Από τεχνίτης ηθοποιός, με φόντο τα διονυσιακά έθιμα και τη παράδοση της Δράμας
Ενότητα 1
Παιδικά χρόνια, εκπαίδευση και επιλογή επαγγέλματος
00:00:00 - 00:06:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα, θέλετε να μου πείτε το όνομά σας; Βέβαια. Καψιμάνης Κωνσταντίνος του Δημητρίου και της Ελένης. Είναι Κυριακή 11 Ιουλίου 2021…με ότι ήμουν καλός στη δουλειά μου, ήμουν προσεκτικός είχα αυτή την ικανότητα. Έκανα ένα συνεργείο με κάτι συναδέλφους. Όλα πήγαιναν καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η πολιτιστική ανάπτυξη της Πετρούσας, ο χορός και το βραβείο στην εκπομπή «Να η Ευκαιρία»
00:06:00 - 00:10:51
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και τότε στην Πετρούσα υπήρχε -όχι μόνο στην Πετρούσα, σε όλη την Ελλάδα- άρχισε να δημιουργείται η πολιτιστική επανάσταση, τότε με τους συλ…ι πίστευα ότι δεν μπορώ με αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούσαμε άλλο να προχωρήσουμε να ανέβουμε και σταμάτησα. Και συνέχισα τη δουλειά μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η πρώτη γνωριμία με το θέατρο και τη μουσική
00:10:51 - 00:19:19
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά άρχισα…Επειδή τότε ένα πρωινό -θυμάμαι- που ξύπνησα λέω: « Πω πω ρε παιδί μου, τώρα δηλαδή εγώ ακόμα 30 χρόνια θα ξυπνάω έτσι πρωί και … το πράγμα δηλαδή με σημάδευε σε ό,τι έκανα πάντα. Και φτάσαμε τώρα σε μία ηλικία συνταξιούχος. Τώρα είμαι 7 χρόνια συνταξιούχος είμαι 60.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Ταξίδια σε όλο τον κόσμο
00:19:19 - 00:20:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πρέπει να αναφέρω και κάτι άλλο το οποίο βοηθάει την…ξεκινάει από το χαρακτήρα μου. Πάντα ήμουν ανήσυχος. Δηλαδή δεν ικανοποιούμουν με ό,τι …νητο και να πηγαίνω, να πηγαίνω, να πηγαίνω και να έρχομαι πίσω, γιατί άμα δεν έρθω βρώμα η δουλειά -καταλάβατε- πρέπει να γυρίζουμε πίσω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η προσφορά και η ανταποδοτικότητα του θεάτρου
00:20:38 - 00:23:43
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και τώρα αφότου συγχωρεθείκαν γονείς μου… Εγώ μένω εδώ στο σπίτι μόνος μου, αισθάνομαι πολύ όμορφα, αυτή η μοναξιά μου αρέσει. Θεωρώ είναι λ… μην προσφέρεις και ανταποδοτικά παίρνεις και εσύ. Δεν είναι ότι μόνο προσφέρεις και παίρνεις ικανοποίηση. Είναι το θέατρο μεγάλη υπόθεση!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η μουσική παράδοση και το Μπάμπιντεν
00:23:43 - 00:30:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όπως και η παράδοση. Εμείς στην Πετρούσα εδώ έχουμε παραδοσιακή λύρα αρχαία που λένε, μακεδονική και χορούς μακεδονικούς, τους οποίους τους …ι πολύ ωραία. Φροντίζω να βγάζω τα χρήματα που μου χρειάζομαι από τη δουλειά μου, δεν υποχρεώνομαι πουθενά… τα πιο πολλά τα είπα νομίζω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η Αθήνα και οι συνθήκες εργασίας στην οικοδομή
00:30:07 - 00:34:22
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μπορούμε να πούμε κάτι άλλο; Θες να ρωτήσεις κάτι; Ρώτησε, δεν έχω αντίρρηση. Θα ήθελες να γυρίσουμε λίγο στα χρόνια της Αθήνας; Ναι Πώς …και ευτυχώς και εντάξει. Αρκετά δουλέψαμε αλλά τουλάχιστον αμειφθήκαμε και περάσαμε λίγο πιο καλά τη ζωή μας. Ό,τι χρειαζόμασταν το είχαμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Η εμπειρία ως αυτοδίδακτος χοροδιδάσκαλος και η χορευτική παράδοση
00:34:22 - 00:39:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ήρθες στο χωριό πίσω το ‘76. Ναι. Σωστά; Ναι. Ωραία. Και πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με το χορό; Ναι, με το χορό καλή… ο σύλλογος δημ… για σένα δεν μπορείς. Έτσι Πιστεύω. Εντάξει τώρα θα μου πεις, εγώ παίζω μουσική για μένα, εντάξει εγώ δεν παίζω, εγώ ασχολούμαι δεν παίζω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Το έθιμο του Μπάμπιντεν και η καμήλα
00:39:05 - 00:48:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα που ήρθες πάλι στο θέμα της παράδοσης- Ναι. Θα ήθελες να μας πεις το τελετουργικό που γίνεται στο Μπάμπιντεν; Κοιτάξτε, το Μπάμπιντ… να έχει και λίγα ζωάκια δίπλα, να μπορεί να αισθάνεται ότι ζει, να πούμε. Όχι απομόνωση. Ξεχάσαμε τίποτα; Ό,τι θέλουμε λέμε, δεν ξεχνάμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 10
Η εμπειρία του θεάτρου
00:48:06 - 01:02:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Βέβαια αυτό το χάρισμα το ‘χουμε. Έρχεται, λοιπόν, το θέατρο κάποια στιγμή στη ζωή σου. Ναι. Παίρνεις το πρώτο ρόλο. Πώς το διαχειρίστηκ…ι μου λέει ο άλλος: «Πού τις ξέρεις;», « Εγώ-λέω- έκανα γυμνάσιο επί Χούντας». Τότε ήταν η δημοτική, η απλή καθαρεύουσα. Βέβαια. Τι λέγαμε;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 11
Ταξίδι σε όλο τον κόσμο
01:02:39 - 01:06:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι, έτσι, κάποιο περιστατικό της ζωής σου, που θα ήθελες να μοιραστείς ακόμη μαζί μας; Κάποια εμπειρία σου; Κάποια; Εμπειρία από ταξίδ…ν αξία μας, δεν είναι έτσι. Υπάρχουν λαοί ευγενικοί, υπάρχουν απ’ όλα. Ειδικά στην Ασία μου έκανε εντύπωση η ευγένεια τους, πολύ ευγενικοί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Ενότητα 12
Οι γειτονιές και τα παιδικά παιχνίδια
01:06:03 - 01:17:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο για τα παιδικά σου χρόνια; Τι να προσθέσω, δεν θυμάμαι. Βασικά επειδή ήμουν εγώ ανήσυχο νιάτο, μου λένε πολ…η με ρωτούσες εσύ, από μόνος μου ήρθαν και τα είπα έτσι. Και μόνος μου να ήμουν θα τα έλεγε τα ίδια αυτά, χωρίς συνέντευξη, ας το πω έτσι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 13
Το χρέος προς τους γονείς μέχρι το τέλος
01:17:00 - 01:27:27
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κώστα θέλεις να μου μιλήσεις λίγο για τους γονείς σου; Ε βέβαια πώς! Χαρά μου να μιλάω για τους γονείς μου. Οι γονείς μου ήτανε...Βασικά, …νες πόσο και όλα πήγαν καλά. Σε ευχαριστώ. Ε; Σε ευχαριστώ. Δεν θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο; Όχι, όχι. Ξέρω γω τώρα τι να ψάχνω τώρα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα, θέλετε να μου πείτε το όνομά σας;
Βέβαια. Καψιμάνης Κωνσταντίνος του Δημητρίου και της Ελένης.
Είναι Κυριακή 11 Ιουλίου 2021. Είμαι με τον κύριο Κώστα Καψιμάνη, βρισκόμαστε στην Πετρούσα Δράμας. Εγώ ονομάζομαι Κατερίνα Μανούση, είμαι ερευνήτρια στο Ιstorima και ξεκινάμε. Θα ήθελες να μου πεις λίγα πράγματα για τα παιδικά σου χρόνια;
Από κει θα ξεκινήσουμε καλύτερα, γιατί μικρός γεννήθηκα. Λοιπόν, από ό,τι θυμάμαι ήμασταν μία οικογένεια, όπως όλος ο κόσμος τότε φτωχική, αγροτική κατά κάποιο τρόπο. Τρία αδέλφια, οι γονείς μου είχαν κάτι χωράφια και καπνό και τίποτα άλλο, βασικά, καπνό. Είχαμε δύο γαϊδουράκια και μία αγελάδα και ήμασταν μία πενταμελής οικογένεια. Μετά με το χρόνο άρχισε να έρχεται… Υπήρχε, βασικά, τότε υπήρχε και αρκετή… Δεν υπήρχε ευχέρεια, δεν υπήρχε πολύ φαγητό, δεν υπήρχε, ας πούμε, πλούτος. Η ζωή ήταν φτωχή. Και εμείς με στερήσεις, τις οποίες δεν καταλαβαίναμε, γιατί δεν ξέραμε τι θα είναι και ο πλούτος, έτσι βολευόμασταν. Τώρα να είναι καλά ο πατέρας μου, ο οποίος δούλευε σκληρά για να μας φροντίζει, εργάτης κατά παράδοση, και σιγά-σιγά αρχίσαμε να μεγαλώνουμε.
Πότε γεννήθηκες;
Το 1954 15 Οκτωβρίου. Εδώ επάνω. Ναι, τότε δεν πηγαίναν στα νοσοκομεία. Εδώ γεννήθηκα στο χωριό επάνω στο σπίτι. Επάνω μέναμε πρώτα, μετά ήρθαμε εδώ κάτω, όταν πεθάναν-ψοφήσαν τα ζώα μας. Και σιγά-σιγά άρχισε μετά να έρχεται η εξέλιξη στην Ελλάδα, στην Πετρούσα, βασικά γιατί εμείς δεν ξέραμε από Ελλάδα. Εγώ θυμάμαι το χωριό μου όταν δεν είχε ακόμα ηλεκτρικό φως. Όταν στερούμασταν το παραμικρό, δεν είχαμε παπούτσια να φοράμε. Στα καλντερίμια τρώγαμε τα δάχτυλά μας στα καλντερίμια, δεν είχαμε παπούτσια να φοράμε. Και εντάξει πηγαίναμε σχολείο, βασικά, εγώ ήμουν καλός μαθητής αλλά αρκετά τεμπελάκος. Δεν πολυδιάβαζα και ήμουν λίγο ατίθασος, ήμουνα ζωηρός άνθρωπος. Δημιουργούσα πολλές φασαρίες αλλά το δέκα το έπαιρνα κάθε χρόνο. Ώσπου στην πορεία ο πατέρας μου, επειδή το έχει απωθημένο, δεν σπούδασε… Ο παππούς μου ήταν δάσκαλος, το όνομα του οποίου έχω, αλλά δεν δούλεψε πολύ καιρό σαν δάσκαλος, 2-3 μήνες και μετά βαρέθηκε, ξέρω τι συνέβη, μικρός ήμουν δεν θυμάμαι. Και ο πατέρας μου ήθελε να μας στείλει στο σχολείο, στο γυμνάσιο. Πήγα στο γυμνάσιο, τελείωσα το γυμνάσιο συνέχισα στο λύκειο τότε ήταν ενιαίο μαζί πήγαινε. Έχασα μία χρονιά στην 5η Τάξη. Τώρα αν ενδιαφέρει από τι; Έρωτας, βέβαια, τι άλλο! Αλλά χαλάλι για ένα χρόνο για τον έρωτα, τι καλύτερο! Τελικά τελείωσα. Πήγα μετά να δώσω στην Αθήνα εξετάσεις για πανεπιστήμιο. Οικονομικές σχολές ήταν τότε σε ακμή. Δεν προχώρησα, έμεινα δύο χρόνια στην Αθήνα, δούλεψα οικοδομές. Και μετά όταν ήρθε η μεταπολίτευση… Δηλαδή θυμάμαι όταν έγινε το Πολυτεχνείο, ήμουν μέσα στο Πολυτεχνείο, όχι όμως από πεποίθηση, από περιέργεια πήγα να δω τι γίνεται. Πήγα την Παρασκευή το πρωί και το βράδυ, μπήκα μέσα στο Πολυτεχνείο. Φεύγοντας μετά από μία ώρα αρχίζουν τα επεισόδια και λέω ήμουν τυχερός. Δεν ήξερα τίποτα, δεν καταλάβαινα τίποτα, λίγοι καταλαβαίναν. Εκεί είχε κόσμο πάρα πολύ, εντάξει. Τέλος πάντων, δεν έπαθα τίποτα εγώ, δόξα τω Θεώ, αλλά την είχα την εμπειρία. Τότε μόλις ήρθε η μεταπολίτευση, στην Πετρούσα και για να πάω… Μάλλον τότε είχαμε ένα απωθημένο, στο σχολείο δεν μας αφήναν να έχουμε μεγάλα μαλλιά, βέβαια, έπρεπε να ήμασταν ευπρεπείς. Μας κόβαν τα μαλλιά κουρευόμασταν, τρώγαμε αποβολή αν είχαμε μεγάλα μάτια -μάτια ό,τι θέλω λέω- μαλλιά και όταν γύρισα από την Αθήνα ο πατέρας μου λέει…Τότε άρχισε να βγαίνουν οι Τεχνικές Σχολές της Δράμας και όπου είχε μία σχολή δομικών έργων και μου λέει: «Δεν πας εκεί;». Εγώ ήμουν καλός στα μαθηματικά, πάρα πολύ καλός. Και εγώ τώρα για να πω την αλήθεια πήγα εκεί μόνο και μόνο για να μην κόψω τα μαλλιά μου, τόσο δηλαδή… Και πηγαίνοντας να κάνω εγγραφή στο δρόμο λέω: « Ρε γαμώτο, άμα θα μου τα κόψουν τα μαλλιά» λέω. Και μετά κατέληξα στην απόφαση να μην πάω φαντάρος, για να πάω στην τεχνική σχολή και μετά από δύο χρόνια τελείωσα την τεχνική σχολή εργοδηγών δομικών έργων. Το κακό είναι ότι δεν ήξερα γιατί χρησιμεύει αυτό το πτυχίο, δεν μας είπε κανένας τι είναι. Μετά από μερικά χρόνια έμαθα αλλά ήδη εγώ, επειδή, όταν πήγα φαντάρος ως τη τελευταία μέρα δούλευα, για να πάρω τα εισιτήρια να πάω στο Ναύπλιο, εκεί παρουσιάστηκα, στην Κόρινθο – συγνώμη. Και όταν απολύθηκα δεν είχα μία, ο πατέρας μου δεν είχε να μου στέλνει, την άλλη μέρα δουλειά έπιασα στα μάρμαρα, δεν αξιοποίησα καθόλου το πτυχίο μου. Και στην πορεία όμως δημιούργησα καλή δουλειά, άρχισα να δουλεύω πάρα πολύ καλά. Θεωρείται, θεωρούμε ότι ήμουν καλός στη δουλειά μου, ήμουν προσεκτικός είχα αυτή την ικανότητα. Έκανα ένα συνεργείο με κάτι συναδέλφους. Όλα πήγαιναν καλά.
