Ένας Επονίτης της Σκοπέλου, ντελάλης στα χρόνια της Κατοχής και αργότερα στέλεχος της «Greek War Relief Association» αφηγείται
Ενότητα 1
Μεγαλώνοντας στη Σκόπελο τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά
00:00:00 - 00:15:08
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, καλημέρα, είμαι η Ευτυχία Βαρδούλη, είμαι Ερευνήτρια του Ιστορήματος. Σήμερα είναι 17 Δεκεμβρίου του 2021 και είμαι εδώ πέρα με το…άλλος έλεγε: «Ο αγγλικός», και λοιπά. Μιλούσαμε για στρατούς, για όπλα, για αεροπλάνα από τότε, απ’ το 1938, δηλαδή ήμουν ηλικία 10 χρονών.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 2
Τα πρώτα χρόνια της Κατοχής
00:15:08 - 00:33:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όταν, λοιπόν, κηρύχθηκε ο πόλεμος, είχε προηγηθεί ο τορπιλισμός της «Έλλης». Ο τορπιλισμός της «Έλλης» τον ζήσαμε όταν ήμουν στη Σκόπελο, βέ… λοιπόν, το 1942, ναι, έφυγα απ’ τη Σκόπελο και πήγα στη Χαλκίδα, όπου ήταν ο μικρός αδερφός της μητέρας μου... Ήταν επόπτης εργασίας εκεί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 3
Η ένταξη του αφηγητή στην ΕΠΟΝ και η δράση του
00:33:23 - 00:48:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κι έμεινα ένα χρόνο εκεί, σχολικό χρόνο. Για να πάω εκεί, μπήκα σε μια μαούνα, η οποία είχε ‘ρθεί στη Σκόπελο και μάζευε παλιά πράγματα, αντ…τώρα, θα πρέπει να το πούμε και αυτό, γιατί λένε μερικοί: «Δεν πάθαν τίποτα τα νησιά». Πώς δεν πάθανε; Να πιώ λίγο; Βέβαια, πιέστε, ναι...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 4
Η γερμανική κατοχή στη Σκόπελο
00:48:59 - 01:22:19
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, οι Γερμανοί στη Σκόπελο ήρθαν υπό δύο μορφές. Καταρχήν, είχανε ένα τελωνοφυλακίον στο Λουτράκι της Γλώσσας, οικισμοί που είναι πάνω …ταν απαγορευμένο το συλλαλητήριο και τον σκότωσαν τον κόσμο και ξεκίνησε το λεγόμενο... «κίνημα» το λένε, ο Εμφύλιος του ‘44, τον Δεκέμβρη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 5
Η έναρξη του Εμφυλίου
01:22:19 - 01:33:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν. Και έγινε πόλεμος μεταξύ Άγγλων κυρίως, Άγγλων κυρίως, και του εφεδρικού ΕΛΑΣ, που υπήρχε στην Αθήνα. Μετά ήρθαν τα αεροπλάνα... Την…ούμε;». «Ζούμε απ’ το λάδι, το οποίο μαζεύεις και εσύ τις ελιές...», και τα λοιπά και τα λοιπά. Μέχρι τότε, το κρατήσαμε μέχρι τέλους αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 6
Τα νεανικά χρόνια στην Αθήνα και οι σπουδές στην Ιατρική
01:33:14 - 02:00:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μέχρι που επανήλθε, δηλαδή. Για αυτό και όταν έγινε η απελευθέρωσις στην Ελλάδα, τότε με το διάταγμα που βγήκε το πρώτο, της εθνικής κυβέρνη…, γέλασε και ο καθηγητής με αυτό που τον ρώτησα. Ήταν και η τελευταία μου παρουσία εις το λεγόμενο αμφιθέατρο της Ιατρικής. Και έφυγα τότε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 7
Η Νομική και η «Greek War Relief Association» "Φεύγοντας, λοιπόν, εκεί αρχίζει...
02:00:28 - 02:42:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Φεύγοντας, λοιπόν, εκεί αρχίζει μια καινούργια ζωή εντελώς... Πρέπει να πω ότι απ’ το ‘46 μέχρι το ’49, που διήρκεσε ο εμφύλιος πόλεμος, είχ…δώσω τον τόνο που χρειάζεται... Και μετά, θα πούμε και σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως να πούμε και θα κλείσουμε μετά στο τέλος, μέχρι τέλους.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Tags
[00:00:00]Λοιπόν, καλημέρα, είμαι η Ευτυχία Βαρδούλη, είμαι Ερευνήτρια του Ιστορήματος. Σήμερα είναι 17 Δεκεμβρίου του 2021 και είμαι εδώ πέρα με τον κύριο...
Γιάννη Διαμαντή.
Είμαι εδώ με τον κύριο Γιάννη Διαμαντή, στο σπίτι του στη Λάρισα. Λοιπόν, κύριε Γιάννη, θα θέλατε αρχικά να μας πείτε λίγα λόγια για τον εαυτό σας, πού γεννηθήκατε... Έτσι, σαν εισαγωγή;
Γεννήθηκα στην Καρδίτσα στις 23 Νοεμβρίου του 1928. Πριν από λίγες μέρες, δηλαδή, έκλεισα τα 93 και άγω το 94ο έτος της ηλικίας μου. Η ζωή μου υπήρξε πολυκύμαντη, πολυτάραχη, θα έλεγα... Πολύ έντονη, γεμάτη πολύ και συνυφασμένη με σπουδαία γεγονότα. Στην ηλικία 2,5 ετών οι γονείς μου, επειδή ο πατέρας μου διορίστηκε υπάλληλος στο Δημόσιο Ταμείο Σκοπέλου, το 1931 δηλαδή, πήγαν στη Σκόπελο, εγκατασταθήκαμε οικογενειακώς εκεί. Με αυτό το νησί συνδεθήκαμε πάρα πολύ διότι περάσαμε– Οι μεν γονείς μου έμειναν εκεί, δηλαδή έμειναν πλέον, παρέμειναν φευγάτοι από δω, χαμένοι, διότι ετάφησαν εκεί, στη Σκόπελο. Η μεν μητέρα μου νωρίτερα, πολύ νωρίτερα. Ήταν ηλικίας 62 ετών. Ο δε πατέρας μου, ο οποίος πέθανε 98 ετών και επειδή είχε πάρει μία υπόσχεση δική μας, οικογενειακή υπόσχεση, πήγαμε στη Σκόπελο, έγινε η κηδεία στη Σκόπελο, ετάφη εκεί... Και ήταν πάνδημος η κηδεία διότι ήταν πολύ αγαπητός άνθρωπος στους Σκοπελίτες. Και έτσι, με αυτό το νησί έχουμε συνδεθεί, δεδομένου ότι κι εγώ πήγαινα εκεί τα καλοκαίρια. Πήγαινα κατά τις διακοπές και μετά, αργότερα, όταν εργαζόμουν πια, όταν μπορούσα να πάω να τους δω τους γονείς. Η μητέρα μου, βέβαια, τη χάσαμε νωρίς στην ηλικία αυτή. Ο πατέρας μου, μετά τον θάνατό της, ήρθε μαζί μας στη Λάρισα και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του εδώ. Τώρα, νομίζω ότι πρέπει να αρχίσω απ’ το γεγονός ότι τα παιδικά μου χρόνια στη Σκόπελο υπήρξανε χρόνια χαράς πραγματικής και εκεί συνειδητοποίησα και την ύπαρξή μου σαν άνθρωπος, αλλά και απέκτησα και την αισθητική αντίληψη για τη ζωή. Την αισθητική, υπό ποία έννοια... Έτυχε να ‘χω δασκάλους στο δημοτικό σχολείο όταν έφτασε η ώρα και πήγα, οι οποίοι ήταν εμπνευσμένοι άνθρωποι και φρόντιζαν πραγματικά σαν δεύτεροι γονείς τα παιδιά. Χαρακτηριστικά θυμάμαι ένα τοπίο, με έχει σφραγίσει κυριολεκτικώς ένα γεγονός, ότι όταν πήγαμε... Στη Σκόπελο είναι δύο σχολεία δημοτικά, τότε, δηλαδή, είχε πληθυσμό τριών χιλιάδων κατοίκων, είχε περισσότερο πληθυσμό από ό,τι έχει σήμερα η Σκόπελος... Και υπήρχε ένα σχολείο το οποίο ήταν ακριβώς στην κορυφή ενός λόφου.
Κύριε Γιάννη, μας λέγατε για το δημοτικό σχολείο...
Εκεί στην κορυφή του λόφου, λοιπόν, που ήταν ένας λόφος –όπως λέγαμε τότε, «η Ακρόπολις ήταν το κάστρο της Σκοπέλου»– και λόφος ο άλλος, ο αντικριστός της Σκοπέλου, ήταν το σχολείο μας. Ήταν ένα απ’ τα σχολεία που είχε φτιάξει επί υπουργείο... Όταν Υπουργός Παιδείας ήτανε το 1930 ο Γεώργιος Παπανδρέου, αυτός ο γνωστός πολιτικός άνδρας, ο λεγόμενος «Γέρος της Δημοκρατίας» αργότερα. Ήτανε μια σειρά σε όλη την Ελλάδα από σχολεία τέτοια, είχανε το λεγόμενο «νεοκλασικό σχήμα» αρχιτεκτονικώς και ήταν ευρύχωρα, ήτανε πραγματικά σαν υποδοχείς παιδιών, παιδικών ψυχών. Λοιπόν, είχαν προαύλια μεγάλα, όπως αυτό το δικό μας το προαύλιο. Ήταν σε τέτοια θέση μπροστά, έβλεπε προς το χωριό και είχε μία θέα καταπληκτική, διότι μετά τον οικισμό –που ήταν από κάτω από μας– άρχιζε το πέλαγος. Θάλασσα... Και μας μάζεψε, λοιπόν, ο δάσκαλος προτού μπούμε στην τάξη να κάνουμε μάθημα, το πρώτο μάθημα, μας συγκέντρωσε εκεί, για να μας δείξει τι έβλεπε αυτός και πώς θα κρίναμε εμείς αυτά που έβλεπε. Δηλαδή, βλέπαμε, λοιπόν, τη θάλασσα... «Κοιτάξτε το βουνό». Ήταν απέναντί μας το βουνό αυτό, το οποίο λέγεται «Παλούκι», το λέει, λαϊκά «Παλούκι» λέγεται. Και έτσι έχει μείνει και γεωγραφικά και στους χάρτες έτσι γράφεται, διότι αυτό εμποδίζει τον ήλιο να ‘ρθεί γρήγορα στη Σκόπελο. Είναι μπροστά ακριβώς στην ανατολή. Και αριστερά ήταν η θάλασσα πια και μετά, στο τέλος, η Αλόννησος, η οποία Αλόννησος είναι τόσο κοντά στη Σκόπελο, που τη χωρίζει μονάχα ένα στενό, ο Άη Γιώργης, όπως λέγεται το μέρος εκείνο, ένα μικρό νησάκι ανάμεσα απ’ τα δυο νησιά τα μεγάλα. Λοιπόν, απ’ την Αλόννησο μετά συνεχίζονται τα άλλα τα νησιά, τα οποία δημιουργούν και το λεγόμενο «Αρχιπέλαγος των βόρειων Σποράδων». Είναι η Κυρά Παναγιά, είναι τα Γιούρα, είναι τα Σκάντζουρα, το Πιπέρι... Τέλος πάντων. Λοιπόν... Και η Ψαθούρα, μην ξεχάσουμε. Η Ψαθούρα είναι το ακραίο-ακραίο όπως το βλέπει κανείς στο χάρτη και είναι ένα μέγεθος... Πώς να πω τώρα... Από δω μέχρι το Αλκαζάρ. Δηλαδή πολύ μικρό νησάκι με ένα φάρο που όταν ανεβαίνεις επάνω, βλέπεις μόνο ουρανό και θάλασσα, δεν το βλέπεις το νησί κάτω, τόσο μικρό είναι. Λοιπόν, να ξαναγυρίσουμε, λοιπόν, στο σχολειό... Και αφού τελειώσαμε αυτή τη θαυμάσια θέα που μας έδειχνε και τη συνειδητοποιήσαμε πόσο όμορφο είναι το μέρος που ζούμε, μαγικό νησί, πραγματικό, ας πούμε. Και τώρα είναι πανέμορφο, έχει διατηρήσει... Δεν είναι τόσο– Δεν είναι τουριστικοποιημένο τόσο πολύ, όσο είναι η Σκιάθος, ας πούμε. Η Σκόπελος διατηρεί ακόμα... Και χαρακτηριστικά, μάλιστα, λένε ότι η Σκόπελος είναι για τουρισμό οικογενειών... Δηλαδή όχι και τόσο πολύ, βέβαια, γιατί και εκεί γίνονται τα γλέντια της νεολαίας και εκεί περνάει πολύ ωραία κάποιος όταν πάει. Αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν έχει τουριστικοποιηθεί και δεν έχει πουληθεί, όπως έχει πουληθεί η Σκιάθος σε ξένους. Η Σκόπελος διατηρεί ακριβώς την ιδιοκτησία της για τους Έλληνες. Εκεί, λοιπόν, μας έβαλε στην τάξη μετά και αντί να αρχίσουμε τα γράμματα που λέμε, την αλφάβητα, μας έπαιξε βιολί, «Τη βρύση τη βουνίσια» του Σούμπερτ, δηλαδή... Μουσική. Μας μάγεψε με το βιολί ο δάσκαλος. Οι δάσκαλοι τότε παίζαν βιολί ή παίζανε άλλο όργανο οπωσδήποτε. Και μετά λέει: «Και τώρα, αρχίζουμε τα γράμματα». Αυτό δεν το ξεχάσω ποτέ. Είναι ένα γεγονός που δείχνει ακριβώς πώς ακριβώς εμείς νιώσαμε την έναρξη αυτού που λέγεται «σχολικός βίος». Πέρασαν τα χρόνια, λοιπόν, και, ξαφνικά, το 1936 γίνεται η δικτατορία του Μεταξά χωρίς να ξέρουμε, τώρα, εμείς παιδιά... Ήμουν, δηλαδή, εγώ 8 χρόνων το 1936. Όταν ο πατέρας μου, όμως, όταν ήρθε στο σπίτι, μας είπε ότι: «Εδώ τώρα θα αλλάξουν πολλά πράγματα, μην ανησυχείτε, ειρήνη θα ‘χουμε», και λοιπά. Τώρα, αυτό αποτέλεσε και ένα νέο, όμως, γεγονός, το οποίον με σφράγισε πάλι στη ζωή μου, διότι με ανάγκασε να ξενιτευτώ το 1938, διότι κατεργήθη το γυμνάσιο Σκοπέλου, πρώτον. Έπρεπε, κατά την άποψη του Μεταξά, τα παιδιά των νησιών να πηγαίνουν, να γίνονται ναυτόπαιδες, να μη σπουδάσουν σε ανώτατα ιδρύματα. Καταργεί, λοιπόν, το γυμνάσιο στη Σκόπελο, για να μη μπορούμε να προχωρήσουμε παραπέρα στο γυμνάσιο και αναγκάζομαι πλέον να πάω στο Βόλο. Εκεί ήταν εγκατεστημένος ο μεγάλος αδερφός της μητέρας μου, Κωνσταντίνος Παπαϊωάννου... Γένος Παπαϊωάννου ήταν μητέρα μου. Και ο Κώστας Παπαϊωάννου, λοιπόν, πήρε τηλέφωνο τον πατέρα μου και του είπε ότι: «Εγώ έχω τρία παιδιά, θα αποκτήσω τέταρτον». Να πάω εκεί, να μείνω μαζί με τα παιδιά του, με αυτούς, οικογένεια, δηλαδή, Παπαϊωάννου. Αυτό, όπως αντιλαμβ[00:10:00]άνεστε, μας γέμισε χαρά, από τη μια μεριά, αλλά εγώ δεν έπαψα να λυπούμαι που έφευγα προτού συμπληρώσω τα 10 μου χρόνια. Και όταν λέμε ξενιτιά... Η Σκόπελος είναι ένα νησί στο οποίο και τώρα ακόμα για να πας με το βαπόρι θέλεις πέντε ώρες, με το πλοίο. Εάν πας με το «δελφίνι», τώρα, θέλεις δύο ώρες, αλλά τότε δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Υπήρχαν τα καΐκια, τα οποία... Υπήρχε και ναυσιπλοΐα, αρκετά σημαντική προπολεμικά, αλλά περιορισμένη, μιας εβδομάδος ήταν τα δρομολόγια, μιας εβδομάδος... Μια φορά τη βδομάδα πηγαίναν στη Σκόπελο τα βαπόρια, αλλά... Πηγαίνοντας στο Βόλο, εν πάση περιπτώσει, εγκαθίσταμαι εκεί –με πήγαν και οι γονείς μου, με συνόδευσαν– και καταλαβαίνετε τώρα το χωρισμό πώς δημιούργησε σε μένα μια θλίψη βαριά, η οποία αμβλύνθηκε φυσικά απ’ την παρουσία των ξάδερφών μου, με τα οποία ξαδέρφια μου –ζουν ευτυχώς ακόμα και τώρα και η μεγάλη ξαδέρφη που είναι σχεδόν της ηλικίας της δικής μου– ζουν και έχουμε επαφή συνεχή και είναι, και αποτελούν και την οικογένειά μου... Μαζί με ένα ανιψάκι που μένει στην Καρδίτσα, Διαμαντής, απ’ την πλευρά του πατέρα του, δηλαδή, αποτελούν την οικογένειά μας αυτοί. Είναι εγκατεστημένοι στην Αθήνα όλοι, όπως ήταν και οι γονείς τους στην Αθήνα αυτοί. Έχει σημασία αυτό και για μένα, γιατί είχε επενέργεια ακριβώς και στην περαιτέρω εξέλιξη τη δική μου. Όταν, λοιπόν, εγκατασταθήκαμε εκεί, τόσο ένιωσα τη μοναξιά παρότι ήμουν μέσα στο σπίτι αυτό το σπουδαίο, που είχα, θυμάμαι, πάρει ένα ημερολόγιο και κάθε μέρα έσβηνα τις ημέρες που περνούσαν. Τόσο πολύ... Είναι μια δεύτερη πληγή, η οποία κατά κάποιο τρόπο με σφράγισε, αλλά συγχρόνως, όμως, μου έδωσε και τη δυνατότητα να αυτοπροσδιορίζομαι πολύ πρόωρα. Δηλαδή, υπήρχε μια πρωιμότης εις την ανάπτυξή μου, από πάσης πλευράς. Ήμουν και γερό παιδί, κολυμβητής από τα 3 μου χρόνια... Και δεν έπαψα ποτέ να κολυμπώ μέχρι τα 90. Στα 90 το σταμάτησα, 91... Στα 91 το σταμάτησα, το κολύμπι. Ήμουνα, δηλαδή, όταν λέμε «κολυμβητής», ήμουνα αθλητής-κολυμβητής. Είχαμε και ομάδα στη Σκόπελο, συναγωνιζόμαστε με τη Σκιάθο. Και στις καταδύσεις κέρδιζα εγώ, στα 100 μέτρα μάς έπαιρναν οι Σκιαθίτες στην αρχή, μετά τα παίρναμε εμείς. Και μετά, και στο Βόλο, όμως, όπου έμεινα το πρώτο χρόνο, έρχεται μια μετάθεση του θείου μου, όμως, και αναγκαζόμαστε και πάμε Αθήνα. Και συνεχίζω τις γυμνασιακές σπουδές στην Αθήνα. Το πρώτο έτος οχταταξίου γυμνασίου... Μετά, πάμε δεύτερο έτος. Και τότε οι γονείς λένε: «Καλόν θα είναι...», επειδή ο θείος μου μετατέθη στην Κόρινθο, ακόμα περισσότερο, δηλαδή, έφυγε μακριά απ’ την Αθήνα συνεπώς, «να μην πας εκεί, να πας στην Καρδίτσα στους γονείς μου». Πήγα, δηλαδή, στον παππού και στη γιαγιά, τον Γιάννη τον Παπαϊωάννου και τη Βασιλική Παπαϊωάννου. Και εκεί ακριβώς πήγαμε μαζί με τη μητέρα μου, τον Σεπτέμβριο του 1940 προκειμένου τον Οκτώβριο να αρχίζουν τα μαθήματα... Και άρχισαν πράγματι της τρίτης –μετά το ταξίδι– τα μαθήματα γυμνασίου και, ξαφνικά, κηρύσσεται ο πόλεμος. Τώρα θα πρέπει να πω εδώ γιατί δείχνει την ωριμότητα που υπήρξε σε τέτοιο βαθμό εις τρόπον ώστε να με ωθήσει να καταγράψω τον πόλεμο αυτό. Πιο πριν, απ’ το 1938, συζητήσεις γινόντουσαν για τον πόλεμο παγκοσμίως, γιατί ο ευρωπαϊκός πόλεμος και μες το σπίτι το δικό μου και όταν πηγαίναμε σε άλλα σπίτια οικογενειακώς, οι μεγάλοι συζητούσαν αυτό το πράγμα. Και φυσικά, και εμείς τα παιδιά αρχίσαμε να προσαρμοζόμαστε σε αυτό το κλίμα και να μιλάμε για τον πόλεμο. Να ψάχνουμε να βρούμε ποιος στρατός είναι πιο σπουδαίος. Με ρωτούσαν εμένα και εγώ έλεγα ότι είναι ο γαλλικός στρατός ο πιο δυνατός. Και κάποιος μού είπε ότι: «Όχι δεν είναι... Είναι ο ρωσικός». Και ο άλλος έλεγε: «Ο αγγλικός», και λοιπά. Μιλούσαμε για στρατούς, για όπλα, για αεροπλάνα από τότε, απ’ το 1938, δηλαδή ήμουν ηλικία 10 χρονών.
Όταν, λοιπόν, κηρύχθηκε ο πόλεμος, είχε προηγηθεί ο τορπιλισμός της «Έλλης». Ο τορπιλισμός της «Έλλης» τον ζήσαμε όταν ήμουν στη Σκόπελο, βέβαια, εγώ, ήταν 15 Αυγούστου του 1940... Και εδώ είναι το θέμα, ότι ενώ δεν είχε ανακοινωθεί επισήμως τίποτε, ποιο ήταν αυτό το υποβρύχιο, από πού ήταν, εμείς μεταξύ μας ήμαστε σίγουροι ότι ήταν ιταλικό. Γιατί; Γιατί οι απειλές του Μουσολίνι είχαν γίνει και δικό μας κτήμα, ήμαστε και εμείς δέκτες των απειλών του, πομπός αυτός, δέκτες εμείς τα παιδιά και τα συζητούσαμε. Ιταλοί! Οχτώ εκατομμύρια λόγχες έλεγε ο Μουσολίνι, δεν θα το ξεχάσω. Ακούγαμε το ραδιόφωνο, δηλαδή, στη Σκόπελο που έλεγε: «Οχτώ εκατομμύρια λόγχες. Αυτές τις έχω έτοιμες να τις μπήξω στα πλευρά της Ελλάδος». Το ‘λεγε ότι κάποια μέρα θα μας επιτεθεί. Και μετά, μας έκανε τον φιλειρηνιστήν και λοιπά. Τέλος πάντων. Τα ζήσαμε αυτά εμείς σαν παιδιά, για αυτό και η ωριμότης της παιδικής μας ηλικίας υπήρξε πρώιμη. Και θα ήθελα να πω ότι η γενιά μου θα έλεγα ότι γαλβανίστηκε κυριολεκτικώς μέσα στη δίνη αυτών των γεγονότων. Και έτσι, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος του ‘40, περιμέναμε– Μια ειδοποίηση μάς έχει στείλει ο πατέρας μου ότι στρατεύεται, ότι πάει στο μέτωπο και ότι θα περάσει με το τρένο απ’ την Καρδίτσα. Αυτή ήταν μια άλλη πληγή πλέον, γιατί τόσο μικρός που ήμουνα, πηγαίναμε κάθε βράδυ με τη μητέρα μου εις το σταθμό της Καρδίτσας για να– Περνούσαν τα τρένα γεμάτα φαντάρους, αλλά πώς ήταν δυνατόν να σταθούν. Δεν στεκόντουσαν τα τρένα, φτάναν μέχρι την Καλαμπάκα. Και από κει ο στρατός ξεπέζευε απ’ το τρένο, ας το πούμε έτσι, και ο καθένας έπαιρνε τη μονάδα του και έφευγε. Εμείς, λοιπόν, κοιτούσαμε επί τέσσερις βραδιές, θυμάμαι, αλλά πέρασε ο πατέρας μου –γιατί το μάθαμε μετά, όταν μας έστειλε το πρώτο γράμμα απ’ το μέτωπο– και εμείς περίλυποι γυρίσαμε στο σπίτι. Σαν μικρό παιδί που ήμουνα πληγώθηκα τότε οπωσδήποτε. Η πρώτη επιλογή του πολέμου ήταν αυτή. Η δεύτερη ήτανε ότι το ίδιο βράδυ οι σειρήνες μάς ειδοποίησαν ότι έρχονται αεροπλάνα και βομβάρδισαν. Βομβάρδισαν, λοιπόν, τις ημέρες εκείνες την Καρδίτσα, τα Τρίκαλα... Τη Λάρισα περισσότερο, πολύ περισσότερο, δηλαδή είχαμε και νεκρούς αρκετούς. Στην Καρδίτσα υπήρξε μόνο μία τραυματισμένη γυναίκα, δεν υπήρξε κανείς νεκρός. Και στα Τρίκαλα θυμάμαι ότι υπήρξε ένας νεκρός, ναι. Η Λάρισα ήταν περισσότεροι νεκροί. Πρέβεζα, Πάτρα το μάθαμε μετά, την επομένη μέρα. Απ’ την επομένη μέρα, λοιπόν, αρχίσαμε... Ραδιόφωνο δεν είχαμε στην Καρδίτσα, στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Έπαιρνα κάθε μέρα, όμως, εφημερίδα. Παίρναμε την... Αν θυμάμαι καλά, τα «Καρδιτσιώτικα Νέα», τα λέγανε, αν θυμάμαι καλά, ναι. Και επίσης, παίρναμε και την «Καθημερινή». Η «Καθημερινή» τότε, μετά από τον πρώτο χρόνο που πέρασε, δηλαδή το πρώτο χρονικό διάστημα των πρώτων δύο μηνών, τριών μηνών, θυμάμαι ότι εξέδωσε ένα χάρτη μαζί, σαν ένθετο, μέσα στην «Καθημερινή», μέσα στην εφημερίδα, που ήταν ανάγλυφος χάρτης της Αλβανίας. Και υπήρχε και ένα σακουλάκι με σημαιούλες μικρές, ελληνικές. Τις προόριζε δηλαδή... Άμα τον βάζαμε τον χάρτη κάπου που να μπορεί να έχει μια υποδοχή μαλακή, να δεχτεί την καρφίτσα, τη βελονίτσα αυτή, δηλαδή, που είχε μαζί με τη σημαιούλα, θα μπορούσαμε να παριστάνουμε πού βρίσκονται τα στρατεύματά μας. Αυτό λοιπόν εγώ... Ο χάρτης αυτός ήταν αρκετά μεγάλος –όπως είναι και η «Καθημερινή» πάντα μεγάλη και τώρα ακόμα που βγαίνει– και την κρέμασα σε ένα σανίδι απάνω που ήταν μαλακό. Και εκεί και κάρφωνα και τις σημαιούλες. Ο παππούς παρακολουθούσε, ο παππούς ο Γιάννης, και μου ‘λεγε: «Σαν πολύ προχωρημένες δεν είναι οι δυνάμεις μας;». Γιατί συνέβη το εξής... Μετά τη μάχη που δώσαν, που έδωσε ο στρατός στην Πίνδο και στον ποταμό Καλαμά και εις τη Μοσχόπολη απάνω, στην περιοχή της Κορυτσάς, τα στρατεύματά μας κατόρθωσαν, ανέτρεψαν τους Ιταλούς, όπως είναι γνωστό άλλωστε, ιστορικό γεγονός μέγα... Τότε άρχισε το Έπος του ‘40, το λεγόμενο, ένας πόλεμος που διήρκεσε έξι μήνες, αλλά διεξήχθη πλέον μέσα στην Αλβανία. Διότι κανένας[00:20:00] Ιταλός δεν έμεινε που να μην φύγει από δω, διωχθείς από το στρατό μας και άρχισαν να καταλαμβάνονται οι διάφορες πόλεις, η Κορυτσά, η Κλεισούρα μετά, αργότερα, το Αργυρόκαστρο... Όλες οι ελληνικές πόλεις, βέβαια, διότι εκεί ήταν η περίφημη Βόρεια Ήπειρος και αυτό μας έδινε τη μεγάλη χαρά και τον ξεχνούσαμε τον πόλεμο παρά τους βομβαρδισμούς, παρά τις απειλές. Θυμάμαι τότε ήταν πολύ βαρύς...
