«Παιδί μου, στο αίμα μου το έχω το μερακλίκι»: κρητικά γλέντια και παρέες σε Κρήτη και Αθήνα από τα μάτια της Μαρίας Βεννιανάκη.
Ενότητα 1
Παιδική ηλικία, ερχομός στην Αθήνα και πρώτες δουλειές
00:00:00 - 00:05:51
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα, λοιπόν. Καλημέρα, καλώς ήρθες. Καλώς σας βρήκα. Κι όλα να πάνε καλά εύχομαι. Μια χαρά θα πάνε. Λοιπόν είναι 20 Μάιου 2021 κα… βρέθηκα στην Αθήνα. Όταν πήγα στην Αθηνά εγώ ο Νίκος ήτανε φαντάρος. Έμενε με τον αδερφό μου τότε και εγώ πήγα και έμενα σε έναν θείο μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Γνωριμία με σύζυγο
00:05:51 - 00:08:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι χρονολογία μιλάμε; Το 1960. Πήγα εκεί και μου λέει ο αδερφός μου πρέπει να βρούμε ένα δωμάτιο τώρα να μένουμε μαζί οι δυο μας και λέει σ… μου, ο πατέρας μου, τον άκουσε που έπαιζε στο ραδιόφωνο και έσπασενε το ραδιόφωνο δεν τον ήθελε με τίποτα. Τέλος πάντων αυτά δεν θέλω να…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Σχολικά χρόνια στο χωριό και οικογενειακή βεντέτα
00:08:02 - 00:12:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εντάξει. Να σας πω κι εγώ λίγο για να το πάμε και λίγο σταδιακά. Άρα λοιπόν είχαμε μείνει, θα μου πείτε και για τον άντρα σας μετά και πώς γ…αλίτσα, επειδή το ξέρανε ότι ήθελα να γίνω δασκάλα. Αλλά σας είπα ήτανε τα χρόνια δύσκολα και έπρεπε να βρούμε να ζήσουμε, να συντηρηθούμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Πρώτη επαφή Αφηγήτριας με μουσική
00:12:14 - 00:19:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μάλιστα και τότε η επαφή η δικιά σας με την μουσική υπήρχε τότε; Δηλαδή…; Πολύ. Τότε ήτανε στα Χανιά, γινότανε μια εκπομπή κάθε απόγευμα τα…θω. Να μην σκοτώσω τα παιδιά, να μην τρέχουν εδώ πολύ, να μην τρέχουμε πολύ και άμα θα ερχόμασταν εδώ θα- Ναι- Και δεν έγινε. Δυστυχώς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ερχομός στην Αθήνα και γνωριμία με σύζυγο
00:19:16 - 00:25:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μάλιστα. Άρα λοιπόν είπαμε κάποια στιγμή φύγατε από το χωριό. Σε τι ηλικία μου είπατε; Η ηλικία μου ήτανε 16 χρονών. Μόλις πέθανε η αδερφή…κοιτάξει πονηρά. Κανείς. Και αν είχε κάτι μες στην καρδιά του δεν το… σεβόταν τον αδερφό μου και εμένα. Δεν τους έδινα και δικαίωμα βέβαια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Μουσική προϊστορία οικογένειας
00:25:29 - 00:29:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μπορούσατε κι εσείς να συμμετέχετε κι εσείς στις παρέες τους; Ναι σε όλα. Ερχόταν στο σπίτι τους έκανα τα φαγητά διάφορα. Γιατί ήτανε ό…ι: «Θα μάθει, θα αντιγράψει.». Τέλος πάντων άστα. Στενοχωριέμαι όταν τα σκέφτομαι. Πέρασα όμορφα χρόνια αλλά πέρασα και δυστυχία, δυστυχώς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Οι δυσκολίες του να είσαι γυναίκα ενός λυράρη
00:29:23 - 00:30:57
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ήταν δύσκολο να είσαστε η γυναίκα ενός λυράρη; Γιατί έβρηκες αντρόγυνο λυράρη να μην είναι χωρισμένος, ή α μην έχει γκόμενα, ή να μην έχει…θει;» «Ο Βενιανός», «Ποιος θα ‘ρθει;», «Ο Βενιανός». Αλλά σου λέω έπαιζε καλή λύρα και τον συνοριζότανε στα κέντρα ποιος θα τον πρωτοπάρει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Ερχομός στην Αθήνα και γνωριμία με σύζυγο
00:30:57 - 00:39:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Άρα να δούμε τώρα πού είχαμε μείνει. Πήγατε λοιπόν στην Αθήνα γνωρίστε τον άντρα σας. Ο άντρας σας με τον αδερφό σας, γιατί μένανε μαζί; Ήτ… ο πατέρας μου: «Θα φύγεις στεφανωμένη να πας στην Αθήνα». Ήτανε Πάσχα, Κυριακή του Θωμά παντρευτήκαμε εδώ στην εκκλησία. Ε και αυτό ήταν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Οι δυσκολίες του να είσαι γυναίκα ενός λυράρη
00:39:48 - 00:42:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Φτώχεια όμως. Φτώχεια. Καταλαβαίνεις τώρα το 1965 τι έγινε. Είχε… δεν μπορούσες να συντηρήσεις οικογένεια με τα λεφτά που έβγανες στην λύρ…ά να με βοηθούν στα παιδιά πήγαινα. Αλλά όχι πάντα. Ε μετά στα 8 χρόνια επάνω έκανα την μικρή. Ε τότε πάλι ξανακλείστηκα μέσα τέλος πάντων.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 10
Μουσική προϊστορία οικογένειας
00:42:03 - 00:45:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να σας πάω και κάπου αλλού να μου πείτε για τον Πηλινό; Τον θείο εδώ; Ναι, ποιος ήτανε; Ο Πηλινός είχε της… ήτανε της μαμάς μου ξάδελφος,…διο Χανιά τα αδέλφια Κουτσουρέλη. Ναι. Ράδιο Χανια τα αδέλφια Κουτσουρέλη. Ναι αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. Πολύ ωραία. Ήτανε τι να σου πω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 11
Ζωή στην Αθήνα
00:45:28 - 00:53:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Στην Αθήνα όταν κάνατε λοιπόν οικογένεια. Πόσες κόρες είπαμε ότι; Τρία κορίτσια. Ωραία. Και πού πηγαίνατε βόλτα εκεί, πώς περνούσατε; Βόλ…περίχωρα της Αθήνας τα είχανε γυρίσει με την λύρα. Όλα, από Κόρινθο μέχρι δεν… τι να σου πω τι να σου πω, τα πάντα δεν τα θυμάμαι τώρα όλα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 12
Ταξίδια Αφηγήτριας
00:53:53 - 00:56:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είχατε πάει κι εσείς μαζί του στο εξωτερικό; Στον Καναδά είχα πάει με τον Κακλή είχε πάει, με τον Μανιά είχενε πάει, με τον Κατσαμά τον Βασ…ς εκδρομές εκεί διήμερες μονοήμερες με την υπηρεσία. Με την λύρα πηγαίναμε εκδρομές. Αυτά τα παιδιά μου δεν τα άφηκα ποτέ. Δεν ήταν εύκολο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 13
Η σχέση της Αφηγήτριας με το σύζυγό της μέσα από τη μουσική
00:56:21 - 01:02:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όταν έφευγε ο Νίκος εσείς αισθανόσασταν καλά; Που πήγαινε μόνος του...; Κοίταξε να δεις πάντα υπήρχε το μικρόβιο αλλά έφερνε λεφτά μαζεμένα…χρόνια αυτά. Είχανε κάποια αξία αλλά τώρα. Τέλος πάντων. Δόξα τω Θεώ δεν έχω παράπονο από την ζωή μου. Και φέρθηκα και μου φερθήκαν ωραία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 14
Εργασία στην Αθήνα
01:02:03 - 01:09:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσείς στην Αθήνα εργαζόσασταν; Βεβαίως. Πάντα. Πώς ‘θελα ζήσω; Τα λεφτά τσι λύρας… «Αν δεν πάω -λέει- εγώ να τα δώσω στους φίλους δεν μου τ…α ήτανε κι εκεί καλά ήτανε. Πότε… μετά, από 18 χρόνια τότε τι χρονολογία ήτανε; Που βγήκα στην σύνταξη; Βγήκα το '98. Βγήκα στην σύνταξη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 15
Αναμνήσεις από τη Δικτατορία
01:09:30 - 01:11:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θυμάστε και την Δικτατορία. Στην Αθήνα; Βεβαίως, βεβαίως. Ήμουνα έγκυος στην μικρή μου κόρη το '74 ήτανε; Τελείωσε. Και ταξιδεύει ο Νίκος…άλλο να θυμάστε να έχει συμβεί; Όχι. Δεν έδινα σημασία να σου πω την αλήθεια. Δηλαδή δεν, δεν ήξερα ότι θα ‘ρθει αυτή η στιγμή να θέλω να…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 16
Ζωή στην Αθήνα
01:11:52 - 01:18:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τον Νίκο τον Ξυλούρη τον γνωρίσατε τότε ή μετά; Τον Νίκο τον Ξυλούρη τον γνωρίζαμε ήτανε φίλοι. Γιατί όλοι κάνανε τότε παρέα οι λυράρηδες ο…ι. Και φασαρίες γινότανε και πιστόλι πήρανε και αυτόν τον απειλήσανε, γιατί «Έπαιξε πιο μπροστά εσένα και όχι εμένα». Καταλαβαίνεις, άμα...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 17
Καυγάδες και παρανομίες στα κρητικά μαγαζιά
01:18:06 - 01:22:11
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι φασαρίες γινότανε; Φασαρίες γινότανε πολλές φασαρίες γινότανε. Αλλά με λίγη καλή θέληση όλα… Στο δικό σας το μαγαζί; Όχι σε άλλο μαγαζ…με τον Κακλή με τον Μανιά με τους μεγάλους όλους αυτούς έχει κάμει. Και ο Κουμιώτης έπαιζε στο μαγαζί μια χρονιά. Ήτανε πολύς κόσμος τότε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 18
Δουλεύοντας σε κρητικό μαγαζί
01:22:11 - 01:25:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσείς στο μαγαζί τι κάνατε; Πού δουλεύατε; Εγώ. Τα πάντα. Εκτός από γκαρσόνι δεν σέρβιρα, αλλά όλη η… στα φαγητά πάνω από ψήστης μέχρι… τα … έκανε την διανομή και μας τα έφερνε από το χωριό, αλλά παίρναμε και από την Κρήτη μας στέλνανε και από την Κρήτη. Είχαμε πάντα καλό κρασί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 19
Παρέα με Νίκο Ξυλούρη, Κώστα Μονυτάκη και Μανώλη Κακλή
01:25:36 - 01:42:11
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Και λοιπόν εκεί έπαιζε και ο άντρας σας στο κέντρο; Έπαιζε ναι ναι. Έπαιζε εκεί ο άντρας σας; Και μου είπατε πριν δεν μου τελειώσατ…να τον αγαλιάζουν να τον… Σου μιλάω ειλικρινά δεν- Α μου το είπατε και πριν- Γιατί είχα μαράζι από την ζήλια και δεν ήθελα να ζηλεύω εγώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 20
Οι κόρες της Αφηγήτριας
01:42:11 - 01:51:47
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Στην Κρήτη πότε επιστρέψατε; Εγώ τώρα; Όταν πέθανε. Πότε πέθανε ο άντρας σας; Το 2002. Αρχές τον Μάρτιο. Τον έφερα εδώ στον οικογε…ρας μου την έδωσε βέβαια με την θέλησή του. Βέβαια, εκείνα τα χρόνια κοιτάγανε… κάνανε παιδιά αλλά θέλανε και να τα ξεφορτώνουνται εύκολα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 21
Θάνατος συζύγου Αφηγήτριας από ποτό
01:51:47 - 01:57:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία άρα έχουμε μείνει λοιπόν στην Αθήνα γυρίσατε μετά εδώ στην Κρήτη. Και μου είπατε η Αθήνα σας λείπει καθόλου τώρα που είστε εδώ; Όχι, …ι είχε πάθει από το ύψωμα λέει του αεροπλάνου είχε πάθει κάτι δεν ξέρω πως την λένε αυτή την αρρώστια η οποία δεν θεραπεύτηκε ούτε αυτινου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 22
Οι παρέες των κρητικών λυράρηδων
01:57:03 - 02:07:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κάτι ακόμα θέλω να σας ρωτήσω βέβαια τώρα σας πάω αλλού. Για τις παρέες. Που γινόντουσαν. Τι να σου πω για τις παρέες; Εσείς και στα γλέντ…ια… Απαγορευότανε. Μάλιστα. Εντάξει δεν σας κουράσω άλλο γιατί μου έχετε πει και πολλά πράγματα. Ε ήτανε αυτή η συνέντευξη από τσι γερές.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 23
Καταπίεση γυναικών
02:07:44 - 02:14:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μόνο θα σας ρωτήσω αν έχετε να προσθέσετε κάτι; Σε τι απάνω; Άμα κάτι έτσι, που δεν, που θυμάστε επιπλέον. Κοίταξε να δεις δεν θυμάμαι τί…που σε γνώρισα. Κι εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ για την συνέντευξη. Να είσαι καλά. Και εύχομαι να ξανασυναντηθούμε κάπου Εννοείται, εννοείται.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλημέρα, λοιπόν.
Καλημέρα, καλώς ήρθες.
Καλώς σας βρήκα.
Κι όλα να πάνε καλά εύχομαι.
Μια χαρά θα πάνε. Λοιπόν είναι 20 Μάιου 2021 και βρίσκομαι εδώ με την κυριά...
Μαρία Βενιανάκη το γένος Τρούλη.
Και ο πατέρας σας;
Μανώλης;
Μανώλης. Ωραία και εγώ λέγομαι Αντώνης Λεοντίδης είμαι ερευνητής για το Istorima και μπορούμε να ξεκινήσουμε την συνέντευξη. Ωραία αρά κυρία Μαρία λοιπόν πού γεννηθήκατε;
Στον Άη Γιάννη Μυλοποτάμου το 1939. Είμαι από πολύτεκνη οικογένεια. Είμαστε 8 αδέρφια 4 αγόρια 4 κορίτσια. Μεγαλώσαμε φτωχικά τόσα παιδιά την εποχή εκείνη. Ήταν δύσκολη ζωή αλλά δόξα τω Θεώ τα καταφέραμε.
Ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε;
Ο πατέρας μου ήτανε κτηνοτρόφος μια ζωή από παιδάκι. Πάνω στο βουνό με 500 κατσίκια και μας είχε όλα δυστυχώς με… σε διαφορετικές ώρες σε διαφορετικά... Όποτε επήγαινε το ένα σχολείο επήγαινε το άλλο στα όρη, στο βουνό επάνω. Του πηγαίναμε φαγητό παίρναμε το γάλα και το κατεβάζαμε στο χωριό το πηγαίναμε στο τυροκομείο που ήταν τότε εκεί ένα τυροκομείο. Αυτά.
Τον βοηθούσατε δηλαδή:
Βοηθούσαμε όλα τα παιδιά αλλά πιο πολύ εμείς τα μικρά. Τα μεγάλα τα είχενε πάντα μαζί του για να τον βοηθάνε ήτανε πολλά τα ωζά.
Και πόσα αδέρφια ήσασταν;
8, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Εγώ ήμουνα το τέταρτο παιδί της οικογενείας. Τα κορίτσια δηλαδή η πρώτη μου αδερφή ο αδερφός μου, μετά μια αδερφή και μετά εγώ. Τέταρτό παιδί.
Και πώς τα λέγανε τα αδέρφια σας;
Η μεγάλη ήτανε η Αγάπη. Ο δεύτερος ήτανε ο Γιώργος, μετά ήτανε η Ελένη, μετά ήμουν εγώ, μετά ήτανε ο Κώστας που είναι στην Αυστραλία που παίζει κι αυτός λύρα, μετά ήτανε η Ζουμπουλιά, ο Γιάννη και ο Μιχάλης.
Μεγάλη οικογένεια ε;
Μεγάλη οικογένεια. Ήμασταν 11 άτομα στην οικογένεια γιατί είχε μια θεία ο πατέρας μου και την είχαμε κι αυτή μαζί μου ήτανε ελεύθερη. Και είμαστε μεγάλη οικογένεια.
Και η μητέρα σας;
Η μητέρα μου ήτανε από εδώ από τον Κρασούνα και είχε δύο αδερφούς δίδυμους και ένα… ο μεγαλύτερος αδερφός της ήτανε από άλλη μαμά από τον ίδιο πατέρα. Είχε πεθάνει η μαμά του και είχε παντρευτεί τον πατέρα μου.
Και το γένος;
Γεροβασάκη. Ο Μιχάλης ο Γεροβασάκης ήτανε συγγενής, τώρα αυτά γράφονται... τι άλλα;
Ωραία, μάλιστα. Άρα λοιπόν μεγαλώσατε στον Αη Γιάννη μου είπατε;
Μέχρι το δημοτικό σχολείο. Μόλις το δημοτικό σχολείο εδώ τον Ιούνιο που κλείνομαι, τον Ιούλιο βρέθηκα υπηρεσία σε ένα… στο Ρέθυμνο σε ένα γιατρό. Στο γιατρό τον Χαλκιαδάκη. Μικρό παιδάκι και με πήγε εκεί ο πατέρας μου γιατί ηθελενε βοήθεια, ήθελενε μισθό και πήγα εκεί πολύ καλοί άνθρωποι. Γιατρός αυτός κι αυτή γιατρού κόρη. Με προσέχανε με αγαπούσανε γιατί ήμουνα 25 κιλά παιδί και πέρασα πολύ καλά στα χέρια τους. Μετά έφυγα από εκεί πήγα ξανά στο χωριό μετά από δύο χρόνια και έφυγα κατευθείαν και πήγα στο Ηράκλειο, σε έναν άλλο γιατρό, γιατί ήτανε η αδερφή μου, η δεύτερη η Ελένη, ήτανε νοσοκόμα εκεί σε μια κλινική και πήγα στου γιατρού το σπίτι εγώ και πέρασα πολύ ωραία, αλλά αυτό καλύτερα να μην το γράψω δεν θέλω.
