Το παλιό Αγρίνιο: αναμνήσεις μιας άλλης εποχής
Ενότητα 1
Αναμνήσεις από την παλιά γειτονιά της αφηγήτριας
00:00:00 - 00:21:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γεια σας. Γεια σας.. Θα μας πείτε το όνομά σας; Με λένε Δήμητρα Πανουργιά. Σήμερα είναι Τρίτη 22/12 του 2020. Είμαι μαζί με τη Δήμητρ…κάναν εντύπωση σαν άνθρωποι, σαν επαφή. Ήταν αλλιώς. Ήταν, βέβαια, πολύ αυστηροί, όμως εκεί που τους είχες ανάγκη, εκεί στεκόταν δίπλα σου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 2
Τα παιδικά παιχνίδια στο παλιό Αγρίνιο
00:21:14 - 00:26:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μάλιστα. Τώρα θέλω να ξαναγυρίσω λίγο πίσω, να κλείσουμε σιγά σιγά τα θέματα. Θέλω να μου περιγράψεις, έτσι, μ’ όσο πιο πολλές λεπτομέρειες …ίναι αυτά τα παιχνίδια, εν κατακλείδι, που θυμάμαι. Ωραία. Πολύ ωραία τα παιχνίδια. Μας έφερες, έτσι, σε μια άλλη εποχή. Ήταν άλλη εποχή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 3
Τα παραδοσιακά επαγγέλματα
00:26:53 - 00:29:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλω, τώρα, λίγο να μου περιγράψεις τα επαγγέλματα που θυμάσαι απ’ αυτή την εποχή. Κάτι διαφορετικό, τι έκανε ο πιο πολύς κόσμος, τι… Όπως … βρίσκεις τσαγκάρηδες όχι για να σου φτιάξουν καινούριο παπούτσι, για να σου επιδιορθώσουν κάποιο παλιό. Ή δεν υπάρχουν παγοπώληδες σήμερα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 4
Τα έθιμα του γάμου
00:29:41 - 00:34:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μάλιστα, μάλιστα. Τι άλλο ήθελα να ρωτήσω τώρα; Σε επίπεδο τοπικών εθίμων υπάρχει κάποιο έθιμο στην περιοχή, στην πόλη, που να ‘ναι, έτσι,…θηκα τώρα ξαφνικά αυτό, γιατί σου είπα για τα προικιά, που ήτανε μπροστά το φορτηγό και πίσω αυτός ο καταβρεχτήρας σε μία περίπτωση τέτοια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Τα συλλαλητήρια των καπνεργατών και τα Παπαστράτεια
00:34:23 - 00:42:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πολύ ωραία. Απ’ αυτές τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, υπάρχει κάποιο περιστατικό κοινωνικό, πολιτικό, τοπικό, που να σου έχει χαραχτεί στ…Πάρα πολύ ωραία. Μάλιστα. Τώρα θέλω να μου πεις, αν θυμάσαι, ως παιδί αν είχες μες στο σπίτι απ’ τη γιαγιά σου, απ’ τη μαμά σου— Αν είχα;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 6
Αναμνήσεις από το σπίτι και τα παιδικά χρόνια
00:42:04 - 00:50:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κάποια παιδική, αν είχες, λέω, απ’ τη μαμά σου, απ’ τη γιαγιά σου, κάποια παιδική ιστορία, κάποιο παιδικό τραγουδάκι που σε μεγαλώσανε, που …δυναμική και κράτησε το σπίτι μας, δηλαδή. Δεν το συζητάμε. Κι υπέφερε κι εκείνη από τη Χούντα τότε, όχι μόνο ο πατέρας μου. Είχαμε τέτοια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 7
Το Αγρίνιο την περίοδο της Χούντας
00:50:25 - 00:59:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Επομένως η Χούντα εκεί, τη δεκαετία του '70, ήταν αισθητή και στο Αγρίνιο, που ήταν επαρχία. Βέβαια. Ναι, το '67 εγώ ήμουνα 6 χρονών, 5,5; …ου είχαμε συνεννοηθεί για το τι θα μιλήσουμε μού ‘χες αναφέρει και κάτι άλλο. Ήταν έθιμο; Δεν το κατάλαβα καλά. Ο γοίκος; Το θυμάμαι σωστά;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 8
Το έθιμο του Γοίκου και η παραδοσιακή αρχιτεκτονική
00:59:33 - 01:21:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Α, Ο γοίκος. Ο γοίκος; Τι ήταν αυτό; Τα προικιά που σού ‘λεγα. Ο γοίκος, λοιπόν είναι η ντάνα που βάζουμε τις κουβέρτες, μία πάνω στην άλλ…αυτό το «Τώρα αυτό; Νά ‘ταν κι άλλο»; Οπότε, θεωρείς ότι σεβάστηκε η πόλη το παρελθόν της— Όχι όπως έπρεπε— Το οικιστικό, αρχιτεκτονικό;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Μελλοντικά σχέδια της αφηγήτριας
01:21:49 - 01:30:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όχι όπως έπρεπε. Δηλαδή, για μένα, θα μπορούσαν να παραμείνουνε κάποια σπίτια και να φροντίσει το κράτος, ο δήμος, η αρμόδια αρχή, τέλος πά…α πολύ. Νά ‘σαι καλά, αγάπη μου. Επίσης, επίσης. Χαιρετώ. Καλή δύναμη. Καλό βράδυ. Φιλιά. Γεια σας, γεια σας. Γεια σου παιδί μου, γεια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Tags
[00:00:00]Γεια σας.
Γεια σας..
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Με λένε Δήμητρα Πανουργιά.
Σήμερα είναι Τρίτη 22/12 του 2020. Είμαι μαζί με τη Δήμητρα Πανουργιά, η οποία βρίσκεται στην Αθήνα. Εγώ ονομάζομαι Άρης Νικάκης, είμαι ερευνητής στο Istorima. Βρίσκομαι στη Νέα Σμύρνη και ξεκινάμε τη συνέντευξη. Λοιπόν, δεν ξέρω, Δήμητρα, αν έχεις αντίρρηση, αν θες να μιλάμε στον ενικό—
Ευχαρίστως.
Aν θες να κρατήσουμε τον πληθυντικό;
Να μιλάμε στον ενικό, γιατί είναι πιο κοντά οι άνθρωποι στον ενικό και όχι στον πληθυντικό.
Τέλεια. Λοιπόν, για αρχή θα ήθελα να μου πεις κάποια πράγματα για εσένα, να σε γνωρίσουμε. Πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες, τι σπούδασες;
Ναι. Εγώ γεννήθηκα στο Αγρίνιο. Μεγάλωσα στο Αγρίνιο μέχρι που ήρθε η ώρα να σπουδάσω. Μην έχοντας πανεπιστήμια ο τόπος μας, ήρθα στην Αθήνα, πέρασα στο Πάντειο. Εκεί πέρασα τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Μεγάλη εμπειρία. Και θα ευχόμουνα να ξαναγύριζαν πάλι πίσω. Έκανα ένα μεταπτυχιακό στη Θεσσαλονίκη, γιατί δεν είχε το πανεπιστήμιο το δικό μας στην Αθήνα, όντας παντρεμένη με παιδί. Και γυρίζοντας γράφτηκα στη Νομική, στο Οικονομικό, και έκανα παρακολούθηση στο Οικονομικό. Λόγω εργασίας ήθελα να μάθω κάτι παραπάνω για τη δουλειά μου. Πάντα είχα λόξα με τα γράμματα και αν ήταν στο χέρι μου, θα ήτανε μόνο αυτό ο τομέας απασχόλησης. Τα πανεπιστήμια, να μαθαίνω, να… Νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν είμαστε πλήρεις, δεν τα ξέρουμε και κάθε φορά που μαθαίνουμε κάτι καταλαβαίνουμε αυτή την έλλειψη που έχουμε από γνώσεις και από ιδέες και, τέλος πάντων, να μαθαίνουμε τον κόσμο και που υπήρξε και που υπάρχει. Και βεβαίως σήμερα δεν ξέρουμε και Ιστορία οι περισσότεροι, που είναι σημαντικό. Αν δεν ξέρεις την Ιστορία σου, δεν ξέρεις και ποιος είσαι. Και έχω αυτές τις, ξέρεις, αυτές τις ασχολίες τελευταία. Μελετάω κάποια παλιά κείμενα, μ’ αρέσει να διαβάζω τους Αρχαίους, την αρχαία ελληνική γραμματεία. Και ευτυχώς που είμαι πλέον συνταξιούχος και μπορώ και τα κάνω. Μετά από 36 χρόνια εργασίας.
Πολύ ωραία. Λοιπόν, θα σε πάω λίγο πίσω τώρα.
Ναι.
Θα μιλήσουμε για το Αγρίνιο.
Βεβαίως, την αγαπημένη μου πόλη.
Ωραία. Θέλω να μου πεις εσύ περίπου ποιες δεκαετίες μεγαλώνεις, είσαι παιδί στο Αγρίνιο;
60 και ‘70.
Ωραία. Θέλω, λοιπόν, να μου περιγράψεις πώς είναι αυτό το παλιό Αγρίνιο του ‘60 και του ’70. Πώς το θυμάσαι; Την πόλη…
Το θυμάμαι... Η πόλη που θυμάμαι ήταν μία ιδανική πόλη. Δεν είχαμε ποτέ πολλά. Δεν είχαμε ποτέ όσα χρειαζόμασταν σαν μαθητές στο Δημοτικό, σαν μαθητές στο Γυμνάσιο. Είχαμε μια δημοτική βιβλιοθήκη που για μένα ήταν όαση. Πήγαινα όλα μου τα χρόνια εκεί. Είχαμε, όμως κάτι, το οποίο δεν έχουμε σήμερα και δεν το ‘χει καμία πόλη πουθενά στον κόσμο: τις γειτονιές. Οι γειτονιές μας ήταν ό,τι καλύτερο θυμάμαι από τα μικρά μου χρόνια, από παιδάκι, που κάναμε ποδήλατο στα πεζοδρόμια, τις βόλτες που πηγαίναμε στο πάρκο, το Παπαστράτειο πάρκο στο Αγρίνιο. Θυμάμαι πάρα πολύ έντονα τις εκδηλώσεις για τα Παπαστράτεια, που γινόταν παλιά, για πολλά χρόνια, και ερχόταν φολκλόρ συγκροτήματα απ’ όλο τον κόσμο και κράταγαν μια εβδομάδα, με παρελάσεις των συγκροτημάτων, με παραστάσεις, με χορούς. Και ήταν πάρα πολύ ωραία για ‘μας. Τα σχολεία τα δημοτικά ήταν οικογενειακά. Έχω ακόμα επαφές με συμμαθήτριες από το Δημοτικό κι από το Γυμνάσιο στο Αγρίνιο. Το κρυφτό που παίζαμε, τα αγαλματάκια, το σαλίγκαρο, κουρσούμια τα λέγαμε τότε, τώρα τα λένε βόλους, μπίλιες, κάτι τέτοιο.
Ωραία.
Καθόμασταν στα σκαλάκια των πεζοδρομίων και τα τινάζαμε με το χέρι και οποιανού πήγαινε μακρύτερα κέρδιζε υποτίθεται.
Τέλεια.
