τώρα είναι των ιδιοκτητών εκεί σπίτι. Οι Γερμανοί είχαν πολεμικό υλικό, άφηναν τέτοιο, εμείς ψάχναμε, είχαμε βρει και όπλα, ας πούμε, κρυμμένα σε χωράφια τα οποία πολλά μπορεί να τα είχαν οι αντάρτες, πολλά ήταν και γερμανικά, είχαμε βρει και οβίδες οι οποίες δεν είχανε σκάσει, μικρές οβίδες, βόμβες δηλαδή. Αλλά κάποια στιγμή στη θάλασσα είχαμε βρει μία νάρκη, μεγάλη[01:20:00] νάρκη. Πρέπει να ήταν σε ύψος, από κορυφή σε κορυφή να ήτανε γύρω στο 1,5 μέτρο και σε διάμετρο να ήτανε 1 μέτρο περίπου σε διάμετρο, ήταν κωνική πάνω, κωνική κάτω. Αυτές τις είχαν στη θάλασσα με άγκυρες εκεί πάνω και όταν χτυπούσε ένα σκάφος πάνω ενεργούσε ο πυροκροτητής και έσκαγε η νάρκη. Τη βρήκαμε στη θάλασσα, θεωρήσαμε, παιδιά, ότι είναι κάτι το διασκεδαστικό και την ανεβάσαμε από την Αγία Βαρβάρα και τη φέραμε εδώ κοντά, στο Στιρνάρι, που λέμε, που ήταν ο βράχος επάνω και από κάτω ήταν ο δρόμος και σκεφτήκαμε, λέμε: «Να τη σκάσουμε τη νάρκη, να δούμε πώς σκάει». Την αφήσαμε κάτω, λοιπόν, και ανεβήκαμε πάνω στον βράχο, πήραμε και πέτρες και χτυπούσαμε τη νάρκη, για να σκάσει. Εκείνη την εποχή οι ψαράδες από το υλικό που είχαν αφήσει οι Γερμανοί, μπαρούτι και άλλα υλικά, είχανε καταφέρει και άνοιγαν νάρκες, βόμβες και λοιπά, και το έπαιρναν και το χρησιμοποιούσαν για δυναμίτες για τα ψάρια. Πέρασε, λοιπόν, κάποιος Χρήστος Καρβέλης εδώ στη γειτονιά μας, της Αγγέλας ο πατέρας και μας είδε που τη χτυπάγαμε τη νάρκη, βέβαια μας έβαλε τις φωνές, λαγιάσαμε εμείς, φύγαμε από δω και από κει τρέχοντας, φοβηθήκαμε, μικρά παιδιά ήμασταν και τελικά την πήρανε τη νάρκη και φαίνεται ότι αυτοί με τον τρόπο τους την άνοιξαν, πήραν το υλικό από μέσα και δεν την είδαμε εμείς ξανά. Συνήθως όταν της έπαιρναν τα υλικά αυτά, την έκαναν και δοχείο για νερό, πώς έχουμε τα βαρέλια, ας πούμε, έβλεπες, δηλαδή, στις αυλές μισές νάρκες να τη γεμίζουνε με νερό εκεί να το έχουνε από τη βροχή για χρήση. Εδώ έχουμε περιστατικό που κάποιος Καρδαράς πήγε να ανοίξει, μετά από πολλά που είχε ανοίξει, πήγε να ανοίξει κάποια οβίδα ή κάτι τέτοιο και έσκασε και σκοτώθηκαν απάνω εκεί, στο μοναστήρι.
Αυτό σε τι ηλικία το βρήκατε;
Ήμουνα 10-11 χρονών.
Με μάσκα το βρήκατε;
Όχι, ήταν έξω στην αμμουδιά, το είχε παρασύρει η θάλασσα και την είχε πετάξει έξω. Είχε κόψει την αλυσίδα, την άγκυρα της και την είχε πετάξει έξω. Αλλά βρίσκαμε διάφορα πολεμικά ήδη τότε και τα χρησιμοποιούσαμε πολλές φορές και εμείς. Ήταν η εποχή που υπήρχε και ένα ιταλικό πολεμικό απέναντι στη Σκιάθο, το «Ιωνία», το οποίο το είχανε βυθίσει οι Ιταλοί και είχα πάει εγώ με τον πατέρα μου και ο άλλος μου ο αδερφός, ο μεγαλύτερος, και είχαμε κάνει έναν γύρο από την καμινάδα, από το πολεμικό αυτό, το οποίο πολλοί ντόπιοι εδώ πέρα έκαναν βουτιές και έπαιρναν πολεμικό υλικό ή πράγματα από μέσα, για να τα χρησιμοποιήσουν, όπως θέλανε.