Ενότητα 2
Η πολιτιστική ανάπτυξη της Πετρούσας, ο χορός και το βραβείο στην εκπομπή «Να η Ευκαιρία»
00:06:00 - 00:10:51
Και τότε στην Πετρούσα υπήρχε -όχι μόνο στην Πετρούσα, σε όλη την Ελλάδα- άρχισε να δημιουργείται η πολιτιστική επανάσταση, τότε με τους συλλόγους τους πολιτιστικούς. Και εδώ στην Πετρούσα το 1976 θυμάμαι, δεν είχα απολυθεί ακόμα από το στρατό, δημιουργήθηκε, αρχίσαν δηλαδή μετά το ‘74-‘76 να δημιουργούνται σύλλογοι, πολιτιστικοί σύλλογοι στα χωριά και εδώ στην Πετρούσα, από ό,τι λένε από μια ιδέα από τη Γερμανία που ήρθε, άρχισε να ευδοκιμεί. Κάναν το σύλλογο και εγώ ήμουνα μετά πήγα φαντάρος. Και όταν ερχόμουνα κάπου κάπου στο χώρο εκεί που ήταν η Βασιλική Πρόνοια, ένα ωραίο κτίριο, γινότανε τέτοιο, όχι εκδηλώσεις, πρόβες χορού, παραδοσιακών χορών. Και πηγαίναμε σε ένα χωριό στη Χωριστή, που ακόμα γίνεται και έχει μία παραδοσιακή γιορτή τη Μεγάλη Δευτέρα και συμμετείχαμε σαν καρναβάλι με ένα άρμα, το οποίο και βραβευόταν, όταν έβγαινε πρώτο και τέτοια. Και εγώ είχα μία έτσι διάθεση, όταν είδα το χορό -δεν ξέρω πώς ξεκίνησε- μου ήρθε η επιθυμία να ανακατευτώ στο χορό και άρχισα να μιλάω λέω: «Εσύ πας λίγο γλήγορα, εσύ πας λίγο αργά, εσύ το βήμα σου δεν ταιριάζει έτσι, η κίνησή σου είναι αλλιώτικη». Και χωρίς να καταλάβω άρχισαν να με ακούνε και βρέθηκα να κάνω το δάσκαλο. Δεν ήξερα ούτε τους χορούς αλλά έγινα δάσκαλος υποθετικά. Με βάλανε, «Έλα -λέει- να μας κατευθύνεις». Παρεμπιπτόντως δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τη λύρα που είναι ντόπια εδώ, ποιος χορός είναι αυτός με τον άλλον. Λέω: «Πώς τα ξεχωρίζουν;» όλα ίδια μου φαινόταν! Και εντάξει είναι εκεί άρχισαν να τα πάνε καλά, αποδείχτηκε ότι προχωρούσαν τα τμήματα άρχισε, να μαζεύεται κόσμος από τα παιδιά. Όλα τα παιδιά τότε είχαν μία τάση, επειδή δεν είχαν άλλα ενδιαφέροντα πράγματα που έχουν σήμερα και δεν ξέρω πόσο χρήσιμο είναι αυτά τα κινητά και τέτοια, τέλος πάντων. Ας τα κρίνουν άλλοι. Όλα τα παιδιά το όνειρό τους ήταν να τελειώσουν από το σχολείο, να έρθουν. Γιατί εγώ δεν έπαιρνα πολύ μικρά, έπαιρνα παιδιά τα οποία δεν θα σπάζαν τουλάχιστον τα πόδια τους, θα μπορούσαν να χορεύουν. Και έπρεπε να είναι μετά την τρίτη τάξη, τετάρτη, που μπορούσαν να ακούνε. Και όλα τα παιδιά είχαν αγωνία πότε θα ‘ρθουν στο Σύλλογο, όλα τα παιδιά περνούσαν από το Σύλλογο. Και αυτό ήταν πολύ καλό, κάναμε κάτι χορευτικά. Πήγαμε το ‘81 στη «Να η Ευκαιρία», πήραμε το πρώτο βραβείο μιας χρονιάς ολόκληρης.
Θέλεις να μας πεις λίγα παραπάνω πράγματα για αυτό;
Υπήρχε μια εκπομπή «Να η Ευκαιρία», στην οποία η επιτροπή που έκρινε ήταν ο Κατσαρός ο Γιώργος, ο Παπαδόπουλος- πώς λέγεται- ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, η Ντάριο, η Σώκου και ο Γρηγορίου, ο σκηνοθέτης. Αυτοί ήταν η επιτροπή, οι οποίοι βαθμολογούσαν τα χορευτικά, τότε ήταν με βαθμολογία. Και εμείς πήγαμε, όταν χορέψαμε, πήγαμε με κάτι χορούς παραδοσιακούς εδώ της Πετρούσας και με τα τοπικά μας όργανα και πήραμε 5 δεκάρια, άριστα δηλαδή. Όλα μετά από ένα χρόνο, αυτή… τα χορευτικά είτε… ήταν «Να η Ευκαιρία», ό,τι είχε ο καθένας μπορούσε να παρουσιάσει, τραγούδι, χορό οτιδήποτε. Όλα τα αριστεύσαντα πηγαίναν πάλι σε μία έκτακτη εκπομπή και εκεί δινόταν το βραβείο το τελικά το πρώτο της χρονιάς. Και εκεί πήραμε πάλι το πρώτο βραβείο, ήταν ένα χρηματικό έπαθλο, όχι πολύ μεγάλο αλλά εντάξει ήταν όμως έπαθλο, τι να κάνουμε. Αυτό μας άρεσε πάρα πολύ γιατί, εντάξει, από το να μην κάνεις τίποτα, όλη μέρα να κάθεσαι στα καφενεία και[00:10:00] να πας να παίρνεις και ένα βραβείο και τα παιδιά άρχισαν να χαίρονται και άρχισε να ανεβαίνει πάλι η όρεξη. Προχωρούσαμε πάρα πολύ καλά μπορώ να πω. Μετά πήγαμε στην Γερμανία χορέψαμε στους εκεί τους εργαζόμενους, στους δικούς μας, τους πατριώτες. Πήγαμε στην Ολλανδία σε ένα τμήμα. Πήγαμε στην Αθήνα πάλι σε μια χοροεσπερίδα των χωριανών και είχαμε καλές δραστηριότητες. Αρκετά χρόνια ασχολήθηκα με αυτό, γύρω στα 15 χρόνια, τόσο. Και κάποτε όλα έχουν ένα τέλος. Οπότε έκρινα ότι πρέπει να σταματήσω πια, γιατί και κουράστηκα αλλά και πίστευα ότι δεν μπορώ με αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούσαμε άλλο να προχωρήσουμε να ανέβουμε και σταμάτησα. Και συνέχισα τη δουλειά μου.
Μετά άρχισα…Επειδή τότε ένα πρωινό -θυμάμαι- που ξύπνησα λέω: « Πω πω ρε παιδί μου, τώρα δηλαδή εγώ ακόμα 30 χρόνια θα ξυπνάω έτσι πρωί και θα δουλεύω στα μάρμαρα;» και λέω: « Άντε κι όταν σταματήσω τα μάρμαρα, τι θα κάνω;». Εγώ, βασικά, πρέπει να πω ότι είμαι πολυέξοδος, ό,τι έβγαζα τα έτρωγα, δεν είχα ποτέ απόθεμα. Και ακόμα δεν έχω, δεν μου αρέσει να έχω απόθεμα.
Δεν σου αρέσει;
Όχι δεν θέλω να έχω απόθεμα. Τι να το κάνω; Θα έχω για κάτι απαραίτητα. Δεν θέλω να έχω λεφτά. Τι να τα κάνω, για ποιον; Έχω τρεις γάτες, συζώ με τρεις γάτες, τις οποίες τις ταΐζω και εντάξει μου φτάνουν. Παραπέρα δεν θέλω άλλα λεφτά. Και βασικά, η δουλειά μου πήγαινε πάρα πολύ καλά, είχε τότε, η ανοικοδόμηση ήταν στο φόρτε της. Δουλεύαμε αρκετά, ήταν καλό επάγγελμα τα μάρμαρα για τα πλακάκια. Και μετά άρχισα, αφού σκέφτηκα αυτό το πράγμα, λέω: «Τι μπορώ να κάνω για να έχω για μετά κάτι να ασχολούμαι;» και μου ήρθε μια ιδέα! Λέω έχω ένα χωράφι, ο πατέρας μου βασικά, ένα χωράφι στον κάμπο εκεί. Ένα τεμάχιο 12 χιλιόμετρα. Τον λέω τον πατέρα μου: «Μπαμπά -λέω- αν χρειαστεί…». Μάλλον ρώτησα κάποιον, ήθελα να κάνω θερμοκήπια αλλά το είπα σε κάποιον, ο οποίος ήταν ένας παραγωγός φρούτων από την Άρτα και μου λέει: «Γιατί δεν βάζεις καρποφόρα δέντρα;» και με επηρέασε και λέω τώρα…ρωτάω τον πατέρα μου, λέω: «Μπαμπά αν θα κάνω αυτό το πράγμα, θα μου δώσει το χωράφι στο όνομά μου, θα το γράψεις; Αν χρειαστεί» του λέω, μου λέει αρχικά: «Όχι- λέει- πρώτα παντρέψου και μετά». Φοβόταν ο άνθρωπος και με το δίκιο του και δεν μίλησα. Μετά ήρθε και μου λέει: «Εντάξει -λέει- αν θες να το κάνεις, κάντο». Και έβαλα 600 δέντρα, 620 ροδάκινα, κεράσια και νεκταρίνια και μήλα. Και μία δουλειά η οποία είναι πολύ αποδοτική, αν ασχοληθείς μόνο με αυτή. Εγώ είχα και τα μάρμαρα, είχα και αυτή. Μετά το τέλος των μαρμάρων το απόγευμα πήγαινα εκεί και μπορώ να πω ότι μου έκανε καλό. Είχα σαν…ψυχοθεραπεία μου ήταν. Θυμάμαι ότι αφότου έβαλα τα δέντρα δεν ξέρω τι θα πει πονοκέφαλος, σταμάτησε να με πονάει το κεφάλι! Βέβαια! Ποτέ, παλιά με πονούσε συνέχεια. Αφού συνέχισα τώρα να έχω και τα φρούτα… Εμείς εδώ στην στο χωριό μας έχουμε την τιμή να έχουμε ανθρώπους μεμονωμένους, με ικανότητες όμως. Ας πούμε έχουμε, τον συγχωρεμένο είχαμε τον κύριο Κουγιουμτζή Άγγελο, ο οποίος ήταν επώνυμος ζωγράφος. Είχαμε βγάλει 2-3 ταλέντα στον αθλητισμό. Έχουμε τον κύριο Πέτρο Μακεδόνα, ο οποίος είναι συγγραφέας και έχει γράψει το έργο «Ο Αστραπόγιαννος», από κει σε εκείνο είναι, το σενάριο είναι του Πέτρου Μακεδόνα. Αυτός είναι συγχωριανός μας, ο οποίος έμενε στην Αθήνα. Κάποια στιγμή εδώ στην Πετρούσα δημιουργήθηκε ένα θέατρο υπαίθριο σε ένα λάκκο μέσα και αφού λειτουργούσε σαν φεστιβάλ ερχόταν χορευτικά, ερχότανε θέατρα από έξω, ερχότανε καλλιτέχνες επώνυμοι και πάρα πολλοί, λίγοι δεν πέρασαν από δω! Ο κύριος Μακεδόνας αποφάσισε να κάνει θεατρική ομάδα. Το πρώτο έργο, που ανέβασε, ήταν η «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Εγώ δεν ξέρω πού ήμουνα ή δεν κατάλαβα τι γινόταν, τέλος πάντων. Μόλις τελείωσε αυτή η χρονιά, εγώ δεν ξέρω γιατί, είμαι προσπαθώντας να συμμετάσχω, όχι τίποτα άλλο, δεν ήξερα αν είχα ικανότητα να ασχοληθώ με θέατρο. Πήγα και του είπα: «Κύριε Πέτρο -λέω- αν νομίζετε ότι κάποια στιγμή χρειάζεται μία βοήθεια οτιδήποτε, οτιδήποτε είμαι στη διάθεση του τμήματος». Και αργότερα ήθελε να κάνει ένα άλλο έργο, τη «Σκλάβα» του Περεσιάδη και έψαχνε έναν αγροφύλακα και έψαχνε εδώ, ρώτησε έναν ρώτησε άλλο, κανένας δεν δεχόταν. Αυτός τα λέει, αυτός τα λέει αυτά. Ξαφνικά του έρχεται λέει: «Εκείνος -λέει- ο χοντρός». Εγώ είμαι και χοντρός αρκετά, αν με βλέπετε και καλά! Λέει: «Βασικά στο μυαλό μου ήταν ο αγροφύλακας πρέπει να είναι αδύνατος». Ήθελε έναν αγροφύλακα αλλά μετά λέει: «Γιατί και άμα είναι χοντρός τι πειράζει» και λέει: «Πέστε εκείνον» το όνομά μου είπε και λέει: «Πέστε του να έρθει να τον δω». Εμένα μου είπανε κάποια στιγμή να πάω εκεί, την άλλη μέρα μου είπε να πάω. Έρχεται του λέω: «Κύριε Πέτρο με ζητήσατε;», μου λέει: «Ποιος είσαι εσύ;», λέω: «Αυτός που με ζητήσατε κάτι». Λέει: «Κοίταξε, θέλω να κάνω -λέει- να σε δοκιμάσω στο θέατρο -λέει- πες μου τη φράση: Πού ‘σαι ρε νεροζούμι;». Λέω: «Πού ‘σαι ρε νεροζούμι;», «Εγκρίνεσαι» μου λέει και με έβαλε στο θέατρο, να παίζω θέατρο. Η πρώτη εμπειρία που είχα από το βίντεο που είδα, στις πρόβες που έκανα, κατάλαβα ότι δεν καταλαβαίνω ούτε μία λέξη από αυτά που έλεγα. Ήμουν πολύ βαρύς στη γλώσσα μου, ήταν σκοτωμένη. Τώρα δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε τι λέω, τότε δεν μπορούσα ούτε εγώ να καταλάβω τι έλεγα! Μιλούσα πολύ γρήγορα, μιλούσα πολύ…δεν μιλούσα καθαρά και ασχολήθηκα τότε με εκείνο το θέατρο. Παίξαμε τη «Σκλάβα» του Περεσιάδη, ήταν εντυπωσιακό το έργο. Μετά παίξαμε ένα άλλο, την «Αντιγόνη», τον «Πλούτο». Ο ίδιος μάλιστα μου είπε ότι: «Γράφοντας έχω μπροστά μου εσένα και γράφω πάνω σε σένα -λέει- κωμικά». Έπαιζα εγώ κωμικό ρόλο. Και προχώρησαν 5-6 και άρχισε να μου αρέσει το θέατρο. Συμπωματικά, η Δράμα έχει πολλές ομάδες θεατρικές. Υπήρχε μια που, κατά τη γνώμη μου, μετά κατάλαβα ότι είναι από τις καλύτερες θεατρικές ομάδες, του Συλλόγου των Γραμμάτων και των Τεχνών της Δράμας. Εκεί ήταν σκηνοθέτης ο κύριος Καδόγλου. Αυτός ήρθε κάποια μέρα εδώ και μας είδε στο θέατρο. Είδε εμένα και μου λέει, μάλλον εγώ πήγα μετά, έμαθα ότι, δεν έμαθα όχι λάθος, έμαθα ότι παίζει αυτή η ομάδα ένα έργο στη Δράμα και πήγα να το δω. Και τελειώνοντας με εντυπωσίασε, μπορώ να πω έτσι αισθάνθηκα και άβολα λέω άλλοι κάνουν πολύ καλύτερα θέατρα από μας. Και πάω να τους συγχαρώ στο τέλος και μόλις τον βλέπω του λέω: «Συγχαρητήρια κύριε σκηνοθέτα» και μετά μου λέει: «Εγώ πρέπει να σας δώσω συγχαρητήρια -λέει- ήρθα και σας είδα στο θέατρο. Είστε πολύ καλός, μου αρέσατε πάρα πολύ. Θέλω να συνεργαστούμε κάποτε». Λέω: «Αν νομίζετε ότι κάνω -λέω- δεν έχω καμία αντίρρηση. Εμένα μου αρέσει το θέατρο». Εγώ βασικά θέατρο έπαιζα, γιατί είναι μεγάλη υπόθεση να μπορείς να προσφέρεις σε κάποιον που θέλει να γελάσει, να κλάψει, να κάνει από όλα. Και αυτό γινότανε με το θέατρο σε μας. Κάποτε μου έδωσε ένα σενάριο, μου λέει θα κάνουμε αυτό, το κάναμε πήγε πολύ καλά. Άρχισα να παίζω στον σύλλογο αυτό, μετά φαίνεται άρχισα να αρέσω στον κόσμο, γιατί ο κόσμος έχει κριτήριο αλάνθαστο, όπως και να το κάνουμε. Και άρχισα να παίζω και σε άλλες ομάδες, αλλά βασικά και σε αυτό το θέατρο. Πιστεύω ότι το θέατρο είναι κάτι το οποίο, δεν ξέρω, εγώ έχω και είχα την τάση πάντα ότι έκανα να το κάνω με πάθος και η δουλειά μου ήταν παθιασμένη και ο χορός ήταν με πάθος και τα δέντρα με πάθος τα δούλευα και τα μάρμαρα και το θέατρο. Παρεμπιπτόντως πρέπει να πω μετά ασχολήθηκα με τη μουσική, πήρα ένα ακορντεόν παλιό και άρχισα να μαθαίνω μουσική. Και όταν αποφάσισα να το πετάξω, επειδή δεν καταλάβαινα τίποτα, κατά λάθος έκανα τα κάλαντα. Πάτησα έτσι και βγήκαν τα κάλαντα. Και άρχισα σιγά-σιγά να το ψάχνω, ερασιτεχνικά. Τελικά έμαθα να παίζω μερικά τραγούδια για παρέες, βασικά, για όσους έπιναν λίγο ήμουν χρήσιμος! Δεν μπορούσα να παίζω επαγγελματικά, γιατί δεν ήξερα από νότες. Κάποτε πήγα να επιχειρήσω να μάθω, δεν είχα διάθεση, ήθελα να παίζω πιο πολύ για μένα και συνεχίζω να παίζω τώρα έτσι ερασιτεχνικά. Αλλά με μανία αυτό το πράγμα δηλαδή με σημάδευε σε ό,τι έκανα πάντα. Και φτάσαμε τώρα σε μία ηλικία συνταξιούχος. Τώρα είμαι 7 χρόνια συνταξιούχος είμαι 60.