Και κάποια στιγμή στο Γυμνάσιο είχαμε και το τάκα-τάκα. Εσύ είσαι πολύ νέος για να θυμάσαι το τάκα-τάκα, που ήταν δύο μπαλίτσες. Κρεμόταν από ένα, δύο κορδόνια, ενώνονταν σ’ ένα δαχτυλίδι. Το περνάγαμε στο δάχτυλο. Προσπαθούσαμε να χτυπήσουμε τις μπαλίτσες και να χτυπάνε και κάτω και πάνω. Αλλά, σπάγαμε δάχτυλα. Ήταν πάρα πολύ ωραία εκείνα τα χρόνια. Παίζαμε Καραγκιόζη στα αυτά… που δεν ήταν οικοδομήσιμα χτήματα, πίσω από το σπίτι μας. Μαζευόμασταν πόσα πρώτα ξαδέρφια, πόσα δεύτερα —ήμασταν ολόκληρο σχολείο μόνο το σόι μας— και κάναμε Καραγκιόζη. Παίρναμε τα σεντόνια, ανάβαμε και κάτι λάμπες θυέλλης και παίζαμε Καραγκιόζη πίσω απ’ το σεντόνι. Βέβαια, σπάγαμε και κάνα κεφάλι, άνοιγε καμιά μύτη, πλακωνόμασταν στο ξύλο. Ήτανε τέλεια, όμως, Άρη. Είναι αυτά τα χρόνια που όποτε τα θυμάμαι τα θυμάμαι με πολύ αγάπη. Θα ‘θελα για μια φορά να μπορούσα να ζήσω έστω μια εβδομάδα από εκείνα τα χρόνια. Τέλεια. Η πόλη ήτανε μια πολύ απλή πόλη. Εύκολη. Είχε τον κεντρικό δρόμο, η οδός Παπαστράτου, η οποία ξεκίναγε εκεί, λίγο πριν το πάρκο, εκεί που είναι το πατρικό μου και κατέβαινε μέχρι την πλατεία Δημοκρατίας, κεντρική πλατεία του Αγρινίου. Βέβαια, πέρναγες μια πιο μικρή πλατεία, που είχαμε το άγαλμα του Φλέμινγκ, και πιο κάτω την πλατεία Μπέλλου, που ήτανε η πλατεία που είχε τα μαγαζιά, που λίγο πιο δίπλα της ήταν η παλιά λαχαναγορά του Αγρινίου, η οποία σήμερα έχει εξελιχθεί σε έναν χώρο εκδηλώσεων πολιτιστικών, μουσικών, μεζεδοπωλεία, παραστάσεις. Έχει αξιοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Εκεί ήταν και το μαγαζί ενός από τα τέσσερα αδέρφια του πατέρα μου. Πηγαίναμε συχνά, μας άρεσε. Βέβαια, ήταν δύσκολο μικρά που είμαστε να μας αφήνουν να κυκλοφορούμε στο Αγρίνιο, γιατί θα μας έπαιρναν οι γύφτοι, μας λέγανε, και δεν μας αφήνανε, αλήθεια. Και έπρεπε να πηγαίνουμε με κάποιον μεγάλο παρέα. Βέβαια, μεγαλώνοντας πηγαίναμε και μόνοι μας. Πηγαίναμε στο φροντιστήριο, βρίσκαμε και μια ευκαιρία να ξεκλέψουμε απ’ τους γονείς, να βρεθούμε με το αμόρε της εποχής, παράδειγμα, τότε στα 16-17. Καθόλου σαν σήμερα. Δεν υπήρχαν κινητά, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο. Ήθελες να επικοινωνήσεις κρυφά και έστελνες γράμμα post restant. Bεβαίως. Το τηλέφωνο μόνο το τηλέφωνο του σπιτιού, διάφορα τέτοια. Όμως, η πόλη μ’ άρεσε. Μ’ άρεσαν αυτά τα στενάκια με τα παλιά διώροφα, πού ‘ταν πέτρινα και είχαν σκάλα εξωτερική που ανέβαινες πάνω. Eίχαν κάτω κουζίνα, ας πούμε, και σαλόνια και δεν ξέρω ‘γώ τι, κι απάνω ήταν τα υπνοδωμάτια και τέτοια. Και πηγαίναμε σ’ αυτά τα σπίτια, γιατί είχαμε επαφές με τους συμμαθητές μας. Βρισκόμασταν καταρχάς όλοι μαζί για να πούμε κάλαντα, και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Kαι είχαμε μια μελόντικα και κάποιοι είχαμε τριγωνάκια και μαλώναμε ποιος θα κρατάει το ταμείο, λες και θά ‘τανε δικά μας τα λεφτά, του ενός. Ήταν τέλεια. Δηλαδή, μετά είχαμε την πλατεία —πώς τη λένε;—, την πλατεία στο πίσω μέρος —θα θυμηθώ, θα στην πω. Είχαμε πολλές πλατείες. Είχαμε την πλατεία στο σιντριβάνι, που ήταν και το παλιό ΚΤΕΛ, το οποίο ΚΤΕΛ ήταν ένα παλιό νεοκλασικό, με αγάλματα του Ερμή και της Αθήνας απ’ έξω, το οποίο σήμερα το έχουν αναβαθμίσει σε κατάστημα τραπέζης και το έχουν αναπαλαιώσει και πραγματικά είναι πολύ όμορφο. Και εκεί ήτανε τα γνωστά ζαχαροπλαστεία, που λυσσάγαμε, «Πάμε για λουκουμάδες στο Ζυγούρη», «Πάμε για πάστες στο Ζήνα». Είχαμε κι εκείνο τον περίφημο κυριούλη, Γιώργο τον ελέγανε, που πούλαγε παγωτό χωνάκι κι ήτανε το μόνο παγωτατζίδικο και τρέχαμε και να μαζεύεται κόσμος και να λυσσάμε, «Θα τελειώσει και δεν θα φτάσει και δεν θα πάρω.» Είχαμε τέτοια ωραία πράγματα. Πηγαίναμε και στους προσκόπους. Είχαμε και Σύστημα, βεβαίως, και κάναμε πολλά ωραία πράγματα. Είναι απ’ αυτά που δεν τα ξεχνάς ποτέ. Δεν τα ξεχνάς ποτέ. Και είναι μνήμες που πολλές φορές μού έρχονται στο μυαλό. Παρακολουθώ στο Facebook μια σελίδα των Αγρινιωτών, που λέγεται «Γλυκές μνήμες» και με συγκινεί που η διαχειρίστρια είναι συμμαθήτριά μου από το Γυμνάσιο. Και μ’ αρέσει που ανεβάζει τέτοια παλιά πράγματα. Τη γειτονιά μας παλιά τη λέγανε Φραγκοσυκούλα, γιατί είχε πολλές φραγκοσυκιές, πριν χτιστούν τα σπίτια, πριν, πριν, όλα αυτά. Τέλειο, Άρη, τ’ Αγρίνιο. Καμιά φορά λυπάμαι που άλλαξε τόσο πολύ και έχει εκμοντερνιστεί κι έχουν γίνει όλα αυτά τα καινούργια —πολυκατοικίες, ξέρεις, πολυκαταστήματα. Ήταν πιο όμορφο τότε, όπως το θυμάμαι εγώ. Βέβαια, τώρα είναι πιο λειτουργικό. Αναμφισβήτητα. Αλλά, τότε [00:10:00]έβλεπες, πηγαίναμε βόλτα, για περπάτημα με τους γονείς στις γειτονιές και μας έλεγε, ας πούμε: «Βλέπεις το σπίτι του Σωχωρίτη;», στην πλατεία Καραπανέικα. Το σπίτι του Σωχωρίτη σήμερα διατηρείται σαν μνημείο, γιατί είναι από τις πολύ παλιές οικίες του Αγρινίου. Ήταν αριστοκράτες οι άνθρωποι που μένανε και έχει τύχει να το επισκεφτώ όντας συμμαθήτρια με την τελευταία απόγονο, ας πούμε, της οικογένειας των Σωχωρίτιδων. Ήταν ένα καταπληκτικό κτίριο. Λες και έμπαινες στην Ιστορία ήταν αυτό το σπίτι. Μ’ εκείνα τα τζάκια τα τεράστια που είχε, εκείνα τα έπιπλα που νόμιζες ότι είσαι, δεν ξέρω, στο 1700, κάτι τέτοιο. Νόμιζα ότι μπαίνω στην Ιστορία. Είμαι πολύ τυχερή που γνώρισα το Αγρίνιο τότε. Τώρα πάω απλά και μόνο επειδή τ’ αγαπάω, γιατί έχω όλο μου το σόι εκεί. Στην Αθήνα είναι ελάχιστοι από την οικογένειά μου, αλλά είμαστε μεγάλη οικογένεια και έχω πολλά πρώτα ξαδέρφια και μ’ αρέσει να πηγαίνω να τους βλέπω. Επανασυνδέομαι με το πατρικό χώμα, ξέρεις. Τ’ αγαπάω τ’ Αγρίνιο.
Ωραία.
Ναι ήτανε... Και να σου μιλήσω και για το περίπτερο του πάρκου. Το περίπτερο το λέγαμε περίπτερο, αλλά ήταν ένα μαγαζί, που πουλούσε παγωτά, φαγητά, αναψυκτικά. Φώναζε... Και είχε... Ήμουνα πολύ μικρή που θυμάμαι είχε μουσικές βραδιές κι ερχότανε καλλιτέχνες απ’ την Αθήνα. Τραγουδάγανε και οι γονείς πηγαίνανε και μας αφήνανε σπίτι και εμείς γκρινιάζαμε να πάμε, τέτοια. Και μετά μεγαλώνοντας πήγαινα με τον αδερφό του πατέρα μου. Ερχόταν απ’ το σπίτι, έλεγε: «Θα σε πάρω», μου λέει, «να σε πάω στο πάρκο, που έχει μουσική». Και εγώ λύσσαγα: «Ναι, ναι, θείε, να πάμε.». Το παιχνίδι στο πάρκο, οι εκδρομές με το σχολείο, ο κουτσός φωτογράφος, ο κυρ Γιώργος. Μας έβγαλε εμένα και την αδερφή μου τις πρώτες μας φωτογραφίες. Εγώ ότι είχα αρχίσει να περπατάω, δεν ήταν η Στέλλα ακόμα γεννημένη. Μετά και την αδερφή μου. Κάθε Κυριακή ο πατέρας μας μας πήγαινε και βγάζαμε φωτογραφίες. Αυτά θυμάμαι από τότε κι άλλα πολλά βέβαια, που πρέπει να κάνω βουτιά στις αναμνήσεις.
Πολύ ωραία. Υπάρχει κάποιο άλλο κτήριο στο Αγρίνιο, έτσι, που να ‘ναι τοπόσημο, που να ‘ναι σημαντικό, να συνδέεται με την πόλη, με την Ιστορία;
Ναι. Ήτανε οι αποθήκες του Παπαστράτου και του Γεωργίου Κεράνη. Καπναποθήκες. Παπαστράτος: Αγρινιώτης γέννημα-θρέμμα, απ’ τους εθνικούς ευεργέτες της πόλης μας. Υποστήριξε πάρα πολύ το Αγρίνιο χτίζοντας σχολεία, βιβλιοθήκες, το πάρκο, εκκλησίες, βοηθώντας φτωχούς ανθρώπους να ορθοποδήσουν με εργασίες, με προίκα στα κορίτσια τους... Λέγαμε για τους Παπαστράτους. Οπότε, να συνεχίσω για την οικογένεια Παπαστράτου, που υπήρξαν για τον τόπο μας εθνικοί ευεργέτες, από τη Χαρίκλεια, τη μάνα του τη γιαγιούλα, της οποίας η προτομή υπάρχει στο πάρκο, όπως και τα τρία αδέρφια που είχαμε. Μικρή, πολύ μικρό παιδάκι, που θυμάμαι τη γιαγιά μου, του πατέρα μου, να συνδιαλέγεται με τους Παπαστράτους για τα καπνά της οικογένειας, που ερχόταν να πάρουν τα καπνά τους κι έπαιρναν τα καπνά όλου του νομού για τα τσιγάρα Παπαστράτος. Λοιπόν, το κτήριο για το οποίο με ρώτησες και το οποίο ακόμα σήμερα εντυπωσιάζει είναι οι αποθήκες του Παπαστράτου και οι αποθήκες του Παναγόπουλου, που αποθήκευε και ο Κεράνης και ο Παπαστράτος τα δέματα των καπνών και τα διάφορα. Ήταν κοντά στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό του Αγρινίου, τον οποίο δεν έχουνε φροντίσει να τον διατηρήσουνε. Θα μπορούσαν να τον διατηρήσουν αυτόν τον πετρόχτιστο σταθμό του παλιού τρένου αλλά δεν το κάνανε. Όμως, οι αποθήκες του, οι καπναποθήκες, είναι καταπληκτικό. Έχουν αναπαλαιωθεί. Δηλαδή, να τις δεις, είναι όπως ήταν τότε, που τα θυμότανε οι γιαγιάδες.
Βεβαίως. Ήταν… Μεγάλος καπνοβιομήχανος ο Παπαστράτος και δεύτερος ήταν ο Κεράνης, άλλος μεγάλος καπνοβιομήχανος του Αγρινίου, γιατί ο τόπος είναι καπνοβιομηχανικοπαραγωγός.
Μάλιστα. Πολύ ωραία. Λοιπόν, οπότε απ’ αυτές δεκαετίες, του ‘60 και του ‘70, τι έχεις συγκρατήσει για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων;
Ναι.
Πώς ήταν η γειτονιά σου;
Η γειτονιά μου… Ήταν οικογένεια η γειτονιά μου. Απέναντι από το σπίτι μου ήταν ένα μπακάλικο της εποχής, ο κυρ Λάμπρος ο Κουρκούτας, ο οποίος είχε και μπακαλικής και μαναβικής και παραδίπλα είχε ένα πολύ μικρό μαγαζάκι, μία τρύπα, που πούλαγε πάγο, γιατί εκείνα τα χρόνια τα ψυγεία ήτανε με πάγο. Δεν είχαμε ρεύμα, ηλεκτρικά ψυγεία. Αργότερα, πολύ αργότερα, πήραμε ηλεκτρικό ψυγείο. Και μας έστελνε η μάνα μας ή εμένα ή την αδερφή μου να πάρουμε το έν τέταρτο πάγου, που χώραγε ψυγείο. Η γυναίκα του, η κυρά Παρασκευή, ήταν φίλες με την οικογένειά μου, με την οικογένεια Παλαβιά, με την οικογένεια Καλύβα. Ουυ. Όταν έπεφτε λίγο ο ήλιος, τ’ απόγευμα, μαζεύονταν όλες οι φιλενάδες, ας πούμε, της κυρα-Παρασκευής και καθόταν στα καφάσια και συζητάγανε, πίναν τον καφέ τους. Και εμάς μας είχαν σ’ ένα ξέφραγο οικόπεδο δίπλα και παίζαμε, το σμάρι της γειτονιάς. Μία σφαλιάρα ερχότανε που βγήκαμε στο δρόμο, μια τσίχλα μας δίνανε ή μια βανίλια με το κουταλάκι για να μας συνεφέρουνε μετά. Και πολλές φορές μ’ άρεσε να κάθομαι —αυτή είναι μία πολύ έντονη εικόνα που έχω διατηρήσει στο μυαλό μου— που κάθονταν οι μεγάλες γυναίκες και μιλάγανε και μ’ άρεσε πάρα πολύ να πάω να τις ακούω. Και μου έλεγε η μάνα μου: «Γιατί έρχεσαι εδώ, βρε πρωτόγρια; Πήγαινε να παίξεις με τα παιδιά.». Λέω, «Ν’ ακούσω τι λέτε». «Ό,τι λέμε εμείς είναι για μεγάλους. Φύγε από ‘δώ.». Στις γιορτές μας, στις γιορτές τους, Χριστούγεννα, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο, είχαμε πάρα πολύ καλές επαφές. Πηγαίναμε, ερχότανε. Δεν μπορούσες να διανοηθείς, δηλαδή, γιορτή που να μην πας ή γιορτή σου να μην έρθουν. Ήταν πολύ πιο οικογενειακά και τότε οι γιορτές δεν κράταγαν μία μέρα. Η βδομάδα ήταν στο νερό. Και τα γλυκά δεν έπρεπε να τα φάει η οικογένεια. Έπρεπε να ‘ρθούνε οι καλεσμένοι όλοι, να περάσουν, να κεραστούνε και ό,τι περίσσευε μάς δίνανε μετά. Και δεν ήταν μόνο στην οικογένειά μου. Ήταν έτσι τότε όλοι οι άνθρωποι. Ευχάριστες. Οι βόλτες στο πάρκο ήτανε το κρυφτό, οι κούνιες. Αυτά είναι από τη μικρή μου ηλικία. Μετά μεγαλώνοντας, όταν ήταν τα χρόνια της ντίσκο—
Τι δεκαετία περίπου;
‘70. Δεκαετία του ’70. Εκεί γύρω στο ‘75, ’76 άνοιξε η πρώτη ντίσκο στο Αγρίνιο και θέλαμε να πάμε και οι γονείς δεν μας άφηναν και παρακαλάγαμε δύο βδομάδες νωρίτερα για να πάμε. Και τελικά πηγαίναμε και ήτανε ωραία και τότε. Εκείνη η μουσική μού άρεσε τότε, πιο χαρούμενη, πιο ρυθμική. Και μαζευόμασταν τώρα από το σχολείο οι παρέες και πηγαίναμε και ήταν πάρα πολύ ωραία. Και μετά οι εκδρομές στο δασύλλιο του Αγίου Χριστοφόρου και στα "Άγρια πουλιά", το αναψυκτήριο, που ήταν στον παλιό Άγιο Χριστόφορο.