Να το κλείσω;
Ναι για να σου πω…
Το ξαναπατάω ε;
Ναι, ναι. Και μετά από εκεί έφυγα γύρισα στο χωριό κάθισα ένα χρόνο και μετά Αθήνα. Είχε φύγει ο μεγάλος μου αδερφός ο Γιώργης ήτανε στην Αθήνα και πήγα κι εγώ, γιατί έφτιαχνα χαρτιά να φύγω για Καναδά, ήθελε να με πάρει ένας θείος μου εκεί Τρούλης. Αλλά δεν τα κατάφερε γιατί ήπρεπε να είμαι λέει πρώτη του ανιψιά, μα αυτός ήτανε δεύτερος θείος και μετά έμεινα στην Αθήνα με τον αδερφό μου.
Για πείτε μου τώρα επειδή δεν κατάλαβα στον γιατρό τι δουλειά κάνατε δηλαδή στο Ρέθυμνο;
Στο σπίτι του ήμουνα, στο σπίτι του. Είχε μωρό παιδί και το είχα αναλάβει εξ ολοκλήρου το μωρό παιδάκι και... Γιατί ήξερα από παιδιά, γιατί σου λέω ήμαστε… μετά από εμένα ήτανε 4 άλλα παιδιά και τα μεγάλωνα εγώ όταν έλειπε η μαμά στις δουλείες, στις ελιές στα αμπέλια στο… Και πέρασα πολύ ωραία, αλλά δεν, δεν μπορούσα να καθίσω άλλο. Αναζητούσα τα αδέρφια μου αναζητούσα το χωρίο και δεν μπορούσα να καθίσω άλλο και μετά βρέθηκα στην Αθήνα. Όταν πήγα στην Αθηνά εγώ ο Νίκος ήτανε φαντάρος. Έμενε με τον αδερφό μου τότε και εγώ πήγα και έμενα σε έναν θείο μου.
Τι χρονολογία μιλάμε;
Το 1960. Πήγα εκεί και μου λέει ο αδερφός μου πρέπει να βρούμε ένα δωμάτιο τώρα να μένουμε μαζί οι δυο μας και λέει στον Νίκο να κρατήσει το δωμάτιο ο Νίκος, ήτανε μικρό και φτιάξαμε στην αυλή μέσα ένα δωμάτιο αυτομάτως. Δηλαδή το χτίσανε με τσιμεντόλιθους και ήτανε πιο μεγάλο και μέναμε μέσα εμείς, εγώ με τον αδερφό μου. Για πόρτες είχαμε βάλει κουρελούδες τότε. Σκέψου εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα τι ήτανε. Τον Νίκο τον είχα όπως και τον αδερφό μου του έπλυνα τα ρούχα του, του άλλαζα το κρεβάτι του, τον άλλαζα… λες και είχανε ρούχα τότε… Δεν είχαμε τίποτα δηλαδή, ήτανε και μικρόσωμος, έτσι παιδάκι ακόμα αμούστακος αυτά και δεν… Και μου λέει μια μέρα η αδερφή μου: «Έλα βρε Μαριώ…» η αδερφή μου, η σπιτονοικοκυρά μου: «Έλα βρε Μαρία να σου πάρω τον Νίκο να μείνεις εδώ στην Αθήνα» και τσι λέω: «Να τον κάμω τι;» τσι λέω. «Αυτός είναι αμούστακος είναι μικρό παιδί ακόμα, είναι άνεργος. Επειδή παίζει λύρα και με βλέπεις και πηγαίνω κοντά του…» λέω: «Επειδή μου αρέσει η λύρα νομίζεις ότι…; Δεν έχουμε τίποτα.». Δεν το πιστεύανε ότι δεν έχουμε τίποτα. Μετά από 5 χρόνια παρθήκαμε. Αγαπηθήκαμε βέβαια τρομερά τρελά. Γιατί εγώ μ΄ άρεσενε πολύ η λύρα κι αυτινού τ΄ άρεσε ο χαρακτήρας μου σαν άνθρωπος δεν… Σκεφτόταν τι ήθελε και εγώ του το πήγαινα πριν μου πει τι ήθελε τόσο πολύ επικοινωνία δηλαδή είχαμε ναι. Τέλος πάντων και έγινε αυτό. Βέβαια οι γονείς μου, ο πατέρας μου, τον άκουσε που έπαιζε στο ραδιόφωνο και έσπασενε το ραδιόφωνο δεν τον ήθελε με τίποτα. Τέλος πάντων αυτά δεν θέλω να…
Εντάξει. Να σας πω κι εγώ λίγο για να το πάμε και λίγο σταδιακά. Άρα λοιπόν είχαμε μείνει, θα μου πείτε και για τον άντρα σας μετά και πώς γνωριστήκατε πάλι, άμα θέλετε. Είχαμε μείνει τώρα στο σχολείο έτσι παλιά στον Αη Γιάννη;
Ναι.
Θέλετε να μου πείτε τότε ποσά παιδιά είχε το σχολείο;
Το σχολείο; Είμαστε γύρω στα… ή 38 ή 48. Γιατί ήτανε όλα σε μια τάξη μέσα πηγαίνανε πρωί ή απόγευμα. Ένας δάσκαλος μας έκανε όλα τα μαθήματα και ό,τι μάθαινε η Δ' τάξη τα μάθαινε και η Γ' τα μάθαινε και η Α' ε αφού τα ακούγαμε εμείς στο σχολείο. Ήτανε ωραία χρόνια όμως μου άρεσε. Ύστερα στην Δ' τάξη εγώ… φέρανε μια δασκάλα, μια κοπέλα ελεύθερη και τότε δεν νοικιάζανε δωμάτια δεν είχανε που αυτό και έμενε στο γραφείο του σχολείου και μέναμε μαζί. Με πήρε μαζί της μετά και μένανε μαζί το βράδυ, κάναμε παρέα, μου έμαθε να κεντώ, με διάβαζε. Πέρασα πολύ ωραία. Δ' και Ε' τάξη δηλαδή πήγαινα καλά. Μετά έγινε ένα φονικό και έγινε ένα φονικό στ’ αόρι και μπλέξανε τον μπαμπά μου ότι σκότωσε αυτός τον άνθρωπο. Ούτε σχολείο μπορούσαμε να πάμε, φύγαμε όλα τα παιδιά από το χωριό γιατί φοβόμασταν να μην μας σκοτώσουνε, ήρθαμε εδώ στης γιαγιά μας στον Κρασούνα. Έγινε μεγάλη αναμπουμπούλα στα χωριά εκείνα τότε. Μέχρι που έγινε η αναπαράσταση του εγκλήματος και είδανε ότι ο πατέρας μου δεν έφταιγε και τον εβγάλανε από την φυλακή είχαμε καταστραφεί τελείως. Είχανε σκοτώσει τα ζώα, είχανε σκοτώσει το μουλάρι μας, είχαμε φύγει [00:10:00]εμείς από το χωριό και ήτανε μόνο η μάνα μου εκεί. Και έτσι κάθε παιδί πήρε τον δρόμο του μετά.
Για αυτό φύγατε λοιπόν από το χωριό;
Όχι δεν έφυγα για αυτό. Μετά ξανασμίξαμε όλη η οικογένεια στον Άη Γιάννη αφού έγινε το… και είδανε ότι δεν έφταιγε ο πατέρας μου. Αλλά ήμασταν φτωχοί άνθρωποι και ήπρεπε να ζήσουμε κάθε παιδί ήπρεπε να πάρει τον δρόμο του να μάθει να δουλεύει και έτσι πήγαμε στην Αθήνα.
Θέλετε Να μου πείτε αυτό, να μου το εξηγήσετε τι είχε συμβεί;
Είχε συμβεί ότι τσακωνότανε στην Κάλυβο, στο βουνό επάνω εκεί που είχαμε εμείς, στο αόρι το δικό μας που λέμε τα ξέρεις αυτά. Ήτανε ένας Καλυβιανός και είχε βάλει τα ζώα του στου αλλουνού το χωράφι και πήγε ο άλλος και λογομαχήσανε στ’ αόρι. Και έβγαλε το πιστόλι και τον εσκότωσε. Ο πατέρας μου εβρισκόταν πίσω του. Ο σκοτωμένος ήτανε από μπροστά η σφαίρα και έτσι είπενε ο ιατροδικαστής ότι: «Ο Τρούλης δεν φταίει σε τίποτα διότι η σφαίρα είναι από μπροστά και ο Τρούλης ήτανε από πίσω», στην αναπαράσταση όπως ήτανε τότε. Ε αυτό… Αλλά οι Καλυβιανοί τότε είχανε νευριάσει και είχανε κάνει μεγάλες ζημιές στην οικογένεια μου. Και έτσι για αυτό φύγαμε.
Και αναγκάστηκε ο πατέρας σας να μπει στην φυλακή;
Ναι τον είχανε στην φυλακή μέχρι που έγινε η αναπαράσταση του εγκλήματος. Και μετά τον εβγάλανε. Αλλά αυτό πέρασε πολύς καιρός για να γίνει.
Και τότε σαν παιδί. Όταν πηγαίνατε σχολείο πριν συμβεί και αυτό σας άρεσε; Είχατε… τι θέλατε να κάνετε; Πώς φανταζόσασταν δηλαδή τον εαυτό σας;
Ήθελα να γίνω δασκάλα. Μου είχε μπει στο μυαλό να γίνω δασκάλα. Και στο χωριό μου, όταν έφυγα και πήγα στην Αθήνα και γύρισα μετά με φωνάζανε όλοι δασκαλίτσα, επειδή το ξέρανε ότι ήθελα να γίνω δασκάλα. Αλλά σας είπα ήτανε τα χρόνια δύσκολα και έπρεπε να βρούμε να ζήσουμε, να συντηρηθούμε.
Μάλιστα και τότε η επαφή η δικιά σας με την μουσική υπήρχε τότε; Δηλαδή…;
Πολύ. Τότε ήτανε στα Χανιά, γινότανε μια εκπομπή κάθε απόγευμα τα αδέλφια Κουστσουρέλη. Δεν ήξερα ούτε τι ήτανε δηλαδή, εγώ απλώς ήξερα ότι στο ραδιόφωνο 17:00 η ώρα παίζει τα αδέρφια Κουτσουρέλη. Εγώ, ό,τι μου έλεγε η μάνα μου, ό,τι είχα μαθήματα, ό,τι διάβαζα, ό,τι τα τελείωνα όλα, 17:00 η ώρα πρέπει να είμαι έτοιμη. Μόλις έβαζενε η μουσική μπροστά εγώ εχόρευα. Μόνη μου. Τους έβγαζα όλους έξω, σε άλλο δωμάτιο δηλαδή και μάθαινα και χόρευα. Μου είχε δείξει η μαμά μου τα πρώτα βήματα. Είχαμε στο σχολειό ένα παιδί που έπαιζε μουσική με το στόμα του και λύρα έπαιζε, αλλά τότε εκείνα τα χρόνια έπαιζε με το στόμα του μουσική και χορεύαμε όλα τα παιδιά στο σχολείο και έτσι έμαθα να χορεύω. Μου άρεσε πάρα πολύ. Πάρα πολύ.
Με το στόμα του έπαιζε μουσική δηλαδή;
Όλους τους σκοπούς τους έπαιζε με το στόμα του. Δεν το έχεις ακούσει αυτό; Χανιώτη, πεντοζάλη, καστρινό, καλαματιανό όλα. Πολύ μερακλής. Και έτσι που λες είχα εγώ την πρώτη επαφή με την κρητική μουσική από τότε. Ό,τι γινότανε στο χωριό εκδήλωση, ό,τι γινότανε με περνάνε και επειδή ήμουνα ξύπνια και τους βοηθούσα τους, ήλεγα τι ήπρεπε να κάνουμε πώς έπρεπε να στρώσουμε τα τραπέζια τι να κάνουμε από παιδάκι.
Τι εκδηλώσεις γίνονταν τότε;
Γινότανε εκδηλώσεις γάμους, βάπτισα, αρραβώνες, όταν ερχότανε ο επιθεωρητής του σχολείου του κάναμε τραπέζια και γινότανε χαμός στο χωριό. Ε, αυτά τα συνηθισμένα στα χωριά τι; Τότε εκεί δεν είχανε τίποτα το σπουδαίο.
Και ήτανε όπως σήμερα τα γλέντια; Δηλαδή;
Καμία σχέση, καμία σχέση. Το λαγούτο και η λύρα. Καντάδες στο χωριό κάθε βράδυ. Όλη η νεολαία, γιατί είχαμε πολλούς νέους στο χωριό τότε. Το χωριό μου είναι πάρα πολύ όμορφο. Το λένε παλατάκι του Μυλοποτάμου. Μα όντως είναι παλατάκι. Όταν πρωτομπαίνεις στο χωριό, να το δεις τώρα που το έχουνε φτιάξει. Είναι η εκκλησία ο Άγιος Ιωάννης και έχει ένα πεζούλι γύρω γύρω η εκκλησία και πηγαίνουνε όλη η νεολαία εκείνη την εποχή καθότανε εκεί τα απογεύματα, μετά που σχόλαζαν από τις δουλειές τους και εμείς τα κορίτσια παίρναμε το σταμνάκι μας να πάμε να πάρουμε νερό. Και μας βλέπανε αυτοί οι νεαροί εκεί πέρα, ξέρεις τώρα τα νιάτα τότε. Και καθένας στάμπαρε ποια του άρεσε. Ήτανε όμορφα χρόνια όμως.
Και ήτανε εύκολο τότε για μια γυναίκα να συμμετέχει στα γλέντια;
Να συμμετέχει στα γλέντια όταν ήτανε μπροστά και οι γονείς της ή τα αδέρφια της. Έτσι από μόνη της ποτέ. Η να κάμει σχέση ή να… Εγώ θυμάμαι τότε ήτανε 5, 5 παιδιά στο χωριό που κάνανε παρέα με τους αδερφός μου, με έμενα. Ο ένας από αυτούς ήτανε τρελός και παλαβός και τους κράταγα τον δίσκο και τους πρόσφερα το αυτό και μου έριξε σημείωμα μέσα στον δίσκο. Και λέω: «Τώρα έτσι και πάρουν είδηση τα αδέρφια μου θα τον εσφάξουνε». Σου μιλάω ειλικρινά έτρεμα μέχρι που πήγα και έβαλα τον δίσκο κάπου και έβαλα το σημείωμα στην τσέπη μου. Να μου γράψει ότι με αγαπούσε. Αφού τον είχα καταλάβει τόσο πολύ… Άσε σου λέω αυτό ήτανε το... Είχαμε πολύ αυστηρό πατέρα. Ο πατέρας μου ήλεγε στην μάνα μου: «Εάν μάθω τίποτα για τα κορίτσια, θα σφάξω πρώτα εσένα στο στιβάνι μου επάνω και μετά τα κορίτσια. Μην τυχόν και κατεβώ από τ΄ αόρι και μου πει κανείς ότι συμβαίνει κάτι». Έπιανε το λυχνάρι το βράδυ και έκανε έτσι τσι πόρτες όταν ήτανε στο χωριό να δει ποια πόρτα είναι ανοιχτή να βάλει τον σύρτη από μέσα. Να βάλει τον μάνταλο που λέγανε και οι ίδιοι. Είχαμε πολύ αυστηρό πατέρα. Ενώ τα αδέρφια μου δεν ήτανε έτσι. Θα μου πεις βέβαια άλλη γενιά. Δεν ξέρω...
Και ο πατέρας σας έβλεπε ότι χορεύατε σας άρεσε;
Ναι, το ξέρανε όλοι στο χωριό ότι εγώ…
Και το ενέκρινε αυτό ή…;
Ε ναι δεν μου έφερνε αντίρρηση, γιατί σου λέω όποτε πήγαινα στο χωριό επήγαινα με τα αδέρφια μου. Ή με τον Γιώργη πήγαινα ή με τον Κωστή που ο Κωστής δεν... Ο Κωστής είναι αυτός στην Αυστραλία είναι τώρα και ήταν κι αυτός πολύ μερακλής και μαζί με αυτόν χορεύαμε και τραγουδούσαμε.
Και βλέπω παίζει λύρα. Έπαιζε λύρα ο Κωστής.
100 δραχμές του την είχα πάρει εγώ, αυτή την λύρα και την πήρε και στην Αυστραλία μαζί του.
Από εδώ την πήρατε την λύρα αυτή;
Στην Αθηνά την είχε ένας παππούλης στο σπίτι που μέναμε που σου είπα πως μέναμε με τον αδερφό μου. Ήτανε ο σπιτονοικοκύρης της σπιτονοικοκυράς ο πατέρας. Και μια μέρα δεν είχε λεφτά και του λέω: «Μπάρμπα Δημήτρη θα μου πουλήσεις την λύρα;». Εγώ σου λέω ήθελα να μάθω εγώ. Και μου λέει: «Θα σου την πουλήσω.» «Πόσα θες;» «Εκατό δραχμές.» «Πάρτα.» του λέω. Εγώ δούλευα τότε και πήρα την λύρα και μετά όταν έφυγε ο αδερφός μου την πήρε μαζί του.
Αρα λοιπόν την πήρατε για εσάς την λύρα.
Δεν πρόλαβα να μάθω όμως. Δεν πρόλαβα να μάθω δυστυχώς.
