Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Θα συνεχίσω τη ζωή μου στον τόπο που γεννήθηκα, που αγαπώ, στις ρίζες μου»: H μετανάστευση στην Αυστραλία και η επιστροφή στη Σύρο
Ενότητα 1
Η καταγωγή, η μετανάστευση και ο θάνατος του παιδιού
00:00:00 - 00:18:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα! Καλημέρα Πάρη. Θα θέλατε να μας πείτε τ΄ όνομά σας; Ναι, είμαι η Μαριέττα Αναστασιάδη, το γένος Μικέλη, γεννημένη στην Ερμούπ…εις από το νοσοκομείο γιατί σε αγαπώ πάρα πολύ». Και η απάντησή του ήτανε: «Μαμά εγώ αγαπώ εσένα, αλλά αγαπώ κι όλο τον κόσμο». Απίστευτο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Οι φίλοι, οι αναμνήσεις από το νησί και η πρώτη δουλειά στην Αυστραλία
00:18:56 - 00:31:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η ζωή μου αυτή είναι μέχρι το '98 και άλλα πράγματα που δεν θα έχουνε και μεγάλη σημασία. Κάναμε πολύ καλούς φίλους με τον σύζυγό μου. Έχω 4…ά όμως είπα ότι εγώ θα συνεχίσω τη ζωή μου στον τόπο που γεννήθηκα, στον τόπο που αγαπώ, στις ρίζες μου! Αυτή ειν΄ η ιστορία της ζωής μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η ενσωμάτωση στη χώρα υποδοχής και η αντιμετώπιση των δυσκολιών
00:31:06 - 00:46:26
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κυρία Μαριέττα όταν φτάσατε στην Αυστραλία… Ναι αγάπη μου. Τι κατάσταση αντιμετωπίσατε; Δηλαδή είπατε εργαστήκατε σκληρά, ήταν- Πολύ σκλη…μη κουβέντα. Έκτοτε δικαιώθηκα πάντα. Η γλώσσα μου άρχισε να αναπτύσσεται, να μιλάω καλύτερα εγγλέζικα και ήμουνα ευχαριστημένη. Κάτι άλλο-
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Οι νέες γνωριμίες, η μετανάστευση του γιου στη Σουηδία και η αγάπη για την Ελλάδα
00:46:26 - 01:04:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Δηλαδή οι υπόλοιποι είδατε ότι σας αποδέχτηκαν... Πολύ, πάρα πολύ- Κι ενσωματωθήκατε- Αλλά τους δέχτηκα κι εγώ... Ναι. Χωρίς να ελέγχω …έλεγα, η Πόντια, έχει γυρίσει όλη την Ελλάδα! Δεν έρχεται μόνο για να μείνει στην πατρίδα της, την Ξάνθη, κι έχει φίλους σε όλη την Ελλάδα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Τα παιδικά και μαθητικά χρόνια στη Σύρο και την Αθήνα
01:04:24 - 01:16:54
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κυρία Μαριέττα, πάμε πάλι στα παιδικά σας χρόνια, που δεν μιλήσαμε- Αγάπη μου. Ήσασταν στην Αθήνα... Ναι. Δηλαδή από μικρή. Πώς ήτανε τό…κεις τα πάντα! Ωραία. Οπότε δεν πήγατε τελικά στο γυμνάσιο- Όχι δεν τελείωσα εγώ το σχολείο κι αυτό είναι ο καημός μου. Ναι, το γυμνάσιο-
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Το πλοίο «Πατρίς», η γνωριμία με τον σύζυγο και τα ταξίδια στην Αυστραλία
01:16:54 - 01:30:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι, οπότε μετά φύγατε κατευθείαν στην Αυστραλία για- 18 χρόνων έβγαλα το διαβατήριό μου το πρώτο, στα 20 έφυγα. Έφυγα Δεκέμβριο, 9 Δεκεμβρ…οι φίλοι μου εδώ. Ήθελα να 'μαι ανεξάρτητη οικονομικά. Όχι πολλά, ό,τι μπορούσα να ζήσω με αξιοπρέπεια. Αυτά ήταν η ζωή μου στην Αυστραλία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η ελληνική κοινότητα, η μοδιστρική και η απόφαση για επαναπατρισμό
01:30:25 - 01:47:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και όταν ήσασταν στην Αυστραλία, είχατε διατηρήσει κάποια έθιμα, κάποιες συνήθειες που είχατε στην Ελλάδα- Όλα τα ελληνικά έθιμα, αγάπη μου…μείο αλλά όχι όλο. Έκτοτε έκανα συνέχεια ταξίδια, Αυστραλία, Göteborg και Ελλάδα. Όταν πήγαινα στο Göteborg έπρεπε να 'ρθω και στην Ελλάδα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Οι εργασιακές συνθήκες και η ζωή σήμερα
01:47:39 - 02:02:11
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Στην Αυστραλία η μεγαλύτερή σας δυσκολία που θα λέγατε ότι αντιμετωπίσατε… Τα πρώτα χρόνια όταν δεν ήξερα τη γλώσσα. Ναι. Αλλά όπως σου ε…ς; Ωραία- Δεν έχει. Και τώρα θέλω να 'μαι ανεξάρτητη, εφόσον έχεις μάθει να είσαι τόσο ανεξάρτητη στη ζωή σου... Ευχαριστούμε πάρα πολύ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλημέρα!
Καλημέρα Πάρη.
Θα θέλατε να μας πείτε τ΄ όνομά σας;
Ναι, είμαι η Μαριέττα Αναστασιάδη, το γένος Μικέλη, γεννημένη στην Ερμούπολη Σύρου, 27 Νοεμβρίου το 1938.
Είναι Κυριακή 31 Οκτωβρίου του 2021, εγώ είμαι η Παρασκευή Γεωργίου, ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε.
Είμαι πολύ χαρούμενη που σε γνώρισα!
Να ξεκινήσουμε την ιστορία σας.
Ναι.
Αρχικά ας μας πείτε κάποια στοιχεία για εσάς, για τη ζωή σας, κάποια βιογραφικά στοιχεία, πού μεγαλώσατε, πού γεννηθήκατε…
Εγεννήθηκα, όπως, είπα στην Ερμούπολη της Σύρου, αλλά το '40, ο πατέρας μου, ο Γεώργιος Μικέλης είχε πάει στην Αθήνα και η εργασία του ήταν ηλεκτρολόγος και δούλευε στο Τατόι, στο αεροδρόμιο Τατοΐου, στην Αθήνα. Η μαμά είναι το γένος -Ελένη- το γένος Γονιού. Ζούσε στη Σύρο. Ο μπαμπάς όμως, επειδή ήξερε ότι στη Σύρο ήτανε πολύ δύσκολα τα χρόνια της Κατοχής, ήθελε οπωσδήποτε να πάρει τη μαμά και εμάς, εμένα και τον αδερφό μου, ο οποίος ήταν 6 μηνών το '40, να μας πάρει στην Αθήνα. Απ΄ ό,τι γνωρίζω από ιστορίες που μου είπαν οι συγγενείς μου, η γιαγιά μου η Μαριέττα, εκείνα τα χρόνια ταξιδεύανε περισσότερο με καΐκια από τη Σύρο για τον Πειραιά και μου είπανε ότι το καΐκι που ταξιδεύαμε με τη μαμά χάλασε και έμεινε στην Άνδρο για περίπου 9 ημέρες και 9 νύχτες. Φυσικά η μαμά είχε στείλει τα ρούχα μας τα περισσότερα και πήγαινε με όσο πιο ελαφριά μπορούσε, αποσκευές. Έμεινε εκεί και προσπαθούσε να προστατεύσει εμάς απ΄ την υγρασία, από τις δυσκολίες -ας πούμε- αυτής της περιόδου ή μέχρι να φτιάξουν το καΐκι και να φύγουν πάλι. Και αρρώστησε, έπαθε πνευμονία! Εκείνα τα χρόνια όμως -δεν ξέρω βέβαια, δεν μπορώ εγώ να θυμηθώ- από αφηγήσεις που μου έκαναν οι συγγενείς μου, ήτανε πολύ δύσκολο να πάθεις πνευμονία και γύρισε μετά φυματίωση. Εγώ τη μαμά δεν τη θυμάμαι καθόλου, γιατί δεν άφηναν. Ήρθε η γιαγιά απ΄ τη Σύρο βέβαια για να της συμπαρασταθεί και δεν άφηναν να πάμε κοντά στη μαμά μου. Θυμάμαι όμως την πιο δύσκολη μέρα της ζωής μου που εκείνη τη μέρα δεν την είχα συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει, αλλά μεγαλώνοντας κατάλαβα. Θυμάμαι την κηδεία της μαμάς μου! Θυμάμαι τον τρόπο που συμπεριφερόμουνα ενώ ήμουνα μικρό παιδί και μου είχανε κοτσίδες σε σγουρά μαλλιά τις οποίες μου έλυσαν εκείνη τη μέρα, με στόλισαν -ξέρω 'γώ τι μου έκαναν- και εγώ περπατούσα γύρω στο φέρετρο της μαμάς καμαρώνοντας. Κι άκουσα φωνές από γυναίκες μαυροφορεμένες που καθόντουσαν γύρω στο φέρετρο, γιατί είχανε κεριά φυσικά στην αρχή και στο τέλος, και πήρανε φωτιά τα μαλλιά μου! Και φωνάζαν όλοι: «Θα το πάρει μαζί της! Θα το πάρει μαζί της!». Εγώ όμως βέβαια δεν ήξερα πού πάει η μαμά. Μεγαλώνοντας, όταν τα σκέφτηκα αυτά τα πράγματα, ήταν ένας εφιάλτης. Τέλος πάντων, η γιαγιά ήτανε μία υπέροχη γυναίκα η οποία μας συμπαραστάθηκε. Άφησε τα παιδιά της που ήταν μεγάλα φυσικά εδώ στη Σύρο, ήρθε στον Πειραιά, αλλά ο μπαμπάς ήθελε να είμαστε στη Σύρο μόνο το καλοκαίρι. Τον χειμώνα ήθελε να πηγαίνουμε εκεί σε σχολείο. Είχε τον τρόπο του, μας έβαλε σε ιδιωτικό σχολείο και προσπαθούσε όσο γινότανε τη ζωή μας να την κάνει πιο ευχάριστη κι αυτά. Βέβαια η γιαγιά υπέφερε γιατί είχε αφήσει το σπίτι της, το νησί της και ήρθανε σ’ ένα σημείο πια ο μπαμπάς να θέλει να ξαναπαντρευτεί. Ήμουνα 12 χρονών όταν ξαναπαντρεύτηκε. Η μητριά μου ήτανε απ΄ τον Πειραιά από γονείς Μικρασιάτες. Ήτανε πολύ νοικοκυρά, αλλά δεν είχε καταλάβει ότι παίρνει μία πολύ σοβαρή απόφαση, να έχει δύο παιδιά μαζί με τον μπαμπά μου. Ήταν άδικη σε πολλές περιπτώσεις Ένα γεγονός που θυμάμαι πολύ καλά ήτανε ότι ήτανε πολύ καλή κεντήστρα και πηγαίναμε στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιώς, σ΄ ένα μαγαζί ν΄ αγοράσει νήματα και πατρόν κι αυτά και μία μέρα της είπανε: «Κυρία Μαρία, τι ωραίο κοριτσάκι ειν΄ αυτό που έχετε» κι η απάντησή της ήτανε «Δεν είναι δικό μου, είναι του συζύγου μου». Εγώ, δεν μου άρεσε αυτή απάντηση που έδωσε, και μου έδωσε η ίδια την ευκαιρία μετά από 30 χρόνια που γύρισα στην Ελλάδα για να δω τον μπαμπά μου, κι εκείνη φυσικά, και ενώ μου χάιδευε το κεφάλι, της λέω: «Μαμά -γιατί την έλεγα μαμά, δεν σήκωνε να μην την πω μαμά- μαμά πολύ αργά δεν με χαϊδεύεις; Είμαι 30 χρονών, έχω παιδί». Μου λέει: «Ναι, αλλά εγώ σ΄ αγαπώ», «Ναι, τώρα με αγαπάς; Γιατί τότε που σου είπε εκείνη η κυρία ότι ''είναι ένα πολύ ωραίο κοριτσάκι'', δε σου είπε είμαι ασχημόπαπο για να 'χεις δίκιο», της λέω. Τέλος πάντων, ναι. «Εσύ είπες ότι είμαι του μπαμπά μου. Γιατί δηλαδή, δεν είμαι και δική σου; Πώς μ΄ άφηνες να σε λέω μαμά;». Βέβαια ήμουνα μεγάλη πια και μπορούσα να μιλήσω κι αυτά. Πλην όμως θέλω να πω ότι εγώ ξενιτεύτηκα, ήμουνα 20 χρονών όταν έφυγα για την Αυστραλία, με πρόσκληση από μία αδερφή της. Επήγα εκεί, δεν μου άρεσε να ζήσω με την αδερφή της για διάφορους λόγους. Ήθελε δήθεν ότι μου είχε βρει κάποιον να παντρευτώ, να αυτό... Εγώ φυσικά δεν ήθελα. Εγώ έφυγα μόνο γιατί δεν είχα σπουδάσει και δεν μπορούσα να βρω εργασία. Ο μπαμπάς μου για κάποιο λόγο που δεν τον δικαιολογώ έλεγε: «Το κορίτσι το δικό μου δεν θα δουλέψει ούτε σε εργοστάσιο ούτε...». Ναι, αλλά τα χρόνια ήτανε μετά τον ανταρτοπόλεμο. Ο μπαμπάς δεν είχε μια σταθερή καλή δουλειά τότε, μεγάλωνε κι εγώ έβλεπα ότι το μέλλον μου δεν ήτανε στην Ελλάδα πλέον. Έπρεπε να φύγω. Αποφάσισα, λοιπόν, να πάω στην πρόσκληση που μου έκανε η αδερφή της μητριάς μου και έτσι έφτασα στην Αυστραλία χωρίς να ξέρω τη γλώσσα. Ευτυχώς όμως εγνώρισα Έλληνες κατευθείαν και μία φίλη, τη Σοφία, η οποία με βοήθησε και με πήρε σ΄ ένα εργοστάσιο που εργαζότανε, σ΄ ένα κλωστήριο. Τρελάθηκα απ΄ τον θόρυβο, αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο με συμπαθούσανε και οι εργοδότες μου, οι προϊστάμενοι, και πάντα με βοηθούσαν. Και τελικά, μετά από 3 μήνες, γιατί και οι εργοδότες οι Αυστραλοί μού λέγανε βέβαια με translation, πώς να το πω...
Με μετάφραση;
Μετάφραση, ότι: «Δεν είσαι για εδώ εσύ. Εσύ πρέπει να δουλέψεις κάπου αλλού». Κι έτσι προσπάθησα και πήγα να δουλέψω σε μοδιστρική, γιατί μου άρεσε να κάνω πράγματα -ας πούμε- δικά μου κι αυτά. Κι έτσι επήρα τους πρώτ[00:10:00]ους μισθούς μου και νόμιζα ότι μου χαρίσανε τον κόσμο ολόκληρο με τον πρώτο μισθό μου! Φυσικά προσπαθούσα όσο γινόταν να βρίσκω καλύτερη εργασία, να δουλεύω για να μπορώ να πληρώνω το ενοίκιό μου, να ζω, να διατρέφομαι και να ντύνομαι φυσικά. Περάσανε περίπου 7 χρόνια και στα 7 χρόνια γνώρισα τον σύζυγό μου. Ο Ξενοφών Αναστασιάδης, γεννημένος στη Σάμο, που κι εκείνος είχε έρθει σαν μετανάστης. Πέρασε μερικά δύσκολα χρόνια, αυτά τα χρόνια που ήταν κι εκείνος εκεί, πέρασε δύσκολα χρόνια απ΄ το '60 που φτάσαμε κι οι δύο. Λοιπόν, εγνωριστήκαμε και μετά από 3-4 χρόνια παντρευτήκαμε. Έμεινα έγκυος στον Steve μου, το μεγάλο μου το παιδί, το οποίο τώρα είναι 54 χρονών και αργότερα μετά από 6 χρόνια έκανα ένα αγοράκι το οποίο δυστυχώς είχε ένα σύνδρομο, ένα σπάνιο σύνδρομο, που λέγεται Willi-prader. Willi-Prader ήτανε δύο γιατροί απ΄ τη Σουηδία που έδωσαν το όνομα σ΄ αυτό το σύνδρομο, το οποίο ήτανε παιδιά που γεννιόντουσαν με αδύνατους μυς, με διάφορα οργανικά θέματα, όχι φυσιογνωμικά. Δεν διέφερε από κανέναν κανονικό άνθρωπο το παιδί, ήτανε ένα κουκλάκι. Πλην όμως εγώ υπόφερα 24 χρόνια για να το κρατήσω στη ζωή, γιατί μαζί με το σύνδρομο αυτό τα παιδιά αυτά είχαν βουλιμία, είχανε... Πώς το λένε, sugar blood... Διαβητικά-
Διαβητικά.