Τι είναι ο παλιός Άγιος Χριστόφορος;
Α, πριν σου είπα για την πλατεία Καραπανέικα, που ήταν το παλιό σπίτι των Σωχωρίτιδων. Εκεί ο δρόμος προς τα πάνω ανεβαίνει, ανηφορίζει σ’ ένα λόφο, που λέγεται ο λόφος του Αγίου Χριστοφόρου, ξέρουμε εμείς. Η καινούργια εκκλησία είναι κάτω χαμηλά μέσα στην πόλη και εκεί υπάρχει μια πολύ παλιά πέτρινη εκκλησία, μέσα στο δασύλλιο, που κατεβαίνεις πολλά σκαλάκια για να βρεθείς στο προαύλιο της εκκλησίας. Είναι πολύ ειδυλλιακό το μέρος, σαν τα μέρη που περιγράφουνε οι παλιοί, που βρίσκονται οι νύμφες του Διόνυσου, κάτι τέτοιο βάλε με το μυαλό σου. Τόσο περίεργο και ειδυλλιακό μέρος. Κι είχε κι ένα μαγαζάκι, αναψυκτήριο, που μας πηγαίναν εκδρομές και καθόμασταν εκεί να πιούμε πορτοκαλάδες —γκαζόζες τότε, δεν υπήρχαν κόκα κόλες και 7 Up. Μετά ήρθαν αυτά— και να μιλήσουμε, να διασκεδάσουμε, να γελάσουμε, να παίξουμε, να κουβεντιάσουμε. Πάρα πολύ ωραία. Ήταν πάρα πολύ ωραία. Και βεβαίως θυμάμαι έντονα και τα χρόνια που γυμναζόμουνα με τον Α. Ο. Αγρινίου. Προπονητής μας ήταν ο κύριος Μπενέκας, Θεός σχωρέστον, ένας εξαιρετικά αυστηρός προπονητής, γυμναστής. Και μας είχε κάθε μέρα στην πολλή άθληση και στον [00:20:00]πολύ αγώνα, σοβαρές προπονήσεις. Κι εκείνα ήταν πολύ ωραία. Οι αγώνες που παίρναμε μέρος, τα μετάλλια που παίρναμε. Αυτά που μας έλεγε, δηλαδή, που μας μάλωνε πάρα πολύ, μας έλεγε: «Έχεις δυνατότητες και βαριέσαι και κάνεις και δείχνεις.». Και πάλευε πάρα πολύ με τα παιδιά. Του άρεσε πάρα πολύ να αναδεικνύει αθλητές. Από τους πολύ καλούς καθηγητές. Θυμάμαι τους καθηγητές του σχολείου, που τους σέβομαι απεριόριστα. Συγκινούμαι. Μέχρι πρόσφατα έβλεπα στο Αγρίνιο καθηγητή μου, φιλόλογο. Τον κύριο Νικολακόπουλο. Από το Παναιτώλιο ήταν και ήταν ένας εξαιρετικά χαρισματικός άνθρωπος. Ένας καθηγητής μου, ο Χρήστος ο Τζούλης, που ζει ακόμα, ένας πολύ διαπρεπής φιλόλογος. Ακόμα να σκεφτείς, παρόλο που δεν είμαι φίλος των Μαθηματικών, θυμάμαι τα ονόματα των μαθηματικών, που είχα. Αλλά μας κάναν εντύπωση σαν άνθρωποι, σαν επαφή. Ήταν αλλιώς. Ήταν, βέβαια, πολύ αυστηροί, όμως εκεί που τους είχες ανάγκη, εκεί στεκόταν δίπλα σου.
Μάλιστα. Τώρα θέλω να ξαναγυρίσω λίγο πίσω, να κλείσουμε σιγά σιγά τα θέματα. Θέλω να μου περιγράψεις, έτσι, μ’ όσο πιο πολλές λεπτομέρειες μπορείς, τα παιδικά παιχνίδια που παίζατε τότε.
Αχ ναι, μπορώ. Αυτά ναι. Λοιπόν, παίζαμε, πέρα από το γνωστό κρυφτό και κυνηγητό —που για να παίξουμε κρυφτό, παίζαμε και στον κήπο του σπιτιού μας. Είχε μεριές να κρυφτείς. Όμως, στο κυνηγητό δεν μας έφτανε αυτός ο τόπος. Εμείς θέλαμε ένα γήπεδο, όλο αυτό το σμάρι των παιδιών για να κυνηγιόμαστε. Και πηγαίναμε πίσω από το σπίτι, εκεί που σου είπα νωρίτερα ότι στήναμε… εκείνο το πρόχειρο παράπηγμα για να παίξουμε Καραγκιόζη;
Ναι.
Κάναμε κυνηγητό και μαζευόταν τα παιδιά της γειτονιάς, απ’ τις πίσω γειτονιές. Και μετά αρχίζαν οι μανάδες να φωνάζουνε: «Μαζευτείτε, σκοτείνιασε.». Και εμείς πού να μαζευτούμε; «Έλα ‘δω, γιατί θα πάρω βέργα». Εσύ από τη μητέρα σου δεν τ’ άκουσες ποτέ. Ρώτα κι εμένα πόσες φορές. Παίζαμε σαλίγκαρο, που ήτανε… Σχηματίζαμε με κιμωλία ή με ασβεστόπετρα στο τσιμέντο ένα τεράστιο τετράγωνο και το χωρίζαμε με σταυρό. Βάζαμε μια πετρούλα και κουτσό έπρεπε να προχωράμε την πετρούλα από τετράγωνο σε τετράγωνο χωρίς να πέσει στη γραμμή, να σταθεί η πετρούλα στις γραμμές που διασχίζανε το τετράγωνο. Και κερδίζαμε και κάναμε δεύτερο γύρο και τρίτο γύρο. Χάναμε, λοιπόν, όταν η πέτρα έπεφτε στη γραμμούλα και έπαιρνε ο αντίπαλος σειρά. Μετά παίζαμε λέγκα. Λέγκα. Το λέγαμε λέγκα, δεν ξέρω πώς το λένε στην υπόλοιπη Ελλάδα αυτό το παιχνίδι, που είχαμε μια ρόδα —και εμείς, επειδή δεν μας δίνανε ρόδα… Γιατί, δεν έβρισκες. Σαν τη ρόδα τη μικρή, σκέψου, σαν τα καροτσάκια της λαϊκής τώρα, τη ρόδα, λίγο μεγαλύτερη—, είχαμε και μια βέργα και προσπαθούσαμε να την τσουλάμε χωρίς να σταματάει η ρόδα. Αυτό το λέγαμε λέγκα. Παίζαμε με τους βόλους που λένε τώρα, τα κουρσούμια που σου είπα, που κάναμε τη... Αντίπαλα στα πεζοδρόμια παίζαμε, στους κήπους παίζαμε, κάπου που να ‘χει ίσωμα και τσιμέντο. Το αγαλματάκια, ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα, τα οποία ήταν φοβερό παιχνίδι. Κάποιος τα φύλαγε, ας πούμε, και έλεγε —πίσω του ήτανε… Πόσα παιδιά ήμασταν στην παρέα και παίζαμε—: «Αγαλματάκια, ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα». Και γύριζε και έπρεπε στην κίνηση που ήσουνα να σταματήσεις. Ακριβώς σ’ αυτή την κίνηση. Αν κουνιόσουνα, έχανες, έβγαινες απ’ το παιχνίδι, κέρδιζε η μάνα. Δεν πρέπει να ‘χεις παίξει τέτοια, Άρη μου, δεν πρέπει να τα ‘χεις προλάβει, αυτά τα παιχνίδια.
Δεν τα ‘χω προλάβει, όχι.
Παίζαμε αυτό. Χαρακτηριστικό. Μετά δεν είχαμε επιτραπέζια. Α, θυμάμαι επιτραπέζιο παιχνίδι που παίζαμε και τσακωνόμασταν ήταν το Φιδάκι. Παίζαμε Φιδάκι. Εκεί έπεφτε μαλλί με μαλλί, γιατί μπορούσαμε να παίξουμε μέχρι τέσσερις και όσοι δεν παίζανε τσακωνότανε και «Γιατί εσύ κι όχι εγώ;». Το Φιδάκι, λοιπόν, ήταν ένας πίνακας με τετράγωνα και είχε φίδια —αριθμημένος ο πίνακας, είχε 100 τετραγωνάκια. Έριχνες το ζάρι, έλεγε 4, μέτραγες τέσσερα, ας πούμε, κουτάκια και έβαζες το πιόνι σου. Όταν, όμως, έπεφτε σε κεφάλι φιδιού έπρεπε αναγκαστικά να κατεβείς εκεί που τελείωνε η ουρά του. Και ξεκίναγε πάλι απ’ την αρχή το επιτραπέζιο. Δεν θυμάμαι να είχαμε Monopoly. Θυμάμαι τον εαυτό μου να παίζουμε σκάκι με τον πατέρα μου, αλλά μόνο εγώ κι ο πατέρας μου. Από τα παιδιά της γειτονιάς δεν παίζανε σκάκι. Μετά μαζευόμασταν, θυμάμαι, μπορεί να βλέπαμε μία ταινία στην τηλεόραση. Και δεν είχαμε όλα τα σπίτια τηλεόραση. Μπορεί να είχαν ένας, δύο και όλοι μαζευόμασταν σ’ αυτό που είχε. Και βλέπαμε, ας πούμε, μια κωμωδία το Βέγγο. Και μετά λέγαμε όσοι ήμασταν να παίξουμε την ταινία που έπαιζε ο Βέγγος. Αλλά, «Ποιος θα κάνει το Βέγγο;». Ο Πίπης, ο Αντρέας, ο ένας, ο άλλος απ’ τα παιδιά της γειτονιάς. «Ποιος θα κάνει την τάδε;». Ο αυτός, εκείνος. Παίζαμε και τέτοια πράγματα. Είχε πολύ γέλιο, δεν μαζευόμαστε.
Πολύ ωραία.
Ναι, δεν μαζευόμαστε. Είχαμε φαντασία, Άρη. Δεν ξέρω τα παιδιά σήμερα αν η φαντασία τους στέκεται μόνο στα επίπεδα του βιντεοπαιχνιδιού ή, δεν ξέρω, του υπολογιστή ή τι άλλο. Τότε δεν είχαμε τέτοια πράγματα. Μηχανευόμασταν λοιπόν, τρόπους, να διασκεδάσουμε και τα κάναμε παιχνίδι. Αυτό εξήπτε την φαντασία μας. Ήταν πάρα πολύ ωραίο αυτό. Είναι αυτά τα παιχνίδια, εν κατακλείδι, που θυμάμαι.
Ωραία. Πολύ ωραία τα παιχνίδια. Μας έφερες, έτσι, σε μια άλλη εποχή.
Ήταν άλλη εποχή.
Θέλω, τώρα, λίγο να μου περιγράψεις τα επαγγέλματα που θυμάσαι απ’ αυτή την εποχή. Κάτι διαφορετικό, τι έκανε ο πιο πολύς κόσμος, τι…
Όπως σου είπα, ναι, νωρίτερα —για να μην το ξεχάσω—, παγοπώλες. Ήταν μαγαζιά που πωλούσαν πάγο, που δεν είχαμε ψυγεία ηλεκτρικά και έπρεπε να βάζουμε τον πάγο για να παγώνει τα τρόφιμα, που χρειάζονταν να διατηρηθούν σε ψυγείο. Οι φούρνοι, που ψήνανε ψωμιά, κουλούρια, γλυκά, που σήμερα δεν ξέρω φούρνους που να κάνουν αυτή τη δουλειά. Μετά ήτανε οι τσαγκάρηδες, οι υποδηματοποιοί, ο μπαμπάς μου. Πήγαινε κάποιος, του έπαιρνε τα μέτρα, έκοβε το πατρόν από το παπούτσι, το πήγαινε στο γαζωτή να το γαζώσει και γινότανε παπούτσια από την αρχή μέχρι το τέλος, από το Α ως το Ω, με το χέρι. Και παλιότερα, που δεν υπήρχανε οι μηχανές να ράβουν τις σόλες στα πόδια —έτσι λέγανε το πατρόν του παπουτσιού, φόντι— το ράβαν με το χέρι οι τσαγκάρηδες οι παλιοί. Έχω φωτογραφία απ’ τον πατέρα μου 18 χρονών με το δάσκαλο, το μέντορά του, που τον έμαθε τσαγκάρης. Μετά υπήρχανε οι τορναδόροι. Οι τορναδόροι ήταν ξυλουργοί που χειρίζονταν τον τόρνο, ένα συγκεκριμένο μηχάνημα που έκανε σχέδια, δηλαδή καμπύλες, γωνίες στα έπιπλα, σε διάφορα κομμάτια. Άλλωστε, ένας θείος μου ήταν έτσι. Άλλα επαγγέλματα που δεν υπάρχουν σήμερα… Ήταν αυτός που πέρναγε και πούλαγε φρούτα με το καρότσι και τ’ άλογο. Θυμήθηκα στη γειτονιά παιδί, κάτι τέτοιο. Αλλά, σαν ανάμνηση, σαν όνειρο. Μετά, άνοιξε ο κυρ-Λάμπρος το μαγαζάκι απέναντι. Μετά υπήρχανε οι νεωτερισμοί, που σήμερα είναι τα μεγαλοκαταστήματα, που ήτανε ένα μαγαζί, που είχε μέσα μπλούζες, φούστες, ζακέτες, κάλτσες και μόνο αυτά. Πολύ...
Μάλιστα.
Δεν θυμάμαι, δηλαδή, κάτι άλλο πιο ιδιαίτερο, που δεν υπάρχει σήμερα. Ας πούμε, σήμερα βρίσκεις τσαγκάρηδες όχι για να σου φτιάξουν καινούριο παπούτσι, για να σου επιδιορθώσουν κάποιο παλιό. Ή δεν υπάρχουν παγοπώληδες σήμερα.