Πρέπει να αναφέρω και κάτι άλλο το οποίο βοηθάει την…ξεκινάει από το χαρακτήρα μου. Πάντα ήμουν ανήσυχος. Δηλαδή δεν ικανοποιούμουν με ό,τι έβλεπα, ήθελα κάτι παλιό, κάτι. Και πώς μου ήρθε κάποτε η ιδέα, όταν δούλευα και είχα λεφτά αρκετά και δεν ήξερα τι να τα κάνω. Λέω: «Δεν πάω καμιά εκδρομή. Πρώτη φορά πήγα στην Ισπανία εφτά μέρες, μετά άρχισα να πηγαίνω κάθε χρόνο στο εξωτερικό. Στην Ασία, πήγα στην Ταϊλάνδη πήγα, στο Μπαλί πήγα, στη Σιγκαπούρη, στην Ινδία, στην Περσία,[00:20:00] σε όλα. Πήγα στη Μόσχα, πήγα στην Ολλανδία, πήγα στην Ιταλία, στη Βιέννη. Κάτω εκεί στην Αφρική στους μελαμψούς και στους μη μελαμψούς, γιατί η Τυνησία έχει μελαμψούς και μη μελαμψούς, το Μαρόκο. Και τώρα άρχισε να μου αρέσει και η Ελλάδα, πάω στην Ελλάδα πολύ. Στη Γερμανία πάω αρκετές φορές και μου αρέσει πάρα πολύ το ταξίδι. Θέλω να ταξιδεύω, να μπαίνω σε ένα αυτοκίνητο και να πηγαίνω, να πηγαίνω, να πηγαίνω και να έρχομαι πίσω, γιατί άμα δεν έρθω βρώμα η δουλειά -καταλάβατε- πρέπει να γυρίζουμε πίσω.
Και τώρα αφότου συγχωρεθείκαν γονείς μου… Εγώ μένω εδώ στο σπίτι μόνος μου, αισθάνομαι πολύ όμορφα, αυτή η μοναξιά μου αρέσει. Θεωρώ είναι λίγο… και ασχολούμαι τώρα με το θέατρο πάλι, στη Δράμα όμως, και γιατί πιστεύω ότι αξίζει να δίνεις κάτι στον κόσμο, όταν το ζητάει, τουλάχιστον όταν το χρειάζεται. Δεν θα έλεγα ότι τώρα η πανδημία ότι έχει κάνει τον κόσμο να θέλει αυτά τα πράγματα, αυτά τα ήθελε πάντα ο κόσμος. Είναι κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι θέλουν να πάνε να βλέπουν κάτι, να εισπράττουν στεναχώρια, χαρά και τέτοια και τους γεμίζει. Και για αυτούς τους ανθρώπους αξίζει να προσφέρεις και αυτό κατάλαβα. Τώρα μάλιστα που κάνουμε έναν «Επικήδειο» του Καμπανέλλη με τον σύλλογο της Δράμας, τον Σύλλογο Γραμμάτων και Τεχνών με σκηνοθέτη τον κύριο Καδόγλου, με μία ομάδα εδώ την εθελοντική ομάδα της Πετρούσας, η γνώμη μου ήταν και είναι ακόμα, ότι θα κάνουμε όλες τις παραστάσεις δωρεάν και θα φέρει ο καθένας ό,τι θέλεις, ό,τι προτιμάει. Δηλαδή θα συνεισφέρει είτε τρόφιμα είτε χρήματα, τα οποία θα δίνονται ή σε ομάδες που έχουν ανάγκη και τέτοια. Και αυτή η ιδέα άρχισε να μου αρέσει, πιστεύω θα τη συνεχίσω όσο μπορώ.
Εσύ τι εισπράττεις από το θέατρο; Τι έχεις πάρει από το θέατρο;
Κάποτε πίστευα ότι το να παίρνεις είναι ικανοποίηση. Μετά από κάποιο διάστημα κατάλαβα ότι αυτό που εισπράττεις, επειδή δίνεις, δεν περιγράφεται αλλά πρώτα θα δώσεις. Είναι μεγάλη ευχαρίστηση να δίνεις στον κόσμο είτε χαρά είτε οτιδήποτε συναίσθημα δίνεις και έστω μία καλή κουβέντα, οτιδήποτε. Και μετά παίρνει μια ικανοποίηση, η οποία είναι πολύ μεγάλη. Δεν έχει καμία σχέση με υλική ικανοποίηση, είναι ψυχική, δηλαδή βλέπεις ότι αυτός ο άνθρωπος χαίρεται με αυτό που εισπράττει του το δίνεις απλόχερα και σου δίνει αυτή τη χαρά. Χαίρεσαι! Η χαρά που παίρνεις, επειδή προσφέρεις σε κάποιον είναι απερίγραπτη. Ευχαρίστηση παίρνεις, μεγάλη ικανοποίηση! Εγώ όταν βλέπω μερικά… κάποιους ανθρώπους που έρχονται, μοναχικούς ανθρώπους, γιατί βλέπω έρχονται κάποιοι σε μεγάλη ηλικία μοναχικοί, παρέες 2-3 παππούδες, 2-3 γιαγιάδες και τους βλέπεις αισθάνονται πανέμορφα. Και σου μιλάνε με τα καλύτερα λόγια και λες χαλάλι, άντε! Κάποια γιαγιά μου είχε πει κάποτε -γιαγιά λέω, πολύ πιο μεγάλη από μένα- λέει: «Κύριε Κώστα, σας παρακαλώ να μην σταματήσετε ποτέ, αυτό που μας προσφέρετε είναι απερίγραπτο -λέει- η Δράμα σας λατρεύει» λέει και μου έκανε πολύ εντύπωση και συγκινήθηκα και λέω αφού μπορείς να προσφέρεις κάτι, γιατί να μην προσφέρεις και ανταποδοτικά παίρνεις και εσύ. Δεν είναι ότι μόνο προσφέρεις και παίρνεις ικανοποίηση. Είναι το θέατρο μεγάλη υπόθεση!
Όπως και η παράδοση. Εμείς στην Πετρούσα εδώ έχουμε παραδοσιακή λύρα αρχαία που λένε, μακεδονική και χορούς μακεδονικούς, τους οποίους τους διατηρεί ο Σύλλογος με τους οργανοπαίχτες του χωριού. Και είναι πολύ καλό αυτό το πράγμα, γιατί η νεολαία τώρα τελευταία -εντάξει έχει κάνα 2 χρόνια με τον κορονοϊό έχει ξεφτίσει αυτό το πράγμα- αλλά έχει αγαπήσει την παράδοση η νεολαία. Έχουμε μία τοπική γιορτή, που γίνεται εδώ κάθε Αη Γιαννιού, το Μπάμπιντεν που λέγεται, η γιορτή της γιαγιάς ή μπάμπως. Μπάμπω είναι, παλιά λέγανε την μαμή. Και εμείς λέμε ότι είναι η γιορτή της μπάμπως, τώρα σημαίνει γιαγιά, σημαίνει μαμή και τις δύο έννοιες έχει. Και είναι μία μέρα ξεγνοιασιάς. 2-3 μέρες είναι η γιορτή, δεν είναι μία μέρα. Και συμμετέχουν όλοι στη γιορτή με χορό, τραγούδι, με ποτό αρκετό, φαγητό από όλα. Και εκεί μαζεύονται όλοι οι χωριανοί και από έξω έρχονται, είναι παραδοσιακά καλή γιορτή και αναφέρεται στα δρώμενα που κάναμε παλιά εδώ. Πολλές φορές κάνουμε αναπαράσταση γάμων παλιών, κάνουμε αναπαράσταση πώς κάναν το σιτάρι, πώς αλωνίζαν το σιτάρι με τις δικράνες και αυτά που λέμε, με τα ζώα και τον αέρα. Και φροντίζουν οι άνθρωποι, ας πούμε, και έστω και το απλό αυτό εδώ πώς κάνουν το Κουρμπάνι, το βραστό που δίνουν στον κόσμο για να φάει και αυτό είναι ένα παραδοσιακό έθιμο που κρατάει αναντάμ παπαντάμ. Βασικά έχουμε και την καμήλα που είναι ένα μέσον το οποίο -εμείς δεν τα ξέραμε αλλά από ό,τι μας λένε- ήταν ένα τρόπος για να μεταφέρουν τα μυστικά τότε επί Τουρκοκρατίας, όσοι κάναν αντίσταση, όσοι θέλαν να κάνουν κάτι. Μέσα στην καμήλα υπήρχαν, μια πλαστική καμήλα, υπήρχαν δύο άνθρωποι, οι οποίοι κάναν τη καμήλα και αυτοί οι άνθρωποι μεταφέραν τα μυστικά, τις συμβουλές και όλα τέτοια αυτά για να κάνουν τη αντίστασή τους και οτιδήποτε. Ήταν κάπως σαν τηλέγραφος, όπως τα λένε. Βασικά είμαι…μου έρχεται στο μυαλό τώρα έτσι που το σκέφτομαι πολλές φορές ότι όταν ήμασταν μικρά ακόμα, ήμασταν σε εκείνη την εποχή που ακόμα υπήρχε φτώχεια στην Ελλάδα. Δηλαδή δεν είχε δουλειές, δεν είχε… η οικοδομή δεν ήταν αναπτυσσόμενη. Ο κάμπος μας εδώ δεν καλλιεργιόταν, δεν καλλιεργόταν. Υπήρχε μια…το καπνό μόνο, το καπνό, το οποίο δεν έπιανε και πολλά και τότε ήταν με πενιχρά μέσα με τα ζώα πηγαίναμε, κουβαλούσαμε, τι να σου κάνει. Αλλά είχαμε τότε, όπως λένε τα έχετε παραδοσιακά, είχαμε ένα ζώο στη γειτονιά ένα γουρούνι, ένα… Άλλοι το είχαν στο σπίτι τους ένα γουρούνι, μια αγελάδα και γινόταν όλες οι δουλειές με αυτά. Εγώ θυμάμαι πάντως, όταν ακόμα δεν έχει το ηλεκτρικό ρεύμα στην Πετρούσα, το θυμάμαι έντονα, ήμουν μικρός. Αν και θυμάμαι ένα περιστατικό το οποίο δεν μπορώ να πιστέψω. Ήμουν 6,5 χρονών, γιατί αυτό το περιστατικό συνέβη τον Φεβρουάριο του ’61. Εγώ είμαι γεννημένος τον Οκτώβριο του ’54, δηλαδή ήμουν 6,5 χρόνων. Θυμάμαι εδώ στη γειτονιά γινόταν ένας γάμος, οι γάμοι τότε γινόταν παραδοσιακά, δεν είχε τα γλέντια στα μαγαζιά και τέτοια. Την παραμονή γλεντούσε ο κόσμος στο σπίτι του γαμπρού, η νύφη στο σπίτι τους και αντάμωναν το βράδυ και την άλλη μέρα παντρευόταν. Στο σπίτι που γινόταν το γλέντι προσφέραν στον κόσμο ένα έτσι ελάχιστο μεζεδάκι και ας πούμε το βασικό που ήταν κάτι κεφτεδάκια μικρά -σαν τι να πω- σαν μπίλιες, λίγο τυρί, λίγο σαλάμι, λίγο ελιά και ψωμάκι, τσίπουρο ή ούζο, ούζο τότε. Εγώ θυμάμαι, γιατί θέλω να πω ότι υπήρχε τότε πολλή φτώχεια, από πείνα πηγαίναμε στους γάμους και τσιμπούσαμε στα κρυφά, πίσω από τον κόσμο από το τραπέζι, κλέφτικα, να πάρουμε μία μπουκιά, να φάμε. Και θυμάμαι τότε όμως ήταν κάποια παρέα « Όχι, δεν θα πάρετε, αν δε πιείτε και ούζο» και θυμάμαι ότι, για να πάρουμε το μεζέ πίναμε και ούζο, και πρέπει να πω ότι θυμάμαι έντονα ότι είχα μεθύσει. Ήταν η πρώτη σούρα που έκανα στα 6,5. Και μου έχει μείνει, γιατί θυμάμαι έντονα μου την είπε κάποιος άλλος, που θυμάται. Μου είπε ο ίδιος ο γαμπρός, ότι θυμάται στο γάμο τότε εγώ μέθυσα. Και ο λόγος ήταν αυτά τα κεφτεδάκια και η ελιά και το σαλάμι, δεν ήταν επειδή είχα χαρά, παιδί 6,5 χρονών ήμουνα. Αλλά ήμουν αρκετά ατίθασος, μπορώ να πω ήμουνα… Εδώ είναι πολλές γυναίκες ακόμη μου λένε: «Κώστα, όταν ήσουν παιδί -λέει- σε βλέπαμε και αλλάζαμε δρόμο» λέει, γιατί κουβαλούσα συνέχεια μαζί μου πέτρες και πετούσα, έσπαγα κεφαλιά. Και φυσικά μου ‘σπάζαν και το κεφάλι όλοι. Βέβαια! Αλλά κάποια στιγμή άρχισα να αλλάζω ρότα, δεν ξέρω τι, ο άνθρωπος έχει μεταβατικά στάδια. Αν και πιστεύω ότι ο άνθρωπος, όταν είναι ζωηρός μικρός, φρονιμεύει μεγάλος και το αντίθετο. Γιατί αυτά που είναι κάποια, ας πούμε, μερικά παιδάκια μικρά βλέπεις φοβισμένα τέτοια και βλέπεις, όταν μεγαλώσουν και βγουν στην κοινωνία αρχίζουν και γίνονται ατίθασα. Αυτό έχω καταλάβει, μπορεί να κάνω λάθος, δεν ξέρω. Πάντως εγώ θεωρώ ότι μετά μπήκα σε ένα λούκι μόνος μου, βλέποντας τα πράγματα άρχισα να σέβομαι, άρχισα όσο μπορώ να προσφέρω, αν προσφέρω, αν υποτίθεται ότι προσφέρω. Εντάξει και αισθάνομαι πολύ ωραία. Φροντίζω να βγάζω τα χρήματα που μου χρειάζομαι από τη δουλειά μου, δεν[00:30:00] υποχρεώνομαι πουθενά… τα πιο πολλά τα είπα νομίζω.
Μπορούμε να πούμε κάτι άλλο; Θες να ρωτήσεις κάτι; Ρώτησε, δεν έχω αντίρρηση.