Είχατε μείνει που μας περιγράφετε για το 1940...
Μεγάλες χαρές μάς έδινε ο στρατός όταν καταλάμβανε τις διάφορες πόλεις της Βόρεια Ηπείρου, και ιδιαίτερα με την Κορυτσά, που εκεί απόρησε όλος ο κόσμος πού βρέθηκαν οι ελληνικές σημαίες, πού τις είχαν κρυμμένες οι άνθρωποι εκεί. Όταν μπήκε ο στρατός μέσα, ήταν σημαιοστόλιστη η Κορυτσά με ελληνικές σημαίες, δεν της πήγαμε από δω, τις είχαν αυτοί εκεί, οι Βορειοηπειρώτες. Ο πατέρας μου τώρα έτυχε να μπει σε μια μονάδα, στην οποία μονάδα, βεβαίως, –λοχίας, είπαμε τραυματιοφορέας– μια μονάδα την οποία διοικητής ήτανε ο αδελφός της μητέρας μου, Νικόλαος Παπαϊωάννου, ο οποίος ήταν διοικητής, ολοκλήρου της μονάδος. Τη θυμάμαι κιόλας, την 918 ήτανε. Και ήταν ένα χειρουργείο, το Β1 ορεινό χειρουργείο, απ’ το οποίον παρέλασαν πάρα πολλοί φαντάροι αργότερα στο βαρύ χειμώνα με κρυοπαγήματα και υπέστησαν ακρωτηριασμούς των κάτω άκρων πάρα πολλά παιδιά, που γίναν ανάπηροι εφ’ όρου ζωής, δηλαδή. Ένας Καφαντάρης ήτανε απ’ την Καρδίτσα η καταγωγή του, που ήταν ο χειρουργός της μονάδος αυτής. Ο θείος μου ήταν πνευμονολόγος, είχε σπουδάσει γιατρός εδώ, μετά πήγε στην Ιταλία και πήρε το διδακτορικό κι ήξερε πολύ καλά τα ιταλικά. Για αυτό, όταν ένα βράδυ ο πατέρας μου– Αξίζει τον κόπο αυτό το επεισόδιο, το οποίο, όπως μου το αφηγήθη μετά, βέβαια, και ο ένας και ο άλλος όταν γυρίσανε με το καλό... Είχε συμβεί το εξής. Ακούστηκε τη νύχτα μία φωνή που φώναζε «aqua», «νερό» ιταλικά. Και ο πατέρας μου ψάχνοντας εκεί ανάμεσα σε πτώματα και σε τραυματίες, τους οποίους μετέφερε εις το χειρουργείο, στο χειρουργικό τμήμα –εκεί ήταν κοντά σε μια πόλη που τη λέγανε Πρεμετή και κοντά στην Κλεισούρα ήταν, προς Βορράν ήταν η Κλεισούρα προς νότο ήταν η Πρεμετή–, πήγε τον βρήκε αυτόν, ήταν ένας ταγματάρχης, ο οποίος του έλεγε ιταλικά, δεν καταλάβαινε ο πατέρας μου, τον πήρε μαζί με έναν άλλον τραυματιοφορέα, τον βάλαν σε φορείο και τον πήγαν στο χειρουργείο. Εκεί ήταν ο θείος μου αυτός, ο οποίος μιλούσε καλά τα ιταλικά και διεπίστωσε ότι ήταν ένας ταγματάρχης αυτός, ο οποίος παρέμεινε τρεις μέρες εκεί, μετά τον στείλανε στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων ως αιχμάλωτο πολέμου πλέον. Αυτός για να ευχαριστήσει τον πατέρα μου, του έδωσε ένα μπαστούνι που είχε εβένινο, με πλατίνα γύρω-γύρω, διακοσμητική πλατίνα, και ένα επίχρυσο επικάλυμμα εκεί που πιάνεται το μπαστούνι αυτό. Το μπαστούνι αυτό όταν το είδε ο εγγονός μου μια μέρα, μου λέει: «Παππού, ποιο είναι αυτό το μπαστούνι;». Και κάθομαι και γράφω ένα άρθρο σε μια επέτειο του Οκτωβρίου του ‘40 –πρόπερσι έγινε αυτό, πριν απ’ τον κοροναϊό, εν πάση περιπτώσει–, ένα άρθρο στην εφημερίδα εδώ, τη «larissanet» δημοσιεύτηκε, «Το δώρο του ταγματάρχη». Του το ‘δωσε του πατέρα μου σαν ευγνωμοσύνη. «Δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω», του λέει και του ‘δωσε το μπαστούνι. Το μπαστούνι αυτό υπάρχει και το οποίο το προορίζει ο εγγονός μου, μόλις τελειώσει ο κορονοϊός, να πάμε στο Πολεμικό Μουσείο εδώ, το Μουσείο της Εθνικής Αντίστασης, να το δωρίσουμε. Το ‘χουμε ήδη προορίσει για εκεί. Και θα είναι και ο ίδιος ο εγγονός εκεί που θα το δώσει. Υπάρχει αυτό το μπαστούνι και αυτή η ιστορία. Λοιπόν, ένα κατάλοιπο του πολέμου, το μόνο που έφερε ο πατέρας μου από κει. Εν πάση περιπτώσει, όμως, πρέπει να πω το εξής, ότι εκτός από τον αδερφό της μητέρας μου αυτόν, υπήρχανε άλλα δύο αδέλφια στον πόλεμο της Αλβανίας. Ο τελευταίος, ο βενιαμίν, ο Σωκράτης, ο όποιος μου ‘μοιαζε εμένα και για αυτό τον αγαπούσα ιδιαίτερα –και αυτός με αγαπούσε– και ο Μήτσος. Και αυτός. Λοιπόν, ήταν πέντε αδέρφια, ήταν η οικογένεια της μητέρας μου. Και μία κόρη, αυτή, η μητέρα μου δηλαδή, η Ερασμία. Και τα τρία αδέρφια, λοιπόν, ήταν απάνω στον πόλεμο. Επέστρεψαν μόλις έγινε ο πόλεμος της Γερμανίας πια, μπήκε, έγινε η εισβολή των Γερμανών, 6 Απριλίου του ’41. Μπήκαν από πάνω, από τη Γιουγκοσλαβία, απ’ τη Στρόνιτσα, εκεί έγινε η μάχη των... Δεν την περιγράφω αυτή, δεν την έχω περιγράψει... Λοιπόν, και για την περιγραφή θα πω δυο λόγια μετά, να μην το ξεχάσουμε, δηλαδή, γιατί αξίζει τον κόπο. Και μετά την εισβολή, άρχισε η Κατοχή, το έρεβος, το σκοτάδι, δηλαδή. Πάνω σε αυτά θα πούμε δυο κουβέντες, γιατί και σε αυτό έπαιξα κάποιο ρόλο εγώ. Επέστρεψαν όλοι στις βάσεις τους στην Αθήνα, που ήταν εγκατεστημένοι, επέστρεψαν μέσω Καρδίτσας. Πέρασαν να δουν τους γονείς τους, απ’ τους οποίους έλειπαν. Σκεφτείτε είχαν πέντε αδέλφια, πέντε αδέρφια, πέντε αγόρια. Ήταν κι ένας αστυνομικός, ο οποίος δεν επιστρατεύθη αυτός, έμεινε. Λοιπόν, τα πέντε αδέρφια αυτά, ο μεν Κώστας δεν επιστρατεύθη –ήταν αυτός στον οποίον είχα φιλοξενηθεί εγώ με τα ξαδέρφια μου–, δεν πήγε στην Αλβανία αυτός, αυτός είχε πάει στο ‘12-‘13, νωρίτερα πόλεμο, τον Βαλκανικό. Τα άλλα τα αδέρφια, λοιπόν, είχαν πάει επάνω και έχει μείνει και ο αστυνομικός στην Αθήνα. Όλοι λείπανε, λοιπόν, απ’ την Καρδίτσα, απ’ το σπίτι τους, το σπίτι το οικογενειακό. Τότε ήταν εγκατεστημένοι στην Αθήνα, προπολεμικά. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι πραγματικά ο παππούς και η γιαγιά, από την πλευρά της μητέρας μου, είπαμε, ήταν μόνοι άνθρωποι και έτσι εμένα με είχανε, όπως αντιλαμβάνεσαι, σε τέτοιο σημείο αγαπήσει... Ήμουν και ο πρώτος, ο πρώτος εγγονός ο όποιος έβγαινε αρσενικός, όλα τα άλλα ήταν κορίτσια που είχαν γεννηθεί μέχρι τότε, από όλα τα παιδιά... Και ήμαστε υποχρεωμένοι μέχρι τον ουρανό στο θείο τον Κώστα με τα ξαδέρφια, αλλά και στους όλους τους άλλους αδερφούς, γιατί όταν μετά, αργότερα, πήγα εγώ στην Αθήνα και έμεινα εκεί και συνέχισα τις σπουδές μου –θα σου πω πώς ακριβώς έγινε αυτό το πράγμα– φιλοξενιόμουν σε όλα τα σπίτια αυτά. Είναι μια ιστορία ολόκληρη. Από την πλευρά του πατέρα μου, όμως, να μην το παραλείψω και αυτό... Ο πατέρας μου ήτανε ο βενιαμίν μιας πολύ μεγάλης ομάδας αδελφών, δώδεκα... Δώδεκα αδέλφια, εξ αυτών δύο ξενιτεύτηκαν στην Αμερική και οι άλλοι μείναν εδώ και, βεβαίως, τώρα δεν υπάρχει κανένας, ούτε απ’ τη μια μεριά ούτε απ’ την άλλη. Έχω μείνει μόνο εγώ και τα ξαδέρφια μου, αυτά τα οποία σου ανέφερα πιο πριν. Τώρα, επανερχόμενοι εις την επιστροφή απ’ την υποχώρηση του αλβανικού πολέμου, του ελληνο-ιταλικού πολέμου, πρέπει να πω ένα περιστατικό το οποίο είναι αρκετά σημαντικό, πιστεύω, και το οποίο μου έχει κάνει εντύπωση και το επαναφέρω στη μνήμη μου τώρα σαν μνημόσυνο στους ανθρώπους αυτούς, γιατί και ο θείος μου ο άλλος έχει πεθάνει κι αυτός, βέβαια. Είπαμε, όλοι πεθάνανε. Τώρα, μόλις μπήκαν μέσα στο σπίτι, απέναντι απ’ το σπίτι το Παπαγιαννέικο, ήτανε το δημαρχείο της πόλης. Το δημαρχείο της πόλης ήταν ένα παλιό αρχοντικό, νεοκλασικό θα έλεγα ότι ήτανε... Ήτανε ιδιοκτησία Μαλαμούλη, το θυμάμαι κι αυτό, η μνήμη μου είναι ακόμα δυνατή... Και εκεί, είχε βάλει πλέον τη γερμανική σημαία. Η γερμανική σημαία, λοιπόν, ήτανε μπροστά στις... Το σπίτι το δικό μας είχε μια αυλή, είχε μια μάντρα ολόκληρη μπροστά και μια πόρτα, μεγάλη πόρτα από αυτές που ανοίγουν και κλείνουν. Τέτοια σπίτια υπάρχουν στον Τύρναβο ακόμα, τα ‘χω δει, δηλαδή, ακριβώς παρόμοια σπίτια. Λοιπόν, ανοίγοντας την πόρτα, έβλεπες απέναντι τη γερμανική σημαία. Ο παππούς, λοιπόν, σταμάτησε να πηγαίνει στο καφενείο, γιατί δεν ήθελε να τη βλέπει. Όταν ήρθαν τα παιδιά, ο πατέρας μου με τον θείο μου αυτόν, τον γιατρό... Εμείς αγκαλιάσαμε, βέβαια, εκεί και ο μεν πατέρας είπε: «Μια και σας βρήκα ζωντανούς και είμαστε και εμείς στο μέτρο», ακριβώς αυτό, «τι να κάνω, θα περάσει κι αυτό». Ο θείος μου ο Νίκος, όμως, είπε: «Γυρίσαμε αδελφή», είπε στη μάνα μου. «Γυρίσαμε, αδερφή, νικητές γυρίσαμε, αλλά καλύτερα έτσι όπως γυρίσαμε να μη γυρίζαμε, να μέναμε εκεί». Αυτό το πράγμα ήτα[00:30:00]ν ασύλληπτο για μένα. «Τι λες θείε;». Ακόμα δε τότε εγώ ήμουν 12 χρονών. Λοιπόν. «Τι είναι αυτά που λες τώρα; Δεν λες που σε βλέπουμε, θα σε δει και η θεία Ασπασία και η Βάνα;». Η Βάνα ήταν η ξαδερφούλα, το παιδί του δηλαδή. Λοιπόν. Κλαίγαμε όλοι, δηλαδή, με την επιστροφή και αρχίζει, είπαμε, η περίοδος της Κατοχής. Για να συντομεύω λίγο, παρέμεινα στην Καρδίτσα, οι γονείς μου φύγαν για τη Σκόπελο, πήγα και εγώ στη Σκόπελο, αλλά τα σχολεία είχαν κλείσει για αυτό. Ξανάνοιξαν, όμως, τα σχολεία και γύρισα στην Καρδίτσα. Στην Καρδίτσα ακριβώς γύρισα την εποχή που έγινε ο λιμός, πείνα, κυριολεκτική πείνα. Μία εβδομάδα την πέρασα χωρίς φαγητό, μόνο με ψωμί... Και δεν ξέρω πώς η γιαγιά κατάφερνε και μου ‘φερε λίγο γάλα. Το φαγητό δεν ήταν τίποτε άλλο παρά λίγο τραχανάς, ο οποίος και μας βαστούσε μια εβδομάδα όχι παραπάνω... Αυτή ήτανε για μας η περίοδος της πείνας. Τον υπόλοιπο καιρό τρώγαμε το ψωμί που μου ανήκε σε μένα... Γιατί η γιαγιά μου δεν έτρωγε, η καημένη, για να τρώω εγώ. Ούτε ο παππούς. Αντιλαμβάνεστε, δηλαδή, τι μέρες νιώσαμε, και στην ηλικία αυτή που ήμουν εγώ, 12-13 ετών, προεφηβική δηλαδή ηλικία, κανονική, που θα ‘πρεπε να τρώω καλά... Αλλά ό,τι μπορούσαν, κάνανε. Κλείσανε, όμως, τα σχολεία λόγω της πείνας και σηκώθηκα και έφυγα και πήγα στη Σκόπελο. Εκεί τα πράγματα ήταν διαφορετικά, διότι είχαμε τη θάλασσα, είχαμε τα ψάρια, είχαμε τα χόρτα, είχαμε... Τέλος πάντων, εμείς κατορθώσαμε και νοικιάσαμε μερικά κτήματα... Ο πατέρας μου δηλαδή είχε μια πρωτοβουλία επειδή ο πληθωρισμός άρχισε να καλπάζει και ο μισθός δεν έφτανε για τίποτα... Μια πρωτοβουλία και νοικιάσανε κτήματα, στα οποία κτήματα δουλέψαμε κι εγώ δούλεψα... Κι εγώ μάζευα ελιές στη Σκόπελο. Και αρχίζει η περίοδος της Σκοπέλου, της Κατοχής πια. Τώρα, στην Κατοχή αυτή, μία χρονιά, τετάρτη γυμνασίου, τότε ήτανε τέσσερις καθηγητές στη Σκόπελο... Αξίζει τον κόπο να τους αναφέρω. Ο Μάριος ο Μωραΐτης, φιλόλογος, ο Βασίλης ο Κοκκίνης, φυσικός και ο Πελοπίδας ο Σίσκος ήτανε μαθηματικός. Τρεις ήτανε αυτοί, ένας τέταρτος –ήρθε κι έφυγε, όμως, γρήγορα–, ένας Αδαμόπουλος, ήταν ξένος αυτός εκεί. Αυτοί ήταν Σκοπελίτες, οι οποίοι δεν είχαν πλέον δουλειά. Κλείσαν τα σχολεία... Και μας ανέλαβαν και μας κάναν σαν φροντιστήριο όλους εμάς που ήμασταν στο γυμνάσιο, τους γυμνασιόπαιδες... Και κάναμε κατ’ ιδίαν διδασκαλία. Τότε βγήκε ένας νόμος που έλεγε: «Επιτρέπεται με κατ’ ιδίαν διδασκαλία να πηγαίνει να δίνει εξετάσεις κάποιος σε ένα γυμνάσιο οποιαδήποτε». Τότε, λοιπόν, το 1942, ναι, έφυγα απ’ τη Σκόπελο και πήγα στη Χαλκίδα, όπου ήταν ο μικρός αδερφός της μητέρας μου... Ήταν επόπτης εργασίας εκεί.
Κι έμεινα ένα χρόνο εκεί, σχολικό χρόνο. Για να πάω εκεί, μπήκα σε μια μαούνα, η οποία είχε ‘ρθεί στη Σκόπελο και μάζευε παλιά πράγματα, αντικείμενα παλιά, τα οποία οι Σκοπελίτες, επειδή ήταν ναυτικοί, είχαν φέρει από όλα τα μέρη του κόσμου. Κινέζικα βάζα, ινδικά σπαθιά, τα δώσαν όλα ο κόσμος για να μπορέσει να ζήσει, να μπορέσει να βγάλει το ψωμί του, ακριβώς, και το λάδι. Είχε η Σκόπελος λάδι, βεβαίως, αλλά δεν ήταν όλοι κτηματίες στη Σκόπελο. Και τότε, επήλθε και η λεγόμενη ανταλλακτική οικονομία, εισέβαλε μέσα στη ζωή μας, διότι, εάν το λάδι ήταν λίγο, τότε μπορούσες με 1 οκά λάδι να πάρεις 7 οκάδες σιτάρι, να το αλέσεις στο σπίτι με το χειρόμυλο, να βγει το αλεύρι, να το ζυμώσει η μητέρα για να φάμε το ψωμί. Και όταν το λάδι ήταν πολύ, τότε φτάναμε στο σημείο να παίρνουμε με 1 οκά λάδι, 2 οκάδες μόνον σιτάρι. Έτσι ήταν τα πράγματα, σύμφωνα με το νόμο προσφοράς και ζήτησης. Λοιπόν, αυτή η περίοδος, φυσικά, είναι μια περίοδος, η οποία διήρκεσε τα χρόνια αυτά, απ’ το ‘41 μέχρι το ‘44, μέχρι τον Οκτώβρη του ‘44 που έγινε η απελευθέρωση... Και πήγα, λοιπόν, στη Χαλκίδα. Για να επιστρέψω από κει, ενώ τελείωσα Ιούνιο μήνα το γυμνάσιο, δεν μπορούσα να γυρίσω, δεν έβρισκα μέσο να γυρίσω, δεν υπήρχε ναυσιπλοΐα τότε. Και κατόρθωσα, μπήκα σε ένα καΐκι απ’ την Αλόννησο, το οποίον με πήγε μέχρι την Αλόννησο και από κει με πήγε με βάρκα στη Σκόπελο. Δηλαδή όλες αυτές οι περιπέτειες που γινότανε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ιδίως η επαφή με το Βόλο που υπήρχε, γινότανε με ψαρόβαρκες. Αργότερα, μετά, όταν έγινε η απελευθέρωση, ήρθε το πρώτο καράβι και μετά εκεί εξυπηρέτησαν πάρα πολύ τα καΐκια, τα οποία κατασκευάζονταν στη Σκόπελο. Είχε τερσανά η Σκόπελος, είχε ναυπηγείο, δηλαδή, ειδικό, το οποίον κατασκεύαζε καΐκια, ωραία καΐκια, μεγάλα... Ήταν κανονικά, επιβατικά, δηλαδή, τα οποία τα χρησιμοποιούσαμε και πηγαίναμε... Μερικά από αυτά, μάλιστα, είχαν και ωραία σαλονάκια μέσα. Τέλος πάντων. Λοιπόν, γυρίζω απ’ τη Χαλκίδα το ’43. Παρέα οι άλλοι γυμνασιόπαιδες, οι περισσότεροι δυστυχώς δεν φύγαν και μείνανε καθυστερημένοι τα παιδιά, καθυστέρησαν πάρα πολύ να τελειώσουν το γυμνάσιο μετά. Πάρα πολύ. Δηλαδή, συμμαθητές δικοί μου κάναν δυο χρόνια μετά, διότι αυτό το θέμα της κατ’ ιδίαν διδασκαλίας έγινε άλλη μία φορά και τελείωσε, δεν μπορούσε. Αυτό έγινε το ‘43-’44, τότε ακριβώς που πήγα στην Αθήνα εγώ. Αλλά εκεί συνέβησαν ορισμένα καινούργια γεγονότα, τα οποία έζησα στην Κατοχή και τα οποία αξίζει τον κόπο κανείς να τα ξαναθυμηθεί, διότι και αυτά με σφράγισαν. Είπαμε ότι γαλβανισμένοι ήμαστε στη δίνη των γεγονότων, πράγματι, η δική μας γενιά, δρακογενιά πραγματική. Όταν ιδρύθηκε η ΕΠΟΝ το Φεβρουάριο ‘43, ήμαστε τρεις, τρία παιδιά, έφηβοι δηλαδή... Πόσο ήμαστε, 15 χρονών... Μας πλησίασε κάποιος κρατικός υπάλληλος, Μαυρογιάννης ονόματι, ο οποίος, εκεί που κάναμε βόλτες στην παραλία της Σκοπέλου, έρχεται και μας λέει: «Παιδιά με θέλετε στην παρέα σας;». Γελάσαμε εμείς, βέβαια, μεγαλύτερος από εμάς ήταν, στην ηλικία του πατέρα μου, ας πούμε. Και: «Βεβαίως, Γιάννη, είσαι φίλος του μπαμπά», του είπα εγώ και τα άλλα τα παιδιά. Τον δεχτήκαμε με χαρά. «Θα σας πω», λέει, «ένα καινούργιο πράγμα. Εμείς οι μεγαλύτεροι αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι για να επισπεύσουμε την αναχώρηση των Γερμανών». Των Ιταλών πρώτα, γιατί στη Σκόπελο είχαν έρθει οι Ιταλοί. Αυτό πρέπει να το αναφέρω, θα ήταν παράλειψη να μην το πω. Είχε ‘ρθεί μία ομάδα Ιταλών, η οποία δεν έδινε και πολλή σημασία, παρά μόνο σε ένα πράγμα. Πώς θα μπορούσε να πάρει το 10%, το «παρακράτημα» το λεγόμενο, απ’ την παραγόμενη ποσότητα του λαδιού. Αυτό που παρήγε η Σκόπελος, το προϊόν αυτό ήταν. Δεν τους ενδιέφερε ούτε αν τηρούμε τους όρους κυκλοφορίας –γιατί η κυκλοφορία σταματούσε το βράδυ, δεν επιτρεπόταν–, πηγαίναμε εμείς σε διάφορα σπίτια, κάναμε τις βεγγέρες τις λεγόμενες της Κατοχής. Αυτές οι ατελείωτες βεγγέρες... Αυτό που σήμερα ήταν ένας τρόπος ζωής. Φεύγαμε εμείς απ’ το σπίτι μας, πηγαίναμε σε άλλο σπίτι. Ή ερχόντουσαν άλλοι πάλι στο δικό μας σπίτι, άλλη μέρα. Και αυτό γινόταν κάθε βράδυ. Και όταν πηγαίναμε, πηγαίναμε με τα φαναράκια, διότι δεν υπήρχε ηλεκτρικό φως στην Κατοχή, είχε σταματήσει να υπάρχει... Ηλεκτρισμός δεν υπήρχε στη Σκόπελο που ζούσα εγώ τουλάχιστον... Και πουθενά δεν υπήρχε. Υπήρχε μια εταιρεία ηλεκτρική, όπως λέγανε, που αργότερα χρησιμοποιήθηκε. Μέχρι που ήρθε η ΔΕΗ, πολύ αργότερα. Υπήρχε μία ιδιωτική εταιρεία, αλλά δεν λειτουργούσε στην Κατοχή, ούτε υπήρχε η δυνατότητα να λειτουργήσει, πετρέλαιο δεν μπορούσε να βρει και συνεπώς το πετρέλαιο ήταν πολύ ακριβό και χρησιμοποιούσε μόνο για τις ψαρόβαρκες, για να πάνε να ψαρέψουν και τίποτε άλλο. Όλα αυτά είναι ενδεικτικά του τρόπου της ζωής, που ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Εκεί, λοιπόν...
