Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Εκλεκτά εδέσματα: Το ταξίδι του αυγοτάραχου σε όλο τον κόσμο με τη βοήθεια του Ζαφείρη Τρικαλινού
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια στο Αιτωλικό
00:00:00 - 00:06:46
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Βρίσκομαι με τον Ζαφείρη Τρικαλινό στην Αθήνα, ονομάζομαι Καρέτσου Δήμητρα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Η ημερομηνία είναι 12 Δεκεμβ…λαμά, τον είχανε δέσει, για να μην τον πάρουν τα ορμητικά νερά. «Τι σου χρωστάμε μπαρμπα-Πάνο;». «Τίποτε. Τίποτε, μπαρμπα-Πάνο». Συγγνώμη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η ζωή στο Αιτωλικό και την Πάτρα
00:06:46 - 00:18:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κάποια στιγμή, τον πατέρα μου τον ζήτησαν να πάει να φτιάξει τα διβάρια. Τα διβάρια είναι τεχνικά πράγματα, που φτιάχνουν μες στη λιμνοθάλασ… Πάτρα, γύρισα Αιτωλικό, μετά Αθήνα και τα λοιπά. Κάποια στιγμή, δεν ήθελα να ασχοληθώ με τη δουλειά του πατέρα, γιατί ήτανε πολύ δύσκολη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Ένα νέο ξεκίνημα
00:18:23 - 00:24:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έβλεπα τον πατέρα μου. Τα χέρια του είχαν γίνει σίδερο, τα πόδια του πάταγε αχινό και δεν καταλάβαινε κάτι. Χειρωνακτικές δουλειές. Και αποφ…νε. Τέλος πάντων, λέει: «Κάντε τις αιτήσεις». Κάνω κάποιες αιτήσεις. Με καλούν, μετά από μέρες και μου λέει: «Εγκρίνεται». Δεν το περίμενα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Το νέο ξεκίνημα και οι έρευνες
00:24:41 - 00:38:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Το δάνειο, μπράβο. Συνεχίζουμε. Λοιπόν, πήρα το οικόπεδο εδώ, στη Δάφνη και τα 'θελε μετρητά ο κύριος αυτός. Πήγαμε στο δικηγόρο του -συμβ…ς μια φετούλα και να την χωρίσεις σε 5 τέτοια και να σου βγάνει, μια-μια, τη γεύση. Και όποιος το γεύεται να του κάνει και καλό στην υγεία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Γνωριμίες, εμπειρίες και ταξίδια
00:38:10 - 01:02:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αποτέλεσμα, το Δεκέμβριο του '13, νομίζω, -'14; '13;- μας καλέσανε στο Κογκρέσο να το παρουσιάσουμε σε ολομέλεια. Ήτανε δυνατό πράγμα. Και κ… απαξίωση με το εξηντατόσο τοις εκατό τις ελιές Καλαμών. Δεν είναι. Με αυτή τη λιμνοθάλασσα… που μπορούσε να θρέψει όλη την Ελλάδα και να…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Παράπονο για τον τόπο
01:02:23 - 01:04:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έτσι, με αυτή τη δουλειά κάναμε τρόπο ζωής και… άντε! Βρίσκουμε καμία ευκαιρία, πάμε κανένα θεατράκι, κανένα σινεμά. Πηγαίνουμε σε εστιατόρι… παιδί μου. Αυτό με πληγώνει λίγο έως πολύ. Σκόρπιες κουβέντες, έτσι; Αλλά..- Καθόλου. Εντάξει. Να ρωτήσω κι εγώ- Πάμε. Δύο πράγματα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Το αυγοτάραχο
01:04:39 - 01:14:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, να σας ρωτήσω: «Γιατί το αυγοτάραχο;» και περισσότερο «Γιατί, τότε, πήρατε την απόφαση και όχι νωρίτερα, να ασχοληθείτε με αυτό;». … Ταξιδέψαμε; Ναι, πολύ. Μπράβο. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Κι εγώ σ’ ευχαριστώ. Με ξεδίπλωσες. Άντε! Χαίρομαι πολύ. Ευχαριστώ. Να 'σαι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Βρίσκομαι με τον Ζαφείρη Τρικαλινό στην Αθήνα, ονομάζομαι Καρέτσου Δήμητρα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Η ημερομηνία είναι 12 Δεκεμβρίου το 2022 και ξεκινάμε. Λοιπόν, κύριε Ζαφείρη, θα ήθελα να μου πείτε κάποια πράγματα για το πότε και πού γεννηθήκατε και πώς ξεκίνησαν τα πρώτα χρόνια της ζωής σας.
Λοιπόν, είμαι ο Ζαφείρης ο Τρικαλινός. Γεννήθηκα στο Αιτωλικό στις 13 Φεβρουαρίου του 1958. Αυτή τη στιγμή πάω στα 65 μου χρόνια. Τα χρόνια στο Αιτωλικό ήτανε αρκετά δύσκολα, φτωχά. Όμως, είχαμε την αλάνα, είχαμε τις φωνές, είχαμε τη μπάλα, είχαμε τις παρέες και τελευταίο είχαμε και το σχολείο. Όλοι γυρίζαμε στο σχολείο με ένα καρούμπαλο, γιατί η μητέρα μας, κύρια… «Πού ήσουνα, παιδάκι μου;». «Έπαιζα». «Έπαιζες;», μπαπ. Να το καρούμπαλο την άλλη. Δεν ήσουνα ο μόνος. Είχανε και άλλοι. Ή πήγαιναν να μας πλύνουν στη σκάφη, το σαπούνι έτσουζε τα μάτια, κλαίγαμε, μπαμ με το σαπούνι που ήταν σαν πέτρα, άλλο καρούμπαλο. «Τι έχουμε να φάμε σήμερα;». «Φακές». «Μα και χθες φακές». «Δεν το φάγατε. Και αύριο φακές θα έχουμε, αν δεν φάτε την κατσαρόλα». Τέλος πάντων, ήτανε, όμως, όμορφα τα χρόνια, ήτανε της αθωότητας, ήτανε... οι δρόμοι, τότε, δεν ήτανε άσφαλτοι. Ήτανε με χώμα. Και όταν έβρεχε, λασπουριά μεγάλη. Κάποια στιγμή, γίνεται κι ένας σεισμός, γκρεμίζονται αρκετά σπίτια, μεταξύ των οποίων και το δικό μας και μέναμε σε μία σκηνή. Εκεί να δεις κρύο, όταν ξύπναγες το πρωί. Ζεσταίναμε νερό, κάναμε μπάνιο. Τέλος πάντων, όμως, αυτά τα χρόνια μείνανε και έβγαλαν και καλούς ανθρώπους. Η οικογένειά μου ασχολούνταν με το ψάρεμα και με το αυγοτάραχο. Πάντοτε, στο σπίτι μας υπήρχε μια κατσαρόλα με λιωμένο κερί ή που λιώναμε το κερί και βουτάγαμε τα αυγοτάραχα, για να μην οξειδώνονται. Αυτή η μυρωδιά του κεριού μ’ έχει σημαδέψει. Μ’ έχει σημαδέψει ακόμα και η ζωή μες στη λιμνοθάλασσα, η ζωή μαζί με τον πατέρα μου, τον παππού μου, γιατί ο προπάππους άρχισε αυτή τη ζωή, ο Γιώργος, ο γιος του ο Ζαφείρης, που πήρα κι εγώ το όνομά του, μετά ο πατέρας μου. Όλοι ήτανε καραβοκυραίοι, καπεταναίοι. Δηλαδή, υπεύθυνοι για κάποιο συνεταιρισμό, για κάποιο ιχθυοτροφείο. Δεν είναι τα ιχθυοτροφεία που ξέρουμε σήμερα. Είναι με παγίδες που φτιάχνανε στα πελάγη, για να πιάσουν τα ψάρια και τα λοιπά. Οι γενιές αυτές ασχολήθηκαν με το ψάρεμα. Και το κάνανε επιστήμη. Μάλιστα, θυμάμαι πάρα πολλούς καθηγητές απ' το Πανεπιστήμιο, που κατεβαίνανε και κουβεντιάζανε, ώρες, τον πατέρα μου, για να του πάρουν γνώσεις. Εγώ από παιδάκι, έχω και φωτογραφίες μες στη λιμνοθάλασσα. Άντε να βγάνω κανένα αυγοτάραχο από κανένα ψάρι, άντε να το φτιάχνω, άντε να το βάζω στο κερί και τα λοιπά. Όμως, επειδή ο πατέρας μου δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα στους άλλους συνεργάτες του ότι «Τα παιδιά μου τρώνε αυτόν τον πολύτιμο θησαυρό», δεν ήταν απλοχέρης, να μας το δίνει. Βλέπαμε κανένα παιδάκι που έτρωγε, μας έκοβε λίγο ή ο πατέρας του και τα λοιπά… και λέω: «Δεν θα μεγαλώσω; Θα δούμε!». Λοιπόν, και απ΄ τη δική μου γενιά η οικογένεια ευχαριστήθηκε το αυγοτάραχο. Στα διβάρια ο πατέρας μου… τότε, δεν είχανε μηχανές. Ερχόνταν με τα κουπιά, ερχόνταν με το σταλίκι, ένα ξύλο που αμπώνανε τη βάρκα, με πανιά. Ήτανε ώρες να έρθουν. Και κάνανε 1, 2 και 3 μήνες να δουν την οικογένειά τους. Στέλνανε, βέβαια, καθημερινά τα ψάρια με ένα μεγαλύτερο -πριάρι το λέγανε-, μεγάλη βάρκα. Στέλναμε κι εμείς κάποια πραγματάκια, κανένα φρούτο, κανένα ψωμάκι ζεστό, για να φάει ο πατέρας και οι άλλοι συνάδελφοί του που ήταν εκεί. Ο πατέρας μου είχε μια εξοικείωση με τη θάλασσα. Καθότανε μέχρι τη μέση, με ένα καπέλο στο κεφάλι, με ένα τσιγάρο και την κουβέντιαζε. Αυτό μου έχει μείνει. Γνώριζε, παραδείγματος χάριν, απ' τη συμπεριφορά της, ότι θα κάνει σεισμό. Και έκανε σεισμό. «Θα βγάλουμε, σήμερα, αρκετά ψάρια». Και βγάναμε, σήμερα, αρκετά ψάρια. Κάποια στιγμή, είχε βγάλει εξηντατόσους τόνους χέλια. Μεγάλη ποσότητα. Ήρθαν οι Ιταλοί με καράβι και τα φορτώσανε, με δεξαμενές. Τα πήραν ζωντανά. Ποτέ δεν έπαιρνε ένα κοφίνι να βάλει τα ψάρια. Γέμιζε όλη τη βάρκα. Και αποτέλεσμα ήταν ότι τον καλέσανε και στη Λιβύη, στην Αίγυπτο, να τους φτιάξει τα διβάρια, χωρίς να ξέρει γράμματα, κάτι το ιδιαίτερο. Μάλιστα, είχε φτιάξει και πολλά διβάρια στην Ελλάδα. Θυμάμαι, στον Καλαμά, τον είχανε δέσει, για να μην τον πάρουν τα ορμητικά νερά. «Τι σου χρωστάμε μπαρμπα-Πάνο;». «Τίποτε. Τίποτε, μπαρμπα-Πάνο».