Θα ήθελες να γυρίσουμε λίγο στα χρόνια της Αθήνας;
Ναι
Πώς ήταν οι συνθήκες εκεί; Ήταν δύσκολες;
Εγώ στην Αθήνα όταν πήγα, πήγα βασικά για να σπουδάσω. Α τότε ήταν η μόδα ότι πηγαίνουμε στη Σιβιτανίδειο και Οικονομικές Επιστήμες. Κάθε φουρνιά βγάζουν τα δικά τους πανεπιστήμια. Τότε ήταν Οικονομικές Επιστήμες, ανθούσαν και εγώ πήγα να γίνω οικονομολόγος. Αλλά δεν είχα χρήματα, πήρα το εισιτήριο μόνο και πήγα εκεί και μάλιστα θυμάμαι ότι έπιασα δουλειά την άλλη μέρα. Και πήγα σε μια δουλειά και κουβαλούσα με τον τενεκέ λάσπη και στο μάτι μου μπήκε ασβέστης. Θυμάμαι την πρώτη μέρα πρήστηκε το μάτι μου, φούσκωσε από τον ασβέστη αλλά τι να κάνω δούλευα, πήγαινα δούλευα. Μετά άρχισα να πηγαίνω εκεί να δουλεύω μόνος μου, πήγα και σε κάποιους μαρμαράδες και εκεί στην αρχή με βάζανε να δουλεύω, να κουβαλάω λάσπη, όπως είναι εργάτης. Και ανέβαινα στον 8ο όροφο με τενεκέ γεμάτο λάσπη. Δεν υπήρχαν τα ασανσέρ τότε, τα γερανάκια αυτά λίγοι είχανε και πιο πολύ κουβαλούσαν οι εργάτες. Και μάλιστα δούλευα θυμάμαι, ναι, ναι, ναι τώρα το θυμάμαι. Δούλευα σε μία οικοδομή, έφυγα από τη δουλειά, γιατί δεν μου δίναν πολλά και πήγα σε μία άλλη. Εκεί ήτανε, κάναν σοβά. Είχαν έναν εργάτη, ο οποίος πήγαινε μία ώρα πιο μπροστά από όλους τους εργαζομένους τους άλλους και ετοίμαζε όλη την ημέρα λάσπη. Όλη την ημέρα με την μπετονιέρα, δεν σταματούσε καθόλου. Και εγώ αυτή τη λάσπη την ανέβαζα με τον γερανό και αυτή την διοχέτευα σε όλους τους εργάτες, θυμάμαι. Και επειδή ήμουν τότε τσαπατσούλης, όπως πάντα, θυμάμαι ότι τα χέρια μου γέμισαν πληγές από τον ασβέστη και κάηκαν όλα και δούλευα. Είχα σελοτέιπ τέτοια, όχι λευκοπλάστ, τα έβαλα και δούλευα. Και θυμάμαι είχα απελπιστεί τότε, λέω. Και πήγαινα φροντιστήριο, δούλευα κι ήθελα να σπουδάσω. Κάτι το οποίο δεν προχώρησε, λογικό ήταν αλλά έμεινα δύο χρόνια μετά στην Αθήνα και εκεί άρχισα να ασχολούμαι με τα μάρμαρα. Αφού βαρέθηκα με αυτά που δούλευα εκεί σαν εργάτης, πάω μία μέρα στο Μοναστηράκι παίρνω κάτι εργαλεία. Και λέω, πάω σε μία οικοδομή, ήταν –να’ ναι καλά- ένα παιδάκι από την Άρτα, θυμάμαι. Λέω: «Ρε μάστορα, θέλω να δουλέψω μαρμαράς», μου λέει: «Τι δουλειά κάνεις, τι είσαι;» λέει, «Μάστορας» λέω. Δεν είχα ιδέα! Τίποτα! Και το παιδί -να ‘ναι καλά- με βοήθησε όμως, γιατί κατάλαβε ότι δεν ήξερα. Αλλά μου έλεγε κάνε αυτό, κάνε εκείνο και έμαθα. Και μόνος μου μετά άρχισα να σκέφτομαι και να κάνω και άρχισα να μαθαίνω αυτή τη δουλειά. Πάντως ήταν καλή εμπειρία η Αθήνα, γιατί στα 17 μου χρόνια πού να πας να δουλέψεις; Στα 17 χρόνια; Λάσπη. Πώς λένε τώρα τα παιδιά πήγαινε να δουλέψεις 17 χρονών, δεν πάνε. Δεν τα στέλνουν οι γονείς, βασικά. Έτσι τότε εμείς είχαμε…Αφού δεν είχανε οι γονείς. Εγώ θυμάμαι στον πατέρα μου τον έλεγα: «Να μου δώσεις 1 δραχμή», «Δωσ’ μου 2 -λέει- να σου δώσω 1». Παπούτσια δεν είχα, γιατί, αν τα έπαιρνα, σε μια εβδομάδα τα χαλούσα, δεν ξέρω γιατί. Ήμουνα λίγο…τρέχαμε τότε, κάναμε. Συνήθως ήμασταν ξυπόλητοι. Και αφού είχε καλντερίμια στο χωριό, σπάζαμε τα χοντρά τα νύχια, τα μεγάλα, μπαμ κάτω. Συνέχεια, συνέχεια τα πόδια μου ήταν συνέχεια πληγωμένα, τα δάχτυλα τα μεγάλα. Αλλά εντάξει ήταν πιστεύω, να πω ότι προλάβαμε αυτή την αλλαγή που έγινε το '74 και μετά από όταν επανήλθε η δημοκρατία, ας πούμε, στην Ελλάδα. Και άρχισε να έρχεται η μεταπολίτευση μετά, η ανοικοδόμηση, όλα αυτά, μετά ήρθανε δουλειές και ευτυχώς και εντάξει. Αρκετά δουλέψαμε αλλά τουλάχιστον αμειφθήκαμε και περάσαμε λίγο πιο καλά τη ζωή μας. Ό,τι χρειαζόμασταν το είχαμε.
Ήρθες στο χωριό πίσω το ‘76.
Ναι.
Σωστά;
Ναι.
Ωραία. Και πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με το χορό;
Ναι, με το χορό καλή… ο σύλλογος δημιουργήθηκε τότε, εγώ άρχισα να… τότε υπήρχε ένα χορευτικό, το οποίο ήταν από μεγάλους κατοίκους, οι οποίοι ήταν παλιοί ήξεραν χορούς. Και πήγαν σε αυτό το φεστιβάλ που λέω της Χωριστής. Από κει και μετά δεν υπήρχε… Υπήρχε μια ομάδα, 10-15 ατόμων, αλλά ήταν μεγάλοι -συγνώμη- οι οποίοι ξέραν τους χορούς από παράδοση. Εγώ άρχισα να ασχολούμαι με αυτούς, όταν ήρθα με μία άδεια. Και έβλεπα κάτι το οποίο δεν ήταν συγχρονισμένο, όλοι μαζί και βοηθούσα, έλεγα τη γνώμη μου, αυτό. Ήταν κάποια παιδιά όμως, ευτυχώς, και μου λέγαν: «Όχι», «Ρε παιδιά -λέω- συγγνώμη που μιλάω», « Όχι, όχι λέγε Κώστα, λέγε». Και έτσι λίγο λίγο μετά βρέθηκα να κάνω το δάσκαλο και μετά προχώρησε, άρχισε να μου αρέσει και το αποτέλεσμα φάνηκε. Θεωρούμουν αυστηρός δάσκαλος, ναι μεν ήμουνα προσεκτικός τι έλεγα αλλά ήμουν αυστηρός, και ήμουν. Δεν γινόταν, είχα καλή πειθαρχία. Δηλαδή 15 χρόνια ήμουν δάσκαλος, δεν άργησα ούτε μία φορά. Και ποτέ δεν πήγα μισή ώρα πιο νωρίς. Πάντα πήγαινα παρά δέκα, παρά πέντε, έκλεινε η πόρτα, οποίος ήρθε, ήρθε. Και μάλιστα, θυμάμαι, κάποιοι γονείς μου λέγαν: «Κώστα, να ‘σαι καλά -λέει- τα παιδιά μας μάθανε να έχουν πρόγραμμα -λέει- έρχονται στην ώρα τους, πάνε εκεί, εκεί τα παιδιά του συλλόγου». Γιατί παιδιά που ανακατεύονται με ομάδες είτε συλλόγους είτε ποδοσφαιρικές ομάδες και οτιδήποτε έχουν κάτι άλλα χαρίσματα. Μαθαίνουν πιο σωστά πράγματα. Διαφέρουν από αυτά που δεν κάνουν τίποτα. Είναι γιατί παιδιά τα οποία δεν ανακατεύονται πουθενά. Έχουν μία διαφορά, πώς να το κάνουμε.
Εσένα τι σου έμαθε ο χορός;
Τι μου έμαθε; Εγώ, βασικά, παρόλο που είμαι αρκετά γεμάτος, έχω το χάρισμα χορεύω πολύ ελαφριά, δηλαδή πατάω. Μου έμαθε, καταρχάς, το συγχρονισμό, να ακούω μουσική. Ακούω καλά τη μουσική, ακούω το ρυθμό, μου αρέσει ο ρυθμός. Δηλαδή όταν βλέπω, ας πούμε, τώρα βλέπω ένα καλλιτεχνικό πατινάζ στη τηλεόραση, όταν είναι ταιριασμένη η μουσική με το χορό αισθάνομαι όμορφα, μου αρέσει. Κοίτα τι ωραία κίνηση! Ή βλέπω αυτές που χορεύουν τα ξένα χορευτικά, τα σπουδαία και -δεν ξέρω γιατί- αλλά μπορεί να είναι χάρισμα κάτι λεπτομέρειες τις βλέπω και εντάξει, δεν μου χτυπάει καλά. Όταν είναι ένα ωραίο πράγμα, το χαίρομαι πάρα πολύ. Και εγώ έμαθα να χορεύω σιγά-σιγά. Εν τω μεταξύ εμείς τώρα αρχίσαμε να παίρνουμε χορούς και από άλλα μέρη της Ελλάδας και τα ενσωματώσαμε στην ομάδα μας εδώ. Και μαθαίναμε πολλούς χώρους, κάναμε δύο ορχήστρες μία λαϊκή, μία τοπική, που είχαμε τα παραδοσιακά. Η άλλη ήταν με χάλκινα και η άλλη λαϊκή ορχήστρα για να παίζει ολόκληρο πρόγραμμα για διασκέδαση. Και είχε αποτέλεσμα, πολύ ωραία ήταν. Βασικά ξέρετε τα γίνεται; Η νεολαία είχε αντικείμενο, έχει τι να κάνει. Δηλαδή ειδικά τα κορίτσια πέρασαν όλα από το σύλλογο, μετρημένα στα δάχτυλα που δεν ήρθαν. Και τους έλεγα: «Ελάτε, θα μετανιώσετε αργότερα» και όντως το παραδέχονται τα κορίτσια που τα βλέπω. Είχε, γιατί θυμάμαι ποια δεν ερχόταν. Ερχόταν, κοιτάζαν και ντρεπόταν. Λέω: «Πιάσου», « Όχι, όχι» και τώρα τη λέω: «Θυμάσαι;», «Έχεις δίκαιο Κώστα -λέει-μετάνιωσα που δεν έμαθα να χορεύω». Μεγάλη υπόθεση. Και τώρα άμα δείτε στο χωριό, όταν έχει το Μπάμπιντεν, που λέμε εμείς, χορεύουν συνέχεια παραδοσιακά. Τρεις μέρες χορεύουν στα μαγαζιά παραδοσιακά. Δεν χορεύουν ούτε λαϊκά ούτε σκυλάδικα ούτε τέτοια. Παραδοσιακά. Μετά ξεχνιούνται πάλι, το γυρνάν στα σκυλάδικα αλλά τουλάχιστον εκείνες τις μέρες χορεύουν παραδοσιακά. Και είναι πολύ ωραίο πράγμα να βλέπεις τώρα νέα παιδάκια να χορεύουν την παράδοση. Είναι μεγάλη υπόθεση. Πολλά παιδιά μάθανε λύρα από τη νεολαία. Μάθανε λύρα, καλοί λυράρηδες, παίζουνε. Και ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα αρχίσουν να ασχολούνται στο σύλλογο, ο σύλλογος να τους μαντρώσει, για να τους οργανώσει να συνεχίσουν. Γιατί αν δεν παίζεις και για κάπου μόνος σου βαριέσαι. Δηλαδή τώρα να παίζεις λύρα, παίζεις, παίζεις αλλά κάποια στιγμή αν δεν έχει αντίκρισμα, να πηγαίνεις κάπου, να παίζεις για ένα σύλλογο, για ένα χορευτικό, βαριέσαι. Μόνο για σένα δεν μπορείς. Έτσι Πιστεύω. Εντάξει τώρα θα μου πεις, εγώ παίζω μουσική για μένα, εντάξει εγώ δεν παίζω, εγώ ασχολούμαι δεν παίζω.
Τώρα που ήρθες πάλι στο θέμα της παράδοσης-
Ναι.
Θα ήθελες να μας πεις το τελετουργικό που γίνεται στο Μπάμπιντεν;
Κοιτάξτε, το Μπάμπιντεν είναι, ας πούμε, τη παραμονή είναι σαν να είναι κάλεσμα. Δηλαδή μαζεύετε ο κόσμος στον τόπο εκκίνησης. Υπάρχουν, μασκαρεύονται μερικοί με κουδούνια και τέτοια και γυρνάνε με τα όργανα και σε ελεύθερο χορό γυρνάνε όλο το χωριό. Αυτό, λέει, για να καλέσουμε το κόσμο ότι «Κοιτάξτε αύριο είναι το Μπάμπιντεν», να έχουν υπόψη τους. Αυτό είναι ένα στοιχείο, το οποίο είναι πολύ καλό, γιατί περνάνε από όλα τα στενά, τις γειτονιές, γύρω-γύρω από το χωριό στις άκρες. Ο κόσμος συμμετέχει δίνουν φαγητά, δί[00:40:00]νουν ποτά, δίνουν από όλα, ανταποκρίνονται. Χορεύουν σε όλη τη διαδρομή. Ε σουρώνουν λιγάκι αλλά, εντάξει, είναι μες στο έθιμο, πανήγυρι αν δεν πιούνε και λιγάκι… Και ο σκοπός είναι αυτός, να ειδοποιήσουν το κόσμο ότι είναι το Μπάμπιντεν. Τώρα το Μπάμπιντεν σαν ορολογία -είπαμε- είναι η γιορτή της ημέρας της Μπάμπως. Αυτοί λέγαν πως είναι κάπως, πολύ το συγχέω με την -πώς λέγεται- τη γυναικοκρατία. Δεν είναι γυναικοκρατία αυτό. Σου λέει η μέρα αυτή είναι αφιερωμένη στις γιαγιάδες και στις μαμές. Γλεντούσαν για αυτές, βασικά. Έτσι ήταν το έθιμο. Έχει διονυσιακό χαρακτήρα, γιατί είναι αναντάμ παπαντάμ, κανένας δεν ξέρει πότε προήλθε. Και αυτά τα καρναβάλια που γίνονται, όλα αυτά είναι διονυσιακά, όλα. Έχει ποτό μέσα, έχει αισχρολογίες αρκετές. Οπότε καταλαβαίνετε…
Αυτό το θυμάσαι από παιδί;
Ναι, εγώ θυμάμαι από παιδί. Αυτό γινόταν, κοιτάξτε, παλιά όταν, αυτό προτού δημιουργηθεί ο σύλλογος, το έκανε η παρέα της οποίας ένα μέλος ή πολλά πέφταν στο Σταυρό των Φώτων. Και όποιος έπιανε τον Σταύρο, η παρέα του δημιουργούσε το Μπάμπιντεν. Αυτοί που παίρνουν το Σταυρό, η παρέα του γυρνούσε στο χωριό, φώτιζε, παίρνανε από τον κόσμο ό,τι δίνανε. Τους αγιάζανε, βασικά, τους ευλογούσανε «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου…» δίνανε σε κάθε σπίτι, περνούσαν και ο κόσμος έδινε κάτι στο κουμπαρά μέσα εκεί. Και αυτά η παρέα τα αξιοποιούσε κι έφτιαχνε και δημιουργούσε το Μπάμπιντεν αυτή η παρέα. Και τότε ήταν ακόμα πιο απλά τα πράγματα, δεν είχε τόσα πολλά έξοδα. Και αυτή ήταν υπεύθυνη για το Μπάμπιντεν, προτού δημιουργηθεί ο σύλλογος. Κάθε φορά ήταν η παρέα και ο καθένας έχει το χαρακτηριστικό του. Κάποιος ήταν καμηλάρης μόνιμα, κάποιος ήταν ο γιατρός της παρέας, έκανε το γιατρό. Μασκαρευόταν οι άνθρωποι και διασκεδάζαν ένα τριήμερο, μια εβδομάδα πόσο. Μετά όταν ανέλαβε ο σύλλογος, άρχισε να είναι υπεύθυνος ο σύλλογος να δημιουργεί το Μπάμπιντεν, αλλά πάντα είναι ελεύθερο. Δεν έχει δηλαδή στάνταρ τι θα κάνω, τι δε θα κάνω. Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. Μπάμπιντεν είναι, ελεύθερο. Αρκεί να μην προσβάλει κανέναν, να μη δημιουργεί προβλήματα και έτσι πορεύεται ως τώρα. Και ευτυχώς, γιατί ένα διάστημα είχε ξεφτίσει. Αν και αυτά επί Χούντας τα είχαν λίγο απομακρύνει οι τέτοιοι, εκείνοι οι λεβέντες, ας βάλουμε και εισαγωγικά, τέλος πάντων. Και οι παραδόσεις όλες χαθήκαν και η λύρα σταμάτησε να παίζει, την κυνηγούσανε. Και παλιά εδώ η Πετρούσα είχε μπάντα, θεωρούνταν από τις καλύτερες μπάντες μαζί με της Χωριστής στην Ελλάδα. Δηλαδή κατεβαίναν στην Αθήνα, παίζανε. Θυμάμαι μου έλεγε ο πατέρας μου, ο πατέρας μου έπαιζε κλαρίνο μου έλεγε -τι έλεγε- αλλά και είχανε γκάιντα εδώ. Αλλά επί Χούντας… οι προηγούμενοι νομίζω, επί Βουλγαρίας νομίζω -δεν είμαι σίγουρος τώρα για αυτό- τα είχαν καταστρέψει. Τώρα οι χούντες δεν αφήνουν παραδόσεις και τέτοια, τις τελειώνουνε. Και ο σύλλογος δεν λειτουργούσε, το ‘76 δημιουργήθηκε και πιο μπροστά υπήρχε ένας σύλλογος Αγροτοπαίδων, αλλά έχει ξεφτίσει μέσα σε εκείνα τα χρόνια, χάθηκε. Ήταν κάτι ανάλογο με τον τέτοιο, με το Σύλλογο αυτό τον εκπολιτιστικό. Και υπήρχε αυτή η τέτοιο αλλά εκείνα τα χρόνια σταμάτησε, μετά αφού άρχισε να ανθίζουν οι σύλλογοι, η παράδοση υπήρχε. Πάλι εγώ θυμάμαι από μικρό παιδί το Μπάμπιντεν. Γινότανε στο τέτοιο, στο γήπεδο τότε, μετά άρχισε να γίνεται στην πλατεία, μετά πήγε στο σχολείο, ένας χώρος κλεισμένος και είναι καλύτερα εκεί. Τώρα στο Μπάμπιντεν κάνουμε ένα παραδοσιακό σπίτι, χτίζουν συνέχεια. Ε κάνουν όλα τα εθίματα που έχει. Βασικά έχει και το φαγητό, γιατί το κουρμπάνι χρειάζεται πάντα. Χωρίς φαγητό στις πανήγυρεις δεν υπάρχει. Και ο κόσμος συμμετέχει, είναι ελεύθερο δηλαδή, βασίζεται στη συμμετοχή. Δεν είναι να πας να βλέπεις, είναι να πας να συμμετέχεις, να πιείς, να φας και να χορέψεις. Αυτό είναι το Μπάμπιντεν, δεν είναι τίποτα άλλο. Για να ξεχαστείς, να αφήσεις τα προβλήματα και μετά άντε από την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Για αυτό είναι το Μπάμπιντεν.
