Ο γύρος του κόσμου πάνω στο πλοίο: η αφήγηση ενός παλιού ναυτικού
Ενότητα 1
Σύντομη περίληψη της ναυτικής εμπειρίας
00:00:00 - 00:06:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Θα μου πείτε το όνομά σας; Λούβαρης Λεονάρδος. Ωραία. Εγώ είμαι η Κατσαρή Μαρία Ελένη. Είμαι ερευνήτρια του Istorima. Σήμερα, ο μ…χι μόνο από μένα, από όλο το πλήρωμα. Άλλοι μένανε μέσα, άλλοι βγαίνανε έξω, ανάλογα τη διάθεση που ‘χε ο καθένας και τι κάνανε. [ΔΙΑΚΟΠΗ]
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η απόφαση για εκκίνηση και εγκατάλειψη της δουλειάς στα πλοία και τα βιογραφικά και οικογενειακά στοιχεία του αφηγητή
00:06:09 - 00:14:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Γράψε. Την απόφαση την πήρα, λόγω, όπως σου είπα, τη δεκαετία του ‘60, ήτανε δύσκολα τα πράγματα. Δουλειές πολλές δεν υπήρχανε, στις …οκαίρια αναγκάζοτανε και πήγαινε μεροκάματα αλλού, για να μπορέσει να μας συντηρήσει. Όταν ήμουνα εγώ, δηλαδή, δεκαεφτάμιση-δεκαέξι χρονών.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η ζωή στο πλοίο
00:14:07 - 00:47:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Οπότε, φεύγετε με το πλοίο, ποια ήταν ακριβώς η δουλειά σας; Τα καθήκοντά σας; Τα καθήκοντά μου, ήμουνα ναύτης στην αρχή. Μετά έγινα μαραγκ…άλο. Οπότε, κάπως έτσι θα είναι κι αυτοί, τώρα. Δε θα σέβονται ο ένας τον άλλον. Σου λέει: «Ίδιοι είμαστε. Τι είμαστε;». Τότε, υπήρχε λίγο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Οι εντυπώσεις από τα ταξίδια και η απόφαση για δημιουργία οικογένειας
00:47:59 - 00:52:51
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Οπότε, θα ‘θελα, έτσι λίγο, να μου πείτε ιστορίες, εντυπώσεις που σας έχουν μείνει από τα λιμάνια που κατεβαίνατε. Σαν αυτό που μου ε…ο Νεώριο. Όταν σταμάτησα τη θάλασσα –δεν σου είπα;– δούλεψα για λίγο στο Νεώριο. 7 χρόνια; 8; Αλλά, σου λέω, ξεκίνησα με χαμηλό μισθό, για…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Από λιμάνι σε λιμάνι
00:52:51 - 01:02:32
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Χαρτί, στο πλοίο, παίζατε και με λεφτά; Αν ήθελες, ήτανε πολλοί που παίζανε και με λεφτά. Αλλά εγώ δεν έπαιζα. Εγώ έπαιζα κάνα «66», που κι…υν στη γαλότσα μου». Απαγορευότανε, επειδή δεν ήταν δικά τους προϊόντα. Δεν τους επιτρέπανε, ναι, ναι. Ήθελαν μόνο τα δικά τους προϊόντα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Ενθύμηση μέσα από φωτογραφίες
01:02:32 - 01:11:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα δούμε λίγο τις φωτογραφίες; Και θα… Δες, άμα θες. Θες να σου λέω τι είναι η κάθε μία; Ναι. Θα τις βγάζω κιόλας εγώ. Ωραία. Βγάζε. Αυτή…θα γράψεις, ό,τι δε σ’ ενδιαφέρει, θα σβήσεις. Έλεγξέ τα. Εγώ αυτά είχα να σου πω. ΟΚ. Ευχαριστώ πολύ. Ναι ‘σαι καλά. Βγάλε μου αυτό μόνο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Ωραία. Θα μου πείτε το όνομά σας;
Λούβαρης Λεονάρδος.
Ωραία. Εγώ είμαι η Κατσαρή Μαρία Ελένη. Είμαι ερευνήτρια του Istorima. Σήμερα, ο μήνας έχει 30 Σεπτεμβρίου 2021 και ξεκινάμε. Πείτε μου, αν θέλετε, μερικά πράγματα για σας. Ημερομηνία γέννησης…
Ημερομηνία γέννησης: 20 Σεπτεμβρίου,1944. 1944! Το 1962, λόγω της κρίσης που υπήρχε –δουλειές δεν υπήρχανε–, μπήκα στα καράβια. 17μιση χρονών. Πήγα σε αρκετά μέρη. Δηλαδή, με το πρώτο πλοίο, ξεκίνησα, πήγα Ρωσία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ισραήλ, Πειραιά, Ιταλία, πάνω στην Τεργέστη, Ισπανία. Έκανα έναν χρόνο μέσα. Βγήκα, έκατσα 15 μέρες και μετά πήρα άλλο πλοίο, πιο μεγάλο. Αυτό ήτανε μικρό. Ήτανε 6.000 τόνοι και ήτανε μόνο στη Μεσόγειο. Μετά, πήρα πιο μεγάλο πλοίο, 22.000 τόνοι, και βγήκα έξω. Το πήρα απ’ την Ιταλία, πήγαμε Αμερική. Από Αμερική φορτώσαμε, πήγαμε Πολωνία. Από Πολωνία γυρίσαμε ξανά, φορτώσαμε απ’ την Αμερική κάρβουνο, πήγαμε στην Ιαπωνία, στο Kobe. Μετά γυρίσαμε, πήγαμε το Περού, περάσαμε τον Μαγγελάνο, ανεβήκαμε Βραζιλία, ξεφορτώσαμε, πήγαμε Αργεντινή, ξαναφορτώσαμε σιτάρι, πήγαμε Βενεζουέλα, το ξεφορτώσαμε, ξαναπήγαμε Νέα Ορλεάνη, ξαναφορτώσαμε πάλι για Πολωνία. Μετά, γυρίσαμε πίσω, φόρτωσε ξανά. Πήγαμε στην Αλεξάνδρεια, ξεφορτώσαμε. Στο τέλος σιτάρια κουβαλούσε. Από κει, πάλι, έφυγα και πήγα το στρατιωτικό μου. Μετά το στρατιωτικό, πήρα ένα πλοίο απ’ το Port Said, 10.000 τόνοι, ήτανε πιο μικρό αυτό. Δεν πήγαινε γρήγορα και κάναμε 42 μέρες, απ’ το Port Said να φτάσουμε στη Κίνα. Εκεί ξεφορτώσαμε. Μετά, πήγαμε Φιλιππίνες, σε τρία λιμάνια. Φορτώσαμε καρύδα, την οποία την πήγαμε Ολλανδία, Γερμανία και από κει έφυγα εγώ, το πλοίο θα συνέχιζε μέχρι τη Νορβηγία. Την οποία μας είπαν ότι θέλαν για φάρμακα και για αρώματα, την κάναν την καρύδα. Δε μ’ άρεσε το πλοίο, γιατί δεν είχε δουλειά μέσα και δεν είχε κονόμα, και απ’ τη Γερμανία, έφυγα. Βρήκα ένα άλλο πάλι, πιο μικρό, 6000 τόνοι, το οποίο έκανε ταξίδι Πειραιά-Βηρυτό-Λατάκια ξεφορτώναμε, Κύπρο φορτώναμε, πηγαίναμε Βέλγιο-Ολλανδία, ξεφόρτωνε, από κει, απ’ τα δυο λιμάνια, πάλι φορτώναμε και γυρίζαμε πάλι, το ίδιο δρομολόγιο. Αλλά, επειδή ήτανε μικρό και ήτανε χειμώνας, φοβόμουνα να περάσω το Bay, από κει, Ατλαντικό και να ανέβουμε απάνω, το Dover-Calais και όλα αυτά, έφυγα, και τον Νοέμβριο του ‘67, βρήκα ένα άλλο, 12.000 τόνοι, το οποίο έκατσα και 20 μήνες μέσα. Αυτό το πήρα απ’ το Λος Άντζελες, πήγαμε στο Περού, φορτώσαμε, πήγαμε στο Kobe, ξεφόρτωσε, και μας ναύλωσε η “Mitsubishi” και κατεβάζαμε αμάξια, από Ιαπωνία στην Αυστραλία, και από κει, πηγαίναμε. Απ’ την Αυστραλία φορτώσαμε κάρβουνο και ανεβήκαμε απάνω. Φορτώσαμε αλάτι και ανεβάσαμε στη Βόρειο Ιαπωνία για τους δρόμους. Πήγαμε πιο κάτω, στη Νέα Καληδόνια, και φορτώσαμε πάλι minerali, πάλι για την Ιαπωνία, κάνα-δυο φορές. Δηλαδή, κάθε έναν μήνα με 40 μέρες, ανεβοκατεβαίναμε τα ίδια δρομολόγια. Δηλαδή, στην Ιαπωνία, πήγα οχτώ φορές, σε τέσσερα-πέντε λιμάνια. Στην Αυστραλία, πήγα σε τέσσερα λιμάνια, στο Σίδνεϋ, πήγα τρεις φορές, στη Μελβούρνη δύο, στην Αδελαΐδα, δύο, στο Grimsby, μία, στο Newcastle, μία. Έκανα αυτά δρομολόγια, εντάξει; Κι έκατσα 20 μήνες μέσα κι από κει έφυγα και δεν ξαναέφυγα. Έμεινα, πια, εδώ. Τώρα, μες στο καράβι… Σε όλα τα καράβια, η ρουτίνα ήτανε η ίδια. Εάν είσαι στο πέλαγος, έχεις τα τρία τετράωρα βάρδια. Δηλαδή, 04:00-08:00, 08:00-12:00, 12:00-16:00. Πάντα, εναλλάξ. Δηλαδή, ανά δύο άτομα, κάναμε αυτές τις βάρδιες, εναλλάξ. Δηλαδή, έκανα 12:00-16:00 το μεσημέρι, έκανα 12:00-04:00 το βράδυ. Αυτό ήταν το οχτάωρό μου. Το πρωί, αν είχα 12:00-04:00, τρώγαμε στις 04:00 η ώρα τη νύχτα, δεν σηκωνόμουνα για πρωινό, γιατί το πρωινό τους στο καράβι, ήταν 07:0089 η ώρα το πρωί. Οι υπόλοιποι τρώγανε κανονικά, στις 07:00 η ώρα. Και σηκωνόμουνα 10:30-11:00, για να φάω πάλι, να συνεχίσω τη βάρδια στις 12:00-16:00. Όταν ήτανε στο λιμάνι, δεν είχε βάρδιες. Σπούσαμε τις βάρδιες και υπήρχε ένας νυχτοφύλακας, μόνο, το βράδυ. Από τις 18:00 το βράδυ, μέχρι τις 06:00 το πρωί. Οι υπόλοιποι όλοι, δουλεύανε στο κατάστρωμα, κανονικά. Δηλαδή, από τις 08:00 μέχρι τις 10:00, στις 10:00 είχε coffee time, στις 12:00 φαΐ. Στη 13:00 πάλι δουλειά. Στις 15:00 coffee time, στις 17:00 φαΐ και τέρμα. Από κείνη την ώρα, ήσουνα ελεύθερος να βγεις έξω, άμα ήθελες. Ανάλογα την εποχή, έβγαινες. Τώρα στις 17:00, στις 19:00; Αν ήτανε καλοκαίρι, έβγαινες πιο αργά. Τώρα, το πού πηγαίναμε. Ως επί τω πλείστον, βγαίναμε για βόλτα. Μ’ άρεσε, ας πούμε, να βλέπω τα μαγαζιά, γιατί, εντάξει, και κάποια ψώνια που ήθελα. Κάποια ρούχα, τη μια, παπούτσια, την άλλη, μόνο για να χαζέψουμε· και πηγαίναμε σε κάνα μπαράκι, να πιούμε κάνα ποτό, ανάλογα την εποχή. Ή ουίσκι, αν ήταν καλοκαίρι, μπυρίτσα, και να γνωριστούμε με καμιά κοπέλα, να περάσουμε την ώρα μας. Αυτή είναι η διαδικασία, δηλαδή, του καραβιού. Τώρα, αν θέλεις κάτι… Τι άλλο θέλεις να σου πω; Τον Panama έχω περάσει –και μάλιστα έχω τη φωτογραφία, να δεις τα βαγονάκια που τραβάνε τα πλοία– και σε όλα τα λιμάνια, το ίδιο πράγμα γινότανε. Όχι μόνο από μένα, από όλο το πλήρωμα. Άλλοι μένανε μέσα, άλλοι βγαίνανε έξω, ανάλογα τη διάθεση που ‘χε ο καθένας και τι κάνανε. [ΔΙΑΚΟΠΗ]
Ενότητα 2
Η απόφαση για εκκίνηση και εγκατάλειψη της δουλειάς στα πλοία και τα βιογραφικά και οικογενειακά στοιχεία του αφηγητή
00:06:09 - 00:14:07
Ωραία. Γράψε. Την απόφαση την πήρα, λόγω, όπως σου είπα, τη δεκαετία του ‘60, ήτανε δύσκολα τα πράγματα. Δουλειές πολλές δεν υπήρχανε, στις αρχές του ‘60, το 1962, μετά, σιγά σιγά, άρχισε κι ανέβαινε βέβαια η δουλειά. Και είχα ακούσει από κάτι γνωστούς μου πώς: «Έχει λεφτά η θάλασσα, έχει λεφτά η θάλασσα». Λέω κι εγώ: «Να μαζέψω λεφτά». Κι έτσι, μπήκα μέσα. Έκανα τα 2 χρόνια, έκανα το στρατιωτικό μου, μετά λέω, αφού τελείωσα το στρατιωτικό μου και είχα μείνει πανί με πανί, λέω: «Τώρα πρέπει να ξαναφύγω, για να μαζέψω κάνα φράγκο». Και γι’ αυτό, έφυγα, ας πούμε, άλλα 3 χρόνια μετά και συνέχισα αυτό. Μέχρι που αποφάσισα, σου είπα, να μείνω έξω. Γιατί έβλεπα, στον Πειραιά που ερχόμασταν, εντάξει, στο εξωτερικό δεν είχαν, αλλά στον Πειραιά, μόλις έφευγε το καράβι, να βλέπω τα παιδάκια να κουνάνε το μαντήλι, εντάξει. Οι γυναίκες να χαιρετάνε. Να είναι ο άλλος στην κουπαστή και να βλέπει τα παιδιά του και να ψευτο-δακρύζει, και λέω: «Αυτή τη δουλειά δεν θέλω να την κάνω. Ή θα συνεχίσω τη θάλασσα και θα μείνω μόνος μου κι όσα έρθουν και όσα πάνε ή θα σταματήσω στη στεριά και θα κάνω οικογένεια». Και έτσι, αποφάσισα και έμεινα έξω. Και δούλεψα λίγο στο ναυπηγείο και μετά ξεκίνησα τη δουλειά τη δικιά μας, εδώ.
Για πείτε μου λίγο, κάποια ακόμα προσωπικά στοιχεία. Καταρχάς, από πού είστε;
Εγώ είμαι βέρος Συριανός, από το χωριό, απ’ τη Βάρη είμαι. Από χωριό είμαι. Εκεί μεγάλωσα, μέχρι που παντρεύτηκα και έμεινα στη Βάρη. Μετά κατέβηκα κάτω. Χωριό.
Και είχατε αδέρφια, έχετε αδέρφια;
Έχω δυο αδερφές και έναν αδερφό, που έφυγε πριν ενάμιση χρόνο.
Συλλυπητήρια.
Πιο μικρό. Ο πιο μεγάλος ήμουνα εγώ. Οι άλλοι είναι πιο πίσω όλοι.