Συγγνώμη.
Κάποια στιγμή, τον πατέρα μου τον ζήτησαν να πάει να φτιάξει τα διβάρια. Τα διβάρια είναι τεχνικά πράγματα, που φτιάχνουν μες στη λιμνοθάλασσα, ούτως ώστε να ξεγελιούνται τα ψάρια, να μπαίνουν σε παγίδες και να τα πιάνουν. Δεν τα ταΐζουν τα ψάρια. Είναι αυτά που έρχονται απ' το πέλαγος. Μπαίνουν μέσα, κάνουν να φύγουν και παίρνουν τις παγίδες και τα πιάνουν. Τον είχαν καλέσει στη Λιβύη και στην Αίγυπτο, να τους φτιάξει τα διβάρια. Μάλιστα, του είχανε πει να πάει μόνιμα και μας έβανε η μητέρα μου και κλαίγαμε, για να μην πάμε. Έκανε πίσω ο πατέρας μου και πέρασε της μητέρας. Ως συνήθως. Λοιπόν, «Τι σου χρωστάμε, κύριε Παναγιώτη; Μπαρμπα-Πάνο;», «Τίποτε». «Τι τίποτε;». Κάποια στιγμή, βλέπω ένα φορτηγό και είχε μια βάρκα πάνω. Λέει: «Ξέρεις πού είναι του Τρικαλινού;». Λέω: «Είμαι ο γιος του». «Αυτό» λέει, «είναι για σένα». «Ποια;», του λέω. «Το φορτηγό ή η βάρκα;». Λέει: «βάρκα». Λοιπόν, «Ωραία, μου φέρανε μια βάρκα», φώναζα. Παίρναν τη βάρκα, τη ρίξαν μες στη θάλασσα. «Έχω βάρκα». Μικρός, τώρα, εγώ. Με πιάνει ο πατέρας μου. Μου λέει: «Κοίταξε να σου πω. Ναι, μεν, σε σένα τη φέρανε, γιατί τη δούλεψα εγώ, αλλά εσύ δεν την έχεις ανάγκη. Πρέπει να μάθεις γράμματα. Αυτή την έχουν ανάγκη αυτοί που δουλεύουν σε αυτό το επάγγελμα. Θα τη δώσουμε στο συνεταιρισμό. Θα τη χαρίσουμε στο συνεταιρισμό». «Όχι, αφού εμένα τη φέρανε» και τα λοιπά. Τέλος πάντων, αγανάκτησε ο πατέρας μου. Μου λέει: «Πρόσεξε μην πάρεις τη βάρκα». Κανονίζω με έναν φίλο, μπαίνω στη βάρκα, μας παίρνει το κύμα, μας πετάει σε κάτι πέτρες. Βλέπω, μετά από ώρα, τον πατέρα μου με ένα πριάρι, μεγάλη βάρκα, έρχεται, μας βάζει επάνω, τραβάει και τη βάρκα, μας πάει στο Αιτωλικό και ακούμπησε το χέρι στην πλάτη μου. Καλύτερα να με σκότωνε, παρά αυτό που μου έκανε. Αυτό ήταν το ξύλο που έφαγα απ' τον πατέρα μου. Ακούμπησε το χέρι του στην πλάτη μου. Τίποτα άλλο σε όλη του τη ζωή. Η μητέρα μου μας χτύπαγε. Αυτή είχε την ευθύνη, αυτή είχε τη... κοιτάξτε. Αυτή η λιμνοθάλασσα, αυτά τα διβάρια, αυτοί οι συνεταιρισμοί, έβγαναν ανθρώπους… δεν τους έκανε πλούσιους. Όμως, είχαν την ευχέρεια να έχουν ένα σπιτάκι μετά από κάποια χρόνια, να ντύνουν τα παιδιά τους, φτωχικά, αλλά να τα ντύνουν, να τρώνε μια φρατζόλα ψωμί, ένα πιάτο φαγητό και να τα σπουδάζουν με κόπο. Μέχρι εκεί. Δεν είχε τίποτα άλλο. Αλλά αυτό είναι και αξιοπρέπεια. Αυτό [00:10:00]πρόσφερε, με τη δουλειά σου. Αυτή την αμοιβή έδινε. Και το αυγοτάραχο που κάνανε, ενώ υπήρχε μια εκτίμηση παλιά -το αυγοτάραχο ήρθε απ' το Βυζάντιο στην Ελλάδα-, υπήρχε μια εκτίμηση, επειδή ο καθένας έφτιαχνε το δικό του με τον τρόπο το δικό του, χωρίς έλεγχο, χωρίς τίποτε και όλοι θεωρούσαμε ότι «Το δικό μου είναι καλύτερο απ' των άλλων» απαξιώθηκε. Το παίρνανε μόνο για πεσκέσι, δηλαδή για ανομία. Όχι για... να λαδώσω! Να λαδώσω τον δικαστικό. Το αναφέρει, χαρακτηριστικά, ο Παπαδιαμάντης στη «Φόνισσα». Να το δώσω στον δικηγόρο να με αθωώσει, να το δώσω στον πολιτικό να διορίσει τα παιδιά μου και τα λοιπά. Και είχε… αυτό το πράγμα, εμένα, ποτέ δε μου άρεσε. Δηλαδή, ένα καλό προϊόν να έχει πάρει αυτό το πράγμα. Πήγαινα τακτικά στον πατέρα μου είτε ήθελα είτε δεν ήθελα. Αυτές ήταν και διακοπές μαζί. Πηγαίναμε στα διβάρια. Άμα καθόσουνα 1-2 μέρες, δεν είχες να μιλήσεις με άνθρωπο. Μέσα σε 10 τετραγωνικά, μες στη λιμνοθάλασσα. Κάποια στιγμή, μεγαλώνοντας, την κοπάνησα απ' το Αιτωλικό και πήγα Λύκειο στην Πάτρα. Ήθελα μεγαλύτερη πόλη. Μου άρεσε το ποδόσφαιρο, μου άρεσε ο αθλητισμός, μου άρεσε το θέατρο, μου άρεσε ο σινεμάς. Στο Αιτωλικό, όταν πηγαίναμε σινεμά, έφευγες και καμία βδομάδα απ' το σχολείο με αποβολή. Γιατί πήγες σινεμά. Απαγορευότανε. Έπρεπε να πηγαίνουμε κατηχητικό, να μας σφραγίζανε ένα μπλοκάκι ότι πήγαμε κατηχητικό και κάθε Κυριακή, άγρια χαράματα, στην εκκλησία. Αν δεν πήγαινες εκεί, «6» στα Θρησκευτικά. Πηγαίνοντας στην Πάτρα, έπρεπε να τα βγάλουμε και οικονομικά. Λοιπόν, εργαζόμουνα και πήγαινα και σχολείο. Προσάρμοσα τη νοοτροπία μου, την κουλτούρα μου… και μάλιστα, δεν είναι υπερβολή. Με ιντριγκάριζε πάρα πολύ το Δημοτικό Θέατρο της Πάτρας. Πήγαινα σαν να ‘ταν εκκλησία. Μου άρεσε αυτό το αριστούργημα που γινόταν εκεί. Πήγαινα και σε καμία συναυλία. Είχα δει, μικρός, τον Πασχάλη και πριν από κάνα-δύο χρόνια τον είδα. Του λέω: «Ήμουνα μικρός που σε είχα δει. Τώρα, είμαι πολύ μεγάλος και σε ξαναβλέπω. Εσύ μικραίνεις». Μου άρεσε μια κοπέλα, η Μαριάντζελα, που τραγουδούσε μαζί του. Μου λέει: «Εξαιρετική κυρία». Λέω: «Γι’ αυτήν ήρθα. Δεν ήρθα για σένα». Μάλιστα, έχω και αυτόγραφό της ακόμα. Λοιπόν, φεύγοντας απ' την Πάτρα… ποτέ δεν είχα φύγει απ' τον τόπο μου, δηλαδή συνέχεια έφευγα και πήγαινα, έπαιρνα το λεωφορείο και πήγαινα. Καθόμουνα. Ξανάφευγα. Αλλά μπορώ να πάω και μια βδομάδα… σε 7 μέρες να πάω και τις 5-6 μέρες. Και τώρα, το ίδιο κάνω. Και χθες, συγκεκριμένα, πήγα. Πήρα τη δόση μου, είδα, εκεί, τη λιμνοθάλασσα, που είχε φουσκώσει. Έφτασε μέχρι το χείλος του πεζοδρομίου. Κοίταξα το πέλαγος, πήρα τις ανάσες μου και έφυγα. Μ' αρέσουν και οι άνθρωποι. Έτσι, λίγες σοβαρές συζητήσεις γίνονται και υπάρχουν κάποιοι που κοιτάζουν αυτή η περιοχή, αυτός ο τόπος, έτσι, να διαφημιστεί, να πάει μπροστά, να κάνει. Χωρίς να πατάμε σε γερά θεμέλια. Δε βάζουμε τα θεμέλια τα γερά, γιατί ο τόπος αυτός έχει θεμέλια. Και έχει βγάλει ανθρώπους που... παίρνουμε τόσους απ' το Μεσολόγγι. Να αναφέρω απ' το Αιτωλικό, που εκεί γεννήθηκα, τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, να αναφέρω την Κατράκη, να αναφέρω... και απ' ό,τι μου είχε πει και ο Κώστας ο Καζάκος και η Τζένη η Καρέζη εκεί γεννήθηκε, γιατί ήταν εκπαιδευτικοί οι γονείς της και γεννήθηκε εκεί. Και μάλιστα έχουν και ένα κτήμα, ένα με ελιές. Η Βάσω η Κατράκη. Αυτό το υπέροχο Μουσείο που πάει σε απαξίωση. Δεν μπορεί, τώρα, ένα τέτοιο Μουσείο να μη λειτουργεί σε καλή βάση. Πας εκεί και κλαις. Πήγα ανθρώπους που έχουν τη σφραγίδα τους παγκόσμια και γράφει ο Alan Richman ότι «Εδώ…» -ο μεγαλύτερος γαστρονομικός δημοσιογράφος της Αμερικής- «Εδώ ευαισθητοποιείται και ένας Νεοϋορκέζος». Και άλλοι άνθρωποι. Ύμνος. Και βλέπεις, τώρα, ούτε συντήρηση ούτε... τέλος πάντων, την άλλη φορά, που πήγα με ένα κανάλι, ήτανε σαν να μπαίνεις σε μια πισίνα μέσα. Τόσα νερά είχε μέσα το Μουσείο. Και έχει φύγει ο κόσμος. Περπατούσα, εχθές, στους δρόμους και ήτανε έρημοι. Μεσημέρι. Πήγα να φύγω το βράδυ και ήτανε έρημοι οι δρόμοι. Αυτό με χτυπάει πάρα πολύ, με στεναχωρεί. Όταν μεγάλωσα, δεν ήθελα να κάνω τη δουλειά που κάνανε οι δικοί μου. Και ποτέ εγώ δεν κάνω την ίδια δουλειά που κάνει κάποιος άλλος. Ή μπορεί να την κάνω στους δικούς μου όρους, με τα δικά μου, αυτά που θέλω εγώ.