Θέλατε να ασχοληθείτε με την μουσική;
Για πάρτη μου. Όχι για να βγω στο πάλκο, γιατί το ήξερα ότι ήτανε πολύ δύσκολο. Θα σου πω μετά για τον Νίκο που λες αργότερα. Όταν γνωριστήκαμε τραγουδούσα μια μέρα κρυφά. Δηλαδή ήμουνα μόνη μου στο σπίτι μέσα και τραγουδούσα και και με άκουσε και λέει στον αδερφό μου: «Γιώργη θα μου δώσεις την Μαρία να πάμε να γράψουμε ένα δίσκο;» λέει: «Αν θες να σας σκοτώσει και τσι δυο ο Τρούλης. «Εγώ -λέει- δεν σου δίνω άδεια να πας να κάνεις τέτοια…» Και μου λέει και αδερφός μου: «Μην τυχόν και αποφασίσεις και πας. Θα έχουμε» μου λέει «μεγάλα… μεγάλους μπελάδες.». Και δεν επήγα.
Ο Τρούλης ποιος ήτανε;
Ο πατέρας μου. Το επίθετο μου είναι Τρούλη. Είμαι από πολύ μεγάλη οικογένεια και έτσι έμεινε το όνειρο, όνειρο. Και τα δύο και η οδήγηση και η λύρα.
Για την οδήγηση για πείτε μου πάλι. Δεν ήθελε να μάθω. Να μην σκοτώσω τα παιδιά, να μην τρέχουν εδώ πολύ, να μην τρέχουμε πολύ και άμα θα ερχόμασταν εδώ θα-
Ναι-
Και δεν έγινε. Δυστυχώς.
Μάλιστα. Άρα λοιπόν είπαμε κάποια στιγμή φύγατε από το χωριό. Σε τι ηλικία μου είπατε;
Η ηλικία μου ήτανε 16 χρονών. Μόλις πέθανε η αδερφή μου και έφυγα και πήγα στην Αθήνα, είχε φύγει ο αδερφός μου πιο μπροστά και έφυγα εγώ γιατί έφτιαχνα χαρτιά να φύγω για Καναδά που ήθελε να με πάει ο Θείος μου.
Α αυτό δεν μου το είπατε.
Στο είπα. Δεν το Κατάλαβες. Ένας πρώτος ξάδερφός του πατέρα μου ήρθενε από τον Καναδά, Δημήτρης Τρούλης και ήθελε να με πάρει. Γιατί ήξερε ότι είμαστε πολλά παιδιά, είμαστε φτωχοί και [00:20:00]σου λέει: «εκεί θα ζήσω καλύτερα». Αλλά δεν τα κατάφερε. Και πήγα εγώ στην Αθήνα και έφτιαχνα χαρτιά και κάποια στιγμή επήγα στου Βαρδινογιάννη το γραφείο. Είχαμε χορέψει μαζί μια σούστα με τον Βαρδινογιάννη τον Παύλο στον Γενή Γκαβέ. Και του λέω: «Αυτό και αυτό νονέ μου συμβαίνει». Γιατί είχε βαπτίσει ένα ξαδερφάκι μου και τον έλεγα νονό. Και μου λέει: «Φιλιότσα, του φρονίμου το παιδί πριν πεινάσει μαγειρεύει. Αν ερχόσουνα» μου λέει, «πριν να αρχίξεις να βγάζεις τα χαρτιά εδώ, θα σε έβανα στο αεροπλάνο να σε στείλω να σε παραλάβει πακέτο ο θείος σου. Τώρα» μου λέει «δεν μπορώ να κάνω τίποτα και να πας θα σε γυρίσουνε πίσω.». Και έτσι πήρα την απόφαση και λέω στον αδερφό μου: «Εγώ στο χωριό δεν ξαναγυρίζω. Θα μείνω εδώ μαζί σου.». Και έτσι έμεινα στην Αθήνα.
Και τι χαρτιά χρειαζότανε τότε; Τι χαρτιά χρειαζότανε τότε για να πάει κανείς;
Ακόμα τα ‘χω. Μια κούτα τέτοια έχω, γεμάτα όλα δεν έχω πετάξει κανένα. Ήπρέπε να ‘σαι.. δηλαδή να ‘σαι ή αδερφός ή αδερφή. Πρώτο συγγένειο, όχι δεύτερο όπως ήμουν εγώ με τον Θείο μου. Είχαμε το ίδιο επίθετο μεν, αλλά ήμουνα του ξαδέρφου του κόρη δεν ήμουν του αδερφού του. Και έτσι έμεινε…
Και χρειαζότανε και εξετάσεις άλλα πράγματα;
Τα πάντα τα πάντα, τα πάντα... Αλλά σου λέω αν είχα πάει πιο μπροστά στου Βαρδινογιάννη θα είχα φύγει. Αλλά ήτανε τυχερό δεν ξέρω.
Άρα λοιπόν πάτε στην Αθήνα και πότε γνωρίσατε τον άντρα σας;
Κατευθείαν, γιατί σου λέω μένανε με τον αδερφό μου και εγώ από εδώ έκανα τόσα πράγματα του χωριού. Αυγά τυρί τέτοια πράγματα και πήγα στον αδερφό μου στο δωμάτιο, γιατί στον θείο μου που πήγα εκεί ήταν κοντά στα σπίτια που μέναμε. Και μου λέει ο θείος ο Γιάννης: «Έλα να σε πάω εγώ στο δωμάτιο που μένει ο Γιώργης με τον Νίκο.». Ο Νίκος ήτανε ο άντρας μου, ο Γιώργης ήτανε ο αδερφός μου. Και πάω και βλέπω μια κουρελού στην πόρτα! Για πόρτα… Και ανοίγω… ένα μαύρο πράγμα απ τα τσιγάρα μέσα το δωμάτιο. Δεν ήτανε κανείς εκεί και φύγαμε. Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε ο αδερφός μου στο σπίτι. Ήρθε ο αδερφός μου στο σπίτι γιατί έμαθε πως αυτό. Την άλλη μέρα το πρωί πήγα εγώ πρωί πρωί. Πρωί πρωί; 10:00 η ώρα 11:00 δεν ξέρω τι ακριβώς τι ώρα ήτανε. Και βρίσκω τον Νίκο και κάθεται μπροστά ακριβώς σε μια γκαζιέρα. Αναμμένη την γκαζιέρα χάμο. Και έχει ένα από δοχείο του λαδιού ένα το καπάκι το γύρω γύρω το είχε απάνω στην γκαζιέρα και είχε και μια λεμονόκουπα επάνω στον τσίγκο για να μην δηλητηριαστούνε από τις αναθυμιάσεις. Τον βλέπω και καθότανε, μα δεν ήτανε 30 κιλά άνθρωπος. Ήτανε πολύ… και μικροσκοπικός και αδύνατος, πολύ αδύνατος. Ήτανε φαντάρος σου λέω τότε και ήτανε. Μόλις με είδενε τα έχασε. Σου μιλάω ειλικρινά, με το που με κοίταξε έτσι κατάλαβα ότι έλιωσε. Και μου λέει: «Του Γιώργη αδερφή είσαι;» και του λέω: «Ναι». «Α δεν είναι ο Γιώργης εδώ», λέω: «Δεν πειράζει». Δεν πήγα εγώ καθόλου μέσα από την πόρτα του μίλαγα. Έφυγα. Αυτή ήταν η πρώτη μας γνωριμία.
Την γκαζιέρα την είχε για να ζεσταίνεται;
Ναι δεν είχανε θέρμανση τότε. Τα δωμάτια ήτανε με τσιμεντόλιθους χτισμένα. Ήτανε 5-6 δωματιάκια μέσα στην ίδια αυλή. Τα χτίζανε τα νοικιάζανε και μένανε.
Πού;
Στον λόφο τον Αξιωματικών στο Περιστέρι. Έχεις ακούσει αφού…
Και όταν τον είδατε εσείς;
Καμία αίσθηση. Δεν… τότε δεν ήξερα ότι έπαιζε λύρα, δεν ήξερα τίποτα και δεν μου έκανε καμία αίσθηση. Ε μετά που χτίσαμε δωμάτια και μέναμε μέσα εκεί και τον άκουγα που έπαιζα την λύρα και αυτά όλα εκεί σιγά σιγά. Αλλά όχι για αγάπη δεν το πήγαινα. Απλώς συμπάθια σαν φίλο του αδερφού μου και σαν… Η μάνα μου τον ήξερε από εδώ, γιατί ήτανε σου λέει η μάνα μου από εδώ και ήξερε. Και μου λέει: «Μακριά» μου λέει. «Δεν θα μπλέξεις με έρωτες και με αγάπες να ξευτιλίσεις τον αδερφό σου αφού μένουνε μαζί. Θα είσαι κυρία.». Εγώ κράταγα της μάνας μου την συμβουλή και ήμουνα πραγματικά κυρία. Πέντε χρόνια κράτησε αυτό.
Για πείτε μου, πώς τον έλεγαν τον άντρα σας;
Νίκο Βενιανάκη. Βενιανό τον φωνάζανε όλοι στην Αθήνα. Μετά που απολύθηκε και έπιασε την λύρα επαγγελματικά, δεν τον έβρινες εκτός μόνο ο Βενιανός. Βενιανός, Βενιανός, Ε και αρχίσαμε μετά και δημιουργούσαμε παρέες, αδερφός μου με τους φίλους του και πηγαίναμε όλοι μαζί. Ήτανε 7 παιδιά από εδώ Κρητικοί και ήμουνε η μόνη κοπέλα μες’ στην παρέαντονε. Αλλά με είχανε όλοι δεν μπορώ να πω, με κοιτάγανε σαν αδερφή τους. Κανείς δεν γύρισε να με κοιτάξει πονηρά. Κανείς. Και αν είχε κάτι μες στην καρδιά του δεν το… σεβόταν τον αδερφό μου και εμένα. Δεν τους έδινα και δικαίωμα βέβαια.
Και μπορούσατε κι εσείς να συμμετέχετε κι εσείς στις παρέες τους;
Ναι σε όλα. Ερχόταν στο σπίτι τους έκανα τα φαγητά διάφορα. Γιατί ήτανε όλοι εργένηδες. Τους έφτιαχνα τα φαγητά, τους έκανα τραπέζια τους σε… πηγαίναμε συνέχεια στο κέντρο κάθε... Δουλεύαμε όλη την εβδομάδα και κάθε σαββατοκύριακο, ήμασταν στου Βενιανού το μαγαζί όπου έπαιζε. Έπαιζε πολύ ωραία λύρα. Την λύρα του Νίκου μόνο ο Μουντάκης την έπαιζε, κανείς άλλος. Αφού κάποτε βγαίναμε από του Πατούχα το κέντρο και με αγαλλιάζει ο Μουστάκης και μου λέει: «Συντέκνισσα απόψε αν ποθάνω δεν με νοιάζει γιατί αφήνω Μουντάκη στο πόδι μου.». Μα είχανε παίξει κατή κοντυλιές είχανε παίξει κάτι κοντυλιές… Εγώ ό,τι λύρα και να ακούσω είναι… παίζουνε όλα τα παιδιά δεν μπορώ να πω πως δεν παίζουνε. Αλλά αυτήν την παλιά λύρα την αυτοδίδακτη δεν την παίζουνε τώρα. Είχαμε κι εδώ ένα λυράρη Πήλινο ήτανε θείος μας και αυτός. Εδώ ο Κρασούνας είχε πολλούς λυράρηδες, ο πεθερός μου έπαιζε μπουζουκάκι ο αδερφός του στο Ηράκλειο έπαιζε λύρα, είχανε πάρα πολλοί και ήτανε όλοι αυτοδίδακτοι.
Είχατε δηλαδή μουσική οικογένεια;
Από την μεριά μου όχι. Η μόνη που ήτανε μερακλίνα στην οικογένεια μέσα ήτανε η μαμά μου και τσι μοιάσαμε τα τρία παιδιά. Εγώ, ο αδερφός μου ο Κώστας και ο αδερφός μου ο Γιάννης. Τα άλλα παιδιά ναι μεν χορεύουνε αλλά όχι… δεν ήτανε τόσο εκδηλωτικοί τόσο αισθαντικοί όσο εγώ και τα 2 μου αδέρφια.
Η μητέρα σας τι έκανε έτσι μέσα στην ημέρα;
Η Μητέρα μου τι να προλάβει να κάμει; Προλάβαινε να κάμει τίποτα; Αλλά άμα ήτανε γλέντι όμως, ήτανε η πρώτη στο χορό, γιατί την ξέρανε ότι χόρευε καλά και είχε μάθει… Άμα σου πω πού είχε μάθει θα γελάσεις. Ο παππούς είχενε φάμπρικα που αλέθανε το… τις ελιές και όταν δεν είχενε το άλογο να δουλεύει να αυτό… Μόλις ‘θελα κλείσει η φάμπρικα πήγαινε και έπιανε το ξύλο αυτό, που είχανε η φάμπρικα, και εχόρευε εκεί. Μάθαινε τους χορούς. Άμα το έχει στο αίμα σου παιδί μου δεν μπορείς να το... Δηλαδή εγώ τώρα σου μιλώ ειλικρινά. Αυτή την στιγμή τώρα αν μου έλεγες έλα να σε μάθω λύρα θα σου έλεγα ναι. Τόσο πολύ το έχω μέσα μου το λαχταρώ. Όταν θα ακούσω λύρα δεν πα να παίζει το καλύτερο έργο στην τηλεόραση δεν ‘πα να παίζει… προπαντός άμα μ ‘αρέσει γιατί άμα δεν μ ‘αρέσει. Είναι δεν… το έχει και το αίμα μου μέσα δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Ποια λύρα σας αρέσει;
Τι εννοείς ποια λύρα;
Τι παίξιμο σας αρέσει; Τι σας αρέσει να ακούτε ποιο πολύ;
Τα πάντα. Αρκεί να παίζει λύρα, τα πάντα δεν έχω... Ούτε στον χορό είχα εξαίρεση ούτε. Μου άρεσε πολύ ο καστρινός και συρτός η σούστα, άμα έπιανα εγώ σούστα ήτανε το κάτι άλλο. Αλλά δεν έμαθα σου λέω τίποτα. Τώρα αν εγώ είχα λύρα θα καθόμουνα μέσα να έπαιζα. Είχα τρεις και μου τσι πρανές οι κόρες μου. Κάθε μια, μια.
Δεν είχατε δοκιμάσει ποτέ;
Κάποτε έπιασε την μικρή να της μάθει. Της μάθαινε το πεντοζάλη που ήτανε εύκολο να μάθει. Αλλά εγώ τώρα από τον ενθουσιασμό λέω: «Α τώρα που θα μάθει η Λίτσα» λέω «Θα μάθω κι εγώ. Θα μου μάθει η Λίτσα.». Σταμάτησε το παιδί. Δεν του έδειχνε μετά. Σου λέει: «Θα μάθει, θα αντιγράψει.». Τέλος πάντων άστα. Στενοχωριέμαι όταν τα σκέφτομαι. Πέρασα όμορφα χρόνια αλλά πέρασα και δυστυχία, δυστυχώς.
Ήταν δύσκολο να είσαστε η γυναίκα ενός λυράρη;
Γιατί έβρηκες αντρόγυνο λυράρη να μην είναι χωρισμένος, ή α μην έχει γκόμενα, ή να μην έχει; Όλοι… γιατί ήτανε η ζωή τέτοια. Γιατί ξαγρυπνούσανε μετά εγώ άρχισα το ένα παιδί πίσω από το άλλο. Καθόμουνα και τον περίμενα νύχτα μέρα. Ξελογιαζόταν και πήγαινέ με παρέες μετά που έκλειναν τα κέντρα. Πηγαίνανε στο άλλο κέντρο, πηγαίνανε από εδώ πηγαίνανε από εκεί. Τέλος πάντων ήτανε πολύ δύσκολη ζωή. Πολύ δύσκολη. Μεγάλωσα τα [00:30:00]παιδιά με πολλές δυσκολίες.
Ο άντρας σας λοιπόν από τι βιοποριζόταν; Ποιο ήτανε το επάγγελμα του;
Πλακάς ήτανε, όταν τελείωσε τον στρατό και έπιασε δουλειά σε έναν εργολάβο στην Αθήνα, δούλευε πλακάς. Αλλά το μεράκι ντου ήτανε η λύρα. Και άφησε και την οικοδομή μετά και πιάστηκε στην λύρα. Αλλά είχανε όμως δουλειά πολύ, γιατί παίζανε σχεδόν κάθε βράδυ. Επαγγελματικά έπαιζενε Παρασκευοσαββατοκύριακο. Αλλά όταν τύχαινε μια παρέα σε ένα καφενείο σε ένα αυτό… «Ποιος θα ‘ρθει;» «Ο Βενιανός», «Ποιος θα ‘ρθει;», «Ο Βενιανός». Αλλά σου λέω έπαιζε καλή λύρα και τον συνοριζότανε στα κέντρα ποιος θα τον πρωτοπάρει.
Άρα να δούμε τώρα πού είχαμε μείνει. Πήγατε λοιπόν στην Αθήνα γνωρίστε τον άντρα σας. Ο άντρας σας με τον αδερφό σας, γιατί μένανε μαζί;
Ήτανε γνωστοί από εδώ. Γνωριζόταν σαν παιδιά, γιατί σου λέω τότε με το φονικό κατέβηκε ο αδερφός μου και έμενε εδώ και γνωριζότανε. Και συναντηθήκανε στην Αθηνά, εργένηδες και οι δύο. Είχε ο Γιώργος το δωμάτιο και όταν έβγαινε ο Νίκος από τον στρατό επήγε και έμενε μαζί του. Απολύθηκε ο Νίκος μετά και μένανε μαζί . Δεν περιμένανε πως θα πάω εγώ να τους χαλάσω το δίδυμο και έτσι από εκεί τον γνώρισα και εγώ. Εγώ δεν τον εγνώριζα.