Που πηγαίνατε στις βεγγέρες;
Πώς;
Τι κάνατε στις βεγγέρες; Πηγαίνατε με φαναράκι από σπίτι σε σπίτι και τι κάνατε;
Συζητούσαμε... Και αργότερα... Θα πούμε τώρα ακριβώς εκεί, αξίζει τον κόπο να το πούμε, ήταν πολύ σημαντικό... Βρεθήκαμε στην ΕΠΟΝ, τι θα κάνουμε εμείς στην ΕΠΟΝ... Μας έδωσε, λοιπόν, υλικό, για να μπορέσω να διαβάσο[00:40:00]υμε τι είναι η ΕΠΟΝ. Η ΕΠΟΝ είναι η Ελληνική– Πώς λέγεται; Εθνική Πανελλήνια Οργάνωση Νεολαίας. Λοιπόν. Που ιδρύθηκε τότε... Και μπαίνανε τα παιδιά, πιο πριν τα αετόπουλα, ήταν μια ομάδα αετόπουλων μέχρι τα 10, 11. Απ’ τα 12 και πέρα έγινε η ΕΠΟΝ, μπορούσες να πας στην ΕΠΟΝ. Μπορείς να γράφεις, δηλαδή, στην ΕΠΟΝ. Η ΕΠΟΝ ήταν μια οργάνωση υπό την καθοδήγηση του ΕΑΜ, γινόταν προσπάθεια να μην πολιτικοποιηθεί, δηλαδή να μην κομματικοποιηθεί μάλλον, να μην παίξει ρόλο το Κ.Κ. Αυτό το φρόντισαν, ώστε οι νεολαίοι να μην ασχοληθούν με αυτό που λέγεται πολιτική, καθαρά πολιτική, κομματική πολιτική δηλαδή. Να είμαστε μονάχα για την απελευθέρωση, την ανεξαρτησία της πατρίδος μας. Αυτός είναι ο σκοπός μας. Αυτό έλεγε το καταστατικό της ΕΠΟΝ. Βεβαίως αγωνιζόμαστε, ώστε η ζωή μας, η καινούργια ζωή, η ειρηνική ζωή πλέον μετά τον πόλεμο να είναι πράγματι ειρηνική και χαρούμενη για τον κόσμο όλον και προπαντός για τα νιάτα, μια και είμαστε νεολαία. Ήμαστε οι πρωτοπόροι, δηλαδή, μιας καινούργιας ζωής, θα το πω έτσι, επιγραμματικά θα έλεγα, για την οποία πιστέψαμε, ενθουσιαστήκαμε, την τραγουδήσαμε καθόλη τη διάρκεια της Κατοχής –αυτής της Κατοχής, του ’43 και ’44, τώρα, εμείς τη ζήσαμε περισσότερο– και προπαντός δραστηριοποιηθήκαμε και σε ορισμένες ενέργειες. Ανακαλύψαμε ένα κρυμμένο, παράνομο ραδιόφωνο. Παρότι ήταν οι Ιταλοί εκεί, το ραδιόφωνο αυτό το κρύβαμε σε ένα ελαιοτριβείο, το σκεπάζαμε με ορισμένα τσουπιά, όπως τα λένε... Αυτά που συνθλίβουν τις ελιές λέγονται τσουπιά, τα τσουβάλια αυτά, δηλαδή, και μπαίνει μέσα η ελιά, ο ελαιόκαρπος, συνθλίβεται και βγαίνει το λάδι. Αυτό λέγεται τσουπί. Αυτά, λοιπόν, όταν ήταν χωρίς τις ελιές βέβαια, τα βάζαμε και σκεπάζαμε το ραδιόφωνο, ώστε αν ερχόταν κανείς Ιταλός για να πάρει το λάδι που ήθελε γιατί την Ιταλία, για το στρατό που το παίρνανε. Δικαιωματικά, δηλαδή, το είχαν επιβάλει, όπως και οι Γερμανοί επίσης μετά, αργότερα... Λοιπόν και χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι δεν μπόρεσαν ούτε καν να τους πάει το μυαλό ότι είναι δυνατόν να υπάρχει κάποιο ραδιόφωνο. Γιατί εμείς μαθαίναμε και, όταν μαθαίναμε, τραγουδούσαμε. Τραγουδούσαμε τραγούδια τα οποία αυτοί δεν τα καταλαβαίνανε, γιατί ήταν τραγούδια επαναστατικά κανονικά. Λοιπόν, τα επονίτικα τραγούδια, τα οποία θα μας μείνουν αξέχαστα. Οι Ιταλοί, λοιπόν, μέχρι τότε... Τι κάναμε τώρα εμείς; Εμείς ακούγαμε το BBC κάθε βράδυ 20:25. Εγώ ήμουν εκείνος ο οποίος το έπαιρνε, γιατί είχα μια αντιληπτική ικανότητα να τη μεταφέρω στο χαρτί, δηλαδή αυτά που έλεγε, τα ‘γραφα. Γράφοντάς τα αυτά, επήγαινα στο γραφείο του πατέρα μου, στο ταμείο, και έπαιρνα τα καρμπόν που είχε από προπολεμικά ακόμα. Λοιπόν, τα καρμπόν αυτά τα παίρναμε και βγάζαμε περίπου σε ένα επταπλούν μπλοκ, έτσι, εφτά δελτία. Απ’ τα εφτά, ύστερα γινότανε περισσότερα δέκα-δεκαπέντε και τα μοιράζαμε το βράδυ σε διάφορα σπίτια που ξέραμε ότι οι άνθρωποι αυτοί θα ξυπνήσουν το πρωί και θα μάθουν τα νέα. Αυτά που έλεγε το ραδιόφωνο, το BBC, που έλεγε κάθε βράδυ: «Εδώ Λονδίνον, εδώ Λονδίνον, μεταδίδομεν το πρώτον δελτίον εις την ελληνικήν γλώσσαν». 20:25. Πιάναμε το Λονδίνο. Μετά, αργότερα, στις 22:00, όταν μπορούσαμε δηλαδή, γινόταν και αυτό, γιατί υπήρχαν και πολλά παράσιτα, δεν ήταν και τόσο ευκαιρής η λήψη... Απ’ το Λονδίνο ήταν καλή. Εκείνο που δεν μπορούσαμε να ακούσουμε καλά ήταν το Κάιρο, όπου ήταν η κυβέρνηση εξόριστη, η ελληνική, εγκατεστημένη και έλεγαν τα δικά τους. Η Μόσχα, η οποία περιέγραφε κυρίως τον πόλεμο που γινότανε στο ανατολικό μέτωπο, που είχαν εισβάλει Γερμανοί τον Ιούνιο του ‘41 στη Ρωσία. Καθυστέρησαν, γιατί καθυστερήσαμε εμείς τον πόλεμο και αναγκαστήκαν μετά αυτοί και ήρθαν εδώ, καθυστέρησαν στην Ελλάδα, δηλαδή, αλλιώς θα πήγαιναν στη Ρωσία νωρίτερα. Αλλά στην Ελλάδα έπρεπε να ‘ρθούν μετά τη Ρωσία, φερειπείν, δεν υπήρχε λόγος να σου ‘ρθούν στην Ελλάδα. Τη θέλαν, όμως, γιατί; Γιατί ήταν οι Ιταλοί που ήταν εδώ, τα γνωστά, να μην τα επαναλαμβάνουμε αυτά, είναι και γνωστά γεγονότα, μεγάλα γεγονότα, τα οποία, όμως, τα ζήσαμε εμείς. Λοιπόν. Όταν φύγανε οι Ιταλοί το ’43, τον Ιούλιο μήνα, έγινε συνθηκολόγηση στην Ιταλία, γιατί εισέβαλαν τα αμερικανικά στρατεύματα, τα συμμαχικά στρατεύματα. Δηλαδή, όταν λέω «συμμαχικά», αγγλικά και αμερικανικά εισέβαλαν στην Ιταλία και άρχισε ο πόλεμος εκεί. Αυτή, λοιπόν, συνθηκολόγησε τότε η κυβέρνηση αυτή που υπήρχε και ο Μπαντόλιο κατήργησε τον Μουσολίνι, τον οποίον τον σκότωσαν αντάρτες Ιταλοί μετά, αργότερα. Τον κρέμασαν κιόλας στο Μιλάνο μαζί με την Πετάτσι, τη φίλη του, που ήταν μαζί του μέχρι τέλους. Και το μετατρέψαμε πλέον το θέμα της μεταδόσεως των ειδήσεων, για να μπορεί ο κόσμος να μαθαίνει τα νέα κάθε βράδυ. Πήγαμε σε ένα σπίτι που ήταν στην παραλία ακριβώς. Η παραλία της Σκοπέλου έχει μία μεγάλη πλατεία, μαζεύονταν ο κόσμος και εγώ με το χωνί, ένα χωνί αυτοσχέδιο, μου το είχε κάνει ένας γανωτής, όπως τους λέγαν αυτούς τότε, αυτούς που φτιάχνανε τα καζάνια και λοιπά και λοιπά... Έφτιαξε ένα χωνί, το οποίο χωνί το ‘παιρνα και μετέδιδα αυτά που άκουγα, αφού τα κατέγραφα, τα μετέδιδα στον κόσμο. Και εκεί διεξήχθησαν σκηνές, οι οποίες είναι αξέχαστες. Σκεφτείτε ότι όταν ανήγγειλα εγώ, φερειπείν, ότι οι Γερμανοί κατέλαβαν το Χάρκοβο, στην Κριμαία, στην Ουκρανία, από κάτω φώναζε ο κόσμος «θάνατος» για τους Γερμανούς. «Ανακατελήφθη το Χάρκοβο!». «Ζήτω!». Γινότανε... Ο κόσμος που μαζευόταν ήτανε χωρίς υπερβολή τουλάχιστον διακόσια άτομα κάθε βράδυ. Η φωνή η δική μου ήταν τέτοια τότε που με τη μετάδοση που γινότανε λόγω της αντηχήσεως που δημιουργείτο στο βουνό απέναντι, ψάρευαν άνθρωποι οι οποίοι το πρωί μού λέγανε: «Σε ακούγανε, Γιαννάκο», με λέγαν Γιαννάκο στη Σκόπελο, με φωνάζανε... «Σε ακούγαμε Γιαννάκο το βράδυ, καλά τους τα ‘λεγες τους Γερμανούς». Αυτά, λοιπόν... Έτσι μετεβλήθην κι εγώ στο «παιδί με το χωνί», το γνωστό «παιδί με το χωνί» που σε άλλα μέρη της Ελλάδος... Μέχρι και η Αρβελέρ ήταν με το χωνί στο Βύρωνα, στην Αθήνα, στην Κατοχή. Ήταν συνάδελφος, συνάδελφος εν χωνίω. Τι να πω, για να γελάσουμε... Λοιπόν, ήταν, όμως, ωραίες στιγμές. Θυμάμαι ότι όταν απελευθερώθηκε η Λάρισα τον Οκτώβριο, 24 Οκτωβρίου, 23-24 Οκτωβρίου, μας το μετέδωσε το Λονδίνο στις 26, του Αγίου Δημητρίου. Και μετά, 28 εμείς κάναμε γιορτή. Αλλά όταν μας το μετέδωσε 26 του μηνός, έγινε μεγάλο γλέντι στην παραλία, χορεύαμε μέχρι το πρωί, γιατί απελευθερώθηκε η Λάρισα και ο Βόλος. Και αυτό γινότανε σε κάθε χαρμόσυνο γεγονός και, σιγά-σιγά, φτάσαμε στις 12 Οκτωβρίου που απελευθερώθηκε η Αθήνα. Πιο πριν, όμως, είχαν έρθει δύο αντιτορπιλικά εγγλέζικα στη Σκόπελο και η Σκόπελος ήταν πλέον ελεύθερη. Από πλευράς Γερμανών, τώρα, θα πρέπει να το πούμε και αυτό, γιατί λένε μερικοί: «Δεν πάθαν τίποτα τα νησιά». Πώς δεν πάθανε; Να πιώ λίγο;
Βέβαια, πιέστε, ναι...
Λοιπόν, οι Γερμανοί στη Σκόπελο ήρθαν υπό δύο μορφές. Καταρχήν, είχανε ένα τελωνοφυλακίον στο Λουτράκι της Γλώσσας, οικισμοί που είναι πάνω στο νησί. Δεν ξέρω αν έχεις πάει στη Σκόπελο...
Έχω πάει...
Ναι; Λοιπόν, η Γλώσσα είναι στο νότιο μέρος, νοτιοδυτικό δηλαδή, έτσι... Μάλλον βορειοδυτικό, βορειοδυτικό θα έλεγα. Και προς το Νότο που κατεβαίναμε μετά προς Πάνορμος, Αγνώντας και λοιπά. Λοιπόν, στο τελωνοφυλακείο του Λουτρακίου της Γλώσσας, που είναι το επίνειο της Γλώσσας, ήταν εγκατεστημένοι οι Γερμανοί μονίμως, μια πολύ μικρή ομάδα Γερμανών. Μετά, όμως, μεγάλωσε η ομάδα αυτή, γιατί ήρθε κάποιος Άντλερ –«αετός» θα πει γερμανικά–, ο οποίος πήρε το παρατσούκλι απ’ το λαό «Μιλιούνης», διότι για κάθε πλοίο το οποίον –και ψαρόβαρκα α[00:50:00]κόμα, όλα τα πλοία– που περνούσανε από το σταθμό, από τον πορθμό του Ευρίπου για να πάνε προς τη Χαλκίδα δηλαδή, μεταξύ Μαγνησίας και Ευβοίας, ήταν οι Ωρεοί. Σταθμό, λοιπόν, στους Ωρεούς έστηνε αυτός, υπήρχε... Εκεί είχε τοποθετηθεί, από προπολεμικά ακόμα είχε μπει ένα δίκτυο ολόκληρο από νάρκες, ήταν ναρκοθετημένη η περιοχή αυτή, όπως επίσης ναρκοθετημένη ήταν και η περιοχή Τρίκερι και απέναντι, δύο στενά, το ένα στενό πάει και στον Παγασητικό κόλπο το άλλο πάει στον Ευβοϊκό. Λοιπόν. Εκεί είχαν βάλει, λοιπόν, δύο σταθμούς οι Γερμανοί, με επικεφαλής τον Άντλερ. Και τι κάνανε; Οποίο καΐκι περνούσε έδινε ή ένα τενεκέ λάδι... «Ein Tank Öl» έλεγε ο Γερμανός. «Millionen, ein Millionen». Ein Millionen, λοιπόν, ένα εκατομμύριο, ζητούσαν ένα εκατομμύριο για κάθε πέρασμα. Αυτά ήταν τα διόδια. Και ο κόσμος τον έβγαλε «Μιλιούνη», έτσι τον λέγανε τον Μιλιούνη. Οπότε αυτός είχε γίνει μια πραγματική ρουφήχτρα των πόρων του λαού, ο κύριος Μηλιούνης, ο οποίος πρέπει να έκανε η περιουσία ολόκληρη, διότι αυτά τα ‘στελνε, τα εμπορευότανε 100%, ιδίως το λάδι περισσότερο, δαμάσκηνα αργότερα, φρούτα διαφορά... Ό,τι περνούσε από κει, θα έπαιρνε ή λάδι ή θα ‘παιρνε εκατομμύρια. Και έστω της Κατοχής τα εκατομμύρια, μετά τα αύξησε κιόλας, δεν ξέρω πού έφτασε, πόσα εκατομμύρια ζητούσε, δεν το θυμάμαι αυτό. Είπαν, όμως, ότι τα είχε αυξήσει πάρα πολύ τα διόδιά του. Λοιπόν. Οπότε το ΕΛΑΝ, Ελληνικόν Λαϊκόν Απελευθερωτικόν Ναυτικόν, που ήταν η θαλάσσια μάχη, γινότανε, όπως ήταν ο ΕΛΑΣ που κυριαρχούσε περισσότερο, βέβαια, και από άλλες αντιστασιακές οργανώσεις... Ποιος άλλος... Ο ΕΔΕΣ ήταν στην Ήπειρο, ο ΕΛΑΣ ήταν σε όλη την Ελλάδα και το ΕΛΑΝ ήταν σε ορισμένες περιοχές. Ήτανε και στη Σκόπελο, στην Αλόννησο, υπήρχε ΕΛΑΝ... Τι ήταν δηλαδή; Δυο ψαρόβαρκες ήτανε, στις οποίες μπαίνανε μερικά παλικάρια μέσα και τι κάνανε... Στην αρχή-αρχή, αν έχει μείνει κανένας, είχε ξεμείνει κανένας Ιταλός, τον παίρναν τον Ιταλό και τον διοχετεύαν απέναντι να πάει στο –γιατί ζητούσε να πάει στο ανταρτικό–, τον πηγαίνανε στο Πήλιο. Το Πήλιο είχε ξεχωριστό αντάρτικο, οργανωμένο πολύ, με την ηγεσία ενός Πηλιορείτη, λεγότανε στο ψευδώνυμο αυτός... Είχε ‘ρθεί και στη Σκόπελο. Και ήτανε μια μεραρχία ολόκληρη εκεί πέρα, ήταν πολύς κόσμος εις τον Πήλιον. Στη Σκόπελο δεν υπήρχανε εγκατεστημένοι αντάρτες, όχι. Γερμανοί, όμως, αναζητούσαν αντάρτες. Οπότε, ξαφνικά, έρχεται ένας λόχος των SS και καταλαμβάνει τη Σκόπελο. «Καταλαμβάνει» όταν λέω... Πήγε στην παραλία κάτω, έστησε τα πολυβόλα εκεί... Αξέχαστη θα μου μείνει η σκηνή ότι έφυγα... Το σπίτι μας ήτανε στην παραλία. Φεύγοντας από κει για να πάω ακριβώς να συναντήσω τους φίλους μου, ξαφνικά βλέπω μπροστά μου Γερμανούς. Δεν ήξερα τι να κάνω. Εάν έφευγα φοβισμένος, μπορεί και να με πυροβολούσαν. Τι να κάνω, λοιπόν; Περνάω μπροστά τους ατάραχος, ούτε τους βλέπω, ας πούμε, καθόλου, ούτε τους κοιτάω και φεύγω. Αυτοί οι Γερμανοί εγκαταστάθησαν ένα βράδυ ολόκληρο, άδειασαν τα σπίτια, φοβηθήκαμε. Ο πατέρας μου με πήρε εμένα και πήγαμε, θυμάμαι, και μείναμε σε ένα καλύβι... «Καλύβια» τα λένε τα σκοπελίτικα σπίτια, αυτά τα εξοχικά, τα λένε «καλύβια» οι Σκοπελίτες. Αλλά δεν είναι καλύβια μόνο, είναι σπίτια. Ενός γνωστού του που πήγαμε εκεί πέρα. Η μητέρα μου δεν ήθελε να ‘ρθεί και έμεινε μόνη της εκεί. Λοιπόν, δεν πείραξαν κανένα το βράδυ. Την επομένη το πρωί, όμως, κάναν έρευνα στα σπίτια. Έτυχε να είμαι και εγώ στο σπίτι. Και θυμάμαι ότι είχα μια συλλογή γραμματοσήμων απάνω σε ένα γραφείο εκεί. Μπήκαν μέσα και μου την πήραν τη συλλογή, μου την πήρε ένας Γερμανός και έφυγε. Η έρευνα απέδειξε ότι δεν υπήρχαν αντάρτες στη Σκόπελο, πράγματι. Κι έτσι ησύχασαν αυτοί, δεν κάναν τίποτα, δεν συνέλαβαν κανέναν. Όμως, το ΕΑΜ τότε επειδής οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει έναν δήμαρχο στη Σκόπελο –«Γκάουλαϊτερ» όπως τον λέγαμε εμείς–, έναν Κωνσταντίνο Επιφανείου –ήταν προπολεμικός δικηγόρος αυτός, αλλά που δεν δικηγόρησε ποτέ στη ζωή του, απλώς είχε τελειώσει Νομική–, ένας οινόφλυξ ήτανε, μεθύστακας ήτανε αυτός ο τύπος, του οποίου τα παιδιά φορούσαν τη σβάστικα εδώ. Και είχαν παρασύρει και κάνα-δυο εκεί στη Σκόπελο, αλλά ευτυχώς γλύτωσαν, δεν παρασύρθηκαν περισσότερο. Ένας-δυο ήταν, οι οποίοι σταματήσανε, την παρέα που κάνανε, δηλαδή. Εκεί, κάποια στιγμή, επειδή ο φον Κώστας– Ο λαός τον έλεγε αυτόν «Μιλιούνη» τον Γερμανό, είπαμε, και «φον Κώστα» λέγαν το δήμαρχο, «φον Κώστα». Ο φον Κώστας, λοιπόν... Κάποια στιγμή, το ΕΑΜ αποφάσισε να τον απαγάγει και να τον πάει στο Πήλιο, για να δώσει ανάκριση γιατί περιέθελπτε τους Γερμανούς, γιατί είχε αυτή τη φιλία με τους Γερμανούς. Πήγανε δε να τον τιμωρήσουν, να τον περάσουν στρατοδικείο, να τον σκοτώσουν. Παίρνοντάς τον, όμως, τον φον Κώστα, το μάθαν οι Γερμανοί... Γιατί πώς τον πήραν τώρα; Τον πήρανε κανονικά από τη Σκόπελο, απ’ το χωριό της Σκοπέλου, τον πήρανε και τον μετέφεραν με ζώα στη Γλώσσα και από κει με κάποιο ψαροκάικο τον πήγαν στο Πήλιο. Αλλά προτού φύγει απ’ τη Γλώσσα, το μάθαν οι Γερμανοί. Και έρχεται μία διλοχία γερμανική των SS να ανατινάξει Σκόπελο στον αέρα. Ο λαός έφυγε απ’ τη Σκόπελο όλος σχεδόν. Εμείς βρισκόμαστε σε μια εξοχή, χωρίς να υπάρχει καλύβι εκεί, περιμένοντας να δούμε τι θα γίνει. Ξέραμε τώρα όλα τα τεκταινόμενα, αλλά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε την εξέλιξη ακόμα, δεν ξέραμε. Γιατί αν πραγματικά τον κρατούσαν τον φον Κώστα και τον στέλναν στο Πήλιο, είναι σίγουρα ότι θα την καίγαν τη Σκόπελο. Περιμέναμε να δούμε τις φωνές, τις αυτές τους καπνούς δηλαδή, απ’ την πυρκαγιά. Έτσι, τόσο σίγουροι ήμαστε ότι θα γίνει αυτό. Αλλά πρυτάνεψαν καλύτερες σκέψεις, όμως, και χάρις σε δυο δασκάλους, τους οποίους τους είχαμε εμείς, οι οποίοι ήταν και αυτοί στο ΕΑΜ. Αυτούς που ανέφερα στην αρχή. Ήταν μεταξύ των... Ο ένας ήταν ο Νίκος ο Αλεξίου και ο άλλος ήταν ο Δημοσθένης ο Νασούλης. Αυτοί οι δάσκαλοί μας που ήταν στο δημοτικό, δηλαδή, που τους είχαμε, αυτοί ήτανε στο ΕΑΜ παράγοντες. Πρυτάνευσαν οι σκέψεις καλύτερες και τον φέρανε πίσω το φον Κώστα. Kαι όταν τον φέραν, ήρθε επί πώλου όνου, θριαμβευτής... Μεθυσμένος δε... Δεν έδωσε σημασία αυτός. Αυτός νόμιζε ότι τον πάνε για καλό, δεν καταλαβαίνετε τι του γινότανε. Και οι Γερμανοί κάθισαν ένα βράδυ και αποχώρησαν άπρακτοι. Όμως, μας άφησαν εκεί πέρα οι Γερμανοί μία ομάδα, που ήταν οι περισσότεροι Αυστριακοί, και κάναν γυμνάσια στο απέναντι μέρος απ’ τη Σκόπελο και αυτοί οι άνθρωποι, οι περισσότεροι, είχαν πάει στο ανατολικό μέτωπο και είχαν υποστεί πραγματική διατάραξη των πνευματικών τους λειτουργιών, είχαν τρελαθεί οι άνθρωποι απ’ το ρωσικό μέτωπο, το οποίο ήταν σκληρό μέτωπο βέβαια. Εκεί ετιμωρήθη η Γερμανία και δεν πρόκειται να το ξεχάσει αυτό που έχει υποστεί απ’ τη Ρωσία. Άλλο τώρα αν την έχει ανάγκη την Ρωσία με το αέριο σήμερα... Τότε υπέστη την πραγματική ήττα απ’ τους Ρώσους, αυτό είναι το γεγονός. Λοιπόν. Οι Γερμανοί, είπαμε, κρατούν ένα τμήμα μεγάλο εκεί, μεταξύ των οποίων και πολλοί Αυστριακοί. Οι Αυστριακοί ήταν νεαρά παιδιά, 18άρηδες ήτανε. Ένας ήταν... Τον θυμάμαι κιόλας, που τον λέγαν Βέρνερ, Βέρνερ, ο οποίος είχε υποστεί κρυοπαγήματα –παιδάκι, δηλαδή, ήτανε 18 χρονών–, κρυοπαγήματα στα πόδια του και είχε ανάγκη από μια αλοιφή. Την είχε την αλοιφή μαζί του και ζητούσε φαρμακείο μια μέρα. «Apotheke, Apotheke», ζητούσε αυτός... Και κάποιος του το έδειξε, κάποιο Επονιτάκι δηλαδή, δικό μας παιδί, τον πήρε και τον πήγε στο Σάββα, ο οποίος Σάββας ήταν στην ΕΠΟΝ, ήταν προσωπικός μου φίλος, «φαρμακοτρίφτης» όπως τον λέγαμε τότε, βοηθός φαρμακείου. Αλλά ήξερε πολύ καλά τα φαρμακευτικά σκευάσματα που γινόντουσαν τα περισσότερα τότε με διάφορα είδη φαρμάκων και γινόντουσαν τα μίγματα τα λεγόμενα. «Ματζούνια» τα λέει ο λαός, αλλά δεν ήταν ματζούνια, ήταν πραγματικά, σωστά. Ας πούμε ψωραλοιφές. Η ψωρίαση στην Κατοχή είχε καταλάβει πολύ κόσμο. Η ψωραλοιφή γινότανε με τρόπον τέτοιον, εμπειρικόν, κανονικόν όμως, με ανάμειξη χημική, κανονική. Ο φαρμακοτρίφτης, λοιπόν, τον είδε αυτόν πώς περπατούσε και του λέει: «Τι σας συμβαίνει;». Βγάζει τα παπούτσια και [01:00:00]είδε ότι ήτανε τα κρυοπαγήματα είχαν προχωρήσει πάρα πολύ. Τα ‘χε γλιτώσει, όμως, τα πόδια του, δεν τα κόψανε, όπως τα δικά μας τα πόδια, των παιδιών μας της Αλβανίας. Λοιπόν. Και του λέει: «Θα σου κάνω εγώ μια αλοιφή». Την έκανε την αλοιφή και βρήκε ανακούφιση. Ρώτησε το φαρμακοποιό, βέβαια, όπως αντιλαμβάνεσαι, υπήρχε ο φαρμακοποιός, αλλά ο φαρμακοτρίφτης ήταν εκείνος ο οποίος τον περιέθαλψε κατά κάποιο τρόπο. Οπότε μια μέρα, εκεί που είμαστε με τον Κώστα, το Σάββα αυτόν και με άλλα δυο παιδιά και κάναμε τη βόλτα και συζητούσαμε σε ποιο αμπέλι να πάμε να κρυφτούμε, για να διαβάσουμε τον παράνομο τύπο που μας στέλναν απ’ το Βόλο. «Αναγέννηση», θυμάμαι, «Νέα Ελλάδα», τέτοια πράγματα. Τα διαβάζαμε για να μάθουμε τι γίνεται στον κόσμο, ήτανε... Μας τα στέλνανε, κατορθώνανε και μας τα στέλναν με ψαρόβαρκες, ψαρόβαρκες ερχόντουσαν απ’ το Πήλιο, Σκίαθος και απ’ τη Σκίαθο στη Σκόπελο. Είχαν οργάνωση, η οργάνωση του ΕΑΜ ήταν πολύ δυνατή. Και φυσικά, και η ΕΠΟΝ. Και είχαμε αναλάβει, άλλωστε, εμείς το γραφείο τύπου, όπως μας λέγανε. «Είστε το γραφείο τύπου, εσείς που κάνετε τα δελτία και που...». Με το χωνί στα χέρια. Με τους Γερμανούς, βεβαίως, δεν μπορούσε να γίνει με το χωνί τίποτε. Περιμέναμε να φύγουν οι Γερμανοί. Όταν φεύγαν, όμως... Όταν ήταν απέναντι εγκατεστημένοι, σταματήσαμε και κάνανε πάλι το ίδιο με το δελτίο... Το χωνί σταμάτησε, δεν τολμούσαμε να το κάνουμε. Αλλά ο Βέρνερ, μια μέρα, λέει στον Κωστάκη τον Σάββα: «Kosta, tomorrow go to Skiathos to bomb it». «Πάμε στη Σκιάθο να τη βομβαρδίσουμε». Θα μου πεις: «Πώς κατάλαβε ο Κώστας εγγλέζικα;». Η Σκόπελος –κάνω μια παρενθεσούλα– έχει πολλούς ομογενείς στην Αμερική. Οι ομογενείς αυτοί εστέλναν τα βιβλία τους, αυτά όλα, ή τα φέρναν και μαζί όταν επέστρεφαν. Τα παιδιά τους τα ξέραν τα αγγλικά, έστω και αμερικάνικα δεν έχει σημασία. Αυτό, εμείς οι γυμνασιοπαίδες, τρεις-τέσσερις, το αντιληφθήκαμε και το εκμεταλλευτήκαμε. Και παίρναμε τα βιβλία από διάφορα σπίτια που ξέραμε. «Ο Σκαρπαλέζος έχει στην Αμερική κάποιον. Για να δούμε, έχει τα βιβλία του;». Πηγαίναμε, τα παίρναμε και μάθαμε αγγλικά τότε. Να σκεφτείς, δε, ότι έπρεπε να μαθαίνουμε εκατό λέξεις την ημέρα απαραιτήτως, να τις διαβάζουμε, εν πάση περιπτώσει. Και την επομένη μέρα, είχαμε το τετράδιο –το έκλεινα εγώ το τετράδιο, για να μην βλέπω ούτε εγώ– και το ‘λεγα στον Αλέκο τον Βαλσαμάκη, τον προσωπικό μου πολύ φίλο, πάρα πολύ φίλο, τον έχασα δυστυχώς τότε... Λοιπόν, αυτό ήταν το άλλο πλήγμα, πάλι, που είχα υποστεί. Θα το πω, αξίζει τον κόπο, όμως, να του κάνω και αυτουνού ένα μνημόσυνο, τώρα μου δίνεται η ευκαιρία δηλαδή, τι να κάνω... Αξίζει τον κόπο, όμως. Λοιπόν. Μας το λέει εμάς αυτό. Λέω: «Ξέρεις τι λες τώρα; Θα πάνε να βομβαρδίσουν τη Σκιάθο;». «Ναι». «Πότε;». «Αύριο, tomorrow, λέει». «Καλά, μπορείς να τον φέρεις το απόγευμα εκεί που κάνουμε βόλτα στην παραλία;». «Κάνουν κι αυτοί βόλτα», λέει. «Μπορείς να του πεις να ‘ρθεί λιγάκι ξεχωριστά απ’ τους άλλους, να μην πάρουν χαμπάρι οι άλλοι. Γιατί να σ’ το πει εσένα πάει να πει ότι είναι κάτι πολύ σημαντικό αυτό. Και αναλαμβάνουμε μεγάλη ευθύνη», του λέω. «Πρέπει να το πούμε στην οργάνωση». «Ναι», μου λέει. Και τα καταφέραμε. 