Και με τα χρόνια αυτό εξελισσότανε σε πολύ άσκημο βαθμό. Οργανικά είχε σκολίωση, ήμαστε 3 μήνες στο νοσοκομείο με το παιδί σε γύψο απ΄ τον λαιμό μέχρι τα γόνατα. Βγαίνοντας του έδωσαν ορμόνες για να δυναμώσει, να ανδροποιηθεί, όπως μου είπανε. Αυτές οι ορμόνες όμως του έκαναν πολύ κακό γιατί το πείραξαν στην καρδιά του και το έχασα 24 χρονών το 1998, 25 Ιανουαρίου του Αγίου Γρηγορίου. Ζω με την ανάμνησή του και πιστεύω ότι είναι ο φύλακας άγγελός μου κι εμένα και της οικογένειάς μου. Ήρθα αρκετά ταξίδια στην Ελλάδα και με το μικρό μου και αργότερα όταν αγοράσαμε το σπίτι μας, ξεχρεώσαμε... Εμάζεψα τόσα χρήματα που θα μπορούσα να είχα άλλο ένα σπίτι στην Αυστραλία. Εγώ δεν πήρα όμως σπίτι, ήρθα στην Ελλάδα. Ήρθα στην Ελλάδα! Βοήθησα τους γονείς του συζύγου μου, γιατί κι εκείνοι είχανε διάφορα προβλήματα υγείας δουλεύοντας φυσικά πολύ βαριές εργασίες. Δούλευα σαν άντρας στο Miley’s Whirlpool η πρώτη μου εργασία στην Αυστραλία... H δεύτερη, μάλλον, εργασία. Έβαφα ψυγεία, κουζίνες -τα bodies, τα σώματα, όχι τα μηχανήματα κι αυτά- με spray painting. Spray painting είναι πιστόλι βαφής. Και με βλέπανε οι προϊσταμένοι μου κι εγώ φοβόμουνα ότι «Γιατί με κοιτάνε τόση ώρα», στο booth που έβαφα, «Θα με σχολάσουνε;». Κι ερχόντουσαν και με χτυπούσανε στον ώμο και μου λέγανε: «Good on you love. You doing perfect job». Ελληνικά μπορώ να σ΄ το μεταφράσω: «Καλώς εσένα αγαπημένη μου. Είσαι τόσο καλή εργάτρια και κάνεις υπέροχη δουλειά!». Κι έτσι πήγαινε η καρδιά μου στη θέση της ότι δεν θα με σχολάσουνε. Μέχρι που έμεινα έγκυος στον Steve μου -ήμουνα 28 χρονών όταν έμεινα έγκυος- και αναγκάστηκα να σταματήσω εργασία. Έμεινα 5 χρόνια στο σπίτι βοηθώντας τον σύζυγό μου, ράβοντας έτοιμα φορέματα. Στα 5 χρόνια έμεινα ξανά έγκυος κι έκανα το δεύτερο παιδί μου που σας ανέφερα ότι ήτανε άρρωστο με το σύνδρομο. Έκτοτε η ζωή μου ήτανε μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας, γιατί είχα το σπίτι μου και δουλεύοντας, μάζευα χρήματα να έρθουμε να κάνουμε διακοπές στην Ελλάδα, 2 μήνες, 3 μήνες, 4 μήνες. Έχω κάνει πάρα πολλά ταξίδια. Το πρώτο ήταν 16 χρόνια μετά την άφιξή μου στην Αυστραλία, ήρθα στην Ελλάδα, για να δει ο μπαμπάς μου τα παιδιά μου. Πάντα ερχόμουνα στη Σύρο! Αν και ο μπαμπάς έμενε πάλι Αθήνα -είχε φύγει απ΄ τη Σύρο- ήτανε το αγαπημένο μου νησί. Πιστεύω να μη γίνομαι κουραστική-
Όχι, όχι, όχι.
Όταν έμπαινα στη θάλασσα της Αζολίμνου, εκοίταζα την Παναγία πάντα απέναντι. Κι έλεγα: «Παναγία μου σ’ ευχαριστώ που με αξίωσες να ξαναέρθω στην πατρίδα μας». Αγαπούσα τόσο πολύ την Ελλάδα. Προσπαθούσα, ενώ δεν είχα μόρφωση, να διαβάζω βιβλία, ακόμη να προσπαθώ να διαβάσω Σεφέρη, να διαβάσω Ρίτσο, να διαβάσω όλους, Βρεττάκο. Τα καταλάβαινα, αλλά φυσικά δεν τα είχα μάθει από πριν στη ζωή μου. Πλην όμως γέμισαν τη ζωή μου αυτά τα πράγματα. Αργότερα έχασα το παιδί μου στα 24 χρόνια το άρρωστο, γιατί ο διαβήτης το πείραξε στην καρδούλα του. Έχασα έναν πόλεμο. Έκτοτε η ζωή μου άρχισε να δυσκολεύει στην Αυστραλία. Το παιδί μου το άλλο είχε έρθει στην Ελλάδα, παντρεύτηκε με Ελληνοαυστραλέζα κοπέλα, αλλά χωρίσανε και είχε ένα παιδάκι, τον οποίο αναγκάστηκα να έρθω εγώ να το μεγαλώσω γιατί η μαμά έκρινε ότι θα μεγαλώσει καλύτερα με τον μπαμπά του το παιδί. Δεν έχω μισήσει άνθρωπο στη ζωή μου. Αγαπώ όλους ανθρώπους. Κι αυτό μου έχει γίνει μάθημα, γιατί την ώρα που έφευγε το δεύτερο παιδί μου, του είπα: «Εγώ παιδάκι μου θα σε κάνω καλά και θα βγεις από το νοσοκομείο γιατί σε αγαπώ πάρα πολύ». Και η απάντησή του ήτανε: «Μαμά εγώ αγαπώ εσένα, αλλά αγαπώ κι όλο τον κόσμο».
Απίστευτο.
Η ζωή μου αυτή είναι μέχρι το '98 και άλλα πράγματα που δεν θα έχουνε και μεγάλη σημασία. Κάναμε πολύ καλούς φίλους με τον σύζυγό μου. Έχω 4 οικογένειες οι [τις] οποίες λατρεύω και θέλω να πω ότι μ’ αγαπάνε. Έχω επαφή, αλλά η ζωή τα φέρνει έτσι. Αποφάσισα να φύγω, να έρθω στην Ελλάδα, να κοιτάξω τον εγγονό μου, να προσπαθήσω εγώ να τους συμπαρασταθώ. Πλην όμως μετά από 6 χρόνια ο γιος μου ξαναπαντρεύτηκε και φύγανε, πήγανε στη Σουηδία λόγω της κατάστασης στην Ελλάδα με την κρίση, την οικονομική. Εγώ φυσικά ξαναγύρισα στ[00:20:00]ην Ελλάδα, γιατί ο σύζυγος είχε αρρωστήσει. Τον έχασα μετά από 7 χρόνια που ήμουνα πίσω στην Αυστραλία. Το 2006 φύγαμε, γυρίσαμε Αυστραλία. Το '13 πέθανε ο σύζυγός μου από καρκίνο στον πνεύμονα που έγινε μία εγχείρηση και ποτέ δεν επανήλθε η υγεία του, αλλά είχε και άνοια η οποία κατέληξε σε αλτσχάιμερ. Ήτανε 7 μαρτυρικά χρόνια για μένα, όπως μου είπαν οι γιατροί, γιατί εκείνος δεν καταλάβαινε πλέον τίποτα. Όταν τον έχασα το '13, άρχισα να σκέφτομαι ότι εμένα η Αυστραλία πια δεν με χωράει. Ένα υπέροχο κράτος, ένα πολύ καλά οργανωμένο κράτος! Χρωστάω ότι έζησα με αξιοπρέπεια, έκανα δύο σπίτια. Το ένα το πούλησα το '98 -ένα μεγάλο πελώριο σπίτι- για να έρθω στην Ελλάδα να κοιτάξω τον εγγονό μου και να ζήσω με αξιοπρέπεια. Αλλά επειδή ο σύζυγος τού άρεσε να ξαναγυρίσει στην Αυστραλία, αναγκάστηκα να γυρίσω. Είχα αφήσει όμως ένα διαμέρισμα το οποίο πούλησα το 2014. Γύρισα στην Ελλάδα τον Ιούνιο κι έκτοτε αποφάσισα ότι θα μείνω πλέον στην Ελλάδα. Είμαι λίγο στεναχωρημένη γιατί η καλύτερή μου φίλη είναι πολύ άρρωστη με καρκίνο εδώ και 3 χρόνια και ήξερα ότι είχανε την οικονομική ευχέρεια να έρχονται κάθε χρόνο 6 μήνες στην Ελλάδα. Φεύγοντας ήξερα ότι δεν θα την χωριστώ. Δυστυχώς όμως τώρα δεν μπορεί να ταξιδέψει. Έχω επαφή, τουλάχιστον 2 φορές την εβδομάδα μιλάμε και, τέλος πάντων, εδώ έχω συγγενείς, πολύ καλούς συγγενείς. Αλλά μία οικογένεια είναι στη ζωή μου που τους ευγνωμονώ γιατί αναπληρώνουνε όλους τους φίλους μου που έχω στερηθεί. Είναι η οικογένεια Ζαρμπώνη, ο Γιάννης και η Ρίτα Ζαρμπώνη, με τα παιδιά τους, τον Ευάγγελο και τον Αλέξανδρο. Ο πατέρας του Γιάννη, ο θείος Ευάγγελος, ήταν αδελφός της μητέρας μου. Αγαπώ όλη τη Σύρο από άκρη σε άκρη! Προσπαθώ να τη γυρίσω όσο γίνεται περισσότερο, ακόμη και σε βουνά που δεν έχουν να μου προσφέρουν τίποτα, αλλά εγώ θέλω να πατήσω και σ΄ αυτά τα βουνά. Είναι ένα πολιτισμένο νησί με υπέροχους ανθρώπους. Έχω κάνει φίλους, αγαπώ και μ’ αγαπούν. Πολύ ευχαριστημένη. Δεν ξέρω αν πρέπει ν΄ αναφέρω ονόματα.
Ό,τι θέλετε.
Θα μπορούσα;
Ναι.
Λοιπόν. Είναι η Μαίρη-Άννα Μαυρογεώργου. Η Μιλένα Μαυρογεώργου η οποία είναι επικεφαλής -τώρα ακριβώς δεν θυμάμαι- στον Ερυθρό Σταυρό που δημιούργησαν για τις Κυκλάδες. Είναι η Μαρία Μαραγκού, η πιο καλή μου φίλη, η οποία μου συμπαραστέκεται γιατί είναι ένας υπέροχος άνθρωπος που όλα της τα χρόνια εργάστηκε για ν΄ ανακουφίζει μεγάλους ανθρώπους. Έχω την Όλγα την Καλέμη η οποία είναι δασκάλα, μένει στην Αθήνα αλλά αγαπάει πολύ τη Σύρο κι είναι μια πολύ καλή φίλη. Όλοι αυτοί είναι νεότεροι από μένα όμως με θέλουν στην παρέα τους! Τώρα τι άλλο να σας πω; Ζω με τη σύνταξή μου από την Αυστραλία γιατί έγινα υπήκοος Αυστραλή το 1963 κι έκτοτε έχω και τις 2 υπηκοότητες φυσικά, είμαι Ελληνίδα και Αυστραλέζα. Αγάπησα την Αυστραλία, την είδα όλη σχεδόν, όλη, σε συνεστιάσεις που κάναμε, σε διάφορες εκδηλώσεις όπως γιορτές εθνικές που έπρεπε να πάμε από πόλη σε πόλη. Εργάστηκα με την κοινότητα του Sydney για ό,τι αφορά τη Μακεδονία μας, έλιωσα παπούτσια! Σε διάφορες εκδηλώσεις που κάναμε για να δώσουμε το νόημα ότι η Μακεδονία μας είναι μόνο ελληνική. Αυτή είναι η ζωή μου.
Κυρία Μαριέττα έχετε πάρα πολλά πράγματα να μας πείτε και ήδη μας είπατε αρκετά. Ας πάμε πάλι στην αρχή όταν-
Ναι αγάπη μου-
Εσείς μένατε στη Σύρο όταν φύγατε στην Αυστραλία ή στην Αθήνα-
Όταν έφυγα για Αυστραλία ο μπαμπάς, όπως σου είπα, δούλευε πάντα στον Πειραιά. Αναγκάστηκε όμως, κλείνοντας τα εργοστάσια του Πειραιώς, επειδή ήταν απ΄ τον παππού μου στα εργοστάσια του Κουλούρη, του Λαδόπουλου -τώρα δεν θυμάμαι και τα ονόματά τους φυσικά, ήτανε μεγάλοι- Νομικού... Του είπανε: «Γιώργο εμείς δεν θέλουμε να σε χάσουμε, δεν θέλουμε να φύγεις -αν κι είχε μεγαλώσει φυσικά- θέλουμε να έρθεις να εργασθείς στη Σύρο» κι ο μπαμπάς ήρθε το '58 στη Σύρο. Μετά από λίγο καιρό όμως, φυσικά του λείπαμε κι εμείς, του έλειπε κι η μητριά μου κι είχανε κάνει κι ένα αγοράκι, τον Δημήτρη, που ήτανε αδερφός μου. Ο αδερφός μου ο μεγάλος, ο Μανώλης, ήτανε στην Αμερική. Όταν εγώ πήγα Αυστραλία εκείνος πήγε Αμερική. Συναντηθήκαμε μετά από χρόνια στην Ελλάδα, αλλά ο μπαμπάς τότε αναγκάστηκε να μας πει ότι: «Δεν μπορεί να διατηρώ δύο σπίτια, ένα στον Πειραιά κι ένα στη Σύρο. Θα ήθελα να έρθετε στη Σύρο». Και στο τέλος του '58 ήρθαμε στη Σύρο.
Εσείς πόσο χρονών ήσασταν τότε;
Ήμουνα 18.
18 χρονών.
Όμως εγώ έβλεπα ότι στη Σύρο δεν είχα μέλλον. Σαν κοπέλα είχα και μια απογοήτευση από εδώ στη Σύρο. Δεν θέλω να το συζητήσω, γιατί πότε ο άνθρωπος αυτός δεν έμαθε εγώ πώς αισθανόμουνα.
ΟΚ.
Κι αναγκάστηκα να φύγω και για το οικονομικό φυσικά, γιατί πια μεγαλώνοντας ο μπαμπάς, δεν μπορούσε να μου παρέχει αυτά που εγώ λαχταρούσα να έχω και με την ευκαιρία που είχε η μητριά μου, την αδερφή της στην Αυστραλία, αυτός ήτανε κι ο λόγος που έφυγα.
Για εσάς ήτανε μια δύσκολη απόφαση-
Ήμουνα, ναι, 20 χρονών όταν έφτασα στην Αυστραλία, Ιανουάριο του '60.
Και πώς νιώσατε όταν φύγατε, όταν αφήσατε την πατρίδα σας-
Όταν έφυγα, έπιασα αμέσως εργασία κι αυτό ήταν αρκετό για μένα ότι ένιωσα ανεξάρτητη! Φυσικά πολύ δύσκολα χρόνια με τη γλώσσα, το κυριότερο ζήτημα. Με βοήθησαν όμως γνωστοί, φίλοι αυτής της θείας μου, με βοήθησαν αρκετά και άρχισα πια να αισθάνομαι πιο ανεξάρτητη. Εργάστηκα όμως πολύ σκληρά, πάρα πολύ σκληρά. Γνώρισα τον σύζυγό μου, μετά από 6 χρόνια παντρευτήκαμε κι έκτοτε έζησα μια ήσυχη ζωή[00:30:00], μ΄ έναν άνθρωπο που ήτανε ήσυχος. Δεν έχω παράπονο. Ήταν λίγο ζηλιάρης -για να το ελαφρύνουμε και λιγάκι- ήτανε! Γιατί μου έλεγε ότι δεν έχει εμπιστοσύνη στις γυναίκες, είχε γνωρίσει πολλές, είχε έτσι, είχε αλλιώς... Τέλος πάντων, δεν τον αδίκησα γιατί κατά βάθος με αγαπούσε πάντα, κι όσο ζηλιάρης κι αν ήταν, εγώ του στάθηκα στις πιο δύσκολες στιγμές του γιατί ήταν ο άνθρωπός μου. Ήταν ο πατέρας των παιδιών μου. Ας τον αναπαύσει ο Θεός εκεί που είναι, αυτό λέω. Μετά όμως είπα ότι εγώ θα συνεχίσω τη ζωή μου στον τόπο που γεννήθηκα, στον τόπο που αγαπώ, στις ρίζες μου! Αυτή ειν΄ η ιστορία της ζωής μου.