Ναι. Και στην Αθήνα, καταρχάς τι χρονολογία μιλάμε πότε πήγατε;
Ο Νίκος δεν ξέρω πότε είχε πάει όταν πήγε φαντάρος πιστεύω. Αλλά ήτανε στο Ηράκλειο πήγαινε στο γυμνάσιο και μετά ήρθε εδώ και δεν ήθελε να μείνει στο χωριό και έφυγε για Αθήνα. Ο Νίκος πρέπει να είχε πάει 1958 - 1959 και μετά 1960 - 1961 φαντάρος, τώρα είναι πολλά χρόνια.
Εσείς;
Εγώ πήγα το 1962 στην Αθήνα.
Και θυμάστε τότε πώς ήταν η Αθήνα;
Και βέβαια θυμάμαι. Πολύ ωραία, γιατί είχα πιάσει δουλειά από τον λόφο και πήγαινα στο Αιγάλεω σε ένα υφαντουργείο έβγαζε κουβέρτες και δούλευα εκεί μέσα. Ήτανε ωραία. Μετά αφού έπιασα εγώ δουλειά και ο αδερφός μου στην οικοδομή, γιατί ήτανε καλός οικοδόμος πιάσαμε ένα ωραίο δωμάτιο μεγάλο σε μια αυλή μέσα και φύγαμε από εκεί. Ξενοικιάζεται ένα δωμάτιο μες την αυλή και έρχεται ο Νίκος και μένει μες την αυλή στο άλλο δωμάτιο. Αυτός φαίνεται να το είχε στο μυαλό του από τότες δεν ξέρω δεν ξέρω δεν το συζητήσαμε ποτέ. Και έρχεται ο αδερφός μου αυτός και πάει στην αεροπορία στο Τατόι μαζί με τον βασιλέα ήτανε φαντάροι. Με τον Κωνσταντίνο τότε. Και έρχεται ο αδερφός μου και του βάζουμε το κρεβάτι μες το δωμάτιο του Νίκο. Και έμεινε πάλι ο δεύτερος μου αδερφός πάλι με τον Νίκο. Εγώ έμπαινα να στρώσω το κρεβάτι του αδερφού μου να πάρω τα ρούχα του να τα πλύνω του Νίκου δεν θα τα έπαιρνα; Τα έπαιρνα και του Νίκο. Ε αυτός τώρα αυτά τα πρόσεχε, τα κοίταζε. Δεν άφηνε όμως ρούχα… πουκάμισα παντελόνια, τα υπόλοιπα τα έκρυβε δεν ξέρω τι τα έκανε ο άνθρωπος. Τέλος πάντων και κάναμε κι εκεί τρία χρόνια μαζί.
Σας ακολουθούσε δηλαδή;
Μας ακολουθούσε ναι. Μόλις έμαθε πως ξενοικιάζεται το δωμάτιο ήρθε κατευθείαν.
Κι εσείς πότε νιώσατε κάτι; Δηλαδή πώς έγινε και παντρευτήκατε τελικά;
Έπαιζενε τότε στα Άσπρα Χώματα, θα σου κάνω μια ιστορία τώρα δεν ξέρω αν σε κουράζω. Έπαιζε στα Άσπρα Χώματα και πήγε μια κοπέλα εκεί που τον ήθελε. Και φορώ, φορώ ένα δαχτυλίδι στο χέρι μου το οποίο, το οποίο να σου κάμω την ιστορία του, ήτανε της μάνας μου του κουμπάρου. Όταν πήγε η μάνα μου νύφη στον Αη Γιάννη το σπίτι μας ήτανε σταθμός και φυλακή ακόμα είναι εκεί το… Λοιπόν πάνω από ένα παράθυρο κρεμόταν ένα κομμάτι ασβέστη και πάω και κάνω έτσι το χέρι μου και μπαίνει ένα δακτυλίδι στο δάκτυλο μου. Το είχε χάσει η μάνα μου τότε που πήγαινε εκεί, εκλείσανε ένα παράθυρο και της είχε φύγει το δακτυλίδι και το ΄χασενε δεν ήξερε που ήτανε. Άρχισα και φώναζα: «Μανά, Μάνα! Βρήκα ένα δακτυλίδι, βρήκα ένα δακτυλίδι!» Το κατεβάζω κάτω το βλέπει μου λέει: «Το δακτυλίδι του κουμπάρου μου που είχα χάσει όταν ήρθα εδώ στον Άη Γιάννη είναι». Το ‘δωκα στην κόρη μου μετά, γιατί είχε τσι μάνας μου το όνομα και τις λέω: «Μάλλον σε εσένα ανήκει αυτό το δακτυλίδι.» Το φορούσα μέχρι τώρα αλλά πέρυσι τσι το ‘δωσα. Και το φορούσα στο χέρι μου και λέει ο Νίκος του αδερφού μου: «Γιώργη απόψε θα πάω να δώσω σημάδι σε μια κοπελιά, αλλά δεν έχω δακτυλίδι. Δεν έχω δακτυλίδι» του λέει. Και του λέω: «Θα σου δώσω το δακτυλίδι να τσι το πας, αλλά θα το φέρεις πίσω άμα της πάρεις άλλο, γιατί είναι της μάνας μου και δεν μπορώ να στο χαρίσω». Βγάνω το δακτυλίδι μπροστά στον αδερφό μου. Βγάνω το δακτυλίδι, το δίνω, το τυλάει σε μια πετσέτα, δεν ξέρω τι είναι αυτό, παίρνει μπανιαρίζετε, βάζει ένα γκρι κουστουμάκι που είχενε, παίρνει το ποδηλατάκι του να πάει στα Άσπρα Χώματα που έπαιζε τότε. Και του λέει ο αδερφός μου: «Σε λίγο που θα έρθει ο Κωστής θα 'ρθούμε κι εμείς». Γιατί αυτός πήγαινε νωρίς για να φτιάχνει τα όργανα, εμείς επηγαίναμε ό,τι ώρα θέλαμε. Μόλις έβγαινε απ’ την πόρτα, από την οξώποτρα έμπαινε η σπιτονοικοκυρά. Και της λέει: «Αφροδίτη πάω να αρραβωνιαστώ» και του λέει: «Ρε βλάκα τέτοια κοπελάρα έχουμε στην αυλή μας και πας να αρραβωνιαστείς» και του λέει: «Γιατί δεν παίρνεις την Μαρία;». Δεν τσι μίλησενε καθόλου, όμως έφυγενε προχώρησε πήγε πάνω πάνω και γυρίζει πίσω. Βγάνει το δακτυλίδι από την τσέπη του, μου το δίνει και του λέει ο Γιώργης: «Δεν πάω» του λέει: «Καθόλου δεν πάω να παίξω απόψε καθόλου στου Στέλιου. Δεν πάω με το ζόρι θα με βάλουν να παντρευτώ; Δεν την θέλω, πώς θα γίνει». Και πήγανε μετά τα αδέρφια μου τα φτιάξανε τα μιλήσανε αυτά και λέει στον πατέρα τσι ο αδερφός μου ο Γιώργης, ήτανε πολύ μυαλωμένο παιδί: «Ρε κουμπάρε έλα» του λέει: «Αφού τα κοπέλια δεν έχουν πράμα δεν έχουνε σχέσεις δεν τσι έχεις μιλήσει ο άνθρωπος δεν αυτό. Γιατί θέλεις με το ζόρι να τον αρραβωνιασθείς;» «Γιατί τον εθέλει.» «Και πώς τον εθέλει;». Και έτσι έληξενε το πράγμα. Ήτανε τυχερό μετά ερχότανε μόλις εκλείνανε το κέντρο το βράδυ ερχότανε και έκανε καντάδα απόξω στο παράθυρο που μέναμε. Αν σου πω ότι ερχότανε και δυο φορές και τρείς την εβδομάδα θα σου πω λίγο. Εντωμεταξύ εκείνη την εποχή εγώ δούλευα στα αργαλειά. Και μου τραγουδούσε κάθε μέρα στο σπίτι μέσα με την λύρα το αργαλειό: «Αχ αυτό το αργαλειό σου με τρελαίνει πω πω πω». Συνέχεια. Και από εκεί άρχισα και καταλάβαινα κι εγώ ότι κάτι συμβαίνει. Αλλά σου λέω τον είχα σαν αδερφό μου σου μιλάω ειλικρινά. Ε μετά αυτός δεν άντεχενε βέβαια το ‘πενε του αδερφού μου του Γιώργη και μου λέει ένα βράδυ. Του λέγε κάθε βράδυ: «Γιώργη να βγούμε που θέλω να σου πω, να βγούμε που θέλω να σου πω». Το αποτέλεσμα ήτανε τώρα να βγούνε ένα βράδυ όντως να μιλήσουνε και να γυρίσει ο αδερφός μου να μου πει: «Ξέρεις» μου λέει: «Ποιο ήτανε το μυστικό του Νικολάκη;» του λέω: «Τι μυστικό ήτανε;» μου λέει: «Σε θέλει αλλά εγώ -μου λέει- θα πας ό,τι πει ο πατέρας σου και η μάνα σου. Εγώ μέχρι εδώ ήτανε». Το λέει του πατέρα μου. Θηρίο... Με τίποτα. Κι η μάνα μου το ίδιο, αλλά η μάνα μου τώρα τι να κάνει. Τέλος πάντων περάσανε 7 μήνες σε 7 μήνες απάνω μου φέρνει δακτυλίδι. Κάναμε άλλους 7 μήνες αρραβωνιασμένοι με το δακτυλίδι, μετά βάλαμε βέρες και μετά με παίρνει και με φέρνει εδώ να με δουν οι δικοί του. Με παίρνει από εδώ μια συνοδεία και πάμε στον Άη Γιάννη. Μπαίνουνε μέσα όλοι οι μεγάλοι αυτός ο, που σου είπα ο Πηλινός ο λυράρης, ο πεθερός μου και 2-3 άλλοι χωριανοί από εδώ. Εμείς κάτσαμε στο αμάξι με τον Νίκο και μετά βγήκενε ένας θείος μου και μας επήρε και μπήκαμε μέσα. Εγώ που να κοιτάξω τον πατέρα μου κατά πρόσωπο. Άσε που τον φοβόμουνα, άσε που τον σεβόμουνα. Και λέει: «Δεν θα φύγεις από εδώ εάν δεν παντρευτείς» μου λέει ο πατέρας μου: «Θα φύγεις στεφανωμένη να πας στην Αθήνα». Ήτανε Πάσχα, Κυριακή του Θωμά παντρευτήκαμε εδώ στην εκκλησία. Ε και αυτό ήταν.
Φτώχεια όμως. Φτώχεια. Καταλαβαίνεις τώρα το 1965 τι έγινε. Είχε… δεν μπορούσες να συντηρήσεις οικογένεια με τα λεφτά [00:40:00]που έβγανες στην λύρα, γιατί ήτανε και πολύ σπάταλος και περάσαμε δύσκολα χρόνια αλλά δόξα τω Θεώ. Αυτό ήτανε. Μετά αρχίξανε τα παιδιά. Απ’ το ένα σπίτι να πηγαίνουμε στο άλλο, γιατί μεγάλωνε οι οικογένεια και έπρεπε να αλλάζουμε σπίτια. Ευτυχώς βρήκα ένα πολύ καλό σπίτι στο Λόφο Αξιωματικών και ήμουνα 40 χρόνια μέσα. Στο ίδιο σπίτι. Αυτά.
Μάλιστα.
Όσο για τον Νίκο είχε εξελιχθεί σε ένα πάρα πολύ καλός λυράρης. Δηλαδή ήτανε περιζήτητος εκείνη την εποχή. Μουντάκης, Ξυλούρης, Βενιανός. Εννοώ στην Αθήνα γιατί κι εδώ υπήρχαν πολλοί καλοί οργανοπαίχτες. Κατεβαίναμε κι εμείς το καλοκαίρι εδώ. Όχι εγώ πάντα, γιατί είχα μικρά παιδιά. Ο Νίκος κατέβαινε κάθε καλοκαίρι. Γύριζε όλη την Κρήτη. Παντού.
Εσείς τον ακολουθούσατε στα γλέντια;
Όχι πάντα. Στην αρχή που δεν είχα παιδιά ναι. Μετά απάνω στον χρόνο έκαμα το δεύτερο. Δηλαδή όταν χρόνιαζε η μεγάλη έκανα την μικρή, δεν περπατούσε η μεγάλη ακόμα έκαμα δεύτερη και δεν μπορούσα να τον ακολουθώ. Μετά άμα ήτανε και κοντά στην γειτονιά κάτι γινόταν αυτά ξέρω ‘γω πήγαινα. Άμα ‘θελα. Κάναμε παρέες τότε και λέγαμε θα βγούμε το βράδυ και άμα είχα συντροφιά να μπορώ να κρατώ τα παιδιά να με βοηθούν στα παιδιά πήγαινα. Αλλά όχι πάντα. Ε μετά στα 8 χρόνια επάνω έκανα την μικρή. Ε τότε πάλι ξανακλείστηκα μέσα τέλος πάντων.
Να σας πάω και κάπου αλλού να μου πείτε για τον Πηλινό;
Τον θείο εδώ;
Ναι, ποιος ήτανε;
Ο Πηλινός είχε της… ήτανε της μαμάς μου ξάδελφος, της μαμάς μου ξάδερφος ήτανε κι τσι πεθεράς μου τσι αδερφής άντρας. Και κάναμε πολλές παρέες, έπαιζε κι αυτός πολύ ωραία λύρα. Τον εβγάλανε Πηλινό επειδή είχε πεθάνει ο Πηλινός ένας λυράρης παλιός δεν τον θυμάσαι δεν τον έχεις ακούσει; Όχι;
Πείτε μου ποιος ήτανε;
Στου Πίκρη ήτανε αυτός; Δεν ξέρω που ήτανε και του δώσανε το όνομα Πηλινός από εκεί πήρε το όνομα. Έπαιζε πολύ ωραία λύρα, πολύ γλυκιά λύρα έπαιζε. Την λύρα του την έχει τώρα ο Τζανής. Την είχε δώσει το σε ένα μουσείο και την δώκανε του Τζανή δεν ξέρω το ‘κανε ο Τζανής δεν ξέρω πώς το έκανε.
Το όνομα του ποιο ήτανε;
Γιάννης Γεροβασάκης. Εδώ το χωριό είχενε πολλούς λυράρηδες. Είχενε κι άλλο, ένα Γιάννη Γερουσταλάκη ένα… τον Γίαννη τον Βενιανάκη του πεθερού μου τον αδελφό. Ο πεθερός μου έπαιζε μπουζούκι. Ε τους παλιούς τώρα δεν τους ξέρω δεν τους θυμάμαι, γιατί δεν ήμουνα εδώ.
Μπουζούκι έπαιζε με το μπουζούκι κρητικά;
Ναι. Εδώ κάποτε ρώτησα ένα: «Πόσοι λυράρηδες είναι στον Κρασούνα;» και λέει: «Εμείς είμαστε 18 άντρες και παίζουμε 19 λύρα». Τόσο πολλοί ήταν. Πραγματικά ήτανε πολύ μερακλίδικο χωριό. Πάρα πολύ. Με το παραμικρό κάνανε παρέες γλέντια. Πολύ ωραία.
Τι σκοπούς παίζανε τότε;
Ε τσι συνηθισμένους. Πεντοζάλη, χανιώτη, καστρινό, καλαματιανό. Δεν είναι όπως τώρα που παίζεις τα πάντα. Τότε ήτανε μετρημένα.
Ωραία. Και κάτι άλλο ήθελα να σας ρωτήσω. Αν… Ο πατέρας σας που δεν ήθελε να παντρευτείτε τότε; Είχε κάποιο... γιατί δεν ήθελε;
Δεν τον ήθελε. Δεν ήθελε τον Νίκο. Τότε έπαιζε στο ραδιόφωνο ο Νίκος και το άκουσε ο πατέρας μου σήκωσε την μπαστούνα και έσπασε το ραδιόφωνο κι έκανε το ραδιόφωνο κομμάτια. Φωνές η μάνα μου κακό. Τέλος πάντων.
Κάτι άλλο επίσης τώρα που είπατε Ραδιόφωνο. Η εκπομπή αυτή που μου είπατε. Θυμάστε που μου είπατε ότι χορεύατε στο σχολείο με τους αδελφούς Κουτσουρέλη. Την εκπομπή αυτή;
Ναι
Τότε το ραδιόφωνο τι σταθμό είχε; Από πού την ακούγατε;
Χανιά νομίζω. Νομίζω Χανιά. Ράδιο Χανιά τα αδέλφια Κουτσουρέλη. Ναι. Ράδιο Χανια τα αδέλφια Κουτσουρέλη. Ναι αυτό το θυμάμαι πολύ καλά.
Πολύ ωραία.
Ήτανε τι να σου πω.
Στην Αθήνα όταν κάνατε λοιπόν οικογένεια. Πόσες κόρες είπαμε ότι;
Τρία κορίτσια.