Πού ήταν αυτό βυθισμένο;
Απέναντι, στο φανάρι της Σκιάθου πιο δω, μεταξύ δύο νησιών.
Δεν είχε πολύ βάθος;
Όχι, εικάζεται ότι το έριξαν οι Ιταλοί από μόνοι τους έξω και ανέβηκαν εκεί, στο νησί, θέλοντας να μην πολεμήσουν ή να μην τους βοηθήσει κάποιος. Άλλοι λένε πάλι ότι δεν ήξεραν τα νερά και νόμιζαν ότι περνάνε από κει και κάθισε κάτω στα βράχια. Φαινόταν μόνο η καμινάδα, γύρω στα 2 μέτρα η καμινάδα στο νερό, το υπόλοιπο ήταν κάτω.
Μάλιστα. Έχετε κάτι άλλο να διηγηθείτε; Πριν είπατε ότι είχατε βρεθεί σε κινδύνους στο καράβι, σε αρκετούς κινδύνους από καιρικές συνθήκες και διάφορα άλλα. Ας πούμε, τι κινδύνους;
Ναι, κοιτάτε, κάποια εποχή ταξιδεύαμε μεταξύ Νέας Ορλεάνης και Ψαχνά Ευβοίας και φέρναμε σόγια, υπήρχε ένα εργοστάσιο το οποίο έκανε σογιέλαιο και επίσης ζωοτροφές από σόγια. Πηγαίνοντας, εκεί κοντά στο Μαϊάμι, στη Φλόριντα, αυτό το σημείο λέγεται Key West, σε κάποια στιγμή είδαμε ότι ο ουρανός είχε μαυρίσει και τα σύννεφα ήταν τόσο χαμηλά, που σχεδόν ακουμπάγανε στο κατάρτι του καραβιού. Παραξενευτήκαμε για το γεγονός και σε κάποια στιγμή έκλεισε όλο γύρω-γύρω από μαύρα σύννεφα, όλος ο ορίζοντας και η θάλασσα μέσα αναπηδούσε, σαν να ήταν, πώς γίνεται ο βρασμός, ναι. Εκείνη τη στιγμή δημιουργήθηκε, άρχισε να δημιουργείται ένας κυκλώνας εκεί. Ήμασταν ακριβώς στο μάτι του κυκλώνα, αλλά δεν είχε δημιουργηθεί ο κυκλώνας, δεν είχε δημιουργηθεί. Καταφέραμε... Α! Εν τω μεταξύ, έβρεχε καταρρακτωδώς με σταγόνες πιο μεγάλες και από το δάχτυλό μου, πιο χοντρές και από το δάχτυλό μου, πάρα πολλή βροχή. Καταφέραμε και περάσαμε πριν δημιουργηθεί και μετά μάθαμε ότι δημιουργήθηκε. Ήταν το κέντρο του κυκλώνα ήταν σαν να βλέπεις μία λεία, τελείως λεία επιφάνεια, χωρίς, δηλαδή, κυματισμό, αλλά έβραζε το νερό. Πεταγόντουσαν, δηλαδή, μέσα από αυτή τη λεία επιφάνεια σαν βρασμός το νερό. Έχω τύχει και σε άλλες κυκλώνες, στους οποίους μας έδωσαν ρεπόρτο, ερχόμασταν από Νέα Ορλεάνη προς την Ελλάδα. Είχαμε περάσει αυτό το σημείο, αυτό λέγεται και το τρίγωνο των Βερμούδων εκεί πέρα, είχαμε περάσει αυτό το σημείο και είχαν δημιουργηθεί δύο κυκλώνες χαμηλότερα, οπότε μας είπαν πού είναι περίπου και εμείς, επειδή δεν έδιναν τότε, δεν υπήρχαν στίγματα ακριβώς, να σου δίνει πορεία και λοιπά, πηγαίναμε σιγά-σιγά να δούμε μήπως καταφέρουμε να το παρακάμψουμε, τους κυκλώνες. Και τους παρακάμψαμε. Όμως, μία φορά μέσα εδώ, στη Μεσόγειο, και ήταν και η γυναίκα μου μέσα, πηγαίναμε για... Περάσαμε το Γιβραλτάρ και πηγαίναμε για τη Γένοβα στην Ιταλία. Έβγαλε