Κυρία Μαριέττα όταν φτάσατε στην Αυστραλία…
Ναι αγάπη μου.
Τι κατάσταση αντιμετωπίσατε; Δηλαδή είπατε εργαστήκατε σκληρά, ήταν-
Πολύ σκληρά, αλλά είχα συμπάθεια από τους Αυστραλούς.
Πώς σας αντιμετώπισαν-
Όταν γέννησα τον γιο μου, δεν είχα εγώ συγγενείς εκεί, μόνο φίλους, έτσι; Λοιπόν, είχα καταφέρει να έχω χρήματα κι εγώ κι ο σύζυγος και να πάω να γεννήσω το παιδί μου το μεγάλο σ΄ ένα ιδιωτικό νοσοκομείο. Φυσικά είχα σταματήσει την εργασία μου από το Miley’s Whirlpool, αλλά ο εργοδότης μου, ο προϊστάμενός μου μάλλον, ο οποίος τ΄ όνομά του ήταν Jeck, με αγαπούσε και αισθάνθηκα ότι έχω έναν πατέρα στην Αυστραλία. Γιατί 9 μέρες που ήμουνα στο νοσοκομείο, 9 μέρες, ήτανε δίπλα μου!
Γιατί ήσασταν στο νοσοκομείο;
Για να γεννήσω το παιδί-
Για να γεννήσετε το παιδί-
Γιατί ήτανε πολύ δύσκολη η γέννα μου και υπέφερα πάρα πολύ. Ήμουνα πολύ αδύνατο πλάσμα με μία πελώρια κοιλιά που μέχρι τελευταίο μήνα έκανα εξαγωγές στο στομάχι μου κι αυτά. Και με είχε πονέσει πάρα πολύ ο Jeck και η σύντροφός του, η οποία με βοηθούσε και στη δουλειά μου. Φορούσαμε uniform, στολή, τότε στο εργοστάσιο αυτό, και είχα στην τσέπη μου πάντα μία κιμωλία κι ό,τι λέξη μού έλεγε ο Jeck και η Sylla, η σύντροφός του, το έγραφα κάτω στο τσιμέντο με ελληνικά γράμματα, αλλά προσπαθώντας να φτάσω στην προφορά την αγγλική. Έτσι έμαθα εγγλέζικα. Αργότερα αγόραζα εφημερίδες. Είχαμε τηλεόραση απ΄ το '63 και έγχρωμη κι αυτά, και παρακολουθούσα την τηλεόραση. Προσπαθούσα ό,τι εντυπωνότανε, ό,τι έμενε στο μυαλό μου να το γράφω πάντα -στο σπίτι, φυσικά, στο στυλό- στο εργοστάσιο όμως με την κιμωλία στα τσιμέντα. Κι ερχόντουσαν οι Αυστραλέζες και κοιτάζανε κάτω και λέγανε: «What is this?», «Tι 'ναι αυτό;» και τους έλεγα «My language in English!». Έτσι. Ήτανε δύσκολα χρόνια, αλλά ήτανε και αυτή η ανεξαρτησία που αισθανόμουνα να μπορώ να στείλω ένα ποσόν από τα κέρδη μου στους γονείς του συζύγου μου. Ο πατέρας μου δεν είχε ανάγκη, ούτε ποτέ με επιβάρυνε. Φυσικά όταν ερχόμουνα προσπαθούσε, ακόμη και παίρνοντας δάνειο να μας ευχαριστήσει, τον σύζυγο, εμένα, και είχε ξανάρθει στη Σύρο πάλι, αλλά μεγαλώνοντας πια έκλεισε ένα μαγαζί που είχε κι έκανε ηλεκτρικές εγκαταστάσεις και ξαναπήγε στην Αθήνα στην οποία πέθανε, στην Αθήνα. Και η μαμά και ο μπαμπάς μου είναι στην Αθήνα. Τώρα πια βέβαια δεν υπάρχουν μετά από τόσα χρόνια, τίποτα. Αλλά, ναι, έτσι ήτανε δύσκολη, αλλά ήταν ευχάριστη κατά βάθος η ζωή μου στην Αυστραλία. Κάποτε μία φίλη μου, η οποία είναι απ΄ την Ξάνθη, η Ρίτα, μίλησε με δημοσιογράφους του ΕΡΤ κι ήτανε μία κυρία -δεν θυμάμαι τώρα τ΄ όνομά της γιατί είναι πολλά χρόνια- αλλά ήτανε πολύ καλή δημοσιογράφος κι έκανε μία έρευνα πώς αντιμετωπίσαμε οι Έλληνες τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης. Η Ρίτα είχε έρθει με τους γονείς της 14 χρονών και μείνανε στο Adelaide -η φίλη μου- έκρινε καλώς να πει στη δημοσιογράφο ότι: «Η Μαριέττα θα σου πει καλύτερα γιατί ήταν μόνη της, γιατί αντιμετώπισε τη ζωή με περισσότερες δυσκολίες», ότι αντιμετώπισα ρατσισμό. Εγώ δεν αντιμετώπισα ρατσισμό. Βέβαια από ορισμένους Αυστραλούς, ναι! Δεν με στεναχωρούσαν όμως γιατί ήταν άνθρωποι που δεν χρειαζότανε να τους δίνω καμία σημασία. Εγώ ήμουνα πολύ υπερήφανη κι όπως είπα σε κάποιον που με προσέβαλε για τα παιδιά μου που κάναν φασαρία σ΄ ένα λεωφορείο τού είπα: «Εσύ δεν μπορεί να μιλάς για μένα γιατί εγώ είμαι Ελληνίδα. Ήρθα στην Αυστραλία για να ενισχύσω το κράτος σας. Εσύ επλήρωσες το εισιτήριό μου για να έρθω στην Αυστραλία -του λέω- και σου έφερα πολιτισμό. Εσύ είσαι απολίτιστος κι ας φοράς γραβάτα -του λέω- κι ας δουλεύεις σε γραφεία». Και άκουσε ο οδηγός του λεωφορείου κι ήρθε και επενέβη και του λέει: «Ποιος είσαι εσύ που μιλάς έτσι σ΄ αυτή την κυρία;», γιατί είχα και το παιδί μου μαζί, «Ποιος είσαι εσύ που μιλάς έτσι; Τι σου έκανε;». Είπε μια πολύ άσκημη λέξη, ότι: «Αυτή -λέει- και το παιδί της το…», να την πω;
Ναι.
Μπάσταρδο! Κι εκεί εγώ εξεπλάγην και εθύμωσα τόσο πολύ που έδεσα τα χέρια μου έτσι και του λέω: «Εσύ ήρθες με αλυσίδες στην Αυστραλία. Εμένα μου πλήρωσες το εισιτήριό μου για να σε μάθω πολιτισμό, γιατί είμαι Ελληνίδα» του λέω. Και επενέβη ο οδηγός και τον έβγαλε απ’ το λεωφορείο! Του λέει: «Αυτό είναι το νούμερό μου, πήγαινε να με καταγγείλεις. Εγώ σε βγάζω απ’ το λεωφορείο κι όταν με ξαναδείς, δεν θα επιχειρήσεις να μπεις στο δικό μου το λεωφορείο!». Με χειροκρότησαν. Αλλά δεν μ΄ ένοιαζε, εγώ είχα τόσο πολύ πικραθεί εκείνη τη μέρα που δεν κατάλαβα ακριβώς. Απλά έμεινε ότι αυτός προσέβαλε εμένα και το παιδί μου. Λέω: «Το παιδί μου έχει πατέρα, εσύ ξέρεις αν έχεις;», έτσι του είπα. Μισά ελληνικά, μισά εγγλέζικα τα έλεγα, δεν ήτανε τα εγγλέζικά μου τέλεια τότε, αλλά δεν ξέρω πού βρήκα τη δύναμη και βρήκα και τις κατάλληλες λέξεις και καταλάβανε όλοι τι συνέβαινε. Ναι, αυτό το αντιμετώπισα. Γι΄ αυτό είπα στη δημοσιογράφο της ΕΡΤ: «Εγώ αντιμετώπισα ρατσισμό από πολύ λίγα άτομα στη ζωή μου στην Αυστραλία». Όλοι οι άλλοι όμως με αγάπησαν, κατάλαβαν ότι είμαι Ελληνίδα, εκτίμησαν την καταγωγή μου, γιατί έτσι ήθελα να πω στον κόσμο. Και με κατάλαβε η κοπέλα, μου λέει: «Σας ευχαριστώ πολύ, σας συγχαίρω». «Εμένα με βοήθησε η Αυστραλία, εμένα μ΄ έκανε Αυστραλή υπήκοο...» της λέω ο τάδε τότε, δεν θυμάμαι ποιος ακριβώς ήτανε ο πρωθυπουργός. Αν ήταν ο Menzies; Δεν θυμάμαι, που ήτανε 18 χρόνια πρωθυπουργός. «Με βοήθησε -λέω- μ΄ έκανε Αυστραλή υπήκοο και έχω όλα τα δικαιώματα και μια μέρα θα πάρω και σύνταξη απ΄ την Αυστραλία» της είπα. Τέλος πάντων, λέω: «Δεν ξέρω τι σας λένε οι άλλοι, οι [00:40:00]Αυστραλοί ανάλογα πώς τους φέρεσαι, σου φερόντουσαν». Κι αν δεν μας φέρθηκαν καλά μερικοί απ΄ αυτούς, είχαμε τον τρόπο να τους βάλουμε στη θέση τους, γιατί κι αυτοί άφησαν κάποιο έθνος. Ποιο είναι το έθνος... Μπορεί να ήτανε από την Αμερική, μπορεί να ήταν απ΄ την Ευρώπη, μπορεί να ήταν απ΄ την Ασία, γιατί υπάρχουνε πάρα πολλοί Ασιάτες στην Αυστραλία. Πολυεθνική χώρα είναι! Δεν μπορεί κανένας να πει: «Εσύ είσαι Ελληνίδα, δεν είσαι Αυστραλέζα». Όλοι Αυστραλοί είμαστε εφόσον ορκιστήκαμε στην Αυστραλία, όλοι Αυστραλοί! Έτσι μας αντιμετώπισαν. Αυτά. Τώρα κάτι άλλο που θέλεις από ολ΄ αυτά που είπα μπορείς να...
Δηλαδή, κυρία Μαριέττα, θυμάστε άλλα περιστατικά; Ας μιλήσουμε λίγο ακόμα γι΄ αυτά που κάτι μπορεί να σας πλήγωσε, δηλαδή κάτι που να αντιμετωπίσατε και μετά φυσικά τους φίλους που κάνατε, αυτούς που σας αντιμετώπισαν όμορφα.
Αυτοί οι φίλοι δεν άφησαν -όπως κι εγώ όμως- μία γιορτή Χριστούγεννα, Πάσχα, γενικά, της Παναγίας, εθνικές μας εορτές, να μην είμαστε μαζί! Για χρόνια πολλά εγώ έκανα το Μεγάλο Σάββατο. Εμαγείρευα τη μαγειρίτσα με τον τρόπο που μου 'χε μάθει η μητριά μου γιατί ήτανε νοικοκυρά, όπως είπα, με τον τρόπο… Να είμαι όλη μέρα να πλένω έντερα και συκωταριές και αυτά για να τα κάνω… Κι έκανα μια πελώρια κατσαρόλα που όποιος ερχότανε στο σπίτι να φάει εκείνο το βράδυ, έπρεπε να πάρει και μαζί του. Και η φίλη μου η Στέλλα, η καλύτερή μου φίλη και 12 χρόνια μικρότερη από μένα, είχε μαγειρίτσα στην κατάψυξη για 6 μήνες και τσ΄ έλεγα: «Ρε Στέλλα μου, δεν κάνει, μάνα μου, τόσο καιρό να είναι», «Δεν έχει τίποτα εγώ θα τη φάω!». Την άλλη μέρα όμως, το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα, επειδή εκείνοι είχανε συγγενείς πολλούς -εγώ δεν είχα, είχα μόνο αργότερα βέβαια τον αδερφό του συζύγου μου και τη νύφη μου που μπορώ να σας πω και για κείνη γιατί είναι μια πολύ αξιόλογη κοπέλα- και επειδή είχανε οι άλλοι οι φίλοι πολλούς συγγενείς, δεν ερχόντουσαν στο σπίτι μου, πηγαίναμε στα δικά τους, εναλλάξ όμως οι 4 οικογένειες. Φέτος στης Πέρης, αύριο στης Στέλλας, μεθαύριο στης Ρίτας -ας πούμε- με τα χρόνια εννοώ. Κι έτσι περάσαμε υπέροχα χρόνια! Δεν μου έλειψ΄ η Ελλάδα. Μαζί μας όμως υπήρχανε πάντα οι γείτονές μου οι Αυστραλοί, οι οποίοι όταν στην αρχή τούς γνώρισα, λέγανε: «Είσαστε ωραίοι Έλληνες, αλλά δεν τρώτε μωρέ σωστά! Τρώτε αγγούρια, γιαούρτια, τρώτε σκόρδα, μυρίζετε φέτα cheese, μυρίζετε ελιές!». Δεν τα 'χανε δοκιμάσει. Εγώ όλους αυτούς, όποτε είχα κάτι στο σπίτι, μια εκδήλωση, που κάθε Κυριακή κάναμε μπάρμπεκιου, έπρεπε να φωνάξω τον παππού, τον Anco Jim, τον οποίο είχα ανοίξει και πόρτα στο σπίτι μου, στην αυλή, για να μπορεί να έρχεται να παίρνει τα παιδιά μου να τα πηγαίνει βόλτες. Τι να πω εγώ για τους Αυστραλούς, ότι γνώρισα Αυστραλούς κακούς; Αφού μου συμπαραστάθηκαν σαν πατέρες! Και μάλιστα αυτός ο παππούς, ο Anco Jim, όταν εγώ αγόρασα το σπίτι μου, είχα βάλει δύο [Δ.Α.], δύο συμβόλαια. Το ένα ήτανε ο τόκος fix -μικρό ποσόν- μέχρι να το ξεχρεώσω να πληρώνω τον τόκο όλο. Και ο άλλος ήτανε reducible που σημαίνει να πέφτει ο τόκος με τα λεφτά που… Δηλαδή το κεφάλαιο να πέφτει. Και μου είπε η τράπεζα μετά από 2 χρόνια που τελείωσα το fix, ότι: «Χρειάζεσαι 1.000 € να καταθέσεις στην τράπεζα για να σου κάνουμε reducible και τον μακρύ τόκο», ο οποίος ήτανε το συμβόλαιο που είχα κάνει να ξεχρεώσω το σπίτι μου σε 15 χρόνια. Ήταν μεγάλο σπίτι, σε δύο οδούς, πελώριο ας πούμε. Και το είπα στον Anco Jim και του λέω: «Anco Jim θέλω 1.000 ευρώ, αλλά έχω μόνο 500 ευρώ -δολάρια εννοώ- τι να κάνω -του λέω- πρέπει να τελειώσω μ΄ αυτό τον τόκο». Και μου έδωσε 500 ευρώ που δεν τα πήρε ποτέ πίσω, γιατί πέθανε σε λίγο καιρό από stroke, εγκεφαλικό, και ήρθε στο σπίτι μου από κείνη την πόρτα, με το στόμα του... Πέθανε σε 40 μέρες και δεν του 'δωσα ποτέ πίσω τα χρήματα αυτά. Ήτανε άλλος ένας πατέρας μαζί με τον Jeck που σου είπα στην αρχή. Δεν έχω κακία με Αυστραλούς, δεν πέρασα... Δηλαδή ένα άτομο που με πείραξε όταν ήμουνα πολύ νέα. Το παιδί μου ήταν τότε 3 χρονών κι έκανε φασαρία στο λεωφορείο, γιατί ήτανε απ΄ το νοσοκομείο ταλαιπωρημένο κι αυτά και είπε αυτή την άσχημη κουβέντα. Έκτοτε δικαιώθηκα πάντα. Η γλώσσα μου άρχισε να αναπτύσσεται, να μιλάω καλύτερα εγγλέζικα και ήμουνα ευχαριστημένη. Κάτι άλλο-
Ενότητα 4
Οι νέες γνωριμίες, η μετανάστευση του γιου στη Σουηδία και η αγάπη για την Ελλάδα
00:46:26 - 01:04:24
Δηλαδή οι υπόλοιποι είδατε ότι σας αποδέχτηκαν...