Μάλιστα, μάλιστα. Τι άλλο ήθελα να ρωτήσω τώρα; Σε επίπεδο τοπικών εθίμων υπάρχει κάποιο έθιμο στην περιοχή, στην πόλη, [00:30:00]που να ‘ναι, έτσι, λίγο ξεχωριστό; Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, την Πρωτομαγιά, στο γάμο ενδεχομένως;
Α, στο γάμο, τα προικιά. Έχουμε εκεί… Δεν ξέρω αν τό ‘χουνε παντού στη Στερεά Ελλάδα, αλλά στο Αγρίνιο, όταν ένα κορίτσι παντρεύονταν, έπρεπε η οικογένεια της, η μάνα της, να κάνει μία έκθεση στο πατρικό της κοπέλας με όλη την προίκα που της είχε μαζέψει όλα τα χρόνια για να την ετοιμάσει για τον ενδεχόμενο γάμο: κεντήματα, κουβέρτες, παπλώματα, στρώσεις, πετσέτες, μαξιλαροθήκες, σεντόνια, οτιδήποτε. Έπρεπε να εκτεθούν στο σόι, που πήγαινες εσύ στα προικιά. Αν ο γάμος ήτανε την Κυριακή, τα προικιά γινότανε Πέμπτη-Παρασκευή. Και πήγαιναν, λοιπόν, το σόι και έβαζε και λεφτά και θαύμαζε την προίκα της νύφης. Και την άλλη μέρα τα φορτώναν σ’ ένα φορτηγό ανοιχτά, να τα βλέπει κι απ’ όπου περνάει το φορτηγό —ανοιχτό το φορτηγό, χωρίς κουκούλα— και κορνάροντας ο φορτηγατζής να τα πάει στο σπίτι που θα έμενε το ζευγάρι. Συνήθως εκείνα τα χρόνια μένανε στο σπίτι της πεθεράς το ζευγάρι, της μάνας του γαμπρού. Αυτό με εντυπωσίαζε πάρα πολύ από μικρή μέχρι και τώρα. Δηλαδή, τώρα ευτυχώς δεν το βλέπω, γιατί το θεωρούσα τόσο… Δεν ξέρω, δεν μ’ άρεσε αυτό, να βλέπει ο κόσμος τι ρούχα μού δίνει η μάνα μου, ας πούμε, προίκα, η προίκα γενικά σαν θεσμός. Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά. Μετά δε μας αφήνανε —νομίζω εκεί πριν τα Θεοφάνια, που ξημέρωναν τα Θεοφάνια— να βγούμε από το σπίτι για τους καλικαντζάρους, που ανοίγουν οι ουρανοί, των Φώτων, των Θεοφανίων. Μας λέγανε παραμύθια για τους καλικαντζάρους, να μη βγούμε, γιατί βγαίνουν οι καλικάντζαροι και «Κάτσετε στο σπίτι, γιατί, είπαμε, παραμονή των Φώτων σήμερα». Πηγαίναμε το πρωί να πούμε τα κάλαντα των Φώτων, βεβαίως. Μετά θυμάμαι τα γλυκά που πάντα φτιάχναμε, που φτιάχνανε όλοι, ήτανε οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, τα οποία, εντάξει, τα τσακίζαμε και τρώγαμε και ξύλο μετά. Μας τσάκιζαν οι μανάδες. Και τα πηγαίναμε στις λαμαρίνες του φούρνου να τα ψήσουμε. Δεν θυμάμαι κάτι ιδιαίτερο. Δεν θυμάμαι για παλιότερα. Δηλαδή, στα χρόνια που έζησα ήταν αυτά. Ή που φτιάχναμε το στεφάνι του Λαζάρου, για να πούμε παραμονή του Λαζάρου τα κάλαντα και μας λέγανε λαζαράκια. «Καλώς τα λαζαράκια», όταν πηγαίναμε να πούμε τα κάλαντα για του Λαζάρου. Αυτό έχει πολλά χρόνια να εμφανιστεί στο Αγρίνιο, το στεφάνι που... ο Λάζαρος, που πηγαίναμε μ’ αυτό το στεφάνι. Φαντάσου, ας πούμε, ένα στεφάνι σαν της Πρωτομαγιάς καρφωμένο σ’ ένα κοντάρι και το είχε μπροστάντζα η παρέα και πηγαίναμε και λέγαμε τα κάλαντα μ’ αυτό. Μας λέγαν λαζαράκια τότε. Μετά δεν θυμάμαι κάτι άλλο, Άρη μου. Α, για κάτι στο Αγρίνιο, που μπορεί να υπήρχε σε πολλές πόλεις, αλλά στο Αγρίνιο το είχαμε κάθε μέρα: το φορτηγό του Δήμου, —μάλλον ήτανε υδροφόρα— που πέρναγε και κατάβρεχε τους δρόμους, να κάτσει η σκόνη τα καλοκαίρια. Στό ‘πα; Δεν στό ‘πα αυτό.
Όχι.
Δεν ξέρω πού εντάσσεται αυτό. Αυτό, βέβαια, έχει πάρα πολλά χρόνια να εμφανιστεί. Και λέγαμε: «Περνά ο καταβρεχτήρας». Και πέρναγε αυτό και άνοιγε μια ομπρέλα στο νερό πίσω του και όπου πέρναγε κατάβρεχε όλο τον δρόμο και έπαιρνε αμπάριζα μηχανάκια, αυτοκίνητα. Δηλαδή, το έκανε λούτσα, γιατί έβγαινε το νερό με μεγάλη πίεση. Το θυμήθηκα τώρα ξαφνικά αυτό, γιατί σου είπα για τα προικιά, που ήτανε μπροστά το φορτηγό και πίσω αυτός ο καταβρεχτήρας σε μία περίπτωση τέτοια.
Πολύ ωραία. Απ’ αυτές τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, υπάρχει κάποιο περιστατικό κοινωνικό, πολιτικό, τοπικό, που να σου έχει χαραχτεί στο μυαλό, που να το ανακαλείς μέχρι και σήμερα;
Ναι. Τα συλλαλητήρια των καπνεργατών στο Αγρίνιο.
Θες να μας τα μοιραστείς, τις αναμνήσεις σου;
Ήμουνα πολύ μικρή και έπρεπε μετά το σχολείο να πάμε σπίτι. Αλλά, εγώ, επειδή η οικογένεια η δική μας ήταν καπνοπαραγωγοί —είχαν χτήματα και δουλεύαν οι ίδιοι. Μας έπαιρνε η γιαγιά μικρές που ήμασταν στα χωράφια και μας έδειχνε πως γίνεται ο καπνός κι όλα αυτά— θυμάμαι ότι είχα μια ευαισθησία πάντα για τους ανθρώπους που δουλεύανε στα καπνά, τους εργάτες, τους καπνοπαραγωγούς και όλα αυτά. Και θυμάμαι τότε έγινε κάτι που ήτανε για τις τιμές των καπνών. Πρέπει να ‘μουνα εκεί στα 11-12; Και μετά το σχολείο εγώ κατέβηκα στην πλατεία που ήταν το συλλαλητήριο και δεν πήγα σπίτι. Και μ’ έψαχνε η μάνα μου και δεν μ’ έβρισκε και νόμιζε ότι κάτι έπαθα. Πήγα εγώ μετά, ήτανε μαζεμένοι όλοι αυτοί στην πλατεία Στράτου και στην πλατεία της Δημοκρατίας στο Αγρίνιο. Και μετά πήγα στο σπίτι και έφαγα και ξύλο, γιατί δεν είπα και μου είπε: «Που ήσουνα;». Λέω: «Εκεί που ήταν μαζεμένοι όλοι για τα καπνά, μαμά». Δεν ήξερα τη λέξη συλλαλητήριο τότε. «Στη συγκέντρωση, που ήτανε μαζεμένοι όλοι με τα καπνά.». «Θα σε τσακίσω.». Δεύτερο ξύλο. «Σού ‘πα εγώ να πας;». «Όχι, αλλά εγώ ήθελα να πάω». Ένα είναι αυτό. Ένα είναι που έκανα ποδήλατο μπροστά στο σπίτι μας και δεν πρόσεχα και πέρασε ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Με πήρε από κάτω, βγήκα απ’ την άλλη μεριά. Ο οδηγός πρέπει να έπαθε τρία εγκεφαλικά. Το ποδήλατο βγήκε κομμάτια, εγώ δεν είχα πάθει ούτε μία γρατζουνιά.
Απίστευτο.
Ούτε μία, ναι. Ούτε μία γρατζουνιά. Μου πήρε βέβαια το ποδήλατο, δεν μου ξαναπήρε ποδήλατο, έφαγα και ξύλο που δεν πρόσεχα. Και αυτά είναι, ξέρεις, αυτά που σου γράφουνε. Κι άλλη μια φορά, που με πήγε από τ’ αυτί σ’ ένα σπίτι, να ζητήσω συγνώμη από ένα παιδί, γιατί τον εβάρεσα, τον χτύπησα, επειδή... Εγώ όμως είχα δίκιο, γιατί αυτός χτύπησε την αδερφή μου και δεν έπρεπε να τη χτυπήσει. Της πέταξε πέτρα και όπως τον τσακώνω, τον έβαλα κάτω κι άρχισα να του τα χώνω. Είχε ανοίξει η μύτη του αυτουνού, έτρεχε το στόμα του αίμα, αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Μ’ ένοιαζε, όμως, που χτύπησε τη Στέλλα. Ωω, και το μαθαίνει η μάνα μου. Πέρα απ’ το ξύλο, με πάει σέρνοντας απ’ τ’ αυτί στο σπίτι του, «Ζήτα συγνώμη.». «Όχι, δεν ζητάω.». «Ζήτα συγνώμη τώρα.». «Όχι, γιατί αυτός χτύπησε τη Στέλλα.». Ακούει η μάνα του. «Χτύπησε τη Στέλλα;.». Λέω «Ναι. Εγώ γι’ αυτό τον βάρεσα, γιατί αυτός χτύπησε τη Στέλλα». Τρώει κι ένα βρωμόξυλο κι απ’ τη μάνα του. Ήταν αυτά τα παιδικά, βρε Άρη, είναι αυτά τα παιδικά. Θυμάμαι πάλι, που πήρα βραβείο από τη Παπαστράτειο Βιβλιοθήκη, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αγρινίου, σαν το άτομο που είχα διαβάσει τα πιο πολλά βιβλία από ‘κεί. Το βραβείο μου —το έχω και σήμερα— ήτανε το έργο της Margaret Mitchell Όσα Παίρνει Ο Άνεμος. Δύο τόμοι, δερματόδετοι, πολύ ωραίοι. Άμα κάτσεις, έτσι, και ψάξεις όλο σου το παρελθόν, βρίσκεις πραγματάκια που νομίζεις ότι ξέχασες και να που ανασύρονται.
Ισχύει, ισχύει.
Πάλι. Ναι.
Τι ήθελα να ρωτήσω τώρα… Κάτι που μου ‘κανε εντύπωση πριν. Μου μίλησες για τα Παπαστράτεια.
Ναι.
Τι ακριβώς ήταν αυτό;
Ναι. Ήτανε μία γιορτή προς τιμή των αδελφών Παπαστράτου. Το έκανε πάντα ο δήμος Αγρινίου προς τιμήν των ευεργετών. Τα λέγαμε Παπαστράτεια και κρατάγανε μια βδομάδα. Αυτά περιλαμβάνανε φολκλόρ συγκροτήματα του εξωτερικού. Μέχρι από τη Βραζιλία είχαν έρθει. Ρουμανία, Ισπανία Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Γερμανία, Αυστρία, Ισπανία. Πάρα πολύς κόσμος, πάρα πολλά γκρουπ. Και κάνανε παραστάσεις ή στο πάρκο, που στήνανε μια πολύ τεράστια πίστα, ξύλινη εξέδρα, να το πω έτσι, και ανεβαίνανε τα γκρουπ και χορεύανε ή κάποια χρόνια το κάναμε και στην πλατεία Δημοκρατίας στο Αγρίνιο. Και να γίνεται χαμός από τον κόσμο. Να ‘ρχονται όχι μόνο οι Αγρινιώτες, κι απ’ όλα τα χωριά. Είχαν αυτό. Μετά γινότανε ένα ράλι, στο οποίο κάποια χρονιά είχε λάβει μέρος κι ο Κόκοτας, που έτρεχε. Και τρέχανε κάποιες διαδρομές που δεν θυμάμαι να σου πω. Είχανε γυμναστικούς αγώνες… οι εκδηλώσεις της εβδομάδας. Εγώ τότε ήμουνα στη ΓΕΑ, Γυμναστική Ένωση Αγρινίου και κάναμε... Ήμουνα στο συγκρότημα δημοτικών χορών και μας έκανε μάθημα ο καθηγητής, ο Γιώργος ο Τσούντας. Και μας μάθαινε και στα [00:40:00]Παπαστράτεια χορεύαμε με ενδυμασίες παραδοσιακές, κανονικά, μαζί με τα γκρουπάκια αυτά, που ερχόντανε. Και αυτοί φέρνανε μαζί τους, ας πούμε, και κάποιους ειδικούς και φτιάχνανε κάποιες λιχουδιές δικές τους. Εμείς τους δίναμε κάποιες δικές μας. Συνήθως φτιάχνανε πίτες οι δικές μας από ‘δώ. Ραβανί, πίτες —πώς το λέγαν τ’ άλλο;—, γαλατόπιτες, τέτοια πράγματα. Και προσφέρανε. Και αυτοί αντίστοιχα κάνανε κάτι παραδοσιακό δικό τους και το μοιράζανε. Βέβαια, δεν παίρναν όλοι. Όποιος προλάβαινε, γιατί, εντάξει, φαντάζεσαι τα ποσά. Πόσοι ήτανε οι εδώ και πόσο φαγητό μπορούσανε να φτιάξουνε αυτοί. Όμως, ήταν εκδηλώσεις, που κράτησαν πάρα πολλά χρόνια. Λυπήθηκα πολύ κάποια στιγμή, —νομίζω ότι εγώ ήμουνα στο Γυμνάσιο όταν σταμάτησαν αυτά, δηλαδή… Λύκειο; Λύκειο όταν σταμάτησαν τα Παπαστράτεια. Κρίμα, γιατί ήταν κάτι, μια προβολή για το Αγρίνιο αυτό. Έκαναν πάρα πολλές εκδηλώσεις. Αγώνες δρόμου, σου λέω. Πηγαίναμε στο στάδιο κάτω και κάναμε τρέξιμο και κάνανε στίβο και κάναν πολλά πράγματα. Ήταν μία βδομάδα… Την περιμέναμε πώς και τι κάθε χρόνο και συνήθως, αν δεν απατώμαι, γινότανε Μάιο-Ιούνιο, εκεί, τέλος της Άνοιξης, αρχές καλοκαιριού. Τέτοια εποχή γινόταν τα Παπαστράτεια. Δεν σου έχει μιλήσει κανένας για αυτό;
Δεν τά ‘χω ξανακούσει, όχι.
Ναι… Τα Παπαστράτεια. Πάρα πολύ ωραία εκδήλωση. Πάρα πολύ ωραία.
