Αναμνήσεις από το Οικοτροφείο της παραμεθόριου Πωγωνιανής Ιωαννίνων – Η Επταετία στην Αθήνα
Ενότητα 1
Τα μαθητικά χρόνια του αφηγητή στην Πωγωνιανή Ιωαννίνων τις δεκαετίες του ’50 και ‘60 – Η φοίτηση στο Γυμνάσιο του Οικοτροφείου στο «Σπίτι του Μπέη»
00:00:00 - 00:11:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γεια σας! Είμαι ο Θεόδωρος Φράγκος, ερευνητής για το Istorima, με τον αφηγητή Βασίλειο Καναβό στην Πωγωνιανή Ιωαννίνων, στο σπίτι του. Η η… τη μάνα μου και τα αδέρφια μου και τον πατέρα μου, και έτσι από τότε δε τους χώνεψα, και βγήκα στο αντίπαλο μέρος. Χωρίς άλλες διαδικασίες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Εργαζόμενος από παιδί – Η ιστορία του Μπέη του χωριού – Η ερήμωση του χωριού
00:11:41 - 00:20:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι έκανες στο αντίπαλο μέρος που ήσουνα; Ε, είμαι η γενιά του Πολυτεχνείου καθαρόαιμη, φοιτητής. Γενιά του Πολυτεχνείου. μέσες-άκρες όλο αυ…εδώ. Και θα έχει 25 παιδιά είναι αυτά, και θα λειτουργήσει λέει πάλι φέτος στην Πωγωνιανή το δημοτικό, διθέσιο. Ο καιρός θα δείξει. Ήρθε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Το πλεκτήριο του αφηγητή στην Αθήνα, τα γλέντια και το εμπόριο
00:20:05 - 00:37:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η δική σου η καθημερινότητα πώς είναι εδώ στο χωριό; Εγώ μετά έφυγα, τελείωσα εδώ, πέρασα Βιομηχανική Πειραιά. Δούλευα κιόλας και οικοδομές…ρο τον έχετε. Εμένα αφήστε με ήσυχη». Τι να ακούς, και τι να λες. Αυτά είναι να μην ξανάρθουν, αλλά έτσι που μας κάνουν, πάλι θα ξανάρθουν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η στρατιωτική θητεία το ’77 -’78 – Ο περιορισμός των μετακινήσεων την περίοδο της χούντας
00:37:34 - 00:43:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σας επηρέασε εσάς αυτό; Ή... Βεβαίως! Πως; Πήγα φαντάρος, πήγα για δόκιμος, γιατί τότε και στο Πανεπιστήμιο εγώ όταν έδωσα το '72 στο Πανεπ…πεις στο διευθυντή να πάει μόνος του». Αυτό περίπου πότε είναι, τώρα; '66-'67 Α' Τάξη. '67-'68. Το '68 το Φθινόπωρο. Το '68 το Φθινόπωρο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η αγροτική και κτηνοτροφική ζωή σήμερα και παλιότερα
00:43:12 - 00:53:35
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά που πήγες στην Αθήνα, είδες διαφορές, που πήγες φοιτητής; Τίποτα. Τι να δω; Το σύστημα ίδιο είναι. Γραφειοκρατικό. Και σήμερα δεν υπάρ…, με τα ίδια προβλήματα, απλώς η πίεση μας κάνει λίγο διαφορετικούς, να σκεφτόμαστε αλλιώς εμείς, αλλιώς εκείνοι. Η πίεση απ' τα καθεστώτα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Τα πανηγύρια στο Πωγώνι – Η εμπειρία από το Πολυτεχνείο του ’73
00:53:35 - 01:13:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εδώ στο Πωγώνι όταν γιορτάζει μια εκκλησία πώς γίνονται τα ημερήσια πανηγύρια; Τραπέζι. Γινόνταν παλιά. Τώρα έχουνε χαλάσει, αλλά γίνεται …ρώτες στην Αθήνα τότε ε; Και τώρα έχει. Πού να πάνε; Και τώρα έχει. Και τώρα διηγώντας τα για να κλαις. Δεν υπάρχει τίποτα. Τελειώσαν όλα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η περίοδος της πανδημίας του κορονοϊού για τον αφηγητή στο χωριό
01:13:14 - 01:16:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κατά τη διάρκεια του κορονοϊού εσείς φοβηθήκατε καθόλου; Τα εμβόλια ενώ έλεγα στην αρχή: «Δε θα τα κάνω», αλλά μετά με πιέσαν και τα εγγόνι… και αλλάξει τίποτα, γενικά. Ξεκινώντας από εδώ, από την παραμεθόριο, να φτάσει σε όλη την Ελλάδα. Ωραία. Ευχαριστούμε πολύ. Να 'στε καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Τα μαθητικά χρόνια του αφηγητή στην Πωγωνιανή Ιωαννίνων τις δεκαετίες του ’50 και ‘60 – Η φοίτηση στο Γυμνάσιο του Οικοτροφείου στο «Σπίτι του Μπέη»
00:00:00 - 00:11:41
[00:00:00]Γεια σας! Είμαι ο Θεόδωρος Φράγκος, ερευνητής για το Istorima, με τον αφηγητή Βασίλειο Καναβό στην Πωγωνιανή Ιωαννίνων, στο σπίτι του. Η ημερομηνία είναι 22 Ιουλίου 2022.
Πρώην Βοστίνα.
Πρώην Βοστίνα.
«Βοστίνα» είναι «Τόπος λουλουδιών». «Πωγωνιανή»; Πρέπει να πήραμε το όνομα από τη Μολυβδοσκέπαστη. Δηλαδή Πωγωνιανή λεγότανε η Μολυβδοσκέπαστη, αλλά για δικούς τους λόγους αυτοί, επειδή το είναι μοναστήρι εκεί, δεν ξέρω γιατί, και πήραμε. Για αυτό λέει: «Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως Πωγωνιανής και Κονίτσης». Εννοούσε τη Μολυβδοσκέπαστη, το μοναστήρι εκεί, το «Μολύβι». Αλλά μετά έμεινε εδώ Πωγωνιανή, αλλά η έδρα του Δεσποτάτου είναι στο Δελβινάκι που δεν αναφέρεται. Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως Πωγωνιανής και Κονίτσης. Δεν λέει Πωγωνίου, λέει Πωγωνιανής. Δηλαδή υπάρχει αυτή... Τέλος πάντων, εντάξει, Πωγωνιανή λεγόμαστε τώρα.
Ωραία. Εσύ Βασίλη πού γεννήθηκες; Που μεγάλωσες;
Εγώ γεννήθηκα εδώ, το 1954 σε ένα σπίτι πέρα, το πατρικό του πατέρα μου. Τούτο το σπίτι το πήραμε, το πήρε η μάνα μου και ο πατέρας μου το '58. Είναι από το... Χτισμένο το 1858. Ιούλιος του 1858 λέει η πινακίδα του εκεί. Έζησα εδώ μέχρι Δ' Δημοτικού. Φύγαμε μετά. Πιέστηκε ο πατέρας μου να φύγει, για πολιτικούς λόγους. Και για να φύγει, μάλιστα, έσπασε το πόδι του, γιατί δεν μπορούσε να πάρει άδεια μετακίνησης. Βασικά είμαστε παραμεθόριος. Σημαίνει έξω από τη μεθόριο, έξω από την άκρη. Είμαστε ελεγχόμενη ζώνη. Κάποτε ήταν δύσκολα χρόνια. Ελεγχόντανε τα πάντα εδώ και οι πάντες. Κυκλοφορούσαμε ανατολή με τη δύση του ηλίου. Δηλαδή εγώ... Με έστειλε μετά. Όταν τελείωσα το Δημοτικό από την Αθήνα, μου είπε ο πατέρας μου: «Θα πας Γυμνάσιο;», γιατί τότε δίνανε εξετάσεις. Βέβαια δεν είχε καταργηθεί. Εγώ είμαι η φουρνιά που δεν δώσαμε πουθενά εξετάσεις γυμνάσιο-λύκειο, εκτός στο πανεπιστήμιο.
Και πώς περνάγατε;
Γινότανε μία εννιατάξιο το σχολείο, μία 6 κι 6. Μία γινότανε γυμνάσιο-λύκειο, μία γινότανε... μέχρι που σταθεροποιήθηκε και είναι στη σημερινή κατάσταση. Και εμείς βρισκόμασταν στο μεταίχμιο η γενιά, η σειρά η δικιά μου. Ήταν γυμνάσιο-λύκειο. Δίνανε τα παιδιά... Τα αδέρφια μου, δηλαδή, έπρεπε για να μπούνε στο γυμνάσιο να δώσουν εξετάσεις, εγώ όχι. Μετά καταργείται το λύκειο. Περάσαμε στο λύκειο έτσι. Βέβαια εντάξει, το γυμνάσιο καλό ήτανε, γιατί πέρασα Ανωτάτη Βιομηχανική Πειραιά με την πρώτη, χωρίς φροντιστήρια, χωρίς τίποτα. Ό,τι έμαθα εδώ.
Ήταν επιλογή σου να συνεχίσεις στο λύκειο;
Ναι, εγώ του είπα του πατέρα μου στην Αθήνα – γιατί μέναμε στην Αθήνα πλέον – και του λέω: «Εγώ για να πάω γυμνάσιο μόνο στο χωριό θα πάω», γιατί εδώ είχαμε γυμνάσιο. Επέλεξε η Βοστίνα τότε να κρατήσει όχι τις Αρχές, αλλά τα γράμματα, τα σχολεία εδώ. Δηλαδή η Περιφέρεια εδώ είχε γυμνάσιο εδώ, και μετά τα Δολιανά. Δεν μπορούσαν τα άλλα χωριά να κάνουνε, πέρα από το δημοτικό, άλλη εκπαίδευση. Μετά αν γίνανε μερικά Γυμνάσια, γίνανε επειδή έγινε υποχρεωτικό το Γυμνάσιο και δεν μπορούσαν να κάνουνε Λύκειο. Και μετά μπερδεύτηκε το σύστημα και βρέθηκαν και άλλα 2-3 Γυμνάσια-Λύκεια που λειτουργούν. Δελβινάκι και αυτά.
Πώς ήταν στο σχολείο; Στο δημοτικό;
Λοιπόν εδώ ερχόταν... Το δημοτικό, εντάξει, ωραίο ήταν. Οι δάσκαλοι... Τριθέσιο ήτανε. Δηλαδή 2-2 τάξεις. Είχαμε 3 δασκάλους. 2 τάξεις. Α' - Β΄ μαζί Β'- Γ' μαζί, Γ'- Δ' μαζί. Βέβαια, το να ‘ρθω, όμως, από την Αθήνα εδώ, έπρεπε κάπου να μείνω. Είχα τον παππού μου εδώ, αλλά ο παππούς μου ήταν τότε 90 χρόνων, 85, και επέλεξα να μείνω στο γυμνασιακό οικοτροφείο. Σημαίνει ότι αυτό το Γυμνάσιο μεν ήτανε δημόσιο, κανονικά με όλους τους τύπους, αλλά επειδή ήταν παιδιά από όλη την Ελλάδα μακρινότερος συμμαθητής μου ήταν από τα Λεχαινά Ηλείας. Βεσκούκης Διονύσιος. Τον είχα βρει και στην Αθήνα, ταξιτζής. Και μέναμε... Ήτανε εδώ. Πληρώναμε... 300 δραχμές το μήνα πληρώναμε και είχαμε και την αρωγή της πρόνοιας. Δηλαδή βοηθούσαν. Εμείς δεν ξέραμε, βέβαια, αλλά εντάξει. 300 δραχμές το μήνα πληρώναμε εμείς σαν οικότροφοι και ήμασταν κανονικά στρατόπεδο, με πειθαρχία στρατιωτική. Μικτό το γυμνάσιο και το λύκειο. Στις μέρες μου είχε φτάσει πάνω από 700 παιδιά. Δηλαδή δεκαετία '65 -'75. 720-750 παιδιά. Στις τάξεις μου εμείς ήμασταν 750 παιδιά.
Γιατί λες ότι ήταν στρατιωτική η πειθαρχία;
Γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να κρατηθεί το σύστημα. Τώρα, όταν μέναμε σε ένα Ίδρυμα... Μέναμε στο «Σπίτι του Μπέη» εμείς και στο παλιό δημοτικό που είναι στην εκκλησία πέρα τα αγόρια, και τα κορίτσια μένανε στο παλιό Θηλέων και σε 1 σπίτι πάλι που ήτανε, έτσι, αρχοντικό, του Κώστα του Κωστούλα, κι εκεί ήταν μοιρασμένα τα κορίτσια, και τα αγόρια ήμασταν σε αυτά τα 2 κτίρια. Υπήρχε συσσίτιο κανονικά. Υπήρχε πειθαρχία, υπήρχε ωράριο μελέτης, φροντιστήριο μέσα, ήταν όλα ελεγχόμενα. Και τώρα που ακούω εγώ για bullying κι αυτά, εμείς εδώ ήμασταν 300 παιδιά από την Α' Γυμνασίου, μέχρι τη ΣΤ', δεν είχαμε τέτοια, αυτά. Το ένα υποστήριζε το άλλο. Ίσως επειδή ήμασταν μόνοι μας. Λειτουργούσε σαν Κολλέγιο τέλος πάντων το οικοτροφείο. Η μελέτη ήτανε... Πλήρωνε η Βασιλική Πρόνοια καθηγητές. Φιλόλογο, μαθηματικό και φυσικό και τον είχαμε σα φροντιστήριο. Δε δικαιολογούταν να πάμε αδιάβαστοι την άλλη μέρα στο σχολείο, γιατί ότι απορίες είχαμε έπρεπε, μπορούσαμε να τις λύσουμε την ώρα της μελέτης. Είχαμε διάλειμμα μισή ώρα 17:00-17:30. Αναλόγως τον καιρό. Άμα ήταν και πολύ χειμώνας 4:00-4:30 κατεβαίναμε στην αγορά. Αν δεν ήμασταν τιμωρημένοι, γιατί είχε και τιμωρίες πειθαρχικές.