Πολύ, πάρα πολύ-
Κι ενσωματωθήκατε-
Αλλά τους δέχτηκα κι εγώ...
Ναι.
Χωρίς να ελέγχω -ας πούμε- πώς και τι και ποιος είναι και γιατί είναι και... Όχι, ήταν οι γείτονές μου. Γνώρισα πολλούς ανθρώπους, γνώρισα απ΄ τη Ρωσία, από Γιουγκοσλαβία. Το παιδί μου, όταν παντρεύτηκε ο Steve μου, ήτανε το παιδί μιας φίλης και γειτόνισσας από το FYROM, τη Βόρεια Μακεδονία, που λέγεται τώρα. Εμένα δεν με πείραζε από πού είναι οι άνθρωποι αυτοί. Κάτι συνέβη, κάποιος έκανε λάθος. Βέβαια έγινε μια ανταλλαγή στους πολέμους και πήρανε κι αυτοί τα δικαιώματα και ο Tito τούς έδωσε το δικαίωμα να αποκαλούνται Mακεδόνες. Όμως γιατί αποκαλούνται Μακεδόνες; Διαβάζοντας εγώ την Ιστορία είδα ότι πήγανε πραγματικά Μακεδόνες γεννημένοι στη Μακεδονία στην Ελλάδα, οι οποίοι ήτανε κομμουνιστές και φύγανε και πήγανε εκεί. Μπορεί να γίνεις κομμουνιστής, μπορεί να γίνεις οτιδήποτε πολιτικά, έτσι, στα πολιτικά σου φρονήματα. Πλην όμως δεν παύεις να είσαι ή Μακεδόνας ή Σπαρτιάτης, έτσι δεν είναι; Λοιπόν, εγώ τους δικαιολόγησα αυτούς ανθρώπους, λέω δεν φταίνε αυτοί. Εμείς οι ίδιοι, οι Έλληνες Μακεδόνες τούς δώσαν το δικαίωμα… Και εξηγήθηκα μ΄ αυτή την οικογένεια, γιατί εγώ είχα και το κοριτσάκι τους σαν να ήτανε παιδί μου. Μεγάλωνε με τα παιδιά μου. Και λέω στον πατέρα του κοριτσιού, λέω: «Eλα εδώ Peter, θέλω να μου πεις ποια είναι η καταγωγή σου παιδί μου; Ξέρω γεννήθηκες στην…». Ήτανε, λέει, απ΄ το Μοναστήρι, λεγότανε τότε, και «Πες μου -του λέω- ποια είναι η καταγωγή σου; Γεννήθηκες στη Μακεδονία που λες εσύ; Γιατί εγώ τη λέω Βόρειο Ήπειρο», του λέω. Λέει: «Ναι, γεννήθηκα εκεί», «Ο μπαμπάς σου;», «Εκεί», «Ο παππούς σου;», «Απ΄ τη Βουλγαρία». Του λέω: «Κάτσε Peter, το παιδί το δικό μου και το δικό σου γεννήθηκε στην Αυστραλία, στο Sydney. Εμείς μπορούμε να πούμε ότι η Αυστραλία είναι ελληνική ή FYROM; Εσείς πώς λέτε ότι το FYROM είναι Μακεδονία; Το ότι μετανάστευσαν Έλληνες Μακεδόνες εκεί, αυτό δεν σας κάνει Μακεδόνες -του λέω- μπορεί να πολιτογραφηθείτε, μπορεί να κάνετε ό,τι θέλετε, είστε Γιουγκοσλάβοι όμως, κι εσύ είσαι γεννημένος στη Βουλγαρία κι εγώ έχω μάθει στη ζωή μου να τιμώ την καταγωγή μου -του λέω- η οποία είναι Ελλάδα. Εσύ γιατί δεν τιμάς την καταγωγή σου που είναι Βουλγαρία, να πεις οι συγγενείς μου, οι γονείς μου [00:50:00]ήτανε Βούλγαροι, αλλά μετανάστευσαν και πήγανε στην Βόρειο Ήπειρο». Ξέρεις τι μου απάντησε; «Δεν μ΄ ενδιαφέρει αν είσαι Ελληνίδα, αν είσαι Κινέζα, αν είσαι Γιαπωνέζα. Είσαι η Τέττα -γιατί έτσι με φωνάζαν όλοι, δεν με λέγανε Μαριέττα γιατί από μικρό έλεγα Τέττα εγώ- είσαι η Τέττα κι εγώ σ’ αγαπώ γι’ αυτό που είσαι εσύ! Κι εσένα και την οικογένεια σου και τα παιδιά σου! Εάν εσύ δεν με δέχεσαι όταν λέω ότι είμαι Μακεδόνας, δεν μ΄ ενδιαφέρει. Εγώ σ’ αγαπάω όμως». Κι έτσι τους έκανα και κουμπάρους, ζήσαμε χρόνια μαζί. Δεν έχω εγώ τέτοιες καταβολές, εγώ θέλω ανθρώπους και δεν μ΄ ενδιαφέρει πού έχουνε γεννηθεί, δεν μ΄ ενδιαφέρει. Θέλω να είναι άνθρωποι με το Α κεφαλαίο αυτοί που συναναστρέφομαι, αγάπη μου. Τιμώ την πατρίδα μου. Αποφάσισα ν΄ αφήσω μια πολύ, όπως σου είπα, αξιόλογη χώρα, οργανωμένη, και να 'ρθω να ζήσω τα τελευταία μου χρόνια στην Ελλάδα μου. Τώρα τι κάνουν οι άλλοι… Σαν ανθρώπους τους αγαπώ όλους. Αν με πληγώνουνε κάποιοι γιατί λένε: «Η Μακεδονία...», έτσι, αλλιώς, κάπου φταίμε κι εμείς νομίζω! Γιατί όταν μου λένε: «Μα ήταν Μακεδόνες αυτοί που μας τα είπαν αυτά! Είχανε γεννηθεί στη Μακεδονία, είχανε γεννηθεί στην Πέλλα, είχανε γεννηθεί στην Θεσσαλονίκη!». Εγώ τι μπορώ να πω; Τι να πω εγώ; Φταίμε κι εμείς λέω.
Τις υπόλοιπες φίλες σας και τους φίλους σας, πώς τους γνωρίσατε;
Στην εκκλησία, στην κοινότητα... Ο σύζυγος είχε φίλο έναν Βασιλειάδη Νίκο, ο οποίος ήτανε από την Πάτρα και ήτανε γιος κουμουνιστή, αλλά ο πατέρας του ήτανε διευθυντής τραπέζης εκείνα τα χρόνια. Εξορίστηκε στη Μακρόνησο και ο γιος του ο Νίκος επέρασε δύσκολα χρόνια, γιατί εκείνα τα χρόνια αν ήταν ο μπαμπάς σου ή ο αδερφός σου θεωρούσανε ότι κι εσύ είσαι. Δεν ήτανε ποτέ κουμμουνιστής ο Νίκος, γι΄ αυτό και μπόρεσε να 'ρθει και στην Αυστραλία, γιατί η Αυστραλία, όταν πήγαμε όλοι εξέτασαν τα κοινωνικά μας φρονήματα σε τι κόμμα ανήκουμε. Αν ήμαστε κομμουνιστές δεν μας δεχόντουσαν. Όπως στην Αμερική. Ήτανε η πρώτη μας γνωριμία με τον τυπογράφο, τον Νίκο, ο οποίος είχε και συνέταιρο -κι εκείνος ένας εξαιρετικός άνθρωπος- και έκανα φίλη τη Φωφώ, τη γυναίκα του Νίκου, η οποία ήτανε από οικογένεια -Ρεμπούτσικας- στην Πάτρα. Είχανε κι άλλα αδέρφια. Ο μικρότερός τους ήτανε ο Τάσος Ρεμπούτσικας, ο όποιος παντρεύτηκε τη φίλη μου την Στέλλα, που είχαν γνωριστεί απ΄ την Ελλάδα. Αυτά τα παιδιά, όπως σου είπα, με τον Τάσο είχα οχτώ χρόνια διαφορά, με την Στέλλα 12, ήτανε σαν αδέρφια μου αλλά και σαν παιδιά μου. Και ζήσαμε 45 χρόνια μαζί, η φιλία μας, απ΄ το '63-'64. Μετά ήταν η Ρίτα η οποία, σου είπα, ότι είχε γεννηθεί στην Ξάνθη από Ελληνορωσίδα μαμά και Πόντιο μπαμπά. Ένα εξαιρετικό άτομο. Τους έχω φιλοξενήσει επανειλημμένως εδώ και τώρα ο κορωνοϊός δεν τους έφερε φέτος. Πολύ καλή φίλη! Ένα υπέροχο σπίτι με την πισίνα που κολυμπούσαμ΄ όλοι μαζί, με υπέροχα παιδιά κι εκείνη. Μετά ήταν η Μαρία η Μπουντά. Η Μαρία η Μπουντά γεννημένη στον Πειραιά, στον Προφήτη Ηλία, με τον άντρα της, τον Γιάννη Μπουντά, ο οποίος ήτανε υδραυλικός και έκανε δουλειές στο σπίτι μου, στα σπίτια που είχα. Με τον Γιάννη γίναμε φίλοι, με τη Μαρία πολύ πολύ καλοί φίλοι. Η Μαρία αποκαλούσε τον εαυτό της Βλαχοπειραιώτισσα. Γιατί εγώ, όπου έχω τη συνήθεια, επειδή είμαι ταξιδιάρα, είμαι Τοξότης, το ζώδιό μου τα λέει ότι οι Τοξότες είναι εκτός έδρας. Κι όταν με ζορίσει και κάτι φεύγω. Φεύγω, αλλάζω δηλαδή τόπο, πώς το λένε; Όλοι αυτοί οι φίλοι, σου είπα, μας αγαπούσαν, τους αγαπούσαμε, βρισκόμαστε πάντα σε γιορτές, μα οτιδήποτε, δεν χρειαζότανε δηλαδή… Θα έπαιρνα τηλέφωνο ή θα με παίρνανε γιατί είναι αποστάσεις στο Sydney. Τότε οδηγούσα κι εγώ, οδηγούσαν κι εκείνοι κι ερχόντουσαν να πιούμε τον καφέ μας, να φάμε: «Στέλλα μου, εγώ σήμερα έκανα λαχανοντολμάδες που ξέρω ότι σου αρέσει. Ελάτε να φάμε μαζί!» Έτσι! Γι΄ αυτό λέω ότι με δυσαρέστησαν οι Έλληνες στη Σουηδία, γιατί το παιδί μου προσπάθησε να τους φέρει κοντά του, δεν τον βοήθησε κανένας, είναι 2 χρόνια που έχει σταθερή... Σταθερή δουλειά δεν είναι πλέον πουθενά στη Σουηδία. Το παιδί δούλευε εποχιακά και δεν τον βοήθησε κανένας απ΄ όλους αυτούς.
Βρήκε δηλαδή μία άλλη κατάσταση-
Πολύ διαφορετική, την οποία έζησα 3 μήνες, την πρώτη φορά.
Πήγατε Σουηδία;
Έζησα 2 μήνες. Από Αυστραλία πήγα, 32 ώρες ταξίδι έκανα τότε, μέσω Δανίας και Σιγκαπούρη-Δανία κι αυτά. Και τη δεύτερη φορά όταν γεννήθηκε η μικρή μας -η μικρή εκεί- επήγα ενώ ήταν 6 ημερών γεννημένη για να συμπαρασταθώ στη νύφη μου κι αυτά. Κι εκεί τους κατάλαβα πολύ καλά τους Έλληνες. Έχουνε κάνει μία κουμπάρα Ελληνίδα, η οποία έζησε στη Σύρο 3 χρόνια και επήρε το...
Το αγροτικό;
Το αγροτικό. Κι είναι τώρα η Σοφία γυναικολόγος-χειρουργός στη Σουηδία, στο Göteborg, που μένει και το παιδί μου. Ήτανε πολύ ωραίος άνθρωπος κι εκείνη την φιλοξένησα εδώ. Ενθουσιάστηκε, είδε και τους φίλους της. Αυτοί είναι οι άνθρωποί μου.
Ο γιος σας πώς αποφάσισε να φύγει;
Γιατί η νύφη μου έχει αδερφό -είναι δίδυμοι- κι ο αδερφός της είχε γνωρίσει μία κοπέλα Σουηδέζα στην Κρήτη σ΄ ένα ταξίδι του. Αγαπηθήκανε, έχουνε 3 παιδιά και ζει στη Σουηδία πολλά χρόνια, ο Δημήτρης. Κι έτσι η νύφη μου είχε το άλλο της μισό εκεί, γιατί οι δίδυμοι ξέρεις πώς είναι. Κι έτσι αποφασίσανε στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν εδώ με τις δουλειές τους κι αυτά να πάνε στη Σουηδία. Ο γιος μου όμως δεν είναι ευχαριστημένος, είναι όπως εγώ. Δέχεται την πρόοδο της χώρας, δέχεται πολλά πράγματα, τ΄ αναγνωρίζει. Ερχόμενος στην Ελλάδα με στεναχώρησε γιατί άρχισε να κατηγορεί την Ελλάδα, κάτι που εγώ δεν έκανα ποτέ. Ξέρω τις αδυναμίες της Ελλάδος, ξέρω ότι οι πολιτικοί χαντάκωσαν την Ελλάδα, ξέρω ότι τα παιδιά αναγκάζονται να φεύγουν, που λέει. Πλην όμως το 'κανα κι εγώ. Λυπάμαι γιατί κανένα παιδί που μεταναστεύει δεν είναι τόσο ευχαριστημένο. Και αν κρύβει απ΄ τους γονείς του, κρύβει για να μην τους στεναχωρήσει. Ποτέ ο πατέρας μου δεν έμαθε αν εγώ περνούσα καλά εκεί ή όχι, πάντα καλά περνούσα. Γιατί ήταν ο Θεός μου, έχασα τη μαμά μου 5 χρονών, έμεινε ο πατέρας μου το καλύτερο άτομο της ζωής μου, που λέει, δεν ήθελα να τον στεναχωρώ. Έτσι -ας πούμε- είναι κι οι φίλοι μας οι[01:00:00] Έλληνες, αυτούς που εγώ επέλεξα, γιατί είναι κι άλλοι που εγώ τσακωνόμουνα μαζί τους. «Σιγά την Ελλάδα, την Αθήνα που είναι γεμάτη γούβες και δεν μπορούμε να περπατήσουμε, που δεν έχει πεζοδρόμια, που δεν έχει έτσι, που δεν έχει αλλιώς. Όπου θα γίνετε ρεζίλι που θα κάνετε Ολυμπιακούς...». Εγώ ξέρεις τι τους απαντούσα, γιατί ήμουνα εδώ όταν έγιναν οι Ολυμπιακοί: «Δεν σας αρέσει Ελλάδα; Μην μου ξαναμιλήσεις εμένα ότι θα 'ρθεις στην Ελλάδα. Πήγαινε ρε Χαβάη και φάε τα λεφτά σου, πήγαινε Loco Island, πήγαινε Σιγκαπούρη, πήγαινε Φίτζι, πήγαινε όπου θέλεις! Δεν σε θέλουνε βρε οι Έλληνες! Τι πας για να δυσφημίσεις την πατρίδα σου; Ντροπή σου! Και τι θα πα΄ να βάλεις -τους έλεγα- μία ολόκληρη ήπειρο, γιατί αν δεν ξέρεις, εγώ ξέρω ότι η Αυστραλία είναι η έκτη ήπειρος, έτσι; Εσύ δεν το ξέρεις; Θα πα΄ να βάλεις βρε με μια κουτσουλιά στον χάρτη που είναι η Ελλαδίτσα μας, αλλά που έχει τέτοια να προσφέρει σ΄ όλη τη γη! Εσύ, ο Έλληνας, κατηγορείς την πατρίδα σου; Ντροπή σου!».Κι ακόμη τους το λέω, ακόμη: «Πώς τολμάς εσύ να πεις ότι οι Έλληνες θα γίνουνε ρεζίλι που η Ελλάδα καταχρεώθηκε». Και τους έλεγα: «Ξέρεις κάτι, ότι οι Έλληνες έχτισαν οικήματα για να μπουν οι δημοσιογράφοι απ΄ όλη τη γη; Εσείς όμως σε containers τούς είχατε στην Αυστραλία, με air condition, με αυτά, αλλά containers. Οι Έλληνες οι ηλίθιοι χτίσανε για σας, για να σας βάλουν μέσα!». Δε μου τα είπανε αυτά δημοσιογράφοι για να 'μαι ειλικρινής... Αλλά ξέχασα να σου πω ότι επειδή η συννυφάδα μου είναι γυναίκα των γραμμάτων, εδώ τελείωσε οικονομικά, δεν είχε πάρει το πτυχίο της, γύρισε 45 χρονών και πήρε το πτυχίο της όταν τα παιδιά της και τα 3 είχανε πάρει 2-3 πτυχία. Η συννυφάδα μου έχει ξεσηκώσει όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου! Μέχρι Αλεξάνδρεια επήγε. Μιλούσε για Καβάφη, μιλούσε για Βρεττάκο, μιλούσε για Σεφέρη, μιλούσε… Κι όταν της έκανα δώρα τής έκανα δώρα ημερολόγια που τα 'χε γράψει ο Ελύτης, που τα 'χε… Έκανε διαλέξεις. Είναι η Αρβελέρ -αν έχεις υπόψη σου, την Ελένη Αρβελέρ- του Sydney, η συννυφάδα μου. Εγώ της έγραφα εκθέσεις, εκθεσούλες και είχε… Δηλαδή το τιμούσε το ότι εγώ, μία αμόρφωτη εν συγκρίσει γυναίκα με εκείνη, μπορούσα να εκφραστώ για θέματα ελληνικά, να εκθειάζω την πατρίδα μας. Και θέλω να σου πω ότι όλο αυτό το μεγαλείο που έζησα εγώ μ’ αυτή τη γυναίκα, που την έχω σαν αδερφή μου κι εκείνη, είναι γραμμένη στο κινητό μου. Είναι γραμμένη, πόσο αγαπηθήκαμε! Έχω ζήσει πολλή αγάπη από τους συντρόφους, δηλαδή τους ανθρώπους που γνώρισα. Είμαι γεμάτη. Τους στερούμαι τώρα βέβαια, γιατί η ζωή τα φέρνει έτσι με τις ασθένειες, με τα covid. Αυτό είναι ό,τι χειρότερο έχει συμβεί! Γιατί οικονομικά μπορούνε να έρθουνε στην Ελλάδα, να χαρούνε κι εκείνοι. Η Ρίτα, που σου έλεγα, η Πόντια, έχει γυρίσει όλη την Ελλάδα! Δεν έρχεται μόνο για να μείνει στην πατρίδα της, την Ξάνθη, κι έχει φίλους σε όλη την Ελλάδα.