Ωραία. Και πού πηγαίνατε βόλτα εκεί, πώς περνούσατε;
Βόλτες εκεί. Η βόλτα μας ήτανε το κέντρο. Μόνο πηγαίναμε, όπου ήτανε ο μπαμπάς. Και καμιά Κυριακή αν ξυπνούσε ο Νίκος πρωινή ώρα να πάμενε μέχρι την Ελευσίνα στο μπάνιο καλοκαίρι. Μετά δεν είχαμε άλλες βόλτες. Να πάμε στ’ αδέλφια μου κάθε Κυριακή. Μαζευόμαστε όλα τα αδέρφια είμαστε τέσσερα αδέρφια στην Αθήνα και μαζευόμαστε κάθε Κυριακή σε ενός το σπίτι. Όλα μαζί είμαστε πολύ δεμένη οικογένεια πολύ αγαπημένη. Αυτά ήτανε δεν... Ύστερα μετά που έκαμα κουμπάρους και μου βαπτίσανε τα παιδιά μου και βαπτίσαμε εμείς άλλα παντρέψαμε άλλους αυτά κάναμε παρέες πολλές παρέες. Αλλά πάντα με Κρητικούς.
Στο κέντρο, ποιο κέντρο πηγαίνατε.
Όπου έπαιζε, δεν πηγαίναμε αλλού. Σε πλατείες που κάνανε εκδηλώσεις, την αυτήν που κάνουνε τώρα τον Μάη για την, πώς την λένε αυτή την. Τι έγινε τον Μάη;
Την πρωτομαγιά;
Όχι.
Που πέσανε οι Γερμανοί παιδάκι μου, πώς το λένε;
Α, την Μάχη της Κρήτης.
Την Μάχη της Κρήτης. Παντού όπου ήτανε πλατεία και έπαιζε ο Νίκος πηγαίναμε πάντα. Γιατί στην Αθήνα κάνανε πολλές εκδηλώσεις. Όλοι οι δήμοι κάνανε. Αιγάλεω, Περιστέρι, Λόφος, Άσπρα Χώματα παντού. Κάθε δήμος έκανε και την εκδήλωση του. Πηγαίναμε παντού. Αλλά είχαμε πολύ κύκλο, πάρα πολλοί κύκλο, γιατί ήτανε σου λέω πολλοί Κρητικοί εκεί στην περιφέρεια και γλεντάγανε.
Εκτός από κρητικούς ή να πάτε στο κέντρο που έπαιζε ο άντρας σας για να διασκεδάσετε πηγαίνατε και αλλού καμμιά φορά σαν βόλτα;
Ποτέ. Ποτέ. Εκτός σου λέω. Είχαμε ένα κουμπάρο από την… ο Στέλιος ο Πουπάκης που είναι από το χωριό σου. Τον έχεις ακούσει;
Από ποιο από τον Ορθέ;
Μαργαρίτες. Είχενε εκείνη τη εποχή ένα φορτηγό πολύ μεγάλο και είχενε δύο διπλά… δύο κρεβάτια πίσω και μπροστά τα καθίσματα. Φορτηγό το υπόλοιπο. Και μας έβαζε όλους εκεί μέσα τα παιδιά του τα δικά μου και ο Νίκος, αυτός και πηγαίναμε στον Μαραθώνα στην θάλασσα. Καθόμασταν όλο το βράδυ όλη την νύχτα. Ψήναμε εκεί τρώγαμε αυτά και την άλλη μέρα φεύγαμε. Αμα δεν είχε λύρα. Άμα είχε λύρα… καλά.
Και μένατε κοντά με τους χωριανούς σας;
Ναι. Εκεί τριγύρω που μέναμε εμείς μένανε πολλοί. Έμενε αυτός ο Πουπάκης έμενε ο Κωστής και ο... πώς τον είπα εχθές, Τζανιδάκης Αποστόλης. Μένανε εκεί και είχαμε κάνει παρέες. Είχαμε κάνει πολλές παρέες. Όλοι αυτοί θα σου δείξω εδώ φωτογραφίες γιατί δεν τσι θυμάμαι όλους.
Δεν κουραστήκατε ε;
Να δεις καλλιτέχνες. Όχι παιδάκι μου δεν…
Στην Αθήνα τώρα θυμάστε τα κέντρα. Πέρα από τα Κρητικά κέντρα υπήρχανε και άλλα; Δηλαδή ας πούμε οι Ηπειρώτες είχανε αντίστοιχα τα δικά τους;
Και οι Ηπειρώτες και οι δικοί σου, σου λέω που ήταν δίπλα εκεί σε εμάς που κάναμε το κέντρο.
Ποιοι ήταν αυτοί;
Νησιώτες, το ποντιακό που ήτανε δίπλα σε εμάς. Νησιώτικα, ε ήτανε πολλά μαγαζιά.
Και συναγωνίζονταν τα Κρητικά;
Κοίτα να δεις δεν υπήρχε τότε συναγωνισμός. Τότε ήτανε ο [00:50:00]κόσμος δεμένος ρε παιδί μου δεν είναι όπως τώρα που… Εκείνα τα χρόνια θυμάμαι και εκλείναμε εμείς μπαίναμε στο Ποντιακό κλείνανε οι Ποντιακοί πρώτοι ερχόταν σε εμάς όλοι, όλο το προσωπικό. Κλείναμε εμείς το κέντρο, πηγαίναμε στον Ερωτόκριτο από πάνω που ήτανε κοντά. Δηλαδή δεν είχαν αυτή, την αυτή που έχουνε τώρα. Που σου λέει: «Γιατί να πάω γιατί...» ή έχει κουραστεί ο κόσμος δεν ξέρω. Πηγαίναμε για πατσά το βράδυ στην Αθήνα μετά τα ξημερώματα που κλείναμε το μαγαζί. Ήτανε όμορφα χρόνια.
Πού πηγαίνατε;
Στην Ομόνοια πηγαίναμε σε ένα μαγαζί εκεί μόνιμα αλλά δεν το θυμάμαι. Τόσα χρόνια τώρα…
Μάλιστα.
Μιλάμε τώρα για...
Τα κρητικά τα κέντρα τότε που υπήρχανε και η μουσική αυτή, μπορούσε να ανταγωνιστεί τα μπουζούκια; Την άλλη, την διασκέδαση που είχανε οι Αθηναίοι δηλαδή.
Δεν πήγα ποτέ μου και δεν ξέρω στα μπουζούκια. Μια φορά ακόμα όταν δούλευα στην τράπεζα μας πήγανε ένα βράδυ στον Λευτέρη πώς τον λένε αυτόν… Πώς τον λένε τον τραγουδιστή αυτόν τον Λευτέρη που τραγουδάει ωραία, βραχνά λιγάκι.
Όχι τον Πανταζή, αυτός είναι καινούργιος.
Όχι τον Πανταζή, τον άλλο αυτόν Θεσσαλονίκη νομίζω είναι. Και μας πήγανε ένα βράδυ με έξοδο της τράπεζας δηλαδή. Αυτό ήτανε δεν για να πεις... Μα δεν ήθελα εγώ δεν μου κάνανε... Εγώ αν δεν άκουγα λύρα δεν… Δεν… δεν ξέρω είχα πάθει ψύχωση. Είχα πάθει ψύχωση με την λύρα δεν… και μου λένε όλοι επειδή πήρα λυράρη. Δεν ήτανε αυτό το χα από τα παιδικά μου χρόνια δεν είναι ότι το χα… το απόκτησα μετά που πήρα τον λυράρη.
Μάλιστα. Ωραία. Και σας έλειπε η Κρήτη στην Αθήνα;
Δεν το καταλάβαινα πολύ. Μου λείπανε οι δικοί μου, μου έλειπε η μαμά μου τα αδέρφια μου όσοι ήτανε εδώ. Αλλά είμαστε 4 αδέλφια και στην Αθήνα και δεν… Ήτανε όλοι κρητικοί παιδί μου ήτανε… Αφού εγώ δεν μπορούσα να αλλάξω την προφορά μου, αλήθεια, και πολλές φορές με κοροϊδεύανε εδώ μου λένε: «Άλλοι πάνε ένα μήνα στην Αθήνα και έρχονται και μας λένε τα πρωτευουσιάνικα κι εσύ λέει..» Δεν μπορώ να αλλάξω, διότι ο κύκλος μας είναι Κρητικοί όλοι και δεν μου έλειπε πολύ αλλά κατεβαίναμε και τότε κάθε δυο χρόνια τρία κατεβαίναμε με τα παιδΙά μετά που μεγαλώσανε τα παιδιά κατέβαινα συχνά.
Ερχόσασταν κάθε χρόνο;
Ναι. Μετά που έφτιαξα το σπίτι ερχόμουνα ακόμα πιο, πιο πολύ.
Τα παιδιά πήγαν σχολείο;
Στην Αθήνα πηγαίνανε πήγαν κι εδώ στο Χουμέρι ένα χρόνο. Είχαμε κατέβει εδώ για να μονιμοποιηθούμε αλλά δεν τον σήκωνε το κλίμα εδώ και φύγαμε. Του έλειπε πολύ η Αθήνα, γιατί ήτανε όλος ο κύκλος του παιδί μου ήτανε εκεί. Είχε κάνει τόσους φίλους που πραγματικά δεν πιστεύω να έχει κάνει άλλος τόσο κύκλο. Εφτά οκτώ φορές μόνο είχε πάει Καναδά. Αυστραλία, όλα τα περίχωρα της Αθήνας τα είχανε γυρίσει με την λύρα. Όλα, από Κόρινθο μέχρι δεν… τι να σου πω τι να σου πω, τα πάντα δεν τα θυμάμαι τώρα όλα.
Είχατε πάει κι εσείς μαζί του στο εξωτερικό;
Στον Καναδά είχα πάει με τον Κακλή είχε πάει, με τον Μανιά είχενε πάει, με τον Κατσαμά τον Βασίλη είχενε πάει. Είχα πάει κι εγώ μαζί του τότε, γιατί είχε αδέρφια εκεί. Την αδερφή του και τον αδερφό του και είχαμε πάει.
Και πώς ήτανε;
Πολύ ωραία. Αλλά όχι όπως στην Αυστραλία. Η Αυστραλία είναι πολύ πιο ωραία από τον Καναδά.
Πήγατε κι εκεί;
Όχι. Μόνη μου πήγα δεν πήγα με τον Νίκο. Πήγα μόνη μου, γιατί παντρεύει ο αδερφός μου την κόρη του και πήγα στον γάμο. Είναι πολύ πιο όμορφη σαν πόλη. Οι δρόμοι ο κόσμος. Οι ανθρώποι έξω είναι δεμένοι πολλοί αναμεταξύ τους. Δηλαδή εγώ τώρα πήγα στου αδερφού μου το σπίτι και ήταν όπως είναι το σπίτι τούτο ‘δω γεμάτο λουλούδια, επειδή με περιμένανε. Πήγανε όλοι οι γνωστοί του από μια γλάστρα. Όσοι δεν ήρθαν στο αεροδρόμιο ήρθαν στο σπίτι. Θέλω να σου πω είναι πολλοί δεμένοι ο κόσμος έξω. Έκανα πολύ... Στην Αυστραλία ο Νίκος είχε πάει με τον Κομιώτη τον Γιώργη. Καλά είναι αλλά τι να κάνεις σαν την Ελλάδα όμως.
Σας άρεσε να ταξιδεύετε;
Μου αρέσει πολύ έχω κάμει πολλά ταξίδια. Αλλά εδώ η Κρήτη είναι άλλο πράγμα. Όταν μπορούσα και περπάταγα, γιατί τώρα στην ηλικία που είμαι δεν μου το επιτρέπει… έκανα τα ταξιδάκια μου δόξα τω Θεώ είμαι ευχαριστημένη.
Και ήταν εύκολο να αφήνετε την οικογένεια και να ταξιδεύετε;
Όχι δεν τα έκανα τότε τα έκαμα τώρα. Τα ταξίδια τα έχω κάμει τώρα την τελευταία εικοσαετία. Στην Αθήνα είχαμε πάει Καναδά Αυστραλία και έκανα και ορισμένες εκδρομές εκεί διήμερες μονοήμερες με την υπηρεσία. Με την λύρα πηγαίναμε εκδρομές. Αυτά τα παιδιά μου δεν τα άφηκα ποτέ. Δεν ήταν εύκολο.
Όταν έφευγε ο Νίκος εσείς αισθανόσασταν καλά; Που πήγαινε μόνος του...;
Κοίταξε να δεις πάντα υπήρχε το μικρόβιο αλλά έφερνε λεφτά μαζεμένα. Πήγαινε στον Καναδά εκείνη την εποχή να πούμε κι έφερνε 300.000-400.000 και ήταν… εδώ δεν τα βγάνει άλλος 5 χρόνια. Ήτανε λεφτά μαζεμένα αλλά… δυστυχώς.
Εμπιστοσύνη υπήρχε μεταξύ σας;
Ναι υπήρχε εμπιστοσύνη και κάτι να του συνέβαινε μου το έλεγενε. Γιατί οπωσδήποτε άνθρωπος είναι, αλλά εγώ δεν ζήλευα ευχαριστιόμουνα. Αλήθεια, πήγαινα πολλές φορές στην Αγία Ειρήνη ήτανε ένα κέντρο, το πρώτο κέντρο στην Αθήνα, υπόγειο και έπαιζε μαζί με τον Μουντάκη τότε και ήμουνα και νέα τότε κοριτσάκι. Και μια φορά ανέβηκε απάνω στην πίστα μια και κάθισε στην ποδιά του και με κοίταζε. Αυτός φοβότανε ότι θα του κάνω σκηνή. Δεν με ένοιαζε καθόλου. Ξέρω από την εαυτή μου τη λαχτάρα έχει στην λύρα στο τραγούδι, σαν εμένα θα ήτανε κι άλλες. Δεν μπορεί να έτυχα μόνο εγώ τόσο… να έχω τόσο πάθος στην λύρα. Και δεν με ένοιαζε καθόλου. Ενώ αυτός… αν μου μίλαγε κανείς ε… Τέλος πάντων.
Και υπήρχανε κι άλλες γυναίκες που είχανε το μερακλίκι αυτό το δικό σας;
Δεν πιστεύω. Στην παρέα μου ήτανε ορισμένες, αλλά ήτανε από το Λασίθι από εκεί μέσα που χορεύουνε κάπως διαφορετικά, δεν χορεύουνε; Τον καστρινό τον εχορεύει μια κουμπάρα μου αυτή του Πουπάκη η γυναίκα, ήτανε κι αυτή μερακλίνα, αλλά δεν μπορούσαμε να συγχρονιστούμε στον καστρινό προπαντός. Ε ναι δε, δεν ξέρω εγώ το εκδήλωνα ρε παιδί μου εγώ άμα θα ‘χω... δίχως παρέα άμα δεν κάμω παλαμάκι άμα δεν μερακλωθώ δεν…δεν... Και ντρέπομαι πολλές φορές, γιατί θα λένε οι άνθρωποι πως τρελάθηκα. Δεν μπορώ.
Βρισκόσασταν ποτέ μόνο γυναίκες να κάνετε παρέα και να τραγουδήσετε;
Ποτέ, ποτέ. Ποτέ.
Μαντινάδες λέγατε καμιά φορά;
Ε άμα είμαι καλά, να ξέρω τι θα πω και πού θα το πω. Αλλιώς δεν γινότανε.
Θυμάστε καμία έτσι να σας έχει μείνει; Καμία μαντινάδα που να σας έχει μείνει;
Άσε ποια να σου πρωτοπώ τώρα. Σου είπα ότι θα γράψω το βιβλίο της ζωής μου και το άρχιξα με μαντινάδες. Αλλά μετά με παίρνανε τα ζουμιά και τις σταμάτησα.
Ξέρετε δηλαδή και τραγούδια που λέγανε παλιά;
Κοίταξε να δεις όταν αρχίσεις και πεις μια μαντινάδα η μία φέρνει την άλλη. Η μία φέρνει την άλλη και μπορείς να κάνεις ολόκληρα κατεβατά. Αυτή την στιγμή τώρα που με ρωτάς να σου πω μια μαντινάδα δεν ξέρω ποια να σου πω. Τι να σου πω; Για [01:00:00]χαρά για λύπη; Για;
Ο άντρας σας θυμάστε ποια ήτανε η πρώτη του μαντινάδα που σας είπε;
Βέβαια: «Εκέρδισα την την φιλιά και την αγάπη που ‘χα, και φαίνεταί μου πως φορώ του βασιλιά τα ρούχα». Στον Καναδά είμαστε ένα βράδυ και γλεντούσαμε σε ένα σπίτι και ο κουνιάδος μου σηκωνότανε πάντα 03:00 η ώρα το πρωί για να πάει στην δουλειά του, γιατί έχει μεγάλη έκταση αποθήκες με... τροφοδοτούσε όλο το Τορόντο. Και έπρεπε να φύγουμε κάποια στιγμή. Και πιάνω ένα μαχαίρι από το τραπέζι και πάω και καθίζω στην ποδιά του και του λέω: «Θα φύγουμε ή να σε σφάξω;» και μου λέει: «Και να με σφάξεις δεν πονώ με το δικό σου χέρι, μόνο πονώ αν μ’ αρνηθείς και κάμεις άλλο ταίρι» Είχαμε και καλές στιγμές αλλά είχαμε και τα… τι να κάνουμε έτσι είναι η ζωή.
Και σας έκανε και καντάδες μου είπατε;
Καντάδες όχι καντάδα, καντάδες, καντάδες
Πριν σας παντρευτεί ή μετά;
Στην Αθήνα.
Πριν να σας αρραβωνιαστεί;
Πριν να με…τίποτα, τίποτα, τίποτα. Αλλά εκάνανε παντού καντάδες και δεν το παρεξηγούσαμε, γιατί ερχότανε και άλλοι και κάνανε καντάδες εκτός από τον Νίκο. Γιατί ήτανε φίλοι με τα αδέρφια μου. Κατάλαβες. Αν πεις για τον Άη Γιάννη από καντάδες. Όλο το Μυλοπόταμο ερχόταν στον Άη Γιάννη και έκαναν καντάδες.