Σε είχαν τιμωρήσει εσένα ποτέ;
Εγώ είχα φάει μία τιμωρία κάτι Απόκριες. 1 μέρα φαΐ - 1 μέρα νερό. Αλλά όταν λέμε 1 μέρα φαΐ - 1 μέρα νερό, το εννοούσαμε. Υπήρχε έλεγχος. Ούτε 1 φέτα ψωμί να μου φέρουν. Παρότι εγώ ήμουν από το χωριό και ήξερα το προσωπικό, όλοι με ξέρανε ποιος είμαι και τους ήξερα, η πειθαρχία ήταν πειθαρχία, και η τιμωρία-τιμωρία.
Την ακολουθούσες ή καμιά φορά...
Βέβαια! Εντάξει τα παιδιά κοιτούσαμε να ξεγλιστρήσουμε, αλλά δεν... Ήτανε... Και να μην πάμε σχολείο... Ελεγχόμασταν και όλα ήτανε... Υπήρχε πειθαρχία, και αυτό σε καλό μας βγήκε. Δεν μπορώ να πω ότι βγήκε σε κακό, γιατί μάθαμε την αυτοσυντήρηση από 12 χρονών. Για τώρα 1 παιδί 12 χρονών να φύγει από την οικογένειά του, και να ‘ρθει να μείνει με 500 παιδιά μέσα, 750 παιδιά στο σχολείο. Θα σου πω μόνο μία περιπέτεια. Το '68 είχανε βγει κάτι δαχτυλίδια με κεφαλές... Κάτι ψεύτικα, δηλαδή, τέλος πάντων. Είχα πάρει και εγώ 1 στην Αθήνα, πονηρός ο Αθηναίος. Και έρχομαι εδώ και το φοράω και είχαμε πάει – ήταν του Αγίου Χριστοφόρου – και είχαμε πάει εκδρομή στο Δολό. Γιατί γινόταν πανηγύρι στο Δολό απέναντι. Και με βλέπει ένας φυσικός. Παρεμπιπτόντως ήμουνα στα μαθήματά του Φυσική, Χημεία, Ανθρωπολογία που μας έκανε κι αυτά... 20! Όταν λέμε 20, 20 ακατέβατο! Και με βλέπει με το δαχτυλίδι στο χέρι. Φωνάζει: «Καναβός! Έλα δω! Τι είναι αυτό;». «1 δαχτυλίδι». «Γιατί; Είσαι αρραβωνιασμένος;». Τώρα μιλάμε για Γ' γυμνασίου. «Βγάλτο γρήγορα!». Τέλος πάντων με πάει στο Γυμνασιάρχη. Το δίνει το δαχτυλίδι στο Γυμνασιάρχη. Την άλλη μέρα το πρωί στο σχολείο στο Γυμνάσιο, 750 στην παράταξη στην προσευχή. Βγαίνει κι ο Λυκειάρχης... Ο Γυμνασιάρχης... Δε θυμάμαι τι ήμασταν τότε. Γυμνάσιο μάλλον ήμασταν. Είχε έρθει ένας Κάκαβας, από την Αθήνα, τελευταία χρονιά πριν πάρει σύνταξη, και του φαινόνταν όλα παράξενα εδώ. Κι έρχεται με το δαχτυλιδάκι στο δαχτυλάκι. Και λέει: «Αυτό εδώ ποιουνού είναι;» «Εγώ». «Έλα πάνω». Είχε 5-6 σκαλοπάτια, για να μπεις μες στο σχολείο εκεί που καθότανε καθηγητές. Πάω και εγώ απάνω. «Να το πάρεις αυτό», μου λέει «Καναβέ, να το δώσεις στη μάνα σου και όταν αρραβωνιαστείς να το βγάλει από το μπαούλο να στο [00:10:00]δώσει». Έγινε χαμός κάτω. Το πήρα και το πέταξα. Δηλαδή υπήρχε πειθαρχία. Δεν ξέφευγες. Να ξέφευγες 1-2. Εμείς βέβαια κοιτάγαμε και να καπνίσουμε και να κάνουμε. Νομίζαμε ότι θα γίνουμε άντρες με το τσιγάρο και μάγκες. Αλλά τα άλλα εντάξει, ήσυχα. Κατά τα άλλα καλή ήταν η διαβίωση. Και πάνω από όλα μας έμαθε να αυτοσυντηρούμαστε και να λύνουμε τα προβλήματα. Ή με λάθη ή με σωστό τρόπο. Το 1967 με τη Δικτατορία, εμείς φεύγαμε να πάμε στα σπίτια μας Πάσχα-Χριστούγεννα και Καλοκαίρι. Έκλειναν τα ιδρύματα εδώ, τα δικά μας. Και βγάζει μία διαταγή τότε η χούντα και λέει: «Πάνω από 300 χιλιόμετρα απαγορεύεται η μετακίνηση». Οπότε εγώ που ήμουνα 600 για την Αθήνα, έμεινα στο χωριό. Και συγκεκριμένα 26 Απριλίου, Μεγάλη Τετάρτη, που ελευθερώθηκε το σύστημα για να φύγω, ξημερώσαμε στο χωριό με 10 πόντους χιόνι. Και μου 'χει μείνει η ημερομηνία αυτή. Δηλαδή 21 έγινε το πραξικόπημα, Μεγάλη Τετάρτη ήταν 25-26; Κάπου εκεί. 5 μέρες. Ξημερώσαμε με 10 πόντους χιόνι. Δεν είχε συγκοινωνία. Έμεινα εδώ και από τότε έγινα αντιδραστικός στη χούντα. Χωρίς να ‘χουμε κάνει τίποτα, μου στέρησε να πάω να δω τη μάνα μου και τα αδέρφια μου και τον πατέρα μου, και έτσι από τότε δε τους χώνεψα, και βγήκα στο αντίπαλο μέρος. Χωρίς άλλες διαδικασίες.
Ενότητα 2
Εργαζόμενος από παιδί – Η ιστορία του Μπέη του χωριού – Η ερήμωση του χωριού
00:11:41 - 00:20:05
Τι έκανες στο αντίπαλο μέρος που ήσουνα;
Ε, είμαι η γενιά του Πολυτεχνείου καθαρόαιμη, φοιτητής. Γενιά του Πολυτεχνείου. μέσες-άκρες όλο αυτό τα λέει.
Θες να μου εξηγήσεις λίγο παραπάνω γι' αυτό, αν θες; Ήσουν φοιτητής εκείνη τη χρονιά, έτσι;
Ήμουνα, στο Πολυτεχνείο ήμουνα. Μέσα και έξω και αγωνιστικά και έτσι. Και βασικά εντάξει... Ε, τώρα ανήκω στο χώρο από ΠΑΣΟΚ μέχρι άκρα αριστερά. Καθόλου, ούτε καν κέντρο.
Τότε ήσουν ενταγμένος κάπου;
Όχι, δεν εντάχθηκα ποτέ, γιατί κι εκεί υπάρχουνε συστήματα και... Κατευθυνόμενοι. Δεν... Εγώ θέλω να είμαι ανεξάρτητος, ελεύθερος. Να εκφράζω τη γνώμη μου ελεύθερα. Χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς να έχω κριτήριο από πάνω. Και γι' αυτά έχω και αποδείξεις. Αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει, θα σας πω και γι' αυτό, για το σύστημα και για το Κ.Κ.Ε. ότι είναι όλοι στο Σύστημα, με αποδείξεις, όχι με λόγια. Τώρα εδώ το ίδρυμα που μέναμε εμείς ήταν το σπίτι του Μπέη της Λάρισας εδώ πάνω. Είναι τριώροφο το οποίο τώρα είναι υπό κατάρρευση. Προσπαθούν... Κάνουν προσπάθειες εδώ να το αναστηλώσουν, αλλά δεν ξέρω, πολεμάνε πολλά χρόνια. Δεν βλέπω να γίνεται τίποτα.
Το '73 που ήσουνα στο Πολυτεχνείο είχες εσύ κάποια παρέα έτσι που τα συζητάγαμε και δρούσατε μαζί;
Ε, εντάξει όλα τα παιδιά τότε ήμασταν... Όσοι ήμασταν σε αυτό το χώρο εντάξει, αντιδρούσαμε. Δεν συμβιβαζόμασταν. Αλλά εγώ όμως είχα και ένα άλλο αυτό, ότι από μικρός και στην Αθήνα που ήμουνα, ήθελα το χαρτζιλίκι να το βγάζω μόνος μου, και όταν είχα κενό από τα σχολεία και από τα αυτά δούλευα, δούλευα. Δηλαδή η μάνα και ο πατέρας να μου παρέχουνε το σπίτι τη στέγη το φαΐ – ξέρω 'γώ – τα ρούχα κι αυτά, αλλά το αν εγώ θα καπνίζω ή θα θέλω 1 παγωτό ή 1 μπύρα ή να πάω στην ταβέρνα, δεν ζήταγα λεφτά από το σπίτι. Αν είχα δικά μου πήγαινα. Δηλαδή έκανα... 11 χρόνων δούλευα λουστραδόρος επίπλων, Ε' Δημοτικού. Μισή μέρα σχολείο και μισή μέρα κανονικά μεροκάματο, 30 δραχμές την ημέρα.
Στην Αθήνα;
Στην Αθήνα. Τον πρώτο μισθό 180 Δραχμές, 3x6=18. Μία σούβλα κοκορέτσι πήγα στο σπίτι.
Το πήγες δώρο;
Ναι, ναι. Τα πρώτα λεφτά που πήρα. Πάω σ' έναν κοκορετσά «Πόσο κάνει αυτό ρε;» του λέω. Με κοιτάει. «Όλο;» «Όλο». «170 μου λέει «190», το ζύγισε. Του λέω: «180 έχω». «Πάρ 'το, χαλάλι σου», μου λέει. «Όλη την σούβλα;» «Όλη», του λέω, «Όπως είναι κόψ' τη».
Και πώς; Στο σπίτι πώς –
Ε, εντάξει γελάνε, τι θα κάναν. Μια μέρα δεν ήξερα ιστορία στο σχολείο, είναι δάσκαλος Καλύβας που είχα εκεί Δ' Δημοτικού. Με σηκώνει για ιστορία. «Δεν ξέρω κύριε», του λέω. «Έλα πάνω!». «Παπ! Πουπ!», δυο σφαλιάρες... Πετάγεται ένα γειτονόπουλο, ο Γιώργος ο Καρράς: «Κύριε, κύριε μην τον βαράτε τον Καναβό, γιατί, ξέρω εγώ, γιατί δεν διάβασε!». «Γιατί, ρε Γιώργο, δεν διάβασε;». «Ο Καναβός δουλεύει, κύριε». «Τι;». «Δουλεύει». «Τι; Δουλεύεις;», μου λέει. «Ε, δουλεύω», του λέω. «Και γιατί δε μου το λες;». «Γιατί να σας το πω;», του λέω. Τέλος πάντων, να ΄ρθει η μάνα σου στο σχολείο. Και της λέει: «Κυρία Καναβού, μήπως έχετε πρόβλημα οικονομικό στο σπίτι;» «Όχι» του λέει, «Γιατί, τι;». «Πεινάνε τα παιδιά;». «Όχι», λέει. «Γιατί δουλεύει ο Βασίλης», λέει. «Ε, κάν' τον εσύ», του λέει, «να μην πάει για δουλειά. Κανόνισε εσύ να μην πάει. Κι εγώ να μη δουλεύει θέλω». Εντάξει, έτσι πέρασε.
Θέλεις μήπως να επιστρέψουμε στο...