Και ένα πατρώνυμο θα χρειαστώ. Το όνομα του πατέρας σας.
Ιωάννης. Να. Ο αντικαταστάτης του!
Οπότε, μένατε πάντα Σύρο.
Σύρο, πάντα. Δεν έχω φύγει καθόλου, εκτός αυτό που έλειπα έξω. Μου είχανε πει να μείνω στην Αθήνα, αν θέλω να δουλέψω, γιατί είχα γνωστούς εκεί, και τους έλεγα: «Παιδιά, εγώ στην Αθήνα, δεν θέλω να μείνω. Προτιμώ στη θάλασσα, να μαζέψω και να πάω στη Σύρα, να κάνω κάτι εκεί». Στην Αθήνα δεν ήθελα με τίποτα. Δεν μου άρεσε καθόλου! Δηλαδή, πολυκοσμία, αυτά όλα. Μου λέγανε: «Μα, εδώ είναι ωραία! Έχει τα θέατρα. Έχει το…». «Βρε, δε μ’ ενδιαφέρει ούτε θέατρα», λέω, «ούτε…». Τα μαγαζιά μου αρέσανε. Ειδικά, εντάξει και στην Αυστραλία, περιποιημένα. Δηλαδή, την τεχνολογία, σου ξανάπα, που είχανε, που εμείς δεν την είχαμε εδώ με τίποτα, ας πούμε. Έμπαινες στα μαγαζιά μέσα στην Ιαπωνία και δεν ήξερες τι να πρωτο-διαλέξεις. Ξεκινούσες, έπιανες το αυτοκινητάκι απλό, μικρό, μετά, έβλεπες το άλλο το κουρδιστό, ποιο κάτω, με μπαταρίες. Είχαν άλλη τεχνολογία αυτοί εκεί. Ήτανε, δηλαδή, πολύ προοδευτικοί. Αυτά. Και μ’ άρεσε, ας πούμε, εκεί πέρα. Γι’ αυτό βγαίναμε σε μαγαζί. Τις πιο πολλές φορές, βγαίναμε και πηγαίναμε και χαζεύαμε, δεν ψωνίζαμε. Γιατί; Γυρεύαμε και ψωνίζαμε και στο τέλος δεν είχαμε λεφτά! Και βγαίναμε μόνο, έτσι, βόλτα, ας πούμε, να περάσει η ώρα. Δηλαδή, δεν το μετάνιωσα δηλαδή αυτά τα 5 χρόνια, που έλειψα έξω. Ούτε φοβήθηκα! Ανεξάρτητα… Δηλαδή, οι πιο χειρότερες θάλασσες –και από πιο παλιούς το ‘χω ακούσει να το λένε– είναι η Μαύρη Θάλασσα, γιατί είναι κλειστή και τα κύματα είναι κοντά και γρήγορα. Και σε ταλαιπωρούν γρήγορα. Και η Αδριατική, γιατί είναι κλειστή κάτω, δεν ξεθυμαίνουν. Ενώ στον Ειρηνικό και στον Ατλαντικό, μπορεί να έχει κύμα 10 μέτρα, 8 μέτρα, αλλά είναι πιο μακρύ, πιο αργό! Σε πιο μεγάλη απόσταση, δηλαδή. Προφταίνει το καράβι και έκανε αργές κινήσεις. Ενώ σε αυτά, το πήγαινε γρήγο[00:10:00]ρα. Το ταλαιπωρούσε αυτό. Να φοβηθώ, δεν φοβήθηκα ποτέ, γιατί δεν κινδύνεψα για να φοβηθώ. Κι αυτό, γιατί αν είχα κινδυνέψει, μπορεί και να ‘χα σταματήσει. Να ‘χα φοβηθεί. Αλλά δεν κινδύνεψα και έτσι, συνέχισα, ας πούμε, αυτό το πράγμα.
Η οικογένειά σας είχε σχέση, καθόλου, με τα ναυτικά ή με τα καράβια;
Όχι! Ο πατέρας μου χωριανός ήτανε. Κι ο αδερφός μου συνέχισε τη δουλειά του χωριού. Και όταν και αυτός απολύθηκε από στρατιώτης, είχε πάει οδηγός στα λεωφορεία και ήταν οδηγός στα λεωφορεία και ήταν οδηγός στα λεωφορεία, που είχε ξεκινήσει, σου λέω, πια η δουλειά, μετά από κει. Μετά απ’… Δηλαδή, από το ‘62 που έφυγα, που ήτανε ζόρικα, μέχρι το τέλος του ‘68-’67, που απολύθηκα από φαντάρος, είχαν αρχίσει οι δουλειές και είχε δουλειά. Και στη στεριά και στη θάλασσα ζήτηση. Δηλαδή, όταν πήγα να φύγω στον Πειραιά, με το που πήγα, μ’ έπιασε ένας, μου λέει: «Ήρθες για δουλειά;». Λέω: «Ναι». «Πάμε», λέει: «Έχουμε μια καλή εταιρία. Ζητάει κόσμο». Σε ζητούσανε. Μην κοιτάς τώρα, που όλα τα πλοία έχουνε βάλει Φιλιππινέζους κι αυτά μέσα. Τότε υπήρχανε μόνο Έλληνες. Και δουλειά και παραπάνω λεφτά σου δίναν, άμα σε είχαν ανάγκη! Κι έτσι συνέχισα, ας πούμε. Μέχρι το ‘69, τον Αύγουστο μήνα. Από κει, σταμάτησα.
Και όταν αποφασίσατε να πάτε στο πλοίο, σας βοήθησε κάποιος γνωστός ή πήγατε και ζητήσατε δουλειά; Θυμάστε πώς έγινε;
Το πρώτο πλοίο το είχα πάρει από δω, από τη Σύρα. Έκανε επισκευή και μέσω, πράγματι, μιανού γνωστού, μπήκα μέσα. Ήτανε κάποιοι, πάλι Συριανοί, παλιοί ναυτικοί, από την Άνω Σύρο, και τη γνώριζα λιγάκι, με βοηθήσανε και μπήκα μέσα. Γιατί ήμουνα και πιτσιρικάς. Ήμουνα 17μιση χρονών. Και βέβαια και με προστάτευσαν αυτοί στην αρχή, σαν πιο παλιοί ναυτικοί, όλο με προστατεύσανε. Όταν βγαίναμε έξω, δεν με αφήνανε να βγω με πιτσιρικάδες άλλους. Μου λέει: «Μαζί θα βγούμε», ας πούμε, «να πάμε να γνωρίσουμε μία κοπέλα ή να πιούμε ένα ποτό». Δε μ’ αφήνανε μόνο! Την πρώτη χρονιά. Ε, τη δεύτερη, ας πούμε, μετά ξεθάρρεψα λίγο και εγώ. Εντάξει. Έκανα με της ηλικίας μου παρέα.
Εντάξει.
Και η οικογένειά σας, όταν φύγατε, πώς το πήρε;
Στην αρχή, επειδή υπήρχε δυστυχία και φτώχεια, δεν μπορώ να πω ότι χαρήκανε, αλλά θέλανε να πάει κάποιος από τους τέσσερις μας να δουλέψει. Γιατί δούλευε ο πατέρας μου μόνο στα κτήματα και καταλαβαίνεις τώρα, στο χωριό, τι κτήματα υπήρχανε· και να μεγαλώνει τέσσερα παιδιά. Τα επόμενα ταξίδια, δηλαδή μετά το στρατιωτικό μου, κλαίγανε όταν έφευγα. Αλλά τους έλεγα: «Μην κλαίτε καθόλου. Εγώ πάω να δουλέψω. Πάλι θα γυρίσω, πάλι θα σας ξαναβρώ εδώ. Μη στεναχωριέστε», λέω, «καθόλου». Εκεί, ναι, γιατί είχαν αρχίσει, άλλαζαν τα πράγματα. Είχε πει πιο οικονομική άνεση και ο πατέρας μου και όλα αυτά και μου ‘λεγε: «Κάτσε να βρεις εδώ στη στεριά δουλειά». Λέω: «Ακόμα τώρα, όχι. Ακόμα τώρα, θα φύγω για έξω. Κάποια στιγμή, θα μείνω». Αλλά στην αρχή, τουλάχιστον δεν τους είδα να κλαίνε. Μπορεί, όταν έφυγα και την πρώτη φορά, να κλαίγανε! Εγώ δεν τους είδα. Μετά το στρατιωτικό μου, που ο πατέρας μου ήτανε σκληρός άνθρωπος, τον είδα ότι βούρκωσε την ώρα που τον χαιρέτησα για να φύγω. Αυτό το είδα.
Τους βοηθούσατε οικονομικά, με το πλοίο;
Ναι! Δηλαδή, πιο πολλά από τα μισά λεφτά, από το μισό μηνιάτικο που έπαιρνα, τα ‘στελνα. Βέβαια! Αφού ήξερα ότι… Πιο πολλά απ’ τα μισά λεφτά, τα ‘στελνα στο σπίτι. Μέχρι τον τελευταίο χρόνο πια, τα ‘στελνα τα λεφτά, αλλά μου τα έβαζε στην τράπεζα για πάρτη μου.
Ποιος; Δεν το κατάλαβα αυτό.
Τον τελευταίο χρόνο έστελνα τα λεφτά μου, αλλά μου τα έβαζε για πάρτη μου, στην τράπεζα. Δεν έπαιρνε εκείνος τίποτα. Γιατί είχε ξεπεταχτεί κι ο αδερφός μου, ήτανε 20 χρονών, δούλευε, οι αδερφές μου είχανε ξεπεταχτεί, δουλεύανε, και είχε κάπως πιο ευκαιρία, ας πούμε, οικονομική. Αλλά στην αρχή, ήτανε δύσκολα τα πράγματα. Γιατί τα καλοκαίρια δεν υπήρχανε θερμοκήπια τότε. Ό,τι φυτεύανε στο ύπαιθρο. Τη μια τους ξεραινόταν, την άλλη γινόταν, και τα καλοκαίρια αναγκάζοτανε και πήγαινε μεροκάματα αλλού, για να μπορέσει να μας συντηρήσει. Όταν ήμουνα εγώ, δηλαδή, δεκαεφτάμιση-δεκαέξι χρονών.
Οπότε, φεύγετε με το πλοίο, ποια ήταν ακριβώς η δουλειά σας; Τα καθήκοντά σας;
Τα καθήκοντά μου, ήμουνα ναύτης στην αρχή. Μετά έγινα μαραγκός. Ο ναύτης είναι η δουλειά του, την ώρα που φτάνει το πλοίο στο λιμάνι, πηγαίναμε μισοί στην πλώρη, μισοί στην πρύμνη να δέσουμε. Στο τιμόνι που σου είπα, ανά τέσσερις ώρες, δύο άτομα εναλλάξ. Και τις δουλειές, άμα ήτανε στο λιμάνι, να βάψουμε, να καθαρίσουμε, να ... Δηλαδή, άμα λέμε να καθαρίσουμε, όχι κουζίνες κι αυτά. Στην κουζίνα ήτανε μαγείροι, παραμαγείροι, καμαρότοι. Στην κουβέρτα πάνω. Τους μπουλμέδες απ’ έξω το πλοίο, όλα αυτά, να βάψουμε, να καθαρίσουμε. Αυτά κάναμε, όταν ήτανε στο λιμάνι. Είχα… Κι απ’ έξω, στο πλοίο. Δηλαδή, τα γράμματα του καραβιού στην πλώρη που θα δεις, είναι γραμμένα, είχα κρεμαστεί δυο φορές στη σκαλωσιά.
Τις δουλειές που μου είπατε, λοιπόν, ότι βάφατε, και συντηρούσατε απ’ έξω, τις κάνατε ως καραβομαραγκός πια;
Όχι! Άλλος ήταν ο μαραγκός. Τελευταία μ’ είχε κάνει μαραγκό. Επειδή είχα πολύ καιρό στο καράβι και είχε φύγει ο μαραγκός, για πιο πολύ μισθό. Όχι, βάφαμε. Ο ελαιοχρωματιστής, ας το πω έτσι. [Δ.Α.] βάψιμο του καραβιού. Δηλαδή, σου λέω, είχα γράψει τα γράμματα μπροστά, είχα κατέβει δυο φορές. Είχα κατέβει, είχε κρεμάσει την άγκυρα, είχα βάψει την άγκυρα. Άλλοι βάφανε απάνω. Όχι μόνος μου, και οι άλλοι. Απ’ τη μία μεριά εγώ, απ’ την άλλη, ήτανε άλλοι, όταν ήτανε στο λιμάνι το πλοίο. Το πλοίο, απ’ έξω. Καμιά φορά κάναμε ματσακόνι, όπου είχε σκουριά, να βγάλουμε τη σκουριά, να το περάσουμε μίνιο, όλα αυτά, να το βάψουμε δυο-τρία χέρια. Δηλαδή, αυτές ήταν οι δουλειές μας. Όταν ξεφόρτωνε το πλοίο, είχε σκουπίδια μέσα τ’ αμπάρι! Από σιτάρι, μπορεί να φορτώσει κάτι άλλο. Πρέπει να το καθαρίσεις. Καθαρίζαμε τα αμπάρια. Αυτές ήταν οι δουλειές του ναύτη. Ήταν άλλοι πάλι, που ήταν στη μηχανή. Ο λαδάς, για να λαδώνει τους άξονες που δουλεύανε, να μη φθείρονται, ο θερμαστής στα καζάνια, για να δίνει ατμό, ο τρίτος μηχανικός. Αυτοί ήτανε πάλ, στη μηχανή. Εμείς ήμασταν στην κουβέρτα. Ο γραμματικός, ο ανθυποπλοίαρχος, ο καπετάνιος. Αυτά ήταν άτομα της κουβέρτας. Δηλαδή, ο καπετάνιος δεν είχε καμιά δουλειά στη μηχανή. Ήταν ο πρώτος μηχανικός για τη μηχανή. Εμείς ήμασταν άτομα της κουβέρτας. Όταν έκανε κρύο στο πέλαγος, που δεν μπορούσαμε να δουλέψαμε απέξω, κάναμε τους διαδρόμους. Φασίνα με ποτάσα, σαπούνι, καθαρίζαμε. Δηλαδή, πλέναμε τους διαδρόμους. Το καμαροτάκι, έκανε κάθε μέρα σφουγγαρίσματα, χαμός αλλά τις χοντρές δουλειές τις κάναμε εμείς, όταν έκανε κρύο, που δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε απ’ έξω. Γιατί, για παράδειγμα, στη Ρωσία όταν πρωτοπήγα, εκεί που πηγαίναμε, είχε πάγους. Πήγαινε το παγοθραυστικό μπροστά, στα 50 μέτρα πίσω εμείς ακολουθούσαμε, και ώσπου να φτάσουμε εκεί που ήταν το πάγο… Έκλεινε πάλι ο πάγος! Και συνεννοηθήκανε, ο καπετάνιος του παγοθραυστικού είπε: «Γυρίστε πίσω, γιατί αν θα προχωρήσουμε ακόμα λίγο, θα μείνετε απάνω για 6 μήνες. Μέχρι να λιώσουν οι πάγοι, για να ξαναφύγετε». Και γυρίσαμε πίσω. Δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Γιατί, είναι η Μαύρη θάλασσα και μετά στενεύει λίγο και έχει μία άλλη θάλασσα μικρή, που είναι –δεν ξέρω–, στη Ρωσία είναι. Ναβαροσίσκ; Οντέσα είναι μέσα εκεί; Κάτι τέτοια. Και είχαμε γυρίσει πίσω. Στη θάλασσα, σου είπα, εντάξει, είχε κύματα. Στον Ειρηνικό, για παράδειγμα, έβλεπες το κύμα αργό, βουβό. Δεν ήταν άσπρο το κύμα. Κύμα αργό. Όπως ανεβαίνει το δελφίνι αργά-αργά και ξαναβουτάει, έτσι ήταν το κύμα. Γιατί, άμα ήτανε καλοσύνη… Δηλαδή και καλοσύνη που ήτανε, το κύμα το είχε. Πολύ σπανίως να μην έχει κύμα. Όταν είχε αέρα ή ξέρω ‘γω, είχε κύμα, αλλά πάλι μεγάλο και αργό. Δηλαδή, έβλεπες το καράβι, βουτούσε κάτω η πλώρη του κι ήταν το κύμα εκεί και έπεφτε το κύμα πάνω στο καράβι και μετά ανέβαινε το καράβι και δεν έβλεπες θάλασσα μπροστά. Ήταν το καράβι έτσι, μέχρι που ξαναβουτούσε. Αλλά, αργές κινήσεις. Είχε θάλασσα, είχε. Και η χειρότερη είναι, άμα είναι στο πλάι. Γιατί, άμα είναι στο πλάι, μέχρι 20 μοίρες, 25; Γιατί, όπως είναι έτσι, στις 45 μοίρες σε φέρνει με το πλάι. Μέχρι 20 μοίρες, 18 μοίρες, υποφερότανε. Πιο πολύ, στις 45 είναι με το πλάι και οι 90 είναι τα πάνω-κάτω, αφού είναι 180. Κατάλαβες.