18:00 η ώρα θυμάμαι ήταν έτσι, ήτανε μέρα ακόμα, καλά δηλαδή, που κάναμε βόλτες εμείς στην παραλία... Και φέρνει τον Βέρνερ. Ο Βέρνερ, ο οποίος ζητούσε να τον πάμε, λέει, επάνω στην Παναγίτσα του Πύργου στη Σκόπελο, εκεί που είναι στην άκρη, την όμορφη εκκλησία που είναι και κατά κάποιο τρόπο η «marca depositata di Scopelo», όπως λέγαν οι Ιταλοί. Έτσι το λέγανε. Το σήμα κατατεθέν της Σκοπέλου. Λοιπόν, εκεί στην Παναγία τον Πύργο που έχει τα σκαλάκια που ανεβαίνεις επάνω, ήθελε ντε και καλά να πάμε εκεί. «Να πάμε εκεί», του λέω, «να πάμε, πες του να πάμε». Λοιπόν, εγώ τώρα εγγλέζικα ήξερα καλύτερα απ’ του Κώστα και του λέω: «Κάτι είπες στον Κώστα». «They’ll kill me», λέει, «θα με σκοτώσουν». «Μη φοβάσαι», του λέω, «μην φοβάσαι, δεν θα χρειαστεί τίποτα να γίνει». Τι να του πεις τώρα; Εμείς έπρεπε να ειδοποιήσουμε, πρέπει να βρούμε το μέσον πώς θα μπορέσει να φύγει ο λαός απ’ τη Σκιάθο. Όπως εμείς φύγαμε από τη Σκόπελο και πήγαμε στα βουνά και στα όρη, σε όλα, και γεμίσαν τα κτήματα κόσμο είτε υπήρχαν καλύβια είτε δεν υπήρχαν, έτσι έπρεπε να κάνει και ο σκιαθίτικος λαός. Λοιπόν. Λέει: «Ναι». «Καλά». Δεν είπαμε τίποτα άλλο, έφυγε αυτός, πήγε στη μονάδα του, έφυγε από μας. Τον κρατήσαμε, δηλαδή, ούτε δέκα λεπτά. Ο άνθρωπος ήθελε, όμως, να δει τη θέα από πάνω και φοβόταν να πάει μόνος του. Και ζήτησε να πάει μαζί μας. Είχε εμπιστοσύνη πια. Γιατί; Γιατί είχε την αλοιφή στα πόδια, του Σάββα, του Κωστάκη, που του είχε κάνει. Μια ωραία περίπτωση ήταν ο Βέρνερ, ένα λαμπρό παλικαράκι, το οποίον όταν κολυμπούσαμε εμείς εκεί στο λιμάνι, ερχόταν και αυτός μαζί με τους άλλους, αυτούς τους Γερμανούς, τους Αυστριακούς δηλαδή, και κάναν, ήθελαν και αυτοί να κάνουν μπάνιο μαζί μας, ας πούμε. Μας ρίχναν την μπάλα και λοιπά, εμείς δεν την παίρναμε. Τέλος πάντων, αυτή της Κατοχής, αυτές οι ιστορίες, όπως ήτανε φυσικό, δεν μπορούσαμε να κάνουμε παρέα με αυτούς. Εμείς πρώτα-πρώτα το απαγόρευε η συνείδησή μας η ίδια, είχαμε ήδη συνειδητοποιηθεί ότι αυτοί είναι εχθροί, έστω και Αυστριακοί. Αν και μας λέγανε στην οργάνωση ότι: «Ξέρεις, οι Αυστριακοί και είναι τελείως διαφορετικοί», έτσι μας λέγανε. Λοιπόν. Και διαπιστώσαμε από αυτό το γεγονός πάντως στη Σκιάθο. Όταν συνέβη αυτό, λοιπόν, εμείς πήγαμε τρεις, ο Σάββας, ο Γιώργος ο Βαλσαμάκης κι εγώ, πήγαμε και συναντήσαμε τον δάσκαλο τον Νασούλη. Και του λέμε: «Αυτό και αυτό μάθαμε». «Ναι, μας το ‘πε ο Σάββας, μας το ‘πε. Ο Κωστάκης μας το ‘πε». Το είχε πει πιο πριν, δηλαδή, ο Κώστας. «Λοιπόν, τι θα κάνετε τώρα; Θα πάτε ειδοποιήστε τον τριατατικόν εκεί, τον Αντωνίου, για να μεταδώσει... Ξέρει αυτός τι θα κάνει». Και πραγματικά... Η αλήθεια είναι, όμως, δεν χρειάστηκε η δική μας, που πήγαμε... Πήγαμε στη Γλώσσα, έκανα κανονικά, δηλαδή... Για να κάνεις ποδαρόδρομο από τη Σκόπελο στη Γλώσσα, ήταν τότε τρεισήμισι ώρες. Εμείς κάναμε μιάμιση ώρα. Παιδιά, δηλαδή, τώρα 16 χρονών... Πόσο ήμαστε 16; 15, 15 στα 16. Και όταν πήγαμε εκεί και μας είπε: «Ναι, ναι, ναι, ναι, εντάξει το ξέρω, το ξέρω», εμείς ησυχάσαμε, γιατί λέγαμε: «Κι αν είναι ψέμα; Και διώξει το λαό από κει, τι γίνεται;». Αυτός ήδη είχε κάνει, τον ομηρικό τρόπο χρησιμοποίησε, του καπνού, ο οποίος άνω θρώσκει σε ένα σημείο που είναι κίνδυνος. Αυτό έκανε... Όταν φεύγει ο κίνδυνος, σε άλλο σημείο. Συνήθως, στην κορυφή είναι ο κίνδυνος, στη ρεματιά φεύγει ο κίνδυνος. Αυτό έκανε. Και ειδοποιήθηκε η Σκιάθος... Πήγε, βέβαια, πήγε και μια ψαρόβαρκα εκεί πέρα, η οποία πήγε... Την επομένη το πρωί, οι Γερμανοί δεν είχαν πάει ακόμα, επήγαν κατά το μεσημέρι, τη βομβάρδισαν, κατέστρεψαν γύρω στα τριακόσια σπίτια, βγήκαν έξω και σπάσανε τα κιούπια του λαδιού, τα πιθάρια δηλαδή και γέμισε ο τόπος τόσο πολύ εκεί, που το πλακόστρωτο της Σκιάθου δεν τολμούσες να περπατήσεις τότε. Γιατί εμείς φορούσαμε αρβύλες με πέτρα από κάτω, δεν υπήρχαν παπούτσια τότε, αρβύλες φορούσαμε όλοι. Και οι αρβύλες υπήρχαν, διότι έτυχε να υπάρξουν, ας πούμε, κάτι υπόλοιπα τα οποία τα χρησιμοποιούσαμε. Και εκδρομή που είχαμε πάει μετά, γλιστρούσε η Σκιάθος και μετά την απελευθέρωσή της. Τέλος πάντων. Οι άνθρωποι είχαν πάει στο Χριστού το Κάστρο. Το Χριστού το Κάστρο είναι ένας οικισμός, το βόρειο μέρος της Σκιάθου, εκεί που το δέρνει ο βορειοανατολικός άνεμος ιδίως, εκεί που, όταν πηγαίνεις, νομίζεις είσαι σε απόκοσμο σημείο. Είναι πάρα πολύ ωραίο μέρος, αλλά έτσι ομολογουμένως σε περιβάλλει ένα μυστήριο, διότι ο οικισμός δεν υπάρχει πια, υπάρχουν μερικά σπίτια ερειπωμένα, τα οποία οι τουρίστες προσπαθούν να τα φτιάξουν, αλλά ο οικισμός υπάρχει σε ερείπια και αυτό ακριβώς δείχνει, αυτό δημιουργεί, μάλλον, αυτό το μυστηριακό κλίμα εκεί. Εκεί άλλωστε είναι το έργο του Παπαδιαμάντη, «Η Φόνισσα», σε εκείνο το σημείο λαμβάνει χώρα το επεισόδιο της φόνισσας, μεταξύ ουρανού και θάλασσας που πέφτει εκεί η φόνισσα. Λοιπόν. Εκεί κατέβηκε ο λαός της Σκιάθου, έμεινε μία οικογένεια μόνον. Όχι, έμεινε ένας ράφτης και μία γιαγιά, τους σκότωσαν. Αυτοί που μείναν, τους σκότωσαν. Ναι, θα μου πεις: «Πή[01:10:00]γαν σε όλα τα σπίτια;». Τώρα, δεν ξέρω, λεπτομέρειες δεν μπορούμε να ξέρουμε. Έχει γραφεί ένα βιβλίο πάνω σε αυτό από μία κυρία –δεν τη θυμάμαι το όνομά της τώρα, ας με συγχωρεί–, έγραψε ένα βιβλίο για το βομβαρδισμό της Σκιάθου. Τη βομβάρδισαν από μέσα, από τη φρεγάτα που είχανε, είχανε ένα ισπανικό πλοίο θυμάμαι ότι είχαν. Είναι αυτό το ισπανικό πλοίο, το οποίο βούλιαξε μετά τον «Λάμπρο Κατσώνη», το υποβρύχιο, ανάμεσα Σκιάθο και Σκόπελο, ανάμεσα Σκιάθο και Γλώσσα δηλαδή. Εκεί βούλιαξε ο «Λάμπρος Κατσώνης», το υποβρύχιο το οποίο βγήκε πάνω, χτύπησε δυο γερμανικά σκάφη, τα βούλιαξε, αλλά το τρίτο είχε βόμβες βυθού και κατόρθωσαν και τον... Ο Ορέστης, ο Λάσκος ήτανε ο καπετάνιος, ο όποιος πνίγηκε μαζί με τα παιδιά όλα, αύτανδρο. Την εποχή εκείνη που ήμαστε και εμείς στη Σκόπελο. Δηλαδή ήταν περίπου το ‘44 στην αρχή, το ‘44 συνέβη αυτό το επεισόδιο, «Λάμπρο Κατσώνη». Υποβρύχιο είχε εμφανιστεί και σε μας, στον Πάνορμο που ήμαστε... Μια εκδρομή που είχαμε πάει ως Επονίτες, δηλαδή, και πηγαίναμε στη Πάνορμο και τραγουδούσαμε. Ο Πάνορμος είναι μία νότια ακτή, πρέπει να έχεις πάει οπωσδήποτε εκεί αφού έχεις πάει Σκόπελο. Εκεί, θυμάμαι, καθίσαμε ένα βράδυ και εμφανίστηκε μπροστά στο μυχό του κόλπου, εκεί που δημιουργείται, εκεί εμφανίστηκε ένα υποβρύχιο. Και βγαίνει και μια λέμβος εκεί και ήρθε και μας χαιρέτησε και, μετά, σηκώθηκε και έφυγε. Αυτό το υποβρύχιο ήταν ο «Παπανικολής», άλλο υποβρύχιο πάλι του ελληνικού στόλου, το οποίο κυκλοφορούσε στο Αιγαίο, αλλά ήταν κοντά στην απελευθέρωση πια... Ήτανε άνοιξη του ’44, ήτανε. Τέλος πάντων... Λοιπόν. Θέλω να πω ακόμα το εξής, ότι αυτό που είπαμε ότι αποφεύγαμε να κάνουμε μπάνιο με τους Αυστριακούς... Με τους Ιταλούς δεν συνέβαινε. Δηλαδή τι... Οι Ιταλοί τραγουδούσανε με τις κιθάρες τους, δεν πείραξαν κανέναν απολύτως. Στην αρχή-αρχή, όταν πρωτοπήγαν οι Ιταλοί στη Σκόπελο, πήγαν κάτι μελανοχίτωνες, οι οποίοι ερευνούσανε ένα κύκλωμα που υπήρχε, πραγματικά υπήρχε ένα ωραίο κύκλωμα εκεί, Σκόπελος-Αλόννησος, πώς θα φυγαδεύσουν τους Άγγλους, οι οποίοι είχαν μείνει Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί, Άγγλοι, είχαν μείνει απ’ τον πόλεμο, μετά την ήττα δηλαδή, είχαν σκορπίσει σε διάφορα νησιά. Μεταξύ αυτών και στα νησιά τα δικά μας, εδώ, τις Βόρειες Σποράδες. Εκεί, λοιπόν, υπήρξε ένα κύκλωμα απ’ την αρχή, το οποίο τους διοχέτευε. Και όταν έγινε το ΕΑΜ μετά, δηλαδή τον Σεπτέμβριο του ‘41 –το χειμώνα του ’41, εν πάση περίπτωσει, έγινε το ΕΑΜ– τότε ακριβώς ήτανε που πήγαν μελανοχίτωνες και δεν σκότωσαν κανέναν, έδειραν πολύ κόσμο για να μπορέσει να μαρτυρήσει. Δεν μαρτύρησε κανένας και τελείωσε η ιστορία αυτή. Οι Ιταλοί, λοιπόν, όμως, μετά που ήρθαν, που τους ζήσαμε εμείς πια, σαν παιδιά, ήταν παιδιά όλοι τους, πολύ μικροί, οι οποίοι όταν εμείς κάναμε, πηγαίναμε στην παραλία σε ένα γήπεδο λίγο παραπέρα που ήταν και παίζαμε βόλεϊ μεταξύ μας –ήμαστε στην ΕΠΟΝ ήδη τότε, το ‘43–, έρχονται και οι Ιταλοί να παίξουμε. Εμείς δεν δίναμε την πάσα, δεν κάναμε «play», όπως λέμε... Και έμεινε ένας Λέλο, Λέλο τον λέγανε, ο οποίος ήρθε απέναντί μου και μου λέει: «Δώσε μου και μένα». «Datemi», πώς το λένε... Λοιπόν. Εγώ πήγα να δώσω την πάσα, αλλά αυτός που ήταν επικεφαλής, τον είχαμε ενωμοτάρχη εκεί –ένας Μπλατσούκας, λεγότανε, έγινε μηχανικός μετά αυτός, πολιτικός μηχανικός–, αυτός μου ‘κανε νόημα να μην του δώσω την πάσα. Αλλά εγώ δε βάσταξα και την έδωσα. Γιατί ο Λέλο είχε βγάλει το αμπέχονο, είχε βγάλει το δίκοχο, τα είχε κρεμάσει σε ένα δέντρο εκεί και ήταν πλέον σαν εμάς, έτσι το είδα. Και, πραγματικά, χειροκροτηθήκαμε κιόλας μετά, απ’ τον κόσμο που μας είδε. Τον είχαμε και εμείς. Αυτός ο Ιταλός, όταν έγινε η συνθηκολόγηση και μπήκαν σε ένα πλοίο και φύγανε, έμεινε στη Σκόπελο. Έμεινε στη Σκόπελο μαζί με έναν Άλντο και τους διοχετεύσαμε μετά στο Πήλιο, η οργάνωση δηλαδή τους έστειλε στο Πήλιο, και πήγαν απάνω στο αντάρτικο και αυτοί, έγιναν αντάρτες του ΕΛΑΣ... Οι δύο ήταν αυτοί οι Ιταλοί που μείνανε, όλοι οι άλλοι φύγανε. Τέλος πάντων. Λοιπόν, ξαναγυρίζουμε τώρα εις το σημείο εκείνο που είχαμε σταματήσει, λέγοντας για τη Σκιάθο. Έγινε άλλο ένα επεισόδιο, τραγικό, στην Αλόννησο. Η Αλόννησος έχει δύο χωριά, το ένα είναι το Πατητήρι, που είναι το επίνειο του κυρίως χωριού, και το άλλο χωριό είναι στο επάνω μέρος, στην κορυφή του βουνού της Αλοννήσου και το οποίον ξανάγινε. Ενώ ήταν παλιό, ωραίο χωριό, είχε καταστραφεί σχεδόν, είχε ερειπωθεί, γιατί φύγανε όλοι οι Αλοννησιώτες, δεν υπήρχαν πλέον, είχαν πάει στην Αθήνα... Και άλλοι είχαν κατέβει κάτω στο Πατητήρι και στο Βότση, δύο οικισμούς που υπήρχαν, και μέναν εκεί και αναπτύχθηκαν κιόλας, γιατί τα ξενοδοχεία και λοιπά γίναν κάτω. Απάνω τα αγόρασαν πολύ ξένοι και οι ιδίως Γερμανοί και φτιάξαν, ευτυχώς, πολύ ωραία σπίτια, τα οποία σπίτια, και σήμερα που υπάρχουν, νοικιάζονται, άλλα νοικιάζονται και άλλα κατοικούν αυτοί οι ξένοι που έρχονται. Εκεί, λοιπόν, στο απάνω χωριό, το ’44, δηλαδή τότε που κάναν τα μεγάλα όργια οι Γερμανοί –τα Καλάβρυτα έγιναν το ‘44, η Βιάνος στην Κρήτη το ‘44–, προτού φύγουν δηλαδή, σκότωσαν τόσο πολύ κόσμο, που αν μαζέψουμε τα θύματα όλα, τα περισσότερα γίνονται το ‘44, τη χρονιά δηλαδή που απελευθερωθήκαμε. Άρχισαν απ’ το Γενάρη δηλαδή μήνα και συνέχεια δεν σταματούσαν. Μία, θυμάμαι, περίοδο, λοιπόν, ήτανε, το καλοκαίρι πλέον ήτανε, που τι κάνανε; Οι Γερμανοί μαζί με δικούς μας ταγματασφαλίτες, προδότες δηλαδή, οι οποίοι ήταν ντυμένοι ελασίτικα, ελασίτικα ρούχα, φορούσαν χακί δηλαδή και οι Γερμανοί κατεβήκανε στο Πατητήρι με ένα σκάφος, το οποίο δεν φαινόταν ότι είναι... Νόμισαν ότι είναι το ΕΛΑΝ, έγραφαν «ΕΛΑΝ», μία σημαία ΕΛΑΝ, κατεβήκανε στο Πατητήρι, ανεβήκαν στο χωριό απάνω, γιατί εκεί ήτανε κοινότητα, εκεί ήταν όλοι οι κάτοικοι, δεν ήταν κάτω στο Πατητήρι, ήταν ψαράδες ήταν μοναχά... Μερικά ψαρόσπιτα και μια ψαροταβέρνα υπήρχε τότε εκεί πέρα, τίποτα άλλο, τότε, το ‘43-‘44. Όταν, λοιπόν, πήγαν απάνω, ζήτησαν εκεί: «Πού είναι εδώ τα παλικάρια;», οι δικοί μας, δηλαδή, οι Ρωμιοί, οι Έλληνες. Μαζί με τους Γερμανούς, δεν μιλούσαν οι Γερμανοί, για να μη γίνουν αντιληπτοί. Τραγουδούσαν τραγούδια του ΕΛΑΣ απ’ το Πατητήρι μέχρι επάνω. Λοιπόν, όταν φτάσαν εκεί, ζήτησαν την ηγεσία: «Πού είναι ρε παιδιά, να ανταμώσουμε; Τα παιδιά εδώ πέρα που είναι, διοικούν...». Τους πιάναν, λοιπόν, έναν-έναν, δεκατρείς. Έναν-έναν και τους εκτελούν όλους. Υπάρχει ένα μνημείο εκεί τώρα στην άκρη του χωριού, μνημείο της θηριωδίας αυτών των ανθρώπων. Ένας εξ αυτών, ο Βλάικος, έπεσε... Στην άκρη του γκρεμού ήταν, γιατί αυτό κάνανε, τους σκοτώνανε και τους αφήναν να πέσουν απ’ την άλλη μεριά. Ο Βλάικος, όμως, κατρακύλησε ζωντανός, απλώς είχε ένα μικρό τραύμα. ο Αποστόλης ο Βλάικος. Ο οποίος έζησε. Φύγανε αυτοί, φύγαν όλοι αυτοί, τα λεγόμενα «τσακάλια», όπως τα λέγανε ο λαός... Και κάποιος άκουσε τη φωνή του Αποστόλη του Βλάικου... Ο γιος του υπήρξε δήμαρχος στην Αλόννησο για ένα χρονικό διάστημα αρκετά μεγάλο, τώρα δεν ξέρω αν είναι κανείς άλλος εκεί. Λοιπόν. Αυτός ο άνθρωπος, τώρα, όταν έζησε, ήταν τέτοια του η φρίκη που δεν μπορούσε να αφηγηθεί τι ακριβώς συνέβη. Αλλά αυτοί που επέζησαν, ο λαός που παρακολουθούσε την εκτέλεση της ηγεσίας της αντίστασης εκεί, αυτός τα είπε πλέον, τα ξέρουμε όλοι και έχουν γραφεί και ορισμένα πράγματα, όχι αρκετά όμως, δεν έχει γράφει όλη η ιστορία της Αντίστασης, δε έχει γράφει ακόμα. Εν πάση περιπτώσει, αυτό ήταν και το τελευταίο που έγινε. Μετά, επήλθε η απελευθέρωση. Εμείς, όμως, το γραφείο τύπου που είχαμε, είχαμε ξανανοίξει πλέον το χωνί, γιατί οι Γερμανοί, είπαμε, φύγανε δεν είχε μείνει τίποτα, έφυγε και ο– Τον Μιλιούνη τον απήγαγαν κατά μυθιστορηματικό τρόπο... Ήτανε τέσσερις άνδρες του ΕΛΑΝ που πήγανε, τον αρπάξανε μέσα από μια ψαροταβέρνα της Σκιάθου που έπινε εκείνη την ώρα, αυτός τους διέφυγε, έπεσε στη θάλασσα, έπεσε ένα παλικάρι στη θάλασσα, κατόρθωσε και τον έβγαλε απ’ τη θάλασσα, τον απήγαγαν και τον πήγαν απέναντι, στο Πήλιο. Και απ’ το Πήλιο πέρασε αγγλικό υποβρύχιο, τον πήρε και ο Μιλιούνης μια χαρά πέρασε τον υπόλοιπο χρόνο. Τώρα, ως εγκληματίας πολέμου κανονικά που έπρεπε να δικαστεί, δεν φάνηκε πουθε[01:20:00]νά, δεν είδα το όνομά του εγώ, του εγκληματία πολέμου. Τώρα εδώ σε ένα μεγάλο βιβλίο που έχω τεράστιο, το ‘χω εκεί δα –μου το στείλανε απ’ την Αθήνα– για τις γερμανικές αποζημιώσεις, η έκθεση για τη γερμανικές αποζημιώσεις, εκεί μέσα πρέπει να ψάξω να το βρω αυτόν, δεν μπορεί να μην υπάρχει αυτή η οικονομική πλευρά του θέματος με τον Μιλιούνη, με τα διόδια που έβαζε ο κύριος αυτός και τα οποία έζησε όλος ο λαός εκεί πέρα, υπέστη δηλαδή μεγάλη αφαίμαξη από τους πόρους του. Λοιπόν. Στην απελευθέρωση τώρα, γίνεται... Έρχεται η ώρα και εμείς απελευθερωνόμαστε, αλλά συνεχίζεται ο πόλεμος. Οι Ρώσοι φτάσαν το ‘45 πλέον... Τελειώνει το ‘44, γίνεται ο Δεκέμβριος ο δικός μας και ο πόλεμος συνεχίζεται. Εγώ μέχρι το Δεκέμβρη μεταδίδω με το χωνί όλα τα τεκταινόμενα. Και πέφτουμε και πάνω στα δικά μας γεγονότα του Δεκεμβρίου δηλαδή, τα εμφυλιακά. Εκεί υπάρχουν οι σημειώσεις που έχω κρατήσει, αρκετές, και μένουν ακόμα, υπάρχουν δηλαδή, τις έχω διασώσει αυτές. Αυτές είναι, ας πούμε, κειμήλια, οικογενειακά κειμήλια. Αλλά πώς θα γίνει; Όπως τα τετράδια εκείνα που περιγράφω τον πόλεμο του ‘40, έτσι και αυτές οι σημειώσεις είναι αξιόλογες, όπως, φερ' ειπείν, μία απ’ τις σημειώσεις που λέει: «25 Δεκεμβρίου του ‘44, τα Χριστούγεννα». Είχε ‘ρθεί ο Τσώρτσιλ στην Ελλάδα και αναμεταδόθηκε από το BBC και εγώ το παίρνω αυτό και το αναμεταδίδω με το χωνί: «Ο Τσώρτσιλ στην Ελλάδα, για να μπορέσει να κατευνάσει», γιατί ήδη είχε κηρυχθεί ο Εμφύλιος στις 3 Δεκεμβρίου το ’44, έγινε το συλλαλητήριο στην Αθήνα, σκοτώθηκε ο κόσμος εκεί από τα πυρά από το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, από εκεί φύγανε, γιατί ήταν απαγορευμένο το συλλαλητήριο και τον σκότωσαν τον κόσμο και ξεκίνησε το λεγόμενο... «κίνημα» το λένε, ο Εμφύλιος του ‘44, τον Δεκέμβρη.