Και εδώ τώρα ο Μπέης αυτός, είχε δυο γιους. Οι γιοί βγαίναν εδώ στο χωριό. Παιδιά του Μπέη ήτανε, λεφτά είχανε. Κάνανε... Ό,τι θέλαν το είχαν, και λεφτά και... Αλλά μεγαλώνοντας ο Μπέης ήθελε να τα βάλει σε σειρά. Αυτό βέβαια δεν το έζησα εγώ, αλλά μου το ‘λεγε ο πατέρας μου, και ο παππούς μου. Ήθελε να τα βάλει σε σειρά, ότι η ζωή... «Σήμερα είμαι Μπέης, αύριο δεν θα είμαι τίποτα, και δεν ξέρεις πώς έρχονται τα πράγματα. Πρέπει να μάθετε να βγάζετε μόνοι σας τα λεφτά σας, τα έτσι-τα αλλιώς». Αυτά: «Όχι, αφού έχει ο πατέρας λεφτά». Κι ένα βράδυ αυτός είχε πάει παραπέρα, έχει μια πηγή εκεί, με το ναργιλέ και ρέμβαζε, έπαιρνε τον ναργιλέ του, και αυτά είχανε πιει κάτι είχανε κάνει, δεν τους έδινε λεφτά, τον σφάξανε και μετά ξυπνήσανε. Ήταν και αυτά μεθυσμένα και μετά κατάλαβαν τι κάνανε και το παράτησε ο Μπέης. Ο Μπέης που ήταν εδώ της περιφέρειας υπεύθυνος έμενε σε ένα άλλο, στο «Παλιό Θηλέων», που λέμε τώρα. Ένα άλλο πάλι κτίριο τέτοιο, μικρότερο από αυτό του Μπέη του πάνω, αλλά καλό κτίριο κι εκείνο. Κι όταν έγινε η παραλαβή από τους Τούρκους στους Έλληνες με το που πήγε να τους δώσει το χαρτί, έπαθε εγκεφαλικό και πέθανε. Δηλαδή δεν πρόλαβε να δώσει στον Έλληνα στρατιωτικό υπεύθυνo το χαρτί, στο χέρι, της παράδοσης ότι εδώ είναι Ελλάδα πλέον. Έπαθε εγκεφαλικό και πέθανε με το χαρτί στο χέρι από τη στεναχώρια του. Γιατί δεν ήξερε κι αυτός τι τον περιμένει μετά.
Αυτό πού το έμαθες;
Αυτή είναι η ιστορία του χωριού. Εδώ κάτω που ανέβαινες δεν είχε ένα πηγάδι;
Ναι.
Στο πηγάδι αυτό μέσα είναι ένα κτίριο πάλι, έτσι μεγάλο.
Ήταν κι αυτό σχολείο;
Αυτό ήταν το παλιό γυμνάσιο. Μετά ήρθανε και φτιάξανε το κάτω. Το κάτω λειτούργησε το 1964, το κάτω το κτίριο το πρώτο που μπαίνουμε μέσα, το καινούργιο γυμνάσιο, το οποίο τώρα είναι και αυτό άδειο και έρημο. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Εφέτος θα λειτουργήσει πάλι λένε το δημοτικό.
Αυξήθηκαν τα παιδιά;
Εδώ γινόταν ένα παράξενο πράγμα. Εμείς έχουμε εδώ την «Κιβωτό», τον παπά - Αντώνη με 15 παιδιά για Δημοτικό, και ήταν και εδώ στο χωριό καμιά δεκαριά μαζί με τους αλλοδαπούς που ήταν εδώ πέρα, οικογένειες, γιατί είναι οι περισσότεροι είναι με οικογένειες εδώ, έχουν από 2-3 παιδιά ο καθένας. Τη μία χρονιά τα χαλάνε κάνα εξηντάρι χιλιάδες – δεν ξέρω ποιος. Η Σχολική Εφορεία; Ο Δήμος; Δεν ξέρω. – να συντηρήσουν το σχολείο, που βλέπεις εκεί απέναντι, από την εκκλησία από κάτω απέναντι. Το κτίριο αυτό που φαίνεται με τα πράσινα παράθυρα είναι το δημοτικό. Το παλιό δημοτικό είναι στην εκκλησία από πίσω, που μένει ο παπάς τώρα και το είχανε φτιάξει αυτό το δημοτικό. Τέλος πάντων λειτούργησε τι λειτούργησε, κάποια στιγμή το ανανεώνουν, το ανακαινίζουν, 60.000. Αλλάξανε πορτοπαράθυρα, αλουμίνια, ξέρω τι... Και την άλλη χρονιά το κλείνουνε! Και από την Πωγωνιανή φεύγανε 30 παιδιά να πάνε δημοτικό στο Δελβινάκι. Αυτό είναι ο τόπος εδώ, η ερήμωση του τόπου. Με ποιο σκεπτικό δεν ξέρω. Και τώρα κατόπιν, με ενέργειες και αυτά πάλι, θα ξανανοίξει λένε φέτος. Να δούμε. Θα ανοίξει; Γιατί είναι τώρα και ένα σαν ορφανοτροφείο. Δεν ξέρω πώς λέγονται τώρα αυτά. Κέντρο Παιδικής Μέριμνας. Είναι ο παπά - Αντώνης, έχει καμιά δεκαριά παιδιά, 15, πόσα είναι για Δημοτικό και είναι και το Κέντρο Παιδικής Μέριμνας που έχει άλλα 12 παιδιά. Αυτά είναι παιδιά με εισαγγελική παρέμβαση και έρχονται εδώ. Και θα έχει 25 παιδιά είναι αυτά, και θα λειτουργήσει λέει πάλι φέτος [00:20:00]στην Πωγωνιανή το δημοτικό, διθέσιο. Ο καιρός θα δείξει. Ήρθε.
Η δική σου η καθημερινότητα πώς είναι εδώ στο χωριό;
Εγώ μετά έφυγα, τελείωσα εδώ, πέρασα Βιομηχανική Πειραιά. Δούλευα κιόλας και οικοδομές και ό,τι έβρισκα και μετά σα λογιστής σε ένα δικηγορικό γραφείο και ξαφνικά γίνεται ένας διαγωνισμός για τα Ελληνικά Πετρέλαια. Και λέω να πάω να πάρω τα χαρτιά. Όταν πήγα εκεί να πάρω τα χαρτιά, στη διεύθυνση –στην Ακαδημίας κάπου ήταν τα γραφεία; – μου λέει εκεί ο κλητήρας κάτω: «Έχεις χαρτί από βουλευτή; Καταρχήν, πού έμαθες;». «Έμαθα», του λέω, «Γίνεται ή δεν γίνεται;». «Γίνεται». «Τις αιτήσεις», του λέω, «για να συμμετάσχω». Μου λέει: «Έχεις χαρτί από κάνα βουλευτή; Από πού είσαι;». «Απ’ την Ήπειρο». «Έχεις κάνα χαρτί απ' τον Αβέρωφ;», μου λέει. Τότε που ήταν μεγάλος και τρανός ο Αβέρωφ εδώ. «Ή ας έχεις», μου λέει, «κι από άλλον. Από τον Μυλωνά;» Απ’ αυτούς που ήταν τότε του κέντρου, και του... «Τι είν' αυτά που μου λες;», του λέω, «Έκατσα 6+6=12 και 4 μέχρι τώρα, 16 χρόνια στο θρανίο, και 2 που θέλω για να τελειώσω, 18. Και θέλω χαρτί από βουλευτή, για να πάρω το χαρτί για να λάβω μέρος στο διαγωνισμό; Για να μπω μέσα; Τι θα γίνει;» Και τα παρατάω και άνοιξα πλεκτήριο με τον αδερφό μου. Και δούλεψα 35 χρόνια πλέχτης. Ε, μετά αρρώστησα, βγήκα σε σύνταξη, και τα παράτησα και ήρθα πάλι στο χωριό, και μένω εδώ. Βέβαια δεν το είχα αφήσει στο χωριό ποτέ. Ερχόμουν καλοκαίρια, Πάσχα, για κυνήγι, συνέχεια. Είχα συνέχεια επαφή με εδώ. Αφού δεν πήραμε εξοχικό στην Αθήνα μόνο και μόνο για να μην εγκαταλείψουμε το χωριό. Τα παιδιά πηγαίναν για μπάνιο, τους νοικιάζαμε όλο το χρόνο σπίτια εκεί, όπου θέλαν, γύρω-γύρω. Κι αυτά περνάνε για αυτά, γιατί εγώ στη θάλασσα δεν έχω πάει ποτέ. 69 χρόνια. Και με πονάει και το αυτί από τη θάλασσα, γιατί πήγα να πιάσω ένα πιτσιρίκι, και μου πήγε νερό και έπαθα οξεία ωτίτιδα. Αλλά, τέλος πάντων, εντάξει. Με το χωριό είμαστε δεμένοι και δεν το παρατάμε.
Θες να μου μιλήσεις για το πλεκτήριο, για τη δουλειά αυτή;
Το πλεκτήριο δούλεψε 35 χρόνια γερά, και καλά και άσχημα και... Ήθελα να κάνω και πλεκτήριο εδώ στο χωριό, αλλά βρήκα αντιδράσεις από δω. Δεν μου δίνανε τόπο.
Πώς την ξεκίνησες αυτή τη δουλειά; Πώς πήρες την απόφαση;
Τίποτα. Έτσι στο άσχετο. Απλώς ξέραμε περί πλεκτομηχανής. Επειδή η αδερφή μου, που δεν πήγε σχολείο, πήγε και έμαθε, αλλά δεν το συνέχισε το επάγγελμα. Παντρεύτηκε, έκανε την οικογένεια. Απλώς ξέραμε ότι υπάρχει αυτή η δουλειά με τον αδερφό μου, και μπήκαμε στα βαθιά. Πήραμε μία μηχανή, πήγαμε και χρεωθήκαμε. Έκανε 5-6 μήνες η Δ.Ε.Η. να μας φέρει ρεύμα και εμείς πληρώναμε 40.000 γραμμάτιο, το '77, το μήνα. Δουλεύαμε οικοδομή να πληρώσουμε το γραμμάτιο. Αυτά που γίνονται και σήμερα. Αυτά συμβαίνουν και σήμερα, δεν έχει αλλάξει τίποτα στη γραφειοκρατία. Γι' αυτά πολεμούσαμε. Αυτά ελπίζαμε ότι θα τα έλυνε ο Αντρέας. Γιατί μόνο το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ό,τι έκανε-έκανε, και μέχρι σήμερα. Ακόμα και τη «Ρεβυθούσα» που καυχιέται τώρα ο Μητσοτάκης: «Εμείς δεν έχουμε πρόβλημα, έχουμε τη Ρεβυθούσα». Είναι έργο του Αντρέα του Παπανδρέου. Η «Ρεβυθούσα», οι αποθήκες είναι έργο του Ανδρέα του Παπανδρέου.
Τι αποθήκες είναι αυτές;
Για αέριο. Τώρα! Με την ενεργειακή, κρίση. Τώρα άκουγα τον Βερελή. Το έργο αυτό είναι του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τότε τους έλεγαν οι Ευρωπαίοι: «Κάντε μια αποθήκη για της ημέρας τις ανάγκες», κι αυτοί φτιάξανε 50 αποθήκες, και λύνει το πρόβλημα τώρα. Και κάνουμε τον καμπόσο, δίνουμε και στους άλλους.
Θες να μου περιγράψεις τη δουλειά που κάνατε στο πλεκτήριο;
Ναι. Φασόν δουλεύαμε. Μας έφερναν τα νήματα αυτοί, ο πελάτης.
Από πού;
Παραγγελίες. Έχω... Έβγαζα και τα πλεκτά της Saint Laurent, του Guy Laroche, Παρθένη, δούλευα, μεγάλους και μικρούς, καμία εξαίρεση και μέχρι σήμερα, δόξα τω Θεώ. Portobello, το οποίο δουλεύει ακόμα ο γαμπρός μου τώρα, γιατί τη δουλειά αυτή τη συνεχίζει ο γαμπρός μου, ο άντρας της μεγάλης της κόρης, τις πλεκτομηχανές. Πλεκτομηχανές, ένα διαμέρισμα η καθεμία.
Και πώς δουλεύουν αυτές; Πώς τις μάθατε εσείς να τις δουλεύετε;
Ο άνθρωπος είναι το χειρότερο ζώο. Όλα! Δεν υπάρχει η λέξη «Δεν μπορώ». «Δε θέλω». Απ' το πουθενά! Τίποτα. Άσχετοι τελείως και τη μάθαμε. Ε, φάγαμε χαστούκια στην αρχή, εδώ-εκεί, εδώ-εκεί, τη μάθαμε και τελείωσε. Ηλεκτρονικές μετά βγήκανε. Ήταν χειροκίνητες, μετά βγήκανε ημιαυτόματες, και μετά πήγαμε στο ηλεκτρονικό σύστημα.
Και μάθατε και το εμπόριο μέσα από αυτό;
Ε, δεν κάνω για έμπορας εγώ. Απλώς φασόν δούλευα. Δηλαδή μου έπαιρνες εσύ τα νήματα, και μου έλεγες εγώ το θέλω τόσο το κομμάτι, και τελείωσε. Τελείωνα τη δουλειά. Να κάνω πολύ εμπόριο, δεν... Τα χαρίζω τα περισσότερα. Και τώρα μαζεύω καμιά ρίγανη και αυτά, και μου λέει: «Να σε πληρώσω;». «Τι να με πληρώσεις ρε φίλε; Δεν μπορώ να την κοστολογήσω, πόσο κάνει η ρίγανη». «Γιατί;» «Γιατί έχει πολύ ιδρώτα να πας να μάσεις. Πάρε ένα ματσάκι και κάνε τη δουλειά σου τώρα εκεί. Στο χαρίζω και γεια σου». Ούτε κυνήγι μπορώ να πουλήσω, ούτε ρίγανη, ούτε αυγά από τις κότες. Τι να πουλήσω; Δεν κοστολογούνται αυτά. Αυτά είναι μεράκι. Και μάλιστα το '91 είχαμε κάνει με τον αδερφό μου εδώ και 300 γίδια, εδώ στο χωριό, και είχαμε και τη δουλειά στην Αθήνα. Και ήταν ένας που έφτιαχνε γκλίτσες από το Δολό. Ντόντης Γιώργος. Και του λέω εγώ: «Ρε Γιώργη, δεν μου φτιάχνεις μία γκλίτσα, έτσι, να την έχω να σε θυμάμαι, και αυτά;». «Θα σου φτιάξω, ρε Καναβέ», μου λέει, αμέσως. «Το χειμώνα», μου λέει, «που θα έχει χιόνι, θα κάτσω να την κεντήσω». Του λένε κάτι τσελιγκάδες εδώ: «Ρε Ντόντη, εμείς σε παρακαλάμε τόσα χρόνια που είμαστε μες στα πρόβατα, γεννηθήκαμε, θα πεθάνουμε, θα κάνουμε». «Δεν καταλάβατε», τους λέει, «εσείς τα 'χετε για λεφτά, ο Καναβός τα 'χει για μεράκι. Αυτουνού θα του φτιάξω. Εσείς πρώτα βάζετε τα λεφτά, αυτός βάζει πρώτα το μεράκι».