Κυρία Μαριέττα, πάμε πάλι στα παιδικά σας χρόνια, που δεν μιλήσαμε-
Αγάπη μου.
Ήσασταν στην Αθήνα...
Ναι.
Δηλαδή από μικρή. Πώς ήτανε τότε η ζωή σας; Δηλαδή τι βιώματα έχετε από τότε;
Ήταν η γιαγιά η οποία ήτανε πολύ ωραίος άνθρωπος. Εγώ ήμουνα λίγο ατίθαση σε ό,τι αφορούσε… Δεν ξέρω, μια ανεξαρτησία που είχα από μικρό παιδί. Η γιαγιά είχε μία φίλη, την κυρία Ελένη, η οποία πήγαινε να πιει καφέ με την κυρία Ελένη και μου έλεγε: «Εσύ θα καθίσεις να διαβάσεις». Μέναμε στον Πειραιά, Ολύνθου 20, στην Αγια-Σοφιά, που λένε, αλλά χαμηλά, όχι... Στο τραμ 21, το λέγαν τότε. Λοιπόν. Έχει γραφτεί και τραγούδι απ΄ τον Τσιτσάνη δηλαδή. Εγώ, όταν η γιαγιά έλεγε: «Θα καθίσεις να διαβάσεις», ναι, διάβαζα. Εδιάβαζα, όχι όμως όσο ήθελε η γιαγιά, έτσι; Κι έβγαινα έξω και κάναμε στα πεζοδρόμια γραμμές και παίζαμε ένα παιχνίδι, κουτσό. Μαζεύαμε κεραμιδάκια και τα βάζαμε το ένα πάνω στο άλλο και με ένα κεραμίδι ή με ένα τόπι, δεν θυμάμαι, έπρεπε να τα ρίξουμε. Επειδή όμως κάτι έπρεπε να κερδίσουμε, εγώ επήγαινα μέσα κι άνοιγα τα ντουλάπια κι έπαιρνα ή κανένα γλυκό του κουταλιού ή καρύδια... Γιατί αυτά τα παίζαμε όταν είχαμε διακοπές απ΄ το σχολείο, οπότε ήταν ή Χριστούγεννα ή Πάσχα ή άνοιγα το ντουλάπι κρυφά κι έπαιρνα τα μελομακάρονα φερειπείν κι έλεγα: «Αν κερδίσεις εσύ αυτά τα παστέλια -τα λέγανε τότε- θα σου δώσω μια δυο καρύδια ή θα σου δώσω μια κουταλιά γλυκό». Η γιαγιά είχε και άλλες φίλες και πηγαίνανε να συγκεντρωθούνε στη θεία την Ελένη, που ήταν Συριανή, να συγκεντρωθούνε να πιούμε τον καφέ τους. Και της έλεγε τώρα η δεύτερη φιλενάδα: «Μαριέττα η εγγονή σου πάλι έξω είναι και παίζει παστέλια!». Και λέει: «Μα την άφησα να διαβάσει και της είπα να μη βγει!». Ερχόταν η γιαγιά, τρέχαν οι μύτες μου εμένα, αλλά εκεί, το παιχνίδι. Και μου λέει: «Τι θα πω στον πατέρα σου αν αρρωστήσεις;», αυτό μου 'χε μείνει, τι θα πει στον πατέρα μου αν θα αρρωστήσω! Μετά έβλεπε ότι λείπανε και τα καρύδια και τ΄ αυτά, «Θα σε βάλω τιμωρία!». Είχα όμως μια πολύ καλή δασκάλα, την κυρία Αθανασία, άγια γυναίκα, αφού στο δωμάτιό της είχε τον εσταυρωμένο, ήτανε Παλαιοημερολογίτισσα, και όλα μου τα παράπονα τα 'λεγα στην κυρία Αθανασία: «Η γιαγιά πάλι με μάλωσε κυρία Αθανασία», «Γιατί παιδί μου;», «Γιατί εγώ έπαιζα παστέλια και, ξέρεις, πήρα και μερικά καρύδια». Ήταν όμορφη η ζωή μου, δεν ήταν άσκημη. Το καλοκαίρι ερχόμαστε στη Σύρο με τη γιαγιά. Βέβαια η γιαγιά δεν είχε την ευχέρεια -ας πούμε- αλλά ήταν ο θείος μου ο Νίκος, ο αδερφός της μαμάς μου, ο γονιός, Θεός συγχωρέσ΄ τονε, που μας είχε σαν παιδιά του. Και μέναμε στο νοσοκομείο. Ειν΄ ακόμη το σπίτι εκείνο εκεί. Τότε όμως το νοσοκομείο δεν υπήρχε της Σύρου, ήταν αλάνες. Και καβαλούσαμε ένα καλάμι, κόβαμε ένα καλάμι και πηγαίναμε μέχρι το Lidl, που ήτανε ποταμός τότε, κι η γιαγιά μου έλεγε ότι: «Δεν θα πας εκεί, αφορισμένο, δεν θα πας εκεί, γιατί τι θα πω στον πατέρα σου! Και ξέρεις κάτι, θα βγούνε οι νεράιδες και θα σου πάρουνε τη φωνή!», «Θα μου πάρουνε τη φωνή; Δεν θα μιλάω!». Φωνάζανε τώρα οι άλλοι: «Τέττα! Έλα εδώ!». Εγώ τους άκουγα, δεν μιλούσα. Μου λέγαν: «Μα τι είσαι, μουγκή; Γιατί δεν μας μιλάς;», «Θα σας το πω κρυφά στο αυτί, άμα μιλήσω οι νεράιδες θα μου πάρουνε τη φωνή!». Και μου λέγανε: «Ρε βλάκα πιστεύεις τη γιαγιά;». Τα θυμάμαι αυτά, τα θυμάμαι. Σ’ αυτά ήμουνα ατίθαση. Μεγαλώνοντας ήμουνα πιο συντηρητική, δεν έκανα πράγματα που θα στεναχωρούσαν τον πατέρα μου, πρόσεχα.
Όταν ήρθατε στη Σύρο, μετά από την Αθήνα, ήταν διαφορετική η ζωή στο νησί φαντάζομαι από την πόλη, τι παρατηρήσατε, τι-
Όταν ερχόμουνα το καλοκαίρι; Εγινόμουνα πολύ άδικη. Τους έλεγα: «Και χαρά στο νησί σας! Έτσι κάνεις και πιάνεις τον έναν τοίχο με τον άλλον», γιατί μένανε Νεάπολη η[01:10:00] γιαγιά, «Και δεν έχετε ούτε λεωφορεία, ούτε τραμ. Έχουμε και τρένο στην Αθήνα» τους έλεγα. Μικρό τώρα ήμουνα βέβαια, γιατί 11 χρόνων, 12, ξαναπαντρεύτηκε ο πατέρας μου, δεν μας άφησε να 'ρθουμε η μητριά. Και αυτό και έτσι κι αλλιώς και: «Δεν μ’ αρέσει εμένα εδώ», «Γιατί έρχεσαι;», μου 'λεγε γιαγιά, «Αφού είπε ο μπαμπάς να έρθω, ήρθα!». Τέλος πάντων, αυτά τα παιδικά. Η γιαγιά πήγαινε επίσκεψη, της δίνανε σοκολατάκια κι είχε δύο ποδιές, θυμάμαι. Από μέσα δηλαδή απ΄ το φόρεμά της, είχε κι άλλο ένα με τσέπες κι έβαζε τα σοκολατάκια και τα 'κρυβε εκεί για να τα δώσει στα ορφανά, γιατί εμείς ήμαστε τα ορφανά. Όλα της τ΄ άλλα τα παιδιά είχανε, οι κόρες της, ας πούμε τα παιδιά τους. Εμείς ήμαστε τα ορφανά. Και της έλεγα: «Μωρέ γιαγιά μυρίζει κάτι αυτό το σοκολατάκι, δεν το θέλω», «Είδες; Είσαι κι εγωίστρια, εγώ το κράτησα για σένα!». Τέτοια πράγματα θυμάμαι από τη Σύρο.
Ήταν ευχάριστες οι αναμνήσεις-
Ναι, πέρασα ωραία χρόνια, γιατί, όπως σου είπα, λέγανε: «Είσαστε τα ορφανά» και μας αγαπούσαν όλοι, βρε παιδί μου. Μας αγαπούσανε, αλλά δεν μπορούσαν κάνουν και διαφορετικά γιατί κι ο μπαμπάς μας διεκδικούσε. Δεν μας άφησε ποτέ να πάμε σχολείο εδώ. Μία φορά μάς έγραψε η γιαγιά κι ήρθε και μας πήρε.
Γιατί;
Δεν ήθελε να μείνουμε, ήθελε να μας έχει στο σπίτι. Ήτανε ο πατέρας μου… Επαντρεύτηκε τη μάνα μου από μεγάλο έρωτα -μου τα 'λεγε ο αδερφός του- την έκλεψε τη μαμά -λέει- και την είχε στο Βροντάδο για 40 ημέρες μέχρι που έμεινε έγκυος εμένα κι έτσι παντρεύτηκε η μαμά μου τον πατέρα μου. Είναι ιστορίες, που τα 'μαθα βέβαια από τους συγγενείς εγώ, δεν τα ήξερα αυτά τα πράγματα.
Ναι.
Ναι. Κάτι άλλο; Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω; Τα έχω τώρα όλα αυτά μαζί.
Ωραία, οπότε εσείς πήγατε στο σχολείο στην Αθήνα, είχατε...
Στον Πειραιά...
Τελειώσατε-
Στην κυρία Κουκουλομμάτη, η οποία ήτανε ένα ιδιωτικό, στην διπλανή οδό του σπιτιού μας, Δερβενακίων ήτανε. Είχε 3 τάξεις το σχολείο αυτό, δεν ήτανε δηλαδή πρώτη, δευτέρα, τρίτη, τετάρτη, πέμπτη, έκτη. Ήτανε πρώτη-δευτέρα, τρίτη-τετάρτη, που ήταν η κυρία Αθανασία όπως σου είπα, κι ήμουνα μεγαλούτσικη πια, και μας έστελνε να της πάρουμε καραμέλες απ΄ τον άγιο Διονύσιο κι εμείς ξεχνιόμαστε γιατί βλέπαν τα καράβια κι αυτά και: «Άχου, και τι θα γίνω εγώ, που θα με βάλουνε...». Η διευθύντρια… Κι είχαμε και μία πολύ κακιά δασκάλα Μανιάτισσα που μας έδερνε εδώ. Όταν έκανε κάποιος κάτι η κυρία Μάχη έπρεπε να μας δείρει όλους. Κι όχι από κει, εδώ με τον χάρακα. Την φοβόμουνα! Αλλά θυμάμαι -κι αυτό είναι κάτι που το θυμάμαι αρκετές φορές- με τα σκονάκια στις εξετάσεις. Επειδή δεν μπορούσαμε να βγάλουμε χαρτί, τα 'γραφα εγώ. Καθόμαστε αγόρια-κορίτσια, αγόρια-κορίτσια, μαζί δηλαδή, και ένας φίλος μου, ο Πίπης, φορούσε βερμούδες, γιατί πια πήγαινε και καλοκαίρι να κάνουμε τις εξετάσεις. Κι εγώ καθόμουνα και με το μολύβι έγραφα στα πόδια του κι επειδή ήταν βερμούδα δεν καταλάβαιναν ότι… Και το σήκωνα κι έβλεπα. Έβλεπα τα θέματα, αν τύχαινε βέβαια. Εθυμάμαι όταν μεγαλώσαμε που με συνάντησε μεγαλύτερη και μου λέει: «Ρε ξέρεις τι μου έκανες;», του λέω: «Τι σου έκανα;», «Ρε καθόσουνα κι έγραφες στα πόδια μου και αν μας παίρνανε χαμπάρι εγώ θα την πλήρωνα!», «Δεν μας πήρανε», του έλεγα. Ναι. Μετά πήγα γυμνάσιο 2 χρόνια στον Πειραιά πάλι, η μητριά μου όμως δεν ήθελε να πάω γυμνάσιο γιατί -λέει- ο μπαμπάς μου είχε τότε… Κλείνανε τα εργοστάσια, όπως σου είπα, και ήθελε να σπουδάσει ο αδερφός μου ο οποίος ήτανε 2 χρόνια μικρότερός μου κι επιλέξανε να πάει εκείνος γυμνάσιο, να τελειώσει, κι εγώ να πάω μοδιστρική και μ΄ έβαλε. Εγώ έκανα δουλειές στη μοδίστρα. Δεν έμαθα ποτέ ψαλίδι, δεν έμαθα ποτέ, αλλά μου άρεσε όμως και μετά, μεγαλώνοντας, μόνη μου ας πούμε… Αυτό όμως εγώ τους το χρωστούσα, ότι δεν μ΄ άφησαν να σπουδάσω κι άρχισα να διαβάζω εγκυκλοπαιδικά βιβλία...
Μόνη σας;
Να προσπαθήσω μόνη μου ό,τι μπορώ κι ακόμη ας πούμε. Βέβαια τώρα όχι. Τώρα πια διαβάζω βιβλία, ξέρεις, αλλά έχω και τις εγκυκλοπαίδειές μου επάνω, που είχα του Αλεξάκη. Στον Αλεξάκη μικρό και στον γιο μου έπαιρνα αρχαία ιστορία και μου λέγανε: «Μα τι παίρνεις των παιδιών τώρα;». Λέω: «Και τα παραμύθια θα τους πάρω, όλα θα τα πάρω, αλλά αυτά…». Κι όταν πήγε, θυμάμαι, ο Αλεξάκης περισσότερο στο σχολείο, το δημοτικό, μού λέει: «Γιαγιά όλες αυτές τις ιστορίες που μας κάνουνε τώρα, εγώ τα ήξερα γιατί μου 'χες πάρει τα βιβλία». Είναι απάνω μερικά ακόμη, άμα θες ν΄ ανέβουμε, ναι. Τώρα βέβαια οι εγκυκλοπαίδειες κι αυτά δεν έχουνε καμιά σημασία γιατί το Google... Βρίσκεις τα πάντα!