Να ρωτήσω κάτι;
Ε;
Να ρωτήσω κάτι;
Ναι, αμέ.
Στην Πάτρα, που έπρεπε να δουλεύετε και να-
Ναι.
Πηγαίνετε σχολείο παράλληλα. Εκεί, τι δουλειές κάνατε;
Κύρια, δούλευα σε ένα βενζινάδικο και ήταν το τελευταίο βενζινάδικο που γέμιζαν οι νταλίκες πριν μπουν στα καράβια και πάνε στη Ιταλία και οι αναθυμιάσεις από το πετρέλαιο μου είχανε κάνει το πρόσωπο… όλο καιγότανε. Το βράδυ κοιμόμουνα και δεν μπορούσα να ανασάνω. Τέλος πάντων. Και είχα και ένα γυμναστή εκεί, ο οποίος… «Θα έρθεις στην Παναχαϊκή». Του λέω: «Αφού εργάζομαι. Τι να έρθω στην Παναχαϊκή;». «Όχι, παιδί μου. Θα 'ρθεις στην Παναχαϊκή». «6» Γυμναστική. Εγώ και ο Τάκης ο Χατζής, που είναι δημοσιογράφος. «Δεν πρέπει να αφήσεις τον αθλητισμό». «Και ποιος θα με ζήσει;». Τέλος πάντων, κάποια στιγμή, με έβαλε και έτρεξα έναν αγώνα δρόμου, μαζί με κάτι μαραθωνοδρόμους, τον Τσιμιγκάτο, τον Αργυρόπουλο και τα λοιπά, απ' το γηροκομείο στην Πάτρα, στην πλατεία Γεωργίου της Πάτρας και έτσι μου ανέβασε το βαθμό και πέρασα. Τον Τάκη τον Χατζή τον άφησε στην ίδια τάξη. Όχι στην ίδια τάξη. Τον άφησε για τον Σεπτέμβριο και πήγε με τη φόρμα και πήγε όλη η μαρίδα και κάναμε «Ανάταση! Μπράβο!». Λοιπόν, εντάξει. Ποτέ δε μετάνιωσα για κάτι που έκανα. Μπορούσα να το κάνω κάπως καλύτερα. Κάποια στιγμή, φεύγω απ' την Πάτρα, γύρισα Αιτωλικό, μετά Αθήνα και τα λοιπά. Κάποια στιγμή, δεν ήθελα να ασχοληθώ με τη δουλειά του πατέρα, γιατί ήτανε πολύ δύσκολη.
Έβλεπα τον πατέρα μου. Τα χέρια του είχαν γίνει σίδερο, τα πόδια του πάταγε αχινό και δεν καταλάβαινε κάτι. Χειρωνακτικές δουλειές. Και αποφάσισα και έκανα μία άλλη δουλειά. Είχα μπει στο Δημόσιο και αυτό που έκανα, το έκανα καλά, δηλαδή δεν ήμουνα ο δημόσιος υπάλληλος της εποχής εκείνης, με την έννοια που το... είχα το δικό μου μπαϊράκι, έβλεπα τα πράγματα, τελείως, διαφορετικά και κάποια στιγμή, ενώ είχα και θέση και καλά τα πηγαίναμε και τα λοιπά, μου λέει η μάνα μου «Ρε παιδάκι μου, τι κάνεις εκεί πέρα που πηγαίνεις;». Και πάω στη δουλειά και υποβάλλω δύο παραιτήσεις. Βέβαια, πριν τις υποβάλω, είχα περάσει από ένα συνεργείο, «Opel Καλτσούνης». Και εκεί, βρίσκω έναν κεφάλα, τον έβρισκα τακτικά, έναν μεγάλο άνθρωπο, με ένα κεφάλι τεράστιο, με σοφά λόγια: «Παιδί μου, ο άνθρωπος μονάδα είναι». Αυτό έλεγε συνέχεια. Ο κύριος Θωμάς απ' την Αμφιλοχία. Και [00:20:00]σαν πατριώτης με αγαπούσε και τον αγαπούσα. Κουβέντιαζε να πουλήσει ένα αυτοκίνητο. Και αυτός με κοίταγε. Μπαίνω μες στην έκθεση των αυτοκινήτων. Με κοίταζε με το ένα μάτι. Κάνω να φύγω. «Εσύ! Περίμενε!». Τελειώνει με τον άνθρωπο. «Έλα εδώ!». Πάω εκεί. «Τι σε προβληματίζει;». Λέω: «Έχω 32 χρόνια υπηρεσία και σκέφτομαι να κάνω μια άλλη δουλειά. Σε 2 χρόνια παίρνω σύνταξη». «Και 1 δευτερόλεπτο να έχεις να πάρεις σύνταξη, κάνεις αυτό που πρέπει». Και βγάζω ένα χαμόγελο ανακούφισης και πάω στη δουλειά και υποβάλλω δύο παραιτήσεις. Με παίρνανε κάποιοι άνθρωποι, που είχαν μεγάλες θέσεις και τα λοιπά. «Τι κάνεις; Δεν είναι σωστό» και αυτά. «Σε 2 χρόνια θα πάρεις...». «Όχι», λέω. Αυτή τη στιγμή, που μιλάμε, έχω 53 χρόνια ένσημα και δεν έχω πάρει σύνταξη και δεν με ενδιαφέρει. Να πηγαίνει καλά η δουλειά θέλω και να έχουμε υγεία. Και αποφάσισα να κάνω… να βάλω τη δική μου σφραγίδα σε ένα προϊόν, το οποίο είχε απαξιωθεί, ένα προϊόν που ήτανε για πεσκέσι, ένα προϊόν που δεν είχε ζήτηση. Και έπρεπε να φτιάξω το δικό μου προϊόν. Και το προϊόν που βγάζανε οι γονείς μου, αν έβγανε εκατομμύρια, δεν με ενδιέφερε. Ήθελα να κάνω αυτό που θα αγαπήσω εγώ, τη σφραγίδα τη δική μου. Και πήγαινα στο Αιτωλικό, εκεί που φτιάχναμε και στα διβάρια την παραγωγή. Κάτι δε μου άρεσε. Και αποφασίζω, μετά κι από κουβέντα με διάφορους ανθρώπους… ο ένας μου σημάδεψε τη ζωή. Είναι ο Γεράσιμος ο Βασιλόπουλος, αυτός που έφτιαξε τη μεγάλη αλυσίδα, τα «ΑΒ», ο οποίος με αγαπούσε και ήτανε ο άνθρωπος που κουβέντιαζε και αν ήτανε να βοηθήσει κάποιον, έστω και εις βάρος του, θα τον βοηθούσε. Έβλεπε πολύ μακριά αυτός ο άνθρωπος. Λοιπόν, και παίρνω την απόφαση να φέρω την εταιρεία στην Αθήνα. Διάλεξα αυτή την περιοχή που μιλάμε σήμερα, η οποία είναι η περιοχή που γεννήθηκε ο Σωκράτης. Και εδώ είναι ο λόφος, λίγο πιο πάνω, που πηγαίναν και κάναν τις συζητήσεις με τους μαθητές του. Το θέμα είναι ότι δεν υπήρχε εμπειρία, μέχρι εκείνη την εποχή, τι πρέπει να φτιάξεις, τι πρέπει να... γιατί πήρα απόφαση να κάνω κάτι αρκετά πιο... να προσαρμοστεί στην εποχή και να έχει και προοπτική. Και είναι σαν να παίρνεις πέντε φράγκα και να φτιάχνεις σήμερα ένα δωμάτιο, μετά να παίρνεις άλλα πέντε, να φτιάχνεις δίπλα ένα δωμάτιο και δεν βγαίνει σπίτι αυτό. Και χαλάς και περισσότερα χρήματα. Το θέμα είναι… και πού να βρεις αυτά τα χρήματα να φτιάξεις, τώρα, τη βιοτεχνία; Δεν είχαμε… ένα μισθό είχαμε. Είχαμε και μία οικογένεια και δυο παιδιά. Πάω στη μια τράπεζα. «Τι θέλεις;». «Δάνειο». «Τι να το κάνεις;». «Να φτιάξω μια βιοτεχνία». «Έχεις λογαριασμό; Έχεις τίποτε;». «Τίποτε». Έναν λογαριασμό μισθοδοσίας είχα στην «Εθνική» και αυτή… ούτε μου έδωσε σημασία. Κάποια στιγμή, αφού τις γύρισα όλες, πάω σε μια τράπεζα. Μου λέει: «Τι θέλετε;». «Δάνειο». «Τι δάνειο;». Λέω: «Θέλω ένα εκατομμύριο δάνειο, να φτιάξω μια βιοτεχνία». Κοιταχτήκανε μεταξύ τους. Λέει: «Πόσα θέλετε;». «Ένα εκατομμύριο. Τα 450 μετρητά, γιατί τόσα μου ζητάνε για να αγοράσω το οικόπεδο». Περίμενα να μου απαντήσουν. Με κοιτάγανε, με ξανακοιτάγανε. Τέλος πάντων, λέει: «Κάντε τις αιτήσεις». Κάνω κάποιες αιτήσεις. Με καλούν, μετά από μέρες και μου λέει: «Εγκρίνεται». Δεν το περίμενα.
Το δάνειο, μπράβο.
Συνεχίζουμε.