Που τραγουδάει το πολυφωνικό;
Αυτός που τραγουδάει! Αυτός.
Τον έχετε ακούσει πολλές φορές να τραγουδάει;
Πολλές φορές.
Και πώς είναι τα γλέντια αυτά με τα πολυφωνικά; Μπορείτε να μου μιλήσετε γι' αυτό;
Αυτά τα γλέντια εδώ της Ηπείρου είναι... Δεν συγκρίνονται. Για εμάς. Δεν ξέρω, αλλά εγώ όμως βλέπω και κάτι άλλο. Ότι σε εκπομπές που βλέπουμε στην τηλεόραση κι αυτά, μόλις βάζει ηπειρώτικο σηκώνονται όλοι για χορό. Δεν ξέρω τι και αυτή η μουσική. Είναι Βυζαντινή; Δεν ξέρω τι τους συγκινεί. Εντάξει το πολυφωνικό είναι κάτι το οποίο δεν το βρίσκεις πουθενά αλλού. Είναι περίπτωση.
Συμμετείχες κι εσύ με τη φωνή;
Ε, μερικές φορές. Κάτι κάναμε κι εμείς, καλά περάσαμε στα γλέντια και στα... Κρατούσαμε πανηγύρια. Τα κρατούσαμε μόνοι μας.
Αργά το βράδυ;
Αργά. Μέχρι το πρωί. Τελευταίος. Πρώτος πήγαινα, τελευταίος έφευγα. Εδώ σε ετούτη την αυλή για, έχουνε γίνει γλέντια...
Εδώ; Και πώς… Καλούσατε τον κόσμο απ' τα χωριά;
Όχι, άμα είχα εγώ εδώ κλαρίνο, δε θα 'ρχονταν όλοι;
Ποιους φωνάζατε;
Τι φωνάζαμε; Δε φώναζα κανέναν. Με ξέρανε. Το σπίτι είναι... Δούλευε πάντα το σπίτι φιλόξενο, σα ξενοδοχείο. Δεν είχε... Εδώ σε αυτό το σπίτι έχουμε κοιμηθεί 35 άτομα για 1 εβδομάδα.
Γιατί τι –
Καλοκαίρι βέβαια.
Τι είχε τότε;
Είχαν μαζευτεί κάτι αδέρφια του γαμπρού μου, εμείς, η οικογένειά μας, κάτι άλλα, φίλοι από την Αθήνα κι αυτά, ερχόμασταν εδώ για κυνήγι, μαζευόμασταν.
Το πολυφωνικό πού μάθατε… πώς να τραγουδάτε, πού θα μπαίνετε, πώς θα...
Εγώ τα ηπειρώτικα και το χορό και το αυτό, γιατί λένε ότι χορεύω και καλά, λένε, δεν ξέρω, αλλά χορεύω. Όταν πήγαμε στην Αθήνα το '63 εγώ Γ' δημοτικού ο αδερφός μου Δ', η αδερφή μου για Α' Γυμνασίου. Δεν πήγε, εντάξει. Ο παππούς, ο πατέρας της μάνας μου απ' το Κρυονέρι, ο οποίος ήταν μερακλής στα κλαρίνα, έλεγε: «Η κοπέλα μπορεί να πηγαίνει, η αδερφή μου, να την παίρνει ο, ο αδερφός της μάνας μου, ο θείος μου, να πηγαίνουνε βόλτες. Τα παιδιά είναι μικρά, θα μείνουν μέσα, γιατί μην τα κλέψει κανείς μη τα κάνει, δεν ξέρουν ακόμα εδώ». Και κάθε Σαββατοκύριακο μας έβαζε το πικάπ και χορεύαμε, με δισκάκια, τα μικρά. Τα 35άρια; Πώς τα λέγαν αυτά; 33 στροφές. Εντάξει, εγώ... Μου άρεσε. Με ακούμπησαν πολύ. Εντάξει, και του αδερφού μου του αρέσανε, αλλά δεν έμαθε να χορεύει, εγώ χορεύω, εντάξει.
Ποιο τραγούδι είναι το αγαπημένο σας;[00:30:00]
Μάγια μου 'χεις καμωμένα. Το αγαπημένο είναι Αλησμονώ και Χαίρομαι.
Της ξενιτιάς.
Θυμιούμαι και λυπούμαι.
Αυτό το λέτε και στα πολυφωνικά; Και πολυφωνικό και χορευτικό. Είναι η ιστορία της Ηπείρου –
Πώς πάει;
Εδώ ετούτος ο τόπος... Παρεμπιπτόντως το χωριό ήταν μέχρι απάνω, αλλά το... Έχει μια πινακίδα τώρα. Το 1789 ή 1800; Έπεσε το βουνό με χιονοστιβάδα και γκρέμισε... «16 σπίτια, 66 άνθρωποι», γράφει η πινακίδα. Σκότωσε, είχε πολλά θύματα. Ήταν ο τούρκικος μαχαλάς εδώ. Το χωριό δυτικά, για να το βλέπει ο ήλιος κατευθείαν το πρωί, ήτανε, μένανε οι Τουρκαλβανοί, τώρα δεν μπορώ να τους πω και Τούρκους, που μείνανε. Καλή σχέση είχαν με το χωριό εδώ, και στους χριστιανούς τους παραχώρησαν το κομμάτι απέναντι. Και η εκκλησία είναι με πόρτα μεγάλη, γιατί είχανε κάνει συμφωνία να μην μπαίνουν οι Τούρκοι με τα άλογα μέσα για... Οι πόρτες που είναι εδώ, οι εκκλησίες που έχουν πόρτες, χαμηλή καμάρα, είναι για να μην μπαίναν οι Τούρκοι καβάλα στο άλογο για βεβήλωση. Ενώ εδώ είχανε κάνει συμφωνία, και η πόρτα είναι κανονική, μεγάλη. Τους είχαν παραχωρήσει εκεί τον τόπο και εντάξει, υπήρχε συνεργασία και βοηθούσε ο ένας τον άλλον, αλλά μετά φύγανε ένας-ένας. Δεν διωχτήκανε. Φύγανε... Πάντρεψαν τα παιδιά στην πόλη, στην Αυστραλία, Αμερική και σιγά-σιγά οι γερόντοι πεθάνανε, και μείνανε τα αυτά και τα πουλήσανε τα σπίτια. Έτσι κι εμείς το πήραμε. Τούρκικο ήταν και ετούτο εδώ, και μετά ήρθε σε εμάς.
Σε σχέση με τα τραγούδια. Εσείς, όταν χορεύετε, τι αισθάνεστε;
Εγώ τι αισθάνομαι; Πετάω στα σύννεφα! Δεν με νοιάζει για τίποτα. Το κλαρίνο στο αυτί και...
Πιο καλά τα αργά ή τα γρήγορα;
Τα αργά. Τι γρήγορα; Πωγώνι, μπεράτι. Εντάξει και τσάμικο αλλά όταν ακούμε τα πωγωνίσια είναι... Ανατριχιάζουμε. Δεν μπορώ να στο περιγράψω, και μου αρέσει να χορεύω και ξυπόλητος, να πατάω στη γη. Βασικά χορεύω για μένα, δεν χορεύω να με κοιτάει ο άλλος. Εγώ χορεύω για να βλέπω εμένα, να το αισθάνομαι.
Για την κίνηση, ε;
Για την κίνηση.
Με τα τραγούδια της Αλβανίας έχει κάποια σχέση η τοπική μουσική;
Έχει με τη Δερόπολη. Τα αλβανικά-αλβανικά όχι. Είναι γρήγορα αυτά. Είναι σε άλλο στυλ. Δεν είναι με εμάς. Έχουν και αυτοί τα κεντόγια, αλλά πάλι τα κεντόγια είναι δικιά μας περίπου ιστορία, σαν τα πολυφωνικά τα δικά μας. Είναι εδώ στα χωριά τα δικά μας, που είναι μέσα.
Εσείς εδώ μένετε κοντά στα σύνορα, δίπλα...
Τι κοντά στα σύνορα; Τι κοντά; Ακριβώς στα σύνορα. Ακριβώς στα σύνορα, αλλά εντάξει. Είναι πέρασμα εδώ και δεν γίνονται και πολλά-πολλά παρατράγουδα, γιατί το 'χουνε... Όταν περνάνε πρέπει κάπου να βρούνε απάγκιο και αυτοί.
Ποιοι περνάνε;
Τώρα περνάνε όλοι. Πάμε για κυνήγι στο βουνό, και έρχονται και αυτοί οι Πακιστανοί, αυτοί που είναι οι μετανάστες. Μετανάστες. Πώς να τους χαρακτηρίσω δεν ξέρω τώρα. Υπάρχουν πολλές ορολογίες και μπορεί να παρεξηγηθούμε. Ρατσιστές δεν είμαστε πάντως. Ο κόσμος... Όποιος λέει ότι είναι αυτό... Ας το κάνει αυτός, να φύγει… από πού να φύγει, τώρα; εγώ σου λέω και από την Αθήνα. Έχω έναν που πάω και τον βοηθάω εκεί στα πρόβατα, έχει κάνει τη διαδρομή με τα πόδια Αλβανία-Αθήνα 3 φορές. Όποιος νομίζει ότι αυτός ο άνθρωπος το έκανε για κάποιο λόγο άλλον, εκτός από την ανάγκη της διαβίωσης, ας το κάνει και για πλάκα, να πει ότι θα το κάνω. 3 φορές. Πεινασμένοι νηστικοί και κυνηγημένοι από την Αλβανία στην Αθήνα με τα πόδια.
Είχατε εδώ συναντήσεις πριν ανοίξουν τα σύνορα με κόσμο που περνούσε;
Δύσκολο. Όχι. Φυλασσόταν τα σύνορα.
Από όταν τα άνοιξαν;
Από όταν άνοιξαν δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος θα σου παρουσιαστεί μπροστά.
Είχατε και συγγενείς από την άλλη πλευρά;
Εμένα ο πατέρας μου γεννήθηκε σε ένα χωριό εδώ πέρα που λέγεται Σωπική. Είναι πίσω από αυτά τα τελευταία βουνά, κάτω από τους πρόποδες αυτουνού του βουνού του γυμνού. Και ήρθαν εδώ το '29 με πρόβατα κι αυτά, και μετά πήρε ο παππούς εδώ σπίτι και μείναν από δω. Είναι δέκα αδέρφια. Ήτανε. Τώρα μία ζει. Τα πέντε -έξι είχαν γεννηθεί στη Σωπική, και τα υπόλοιπα εδώ. Οι οποίοι μετά, η οικογένεια του πατέρα... Έγινε ο Εμφύλιος. Ο πατέρας της βρισκότανε φαντάρος στον τακτικό ελληνικό στρατό. Τα αδέρφια του όλα στους αντάρτες. Στο 2520 έδωσε 4 - 5 μάχες απέναντι με τον αδερφό του. Ορεινό πυροβολικό του στρατού του ελληνικού ο πατέρας, των ανταρτών ο αδερφός του. Όταν ανταμώνανε και λέγανε τη ζωή τους ήταν να σου σηκώνεται... Έλεγες αυτά δε γίνονται. Έλεγες αυτά δεν γίνονται! Αυτά δεν μπορεί να συμβαίνουν! Κι όμως συμβαίνουν.
Τι σου είχε πει;
Τι να πει; Μόνο που έχει ένα day book άμα το διαβάσεις... Το 'χει ο γιος μου, το ‘δωσα να το φυλάει. 100 σελίδες. Κάθε μέρα, μια μάχη εδώ, μια μάχη εκεί, μία μάχη εκεί πολεμώντας. 4 - 5 χρόνια. Και στο τέλος τον κυνηγούσαν και για αριστερό. Γιατί ήταν τα εννιά αδέρφια του Τασκένδη, Ρουμανία, Ουγγαρία πέθανε ο ένας. Αυτός δεν ήρθε. Έκανε οικογένεια εκεί στην Ουγγαρία, πέθανε στην Ουγγαρία. Και ήρθε σαν επισκέπτης 2 - 3 φορές και τον γνωρίσαμε. Ο πατέρας του στην Αλβανία, ο αδερφός του ο μεγάλος στην Αλβανία, η μάνα του εδώ και ο πατέρας μου. Πήγαιναν στη γιαγιά μου οι αντάρτες. «Τι θέλετε; Εννιά σας έχω». Και πήγαινε ο στρατός. «Τι θέλετε; Φαντάρο τον έχετε. Εμένα αφήστε με ήσυχη». Τι να ακούς, και τι να λες. Αυτά είναι να μην ξανάρθουν, αλλά έτσι που μας κάνουν, πάλι θα ξανάρθουν.