Ναι, ναι.
Εντάξει. Αλλά σου είπα, δεν είχα φοβηθεί ποτέ. Έβλεπα κάποιους παλιούς ναυτικούς, που είχανε παιδιά και οικογένειες και περιμένανε από λιμάνι σε λιμάνι, να λάβουνε γράμμα. Και θυμάμαι μία δόση, κάποια γιορτούλα ήτανε και είχαμε βγάλει κάποιες μπύρες και πίναμε και είχε θάλασσα. Είχαμε βάλει το κασετοφωνάκι, αλλά το κασετοφωνάκι πότε έφευγε –ξέρεις– και το πιάναμε, το ξαναβάζαμε στην πλάκα πάνω. Και χορεύαμε! Και λέω του λοστρόμου, του ναύκληρου, του λέω: «Λοστρόμε, να σε κεράσω μία μπύρα;». Λέει: «Δεν θέλω». Το ξαναλέω δεύτερη φορά και ξέρεις τι μου απαντά; «Για δες, ρε», μου λέει, «κάτι αναίσθητους! Από στιγμή σε στιγμή κινδυνεύουμε, κι αυτοί χορεύουν». Του λέω: «Και εσύ που κάθεσαι στην καρέκλα, άμα γίνει κάτι, θα πας και εγώ που χορεύω, θα πάω». Απλή απάντηση! Του λέω: «Τι να σου κάνω; Δηλαδή, άμα κάτσω έτσι, δε θα πάω;». Ήτανε, γιατί σου λέω, ήτανε… Τα μυαλά μου ήμουνα 22-23-24 χρονών, ενώ ο άνθρωπος ήτανε 50 χρονών. Και σου λέει είχε οικογένεια, παιδιά, σκεφτόντανε. Μπορεί τα παιδιά του να σπουδάζανε, είχε έξοδα. Πολλά μετρούσανε!
Μου είπατε κάποια πράγματα, σε σχέση με τις δουλειές. Είπατε ότι τα καθαρίζατε και τα περνούσατε με μι…
Ναι. Τη λαμαρίνα. Πριν μπει η μπογιά, την περνάς με μίνιο. Είναι ένα… Πώς βάζουμε; Μπογιά είναι, αλλά το λένε: «μίνιο». Όπως και τα σίδερα, εδώ, αυτά όλα. Τα περνάς πρώτα με μίνιο και μετά βάφεις, ας πούμε, π[00:20:00]άνω.
Και τους διαδρόμους, γιατί τους καθαρίζατε και με ποτάσα; Καυστικό δεν είναι η ποτάσα;
Η ποτάσα, ναι. Βάζαμε λίγη ποτάσα. Δεν βάζαμε πολλή, να μας κάψει! Για να φύγουν οι λαδιές, η κάπνα, όλα αυτά που μαζευόντανε. Με το σκέτο σαπουνάκι, με σκέτο νερό, δεν φεύγει. Και βάζαμε λίγη ποτάσα και σαπούνι και το καθαρίζουμε. Λίγη, όχι πολλή. Γιατί, πάντα, από τις καπνιές, όταν φορτώνεις κάρβουνο, όσο και να κλείναμε τις πόρτες και τα φινιστρίνια, το κάρβουνο, ο μποχός περνούσε μέσα. Ήθελε κάπου καθάρισμα! Ή όταν έφευγε το πλοίο από κάθε λιμάνι, μετά απ’ το φόρτωμα, που κλείναμε τ’ αμπάρια, πιάναμε τη μάνικα και το πλέναμε όλο. Από άλμπουρο, από πλώρα μέχρι πρίμα, όλο! Γιατί είχε μποχό, είχε –ξέρεις– σκόνες! Ήτανε και λίγο… Στα άλλα δεν ήταν τόσος... Στο τελευταίο ήτανε πολύ μίζερος ο καπετάνιος, γιατί, αυτός είχε κάνει με ποστάλια. Είχε κάνει με του Χαντρή τα υπερωκεάνια: το «Ελληνίς» και το «Πατρίς». Αυτά που ανεβοκατέβαιναν, τότε, Αυστραλία. Πρώτη φορά καπετάνευε σε εμπορικό. Και του άρεσε να είναι περιποιημένο. Για αυτό μας έβαζε συχνά και είχε λεφτά, είχαν υπερωρίες, όλα αυτά. Του άρεσε να το βλέπει περιποιημένο.
Αλήθεια, το όνομα… Τα ονόματα, μάλλον, των πλοίων που ταξιδέψατε, τα θυμάστε;
Το πρώτο ήταν ο «Άγιος Νικόλαος». Το δεύτερο ήτανε το «Φολέγανδρος», αυτό που ήτανε 22.000 τόνοι, το τρίτο ήταν ο «Στυλιανός Ρέστης», ο τέταρτο ήτανε «Grecia Med» και το πέμπτο ήτανε το «Dona Margarita». Τα θυμάμαι. Γιατί να μην τα θυμάμαι; Σου λέω, γιατί μου άρεσε αυτή η δουλειά. Πώς να σου πω; Δεν πήγα, δηλαδή, δυσαρεστημένα μέσα. Ναι μεν, η οικονομική ανάγκη με έκανε, αλλά μου άρεσε! Αφού πήγαινα, ας πούμε, μου άρεσε! Που γύριζα, που έβλεπα! Μ’ άρεσε αυτή η δουλειά, ας πούμε.
Στις εργασίες που κάνατε, είχατε φαντάζομαι και το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα των προϊόντων;
Όχι! Αυτά ήταν, έρχονταν οι εργάτες. Όπως ξεφορτώνουν και εδώ τα πλοία οι εργάτες, οι λιμενεργάτες, που δένουν τα πλοία και αν έχεις βαλίτσες, να στα μεταφέρει όλα αυτά οι λιμενεργάτες; Λιμενεργάτες! Όπως ξεφορτώνουν, τώρα, τα container στον Πειραιά, τότε δεν ήταν container. Ήτανε χύμα τα πράγματα. Και ερχόταν οι εργάτες και ξεφορτώνανε! Σου… Παντού, δεν είχε... Για αυτό και καθόμαστε πολλές μέρες στα λιμάνια. Μόνο όταν τα φόρτωνε η minerali, που έπεφτε το στυλό μέσα και ώσπου να γυρίσεις και να δεις... Δηλαδή, στο αμπάρι μέσα, όπως ήτανε τόσο, ένα σωρουδάκι μες στη μέση κι ήτανε 2.000 τόνοι το σωρουδάκι. Αυτό είναι το minerali. Η καρύδα, για παράδειγμα, είχαμε γεμίσει μέχρι απάνω τ’ αμπάρια. Το σιτάρι γέμιζε μέχρι απάνω. Ανάλογα το φορτίο, για να πιάσει το [Δ.Α.] στο πλοίο. Το σιτάρι που φορτώναμε, κι αυτό σε 2 μέρες, το φορτώνανε. Γιατί δεν [Δ.Α.]. Ενώ τα άλλα, πολεμούσανε με τον γερανό, να βάλουν σαμπανιά-σαμπανιά. Δηλαδή, στην Κεϋλάνη που πήγαμε, 10.000 τόνοι αλεύρι, έκαναν έναν μήνα να μας ξεφορτώσουνε. Πολεμούσαν τώρα, αυτοί κιόλας οι άνθρωποι πεινούσανε από την πείνα τους δεν ξέραν τι να κάνουνε, και ένα-ένα σακί κάνανε σαμπανιά, με την μπίγα, να το βγάλουν έξω, να το ακουμπήσουνε και να πιάσουν το άλλο! Ήτανε άλλα τα ξεφορτώματα τότε. Ενώ, τώρα, είναι το container, το τσιμπάει. Για αυτό και κάνουν τώρα 6 μήνες μέσα. Γιατί το πλήρωμα δεν προλαβαίνει να βγει έξω! Άμα έρθει ένα καράβι στον Πειραιά και σε 6 ώρες σου πετάει 100 κοντέινερ έξω και φεύγει, πού να προφτάσεις να βγεις; Ποιος θα πρωτοβγεί έξω; Αφού όλοι πρέπει να είναι μέσα, stand by, επιφυλακή. Ενώ παλιά δεν είχε τέτοια. Μετά, σου ‘πα, στην Ιαπωνία, πηγαίναμε, έτυχε να μην έχει στον μόλο η σειρά μας να πέσουμε, μέναμε αρόδο· δυο μέρες, τρεις μέρες και βγαίναμε με τη λάντζα έξω. Το πλήρωνε το γραφείο τη λάντζα. 6 η ώρα να μας πάει, 12 να επιστρέψουμε.
Το minerali τι είναι;
το minerali είναι σίδερο. Πετρώματα, αλλά είναι το σίδερο που το λιώνουνε. Δηλαδή, μπορεί να έχει 80% σίδερο, να έχει 5% χώμα, να έχει 5% αλουμίνιο. Πώς να στο πω; Μαντέμι… Είναι βαρύ. Δηλαδή ένα βοτσαλάκι να,0 τόσο δα, μπορεί να είναι 1 κιλό. Είναι βαρύ πράμα, γιατί είναι σίδερο. Από αυτό βγαίνει το σίδερο. Το λιώνανε και βγάζαν το σίδερο.
Και τα «σαμπάνια», που μου είπατε; Ότι: «Τα κάνανε σαμπάνια».
Τα αμπάρια είχανε δίχτυ με δυο σχοινιά και τ’ ακουμπούσαν τα σακιά απάνω, δέκα-δέκα σακιά και τα σηκώνανε και τα βγάζαν έξω. Τα σαμπανιάραν και τα βγάζαν έξω. Ενώ στην Αυστραλία, για παράδειγμα, που το φορτώναμε, γιατί ήταν εξελιγμένοι βέβαια, είχανε κάνει λουρί και τα σακιά τσουλούσαν και έπεφταν κάτω στ’ αμπάρι. Κι ήτανε κάτω τα άτομα μόνο που τα στοιβάζανε. Τσουλούσαν και τα στοιβάζανε. Είχε λουρί –ξέρεις– και έτρεχε και τα πήγαινε κάτω. Όπως και το minerali, έτσι φορτωνότανε. Γι’ αυτό φόρτωνε γρήγορα. Δεν περιμένανε, σαμπανιά-σαμπανιά να το ρίξουνε. Είχανε το λουρί, πετούσε, σε μια ώρα, 2.000 τόνοι. Σε δυο μέρες, είχαμε φύγει. Ήτανε… Απ’ την Ιαπωνία, σου ‘πα, φορτώναμε αμάξια για κάτω. Το ‘χε ναυλώσει η “Mitsubishi” και φορτώναμε αμάξια. Γι’ αυτό πήγαμε σε πολλά λιμάνια. Και έχω πάει, σου λέω, στο Σίδνεϋ τόσες φορές, Μελβούρνη και αυτά, έχω πάει από δυο-τρεις φορές. Στην Ιαπωνία, σχεδόν σε όλα τα μεγάλα λιμάνια: από Γιοκοχάμα, Τόμπι, και το Κόμπι, Οσάκα, Χιροσίμα, εκεί που έπεσε η μπόμπα, πιο πάνω Ναγκασάκι. Και σ’ αυτά από δυο-τρεις φορές. Μόνο στα δυο, στο Ναγκασάκι πήγα, στη Χιροσίμα δύο, στη Γιοκοχάμα ίσα με τρεις φορές, στο Κόμπι τρεις φορές, στο Τόκιο δύο. Δηλαδή, κάναμε συνέχεια ταξίδια πάνω-κάτω. Ανάλογα από πού ήθελε να φορτώσει, φορτώναμε και φεύγαμε.
Και η λάντζα, με την οποία βγαίνατε; Τι εννοείτε μ’ αυτό;
Ποιο;
Ότι σας βγάζανε με τη λάντζα. Τι θα πει αυτό;
Η λάντζα είναι σαν τα καΐκια ένα πράγμα, αλλά ήτανε για να παίρνει κόσμο.
Α!
Και έπεφτε δίπλα στο.. Τη λέγανε «λάντζα». Και λάντζες τις λένε, δεν ξέρω πώς αλλιώς να σας την πω, λάντζα την άκουσα! Όπως είναι ένα καΐκι, αλλά ήτανε κενή μέσα, σκεπαστή. Και μπαίναμε μέσα, για να μας βγάλει έξω.
Επειδή ήτανε πιο μέσα αραγμένο.
Αραγμένο! Στο [Δ.Α.] το βαπόρι, στο φανάρι αραγμένο, πώς θα βγεις; Ερχότανε η λάντζα και μας έβγαζε.
Και πώς και δεν έπιανε λιμάνι, ας πούμε, το πλοίο;
Πώς δεν έπιανε;
Ναι!
Δε σου λέω; Περιμέναμε, για να αδειάσει ο τόπος, για να πάμε να ξεφορτώσουμε εμείς. Ήταν τα λιμάνια γεμάτα. Τότε, η Ιαπωνία ήταν στο φουλ. Δηλαδή, αρόδου, για παράδειγμα, στη Γιοκοχάμα, μπορεί να ‘βλεπες και 10 καράβια, 12, φουνταρισμένα και να περιμένουν σειρά, να πάνε να ξεφορτώσουνε. Είχε πολύ κίνηση τότε. Δεν είχε αρχίσει, η Κίνα και η Κορέα να φτιάχνουν καράβια ακόμα. Τα φτιάχνανε όλα εκεί. Για αυτό πηγαίναμε πολύ minerali, κάρβουνο. Γι’ αυτό πηγαίναμε πολύ. Όχι μόνο εμείς, κι άλλα πλοία δηλαδή! Γιατί κατασκεύαζαν καράβια συνέχεια. Αυτό το τελευταίο, το «Dona Margarita», ήτανε κατασκευασμένο στην Αγγλία. Το δεύτερο, το «Φολέγανδρος», που ήτανε 22.000 τόνοι και πήγα το ‘63 μέσα, ήταν η κατασκευή του ‘60. Είχε φτιαχτεί στην Ιαπωνία. Και δεν ήθελα, επειδή είχα κάνει με πιο παλιό, και δεν ήθελα να πάω με παλιό, του λέω: «Αν έχει κάνα καινούριο, πάω. Αλλιώς, άλλο. Θα βρω κάποιο καινούργιο να πάω».