Λοιπόν, πήρα το οικόπεδο εδώ, στη Δάφνη και τα 'θελε μετρητά ο κύριος αυτός. Πήγαμε στο δικηγόρο του -συμβολαιογράφους και τα λοιπά- και μετά αποφασίσαμε να κάνουμε τη βιοτεχνία και πήραμε και τα άλλα 550. Το θέμα είναι… όταν ήρθε ένα παχουλό -σα βιβλίο ήτανε- με τις δόσεις κάθε μήνα… δεν ήξερα τι σημαίνει εκατομμύριο. Φεβρουάριος τότε, τόσα. Μάρτιος τόσα. «Παναγία μου», λέω. «Τι είναι εδώ;». Και πάω, παίρνω παραμάσχαλα και πάω στο Γέρακα, στα γραφεία του Γεράσιμου του Βασιλόπουλου. Του λέω: «Να σου πω. Κοίταξε αυτό». Μου λέει: «Τι είναι;». Λέω: «Η δόση του δανείου». «Έχω πάθει ταραχή», λέω. «Πώς δίνονται αυτά τα χρήματα;». Μου λέει: «Δύο πράγματα συμβαίνουν, όταν έχεις πάρει δάνειο και πρέπει να γυρίσεις. Ή δεν σε νοιάζει και σου τα παίρνουν όλα κι εσένα μαζί ή χάνεις τον ύπνο σου». Χωρίς να του πω καμία κουβέντα, έφυγα, γιατί η απάντηση ήταν να χάσουμε τον ύπνο μας. Και είχα 15 χρόνια να κοιμηθώ, κυρία. 15 χρόνια να κοιμηθώ. Δεν έχασα δόση. Πληρωνότανε... τη δουλειά αυτή την ξεκίνησα με τη μανούλα μου. Εγώ και η μάνα μου. Και τώρα, έχουμε πάνω από 20 άτομα προσωπικό. Δεν έχασα δόση. Το ξεπληρώσαμε το δάνειο. Πεταγόμουνα 2-3 φορές, το βράδυ, απ' τον ύπνο μου, αλλά μου άρεσε αυτό που έκανα. Και φτιάξαμε το προϊόν έτσι όπως το ήθελα, γιατί αυτό το προϊόν που κυκλοφορούσε, δεν ήτανε και καλό. Έκανε κακό στην υγεία και δεν είχε γεύση. Είχε αλάτι. Η γεύση έβγαινε απ' το αλάτι. Όμως, κάτι που δεν ξέρεις, το πληρώνεις. Και έτσι είναι. Συνεργαστήκαμε με Πανεπιστήμια. Κάποια στιγμή, η «Βιοϊατρική» είχε και διεύθυνση για τα τρόφιμα στη Μιχαλακοπούλου. Και πήγαινα εκεί και αυτοί δεν είχανε και τα μηχανήματα και τα λοιπά και τα στέλναν στην Αγγλία. Άλλαζα την παραγωγή, έφτιαχνα κάτι άλλο, το πήγαινα εκεί, το στέλναν στην Αγγλία, «Πάρε τόσα». Έβλεπα τις αναλύσεις. Συνεργάστηκα με την κυρία Τζια στο Πολυτεχνείο. «Τι βλέπεις σήμερα;». «Αυτά». «Πρέπει να διορθωθεί και αυτό». Και κάποια στιγμή, βλέπω ότι βγαίνουν τόσες πρωτεΐνες, τόσα ωμέγα, τόσες πρωτεΐνες, τόσες θερμίδες λίγες, ιχνοστοιχεία και τα λοιπά. Λέω: «Σε καλό δρόμο είμαστε». Και πηγαίνω στο Χαροκόπειο, βρίσκω την Αντιπρύτανη, την κυρία Αντωνοπούλου και της λέω: «Θέλω να κάνουμε μια έρευνα». «Ποιος είσαι εσύ;». «Έτσι κι έτσι». «Έτσι κι έτσι». «Τι έρευνα να κάνουμε;». Λέω: «Αν αυτό το προϊόν προσφέρει». Με κοίταξε, με ξανακοίταξε, με ρώτησε ορισμένα πράγματα. Μου λέει: «Προχωράμε. Πηγαίντε και θα σας ενημερώσω». Πραγματικά, με κάλεσε η κυρία. Μου είχε έτοιμο τι θα κάναμε, την έρευνα, που συμφώνησα και της ζήτησα τα χρήματα που θα έδινα να τα κάναμε σε δόσεις, γιατί δεν είχα να τα δώσω. Το δέχτηκε. Αυτή η έρευνα δημοσιεύτηκε στο πιο έγκριτο περιοδικό Χημείας και Τροφίμων στην Αμερική, όπου λέει ότι το αυγοτάραχο του Τρικαλινού καθαρίζει τις αρτηρίες. Και είναι χαρά και για το Πανεπιστήμιο, που δημοσίευσαν -όλα τα τμήματα συνεργάστηκαν- και για μας. Απ' τη χαρά μου, ήθελα κάτι να κάνω και για τον τόπο μου. Και κάνω μια ημερίδα, μαζί με τη «Φαρμακευ[00:30:00]τική Εταιρεία Ελλάδος», καλώντας καθηγητές απ' τη Φαρμακευτική Σχολή και φαρμακοποιούς, εκατονπενηντατόσα άτομα, στο Κατράκειο και κάνουμε ημερίδα για την αθηρωμάτωση και τη βοήθεια που προσφέρει το προϊόν μου. Μιλήσανε καθηγητές, μιλήσανε... αλλά, πάντοτε, δεν ήθελα να είναι μια εκδήλωση, έτσι, στενή. Είχαμε προγραμματίσει να γίνει και μια αναπαράσταση της δίκης του Καραϊσκάκη μες στην εκκλησία που δικάστηκε, στην Παναγία. Και ήτανε γνωστός μου ο παπάς, ο παπα-Τσικούρας και μου λέει: «Θα είμαι μέσα στην εκκλησία και μπορούν να αφαιρέσουν κάποια λόγια που έλεγε ο Καραϊσκάκης». Γιατί ο Καραϊσκάκης ήταν βλάσφημος, έβριζε. Του λέω: «Όχι λογοκρισία». «Τέλος πάντων, θα κάθομαι στην άκρη». Και κάθε φορά που οι φαρμακοποιοί και οι λοιποί επιστήμονες είχανε κάνει μια ομαδούλα και... γιατί κάθε κλάδος έχει τους ανθρώπους με την κουλτούρα την καλή. Με κοίταζε ο παπα-Τσικούρας και μου έδειχνε τα δόντια του και μετά, όταν τελείωσαν, φόρεσε το πετραχήλι με το λιβανιστήρι να φύγουν τα... κάναμε την εκδήλωση και μετά είχα φέρει απ' τη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας τον κύριο Νταλή, με μία ομάδα παιδιών και παίξανε παραδοσιακά όργανα. Και όλη αυτή η ημερίδα μου είχε αρέσει πάρα πολύ και είχε αρέσει στον κόσμο. Είχαμε βάλει και ορισμένα πράγματα να φάμε και τότε έκανε απεργία η ΔΕΗ και δεν ψηνότανε και ο κόσμος πείναγε και... όλα αυτά ήτανε όμορφα όμως. Μισοψηθήκανε, φάγαμε, αλλά και τα παιδάκια αυτά με τα παραδοσιακά όργανα βοήθησαν. Ήταν μια πολύ, πολύ όμορφη εκδήλωση. Κάποια στιγμή, με καλέσαν σε ένα στρογγυλό τραπέζι, στην Πλάκα, σε ένα ίδρυμα. Τώρα, τι να πω; Και φωνάξανε και τον Άρη τον Κεφαλογιάννη απ' την εταιρεία GAEA, τον Πίττα με τα μέλια, εμένα. Και μιλάγανε όλοι για τα καλά προϊόντα που έχουν, που προσφέρουν στην υγεία. Κάποια στιγμή, παίρνει το λόγο... είπα κι εγώ για το προϊόν μου μέχρι εκεί, ότι είναι αυτό το προϊόν. Σηκώνεται ένας κύριος, ψηλός, έτσι επιβλητικός και λέει: «Ρε παιδιά, μη λέτε ότι τα προϊόντα σας κάνουν καλό για την υγεία, γιατί μπορεί κάποιος που είναι άρρωστος να πάει να πάρει το προϊόν και να νομίζει ότι θα γίνει καλά. Ο μόνος που έχει το δικαίωμα και δεν είπε τίποτε είναι ο Τρικαλινός, γιατί έχει δημοσιεύσει και έρευνα». Και μετά, έγινε διάλειμμα και τον βρίσκω στο διάλειμμα, τον ευχαρίστησα. Μου λέει: «Γιατί με ευχαριστείς;». Λέω: «Γιατί μπορούσα να μιλάω ένα μήνα και είπες μια κουβέντα και μου έδωσες πόντους». Του λέω: «Για πες μου. Τι άλλο μπορώ να κάνω;». Μου λέει: «Τίποτε. Ή πήγαινε», λέει, «στο “Παστέρ”, μήπως δεις για τη χοληστερόλη τι μπορεί να προσφέρει». Αυτός κάτι θα ήξερε, γιατί παλιά λέγανε: «Μη φας πολύ αυγοτάραχο, γιατί έχει χοληστερίνη, έχει αυτά». Και είναι το φτιάξιμο, ότι εγώ φτιάχνω το καλύτερο. Πάω στο «Παστέρ», βλέπω την υπεύθυνη, μου λέει «Τι είστε; Γιατί εδώ», λέει, «κάνουμε σε φαρμακοβιομηχανίες, κάνουμε σε αυτά». Λέω: «Δεν είμαι τίποτε από αυτά. Έτσι κι έτσι». «Μα…», λέει. Δηλαδή, εμείς πρέπει να αποκλειστούμε; Και κάποια στιγμή, μου ζητήσανε, με πήραν τηλέφωνο και ήρθανε εδώ στο γραφείο μου δύο κυρίες, αυτή, η υπεύθυνη, και μια άλλη. Λέει: «Να σας δούμε. Από κοντά». Με τη συζήτηση έτσι και τα λοιπά, κάτι θα είχαν καταλάβει εκεί που βρεθήκαμε με την υπεύθυνη. Ήρθανε εδώ. Λέει: «Να προχωρήσουμε. Μπορείτε να την πληρώσετε την έρευνα;». «Με δόσεις». Το δεχτήκανε. Και κάποια στιγμή, μιλάμε φέραν ποντικούς απ' την Αμερική, ειδικούς. Πρώτα-πρώτα, η γραφειοκρατία για να κάνουμε την έρευνα ήταν τέτοια… Δημόσιες Υπηρεσίες, Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, γιατί θα φέρναμε και ποντικάκια απ' την Αμερική. Έπρεπε να… τα χαρτιά, το ένα, το άλλο. 78 ευρώ τον έναν νομίζω, συν 1000 τα εκτελωνιστικά, 1000 ο διατροφολόγος και τα λοιπά. Αυτά ήτανε τέτοια που η χοληστερόλη τους μπορεί να ανέβει 1700 μονάδες, 1800. Πήγαινε στα ύψη. Και τα ταΐζαμε, κάναμε ομάδες, τα ταΐζανε οι επιστήμονες εκεί. Είχαν τους μάρτυρες, είχανε με αυγοτάραχο, είχανε με αυγοτάραχο και δυτικού τύπου τροφή και τα λοιπά και τα λοιπά. Μάλιστα, είχε πέσει και Πάσχα και έπρεπε να φάνε τα ποντικάκια και εκεί πάνω καταπάνω. Έγινε μια μεγάλη έρευνα και κάποια στιγμή μας καλέσανε όλη την εταιρεία, να μας κάνουν παρουσίαση των ευρημάτων. Χωρίς να μας ανακοινώσουν τι. Ντυνόμαστε, πάμε, στολισμένοι και τα λοιπά. Τι γίνεται; Βλέπουμε… είχανε φτιάξει ένα τραπέζι με τραπεζομάντηλο, με καφέδες, με μπισκοτάκια, με αυτά, τσάγια. Λέω: «Συγγνώμη, αυτά για μας;». Λέει: «Ναι, για σας». Και αρχίσανε μας δείχνανε διαφάνειες, μας δείχνανε... σπουδαία αποτελέσματα, σπουδαία ευρήματα. Να πέφτει η χοληστερόλη, να καθαρίζουν οι αρτηρίες και τα λοιπά. Και μας δίνουν και ένα… μας στέλνουν και μια επιστολή ότι «Η έρευνα που κάναμε ήτανε η καλύτερη, με σημαντικά αποτελέσματα από τότε που ιδρυθήκαμε. Και η συνεργασία». Λοιπόν, αυτή την έρευνα την παρουσιάσανε στο 15ο Διεθνές Συνέδριο Ιατρικό για την αθηρωμάτωση. Θυμάμαι την παρουσίασε η κυρία Τσεβελέκη και προήδρευε ο Πρόεδρος της Καρδιολογικής Εταιρείας, ο κύριος Τούτουζας τότε. Ήτανε χαρά μου. Ήτανε τιμή για την εταιρεία, τιμή για μας που δουλέψαμε και φτιάξαμε ένα τόσο καλό προϊόν. Με λίγα λόγια, μετά από πολλή δουλειά, κάναμε ένα προϊόν που ξεκλειδώνει όλους τους γευστικούς κάλυκες: το πικρό, το γλυκό, το ξινό, το αλμυρό, αλλά και την πέμπτη γεύση που ανακαλύψαμε μετά, την “umami”. Και μπορεί να κόψεις μια φετούλα και να την χωρίσεις σε 5 τέτοια και να σου βγάνει, μια-μια, τη γεύση. Και όποιος το γεύεται να του κάνει και καλό στην υγεία.