Λοιπόν. Και έγινε πόλεμος μεταξύ Άγγλων κυρίως, Άγγλων κυρίως, και του εφεδρικού ΕΛΑΣ, που υπήρχε στην Αθήνα. Μετά ήρθαν τα αεροπλάνα... Την εποχή αυτή, λοιπόν, που γινότανε, τον Δεκέμβρη του ‘44, εγώ το BBC εξακολουθούσα και το ‘παιρνα. Ο κόσμος ήθελε να ακούσει, γιατί ήθελε πλέον... Συνέβαιναν στην Ελλάδα αυτά. Εγώ βρισκόμουν σε μεγάλο δίλημμα τότε αν θα πρέπει να μεταδοθούν αυτά που άκουγα, γιατί τι συνέβαινε τώρα. Εκεί πέρα, μετά την απελευθέρωση, όπως αντιλαμβάνεσαι, ο κόσμος μοιράστηκε. Υπήρξαν και άλλοι, δηλαδή, οι οποίοι την απελευθέρωση την έβλεπαν σαν να επανέλθει ο βασιλιάς, να ‘ρθεί ο βασιλιάς. Υπήρξαν άνθρωποι, δηλαδή, που το λέγαν, τα ακούγαμε εκεί πέρα κάθε μέρα αυτά. Αυτό το πράγμα, όμως, δυσαρεστούσε τους Εαμίτες και εμάς, που ήμαστε Επονίτες, και κοιτούσαμε πώς θα μπορέσει να κατευναστεί το... Δηλαδή, εμείς οι νέοι κάναμε μια συνέλευση, θυμάμαι, μαζευτήκαμε καμιά πενηνταριά νέοι άνθρωποι, έφηβοι, το ‘44 ήμαστε 16άρηδες. Αλλά πολύ ώριμοι, πάρα πολύ ώριμοι, δηλαδή αν βάλω την ηλικία που θα ‘πρεπε να εμφανιστούμε σαν σήμερα, ξέρω ‘γω, τουλάχιστον 25-30 χρόνων, έτσι. Έτσι σκεπτόμασταν τότε. Όταν, λοιπόν, μεταξύ των άλλων άκουσα ότι 25 Δεκεμβρίου έρχεται ο Τσώρτσιλ για τα ομονοήσουν οι Έλληνες, εκεί, μέσα στη Βουλή των Κοινοτήτων στο Λονδίνο γινότανε μεγάλη μάχη μεταξύ των Τόρηδων που κυβερνούσαν υπό τον Τσώρτσιλ –δεν έχει γίνει ακόμα οι εκλογές για να βγει ο Άττλη, ήταν ο Τσώρτσιλ στην Αγγλία– και των εργατικών, οι οποίοι ήταν η αντιπολίτευση. Αλλά οι εργατικοί είχαν ορισμένους, όπως ήταν ο Μπέβιν, ο Μπέβαν και άλλοι μερικοί, οι οποίοι κατακρεουργούσαν κυριολεκτικώς τους Τόρηδες λόγω της επέμβασης που είχαν κάνει στην Ελλάδα. Εθεωρείτο επέμβαση για τους εργατικούς. Μα βρισίδι που ακουγόταν μέσα στη Βουλή, αναμεταδίδονταν απ’ το BBC το δικό μας, ελληνική δηλαδή. Λοιπόν, εκεί κατέγραφα εγώ, τότε κατέγραφα αυτά και τα μετέδιδα και με το χωνί. Αλλά επειδή έλεγα τα μεν, έλεγαν και τα άλλα οι άλλοι, όταν τα μετέδιδα αυτά, δημιουργούνταν ένας διχασμός και στο δικό μας το λαό. Είπα, λοιπόν, στην επιτροπή εκεί που υπήρχε του ΕΑΜ, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Δημοσθένης ο Νασούλης, ο δάσκαλος, ο δάσκαλός μου, λοιπόν, και ο οποίος ήταν απ’ τους ξεχωριστούς ανθρώπους... Τότε, μου λέει: «Δεν θες να το μεταδίδεις;». «Αυτό που γίνεται τώρα στην Αθήνα το μακελειό δεν μου αρέσει. Δεν θέλω να το μεταδίδω, γιατί και εδώ θα επηρεαστούν οι άνθρωποι». «Καλά, σταμάτα προς στιγμή», λέει, «να δούμε τι θα γίνει». Όμως, ξαφνικά, έρχεται ο Τσώρτσιλ στην Αθήνα, οπότε αυτό το μεταδίδω. Και κρατάω μια σημείωση εγώ, η οποία υπάρχει, βέβαια, αυτή τη στιγμή, την έχω κρατήσει, που λέει το εξής ότι: «Εδελεάσαν...». Είπε ο Τσώρτσιλ: «Εσείς θα δώσετε τη λύση, οι Έλληνες μόνοι σας». Και ορκίστηκε η κυβέρνηση που υπήρχε τότε– Είχε παραιτηθεί ο Παπανδρέου και είχε μπει ο Πλαστήρας, αν θυμάμαι τώρα, ή ο Μάξιμος... Όχι, ήταν ο Μάξιμος πλέον στις 25 του μηνός Δεκεμβρίου, ήταν ο Μάξιμος. Εκεί τότε, οι κομμουνιστές, οι οποίοι εκπροσώπησαν την αντίθετη πλευρά, την ελληνική πλευρά, ήτανε ο Παρτσαλίδης... Ο Παρτσαλίδης και ποιος άλλος; Κι ο Σάντος. Αυτοί ήτανε. Αυτοί, λοιπόν, εμφανίζονται να λένε ότι: «Ζητούμε υπουργείο. Υπουργείο Εσωτερικών, Υπουργείο Οικονομίας, Υπουργείο Εργασίας, υπουργείο, υπουργείο, ζητούσαν πολλά υπουργεία...». «Δηλαδή πόσο τοις εκατό θέλετε να έχετε ποσοστιαία αναλογία κυβέρνησης;», τους ρωτήσανε. Και είπαν: «50%». Εκεί, λοιπόν, εγώ αγανάκτησα, πάτησα το μολύβι κάτω και λέω: «Μα το κάνουν επίτηδες;». Αφού δεν πάει καλά, αφού βλέπουμε ότι– Όπως τα λένε τουλάχιστον οι Εγγλέζοι, οι εργατικοί Εγγλέζοι, λέγανε ότι ο Εμφύλιος όπου να ‘ναι τελειώνει, αλλά με εκατόμβες νεκρούς. Γιατί άρχισαν οι βομβαρδισμοί στην Αθήνα, βομβαρδίστηκε η Καισαριανή, βομβαρδίστηκε ο Βύρωνας, βομβαρδίστηκε το Περιστέρι, λαός ολόκληρος, ας πούμε, άμαχοι άνθρωποι, απάνω από χίλιοι, σκοτωθήκανε. Λοιπόν. Αυτό το κακό που γινόταν, ήτανε βέβαιο ότι θα επερχόταν η λύση του προβλήματος, που ήταν ποιο; Η ήττα του ΕΑΜ. H ήττα του ΕΑΜ σήμαινε ότι– Kαι όπως απεδείχθη... Πότε παραδόθηκε; 7 Ιανουαρίου. Δηλαδή 25 Δεκεμβρίου απαίτησαν τα μισά υπουργεία, τη μισή αναλογία της κυβέρνησης, κατά τρόπο τέτοιο που θα έλεγα βλακώδη, ο οποίος ήταν ανεπίτρεπτος τρόπος. Αυτό το πράγμα το είπα και στη γενική συνέλευση. Οι νέοι. Οι μεγαλύτεροι μάς λέγανε: «Δεν ξέρετε εσείς» και ξέρω ‘γω... Τι θα πει «δεν ξέρετε εσείς»; Εμείς είμαστε που ερχόμαστε, που έρχεται, η νέα γενιά είναι που μπορεί να καταλάβει το σφάλμα. Το καταλάβαμε εμείς και δεν το καταλάβαν αυτοί οι ίδιοι. Μπορείς να το φανταστείς αυτό το πράγμα; Αυτό είναι παράπονό μου μεγάλο και το ‘χω καταγράψει έτσι όπως ακριβώς έγινε. Λοιπόν... Ήταν πικρές στιγμές αυτές, τις οποίες ζήσαμε, και επέδρασαν πάρα πολύ. Τόσο πολύ, που φεύγω εγώ τον Ιανουαρίου του ’45, με ειδοποίησε μάλιστα ένας ξάδερφός μου, ο οποίος ήτανε έφεδρος αξιωματικός –ήταν ταχυδρομικός υπάλληλος–, ο οποίος ήτανε επιστρατευμένος πλέον με τον Εθνικό Στρατό που δημιουργήθηκε τότε και είχε τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Αυτός με ειδοποίησε και είπε στον πατέρα μου: «Ο Γιαννάκος δεν θα φύγει για την Αθήνα, να συνεχίσει το γυμνάσιο;», γιατί στο γυμνάσιο είχα σταματήσει –στην τετάρτη τάξη είχα περάσει–, ήμουν στην πέμπτη, έκανα κατ’ ιδίαν διδαχθείς και έπρεπε να δώσω εξετάσεις για να μπω στην έκτη, εβδόμη, ογδόη, έτσι. Να μπω, δηλαδή, να με κατατάξουν στην έκτη, αν μπορούσε. Να δώσω εξετάσεις, που είχα διαβάσει ως κατ’ ιδίαν διδαχθείς και για την πέμπτη. Λοιπόν. «Εάν πρόκειται να φύγει, να φύγει τώρα». «Γιατί;». «Διότι», λέει, «ήτανε στην ΕΠΟΝ, δεν ήταν;». «Ναι». «Υπάρχει φόβος ότι θα υπάρχουν αντεκδικήσεις». Μετά την πτώση του κινήματος εκεί, των Αθηνών, άρχισε η λευκή τρομοκρατία εναντίον των αριστερών, δεν άφησαν άνθρωπο για άνθρωπο να μην τον δείρουν. Λοιπόν, ανησύχησε ο Ηλίας... Αν και ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ Εαμίτης οργανωμένος, ήταν μεν στο ΕΑΜ, ‘ντάξει, όπως ήταν οι περισσότεροι στις επαρχίες τότε, αλλά ήταν αντίθετος. [01:30:00]Εμένα, φερειπείν, με έλεγε: «Είσαι ο ντελάλης του χωριό με το χωνί». Οι ντελάληδες ήταν στα χωριά τότε, έλεγαν τα διάφορα γεγονότα. Δεν ξέρω αν το ξέρεις αυτό, είναι πολύ χαρακτηριστικό, ο τρόπος του μεταδίδειν γεγονότα στα χωριά ήταν ένας. Κάποιος από τους κατοίκους δεχόταν να κάνει το ντελάλη τον λεγόμενο. Και μερικοί απ’ αυτούς ήταν ντελάλης του δήμου, ανήκαν στο δήμο κανονικώς, επίσημοι δηλαδή πελάτες του δήμου, τελάληδες του δήμου, ως υπάλληλοι. Εθελοντές, εν πάση περιπτώσει, δεν πληρωνόντουσαν, φυσικά, οι άνθρωποι. Εμένα, λοιπόν, με κορόιδευε ο πατέρας μου και έλεγε: «Όπως σε βλέπουμε το χωνί επάνω...». Σπάνια ερχόταν να με ακούσει, δεν συμφωνούσε μ’ αυτό που έκανα και, κατά κάποιο τρόπο, συμφωνούσε με τον Ηλία ότι έπρεπε να φύγω το δυνατόν συντομότερο, διότι εκεί επρόκειτο να πάει η ομάδα του Καλαμπαλίκη. Ο Καλαμπαλίκης, τώρα, ήταν μια οργανωμένη ομάδα ακροδεξιών, οι οποίοι είχανε αλισβερίσι με τους Γερμανούς, αυτοί γίναν πλέον... Οι λεγόμενοι δωσίλογοι γίνανε οι κυρίαρχοι, αυτό ήταν και το αποτέλεσμα του αγώνα που έγινε τότε. Αυτή ήταν η κατάληξη και της Αντίστασης, δυστυχώς, που γίνανε οι αντιστασιακοί, γίνανε διωκόμενοι, και οι διώκτες εμφανίστηκαν οι δωσίλογοι. Αυτό είναι το χάσμα το μεγάλο, που ακόμα υπάρχει στην Ελλάδα, γιατί παιδιά αυτονών, απόγονοι αυτονών ήταν οι χρυσαυγίτες, είναι σίγουρο αυτό. Από κάποιους δωσίλογους προήλθε ο γιος και μετά ο εγγονός και ήταν οι χρυσαυγίτες αυτοί. Τέλος πάντων, τώρα έχουμε τους καινούργιους που εμφανίστηκαν. Φεύγουμε απ’ το θέμα τώρα, αλλά δεν πειράζει, αξίζει τον κόπο. Εμφανίστηκαν αυτοί οι κύριοι, οι λεγόμενοι εθελοντές-θεματοφύλακες του συντάγματος. Άκουσον-άκουσον, ό,τι πιο κωμικοτραγικό μπορεί να ακουστεί στην Ελλάδα, ακούστηκε τώρα. Τέλος πάντων. Λοιπόν, ξαναγυρίζουμε στα τότε, τα τινά, τα οποία ήτανε πικρά κι αυτά πάρα πολύ... Και: «Να φύγει από τώρα για την Αθήνα , να μην καθυστερεί. Να πάει, πρώτα-πρώτα, για το σχολείο του ο άνθρωπος. Εδώ έκανε τόσο κόπο, διάβαζε το παιδί καθόλη την ημέρα... Και οι καθηγητές, οι οποίοι οι άνθρωποι πληρωνόντουσαν...». Με σαπούνι πληρωνόντουσαν. Σαπούνι τούς πηγαίναμε, λάδι τους πηγαίναμε, δεν πληρωνόντουσαν με χρήματα, δεν υπήρχαν χρήματα πλέον. Κάνω μια παρένθεση εδώ που αξίζει τον κόπο, ο πληθωρισμός είχε φτάσει... Ο πατέρας μου έπαιρνε 60 δισεκατομμύρια μισθό το μήνα. Δισεκατομμύρια. Για να μπορεί να τα μεταφέρει αυτά, τα είχε σε δυο τσουβάλια και το ένα τσουβάλι το κρατούσα εγώ και το άλλο το κρατούσε ο πατέρας μου και τα πηγαίναμε στο σπίτι. Αυτά τα λεφτά... «Τι παίρνουμε απ’ αυτά μπαμπά;». «Παίρνουμε δυο κιλά ψάρια, ένα κιλό κρέας», το κρέας ήταν λιγότερο απ’ τα ψάρια τότε εκεί... Λοιπόν. «Παίρνουμε ένα, ας πούμε, ένα τσουβαλάκι αλεύρι... ‘Ντάξει, αυτά είναι». «Αυτά μόνο είναι; Και πώς ζούμε;». «Ζούμε απ’ το λάδι, το οποίο μαζεύεις και εσύ τις ελιές...», και τα λοιπά και τα λοιπά. Μέχρι τότε, το κρατήσαμε μέχρι τέλους αυτό.
Μέχρι που επανήλθε, δηλαδή. Για αυτό και όταν έγινε η απελευθέρωσις στην Ελλάδα, τότε με το διάταγμα που βγήκε το πρώτο, της εθνικής κυβέρνησης που υπήρχε, και στην οποία συμμετείχε και το ΕΑΜ. Παραιτήθησαν για τους λόγους αυτούς, οι οποίοι είναι ιστορικοί και για τους οποίους κάποτε θα ξαναγράψει ιστορία πιο αποκαθαρμένη από τις προκαταλήψεις και ελπίζουμε ότι θα το δούμε ακόμα καλύτερα το θέμα, γιατί κάθε φορά που βγαίνει η περίοδος αυτή, φερειπείν, της απελευθέρωσης, κάτι γράφεται καινούργιο από την ιστορία εκείνη. Ένα καλό βιβλίο είναι του Άγγελου του Αγγελόπουλου «Από την Κατοχή, στην απελευθέρωση και στη Βάρκιζα»... Όχι. «...μέχρι τον Εμφύλιο», «Απ’ την Κατοχή μέχρι τον Εμφύλιο». Γράφει ο Αγγελόπουλος ένα πολύ ωραίο βιβλίο. Είναι μία μακρά συνέντευξη, πολύ μακρύτερη η δική του, για αυτό χρειάστηκε ένα βιβλίο ολόκληρο. Δεν ξέρω αν η δική μου θα χρειαστεί, θα το δούμε. Λοιπόν, να πούμε και κανένα αστείο τώρα... Ξεφεύγω λίγο, αλλά με παρασύρει το κλίμα της εποχής. Και φεύγω για την Αθήνα. Το πώς έφυγα, τώρα, είναι μυθιστόρημα ολόκληρο. Ας μην το συζητήσουμε... Ήτανε μια μαούνα πάλι που έχει φορτώσει κάτι πράγματα και μπήκα εγώ στο πλοιάριον, το οποίον την έσερνε, το πλοιάριο –για να μην μπω στη μαούνα τη μεγάλη, μπαίνω στο πλοιάριο– και από κει κατευθείαν πήγαμε... Δεν υπήρχε πλέον ο Μιλιούνης, είχε απελευθερωθεί η Ελλάδα, αλλά μπήκαμε στον Ευβοϊκό Κόλπο, περάσαμε τη Χαλκίδα, τον Εύριπο και καταλήξαμε στο Πόρτο Ράφτη, στην Αθήνα. Μπήκαμε σε ένα φορτηγό και, όταν έφτασα στην Αθήνα τότε, το ‘45 τον Γενάρη, όπως αντιλαμβάνεστε, τα ερείπια κάπνιζαν. Όταν πήγα να βρω το θείο μου στη Μαιζώνος, δεν βρήκα τίποτα, δεν υπήρχε σπίτι. Ένας αστυνομικός που ήτανε ο θείος μου και έμενε εκεί, κοντά στην πλατεία Βάθης ήταν. Και μετά, πήγα στην Αγία Παρασκευή όπου ο γιατρός, ο διοικητής του πατέρα μου στον πόλεμο της Αλβανίας, είχε ένα σπίτι ωραίο και στο οποίον φιλοξενήθηκα πλέον εκεί, για να μπορέσω να δώσω εξετάσεις για το γυμνάσιο. Και έτσι, έμεινα στην Αθήνα πια. Στην Αθήνα, δηλαδή, αρχίζει πλέον η περίοδος, η δημιουργική περίοδος των τριών τελευταίων τάξεων. Με κατατάσσουν στην έκτη, πετυχαίνω δηλαδή στις εξετάσεις, γιατί υπήρχε δυνατότερος να σου πουν: «Πέμπτη». Με κατατάσσουν στην έκτη κατευθείαν, που πάει να πει ότι ήμουν καλά διαβασμένος. Άλλωστε, αυτό που κάναμε στη Σκόπελο, εδώ που τα λέμε, ήταν πολύ καλύτερο από ένα σχολείο της εποχής εκείνης. Το είχα δει στη Χαλκίδα άλλωστε πόση διαφορά υπήρχε με το κατ’ ιδίαν, με την κατ’ ιδίαν διδασκαλία, διότι ήτανε σαν να ήταν φροντιστήριο. Ελάχιστοι ήμαστε και τα λέγαμε με τους καθηγητές, ρωτώντας, ρωτώντας συνέχεια και μαθαίναμε και, πραγματικά, μπαίνανε στην ουσία των πραγμάτων και των γραμμάτων. Λοιπόν. Εκεί, στην Αθήνα, δίνω εξετάσεις και με κατατάσσουν. Και φεύγω απ’ την Αθήνα, κατεβαίνω– Φεύγω απ’ την Αγία Παρασκευή που ήταν το σπίτι του θείου και κατεβαίνω στην Αθήνα, όπου έμενε η οικογένεια αυτή, η οποία με φιλοξένησε από την πρώτη στιγμή στο Βόλο. Έτσι, κατέληξα πάλι στους ίδιους, τα ξαδέρφια μου είχαν μεγαλώσει πια, ήτανε... 16 ήμουν εγώ, 16-17 ας πούμε ότι ήμουνα, ο Γιάννης ήτανε 12 –πέντε χρόνια τον περνούσα–, η Βάσω ήτανε ένα χρόνο μικρότερη από μένα μόνον, μεγαλούτσικη η Βάσω... Πηγαίναν και αυτοί στο γυμνάσιο πια. Ο Γιάννης πήγαινε... Η μικρή, η μικρή, η Κατίνα, η οποία έγινε δασκάλα μετά, αυτή είναι και η τελευταία. Ζουν, αυτά τα παιδιά ζουν και έχω επαφή με αυτούς. Είναι αυτοί που με κρατούν, ας πούμε, έτσι, αρκετά, ψυχικά. Λοιπόν, ήτανε η μικρή, η μικρή ήταν στο δημοτικό ακόμα. Λοιπόν. Εκεί, και πήγα στο 2ο Γυμνάσιο. Στην πρώτη φάση της Αθήνας που είχα πάει και έκανα τον πρώτο χρόνο και μετά πήγα στο δεύτερο στην Καρδίτσα, το πρώτο-πρώτο ήταν το 8ο. Τώρα, εδώ πήγα στο 2ο Γυμνάσιο που ήταν στην οδό Χέυδεν, είναι το περίφημο γυμνάσιο που έχει βγάλει ορισμένους γνωστούς, διασημότητες, όπως ήτανε ο Κονιδάρης, όπως ήτανε ο Θόδωρος ο Αγγελόπουλος, ο περίφημος σκηνοθέτης, ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος, ο στιχουργός, αυτός που έχει γράψει τα ωραία τραγούδια και τα οποία έχει μελοποιήσει κυρίως ο Μίκης... Κι άλλοι, βέβαια, αλλά ο Μίκης περισσότερο... Κι άλλοι. Ο Γιανναράς, αυτός ο οποίος γράφει στην «Καθημερινή» τώρα, καθηγητής που ήτανε. Εκεί, λοιπόν, στο γυμνάσιο αυτό, μας υποδέχτηκε, εμάς τα κατοχικά παιδιά, μας υποδέχτηκε ένας Θρασύβουλος Σταύρου. Τη φωτογραφία του την έχω εκεί στη βιβλιοθήκη, μου τη βρήκε ένας φίλος μου εδώ, συγκεκριμένα ο Λευτέρης Παπουτσής, φιλόλογος, καθηγητής, ο οποίος χειρίζεται, έχει τον υπολογιστή του και κατόρθωσε και έβγαλε τη φωτογραφία, τη βρήκε και μου την έφερε και την έβαλα σε ασημένια κορνίζα και την έχω εκεί στη βιβλιοθήκη. Αυτή είναι μία απ’ τις έντεκα βιβλιοθήκες που έχω εδώ τώρα, αυτή, μία απ’ τις έντεκα είναι... Είναι και αυτή άλλη μία. Οι υπόλοιπες είναι μέσα και η μεγαλύτερη-μεγαλύτερη είναι εκεί στο καθιστικό που κάθομαι. Λοιπόν, εκεί έχω του Θρασύβουλου τον Σταύρο, τον οποίο και τώρα που μιλάω συγκινούμαι που το λέω. Υπήρξε αυτός που μου σφράγισε... Μες το δημοτικό, το είπα, ο Αλεξίου και Δημοσθένης Νασούλης μου σφράγισε πραγματικά τη νιότη μου και τώρα, στην εφηβεία, ήρθε ο Θρασύβουλος ο Σταύρου, ο οποίος μου ενέπνευσε την αγάπη για τους τραγικούς από τότε. Άρχισα, δηλαδή, να διαβάζω Σοφοκλή, Ευριπίδη, όχι επειδή το ήθελε το γυμνάσιο, αλλά τα διάβαζα κατευθείαν από βιβλία, τα οποία πήρα ξεχωριστά βιβλία με εισηγήσεις, διάφορες εισηγήσεις και εισαγωγές και προλόγους και λοιπά και λοιπά και σχολιασμούς.[01:40:00] Ο Θρασύβουλος Σταύρου, μάλιστα, όπως διαπίστωσα αργότερα όταν άρχισα να παίρνω πολλά βιβλία, κατήντησε πάθος το βιβλίο πια, για αυτό έχω εφτά χιλιάδες βιβλία, που σου είπα... Εφτά χιλιάδες βιβλία εξ αυτών τα πέντε χιλιάδες τουλάχιστον θα πάνε στη δημόσια βιβλιοθήκη εδώ. Δεν φτάσαμε εκεί ακόμα... Το πού θα πάνε τα βιβλία και τα λοιπά. Εδώ, τώρα, οφέλη ο Θρασύβουλος ο Σταύρου ήτανε ένας καθηγητής, ο οποίος αργότερα, όταν εγώ τελείωσα το γυμνάσιο και έφυγα, ήταν ο άνθρωπος που εισηγήθηκε την περίφημη μεταρρύθμιση Παπανούτσου επί Γεωργίου Παπανδρέου, μετά απ’ το ‘63-‘64 που έγινε... Ήταν Υπουργός Παιδείας ο Παπανδρέου, ο Λουκής Ακρίτας ήτανε υφυπουργός και ο Παπανούτσος ήτανε γενικός γραμματέας, σύμβουλος, κυρίως σύμβουλος, προσωπικός σύμβουλος Παπανδρέου. Ο δε εισηγητής του νομοσχεδίου αυτού, ο οποίος όχι ως εισηγητής κοινοβουλευτικός, εννοώ προσωπικός, υπηρεσιακός, είχε μεταταχθεί εκεί... Και στο Υπουργείο Παιδείας ήταν ο Θρασύβουλος Σταυρού. Όταν αργότερα, πολύ αργότερα δηλαδή, τώρα κοντά συνταξιούχος εγώ διάβαζα μια μέρα τον Αριστοφάνη, κατάλαβα γιατί ο Αριστοφάνης είναι δυνατόν να διαβαστεί παρά τις αισχρολογίες του, όταν χρησιμοποιούνται οι λέξεις αυτές τις οποίες χρησιμοποιεί ακριβώς όπως τις χρησιμοποιούσε τότε. Δεν δημιουργούν κανένα σοκ, απολύτως θαυμάσια. Μια μετάφραση όλων των κωμωδιών του Αριστοφάνη, λοιπόν, είναι φτιαγμένη απ’ τον Σταύρου, αυτόν. Επίσης, ψάχνοντας διάφορες μελέτες που έχω κάνει, πάνω στα νομικά δηλαδή, βρήκα μεταφράσεις του Σταύρου ποιημάτων του Σόλωνα. Βρήκα τέτοια πράγματα και τον ξαναθυμήθηκα πάλι, τον Θρασύβουλο Σταύρου. Ήταν ο καθηγητής που... Χαρακτηριστικά να πω κάτι, είχε πάρα πολύ μεγάλη σημασία. Ήξερε– Εμείς προερχόμαστε, είπαμε, απ’ την Κατοχή, ήξερε τις δυνατότητές μας, του ‘κανε εντύπωση πώς είναι δυνατόν εγώ, φερειπείν, να έχω τελειώσει το διάβασμα μιας μικρής βιβλιοθήκης «Ελευθερουδάκη» στη Σκόπελο. Πού βρέθηκε αυτή; Υπήρξε σε ένα σπίτι, την οποία εγώ τη... Ενώ ο γιος του σπιτιού αυτού δεν διάβαζε, εγώ τα διάβαζα όλα τα βιβλία τότε. Τότε είχε αρχίσει η αγάπη για το βιβλίο. Λοιπόν, τα λέγαμε τότε με τον... Ο καθηγητής ήταν ο άνθρωπος που ήταν κοντά μας. Αυτός ήταν ο καλύτερος καθηγητής και μετά έγινε και γυμνασιάρχης και εξακολουθούσε να έχει... Είχε μετά τις μεγάλες, εβδόμη, ογδόη. Μας είχε πάλι ο Σταύρου. Λοιπόν, ήταν ο άνθρωπος ο οποίος μας λέει μια μέρα: «Ιφιγένεια του Γκλουκ;», που έχει γράψει ο Γκλουκ, ο Γερμανός, που έχει γίνει και μελωδία, μουσική... Να την ακούσουμε και αυτήν... Την πήγαινε απ’ το γερμανικό το κείμενο, την πήγαινε κατευθείαν, γιατί είχε πάει στη Γερμανία αυτός, την πήγαινε κατευθείαν στο ελληνικό κείμενο, για να κάνουμε σύγκριση μεταξύ της Ιφιγένειας της δικής μας, «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Ιφιγένεια εν Ταύροις» απ’ αυτό που μας διάβαζε, του Γκλουκ. Και βλέπαμε τη διαφορά πόσο πιο ωραίοι ήταν οι δικοί μας, οι τραγικοί, οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι μας άφησαν αυτή τη μεγάλη κληρονομιά, βαριά, αλλά όμορφη κληρονομιά. Μακάρι τα παιδιά να τα διαβάζανε αυτά τα βιβλία διότι... Να τα διαβάζανε χωρίς εκείνο το γραμματολογικό, το σχολαστικό τρόπο, αλλά με ελεύθερα, τις ελεύθερες μεταφράσεις, όπως πρέπει. Ιδίως, ιδίως τον Όμηρο. Ο Όμηρος, ο Όμηρος είναι ό,τι πιο παρηγοριά για την ψυχή και παραμυθία της ψυχής πραγματικά υπάρχει στον κόσμο, είναι του Ομήρου τα έργα, η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια». Υπάρχουν ωραίες μεταφράσεις, μπορεί ο καθένας... Τι να σας πω; Εγώ στην πανδημία... Με ρώτησε αυτός: «Με τι την πέρασες την πανδημία;». «Με τον Όμηρο. Όμηρο και τους τραγικούς». Τέλος πάντων. Λοιπόν, ξαναγυρίζω εκεί και τελειώνω το γυμνάσιο... Τελειώνω το γυμνάσιο με πολύ καλό βαθμό, αλλά –18 δηλαδή– αλλά δεν ήταν το θέμα αυτό, το θέμα είναι ότι ήμουν έτοιμος εκεί να δώσω τουλάχιστον έκθεση αν ήταν... Αν χρειαζόταν για κάπου η έκθεση, ήμουν έτοιμος, για οποιαδήποτε σχολή. Λοιπόν, εγώ ήθελα να πάω στη Νομική. Προχωρούμε τώρα...