Ενότητα 4
Η στρατιωτική θητεία το ’77 -’78 – Ο περιορισμός των μετακινήσεων την περίοδο της χούντας
00:37:34 - 00:43:12
Σας επηρέασε εσάς αυτό; Ή...
Βεβαίως! Πως; Πήγα φαντάρος, πήγα για δόκιμος, γιατί τότε και στο Πανεπιστήμιο εγώ όταν έδωσα το '72 στο Πανεπιστήμιο είχα συναγωνισμό 1/10. Για να είσαι φοιτητής, όταν πήγα φαντάρος εγώ το... Και μιλάμε τώρα, πήγα φαντάρος το Νοέμβριο του '77. Και υπήρχε μέσα στο χαρτί να αποκηρύξω το σόι, γιατί με βγάλαν και για δόκιμο και για λοκατζή και για εσατζή και γαμώ το κέρατό μου, και στο τέλος μου δώσαν ειδικότητα υπαξιωματικός γραφέας. Στα Λ.Υ.Β. δεν πήγα ποτέ. Γιατί; Γιατί το χαρτί που συμπλήρωνα έλεγε αν έχω σχέσεις με τα ξαδέρφια μου και τους μπαρμπάδες μου στις ανατολικές χώρες. Και οπωσδήποτε η επιθυμία μας ήταν να γνωρίσουμε, όχι να τους αποκηρύξουμε. Και γι' αυτό δεν... Βέβαια δεν μου ίδρωσε το αυτί. Δε με ένοιαξε, εντάξει.
Είχες προβλήματα όμως άλλα συγκεκριμένα;
Ε, συγκεκριμένα, εντάξει, παντού αντιμετωπιζόμασταν σαν Αριστεροί. Υπήρχε φάκελος! Τώρα αυτοί που λέγαν το καταργήσανε, παραμύθια.’
Υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που σου έτυχε;
Τι συγκεκριμένο; Να, με τη δουλειά εκεί που δε μου δίνανε τα χαρτιά να πάρω μέρος. Τι άλλο πιο συγκεκριμένο;
Με τους χωροφύλακες, ας πούμε;
Τότε με τους χωροφύλακες ήτανε... Εμείς εδώ για να έρθουμε στο χωριό, θέλαμε 2 ελέγχους. Έναν στο Καλπάκι στην Αστυνομία, κι έναν στο χάνι Δελβινάκι από το στρατό, το οποίο καταργήθηκε αυτό το '73 - '74. Αλλά ερχόμασταν εκεί... Έβγαζες άδεια για να έρθεις. Εγώ ήμουνα 13 χρονών... 12-13 χρονών που ερχόμουν μαθητής, κι έπρεπε να έχω άδεια ότι πάω για μαθητής. Και μια φορά λέω: «Δε βγάζω ρε άδεια! Τι θα μου κάνουν; Δε θα μ' αφήσουν να περάσω; Παιδί μικρό είμαι». Και με σταματήσαν στο Καλπάκι. Δεν πέρναγα, δεν μπορούσα να έρθω για μάθημα, για σχολείο.
Τι σου λέγανε;
Πως «δεν έχεις άδεια», και γιατί φορούσα κόκκινες κάλτσες. Ήταν τότε της μόδας οι πετσετέ οι κάλτσες κόκκινες, πράσινες, κίτρινες. Εντάξει, μήπως μόνο εγώ φορούσα; «Γιατί φοράς κόκκινες κάλτσες;»
Τι σήμαινε αυτό;
Και δεν... Ότι είμαι κομμουνιστής. Και [00:40:00]δε με αφήναν να περάσω στο Καλπάκι.
Και τι έκανες;
Και πήρα τον κηδεμόνα μετά. Είχαμε έναν κηδεμόνα εδώ ο οποίος ήταν δεξιός. Τον πήρα τηλέφωνο, πήρε αυτός τηλέφωνο. Έπρεπε να έχεις και κάποιο κηδεμόνα εδώ, στο χωριό. Πέρα από τους γονείς, κάποιος να είναι υπεύθυνος για σένα. Και τον πήραμε τηλέφωνο και λέει: «Δικός μου είναι. Είμαι υπεύθυνος εγώ γι' αυτόνε – λέει – αφήστε τον να περάσει», λέει, και πέρασα. Μαθητής 13 χρονών και δε με αφήναν να περάσω. Τι δεν υπήρχε; Υπήρχε. Κι έχω φάει κι ένα «Αλτ, τις ει;» από φαντάρο. Που σου είπα ότι απαγορευόταν να κυκλοφορήσεις βράδυ. Ανατολή με δύση του ηλίου. Βέβαια εντάξει οι μεγάλοι τώρα οι άντρες... Στραβά μάτια κάνανε και οι χωροφύλακες και ο στρατός, γιατί είχαμε και διμοιρία εδώ. Καμιά φορά κάνανε και αυτοί στραβά μάτια γιατί ζούσαν εδώ. Τους ξέρανε έναν-έναν. Είχε και Τ.Ε.Α. είχε και Μ.Ε.Α. και... Εγώ έμενα στο παλιό το οικοτροφείο πέρα, Β' Γυμνασίου. Και με στέλνει ο διευθυντής να πάω σε ένα ξάδερφό μου από την απέναντι μεριά του χωριού, να πάρω 1 νταμιζάνα κρασί. Που η νταμιζάνα το κρασί ήταν μεγαλύτερη από μένα γιατί ήμουν και καχεκτικό τότε. Άλλο τώρα που είμαι 1,80. Και μέσα στις πέτρες και στα αυτά, και περνώντας μπρος κάτω από τη διμοιρία, θα ήταν καινούργιος φαίνεται ο φαντάρος, εφάρμοζε το νόμο. «Αλτ, τις ει;». Εγώ γέλαγα. «Τι "αλτ τις ει;"», του λέω, «Ρε, πλάκα μου κάνεις;». Νόμιζα ότι έκανε... «Ρε, αλτ τις ει!». Και κάνει κλακ κλακ το πίσω του FN. Ρε λέω, τούτος λέει... «Τι λες, ρε;», του λέω. «Πού πας;». Έτσι κι έτσι, του είπα την ιστορία. «Πόσην ώρα θες να πας και να ρθεις;». «Κάνα εικοσάλεπτο», του λέω. «Να πας και θα παρουσιαστείς από δω, αλλιώς μετά θα στείλω να σε συλλάβουν». Πού μένεις, τι κάνεις, τι ράνεις... Φεύγω και εγώ τρέχοντας από κει, να πάω απάνω ανηφόρα... όλο ανηφόρα. Όταν θα γύριζα ήταν κατηφόρα αλλά να πάω ήταν ανηφόρα και πέτρες. Πέτρες! Δεν υπήρχε τσιμέντο ούτε άσφαλτο τότε, ούτε τίποτα. Του σκοτωμού, παίρνω το κρασί. Ούτε «Γειά!» δεν είπα στη θειά και στον... Τον είχα πρώτο ξάδερφο αυτόν που θα έβαζε το κρασί, και η μάνα του ήταν αδερφή του πατέρα μου. «Μωρέ κάτσε να σου βάλω να φας!». «Τι να φάω;», της λέω. «Να φύγω!». Γιατί με περίμενε ο φαντάρος. Και πάω, παρουσιάζομαι εκεί πέρα, και πάω το κρασί στον διευθυντή και τρώω και δυο σφαλιάρες. «Γιατί, κύριε διευθυντά;». «Γιατί άργησες», μου λέει, «έκατσες στον Μιχάλη κι έπινες κρασί». «Βρε, εδώ πήγε να με σκοτώσει ο φαντάρος! Τι μου λες τώρα;», του λέω. «Εντάξει, άμα δεν ήπιες, το έκανα για όταν σε ξαναστείλω να μη σκεφτείς να πιείς». Αυτή ήταν η διαπαιδαγώγηση.
Ο φαντάρος μετά σου είπε τίποτα;
Όχι! Παρουσιάστηκα. «Γρήγορα μέσα», μου λέει, «και να μη ξαναγίνει. Να πεις στο διευθυντή να πάει μόνος του».
Αυτό περίπου πότε είναι, τώρα;
'66-'67 Α' Τάξη. '67-'68. Το '68 το Φθινόπωρο. Το '68 το Φθινόπωρο.
Μετά που πήγες στην Αθήνα, είδες διαφορές, που πήγες φοιτητής;
Τίποτα. Τι να δω; Το σύστημα ίδιο είναι. Γραφειοκρατικό. Και σήμερα δεν υπάρχει τίποτα. Αυτά που λένε τώρα για προγράμματα οι νέοι αγρότες κι αυτά... Πήγε, ας πάει κάποιος να ξεκινήσει, και να δει τι εμπόδια έχει. Έχω ένα παιδί εδώ που θέλει να γίνει νέος αγρότης, του 'χουνε βγάλει το λάδι. Ένα χρόνο πολεμάει και δεν... Μια λεν' λείπει το ένα, μια λείπει το άλλο.
Είναι δύσκολο να γίνει κάποιος αγρότης;
Ε, πώς; Δεν είναι δύσκολο; Αλλά, άμα έχεις μεράκι, εντάξει. Αλλά βρίσκεις και εμπόδια απ' το κράτος. Άμα τους ακούς αυτούς στην τηλεόραση, τα έχουν όλα λυμένα. Αυτοί... Νομίζεις ότι ζεις σε Παράδεισο, κι όταν πας, καμία σχέση με την πραγματικότητα, τα πράγματα. Καμία σχέση! 4 μήνες κάνανε να παν να δούμε 1 αριθμό στο τρακτέρ, να του δώσουν την πιστοποίηση. 4 μήνες. Μια ο Κορονοϊός, μια το ένα μια το άλλο, μια να μη βρούμε κι άλλον, και πώς να βγούμε έξω. Λες και πληρώνουν απ' την τσέπη τους οι υπάλληλοι. Τώρα δεν μπορεί να ξεκινήσει να μπει στο πρόγραμμα. Μα πού είναι; Αυτά που είναι να του δώσουν, είναι να του πούνε όχι. Εντάξει, ναι, εγκρίνεται, αλλά περίμενε περίμενε, περίμενε. Πήγε τέλος ο Ιούλιος, τώρα θα πάρουν αυτοί άδειες , δε θα βγαίνει κανείς έξω, και το Νοέμβριο θα του πούνε να έχεις έτοιμο το στάβλο. Άμα ξεκινήσει αυτός από τώρα, μετά βγαίνει εκτός προγράμματος, από δω και πέρα τι θα κάνει να μπει στο πρόγραμμα. Κι αντί να βοηθήσουν έναν νέο που έχει όρεξη... Σπέρνει φακές, σπέρνει τριφύλλια, έχει τρακτέρ, έχει 80 πρόβατα να γίνουν 100-120. Αφού το βλέπουν ότι είναι στην παραγωγή, είναι σε αυτό. Αντί να τον βοηθήσουνε, εμπόδια να τον φέρουν πίσω.
Έχετε και δικά σας ζώα;
Όχι, δεν έχω. Εγώ είμαι συνταξιούχος τώρα. Τι ζώα να 'χω; Δεν μπορώ να έχω. 5 κότες έχω, έτσι, εδώ για το αυτό... Και κήπους. Βάζω καμιά πατάτα, κάνα φασολάκι, καμιά ντομάτα, να περνάει η μέρα.
Είχατε γίδια παλιά ε;
Ναι είχε, κι ο πατέρας μου πριν φύγει από δω, είχε πρόβατα, ο παππούς μου είχε 700 πρόβατα, ο πατέρας του. Τον πήραν τότε από δω μέσα με 700 πρόβατα.
Τον πήρανε; Ποιοι;
Τότε που έφυγε με τον εμφύλιο. Τον είχαν πάρει οι λιάπηδες τον παππού με τα πρόβατα.
Τι είναι οι λιάπηδες;
Λιάπηδες!
Λιάπηδες. Τι είναι;
Κλέφτες. Από «μέσα». Κι όταν τον αφήσανε και ήρθε εδώ, του δώσανε 40 πρόβατα και 40 γίδια.
Τα γίδια γιατί λένε ότι είναι του διαβόλου;
Είναι σκληρό ζώο για να το βοσκήσεις. Θέλει να τρέχεις όλη την ημέρα. Δεν... Είναι σκληρό ζώο. Μετά, ό,τι φάει το γίδι δεν ξαναγίνεται. Ό,τι κόψει, τέλος. Ενώ το πρόβατο έχει άλλο τρόπο βοσκήματος.
Είναι πιο δύσκολα, ε;
Τα γίδια θέλουνε τρέξιμο πολύ, πολύ τρέξιμο στη βοσκή.