Εσύ έχεις κάποια συγκεκριμένη συμμετοχή στο Μπάμπιντεν;
Όχι, εγώ δεν πολυσυμμετέχω, συμμετέχω την παραμονή πιο πολύ. Ναι, είμαι οδηγός των «ωνίων». Τι θέλω να πω. Έχω το αυτοκίνητο που στην καρότσα έχει τα φαγητά, που τρώνε όλοι που συμμετέχουν. Εκεί έρχεται όλος ο κόσμος τσιμπάει, πίνει, κάνει και εκεί είναι το κέντρο του τέτοιου, της οινοποσίας. Όλοι εκεί, από κει περνάνε. Ό,τι δίνουν στα σπίτια, ας πούμε, τηγανιές το ένα το άλλο τα βάζω στο αυτοκίνητο πίσω, υπάρχουν 2-3 άτομα, τα οποία τα μοιράζουνε στον κόσμο και όλοι πάνε-έρχονται εκεί πίσω. Και εγώ τρώω και εγώ πίνω εγώ… Και είμαι οδηγός των «ωνίων». Μ’ αρέσει, μ’ αρέσει αυτό το πράμα. Και τώρα τα τελευταία χρόνια είμαι εγώ, με προτιμάνε, επειδή είμαι καλός στην οδήγηση.
Έχετε και μία αληθινή καμήλα στο χωριό από όσο ξέρω.
Ναι, δυστυχώς, δυστυχώς. Γιατί λέω δυστυχώς, γιατί αποδείχθηκε τώρα θέλω λίγο να…όχι να κάνω τον προφήτη, αλλά όταν την πήρανε είχα πει: «Τι θα την κάνουν;». Όχι εννοώντας ότι δεν μας χρειάζεται μια καμήλα, δεν είναι καλή, προς Θεού. Αλλά αυτήν την πήραμε και τη βάλαμε σε ένα χώρο κλειστό, μόνη της τόσα χρόνια δεν έχει…Ένα διάστημα μόνο τη στείλανε σε ένα ζωολογικό κήπο εκεί στην Αλιστράτη και ξανάνιωσε. Και είναι τώρα μόνη της εκεί. Τώρα τελευταία μάλιστα είχε αρρωστήσει, είχε πέσει κάτω και δεν σηκωνόταν ούτε έτρωγε. Τώρα την επαναφέραν όμως λίγο. Εγώ θυμάμαι που πήγα και την είδα μία φορά, ζώο είναι και βλέπεις ότι έχει μελαγχολία. Μόνη της. Ποιος αντέχει μόνος χωρίς να έχει επαφή με κανέναν; Ένα Μπάμπιντεν έβγαινε από κει, τίποτα άλλο. Και τώρα δεν ξέρω σε ποια κατάσταση είναι, πάντως υπήρχε ένα άτομο, ένας άνθρωπος, ο οποίος από μόνος του πήγαινε τη φρόντιζε αλλά τι θα σου κάνει. Όταν δεν έχει επαφή με κόσμο, με ζώα άλλα δεν…και αυτός είναι ο Ζαχαρίας. Γιατί όταν το πήραμε ήταν η γιορτή του Ζαχαρία και το βαφτίσαν Ζαχαρία. Καλό είναι, αξιόλογο πράγμα αλλά πιστεύω ότι έπρεπε να είχε ρυθμιστεί αυτό το θέμα αλλιώς. Του κάναν ένα σπιτάκι εκεί απάνω προς το βουνό αλλά ξέρω γω…Τώρα εμένα να με κλείσουν σε ένα δωμάτιο και να μην έχω επαφή με κανέναν, να μη μιλάω με κανέναν, να μη βλέπω κανένα και μία φορά το χρόνο 2 μέρες 3 να βγαίνω έξω. Είναι δύσκολα πιστεύω.
Και πού χρησιμεύει ο Ζαχαρίας;
Είναι η καμήλα, που λέμε, αλλά την έχουμε για ζωντανή τώρα, την έχουν πια. Αλλά είναι το έθιμο, η καμήλα υπάρχει σε λίγα μέρη στην Ελλάδα υπάρχει η καμήλα. Στα ντόπια χωριά εδώ γύρω-γύρω, στα άλλα της Δράμας δεν υπάρχει καμήλα, μόνο στην Πετρούσα υπάρχει. Αυτή ήταν η παλιά η καμήλα, που λέγαμε, μπαίναν κάτω … Βάζαν μια τέτοιο, σκάλα και από κάτω μπαίναν 2 άτομα εδώ στους ώμους και από πάνω ανεβαίναν, λέει, ο κόσμος και είχανε κεφάλι ψεύτικο καμήλας και κάναν τη καμήλα. Μετά πήραμε τη ζωντανή για πιο… Είναι, εντάξει, πιο εντυπωσιακή αλλά και από το έθιμο απέχει αλλά αυτό είναι, εμένα με στεναχωρεί που δεν αξιοποιήθηκε έτσι όπως έπρεπε. Θα ήταν καλά να ήταν σε ένα ζωολογικό κήπο ή να έχει και λίγα ζωάκια δίπλα, να μπορεί να αισθάνεται ότι ζει, να πούμε. Όχι απομόνωση. Ξεχάσαμε τίποτα;
Ό,τι θέλουμε λέμε, δεν ξεχνάμε.
Βέβαια αυτό το χάρισμα το ‘χουμε.
Έρχεται, λοιπόν, το θέατρο κάποια στιγμή στη ζωή σου.
Ναι.
Παίρνεις το πρώτο ρόλο. Πώς το διαχειρίστηκες; Τι άλλαξε μέσα σου από κει και πέρα; Πόσο σε άλλαξε ως άνθρωπο;
Εδώ είναι λίγο το πράγμα μπερδεμένο. Ας πούμε εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι είναι μόνο για μένα ικανοποίηση που παίζω στο θέατρο. Δηλαδή δεν είναι δεν…Κάποιος μου είπε κάποτε -παρένθεση- λέει: «Από τότε που πήγες στη Δράμα να παίζεις θέατρο, καβάλησες το καλάμι», τον λέω: «Μη λες βλακείες». Εμένα το θέατρο μόνο με βοήθησε, που πιστεύω ότι χώρια από την ικανοποίηση που πήρα σαν Κώστας, τη χαρά που πήρα, επειδή πρόσφερα στον κόσμο και έβλεπα τώρα αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να παίζει…Παίζαμε ένα έργο στη Δράμα και είχε 400 άτομα μέσα στο Ωδείο. Και οι άνθρωποι ήταν εκστασιασμένοι. Βλέπαν ένα θέατρο ωραίο. Και λες αυτό το πράγμα αξίζει τον κόπο να συμμετέχεις. Είναι ωραίο πράγμα να συμμετάσχεις σε τέτοιες εκδηλώσεις. Και το μόνο που κατάλαβα -γιατί υπάρχει και ένα σημείο πρέπει να το πω- ο τρόπος που μεγαλώνουμε εδώ είτε στο σπίτι, είτε στη γειτονιά, είτε στην Πετρούσα…Τότε οι γονείς είναι, πιστεύω δεν ασχολιόταν πολύ με τα παιδιά. Με ποια έννοια. Εγώ θεωρώ ότι μικρός δεν είχα αυτοπεποίθηση και αυτό το κατάλαβα, όταν μεγάλωσα και κατάλαβα ότι, φυσικά όχι αμέσως, αλλά κατάλαβα ότι και το θέατρο και ο χορός άρχισε να με κάνει [00:50:00]να αισθάνομαι πιο ελεύθερος, πιο ευχαριστημένος από τον εαυτό μου. Να αναγνωρίζω πιο καλά τον εαυτό μου, να λες ξέρεις τι εντάξει. Γιατί συνήθως οι άνθρωποι έχουμε μία τάση να μειώνουν τον εαυτό μας, υπάρχουν άλλοι που υπερβάλλουν για τον εαυτό τους, αυτό δεν είναι καθόλου καλό, αλλά και να μειώνεις τον εαυτό σου πάλι δεν είναι καλό, έτσι δεν είναι; Το καλύτερο να βρεις την ισορροπία, εκεί που είσαι, εκεί να είσαι. Και πιστεύω αυτό το πράγμα το πήρα και αισθάνομαι έτσι με τον εαυτό μου αυτό που είμαι. Και αυτό πιστεύω ότι το κέρδισα πιο πολύ και από το θέατρο και από το χορό, με την συναναστροφή με τα κοινά, με τον κόσμο, με όλους. Κατάλαβα ότι έχοντας επαφή με, εγώ ήμουν και μοναχικός άνθρωπος, όπως είμαι τώρα, αλλά τώρα συμμετέχω σε αυτά τα πράγματα και έχω επαφή με τον κόσμο. Κατάλαβα ότι είναι καλό να έχεις με τον κόσμο επαφή, κάτι καλό βγαίνει. Και πιστεύω ότι είναι κέρδος αυτό το θέατρο. Το καταλαβαίνω τώρα, γιατί είμαι…Βλέποντας τα πράγματα, λες αισθάνομαι πιο όμορφα.
Είναι κάποια, έτσι, στιγμή πολύ δυνατή που θυμάσαι;
Από πού;
Από το θέατρο.
Δυνατή…Κοιτάξτε τώρα, εγώ όταν έπαιζα θέατρο και ακόμα παίζω, αλλά όσες φορές έβγαινα στη σκηνή δεν είχα πρόβλημα, να βγω στη σκηνή. Δεν κόμπλαρα καθόλου. Δηλαδή χαιρόμουν, όταν ο κόσμος ευχαριστιόταν και εκδηλωνόταν με το χειροκρότημα, με οτιδήποτε. Αυτό το πράμα με γέμιζε, ας πούμε. Πιστεύω από τις πιο έντονες στιγμές ήταν αυτό που σας είπα προηγουμένως, με αυτές τις δύο γιαγιάκες. Που μου είπε μία, με σταματάει μέσ’ τη Δράμα, μεσημέρι -μία ήταν, μία- και μου λέει: «Αχ -λέει- ο ηθοποιός! Κύριε Κώστα, κύριε Κώστα, σας παρακαλούμε να μη σταματήσετε ποτέ το θέατρο! Η Δράμα σας λατρεύει! Μας προσφέρετε πολλά πράγματα!». Και με συγκίνησε λίγο, «Κοίταξε» λέω. Και μάλλον και μου αρέσει, κάθε φορά που ανταμώνω κάποιον στη Δράμα και μου μιλάει για το θέατρο, μου λέει: «Εσύ δεν είσαι αυτός που παίζει θέατρο;», «Ναι -λέω- ε παίζω όσο μπορώ», «Μπράβο! Είναι…Μας δίνετε μεγάλη χαρά!». Πήγα σε έναν οφθαλμίατρο κάποτε, στον κύριο Ιντζέ -δεν έχει σημασία που το λέω το όνομα- και μου λέει, αφού τελείωσε η εξέταση-τι οφείλω, τέτοιο- και μου λέει: «Εσείς δεν είστε που παίζετε στο θέατρο;», « Ε-λέω- ναι». Σηκώνεται και μου λέει: «Υποκλίνομαι» και μου δίνει το χέρι ο γιατρός! Αισθάνθηκα αμήχανα αλλά λέω για να σου φέρετε κάποιος επιστήμονας έτσι, πάει να πει αυτό που κάνεις έχει κάποια αξία. Και μάλιστα μου ανάφερε και η γυναίκα του είναι ευχαριστημένη, που έρχεται και βλέπει θέατρο, χαίρεται που μας βλέπει. Εγώ ποτέ δεν το πήρα προσωπικά, πιστεύω ότι είμαι μέσα στο σύνολο που προσφέρω. Ο καθένας έχει την προσφορά του, άλλος λίγο, άλλος παραπάνω. Είναι και θέμα ικανοτήτων-έτσι δεν είναι; Αν είσαι ικανός προσφέρεις παραπάνω, δεν είναι κακό. Αρκεί να μην λες ότι εγώ είμαι, γιατί κάποιοι που εκμεταλλεύονται την ικανότητα τους και το παίρνουν -δεν ξέρω τι- εγωιστικά, ας πούμε. Εμένα μου αρέσει να παίζω θέατρο. Πιστεύω…Κάποτε παίζαμε με μία κοπέλα, την είχα κόρη μου και αισθανόμουν πολύ ωραία. Μου λέει: «Αχ, κύριε Κώστα, ελάτε να μας βοηθήσετε -λέει- σας χρειαζόμαστε!». Δεν την ήξερα καθόλου αλλά είχε ένα τόσο ωραίο χαμόγελο, που με έπεισε. Και άρχισα να πηγαίνω στη Δράμα μαζί στην ομάδα τους και έτσι παίζουμε ακόμα μαζί. Τώρα τυχαίνει να μου παίρνει συνέντευξη αυτή η κοπέλα αλλά εντάξει…
Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος ρόλος που είχες;
Βλέποντας τους ρόλους που έπαιξα, πιστεύω ότι τώρα που τους βλέπω, έλεγα ότι μπορούσα να τους παίξω καλύτερα. Αλλά ένας δύσκολος…μπορώ να πω ότι όλοι οι ρόλοι δύσκολοι, αλλά επειδή εγώ διάβαζα πάρα πολύ και διαβάζω πάρα πολύ…Να τώρα αυτό που παίζω, τον «Επικήδειο» που θέλω να παίξω, κάθε μέρα το διαβάζω μια φορά, κάθε μέρα. Εδώ και δύο χρόνια πόσο. Βέβαια! Και βρίσκω πάντα κάτι καινούργιο. Αλλά εκείνο που μου έχει μείνει σαν ρόλος ήτανε στο «Ξενοδοχείο των δύο κόσμων», είχα κάνει το μάγο κάπου. Ήταν ένα σπουδαίο έργο, για αυτό και ο ρόλος μου ήταν τόσο ζωντανός, ήταν, ας πούμε, ανθρώπινος. Δηλαδή με λίγα λόγια είχα μία κόρη, η οποία… Εγώ ήμουνα στο εξωτερικό, αυτή αρρώστησε και με πήρε τηλέφωνο και μου λέει: «Μπαμπά, δεν είμαι καλά, είμαι άρρωστη» και εγώ δεν μπορούσα να γυρίσω, λόγω, επειδή σκεφτόμουν την καριέρα μου. Δεν φαντάζομαι ότι ήταν τόσο πρόβλημα, ώσπου η κόρη μου πέθανε και εγώ όταν ήρθα εδώ, για να εξιλεωθώ, άρχισα να κάνω το μάγο. Και γύρισα παντού και έκανα τον τσαρλατάνο, τον μάγο, για να ξεχάσω τη στεναχώρια μου. Και κάποια στιγμή εκεί που ήμασταν στο «Ξενοδοχείο των δύο κόσμων», που είναι ανάμεσα στη γη και…στη ζωή και στο θάνατο, ήρθε μία κοπελίτσα, όμορφη, η οποία είχε πρόβλημα καρδιάς και η οποία έπρεπε να βρεθεί ένας δότης, για να ζήσει. Τελικά, εγώ από συμπάθεια και αυτή μου έδειξε συμπάθεια, για να εξιλεωθώ της έδωσα την καρδιά μου και αποδήμησα ευχαριστημένος -που λένε- πέθανα ευχαριστημένος. Και εκείνος ο ρόλος μου άρεσε σαν φυσικό πράγμα, ήταν πολύ ωραίο, σαν η ζωή ας πούμε. Δεν ήταν τόσο δύσκολος, ήταν δύσκολο αλλά τώρα λέω αν το ξαναπαίζαμε, θα το παίζαμε καλύτερα. Πάντα δηλαδή στο θέατρο βρίσκεις κάτι ακόμα καλύτερο. Αλλά ήταν καλό. Τώρα για δύσκολο δεν ξέρω, δεν θυμάμαι να... Αυτό φυσικά το κρίνει ο άλλος. Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω αν τα το έπαιζα καλά, μου λένε ότι τους ρόλους που παίζω, καλά τους παίζω. Ήταν κάποιοι, οι οποίοι δεν έγιναν με πολλές πρόβες, ήταν δύσκολοι χωρίς πρόβες πολλές. Εγώ δεν έχω την ανασφάλεια όταν παίζω, δεν φοβάμαι ας πούμε, γιατί διαβάζω πάρα πολύ και λίγο δύσκολα να κάνω λάθος. Αν δεν διαβάσεις είναι επικίνδυνο και δεν πολύ στεναχωριέμαι, ας πούμε. Εντάξει το λάθος θα γίνει, μέσα στη φύση είναι. Αλλά αυτό τώρα εδώ ο «Επικήδειος» μου είναι αρκετό, όχι δεν είναι δύσκολος. Είναι δύσκολο ο μονόλογος, γιατί μιλάς μόνος σου, είναι μία ώρα και ένα τέταρτο και μιλάς μόνος. Μιλάς με κάποιον στο τηλέφωνο και αντιδράς σαν να σου μιλάει κάτι αυτός και αυτό πρέπει να φαίνεται, να το βλέπει ο άλλος. Του λες: «Καλά, καλά εντάξει έχεις δίκιο», αυτός δεν μιλάει, εσύ μόνος σου είσαι. Κατάλαβες; Πρέπει να δείξει ότι σου μιλάει κάποιος και είναι αρκετά δύσκολος ο μονόλογος. Φαίνεται ότι πάμε καλά, από ό,τι λέει και ο σκηνοθέτης, πάμε καλά. Θα δούμε. Θα δούμε, αν θα ρθείτε να μας δείτε, θα μας πείτε.