Γιατί δε θέλατε να πάτε με πιο παλιό καράβι; Λόγω…;
Γιατί, τα παλιά, εντάξει. Όσο πιο παλιό, πιο επικίνδυνο, να στο πω έτσι, Πιο επικίνδυνο! Άμα είναι κανένα που οι λαμαρίνες του είναι τρύπιες και μπαίνουν τα νερά μέσα; Τότε δεν τα ψάχναμε, όπως τα ψάχνουν τώρα. Τώρα, τα πλοία έχουνε και διπλά τοιχώματα. Δηλαδή, εκτός εδώ, το τοίχωμα που είναι το αμπάρι, έχει τοίχωμα και απ’ έξω. Αλλά 80 πόντοι τοίχωμα, γύρω-γύρω. Οπότε, αν τρακάρει και κάνει τρύπα, να μην μπουν τα νερά μέσα. Έχει διπλό. Ενώ τότε, ούτε τα ψάχνανε. Έβλεπες πλοία 30 χρονών. Αυτό το πλοίο τώρα, μεσα στη θάλασσα 30 χρόνια, οι λαμαρίνες του τι θα ‘ναι; Θα ‘χανε γίνει σαν… Από 10 χιλιοστά, θα ‘χανε γίνει τσιγαρόχαρτο. Και ήθελα… Εντωμεταξύ, τα παλιά δεν τα περιποιούνταν κιόλας. Δεν είχανε δουλειά. Κι εγώ ήθελα ένα, που να ‘χει δουλειά! Να, αυτό το καινούργιο που σου λέω, σε 12 μήνες το ‘χαμε βάψει δυο φορές, από πλώρα μέχρι πρίμα, όλο! Το κομοδέσιο, τα άλμπουρα. Δηλαδή, κάθε πέντε μήνες, του ‘κανε βάψιμο. Γιατί ήτανε καινούργιο και είχε υπερωρίες, είχε να δουλέψεις, ας πούμε. Γι’ αυτό ήθελα. Ενώ το παλιό, σου λέει: «Παλιό είναι. Κάποια στιγμή ή θα βουλιάξει ή θα το πουλήσω για παλιοσίδερα. Τι να το φτιάξω;».
Σας άρεσε η δουλειά, ε;
Μου άρεσε σου είπα, γιατί, σου είπα, δεν είχα κινδυνέψει και δεν είχα φοβηθεί. Και μ’ άρεσε. Ε, ήξερα, έκανα τη βάρδιά μου, στο λιμάνι το οκτάωρο μου, το βράδυ βόλτα, αν είχα διάθεση. Αν δεν είχα διάθεση, παίρναμε εφημερίδες, περιοδικά απ’ την Αυστραλία, γιατί εκεί πάντα είχε, κάθε μέρα είχε περιοδικά, και καθόμουνα ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ανάλογα την εποχή. Έτυχε να έχει ζέστη, που να ‘σουνα ξαπλωμένος και να ιδρώνεις, να μην μπορείς να κάτσεις. Να δουλεύει το air condition –όχι, air condition τέτοια–, μάλλον αέρα, είχε χωνί με δροσερό αέρα. Άλλα είχαν ανεμιστήρες κι άλλο είχε δροσερό αέρα. Και έμπαινε ο αέρας. Αλλά ήταν τόσο ζέστη, που ήσουνα ξαπλωμένος και ίδρωνες. Δηλαδή, η κουβέρτα, όταν περνούσαμε τον Ισημερινό, αν έπεφτε νερό χάμω, έβγαζε ατμό απ’ τη λαμαρίνα. Ήτανε τόσο πυρωμένη η λαμαρίνα, που γινόταν ατμός το νερό που έπεφτε. Και ανάλογα την εποχή, άμα ήτανε χειμώνας, είχες και διάθεση να κοιμηθείς. Κουλουριαζόσουνα. Άμα ήτανε ζέστη, 21:00 η ώρα, σουρούπωνε. Μπορείς να πας από τις 21:00 η ώρα να κοιμηθείς; Πήγαινα στις 22:00. Στις 23:30 ερχόταν ο άλλος: «Σήκω», λέει, «η βάρδια», 00:00-04:00. Κοιμόσουνα μια ώρα-μιάμιση, εντάξει. Κοιμόμουνα το πρωί βέβαια. Από τις 04:30, μέχρι τι ώρα ήθελα, μέχρι τις 11:00. Αλλά, σου λέω, δεν[00:30:00] είχα πρόβλημα.
Και πόσα άτομα, έτσι, ήσασταν μέσα στο πλοίο και δουλεύατε;
Το πλήρωμα, όταν πήγαινα εγώ, σχεδόν σε όλα τα πλοία, είχε από 30 μέχρι 32 άτομα. Είχε. Τώρα, με την τεχνολογία που έχουν τα πλοία, παραπάνω από 20-21, 19 άτομα, δεν έχουνε. Γιατί, πρώτα, σου είπα, ήτανε ο τρίτος μηχανικός στη μηχανή, ο λαδάς κι ο θερμαστής. Τώρα έχει τα κοντρόλ, που ελέγχουν από το δωμάτιό τους. Μάλλον, απ’ τη γέφυρα επάνω. Μόλις δουν ένα κόκκινο φωτάκι να χτυπάει στη μηχανή, τότε ειδοποιούνε τον τρίτο και του λέει, ας πούμε: «Άντε, δες τι συμβαίνει». Ενώ πρώτα, ήτανε κάτω τέσσερις ώρες, για να λαδώσουνε, να ελέγξουνε. Τώρα είναι όλα αυτόματα, από ό,τι μου έχουν πει τώρα ναυτικοί. 19-20-21 άτομο είναι μέσα, πλήρωμα. Δηλαδή, ως επί το πλείστον, οι ναύτες που χρειάζονται για να δέσουν το πλοίο κι, όπως σου ‘πα, για να καθαρίσουνε τα αμπάρια, να βάψουνε, και οι αξιωματικοί: ανθυποπλοίαρχος, γραμματικός, καπετάνιος, αυτοί. Ένας μάγειρας, ενώ πρώτα, υπήρχε μάγειρας, υπήρχε παραμάγειρας όταν πήγαινα εγώ. Ένα καμαροτάκι είχαμε εμείς, στο κατώτερο πλήρωμα, ένα καμαροτάκι είχαν οι αξιωματικοί. Και καμιά φορά είχε… Και σε ένα πλοίο είχε και καμαροτάκι, ειδικά, ο καπετάνιος. Τώρα, δεν υπάρχει ούτε παραμάγειρας… Α, και ο καμαρότος που έκανε την τροφοδοσία. Τώρα, δεν υπάρχει, ο καπετάνιος κάνει την τροφοδοσία, ένας μάγειρας μόνο είναι. Μετά: τώρα, έχει τα πλυντήρια μέσα, που πλένανε τα πιάτα, όλα, ρούχα. Τώρα έχει πλυντήρια. Τότε δεν υπήρχαν πλυντήρια και το καμαροτάκι έπρεπε, που ήμαστε εμείς στην κουβέρτα, 6-8-12 άτομα, ξέρω ‘γω, να πλύνει τα πιάτα, τα ποτήρια. Τα ‘κανε στο χέρι όλα αυτά, γι’ αυτό υπήρχε το καμαροτάκι. Ενώ τώρα τρως, πας στην κουζίνα, παίρνεις το πιάτο σου, απ’ ό,τι μου λένε, το βάζεις στο πλυντήριο, κάποιος ανοίγει το πλυντήριο, τα πλένει, έτοιμα! Τότε, δεν υπήρχαν αυτά. Τώρα είναι άλλα, από ό,τι μου λένε, τώρα, έτσι; Αυτά, δεν τα έχω κάνει εγώ αυτά. Εγώ, σου είπα, ήμουνα με τα παλιά. Να μας σερβίρει, να μας καθαρίσει, να…
Οπότε, ο καμαρότος ήταν, κάπως, στις υπηρεσίες σας. Να σας φροντίσει.
Ο καμαρότος, ναι. Ήταν να μας σερβίρει, να στρώσει το τραπέζι το πρωί, να μας βάλει τα πιάτα μας, ποτήρια, όλα αυτά. Ο «στούαρ» είναι ο αρχικαμαρότος, που λένε, ο οποίος έκανε την τροφοδοσία των πλοίων. Κι επειδή, τότε, επιτρεπόντανε και τα ποτά στα καράβια, μας έλεγε: «Θα κάνω τροφοδοσία», γιατί έκανε τροφοδοσία για δυο μήνες, για τρεις μήνες, ανάλογα. «Τι θέτε να σας φέρω;» Εγώ, του έλεγα: «Βάλε μου δυο κασάκια μπύρες, βάλε μου και ένα κιβώτιο Coca-Cola, ένα κιβώτιο πορτοκαλάδα, βάλε μου και ένα μπουκάλι ουίσκι» ας πούμε. Το καλοκαίρι μπυρίτσα, άμα έκανε κρύο, το ουϊσκάκι μου. Άλλος έπαιρνε παραπάνω, άλλος πιο λίγα, άλλος καθόλου. Πάντα, είχαμε, δηλαδή, ο καθένας μας κάτι μες στο δωμάτιο. Και αν δεν είχα εγώ και έβγαινα στην κουβέρτα να πιώ μία μπύρα, άμα έκανε ζέστη το βράδυ που σχολούσαμε απ’ τη βάρδια, ξέρω ‘γω 04:00 η ώρα, μου λέει ο άλλος: «Ρε, καμιά για μένα έχει;». «Θα σου φέρω και σένα ρε. Δεν βαριέσαι!» Σιγά μωρέ! Τότε, ήτανε φθηνά. Δηλαδή, το πακέτο τα τσιγάρα, τα αγοράζουμε, νομίζω, αν δεν κάνω λάθος, 18 cents; Ή πιο λίγο; Πολύ φθηνά. Γιατί, ήτανε τράντζιστο όλα αυτά. Ήτανε τράντζιστο. Ενώ έξω ένα μπουκάλι ουίσκι, που είχαμε πάρει από το Βέλγιο, το είχα πληρώσει ή 70 ή 80 δραχμές, στο καράβι, το πλήρωνα, ξέρω ‘γω, 60. Γιατί έκανε τροφοδοσία και του έκανε και έκπτωση και ήτανε και τράντζιστο.
Τράντζιστο, τι σημαίνει;
Χωρίς τελωνείο, πώς να στο πω; Να μην πληρώνεις φόρο, τον φόρο του τελωνείου, πώς το λένε αυτό; Τράντζιστο. Φόρο. Δεν πλήρωνες φόρο.
Άρα, αυτός ο καμαρότος, ήτανε στην ουσία, εξωτερικός και σας έλεγε ότι: «Εγώ θα φορτώσω το πλοίο για τους επόμενους 3 μήνες», ας πούμε-
Ναι!
Και του δίνατε, εσείς, ξεχωριστή παραγγελία, ο καθένας;
Ο καθένας! Εκείνος έκανε την τροφοδοσία, για το πλοίο· και έξτρα μας έλεγε: «Τι θες, εσύ;», «Τι θες, εσύ;» και μας έβαζε! Δηλαδή, παράγγελνε 20 κιβώτια, μπύρες για το καράβι; Του είχαμε παραγγείλει και άλλα 5 εμείς; Έβαζε 25 κιβώτια μπύρες. Και μας τα κρατούσε, μετά ο καπετάνιος απ’ τον λογαριασμό μας. Όχι μας τα χάριζε! Μας τα κρατούσε απ’ τον λογαριασμό. Όσο τα πλήρωνε το καράβι. Όχι εμπόριο λιανικό, δηλαδή. Όσο τα πλήρωνε το καράβι.
Αλήθεια, τι τρώγατε στο καράβι;
Το φαγητό ήτανε, σχεδόν, κάθε εβδομάδα το ίδιο. Είχε τρεις φορές… Κυριακή-Δευτέρα-Τετάρτη- Πέμπτη-Σαββάτο είχε κρεατικό, μεσημέρι-βράδυ. Τη μια, κρέας με ρύζι, την άλλη μακαρόνια, την άλλη γιουβέτσι, την άλλη ψητό και δυο φορές τη βδομάδα, Τρίτη και Παρασκευή, είχε ψάρι μεσημέρι-βράδυ. Ήτανε στάνταρ. Το πρωινό είχε –ανάλογα την εποχή– ή γάλα ή τσάι, πάντα δυο αυγά, μπέικον ή ham ή λουκάνικο μαζί και συν, αν ήθελες εσύ να κάνεις ένα τσάι να πιείς ή να φας δυο ελιές ή να πιάσεις λίγο βούτυρο, αυτά ήταν πάντα στο ψυγείο, είχε πάντα το ψυγείο. Ελιές, βούτυρο, τυρί, αυτά τα είχε μέσα. Αλλά τα στάνταρ ήταν αυτά. Πέντε φορές τη βδομάδα κρεατικό μεσημέρι-βράδυ και δυο φορές τη βδομάδα ψάρι. Καμιά φορά, έκανε ψάρι πλακί ή σούπα. Εγώ δεν τα πολύ-έτρωγα, εν πάση περιπτώσει, για αυτό, αν με είδες εκεί που είμαι στη βάρκα, είμαι και ακόμα πιο αδύνατος ακόμα. Ήμουνα, λίγο, στο φαΐ μίζερος, δεν ήμουνα... Ενώ άλλοι έρχονταν 50 κιλά και φεύγαν 70, εγώ πήγαινα 65 και γύρναγα 63. Δεν ήμουνα…
Οι δουλειές που κάνατε, έτσι, είναι επικίνδυνες δουλειές, ωστόσο.
Εντάξει, πάντα προσέχεις όμως. Ναι, είναι επικίνδυνα. Έπρεπε να προσέχεις, να μη μπλέξεις, να μη χτυπήσεις· και στα αμπάρια, που κατέβαινες 10 μέτρα κάτω με τη σκάλα, σα γάτης, ας πούμε, να μην πέσεις. Απ’ έξω, που σου λέω, που κρεμόμουνα, για να βάψουμε τα γράμματα και όλα αυτά, πάλι με ανεμόσκαλα, είχαμε βάλει μαδέρι με σκοινιά, να κάτσεις απάνω να τα γράφεις. Ήτανε οι δουλειές… Μα όποια δουλειά και να κάνεις, είναι επικίνδυνη! Ό,τι, και να οδηγείς, επικίνδυνα είναι, και το χαμαλίκι που κουβαλάω κιβώρια, επικίνδυνα είναι. Έχω γλιστρήσει και έχω σπάσει χάμω, έχω χτυπήσει τον αγκώνα μου, ας πούμε. Γλίστρησα, βαστούσα ένα κιβώτιο, έβαλα το ζόρι στο χέρι. Εντάξει, όλες οι δουλειές...
Και με λεφτά, τελικά, πώς ήτανε;
Λεφτά;
Ναι.
Τα λεφτά ήτανε καλά. Έπαιρνα 190 δραχμές την ημέρα, όταν τα μεροκάματα εδώ ήταν 100 δραχμές. Και όταν έφυγα από το καράβι που έπαιρνα 190 δραχμές την μέρα –ήτανε με το μήνα, σου υπολογίζω εγώ την ημέρα, γιατί το μηνιάτικο μου τόσο έβγαινε, ας πούμε– και είχα έρθει στο Νεώριο να πιάσω δουλειά, έπαιρνα 110 δραχμές. Και μου κρατούσαν τις 11 για το ΙΚΑ και έπαιρνα στο χέρι 99. Ενώ, εκεί ήτανε αυτά τα λεφτά. 180-190-170 δραχμές την ημέρα.
Τα καθαρά.