Εδώ, έτσι, με τις βοσκές και τα βοσκοτόπια, το σύνορο το μετράνε ή το περνάνε και το...
Α! Οι από μέσα;
Κι από μέσα κι οι από εδώ.
Ναι, το μετράνε. Το μετράνε, υπάρχει έλεγχος. Τώρα με τα drone και με τα αυτά, με τις ακτίνες... Παρότι εμάς τα είχανε κλέψει, το '99 το Πάσχα, όλα τα γίδια, ολόκληρο το κοπάδι. Και κλέβανε τότε, εδώ από «μέσα», ερχότανε. Αλλά κλέβανε 10 αρνιά, 20-30-50 πρόβατα, αυτά. Κάτι αφήνανε. Εμάς ανήμερα το Πάσχα, όλα! Αλλά τα φέραμε.
Πώς τα βρήκατε;
Χα! Αυτό, γράφουμε ολόκληρο βιβλίο. Τα προλάβανε και τα μπλοκάρανε σε ένα βουνό εδώ από πίσω, και μετά δεν μπορούσαμε να τα φέρουμε, γιατί πατήσανε ξένο έδαφος. Πρέπει να είναι το μοναδικό κλεμμένο πράγμα που γύρισε από Αλβανία. Δεν πρέπει να έχει έρθει τίποτα άλλο, επίσημα να περάσει απ' την Κακαβιά. Βοήθησε μια κοπέλα. Δούλευε.... Δούλευε σε μία εφημερίδα τότε, νύφη εδώ στο χωριό, και πήρε 2-3 τηλέφωνα. Μία στην πρεσβεία, μία εδώ, μία στο Υπουργείο Εξωτερικών στην... Κι έγινε μία κινητοποίηση, τα μπλοκάρανε σε ένα βουνό εδώ από πίσω. Τα πήγαν στο Αργυρόκαστρο και 3 μέρες διαδικασία. Μετά δεν μας άφηναν οι δικοί μας να τα βάλουμε στην Ελλάδα, γιατί έπρεπε να σφαχτούν, λέει, πατήσαν ξένο έδαφος. Ήτανε... Οι Αμερικάνοι βομβάρδιζαν το Κόσοβο και εμείς ήμασταν ολόκληρη φάλαγγα, φέρναμε 2 φορτηγά γίδια από την Κακαβιά. Στρατός μπροστά, αστυνομία, γίδια, γίδια, τα 2 φορτηγά, στρατός, αστυνομία από πίσω και από πίσω εμείς 2 Ι.Χ., εγώ, ο αδερφός μου, ο ανιψιός μου. 2:00-3:00 τη νύχτα τα φέραμε εδώ. Τα ξεφορτώσαμε, τα αφήσαμε στο στάβλο 3-4 μέρες μέσα, να ‘ρθουν να κάνουν έλεγχο. Γιατί με αυτή τη συμφωνία τα φέραμε, να μη βγούνε έξω και φέρνουν αρρώστιες από την Αλβανία εδώ. Αυτό λέμε, η γραφειοκρατία. Ντάξει, να εφαρμόζεται αυτός ο νόμος αλλά αυτή η περίπτωση όμως είναι ότι αυτό το βουνό που τα πιάσανε ήταν συνέχεια του δικού μας του βουνού. Δηλαδή είναι πάνω στο σύνολο δεν αλλάξανε ξένο τόπο. Δεν είναι κάτι που να έχει το βουνό εκείνο και να μη το έχει το δικό μας. Συνέχεια του Μακρύκαμπου, του Μπόζοβου.
Πώς τα βρήκαν εκεί πέρα; Πώς ξέρατε, πού είναι;
Τυχαία. Τυχαία λειτούργησε το σύστημα. Ένας Λάκκας λοχαγός τα βρήκε, και έκανε συνεργασία με έναν Αλβανό αστυνόμο, τον Ξίμη, που ήταν οι υπεύθυνοι των συνόρων. Και τα φέραμε. Δεν πρέπει να είναι άλλο κλεμμένο, ούτε αυτοκίνητο, ούτε τίποτα που μπορεί να έχει [00:50:00]έρθει. Όλα μπλοκαριζόταν.
Δεν τα πληρώσατε σε κανέναν;
Όχι, όχι, δεν τα πληρώσαμε. Πληρώσαμε μόνο τα φορτηγά, τη μεταφορά.
Είχατε βρει ποιοι το κάνανε;
Ε;
Βρήκατε ποιοι το κάνανε;
Όχι, ούτε μας ενδιαφέρει, ούτε... Μου πήραν και τους κύπρους που είχα, παλιούς. Δεν ασχοληθήκαμε από κει και πέρα, γιατί αυτά τα πράγματα όσο τα σκαλίζεις, τόσο χειρότερα είναι. Δεν, δεν... Ούτε λύτρα πληρώσαμε, ούτε κανέναν άνθρωπο, ούτε τίποτα. Ήρθανε. Ήμασταν τυχεροί. Αυτά τα 3 τηλέφωνα που έκανε αυτή η κοπέλα, να την έχει ο Θεός καλά, τα μπλοκάραν αμέσως εκεί, και μετά τη διαδικασία... Που θα 'χαν και δίκιο να μας πούνε και φύλαχτρα. Το απλό θα ήτανε: 3 μέρες θα ταΐζουμε, τα ποτίζουμε, τα κάνουμε, πλήρωσέ μας. Τίποτα δε ζητούσανε τίποτα.
Σε ποιον;
Να μας ζητούσανε ότι το ταΐσαμε 3 μέρες, δώστε μας 10.000. Ήταν δραχμές τότε. Δεν ζήτησαν τίποτα. Μόνο πληρώσαμε τα φορτηγά, μεταφορική, και λιγότερο από ότι θα πληρώναμε εδώ τους Έλληνες φορτηγατζήδες.
Τα φέρατε από «μέσα» τα φορτηγά;
Ναι κατευθείαν, από «μέσα», δεν τα ξεφορτώσαμε πουθενά. Κι επειδή δεν είχαν αυτοί ασφάλειες και τέτοια, τα αυτά τα συνόδευσε η αστυνομία και ο στρατός.
Και πώς ταυτοποιήσατε ότι ήτανε δικά σας;
Α, αυτά τα ξέραμε. Ε, τι; Αφού είναι το σημάδι. Είχαν τα σκουλαρίκια. Είχανε τα σκουλαρίκια, που τώρα τα ζώα είναι και αυτά πιστοποιημένα. Έχουνε ταυτότητα.
Τελικά τα σφάξατε, που σας είχανε πει;
Όχι όχι, ήρθαν, μετά εμείς... Αλλάξαν τα γίδια τα παιδιά, τα ανίψια μου και κάναν τα πρόβατα. Τα παιδιά του αδερφού μου που έχουνε μονάδα εδώ.
Έχετε πάει άλλη φορά στην Αλβανία;
Πήγα μία φορά το '92. Και τότε δεν πήγα εγώ μέσα. Πήγα μία φορά και έκατσα 10 μέρες Αργυρόκαστρο και Τίρανα το '92, και μετά πήγα μία φορά το '99 – το 2000, να φέρω έναν τσομπάνο, και πήγα στο Λαζαράτι. Από τότε όχι. Τώρα δε βγάζω και ταυτότητα. Δεν την αλλάζω , κρατάω την παλιά, για να μην πηγαίνω.
Για να μην πηγαίνετε;
Ναι, ναι.
Γιατί να μη πηγαίνετε;
Δεν... Παρότι έχω πολλές και πολλούς συγγενείς «μέσα».
Τι είδατε τότε στο Λαζαράτι; Πώς ήταν;
Εγώ καλά πήγα, δεν πήγα ούτε να κάνω τον πράκτορα, ούτε να... Έκατσα εκεί 5-6 μέρες που ήθελαν οι διαδικασίες για να φτιάξω τα χαρτιά του τσομπάνου που θέλαμε, και σε ταβέρνες πήγαινα, και εδώ και εκεί. Καλά πέρασα. Καλός είναι ο κόσμος. Δε φταίνε οι λαοί. Φταίνε οι Κυβερνήσεις. Οι άνθρωποι είναι παντού ίδιοι, με τα ίδια προβλήματα, απλώς η πίεση μας κάνει λίγο διαφορετικούς, να σκεφτόμαστε αλλιώς εμείς, αλλιώς εκείνοι. Η πίεση απ' τα καθεστώτα.
Εδώ στο Πωγώνι όταν γιορτάζει μια εκκλησία πώς γίνονται τα ημερήσια πανηγύρια;
Τραπέζι. Γινόνταν παλιά. Τώρα έχουνε χαλάσει, αλλά γίνεται μεθαύριο. Πότε; Αύριο. Γίνεται στις Δρυμάδες, του Αη- Λιός. Κάθονται τραπέζι, βάζουν ένα φαΐ και βγαίνει δίσκος μετά εκεί, τα κλαρίνα παίζουν, και το βράδυ γίνεται πανηγύρι κανονικό. Αλλά η Εκκλησία όταν γιορτάζει, κάνουν ένα φαγητό. Μαγειρεύουνε και κάθεσαι και ρίχνεις ό,τι θέλεις στο δίσκο.
Τα όργανα πώς πληρώνονται;
Από το χορευτή. Κάτι παίρνουν.... Και οι Σύλλογοι, και αυτοί, αλλά δεν έχει και νόημα για μένα, άμα δεν πληρώνει ο πρώτος. Δηλαδή αυτό το ηπειρώτικο γλέντι, αυτή είναι η διαφορά του, ότι έχει αρχή μέση και τέλος. Τώρα αυτά που γίνονται, πληρωμένα τα όργανα και χορέψτε, δεν με συγκινούν εμένα αυτά.
Ποια είναι η διαφορά;
Γιατί όταν, ας πούμε, χορεύω εγώ, και πληρώνω, ξέρω ότι θα πληρώσω και χορεύω, τα όργανα παίζουν αυτό που τους ζητάω εγώ, και εντάξει, ακολουθούν οι άλλοι. Δε λέω να μη χορέψουν. Ας χορέψουν όσοι θέλουν. Μετά θα ακολουθήσω εγώ που θα χορέψει ο επόμενος. Αλλά όταν είναι πληρωμένα τα όργανα και χορέψτε τα όργανα παίζουν ό,τι θέλουν, όχι... Δηλαδή την ώρα που έχεις εσύ όρεξη για χορό, μπορεί να σου βάλει νησιώτικα που δε θέλεις εσύ, και όταν θα βάλει τα πωγωνίσια, εσύ θα ‘χεις φύγει.
Επικοινωνείτε με τους μουσικούς ενώ χορεύετε;
Εγώ ναι. Οι περισσότεροι με ξέρουν. Οι παλιοί τουλάχιστον με ξέρουν όλοι.
Ποιοι;
Πετρολούκας, Καψάληδες, Χαρισιάδηδες, μέχρι και ο Κλης, ήμουνα παιδί, ας πούμε, αλλά χόρευα και τότε.
Τι θυμάστε από αυτόν; Πώς έπαιζε;
Ε, δεν βγαίνουν τώρα τέτοιοι. Εκείνοι εκεί παίζαν και για πάρτη τους λίγο. Δεν ήταν μόνο το εμπορικό κομμάτι. Ήτανε ότι μετά τις 11:00 - 12:00 το βράδυ παίζαν και για πάρτη τους, αφού είχανε πιει και έκανα δυο ποτήρια, τρία. Το ευχαριστιόντανε και αυτοί και τους αρέσει πάντα, να είναι και ο χορευτής καλός. Τους ξεκουράζει. Δεν τους κουράζει.
Πώς δηλαδή;
Ε, γιατί δεν τον αλλάζεις συνέχεια και δεν μπορεί να... Πάει αυτό που ξέρει, και εσύ ακολουθείς το κλαρίνο. Τώρα αν εσύ δεν ξέρεις να χορεύεις και τον ζορίζεις, τον αναγκάζεις να το ζορίσει, να το κάνει να το.... Για να σε ακολουθήσει στα βήματα, να σε ευχαριστήσει να στα πάρει. Να σε κάνει να βγάλεις το πορτοφόλι. Το θέμα είναι το κλαρίνο να σε ακουμπήσει τόσο, μέχρι που να βγάλεις το πορτοφόλι.
Εσένα πότε σε ακουμπάει το κλαρίνο;
Από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν έχω τέτοια προβλήματα εγώ. Όταν πάω να γλεντήσω, τότε που... Τώρα έχω περάσει και καρκίνο και τριπλό bypass στην καρδιά. Τώρα έχουμε ηρεμήσει λίγο. Έχω 15 χρόνια. Από το '09. 14 χρόνια.
Αλλά πώς τους λες στα κλαρίνα; Τι να κάνουν; Πώς τους καθοδηγείς;
Τίποτα, με ξέρουν αυτοί τώρα. Τους λέω: «Πιο αργά», πιο έτσι, πιο... Εντάξει. Συμμετέχω κι εγώ μαζί μ' αυτούς.
Τους ζητάς και τραγούδι;
Και τραγούδια, ναι.