Υπήρξε ποτέ κάποια στιγμή έτσι δύσκολη, προσωπική που την ξεπέρασες μέσα από το θέατρο; Ή δημιούργησε πρόβλημα στο θέατρο;
Α επειδή είμαι και σε ηλικία τώρα φθοράς -που λέμε- είμαι 67 ετών. Το μηχάνημα μεγαλώνει, εντάξει. Η ζωή, οι αρρώστιες είναι μέσα στο πρόγραμμα, στη ζωή είναι. Προτού 10 χρόνια, το ‘11 είχα πάθει ένα ισχαιμικό και ήταν την τελευταία εβδομάδα που κάναμε πρόβα με το έργο-ποιο ήτανε; Α το «Mama Mia». Εγώ συμμετείχα σε ένα μονόπρακτο, «Τα σκουπίδια» του Ξανθούλη. Και μόλις μπήκαμε στην τελευταία εβδομάδα των προβών, που θα κάναμε κάθε μέρα, έπαθα το ισχαιμικό. Και πήγα στο νοσοκομείο, μόνος μου πήγα. Λίγο δυσκολεύτηκα, γιατί το ένα χέρι και το πόδι δεν ακούγανε και το στόμα στραβό. Ναι, πήγα μόνος μου, δύσκολα 6:00 ώρα το πρωί. Λέω τώρα που να περιμένεις. Τέλος πάντων, αφού ενημερώθηκε ο σκηνοθέτης, ήρθε εκεί αυτός. Την πρώτη μέρα, αφού που πήγανε στο Ωδείο, να κάνουν τα σκηνικά και θα παίζαμε σε 3-4 μέρες. Και του λέει έτσι και έτσι, λέω: «Ενημέρωσε τον κύριο Καδόγλου-λέω-έτσι κι έτσι». Αυτός ήρθε στο νοσοκομείο, με είδε και εγώ διάβαζα το θέατρο τώρα. Α, μου λέει: «Εντάξει δεν φοβήθηκα» λέει -μου τα ‘πε μετά- «Δεν φοβήθηκα» λέει. Και ερχόταν κάθε μέρα να με δει. Μου ήταν δύσκολα, γιατί είχα πρόβλημα κινητικό. Η γλώσσα που δεν μπορούσα να αρθρώσω καλά, το πόδι μου δεν άκουγε, το χέρι δεν άκουγε. Και στεναχωριόμουν, γιατί ήταν να ξεκινήσουμε το θέατρο και ήταν ένα καλό θέατρο εκείνο το έργο. Τελικά, εντάξει καλά πήγαμε, σε μία εβδομάδα συνήλθα. Λίγο δύσκολα μετά, όταν ανέβεις επάνω στο σανίδι -που λένε- τα ξεχνάς όλα. Μετά κάποια φορά έπαιξα στο σανίδι με πατερίτσα. Ήταν μετά από εκείνο το ισχαιμικό. Μετά από 20 μέρες έπαιξα με πατερίτσα μια φορά. Προς το τέλος των παραστάσεων, 12 παραστάσεις δώσαμε. Και τη τελευταία παράσταση ή προτελευταία έπεσα από το δέντρο. Όχι, πώς λέγεται αυτό; Ουρική[01:00:00] αρθρίτιδα είχα πάθει. Βέβαια! Και πρήστηκε το πόδι μου και δεν μπορούσα να περπατάω. Και παίρνω τηλέφωνο τον κύριο Καδόγλου, του λέω: «Δεν μπορώ να κουνηθώ, ούτε να έρθω». Μου κλείνει το τηλέφωνο και δεν μου λέει τίποτα. Τελικά, μάλλον όχι, μου λέει, λέω: «Με πατερίτσα;», μου λέει: «Μπορείς να πας με πατερίτσα;», λέω: «Μπορώ», « Ελα» μου λέει. Και έπαιξα με πατερίτσα. Και ήταν τόσο δύσκολο, στην αρχή όμως. Έπαιρνα ένα Lonarid και έπαιζα σαν να μη συνέβαινε τίποτα, στο τέλος δεν μπορούσα να περπατήσω, εντάξει. Κι όμως και οι ίδιοι οι γιατροί που ήταν στο νοσοκομείο που με προσέχανε για το ισχαιμικό, νόμιζαν ότι η πατερίτσα ήταν θέμα του έργου, ήταν μέσα στο έργο. Ναι, μου το ‘πανε οι ίδιοι οι γιατροί. Μετά με είδανε κάποια στιγμή στο νοσοκομείο και μου λένε: «Καλά αυτό δεν ήταν για το θέατρο μόνο;», «Ποιο θέατρο; Εγώ δεν μπορώ να περπατήσω, 20 μέρες με τη πατερίτσα πάω». Και ήταν λίγο δύσκολα, αρκετά. Αλλά είπαμε, αν ανέβεις πάνω στην πίστα και παίζεις ξεχνιέσαι πάρα πολύ, ξεχνιέσαι. Μετά σου λέω, δεν μπορούσα να περπατάω, ψοφούσα αλλά και έπαιζα κανονικά. Ωραία, ήταν λίγο δύσκολα αλλά για όλα υπάρχει λύση για όλα, για όλα. Την άλλη φορά είχα πέσει από το δέντρο, δεν μπορούσα να κουνηθώ. Πάλι έπαιξα, μόλις τελείωνα σφάδαζα. Το ‘πα καλά το σφάδαζα από πόνο; Το είπα καλά. Εμείς τότε στο λύκειο και στο γυμνάσιο μάθαμε απλή καθαρεύουσα. Κάναμε δεν είχαμε δημοτική, βέβαια, ήταν μεγάλη βοήθεια.
Βοηθά στο να μιλάς καθαρά-
Για ποιο πράμα;
Λες η καθαρεύουσα-
Ναι έχει λέξεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται τώρα και οι οποίες αν δεν κάναμε τότε, δεν θα τις μάθαινες τις έννοιες. Ενώ τώρα βλέπεις μιλάνε κάποιες απλές λέξεις δημοτικής, δημοτικές, στη δημοτικιά και καμιά φορά είναι πολύ χωριάτικια κιόλας. Δεν ξέρω εμένα κάποιες λέξεις στην καθαρεύουσα την απλή δείχνουν πιο σωστά την έννοια. Δεν ήταν η καθαρεύουσα η κανονική, ήταν απλή, κάποιες έννοιες, ας πούμε. Και επειδή τη δημοτικιά τη μιλάμε, δεν δυσκολεύτηκα καθόλου στη δημοτική, τη μιλάω. Αλλά κάποιες λέξεις που ακούς τις καταλαβαίνεις. Κάποιοι άλλοι δεν μπορούν να τις καταλάβουν και μου άρεσε καμία φορά, που συζητάμε με παρέες και μου λέει ο άλλος: «Πού τις ξέρεις;», « Εγώ-λέω- έκανα γυμνάσιο επί Χούντας». Τότε ήταν η δημοτική, η απλή καθαρεύουσα. Βέβαια. Τι λέγαμε;
Είναι, έτσι, κάποιο περιστατικό της ζωής σου, που θα ήθελες να μοιραστείς ακόμη μαζί μας; Κάποια εμπειρία σου;
Κάποια;
Εμπειρία από ταξίδι…
Τα ταξίδια…Τα ταξίδια είναι, ας πούμε, στιγμές, οι οποίες τις ζεις εκείνη τη στιγμή όπως είναι. Και κάποιες φορές αργότερα μπορεί να τις αναπολείς ή με τις φωτογραφίες ή με τα βίντεο με αυτά. Τώρα αυτές οι φωτογραφίες εδώ γύρω-γύρω είναι από ταξίδια. Αλλά πολλές φορές με ρωτάνε γιατί λέει: «Πού σ’ άρεσε πιο πολύ;», του λέω: «Δεν κατάλαβα. Όλα μου αρέσουν, όπου πήγα μου αρέσει για κάποιο λόγο, ας πούμε». Απλά μου κάνει εντύπωση, ας πούμε, όταν πήγα στη Κατμαντού, στο Νεπάλ, δεν τη φανταζόμουν αυτή την πόλη. Όπως έπαθα την ίδια, ίδια εντύπωση μου έκανε και η Σαντορίνη, που δεν τη φανταζόμουν, που είναι στην Ελλάδα λέω. Και σε άλλα μέρη που πάω και δεν τα έχω βάλει ας πούμε… Η Βενετία δεν μου έκανε εντύπωση. Γιατί; Γιατί την ήξερα από τις ταινίες και τέτοια, τις φωτογραφίες. Αν πήγαινα χωρίς να την ξέρω καθόλου θα πάθαινα πλάκα, είναι φοβερή. Αλλά είχα εικόνα για τη Βενετία και αυτό δεν με βοήθησε. Για αυτό είναι καλά όταν πάμε κάπου, εκεί να πάμε να δεχόμαστε ό,τι είναι, να μην το ψάχνουμε. Γιατί πολύ πάνε… «Αχ θα πάω εκεί», λέω: «Ξέρεις; Όχι, να μην ξέρεις. Καλύτερα να πας να το απολαύσεις». Όλα είναι πιο καλά έτσι. Και στις εκδρομές βλέπεις άλλα πράγματα. Εγώ πήγα με κριτήριο στις εκδρομές να μαθαίνω, όχι ιστορία ακριβώς, άλλο πολιτισμό να βλέπω. Δηλαδή όπου πήγα πάντα ήμουν δίπλα στο ξεναγό. Πάντα, πάντα την ξενάγηση την άκουγα όλη. Δεν έφευγα από κει καθόλου, με ενδιέφερε να ακούσω τι θα πει για αυτό το μέρος που πήγα. Από αυτή τη μεριά κέρδισα πάρα πολλά, γιατί γνώρισα, ας πούμε, διάφορα κράτη. Γνώρισα το Μπαλί που είναι ένα πράγμα, που είναι διαφορετικό. Γνώρισα τη Κατμαντού είναι διαφορετικό. Γνώρισα την Ινδία, την Περσία, κάτω εδώ την Τυνησία, το Μαρόκο. Αυτά τα μέρη έχουν άλλο πολιτισμό, έχουν άλλη θρησκεία όλα αυτά φαίνονται στη ζωή τους. Ύστερα η Αφρική, η Ευρώπη να πω Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία. Αγγλία δεν θέλω να πάω, γιατί δεν ξέρω, δεν μου αρέσει. Η Γερμανία γνώρισα. Όλα αυτά τα μέρη έχουν διαφορετικές κουλτούρες και έτσι λες δίπλα είναι ένα μέρος και είναι τελείως διαφορετικό. Τα χωριά μας βλέπετε εδώ από το άλλο χωριό είναι λίγο διαφορετικό. Αυτά τα κράτη τώρα μεταξύ τους, βλέπετε η Ασία…Η Ασία είναι φοβερή μπορώ να πω, έτσι σαν πολιτισμός, από ευγένεια, από όλα αυτά δηλαδή με εντυπωσίασε η Ασία σαν λαός. Σαν λαός δεν είναι αυτή που έχουμε την υπερβολή-πώς να τη πω- που νομίζουμε εμείς είμαστε στην Ευρώπη. Υπερεκτιμάμε την αξία μας, δεν είναι έτσι. Υπάρχουν λαοί ευγενικοί, υπάρχουν απ’ όλα. Ειδικά στην Ασία μου έκανε εντύπωση η ευγένεια τους, πολύ ευγενικοί.
Θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο για τα παιδικά σου χρόνια;
Τι να προσθέσω, δεν θυμάμαι. Βασικά επειδή ήμουν εγώ ανήσυχο νιάτο, μου λένε πολλές ιστορίες, τις οποίες δεν τις θυμάμαι εγώ καν. Δηλαδή θυμάμαι ότι εδώ στη γειτονιά απ’ έξω κάναμε γαλαρίες από κάτω στο χώμα και μπαίναμε μέσα, πώς μπαίναμε δεν θυμάμαι, πώς δεν μας σκέπασε η γαλαρία. Θυμάμαι ένα άλλο περιστατικό-μάλιστα, ναι. Παλιά το χωριό ήταν χωρισμένο σε γείτονες και η γειτονιά με γειτονιά δεν έχει επαφή. Ειδικά η νεολαία. Δηλαδή εμείς στη γειτονιά ήμασταν 20 αγόρια, έτσι. Στη διπλά γειτονιά, που λεγόταν «πετρογκάζ», η δικιά μας λεγόταν «πλατεία» γειτονιά, «μουριά-πλατεία», εδώ που είναι ένα δασάκι, «μουριά-πλατεία». Και δεν είχαμε επαφές μαζί, μόνο είχαμε…κάποιες στιγμές δίναμε ραντεβού να πάμε να παίξουμε πετροπόλεμο ή ξιφομαχία μεταξύ μας. Έτσι γινότανε. Και θυμάμαι παλιά πηγαίναμε εδώ στις άκρες στο χωριό, έχει πολύ κάτι αχυρώνες εγκαταλειμμένους. Κάπου, όπου είχε βλαστήσει θυμάμαι κάναμε κάτι-ωραίο αυτό που θυμήθηκα. Επειδή εγώ ήμουνα έτσι αντιδραστικός τότε -αντιδραστικός- ζωηρός πολύ ήμουνα, πολύ ζωηρός, μάλωνα εύκολα με τον καθένα. Θυμάμαι κάποτε μου έχει πει ένας περιστατικό, τώρα μου το είπε, προτού 5χρόνια 10. Δεν το θυμόμουν εγώ αυτό που μου είπε. Λέει παλιά εμείς κάναμε τότε καλύβες με ξύλα, με καλάμια, με τέτοια και για δροσιά μπαίναμε μέσα οι παρέες κάναμε. Και κάποτε λέει κάνανε εδώ στη γειτονιά μία καλύβα έτσι και τους λένε: «Τι την κάνετε αυτή την καλύβα;» λέει. Εμένα το παρατσούκλι μου, του πατέρα μου ήταν Σαράντης και το οικονόμησα και εγώ έτσι. Και λέει: «Τι την κάνατε την καλύβα -λέει- την καλύβα;». Τώρα θέλω να πω γιατί, πόσο με αγαπούσαν τα παιδιά αυτά. «Να- λέει- θα βάλουμε μέσα τον Σαράντη και θα τον κάψουμε» λέει. Τόσο είχα από τότες κάποιες συμπάθειες σαν παιδί. Αλλά τα παιδιά, εντάξει, τότε είχαμε πάντα αυτά τα προβλήματα. Τώρα φυσικά με αυτόν που μου το ‘πε ήμασταν πολύ καλοί φίλοι και ώσπου πέθανε ήμασταν. Αλλά τότε υπήρχε αυτή η νοοτροπία, τα παιδιά μεταξύ τους σκοτωνόμασταν μαλώναμε, κάναμε. Αλλά αυτή η περίπτωση μ’ άρεσε. Λέω από τότε είχα πολλές συμπάθειες. «Να τον βάλουμε, να τον κάψουμε το Σαράντη μέσα εδώ -λέει- θα βάλουμε πετρέλαιο να τον βάλουμε φωτιά». Θαυμασταί και αυτοί!