Καθαρά, ναι. Καθαρά. Και έτυχε να φύγω και με καράβι, που, επειδή ήθελε κόσμο και δεν έβρισκε, έφυγα και με λίγο παραπάνω. Δηλαδή, ο μισθός τότε ήταν 60 λίρες και εγώ του λέω: «Άμα θες να πάω, θα μου δώσεις 65». Να μου πεις: «5 λίρες παραπάνω;». 5 λίρες, είχε 80 η λίρα, ήτανε τέσσερα κατοστάρικα το μήνα παραπάνω. Έφυγα και με τέτοια περίπτωση. Αλλά, σου είπα, το περισσότερο μ’ ένοιαζε να έχει δουλειά μέσα, να κονομάω από κει. Στο ένα, που κάναμε 45 μέρες –σου είπα, το πήρα απ’ το Port Said να πάμε Κίνα– μια φορά καθαρίσαμε τ’ αμπάρια. Γιατί είναι έξτρα αυτό. Και τι πήρα; Δυόμιση λίρες. Ενώ το άλλο, που ανεβοκατέβαινε Αυστραλία, κάθε 20 μέρες κατεβαίναμε κάτω, καθαρισμό. Φορτώναμε, ανεβαίναμε πάνω, καθαρισμό. Ήτανε έξτρα λεφτά. Ή, σου είπα, που το ήθελε περιποιημένο και βάφαμε, να καθαρίσουμε.
Άρα, στην ουσία…
Έτυχε τώρα αυτό το καράβι. Δηλαδή, σου είπα, έκανα σε άλλο, όπως σου είπα, που δεν είχε τίποτα. Δηλαδή, αυτό που σου λέω, κάναμε 45 μέρες να πάμε στην Κίνα, δε δουλεύαμε καθόλου υπερωρίες. Ήταν παλιό το καράβι και δεν τον ένοιαζε αυτόν να το επισκευάσει, να το καθαρίσει, να φαίνεται περιποιημένο. Ενώ το άλλο ήτανε 10 χρονών καράβι. Έπρεπε να το κρατήσει άλλα 10 χρόνια ακόμα. Κατάλαβες; Είναι ανάλογα. Γι’ αυτό και έφευγα, άμα ήτανε παλιό.
Άρα, στην ουσία, μόνο και μόνο η παρουσία σας στο πλοίο πληρωνόταν τόσο, και όλα τα καθαρίσματα μετά ήταν έξτρα λεφτά.
Όχι. Το καθάρισμα των αμπαριών ήτανε έξτρα και πέρα απ’ το οχτάωρο, άμα δουλεύαμε, ήτανε έξτρα. Δηλαδή, στο οχτάωρό μου απάνω, άμα ήμασταν στο λιμάνι, που σου είπα, απ’ τις 08:00 το πρωί μέχρι τις 17:00 το απόγευμα που δουλεύαμε, αν μου ‘λεγε: «Βάψε τον μπουλμέ», αυτό ήταν στο μεροκάματο απάνω. Πέρα απ’ το οκτάωρο ό,τι κάναμε, ήταν έξτρα, ή όπως, αν είχα 12:00-04:00 βάρδια, που με ρωτούσε ο λοστρόμος: «Το πρωί να σε ξυπνήσω, να κάνεις καμιά ώρα;». «Ναι!». Με ξυπνούσε 08:00 η ώρα, ώσπου να πιώ τον καφέ μου πήγαινε 08:30, 11:30 πήγαινα να φάω και έπαιρνα 4 ώρες. Δούλευα 3 και έπαιρνα 4. Του λέω: «Ναι, σήκωσέ με», ας πούμε. Αυτό είναι έξτρα. Γιατί το μεροκάματο μου το ‘κανα στο τιμόνι. 12:00-16:00 το απόγεμα, 12:00-04:00 τη νύχτα. Αλλά τα άλλα, το καθάρισμα των αμπαριών ήτανε έξτρα. Είτε στο οχτάωρο ήταν ή οτιδήποτε ήταν έξτρα. Αυτό ήταν έξτρα λεφτά.
Και τις κυνηγούσατε τις υπερωρίες, ε;
Έλα;
Τις κυνηγούσατε τις υπερωρίες.
Τις κυνηγούσα, γιατί ήθελα να μαζέψω κάνα φράγκο. Γιατί πήγα, σου είπα; Άμα παίρνανε εδώ 100 δραχμές και εγώ έπαιρνα 180 και είχα σκοπό να μείνω έξω, τις κυνηγούσα. Γιατί ήθελα να ‘χω κάποια λεφτ[00:40:00]ά στα χέρια μου.
Τα πιάσατε;
Περίπου, ναι. Ανάλογα που έφαγα, στους 20 μήνες, ήρθα στη Σύρο με 100 χιλιάρικα. Συν αυτά που έτρωγα. Αλλά, σου είπα, έτρωγα περιορισμένα, όχι σπατάλες. Σαν άνθρωπος να βγω, ό,τι ήθελα να ψωνίσω, περιορισμένα. 20 μήνες, 100 χιλιάρικα. Γιατί δούλευα. Δεν πήγα μέσα να κοροϊδέψω ή να πάω να κοιμάμαι! Ήταν άλλοι που δεν τους ενδιέφερε να δουλέψουνε. Σου λέει: «Παίρνω το μηνιάτικο, είμαι ξαπλωμένος, καλά είμαι εδώ, να». Ο καθένας τις ανάγκες που είχε! Εγώ που ‘χα μπει για κάποιο σκοπό, έπρεπε να δουλέψω.
Μου είπατε ότι κάποιοι τα χαλούσανε και όλα τα λεφτά τους.
Ναι. Ήτανε συγκεκριμένα ένα άτομο. Ένα άτομο, ό,τι είχε. Όχι, δύο! Και μάλιστα, τον έναν τον ξεμπαρκάρισε ο καπετάνιος. Γιατί είδε ότι ήταν και μεγάλος άνθρωπος, είχε οικογένεια και δεν έστελνε λεφτά στο σπίτι; Δεν ξέρω! Πάντως, τον έδιωξε. Ο άλλος ήταν πιο πιτσιρικάς, δεν τον ένοιαζε. Σου λέει: «Θες, κράτα τα, θες φάε τα». Αυτόν που είχε οικογένεια, τον έδιωξε. Ε, ναι, αυτοί θέλαν να κάνουν τη ζωή τους. Σου λέει... Αλλά έβγαινε κάθε μέρα εξόδους, έτρωγε τα λεφτά και φεύγαμε. Πηγαίναν αλλού, ό,τι μάζευε πάλι, τα ξανάπαιρνε. Εντάξει, αυτό είναι… Δηλαδή, σε όλα μου τα αυτά, σε δυο άτομα μου τύχανε τέτοια. Οι πιο πολλοί πηγαίναν για νοικοκυριό. Άλλοι πηγαίνανε, όπως είχαν έρθει δυο παιδιά απ’ τη Χίο και θέλανε να δουλέψουνε, να μαζέψουν 200 χιλιάρικα, για να κάνουν ένα καΐκι, παραγάδι, να πηγαίνουν για ψάρεμα. Αυτοί δεν βγαίνανε πια και καθόλου έξω. Είχαν έρθει με σκοπό να μαζέψουνε λεφτά, ας πούμε. Ήταν άλλοι που δεν τους ένοιαζε και τα τρώγανε. Δηλαδή, δυο άτομα, σου είπα, είναι σε όλη την καριέρα μου, αυτά τα πεντέμισι χρόνια, που δεν άφηναν μία. Οι υπόλοιποι, άλλοι πιο πολύ, άλλοι πιο λίγο, τρώγανε, αφήνανε, ανάλογα. Αλλά, σου λέω, οι άλλοι δεν βγαίνανε καθόλου, για να μαζέψουνε τα λεφτά, να πάνε να κάνουν το καΐκι.
Εσείς, δυσκολευτήκατε να κάνετε εγκράτεια με τα λεφτά;
Όχι. Όχι, γιατί από μικρός, δεν είχα φουλ λεφτά! Δεν είχα όσα ήθελα. Και είχα μάθει με την οικονομία και έκανα την οικονομία. Έκανα την οικονομία μου.
Αλήθεια, μέσα στο πλοίο κάνατε φιλίες;
Φιλίες, με τρία άτομα. Με δύο μάλλον, κι ένας εγώ, τρεις. Με όλους, με κανέναν δεν είχα τσακωθεί. Με όποιος μου έλεγε να βγούμε εξόδους, βόλτα, να, έχω και φωτογραφία αυτούς του τέσσερις που είδα, αλλά με δύο άτομα ήμαστε οι κολλητοί. Που, άμα φεύγαμε από το λιμάνι, λέγαμε τι φάγαμε, τι χαλάσαμε, τι μας έμεινε, πού πήγαμε, τι κάναμε. Ήμαστε κολλητοί. Με λίγα λόγια, σαν να λέγαμε τα οικογενειακά μας. Ενώ με τους άλλους, με κανέναν δεν είχα τσακωθεί, με όλους ήταν καλά, όποιος μου ‘λεγε: «Πάμε βόλτα;», άμα είχα διάθεση, του ‘λεγα: «Ναι». Άλλος μου ‘λεγε την άλλη μέρα. Του λέω: «Ρε, χθες βγήκα. Σήμερα δεν έχω διάθεση», γιατί δεν ήθελα να βγω! «Δεν έχω διάθεση», του λέω, «σήμερα να βγω». Αλλά με όλους! Και στο καράβι μέσα και ποτέ δεν είχα τσακωθεί. Δεν έδινα δικαίωμα, δηλαδή. Κοίταζα να κάνω τη δουλειά μου, να μιλάω με όλους, χωρίς να δώσω δικαιώματα.
Κι όταν είχατε, έτσι, ελεύθερο χρόνο στο πλοίο, πώς τον περνούσατε τον χρόνο σας πάνω στο πλοίο; Όταν δεν είχατε πιάσει λιμάνι.
Α, στο πέλαγος.
Ναι.
Κοίταξε, κάνα χαρτάκι, κάνα τάβλι. Τότε, δεν υπήρχαν ούτε τηλεοράσεις ούτε Skype που είναι τώρα, για να μιλήσεις κι αυτά. Κάνα χαρτάκι, καμία τηλεόραση. Άμα ήτανε κρύο, μέσα, άμα ήτανε καλοκαίρι, καθόμασταν απ’ όξω, στ’ αμπάρια. Μια δόση, είχαμε κάνει και κάποια βαράκια και κάναμε γυμναστική. Είχαμε πάρει και σούστες από την Ιαπωνία, έτσι, για να ανοίγουν να τα χέρια μας. Είχαμε κάνει βαράκια –είχα κάνει εγώ, δηλαδή– από κουτάκια, δυο κουτάκια εδώ και δυο από δω, για αυτό. Είχα πιάσει ένα γκαζοτενεκέ, τον είχα κόψει, τον είχα γεμίσει μπετό, για να κάνω… Μετά, κάποια στιγμή, μας τα πέταξε ο λοστρόμος στη θάλασσα. Γιατί λέει: «Πολεμάτε, κάνετε γυμναστική και το πρωί δεν έχετε όρεξη για δουλειά». Του λέω: «Δεν μας παρατάς», του λέω. Τέλος πάντων, αλλά τις πιο πολλές φορές, έτσι. Ή ξάπλα άμα ήτανε χειμώνας, σου λέω, που παίρναμε εφημερίδες, περιοδικά, διαβάζαμε. Ανάλογα! Στο πέλαγος, σου ‘πα, πάντα υπήρχανε βάρδια. Όταν εγώ είχα 16:00-20:00 βάρδια το απόγευμα, σχoλούσα 20:00 η ώρα το βράδυ. Εντάξει, αν έκανε κρύο, θα καθόμουν μέχρι τις 21:00-22:00, μετά, πήγαινα κοιμηθώ, να με σηκώσουνε το πρωί. Αν είχα 20:00-00:00. 00:00 η ώρα τη νύχτα. Αν ήτανε καλοσύνες, που είχα, ξέρω ‘γω, 04:00-08:00 ή αν είχα τη 00:00-04:00 που σου είπα, μπορεί να με βρίσκανε και 09:00 η ώρα, να ‘μουνα στην κουβέρτα ακόμα. Αν έκανε ζέστη, πώς να κοιμηθείς; Έτσι, περνούσε, με παρέες, να λέμε, να καλαμπουρίζουμε, ανάλογα. Σου λέω, καθόμασταν, να βγάλουμε μία μπύρα να πιούμε! Για αυτό τις περνάμε έτσι. Ή άμα γιόρταζε κάποιος, κερνούσε ή εγώ, όταν γιόρταζα, έλεγα: «Κέρασε τα παιδιά». Γι’ αυτό έπαιρνα καμιά μπύρα παραπάνω. Να κεράσεις στη γιορτή σου ένα κουτάκι μπύρα. Μας έδινε το πλοίο, τρεις φορές τη βδομάδα είχε μπύρα. Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή είχε μπύρα το μεσημέρι. Κι όταν ήτανε γιορτές –δηλαδή, μπορεί να ήτανε Πέμπτη και Παρασκευή να ήταν, ξέρω ‘γω του Αγίου Κωνσταντίνου– είχε πάλι μπύρα στη γιορτή. Όταν ήτανε γιορτές, είχε μπύρες. Τα Χριστούγεννα τα κονιάκ, τα ουίσκια στο τραπέζι, είχε πάρει ξηροί καρποί ο καμαρότος, είχε κάνει το κομμάτι του δηλαδή και είχε τέτοια. Όχι, εντάξει ήτανε μωρέ! Ήτανε μία οικογένεια κλειστή, με λίγα λόγια. Σαν να ήμαστε μία οικογένεια κλειστή, όλοι μέσα εκεί.
Έτσι, μου είπατε πριν ότι χορεύατε. Μου είπατε ένα επεισόδιο που χορεύατε.
Ναι. Είχαμε πιεί κάμποσες μπύρες και είχαμε έρθει στο κέφι και βάζουμε το κασετοφωνάκι. Είχαμε πάρει ένα πλαστικό, τα πρώτα που είχανε βγάλει στην Ιαπωνία, και όποιος ερχόντανε μέσα, όταν πήγα εγώ, είχα πάρει πέντε καινούργιους δίσκους. Αν ερχότανε άλλος, είχανε βγει άλλοι καινούργιοι, ήτανε τα δισκάκια τότε, σαράντα πέντε στροφών. Και τα βάζαμε κι ακούγαμε τραγούδια και χορεύαμε. Έτσι περνούσε. Ανάλογα, σου λέω, τι ήτανε.
Καθόλου ιστορίες λέγατε; Ιστορίες, παραμύθια και τέτοια;
Όχι. Τι ιστορίες να πούμε; Σου είπα, ο καθένας μετά που φεύγαμε, έλεγε ο καθένας πώς πέρασε, τι έκανε, πού πήγε. Αν έμεινε ευχαριστημένος εκεί που πήγε ή δεν έλεγε, αυτά. Δεν είχε… Αλλά, σου λέω, δεν είχες και πολύ χρόνο ελεύθερο, ας πούμε. Άμα έκανες τη βάρδιά σου, κοίταζες να φας, να πιείς κάνα καφέ, να πας να κοιμηθείς 2-5 ώρες, ξέρω ‘γω, για να ξαναβγείς στη δουλειά. Δεν ήτανε…
Μου κάνει, έτσι, εντύπωση, γιατί φαντάζομαι ότι επειδή υπήρχε και η ιεραρχία, υπήρχαν κι όλα αυτά τα…; Οι τυπικοί χαιρετισμοί και…; Εννοώ, με τους ανώτερους αξιωματικούς.