Ποια;
Τραγουδάω εγώ. Άμα αρχίσω εγώ να τραγουδάω το πάνε εκεί που τους λέω, εντάξει. Αυτά τα Πωγωνίσια που είναι. Τα Μάγια…
Έχεις διάθεση να πεις κανένα ή όχι;
Τώρα δύσκολο. Όλα έχουν την ώρα τους. Αλλά κατάλαβα και κάτι άλλο. Ότι πίνεις δεν πίνεις, άμα είσαι και σου αρέσει το ίδιο είναι. Γιατί κάποτε και εγώ έπινα και λίγο. Αλλά τώρα μετά από την αρρώστια απ' το '09 και αυτά, δεν πίνω καθόλου, αλλά το ίδιο γλεντάω. Δεν μου έχει κόψει το κέφι το αυτό.
Έρχεται και το Πολυφωνικό Καραβάνι, που λέγεται, εδώ. Τους έχεις γνωρίσει;
Έχω τραγουδήσει μαζί τους. Με έχουνε κι αυτοί στη... Έχω τραγουδήσει μαζί τους μωρέ, ο αυτός ο... Πώς τον λένε; Δημήτρη; Πώς τον λένε μωρέ, τον μαλλιά;
Αλέξανδρος;
Ναι. Με το Πολυφωνικό Καραβάνι έχω τραγουδήσει στο Δολό, εδώ στο χωριό, και βασικά την πρώτη φορά δεν ήξερα ότι αυτοί τραβάνε ταινίες, και με είδα στην τηλεόραση. Άμα θες να δεις πώς χορεύω, πάτα «Πανηγύρι Δολό», στο τηλέφωνο. Έχει 1 δεκάλεπτο που χορεύω. Γλέντι. Γλέντι Δολό. Κάτι τέτοιο. Το '96. Θα με δεις εκεί με μαύρα μαλλιά.
Θυμάσαι τότε που ήσουν φοιτητής, το '73, τι είδες εκείνες τις μέρες που είχε γίνει η εξέγερση;
Χα! Έχουμε φάει κυνήγι, και λίγο ξύλο, γιατί... Δούλευα λογιστής σε ένα δικηγορικό γραφείο, στη Σταδίου, στο κέντρο των επεισοδίων και έμπλεξα... Δούλευα μέχρι το μεσημέρι, μετά που κατέβαινα, πήγαινα και σε καμιά συγκέντρωση στη Νομική, γιατί κοντά την είχα. Και έχουμε φάει στην Πλάκα κυνήγι και αυτό και γύρω γύρω, με το φοιτητικό κίνημα του Φλεβάρη, πριν το Νοέμβρη.[01:00:00] Γιατί η Νομική είχε ξεσηκωθεί απ' το Φλεβάρη. Έχουμε φάει και ξύλο, έχουμε φάει κι αυτό... Και μέσα...
Ποια ήταν η κατάσταση που σας κυνήγησαν;
Τίποτα, φωνάζαμε εμείς με συλλαλητήρια, πετούσαμε φέιγ βολάν και τέτοια στο δρόμο και η αστυνομία τη δουλειά της, και η αΑστυνομία κυνήγι.
Αυτή είναι η δουλειά της;
Όχι, δεν είναι αυτή η δουλειά της. Τότε αυτή ήταν η δουλειά της. Τότε αυτή ήταν. Τι; Να τα βάλεις τώρα με τα παιδιά; Κι αυτοί... Η θέση τους ήτανε... Ήταν και αυτοί που είχαν τον υπερβάλλοντα ζήλο, που ανήκαν εκεί, αλλά τότε και όπως μπαίνανε στην αστυνομία, τους δικούς τους ψάχνανε. Δεν μπορούσα εγώ, ας πούμε, να πάω στην αστυνομία. Φραγμένες οι πόρτες. Οπότε τι περιμένεις; Στηρίζαν τον πατέρα τους, τη μάνα τους, τον παππού τους, το θείο τους και κοιτούσανε μη χάσουν τα οφίτσια. Από τη στιγμή που υπάρχει το μέσον και για να κάνεις κάτι πρέπει να έχεις «μπάρμπα στην Κορώνη», αυτά θα συμβαίνουνε. Και τώρα τα ίδια είναι. Α! Εμείς έχουμε εδώ Δήμαρχο 30 χρόνια, Νομάρχη άλλα τόσα. Γιατί; Γιατί τάζουνε διορισμούς. Και λέει ο άλλος: «Τι πρόοδο θέλεις να έχεις εσύ στον τόπο σου;», αφού έχεις έναν άνθρωπο να σε διοικεί 30 χρόνια, δεν αλλάζεις ούτε ιδέες. Να πας ρε αδερφέ, προς το καλύτερο, μπορεί και στο χειρότερο. Αλλά θα γίνει κάτι άλλο. Αυτοί είναι όλοι τώρα διαχειριστές, δεν είναι... Δεν είναι να προσφέρουν κάτι άλλο. Προσπαθούν να μας πάνε στη Σελήνη, χωρίς να πατάμε στη Γη. Τα προβλήματα είναι να έχεις φως, νερό, τηλέφωνο και δρόμο. Άμα δεν έχεις αυτά, τι το θέλεις τώρα εσύ το Internet και το ένα και το άλλο. Αυτά είναι δουλειές για κυκλώματα, για τέτοια. Ανεμογεννήτριες; Με ποιο σκεπτικό βάλαν ανεμογεννήτριες εδώ;
Υπήρξαν αντιδράσεις;
Πώς; Δεν υπάρχει; Και υπάρχουν ακόμα, αλλά ποιος ακούει; Κανένας δεν... Κανένας. Μετά λένε κλιματική αλλαγή και αυτά. Μας φυλάει λίγο ακόμα ο Θεός. Μας λυπάται ο Θεός. Αλλά πόσο κι αυτός;
Κατά την Εξέγερση τότε, απ' το Φεβρουάριο και μετά, του '73, εσείς τι... Πώς σκεφτόσασταν ότι... Τι θα αλλάξει; Προς τα πού θέλατε να πάτε;
Μετά, τη Μεταπολίτευση;
Κατά τη διάρκεια.
Εγώ, δύο ήτανε τα πράγματα που ήθελα να είναι: Αξιοκρατία και δουλειά για όλους. Να μην πεινάει κανένας. Αυτά προσπάθησε να τα κάνει το ΠΑ.ΣΟ.Κ., έκανε εκείνη το νόμο Πεπονή με το Α.Σ.Ε.Π. το καταστρατηγήσαν και αυτό, οπότε δεν υπάρχει πισωγύρισμα. Ευτυχώς που μείνανε 2 έργα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. τα Κέντρα Υγείας, και τα Κ.Ε.Π.. Δηλαδή, αυτή τη στιγμή, αν πούμε κάποιος δουλεύει είναι μόνο οι κεπιτζήδες. Μόνο τα ΚΕΠ, τίποτα άλλο. Τα Κέντρα Υγείας τώρα με τον κορονοϊό, και αυτά κάπου με το πρόσχημα κορονοϊός και τέτοια, αλλά ευτυχώς υπάρχουν, και μήπως ξαναστρώσουν.
Και τότε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, υπήρχε βία, κάπως ανεξέλεγκτη ή τι; Πώς σας είχε φανεί τότε;
Από την αστυνομία;
Ναι.
Ε, πώς δεν υπήρχε; Να μην πέσεις στα χέρια τους ήταν. Αλλά υπήρχε και κανένας φιλότιμος. Εγώ 1 φορά γλίτωσα, γιατί ήταν... Ο Αστυνόμος πρέπει να μην ήταν και πολύ δικός τους, γιατί... Ήμασταν σε ένα φανάρι στην Πειραιώς και Σωκράτους, να περάσουμε απέναντι και με κόκκινο. Και τότε είχε βγάλει έναν νόμο ο Παπαδόπουλος 50 δραχμές πρόστιμο, άμα περάσεις με κόκκινο. Κι ήταν μια γιαγιά η κακομοίρα εκεί, και τέλος πάντων ήταν ένας τροχονόμος στο παγκάκι, και σε κάποια στιγμή η γιαγιά πήγε να περάσει, και της έβρισε τα Θεία. Κι εγώ με ένα άλλο παιδί του ζητήσαμε το λόγο του τροχονόμου, γιατί έβρισε τη γιαγιά. Αντί να την πάρει από το χέρι να την περάσει, να κόψει την κίνηση, την έβριζε. Και μας παίρνει απ' το αφτί: «Τι είσαι εσύ;». «Φοιτητής». Μόλις ακούει φοιτητής. «Ωωω», μου λέει. Μας πάει στον Διοικητή. Του λέει αυτός απ' την αστυνομία: «Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ, θα τους πας στην τροχαία. Τι μου τους έφερες εδώ τους αλήτες;». Μας πάει στην τροχαία στην Αγίου Κωνσταντίνου, στον αξιωματικό υπηρεσίας. «Τι δουλειά κάνεις εσύ;». Ο άλλος ήταν μεγαλύτερος από μένα. «Τι δουλειά κάνεις εσύ;». «Τραπεζικός υπάλληλος». «Ωπ! δικός μας», λέει, αυτός. Τραπεζικός υπάλληλος, με μέσο, για μέσο θα είναι... «Εσύ τι δουλειά κάνεις;». «Φοιτητής». «Α! Με εσένα τα χαλάμε», μου λέει. «Τι συμβαίνει;». «Αυτό κι αυτό», του λέω. Ο άλλος φυλαγόταν κι απ' τη δουλειά του, δεν ξέρω, δε μίλαγε και πολύ. Του λέω έτσι κι έτσι. Τώρα, μας πιστεύεις, έχει καλώς, δεν μας πιστεύεις, σου λέω κάνε ότι καταλαβαίνεις, αλλά τα πράγματα έχουνε έτσι. «Τον ξέρω», λέει «μου δημιουργεί κι άλλα προβλήματα, θέλετε να του κάνετε μήνυση;». «Τι μήνυση; Να φύγουμε θέλουμε εμείς, να πάμε σπίτια μας». «Άμα δεν θέλετε», λέει, «να του κάνετε μήνυση, φύγετε, εντάξει, τον ξέρω». Και βγαίνουμε. Όταν μας πήγαινε εκεί, μας πηγαίναν 3 - 4 μαζί. «Δε θα πάρετε ανάσα! Και θα σας κάνουμε έτσι και θα σας κάνουμε αλλιώς». Χεστήκαμε, να πούμε. Λέμε: «Που μπλέξαμε; Τι το θέλαμε εμείς να υποστηρίξουμε τη γιαγιά;».
Ήταν κάπως στοχοποιημένοι οι φοιτητές, γενικά, δηλαδή;
Βέβαια, βέβαια.
Μετά τον Φεβρουάριο ή...;
Εγώ με λίγα λόγια ρε παιδί μου, να πάω να το ρίξω και φανερά Δεξιά, δεν με πιστεύει κανείς. Οπότε λοιπόν γιατί να χαλάσω τη ζαχαρένια μου.
Και τότε το Νοέμβριο, ας πούμε, του '73, πού ήσασταν;
Την ημέρα την Παρασκευή... Βασικά, καταλαβαίναμε ότι κάτι θα γίνει, αλλά δεν ξέραμε και τι θα γίνει, γιατί ούτε κάνεις ήξερε τι θα γίνει. Εγώ το πρωί δούλευα. Με τον πατέρα μου ρίχναμε μπετόδρομους στο Γαλάτσι. Ο πατέρας μου, η δουλειά του ήτανε κράσπεδα και... Τα κράσπεδα είναι αυτά στην άκρη στο δρόμο. Και στρώναμε τις ανηφόρες στο αυτό, και ρίχναμε και μπετό. Είχε αρρωστήσει ο αδερφός του. Τέλος πάντων ήταν 3. Και ο ένας δεν μπορούσε να πάει για δουλειά, για κάποιο λόγο, ήταν άρρωστος κάτι, ήταν ο Τάσος, και πήγα εγώ να τους βοηθήσω. Και όταν κατεβαίνω το μεσημέρι της Παρασκευής, είχε μια αυτή... Γιατί περνούσα, από το Γαλάτσι περνούσε μπροστά από το Πολυτεχνείο το αστικό, δεν υπήρχε φασαρία, αλλά υπήρχε... Έμπαινε κόσμος, πολύς κόσμος μέσα. Και, συγκεκριμένα, και η μάνα μου πήγε να δει έναν ξάδερφό της, που ήτανε δίπλα του Πολυτεχνείο. Πάω σπίτι εγώ. Τρώω, κάνω, μπάνιο ξέρω 'γώ κι αυτά. Πάω να βγω στο καφενείο. Μου λέει μία παρέα: «Πάμε μία Πολυτεχνείο;». Και μεγάλοι. Και δεξιοί άνθρωποι μέσα. «Πάμε Πολυτεχνείο», λέει, «γιατί μαζεύεται κόσμος». «Πάμε». Φεύγουμε, πάμε. Μετά ο αδερφός μου ήταν φαντάρος στην Αυλώνα, νεοσύλλεκτος. Στην Αυλώνα λεω; Στο Γουδί, μαυροσκούφης. Μετά πήγε στην Αυλώνα το κέντρο. Ήταν στο Γουδί, και είχανε διοικητή τον... Παττακό; Τον Ιωαννίδη; Κάποιον από αυτούς. Πήγαμε εκεί στο Πολυτεχνείο τέλος πάντων, εντάξει, μπερδευτήκαμε με τον κόσμο μπαίναμε μέσα. Μετά ο αδερφός μου άρχισε να παίρνει τηλέφωνο «Βρέστε τον μικρό». Και τι τηλέφωνο τώρα; Στη γειτόνισσα. Πού υπήρχαν τηλέφωνο και αυτά; Ο μικρός να μη βγει έξω, γιατί θα με βγάλουν. Τον έβγαλα τελικά.