Ωραία. Οπότε δεν πήγατε τελικά στο γυμνάσιο-
Όχι δεν τελείωσα εγώ το σχολείο κι αυτό είναι ο καημός μου. Ναι, το γυμνάσιο-
Ενότητα 6
Το πλοίο «Πατρίς», η γνωριμία με τον σύζυγο και τα ταξίδια στην Αυστραλία
01:16:54 - 01:30:25
Ναι, οπότε μετά φύγατε κατευθείαν στην Αυστραλία για-
18 χρόνων έβγαλα το διαβατήριό μου το πρώτο, στα 20 έφυγα. Έφυγα Δεκέμβριο, 9 Δεκεμβρίου του '59 και 9 Ιανουαρίου ήμουνα στην Αυστραλία του '60.
Θυμάστε την πρώτη σας μέρα; Πώς ήταν όταν...
Η πρώτη μου μέρα... Έφυγα με το «Πατρίς». Στο «Πατρίς» εγνώρισα όλες τις φίλες μου απ’ την Πάτρα, που έζησα στην Αυστραλία βέβαια, έτσι; Λοιπόν, ήταν οι γιορτές των Χριστουγέννων και κάναμε μία χορωδία να πούμε τα κάλαντα κάτω στις μηχανές, στη γέφυρα, όταν είχε καλό καιρό όμως βέβαια. Έτυχε να 'χει καλό καιρό, γιατί τότε ήμαστε σε ποιο σημείο να δεις; Που ήτανε Χριστούγεννα, βέβαια, είπα. 9 Δεκεμβρίου μέχρι τις 25 πρέπει να είμαστε Πορτ Σαΐντ στην Αίγυπτο. Κι ήτανε ήσυχα, δεν είχε τις φουρτούνες του Ινδικού καταρχήν και μετά Ειρηνικού. Εγώ όταν είχε φουρτούνα χανόμουνα. Έμπαινα στην καμπίνα, καθόμουνα. Μόλις γινότανε ήσυχα πάλι απάνω η Τέττα στα σαλόνια, στα έτσι, στ΄ αλλιώς, με τις αυτές... Ωραία ζωή! Είχε ορχήστρα και τι δεν είχε μέσα, γιατί ήτανε κρουαζιερόπλοιο το Chandris τότε! Και επήγα επειδή ήμουνα με πρόσκληση, δεν πήγαμε με τη ΔΕΜΕ. Οι άλλες κοπέλες ήτανε και με τη ΔΕΜΕ. Εγώ ήμουνα με πρόσκληση όπως ήτανε και οι κοπέλες που γνώρισα απ΄ την Πάτρα, γιατί είχαν αδέρφια εκεί, είχανε συγγενείς και τους είχανε καλέσει. Και περάσαμ΄ ωραία στο «Πατρίς». Τον άντρα μου τον γνώρισα σε ένα μήνα περίπου πάλι στην ελληνική κοινότητα. Επήγαμε στον χορό των Σαμίων με τη θεία μου και σ΄ ένα σημείο, ο Ξενοφών καθότανε με τους επισήμους, υποτίθεται, στον χορό, που ήταν ο παπάς, ήτανε στον δήμο του Σίνδεϋ οι Έλληνες ας πούμε... Όχι βουλευτές -πώς τους λένε- σύμβουλοι. Κι έτσι… Και απέναντι σ΄ ένα τραπέζι καθόμουνα εγώ με τη θεία μου και ξαφνικά βλέπω έναν άνθρωπο εκεί... Πώς ήτανε; Όπως σου έ[01:20:00]δειξα εδώ...
Ναι.
Έτσι ντυμένος. Τον κοίταξα και σηκώνει το ποτήρι και μου κάνει... Παίρνω κι εγώ το ποτήρι «Στην υγειά σου», «Στην υγειά...», αυτό ήτανε! Όταν τελείωσε ο χορός... Όχι, πριν τελειώσει, ήρθε, με σήκωσε να χορέψουμε. Μου είπε: «Είμαι απ΄ τη Σάμο, καινούριος στην Αυστραλία», αλλά είχε ένα επίπεδο, τέλος πάντων. Είχε τελειώσει γυμνάσιο, είχε πολύ καλούς φίλους όπως τον νομάρχη στη Σάμο και του άρεσε ας πούμε… Εμένα δεν μ΄ ενδιέφερε αυτό. Του λέω εγώ είμαι η τάδε: «Είμαι η Μικέλη, ήρθα για τη θεία μου, γιατί στην Ελλάδα πια δεν είχα μέλλον», του εξήγησα. Λέει: «Μπορώ να έρθω στο σπίτι να σας δω;». Του λέει η θεία μου: «Ναι, να έρθεις -λέει- γιατί να μην έρθεις;». Της άρεσε όμως γιατί έδειχνε μεγαλύτερος, ενώ εγώ έδειχνα πολύ μικρότερη, εκείνος έδειχνε λίγο μεγαλύτερος, ήταν σοβαρός δηλαδή. «Να έρθεις». Ήρθε σπίτι, τον κεράσαμε αυτά, μου έκανε νόημα όμως, «Θέλω να σε δω». Όταν η θεία πήγε να κάνει τον καφέ αυτός βρήκε… Λέω: «Καινούρια είμαι, δεν ξέρω τίποτα, πού να με δεις;», «Εγώ θα ξανάρθω -λέει- κι όταν είσαι μόνη σου -εργαζόταν η θεία μου- εγώ θέλω να σου μιλήσω». Όλοι μου είπανε ότι διάλεξα να παντρευτώ μεγάλο άνθρωπο. Είχαμε 9 χρόνια διαφορά. Τι μεγάλος! Εμένα μ΄ άρεσε, ήτανε σοβαρός, ντυνότανε πολύ ωραία, μιλούσε ωραία. Τελικά συζήσαμε και παντρευτήκαμε. Παντρευτήκαμε με ένα εκλεκτό κάλεσμα από δικούς του ανθρώπους δηλαδή εκεί Σαμίους κι αυτά κι έκτοτε κάναμε όλη την Αυστραλία σε συνεστιάσεις που κάνανε οι Σαμιώτες. Ήτανε ωραίοι άνθρωποι, είχανε ένα πολύ καλό σύλλογο και κάνανε κάθε χρόνο μια συνεστίαση σε διαφορετική πόλη της Αυστραλίας για να συγκεντρώνονται οι Σαμιώτες. Κι έτσι πήγα παντού με τον άντρα μου.
Τι θυμάστε πιο πολύ απ΄ τα ταξίδια σας, από...
Ήτανε πολύ ωραία η Αυστραλία, φυσικά κουραστική σε ό,τι αφορά τις εναλλαγές τοπίων. Εδώ στην Ελλάδα, around the corner, που λέμε, γύρω από τη γωνιά υπάρχει άλλος κόσμος, άλλο τοπίο, άλλη βλάστηση. Δεν λείπει τίποτα απ΄ την Ελλάδα, μα τίποτα! Εγώ έβλεπα επί 23 ώρες από Sydney να πάμε Adelaide, εκτός του ότι μπήκαμε στην Canberra που είχα πάει πολλές φορές με τον σύζυγο στην Canberra γιατί είχαμε και κουμπάρο εκεί. Όλα τ΄ άλλα ήτανε τα Valleys που λένε. Και μία πελώρια περιοχή, χιλιόμετρα δηλαδή, που ούτε θυμάμαι… Ευκάλυπτους, ευκάλυπτους, ευκάλυπτους, που στη γωνιά του δρόμου είχε μια μεγάλη ταμπέλα κι έλεγε ότι σε τόσα χιλιόμετρα είναι η τάδε φάρμα. Χιλιόμετρα όμως απ΄ τον κεντρικό δρόμο! Σε άλλα τόσα η άλλη φάρμα, θα βρεις αυτό, θα βρεις εκείνο, θα βρεις σιτηρά, θα βρεις ζώα. Δεν μπορούσες να πας όμως σε όλα αυτά. Πήγαμε στις πόλεις κι αρχίσαμε από Canberra, Wellington, Canberra, μετά φτάσαμε South Australia, Μελβούρνη. Απ΄ τη Μελβούρνη πήγαμε Adelaide. Το Perth το γνώρισα στο ταξίδι μου που μείναμε μία ολόκληρη μέρα στο Perth. Αργότερα πήγαμε βόρεια, το South Coast που λένε, το North Coast, το Barrier Reef της Αυστραλίας. Μόνο δεν έχω πάει πολύ πολύ ψηλά στο Darwin που είχε τότε κι έναν τυφώνα και ισοπεδώθηκε η πόλις. Όλες τις άλλες πολιτείες τις έχω γνωρίσει.
Κι ένα αγαπημένο σας περιστατικό; Κάτι που να θυμάστε;
Ωραίες στιγμές με φίλους του συζύγου μου, με τραγούδι πολύ ελληνικό... Αλλάζαμε φυσικά οδηγούς στα λεωφορεία γιατί ήτανε 2-3 λεωφορεία, ανάλογα τη συμμετοχή ας πούμε, και θυμάμαι που σηκωνόντουσαν Σαμιώτισσες κοπέλες και χορεύανε δίπλα στον οδηγό, γιατί τον βλέπανε και φοβόντουσαν μην κοιμηθεί. Γιατί δουλεύανε οι οδηγοί 8 ώρες! 8 ώρες όμως σ΄ ένα απέραντο κράτος, που οι οδηγοί των semi-trailer, της νταλίκας, του λέγανε: «Μην ανοίγεσαι, σταμάτα εκεί, γιατί έρχονται και πολλά οχήματα κι αυτά, έχει καγκουρό πεθαμένο γιατί το χτύπησε κάποιος και δεν πρέπει να το περάσεις, κινδυνεύεις, ή βρέχει, σε τόσα χιλιόμετρα μπροστά βρέχει» και σηκωνόντουσαν οι κοπέλες και χορεύανε τσιφτετέλια κι αυτά για να τον κάνουνε τον οδηγό να ξυπνήσει δήθεν, νομίζανε ότι κοιμάται. Αυτός ο καημένος δεν κοιμότανε, απλά κοίταζε τον καθρέφτη στο πλάι του οχήματος και νομίζανε ότι επειδή κοιτάει εκεί, κοιμότανε. Το βράδυ πηγαίναμε πάντα στην κοινότητα της κάθε πόλεως. Είχα μία φίλη Ελληνίδα, την Παρούλα, η οποία ήταν απ΄ τη Λήμνο, και είχε τα χορευτικά συγκροτήματα, η Παρούλα. Απ΄ το Sydney, αλλά αυτή πήγαινε σ΄ όλη την Αυστραλία και συναντούσε τις κοπέλες που κάνανε χορό ελληνικό στις κοινότητες της Αδελαΐδος… Πέρασα πάρα πολύ ωραίες στιγμές! Στο Adelaide θυμάμαι, επειδή εμένα μ΄ άρεσε να βλέπω τα κτίρια γιατί ήταν βικτωριανής εποχής στην Αυστραλία και ήτανε πολύ ωραία κτίρια, επήγανε όλοι στο καζίνο. Εμένα δεν μ΄ ενδιαφέρει ποτέ, ούτε εδώ έχω πάει, ούτε χαρτιά ξέρω να παίξω, ούτε μπιρίμπες, ούτε τίποτα. Οι φίλες μου παίζουνε μπιρίμπα κι εγώ πλέκω. Λοιπόν, πάμε που λες σ΄ ένα ωραίο κτίριο με βιτρό τα πάντα, με γυαλισμένο μπρούτζο, κάλλες, κόκκινα χαλιά κι αυτά. Είχανε από 20 € φερειπείν, και ο σύζυγός μου, να πάνε να παίξουνε στη ρουλέτα. Μα εκείνα τα 20 € ήτανε 4-5 μάρκες, σε 5 λεπτά τα χάνανε. Οι Γιαπωνέζοι όμως και οι γυναίκες οι Γιαπωνέζες, είχανε μάρκες λόφους κι όταν χάναν, αγάπη μου, η κοπέλα, η γκρουπιέρισσα, με μία σαν σκούπα, μία βούρτσα, τα μάζευε και τα 'ριχνε στην τρύπα. Και λέω αυτά είναι χιλιάδες δολάρια, εκατομμύρια δολάρια και πεινάει η Αφρική; Και υπάρχουνε παιδιά που πεινάνε στην Ασία, στο Βιετνάμ, στο έτσι, στο αλλιώς… Φιλοσοφούσα, αλλά δεν… Δεν ήμουνα και πολιτικός για να… Όμως τα έλεγα κι έλεγα στον άντρα μου: «Κάτσε εδώ και κοίτα τους! Εγώ θα πάω να δω το building!». 2 ώρες, 3 ώρες, εγώ γύριζα από γωνιά σε γωνιά, από ασανσέρ σε ασανσέρ, να δω το κτίριο. Και του έλεγα: «Τι καθόσουνα μωρέ και κοίταζες τη ρουλέτα;», «Έλα τώρα εσύ που πονάς για όλο τον κόσμο!» μου έλεγε. Έτσι έχω γεννηθεί; Η ορφάνια; Το ότι ήθελα να ζω με αξιοπρέπεια; Εγώ δεν άφησα ούτε κάποιον άνθρωπο που, τέλος πάντων, συμπάθησα, αγαπούσα -που εγώ μπορεί να τον αγαπούσα κι εκείνος- δεν τον άφησα να μου [01:30:00]αγοράσει ούτε πάστα. Εγώ πληρώνω τον δικό μου λογαριασμό από μικρό κορίτσι. Δεν ήθελα να είμαι υποχρεωμένη σε κανέναν και έχει μείνει και το λένε κι οι φίλοι μου εδώ. Ήθελα να 'μαι ανεξάρτητη οικονομικά. Όχι πολλά, ό,τι μπορούσα να ζήσω με αξιοπρέπεια. Αυτά ήταν η ζωή μου στην Αυστραλία.
Και όταν ήσασταν στην Αυστραλία, είχατε διατηρήσει κάποια έθιμα, κάποιες συνήθειες που είχατε στην Ελλάδα-
Όλα τα ελληνικά έθιμα, αγάπη μου-
Τα διατηρήσατε-
Όλα! Όπως σου είπα, κάναμε παρέλαση. Τσακωνόντουσαν η αρχιεπισκοπή με την κοινότητα, γιατί η κοινότητα υποτίθεται είναι αριστερή. Εγώ, διαβάζοντας ρωσική λογοτεχνία... Δεν το κρύβω είμαι αριστερή περισσότερο, παρά δεξιά. Δεν υποτιμώ κανέναν, κανέναν! Αλλά είμαι σοσιαλίστρια, δεν υπάρχει όμως σοσιαλισμός πια. Αυτό το ξέρουμε. Και στην Αυστραλία και δω εμείς που πιστεύουμε στον σοσιαλισμό προδοθήκαμε από τους πολιτικούς μας. Έχω διαβάσει -εκεί είναι δύο βιβλία, εάν δεν τα 'χεις διαβάσει μπορώ να σ΄ τα δανείσω- η «Ελένη» και η άλλη «Ελένη»...
Ναι.
Αυτά τα βιβλία είναι τα κατηχητικά μου εμένα.
Ναι.
Κι έχω δει ότι και οι δύο παρατάξεις κάνανε το δίκαιο και το άδικο. Αυτό το βιβλίο, το ένα, η «Ελένη» του Νίκου Γκατζογιάννη είναι ότι γεννήθηκε στην Ήπειρο με τους ανταρτοπολέμους κι αυτά. Ο πατέρας του είχε μεταναστεύσει στην Αμερική, τη μάνα τη λέγανε Αμερικάνα, αλλά η μάνα είχε μέσα της τον σοσιαλισμό. Μαρτύρησε από τους δεξιούς. Και το άλλο είναι στη Λάρισα, η άλλη «Ελένη», που λένε, που ήτανε -πώς το λένε- η μία ήτανε σοσιαλίστρια και μαρτύρησε απ΄ τους δεξιούς κι η άλλη «Ελένη» ήτανε δεξιά και μαρτύρησε από τους κομμουνιστές. Λοιπόν, εμένα τώρα διαβάζοντας αυτά και άλλα, Ντοστογιέφσκι και ξέρω 'γώ, διάβαζα καλά βιβλία, τα οποία άφησα στην Αυστραλία, δεν τα πήρα απ΄ τους ανθρώπους που τα 'χα χαρίσει. Επήρα 2-3 ας πούμε, τα οποία έχω κι απάνω και δω, περισσότερο Αυστραλίας ιστορία και τέτοια, που δεν είναι και πολύ μεγάλη, 200 χρόνια κάναμε ενώ ήμουνα εκεί. Αλλά εντάξει πριν απ΄ αυτό υπήρχαν οι Aboriginals.