Ξέρατε ότι είναι στοχευμένη για εσάς η καντάδα;
Πολλές φορές το καταλάβαινα από τσι μαντινάδες που λέγανε, που στεκότανε απ’ όξω στο σπίτι και κάνανε… και λέγανε τσι μαντινάδες το καταλάβαινες. Αλλά δεν ήθελαν να το πιστέψω, γιατί σου λέω, φοβόμουνα την αντίδραση από την πλευρά του πατέρα μου. Ε εντάξει περάσαμε τα χρόνια αυτά. Είχανε κάποια αξία αλλά τώρα. Τέλος πάντων. Δόξα τω Θεώ δεν έχω παράπονο από την ζωή μου. Και φέρθηκα και μου φερθήκαν ωραία.
Εσείς στην Αθήνα εργαζόσασταν;
Βεβαίως. Πάντα. Πώς ‘θελα ζήσω; Τα λεφτά τσι λύρας… «Αν δεν πάω -λέει- εγώ να τα δώσω στους φίλους δεν μου τα φέρνουν το βράδυ.» Αυτή ήταν η απάντηση του. Έκανε πολλές παρέες, πολλές. Σκορπούσε πάρα πολύ χρήμα. Δηλαδή ήτανε ικανός αν έβγαζε στο μαγαζί 30.000 να 'ρθει σπίτι με ένα χιλιάρικο ή να μην ‘ρθει καθόλου με φράγκο. Ήτανε πολύ χουβαρντάς, αλλά ήτανε χουβαρντάς...
Οι άλλοι λυράρηδες;
Ε και οι άλλοι από ότι, ερχόταν στο… ήτανε όμως ορισμένοι που ήτανε πολλοί σφικτοί. Αλλά ορισμένους που γνώρισα στο μαγαζί ήτανε κι αυτοί το ίδιο, παίζανε πίνανε.
Και για πείτε μου εσείς πότε ξεκινήσατε να εργάζεστε;
Να εργάζομαι; Μόλις πήγα στην Αθήνα. Μόλις πήγα στην Αθήνα έπιασα σε ένα αργαλειό, δύο τρία χρόνια δούλευα εκεί σε ένα αργαλειό. Μετά έκλεισε το αργαλειό και δούλευα στο σπίτι μόνη μου. Κεντούσα. Μέχρι που μπήκα στην τράπεζα.
Ο Αργαλειός πού ήτανε;
Ήτανε κοντά στο σπίτι δεν ήτανε μακριά. Από τον λόφο στο Αιγάλεω ήτανε πολύ κοντά.
Και για πείτε μου εκεί τι ήτανε; Εργοστάσιο ήτανε; Τι κάνατε;
Εργοστάσιο ήτανε και ήτανε με ηλεκτρικά αργαλειά. Εγώ ήξερα αργαλειά από εδώ από το χωριό αλλά ήτανε διαφορετικό. Είχα ένα αργαλειά εδώ, ένα εδώ και εγώ ήμουνα στην μέση. Έβαζα από εδώ την Σαΐτα και γύριζα και έβαζα και στο άλλο. Και πληρωνόμασταν με παραγωγή. Όποια έβγαζε πιο πολύ… πιο πολλές κουβέρτες την ημέρα έπαιρνε και παραπάνω από το μεροκάματο. Εγώ πάντα είχα παραγωγή πάντα ήμουνα πολύ γρήγορος άνθρωπος. Και δούλεψα καλά εκεί. Ήτανε στο τρίτο νεκροταφείο, απάνω ήτανε το… Ήταν ένα μεγάλο υαλοπωλείο «Η Γιούλη» λεγότανε τότε και δίπλα ήτανε το εργοστάσιο αυτό που δούλευα. Δούλεψα καλά. Έχομαι κίνηση.
Και δουλεύανε μόνο γυναίκες εκεί;
Οι μηχανικοί ήτανε άντρες αλλά οι γυναίκες ήτανε στα αργαλειά.
Και ήτανε και από άλλα μέρη της Αθήνας, της Ελλάδας;
Βεβαίως. Αλλά έκανε τόσο θόρυβο εκεί που δεν μπορούσες. Ένα καλημέρα λέγαμε την ώρα που μπαίναμε κι ένα γειά την ώρα που φεύγαμε. Δεν μπορούσες να τα... Τάκα-τούκα όλη μέρα ηλεκτρικό αργαλειό θα σταματούσε;
Δύσκολη δουλειά;
Εμένα δεν μου φαινόταν δύσκολη, απλώς ορθοστασία είχαμε. Τίποτα άλλο. Έσκυψα κάποια στιγμή που είχε φύγει η σαΐτα έξω από τον αργαλειό και έσκυψα να την πάρω και μου ‘ρθενε το πέταλο εδώ και έκαμα μια εβδομάδα στην κλινική.
Και μετά δουλέψατε στην τράπεζα είπατε;
Ναι.
Ποια τράπεζα;
Στην Εθνική Τράπεζα πήγα. Στην πλατεία Κοτζιά πώς την λένε… και μετά κατέβηκα στην Ομόνοια στην Γερανίου στο γωνιακό. Ήταν η πολυκλινική στην μια γωνία και η τράπεζα η άλλη, η τράπεζα η εθνική ήτανε δίπλα, στην άλλη γωνία. Και το κάναμε εκπαιδευτήριο πέντε ορόφους και ερχότανε από όλη την Ελλάδα και από το εξωτερικό και κάνανε σεμινάρια και μαθαίνανε τα πάντα. Εγώ ήμουνα σαν υπεύθυνη σε όλο το κτήριο. Ήμουνα με τους εισηγητές ότι θέλανε ήμουνα στα τηλεφωνά σημειώσεις μου δίνανε αυτά ξέρω ‘γω. Επειδή ήμουνα αγράμματη έκανα και ορθογραφικά λάθη. Είχα πάρει λεξικό και μάθαινα τις λέξεις. Ό,τι μου λέγανε τα έγραφα εγώ την ώρα που μου τα λέγανε στο τηλέφωνο. Μετά τα αντίγραφα καθαρά, τα πήγαινα μέσα στους εισηγητές. Ήμουνα αγαπητή σε όλο τον κόσμο να σου πω την αλήθεια. Αν μάθαινα για Κρητικό και ερχότανε και έβλεπα το όνομά του στην κατάσταση… να τα σάντουιτς και οι καφέδες. Αχ… μεγάλη πλάκα. Τότε εδώ στο Πέραμα, τους γνώριζα όλους. Ωραία ήτανε δεν βαριέσαι.
Πώς μπήκατε στην τράπεζα; Πώς πιάσατε αυτή την δουλειά;
Δεν σου είπα ότι ήτανε μια, του Λαρετζάκη η μαμά είχενε κάμει στο σπίτι αυτινού που ήτανε διευθυντής, υποδιοικητής ήτανε στην Εθνική Τράπεζα στο κεντρικό. Και είχε η πεθερά, η γιαγιά της πεθεράς μου, της πεθεράς μου η μάνα, είχε ένα αδερφό στην Σαντορίνη. Και από αυτόν τον άνθρωπο είχανε γεννηθεί δύο κορίτσια και αυτά τα δύο κορίτσια τώρα τα μεγάλωσε η θεία η Λαρετζάκη και γνώριζε τον Γιώργο που ήτανε στην υποδιοίκηση και μόλις το έμαθα εγώ την έπιασα την θεία εδώ ένα καλοκαίρι. Και μου λέει: «Μαρία θα σε βάλω. Θα σε βάλω -μου λέει- δεν υπάρχει περίπτωση.» Και πραγματικά μπήκα στην τράπεζα. Είχα και ένσημα απ’ έξω βέβαια.
Πόσα χρόνια δουλέψατε;
Στην τράπεζα; 18. Μαρτυρικά όμως ε. Σηκωνόμουνα 04:30 ώρα το πρωί από τον λόφο έπαιρνα το πρώτο λεωφορείο 5 γιατί ήπρεπε να κτυπήσουμε κάρτα. Περνάμε ένα πριμ που εάν είχαμε λείψει δύο τρία πρωινά και καθυστερούσαμε μας το κόβανε. Το νυχτερινό που λέγανε. Αλλά δόξα τω Θεώ πήγα πολύ καλά. Έβγαλα πολύ καλά λεφτά, γιατί εκεί στο… στην Γερανίου προπαντός όταν πήγα έκανα πάρα πολλές υπερωρίες, δηλαδή έναν μισθό από τις υπερωρίες και ένα μισθό από τον μισθό μου που έπαιρνα από την τράπεζα. Γιατί ήταν σεμινάρια δεν μπορούσανε οι ανθρώποι να φύγουνε. Προπαντώς όσοι ήτανε από επαρχεία ήπρεπε να κάνουνε ορισμένες μέρες και να γυρίσουν πίσω. Αν… ήπρεπε να βγάλουν την ύλη όλη που τους είχανε δώσει για να φύγουνε μετά. Και έκανε πολλές υπερωρίες.
Τι σεμινάριά ήτανε αυτά;
Επάνω στην δουλειά τους. Σε γραφομηχανές. Τότε δεν ήτανε τα κομπιούτερ όπως είναι εδά. Τότε ήτανε γραφομηχανές και είχανε πέντε ορόφους γραφομηχανές. Όμορφα ήτανε κι εκεί καλά ήτανε.
Πότε… μετά, από 18 χρόνια τότε τι χρονολογία ήτανε;
Που βγήκα στην σύνταξη; Βγήκα το '98. Βγήκα στην σύνταξη.
Θυμάστε και την Δικτατορία. Στην Αθήνα;
Βεβαίως, βεβαίως. Ήμουνα έγκυος στην μικρή μου κόρη το '74 ήτανε;
Τελείωσε.
Και ταξιδεύει ο Νίκος από την Αθήνα και κατεβαίνει στο Ηράκλειο και του λέει ο Νίκος ο Σωπασής ο λυράρης. «Ήντα [01:10:00]γυρές μωρέ παε; Δεν άκουσε πως γίνεται πραξικόπημα; Και έχεις την γυναικά με την κοιλιά στο στόμα έτοιμη να γεννήσει και κατέβηκες εδώ;» Και παίρνει ο καημένος το βράδυ το ίδιο το καράβι, δεν ήρθε εδώ και γυρίζει πίσω. Ήμουνα πραγματικά στις μέρες μου να γεννήσω τότε την μικρή. Και θυμάμαι που είχα… Απαγορευόταν το… να βγαίνουμε έξω το βράδυ και άμα αργούσε να ‘ρθει στο σπίτι,. Ένα βράδυ πιάστηκε με ένα κουμπάρο μας και μετά τις 21:00 η ώρα δεν μπορούσες να κυκλοφορείς και έμεινε εκεί. Τότε δεν υπήρχαν τα τηλέφωνα που είναι τώρα τα κινητά και οι ευκολίες αυτές. Καθόμουνα όλη νύχτα στο κρεβάτι με το μωρό στην αγκαλιά και την φωτογραφία του δίπλα και λέω: «Όπου να 'ναι θα χτυπήσει η πόρτα να μου τον εφέρουνενε, όπου να ‘ναι θα κτυπήσει η πόρτα να μου τον εφέρουνενε.» Τα θυμάμαι. Πολύ Άσχημα.
Τότε μένατε στην Αθήνα δηλαδή.
Ναι. Δεν σου είπα ότι ήμουνα … σχεδόν 50 χρονιά έμεινα στην Αθήνα. Όλη μου την ζωή την έφαγα στην Αθήνα. Τώρα δεν θέλω να πάω δεν μ΄ αρέσει. Όπου και να πάω βλέπω φίλους βλέπω τα μαγαζιά που πηγαίναμε εκεί στην γειτονιά που είναι το σπίτι μας και στενοχωριέμαι. Λέω: «Γιατί να πηγαίνω αφού, αναμνήσεις, αν ήτανε…» και δεν παω τώρα. Πάω βλέπω τα παιδιά και φεύγω.
Δεν θέλετε να θυμάστε τα παλιά;
Είχα ωραίες αναμνήσεις αλλά ήτανε και πολλές… κακές.
Στην Χούντα κάτι άλλο να θυμάστε να έχει συμβεί;
Όχι. Δεν έδινα σημασία να σου πω την αλήθεια. Δηλαδή δεν, δεν ήξερα ότι θα ‘ρθει αυτή η στιγμή να θέλω να…
Τον Νίκο τον Ξυλούρη τον γνωρίσατε τότε ή μετά;
Τον Νίκο τον Ξυλούρη τον γνωρίζαμε ήτανε φίλοι. Γιατί όλοι κάνανε τότε παρέα οι λυράρηδες οι λαουτιέρηδες και όλοι αυτοί κάνανε παρέες και εμένα το σπίτι μου δεν άδειαζε. Κλείνανε 04:00 η ώρα, 03:00 η ώρα, ό,τι ώρα κλείνανε και όταν ήτανε φίλοι δικοί και καλού, κοντινοί φίλοι καλοί που αυτό, τους έπαιρνε και τους έφερνε στο σπίτι. Μια φορά ένα βράδυ θυμάμαι μια παρέα και είχα φτιάξει σούπα κοτόπουλο. Ήμουν λεχώνα. Και βάζει ένας μια ποδιά και πάει στην κουζίνα και ζεσταίνει το φαγητό την κατσαρόλα και την παίρνει και καθίζουν χάμε με τα κουτάλια γύρω γύρω με το τσικάλι. Φώναζα εγώ από μέσα. Μου λέει: «Μην σηκωθείς!» μου έλεγενε ο... αυτός που ετοίμαζε το τραπέζι. «Μην σηκωθείς -μου λέει- Μαρία εμείς τρώμε στο τραπέζι καθόμαστε.» Ήμουνα λεχώνα δυο, τριών, ημερών ήμουνα δεν ήτανε... Έχω περάσει… Τους φερνόμουνα ωραία. Δεν παρεξηγούσα δηλαδή δεν του έκανα φασαρία επειδή μου έφερνε κόσμο στο σπίτι αυτά όχι. Το ξέρανε όλοι ότι ήμουνα βολικός άνθρωπος.
Σας άρεσε να έρχεται κόσμος στο σπίτι;
Ναι. Τώρα να ξέρεις πόσο άσχημα νιώθω που δεν… εδώ δεν έχω πάρα… Αυτό μου λέει ο γαμπρός μου ο μεγάλος μου γαμπρός: «Γιατί κάθεσαι στην Κρήτη;». «Με κρατάει η αγάπη του κόσμου». Πραγματικά με κρατάει η αγάπη του κόσμου Με αγαπάνε πολύ. Αλλά ε… τώρα ο άλλος σκέφτεται πως θα ‘ρθει στο σπίτι μέσα τι θα έρθει να κάνει; Και τραπέζια έκανα μέχρι τώρα και αυτά, τώρα δεν μπορώ. Έχω κάμει τραπέζια εγώ εδώ αλλά τώρα δεν. Το καταλαβαίνω δεν μπορώ δεν. Αλλά έχω την όρεξη, αλλά δεν έχω την μπόρεση. Στα 83 επάνω μην νομίζεις δεν είναι εύκολο.
Στα τραπέζια αυτά που κάνατε στην Αθήνα στις παρέες;
Μια φορά, το σπίτι που κράταγα, ήτανε το σαλόνι μόλις έμπαινες μες στην είσοδο και μετά ήτανε ένα σύνθετο μεγάλο ψηλό που είχανε εκείνη την εποχή και το είχαμε μπροστά σε μια τζαμαρία, πόρτα, τζαμένια πόρτα και ήταν από μέσα η κρεβατοκάμαρα. Και μια φορά στην γιορτή του δεν είχαμε την να κάνουμε τον κόσμο και βγάλαμε το σύνθετο στην βεράντα και ανοίξαμε την πόρτα, βγάλαμε το κρεβάτι και κάναμε την κρεβατοκάμαρα τραπέζι. Και ήτανε όλη η αστυνομία του Αιγαλέου. Και κάποια στιγμή ξημέρωνε πια και λέω: «Αν δεν φύγετε θα καλέσω την αστυνομία να ‘ρθει.» Λέει: «Από ποιο τμήμα;» «Από το Αιγάλεω». Αυτοί ήταν εκεί. Και λέω: «Δεν υπάρχει τίποτα.» Πραγματικά δεν υπήρχε τίποτα εγώ υπολόγιζα 50 -60 άτομα και αυτοί μου ήρθανε 150. Τους λέω: «Δεν υπάρχει τίποτα εκτός αν θέλετε να σας εκάμω μια κατσαρόλα τσάι.» «Α!-μου λεει- και να το έκανες.» Άπω και βάζω την κατσαρόλα απάνω και τους βράζω τσάι. Πάω και τους πότιζα εκεί παξιμάδια με τα… αξέχαστες στιγμές αξέχαστες. Πολύ όμορφα χρόνια, αλλά είχαμε τα νιάτα μπορούσαμε τώρα. Δυστυχώς.
Ο κόσμος δηλαδή αγαπούσε και εσάς;
Ναι, ναι. Κοίταξέ να δεις σου είπα ότι έχω πολύ μεγάλο σόι και ήτανε και στην Αθήνα Τρούλιδες πολλοί και όλοι που ξέρανε τώρα πως είμαι τώρα του Τρούλη η κόρη του, Τρούλη η αδερφή υπολογίζανε την οικογένεια του πατέρα μου και φίλοι πάλι του Νίκου σου λέει: «Αφού είναι η γυναίκα του Βενιανού». Με υπολογίζανε πολλοί άνθρωποι. Μετά που άνοιξα το κέντρο και ερχότανε και τρώγανε και πίνανε εκεί πέρα οι ανθρώποι και τους περιποιόμουνα, τους πότιζα αυτά...
Είχατε και δικό σας κέντρο;
Ναι κάναμε τρία χρόνια. Τον Πατούχα τον κάναμε μετά εμείς.