Μάλιστα. Τώρα θέλω να μου πεις, αν θυμάσαι, ως παιδί αν είχες μες στο σπίτι απ’ τη γιαγιά σου, απ’ τη μαμά σου—
Αν είχα;
Κάποια παιδική, αν είχες, λέω, απ’ τη μαμά σου, απ’ τη γιαγιά σου, κάποια παιδική ιστορία, κάποιο παιδικό τραγουδάκι που σε μεγαλώσανε, που το θυμάσαι, που δεν είναι τόσο συνηθισμένο;
Δεν μας λέγανε τέτοια. Ειδικά σ’ εμένα ποτέ, ούτε και στην αδερφή μου. Θέλω να σου πω: Δεν ξέρω αν ήταν όλοι οι γονείς έτσι, αλλά η μητέρα μου ήταν πολύ αυστηρή. Πάρα πολύ αυστηρή. Βρίσκαμε… Να σκεφτείς μπορεί και να ‘μασταν τα μόνα παιδιά που βρίσκαμε καταφύγιο στον πατέρα μας και τη γιαγιά μας. Και μιλάω για τη γιαγιά μου απ’ τη μεριά της μητέρας μου, γιατί η γιαγιά απ’ τη μεριά πατέρα μου υπήρξε πολύ καλή γιαγιά, αλλά πολύ σκληρός άνθρωπος, γιατί η ζωή της την ανάγκασε να είναι σκληρή για να τα βγάλει πέρα. Η μάνα μου είχε... Ο τρόπος διαπαιδαγώγησής της ήταν η σφαλιάρα, το ξύλο, η μυγοσκοτώστρα, η βέργα, η βίτσα από τη λεύκα, αυτά. Θα σου πω μια ιστορία με τη μητέρα μου. Από την άλλη, ο πατέρας μου, παρόλο που πήγε μέχρι την τρίτη Δημοτικού, ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος υποστήριζε πάντα το διάλογο. Έλεγε: «Το ξύλο δεν ωφέλησε ποτέ κανέναν. Αντίθετα δημιουργεί αντιδράσεις. Γιατί δεν κάθεσαι να μιλήσεις με τα παιδιά;». Η μάνα μου αντιδρούσε, έλεγε: «Σιγά που έχουνε μυαλό αυτές να μιλήσουνε.». Πώς λοιπόν, το εξηγείς ότι όποτε μας μίλαγε ο πατέρας μου να καθόμαστε Παναγία, να τον κοιτάμε στα μάτια, να κρεμόμαστε απ’ το στόμα του και πάντα βρίσκαμε άκρη. Τον πείθαμε ή μας έπειθε, αναλόγως, τι περίπτωση θα αφορούσε η κάθε κουβέντα. Τη μάνα μου ποτέ, ποτέ, ποτέ. Μικρότερες που ήμασταν —γιατί, εγώ ήμουνα στα 13 όταν πέθανε η γιαγιά μου, η γιαγιά μου η Ελένη, απ’ τη μεριά της μάνας μου— η γιαγιά μου έμπαινε μπροστά της για να μην μας χτυπάει. Και της έλεγε: «Μην τολμήσεις κι ακουμπήσεις τα παιδιά, θα σε τσακίσω, κακομοίρα.» η γιαγιά. «Φύγε από ‘κεί μητέρα. Άσε με να τις αρπάξω». «Φύγε από ‘δώ εσύ», της έλεγε. «Μην πειράξεις τα παιδιά. Θα το πω στον Τάσο» —στον πατέρα μου. Όμως, θα σου πω κάτι χαρακτηριστικό που ίσως αντικατοπτρίζει και τη νοοτροπία της εποχής, Άρη. Βάλε εμένα πρώτη Γυμνασίου. Για παρέλαση 28ης Οκτωβρίου μού ‘κανε η μάνα μου πρόβα τη στολή του σχολείου. Έπρεπε να φοράω ψιλή κάλτσα. Εγώ όμως, τα πόδια μου είχαν τρίχες και εγώ ντρεπόμουνα, κοριτσάκι να φαίνονται οι τρίχες. Παίρνω, λοιπόν, την ξυριστική μηχανή του πατέρα μου και ξυρίζω τα πόδια. Το πώς δεν σακατεύτηκα, αυτό είναι αλλουνού παπά Ευαγγέλιο. Τα κατάφερα. Πάω να μου κάνει η μάνα μου πρόβα. Και πιάνει το πόδι μου, με κοιτάει και μου λέει: «Τι είναι αυτό;». Της απαντώ θρασύτατα: «Το πόδι μου». Μου λέει: «Δεν θέλω αηδίες. Τι είναι αυτό;». Ε και της... Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. «Ε, και τι θες, ρε μαμά, που θα βάλουμε ψιλό καλτσόν και θα φαίνονται οι τρίχες. Ξύρισα τα πόδια μου». Και εκείνη την ώρα ακούγεται ένα «τσαφ» κι ήταν η σφαλιάρα. «Δηλαδή το ‘κανε και η μικρή;». Λέω: «Η μικρή δεν κάνει παρέλαση ακόμα». Ήταν στην έκτη Δημοτικού η Στέλλα. Μού ‘χει μείνει. Έφαγα ξύλο γι’ αυτό. Και έφαγα και ξύλο μικρή στο Δημοτικό απ’ τη μάνα μου, η οποία η γυναίκα ήταν αγράμματη —τη δικαιολογώ— όταν είδε τον πολλαπλασιασμό. Και είδε 3 x 3 = 9 και είδε το x ανάμεσα στα τριάρια. Κι αρχίζει να με δέρνει και να μου λέει: «Δεν ντρέπεσαι; Καθόλου μυαλό; Μπερδεύεις τα γράμματα με τους αριθμούς;» Και παίρνει το τετράδιο —εγώ είχα λύσει τις ασκήσεις, εν τω μεταξύ, αλλά πάντα επέμενε να μας τσεκάρει, να δει αν τα ξέρουμε κι αν τα γράψαμε και αν τα διαβάσαμε, άσχετα η ίδια που δεν ήξερε για τι μιλάμε εμείς. Απλά κράταγε το τετράδιο ή το βιβλίο και μας είχε απέναντι και μας ρώταγε. Και παίρνει το τετράδιο λοιπόν, των Μαθηματικών, της Αριθμητικής και πάει στο βενζινά απέναντι, στο Θόδωρο το Νικάκη —έχετε και το ίδιο επίθετο, Άρη μου. Και του λέει: «Κοίτα να δεις, Θόδωρε. Αυτό το κορίτσι ήρθε απ’ το σχολείο και μπέρδεψε γράμματα και αριθμούς.». «Αποκλείεται.», της λέει, «Η Δήμητρα είναι καλή μαθήτρια». «Σιγά που είναι καλή. Κοίτα εδώ τι έκανε». Και του δείχνει τον πολλαπλασιασμό. Λέει ο άνθρωπος: «Κυρα-Φανή, πήγες σχολείο;», «Ε, πήγα», του λέει, «ως τη δευτέρα τάξη.», «Πολλαπλασιασμό έμαθες;», «Τι είν’ αυτό;», «Ο πολλαπλασιασμός;», της λέει. Της εξηγεί —μάθημα τώρα— ο βενζινάς τον πολλαπλασιασμό. «Τώρα για να καταλάβω», του λέει, «τι εννοείς; Ότι τα ‘χει σωστά;». «Ναι. Σωστά τα ‘χει», της λέει ο βενζινάς. «Δηλαδή, τζάμπα τη βάρεσα;». «Τη βάρεσες;». «Την τσάκισα», λέει, «όχι απλά την βάρεσα». Οπότε, ηθικόν δίδαγμα, η συμπεριφορά και η διαπαιδαγώγηση των ετών εκείνων ήταν το ξύλο. Και μετά, όταν ήμασταν μεγάλες και της το λέγαμε —«Μας τσάκιζες, μας έκανες, μας έδειξες»— μας έλεγε: «Γιατί; Δεν βγήκατε καλοί άνθρωποι; Πάθατε τίποτα;». Και θυμάμαι πάντα της έλεγα: «Αν ποτέ παντρευτώ και κάνω παιδιά, δεν υπάρχει περίπτωση να τους φέρνομαι έτσι. Είσαι κακιά, είσαι άγρια. Μόνο ο πατέρας μου είναι καλός.». Κι αυτό μού το χρώσταγε Άρη. Είχα την αδυναμία στον πατέρα μου, γιατί απλά με τον πατέρα μου συνεννοούμασταν. Ή που δεν μ’ άφηνε να σπουδάσω και ήθελε να με παντρέψει;
Αλήθεια;
Αυτό; Σοβαρά. «Και ποια νομίζεις ότι είσαι; Η κόρη του Μποδοσάκη και θα πας εσύ για σπουδές; Να βρούμε ένα καλό παιδί να παντρευτείς, να τελειώνουμε». Της έλεγα: «Εάν το κάνεις αυτό, εγώ θα πεθάνω, στο ορκίζομαι». Κόντρα στην κόντρα, γκρίνια στην γκρίνια, χαμός στο χαμό, παθαίνω νευρικό πυρετό. Δεν ήξερε ο Σιαδήμας ο γιατρός από τι έχω πυρετό. Δεν είχα τίποτα. Και της λέει κάποια στιγμή: «Μα μήπως της είπατε τίποτα και τη στενοχωρήσατε;». Και τι του λέει, το θεϊκό, η μάνα μου: «Ναι μωρέ, θα της κάνουμε κι όλα τα χατίρια. Θέλει αυτή να σπουδάσει και εμείς θα στεκόμαστε στο ένα πόδι, να τη στείλουμε αυτή για σπουδές. Ε, της είπα, γιατρέ, ότι δεν θα πάει.». Της λέει: «Κυρία Φανή, δεν θα της λες τέτοιο πράγμα. Δεν τη βλέπεις πως υποφέρει τώρα;». Και ευτυχώς που ήταν ο πατέρας μου μαζί και της λέει: «Καλά, σού ‘πε το παιδί τέτοια πράγματα κι εσύ της είπες έτσι;». «Τάσο μου, μια πλάτη, δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με τις σπουδές που θέλει αυτή. Αυτή είναι από άλλο κόσμο, δεν είναι από ‘δώ. Τέτοια ζαβά εμείς δεν είχαμε στο σόι μας». Λέει: «Να την αφήσεις ήσυχη.». Κι ο πατέρας μου έρχεται μέσα στο σπίτι και μου λέει: «Κοίτα, κορίτσι μου. Εγώ δεν δουλεύω; Εγώ δεν φέρνω τα λεφτά στο σπίτι; Μαζί μου έχεις να μιλάς κι όχι με τη μάνα σου. Θέλεις να σπουδάσεις; Θα σπουδάσεις». Και πώς μού ‘πεσε ο πυρετός την άλλη μέρα και δεν είχα γραμμή, ε; Της το ‘πε ο γιατρός. Δηλαδή, είχα τέτοια θεματάκια με τη μάνα μου. Δηλαδή, εντάξει, ήταν αλλιώς μεγαλωμένη, Άρη, δεν της χρεώνω τίποτα, έτσι; Απλά δεν ήξερε η γυναίκα, εντάξει. Ό,τι της έλεγε το ένστικτο έκανε. Της χρωστάμε, όμως, το γεγονός ότι, όταν ο πατέρας μου έκανε [00:50:00]εξορία για χρόνια, αυτή βγήκε μπροστά και στάθηκε για μας και τα δύο και μάνα και πατέρας. Εκεί σκλήρυνε κι έγινε πολύ δυναμική και κράτησε το σπίτι μας, δηλαδή. Δεν το συζητάμε. Κι υπέφερε κι εκείνη από τη Χούντα τότε, όχι μόνο ο πατέρας μου. Είχαμε τέτοια.
Επομένως η Χούντα εκεί, τη δεκαετία του '70, ήταν αισθητή και στο Αγρίνιο, που ήταν επαρχία.
Βέβαια. Ναι, το '67 εγώ ήμουνα 6 χρονών, 5,5; Που ήρθε μεγάλη Παρασκευή και πιάσαν τον πατέρα μου, τρεις μέρες μετά το καθεστώς. Μεγάλη Παρασκευή μάς πήγε στον Επιτάφιο, μας γύρισε στο σπίτι και η αστυνομία χτύπησε την πόρτα και τον πήρανε. Ήμουνα παιδάκι και δεν ξέρω, είναι ελάχιστες οι αναμνήσεις, που έχω απ’ αυτή την ηλικία. Όμως, αυτό, Άρη, επειδή ήταν κάτι που με συντάραξε και με συνταράσσει ακόμα μού ‘χει μείνει ανεξίτηλο, καθαρά η εικόνα. Μέρα, Μεγάλο Σάββατο ήρθανε στο σπίτι και το κάνανε ανάστα ο Κύριος. Και η μάνα μου τους έλεγε: «Μη μου τα χαλάτε, μη μου τα σπάτε. Κάντε πέρα. Πείτε μου τι θέλετε να σας δείξω». Και τη σπρώξανε τη μάνα μου, τη βάρεσε ένας. Και όπως ήταν σκυμμένος, πήδηξα στην πλάτη του, θυμάμαι. Και λέω: «Μη βαράς τη μάνα μου. Φύγε από ‘δώ.». Και με πήρε και με πέταξε εμένα στον τοίχο. Ζήσαμε για πάρα πολύ καιρό με τον αστυνόμο —το χωροφύλακα τότε, με την πράσινη στολή— κάτω απ’ το σπίτι μας, γιατί, ο πατέρας μου ήταν Αριστερός και όλα αυτά. Ναι, είναι από τις άσχημες εμπειρίες μου. Και μετά, όταν επέστρεψε απ’ την εξορία, τον κοιτάγαμε με την αδερφή μου και προσπαθούσαμε να τον αναγνωρίσουμε, ότι αυτός είναι ο πατέρας μας και ότι δεν τον σκοτώσανε, όπως μας είπανε, αλλά είναι ζωντανός και γύρισε. Και δεν αφήναμε τη μάνα μας να κοιμηθεί μαζί του. Κοιμόμασταν εμείς μαζί του, για να είμαστε σίγουρες ότι είναι αληθινός, ότι δεν είναι ψεύτικο αυτό, ότι δεν το φανταζόμαστε. Ναι, είναι κι αυτά τα άσχημα, Άρη.
Πολύ δύσκολες καταστάσεις.
Όμως ξέρεις τι; Αυτό που είναι ο καθένας μας σήμερα είναι όλες αυτές οι εμπειρίες και τα γεγονότα που πέρασε και βίωσε στη ζωή του. Αυτά διαμόρφωσαν χαρακτήρα, αξίες, ηθική, αν θες. Αυτό που είμαι σήμερα είναι το συνονθύλευμα απ’ όλα αυτά.
Μάλιστα.
Θα μπορούσα να σου μιλάω με το μεροκάματο γι’ αυτά, αλλ’ αυτό μπορούμε να το κάνουμε και κατ’ ιδίαν άλλη ώρα.
Όπως νιώθετε εσείς άνετα —όπως νιώθεις εσύ άνετα, αφού μιλάμε στον ενικό. Τη μητέρα σου πώς την αντιμετώπισε η τοπική κοινωνία, που έμεινε μόνη της με δύο παιδιά και έπρεπε να κρατήσει μια οικογένεια;
Αδιάφορα. Αδιάφορα εντελώς πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, όπου μας έφερνε μια φιλική οικογένεια γάλα —τότε δεν υπήρχαν τα φρέσκα, υπήρχε το Βλάχας, το εβαπορέ, το ζαχαρούχο, αυτά· η θεία μου, η αδερφή της μάνας μου, πού ‘ταν στην Αθήνα και δούλευε η γυναίκα και μας πρόσεξε πάρα πολύ· και όσο μπορούσαν τα αδέρφια του πατέρα μου, τα οποία έτρεχαν να μάθουνε αν ζει ή αν πέθανε, πού βρίσκεται, τι κάνει, αν υπάρχει. Κι είχαν τα πήγαινε-έλα στην Αθήνα και η αντιμετώπισή τους, βεβαίως, από το καθεστώς ήτανε η χειρότερη. Αλλά, η μάνα μου δεν είχε υποστήριξη. Μόνη της αναγκάστηκε να παλέψει για να τα βγάλει πέρα. Αυτό της το αναγνωρίζω. Στάθηκε κέρβερος πραγματικά και για μας και για την οικογένεια.