Πού τον πήγαν;
Τον έβγαλαν έξω, στο Γουδί εκεί γύρω-γύρω την ώρα που σχολάγαν τα σχολεία να μαζέψουν τον κόσμο, να μη βγουν οι γονείς και οι παππούδες και οι γιαγιάδες να πάνε να πάρουν τα παιδιά τους από τα σχολεία. Να πάνε τα παιδιά μόνα τους. Τι; Το «έλα να δεις» έγινε. Εμείς κυνηγητό, ξύλο, σφαλιάρες εδώ, μπουνιές, κλωτσιές.
Πώς ξεκίνησε αυτό;
Ξεκίνησε... Προκαλούσε η αστυνομία, προκαλούσε. Δεν θέλει πολύ. Αρχίσανε οι φοιτητές να φωνάζουν: «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία», πήγαν να βγούνε έξω από το Πολυτεχνείο, οι άλλοι δεν τους αφήνανε. Ε, πολύ θέλει για να ξεκινήσει; Θέλαν να βγούμε έξω για πορεία, ρε παιδί μου. Δεν άφηνε η αστυνομία και μετά αρχίσανε τα επεισόδια. Άμα πέσει η πρώτη μπουνιά και πρώτη κλωτσιά, μετά σε τόσες χιλιάδες κόσμο, κόσμος που ήταν μέσα... Άρχισε μετά το ραδιόφωνο του Πολυτεχνείου, τα μεγάφωνα εκεί γύρω να γίνεται χαμός. Κι έγινε, το τι έγινε. Ότι είχε θύματα, είχε.
Είδατε εσείς κάτι τέτοιο;
Τώρα λένε... Πρώτο και κύριο, η μάνα μου... Εγώ εντάξει, τραυματισμένους και πεσμένους κάτω, ναι, αλλά κοιτούσαμε να φυλάξουμε το κεφάλι, δεν κοιτάγαμε τώρα το τι γίνεται. Αλλά η μάνα μου εκεί[01:10:00] που ήτανε, έμεινε κι αυτή εκεί. Δεν μπορούσε να φύγει. Και στην πολυκατοικία, το βράδυ, πηγαίναν μέσα τραυματίες.
Σε ποια πολυκατοικία;
Ακριβώς τώρα δεν ξέρω πού ήταν. Ήταν από πίσω από το Πολυτεχνείο. Στο δρόμο αυτόν. Δεν ξέρω ποιος τι. Κι ήταν θυρωρός εκεί ο ξάδερφός της. Και πήγαιναν μέσα κόσμο. Άλλοι θα γλιτώσανε, άλλοι θα πεθάνανε. Ξέρω 'γώ τι γινότανε; Χαμός!
Εσείς ξεφύγατε, κάπου φύγατε;
Ξέφυγα, ναι, ξέφυγα. Ξέφυγα και πήγα σπίτι, γιατί μετά ήταν και ο αδερφός. Την άλλη μέρα πάλι επήγα στη δουλειά. Γιατί εντάξει, η δουλειά ήταν δουλειά. Το Σάββατο δουλεύαμε τότες, το Σάββατο. Ήταν εξαήμερη η δουλειά. Δούλευα βοηθός λογιστή.
Και είχατε κάποια συζήτηση στη δουλειά σχετικά με τα χτεσινά;
Ο δικηγόρος που δούλευα ήταν αριστερός. Γι' αυτό με πήγαινε κιόλας.
Και σας είπε κάτι σχετικά με αυτό ή...
Όχι, τότε ήταν μεγάλος αυτός, μικρός εγώ. Τι να μου πει; Απλός εκεί που ήτανε, γίνονταν συζητήσεις γενικά, το πού θα βγει η κατάσταση. Φυλάγονταν κι αυτοί, μη πάνε για κανένα ξερονήσι. Δεν ήθελε και πολύ. Να, τον Αλέκο τον Παπαδόπουλο τον Υπουργό του ΠΑ.ΣΟ.Κ., που ήταν Υγείας, απ' τη Θεσπρωτία, τότε είχα πάει και τον είχα βρει στο Ε.Α.Τ. - Ε.Σ.Α. σακατεμένο στο ξύλο.
Γιατί πήγες να τον βρεις;
Έψαξα. Έψαχνε ο πατέρας του και δε μπορούσε να βρει πού είναι. «Πάει το παιδί». Ερχότανε στον πεθερό του αδερφού μου, «Λάμπη, πάει το παιδί, και πάει ο Αλέκος και πάει ο Αλέκος». Και ρωτώντας εγώ εκεί τους φοιτητές με τα αυτά, έμαθα ότι ο Αλέκος είναι στο Ε.Α.Τ.-Ε.Σ.Α..
Πού ήταν αυτό;
Στο... Πίσω στη Λεωφόρο Κηφισίας, πού είναι εκεί; Τι σκατά είναι; Τι το θέλεις πού είναι; Εκεί έχει μαρτυρήσει κόσμος... Και γυρίζω σπίτι και του λέω: «Ο Αλέκος ζει! Τώρα πώς ζει, δεν ξέρω, αλλά είναι στο Ε.Α.Τ. - Ε.Σ.Α. κρατούμενος».
Εσείς πήγατε εκεί και σας...
Έμαθα μέσα. Τι να με αφήσουνε; Μέσα στους πολλούς που ρωτούσα κι έκανα κι έρανα, κάποιος είχε φιλότιμο και μου είπε.
Τον βρήκατε αυτόν ποτέ ξανά μετά;
Τον Αλέκο τον Παπαδόπουλο; Ε, αφού είμαστε πατριώτες. Εντάξει, σαν Υπουργό, αλλά όχι να πάω στο γραφείο του για «ζήτω» και για τέτοια. Τον έβλεπα μετά, γιατί ερχόταν δίπλα στον Γκόρτσο, σε κάτι δικηγόρους απ' τη Θεσπρωτία, κι ερχόταν εκεί και μιλούσαμε.
Σε ποιο; Στο...
Γκόρτσος, Γκόρτσος. Βγάζανε τα «Θεσπρωτικά Νέα». Δικηγόροι κι αυτοί.
Είχε πολλούς Ηπειρώτες στην Αθήνα τότε ε;
Και τώρα έχει. Πού να πάνε; Και τώρα έχει. Και τώρα διηγώντας τα για να κλαις. Δεν υπάρχει τίποτα. Τελειώσαν όλα.
Κατά τη διάρκεια του κορονοϊού εσείς φοβηθήκατε καθόλου;
Τα εμβόλια ενώ έλεγα στην αρχή: «Δε θα τα κάνω», αλλά μετά με πιέσαν και τα εγγόνια και έκανα, τα 3 δηλαδή. Φοβήθηκα; Όπως όλοι οι άνθρωποι. Κοίτα, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη φοβάται. Αλλά το θέμα είναι να μη κυριαρχήσει ο φόβος, γιατί άμα σε κυριαρχήσει ο φόβος πάνω απ' τη ζωή τελειώνουν όλα. Φοβάσαι, αλλά εντάξει. Δεν κάνεις υπερβολές. Να, εδώ αυτά που λέμε. Δε δουλεύει το Σύστημα. Δ.Ε.Η. Δήμος σκατά, να πάν' να κόψουν μια καρυδιά για το καλώδιο, να μην κάνει ζημιά, και δεν πάει κανείς.
Η Δ.Ε.Η.;
«Κι άμα πέσει και γίνει και ζημιά θα πληρώσετε και πρόστιμο», λέει. Αυτό είναι το κράτος.
Σχετικά με τον κορονοϊό, εσάς πώς σας ήρθε; Πώς; Περιμένατε ότι θα ζούσατε μια πανδημία;
Όχι, αυτό είναι πρωτόγνωρο. Αυτό είναι εφαρμογή «Μακριά κι αγαπημένοι». Έγινε εφαρμογή και το «Μακριά και αγαπημένοι». Για τώρα, αυτό μου είπε η γυναίκα. Ήρθε ένας γείτονας απ' την Αθήνα. Αυτός βγαίνει έξω, κυκλοφορεί, και η γυναίκα του έχει Κορονοϊό. Και την παίρνει τηλέφωνο τη γυναίκα μου, νομίζοντας ότι είναι εδώ, και της λέει: «Μην έρθεις στο σπίτι γιατί έχω Κορονοϊό», της λέει. Και ο άντρας της κυκλοφορεί στην αγορά. Ε, από εκεί και πέρα... Έτσι. Αυτός είναι ο λαός, να πούμε. Κι άμα του πεις και τίποτα θα γίνεις και κακός. Και δε φτάνει που ήρθε, να πει, ας κάτσει στη γωνία ήθελε να χαιρετήσει με χειραψίες τον κόσμο. Δηλαδή πού ζει τώρα αυτός; Δεν ζει; Δεν ταξίδεψε μαζί με τη γυναίκα του;
Εσείς την περίοδο του εγκλεισμού τη ζήσατε στην Αθήνα;
Όχι, εδώ ρε. Ποια Αθήνα; Αφού είμαι εδώ απ' το '14 μόνιμα. Δεν πάω Αθήνα.
Και πώς ήταν εδώ στο χωριό; Πώς το περάσατε;
Εγώ ελεύθερα. Φυλαγόμουν, βέβαια, δεν κατέβαινα κάτω, αλλά όλα, πήγαινα για κυνήγι, περπατούσα στα βουνά. Με μάσκα. Όταν ήταν ανάγκη να κατέβω παρακάτω, διπλή και τριπλή, γιατί είμαι και ευπαθής ομάδα. Κι έχω και την πεθερά 100 χρονών εδώ. Τώρα την πήγαμε με τη γυναίκα στο χωριό της. Για καμιά 10αριά μέρες, και είμαι μόνος μου. Αυτά.
Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο που θέλετε να ακουστεί;
Τι να πω; Τι να πω; Μπας και αλλάξουν τα πράγματα και να καλυτερεύσει η ζωή για όλο τον κόσμο. Εμένα δε με νοιάζει, αλλά έχω παιδιά, εγγόνια. Μπας και βάλουν εδώ μυαλό και αλλάξει τίποτα, γενικά. Ξεκινώντας από εδώ, από την παραμεθόριο, να φτάσει σε όλη την Ελλάδα.
Ωραία. Ευχαριστούμε πολύ.
Να 'στε καλά.
Φωτογραφίες

Η θέα από την Πωγωνιανή
Ο γυμνός ορεινός όγκος που φαίνεται από τη ...

Το σπίτι του Μπέη της Λά ...
Πέτρινο εγκαταλελειμμένο τριώροφο κτίριο μ ...

Η θέα από το σπίτι του Β ...
Η άποψη της Πωγωνιανής από το σπίτι του Βα ...

Βασίλης Καναβός
Ο αφηγητής στέκεται όρθιος κοιτώντας την κ ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Βασίλης Καναβός γεννήθηκε στην Πωγωνιανή Ιωαννίνων, ένα χωριό από την παραμεθόριο περιοχή στο ελληνοαλβανικό σύνορο. Μας μιλάει για την εμπειρία του σε σχέση με τη ζωή εκεί, τα πειθαρχημένα μαθητικά χρόνια στο οικοτροφείο του χωριού, ενώ οι γονείς του έμεναν στην Αθήνα και μας αφηγείται κάποια περιστατικά από την περίοδο της δικτατορίας στο χωριό, αλλά και στην Αθήνα. Αναφέρει ακόμη την τοπική ιστορία που γνωρίζει σχετικά με τον Μπέη της Λάρισας και το μεγάλο σπίτι του που βρίσκεται στην Πωγωνιανή. Αφού μιλήσαμε για το παρελθόν του, αισθάνθηκε άνετα να εκφράσει τις ανησυχίες του για το μέλλον.
Αφηγητές/τριες
Βασίλειος Καναβός
Ερευνητές/τριες
Θεόδωρος Φράγκος
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/07/2022
Διάρκεια
76'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Βασίλης Καναβός γεννήθηκε στην Πωγωνιανή Ιωαννίνων, ένα χωριό από την παραμεθόριο περιοχή στο ελληνοαλβανικό σύνορο. Μας μιλάει για την εμπειρία του σε σχέση με τη ζωή εκεί, τα πειθαρχημένα μαθητικά χρόνια στο οικοτροφείο του χωριού, ενώ οι γονείς του έμεναν στην Αθήνα και μας αφηγείται κάποια περιστατικά από την περίοδο της δικτατορίας στο χωριό, αλλά και στην Αθήνα. Αναφέρει ακόμη την τοπική ιστορία που γνωρίζει σχετικά με τον Μπέη της Λάρισας και το μεγάλο σπίτι του που βρίσκεται στην Πωγωνιανή. Αφού μιλήσαμε για το παρελθόν του, αισθάνθηκε άνετα να εκφράσει τις ανησυχίες του για το μέλλον.
Αφηγητές/τριες
Βασίλειος Καναβός
Ερευνητές/τριες
Θεόδωρος Φράγκος
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/07/2022
Διάρκεια
76'