Κι η ελληνική κοινότητα σάς βοήθησε να τα διατηρήσετε αυτά-
Η ελληνική κοινότητα με βοήθησε πάρα πολύ γιατί, όπως σου είπα, κάναμε τις παρελάσεις, ήμουνα πάντα παρούσα. Εκκλησίες... Χτίσαμε πολλές εκκλησίες με την ελληνική κοινότητα, αλλά παράλληλα και με την αρχιεπισκοπή, πλην όμως εγώ παντρεύτηκα σε αρχιεπισκοπική εκκλησία, ήτανε και η πολιούχος, ας πούμε, του Sydney, εμείς λέγαμε, αλλά πήγαινα και στης κοινότητος την εκκλησία. Γίναμε μέλη κι όλοι μου οι φίλοι οι Πατρινοί ήτανε μέλη της κοινότητας.
Οπότε αντίστοιχα κι από-
Δεν είμαστε δηλαδή βαμμένοι στην πολιτική.
Ναι.
Είμαστε κάπως ανεξάρτητοι. Τα πιστεύω μας όμως ήτανε αριστερά.
Και από τη χώρα, από την Αυστραλία, κι από εκεί όμως υιοθετήσατε κάποια στοιχεία…
Βεβαίως υιοθέτησα. Γνώρισα, όπως σου είπα, καλούς πρωθυπουργός, αλλά γνώρισα και τους άλλους που μας προδώσανε. Γιατί ένας σοσιαλιστής μπορεί να δεχτεί τα πάντα από έναν φασίστα, έναν δεξιό, έτσι; Δεν μπορεί όμως να ανεχθεί την προδοσία από έναν σοσιαλιστή. Αυτό πονάει. Όπως πονάει και τους δεξιούς το αντίθετο, έτσι δεν είναι; Γνώρισα ωραίους ανθρώπους, πολύ ωραίους ανθρώπους, και ιεράρχες και πολιτικούς που μπήκανε και στα δημαρχεία του Sydney, στις δημαρχίες, γιατί εκεί έχει δημαρχείο κάθε… Είναι δηλαδή μία κοινότητα, που λέμε, αποτελείται από 5-6 διαμερίσματα του Sydney. Αυτή η κοινότητα λέγεται έτσι, η άλλη κοινότητα... Ας πούμε Canterbury, μία άλλη λέγεται Manly. Οι ονομασίες που έχει το Sydney, έτσι; Εγνώρισα πολλούς ανθρώπους απ΄ αυτούς, γιατί συγκεντρωνόντουσαν, ασχέτως αν δεν πιστεύανε όλοι στα ίδια δόγματα, δηλαδή πολιτικά. Είχαμε συγκεντρώσεις. Συγκεντρωνόμαστε στο κυριότερο σημείο του Sydney, το Darling Harbour και εκεί κάναμε τα ελληνικά μας φεστιβάλ. Και γνώρισα... Όχι γνώρισα... Επήγα και είδα όλους τους καλλιτέχνες τους Έλληνες, τον Πάριο, την Αλεξίου, τον Νταλάρα. Στον Νταλάρα έχω πληρώσει στο Opera House 120 € εισιτήριο για να τον δω. Ήταν ο αγαπημένος μου βέβαια ο Νταλάρας. Όλους γενικά! Και θυμάμαι όταν ήρθε ο Γιώργος, ένας λαϊκός τραγουδιστής που τελικά έγινε και πολύ καλός, που είχε βγάλει τότε: «Στου παράδεισου την πόρτα, εφυτρώσανε δυο χόρτα», θυμάμαι. Εμένα μ΄ άρεσε η φωνή του, όπως μ΄ άρεσε του Τσιτσάνη, όπως μ΄ άρεσε… Και ο σύζυγος, επειδή εκεί ήτανε ζηλιάρης, παράλογα ζηλιάρης: «Σ΄ αρέσει αυτός που είναι με τα ναρκωτικά, που είναι…», «Μα δεν μ’ αρέσει σαν άνθρωπος, μ΄ αρέσει σαν καλλιτέχνης, σαν φωνή». Όπως μ΄ άρεσε κι ο Τσιτσάνης. «Μη σε ξανακούσω να μιλάς γι΄ αυτόνε!». Tέλος πάντων, δεν υπάρχει, ναι. Και τσακωνόμουνα δηλαδή γιατί μ΄ άρεσε να βλέπω στο γυαλί ή ν΄ ακούω αυτόνε.
Ναι. Κυρία Μαριέττα, μπορείτε να μας πείτε κι από τη δουλειά σας, απ΄ την εργασία σας όταν πήγατε στην Αυστραλία και ξεκινήσατε. Η πρώτη σας δουλειά ήτανε σαν μοδίστρα;
Όχι-
Όχι, σε...
Ναι, σε μοδιστρική στην αρχή. Η πρώτη μου δουλειά όμως ήτανε στο εργοστάσιο, που σου είπα, το κλωστήριο.
Στο πρώτο, στο κλωστήριο, μπορείτε να μας πείτε κάποια περιστατικά; Αυτά που σας έρχονται στο μυαλό-
Θυμάμαι τους εργοδότες... Όχι εργοδότες, γιατί ήταν μεγάλη εταιρεία. Θυμάμαι όμως τον προϊστάμενο, που επροσπαθούσα εγώ να δέσω -λέει- τους κόμπους κι έκανα… Δεν ήτανε, δεν μπορούσα να κάνω αυτή τη δουλειά, δεν είχα ξαναδουλέψει εν τω μεταξύ. Και το κατάλαβε ο άνθρωπος κι ερχότανε και μου 'λέγε: «You’ re not for here darling!» Και το 'λεγα στη φίλη που με πήρε: «Σοφία μού είπε ο…», δεν θυμάμαι τώρα τα ονόματά τους φυσικά, γιατί σου λέω το '60, «Μου είπε ότι δεν είμαι γι΄ αυτή τη δουλειά, θα με σχολάσει;», «Δεν σε σχολάει αλλά θα φροντίσουμε, Τέττα μου, γιατί κι εγώ το βλέπω ότι ταλαιπωρείσαι πολύ, ότι δεν μπορείς, θα φροντίσουμε να βρούμε κάτι άλλο». Και επειδή γνώριζε Έλληνες στο bus stop, που λέει, στη στάση του λεωφορείου, με συστήνει σε μία κυρία η οποία ήταν απ΄ την Αίγυπτο κι ήτανε πάρα πολύ καλή μοδίστρα. Δούλευε σ΄ ένα ατελιέ πολύ καλό στο Sydney και με πήραν εκεί. Φυσικά τα ρούχα που ράβανε νυφικά κι αυτά με πέρλες, με κεντητά και τέτοια ήτανε πολύ ακριβά. Εκάθισα λίγο. Μετά μου είπανε ένα άλλο ζευγάρι που ράβανε φτηνά φορέματα, καλοκαιρινά, καθημερινά. Άρχισα να γνωρίζομαι και με βοήθησαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Με βοήθησαν, να σου πω γιατί; Γιατί ήμουνα πολύ ευγενικός άνθρωπος, δεν ήθελα να προσβάλλω κανέναν, δεν ήθελα δηλαδή… Δούλευα όμως, με κέφι έκανα τη δουλειά μου κι αυτό εκτιμούσαν οι άνθρωποι. Σιγά σιγά πήγα σ΄ αυτούς ότι θα ρά[01:40:00]βω σεντόνια και μαξιλάρια ή [Δ.Α.]. Εγώ δούλεψα σεντόνια και μαξιλάρια. Έλα που αυτή η κυρία που είχε την εταιρεία αυτή -Έλληνες- είχε και φορέματα και μου λέει: «Εγώ θα σε μάθω να ράβεις φορέματα, να κάνεις καλύτερα λεφτά. Να μην παίρνεις 50 cents για το μαξιλάρι και το σεντόνι. Να παίρνεις 5 $». Κι άρχισα να ράβω φορεματάκια στην αρχή. Έβγαζα 40 € την εβδομάδα, 50, μέχρι που έφτασα 200. Επλήρωνα μόνο για 100 ταξέσιο, γιατί όταν έκανες πάνω από 100, τα δίνανε μαύρα γιατί σύμφερε ας πούμε τους Έλληνες. Τα 100 τα πλήρωνα tax, τα άλλα ήταν αυτά… Σιγά σιγά γνωρίστηκα και με άλλους δημιουργούς -ας πούμε- ράφτες Έλληνες. Μέχρι που πέρασαν πολλά χρόνια, έβγαζα εγώ τα χρήματά μου. Όπως σου είπα, ξεχρεώσαμε το πρώτο μας το σπίτι που ήτανε για 15 χρόνια το mortgage, το συμβόλαιο σε 8 χρόνια. Και στα 14 έκανα άλλες 14.000 $ κι ήρθαμε στην Ελλάδα, φάγαμε τα μισά -ακόμη και περισσότερα φάγαμε- γιατί με φιλοξενούσαν οι συγγενείς μου στην Ελλάδα, εγώ όμως δεν είχα σπίτι να τους ανταποδώσω, τους πήγαινα στις ταβέρνες, στα restaurant. Εφύγανε τα λεφτά. Πήγαμε και μερικά ταξίδια έτσι στα νησιά, σ΄ αυτά, και γύρισα πίσω κι έκανα μια μεγάλη προέκταση στο σπίτι μου, το οποίο κράτησα μέχρι το '98. Όταν πέθανε το παιδί έφυγα απ΄ αυτό το σπίτι. Δεν με χωρούσε πλέον η Αυστραλία, ήθελα να έρθω να βοηθήσω τον εγγονό μου.
Και γι΄ αυτό αποφασίσετε να γυρίσετε;
Ναι, γιατί έχασα το παιδί εκεί, δεν θα μπορούσα δηλαδή να έρθω στην Ελλάδα μ΄ αυτό το παιδί, γιατί εκεί είχε όλα τα δικαιώματα σαν γεννημένος στην Αυστραλία, είχε σύνταξη. Τέλος πάντων, είναι πολλά θέματα.
Ήταν δύσκολη η απόφασή σας να έρθετε εδώ; Δηλαδή-
Καθόλου δύσκολη!
Το θέλατε-
Καθόλου. Καταρχήν... Ο γιος μου ειν΄ αυτός εκεί. Τώρα βέβαια είναι εκεί με τα παιδιά του, έκανε body-building από μικρό παιδί, μες στα γυμναστήρια έγινε… Που δεν το υιοθέτησα εγώ ποτέ. Τέλος πάντων, είναι δική του η ζωή. Επειδή έχω μάθει να μην ανακατεύομαι ούτε στον εγγονό μου ούτε στα παιδιά μου, γι’ αυτό και δεν ζω μαζί τους. Δεν ζω. Θέλω να είμαι ανεξάρτητη, να είμαι μόνη μου. Ο άντρας μου πολλές φορές μού έλεγε ότι είμαι σπατάλη, γιατί προσέχω πολύ τους φίλους, ότι δίνω μεγάλη σημασία στην φιλία. Ναι έδινα, γιατί δεν είχα συγγενείς, ο αδερφός μου ήταν στην Αμερική, δεν είχα ούτε αδερφές ούτε αδελφούς, κανένανε. Χωριστήκαμε δύο παιδιά, που λέει, και βρεθήκαμε μετά από 16 χρόνια στην Ελλάδα!
Και νιώθατε νοσταλγία και για τον πατέρα σας και-
Ο αδερφός μου ήθελε να πάω Αμερική. Ο άντρας μου δεν ήθελε να πάμε Αμερική.
Ναι. Κι όταν ήσασταν στην Αυστραλία σάς έλειπε η Ελλάδα;
Πάρα πολύ! Γι’ αυτό μόλις μπόρεσα να ξεχρεώσω όμως το σπίτι μου, όχι-
Πήγατε-
Να το χρωστάω...
Ναι.
Εμάζεψα άλλα τόσα χρήματα δηλαδή και ήρθα στην Ελλάδα. Έκτοτε κάθε 3-4 χρόνια ερχόμουνα Ελλάδα. Μέχρι πότε είχα όλα τα εισιτήρια; Έχω πάει με την… Ποια εταιρεία ήτανε τότε θυμάμαι… Η Caylen ήτανε; Στην Καλκούτα, Ινδίες... Τότε στο αεροδρόμιο με τις καραμπίνες μάς βάζανε μέσα στο transit. Γιατί ήταν εμπόλεμη κατάσταση και δεν εμπιστευόντουσαν ούτε Αυστραλούς -Αυστραλέζα εγώ εν τω μεταξύ- με τις καραμπίνες μάς βάζανε μέσα. Έχω πάει σε όλα… Δηλαδή Δελχί, Καλκούτα, Μπαγκλαντές, μετά όλα της Σαουδικής Αραβίας, τα porta. Πολλά ταξίδια, πάρα πολλά ταξίδια, για να έρθω στην Ελλάδα. Το τελευταίο ήτανε, όπως σου είπα -το προτελευταίο- ήτανε που πήγα Σουηδία και το τελευταίο ήτανε τον Ιούνιο του '13, το τελευταίο. Το προτελευταίο ήταν το '98 που ήρθα και μείναμε 8 χρόνια για τον Αλέξανδρο. Όταν ο γιος μου όμως γνώρισε τη γυναίκα του την τωρινή εγώ έφυγα. Γύρισα να κάνω το κέφι του συζύγου μου. Η τύχη μού τα 'φέρε άσκημα, αρρώστησε εκείνος με καρκίνο του πνεύμονος, μετά αλτσχάιμερ όπως σου είπα κι αυτά, και μου είπε ο γιατρός του -που ήτανε από τη Nότιο Αφρική, από το Johannesburg ήτανε- και μου λέει: «Eτοίμασε τις βαλίτσες σου και φύγε! Πήγαινε ένα ταξίδι στην Ελλάδα γιατί θα περάσεις πολύ δύσκολα χρόνια!». Ο λόγος που σ΄ το λέω είναι ότι έχασα την μητέρα μου, έβαλε φωτιά κι έκαψε το σπίτι μας από αλτσχάιμερ. Και σε δύο χρόνια έχασα και τον πατέρα μου από αλτσχάιμερ. Δεν είναι κανένας άλλος να σου πει ακριβώς το πόσο υπόφερε η οικογένειά μας. «Όχι η μαμά και ο μπαμπάς -μου λέει- το ίδιο είναι κι ο σύζυγός σου». Τον έβαλα σ΄ ένα ιδιωτικό, σαν κλινική, γηροκομείο, με γιατρούς κι αυτά κι έρχομαι στην Ελλάδα και παίρνω τον Αλεξάκη -τότε δεν ήταν στη Σουηδία, ήτανε το παιδί μου ακόμα στην Αθήνα- παίρνω τον Αλεξάκη και τη φίλη μου τη Στέλλα και πάμε στην Κρήτη για 15 μέρες και γυρίσαμε όλη την Κρήτη, εκτός απ΄ τα Σφακιά και το Φαράγγι που δεν μπόρεσα να το κατέβω. Πήγα σ΄ ένα σημείο αλλά όχι όλο. Έκτοτε έκανα συνέχεια ταξίδια, Αυστραλία, Göteborg και Ελλάδα. Όταν πήγαινα στο Göteborg έπρεπε να 'ρθω και στην Ελλάδα.
Στην Αυστραλία η μεγαλύτερή σας δυσκολία που θα λέγατε ότι αντιμετωπίσατε…
Τα πρώτα χρόνια όταν δεν ήξερα τη γλώσσα.
Ναι.
Αλλά όπως σου είπα με συμπάθησαν και συμπάθησα ανθρώπους και δέθηκα μαζί τους κι εκεί άρχισαν να γίνονται πιο εύκολα τα χρόνια μου, μέχρι που γνώρισα τον σύζυγό, δουλεύαμε μαζί. Δουλεύαμε μαζί στο ίδιο εργοστάσιο.
Εκεί που βάφατε;
Εκεί.
Εκεί που μου είπατε ότι βάφατε κιόλας τα έπιπλα...
Ναι. Όχι τα έπιπλα. Aν θυμάσαι τότε τα ψυγεία παλιά ήταν όλα λευκά.
Ναι.
Τα 'βαφα και τα περνούσε [Δ.Α.]. Από το ταβάνι δηλαδή κρεμόντουσαν χαλκάδες...
Ναι.