Ποιο ήταν το αγαπημένο σου παιχνίδι;
Εμείς παίζαμε απ’ όλα. Τότε -ναι τώρα είδες που μου λες- τότε είχαμε πλαστικά παίζαμε. Παίζαμε μπίλιες. Κάναμε φουρνέλα. Φουρνέλα ξέρετε τι κάναμε; Κάναμε τρύπες, βάζαμε μέσα σε ένα κουτί ανάποδα με μία τρύπα και από πάνω ρίχναμε ασετιλίνη και βάζαμε φωτιά. Και αυτό έσκαζε, πήγαινε πάνω, τιναζόταν, φουρνέλο. Πολλές φορές όμως δεν έσκαζε και μόλις κοίταζες από πάνω σου έπρηζε το μάτι έτσι ναι, γινόταν έτσι. Μετά παίζαμε την «Ελευθερία». «Ελευθερία» παίζαμε στα όρια του χωριού αλλά πολλές φορές λέγαμε στα όρια της γειτονιάς, μετά λέγαμε σε όλο το χωριό και παίζαμε «Ελευθερία». Και κρυφτό παίζαμε. Μερικά παιχνίδια, το κρυφτό μας άρεσε, ειδικά όταν ήταν κοριτσάκια, γιατί εμείς τα αγοράκια ήμασταν επικίνδυνα από μικρά. Σκοτεινά σημεία ψάχναμε έστω και εκεί που θα ακουμπούσαμε λίγο γελιόμασταν, ήταν το ένστικτο, να πούμε. Μου άρεσε πάρα πολύ η ιππασία. Έχω σπάσει τα χέρια μου, τα πόδια μου από γαϊδούρι, από άλογο, από μουλάρι. Συνέχεια έκανα ιππασία. Είχαμε ένα γαϊδουράκι, 2 είχαμε, ένα Σταματάκο και ένα Περπατάκο. Κάπου νομίζω είναι από το[01:10:00] κόκκινο και πράσινο τα φανάρια, Σταματάκο- Περπατάκο. Τα οποία τα είχαμε στη δουλειά, ήταν τέτοια και εγώ ανέβαινα συνέχεια αυτά. Έσπασα το χέρι μου που έπεσα, από φοράδα έπεσα, από μουλάρι έπεσα πολλές…από ποδήλατο έπεσα πωπωπω. Από ποδήλατο έχω φάει μία ξάπλα σ’ ένα ντουβάρι, με το κεφάλι έτσι, χαλκομανία. Κάποτε έμαθα και σκι, βέβαια, στα γεράματα πήγα, μου λένε από τον Βώλακα: «Έλα να πάμε, να κάνουμε σκι». Τι να κάνω, εγώ δεν ξέρω που είναι, τι είναι σκι. Τελικά έμαθα! Έμαθα, πήγαινα, πήγαινα, έφαγα αρκετές ξάπλες αλλά πήγαινα. Έμαθα, έμαθα, ωραία εμπειρία! Θεωρώ είναι από τις καλύτερες εμπειρίες το σκι, από τα ευχάριστα πράγματα.
Γιατί;
Ναι.
Γιατί;
Αισθάνεσαι ελεύθερος. Είσαι μόνος σου με τη φύση. Δηλαδή είσαι τώρα εδώ επάνω στην κορυφή του βουνού και κάτω εκεί μετά από 400 μέτρα υψόμετρο είναι ο κόσμος και μέσα σε ένα λεπτό πόσο πας, κάνεις, κάνεις, κάνεις και πας εκεί. Επάνω είσαι μόνος, με τη φύση μόνο έχει μπροστά σου τον αέρα, είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Πώς είναι ένα μηχανάκι που έχει μπαμπρίζ και ένα άλλο που δεν έχει; Είναι τεράστια διαφορά, γιατί όταν φοράς γυαλιά και όταν δεν φοράς, έχεις κάτι μπροστά σου. Έτσι είναι το σκι, πολύ ωραίο πράγμα. Δεν περίμενα τόσο καλά, αφού πήγαινα κάθε Σαββατοκύριακο μόνος μου, κάθε σαββατοκύριακο μόνος μου και μου άρεσε πάρα πολύ. Ώσπου έφαγα μία ξάπλα 25η Μαρτίου, θυμάμαι. Έκανα κάνα δύο ράμματα στο μάτι από το σκι και από τότε δεν ξαναπήγα. Άρχισα να βαραίνω μετά και μετάνιωσα, που σταμάτησα να πηγαίνω αλλά κάποια στιγμή βαριέσαι. Τώρα ψάχνω άλλο χόμπι. Τώρα έχω το θέατρο, ευτυχώς έχω το θέατρο. Το θέατρο με γεμίζει πάρα πολύ. Τι άλλο μπορούσα να κάνω. Ε τώρα το θέατρο είναι κάτι το οποίο εξαρτάται από μένα. Διαβάζω, παίζω. Ναι, θέλω λίγο να κάνω σκηνοθεσία. Να τολμήσω, γιατί πρέπει να υπάρχει εξέλιξη σε αυτό που κάνεις. Βλέποντας κάποια πράγματα λες θα ήθελα να είναι έτσι καλύτερα. Αν μπορείς να το κάνεις, κάν’ το, έτσι δεν είναι; Οπότε τώρα εδώ ο κύριος Μακεδόνας στην Πετρούσα σταμάτησε, δεν θέλει να κάνει άλλο θέατρο, σταμάτησε το τμήμα. Καμιά φορά περνάει από το μυαλό να ασχοληθώ αλλά ακόμα είναι λίγο πρόωρο ίσως. Σε καμιά εικοσαετία πιστεύω, αν είμαι εν ζωή, δεν το βλέπω αλλά τέλος πάντων. Τι να κάνω τα γεράματα έχουν προβλήματα, οι δουλειές μου που έκανα με κούρασαν πάρα πολλές, πάρα πολύ και είναι ταλαιπωρία. Όταν πονάς είναι δύσκολα. Είμαι γερός δεν έχω πρόβλημα, εντάξει 8 φάρμακα παίρνω αλλά εντάξει μία χαρά είμαι. Πού θα πάει, όσο αντέξουμε.
Πάντως η διονυσιακή λατρεία νομίζω είναι παρούσα στη ζωή σου, σε όλη σου τη πορεία.
Ναι μου αρέσει, μου αρέσει το χιούμορ μου αρέσει. Δεν θέλω να παίρνω σοβαρά πράγματα. Δηλαδή τα σοβαρά πράγματα, σου φέρνουνε στεναχώρια. Να ασχοληθείς σοβαρά, όταν πρέπει. Όχι όλη την ώρα σοβαρή συζήτηση, σοβαρή κουβέντα θέλει το χιούμορ το βάλουμε πάρα πολύ στη ζωή μας. Γιατί αν δεν υπάρχει το χιούμορ, δεν υπάρχει και η λύπη μετά. Άμα δεν έχουμε συναίσθηση του χιούμορ, δεν λυπόμαστε αυτά πάνε εναλλάξ, το ένα φέρνει το άλλο. Μια λυπάσαι, μετά χαίρεσαι. Όταν δεν υπάρχει το ένα, δεν υπάρχει το άλλο είναι μονότονο, έτσι μονοκόμματα, δεν γίνεται. Και εμένα μου αρέσει να χαμογελάω, να κάνω χαβαλέ, να πειράζω ανθρώπους. Είναι επικίνδυνο, γιατί κάποιοι δεν έχουν χιούμορ και παρεξηγούνται αλλά τι να κάνεις συμβαίνουν και αυτά. Ακόμα δεν έφαγα ξύλο πάντως από κανέναν. Για το χιούμορ λέει και θέλω να κάνω έτσι δύσκολο χιούμορ όχι απλό, να γελάμε καλό χαβαλέ, να σε πειράζω, να με πειράζεις.
Αν έδινες ένα τίτλο στη ζωή σου, ποιος θα ήταν;
Τίτλο; Ένα ευχαριστημένο ανήσυχο νιάτο! Εγώ ευχαριστημένος είμαι από τη ζωή μου. Δηλαδή δεν θα ήθελα να ξαναζήσω μικρός, δεν θα ήθελα, μου αρέσει αυτό που ζω το σήμερα. Δεν σκεφτόμουν ούτε το αύριο ούτε το χθες, τίποτα. Δεν αναπολώ. Τώρα πήγα στη Γερμανία προχθές, την Παρασκευή, την προηγούμενη Παρασκευή. Όταν ξεκίνησα να φύγω από το χωριό, ξέχασα ότι ήμουν στο χωριό, ξέχασα. Μόλις έφτασα τελικά στη Γερμανία λες και έλειπα δύο χρόνια από το χωριό. Και μόλις ήρθα πίσω λες και είχε περάσει η Γερμανία αιώνας, αμέσως. Αμέσως προσαρμόζομαι στα καινούργια πράγματα, δεν αναπολώ έτσι πίσω τι έγινε, τι έκανα, έτσι αχ να ήμουνα αυτό, να ήταν αυτό. Όχι δεν λέω τίποτα, ζω αυτό που είναι. Τώρα αυτό που κάνουμε το ζω, μου αρέσει. Από δω και μετά θα πάμε να φάμε πίτσα, δεν θα πάμε; Και αυτό μου αρέσει, είδες; Το έβαλα τώρα στο πρόγραμμα. Δεν ήθελα να σας το πω αλλά ξέρω ότι θα πείτε ναι για αυτό.
Πώς θα ήθελες να κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη;
Όπως θα σου άρεσε. Τι να πω άλλο γω. Στη ζωή πιστεύω αυτά που μένουν είναι μία καλή κουβέντα, μια καλή πράξη, μία καλή γνωριμία και άμα αυτά τα πράγματα τα στερήσουμε από τον εαυτό μας, όλα είναι άχρηστα. Ουαί κι αλίμονο αν πιστέψουμε ότι το χρήμα είναι η αιτία της ευτυχίας. Καήκαμε! Η ευτυχία είναι παντού, αρκεί να τη βρεις. Αν δεν τη βρεις, δεν ψάχνεις καλά. Αλίμονο αν πιστεύεις με το χρήμα θα ευτυχήσεις, τότε κάηκες. Εγώ τώρα μου λέει ο άλλος να πάρεις πιο πολλά, δεν θα ήθελα να είχα περισσότερα λεφτά. Θα ήθελα να είχα μόνο όταν χρειαζόμουν κάποια στιγμή. Αλλά να έχω κάθε μέρα τώρα διπλά σε σύνταξη τώρα να πω, δεν νομίζω ότι θα ήθελα. Γιατί θα πρέπει να τα φάω όλα πάλι, εγώ τα τρώω όλα. Οπότε γιατί να κάνω άλλη ζωή, αφού βολεύτηκα τώρα, μία χαρά είμαι, δεν βαριέσαι. Αυτά θα ήθελα να μπορούσα να πηγαίνω διακοπές, αφού δεν μπορώ δεν θα πάω. Δεν έχω λεφτά να πάω, τι να κάνουμε δηλαδή. Και οπότε αρκούμε σ’ αυτό, μια χαρά είναι. Εξάλλου είναι ένα από αυτά που πιστεύω, ότι αν δεν είσαι ευχαριστημένος με αυτά που έχεις, δεν θα ευτυχήσεις ποτέ, γιατί δεν θα έχεις ποτέ αυτά που δεν έχεις. Δεν θα τα έχεις ποτέ. Πρέπει να είσαι ευχαριστημένος με ότι έχεις, με αυτό να ζεις, με αυτό να πορεύεσαι. Το καλύτερο πράγμα!
Κύριε Κώστα, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτή τη συνέντευξη.
Και εγώ ευχαριστώ. Δεν είπα άλλη φορά τέτοια πράγματα για τον εαυτό μου. Ωραία είναι να μιλάς για σένα και να σε ακούνε. Καμιά φορά ξέρεις οι άλλοι σε ακούνε αδιάφορα και λένε: «Τώρα τι μας λέει αυτός». Υπάρχουν άνθρωποι που μιλάνε, για να μιλάνε. Εκείνοι είναι λίγο κουραστικοί. Τώρα εμένα αυτά και σαν να μη με ρωτούσες εσύ, από μόνος μου ήρθαν και τα είπα έτσι. Και μόνος μου να ήμουν θα τα έλεγε τα ίδια αυτά, χωρίς συνέντευξη, ας το πω έτσι.