Όχι και τόσο. Όχι και τόσο! Ως επί το πλείστον, τα κατώτερα πληρώματα, οι ναύτες, κάναμε παρέα πιο πολύ με τους ναύτες. Οι θερμαστές, μηχανικοί, αυτοί. Οι αξιωματικοί κάνανε… Αλλά έτυχε να βγω εγώ βόλτα, να πάμε σε μπαρ, μαζί με τον γραμματικό, ας πούμε, με τον δεύτερο καπετάνιο. Μου λέει: «Πάμε να πιούμε καμιά μπύρα;». «Αμέ! Γιατί να μην πάμε;». Και βγήκαμε, δεν είχε… Από ό,τι μου λένε τώρα, τώρα δεν ξεχωρίζεις πια. Μπορεί να βγει ο ανθυποπλοίαρχος, [Δ.Α.] ακόμα καλύτερα. Αν και τώρα δεν υπάρχουν Έλληνες μες στα καράβια, από ό,τι μου λένε, σου λέω. Είναι Φιλιππινέζοι, είναι διάφοροι. Αλλά ναι, εντάξει, υπήρχε μία ιεραρχία. Σεβόσουνα, δηλαδή. Δηλαδή, τον ανθυποπλοίαρχο δεν τον φώναζα με τ’ όνομά του. Τον έλεγα: «Καπετάν Μανώλη», «Καπετάν Δημήτρη». Τον γραμματικό, επίσης. Τον καπετάνιο: «Καπετάνιε»! Ενώ τώρα, μπορεί να τους φωνάζουνε με τ’ όνομά τους, δεν είναι... Ξέρεις ότι είναι ανθυποπλοίαρχος, αλλά λες: «Μήτσο», ξέρω ‘γω. Τότε, ναι, υπήρχε μια πιο σοβαρή αυτή. Τώρα, δεν ξέρω. Αλλά, δεν νομίζω τώρα, γιατί έχουνε γίνει ελεύθερα. Βλέπω εγώ… Πρώτα σεβόμασταν τους πιο μεγάλους. Τώρα κι ένας νεαρός δε σέβεται τον πιο μεγάλο. Οπότε, κάπως έτσι θα είναι κι αυτοί, τώρα. Δε θα σέβονται ο ένας τον άλλον. Σου λέει: «Ίδιοι είμαστε. Τι είμαστε;». Τότε, υπήρχε λίγο.
Ωραία. Οπότε, θα ‘θελα, έτσι λίγο, να μου πείτε ιστορίες, εντυπώσεις που σας έχουν μείνει από τα λιμάνια που κατεβαίνατε. Σαν αυτό που μου είπατε με την Ιαπωνία ας πούμε, με τα παιχνίδια. Πράγματα έντονα που είδατε ή που ζήσατε αυτά τα χρόνια.
Έντονα, τι…;
Πράγματα που να σας έκαναν εντύπωση. Μου ‘πατε για την Ιαπωνία, η τεχνολογία της, ας πούμε.
Εκεί, που στην Κεϋλάνη, εκεί δεν είχε τίποτα. Το μόνο που είχε, είχε ένα καροτσάκι μ’ ένα καθισματάκι και ένα παιδάκι, είχε παιδάκια 10-12 χρονών και τα τραβούσανε. Και μας έπαιρνε, για να φύγουμε απ’ το λιμάνι στο Κολόμπο, να πάμε στην πόλη. Δεν είχε ούτε ταξί ούτε τίποτα. Και καθόμαστε απάνω και μία δόση, του λέω μιανού: «Ρε συ, περίμενε». Σταματάει,« Φύγε!», του λέω, «Θα πάρω εγώ το καροτσάκι κι εσύ θ’ ανέβεις απάνω». «Όχι!», μου λέει, «Άμα με δούνε, θα με δείρουνε!». «Βρε, φύγε από κει», του λέω! Και πήρα το καροτσάκι εγώ και οι άλλοι που κάναμε παρέα, που κάθονταν εκεί πέρα. Παίρνω δρόμο, λοιπόν, και τους φτάνω και μου φωνάζανε αυτοί κι εγώ έτρεχα με το καρότσι! Κι ο πιτσιρικάς δεν καθόταν απάνω. Φοβότανε. «Θα με δείρουνε», λέει, «άμα με δούνε!». Κάτι τέτοιες αηδίες, ας πούμε, κάναμε, για να ξεφεύγουμε λίγο από το… Στην Αυστραλία πηγαίναμε στο New Town, που υπήρχαν ελληνικά ταβερνάκια, είχε σουβλατζίδικο, είχε μανάβικα, είχε μπακάλικα. Όχι μόνο ελληνικά. Είχε ελληνικά, είχε τουρκικά, γιατί είχε πολλούς Τούρκους εκεί, είχε βουλγαρικά. Είχε βουλγάρικα μαγαζιά. Αλλά εμείς πηγαίναμε, βέβαια, στα ελληνικά. Να πάμε σε μία ταβέρνα, να πιούμε ένα κρασάκι, γιατί στο καράβι ή μπύρα… Ή έξω βγαίναμε, ή μπύρα ή ουίσκι. «Πάμε να πιούμε ένα κρασάκι», ξέρω ‘γω, ή «Πάμε να πάρουμε ένα σουβλάκι». Και βγαίναμε, ας πούμε, έτσι, μια βόλτα. Αλλά δεν είναι, να πω ότι μου έκανε εντύπωση κάτι… Εντάξ[00:50:00]ει, τις όπερες μόνο, που πέρασα κάνα κάνα-δυο-τρεις φορές από δίπλα, αυτές που είναι πυραμίδες –πώς τις λένε αυτές;– και τις είδα, Μέσα δεν πήγα ποτέ. Δεν πρόφταινα να πάμε μέσα. Μπάνια που κάναμε στην Αυστραλία, όταν πηγαίναμε, όταν ήταν καλοκαίρι. Αφού ανεβοκατεβαίναμε, πάντα σχεδόν καλοκαίρι ή χειμώνα βρίσκαμε. Στην Ιαπωνία, τι άλλο; Δεν θυμάμαι κάτι συγκεκριμένο.
Στην Ιαπωνία, λοιπόν, είχατε αγοράσει παιχνίδια;
Είχα αγοράσει παιχνίδια! Και στέρεο, το “Sony”, ραδιοπικάπ είχα αγοράσει, όπου το ‘καψα μια δόση –εν πάση περίπtώσει, αυτό είναι άλλη ιστορία– και ραδιοπικάπ είχα αγοράσει και ρούχα. Πάντα, κάτι, ένα κουτσουμπλέκι παίρναμε.
Παιχνίδια έπαιρνα μόνο για να φέρω σε κάτι ανιψάκια, ξέρω ‘γω, κάτι ξαδέρφια μου πιο μικρά που είχα, και έπαιρνα κάνα παιχνιδάκι και τους έφερνα, ας πούμε, κάνα παιχνίδι τέτοιο. Αλλά, όχι πολύ ακριβά πράγματα, γιατί, σου ‘πα, πήγα για να μαζέψω φράγκα, όχι για να τα φάω! Κάτι άλλο… Δεν έχω κάτι άλλο. Αυτά ήτανε η περιπέτειά μου, δηλαδή.
Και τελικά, κάνατε γρήγορα οικογένεια, μετά απ’ αυτό;
Ξεμπαρκάρισα το ‘69, τον Αύγουστο, τη γυναίκα μου την γνώρισα το ‘70, τον Μάρτιο. Ναι. Σχεδόν γρήγορα. Μείναμε αρκετό καιρό, έτσι, αρραβωνιασμένοι και μετά παντρευτήκαμε. Πολύ γρήγορα. Σχεδόν 6 μήνες, μετά το ξεμπάρκο, κάναμε γνωριμία. Γιατί ήθελα, ήμουνα, πια 25 χρονών, 26. Και λέω: «Κάπου τώρα, πρέπει να κατασταλάξομε».
Και πόσα παιδιά κάνατε;
Ένα. Μόνο τον Γιάννη. Γιατί είχε δύσκολη εγκυμοσύνη. Θα μπορούσαμε κι άλλο, αλλά είχε δύσκολη εγκυμοσύνη. Είχε κάνει μια… Έκανε το πρώτο αποβολή. Μετά της είπε ο γιατρός να μείνει ανάπαυση στο κρεβάτι, για να μην το ξαναχάσει και ταλαιπωρία και της λέω: «Τώρα, δεν θα ξανατραβήξουμε τα ίδια. Άσε, να κάνουμε και λίγο τη ζωή μας. Εντάξει, έγινε αυτό που έγινε με το μικρό, καλά είναι. Τώρα να βγούμε και τις βόλτες μας». Και βγαίναμε μετά καμιά βόλτα εδώ πέρα. Αθήνα, όπου. Διάφορα. Κάθε Απρίλιο και κάθε Οκτώβριο πηγαίναμε βόλτα. Μόλις λασκάριζε… Πριν ξεκινήσει η δουλειά το καλοκαίρι και μόλις τέλειωνε. Και μετά, έφευγε ο κουνιάδος μου. Αυτό ήτανε μόνος του και μπορεί να καθόταν και δυο μήνες στην Αθήνα. Γιατί, είχε όλο του το σόι σχεδόν, απ’ της μάνας του το σόι, ήταν απάνω και έμενε εκεί.
Εννοείτε Οκτώβρη, όταν ξελάσκαρε δουλειά στο Νεώριο; Στο Νεώριο, όταν ξελάσκαρε η δουλειά; Επειδή, νομίζω, μου είχατε πει ότι μετά δουλέψατε στο Νεώριο.
Ναι! Δούλεψα στο Νεώριο. Όταν σταμάτησα τη θάλασσα –δεν σου είπα;– δούλεψα για λίγο στο Νεώριο. 7 χρόνια; 8; Αλλά, σου λέω, ξεκίνησα με χαμηλό μισθό, για…
Χαρτί, στο πλοίο, παίζατε και με λεφτά;
Αν ήθελες, ήτανε πολλοί που παίζανε και με λεφτά. Αλλά εγώ δεν έπαιζα. Εγώ έπαιζα κάνα «66», που κι εκεί μπορούσες να βάλεις στοίχημα και να πεις: «Όποιος κερδίσει, θα πάρει ένα πακέτο τσιγάρα», ας πούμε. Άλλοι παίζανε με τσιγάρο. Όποιος κέρδιζε: «Πάρε ένα τσιγάρο», «Πάρε δυο τσιγάρα», ανάλογα τι λέγανε. Εγώ όχι, με λεφτά, όχι. Τάβλι παίζαμε, έτσι. Ποτέ δεν είπα με λεφτά. Όχι.
Το «66» είναι σαν την «21», που πρέπει να φτάσεις το «66»; Είναι σαν την «21», το «66»;
Όχι. Κάπως αλλιώς είναι. Αγοράζεις… Λες εικοσάρια, τριαντάρια. Όχι, είναι διαφορετικό.
Ωραία. Μισό λεπτάκι. Α! Μου είχατε πει μια ιστορία για κάποιον που μάλλον ερωτεύτηκε πολύ μία κοπέλα.
Α! Αυτό ήτανε, ναι, ήτανε στο Περού. Ήμαστε… Πήραμε το καράβι απ’ το Λος Άντζελες και πήγαμε στο Περού να φορτώσουμε ψαράλευρο, που πήγαμε για Ιαπωνία. Αυτός, από ό,τι κατάλαβα, με άλλο καράβι πιο παλιά, είχε γνωρίσει φαίνεται κάποια κοπέλα εκεί. Και την είχε ερωτευτεί! Και όταν πήγαμε, πήγε να τη βρει; Δεν τον ήθελε; Είχε παντρευτεί αυτή; Δεν ξέρω. Όταν ανέβηκε στο καράβι, έκοψε τις φλέβες του. Και βέβαια το καράβι δεν μπορούσε να περιμένει. Τον άφησε ο καπετάνιος στο νοσοκομείο και φύγαμε. Με έξοδα βέβαια της εταιρείας, μετά, γύρισε στην Ελλάδα και όλα αυτά. Αλλά είχε κόψει τις φλέβες του, γιατί είχε ερωτευτεί. Τώρα, τι έρωτας ήταν αυτός, εγώ δεν μπορώ να τον καταλάβω! Και πού; Στο εξωτερικό. Εντάξει, γνωρίζεις μια κοπέλα, κάνεις την παρέα σου, αλλά όχι να κόψω και τις φλέβες μου.
Μέσα στο πλοίο έκοψε τις φλέβες του;
Ναι! Ήρθε μέσα στο πλοίο και τις έκοψε. Και τον μαγκώσανε και τον πήγανε στο νοσοκομείο. Κάλεσε το ασθενοφόρο ο καπετάνιος και πήγε στο νοσοκομείο.
Εσείς, έτσι, είχατε φίλες έξω;
Φίλες πάντα έβρισκες. Βέβαια, πάντα, κατά 90% επί πληρωμής. Κατά 90%. Πολύ σπάνιο να… Γιατί δεν είχες χρόνο να κάτσεις να γνωρίσεις. Τώρα με πέντε και με δέκα μέρες; Αλλά, εντάξει. Όλα, όπου πήγαινες, πάντα κάτι έβρισκα, πάντα κάτι υπήρχε. Για αυτό πηγαίναμε στο μπαράκι. Για να γνωριστούμε, έτσι, να βρούμε καμιά κοπέλα, να περάσουμε την ώρα μας. Σίγουρα, σίγουρα το θέλαμε αυτό. Για αυτό κάναμε παρέες.
Ήτανε σε μπαρ οι κοπέλες ή επί πληρωμή; Περίμεναν στα λιμάνια; Πώς ήτανε;
Όχι, ήτανε σε μπαρ μέσα. Μπαρ, αλλά ήτανε εκδιδόμενες, να στο πω έτσι. Και ερχότανε, σε διπλάρωνε να την κεράσεις ένα ποτό. Και σου ‘λεγε: «Θέλεις να κάνουμε παρέα;». «Θέλω τόσο», «Θέλω τόσο», ανάλογα, ας πούμε.
Ωραία. Κοιτάω λίγο τις σημειώσεις μου. Καθόλου γλώσσες; Μάθατε άλλες γλώσσες; Κουβέντες ξένες;
Ποιος;
Μάθατε κουβέντες ξένες; Γλώσσες;
Μωρέ, ήξερα αρκετές, και γιαπωνέζικα. Το «Κοκοράι ταμ», λέει, είναι «Πονάει η καρδιά μου». «Κoκοράι ταμ». Τώρα τα έχω ξεχάσει. Ποιο άλλο μας έλεγε; Τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ. Είχα μάθει μερικές λέξεις, αλλά τώρα, μετά από τόσα χρόνια… Εδώ και δέκα λέξεις εγγλέζικες που ήξερα και μπορούσα να ψευτο-συνεννοηθώ, και αυτές τις έχω ξεχάσει. Άμα δεν μιλάς τα 50 χρόνια… Ποια άλλη λέξη ήτανε; Τώρα, δεν μπορώ να θυμηθώ.
Ξέρατε, όμως, αγγλικά, ας πούμε;
Όχι ότι είχα σπουδάσει αγγλικά. Αλλά, απ’ την εμπειρία, είχα μάθει κάποιες λέξεις που με εξυπηρετούσαν και στη δουλειά μου και να πάω να ψωνίσω και σπαστά. Όπως έρχονται οι ξένοι και μιλάν σπαστά τα ελληνικά, έτσι σπαστά μιλούσα και εγώ αγγλικά. Αλλά καταλαβαινόμασταν, ας πούμε, και έπαιρνα αυτά που ήθελα. Για αυτό σου λέω, ήξερα δέκα λέξεις. Όχι ότι μιλούσα αγγλικά!