Προχωρούμε...
Ήθελα να πάω στην Νομική. Ο Σταύρου με ήθελε περισσότερο φιλόλογο, μου το είχε πει κιόλας στην όγδοη πια γυμνασίου... Ήτανε... Το ίδιο μού έλεγε... Όμως, ο θείος μου ο γιατρός, ο αδερφός της μητέρας μου, που σας έχω ήδη πει για αυτόν, μια μέρα, σε ένα οικογενειακό συμβούλιο που είχε γίνει... Αυτή η οικογένεια των Παπαγιαννέων, επειδή ήταν πέντε αδέρφια στην Αθήνα, τους έλειπε μόνο η αδερφή. Τι κάνανε; Μία φορά την εβδομάδα, κάναν συμβούλιο σε μία ταβέρνα, στου «Αποστόλη την ταβέρνα», του διάσημου που ήταν από πίσω απ’ το «Μινιόν», στην οδό Δώρου, ένας μικρός δρόμος που είναι εκεί. Λοιπόν. Με καλούσαν κι εμένα. Επίτηδες με καλούσαν κι εμένα, για να εκπροσωπώ τη μητέρα μου. Λοιπόν. Είναι, βεβαίως, μια περίοδος, η οποία αξίζει να γραφεί αυτά τα περιβόητα συμβούλια των Παπαγιαννέων, διότι αποφάσιζαν για πολλά πράγματα, μέχρι το σημείο πού θα γίνει– Αν πρέπει να παντρευτεί την τάδε ο Σωκράτης, ο μικρός, που ήτανε ανύπαντρος. Οι άλλοι ήταν όλοι οι παντρεμένοι. Λοιπόν, μια μέρα απ’ αυτές, λέει: «Δεν μου λες, εσύ τώρα τελείωσε το γυμνάσιο. Συγχαρητήρια θερμά, μας είπε ο Σταύρου», λέει... Ο Σταύρου πήγε στον Ταύρο, πήγε ο μεγάλος αδερφός σε αυτόν που έμενα, δηλαδή, στο σπίτι που έμενα, Νεοφύτου 60 ο αριθμός. Ζωοδόχου Πηγής 60 έμενα. Λοιπόν, εκεί στα Εξάρχεια, δηλαδή, από πάνω, απ’ το πάνω μέρος. Ερεσσού και η Ζωοδόχου Πηγής, η οποία αρχίζει απ’ την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής και προχωρεί προς τα πάνω. Εκεί, στη γωνία ακριβώς, υπήρχε ένα αρχοντικό μεγάλο, το οποίο ανήκε εις τον Απόστολο Παπαϊωάννου και Γεώργιο Παπαϊωάννου, που ήταν τα δεύτερα ξαδέρφια των μπαρμπάδων μου –και της μητέρας μου φυσικά–, που είχαν τα περίφημα φροντιστήρια «Παπαϊωάννου» στην Αθήνα. Μαθηματικά, φιλολογία, φυσική, φροντιστηριακά μαθήματα αυτά. Και στο σπίτι αυτό, στον απάνω όροφο έμενε... Ένα διαμέρισμα είχε... Μεγάλο σπίτι, τεράστιο, δηλαδή ήτανε τριώροφο... Υπάρχει αυτό ως διατηρητέο και φωτίζεται τη νύχτα και είναι χάρμα να το βλέπεις, οδό Ερεσσού και Ζωοδόχου Πηγής γωνία. Νεοκλασικό σπίτι, με όλα τα συν και τα πλην. Βεβαίως, τα συν είναι πολλά και αρχιτεκτονικά αλλά και μέσα, τεράστια τα δωμάτια, ψηλά τα ταβάνια και λοιπά, με πολλούς βοηθητικούς χώρους, ό,τι ήθελες υπήρχε εκεί πέρα. Άλλα πλυντήρια προς τα πάνω, στην ταράτσα, άλλο μέσα... Τέλος πάντων, ήταν ένα σπίτι ευρύχωρο, στο οποίον χωρούσε η δική μας οικογένεια –η δική μας λέω κι εγώ, με τα ξαδέρφια μου μέναμε– και δίπλα, σε ένα άλλο διαμέρισμα, μία οικογένεια ακόμα, ήταν ο ίδιος ο Αποστολής ο Παπαϊωάννου, ο ξάδερφος αυτός που είχε το φροντιστήριο. Λοιπόν, ο θειος μου, λοιπόν, ο γιατρός, λέει: «Όπως ξέρεις, εγώ σε προορίζω για γιατρό». Είναι ένα ερωτηματικό εδώ τώρα, τι δουλειά είχα στην Ιατρική εγώ; Ο ποινικολόγος που πέρασε απ’ την Ιατρική... Πώς και έτσι, τι έγινε; Λοιπόν, λέει: «Γιατί δεν πας Ιατρική; Δεν είσαι έτοιμος να πας Ιατρική; Ούτως ή άλλως, πρέπει το καλοκαίρι να καθίσεις να διαβάσεις. Δεν μπορείς να πας Σκόπελο. Έχεις σκοπό να πας Σκόπελο;». «Όχι», λέω, «δεν θα πάω στη Σκόπελο». Για να πάω να δω τους δικούς μου, τώρα. «Θα ‘ρθούν οι δικοί μου να τους δω εγώ». Η στέρηση της Σκοπέλου, βέβαια, ήταν μεγάλο πράγμα για μένα, γιατί ήταν ο πατέρας μου και η μάνα μου, που τους έβλεπα... Όταν είπα «δεν θα πάω στη Σκόπελο», τους έβλεπα που ερχόντουσαν στην άκρη του λιμανιού, κάθε φορά που έφευγα, κουνούσαν το μαντηλάκι, η μάνα μου σκούπιζε τα δάκρυά της, μέχρι που πέθανε, δηλαδή, γιατί εγώ πήγαινα εκεί μόνον για να τους δω και τίποτα άλλο. Δεν ζούσα πλέον. Στην Κατοχή μόνον με είχαν κοντά τους, με είχε και η μάνα μου, η οποία ήθελε ντε και καλά να πηγαίνω να κάθομαι στην αγκαλιά της. Εγώ δεν δεχόμουνα, διότι μεγάλωσα πια και τα λοιπά και τα λοιπά, τα γνωστά αυτά. Αλλά η εικόνα του ζευγαριού που γυρνούσε με γυρτούς τους ώμους να πάει στο σπίτι, στο σπίτι που ήταν οι δυο τους μόνον εκεί και ευτυχώς που υπήρχαν οι άλλοι και κάναν τις βεγγέρες τους το χειμώνα και το καλοκαίρι που πήγαινα εγώ... Και μετά, όταν παντρεύτηκα, άλλη ιστορία τώρα αυτή μεγάλη, η οποία έχει ένα κεφάλαιο το οποίο έχει και αυτό άξια μεγάλη, γιατί συνάπτεται με μια περίοδο της υπαλληλίας μου, στην οποία πέφτω πάλι πάνω στους θεσμούς και σε γεγονότα μεγάλα για την Ελλάδα. Και θα πρέπει οπωσδήποτε να τα αναφέρουμε και αυτά. Λοιπόν, λέει ο μπάρμπας μου εκεί στο συμβούλιο: «Γιατί δεν πας στην Ιατρική;». «Να σου πω», λέω, «εμένα το όνειρο μου είναι να γίνω δικηγόρος, θέλω να πάνω Nο[01:50:00]μική». «Νομική», λέει, «όπως κατάλαβα, είσαι λιγάκι τεμπέλης, δηλαδή». Λέω: «Γιατί; Δεν θέλει διάβασμα η Νομική;». «Θέλει, αλλά δεν θέλει τόσο όσο Ιατρική». Είχε δίκιο, βέβαια, γιατί Νομική δίναμε τότε έκθεση, ιστορία... Η αλήθεια είναι ότι δώσαμε παγκόσμια ιστορία. Και τι άλλο, δηλαδή... Και τίποτα άλλο, δεν είχε τίποτα άλλο η Νομική απ’ ό,τι θυμάμαι. Το ξεχνάω τώρα; Δεν φαντάζομαι, όχι. Τότε... Μιλάω για τότε, έτσι; Οι πρώτες πανελλήνιες εξετάσεις που γίναν στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο, γίναν τον Ιούνιο του ‘46. Όχι, παρντόν, τον Οκτώβριο ‘46... Δεν έγιναν τον Ιούνιο, για αυτό απ’ τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο είχες καιρό να διαβάσεις και να πας και φροντιστήριο, άμα είναι απαραίτητο να πας φροντιστήριο. Λοιπόν, η Νομική δεν χρειαζόταν καν φροντιστήριο, αυτοί που πηγαίνανε, πηγαίνανε, διότι δεν ξέραν καλά ελληνικά. Αυτό απεδείχθη, δηλαδή, και απεδείχθη μετά, αργότερα, όταν έδωσα για την Πάντειο. Όταν έδωσα στην Πάντειο, κατάλαβα ότι δεν ήταν τίποτα για μένα, ας πούμε. Έδωσα και πέρασα αμέσως, Βέβαια, στην Πάντειο αργούσες να βγεις μετά, αργείς να βγεις. Είναι δύσκολη η Πάντειος, δεν είναι τόσο απλή. Τέλος πάντων. Λοιπόν, ας μην πάμε εκεί ακόμα... «Και γιατί νομίζεις ότι δεν μπορώ;». «Σ’ το είπα», λέει, «ότι μάλλον τεμπελιάζεις, ύστερα θες να μου γίνεις και αεροπόρος». Ναι, ήθελα να γίνω αεροπόρος. Αεροπόρος, τώρα, ξέρεις τι γίνεται με την αεροπορία; Τότε είχε αρχίσει... Όχι ακριβώς όταν έγινε αυτό... Δεν είχε αρχίσει, αλλά τα πράγματα δεν πηγαίναν καθόλου καλά, από πλευράς εμφύλιου καταστάσεως. Είχε γίνει Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία αντί να ειρηνεύσει τα πράγματα, τα εξαγρίωσε τα πράγματα, διότι κυνηγιότανε οι αριστεροί ανηλεώς, οι αντιστασιακοί, είχε επέλθει η λεγόμενη «λευκή τρομοκρατία» ‘45-‘46, αυτά τα δυο χρόνια ήταν φριχτά. Εδώ ήταν ο Σούρλας, στο Βόλο ήταν ο Καλαμπαλίκης, στην Πελοπόννησο ήταν ο Μαγκανάς... Τέλος πάντων, σε όλη την Ελλάδα... Τσαούς Αντών, απάνω στη Χαλκιδική, Πούλος στη Μακεδονία, όλοι αυτοί οι οποίοι είχανε προδώσει κυριολεκτικά ως δωσίλογοι την Ελλάδα, αυτοί εμφανίστηκαν μετά ως σπουδαίοι και τρανοί και καθάριζαν τους αντιστασιακούς. Αυτοί. Εκεί ήταν η κατάντια, είχαμε πει πιο πριν κάτι, αλλά τώρα το ξαναφέρνω, γιατί τότε ακριβώς, την εποχή εκείνη, ξέσπασε ο Εμφύλιος, ο πραγματικός Εμφύλιος μετά. Ο δυνατός Εμφύλιος. Λοιπόν. Λέω: «Αν νομίζεις ότι δεν μπορώ να δώσω στην Ιατρική, θα δώσω στην Ιατρική, αλλά τι να την κάνω, να γίνω ιατροδικαστής;». «Να», μου λέει, «να γίνεις ιατροδικαστής, θα πας και στη Νομική». Το σκέφτηκα λιγάκι αυτό το πράγμα, δεν ήξερα κιόλας αν μπορούσε να γίνει αυτό, αν μπορώ να γίνω ιατροδικαστής, δηλαδή. Γιατί τώρα τον θεωρούσα τον ιατροδικαστή σπουδαίον; Βέβαια, το θεωρούσα σπουδαίο, γιατί εγώ στην Αθήνα ακόμα και στο γυμνάσιο όταν ήμουνα, πήγαινα και παρακολουθούσα δίκες. Εγώ είχα δει τον Μπαμπάκο, το λεγόμενο, περίφημο θρύλο. Γίναμε εμείς μετά, αργότερα, οι ελάχιστοι πλέον επιτελούντες το έργο του ποινικολόγου, όπως μας βγάλανε, ήμαστε τρεις σε όλη την Ελλάδα, από τους πέντε χιλιάδες που εξετάζανε. Μπαμπάκος ήταν τότε, κυριαρχούσε, ο Τριανταφύλλου... Ποιος άλλος... Μυριάζησης... Αυτούς δε... Θρύλοι για μας. Εμένα μου άρεσε το δικαστήριο να πηγαίνω να παρακολουθώ... Και πήγαινα και απ’ το γυμνάσιο ακόμα και το ‘λεγα στο Σταύρου ότι πηγαίνω στο δικαστήριο. «Καλά κάνεις, άμα γίνεις δικηγόρος, ακόμα καλύτερα». «Ναι, θα πάω στην Νομική» έλεγα, αυτό του ‘λεγα. Τέλος πάντων. Με πιάνει ένα πείσμα και λέω: «Ναι θα πάω στην Ιατρική». Ρώτησα, βέβαια, για τον ιατροδικαστική και λέει ότι: «Μη νομίζεις, νομικά κάνεις ειδικά φροντιστήρια μετά κάνεις, σεμινάρια κάνεις στη Νομική, δεν πας στη Νομική, δεν παίρνεις πτυχίο νομικού δηλαδή». Παρά ταύτα, αποφασίζω να δώσω εξετάσεις στην Ιατρική και κάθομαι και διαβάζω φυσική, που ήταν δύσκολη η φυσική οπωσδήποτε... Τι άλλο; Βιολογία, μου φαίνεται, είχε, έκθεση, στην οποία πήρα άριστα στην έκθεση λόγω Σταύρου, λόγω προπαρασκευής καλής, εν πάση περίπτωσει, μην λέμε μόνο τον Σταύρου. Και τους άλλους, μη τους αδικούμε, με προπαρασκεύασαν καλά... Λοιπόν, δίνω στην Ιατρική τον Ιούνιο μήνα, βγαίνουν τα αποτελέσματα και έρχομαι δεύτερος. Όχι, λάθος κάνω. Έβδομος, έβδομος. Απ’ τις πρώτους δέκα. Τότε, ήτανε υποψήφιοι χίλιοι πεντακόσιοι, στις πρώτες εξετάσεις που γίνανε, εκατόν πενήντα ήταν οι θέσεις τις οποίες προβλέπανε μόνο... Ένας στους δέκα, δηλαδή, δίναμε. Και πάλι καλά και κατορθώνω και παίρνω και μπαίνω στην Ιατρική και αρχίζει η Ιατρική, μια περιπέτεια ολόκληρη, αλλά με συνεπήρε και η Ιατρική. Να προχωρήσουμε;
Ό,τι θέλετε... Εννοείται.
Να προχωρήσουμε... Λοιπόν, με συνεπήρε και η Ιατρική και άρχισα να παρακολουθώ κανονικότατα... Τότε χρειάστηκε, όμως... Γιατί είχανε... Τότε υπήρχε ανάγκη πλέον να έχω έναν δικό μου χώρο απαραιτήτως. Δεν μπορούσα να μείνω ακόμα με τα ξαδέρφια μου εκεί, που έμενα στην Αθήνα. Και τότε, ο θείος μου, αυτός ο γιατρός, μου λέει: «Κοίταξε, απάνω στην Αγία Παρασκευή, θα ‘ρθεί η μητέρα μας», η γιαγιά δηλαδή που την είχα τότε, απ’ την Καρδίτσα... «Θα ‘ρθει εδώ στην Αθήνα, γιατί πέθανε ο παππούς», είχε πεθάνει ο καημένος ο Γιάννης, ο παππούς ο Γιάννης. «Και θα ‘ρθεί οπωσδήποτε και θα την κρατήσουμε, θα ‘ρχεται σε όλους μας, αλλά καλά είναι να πάει στην Αγία Παρασκευή και να πας και εσύ εκεί». Το άκουσα με πολλή ευχαρίστηση αυτό. Η Αγία Παρασκευή ήταν ένα μαγευτικό μέρος τότε, γεμάτη πεύκα, ένα θαυμάσιο κλίμα. Με τρεις ώρες ήσουνα όρθιος. Εγώ είχα αρχίσει, εν τω μεταξύ, αφού είχα δώσει τις εξετάσεις και είχα περάσει, είχα αρχίσει την Ιατρική να πηγαίνω και πήγαινα κατευθείαν από την Αγία Παρασκευή με το λεωφορείο, κατέβαινα εκεί που είναι το Νοσοκομείο «Παίδων» τώρα, κατέβαινα εκεί και πήγαινα στο πανεπιστήμιο. Στα ανατομία, στα αυτά... Ιστολογίες... Έκανα αρκετά. Πήγε και κάτω στο πανεπιστήμιο, υπήρχε... Η φυσική, φερειπείν, γινότανε εις το Πανεπιστήμιο των Αθηνών, εκεί, το μεγάλο το κτίριο, εκεί ήταν. Εκεί ήταν ο Χόνδρος, ο οποίος ήταν ο καθηγητής φυσικής. Εν πάση περιπτώσει, άρχισα να παρακολουθώ και έμενα στην Αγία Παρασκευή. Η αλήθεια είναι ότι το ξέσπασμα μετά την Κατοχή και μετά τα πρώτα σκιρτήματα που είχαμε νιώσει, ερωτιδείς, νεαροί έφηβοι, το ξέσπασμα έφτασε στο σημείο στην Αθήνα να μην ασχοληθώ με τίποτε άλλο πλέον παρά μόνον με την Ιατρική που διάβαζα... Διάβαζα όλα τα άλλα βιβλία που είχα, σινεμά πήγαινα πολύ συχνά, θέατρο πήγαινα πάρα πολύ, μου άρεσε πάρα πολύ το θέατρο, το θεωρούσα σχολείο. Και πού δεν πήγα... Πήγα ακόμα και στην Επίδαυρο τότε, ας πούμε, με μύρια βάσανα για να φτάσω εκεί. Τέλος πάντων. Και έμεινα στην περιοχή αυτή, μέχρι που συνέβησαν ορισμένα γεγονότα –δεν είναι του παρόντος αυτά, δεν είναι ανάγκη να λέγονται– και τα οποία με ανάγκασαν να φύγω απ’ την Ιατρική, την οποία μέχρι τέλους, ενώ είχα καλές επιδόσεις... Ας πούμε, στην ανατομική, το ‘πα και στην αυτήν, την προχθεσινή αυτή η συνέντευξη που είχα δώσει, το είπα αυτό, ότι είχα πολύ καλή... Είχα 9 βαθμό από κάποιον Αποστολάκη, που ήταν ο τρόμος και ο φόβος των φοιτητών. Και όταν το μάθαν οι άλλοι, μεταξύ αυτών και ο Κουκούλης, ο γιατρός εδώ από τη Λάρισα... Ήταν τότε φοιτητής και αυτός, μαζί ήμαστε, δηλαδή, αυτός ήταν λιγάκι μεγαλύτερος από μένα, αλλά είχε καθυστερήσει λόγω της Κατοχής και είχε μπει μαζί με μας. Όταν, λοιπόν... Μαζί παρακολουθήσαμε μαθήματα, ήταν λεγόμενος προπαιδευτικός, ένα χρόνο νωρίτερα αυτοί. Αυτός και ο Κώστας ο Αναστασίου, ο Λαρισαίος. Τους ζήτησα αμέσως τους Λαρισαίους εγώ και τους είχα μάθει ποιοι είναι. Κι όταν άκουσε ότι πήρα 9 στον Αποστολάκη, μου λέει: «Πάει, εσύ τελείωσες την Ιατρική», λέει. Διότι είχα τελειώσει ανατομική, είχα κάνει τα παρασκευάσματα, τα λεγόμενα, τα ανατομικά, σε πτώματα τα κάναμε αυτά... Πήγα πολύ καλά εκεί, από εκεί το πήρα και το 9 άλλωστε. Και φυσιολογία είχαμε κάνει, προφτάσαμε. Φαρμακολογία άρχισε να γίνεται και τότε έφυγα, ακριβώς πάνω στη φαρμακολογία. Τότε που ρώτησα τον καθηγητή, τον Ιωακείμογλου που είχε ‘ρθεί, τον ρώτησα: «Η νικοτίνη είναι αυτή που... Είναι εκείνη που επιδρά περισσότερο και γίνεται ο εθισμός στο κάπνισμα ή οι κινήσεις, που βγάζουμε απ’ το κουτί το τσιγάρο και τα λοιπά;». Και μου εί[02:00:00]πε: «Και τα δυο είναι το ίδιο, δηλαδή και τα δυο συμβάλλουν εις το να γίνεται ο εθισμός». Δηλαδή: «Αν έχω απλώς ένα πιάτο», λέω, «πάνω τσιγάρα δεν θα έχω την ίδια...». «Η νικοτίνη θα είναι περισσότερη τότε», γέλασε και ο καθηγητής με αυτό που τον ρώτησα. Ήταν και η τελευταία μου παρουσία εις το λεγόμενο αμφιθέατρο της Ιατρικής. Και έφυγα τότε.
Ενότητα 7
Η Νομική και η «Greek War Relief Association» "Φεύγοντας, λοιπόν, εκεί αρχίζει...