ένα τόσο μεγάλο καιρό που η θάλασσα έμπαινε από την πρύμνη του καραβιού και έμπαινε μέσα στο καράβι και φαινόταν σαν να το πάταγε και το βούλιαζε στην πρύμνη. Αρκετά μεγάλος καιρός. Όπως επίσης και άλλη μία φορά με ένα άλλο καράβι ήμασταν έξω από τη Σικελία και είχαμε σταματήσει τη μηχανή, ήτανε μπουνάτσα, για να φτιάξουμε κάτι βαλβίδες της μηχανής και ξεκινήσαμε. Όταν ξεκινήσαμε και μετά, μέσα από τη Λιβύη, από τον κόλπο της Σύρτης, έβγαλε ένα τόσο δυνατό καιρό, το οποίο έφτασε 11 δύναμη, από την πρύμνη ήταν εμάς, αλλά, όπως είπαμε, το κύμα καβαλούσε το καράβι, εμείς είχαμε μία δεξαμενή, ήμασταν άδειοι, είχαμε μία δεξαμενή νερού, που τη γεμίζαμε, για να βυθιστεί λίγο το καράβι, γιατί έτσι γίνεται, βάζουμε έρμα το λέμε, σαβούρα, ας πούμε, για να πατήσει. Αυτή η δεξαμενή έφυγε λίγο νερό, πήγαινε το νερό από τη μία στην άλλη, έσπασε τις πόρτες, κατέβαινε το νερό και στη μηχανή, έτρεχε μπροστά από τις γεννήτριες και από τους ηλεκτρικούς πίνακες, το καράβι ήταν άδειο, δεν μπορούσαμε, η προπέλα έβγαινε στην επιφάνεια, δεν μπορούσε να κρατηθεί, είχαμε το χειριστήριο στο χέρι, πηγαίναμε για τον Κάβο Μαλιά και όταν η προπέλα έβγαινε έξω, κλείναμε τη μηχανή, για να μην σπάσει ο άξονας και η προπέλα, και όταν πάλι έμπαινε μέσα, την ξανανοίγαμε τη μηχανή να δουλέψει, κινδυνεύαμε πραγματικά, γιατί τα νερά έτρεχαν στο μηχανοστάσιο πάνω στους πίνακες, εάν τότε σταματούσαν οι γεννήτριες, δηλαδή είχαμε κάποιο βραχυκύκλωμα, κάποιο blackout, είχε 11 δύναμη... Θυμάμαι ότι στα Επτάνησα, στην Κεφαλλονιά και στα άλλα τα νησιά είχε [01:30:00]ξεριζώσει δέντρα, σκεπές και τέτοια εκείνη την εποχή. Επίσης, κυκλώνες βρήκαμε και στη θάλασσα της Κίνας, όμως δεν βρεθήκαμε μέσα, δηλαδή, να μας ταρακουνήσουνε πολύ. Όπως επίσης και στον ειρηνικό ωκεανό ταξιδεύαμε πολλές φορές από Αμερική για Ιαπωνία και εκεί βρήκαμε κυκλώνες. Γενικά επικίνδυνα μέρη, επικίνδυνα ταξίδια μάλλον, μπορώ να πω, ήταν αυτά που είπα πιο μπροστά, ήμουνα με ένα γκαζάδικο μία φορά, ένα καράβι το οποίο βάζαμε πετρέλαιο, παίρναμε πετρέλαιο από τη Βενεζουέλα και το πηγαίναμε στο Boston, στην Αμερική, και εκεί έπρεπε να εγκληματιστείς, μέσα σε μία εβδομάδα, που κάναμε το ταξίδι, από τον πολύ χειμώνα, που ήτανε στην Αμερική, να πας στα τροπικά στη Βενεζουέλα και να ξαναγυρίσεις πάλι στον χειμώνα φορτωμένος, σε δύο μέρες φορτώναμε, να ξαναγυρίσεις πάλι σε 2 και 3 μέτρα χιόνι και καιρό. Εκεί βρήκαμε μία μεγάλη θάλασσα, μας έσπασε στην κουβέρτα πάνω σωληνώσεις και άλλα επιστόμια και άλλα τέτοια