Και μου είπατε ότι ανταλλάσσατε γράμματα με την οικογένειά σας;
Ναι. Μόνο με γράμματα τότε. Από λιμάνι σε λιμάνι. Όταν έφευγα ξέρω ‘γω, από Ιαπωνία, έγραφα: «Φεύγουμε από δω και πάμε για Αυστραλία». Εκείνοι μου απαντούσαν, λάβαινα πάλι εγώ γράμμα στην Αυστραλία. Από κει, όταν φεύγαμε πάλι, έστελνα άλλο. Ότι: «Φεύγω, πάω για την Κεϋλάνη, στο Κολόμπο». Λάβαινα γράμμα πάλι εκεί, από αυτούς. Μόνο με γράμματα. Δεν είχε άλλη επικοινωνία! Μόνο αν συνέβαινε κάτι σοβαρό, όπως είχε πεθάνει μιανού τρίτου μηχανικού ο πατέρας, με τηλεγράφημα του στείλανε: «Πέθανε ο»… Ήμαστε στο πέλαγος. Στείλαν τηλεγράφημα: «Πέθανε ο πατέρας σου». Για αυτό σου λέω, ότι δεν μπορείς να έχεις οικογένεια, όταν είσαι στη θάλασσα. Για μένα τουλάχιστον.
Εσάς, σας έλειπαν οι δικοί σας;
Δεν μπορώ να πω ότι μου λείπανε και πολύ. Εντάξει, τους νοσταλγούσα. Ερχόμουνα καμιά φορά στο μυαλό μου, όταν ήμουνα ξαπλωμένος και είχα αϋπνία, ας πούμε, ξέρω ‘γω, να σκεφτώ, αλλά, τώρα, αφού είχα επιλέξει ότι θα λείπω, είχα επιλέξει ότι θα λείπω τέρμα! Θα λείπω.
Ήθελα να ρωτήσω αν, όταν πήγατε στη δουλειά, σας δοκιμάσανε με κάποιον τρόπο ή σας πήρανε κατευθείαν. Πώς έγινε; Όταν ξεκινήσατε, στο πρώτο καράβι, που δεν είχατε εμπειρία.
Με πήρανε και με βάλανε βοηθό του ναύτη. «Τζόβενο», που λένε. Άλλος τον έβαλε βοηθό του θερμοστάτη, του λαδά. Εμένα με βάλανε εκεί. Για αυτό συνέχισα τη δουλειά του ναύτη μετά. Άλλος πήγαινε βοηθός του μάγειρα. Γιατί, σου λέω, υπήρχε και ο παραμάγειρας. Άλλος πήγαινε καμαροτάκι, να σερβίρει, μέχρι που να μάθει να γίνει καμαρότος. Τότε είχε πολλά πληρώματα έτσι. Εμένα, [Δ.Α.] με βάλαν σ’ αυτή τη δουλειά, και πήγα σ’ αυτή τη δουλειά. Άμα με είχανε βάλει στη μηχανή, μπορεί να ήμουνα στη μηχανή.
Άρα, πρώτα σας προσέλαβαν και μετά. Δεν υπήρχε κάποιος τρόπος δοκιμής.
Κάποια ειδικότητα, όχι, όχι. Εγώ μπήκα μέσα και μου λέει: «Θα πας σε εκείνη τη δουλειά, θα αναλάβεις την κουβέρτα. Θα ‘σαι τζόβενο». Άλλος, τον έβαλε στη μηχανή. Λέει: «Εσύ θα πας στη μηχανή». Και συνεχίσαμε, βέβαια, αυτό το επάγγελμα. Εκείνος τη μηχανή, γιατί μάθαινε ορισμένα πράγματα, εγώ μάθαινα ορισμένα πράγματα της κουβέρτας.
Απ’ τη Σύρο, έτσι, πόσος κόσμος πήγαινε σαν κι εσάς στα καράβια;
Πού;
Απ’ τη Σύρο.
Η Σύρος είχε πολλούς ναυτικούς παλιά. Η Σύρα είχε πολλούς. η Σύρος, η Χίος, η Άνδρος, είχανε πολλούς ναυτικούς. Η Ύδρα είχε λίγους. Μετά άρχισαν κι άλλα νησιά και μπαίνανε. Δηλαδή, η Σύρος είχε πολλούς ναυτικούς. Γιατί όλοι πηγαίναμε για το χρήμα που σου μένει, ας πούμε. Άμα έχεις λίγο μυαλό, να σου μείνει χρήμα, να στείλεις στο σπίτι σου. Γιατί έτρωγες, έπινες και ό,τι έπαιρνες, το μηνιάτικο, άμα ήθελες, το έπαιρνες όλο στην τσέπη. Και είχε πολλούς ναυτικούς.
Τότε, δηλαδή και φίλοι σας από δω ή πιο πριν, γνωστοί σας;
Βέβαια, είχαν φύγει πιο μπροστά και άκουγα ότι μαζεύανε λεφτά και μαζεύανε λεφτά, για αυτό και εγώ αποφάσισα να πάω στη θάλασσα. Λέω: «Αφού μαζεύουν αυτοί, θα μαζέψω και εγώ! Τι θα κάνω;».
Έτσι, να μου πείτε, ποια χώρα ήταν η αγαπημένη σας; Ή είχατε, τέλος πάντων, ποια χώρα;-
Αγαπημένες μου χώρες, την Αμερική, μπο[01:00:00]ρώ να σου πω ότι δεν την ήθελα. Ενώ μου είχανε πει να μείνω έξω στην Αμερική, όπως μου είπανε και στην Αυστραλία. Στην Αυστραλία μπορεί το σκεφτόμουν, αλλά είχα 20 μήνες μες στο καράβι, και αυτός που μου το ‘πε, του λέω: «Ρε, εγώ τώρα, σε 20 μήνες θα ξεμπαρκάρω. Θα μου κάνει η εταιρεία τα εισιτήρια, να πάω στην Ελλάδα. Άμα ήμουνα πρωτόμπαρκος, θα την κοπανούσα». Θα καθόμουνα, κι άμα δεν μ’ άρεσε, θα πήγαινα στο λιμεναρχείο να με στέλνανε πίσω. Πρώτα-πρώτα, μου άρεσε η Ιαπωνία, για την ασφάλεια. Δηλαδή, έχω και φωτογραφία, μόνος μου να βγω, να πάω σε μπαρ κι όλα αυτά, δεν είχα πρόβλημα δηλαδή. Ασφάλεια, και μετά, βέβαια, η Αυστραλία. Τότε, όχι η την τωρινή. Είχες ασφάλεια, αισθανόσουν ασφάλεια. Ενώ στην Κεϋλάνη, σε κλέβανε. Φοβόσουνα να βγεις μόνος σου έξω, δεν έβγαινες! Ή στις Ινδίες ξέρω ‘γω. Πού να βγεις μόνος σου έξω; Φορούσες δαχτυλίδι και στο παίρνανε από το χέρι σου ώσπου να πεις: «Ένα».
Εσάς σας είχανε κλέψει;
Όχι! Εμένα δεν έτυχε. Αλλά ακούσει από παλιούς ναυτικούς ότι τους κλέβανε και μου είχανε πει ότι του κλέψαν το δαχτυλίδι. Γι’ αυτό σου λέω, ήταν ορισμένα κράτη, που δεν έβγαινες. Στα Κομμουνιστικά Κράτη, τότε, που πήγαινα, Ρωσία κι αυτά, που ήτανε ο βαρύς κομμουνισμός τότε, το ‘62, όλη τη δεκαετία του ‘60 δηλαδή, εκεί, πάλι, δεν μπορούσες να βγεις έξω. Τι να βγεις; Δεν υπήρχε τίποτα να βγεις. Αφού να σκεφτείς, φορτώναμε ξυλεία και ερχόντανε παιδιά του Γυμνασίου, του Λυκείου και μετρούσαμε ένα-ένα τα μαδέρια. Όπως ήτανε μάτσο τα μαδέρια, τα μετρούσαμε ένα-ένα, για να μπουν στο καράβι, να δούμε αν συμφωνούμε. Και απ’ την Ιταλία, μ’ ένα πακέτο τσιγάρα, έπαιρνες ένα ζευγάρι νάιλον κάλτσες και ένα στυλό Bic τότε, που είχανε πρωτοβγεί. Ήταν λαθραίο το τσιγάρο, βέβαια. Εγώ το αγόραζα εγώ 18 cents και το πουλούσα, ξέρω ‘γω, 50! Και είχα πάρει ένα ζευγάρι νάιλον κάλτσες και ένα στυλό. Και αφού είχα κρύψει… Με πιάνανε δηλαδή, ακόμα θα με είχανε σκοτώσει. Είχα κρύψει στις γαλότσες τις νάιλον κάλτσες και της λέω της κοπελίτσας: «Πάρ’ τες!». Μου λέει: «Όχι!». «Ρε, παρ’ τες!» Ή το στυλό που γράφαμε στο τέλος, αφού τελειώναμε, εγώ είχα μες στο καράβι άλλους. Μου λέει: «Άμα με δούνε, θα μου κόψουν το χέρι και θα με στείλουν στη Σιβηρία!». Ούτε το στυλό που γράφαμε! Ας πούμε, μόνο με τα νοήματα, μπορούσα να μιλήσω: «Από πού το βρήκες;», ας πούμε: «Πού είναι αυτός ο στυλός; Αφού δεν έχουμε εμείς τέτοια, εδώ». Είχανε μόνο δικά τους προϊόντα. Ή τις νάιλον κάλτσες, με τίποτα! Και φοβόμουνα και εγώ μετά, αφού ήμουν έτοιμος να τις πετάξω. Λέω: «Μη με ψάξουν τώρα που θα μπαίνω μέσα και τις βρουν στη γαλότσα μου».
Απαγορευότανε, επειδή δεν ήταν δικά τους προϊόντα.
Δεν τους επιτρέπανε, ναι, ναι. Ήθελαν μόνο τα δικά τους προϊόντα.
Θα δούμε λίγο τις φωτογραφίες; Και θα…
Δες, άμα θες. Θες να σου λέω τι είναι η κάθε μία;
Ναι. Θα τις βγάζω κιόλας εγώ.
Ωραία. Βγάζε. Αυτή, ήμουνα πιτσιρικάς 18 χρονών, στη Νέα Ορλεάνη.
Σε μπαρ;
Όχι. Στο καράβι. Είναι η πρύμνη του καραβιού αυτή. Στο καράβι. Η πρύμνη του καραβιού. Το ‘χω κα το καράβι φωτογραφία, θα το δεις.
Εδώ είμαστε μες στο καράβι. Τρώμε και ήταν free μπύρες, μαζί με ένα παλικάρι. Στο ίδιο τραπέζι.
Μεθούσατε; Μεθούσε κανείς;
Βέβαια και μεθούσαμε! Βλέπεις πόσες μπύρες έχει εκεί; Μετά, άμα τελείωναν αυτές, πηγαίναμε κι απ’ τις δικιές μας.
Και δε σας είχαν έτσι, αυστηρά-
Όχι!
Με τα ποτά-
Όχι. Εδώ είμαστε το 1968 το Πάσχα. Τους λέω: «Ρε, να κουρευτούμε γουλί, για να δυναμώσουν τα μαλλιά μας;». Αυτοί οι δύο λέει: «Μα, δεν θα κουρευτείς εσύ και θα με κοροϊδεύουνε!». «Κάτσε, ρε», του λέω, «εγώ θα πάω πρώτος!». Και είχαμε κουρευτεί γουλί και μαθαίναμε χασάπικο. Με αυτόν ήμασταν κολλητοί, ο ένας από αυτούς, τον έχω και φωτογραφία πιο πίσω. Με αυτόν ήμασταν, ο ένας, είχαμε κουρευτεί γουλί, για να δυναμώσουνε, λέει, τα μαλλιά μας.
Αυτοί οι κολλητοί σας, απ’ τη Σύρο ήτανε-
Όχι-
Ή ήταν από αλλού;
Ο ένας από την Κρήτη και ο άλλος από την Πελοπόννησο.
Και μετά, βασικά, αυτοί συνέχισαν στα καράβια;
Αυτοί δεν ξέρω τι κάνανε. Ετούτο να, είμαι εγώ μ’ αυτόν τον φίλο μου και ένας αυτός ήτανε θερμαστής, μεγάλος άνθρωπος, και τούτος ήθελε να πάρει μία φωτογραφική μηχανή “Yashica” και είχαμε βγει έξω και μας έβγαλε φωτογραφία, για να μας δείξει ο τεχνικός εκεί πέρα.
Άρα, αυτή η φωτογραφία είναι απ’ αυτή τη φωτογραφική;
Ναι. Είναι απ’ τη “Yashica” .
Αυτή είναι πόλη; Είναι χώρα, η “Yashica”.
Όχι, παιδί μου. Αυτή είναι η φωτογραφική μηχανή. Να, αυτοί οι δυο είναι οι φίλοι, που ήμαστε κολλητοί και ήμαστε οι τρεις.
Έχετε… Τώρα, δεν μου είπατε, δεν θυμάμαι, συνέχισαν αυτοί στα καράβια;
Ποιο;
Συνέχισαν οι φίλοι σας;
Δεν ξέρω, γιατί δεν είναι απ’ τη Σύρα. Επικοινωνία δεν έχω. Δεν είχαμε τηλέφωνα τότε και αυτό. Εδώ είμαι στο κατάστρωμα. Από τη πρύμνη, πάω προς την τραπεζαρία για να πάω να φάω, και αυτός ήτανε στη μηχανή και ανέβηκε από τη μηχανή και πάει να πλυθεί, για να γυρίσει να φάει. Αυτό είναι το κατάστρωμα του καραβιού.
Σωσίβιες λέμβους είχατε αρκετές;
Έλα;
Σωσίβιες λέμβους είχατε αρκετές;
Φίλους;
Σωσίβιες λέμβους.
Δύο. Μία απ’ τη μία πλευρά του καραβιού. Ετούτη είναι που ήμουνα στην Ιαπωνία. Η άλλη είναι, που έβγαλες πρώτη-πρώτη, είναι τα Χριστούγεννα. Είμαι εγώ, που είμαι τα Χριστούγεννα, με το δέντρο.
Α, και εδώ είστε Ιαπωνία.
Αυτή είναι 17 χρονών, 18, που ήμουνα. Ετούτη, πάλι, είναι τέσσερις. Μου λένε: «Πάμε να βγούμε να πιούμε μία μπύρα;». «Πήγαμε και είμαι ξαπλωμένος απάνω από την όρεξη που είχα, είμαι και ξαπλωμένος.
Οπότε, σε μπαράκια ήταν η διασκέδασή σας-
Σε μπαράκια ήταν αυτά, ναι. Σε μπαράκια, και περιμέναν να ‘ρθουν οι κοπέλες να...
Αυτό είναι σε μπαρ με εκδιδόμενες γυναίκες;
Ναι. Και εδώ είμαι που κάνω τη συντήρηση στη βάρκα, που σου είπα.
Γυρνούσατε, έτσι, στις πόλεις; Σας άρεσε να βολτάρετε και να εξερευνάτε;
Αφού, σου λέω, όταν βγαίναμε νωρίς το καλοκαίρι, δεν πηγαίναμε από τις 18:00 η ώρα στο μπαρ! Γυρνούσαμε, να δούμε, να αυτό, και πηγαίναμε πιο αργά. Εδώ είναι το πλοίο. Να, φαίνονται τα γράμματα, που κατέβαινα με το ξύλο για να τα βάψω.
Πω! Τεράστιο, ε;
Έλα; Τι; Δεν είναι μεγάλο αυτό. Τι, 10.000 τόνοι είναι. Μεγάλο είναι; Φαίνεται μεγάλο, αλλά δεν! 10.000 τόνοι είναι.