Που ήταν αυτό;
Στο ποντιακό δίπλα. Στον Λόφο Αξιωματικών στο ποντιακό δίπλα ήτανε σινεμά και το ‘καμε… έγινε το ποντιακό στο σινεμά μέσα και δίπλα ήτανε ένας απ’ την… ένας Χανιώτης είχε την ταβέρνα και την έκλεινε, την έδινε και την πήραμε εμείς. Την κάναμε 1978-1979-1980-1981. Πέρασε κόσμος από εκεί. Τότε γίνανε οι σεισμοί και είχαμε ένα πασαδόρο από το Σελί και ήτανε ψευδός και να φωνάζει του Νίκο «Σσ-σ-σ- σεισμός, Νίκο σ-σ-ς σεισμός.» Και να τραβά το λαούτο και να τρέχει να κατεβαίνει από την πίστα. Πολύ…
Την ώρα που παίζανε έγινε ο σεισμός;
Την ώρα που παίζανε. Ο μεγάλος σεισμός που ταρακούνησε την Αθήνα τότε.
Θυμάστε πώς ήτανε εκείνη την στιγμή να μου περιγράψετε την ιστορία;
Τι να σου πω τώρα ήτανε 21:00 ή ώρα 22:00 η ώρα το βράδυ και μόλις έγινε ο σεισμός ετρέχανε όλοι στο τηλέφωνο και πήρα το τηλέφωνο από ενούς το χέρι για να πάρω τα παιδιά μου εγώ, γιατί τα παιδιά μου τα είχα στο σπίτι. Και λέω: «Θα έπεσε τώρα το… η βιβλιοθήκη των παιδειών θα χτύπησε τα κρεβάτια των», τι βάνει το μυαλό μου εμένα, γιατί είχα τρία κορίτσια. Οι δυο μεγάλες εβάναν την μικρή στην μέση και η βιβλιοθήκη απέναντι στο κρεβάτι της. Και πήρα τηλέφωνο και μίλαγα στο… εκεί που μιλούσε ο άνθρωπος δίχως να πάρω νούμερο τόσο πολύ τα ‘χασα. Και μόλις σταμάτησε ο σεισμός πήραμε το αμάξι και πήγαμε και είδαμε τα παιδιά και μετά συνεχίσαμε κατεβήκαμε, γιατί ήτανε κοντά το σπίτι με το μαγαζί και κατεβήκαμε μετά στο μαγαζί πάλι. Και φασαρίες γινότανε και πιστόλι πήρανε και αυτόν τον απειλήσανε, γιατί «Έπαιξε πιο μπροστά εσένα και όχι εμένα». Καταλαβαίνεις, άμα...
Τι φασαρίες γινότανε;
Φασαρίες γινότανε πολλές φασαρίες γινότανε. Αλλά με λίγη καλή θέληση όλα…
Στο δικό σας το μαγαζί;
Όχι σε άλλο μαγαζί που έπαιζε. Στο Αιγάλεω σε ένα μαγαζί: «Του παρήγγειλες εσύ χορό κι εγώ του παρήγγειλα κι εγώ». Και τότε δεν τσι γράφανε. Γιατί παλιά, μετά αρχίσανε και γράφανε στα χαρτάκια επάνω το όνομα των και το… «Και έπαιξε τον δικό σου πρώτα και όχι εμένα». Πήγαινε στο σπίτι... Πήγα εγώ στο σπίτι και πήρα το πιστόλι και γύρισα τον απειλούσα στο πάλκο επάνω που καθόταν τον Νίκο. Κι ήμουνα κι εγώ έτυχε να είμαι εκείνο το βράδυ εκεί. Μπήκανε μετά άλλοι στην μέση και το διορθώσανε τέλος πάντων. Ε κοίταξε να δεις όταν πίνει ο άνθρωπος δεν ξέρει δεν είναι όλοι το ίδιο. Άλλοι αντέχουν άλλοι δεν αντέχουνε.
Φοβηθήκατε εσείς τότε που;
Πώς δεν φοβήθηκα εύκολο είναι; Εγώ είχα τον φόβο που έπινε και οδηγούσε και φοβόμουνα πάντα να μην συμβεί κάτι στον δρόμο και ξέρω εγώ. Και δεν φοβήθηκα να τον δω να τον ξαμώνουνε με το πιστόλι;
Ποιοι μπαίνανε στην μέση τότε; Υπήρχαν κάποια άτομα συγκεκριμένα που μπορούσανε να σταματήσουνε μια φασαρία;
Βεβαίως υπήρχανε. Εμείς τουλάχιστον όσο καιρό είχαμε το μαγαζί είχαμε έναν που τον λέγαμε Στελάρα ο Θεός να τον συγχωρέσει, αλλά ήτανε Στελάρα πραγματικά. Ήτανε ο μπράβος του μαγαζιού. Ήπρεπενε όποιος έμπαινε να τον εξεσκόνιζενε. Ήτανε πολύ καλός φίλος. Πολύ καλός φίλος.
Από πού ήτανε;
Κρητικός. Αλλά ήτανε πολύ δεμένοι με τον Νίκο. Σου λέω υπήρχανε πολλοί καλοί φίλοι εκείνη την εποχή, πολλοί καλοί [01:20:00]φίλοι. Γιατί και εδώ τώρα γίνονται παρεξηγήσεις δεν… αφού παίζεις λύρα θα ξέρεις, δεν παίζεις σε κέντρα εσύ; Ε λοιπόν...
Και τότε από την στιγμή που δουλεύατε και την νύχτα έτσι στο κέντρο. Υπήρχανε αυτό που λέμε και μαφίες ας πούμε ή παράνομες καταστάσεις;
Όχι δεν μας έτυχε. Τουλάχιστον εμένα, στα χρόνια που είχαμε το μαγαζί δεν μας έτυχε τέτοιο πράγμα. Τίποτα…
Ξέρατε να συμβαίνουν αλλού;
Ακουγόταν στα μεγάλα μαγαζιά, γιατί εμάς τα μαγαζιά που παίζαμε τώρα ήτανε για 200-300 άτομα δεν ήτανε των 1000 ατόμων και τα… Ακουγόταν συζητήσεις αυτά. Οι λαουτιέρηδες που βγαίνανε και τα γυρίζανε και τα ακούγανε τα φέρνανε το βράδυ στο κέντρο. Κάνανε αστεία κάνανε παράδειγμα τις Απόκριες τότε περνούσανε πολύ ωραία. Αλλά έτσι παρεξηγήσεις κι αυτά όχι. Σου λέω περάσαμε... ήτανε εμάς ήτανε οικογενειακό το μαγαζί πολύ ωραίο.
Και ποιοι παίζανε εκεί;
Παίζανε οι Κατσαμάδες. Ο Βασίλης και ο Γιώργης στα λαγούτα, έπαιζε ένα Ηρακλειώτης Ρουβάκης Νίκος. Έπαιζενε… παίζανε πάρα πολλοί αλλά πού να τους θυμάμαι τώρα όλους. Ορισμένους βλέπω εδώ και τους θυμάμαι. Έχουνε φωτογραφίες εδώ. Ερχότανε εκεί μαζευότανε όλοι οι λυράρηδες μετα άμα κλείνανε τα γύρο μαγαζιά και γινότανε ο χαμός στο δικό μας μαγαζί. Μόνιμα δηλαδή για λαουτιέρηδες είχενε τους Κατσαμάδες ο Νίκος όσο καιρό είχαμε εμείς την ταβέρνα. Μετά με τον Κακλή με τον Μανιά με τους μεγάλους όλους αυτούς έχει κάμει. Και ο Κουμιώτης έπαιζε στο μαγαζί μια χρονιά. Ήτανε πολύς κόσμος τότε.
Εσείς στο μαγαζί τι κάνατε; Πού δουλεύατε;
Εγώ. Τα πάντα. Εκτός από γκαρσόνι δεν σέρβιρα, αλλά όλη η… στα φαγητά πάνω από ψήστης μέχρι… τα ετοίμαζα όλα μόνη μου. Κάθε Σάββατο, κάθε Παρασκευή βράδυ έφτιαχνα τουλάχιστον 2000 ντολμάδες, άλλα τόσα καλτσούνια με τυρί ξέρεις. Είχα ένα πάγκο από εδώ μέχρι μέσα και έβγαζα φύλλο στην ηλεκτρική μηχανή και τα έκοβα τάκα-τάκα και τα έφτιαχνα μόνη μου. Μια φορά μου τέλειωσαν οι ντολμάδες και δεν είχα… και πήγα και πήρα ένα κουτί έτοιμα. Και έτυχε αυτός που σέρβιρα να είναι πελάτης. Και μου λέει: «Κυρά Μαρία, άλλη φορά- μου λέει- μην το κάνεις αυτό θα χαλάσεις το μαγαζί σου. Εμείς ερχόμαστε εδώ για τα ντολμαδάκια σου.» Θέλω να σου πω ότι ήταν όλα χειροποίητα δεν ήταν τίποτα… της ώρας. Ήταν ωραία. Τους έφτιαχνα χοιρινό με σέλινο αυγολέμονο. Τρελαινότανε τρελαινότανε. Και το έφτιαχνα πιο πολύ για το προσωπικό, δηλαδή όταν τελειώνανε τα όργανα και θέλανε να φάνε κάθιζαν και τρώγανε ή πριν να αρχίσουνε. Και άμα τυχαίνανε και πελάτες. Έφτιαχνα πολύ ωραία πράγματα είχα όρεξη ήμουνα… είχα ζωή παιδί μου απάνω μου τότε δεν κουραζόμουνα όπως τώρα.
Τα φύλλα πού τα βρίσκατε για τους ντολμάδες;
Βαρέλια τα έπαιρνα. Βαρέλια από την Κρήτη μου τα στέλνανε, χοχλιούς και φύλλα μου τα στέλνανε από εδώ από την Κρήτη.
Φαντάζομαι τους ντολμάδες τους φτιάχνατε τέτοια εποχή ας πούμε Άνοιξη;
Όλο τον χρόνο.
Και τον χειμώνα;
Τον χειμώνα είχα βαρέλια στην άλμη τα φύλλα.
Πώς τα συντηρούσανε;
Με την άλμη. Τώρα δεν τα φτιάχνουν και τώρα;
Δηλαδή αλάτι;
Αλάτι και νερό και τα βάζανε μέσα. Έτσι τα συντηρούσανε κάποτε. Τώρα έχω ένα ανιψιό στο Αρναουτάκη στο Ηράκλειο. Του περιφερειάρχη πρώτος ξάδερφος και έχει εργοστάσιο και φτιάχνει τα φύλλα τώρα αυτή την εποχή.
Και τι άλλα φαγητά φτιάχνατε στο μαγαζί;
Δεν έφτιαχνα φαγητά, ήταν όλα της στιγμής. Η σπεσιαλιτέ μου ήταν ντολμαδάκια και τα καλτσούνια. Βολβοί κι αυτούς από την Κρήτη και αυτά. Πατάτα τηγανιτή, μπιφτέκια σπάνια. Έφτιαχνα πάντα μπριζόλα χοιρινή παιδάκια τέτοια πράγματα.
Και δεν είχατε κανένα άλλο στην κουζίνα να σας βοηθάει;
Ο μάγειρας ήτανε, αλλά ήτανε στην ψησταριά αλλά πολλές φορές τα έπινε κι αυτός και έκανα τον ψήστη εγώ στην κουζίνα και μετά καθόμουνα στο ταμείο. Ποιος ‘θελα πάει στο ταμείο μετά να περνούν τα… οι δίσκοι και μετά να φεύγουνε. Τα ετοίμαζα όλα και μετά κάθιζα στο ταμείο.
Κρασί από πού παίρνατε;
Κρασί είχαμε μια κάβα εκεί. Μας έφερνε ένας, συγκεκριμένα από εδώ ήτανε το παιδί αυτό που μας έκανε την διανομή και μας τα έφερνε από το χωριό, αλλά παίρναμε και από την Κρήτη μας στέλνανε και από την Κρήτη. Είχαμε πάντα καλό κρασί.
Ωραία. Και λοιπόν εκεί έπαιζε και ο άντρας σας στο κέντρο;
Έπαιζε ναι ναι.
Έπαιζε εκεί ο άντρας σας; Και μου είπατε πριν δεν μου τελειώσατε. Τον Νίκο τον Ξυλούρη πού τον γνωρίσατε;
Τον Νίκο τον Ξυλούρη τον εγνώρισα στην Αθήνα, όπως εγνώρισα και τον Μουντάκη και όταν αρρώστησε ο Ξυλούρης… Έχει έναν αδερφό τον Γιάννη, που έπαιζε λαούτο τότε και όταν εμβάπτισα την μεγάλη μου κόρη, ήταν τέτοια εποχή και ήξερα εγώ ένα τραγούδι «Το αργαλειό», το οποίο το τραγουδούσε μια από εδώ εδώ δίπλα. Τώρα που θα φεύγεις θα δεις ένα παράθυρο εκεί, είχε το αργαλειό της εκεί και τραγουδούσε. Περνάω εγώ με την γιαγιά μου για να πάω στο νερό και στεκόμαστε εκεί για να ακούσω το τραγούδι.
Το θυμάστε το τραγούδι;
Το θυμάμαι το έχει βγάλει Νίκο, με τον Γιάννη τον Ξυλούρη το βγάλανε δίσκο για να σου πω για τον τον Ξυλούρη πώς τον εγνώρισα. Και λέει: «Έμαθα κυρά πως ‘φαίνεις κι όμορφη δουλειά μαθαίνεις κι ήρθα να σου μασουρίζω για να σ΄ανακαθαρίζω». Αυτά είναι του αργαλειού δεν ξέρω αν τα ξέρεις αυτά… τις λέξεις δηλαδή. Και πρόσθεσε και ο Νίκος τότε: «Να σου βάλω και τον σφίχτη άπου σάικα σου λείπει». Αυτοί στο πονηρό το βάλανε αυτοί αλλά αυτό ταιριάζει, γιατί όντως το αργαλειό έχει σφίχτη που σφίγγει το νήμα για να μην φεύγει. Και το γράψανε με τον Γιάννη τον Ξυλούρη ερχότανε σπίτι ο Γιάννης και κάνανε πρόβες. Το τραγουδούσα εγώ της μικρής και το άκουσε ο Νίκος και μου λέει: «Ξαναπές μου το και ξαναπές μου το και ξανάπες μου το» και το έγραψε στην λύρα το… το αποτύπωσε στο μυαλό του. Και είπε του Γιάννη του Ξυλούρη: «Θα ‘ρθεις να γράψουμε ένα τραγούδι που μου το έμαθε η γυναίκα μου;». Και ήρθε ο Γιάννης στο σπίτι κάνανε πρόβα και το γράψανε. Μετά όμως το άκουσε ο Ξυλούρης ο Νίκος και λέει του Γιάννη πες του Βενιανού αν εθέλει να ξαναγράψουμε το Αργαλείο. Και το αργαλειό πολλοί τώρα νομίζουν ότι είναι του Ξυλούρη αλλά δεν είναι του Ξυλούρη είναι του Νίκου. Έχω και το δίσκο του και συγκεκριμένα ήθελε να με βάλει εμένα σαν... Επειδή ήτανε το τραγούδι δικό μου αλλά εγώ δεν ήθελα. Του λέω βάλε το εξ ολοκλήρου στο όνομα σου. Και ήρθε που λες ο Νίκος ο Ξυλούρης στο σπίτι και γνωριστήκαμε. Γίναμε φίλοι, πηγαίναμε στο μαγαζί που έπαιζε ερχόντανε αυτός ξέρω γω με την Ουρανία την γυναίκα του. Κάποια στιγμή αρρώστησε ο Ξυλούρης, αρρώστησε ο Ξυλούρης. Και στην κηδεία του είχα πάει. Εχάσαμε τον Ξυλούρη και ρωτήσαμε τον Γιάννη: «Πού είναι ο Νίκος; Πού βρίσκεται; να πάμε να τον εδούμε» και λέει: «Τον έχει πάρει ένας κουμπάρος του, ένας φίλος του και τον έχει πάει στο εξοχικό του. Δεν θέλει να βλέπει κανένα γιατί είναι στα τελευταία του.» Και λέει ο Νίκος: «Εγώ θα πάω να τον εδώ κι ας μην μ’ αφήσουνε να μπω μέσα.» Και πήγαμε με το μηχανάκι. Είχαμε μηχανάκι τότε δεν είχαμε αμάξι. Και πήγαμε με το μηχανάκι και το... εγώ δεν πήγα μέσα να τον εδώ. Μου λέει η Ουρανία: «Καλύτερα να μην τον εδείς να θυμάσαι τον Νίκο που ήξερες.» Και μπήκε ο Νίκος και τον είδενε και βγήκε ο Νίκος έξω με τα δάκρυα. Και μου λέει: «Άμα δεις ένα Ξυλούρη.» «Καλύτερα να μην τον εδω.» Και έτσι γνωριστήκαμε και έτσι ήτανε το τέλος του Ξυλούρη.
Για εσάς ποιος ήτανε ο Νίκος ο Ξυλούρης;
Ένας καλό φίλος. Ένας από τους καλύτερους φίλους. Άσε την λύρα τώρα και τραγούδια αυτά όλα. Ο Ξυλούρης είναι Ξυλούρης. Αλλά ήτανε αυτοί που σου λέω τον είχαμε τελευταίοι όπως και τον Μουντάκη. Εγώ τον είδα τελευταία. Πήγα και τον είδα και έφυγα και πόθανε και δεν είχα φτάσει ακόμη στο σπίτι μου.