Αποτέλεσμα, το Δεκέμβριο του '13, νομίζω, -'14; '13;- μας καλέσανε στο Κογκρέσο να το παρουσιάσουμε σε ολομέλεια. Ήτανε δυνατό πράγμα. Και κάποια στιγμή, μαζεύαμε 5 δραχμές, πηγαίναμε σε μία έκθεση. Στις πρώτες εκθέσεις δεν είχαμε εμπειρία. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Δεν είχαμε συμβουλευτεί και πηγαίναν στράφι. Μετά, που καταλάβαμε, μπήκαμε στο νόημα και τα λοιπά, είχαμε και κάποια αποτελέσματα. Μάλιστα, είχαμε και το «Μα η Ελλάδα βγάζει ένα τόσο καλό προϊόν;». Ναι, βρε φίλε! Η Ελλάδα βγάζει ένα τέτοιο καλό προϊόν. Και κάποια στιγμή, είμαστε στο Τόκυο σε μία έκθεση και περνάει ένας κύριος και ζήτησε να δοκιμάσει. Αυτός ήτανε ο βοηθός του Ferran Adrià, που είχανε το γνωστό εστιατόριο “El Bulli”, που γινότανε 12 εκατομμύρια αιτήσεις το χρόνο, να πάνε να φάνε. Δοκίμασε, το κοίταγε, το ξανακοίταγε και παρακάλεσε αν έχουμε ένα κομμάτι να αγοράσει. Του το χαρίσαμε. Δεν ήθελε να το πάρει. Του το χαρίσαμε. Και από τότε, άρχισαν και έγιναν πελάτες μας. Ξέρεις τώρα. Ένα προϊόν να πηγαίνει στο “El Bulli”… μάλιστα, κάποια στιγμή, πάει στην Ουάσιγκτον, στο μαθητή του Ferran Adrià, τον José Andrés και του λέει: «Έχ[00:40:00]ω την καλύτερη bottarga στον κόσμο». Το καλύτερο αυγοτάραχο στον κόσμο. Και λέει ο José Andrés «Εγώ έχω την καλύτερη bottarga». Και οι δύο βγάλαν το δικό μου αυγοτάραχο, το αυγοτάραχο «Τρικαλινός». Και κάποια στιγμή -γράφεις- ήθελε να βραβεύσει τα προϊόντα που είχε στο “El Bulli” και έκανε ένα βιβλίο «Τα 30 καλύτερα προϊόντα του κόσμου» και μέσα έχει και το αυγοτάραχο του Τρικαλινού. Κάποια στιγμή, του γράφουν τη βιογραφία του… τώρα, ο Ferran Adrià είναι στο Harvard, διδάσκει και του γράφουν τη βιογραφία του και ο βιογράφος μπαίνει μέσα στο ντουλάπι να δει τι προϊόντα έχει. Το μόνο επώνυμο προϊόν είναι το «Bottarga Trikalinos». Και θα σου πω για το bottarga. Όταν φτιάξαμε το προϊόν, έπρεπε να του βάλουμε τις ετικέτες απάνω και να το ντύσουμε, γιατί, μέχρι εκείνη τη στιγμή, όλα πηγαίνανε διττά. Δεν ήξερες τι είναι. Έτσι, με το κερί. Άντε κάποιος να το τύλιγε σε ένα σελοφάν. Μέχρι εκεί. Δεν υπήρχε ταυτότητα, δεν υπήρχε κάτι. Λοιπόν, το ντύσαμε και, μάλιστα, η συσκευασία που κάναμε είχε πάρει το 3ο βραβείο σε παγκόσμιο διαγωνισμό στις Βρυξέλλες. Είχε πάει η κυρία Κούρτη και το πήρε. Όπου το πηγαίναμε στον κόσμο και λέγαμε «αυγοτάραχο», δεν γύριζε κανείς. Δεν το ήξερε, δεν το γνώριζε. Και το λέγανε “bottarga”. Κοιτάζουμε τις γραφές και τα λοιπά… bottarga τίποτε. Δεν υπήρχανε. Και κάποια στιγμή, πέφτει ένα βιβλίο της Ακαδημίας Αθηνών, που εξηγούσε ότι, απ' την περιοχή μας, το Αιτωλικό και το Μεσολόγγι, κάνανε εξαγωγές. Και κάναμε εξαγωγές. Έχουμε αναφορά απ' το 1700 που κάναμε εξαγωγή στη Δανία. Αλλά, τότε, η περιοχή μας είχε στόλο, ναυτικό στόλο. Είχαμε και τρένο. Οι κύριοι, κάποια στιγμή, κόψανε το τρένο και απαξιώσανε και το ναυτικό στόλο και η περιοχή έμεινε πολύ πίσω. Στέλναμε, στα καφάσια, στην Ιταλία τα αυγοτάραχα. Και στον τόπο μας, μιλάμε, κόβουμε τα φωνήεντα. Το θέμα είναι ότι κάποιοι, όπως τα μιλάμε, τα γράφουμε κιόλας. Και αντί να γράψουμε «αυγοτάραχο», το λέγαμε «βουτάραχο». Και γράφαμε πάνω στα καφάσια «βουτάραχα». Οι Ιταλοί λιμενεργάτες το διαβάζανε «botarxa» και το στρογγυλέψαν και το λέγανε «bottarga». Και στη συσκευασία είχαμε πει να το βάλουμε με μεγάλα γράμματα «bottarga», που θα πήγαινε στο εξωτερικό και από κάτω «αυγοτάραχο». Και κάθε χρόνο να μικραίνουμε το «bottarga» και να μεγαλώνουμε το «αυγοτάραχο», ούτως ώστε να συνηθίσει το μάτι. Αλλά, όταν διάβασα ότι η λέξη αυτή είναι δική μας, δε με ένοιαξε η... το 'χουμε το βιβλίο της Ακαδημίας Αθηνών. Ήτανε ένα διδακτορικό που είχε κάνει ένας Γεωργακάς. Και από τότε, το λέμε και «Bottarga Trikalinos». Και αρχίσαμε και το ταξιδεύαμε. Αλλά, για να ταξιδέψεις ένα πράγμα, πρέπει να έχεις και οικονομικά μέσα. Άμα δεν έχεις, δεν πας. Και αν δεν έχεις να ξυστείς, μην περιμένεις να σε ξύσει κάποιος άλλος. Έτσι λένε στο χωριό μας. Πηγαίναμε σε ένα μέρος. «Τι έχετε;». «Το αυγοτάραχο». «Τι είναι αυτό;». «Bottarga». Πηγαίναμε σε εστιατόρια, πηγαίναμε σε μαγείρους, πηγαίναμε σε σχολές, πηγαίναμε, κάναμε συγκεντρώσεις κοινωνικών ομάδων, γιατρούς, δικηγόρους, να τους το δείξουμε. Πολλές προσπάθειες. Μαζεύαμε, σήμερα, άλλα χρηματάκια, τα βάναμε στην άκρη, πηγαίναμε σε μια αγορά, κάναμε προσπάθειες. Κάναμε προσπάθειες. Αποτέλεσμα, αυτή τη στιγμή το ταξιδεύουμε σε 42 χώρες. Και έχουμε κάνει τη ζωή μας τρόπο ζωής με το αυγοτάραχο και με την επιχείρηση και με αυτά, γιατί δεν υπάρχει άλλο... και είναι χαρά, τώρα, να πηγαίνεις σε ένα εστιατόριο στην Ουάσιγκτον, στη Νέα Υόρκη και να βλέπεις «Bottarga Trikalinos» στον κατάλογο. Ή με πήρε την άλλη φορά ο διευθυντής μιας εφοπλιστικής οικογένειας. Είχε πάει στη Σιγκαπούρη, ζήτησε ένα ποτό σε ένα κλαμπ, που πηγαίνανε πλούσιοι, και του το φέρνει το ποτό, με συνοδευτικό το αυγοτάραχο και με σημαιούλα «Bottarga Trikalinos». Και με πήρε τηλέφωνο ότι συγκινήθηκε. Αυτό το προϊόν έχει φέρει και πολύ κόσμο στον τόπο μας, πάρα πολύ κόσμο. Που μπορούσαν οι διάφοροι να το εκμεταλλευτούνε, έτσι, για να κάνουμε κάτι διαφορετικό και για τον τόπο. Γιατί δεν είναι μόνο το προϊόν. Και ο τόπος έχει μια ιστορία. Έτσι πήγε και το προϊόν. Αλλά, κάποια στιγμή, παίρνω ένα email και μου λέει: «Κύριε Τρικαλινέ, μπορείτε να μου πείτε επτά πιάτα, από οπουδήποτε στην Ελλάδα, από μια γιαγιά που το φτιάχνει στο σπίτι του, από ένα καφενείο σε ένα χωριό, από ένα καλό εστιατόριο, επτά πιάτα που μπορεί να προκαλέσουν να έρθει κόσμος, να το φάει αυτό». Του έστειλα. Και απ' την περιοχή μας, του έστειλα τσιπούρα με σέλινο, χέλι με ανηθοκρέμμυδα, αυγοτάραχο και απόσταγμα. Και κάποια στιγμή, μου έρχεται. Ήτανε ο Alan Richman, ο μεγαλύτερος γαστρονομικός δημοσιογράφος της Αμερικής. Και του κάνουμε δείπνο σε