και μπήκαμε μέσα στο Providence, θυμάμαι, κατακουρελιασμένοι μέχρι να μπούμε, έτσι. Άλλα γεγονότα, μία φορά μου έκανε μια, η μηχανή μου κόπηκε ένας κύλινδρος, ήμασταν 300 μίλια έξω από τη Νέα Υόρκη, ήμασταν και αρκετοί Γλωσσώτες από δω, ήταν και ο Παντελής, ο συγχωρεμένος, ο Ορφανός, και άλλοι τέτοιοι, ο πεθερός μου και λοιπά, και μας κόπηκε η μηχανή, ο στρόφαλος, όχι, συγγνώμη, όχι ο στρόφαλος, το ποδάρι του στροφάλου και μείναμε ένα εικοσιτετράωρο περίπου σε κυματισμό swell, όχι κύμα αφρώδες, αλλά το swell είναι το κύμα το βουβό, που λέμε, που κάνει πολλές κούρμπες και εκεί ταλαιπωρηθήκαμε αρκετά, μέχρις ότου καταφέραμε να φτιάξουμε τη μηχανή και να πάμε σιγά-σιγά μέσα στο λιμάνι. Επίσης, μία φορά ήμασταν στην Αργεντινή και φορτώναμε σόγια από το Σαν Λορέντζο. Ξεκινώντας, έρχεται ο τρίτος μηχανικός και μου λέει ότι: «Κάτι τριγμοί ακούγεται στο τιμόνι, γιατί βάλαμε τα τιμόνια να τα δοκιμάσουμε». Πήγα και είδα στο τιμόνι και το τιμόνι αυτό είχε ένα μεγάλο ρουλεμάν σε μία διάμετρο γύρω στα 35 με 40 εκατοστά. Και είχε σπάσει, έπρεπε να φύγουμε, ήμασταν φορτωμένοι, εάν το αναφέραμε αυτό θα έπρεπε το καράβι να βγάλει το φορτίο, να ανέβει η δεξαμενή, να γίνει επισκευή, να ξανακατέβει από τη δεξαμενή, να βάλει ξανά το φορτίο και θα ζημιωνόταν πάρα πολλά χρήματα η εταιρεία, οπότε πήρα δύο παλάγκα, που τα λέμε εμείς, με αλυσίδα και κρέμασα το τιμόνι από την οροφή του χώρου εκεί πέρα. Δοκιμάσαμε να δούμε μήπως δουλεύει, δούλευε κρεμαστό το τιμόνι και φύγαμε από την Αργεντινή, περάσαμε τριάντα πέντε ώρες ποτάμι, το οποίο ήτανε συνεχώς ζιγκ-ζαγκ, δεν το αναφέραμε πουθενά στις Αρχές, ούτε στον πιλότο ούτε σε κανέναν, βγήκαμε από το ποτάμι μετά από τριάντα πέντε ώρες και ήρθαμε στα Ψαχνά της Εύβοιας με κρεμασμένο τιμόνι. Εάν χάναμε το τιμόνι, όπως, δηλαδή, στον Ατλαντικό, όπως είχε και καιρούς, πιθανόν να είχαμε χάσει και τη ζωή μας, όπως λέμε... Και άλλα μικρότερα γεγονότα και μεγαλύτερα συνέβηκαν. Και στην Κίνα πάλι είχα πρόβλημα, κόλλαγαν οι αντλίες του πετρελαίου από το χαλασμένο πετρέλαιο και ερχόταν ένας κυκλώνας από πίσω μας στην ίδια πορεία που πηγαίναμε εμείς για την Κίνα. Τελικά ήμασταν τυχεροί λίγο πριν μας πλησιάσει άλλαξε πορεία, εμείς πηγαίναμε με μηχανή μισοπεθαμένη, σιγά-σιγά, δηλαδή, λειτουργούσε πάρα πολύ χαμηλές στροφές και με δυσκολία, γιατί ήταν απομονωμένοι κάποιοι κύλινδροι, δεν πήγαινε πετρέλαιο είχαν κολλήσει οι αντλίες... Και ευτυχώς γύρισε ο κυκλώνας λίγο πριν μας πλησιάσει, άλλαξε πορεία και καταφέραμε και