Και κρεμούσαμε να μπούνε σιγά σιγά στον φούρνο να ψηθεί η μπογιά αυτή με βοήθεια φυσικά της άλλης κυρίας. Ενώρισα εκεί ακόμη και δασκάλες που είχανε κουραστεί από να διδάσκουνε και επιλέξανε... Γιατί αυτό είναι η Αυστραλέζα. Η Αυστραλέζα δεν διστάζει ακόμη κι αν έχει 10 πτυχία να πάει να εργαστεί σερβιτόρα φερειπείν. Το ίδιο δούλεψα και στο αεροδρόμιο του Sydney, όταν απογοητεύτηκα από την ραφτική, γιατί ήρθαν οι Κινέζοι κι όταν εγώ έχω έφτιαχνα μία μπλούζα, μία ζακέτα και πληρωνόμουνα 6-7 €, αυτοί θέλανε 1,5 €. Και δεν θα στραβωθώ πια, γιατί έβαλα και γυαλιά στα 48 μου εγώ για να βλέπω να ράβω! Δεν θα στραβωθώ για 1,5 €, πρέπει να βρω μία άλλη εργασία. Κι αυτή η κυρία που γνώριζα, η Γιουγκοσλάβα, εδούλευε στο αεροδρόμιο καθαρίστρια. Της λέω: «Σύλβια δεν θέλω να δουλέψω πια στο σπίτι, θέλω να βγω απ΄ το σπ[01:50:00]ίτι. Τα παιδιά -λέω- μεγαλώσανε, μπορώ να βγω». Μου λέει: «Θα μιλήσω εγώ στην εργοδότριά μας και θα σε πάρουμε». Δεν με πήρε καθαρίστρια όταν της μίλησε για μένα η κυρία αυτή. Ήτανε στο catering, στα restaurant του Sydney. Το ένα ήτανε μπουφές κι έπαιρνε ο κόσμος απ΄ τον μπουφέ και καθόταν στα τραπέζια κι εμείς καθαρίζαμε τα τραπέζια. Το άλλο ήτανε αλά καρτ, 5 αστέρων, κι έρχεται η διευθύντρια μία μέρα -κάνα μήνα θα δούλεψα κάτω- και μου λέει: «Θέλω να σου μιλήσω Μαριέττα». Λέω: «Ναι», «Έχεις -μου λέει- μαύρη φούστα και άσπρη μπλούζα;», «Πόσες θέλετε;» της λέω εγώ. Δεν καταλάβαινα γιατί μου το ζητούσε. Μου λέει: «Βρε δεν θέλω τίποτα, που είμαι και χοντρή -μου κάνει, Αυστραλέζα τώρα αυτή- εγώ θέλω να 'ρθεις να δουλέψεις επάνω στο αλά καρτ». «Εγώ; Μα δεν ξέρω -της λέω- ούτε σερβιτόρα είμαι. Εγώ καθαρίζω -της λέω- εδώ τα τραπέζια», «Όχι θα έρθεις» μου λέει. Πήγα. Με πολλή υπομονή κι εκεί λίγο ρατσισμό απ΄ τις κοπέλες που ήτανε experienced σερβιτόρες. Εγώ πήγα ντυμένη, αυτά, με είδε, μου λέει: «Θα έρθεις να δουλέψεις στον μπουφέ στο restaurant», που πάλι το ίδιο. Δηλαδή αγόραζες ένα πιάτο κι έπαιρνες ό,τι ήθελες! Δίπλα ήτανε και το αλά καρτ το restaurant. Εγώ δούλεψα ένα μήνα στον μπουφέ και μετά μου λένε: «Θα έρθεις γιατί έχουμε delay flight...». Delay flight είναι όταν για κάποιο λόγο που το αεροπλάνο, ας πούμε, καθυστερούνε, και φέρνουν τους επιβάτες στα restaurant. Άλλοι είναι της πρώτης θέσεως, αυτοί πάνε στο αλά καρτ, και άλλοι είναι οικονομικής θέσεως και πάνε στον μπουφέ. «Θα έρθεις γιατί θα λείψει μία κοπέλα κι εσύ διάλεξε τι θες να κάνεις, φαγητό ή ποτά;». Ήταν το μπαρ, παίρναμε τον δίσκο, την παραγγελία, τον δίσκο και πηγαίναμε και παίρναμε τα ποτά που θέλανε οι πελάτες. Εδούλεψα εκεί, μου λέει: «Θα γράφεις με νούμερα». Στο αλά καρτ υπήρχανε για κάθε άτομο ένας μάγειρας που τα έκανε εκείνη την ώρα τα φαγητά. Πολύ λίγα ήταν έτοιμα, όπως τα γλυκά, τ΄ αυτά. Εκεί τα βρήκα δύσκολα. Στην αρχή πολύ δύσκολα!
Γιατί;
Γιατί δεν ήξερα, δεν είχα δουλέψει ξανά εγώ σαν σερβιτόρα. Πλην όμως μου είπανε ότι: «Θα κάνεις όπως κάνεις στο σπίτι σου. Δεν θα σκεφτείς ότι είσαι σερβιτόρα σε ένα μαγαζί, θα περιποιείσαι τους ξένους όπως τους περιποιείσαι στο σπίτι σου». Κι αυτό έκανα. Με ευγένεια τούς έλεγα να μου μιλάνε σιγά, να μου λένε τι ακριβώς θέλουνε, να μου δείχνουνε στον κατάλογο και το σημείωνα εγώ και πήγαινα στον μάγειρα και του έδειχνα: «Θέλω αυτά τα πιάτα κι αυτά». Με προσοχή τα πήγαινα πίσω, ευγενέστατη. Με είχαν συμβουλέψει φυσικά ποια θέση να πάρω στο τραπέζι, να μην πηγαίνω μπροστά τους, όλα αυτά τα υιοθέτησα εγώ γρήγορα. Σου λέω ότι σε 6 μήνες έκανα functions, δεξιώσεις, για την Oλυμπιακή, για την KLM , για την Qantas, για την British Airways, για την American Express. Για όλες τις εταιρείες! Εκεί πια γνώρισα ηθοποιούς, γνώρισα βασιλιάδες της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκιπες, όλη την κάστα. Τους έκανα… Τα έβαζα και με τον αρχιμάγειρα, γιατί του έλεγα: «Θα σερβίρω τσάι, καφέ και καναπέ». Καναπέδες λέγονται τα... «Εγώ δεν τα θέλω στη λαμαρίνα. Εγώ θέλω να μου βρεις δίσκους ωραίους, ασημένιους!». Και μου λέγανε: «Έλα Χριστέ μου! Αυτή το 'χει πάρει τόσο σοβαρά. Βρε δε μας ζήτησε καμιά να μπει…», «Εγώ στη λαμαρίνα δεν θέλω. Εάν δεν έχεις άλλα θα πάω -του λέω- στο σούπερ μάρκετ και θα πάρω αυτά τα κεντημένα τα χαρτιά που είναι σαν κέντημα και να τα στρώσω στη λαμαρίνα» για να βάλω τα αυτά. Όλα αυτά έκαναν εντύπωση φυσικά στους εργοδότες μου, με «συγχαρητήρια», μ΄ αυτά. Ο άντρας μου όμως, επειδή ήταν το roster να δουλεύεις Χριστούγεννα, Πάσχα, Κυριακές και να πηγαίνω 11 το πρωί για το αλά καρτ, μέχρι τις 3, και 6 μέχρι τις 9 για τα functions.
Από κει, από τα functions θυμάστε κάποιο περιστατικό, κάτι που να...
Πολλά περιστατικά-
Ένα, το πιο-
Την ευγένεια των Γιαπωνέζων.
Ναι.
Οι Γιαπωνέζοι είναι τόσο ευγενείς που το να τους προσφέρεις ας πούμε… Να μην το πάρουν μόνοι τους. Όταν είχα ώρα βέβαια και δεν ήτανε και 100! Αν ήτανε 20-30 μπορούσα να τους προσφέρω το cup και να μου κάνουνε... Αυτοί χαιρετάνε τους πάντες μ΄ αυτό τον τρόπο. Εγώ έλεγα: «Thank you very much!» φυσικά, αλλά έκανα κι εγώ έτσι, δεν ήταν δύσκολο…
Ωραία, για να κλείσουμε κυρία Μαριέττα, υπάρχει κάτι που θα θέλατε να προσθέσετε; Κάτι...
Τι να προσθέσω αγάπη μου; Θέλω να 'χουμε υγεία όλοι, να τελειώσει αυτό το μαρτύριο του covid, γιατί κάθε μέρα δηλαδή πιο απογοητευτική είναι αυτή η κατάσταση. Δεν ξέρω, εγώ προχθές έκανα το εμβόλιο της γρίπης το οποίο κάνω πολλά χρόνια γιατί έχει πειραχτεί ο πνεύμονάς μου. Η πνευμονολόγος μου μού είπε το τσιγάρο. Δεν είναι το τσιγάρο. Εγώ έκανα πολύ άσκημη ζωή στα νιάτα μου, με όλα αυτά τα θίνερ. Έπλενα τα μαλλιά μου με νέφτι για να φύγει η μπογιά και μετά λουζόμουνα. Και πίναμε μπουκάλι γάλα για να καθαρίσει… Αυτό με πείραξε. Μετά άρχισα και το τσιγάρο βέβαια. Ποτέ δεν κάπνιζα πάρα πολλά τσιγάρα, πλην όμως ήμουνα καπνίστρια κι όταν ήρθα στην Αθήνα το '98 έπαθα κρίση. Έπαθα ελαφράς μορφής ΧΑΠ, που λένε, αποφρακτική πνευμονοπάθεια. Αυτό δεν περνάει εύκολα, πλην όμως εγώ έκοψα το τσιγάρο, έκοψα τα πάντα, δεν πήγαινα στην Αθήνα καθημερινές γιατί είχε πολλή ρύπανση, πήγαινα μόνο Κυριακές στην Ακρόπολη, στην Πλάκα. Είχαμε την είχαμε την ευχέρεια να μην παίρνω -αγοράσαμε αυτοκίνητο, αυτά- να μην μπαίνω σε λεωφορεία, σε ηλεκτρικούς κι αυτά, και συνήλθα. Τώρα μπορεί μία φορά τον χρόνο να κρυώσω και να μην περάσει τόσο εύκολα το κρύωμα όπως περνάει σε σένα, στον Α, στον Β. Παίρνω μία αντιβιωσούλα για 5-6 μέρες και ένα αναπνευστικό, το Symbicort, για άλλες 5-6 μέρες. Να σκεφτείς το 'χω ανοίξει πόσο καιρό κι είναι ακόμη εδώ! Και μου περνάει. Γιατί κάνω ήσυχη ζωή, δεν ξενυχτάω. Το σπίτι μου προσπαθώ όσο γίνεται να το 'χω πιο καθαρό. Αυτά.
Οπότε τέλος θα λέγατε ότι δεν μετανιώσατε που φύγατε όπως-
Καθόλου. Kοίτα, μου λείπουνε οι φίλοι, μου λείπει η Αυστραλία κατά κάποιο τρόπο, αλλά δεν μου λείπει σαν χώρα, γιατί με αναπληρώνει η Ελλάδα. Έκανα ταξίδια, έκανα φιλίες σε συλλόγους, ανήκω και στων καρκινοπαθών τον σύλλογο και στον σύλλογο γυναικών που θα πάμε τ΄ απόγευμα. Έχουμε -πώς το λένε- για καφέ στο Cocoon. Θα πάω. Όπως πηγαίνω και σε άλλους συλλόγους. Πήγα στον Ταλάντων επροχτές.
Οπότε σας αναπληρώνει-
Επήγαμε -σε ποιο- στον Κρητικών, στον έτσι, στον αλλιώς. Όπου μου πούνε ας πούμε... Έχω γίνει μέλος σε ορισμέ[02:00:00]νους, όπως στον καρκινοπαθών, όπως... Αλλά στα άλλα πηγαίνω φιλικά.
Κι αγαπάτε και τη Σύρο-
Και γνωρίζω ανθρώπους και μου λένε όλοι: «Από πού είσαι;». Λέω: «Γιατί, τι θα πει από πού είμαι; Ελληνίδα δεν είμαι; Δεν σας μιλάω ελληνικά;», «Μα κάτι γίνεται με σένα». Εκεί πια δεν μπορείς να το κρύψεις και γιατί να το κρύψω; «Είμαι -λέω- μετανάστης από την Αυστραλία, αλλά έζησα 55 χρόνια στην Αυστραλία». Διαβάζω! Η γραφή μου δεν είναι, γιατί δεν πήγα σχολείο να μάθω εγγλέζικα, που λέει, αυτά. Μετά δεν είχα πια κουράγιο να πάω μεγάλη. Δεν είχα κουράγιο! Και στο γυμνάσιο μπορούσα να πάω εκεί, να τελειώσω γυμνάσιο, αλλά το θεωρούσα κάτι... Δεν ήτανε. Οι φίλοι μου με δεχτήκανε όπως είμαι. Στις δουλειές μου με αξιοπρέπεια έφυγα με τους καλύτερους χαρακτηρισμούς -πώς να το πω καλύτερα- δεν τσακώθηκα με κανέναν στη δουλειά μου. Τι άλλο να 'χει ένας άνθρωπος για να 'ναι ευχαριστημένος;
Ωραία-
Δεν έχει. Και τώρα θέλω να 'μαι ανεξάρτητη, εφόσον έχεις μάθει να είσαι τόσο ανεξάρτητη στη ζωή σου...
Ευχαριστούμε πάρα πολύ!
Φωτογραφίες

Η μητέρα της αφηγήτριας
Η φωτογραφία από το οικογενειακό άλμπουμ τ ...

Ο σύζυγος της αφηγήτριας
Στα αριστερά.

Η κυρία Μαριέττα με τον ...
Η παραπάνω φωτογραφία είναι η αγαπημένη τη ...

Μαρριέτα Αναστασιάδη, 20 ...
Η αφηγήτρια στο σπίτι της στη Σύρο. Η φωτο ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κυρία Μαριέττα μεγάλωσε μεταξύ Αθήνας και Σύρου, αλλά στα 20 της χρόνια αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία με έναυσμα μία πρόσκληση από την αδελφή της μητριάς της που ζούσε εκεί. Η ίδια μοιράζεται μαζί μας στιγμιότυπα από τη ζωή της μιλώντας για τις παιδικές της μνήμες στο νησί, αλλά και για τις νέες συνθήκες ζωής που αντιμετώπισε στη χώρα υποδοχής, για τα εργασιακά περιβάλλοντα στα οποία βρέθηκε, για την προσαρμογή της, τον ρόλο της ελληνικής κοινότητας, τις στενές φιλίες που απέκτησε και τα ταξίδια της εντός κι εκτός Αυστραλίας. Διηγείται ακόμη τη γνωριμία με τον σύζυγό της και με μεγάλη συγκίνηση μιλά για τον γιο της, που εξαιτίας μίας σπάνιας ασθένειας, τον έχασε σε νεαρή ηλικία. Η αγάπη για την πατρίδα, ωστόσο, ήταν ισχυρή μέσα της και αποκαλύπτει τι ήταν αυτό που την έκανε να επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα έπειτα από τόσα χρόνια.
Αφηγητές/τριες
Μαριέττα Αναστασιάδη
Ερευνητές/τριες
Παρασκευή Γεωργίου
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/10/2021
Διάρκεια
122'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κυρία Μαριέττα μεγάλωσε μεταξύ Αθήνας και Σύρου, αλλά στα 20 της χρόνια αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία με έναυσμα μία πρόσκληση από την αδελφή της μητριάς της που ζούσε εκεί. Η ίδια μοιράζεται μαζί μας στιγμιότυπα από τη ζωή της μιλώντας για τις παιδικές της μνήμες στο νησί, αλλά και για τις νέες συνθήκες ζωής που αντιμετώπισε στη χώρα υποδοχής, για τα εργασιακά περιβάλλοντα στα οποία βρέθηκε, για την προσαρμογή της, τον ρόλο της ελληνικής κοινότητας, τις στενές φιλίες που απέκτησε και τα ταξίδια της εντός κι εκτός Αυστραλίας. Διηγείται ακόμη τη γνωριμία με τον σύζυγό της και με μεγάλη συγκίνηση μιλά για τον γιο της, που εξαιτίας μίας σπάνιας ασθένειας, τον έχασε σε νεαρή ηλικία. Η αγάπη για την πατρίδα, ωστόσο, ήταν ισχυρή μέσα της και αποκαλύπτει τι ήταν αυτό που την έκανε να επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα έπειτα από τόσα χρόνια.
Αφηγητές/τριες
Μαριέττα Αναστασιάδη
Ερευνητές/τριες
Παρασκευή Γεωργίου
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/10/2021
Διάρκεια
122'