Κώστα θέλεις να μου μιλήσεις λίγο για τους γονείς σου;
Ε βέβαια πώς! Χαρά μου να μιλάω για τους γονείς μου. Οι γονείς μου ήτανε...Βασικά, οι γονείς μου πήγαν σχολείο και οι δύο. Τελείωσαν το σχολείο, τότε ήταν δύσκολο. Και το βουλγάρικο και το ελληνικό. Ναι, ο πατέρας μου ήταν καλός μαθητής αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίσει γιατί δεν είχαν τα μέσα τότε, παρόλο που ο παππούς μου ήταν δάσκαλος, είχε τελειώσει διδασκαλίκι, που λεν. Δίδαξε κάνα δυο μήνες εκείνη την εποχή και μετά -δεν ξέρω τι- δεν πήγαινε άλλο. Και ο πατέρας μου είχε πάθος με τα γράμματα αλλά επειδή δεν μπόρεσε να πάει, είχε μανία να πάμε εμείς. Και έστελνε τα δύο παιδιά από τα τρία, πήγαμε στο γυμνάσιο, τελειώσαμε και το λύκειο, ήταν εξατάξιο γυμνάσιο και προχωρήσαμε. Και ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος ήταν πάρα πολύ καλός στα μαθηματικά ο μπαμπάς μου και του άρεσαν τα γράμματα, του άρεσαν. Είχε παράπονο που δεν σπούδασε και για αυτό και εμάς, εντάξει, εμείς φτάσαμε ως εκεί που έπρεπε, παραπέρα δεν μπορούσαμε. Και ήταν ένας άνθρωπος, γενικά, ο πατέρας μου… Η μάνα μου ήταν μία γυναίκα, η οποία -πώς λέμε- κουμάντο έκανε, είχε δυνατή λογική. Γυναίκα ήρεμη, η οποία δεν εκνευρίζονταν με τίποτα, δεν έθιγε, ήταν πολύ προσεκτική. Κατηύθυνε όλο το σόι, όποιος είχε προβλήματα πήγαινε σε αυτή. Όλη η γειτονιά, όλοι οι γαμπροί, οι νύφες, όλοι εκεί λέγανε τον πόνο τους, αλλά είχε μία ηρεμία, δεν τους έφτανε στα άκρα. Ας πούμε, ηρεμούσε τα πράγματα, τέτοιο στιλ γυναίκα ήτανε. Αλλά είχε ένα παράπονο, δεν της έλεγα εγώ τίποτα, μόνο αυτό έβλεπα «Μόνο εσύ δεν μου μιλάς -λέει- όλοι μου λένε τον πόνο τους», λέω: «Εγώ δεν πονάω», εγώ δεν είχα πόνο, εγώ ήμουν απόνετος, πώς λένε. Και η οποία πέθανε στα 60 αυτή, 63 λάθος 63 από καρκίνο του μαστού. Και τότε μου φαινόταν μεγάλη, γιατί εγώ ήμουνα γύρω στα 35 ή 30 τότε. Μετά κατάλαβα ότι τώρα…εγώ είμαι 67,τώρα λέω μικρή πέθανε. Ο πατέρας μου την φρόντισε πάρα πολύ, γιατί την είχε αδυναμία. Ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της, την αγαπούσε ακόμα και στα γεράματα. Ύστερα ήταν άνθρωποι που πέρασαν μπόρες μαζί για αυτό αγαπιόντουσαν πάρα πολύ. Όπως και αυτοί όλοι τώρα, που φτάνουν σε αυτήν την ηλικία μαζί, είναι αγαπάνε ο ένας τον άλλον. Δεν μπορούνε ο ένας χωρίς τον άλλον. Και εν πάση περιπτώσει, γύρω στα 63 συγχωρέθηκε η μάνα μου. Και το πιο περίεργο είναι ότι και γύρω στα ’95, ο πατέρας μου ήταν γύρω στα 70. Εγώ πάντα πίστευα…Εγώ είμαι προετοιμασμένος πά[01:20:00]ντα στη ζωή, ότι όλα μπορούν να συμβούν στον καθένα και όταν έγινε με τη μάνα μου αυτό δεν μου ήρθε παράξενο καθόλου. Ένα πράγμα το οποίο έλεγα θα συμβεί. Όπως και το πιστεύω και για μένα, κάποια μέρα θα πεθάνω. Δεν ξέρω πότε αλλά και δεν χρειάζεται να ξέρω. Όποτε τύχει, είμαι προετοιμασμένος. Και έτσι και με τον πατέρα μου ήμουνα και 70 χρόνων ο πατέρας μου δεν έπαιρνε ούτε ασπιρίνη, έτρεχε στο δρόμο, τόσο γερός ήταν. Παρόλο που δούλευε σε μετάλλια, τέτοια από όλα, δεν έχει κανένα πρόβλημα. Κάποια στιγμή, όταν δίδασκα στο σύλλογο χορό, έρχεται ένας θείος μου και μου λέει: «Έλα να σου πω κάτι» μου λέει, με φωνάζει από την πόρτα «Τον είδες τον μπαμπά σου τελευταία;». Εγώ πάντα είχα την εντύπωση ότι κάτι ξαφνικό θα μάθω για τους άλλους, για τους γονείς μου όλα και ήμουν προετοιμασμένος πάρα πολύ. Και μου λέει: «Τον είδες τελευταία;» λέω «Ναι, χθες τον είδα, πότε» και μου λέει: «Να, ήρθε στην πλατεία και έπλυνε κάτι ρούχα, εσώρουχα και ήρθε εκεί να τα απλώσει, να στεγνώσουν στην πλατεία». Εγώ κατάλαβα ότι, λέω, έχει ξεφύγει ο άνθρωπος πια 70 χρόνων. Τότε λέγαμε πάλι είναι μεγάλος. Τα 70 τελικά δεν είναι και αυτά. Και πήγα εκεί στην πλατεία, τον είδα, τον πήρα και πήγαμε σπίτι και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση τότε. Μετά άρχισε να χειροτερεύει η κατάσταση, άρχισε να ξεχνάει, άρχισε να ντύνεται με παράλογα ρούχα, να φοράει το παντελόνι στα χέρια και τα πουκάμισα στα πόδια, που λένε. Αλλά επειδή λέω ότι ήμουν προετοιμασμένος ότι θα συμβεί, δεν μπορεί να ζήσει 300 χρόνια ο άνθρωπος, εντάξει τα έβλεπα παράξενα αλλά τα δεχόμουν. Μου λέγανε περιστατικά ότι πήγε να πληρώσει δύο φορές, ρωτούσε το ίδιο πράγμα δύο φορές. Το έβρισκα μέσα στο πρόγραμμα. Τελικά, διαπιστώθηκε ότι είχε καρκίνο κάπου πάνω από το αυτί, γιατί μετά άρχισε να μην μπορεί να μιλάει και δεν κατάλαβα ποτέ άμα ακούει. Δεν μπορούσε να μιλάει, δεν άρθρωνε, μιλούσε σαν μικρό παιδί, σαν μουγκός μιλούσε, έτσι. Όταν δεν ήταν καλά, όταν λίγο καλυτέρευε καμιά φορά, έλεγε μερικές λέξεις. Αυτό συνέχιζε, όσο πήγαινε μετά κέρδιζε χώρο η μουγκαμάρα -που λέμε- και μετά κάπου-κάπου μιλούσε. Ε τελικά τον πήγαμε στο νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη, του κάνανε μια θεραπεία, ήρθε εδώ συνεχίσαμε έτσι. Εγώ, εν τω μεταξύ, επειδή ήμασταν οι δυο μας στο σπίτι, μείναμε μόνοι μας, αισθάνθηκα την υποχρέωση, γονιός ήτανε. Λέω τώρα, τη μάνα μου τη φρόντιζε ο πατέρας μου, εγώ δεν ανακατευόμουν στην ασθένεια της μάνας μου, να τη μεταφέρω, να την πάω εδώ εκεί τέτοια. Ο πατέρας μου ήταν υπεύθυνος και παντού και πήγαινε και με όρεξη μάλιστα. Και τον πατέρα μου, όμως, τον ανέλαβα εγώ. Γιατί μέναμε στο σπίτι οι δυο μας, δεν υπήρχε άλλο άτομο ούτε οι αδερφές μου ούτε κανένας. Και κάθε μέρα, ένα διάστημα έφτασα δε να σταματήσω τη δουλειά, γιατί δεν είχα περιθώριο να δουλεύω και να τον βλέπω. Έφτιαχνε αλητείες, έβγαινε έξω, με συγχωρείς τα έφτιαχνε επάνω του, έβγαινε έξω στο δρόμο γυμνός και ήταν δύσκολα. Αποφάσισα να κάτσω να τον προσέχω επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Γιατί δεν κοιμότανε εύκολα, είχε πολύ πρόβλημα. Όταν μου λέγανε στο νοσοκομείο ότι δεν τον πιάνουν οι ενέσεις, όλα τα μίγματα που κάνανε, δυνατές. Με ρωτούσαν αν έπινε, ο πατέρας μου έπινε αρκετά, ήταν λίγο πότης και δεν τον έπιαναν οι ενέσεις και ήταν συνέχεια σε εγρήγορση. Και όπως είχε και το πρόβλημα στο κεφάλι, όλο σε υπερένταση ήταν, ενοχλούσε, μου ’δινε μερικές μπουνιές μερικές φορές αλλά εντάξει κι αυτό ήταν μες στο πρόγραμμα πάλι. Ώσπου η κατάσταση άρχισε να χειροτερεύει και αυτό κράτησε γύρω στους 7-8 μήνες. Ώσπου κάποτε έπεσε σε-πώς το λένε αυτό, που τα μάτια που γυρίζουν κάτι; Όχι σε κώμα.
Επιληψία;
Ε;
Επιληψία;
Επιληψία, ναι. Κάτι σε επιληψία, ρώτησα μία γειτόνισσα τι να κάνουμε, λέει: «Να φέρεις τον παπά να τον κοινωνήσει», τον φέραμε. Την άλλη μέρα σηκώθηκε, πήγε στο καφενείο. Ήταν η τελευταία φορά που βγήκε από το σπίτι, μετά όταν γύρισε έπεσε σε κώμα και δεν ξανασηκώθηκε. Τότε λέμε αυτό που ισχύει, ότι τελευταία τα δίνει όλα ο πεθαμένος, τελευταίες μέρες. Έτσι αυτό ισχύει, φαίνεται. Ο παππούς μου που λέγανε ζούσε 15 χρόνια κατάκοιτος, τελευταία βραδιά πήγε από την μια μεριά στο δωμάτιο στην άλλη μόνος. Συμβαίνει αυτό, όλες οι δυνάμεις ενεργούν και κάνουν το τελευταίο κατόρθωμα, που λένε. Τελικά, συνέχισε η κατάσταση αυτή, ώσπου κάποια στιγμή ήρθε το μοιραίο και αυτό που θέλω να πω πιο πολύ είναι, κάνοντας τον…Μάλιστα, θυμάμαι, κάτι που μου είχε πει μία γειτόνισσα. Ε σίγουρα είναι δύσκολο να προσέχεις έναν γονιό όλη την ημέρα και όταν είναι σε κατάσταση έτσι, που να μην καταλαβαίνει, δεν άκουγε, δεν μιλούσε τίποτα. Δεν ξέρω αν άκουγε, συγνώμη, δεν μιλούσε καθόλου. Και μου είχε πει μια γειτόνισσα κάτι, το οποίο μου έδωσε κουράγιο μου λέει: «Τι να κάνουμε, ρε Κώστα, είναι να το περάσετε και αυτό». Αυτό το πράγμα μου έχει μείνει και το εμπέδωσα και λέω είναι να το περάσουμε και αυτό, τι να κάνουμε, πρέπει να το φέρουμε εις πέρας. Και κάποτε όταν τελείωσε με το καλό από…Το καλό τώρα, συγχωρέθηκε ο άνθρωπος, τι καλό! Αλλά λυτρώθηκε και λυτρώθηκαν και όλοι εκεί γύρω και οι πάντες. Γιατί τελευταίο μήνα τον φρόντιζε, αφού ήταν σε κώμα, ερχόταν οι γειτόνισσες, καθόταν παρέα εκεί. Κι εγώ πήγα, άρχισα να δουλεύω πάλι, επειδή είχα και ανάγκη από τέτοιο, από χρήμα. Και ένα μήνα πόσο και μετά κατέληξε αλλά θυμάμαι τα συναισθήματα, όταν συνέβαινε αυτό του μοιραίου. Ας πούμε, δεν λυπήθηκα, δεν μπορώ να πω ότι λυπήθηκα, σφάδαζα, τίποτα. Απλά είναι κάτι το οποίο λες τόσα χρόνια το έχεις δίπλα σου, μετά το χάνεις και το αντιμετωπίζεις σαν ένα φυσικό γεγονός. Αλλά πάντα αισθάνομαι όμορφα και κάθε φορά που μου έρχεται κάτι, μία σκηνή από τον τρόπο που ζούσαν τότε, αισθάνομαι πιο πολύ χαρά παρά στεναχώρια, όταν τον θυμάμαι. Και αυτό ήταν γιατί είχα μία, ας πούμε, ευχαρίστηση ότι εγώ έκανα σαν γιος του χρέος. Έπρεπε να κάνω αυτό το πράγμα, το έκανα και ήμουνα και περήφανος και θεωρώ ότι ήταν από τα πιο σπουδαία πράγματα που έχω κάνει. Και έτσι αισθανόμουνα και δεν μου κακοφάνηκε καθόλου. Έμαθα μετά να ζω μόνος μου και να ‘μαστε τώρα εδώ τα λέμε μόνοι μας. Περίπου έτσι έχουν τα πράγματα με τους γονείς μου. Απλά ένα πράγμα που λένε ότι ο χρόνος επουλώνει πολλά πράγματα, παρόλο που εγώ δεν είχα θλίψη τόσο πολύ, γιατί προσπαθώ να είμαι λίγο προσγειωμένος. Περιμένω κάποια πράγματα ότι θα συμβούν και αυτό ήταν θέμα χρόνου και συνέβη μετά από 8-9 μήνες πόσο και όλα πήγαν καλά.
Σε ευχαριστώ.
Ε;
Σε ευχαριστώ. Δεν θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο;
Όχι, όχι. Ξέρω γω τώρα τι να ψάχνω τώρα.
Φωτογραφίες

Η ζωή στη γειτονιά
Αναμνηστική φωτογραφία με γυναίκες της Πετ ...

Θεατρική πρόβα
Πορτρέτο του αφηγητή.

Ο αφηγητής και η αδερφή ...
Ο αφηγητής και η αδερφή του σε μικρή ηλικί ...

Οι γονείς του αφηγητή
Φωτογραφία των γονιών του αφηγητή.

Ο αφηγητής και η αδερφή ...
Ο αφηγητής και η αδερφή του σε μικρή ηλικί ...

Οδηγός στο Μπάμπιντεν
Ο αφηγητής οδηγεί το αυτοκίνητο που μοιράζ ...

Ταξίδι στη Μόσχα
Ο αφηγητής στη Μόσχα.

Ταξίδι στην Κωστάντζα
Ο αφηγητής στην Κωστάντζα.

Ταξίδι στην Ταϋλάνδη
Ο αφηγητής στην Ταϋλάνδη.

Θεατρική παράσταση στο Φ ...
Ο αφηγητής στην παράσταση Πλούτος του Αρισ ...

Ο αφηγητής Κωνσταντίνος ...
Ο αφηγητής στην αυλή του σπιτιού του στην ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Κώστας Καψιμάνης, γεννημένος στο χωριό Πετρούσα της Δράμας μοιράζεται την ιστορία της ζωής του, μια ιστορία γεμάτη τέχνη και ταξίδια. Μεγαλωμένος σε συνθήκες φτώχιας, φεύγει για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει. Η οικονομική του κατάσταση δεν του το επιτρέπει, εργάζεται σκληρά και επιστρέφει στο χωριό του το 1976. Η επιστροφή του συμπίπτει με την πολιτιστική άνθιση και την ίδρυση του πολιτιστικού συλλόγου. Μια συγκυρία που θα αλλάξει τη ζωή του. Χωρίς να έχει χορέψει ποτέ, από ένα τυχαίο γεγονός αναλαμβάνει καθήκοντα χοροδιδάσκαλου, βραβεύεται στην εκπομπή «Να η Ευκαιρία», γίνεται αυτοδίδακτος οργανοπαίκτης και διδάσκει την παράδοση στα παιδιά του χωριού. Παράλληλα, εργάζεται ως μαρμαράς την εποχή της μεγάλης ανοικοδόμησης και βρίσκει τον εαυτό του καλλιεργώντας δέντρα. Περίεργο και ανήσυχο πνεύμα, γνωρίζει το θέατρο στα στενά όρια του χωριού του και καταφέρνει να γίνει ο πιο αγαπητός ερασιτέχνης ηθοποιός της Δράμας. Μας ταξιδεύει στο διονυσιακό έθιμο του Μπάμπιντεν, τη λύρα και την μοναδική ντόπια παράδοση. Τέλος, μοιράζεται τη σοφία της ζωής, που του πρόσφεραν τα ταξίδια και η περιέργειά του.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνος Καψιμάνης
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Μανούση
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/07/2021
Διάρκεια
87'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Κώστας Καψιμάνης, γεννημένος στο χωριό Πετρούσα της Δράμας μοιράζεται την ιστορία της ζωής του, μια ιστορία γεμάτη τέχνη και ταξίδια. Μεγαλωμένος σε συνθήκες φτώχιας, φεύγει για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει. Η οικονομική του κατάσταση δεν του το επιτρέπει, εργάζεται σκληρά και επιστρέφει στο χωριό του το 1976. Η επιστροφή του συμπίπτει με την πολιτιστική άνθιση και την ίδρυση του πολιτιστικού συλλόγου. Μια συγκυρία που θα αλλάξει τη ζωή του. Χωρίς να έχει χορέψει ποτέ, από ένα τυχαίο γεγονός αναλαμβάνει καθήκοντα χοροδιδάσκαλου, βραβεύεται στην εκπομπή «Να η Ευκαιρία», γίνεται αυτοδίδακτος οργανοπαίκτης και διδάσκει την παράδοση στα παιδιά του χωριού. Παράλληλα, εργάζεται ως μαρμαράς την εποχή της μεγάλης ανοικοδόμησης και βρίσκει τον εαυτό του καλλιεργώντας δέντρα. Περίεργο και ανήσυχο πνεύμα, γνωρίζει το θέατρο στα στενά όρια του χωριού του και καταφέρνει να γίνει ο πιο αγαπητός ερασιτέχνης ηθοποιός της Δράμας. Μας ταξιδεύει στο διονυσιακό έθιμο του Μπάμπιντεν, τη λύρα και την μοναδική ντόπια παράδοση. Τέλος, μοιράζεται τη σοφία της ζωής, που του πρόσφεραν τα ταξίδια και η περιέργειά του.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνος Καψιμάνης
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Μανούση
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/07/2021
Διάρκεια
87'