πήγαμε στο λιμάνι σώοι. Και άλλα γεγονότα, πολλές φορές με θάλασσες, μεγάλους κυματισμούς, κάποτε είχαμε κάνει ένα ταξίδι από Φιλιππίνες και πήγαμε στην Αργεντινή και εκεί ήμασταν άδειοι και όταν είναι άδειο το καράβι, δεν ταξιδεύεται εύκολα, γιατί η προπέλα βγαίνει στην επιφάνεια και κάπου εκεί, στη Νότιο Αφρική, μεγάλος κυματισμός, είχαμε καθυστέρηση μία εβδομάδα στη θάλασσα, λόγω καιρού να πηγαίνουμε σιγά-σιγά και να ταξιδεύουμε το κύμα, να μην μας κόψει ή να μην μας κάνει ζημιά. Υπάρχουνε πολλά γεγονότα.
Πράγματι. Δεν ξέρω, εσείς έχετε κάτι άλλο να διηγηθείτε, από τις θεματικές αυτές που πιάσαμε ή κάτι άλλο;
Τι άλλο να σου πω; Άμα με ρωτήσετε κάτι, μπορεί να βρεθεί. Τώρα δεν μου έρχονται στο μυαλό, είναι ολόκληρη ζωή.
Ας πούμε, εδώ στο νησί και τα χιόνια ήταν ένα πρόβλημα.
Ναι.
Εσείς είχατε τύχει ποτέ κάποια περίοδο που τα χιόνια να είχαν δημιουργήσει πρόβλημα στη διαβίωση;
Μία φορά που είχε χιονίσει πολύ ταξίδευα εγώ, ήταν η γυναίκα μου με τα παιδιά εδώ πέρα, που ήταν για δεκαπέντε μέρες αποκλεισμένοι περίπου από χιόνια. Εγώ χιόνια αυτά που, όταν βγήκα σαν συνταξιούχος, ήταν τα χιόνια που μπορεί να γνωρίζεις και εσύ, αυτά τους 40 πόντους, 50 πόντους, που λίγες διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος ή όχι τόσο μεγάλες εκείνη την εποχή που ήταν η γυναίκα μου μόνη της με τα παιδιά είχανε διακοπή, δεν είχαν και ψωμί να φάνε, τους έριχναν με το ελικόπτερο ψωμί και θέρμανση, ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχανε, ας πούμε, και τέτοια. Χιόνια, θυμάμαι, μικρός εγώ, που είχε πολλά, και μάλιστα εκείνη την εποχή, όταν ήμουνα μικρός, είχε το νησί πάνω και πολλά πουλιά, πάρα πολλά πουλιά, διαφόρων ειδών πουλιά. Και όταν είχε χιονίσει, θυμάμαι ότι πρέπει να είχε κάνει και βαρυχειμωνιά πάνω, προς την Ουκρανία ή σε ευρωπαϊκά μέρη, είχαν έρθει πάρα πολλά κοτσύφια, πάρα πολλά πουλιά, τόσα πολλά που πήγαινες έβγαινες έξω και τα έπιανες με τα χέρια σου στις αυλές. Μιλάμε για μεγάλο πλήθος και μιλάμε ότι πάγωσαν αρκετά από αυτά τα πουλιά. Τα πιάναμε με τα χέρια, πραγματικά με τα χέρια και ήταν μέχρι κάτω εκεί, στο Λουτράκι, όλα χιονισμένα για πολλές μέρες, μικρός. Και άλλη μία φορά μικρός, θυμάμαι, με χιόνια, είχαμε πάει, είχαμε κατέβει προς τα κάτω, λίγα χιόνια βέβαια, ήτανε χειμώνας και μάλλον είχε ναυαγήσει κάποιο καράβι και είχε ξυλεία μέσα και είδαμε ανοιχτά ξύλα και πέσαμε με τα χιόνια στη θάλασσα μικροί και βγάλαμε μερικές σανίδες έξω. Ήτανε και τότε και η ξυλεία, ήτανε περιζήτητη για τα σπίτια.