02:00:28 - 02:42:45
Φεύγοντας, λοιπόν, εκεί αρχίζει μια καινούργια ζωή εντελώς... Πρέπει να πω ότι απ’ το ‘46 μέχρι το ’49, που διήρκεσε ο εμφύλιος πόλεμος, είχα τόσο πολύ αγανακτήσει από αυτό που γινότανε, που έγινε... Οι διωγμοί της Αντίστασης με τη Βάρκιζα, την αποτυχημένη συμφωνία, την οποία, δηλαδή, παραβίασε το κράτος, το ελληνικό κράτος την παραβίασε, δεν την παραβίασε η αριστερά... Να εξηγούμεθα... Λοιπόν, όλη αυτή η ιστορία που έγινε, ο Δεκέμβρης ‘44, που με πλήγωσε όπως περιέγραψα πιο πριν, που μπορούσε να σταματήσει, δεν υπήρχε λόγος να γίνει, θα γινόταν μία νέα εθνική κυβέρνηση και δεν θα υπήρχε ούτε... Ούτε οι εκλογές του ‘46, που ήταν ψεύτικες εκλογές, ούτε δημοψήφισμα του βασιλιά, που έγινε ψεύτικο απ’ την αρχή μέχρι τέλους, και ούτε θα γινόταν και ο εμφύλιος πόλεμος του 1946, που άρχισε. Δεν θα υπήρχε τίποτε. Στην Ελλάδα είμαστε από τότε μια χώρα που πιστεύω ότι θα μπορούσε να προσεγγίσουμε το σκανδιναβικό πρότυπο, τόσο πολύ πίστευα. Υπήρχανε, δηλαδή, οι δυνάμεις τότε οι δυνάμεις ο ενθουσιασμός, να γίνει μια σωστή χώρα, δημοκρατική, πραγματικά δημοκρατική. Και κάποια στιγμή να ‘φευγε αυτός ο κύριος ο Γλύξμπουργκ, ο οποίος ήρθε και επικάθησε ως βασιλεύς, λέει. Να μην πάθει τίποτα ο άνθρωπος, γιατί έμαθα ότι έπαθε καρδιακό επεισόδιο και τον έχουν... Που τον πήραν τώρα στον Ευαγγελισμό, μου φαίνεται, ο Κωνσταντίνος, ο Κοκός. Το άκουσα χθες στην τηλεόραση. Λοιπόν, ξαναγυρίζω την εποχή εκείνη και θέλω να πω ότι δεν ήρθα σε επαφή με καμιά οργάνωση, σταμάτησα πλέον. Κάθε είδους. Παρά μόνον οι πολιτική ξαναμπαίνει μέσα μου και αρχίζω και διαβάζω πολύ, πάρα πολύ πολιτική. Τότε διάβασα και μαρξισμό, τότε, αηδιάζοντας για την κατάσταση που δημιουργείτο. Διάβαζα το μαρξισμό, τα πρώτα βιβλία που υπήρχαν, δηλαδή, τα βρίσκαμε σε κάτι υπόγεια ή στο Μοναστηράκι και τα ‘χω ακόμα, υπάρχει... Στο γραφείο μου έχω μία ολόκληρη βιβλιοθήκη, η οποία είναι μαρξιστική βιβλιοθήκη, καθαρά. Λοιπόν, με είχε επηρεάσει πάρα πολύ η φιλοσοφία κυρίως του Μαρξ, το ανθρωπιστικό στοιχείο με επηρέασε τότε πάρα πολύ και προσπαθούσα να βρω τι αντίστοιχο θα μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα, έτσι όπως το οραματιζόμαστε εμείς ως νέοι τότε Επονίτες. Αυτά με οδήγησαν εις το να πάω στην Πάντειον. Αμέσως πήγα στην Πάντειο, η οποία, όμως, με καθυστέρησε... Μπήκα αμέσως, αλλά καθυστέρησε, διότι έτσι όπως έφυγα απ’ την Ιατρική και ήμουνα και ξεκρέμαστος εντελώς, ο πατέρας μου έχει δυσαρεστηθεί πάρα πολύ που ‘χα φύγει απ’ την Ιατρική και χρειάστηκε να μου δώσει... Να περάσει ένας χρόνος περίπου, για να μου στείλει ένα γράμμα, εις το οποίο έγραφε ότι: «Παιδί μου, αυτή τη σταδιοδρομία που ακολουθείς τώρα δεν ξέρω αν είναι αυτή ή κάπου αλλού θα καταλήξεις. Ελπίζω ότι πρέπει να καταλήξεις πάντως εκεί που ήταν το όνειρό σου, η Νομική, μια και έφυγες απ’ την Ιατρική». Ήταν ένα γράμμα θαυμάσιο του πατέρα μου, ήταν ωραίος άνθρωπος, πολύ ωραίος άνθρωπος. Όπως κι η μάνα μου, η μάνα μου ήταν σοφή, έδινε συμβουλές εις τις Σκοπελίτισσες. Μαζευόντουσαν και την άκουγαν. Σοφός άνθρωπος, δεν είχε σπουδάσει τίποτα... Το σχολείο είχε τελειώσει, όπως και ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου περισσότερο, ο πατέρας μου είχε τελειώσει και το γυμνάσιο. Η μάνα μου δεν έχει τελειώσει ούτε γυμνάσιο, στο Ελληνικό είχε πάει. Λοιπόν, στην Καρδίτσα που ήταν, τα χρόνια εκείνα, το ‘20... Αυτή είχε γεννηθεί το ‘13, το ‘13 είχε γεννηθεί η μάνα μου... Έτσι είναι. Λοιπόν. Πήγαινα, λοιπόν, στην Πάντειο, δίνω εξετάσεις και σταματάω. Γιατί; Γιατί έλεγα: «Θα πάω στην Πάντειο να την τελειώσω και να πάω στη Νομική μετά». Υπήρχε ο νόμος που έλεγε: «Άμα τελειώσεις την Πάντειο, πας στο τρίτο της Νομικής». Κέρδιζα χρόνο δηλαδή. Και έτσι το υπολόγισα και έτσι έγινε. Έγινε στα πέντε χρόνια που χρειάστηκαν, εργαζόμενος εγώ τελείωσα και την Πάντειο και τη Νομική μαζί. Δηλαδή όχι μαζί, τελειώνω την Πάντειο πρώτα, μπαίνω στη Νομική στο τρίτο έτος, δίνω τα μαθήματα του τρίτου έτους όλα, δεκατέσσερα τον αριθμό, τα περνάω όλα τον Ιούνιο μήνα και μετά δίνω και τα μαθήματα του τετάρτου έτους της Νομικής, περνάω τα πάντα εκτός από ένα που με κρατάει για τον Οκτώβρη. Δηλαδή αυτά, που τα λέω τώρα, τα πέρασα τον Ιούνιο. Γιατί; Γιατί εργαζόμουνα εγώ πλέον ως υπάλληλος και δεν είχα δυνατότητα να πάρω άδεια άλλη, παρά μόνον αυτή την άδεια που έπαιρνα για να δώσω εξετάσεις. Δηλαδή, εργαζόμουνα σκληρά ως υπάλληλος –θα το περιγράψω αυτό, γιατί έχει σημασία, είπαμε, με θεσμούς–, από την άλλη πλευρά, όμως, έπρεπε να εργαστώ σκληρά και ως σπουδαστής. Διάβαζα τρελά, είχαμε... Οι διακοπές είχαν μετατραπεί πλέον σε διάβασμα, σε τίποτα άλλο, αυτές ήταν οι διακοπές. Δεν υπήρχαν διακοπές. Σκόπελο που πήγαινα, έφερνα ένα σωρό βιβλία μαζί, για να μπορέσω να διαβάσω, νομικά, δηλαδή, βιβλία. Τέλος πάντων. Λοιπόν, πήγαινα το καλοκαίρι, εννοώ, τότε δεν πήγαινα άλλη χρονιά. Εν πάση περιπτώσει, όμως, πρέπει να το πω αυτό το συμβάν που συνέβη, ξαφνικά έρχεται μία κούρσα μία μέρα στο σπίτι του θείου μου, του αστυνομικού, και με αναζητεί. 1949 φτάσαμε τώρα, έτσι; ‘46-’49, είπαμε, τα τρία χρόνια αυτά, γλέντι, κυριολεκτικά γλέντι, πραγματικό, διάβασμα πολύ, θέατρο πολύ, κινηματογράφο πολύ, πάρτι, πάρα πολλά πάρτι, γνωριμίες σπουδαίες και τα λοιπά και καλές και όμορφες γνωριμίες... Είπαμε ότι δύο πυλώνες είναι στη ζωή ο έρωτας και η τέχνη και, αν δεν είσαι ο ίδιος καλλιτέχνης, να κάνεις τη ζωή σου τέχνη. Εγώ αυτά έκανα την εποχή εκείνη. Πραγματικά, δηλαδή, ήτανε μια περίοδος η οποία με δημιούργησε, βέβαια αυτή και μου έκανε, μου δημιούργησε πραγματικά τον –διαμόρφωσε μάλλον, θα έλεγα– το τέλος του χαρακτήρα, την εντέλεια, την εντελέχεια που λέει ο Αριστοτέλης. Μιλάει για εντελέχεια, εννοεί το τέλος του σκοπού που έχεις στη ζωή σου, είναι η εντελέχεια, αυτή. Αυτό το... Αυτή είναι λέξις του Αριστοτέλη, εφεύρημα δικό του, δεν μπαίνει, δεν κατατάσσεται γραμματικώς πουθενά, παρά μόνο απ’ αυτόν... Αυτός ελέχθη και αυτός τη λέει. Και τη χρησιμοποιώ εγώ τώρα χάρη στο γεγονός ότι μετά μελέτησα πάρα πολύ τον Αριστοτέλη, αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο πια. Εν πάση περιπτώσει, έρχεται κάποια κούρσα, λέει, και με αναζητεί... «Ποιοι είναι αυτοί;». Λέει: «Είναι μία οργάνωση», λέει, «ξένη. Αμερικάνικη». Πηγαίνω εκεί, διεύθυνση που μου δίνουνε στην Αθήνα και μπαίνω σε μια οργάνωση, η οποία λεγόταν «Greek War Relief Association», «Ελληνική Πολεμική Περίθαλψη Αμερικής», Ηνωμένων Πολιτειών. Το λέγαμε εμείς αυτό. Ελληνικά το λέγανε έτσι, «Ελληνική Πολεμική Περίθαλψη Αμερικής», ενώ δεν λεγόταν έτσι... «Greek War Relief Association». Αυτή ήταν μια οργάνωση των ομογενών της Αμερικής και του Καναδά, περισσότερο της Αμερικής, βέβαια, με τη σπουδαία... Την έδρα της την είχε σε δύο σημεία, στο Ντιτρόιτ-Μίσιγκαν, στη Νέα Υόρκη, βέβαια, υπήρχε και στη Boston, και στη Βοστώνη. Λοιπόν. Εκεί αυτοί οι Έλληνες της Αμερικής είχαν συμπήξει αυτή την οργάνωση, την είχαν οργανώσει, τους βοήθησε πάρα πολύ η αμερικανική κυβέρνηση τότε, διότι ήταν περίθαλψη του πολέμου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, όλα τα εφόδια που στέλνοντο με την «UNRRA» την λεγόμενη, εστέλνοντο απ’ τη «Greek War Relief Association», δηλαδή τα μάζευαν αυτοί και τα εφόδια ακόμα και τις σούπες αυτές που στέλνανε –και τις οποίες τρώγαμε και κατά την Κατοχή–, τις έφερνε το «Κουρτουλούς», ένα τούρκικο βαπόρι, στον Πειραιά και διανέμονταν σε όλη την Ελλάδα. Φτάσαμε να φάμε σούπες τέτοιες, δηλαδή, και στη Σκόπελο ακόμα. Λοιπόν, και μετά την απελευθέρωση τότε ήρθε, που ήρθε, πλησμονή. Τι κάνουν, όμως, αυτοί; Αυτοί είπανε ότι η Ελλάδα πάσχει από έλλειψη υγειονομικής περίθαλψης. Το σκεφτήκαν από τότε και με ορισμένους εμπνευσμένους Αμερικανούς της Παγκόσμιας[02:10:00] Οργάνωσης Υγείας συνέπτυξαν μία οργάνωση εξειδικευμένη μέσα στον ΟΗΕ, η οποία είχε σχέση με τη «Greek War Relief Association», δηλαδή με τη φιλανθρωπική οργάνωση που είχαν κάνει ομογενείς, υπήρξε μία σχέση με τον ΟΗΕ. Και αποφασίζουνε στην Ελλάδα να κάνουν το πρώτο βήμα της προληπτικής ιατρικής, να δημιουργήσουν τη λεγόμενη «ανοιχτή ιατρική αντίληψη», έτσι τη λέγανε. «Open medicine...». Λοιπόν. Και τι κάνουνε; Ιδρύουν εδώ πέρα έντεκα κέντρα υγείας, σε όλη την Ελλάδα. Μπαίνουμε σε αυτή τη φάση τώρα, έτσι; Γιατί είναι μια φάση ολόκληρης ζωής αυτή και αποτελεί και την έναρξη της υπαλληλίας μου, που έγινα υπάλληλος και έμεινα αρκετό καιρό υπάλληλος προτού τελειώσω τη νομική, μάλλον. Διότι ήμουνα υπάλληλος και σπούδαζα, είπαμε. Λοιπόν, η «Greek War Relief Association» ιδρύει, λοιπόν, έντεκα κέντρα υγείας. Αυτά ήτανε από πάνω, στη Χρυσούπολη της Καβάλας, μετά, ένα στην Ιεράπετρα της Κρήτης, ένα στη Θήβα, ένα στα Κρέστενα, ένα στα Φιλιατρά της Πελοποννήσου... Έντεκα, εν πάση περιπτώσει, συνολικά, κέντρα υγείας. Έκαναν και το Παναρκαδικό Νοσοκομείο Τριπόλεως, γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς της «Greek War Relief Association» ήταν πελοποννησιακής καταγωγής. Εξ αυτών δύο διακεκριμένοι ήταν ο Πάππας, Σόκρατες Πάππας, ο οποίος ήταν και ήτανε district attorney of Boston, δηλαδή εισαγγελεύς της Βοστώνης. Ο αδερφός του ο Πάππας, ο Τομ Πάππας, είναι εκείνος ο οποίος έφερε στην Ελλάδα τα πετρέλαια και έκανε το εμπόριο πλέον μονοπωλιακώς, θα έλεγα, των πετρελαίων στην αρχή. «ESSO PAPPAS», έτσι λεγόταν η εταιρεία. Εχρησίμευσε, όμως, δυστυχώς, εις την ανατροπή της δημοκρατικής κυβέρνησης του Παπανδρέου τότε, το 1965, διότι αυτός ο κύριος γυρνούσε με μία μαύρη βαλίτσα –μαύρη βαλιτσούλα, δηλαδή, ήτανε–, η οποία έλαμπε έτσι όπως ήταν, διότι μέσα είχε εκατομμύρια, τα οποία τα διένειμε δυστυχώς σε αποστάτες, σε αυτούς οι οποίοι φύγανε απ’ τον Παπανδρέου και δημιούργησαν την κυβέρνηση αποστασίας. Όχι όλοι, βέβαια, πλησίασαν μερικούς απ’ αυτούς που ήταν επαμφοτερίζοντες, δεν ήταν ο Μητσοτάκης, φερειπείν, δεν είχε ανάγκη ο Μητσοτάκης απ’ αυτά. Ο Μητσοτάκης ήταν αρχηγός αυτονών, ο πατέρας του, έτσι; Ο Κώστας Μητσοτάκης. Ιστορία ολόκληρη. Και ο Τομ Πάππας γύριζε από άνθρωπο σε άνθρωπο, για να μπορεί να επιτύχει την αποστασία, για να ανατραπεί η κυβέρνηση αυτή. Γιατί; Γιατί είχε τους σκοπούς του, οι οποίοι σκοποί ήτανε συνυφασμένοι όχι βέβαια με το σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο είχε προηγηθεί για να μπορέσει η Ελλάδα να ανορθωθεί, με τη βοήθεια που είχε δώσει η Αμερική. Η Αμερικανική αποστολή ήταν άλλο πράγμα. Εδώ τώρα, όμως, ήτανε στην οργάνωση αυτή και προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες για αυτό το θέμα. Ήταν, λοιπόν, ο Πάππας, ο Χέλης, ο Ξανθάκης, τρεις μεγάλοι Πελοποννήσιοι, σπουδαίοι άνθρωποι. Στην οργάνωση αυτή ήτανε και ο αδερφός του πατέρα μου, ο μεγαλύτερος αδερφός του πατέρα μου, απ’ τον πατέρα μου δηλαδή μεγαλύτερος, ο Κώστας Διαμαντής, ο οποίος πήρε το όνομα «Τσάρλι Ντάιαμοντ». Αυτός είχε πάει εκεί πρώτος και, μετά, πήγε ο Θανάσης Διαμαντής, άλλος αδερφός του πατέρα μου πάλι, ο οποίος έγινε εκεί «Άρθουρ Ντάιαμοντ». Και ο μεν Άρθουρ Ντάιαμοντ συγκαταλέγεται μεταξύ των στελεχών του Ford, της εταιρείας «Ford» στο Ντιτρόιτ, ζούσε σε ένα προάστιο ωραίο του Ντιτρόιτ, που λέγεται Dearbon, απέκτησε οικογένεια ολόκληρη. Tα ξαδέρφια μου είναι ένας αξιωματικός... Tι αξιωματικός; Ναύαρχος του ναυτικού και ο άλλος στρατηγός, οι οποίοι μου στείλανε πριν από... Το 2000... Το 2000 ήτανε; Το 2000. Μου στείλαν ένα γράμμα το οποίον περιέλθη σε μένα –στον πατέρα μου απευθυνότανε, στον αδερφό τους– ότι πέθανε ο Θανάσης ο Διαμαντής, ο Άρθουρ Ντάιαμοντ, ο πατέρας τους. Και περιέγραφαν ότι: «Πέθανε εν ειρήνη ανάμεσά μας και σας το στέλνουμε το άγγελμα, δυσάρεστο μεν, αλλά απαραίτητο καθήκον από μας να το μάθετε». Το γράμμα αυτό ήρθε ξαφνικά, ας πούμε, δεν το δείχνω στον πατέρα μου, δεν ήθελα να τον... Γιατί θα... Πιστεύω ότι θα λυπότανε πάρα πολύ, στο τέλος της ζωής του να ακούσει ότι είχε πεθάνει. Αυτός πέθανε, δηλαδή, νομίζοντας πως και ο Κώστας ζούσε και ο Θανάσης ζούσε. Λοιπόν, τους έστειλα γράμμα εγώ και τους είπα να ‘ρθούν εδώ, να βρουν τις ρίζες τους, να τους φιλοξενήσω, έχω μεγάλο σπίτι... Εδώ μέναμε... Ήμασταν τότε μεγάλη οικογένεια μεν, αλλά χωρούσαμε για να μείνουν αυτοί... Λοιπόν. Εδώ μονάχα να τους έβαζα τουλάχιστον δυο-τρία άτομα εδώ μέσα, δεν χρειαζότανε ντε και καλά να είναι living room εκείνη την ώρα που θα ερχόντουσαν. Μακάρι να ερχόντουσαν, αλλά φαίνεται ότι ύψιστα καθήκοντα που είχανε δεν τους επέτρεπαν να ‘ρθούνε στην Ελλάδα. Ο ένας στρατηγός, ο άλλος ναύαρχος... Δεν μου απήντησαν καν. Ή, αν απήντησαν, χάθηκε το γράμμα τους. Πάντως δεν έχει καμία επαφή πλέον με την Αμερική. Η Αμερική τότε, όμως, έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο σε μένα, γιατί; Γιατί ο Τσάρλι Ντάιαμοντ, ο Κώστας, δηλαδή, ο Διαμαντής, ήταν αυτός που, όταν άκουσε ότι είμαι στην Ιατρική και άκουσε ιατρική περίθαλψη, σου λέει: «Ό,τι πρέπει είναι να πάει ο ανιψιός μου, να πάει εκεί». Έτσι το θεώρησε, αλλά αυτοί δεν το θεώρησαν έτσι. Αυτοί, όταν με κάλεσαν και με ρώτησαν αν ξέρω αγγλικά, ήξερα αγγλικά, είπαμε, απ’ την Κατοχή. Λοιπόν, ήξερα αγγλικά απ’ την Κατοχή, αλλά πήγα και στην Αθήνα μετά και παρακολούθησα ορισμένες... Στο British Council. Και τα ολοκλήρωσα, εν πάση περιπτώσει, ήμουν απ’ τους πρώτους που είχα πάρει το λεγόμενο «Michigan», μετά πήρα και το «Cambridge», τα ‘χω πάρει αυτά τα πτυχία, τα λεγόμενα, χρυσοποίκιλτα και ωραία όπως είναι... Και πάω εκεί και μου λένε: «Σας διορίζουμε με μισθό», άκουσον-άκουσον. 1.500 δραχμές, όταν ο θείος μου, που ήτανε διευθυντής ταμείου και είχε το μισθό του διευθυντού Α΄, έπαιρνε 850. Θα μου δίναν εμένα 1.500 δραχμές. Δεν ξέρω μήπως ήταν τα εκατομμύρια... Όχι. Είχαν τελειώσει τα εκατομμύρια; Όχι. Ήταν τα εκατομμύρια τότε, ένα εκατομμύριο 500 χιλιάδες. Τέλος πάντων, ας πούμε 1.500 δραχμές. Λοιπόν, ο μισθός του ειρηνοδίκη ήταν 350 δραχμές. Όταν πήγα στα Φιλιατρά, λοιπόν, που μου στείλανε να οργανώσω, να παραλάβω μάλλον από κει το κέντρο υγείας από κάποιον απόστρατο συνταγματάρχη, Σταμπόγλης λεγότανε, θα ήμουν ο προϊστάμενος διοικητικού. Πόσο χρονών; 21. Σε μια υπηρεσία, η οποία ήταν κάτι καινούργιο εντελώς, διότι εκεί τώρα θα μπορούσε να πάει κάθε άνθρωπος, που υπήρχε στην περιοχή αυτή... Κέντρο υγείας το οποίο είχε όλη την περιοχή, είχε τον... Κυπαρισσία, είχε την Τριφυλία όλη την περιοχή, Γαργαλιάνους, τη χώρα και τα Φιλιατρά τα ίδια, τα οποία ήταν μία μεγάλη πόλις, ήτανε κάπου έξι-εφτά χιλιάδες κάτοικοι τα Φιλιατρά τότε. Και ήταν τότε ακριβώς που έχει τελειώσει ο εμφύλιος πόλεμος, τότε... Να πάω, λέει, εκεί και να αναλάβω εκεί πέρα. Απάνω στη ψυχολογία μου τότε που ήτανε και λίγο περιπετειώδης, όπως αντιλαμβάνεσαι και λόγω της ηλικίας, αλλά και λόγω του ότι είχα περάσει πολλά ήδη. Μονάχα τα ταξίδια να θυμηθώ που έκανα με τις τρικυμίες, Σκόπελο με τα καΐκια, Σκόπελο-Χαλκίδα, Σκόπελο-Πόρτο Ράφτη και τα λοιπά, αυτά τα ταξίδια που έκανα συνέχεια μετά... Και με την απελευθέρωση, με καΐκια, διότι δεν υπήρχαν ακόμα τα πλοία, τα είχαν βουλιάξει οι Γερμανοί όλα εις τον κόλπο τον Αργολικό, όλα τα πλοία μας τα προπολεμικά, είχαμε σπουδαία ναυσιπλοΐα. Βεβαίως, θυμάμαι εγώ ωραιότατα πλοία, τα οποία ερχόντουσαν στη Σκόπελο προπολεμικά. Αυτά είχαν, τα ‘χαν βουλιάξει οι Γερμανοί όλα. Και έτσι, αυτά που μείναν, ήταν τα καΐκια εκείνα τα οποία περιέγραψα πιο πριν και με τα οποία πηγαίναμε. Είχα τραβήξει, λοιπόν, πολλά, είχα αποκτήσει μια, κατά κάποιο τρόπο, ας το δεχτώ αυτό όπως μου είπε κάποιος: «Ήσουν και λιγάκι τυχοδιώκτης», μου λέει, «ας το πάρεις και έτσι λίγο το πράγμα...». Και δέχτηκα να πάω πού; Σε επαρχία, να φύγω απ’ την Αθήνα, εις την οποία είχα ενταχθεί πλέον, στην Αθήνα, σε όλες τις εκφάνσεις της... Σκέψου ότι πηγαίναμε στην Κηφισιά, που ήταν ένας φίλος μου, Ξανθάκης, ο οποίος είχε –ο πατέρας του– εί[02:20:00]χε αμαξώματα αυτοκινήτων κάνανε αυτοί. Εν σειρά, δηλαδή, ήταν βιομήχανος. Λοιπόν, που τα πάρτι του ήτανε... Κι εγώ δεν ξέρω τι πλούσια πράγματα ήταν αυτά στα οποία συμμετείχαμε, άνδρες και γυναίκες, βέβαια, πηγαίναμε εκεί. Αυτά, πολλαπλασιαζόμενα, είχαν δημιουργήσει μια ψυχολογία τέτοια, που δεν με ένοιαζε να φύγω απ’ την Αθήνα πια. Ας φύγω απ’ την Αθήνα.
Λοιπόν, κύριε Γιάννη, είχαμε μείνει στην εμπειρία σας στα Φιλιατρά, που μας λέγατε για τη δομή, στην οποία υπηρετήσατε εκεί πέρα...