μια νησίδα στη λιμνοθάλασσα. Και έπαθε πλάκα. Και γράφει επτά σελίδες στο “Air Canada”. Αυτό το άρθρο πήρε και το δημοσιογραφικό όσκαρ εκείνη τη χρονιά. Επτά σελίδες αφιέρωσε. Μάλιστα, μια μέρα, ξημερώματα, χτυπάει το τηλέφωνό μου. «Ναι;». Ο Γεροβασιλείου ο Βαγγέλης. Μου λέει: «Με βούρκωσες. Όλο το βράδυ». «Τι έγινε, ρε Βαγγέλη; Τι συμβαίνει;». «Τώρα, είμαι στο Μόντρεαλ και ταξιδεύοντας με το αεροπλάνο, είχε μέσα επτά σελίδες». «Στείλτο μου, ρε Βαγγέλη, να το...». Λοιπόν, έχουμε τέτοια πραγματάκια που μας ιντριγκάρουν. Μας αρέσει κι εμάς -Τώρα τι...;- να γίνεται αναφορά. Και για την περιοχή. Μάλιστα, όταν ο Ferran Adrià έγραψε τα 30 καλύτερα τρόφιμα στον κόσμο, ήθελε να έχει φωτογραφία από αρχαία, ήθελε από αυτά. Και τότε, ήταν τρίτη μέρα του Πάσχα και δυστυχώς ήταν κλειστά. Και απ' το λόφο που πήγαινε ο Σωκράτης, μια μεγάλη φωτογράφος, η Hannah Collins, τράβηξε, από μακριά, μια φωτογραφία με καρούλια, όχι με ηλεκτρονική μηχανή και την έχει αποτυπώσει. Και κάνει φωτογραφική έκθεση στη Βαρκελώνη. Κόσμος, τηλεοράσεις, φωτογράφοι. Μπαίνοντας μες στην έκθεση, βλέπω την Αθήνα. Ξεκινούσε η έκθεση. Η Αθήνα από ψηλά, η φωτογραφία. Η Ακρόπολη και μετά βλέπω τον πατέρα μου σε φωτογραφία και το προϊόν μας. Εκεί κλαις. Και τον ειδοποιούν. Έδινε συνέντευξη ότι ήρθε ο Τρικαλινός. Αφήνει τη συνέντευξη, έρχεται, λέει στους δημοσιογράφους «Μην τραβήξετε φωτογραφία τίποτε. Θα σας πω». Με αγκάλιασε, παίρνει το προϊόν μας, το βάζει στην καρδιά του, μας αγκαλιάζει και φωτογραφίζεται με το προϊόν μας, έχοντάς το στην καρδιά του. Λοιπόν, τι να πω τώρα, έτσι; Και τώ[00:50:00]ρα που... βουρκώνω. Βγαίνοντας έξω, στην αυλή που γινόταν η έκθεση, ήθελα να πω τη χαρά μου. Και πήρα τον κύριο Κορδόση, τον Νίκο τον Κορδόση, που έχει κάνει αυτά τα ωραία πραγματάκια, μεγάλα και παίρνει πόντους η περιοχή μας. Το Μουσείο της «Διεξόδου» και το Μουσείο Άλατος. Και του λέω: «Νικόλα, έτσι και έτσι. Δεν μπορείς να φανταστείς τι μεγάλος είναι αυτός». Αυτά είναι που μας δίνουν δύναμη να προχωρήσουμε. Τώρα, έχουμε γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο. Πάει σε 42 χώρες. Πάει σε Παρίσι, Νέα Υόρκη, Σιγκαπούρη, Τόκυο, Γερμανία, Χιρόνα, Ισπανία, Μιλάνο. Και είναι χαρά, έτσι τώρα, να σου στέλνει ένας φίλος, ένας συνεργάτης, ένας... ότι «Πήγα στο τάδε εστιατόριο και να! Η φωτογραφία απ' τον κατάλογο» ή «Κοίταξε το πιάτο». Ή 21:59 χτυπάει το τηλέφωνο «Αυτή τη στιγμή, στο Λος Άντζελες στο τάδε εστιατόριο, ο Larry King πήρε το πιάτο που έχει το προϊόν σου». Ή να κλείνει ένα εστιατόριο και να πηγαίνει ο Woody Allen με την οικογένειά του και να ζητάει το προϊόν σου. Ή να σου στέλνει ένας βασιλιάς και να σου λέει ότι «Μου θύμισε τον αέρα της Ελλάδος, τη θάλασσα της Ελλάδος» και τα λοιπά. Υπάρχουν τέτοιες επιστολές. Ή να έρχεται ο εκδότης όλων των εφημερίδων του κόσμου και να θέλει να κάνει το δείπνο του με το προϊόν σου. Ή ο μεγαλύτερος αρχιμουσικός του κόσμου να ζητάει σαν δώρο αυτό. Επειδή, παλιά, το αυγοτάραχο το τρώγανε μόνο με ψωμί, εμείς το βάλαμε στα πιάτα, σε συνταγές. Και γίνονται σπουδαία πιάτα. Πηγαίνουμε σε σχολές και μας αρέσει η νέα γενιά να παντρεύεται με τη μεγαλύτερη και η μεγαλύτερη με την πιο μεγαλύτερη και όλη αυτή η αλυσίδα να δημιουργεί σπουδαία πιάτα. Και μη νομίζεις ότι ήτανε εύκολο. Ξέρεις τι κριτική; «Σιγά, τώρα, ο Τρικαλινός, να μας το βάλει και στη φακή». Ναι. Και στη φακή. «Σιγά, τώρα, τι έκανε ο Τρικαλινός, το τρίμμα αυγοτάραχο. Σιγά, τώρα, τι είναι το τρίμμα αυγοτάραχο». Απαξιώνανε. Όμως, τώρα, το τρίμμα του αυγοτάραχου πάει σφαιράτο. Πάει σφαιράτο, γιατί είναι διευκόλυνση στους σεφ. Το φτιάξαμε το 2007. Δεν υπήρχε. Επινόηση της εταιρείας μας και το κάναμε. Και μάλιστα, το πάμε σε μια μεγάλη έκθεση, απ' τις μεγαλύτερες στον κόσμο, στη “SIAL” και το βάλαν στο χρυσό κομμάτι της έκθεσης. Και εδώ, δεν πουλούσε τίποτε. Τίποτε. Όλο επιστροφές είχαμε. Και τώρα... και κάναμε και άλλα προϊόντα. Κάναμε την «Psyche». Η «Psyche» είναι απ' τον πυρήνα του αυγοτάραχου, απ' την καρδιά του αυγοτάραχου και το ονομάσαμε «Psyche» απ' τη μυθολογία, γιατί μας έβγαλε και την ψυχή με τις έρευνες, με τα άγχη, την αγωνία. Δεν ήτανε εύκολα όλα. Και δεν ήτανε εύκολα, γιατί αγαπάμε τον τόπο μας, αγαπάμε τη χώρα μας, αγαπάμε αυτά που κάνουμε, όμως, είμαστε μικρή χώρα. Δεν δίνει και ευκαιρίες. Μάλιστα, όταν ο Ferran Adrià έβαλε το αυγοτάραχο στην καρδιά του και φωτογραφήθηκε, ακούγεται ένας Ιταλός, ότι, αν γινόταν σε προϊόν δικό τους, οι τηλεοράσεις θα το είχαν πρώτη είδηση στην Ιταλία. Και εδώ δεν... ξέρει κανείς ότι παίξαμε σε ολομέλεια; Είχαμε και χαρές. Παραδείγματος χάριν, είχα κάνει μια χειρονομία και έρχονται δύο απ' τη Formula και με καλέσανε στο Μονακό, να παρευρεθώ στο δείπνο των πιλότων. Εντάξει, δεν είχα χρήματα. Δεν πήγα. Αλλά το μετάνιωσα μετά. Και μου είπε: «Φέρε και δύο τσάντες, να δώσεις σε δύο πιλότους που θέλεις. Μετά, να φωτογραφηθείς». Δεν το έκανα. Μου λέει: «Θέλεις κάτι να κάνουμε εμείς;». Λέω: «Φέρτε δύο αυτοκίνητα, να βάλουμε στο Αιτωλικό στην περιμετρική. Έτσι, να δειχτεί». Και δεν ξέρω αυτοί που πήγανε μετά και φάγανε και τα λοιπά. Με παίρνουν τηλέφωνο και μου κάναν και πλάκα. «Κύριε Τρικαλινέ» λέει, «επειδή δεν καταλάβαμε καλά, η αφετηρία που θα πάμε τα αυτοκίνητα κάτω, θα είναι απ' τους Ρομά προς το Αιτωλικό ή απ' το Αιτωλικό προς τους γύφτους;». Λέω: «Πού βρίσκεστε τώρα; Ποιος καριόλης είναι αυτός που τα...;». Εντάξει. Μας αρέσουνε αυτά τα πράγματα και έτσι κυλάει η ζωή. Πηγαίναμε σε χώρες, τώρα, άγνωστες και τα λοιπά και δεν είχαμε την ευχέρεια να δούμε κάτι παραπάνω απ' τη δουλειά μας, γιατί ήταν τα έξοδα. Και πιάσαμε και πράγματα τα οποία θέλαμε, έτσι, να δώσουμε κάποιο άλλο, κάτι διαφορετικό. Και πάντοτε, στις εκθέσεις που πηγαίνουμε, παίρνουμε και άλλα πραγματάκια και τα δείχνουμε εκεί