Με τα χιόνια στη θάλασσα;
Χιόνια είχε λίγα έξω.
Η θερμοκρασία, όμως, θα ήταν...
Δεν το... Το αψηφήσαμε όπως σου είπα και προηγουμένως ας πούμε, πολλές φορές εμείς περπατάγαμε ξυπόλυτοι και στα χιόνια. Όχι σε καθημερινή βάση, αλλά περπατάγαμε. Είχαμε συνηθίσει, κάτω τα πόδια μας ήταν σαν πατούσα από παπούτσι.
Μάλιστα.
Άλλες εποχές τώρα δεν... Επειδή ταξίδευα, επειδή έλειπα πολλά [01:40:00]χρόνια εκτός νησιού δεν έχω εμπειρίες να σας πω... Μπορεί να σας πει, όμως, η γυναίκα μου για τα χιόνια.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Χρήστος Κρίτσαλος μιλάει, αρχικά, για τα παιδικά του χρόνια στη Γλώσσα Σκοπέλου. Περιγράφει τη διαβίωσή του εκεί, τα παιχνίδια, τις ασχολίες των κατοίκων, την αγροτική ζωή και τις περιπέτειες των ντόπιων, όπως, για παράδειγμα, το περιστατικό όταν ο ίδιος με φίλους του ανακάλυψαν νάρκη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αφού αναφερθεί στη στρατιωτική του θητεία, εξηγεί ότι έγινε ναυτικός, γιατί έβλεπε τον πατέρα του, που δυσκολευόταν να επισκευάσει οποιαδήποτε ζημιά στο καΐκι του, και ήθελε ο ίδιος να αποκτήσει αυτές τις γνώσεις, ώστε να είναι αυτόνομος. Αναλύει τη ζωή στα καράβια, τις φουρτούνες, που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να απόβαιναν μοιραίες, τους τόπους και τις κουλτούρες που γνώρισε, ταξιδεύοντας και μελετώντας σε βάθος τα μέρη που επισκεπτόταν. Κλείνει την αφήγησή του αναφερόμενος σε φυσικές καταστροφές με τις οποίες έτυχε να έρθει αντιμέτωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Αφηγητές/τριες
Χρήστος Κρίτσαλος
Ερευνητές/τριες
Ευαγγελία Τακτικού
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/04/2022
Διάρκεια
100'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Χρήστος Κρίτσαλος μιλάει, αρχικά, για τα παιδικά του χρόνια στη Γλώσσα Σκοπέλου. Περιγράφει τη διαβίωσή του εκεί, τα παιχνίδια, τις ασχολίες των κατοίκων, την αγροτική ζωή και τις περιπέτειες των ντόπιων, όπως, για παράδειγμα, το περιστατικό όταν ο ίδιος με φίλους του ανακάλυψαν νάρκη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αφού αναφερθεί στη στρατιωτική του θητεία, εξηγεί ότι έγινε ναυτικός, γιατί έβλεπε τον πατέρα του, που δυσκολευόταν να επισκευάσει οποιαδήποτε ζημιά στο καΐκι του, και ήθελε ο ίδιος να αποκτήσει αυτές τις γνώσεις, ώστε να είναι αυτόνομος. Αναλύει τη ζωή στα καράβια, τις φουρτούνες, που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να απόβαιναν μοιραίες, τους τόπους και τις κουλτούρες που γνώρισε, ταξιδεύοντας και μελετώντας σε βάθος τα μέρη που επισκεπτόταν. Κλείνει την αφήγησή του αναφερόμενος σε φυσικές καταστροφές με τις οποίες έτυχε να έρθει αντιμέτωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Αφηγητές/τριες
Χρήστος Κρίτσαλος
Ερευνητές/τριες
Ευαγγελία Τακτικού
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/04/2022
Διάρκεια
100'