Ε...
Και... Ναι, ναι, σ’ ακούω.
Όχι, εσύ πες μου. Πες μου.
Απλά λέω τι δύναμη ψυχής που έπρεπε να δείξει όταν της είχαν πει να στείλει τα ρούχα του πατέρα μου, γιατί ήταν εις θάνατον, στη Γυάρο. Και τα στείλαμε τα ρούχα. Βέβαια, ο πατέρας μου επέζησε και δεν ξέρω αν αυτό ήταν ένας τρόπος εκφοβισμού ή, δεν ξέρω ‘γώ, τι άλλο για την οικογένεια. Πόσο δύναμη ψυχής πρέπει να είχε για να σταθεί και να το κάνει και να ‘χει πίσω της παιδιά και να δείχνει ότι θα τα καταφέρουμε κι όλα καλά θα πάνε. Ναι. Γι’ αυτό σου λέω, εντάξει, ήταν έτσι, ήταν κι αλλιώς, όμως ε;
Όντως, όντως.
Όπως κι η κάθε γυναίκα. Εκείνες οι γυναίκες, βρε Άρη μου, κακά τα ψέματα, δεν υπάρχουν σήμερα. Αυτές τις αντοχές, αυτό το κουράγιο, αυτή την αξιοπρέπεια στο ύφος, στο βλέμμα, στα μάτια… Ναι. Το θυμάμαι και συγκινούμαι, διότι ήρθαν στιγμές που τη θαύμασα τη μάνα μου κι έλεγα «Εγώ στη θέση της δεν ξέρω αν θα τα κατάφερνα να τα περάσω υπό τέτοιες συνθήκες όλα αυτά». Εκείνη έβαλε το κεφάλι κάτω και πήγε μπροστά και λέει: «Έχω τα παιδιά μου και πρέπει να δουλέψω και να ζήσω τα παιδιά μου.». Και το κατάφερε όσο καιρό έλειπε ο πατέρας.
Εσύ ως παιδί είχες κάποια διαφορετική αντιμετώπιση απ’ τους φίλους σου αυτή την περίοδο, την ταραγμένη—
Όχι. Όχι, όχι, ευτυχώς όχι.
Στο σχολείο ή μετά, στο παιχνίδι;
Όχι. Οι φίλοι μου δεν επηρεάστηκαν καθόλου από το γεγονός ότι ο πατέρας μου ήταν Αριστερός. Κάποιοι φίλοι μου είχαν κι αυτοί τους γονείς τους Αριστερούς. Μία πολύ καλή μου φίλη ο πατέρας της έφυγε μαζί με τον πατέρα μου την ίδια μέρα για τις φυλακές Μεσολογγίου και μετά για τη Γυάρο. Κάποιοι άλλοι φίλοι μου, που ήταν Δεξιοί οι γονείς τους, σε μένα και την αδερφή μου δεν φέρθηκαν καθόλου με, ξέρεις, έναν άλλο τρόπο παρά μόνο αυτόν που είχαμε πάντα. Ποτέ δεν ξεχώρισαν το γεγονός ότι ο πατέρας μου έκανε εξορία, φυλακή, ήτανε Κομμουνιστής, θα επηρεάσει τη φιλία μας. Δεν επηρεάστηκε. Μη φανταστείς ότι ήτανε πάρα πολλοί οι φίλοι. Ήτανε —γιατί πάντα ήμουνα ένας άνθρωπος που από τα μικρά μου χρόνια είχα πρόβλημα εμπιστοσύνης ολοκληρωτικής. Από παιδί θυμάμαι για να είμαι φίλη με κάποια έπρεπε να την τεστάρω εκατό φορές και δικαιολογούσα από εκείνη να με τεστάρει κι εμένα, αν αξίζω να ‘μαι. Αντίθετα με την αδερφή μου. Η αδερφή μου είχε πάρα πολλές φιλίες. Ουυ. Λαός και κόσμος. Κι έλεγε η μάνα μου: «Πώς η Στέλλα, παιδάκι μου —γιατί είσαι ζαβό;—, έχει τόσες φίλες κι εσύ δεν έχεις;». Λέω: «Έχω αυτή, αυτή, αυτή, αυτή». «Βλέπεις; Μετρημένες στα πέντε δάχτυλα.». «Καλά, αυτές θέλω. Δεν ταιριάζω μ’ άλλες». Αλλά, θέλω να σου πω, μου φερθήκανε πάρα πολύ καλά. Ποτέ δεν... Και μάλιστα, αν σκεφτείς ότι υπήρξε και φίλη μας, η Θόη, μεγαλογαιοκτήμων απ’ τα Καλύβια, υπερδεξιού και υπέρ… δεν ξέρω ‘γώ τι. Και δεν άλλαξε η κοπέλα συμπεριφορά καθόλου, ίσα-ίσα που ήταν πολύ καλύτερη. Πολύ πιο ζεστή, ερχόταν πολύ πιο συχνά σπίτι και δεν μας είπε ποτέ αν ο πατέρας της της είπε να κάνει παρέα μαζί μας ή να μην κάνει. Σ’ αυτό… Εγώ πιστεύω ότι ήταν αλλιώς ο κόσμος. Δεν δίναν σημασία οι γονείς με ποιον κάνουν παρέα τα παιδιά τους τότε. Δεν ήταν τόσο πονηρός ο κόσμος όσο είναι σήμερα. Σήμερα έχει μεταλλαχθεί. Δηλαδή, δεν ξέρω, εδώ πέρα και η ανθρωπιά θεωρείται πλέον… Δεν ξέρω. Προσόν θεωρείται, αρετή, αμαρτία; Δεν ξέρω πώς να το πω αυτό.
Μάλιστα, μάλιστα. Τι ήθελα τώρα να ρωτήσω… Στην συνέντευξη, έτσι, που είχαμε συνεννοηθεί για το τι θα μιλήσουμε μού ‘χες αναφέρει και κάτι άλλο. Ήταν έθιμο; Δεν το κατάλαβα καλά. Ο γοίκος; Το θυμάμαι σωστά;
Α, Ο γοίκος.
Ο γοίκος; Τι ήταν αυτό;
Τα προικιά που σού ‘λεγα. Ο γοίκος, λοιπόν είναι η ντάνα που βάζουμε τις κουβέρτες, μία πάνω στην άλλη, πάνω στην άλλη, πάνω στην άλλη. Και μπορεί αυτή η ντάνα να είναι 1 μέτρο, 2 μέτρα. Αυτή η ντάνα, λοιπόν, λέγεται γοίκος. Γ-ο-ί-κ-ο-ς. Ο γοίκος. [01:00:00]Στα προικιά γινόταν αυτό. Παντού απλωμένα τα σεμέν, τα κεντήματα, ξέρεις, τα πλεκτά, τα αυτά και οι κουβέρτες, τα κουβερτάκια, τα παπλώματα, τα παπλωματάκια, τα χαλιά, τα κιλίμια. Τα κιλίμια ήτανε χαλιά υφαντά στον αργαλειό που τα ύφαινε το σόι της νύφης, ας πούμε, η μάνα της, η γιαγιά της. Κι εμείς είχαμε αργαλειό. Δηλαδή, η γιαγιά μου είχε αργαλειό. Και πήγαινα και της έλεγα: «Δείξε μου, ρε γιαγιά, αυτό τι είναι;». «Φύγε από ‘δώ». «Πώς το λένε αυτό γιαγιά;», «Ω, θα με σκάσεις. Χτένι το λένε.». «Κι αυτό;», «Στημόνι το λένε.» «Και τι κάνει το χτένι και το στημόνι;», «Τι κάνει, βρε βλογημένη; Φύγε από ‘δώ.», μού ‘λεγε και δεν μ’ άφηνε. «Δείξε, ρε γιαγιά μου, να κάνω κι εγώ αυτό που κάνεις.». «Όχι, φύγε.», μ’ έδιωχνε. Αλλά, ο αργαλειός έπιανε σχεδόν ένα δωμάτιο, βάλε με το μυαλό σου. Ήταν ολόκληρη κατασκευή, με κάθισμα. Εάν μπεις στο ίντερνετ να δεις πώς ήτανε οι παλιοί αργαλειοί θα καταλάβεις γιατί σου λέω ότι ήταν ένα τεράστιο πράγμα, ξύλινο.
Και γιατί ήταν αρνητική η γιαγιά στο να σου μάθει πώς δουλεύει ο αργαλειός;
Όπως ήταν κι η μάνα μου αρνητική να με μάθει ράψιμο, διότι ήταν μεγάλη ταλαιπωρία. Και μού ‘λεγε: «Αφού εσύ είσαι φτιαγμένη για τα γράμματα, μην ασχολείσαι μ’ αυτά. Φύγε από ‘δώ, τράβα να διαβάσεις». Όπως κι η μάνα μου: «Δείξε μου να βγάλω πατρόν, ρε μάνα». «Φύγε, τσακίσου από ‘δώ, τράβα άνοιξε κάνα βιβλίο κι άσ’ τα αυτά. Ευχή και κατάρα σ’ αφήνω», μου ‘λεγε, «να μην πιάνεις βελόνι στα χέρια σου.». Επειδή έραβε και ξένα ρούχα, πρέπει να είχε ταλαιπωρηθεί πολύ ως μοδίστρα η μάνα μου. Κι ενδεχομένως γι’ αυτό δεν θέλανε. Ήτανε σκληρή η δουλειά και του αργαλειού και της μοδιστρικής και της κεντήστρας. Θέλανε να κάνουμε κάτι άλλο. Η μάνα μου δεν ήθελε ούτε να σπουδάσω ούτε τίποτα, να κάθομαι και να παντρευτώ έναν και να μου τα δίνει όλα και εγώ να είμαι ένα ζώον όρθιο, χωρίς να έχω δικές μου απαιτήσεις και αναζητήσεις και όνειρα. Ο πατέρας μου ήθελε. Μου ‘λεγε: «Να μελετάτε, να διαβάσετε, να πάτε στο Πανεπιστήμιο». «Να διαβάζεις περισσότερο, να ανοίξουν τα μάτια σου, να καταλάβεις τον κόσμο». Εγώ είχα και το κόλλημα από παιδάκι 10 χρόνων τού ζήτησα να μου πάρει τα βιβλία της Περλ Μπακ, Ανατολικός και Δυτικός Άνεμος και Κάτω από το βλέμμα του Βούδα, τα οποία τα ‘χω ακόμα, Άρη, αυτά τα βιβλία, που έχει να κάνει με την ιαπωνική κουλτούρα.
Μάλιστα. Τι ήθελα τώρα να ρωτήσω... Θέλω λίγο να γυρίσεις σ’ αυτές τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, όπως μας έκανες στην αρχή της κουβέντας, και να θυμηθείς μαγαζιά πού ‘ταν χαρακτηριστικά για το Αγρίνιο, πώς μου ‘πες για τα ζαχαροπλαστεία, π.χ. ταβέρνες, κέντρα διασκέδασης…
Λοιπόν, γράψε τώρα. Ψητοπωλεία ήταν ο Σαράτσης, ο Σαράτσης απέναντι από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αγρινίου. Ψητοπωλείο ταβέρνα, από τα μεγάλα. Εκεί… παράδοση. Απέναντι από το Σαράτση ήταν ο Σελιμάς ο Αντρέας, επίσης ψητοπωλείο μεγάλο, ταβέρνα. Ήτανε παρακάτω στην Παπαστράτου —γιατί επί της Παπαστράτου ήταν τα μαγαζιά— ο Μπώκος, Νεωτερισμοί Μπώκος και Νεωτερισμοί Καρέλος. Αυτοί οι δύο είχανε μπλούζες, φούστες, εσώρουχα, κάλτσες, φανέλες, ό,τι ήθελες τέτοια. Και ήτανε οι μόδες της εποχής. Το σπουδαίο βιβλιοπωλείο Παπαστάμου, επί της Παπαστράτου, και το βιβλιοπωλείο Μοσχονά λίγο απέναντι. Το καθαριστήριο Μπακολίτσα επί της Παπαστράτου, από τα παραδοσιακά μαγαζιά. Το ζαχαροπλαστείο του Ζήνα και το ζαχαροπλαστείο του Ζυγούρη, επίσης ονομαστά μαγαζιά. Ο Ασημακόπουλος με τα χαλιά και τις μοκέτες Ανατόλια, στη στοά Παπαγιάννη, στην πλατεία Στράτου. Είχαμε το Γάλλο. Ο Γάλλος, λοιπόν, ήταν παρατσούκλι και επωνυμία του μαγαζιού και ήταν καφεκοπτείο, καραμελάδικο, λουκουμάδικο, τα πάντα όλα, όπως είναι ο Λουμίδης σήμερα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά που έψηνε τον καφέ στο μηχάνημα —κόκκος ο καφές— και τον έβαζε, λοιπόν, στο σακουλάκι κατευθείαν, όπως τον έκοβε, από την υποδοχή που έπεφτε ο καφές. Και το σακουλάκι έκαιγε Άρη, όταν έπαιρνες τον καφέ. Ο Γάλλος. Ήτανε τα ανταλλακτικά Μπαρλάς, στην οδό Ηλία Ηλιού, που ήτανε ένα μεγάλο μαγαζί με ανταλλακτικά αυτοκινήτων, τα πάντα όλα, όμως. Υπερσύγχρονο για τα χρόνια του μαγαζί, που είχε —πώς το λένε;— τόσα πολλά πράγματα, ανταλλακτικά αυτοκινήτων και όχι μόνο, και για φορτηγά και για λεωφορεία. Απέναντι από το παλιό μαγαζί του πατέρα μου, που ήταν τσαγκαράδικο, ήταν ο Ζορμπαλάς κι ο Σιάμος, ο Σάσος-Ζορμπαλάς, που είχανε αντιπροσωπεία με αγροτικά μηχανήματα, τρακέρ, φρέζες, τέτοια πράγματα. Χαρακτηριστικά, δηλαδή, έδινες το ραντεβού σου —πώς λέγανε οι Αθηναίοι στον Μπακάκο; Στο Αγρίνιο λέγαμε στου Ρήγα. Ο Ρήγας… Γωνιακό μαγαζί, Παπαστράτου και πλατεία Δημοκρατίας, με οπτικά. Είχε οπτικά, αρώματα, κολόνιες, καλλυντικά, ο Ρήγας. Από τα μαγαζιά σταθμούς, έτσι; Και κεντρικό μαγαζί. Και θυμάμαι και το υφασματάδικο του Καραπαπά, που είχε μόνο υφάσματα, αλλά απίστευτα μεγάλο και απίστευτα πολλά. Και ήτανε ο παράδεισος της κάθε μοδίστρας εκεί. Και ρετάλια και με το μέτρο. Αυτά είναι αυτά που θυμάμαι εγώ. Α, και ήταν και το ζαχαροπλαστείο του Ματραλή, στην παραλία, το οποίο υπάρχει ακόμα αλλά σε άλλο μέρος. Και είχε καρέκλες έξω στην πλατεία τα καλοκαίρια. Και μιλάμε ότι γινότανε χαμός με το διάσημο παγωτό του. Δεν βρίσκαμε καρέκλα να κάτσουμε. Ξέχασα, Άρη, να σου πω τα χαλκούνια, το έθιμο του Αγρινίου.