10.000 τόνοι είναι το βάρος του. Όχι, πόσο…
Ναι, ναι. 10.000 τόνοι φορτίο έπαιρνε. Και εδώ είναι οι λεκάνες του Παναμά. Αυτό το καράβι, από την κορυφή, έχει μπει μέσα στη λεκάνη και θα αδειάζει σιγά σιγά η λεκάνη. Είναι τρεις λεκάνες. Είναι μία, δύο, τρεις. Αδειάζει και κατεβαίνει και βγαίνει στον Ατλαντικό. Και αυτό έχει μπει απ’ τον Ατλαντικό. Μπήκε στην πρώτη, γέμισε. Μπήκε στη δεύτερη, ξαναγέμισε. Μπήκε στην τρίτη. Τώρα γεμίζει η Τρίτη, για να βγει στη λίμνη απάνω, για να πάει από την άλλη, απ’ τον Ειρηνικό, να κατέβει. Αυτός είναι ο Παναμάς! Για να μην κάνει τον γύρο, κάτω απ’ την Αμερική από το [Δ.Α.] κάτω-κάτω, περνάς απ’ τον Παναμά. Αυτές είναι οι «Λεκάνες του Παναμά», που λέει! Δεν είναι το δικό μας καράβι. Αυτό είναι καρτ ποστάλ. Άλλα καράβια είναι αυτά. Αυτό είναι από άλλο καράβι. Αλλά το έχουνε βγάλει κάρτα. Δεν έχεις ακούσεις για τις λεκάνες του Παναμά;
Όχι. Δεν έχω ακούσει.
Είναι τρεις λεκάνες. Είναι ο Ατλαντικός. Έρχεσαι ευθεία μέσα. Γεμίζει αυτή η λεκάνη. Έρχεσαι στην ευθεία της αλληνής. Κλείνει η πόρτα, ανεβαίνεις στην άλλη. Γεμίζει η άλλη, κλείνει η πόρτα κι ανεβαίνεις στην τρίτη. Κλείνει η πόρτα κι βγαίνεις στη λίμνη και πας απ’ την άλλη. Με το ίδιο πράγμα, πάλι, κατεβαίνεις. Μπαίνεις στην πρώτη, χαμηλώνει. Έρχεσαι στην ευθεία της αλληνής, χαμηλώνει και μέχρι που να βγεις κάτω.
Κατάλαβα, κατάλαβα.
Το έχω περάσει αυτό, για αυτό. Αυτά είναι δύο βαγονάκια –φαίνεται το ένα, είναι και το άλλο πιο μπροστά–, που το κρατάνε το πλοίο δεμένο, για να είναι πάντα στη μέση της λεκάνης.
Με τις κατασκευές αυτές.
Άμα τη θες, παρ’ την. Παρ’ την αυτήν, άμα τη θες. Παρ’ την! Τι να την κάνω;
Ευχαριστώ.
Και είναι από το ‘63, αυτή η κάρτα!
Σε τέτοιες κάρτες στέλνατε και γράμματα;
Έστελνα, πότε-πότε και καμιά κάρτα, άμα μ’ άρεσε, έτσι, ωραία. Αλλά, κάνα-δυο φορές τους είχα στείλει τη δικιά μου φωτογραφία. Να, αυτή όπως ήμουνα εδώ στο δέντρο, που έχω βγει. Όταν ήμουνα μόνος μου, όχι όταν ήμουν με παρέα. Έβγαινα καμιά φορά μόνος μου και τους έστελνα. Δηλαδή, αν κάποιος είχε… Παρ’ την, άμα τη θέλεις, παιδί μου.
Ευχαριστώ. Θα την κρατήσω.
Άμα είχε κάποιος μηχανή στο πλοίο μέσα κι έβγαζε φωτογραφίες, του ‘λεγα: «Ρε, τράβα με μια φωτογραφία», ξέρω ‘γω. Και στο άλλο λιμάνι, μπορεί να πήγαινε να εμφανιστεί, μπορεί και μετά από δυο μήνες να τις εμφάνιζε, άμα γέμιζε το φιλμ. Και τους τις έστελνα κι εγώ κάτω. Όχι μόνο εγώ. Κι άλλοι, ας πούμε.
Τότε, στο πλοίο, εκτός από ποτά, δεν ξέρω… Δεν ξέρω καν αν εκείνη την περίοδο το χασίσι ήταν επιτρεπόμενο ή απαγορευμένο.
Ποιο; Το χασίσι;
Ναι. Κάνανε… Υπήρχε-
Ναι. Τα χασίσια απαγορευόντανε, όπως απαγορεύονται και τώρα. Άλλο τι λαθραία, αλλά από τότε απαγορευόντανε. Και κάποιοι κάνανε. Είχανε πιάσει καράβια που κάνανε λαθραία και τέτοια και τα ‘χανε κατασχέσει. Γιατί πηγαίνανε για το εύκολο κέρδος. Ναι, υπήρχε από τότε το χασίσι. Ηρωίνες και τέτοια δεν υπήρχανε, τουλάχιστον εγώ δεν είχα ακούσει. Αλλά χασίσια υπήρχανε και κάνανε λαθρεμπόριο με χασίσι. Ηρωίνες και τέτοια, δεν είχα ακούσει. Τόσο παλιά, δηλαδή τη δεκαετία του ‘60. Δεν είχα ακούσει. Τώρα, αν κάνανε μυστικά και ξέρω ‘γω… Αλλά χασίσια, ναι, κάνανε.
Και έκανε και κόσμος, στο πλοίο ή ήταν πιο κρυφό;
Εγώ δεν πήρα χαμπάρι σε κανένα πλοίο να έχουνε κάνει τέτοια δουλειά. Τώρα, αν στο κρυφό, ο καπετάνιος, για λογαριασμό της εταιρίας έκανε κι αυτά, δεν τα ξέρω. Εγώ για μένα, δεν είχα πάρει χαμπάρι σε κανένα πλοίο. Δεν είχα πάρει.
ΟΚ. Μάλιστα. Ωραία. Οπότε, μετά, η ζωή συνεχίζει στο «Νεώριο» και μετά;
Και μετά, εδώ και τέλο[01:10:00]ς. Και μετά σύνταξη.
Κάβα. Ανοίξατε την κάβα.
Ναι. Μαζί με τον πεθερό μου και μετά και με τον κουνιάδο μου.
ΟΚ. Ωραία. Έχετε…; Α! Κάτι τελευταίο που θα ήθελα να σας ρωτήσω. Μου ‘πατε ότι αγοράσατε ραδιάκι. Έτσι, πράγματα άλλα, που αγοράσατε; Αγορές, που έχετε κάνει.
Ναι. Αλλά, αυτά τα άφηνα. Δηλαδή. Είχα πάρει ένα –πώς το λένε;– πικαπάκι. Κάτι πλαστικά, τόσα, που είχανε πρωτοβγεί. Το οποίο, ένας-ένας –το παίρναμε 50 δραχμές, 100 δραχμές–, τ’ αφήναμε στο καράβι. Δίσκους που έπαιρνα και πήγαινα, μένανε μέσα, για τους άλλους. Δεν τους έπαιρνα άμα έφευγα! Μετά ερχόμουν εδώ κι έπαιρνα άλλους. Αυτά, μένανε μέσα στο καράβι. Όποιος ερχότανε και έφερνε κάτι, έμενε και μέσα. Όχι, θα το πάρω να φύγω;. Σιγά, ένα κασετόφωνο. Ένα πλαστικό τόσο. Αυτά μείνανε μέσα.
Για εδώ, φέρατε τίποτα;
Δεν σου είπα; Είχα πάρει το “Sony”, το ραδιοκασετόφωνο. Είχε δίσκο, ήτανε ράδιο, ήταν…ε. Δε θυμάμαι πόσο μου είχε στοιχίσει. Είχα φέρει αναπτήρες “Ronson”, οποίο το είχα πάρει 5 δολάρια. 150 δραχμές τον έναν, τότε. 5-6 δολάρια τον έναν. Αυτοί οι καλοί, με το “V”, αν τους έχεις ακουστά. Είχε και απλή, είχε και με το “V”. Κι είχα φέρει του συγχωρεμένου του αδερφού μου έναν απλό, και εγώ έναν με “V”. Και μάλιστα τον έχω δώσει του Γιάννη. Του λέω: «Παρ’ τον για να με θυμάσαι», του το είχα πει κάποια στιγμή!. «Δεν θέλω εγώ», λέω. «τέτοια πράγματα!».
Τραγουδούσε κανένας στο πλοίο;
Όχι. Σαν τραγουδιστής, όχι. Το να νιαουρίζομε όλοι, νιαουρίζαμε. Τραγουδιστής, όχι. Δεν είχε τραγουδιστές μέσα.
Ούτε μουσικάντηδες; Ούτε μουσικούς, καθόλου;
Τίποτα. Τίποτα.
ΟΚ. Ωραία. Έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε, πριν κλείσουμε;
Όχι! Όλα τα είπα, ό,τι είναι. Τώρα, ό,τι σε ενδιαφέρει, θα γράψεις, ό,τι δε σ’ ενδιαφέρει, θα σβήσεις. Έλεγξέ τα. Εγώ αυτά είχα να σου πω.
ΟΚ. Ευχαριστώ πολύ.
Ναι ‘σαι καλά. Βγάλε μου αυτό μόνο.
Φωτογραφίες

Ο αφηγητής, παρέα με φίλ ...
Ο αφηγητής, παρέα με φίλο του, πάνω στο πλ ...

Ο αφηγητής, πάνω στη σε ...
Ο αφηγητής, πάνω στη σε σωσίβια λέμβο του ...

Cart-postal του ΄69, από ...
Cart-postal του ΄69, από τις λεγόμενες "Λε ...

Cart-postal του ΄69, από ...
Cart-postal του ΄69, από τις λεγόμενες "Λε ...

Ο αφηγητής, παρέα με φίλ ...
Ο αφηγητής, παρέα με φίλους του, σε μπαρ μ ...

Ο αφηγητής, παρέα με φίλ ...
Ο αφηγητής, παρέα με φίλους του.

Ο αφηγητής, παρέα με φίλ ...
Ο αφηγητής, παρέα με φίλους του, πίνουν μπ ...

Χριστουγεννιάτικο πορτρέ ...
Χριστουγεννιάτικο πορτρέτο του αφηγητή, πά ...

Πορτρέτο του αφηγητή, πά ...
Πορτρέτο του αφηγητή, πάνω στο πλοίο.

Ο αφηγητής με ένα φίλο τ ...
Ο αφηγητής, παρέα με φίλο του, πίνουν μπύρ ...

Ο αφηγητής, παρέα με του ...
Ο αφηγητής, παρέα με τους καλύτερους φίλου ...

Ένα από τα πλοία, στα οπ ...
Ένα από τα πλοία, στα οποία εργάστηκε ο αφ ...

Ο αφηγητής Λεονάρδος Λού ...
Πορτρέτο του αφηγητή, έξω από τη σχολή οδή ...
Περίληψη
Η παρούσα αφήγηση εικονοποιεί τη συμπυκνωμένη εμπειρία ενός παλιού ναυτικού, που έκανε πολλές φορές τον γύρο του κόσμου, όντας περισσότερα από πέντε χρόνια πάνω σε πλοία μεταφοράς εμπορευμάτων, με την ιδιότητα του ναύτη. Η αφήγηση επικεντρώνεται περισσότερο στις τυπικές ρουτίνες, αλλά και τις ελεύθερες ώρες που πέρασε ο ομιλητής πάνω στα πλοία, αποκαλύπτοντάς μας λεπτές υφές για τις συνήθειες και τη ζωή των παλιών ναυτικών στο κατάστρωμα. Βαψίματα και καθαρίσματα, αλκοόλ και χοροί, μοιράσματα δώρων και τρέλες «έδεσαν» τα μακρινά του ταξίδια, στα λιμάνια των πέντε ηπείρων. Από το προφορικό κείμενο, δε λείπουν, βέβαια και πληροφορίες για τα εμπορεύματα (π.χ. σιτάρι, minerali), καθώς και κάποιες δυνατές εντυπώσεις από λιμάνια του κόσμου τα οποία πέρασε, όπως τα λιμάνια της υπερεξελιγμένης, για την εποχή, Ιαπωνίας, της αυστηρής, τότε, κομμουνιστικής Ρωσίας, αλλά και της μυστήριας και επικίνδυνης, κατά τον αφηγητή, Κεϋλάνης. Ο αφηγητής εγκατέλειψε τα πλοία, όταν αποφάσισε να κάνει οικογένεια, μια ιδέα που του φαινόταν αδύνατη όσο μπάρκαρε. Έτσι, το ΄69, σε ηλικία 25 ετών, επέστρεψε από το τελευταίο του ταξίδι, στη γενέτειρά του, τη Σύρο. Εργάστηκε στο ναυπηγείο «Νεώριο» και μετά από έναν χρόνο γνώρισε τη γυναίκα του και έκαναν έναν γιο. Στο τέλος της επόμενης επταετίας, άλλαξε εντελώς ρότα και άνοιξε κάβα.
Αφηγητές/τριες
Λεονάρδος Λούβαρης
Ερευνητές/τριες
Μαρία Ελένη Κατσαρή
Θέματα
Tags
Τοποθεσίες
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/09/2021
Διάρκεια
71'
Περίληψη
Η παρούσα αφήγηση εικονοποιεί τη συμπυκνωμένη εμπειρία ενός παλιού ναυτικού, που έκανε πολλές φορές τον γύρο του κόσμου, όντας περισσότερα από πέντε χρόνια πάνω σε πλοία μεταφοράς εμπορευμάτων, με την ιδιότητα του ναύτη. Η αφήγηση επικεντρώνεται περισσότερο στις τυπικές ρουτίνες, αλλά και τις ελεύθερες ώρες που πέρασε ο ομιλητής πάνω στα πλοία, αποκαλύπτοντάς μας λεπτές υφές για τις συνήθειες και τη ζωή των παλιών ναυτικών στο κατάστρωμα. Βαψίματα και καθαρίσματα, αλκοόλ και χοροί, μοιράσματα δώρων και τρέλες «έδεσαν» τα μακρινά του ταξίδια, στα λιμάνια των πέντε ηπείρων. Από το προφορικό κείμενο, δε λείπουν, βέβαια και πληροφορίες για τα εμπορεύματα (π.χ. σιτάρι, minerali), καθώς και κάποιες δυνατές εντυπώσεις από λιμάνια του κόσμου τα οποία πέρασε, όπως τα λιμάνια της υπερεξελιγμένης, για την εποχή, Ιαπωνίας, της αυστηρής, τότε, κομμουνιστικής Ρωσίας, αλλά και της μυστήριας και επικίνδυνης, κατά τον αφηγητή, Κεϋλάνης. Ο αφηγητής εγκατέλειψε τα πλοία, όταν αποφάσισε να κάνει οικογένεια, μια ιδέα που του φαινόταν αδύνατη όσο μπάρκαρε. Έτσι, το ΄69, σε ηλικία 25 ετών, επέστρεψε από το τελευταίο του ταξίδι, στη γενέτειρά του, τη Σύρο. Εργάστηκε στο ναυπηγείο «Νεώριο» και μετά από έναν χρόνο γνώρισε τη γυναίκα του και έκαναν έναν γιο. Στο τέλος της επόμενης επταετίας, άλλαξε εντελώς ρότα και άνοιξε κάβα.
Αφηγητές/τριες
Λεονάρδος Λούβαρης
Ερευνητές/τριες
Μαρία Ελένη Κατσαρή
Θέματα
Tags
Τοποθεσίες
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/09/2021
Διάρκεια
71'