πέρα. Και αν μας ρωτάνε: «Πολύ ωραίο αυτό». «Σύκα Κύμης». «Στην Κύμη, στην Εύβοια». «Ωραίο κρασί». «Εκεί. Περιοχή τάδε». Νομίζοντας… νομίζοντας ότι κάτι κάνουμε περισσότερο. Και κάποια στιγμή… αυτά που βλέπετε εκεί είναι βραβεία. Κάποια στιγμή, το '22, με παίρνουν από ένα ίδρυμα στη Γερμανία, όπου μου λένε ότι αποφασίσαμε... είναι το ίδρυμα που έχει το όνομα του πιο αγαπητού ομοσπονδιακού προέδρου της Γερμανίας. Είναι αυτό εκεί. Και μας στέλνουν τα χαρτιά και τα λοιπά, ότι «Βάλαμε τη σφραγίδα μας σε ένα προϊόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το ταξιδέψαμε και διασώσαμε αυτό το προϊόν». Και μας δίνουν το 17ο μετάλλιο. Και μας προσδιορίζουν τη βράβευσή μας 29 Μαρτίου του '22. Τώρα, πριν από κάποιους μήνες. Η βράβευση στο Βερολίνο. Τους λέω: «Με χαρά, αλλά θα προτιμούσα να γίνει μια μικρή γιορτή στην Αθήνα ή στην πόλη μου». Και μετά, που καταλάβανε ότι το «Θέλω» είναι στην Ελλάδα και κάναμε μια σεμνή τελετή στην Αθήνα και μόνο που μου απονείμανε αυτό το βραβείο, που το έχουν πάρει μεγάλες προσωπικότητες, ένα βραβείο που το σιγοντάρουν Πρόεδροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα λοιπά. Πολλά μέσα ενημέρωσης. Παγκόσμια, έχουν παίξει. Το “Asia Travel Channel” μου αφιέρωσε μεγάλη εκπομπή. Έπαιξε σε όλη την Ασία και μάλιστα μας πήρε ο Πρέσβης μας στην Ιαπωνία, ο κύριος Τσαμαδός, ότι συγκινήθηκε που τα είδε και τα λοιπά. Μάλιστα, τους είπα: «Μια ώρα εκπομπή τι να την κάνουμε; Πηγαίντε, δείξτε και κανένα άλλο μέρος στην Ελλάδα». Πήγανε στα Μετέωρα, πήγανε στη Σαντορίνη και τώρα Αιτωλικό. «Πάμε Αιτωλικό». Είναι το βίντεο. Και δείχνουν πώς φτάνουν στο Αιτωλικό και απ' το Αιτωλικό στη Ρώμη. Έτσι; Κοίταξε σύνδεση. Το “ARD” τρεις φορές μας παρουσίασε στο δελτίο ειδήσεων. Μάλιστα, είχαμε και κόντρα μαζί τους. Με πήρανε τότε, που γίναν τα μνημόνια και τα λοιπά και μου λένε: «Κύριε Τρικαλινέ, τώρα που μπατιρεύει… τώρα, που θα πέσει έξω η χώρα σας, τι θα κάνετε; Την εταιρεία θα την πάτε σε άλλο μέρος;». Και τους έβρισα και τους είπα ότι «Εμείς έχουμε περάσει πολέμους, έχουμε περάσει κατακτητές, που ήσασταν εσείς, έχουμε σκοτωθεί μεταξύ μας. Εδώ γεννήθηκα, η εταιρεία μου είναι τέταρτη γενιά εγώ και εδώ, στο Αιτωλικό, γεννήθηκα, στο Αιτωλικό θα με βάλουν. Τι μου λέτε τώρα;». Λέει: [01:00:00]«Τα χρήματά σας τα έχετε σε τράπεζα του εξωτερικού;». «Και μια δραχμή να μου περίσσευε και να 'ξερα ότι θα την χάσω, εδώ θα την είχα». Και μου κάνανε κι άλλα αφιερώματα. Παραδείγματος χάριν, το “Spiegel”, όταν έγραφε εναντίον της χώρας μας, για τα μνημόνια, εμένα μου είχε ύμνους, ολοσέλιδο. Μάλιστα, κάποια στιγμή, έγραφε… προέτρεπε τους Γερμανούς να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα. «Έχει ωραία νησιά, καταγάλανα νερά, καθαρά νερά και τα λοιπά και μην ξεχάσετε να πάρετε το αυγοτάραχο του Τρικαλινού». Βέβαια, η «ΕΡΤ» το 'κοψε και έβαλε «ελληνικό αυγοτάραχο», το «ελληνικό αυγοτάραχο». Και όταν τους πήρα τηλέφωνο, τους λέω: «Γιατί», λέω, «δεν λέτε καλά τις ειδήσεις;». «Ε τι; Διαφήμιση θέλεις να σου κάνουμε;». Κι εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα, την προηγούμενη μέρα, μου είχε το “ARD” αφιέρωμα στο δελτίο ειδήσεων, 3,5 λεπτά. Μου 'χε… μου 'χαν στη Γαλλία αφιέρωμα. Άλλο αν εμείς είμαστε… ο χαρακτήρας μας… αυτά δεν τα εκμεταλλευόμαστε. Δεν ξέρουμε κιόλας. Εντάξει, οι επόμενες γενιές. Ο δικός μου χαρακτήρας είναι χαμηλών τόνων. Συνάντησα αρκετούς ανθρώπους και γνωρίστηκα και μ' άρεσε πάρα πολύ αυτή η διαδρομή. Άνθρωποι που, αν μπορούσε να τους εκμεταλλευτεί η χώρα μας -«τους εκμεταλλευτεί»… καταλαβαίνεις την έννοια που το λέω-, τους ζητήσει κάτι, μπορεί να αλλάξουν τα οικονομικά δεδομένα. Παραδείγματος χάριν, μου έλεγε ο Ferran Adrià «Δεν καταλαβαίνω. Έχετε τριαντατόσα εκατομμύρια τουρίστες και είστε σε οικονομική κρίση;». Υπάρχουν άνθρωποι που... τι κάνανε στην Ισπανία; Μαζεύτηκε μια ομάδα χωρίς χρήματα, χωρίς τίποτε και το κάνανε γαστρονομικό προορισμό. Δεν μπορεί, τώρα, η περιοχή μας, το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό να είναι σε απαξίωση με το εξηντατόσο τοις εκατό τις ελιές Καλαμών. Δεν είναι. Με αυτή τη λιμνοθάλασσα… που μπορούσε να θρέψει όλη την Ελλάδα και να…
Έτσι, με αυτή τη δουλειά κάναμε τρόπο ζωής και… άντε! Βρίσκουμε καμία ευκαιρία, πάμε κανένα θεατράκι, κανένα σινεμά. Πηγαίνουμε σε εστιατόρια, βλέπουμε τις δημιουργίες των νέων, των μεσαίων, των παλιών. Όλοι κάτι κάνουν. Σπουδαία πράγματα. Και όταν μπλέκονται όλα αυτά μαζί με καλά προϊόντα, βγαίνει σπουδαίο αποτέλεσμα. Και εάν η χώρα μας δείξει λίγο βάρος σε αυτό το πράγμα και κάνει γαστρονομικό τουρισμό, κάνει στοχευμένα πραγματάκια, θα μπορούσε να αλλάξει πάρα πολλά πράγματα. Και πρέπει να βλέπουμε και κάποιες ιδέες. Παραδείγματος χάριν, έχουμε ένα στρατόπεδο στο Μεσολόγγι. Γιατί να είναι στρατόπεδο; Στρατός στα σύνορα. Ο στρατός να εκπαιδευτεί εκεί που πρέπει. Γιατί πρέπει να έχουμε; Μήπως αυτό το στρατόπεδο το κάναμε συνεδριακό κέντρο παγκόσμιας κλάσης και φτιάξουμε και ένα ξενοδοχείο, εκεί μέσα, διαμονής και τα λοιπά; Και να έχουμε ιατρικό συνέδριο, να έχουμε θρησκευτικό συνέδριο, να έχουμε κουλτούρα συνέδριο, να έχουμε οτιδήποτε. Αυτό που θα αναβαθμίσει την πόλη. Τώρα, να 'ρχεται ένα παιδάκι, για να φάει το σουβλάκι και το να πει για μπουκάλι νερό να αφήσει... δεν είναι... πρέπει να αλλάξουμε κουλτούρα. Και να 'χουμε και τα προϊόντα μας. Να 'ρχεται κόσμος απ’ όλο το τέτοιο. Να φτιάξουμε κάτι σαν Πανεπιστήμιο Γεύσης, να σπουδάζουν απ' όλο τον κόσμο. Έχουμε τους ανθρώπους τους ικανούς, ρε παιδί μου. Αυτό με πληγώνει λίγο έως πολύ. Σκόρπιες κουβέντες, έτσι; Αλλά..-
Καθόλου.
Εντάξει.
Να ρωτήσω κι εγώ-
Πάμε.
Δύο πράγματα.
Λοιπόν, να σας ρωτήσω: «Γιατί το αυγοτάραχο;» και περισσότερο «Γιατί, τότε, πήρατε την απόφαση και όχι νωρίτερα, να ασχοληθείτε με αυτό;».