Θα μας το πεις τώρα άμα θέλεις.
Βεβαίως, Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, μετά την περιφορά του Επιταφίου. Οι χαλκονάδες, συγκεκριμένοι στο Αγρίνιο, τι κάνανε; Όλη τη χρονιά ετοιμάζαν τα χαλκούνια. Τα χαλκούνια ήταν μία σωλήνα, που τη φτιάχνανε μόνοι τους από χαρτί. Χαρτί οτιδήποτε, εφημερίδες, περιοδικά, χαρτόνια, χασαπόχαρτα, στρατσόχαρτα, τα πάντα όλα. Μέσα όμως, είχε μία τρύπα, ένα κενό. Από κάτω η τρύπα αυτή ήταν πολύ πιο μικρή, ίσα που φαινόταν. Από πάνω, όμως, ήτανε ανοιχτή, μεγάλη. Το γεμίζανε αυτό με μπαρούτι και βάζαν και φιτίλι. Ο καθένας χαλκονάς μπορεί νά ‘φτιαχνε και εκατό και διακόσια όλη τη χρονιά για να τα ‘χει για τη Μεγάλη Παρασκευή, μετά την περιφορά. Οι χαλκονάδες μπορεί να ήτανε καμιά εικοσαριά, καμιά πενηνταριά στο Αγρίνιο. Λοιπόν, και μαζεύονταν όλοι στην πλατεία. Αφήναν την πλατεία κενή και ο κόσμος μαζευότανε στους γύρω δρόμους. Κόβανε την κυκλοφορία, βάζανε αλυσίδες να μην περνάς, να ‘σαι κοντά τους. Βάζανε φωτιά στο φιτίλι. Το φιτίλι πήγαινε στο μπαρούτι και έβγαιναν σπινθήρες. Οι σπινθήρες μπορεί να ‘φτάναν και 5 μέτρα το χαλκούνι σε ύψος. Και να ανάβουνε, τώρα, δέκα μαζί χαλκούνια κι αυτός στριφογυρίζε ο χαλκονάς γύρω-γύρω απ’ τον εαυτό του και μ’ αυτό στα χέρια. Μέχρι που καίγοταν όλο το μπαρούτι, έσβηνε το χαλκούνι, το πέταγες. Τα χαλκούνια μπορεί να κρατάγανε 2 ώρες, επί 2 ώρες να βαράνε αβέρτα αυτοί. Κι υπήρξαν και πολλά ατυχήματα και σκοτώθηκε κόσμος γι’ αυτό, γιατί, συγκεκριμένα ένας, ο κακομοίρης, τα είχε ζωσμένα στη μέση του τα χαλκούνια τα υπόλοιπα. Όπως φεύγαν τα αέρια απ’ αυτό που είχε ανάψει πήραν φωτιά αυτά που είχε στη μέση του και σκοτώθηκε. Από τότε τους απαγόρευσαν να τα κρατάνε πάνω τους και τα είχανε στις τσάντες, μακριά από ‘κεί που τα ανάβανε. Τα ξανά επαναφέρανε τελευταία. Τελευταία, μιλάμε τώρα, για [01:10:00]πόσο; Για καμιά δεκαριά χρόνια τα επαναφέρανε πάλι στο Αγρίνιο τα χαλκούνια και επιτρέπουνε να γίνεται. Και το λέγανε χαλκοπόλεμο, διότι ήτανε οι ενορίες του Αγίου Δημητρίου, της Παναγίας, του Αγίου Χριστοφόρου, του Αγίου Γεωργίου και οι χαλκονάδες ήτανε από τις ενορίες. Και αυτό ήταν ένας διαγωνισμός μεταξύ τους, ποιος θα ρίξει τα καλύτερα και τα περισσότερα κάθε Μεγάλη Παρασκευή. Και βεβαίως, να υπάρχει χαμός από αστυνομία, μήπως γίνει καμιά παράβαση, μήπως γίνει κάτι, ξέρεις. Αυτό το έθιμο, απ’ ό,τι έχω διαβάσει —γιατί δεν μου τό ‘πε κανένας από τους Αγρινιώτες— συνδέεται με την Τουρκοκρατία. Ήτανε ένας τρόπος οι Έλληνες, λέει, τότε για να κάνουν κάποιες κινήσεις, κάποιες πολεμικές κινήσεις. Βρήκανε, επειδή τους είχαν επιτρέψει να κάνουν περιφορά του Επιταφίου, όπου μετά τον Επιτάφιο εμείς χτυπάμε κι αυτά. Ενδεχομένως, λέει, να θέλανε μπαρούτι για τα όπλα τους και με το χαλκούνι να δικαιολογούσαν το μπαρούτι που ζητάγανε και παίρνανε και δεν τους ψάχνανε όταν δηλώνανε ότι «Είμαστε χαλκουνάδες». Αυτό είναι αυτό που έχω διαβάσει και θεωρώ ότι μπορεί να είναι και η πιο επικρατέστερη —πώς το λένε;— αντίληψη, εξήγηση.
Μάλιστα. Αυτό που ήθελα να ρωτήσω τώρα είναι: Αυτές τις δεκαετίες για τις οποίες μιλάμε πώς διασκέδαζε ο κόσμος; Είχε η διασκέδαση την έννοια που έχει σήμερα; Ήταν κάτι διαφορετικό;
Είχε τα μπουζούκια. Πηγαίνανε. Υπήρχανε άνθρωποι που πηγαίνανε στα μπουζούκια. Υπήρχανε μπουζουξίδικα στο Αγρίνιο τρία, τέσσερα, πέντε. Είχε την ταβέρνα, πού πήγαινε απλά να φάει και άκουγε μουσική από ηλεκτρόφωνο, από τζουκ-μποξ. Ήτανε η ντίσκο. Μετά… όχι τα μπαρ με την έννοια τη σημερινή, που μπορείς να στέκεσαι όρθιος, να ξεροσταλιάζεις και να πίνεις ένα ποτό κι ύστερα να πας αλλού. Μπορεί να καθόσουνα. Σαν μπιστρώ ένα πράγμα. Έπαιρνες τα ποτά σου, μίλαγες, κουβέντιαζες, άκουγες μουσική. Αλλά, περισσότεροι Αγρινιώτες και τα γύρω χωριά πηγαίνανε στα μπουζούκια. Βέβαια, υπήρχανε και η οικογενειακή διασκέδαση, που υπήρχανε, ας πούμε, συνήθειες, κάθε Σάββατο να μαζευτούμε στο σπίτι του μεγάλου αδελφού να φάμε, να καθίσουμε, να πιούμε, να περάσουμε καλά. Γινόταν και αυτό. Αλλά, αυτή ήταν η διασκέδαση. Τώρα, για την νεολαία ήταν τα μπιλιαρδάδικα, τα ποδοσφαιράκια, το γήπεδο.
Θέατρο και σινεμά;
Δεν υπήρχε. Σινεμά είχαμε πέντε, έξι. Και είχαμε και Σινεάκ. Το Σινεάκ ήταν ο πρωινός κινηματογράφος, που έπαιζε συνήθως παιδικά και πήγαιναν οι μαμάδες με τα παιδιά. Κινούμενα σχέδια, Μίκυ Μάους, Τιραμόλα —τέτοια πράγματα, παιδικά,—, Η Πεντάμορφη και το Τέρας. Είχαμε σινεμά. Θέατρο, ήτανε το Δημοτικό Θέατρο Αγρινίου, που στεγάζονταν στο δημαρχείο του Αγρινίου, αλλά δεν ήτανε κάτι το αξιόλογο, όπως έκανε μετά η Μελίνα το ΔΗΠΕΘΕ και έγινε το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, ας πούμε, και σήμερα έχει καλή παρουσία σαν θέατρο. Και φιλοξενεί παραστάσεις και ανεβάζει και το ίδιο σαν ομάδα. Δεν είχαμε. Ερχόταν, ας πούμε, πώς το λένε, περιοδεία οι Αθηναϊκοί θίασοι και αν ήμασταν τυχεροί πετυχαίναμε καμιά παράσταση. Αλλά, υπήρχανε οι κινηματογράφοι: το Ολύμπιον, το Ριάλτο, το Αττικόν, το Ελληνίς, το Παλλάς. Αρκετοί. Και μάλιστα συγκεκριμένα να σου πω για το Παλλάς. Φέτος διάβαζα ότι γκρεμίζεται, γιατί στη θέση του θα γίνει πολυκατοικία. Ήταν επόμενο. Το Πάλλας… Στον κινηματογράφο Παλλάς ήταν ο νονός μου ταμίας, γιατί το είχανε οι Τσιτσιμελήδες, μεγάλη οικογένεια του Αγρινίου. Κάποιος απ’ αυτούς, ο Στέλιος, υπήρξε και δήμαρχος Αγρινίου, στα χρόνια λίγο πριν πάω εγώ στο Πανεπιστήμιο. Και νομίζω και η πρώτη μου χρονιά στο Πανεπιστήμιο ήταν ο Στέλιος ο Τσιτσιμελής δήμαρχος στο Αγρίνιο; Ναι. Αλλά πηγαίναμε σινεμά, ναι. Αλλά, μη φανταστείς ότι… Ξέρεις, οι ελληνικές ταινίες είναι ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες που βλέπεις και σήμερα στην τηλεόραση. Και ξένες ταινίες δεν μας αφήνανε να πάμε να δούμε, όσο καλές και να ‘τανε. Μετά είχε τηλεόραση. Μετά με την τηλεόραση κάποιοι κλειστήκαν μέσα, ας πούμε. Αλλά, αυτοί που ήτανε κιμπάρηδες και ξενυχτάκηδες και οι επί της διασκέδασης βεβαίως εξακολουθούσανε τα μπουζούκια, τη ντίσκο, τα μπαρ, αυτά, την ταβέρνα, τα ουζερί. Και η νεολαία τα μπιλιαρδάδικα, τα ποδοσφαιράκια.
Πολύ ωραία.
Αυτά.
Πολύ ωραία.
Και μετά ήρθε της μόδας —αλλά ήμουνα πλέον στη δεκαετία του 80’ στην Αθήνα φοιτήτρια— όταν βγήκαν τα βιντεοπαιχνίδια, Pacman, τα βατραχάκια. Ξέρεις, αυτά.
Κατάλαβα. Κάτι άλλο και να κλείσω με αυτό.
Ναι.
Σ’ αυτές τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, που ήταν ίσως και δύσκολες κοινωνικά και πολιτικά—
Βέβαια.
Ευρύτερα υπήρχε η έννοια των καλοκαιρινών διακοπών; Δηλαδή, εσύ ως παιδί, ως έφηβη, θυμάσαι να πηγαίνεις κάπου με τους γονείς σου—
Βεβαίως.
Να παραθερίζεις, να…
Κάθε χρόνο. Κάθε χρόνο εγώ τουλάχιστον με την αδερφή μου. Κάθε χρόνο ο πατέρας μου μας έπαιρνε και μας πήγαινε σε ένα νησί στην Ελλάδα. «Φέτος, παιδιά, θα πάμε στην Αίγινα». «Φέτος, παιδιά, θα πάμε στην Τήνο». Ήμουνα 14 όταν πρωτοπήγα με τον πατέρα μου στη Δήλο. Και ξαναπήγα πριν τρία χρόνια πάλι και δεν την χόρτασα και θέλω να ξαναπάω, Άρη. Κάθε χρόνο ο πατέρας μου θα πήγαινε κάπου. Μας έφερνε στην Αθήνα να δούμε τη θεία Ρόζα, όλοι οικογενειακώς. Καθόμασταν λίγο εδώ στην Αθήνα, να δούμε τη θεία Ρόζα, να δει αυτός τις δύο αδερφές του, που ήταν παντρεμένες εδώ στην Αθήνα και μετά «Πάμε στην Άνδρο». Δέκα μέρες στην Άνδρο, όσο μπορούσε να κλείσει το μαγαζί του. Γυρίζαμε, κάναμε τα μπάνια, «Να κάνουν τα παιδιά μπάνια». Κάναμε τα μπάνια μας. Η μάνα μου με τη Στέλλα γυρίζανε στην αγορά να βλέπουν τα μαγαζιά. Εγώ με τον πατέρα μου πηγαίναμε όπου υπήρχε αρχαιολογικός τόπος, να δούμε τι μουσείο είχε η περιοχή, πού είναι τα αρχαία. Ναι, είχαμε διαχωριστεί στα ενδιαφέροντά μας σαν οικογένεια. Την άλλη χρονιά: «Θα πάμε στην Πάρο», ας πούμε. Μας πήγε σε πολλά νησιά ο πατέρας μου. Σε πολλά νησιά. Μας πήγε στην Πάργα —πώς είναι η Πάργα;— μας πήγε από ‘δώ, μας πήγε από ‘κεί. Δηλαδή, του άρεσε να μας πηγαίνει να βλέπουμε και λίγο παραπέρα και να κάνουμε μπάνια. Μετά, το καλοκαίρι πλήρωνε εισιτήρια που πηγαίναν, ξες, τα τουριστικά, που πηγαίναν στο Αιτωλικό, στα Ρεμπάκια ή σε καμιά άλλη παραλία, στο Μενίδι ή στη Μπούκα, έξω απ’ την Αμφιλοχία ή στην Αμφιλοχία να κάνουμε μπάνια. Θεωρούσε σημαντικό να κάνουμε μπάνια για την υγεία μας. Ναι, οπότε δεν μας το στέρησε αυτό. Μας πήγαινε. Μετά που πήγαμε Λύκειο και, εντάξει, δεν θέλαμε να πηγαίνουμε με τους γονείς, έπαιρνε τη μάνα μου και πηγαίνανε. Μέχρι στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, από ‘δώ κι από ‘κεί, έτσι, γύρω-γύρω. Γαλλία την πήγε την κυρα-Φανή. Άσχετα τώρα αν η κυρα-Φανή τού ‘λεγε: «Ρε Τάσο, θα χαλάσουμε πολλά. Γιατί να πάμε; Κάτσε εδώ, καλά είμαστε. Τι έχουν αυτοί που δεν το ‘χουμε εμείς;» Αλλά, όμως, την έπαιρνε και πήγαινε.