Στα Φιλιατρά που πήγα, παρέλαβα από τον συνταγματάρχη, αυτό τον απόστρατο που είπαμε, τον Σταμπόγλη. Εκεί φέρανε και κάποιον Φερεντίνο υγειονομικό διευθυντή, υγειονομικό προϊστάμενο, γιατρό δηλαδή, ο οποίος όμως δεν ήταν, ήτανε συνέχεια άρρωστος ο άνθρωπος, δεν μπορούσε. Και υπήρχε, όμως, και μια ομάδα αδελφών, οι οποίες ήταν διπλωματούχες αδερφές και υπήρχε και μια μαία, η οποία είχε ‘ρθεί, και έτσι συμπληρώθηκε το πρώτο. Μετά, προσλάβαμε γιατρούς, οι οποίοι παρείχαν ιατρική περίθαλψη, μικρή χειρουργική, τέσσερα κρεβάτια για διακομιδή ασθενών σε περίπτωση κατά την οποία χρειαζόντουσαν μερικοί να υποστούν τις πρώτες φροντίδες της περίθαλψης, τις στοιχειώδεις, για να πάνε μετά στο νοσοκομείο της Καλαμάτας. Άρα εκεί στην περιοχή ήταν και του Μελιγαλά το κέντρο υγείας, υπήρχε κι άλλο ένα, και τα Κρέστενα λίγο πιο πάνω στο Βορρά, στην Αμαλιάδα δηλαδή. Τώρα, εις τα Φιλιατρά συντελέστηκε αυτό το έργο και εκεί είχα και τη γνωριμία με αυτούς οι οποίοι ήρθανε εις τα Φιλιατρά, δηλαδή οι παράγοντες του «Greek War Relief Association». Αυτό έχει ακόμα, έχει μία σημασία ιδιαίτερη για μένα, γιατί, όταν ήρθαν αυτοί... Ήρθε ο Τομ Πάππας, δηλαδή, ήρθε ο Γουίλιαμ Χέλης, ήρθε ο Ξανθάκης και κάποιος Βουδούρης επίσης. Όλοι αυτοί είχαν συντελέσει στο να γίνει το περίφημο «Παναρκαδικό»... Τότε ήταν το πρότυπο νοσοκομείο για την επαρχιακή Ελλάδα, δεν υπήρχε άλλο τόσο σπουδαίο και μεγάλο. Πολυτελέστατα δε όλα, τελευταία λέξη της τεχνικής. Είχαν γίνει και στο κέντρο υγείας Φαρσάλων, αυτά είχαν γίνει με διαφορετικού τύπου και αρχιτεκτονική ωραία ήτανε και λοιπά. Λοιπόν. Λειτουργούσε θαυμάσια μέχρι το σημείο που ήρθε κάποιος επιθεωρητής, όποιος μου λέει ότι: «Θα πρέπει να φύγεις από δω, διότι ο δήμαρχος των Φιλιατρών μάς ειδοποίησε ότι ήδη έχεις αρραβωνιαστεί με κάποια εδώ πέρα από τις επισκέπτριες». «Η προϊσταμένη είναι», λέω, «αυτή». Είχαμε γνωριστεί, λοιπόν, με τη γυναίκα μου –πρέπει να το κάνω μνεία πάνω σε αυτό–, η γυναίκα η οποία με συντρόφευσε μετά σε όλη μου τη ζωή, μέχρι το 2017, που την έχασα και η οποία ήταν μια πραγματική αρχόντισσα. Κρητικοπούλα, η οποία, όπως αντιλαμβάνεστε, αποτέλεσε τη σύντροφό μου μέχρι το τέλος που την έχασα και έμενα μόνος σου με μια πολύ μικρή οικογένεια, την κόρη μου και τον εγγονό. Τέλος πάντων. Λοιπόν, μετά τα Φιλιατρά, μου εδόθηκε εντολή να πάω στα Φάρσαλα να το οργανώσω απ’ την αρχή. Τότε ήταν άδειο τελείως. Όταν πήγα, δηλαδή, δεν υπήρχαν ούτε τα υλικά καν... Και το οργάνωσα. Έγινε ο σεισμός των Φαρσάλων το 1954 και, μετά το σεισμό, αφού έμεινα έξι μήνες σε σκηνή μέσα –μαζί όλοι και η γυναίκα μου ήρθε και αυτή, μετετέθη απ’ τα Φιλιατρά και ήρθε στα Φάρσαλα– μετά, οι μεν επισκέπτριες αδερφές προσελήφθησαν με αρκετά καλό βαθμό από το δημόσιο, γιατί τελείωσε η θητεία της «Greek War Relief Association» και ήρθαμε εδώ, στη Λάρισα, που εγκαταστάθην εγώ στο υγειονομικό κέντρο και η σύζυγος επίσης, η οποία και αυτή εργάστηκε, συμπλήρωσε δεκαεφτά χρόνια συνολικά, συνολικής υπηρεσίας. Έφυγε πριν, πριν τον Απρίλιο του ‘67, πριν απ’ τη δικτατορία δηλαδή. Τότε είχε φύγει. Ήταν Μάρτιος του ‘67 που έφυγε. Έμεινε ως προϊσταμένη των αδελφών που ήταν εδώ. Τώρα, εδώ, όμως, άρχισε ένα έργο διαφορετικό, εδώ άρχισε το έργο το οποίον συμπλήρωσε τα κέντρα υγείας. Εδώ κάναμε κέντρο υγείας, αφού ιδρύθηκε η 5η Υγειονομική Περιφέρεια, η λεγόμενη, με έδρα την Λάρισα. Ήρθε εδώ πέρα μια ομάδα ανθρώπων από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, δεν είχε σχέση πλέον η «Greek War Relief Association», καμία σχέση πλέον, ήτανε ακριβώς αυτή η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας που ενδιαφέρεται. Γιατί; Γιατί τα πήρε το δημόσιο. Το δημόσιο τότε έκανε ένα νόμο 2592 του 1953, ο νόμος, ο οποίος δημιούργησε κρατικοποίηση των νοσηλευτικών ιδρυμάτων για το Νοσοκομείο Λάρισας... Μέχρι τότε ήτανε δημοτικό νοσοκομείο και έγινε κρατικό. Το Νοσοκομείο Βόλου, όλα τα νοσοκομεία της χώρας, μεταπήδησαν στον κρατικό τομέα. Και από τότε ξεκίνησε να γίνεται εθνικό το σύστημα υγείας. Ο 2592 του ‘53 νόμος, τον θυμάμαι, γιατί είναι θεμελιώδης νόμος αυτός, συμπληρώθηκε αργότερα και με άλλες τροποποιήσεις και κατέληξε εις το να κάνουμε την εξής οργάνωση. Με πέντε κουβέντες για να τελειώσουμε και αυτήν. Λοιπόν, εγώ ων φοιτητής πλέον τώρα έτσι, είμαι υποχρεωμένος την άδεια που έπαιρνα απ’ το δημόσιο– Γιατί με πήρε το δημόσιο, με πετσόκοψε το μισθό, βέβαια, όπως ήταν φυσικό, δηλαδή στο μισό πήγε απ’ ό,τι παίρναμε τότε. Λοιπόν... Ακριβώς, πρέπει να επισημάνω εδώ το γεγονός ότι τότε ακριβώς άρχισαν να ιδρύονται τα λεγόμενα αγροτικά ιατρεία. Αγροτικά ιατρεία Α΄ τύπου και αγροτικά ιατρεία Β΄ τύπου. Η δική μας η δουλειά, δηλαδή, το δικό μου γραφείο, με δύο βοηθούς που είχα– Έναν είχα στην αρχή, μετά μου έδωσαν κι άλλον έναν, γιατί δεν... Είχαμε, βλέπεις, όλη την περιφέρεια Θεσσαλίας, όλη τη Θεσσαλία, όλη τη Θεσσαλία... Η Θεσσαλία κατέστη πιλοτικός τόπος, πιλοτική περιφέρεια, για να θεωρηθεί ότι έπρεπε βάσει αυτής να δημιουργηθούν και οι υπόλοιπες περιφέρειες στην υπόλοιπη Ελλάδα. Εννοώ τις υγειονομικές περιφέρειες, τώρα, οι οποίες συνολικά όλες είναι δεκατρείς. Η 5η Υγειονομική Περιφέρεια, λοιπόν, έχει έδρα τη Λάρισα. Επελέγη αυτή ως πιλοτική γιατί; Διότι η Θεσσαλία έχει πληθυσμό σε μεγάλες πόλεις, δύο πολύ μεγάλες πόλεις, όπως είναι η Λάρισα και ο Βόλος. Έχει μικρότερες πόλεις, όπως είναι ο Τύρναβος, ο Αλμυρός, η Σκόπελος... Αυτή, η Καρδίτσα, τα Τρίκαλα είναι περιφερειακές πόλεις, μεγαλύτερες, βέβαια, αυτές, μεσαίες, ας τις πούμε... Δηλαδή, εκπροσωπείται κατά κάποιο τρόπο ολόκληρος ο πληθυσμός σε συγκεκριμένα κέντρα, σε συγκεκριμένες κοινότητες, οι οποίες θα μπορούσαν να εργαστούν πιλοτικά. Και αυτό σήμαινε ότι θα ‘πρεπε να υπάρχει μια οργάνωση με έδρα το νοσοκομείο –από πλευράς υγείας τώρα, παροχής υγείας ήτανε το νοσοκομείο, Δημόσιας Υγείας πάντα μιλάμε– το νοσοκομείο ως βάση, το κέντρο υγείας από το οποίον περνούσες σαν πρώτο βαθμό για να πάει στο νοσοκομείο, στο δεύτερο βαθμό. Μετά, αργότερα, έγινε το πανεπιστημιακό, το οποίο είναι ο τρίτος βαθμός κανονικά, άλλο τώρα αν έχει καταντήσει να έχει και εξωτερικά ιατρεία. Έπρεπε να είναι πανεπιστημιακό καθαρά. Τέλος πάντων, αυτό είναι άλλο ζήτημα, δεν μας ενδιαφέρει. Την εποχή εκείνη, λοιπόν, αυτά τα ετέθησαν σαν θεμέλια για τη μελλοντική οργάνωση του συστήματος υγείας. Ξεκίνησε, λοιπόν, απ’ τους αγροτικούς γιατρούς, οι οποίοι αγροτικοί γιατροί, όταν περάσανε τα δυο χρόνια, τα αρχικά, ας πούμε το ‘57, έγινε η σχολή στα Φάρσαλα, στο κέντρο υγείας Φαρσάλων, δημιουργήθηκε μία σχολή για να περνάν οι αγροτικοί γιατροί, οι οποίοι, μόλις τελείωσαν το πανεπιστήμιο, δεν είχαν κάνει και καμιά πρακτική άσκηση άλλη, σπουδαία, οι περισσότεροι, και έπρεπε να πάνε στο αγροτικό ιατρείο, έτσι όπως ήταν, χωρίς να έχουν τα μέσα, τα εργαστηριακά μέσα, να κάνουν τις διαγνώσεις τους, να κάνουν τη θεραπεία τους των ανθρώπων... Και όλα αυτά δωρεάν, βέβαια, όπως είναι γνωστό. Και αυτοί οι αγροτική γιατροί οι πρώτοι, προκειμένου να προσληφθούν, έπρεπε να υπάρχουν χρήματα αρκετά, για να μπορέσουν να προσελκυστούν. Τότε, λοιπόν, εμείς είχαμε καθορίσει και το θέμα το οικονομικό. Δηλαδή, ορίσαμε ότι ένας γιατρός, ο οποίος είναι στην Καλλιπεύκη, φερειπείν, μακριά απ’ τον κόσμο, που λένε, στην πραγματικότητα και έχει και μια περιφέρεια άλλη –όχι, και χωρίς την περιφέρεια ακόμα–, πρέπει να πάρει τον ανώτατο μισθό. Ο ανώτατος μισθός ήταν 10 χιλιάδες, 10 χιλιάδες... Πολλά λε[02:30:00]φτά. Ο Νομάρχης έπαιρνε 3 χιλιάδες. Και όταν εγώ του πήγα τον πίνακα, που κάναμε προϋπολογισμό για ορισμένα ιατρεία... Ναι, δηλαδή 10 χιλιάδες τα λέμε... Δεν παίρναν όλοι... Προς Θεού. Παίρναμε και 5 χιλιάδες και 4 και 3... Το Συκούριο, φερειπείν, επειδή ήταν δυο γιατροί παίρναν από 2,5 χιλιάδες ο καθένας. Έτσι το καθορίσαμε τότε. 2,5 χιλιάδες. 5 χιλιάδες, δηλαδή, δίναμε και για τους δύο γιατρούς. Οι Νέες Καρυές που ήταν ημιορεινό, ας το πούμε, δεν ήταν τελείως πεδινό, το λέγαμε έτσι γιατί είχε λόφους οι Νέες Καρυές και, συνεπώς, θα πρέπει να το κατατάξουμε και από πλευράς γεωγραφικής... Και λέγαμε: «Τι είναι αυτά; Αυτό είναι ημιορεινό». Έπαιρνε 4 χιλιάδες ο γιατρός. Στα Αμπελάκια έπαιρνε 5, τα Αμπελάκια. Οι Γόνοι έπαιρναν 4, ξέρω ‘γω. Παραπέρα, στα Βραγκιανά της Καρδίτσας φτάσαμε να δίνουν 10 χιλιάδες. Εις την Αλόννησο έπαιρνε 4 χιλιάδες... Και τα λοιπά και τα λοιπά. Έγινε, λοιπόν, ολόκληρο το πλέγμα αυτό των κέντρων υγείας και των αγροτικών ιατρείων. Κέντρο υγείας κάναμε της Σκοπέλου, τον υγειονομικό σταθμό που υπήρχε, το μετατρέψαμε σε κέντρο υγείας εκεί, και, αργότερα, κατασκευάστηκε κιόλα κανονικά από το ΕΣΥ, όταν έγινε, ήρθε η ώρα του Παπανδρέου και έκανε το ΕΣΥ... Πού αλλού; Εδώ στην Ελασσόνα, που υπήρχε επίσης ένας υγειονομικός σταθμός, το κάναμε κι αυτό κέντρο υγείας Ελασσόνας. Και έγινε και στον Τύρναβο μετά, αργότερα αυτά, γίναν αργότερα. Αυτά τα επιπλέον κέντρα υγείας, Τύρναβο, Αγιά, κατασκεύασαν πλέον με το ΕΣΥ. Το ΕΣΥ, το οποίο πήρε το όνομα από τότε που ο Γεννηματάς, ως Υπουργός Υγείας, ας πούμε, ίδρυσε το ΕΣΥ, κυβέρνηση Παπανδρέου. Λοιπόν. Έτσι ολοκληρώσαμε. Τότε τελείωσε η ιστορία αυτή, όσο μπορούσα πιο πολύ, δούλεψα πάρα πολύ τότε, για να μπορέσουμε να αντιληφθεί και ο κόσμος ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να πηγαίνει στα κέντρα υγείας όχι μονάχα όταν πρόκειται να υποστεί μια θεραπεία, αλλά να υποστεί και μία διδασκαλία πρόληψης. Γινόταν, δηλαδή, και μία συμβουλευτική, θα έλεγα, διδασκαλία πρόληψης των νόσων. Είχε δοθεί πολύ μεγάλη σημασία στο θέμα αυτό. Τώρα άλλο πώς κατέληξαν. Γιατί, ας πούμε, στα Φάρσαλα δεν μπορούσαν να το πουν κέντρο υγείας ποτέ, το ‘λεγαν νοσοκομείο. «Πού πάμε;». «Στο νοσοκομείο». Έτσι το θεωρούσαν, σαν είναι νοσοκομείο. Δεν ήταν νοσοκομεία τα κέντρα υγείας. Τα κέντρα υγείας ήταν διακομιστικά κέντρα, όπου παρέχονταν οι πρώτες, οι βασικές ιατρικές βοήθειες και μάλιστα δωρεάν, όπως εξακολουθούν και είναι. Αλλά κυρίως ενδιαφέρονταν... Και η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας ενδιαφέρονταν να θεμελιωθεί αυτό το πράγμα, δηλαδή να γίνονται συμβουλευτικοί σταθμοί. Για τους συμβουλευτικούς σταθμούς χρησιμοποιήθηκαν οι λεγόμενες «επισκέπτριες αδερφές». Προϊστάμενη των επισκεπτριών ήταν η γυναίκα μου εδώ πέρα εις το κέντρο... Όχι κέντρο υγείας, ήτανε στο υγειονομικό κέντρο. Και οι εμβολιασμοί από εδώ γινόντουσαν, όλα γινόντουσαν. Οι εμβολιασμοί τότε ήταν γενικευμένοι εμβολιασμοί. Εγώ θυμάμαι, ας πούμε, συνεργείο είχε κάνει πενήντα χιλιάδες εμβολιασμούς μέσα σε μία εβδομάδα. Οι εμβολιασμοί όταν γινόντουσαν, όχι μόνον οι λεγόμενες... Το εμβόλιο αυτό της δαμαλίτιδος, της λεγόμενης, όχι μόνον. Γινόταν και εμβολιασμοί μπεσεζέ, αντιφυματικός εμβολιασμός και, σιγά-σιγά, γινόντουσαν συμβουλευτικοί σταθμοί, για να μπορέσουν οι μητέρες να αντιληφθούν ότι πρέπει στα παιδιά τους να κάνουν όλα τα εμβόλια. Τα εμβόλια αντιδιφθερίτιδος και τα λοιπά, αυτά τα οποία καθιερώθηκαν μετά, σιγά-σιγά, καθιερώθηκαν πραγματικά με κρατική υποστήριξη, με τις επισκέπτριες αδερφές των κέντρων υγείας και των αγροτικών ιατρείων. Γιατί υπήρξαν αγροτικά ιατρεία που είχαν μία επισκέπτρια και μία μαία. Γιατρός, επισκέπτρια, μαία, αυτή η τριάδα προσέφερε τις μεγαλύτερες υπηρεσίες στην ύπαιθρο από οποιοδήποτε άλλο. Έτσι ήταν. Έτσι; Αυτά οργανώθηκαν, λοιπόν, επί των ημερών αυτών που εγώ διετέλεσα εδώ πέρα ως προϊστάμενος του τμήματος αυτού. Ο άμεσος βοηθός του νομιάτρου, ο οποίος ήταν και ο προϊστάμενος και πρόεδρος της 5ης υγειονομικής περιφέρειας. Αυτός ήταν. Υπήρχε και νομαρχιακό συμβούλιο υγείας, το οποίο καθόριζε όλα αυτά που λέμε, το οργανωτικό, δηλαδή, με πρόεδρο το Νομάρχη της περιοχής. Ο Νομάρχης Λάρισας ήταν πρόεδρος νομαρχιακού συμβουλίου υγείας, που αφορούσε, όμως, όλη τη Θεσσαλία. Kαι η οργάνωση αυτή συνεχίστηκε μέχρις ότου ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, άλλαξαν οι κυβερνήσεις, ήρθε το ΠΑΣΟΚ και έκαμε τον νέο σύστημα υγείας πλέον, με νέες βάσεις, συμπλήρωμα αυτουνού. Ήταν... Εμείς, κατά κάποιον τρόπο, ήμαστε οι πιονιέρηδες, οι πρόδρομοι αυτού του παρελθόντος συστήματος υγείας και για αυτό το λόγο ο θεσμός αυτός με έχει γεμίσει, ας πούμε, τη ζωή μου και αξίζει να αναφερθεί, διότι αποτελεί μία περίοδο, η οποία με γεμίζει και γεμάτη χαρά που προσέφερα ό,τι μπορούσα με πολύ ισχνούς μισθούς τότε μας, δεν μας δίναν τίποτα. Όταν πήγα στο Νομάρχη τον κατάλογο των ιατρών με τα ποσά αυτά των 10 χιλιάδων και των 5 χιλιάδων, πήρε τηλέφωνο μπροστά μου τον νομίατρο και του είπε: «Ήρθε ένας νεαρός εδώ, υπάλληλός σου, ο κύριος Διαμαντής, ο οποίος μου λέει ότι πρέπει να δώσουμε τα λεφτά αυτά, που μου ‘φερε ένα πίνακα». «Ναι», λέει, «τον καταρτίσαμε τον πίνακα και θα τον περάσουμε απ’ το συμβούλιο να εγκριθεί. Απλώς το φέρνει σε εσάς για να ξέρετε, γιατί πρέπει να το γνωρίζετε». «Μήπως...», τον είπε. Του είπε το μικρό του όνομα, του νομιάτρου, στο τηλέφωνο... «Μήπως, Λαζαράκη, νομίζεις ότι βρήκαμε το θησαυροφυλάκιον της Αγγλίας; Τα λεφτά είναι περιορισμένα». Υπήρχε ένας λογαριασμός «ιατρικής αντίληψης και περίθαλψης», όπως λεγότανε, τον οποίον τον κινούσαμε με εντάλματα, τα οποία υπέγραφε ο Νομάρχης, τα εντάλματα, στην τράπεζα που γυρίζαν... Εμείς πληρώναμε τους γιατρούς εδώ στη Λάρισα, ερχόντουσαν απ’ όλα τα χωριά, απ’ όλα τα αγροτικά ιατρεία, ερχόντουσαν εδώ στη Λάρισα και πληρωνόντουσαν οι γιατροί. Εκτός απ’ το νομό Τρικάλων και Καρδίτσας και Μαγνησίας, εκεί πηγαίναν στα υγειονομικά κέντρα και παίρναν τα λεφτά τους οι άνθρωποι εκεί πέρα... Και στη μισθοδοσία... Με την ευκαιρία της μισθοδοσίας, γινότανε σεμινάρια, δεν τους αφήναμε ήσυχους τους ανθρώπους δηλαδή. Λοιπόν, ήταν μια εποχή, η οποία ομολογώ ότι τη θυμάμαι με πάρα πολλή νοσταλγία, διότι ήταν η προσφορά πάρα πολύ μεγάλη και αυτό μας ικανοποιούσε, διότι υπήρχαν αποτελέσματα. Όταν ήρθε η ώρα, το πλήρωμα του χρόνου, λοιπόν, παίρνω το πτυχίο... Είχα καθυστερήσει ένα μάθημα, είπαμε, το οποίον το ‘δωσα τον Οκτώβρη αντί για τον Ιούνιο και όταν το πήρα τον Οκτώβριο, το Νοέμβριο έκανα την παραίτησή μου. Γράφηκα ως ασκούμενος στην Αθήνα, όμως, γιατί οι θείοι μου, αυτοί, τα αδέρφια της μητέρας μου, που είπα, ακριβώς ήταν οι άνθρωποι, οι οποίοι με θέλανε εκεί. Ήταν, ο καθένας είχε από ένα πόστο γερό, ο ένας ήταν διευθυντής ταμείου, ο άλλος ήταν γιατρός-διευθυντής στο «Σωτηρία» –ο γιατρός αυτός ο γνωστός–, ο άλλος ήταν αστυνομικός στη διεύθυνση Εγκληματολογικών Υπηρεσιών, ο άλλος ήταν επιθεωρητής εργασίας και ο άλλος ήταν τελώνης. Λοιπόν, ο καθένας από αυτούς ήταν μια πηγή πελατών. Και: «Θα ‘ρθείς στην Αθήνα». Πήγα και έκανα άσκηση έξι μήνες, αλλά εγώ εδώ είχα γνωρίσει ήδη κόσμο πάρα πολύ, ήμουνα, ας πούμε, ο άνθρωπος που κοινωνικός, εξωστρεφής συνεχώς, είχα ωραίες παρέες, περνούσα πολύ ωραία... Και οι άνθρωποι αυτοί ξεσηκώθηκαν και ήρθαν και με πήραν και ήρθα εδώ πέρα και συνέχισα την άσκηση, μέχρις ότου τελείωσα και πήρα το πτυχίο, πήρα την άδεια του δικηγορείν. Λοιπόν... Και μετά, αρχίζει η καριέρα του δικηγόρου, η οποία είναι και αυτή πολυκύμαντη, αλλά ικανοποιητική, διότι κατέληξε σε αναγνώριση του έργου που έγινε και ήταν κάτι εντελώς ξεχωριστό, το οποίον θα το πούμε στη συνέχεια. Έτσι δεν είναι;
Μια επόμενη φορά. Στην επόμενη συνάντηση, ναι. Ευχαριστώ πολύ, κύριε Γιάννη, προς το παρόν και–
Απ’ την περίοδο αυτή της υγειονομικής περίθαλψης, το μόνο που έχω να πω είναι ότι όταν ήτανε λίγο πριν φύγω... Πρέπει να ήτανε... Το ‘61 έφυγα εγώ απ’ την υπηρεσία. Τότε, αρχικώς, δηλαδή πιο πριν, λίγο πριν, τέλος του ‘60 πρέπει να ήτανε... Διότι είχαν έρθει τρεις άνθρωποι από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας. Αυτοί είδαν το έργο που είχαμε κάνει εμείς, που ήταν πιλοτικό πραγματικά, γιατί αυτά δεν είχαν γίνει στην άλλη Ελλάδα. Υπήρχαν μεν, οι νόμοι υπήρχαν, αλλά δεν εφαρμόζονταν ακόμα. Δεν μπορούσαν, δεν είχαν και την οργάνωση την προηγουμένη που είχαμε εμείς εδώ πέρα. Δεν υπήρχε, ας πούμε, ένα κέντρο υγείας και ένα νοσοκομείο, έτσι, σε όλες τις περιοχές. Γιατί εδώ είχαμε δύο κέντρα υγείας, ένα στα Φάρσαλα... Δεν είχαμε δύο... Τι λέω εγώ τώρα; Είχαμε Σκόπελο, είχαμε Φάρσαλα, είχαμε Ελασσόνα... Και πού αλλού είχαμε; Στο Μουζάκι, άλλο ένα κέντρο υγείας. Αυτά τα κέντρα υγείας που δενόντουσαν με τα ιατρεία, [02:40:00]σαν πλέγμα κατά κάποιο τρόπο, δίναν μια ώθηση και προς τα νοσοκομεία, απ’ όπου ήταν επίσης εξαρτημένα. Αυτή, λοιπόν, η συγκρότηση, η οργάνωση αυτή που έγινε, δεν μπορούσε να γίνει στην άλλη Ελλάδα, διότι δεν υπήρχαν τα κέντρα υγείας ακόμα. Όταν ήρθε η ώρα του ΕΣΥ, του παπανδρεϊκού ΕΣΥ, τότε ακριβώς γέμισε όλη η Ελλάδα πια και κέντρα υγείας και τα πάντα, ας πούμε, πήραν μια άλλη μορφή. Και ευτυχώς που έγινε αυτό και ευτυχώς που κρατάει ακόμα και θα μπορέσει να κρατήσει, αρκεί να ενισχυθεί. Γιατί αν δεν ενισχυθεί –και μάλιστα πολύ γερό κρατικό σύστημα υγείας–, δεν μπορούμε να δούμε, να αντιμετωπίσουμε ούτε την πανδημία, ούτε τίποτα. Τέλος πάντων. Λοιπόν, αυτά είχα να πω. Ήρθε η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, μην το ξεχάσω αυτό. Και όταν είδαν αυτοί αυτό, με ρωτήσανε εμένα: «Εσείς τι θα κάνετε τώρα; Πήρατε το πτυχίο μάθαμε». Ναι, τότε είχα πάρει το πτυχίο. Άρα ήταν το ‘61. «Καλά», του λέω. Και ήτανε ο φον Ροζέ, Δανός , οποίος ήταν και γιατρός. Και οι τρεις γιατροί ήταν. Όχι ο φον Ροζέ... ο Φίνμπεργκ ήταν ο Δανός, ο φον Ροζέ, Γάλλος, και ο Τόμσον, Εγγλέζος. Και οι τρεις, λοιπόν, με ένα στόμα μου είπαν: «Τι θα κάνεις ως δικηγόρος εδώ;». Βλέπουμε, γυρίζουμε πίσω– Τότε ήταν ισόγεια τα δικηγορικά γραφεία και μπορούσε να δεις «δικηγόρος, δικηγόρος, δικηγόρος» όπου πήγαινες, όπου έστριβες, έβλεπες «δικηγόρος». Σε ισόγεια γραφεία, δεν υπήρχαν ακόμα τα ανώγεια. Και το είδαν οι άνθρωποι που κάναν βόλτες στη Λάρισα για να δουν την πόλη και μου λένε: «Δικηγόρος, δικηγόρος, δικηγόρος, θα είσαι και εσύ ένας δικηγόρος ακόμα». Τότε παρενέβη ο νομίατρος και είπε: «Άστον αυτόν», λέει, «τέλος πάντων, έχει αλλιώς προετοιμαστεί αυτός». Τέλος πάντων. «Και τι... Εσείς τι θέλετε να κάνω, δηλαδή;». «Να ‘ρθείς εις τη Γενεύη, στην Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, τμήμα Ευρώπης. Εκεί θα πας τρία χρόνια στη βιοστατιστική και θα σε χρησιμοποιήσει το ελληνικό κράτος πλέον ως στέλεχος βιοστατιστικής». Τραβήξαμε μία βραδιά, λευκή νύχτα, με τη γυναίκα μου για να πάρουμε απόφαση, διότι ήτανε αλλαγή τρόπου ζωής πλέον για μένα. Kαι η απάντησή μου ήτανε ότι: «Όχι, θα γίνω δικηγόρος». Αυτό είναι. Από κει ξεκινάει πλέον η καριέρα, υπό συνθήκες για τις οποίες θα μιλήσουμε μετά. Θέλοντας να τοποθετηθώ ποιος είναι ο ρόλος του δικηγόρου. Εις την απονομή της δικαιοσύνης. Προπαντός εκεί, ώστε να δώσω τον τόνο που χρειάζεται... Και μετά, θα πούμε και σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως να πούμε και θα κλείσουμε μετά στο τέλος, μέχρι τέλους.
Φωτογραφίες

Γιάννης Διαμαντής, 1940
Φωτογραφία αρχείου του αφηγητή.

Γιάννης Διαμαντής
Φωτογραφία αρχείου του αφηγητή από τα νεαν ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Αφηγητής, κύριος Γιάννης Διαμαντής, μοιράζεται εικόνες και μνήμες από τα παιδικά του χρόνια στη Σκόπελο, από την εμπειρία του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Αντίσταση σαν ενεργό μέλος της ΕΠΟΝ, κατόπιν, από τα νεανικά του χρόνια στην Αθήνα, όπου τελείωσε το γυμνάσιο και εισήχθη στην Ιατρική και αργότερα στη Νομική και, τέλος, από την εμπειρία του ως διοικητικό στέλεχος της «Greek War Relief Association», στο τομέα υποδομών της πρωτοβάθμιας υγείας.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννης Διαμαντής
Ερευνητές/τριες
Ευτυχία Βαρδούλη
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/12/2021
Διάρκεια
162'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Αφηγητής, κύριος Γιάννης Διαμαντής, μοιράζεται εικόνες και μνήμες από τα παιδικά του χρόνια στη Σκόπελο, από την εμπειρία του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Αντίσταση σαν ενεργό μέλος της ΕΠΟΝ, κατόπιν, από τα νεανικά του χρόνια στην Αθήνα, όπου τελείωσε το γυμνάσιο και εισήχθη στην Ιατρική και αργότερα στη Νομική και, τέλος, από την εμπειρία του ως διοικητικό στέλεχος της «Greek War Relief Association», στο τομέα υποδομών της πρωτοβάθμιας υγείας.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννης Διαμαντής
Ερευνητές/τριες
Ευτυχία Βαρδούλη
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/12/2021
Διάρκεια
162'