Τότε, δεν ήθελα να κάνω κάτι. Η κουλτούρα, που απόκτησα στο διάβα της ζωής, ήτανε κάτι διαφορετικό. Τότε, δεν ήθελα. Κουραζόταν ο πατέρας μου, δεν τον βλέπαμε. Η μητέρα μου… έβλεπα τις αγωνίες που πέρναγε. Είχε τέσσερα παιδιά, είχε την έγνοια. Τον πατέρα μου τον έχει χτυπήσει 2 φορές κεραυνός και έπεσε μες στη βάρκα και σώθηκε. Ερχότανε σκοτωμένος, πεθαμένος. Τον βλέπαμε μετά από 1 μήνα, 2 μήνες, 3 μήνες. Πηγαίναμε, τον βλέπαμε, όταν είχε καλοκαίρι, γιατί δεν μπορούσες να πας στη θάλασσα, τώρα, χειμώνα και τα λοιπά. Το νησάκι, που ζούσε, το σκέπαζε η θάλασσα. Δεν ήτανε... και οι συνθήκες που φτιάχνανε το αυγοτάραχο δεν ήταν οι κατάλληλες, έτσι, που μπορούσες να εμπιστευτείς. Μετά, ωριμάσανε οι συνθήκες, έβλεπα τη μητέρα μου. Και τι; Μόλις πήρα την απόφαση να το κάνω, να κάνω αυτή τη δουλειά, είχα πάει στο «Υγεία», στο ιδιωτικό νοσοκομείο, για να κάνει κάποιος ένα τσεκ-απ και περίμενα στο σαλόνι. Διαβάζω ένα περιοδικό και λέει: «Απαγορευμένη τροφή το αυγοτάραχο για δίαιτες, για ιατρικές δίαιτες και τα λοιπά». Και λέω: «Παναγία μου. Ν’ ασχοληθώ με ένα προϊόν το οποίο κάνει κακό;». Και 3 μήνες να κοιμηθώ. Έχοντας αυτό στο μυαλό και έχοντας παρατήσει και την άλλη τη δουλειά. Και κάποια στιγμή, μου έρχεται η ιδέα ότι δεν μπορεί κάτι που φέρνει ζωή να κάνει κακό. Κάτι άλλο γίνεται. Και μπήκαμε να το ψάξουμε. Και όταν είδαμε ότι φταίει ο άνθρωπος που χειρίζεται αυτό το προϊόν… «Εγώ κάνω το δικό μου, εγώ κάνω το καλό. Το κρασί το δικό μου είναι το καλύτερο… έχω χύμα». Κάτσε ρε φίλε. Έχεις χύμα; Τι σημαίνει «Έχω χύμα»; Ποιος το φτιάχνει; Ποιες είναι οι εγγυήσεις και τα λοιπά; Έτσι; Κάναμε όλα αυτά τα πράγματα και μας βγήκε, αλλά προσπαθήσαμε. Και τ' αγαπήσαμε, γιατί ήτανε το δημιούργημά μας. Ήτανε αυτό που φτιάξαμε εμείς, έτσι; Το δικό μας παιδί. Και τι; Τελευταία έχουμε κι ένα σουξέ. Έρχονται πάρα πολλοί να μας αγοράσουν, να μπουν μέτοχοι, να... αυτά τα fund -πώς τα λένε;- και τα λοιπά. Όχι. Όχι. Δημιούργημά μας. Βέβαια, εντάξει, αν το δεις κάπως διαφορετικά, έτσι; Αλλά εγώ δεν μπορώ. Μάλιστα, σ’ ακούμε.
Και θέλω να μου πείτε, τώρα στο τέλος, ένα-δυο λόγια για τη διαδικασία, για το αυγοτάραχο. Από ποιο-
Μάλιστα.
Ψάρι το παίρνουμε;
Λοιπόν, το παίρνουμε απ' τον θηλυκό κέφαλο. Το πιάνουνε ψαράδες με τις τεχνικές τους κα τα λοιπά, κάνουν καισαρική, βγάζουν τις ωοθήκες και από εκεί και πέρα τις παίρνουμε εμείς και τις επεξεργαζόμαστε. Ο κέφαλος είναι απ' τα καλύτερα ψάρια. Ο πελαγίσιος, αυτόν που πιάνουν στα πελάγη. Μάλιστα, οι αρχαίοι Ρωμαίοι δίνανε περιουσίες, να αποκτήσουν κέφαλο. Κάτι θα ξέρανε. Είναι ένα ψάρι που έχει καλά οργανοληπτικά, που δεν τρώει σάρκες. Τρώει, μόνο, πλαγκτόν. Είναι ένα ψάρι που, απ' τη διατροφική του συνήθεια, δεν πιάνει βαρέα μέταλλα. Παίρνουμε τις ωοθήκες και τις επεξεργαζόμαστε. Και αφού τις επεξεργαστούμε, αφαιρούμε και την υγρασία, το βάζουμε μέσα σε λιωμένο κερί, για να κλείσει αεροστεγώς. Όλη αυτή τη διαδικασία τη μάθαμε από τους Αιγύπτιους, αρχαίους Αιγύπτιους. Όλη αυτή η διαδικασία είναι αποτυπωμένη σε μια πυραμίδα στην Αίγυπτο. Και το κέρωμα το μάθαμε απ' τους Φοίνικες. Αυτή είναι η ιστορία.
Εσείς το ξέρατε και από την οικογένειά σας, φαντάζομαι; Πριν καν ξεκινήσετε την επιχείρηση.
Όλη τη διαδικασία; Αυτή που κάναν τότε, ναι, η οποία ήτανε καλή για την εποχή εκείνη. Δεν είναι για τώρα. Παραδείγματος χάριν, δεν κάνουμε στεγνό αυγοτάραχο. Δεν το ξεραίνουμε στον ήλιο. Βρέχει, βρεχότανε, έβγαινε ήλιος, στέγνωνε, έβγαινε Νοτιάς, μούχλιαζε. Δεν μας αρέσ[01:10:00]ει αυτή η διαδικασία. Κάνουμε πράγματα που συμβάλλουν και στη γεύση και στην υγεία. Δεν δίνουμε αλάτι στον κόσμο να φάει. Δίνουμε το αυγοτάραχο και το τρώει και το απολαμβάνει. Δεν δίνουμε αλάτι, για να πιεί ποτό. Δίνουμε αυτό το... πάμε προς την αρχική του μορφή, στην αρχέγονη μορφή, αυτό που δίνει. Να πιείς κι ένα ποτό να το απολαύσεις. Το συνδυάσαμε με υπέροχα κρασιά, το συνδυάσαμε με υπέροχα αποστάγματα, το συνδυάσαμε με ακριβά, με σαμπάνιες, με ακριβά ποτά, με τέτοια. Με τα ποτά του τόπου μας, με τα κρασιά του τόπου μας. Όλα αυτά βγήκανε απ' την εταιρεία μας. Μέχρι να το πάρει ο Ferran Adrià να το βάλει στην καρδιά του, ούτε ένα εστιατόριο στην Ελλάδα δεν χρησιμοποιούσε αυγοτάραχο. Μόνο με ούζο. Τίποτα άλλο. Γιατί ήταν το αλάτι. Δεν καταλάβαινε. Αλλά, για να πιείς ποτό… όταν τρως αλάτι, μια γουλιά. Πίνεις νερό για να ξεδιψάσεις, να φύγει η αλατότητα. Ενώ, εκεί, το απολαμβάνεις, φεύγουν τα αρώματα μέσα, γεμίζει το στόμα σου, γεμίζει ο ουρανίσκος, γεμίζουν τα πάντα. Το μυαλό σου αρχίζει και παίρνει άλλα πράγματα. Σε ταξιδεύει. Και αυτό το ταξίδι κάνουμε εμείς. Αυτό το ταξίδι θέλουμε να δώσουμε.
Εσείς τρώτε στην καθημερινότητά σας;
Με την καραντίνα, που λένε και τα λοιπά, εγώ έκανα το λάθος… αγάπησα πολύ το ψυγείο. Και Παναγία μου! Συνέχεια. Όλο μες στο ψυγείο ήμουνα. Και μάλιστα και ντρεπόμουνα. Και κρυφά. Και είχα πάρει πάρα πολλά κιλά. Αυτή τη στιγμή το έχω βάλει καθημερινά στη διατροφή και επειδή γνωρίζω ότι αλλάζει και το μεταβολισμό, έχω χάσει αρκετά κιλά απ' τη διατροφή μου με το αυγοτάραχο. Έχω κάνει έρευνες με τη Φαρμακευτική Σχολή της Αθήνας επάνω σε αυτό το ζήτημα. Έχουμε κάνει για γερασμένο πληθυσμό… πάρα πολλά πράγματα. Και τώρα, σιγοντάρουμε. Βοηθάμε και σε διδακτορικά, που γίνονται στα Πανεπιστήμια. Μ' αρέσει αυτό το πράγμα. Τώρα, εάν σου μείνουν δύο δραχμές, δεν λέει τίποτε. Αν βγει κάτι θετικό, είναι καλό. Και υπάρχουν κάτι αρχές σε αυτή την εταιρεία, εδώ πέρα, που ό,τι μπαίνει μέσα, ανήκει στην εταιρεία. Δεν ανήκει στον Πρόεδρο, στον ιδιοκτήτη και τα λοιπά. Έχει ένα μισθό. Ό,τι μπαίνει, πρέπει να πηγαίνει και στην κοινωνία. Ένα κομμάτι. Και το κάνουμε αυτό. Τώρα, δίνουν και κάτι βραβεία. Το «Ethos» και τα λοιπά. Δεν με ενδιαφέρουν αυτά. Με ενδιαφέρει η ψυχή, έτσι; Θέλει… τώρα, μας πήρανε και από ένα σχολείο, πριν από λίγο, μειονοτικό, πάνω στον Έβρο. Κάτι κάναμε εκεί και θέλουν να το παρουσιάσουν… παρουσία, μπροστά στα παιδιά να είμαστε κι εμείς, αλλά δεν… δεν το αντέχω. Δεν… δεν. Το κάναμε έτσι, επειδή θέλαμε. Δεν είναι κάτι σημαντικό, έτσι; Αλλά το κάναμε, εντάξει. Γιατί μας αρέσει. Αυτά.
Ωραία. Θέλετε να πούμε κάτι άλλο;
Εσύ αν θέλεις να ρωτήσεις.
Όχι, εγώ είμαι καλυμμένη.
Ταξιδέψαμε;
Ναι, πολύ.
Μπράβο.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Κι εγώ σ’ ευχαριστώ. Με ξεδίπλωσες. Άντε!
Χαίρομαι πολύ. Ευχαριστώ.
Να 'σαι καλά.
Φωτογραφίες

Βραβεία και βιβλία
Βραβεία της εταιρείας του Ζαφείρη Τρικαλιν ...

Βραβεία
Βραβεία της εταιρείας του Ζαφείρη Τρικαλινού.

Ο Ζαφείρης Τρικαλινός
Ο αφηγητής Ζαφείρης Τρικαλινός.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Ζαφείρης Τρικαλινός μας μιλάει για τα παιδικά του χρόνια στο Αιτωλικό και πώς οι εμπειρίες του τον οδήγησαν, μετά από καιρό, να ασχοληθεί, επαγγελματικά, με την παραγωγή αυγοτάραχου. Μας ταξιδεύει στο χρόνο αφηγούμενος τις αναμνήσεις του από γεγονότα-σταθμούς στη ζωή του.
Αφηγητές/τριες
Ζαφείρης Τρικαλινός
Ερευνητές/τριες
Δήμητρα Καρέτσου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/12/2022
Διάρκεια
74'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Ζαφείρης Τρικαλινός μας μιλάει για τα παιδικά του χρόνια στο Αιτωλικό και πώς οι εμπειρίες του τον οδήγησαν, μετά από καιρό, να ασχοληθεί, επαγγελματικά, με την παραγωγή αυγοτάραχου. Μας ταξιδεύει στο χρόνο αφηγούμενος τις αναμνήσεις του από γεγονότα-σταθμούς στη ζωή του.
Αφηγητές/τριες
Ζαφείρης Τρικαλινός
Ερευνητές/τριες
Δήμητρα Καρέτσου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/12/2022
Διάρκεια
74'