Μάλιστα. Κάτι που ξέχασα και θα κλείσω μ’ αυτό τελικά. Πότε θυμάσαι ν’ αλλάζει η πόλη; Δηλαδή, πότε αυτό το παλιό Αγρίνιο με τα δίπατα τα σπίτια, τα πέτρινα, με τις καπναποθήκες, αλλάζει [01:20:00]και γίνεται…
Όταν έφυγα εγώ από το Αγρίνιο ήταν έτσι όπως σου λέω, όπως τ’ άφησα, όπως το θυμόμουνα. Δηλαδή, βάλε εσύ… Δηλαδή, αν υποτεθεί και το πάω έτσι όπως το θυμάμαι, όταν ξεκίνησε η δεκαετία του 80’ άρχισε και το Αγρίνιο να αλλάζει. Να σκεφτείς, ακόμα και σήμερα όταν πάω στο Αγρίνιο και της λέω: «Ρε Στέλλα, θέλω να πάω στο ταχυδρομείο.», «Α, δεν ήταν εκεί, που ήξερες.». «Και πού πήγε;». «Αλλού, τέλος πάντων. Καλά, θα σε πάω εγώ». Τίποτα δεν είναι εκεί που ήξερα. Και αυτό το ότι τίποτα δεν είναι εκεί που ήξερα ξεκίνησε απ’ τα πρώτα χρόνια μου σαν φοιτήτρια στην Αθήνα, που πήγαινα δυο, τρεις φορές το χρόνο. Τότε ξεκίνησε να αλλάζει. Ενδεχομένως είχε ξεκινήσει ίσως σε κάποιες περιοχές με τη Μεταπολίτευση, που γινότανε ο οικοδομικός οργασμός εκείνα τα χρόνια. Αλλά, δεν ήτανε στα μέρη που εγώ σύχναζα και περπάταγα και πήγαινα. Το είδα, όμως, αυστηρά αλλαγμένο όταν ξεκίνησα εδώ φοιτήτρια πηγαίνοντας στο Αγρίνιο και: «Τι είναι εδώ; Μα εδώ δεν ήτανε το τάδε;», ας πούμε. «Ω καλά, τώρα;», μού ‘λεγε η Στέλλα, η αδερφή μου. «Τώρα; Αυτό πάει». Ξέρεις πόσες φορές άκουσα αυτό το «Τώρα αυτό; Νά ‘ταν κι άλλο»;
Οπότε, θεωρείς ότι σεβάστηκε η πόλη το παρελθόν της—
Όχι όπως έπρεπε—
Το οικιστικό, αρχιτεκτονικό;
Όχι όπως έπρεπε. Δηλαδή, για μένα, θα μπορούσαν να παραμείνουνε κάποια σπίτια και να φροντίσει το κράτος, ο δήμος, η αρμόδια αρχή, τέλος πάντων, να τα αναπαλαιώσει αυτά που ήτανε τα κτίρια που χαρακτήριζαν την πόλη μου. Όμως, δεν το σκέφτηκε κανένας κι αυτά τα κτίρια γκρεμιστήκαν και έγινε το ξενοδοχείο Marpessa, έγινε μια πολυκατοικία τέρας από απέναντι, που ήταν το σπίτι του Γκιωνάκη. Ντάξει… Δηλαδή όχι, όχι δεν το σεβάστηκε, Άρη. Και το σπίτι των Σωχωρίτιδων, εάν δεν ήτανε άλλοι που επενέβησαν και δεν αφήσανε να πειραχτεί, θα το ‘χανε καταρρίψει κι αυτό, θα το ‘χαν γκρεμίσει και θα ‘χαν στήσει τίποτα… κάνα εξωπραγματικό έκτρωμα εκεί πέρα. Ευτυχώς που παρενέβησαν — κάποιες οργανώσεις παρενέβησαν νομίζω, πολιτιστικοί σύλλογοι— και σώθηκε αυτό. Γιατί μη νομίζεις ότι κι οι Σωχωρίτιδες θα θέλουνε… Γιατί, αυτό, καταρχάς, έχει πάρα πολλά έξοδα υπερσυντήρησης και αναπαλαίωσης και πολλά λεφτά, φορολογίες, ΕΝΦΙΑ, φώτα, νερά ιστορίες. Τα βασικά, δηλαδή, γιατί είναι βίλα αυτό το πράγμα. Εάν πας στο Αγρίνιο —πρώτα ο Θεός, λήξει όλη η παράνοια και ελευθερωθούμε—, να πας εκεί στη γωνία, στα Καραπανέικα και θα σου πούνε το σπίτι του Σωχωρίτη εδώ. Θα σου δείξουνε. Όλοι το ξέρουνε, θα πάθεις πλάκα και με τον κήπο και με το σπίτι.
Πολύ ωραία. Οπότε, ας επανέλθουμε, έτσι, στο σήμερα—
Ναι.
Που είναι μια πάλι δύσκολη συγκυρία. Πώς περνάς τον χρόνο σου;
Εγώ;
Με τι ασχολείσαι;
Γενικά, εκτός γιορτών διαβάζω πάρα πολύ. Παρακολουθώ στο ίντερνετ κάποιες σειρές ιστορικές που μ’ αρέσουνε, με προβληματίζουνε. Αλλά, περισσότερο διάβασμα. Δεν εννοώ τον εαυτό μου ότι θα περάσει μια μέρα χωρίς να διαβάσω. Χάρηκα που ανοίξαν τα βιβλιοπωλεία, γιατί ήθελα να αγοράσω δύο βιβλία και πήγα και τα πήρα. Βγήκα μόνο γι’ αυτό, και βγαίνω μια φορά τη βδομάδα. Τώρα στις γιορτές έφτιαξα γλυκά για να δώσω στα παιδιά, στα ανίψια μου, να ασχοληθώ με κάτι που να καταλάβω ότι είναι Χριστούγεννα και δεν είναι συνηθισμένες μέρες. Θέλω να πάω στην εκκλησία, να ανάψω ένα κερί, αλλά όταν θα ανοίξουνε για ατομική προσευχή θα πάω. Δεν με πειράζει που είμαι μέσα, γιατί δουλεύοντας όλα μου τα χρόνια, έζησα πολύ έξω από το σπίτι και δεν πρόλαβα να το ζήσω το σπίτι. Το ζω το σπίτι τα τελευταία 3,5 χρόνια που είμαι στη σύνταξη και ειλικρινά μ’ αρέσει πάρα πολύ να είμαι στο σπίτι, να μην αναγκαστώ να βγω έξω. Βέβαια, να είναι η επιλογή μου κι όχι να μ’ αναγκάσουν. Γράφω πολύ. Όταν είσαι και μόνος σου, ξέρεις, και κάνεις αξιολόγηση του εαυτού σου και ψάχνεσαι και αρχίζεις να κριτικάρεις το παρελθόν σου, το παρόν σου, τις πράξεις σου, βγαίνουνε διαμάντια στην επιφάνεια. Το γράψιμο το ‘χα πάντα και ήτανε παρηγοριά για μένα, κι όταν έχασα τον άντρα μου και τώρα, πάντα. Δηλαδή, μου κάνει πάρα πολύ καλό να αποτυπώνω αυτό που σκέφτομαι σ’ ένα χαρτί, να το ξαναδιαβάσω ή να με προβληματίσω περισσότερο, να σκεφτώ παραπάνω. Δεν παραπονιέμαι την κλεισούρα. Μου λείψανε τα περπατήματα στην Πλάκα, στο Λουμπαδιάρη, στην Ακρόπολη. Αυτά μου λείψανε, που δεν το κάνω γιατί με περιορίζει το χρονικό περιθώριο του SMS, απλά γιατί είναι καθ’ υπόδειξιν του γιατρού μου. Έχω κάποια προβληματάκια υγείας και λέει: «Δεν θέλω να εκτίθεσαι» και «Κάτσε μέσα αυτόν τον καιρό, ρε παιδάκι μου, και ξελυσσάς αργότερα. Κάτσε να ηρεμήσει η κατάσταση». Κάπως έτσι, ξέρεις.
Μάλιστα. Με μια ελπίδα για το μέλλον, για να κλείσουμε;
Να γίνουν οι άνθρωποι άνθρωποι, Άρη. Αυτό τα λέει όλα. Όταν ο άνθρωπος αποκτήσει ξανά την ανθρωπιά του, μπορεί να αγαπάει το συνάνθρωπο, μπορεί να συγχωρεί το συνάνθρωπο, μπορεί να βοηθήσει το συνάνθρωπο, μπορεί να στέκεται για το συνάνθρωπο, όποιος και να ‘ναι. Είναι αυτό που χάσαμε. Την ανθρωπιά μας, την ιδιότητά μας. Ζώα έλλογα… Χωρίς ανθρωπιά τι να το κάνω που είσαι έλλογος; Αυτό με νοιάζει. Και να μην υπάρχουνε παιδιά να βασανίζονται, ρε Άρη. Αυτό με πονάει περισσότερο απ’ όλα. Βλέπω κάποια άρθρα ή διαβάζω κάτι, έτσι, και το θεωρώ, τώρα, τόσο άδικο. Παιδιά να κάνουν εγκλήματα, παιδιά να είναι θύματα, παιδιά να είναι θύτες, αυτό. Πάντως, για μένα το ζητούμενο σε όλα είναι η αγάπη και το να αγαπάς. Η ζωή αξίζει για να αγαπάς, αξίζει να πεθάνεις γιατί αγαπάς. Η ψυχή αποτελείται από αγάπη. Δηλαδή, όταν αγαπάς τον άνθρωπο, έχεις ανθρωπιά, νομίζω ότι έχεις και τις δυνατότητες για πολλά, αλλά όχι μονόπλευρα, να είναι από όλους. Μπορείς να αντιμετωπίσεις καθετί. Μπορεί να ακούγεται ουτοπικό αλλά εγώ το πιστεύω.
Πάρα πολύ ωραία. Δεν ξέρω αν θέλεις να συμπληρώσεις κάτι άλλο, κάτι που ξέχασα εγώ να ρωτήσω, κάτι που θυμάσαι τώρα.
Εσύ ρώτησες όλα τα καίρια πράγματα. Τώρα που με πήγες τόσο πίσω, δεν αποκλείω να σε πάρω ένα τηλέφωνο και να σου πω: «Άρη, ξέρεις και αυτό θυμάμαι από τότε.».
Πολύ ωραία. Οπότε, αν δεν υπάρχει κάτι τώρα, έτσι που—
Όχι τώρα, προς το παρόν. Ειλικρινά, φίλε μου, μ’ έχεις φορτίσει κι έχω πάει πραγματικά σ’ εκείνα τα χρόνια. Είναι σαν να τα βλέπω μπροστά μου. Αυτή η γειτονιά που σού ‘λεγα μού ‘χει λείψει. Δεν τη γνώρισα ποτέ στην Αθήνα αυτή τη γειτονιά. Κι όταν τα πρώτα χρόνια γύριζα πίσω κι αυτή η γειτονιά ήταν ακόμα εκεί, ένιωθα ότι γυρίζω στο σπίτι μου δυο φορές. Με τα χρόνια φύγανε οι άνθρωποι, έπαψε κι η γειτονιά. Άλλαξε ο κόσμος. Άλλαξε άσχημα, όμως. Και μιλάω από συναισθηματική άποψη, όχι από τεχνολογική. Εκτός την τεχνολογική, από κάθε άλλη άποψη ο κόσμος πήγε άπατος. Δεν θέλω να σε φορτίζω.
Όχι, ίσα ίσα. Πολύ ενδιαφέροντα αυτά που μας λέτε —που μου [01:30:00]λες δηλαδή. Πολύ όμορφο έτσι, το ταξίδι στο παρελθόν—
Ναι, ναι.
Στο παλιό Αγρίνιο. Να σας ευχαριστήσω —να σε ευχαριστήσω, Ρούλα, πάρα πολύ.
Εγώ να σε ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου ‘δωσες να ανασύρω, να κάνω βουτιά στις αναμνήσεις μου, να τις απλώσω στο τραπέζι, να λυπηθώ και να χαρώ.
Εμείς ευχαριστούμε πάρα πολύ που δέχτηκες να το κάνεις αυτό, που μας μίλησες.
Και πάντα στη διάθεσή σου, αγόρι μου.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Ευχόμαστε καλή συνέχεια.
Σε ευχαριστώ και καλή επιτυχία στο έργο σου.
Να είσαι καλά και πάντα υγιής.
Και να ξέρεις, ό,τι χρειάζεσαι, ένα τηλέφωνο απόσταση είμαστε.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Νά ‘σαι καλά, αγάπη μου.
Επίσης, επίσης. Χαιρετώ.
Καλή δύναμη. Καλό βράδυ. Φιλιά.
Γεια σας, γεια σας.
Γεια σου παιδί μου, γεια.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η αφηγήτρια μάς μιλά για το παλιό Αγρίνιο, το Αγρίνιο των παιδικών και εφηβικών της χρόνων. Μοιράζεται τις αναμνήσεις της από τα παιδικά παιχνίδια, τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής, της πόλης και των ανθρώπων της. Επίσης, αφηγείται περιστατικά που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της οικογενειακής της ζωής με επίκεντρο τους γονείς της και την εξορία του πατέρα της. Τέλος, δίνει μια γλαφυρή εικόνα της πόλης με τα μαγαζιά της και τα στέκια της, ενώ σκιαγραφεί τις αλλαγές που υπέστη από τα μέσα της δεκαετίας του '70 και ύστερα.
Αφηγητές/τριες
Δήμητρα Πανουργιά
Ερευνητές/τριες
Αριστείδης-Δημήτριος Νικάκης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/12/2020
Διάρκεια
91'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η αφηγήτρια μάς μιλά για το παλιό Αγρίνιο, το Αγρίνιο των παιδικών και εφηβικών της χρόνων. Μοιράζεται τις αναμνήσεις της από τα παιδικά παιχνίδια, τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής, της πόλης και των ανθρώπων της. Επίσης, αφηγείται περιστατικά που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της οικογενειακής της ζωής με επίκεντρο τους γονείς της και την εξορία του πατέρα της. Τέλος, δίνει μια γλαφυρή εικόνα της πόλης με τα μαγαζιά της και τα στέκια της, ενώ σκιαγραφεί τις αλλαγές που υπέστη από τα μέσα της δεκαετίας του '70 και ύστερα.
Αφηγητές/τριες
Δήμητρα Πανουργιά
Ερευνητές/τριες
Αριστείδης-Δημήτριος Νικάκης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/12/2020
Διάρκεια
91'