Για πείτε μου λοιπόν για τον Μουντάκη πώς τον γνωρίσατε;
Τον Μουντάκη τον γνώρισα όπως γνωρίσαμε τους άλλους. Μαζευόμαστε αυτά, κάποια στιγμή τον εγνώρισα από τις φωτογραφίες, μόλις τον είδα και μπήκενε. Είχανε συμφωνήσει τότε με τον Νίκο να παίζουνε σε ένα υπόγειο στην Αγία Ειρήνη [01:30:00]στην Αθήνα και ήμουνα έγγειος στην κόρη μου την μεσαία. Πριν 55 χρόνια τώρα αυτή η υπόθεση και λέει: «Αυτό είναι δικό μου. Δεν θα το δώσεις- μου λέει- πουθενά αλλού εμένα…». Εγώ του λέω: «Ευχαρίστως αλλά άμα δεν θέλει ο Νίκος.» Και του λέει: «Το κοπέλι που θα γεννηθεί ή αγόρι ή κορίτσι είναι δικό μου.» Και δώσαμε τα χέρια τότε και έτσι γίναμε κουμπάροι. Γνωριζόμαστε μετά κάναμε παρέες ερχόταν και εκεί στο σπίτι η γυναίκα του αυτός. Έφερνε τον Μάνο να του μάθει λύρα ο Νίκος, γιατί ήθελε να μάθει ο πατέρας του. Ο Μάνος δεν ήθελε λύρα, ούτε που την έπιασε στα χέρια του καθόλου. Και έτσι που λες άρχισε η φιλία με τον Μουντάκη. Γλέντια, Πάσχα, γαρδούμια με τον Πουπάκη αυτόν τον Στέλιο. Όταν ήρθανε στο σπίτι ήτανε Πάσχα και τρώγαμε μαζί και έφερε ο Μουντάκης ένα πιάτο γαρδούμια από το σπίτι του και μόλις εφάγανε πιάνει το πιάτο και το σπα στην κεφαλή του απάνω και φεύγει ένα κομμάτι και μου κόβει τον αστράγαλο. Και σηκώνεται ο Μουντάκης απάνω. Είχε αμάξι τότε εμείς δεν είχαμε. Βουτάει το αμάξι με πάει στις πρώτες βοήθειες... Μου ράβουν τον αστράγαλο και αυτά… και το βράδυ στον χορό στο Αρκάδι. Και όπως ήτανε Πάσχα σου λέω μπαίνει ένας χωριανός μου αξιωματικός να… μεγάλο κεφάλι. Ένας Βαρβέρης. Και μόλις με θωρεί μου λέει: «Μωρή Τουρλομαρία θα χορέψω -μου λέει- ένα καστρινό.» Ήτανε πολύ μερακλής ο πατέρας του χόρευενε στο ποτήρι απάνω. Μου λέει: «Θα χορέψω ένα καστρινό απόψε ο κόσμος να… δεν με ενδιαφέρει άπου είναι το πόδι σου σε πονεί δεν με ενδιαφέρει τι έχεις.» Ε εγώ δεν ήθελα δεύτερη… σηκώθηκα και χόρευα και με πιάνει μια αιμορραγία. Γέμισε το παπούτσι αίματα… τέλος πάντων. Και από εκεί σου λέω έγινε μετά, βάπτισε το παιδί μου μετά γίναμε πολλοί φίλοι κουμπάροι συνέχεια… Κάναμε παρέες στο Ρέθυμνο στο σπίτι του απ’ έξω. Πηγαίναμε στο Αρκάδι. Βάπτισε την κόρη μου στο Αρκάδι και πηγαίναμε συχνά. Και κάποια στιγμή είχε πάει Αυστραλία ο Μουντάκης γυρίζει. Ποθαίνει ο Μουντάκης, ποθαίνει ο Μουντάκης ποθαίνει ο Μουντάκης. Εγώ εκείνη την ημέρα έκανα καθαριότητα στο σπίτι και έπαθα. Είχα βάλει χλωρίνη και με πείραξε. Και μου λέει ο Νίκος: «Εγώ φεύγω πάω στου Μουντάκη.», λέω: «Δεν θα πας πουθενά θα ‘ρθώ κι εγώ.» Και πήγα και μιλούσα βραχνά. Και μου λέει: «Συντέκνισσα ήντα ‘παθες;» του λέω: «Έτσι κι έτσι έπαθα.» μου λέει: «Φώναξε ένα γιατρό κατευθείαν.» Φωνάζει γιατρό για να με δει. Του λέω: «Δεν είναι τίποτα θα μου περάσει» του λέω. Κάτσαμε όσο κάτσαμε εκεί πέρα συζητήσαμε καλά αυτά. Παίρνω το μηχανάκι τον αποχαιρετούμε και φεύγουμε. Στον δρόμο πεθαίνει. Μόλις φύγαμε πέθανε. Τα ‘χενε σου λέω, ούτε τα ‘χε χάσει ούτε τίποτα. Φτάνουμε στο σπίτι χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνει ο Νίκος και ήτανε ένας λαουτιέρης από εδώ. Και του λέει: «Ίδια ‘δα πόθανε ο Μουντάκης.», «Άσε μωρέ του- λέει -ίδια δα έρχομαι εγώ από του Μουντάκη» του λέει ο δικός μου. Του λέει πέθανα σου λέω. Αλήθεια στο λέω. Παίρνω τηλέφωνο την Κική μου λέει: «Ναι.» Θέλω να σου πω ότι και του Ξυλούρη και του Μουντάκη την τελευταία αυτά τους… Αλλά τον Μουντάκη τον είδα τον άλλο δεν τον είδα τον Ξυλούρη.
Μετά που φύγατε, εσείς μετά από λίγη ώρα…
Μόλις φύγαμε μόλις πέθανε. Και λέω του Νίκο: «Είδες πως μας περίμενε για να πεθάνει. Αφού στο έλεγα από καιρό από μέρες. Πάμε να τον εδούμε πάμε να τον εδούμε.» Σου λέω είμαστεαν πολλοί δεμένοι πάρα πολύ δεμένοι.
Σαν άνθρωπος πώς ήτανε ο Μουντάκης;
Του άρεσε το χρήμα. Αλλά σαν άνθρωπος ήτανε… δεν πιανότανε. Και σαν φωνή και δάκτυλα, τα νύχια του. Ξέρεις πώς είναι τα νύχια του, τα έχεις προσέξει;
Πώς ήτανε;
Πώς είναι του γερακιού γυριστά. Έτσι έκανε τα χέρια του στην κόντρα επάνω κι είχενε… ήτανε πραγματικά γεννημένος για λύρα ρε παιδί μου αυτός ο άνθρωπος. Ήτανε αυτοδίδακτος δεν είχενε πάει και σε ωδεία και σε μουσεία και σε αυτά που πάνε τώρα. Ωδεία και λέω μούσια.
Όλους αυτούς τους ανθρώπους τότε που τους βλέπατε εσείς τους μουσικούς, τους ζηλεύατε με την καλή έννοια. Δηλαδή θα θέλατε να ήσασταν στην θέση τους;
Όχι τους ζήλευα εγώ σαν λύρα. Δηλαδή ήθελα να ‘παιζα. Είχα αυτό το… αλλά δεν τους ζηλεύω σαν ανθρώπους δηλαδή… Καθένας.
Μπορούσατε να φανταστείτε να είσαστε επαγγελματίας λυράρης;
Ποτέ. Δεν το ήθελα. Δεν το θελα αλλά ήθελα να έχω μάθει να παίζω. Με τον Κακλή είχαμε κάνει παρέες. Μια φορά είχενε τα γενέθλια του ο Μουντάκης και με παίρνει ο Μουντάκης και μου λέει: «Συντέκνισσά θέλω δύο κατσαρόλες ντολμάδες και όσα καλτσούνια θες φτιάξε.» Και πάμε και του είχανε κάνει μια τούρτα την Κρήτη όσο είναι το τραπέζι. Και βγήκαμε επάνω ήτανε γεμάτο το σπίτι κόσμος. Παίρνει τις κατσαρόλες ντολμάδες με την κατσαρόλα την κράταγε έτσι την κατσαρόλα και πιάνει ένα ντολμά και την εβάζει στου καθενούς το στόμα. «Μην πεις πως είναι από εμένα γιατί δεν θα είναι καλοί και θα γινώ ρεζίλι» του λέω. Λέει: «Η συντέκνισσά μου λέει να μην σας επω πως είναι από την Βενιανάκενα μα εγώ σας ελέω πως η Βενιανάκενα τσι ήφτιαξε.» Σε όλη την παρέα τώρα. «Αν τσι βάλω στο τραπέζι θα τσι φάνε όλους κι εγώ θέλω να κρατήξω να φάω.» Τ’ αρέσανε πάρα πολύ. Και βουτά ο Κακλής ένα ποτήρι τέτοιο κρυστάλλινο. Ήμασταν απάνω στον πέμπτο όροφο και ενθουσιασμένος το πετά το ποτήρι στο τζάμι και κάνει μια τρύπα το τζάμι τέτοια όπως ήταν το ποτήρι ακριβώς. Και φεύγει, πού πήγε τώρα το ποτήρι ποιος ξέρει. Σκέψου τώρα να ήτανε κανείς άνθρωπος απέναντι. Αλλά ήμασταν ψηλά και ευτυχώς. Και να χτυπά την κοιλιά του και να μου λέει: «Κουμπαρά Μαρία ξάνοιξε επαέ όλο ουίσκι είναι τούτουνε» και να κάνει ετσέ την κοιλιά του κι από εκεί μια τα ίδια από εδώ. Σου λέω παρέες που τα σκέφτομαι τώρα αυτά και σου λέω: «Εγώ τα έζησα αυτά τα πράγματα;» Σου μιλάω ειλικρινά πολύ όμορφα. Είχαμε και όμορφα είχαμε και…
Τα άσχημα ποια ήτανε;
Ε αυτά δεν λέγονται. Δεν λέγονται. Θα σου τα πω αν βγάλουμε το μικρόφωνο.
Και τι πίνανε στις παρέες τότε;
Τα πάντα. Κρασί ρακή ουίσκι και μπύρες όσοι ήτανε. Πίνανε απ’ όλα.
Είχε έρθει το ουίσκι δηλαδή;
Βεβαίως. Αλλά ήτανε μπόμπα άλλα ήτανε καλά. Μην νομίζεις ότι ήτανε όλα ΑΑ. Αλλά επίνανε.
Ο Κακλής, κι αυτόν τον γνωρίσατε στην Αθήνα; Τον Κακλή;
Ναι και τον Κακλη στην Αθήνα τον εγνώρισα. Εδώ δεν γνώριζα εγώ κανένα λυράρη πέρα από τους γνωστούς που. Εκάνανε παρέα με τον Νίκο. Είχανε πάει δύο φορές στον Καναδά. Εγνώριζε την Άννα κι έκανε παρέα με την γυναίκα του εγώ. Και μετά σου λέω δεθήκαμε πιο πολύ με την Αννα όταν ήρθε να βγάλει το... Ήθελε να μάθει να οδηγαεί και μου έφερνε το παιδί στο σπίτι. Τότε δεθήκαμε πολύ. Ε και κάναμε παρέα ήτανε και τα σπίτια μας κοντά. Στον λόφο αξιωματικών έμενε αυτός κι εμέναμε πιο κάτω. Και ήταν όμορφα. Αλλά κι αυτός άτυχος κι αυτός πέθανε νέος.
Ασχολούτανε αυτός. Έχω ακούσει για τον Κακλή ότι του αρέσανε και οι μπαλοθιές και τα λοιπά.
Α πολύ πολύ. Αυτός θε λα βρεθεί. Ε αυτοί το ‘χουνε από εκεί. Και κοίταξε να δεις όλοι οι οργανοπαίχτες. Με συγχωρείς δηλαδή που σε βάζω. Όλοι πολύ… Η νυχτερινή ζωή παιδί μου αλλάζει τους ανθρώπους και να μην θέλεις η παρέα που κάνεις η παρέα που αυτό. Μια δυο τρείς πέντε δέκα θα αλλάξεις. Δεν μπορείς, δεν γίνεται σε όλα θα μπεις μέσα και στα καλά και στα κακά. Στο λέω εγώ όσο πιστός όσο κι αυτός να είσαι κάποια στιγμή… γιατί τα φταίει αυτό. Όταν είσαι πότης άμα πεις 2-3 και μετά δεν βλέπεις κι εδώ στις παρέες τι γίνεται;
Υπήρχαν και οργανοπαίχτες που δεν είχανε παρασυρθεί από το ποτό;
Υπήρχανε. Ο Μουντάκης δεν έπινε πολύ. Τουλάχιστον όσο έπαιζε δεν έπινε. Άμα κατέβαινε από το πάλκο τα κοπάνιζε κι ο [01:40:00]κουμπάρος μου. Αλλά Κι ο Κατσαμάς το ίδιο. Ο Κατσαμάς δεν έπινε ο Γιώργης και ο Βασίλης δεν πίνανε. Πίνανε μέχρι ένα σημείο. Μετά σταματούσανε. Ήτανε όμως άλλοι που δεν σταματούσανε. Φερ ειπείν ο Νίκος έπινε πάρα πολύ και από αυτό πήγε.
Ο Μουντάκης ήταν ήσυχος άνθρωπος; Ο Μουντάκης; Ο Μουντάκης ήταν ήσυχος άνθρωπος;
Ο Μουντάκης ήταν ήσυχος άνθρωπος όσο τον έπαιρνε. Δηλαδή άμα ‘θελα ξεσαλώσει σε σπίτια που κάναμε παρέες σε Πασχα και γιορτές και αυτά ήτανε κι αυτός σαν κι εμάς αλλά τις άλλες ώρες ήτανε σοβαρός ο Μουντάκης. Ήτανε κι η Κική κλειστός άνθρωπος δεν ήτανε… Μπόρειενε να σηκωθεί μια φορά να χορέψει να κάνει λίγο παρέα αλλά όχι ότι ήτανε πολύ του γλεντιού και οπωσδήποτε όλα αυτά παίζουνε ρόλο.
Παρόλο που δεν ήτανε πολύ του γλεντιού πώς πήγε καταξιώθηκε και τον αγάπησε έτσι ο κόσμος;
Η Μουντάκαινα δεν ήτανε πολύ του γλεντιού ο Μούντης ήτανε. Υπάρχει μεγάλη διαφορά. Κάποτε της λέω: «Θα σου κάνω μια παρατήρησή», γιατί είχαμε σου λέω πολύ φιλία. Μου λέει: «Τι;» λέω: «Αυτά τα σπιράκια που έχει ο κουμπάρος μου στην μύτη να πιάσεις να του τα βγάλεις. Να τον εκάμεις όμορφο» γιατί είχενε μαύρα μπιμπίκια ο Μουντάκης γεμάτη η μύτη του. «Εγώ τον θέλω άσχημο να μην τον εξανοίγουνε οι άλλες γυναίκες. Φτιάχνε εσύ τον Βενιανό.» Φαντάσου. Είχαμε πλάκα σου λέω. Κάπου τον ζήλευενε η Μουντάκαινα τον ζήλευε τον Μούντη. Τι να κάνουμε.
Εσείς τον περιορίζατε καθόλου τον Νίκο;
Όχι σου λέω δεν τον εζήλευα. Δεν τον εζήλευα. Εγώ σου λέω χαιρόμουνα όταν έβλεπα γυναίκες να τον αγαλιάζουν να τον… Σου μιλάω ειλικρινά δεν-
Α μου το είπατε και πριν-
Γιατί είχα μαράζι από την ζήλια και δεν ήθελα να ζηλεύω εγώ.
Ωραία. Στην Κρήτη πότε επιστρέψατε;
Εγώ τώρα; Όταν πέθανε.
Πότε πέθανε ο άντρας σας;
Το 2002. Αρχές τον Μάρτιο. Τον έφερα εδώ στον οικογενειακό τάφο και μετά δεν μπορούσα να φύγω. Είχαμε απάνω το σπίτι, γιατί τούτο δω δεν το χα. Ήτανε φάμπρικα. Αυτό το σπίτι του πεθερού μου ήτανε φάμπρικα που αλέθανε τις ελιές και ήτανε καταλύματα που λεμέ στα χωριά. Ξέρεις τώρα. Και μετά κάθισα εδώ, ξενοίκιασα το σπίτι από την Αθήνα που μέναμε, γιατί το σπίτι το δικό μας το... κάθετε η κόρη μου. Και έφερα τα πράγματά όλα και τα έβαλα δίπλα στης πεθεράς μου το σπίτι. Ήπρεπενε μετά… ήρθανε τα παιδιά από τον Καναδά να φτιάξουν το σπίτι της μάνασντονε και εγώ έπρεπε να φέρω τα πράγματα μου εδώ πού να τα βάλω; Και αναγκάστηκα και έβαλα μορς και έφτιαξα το σπίτι εδώ το κάτω. Εδώ ήτανε όλο κατάλυμα κι απάνω ήτανε τρία δωμάτια και ένα μπάνιο. Κι η κουζινούλα μου. Ψέματα λέω μπάνιο δεν είχαμε πάνω είχαμε μόνο εδώ. Και κατεβάζω τα πράγματα όλα από την Αθήνα τα βάνω εκεί. Ήτανε η κόρη μου φοιτήτρια στο Ηράκλειο και τελειώνει τις σπουδές της και φέρνει όλα τα πράγματα από το Ηράκλειο εδώ. Τι να τα κάνω πρέπει να φτιάξω το σπίτι. Και αναγκάστηκα και έφτιαξα το σπίτι μετα εδώ και έμεινα εδώ μόνιμα. Αφού έφερα τον Νίκο εδώ δεν μπορούσα εγώ να φύγω μετά. Και είμαι τώρα 20 χρόνια 21 πάει εδώ μόνιμα.
Δεν σας ρώτησα πριν για κάτι άλλο και θα επιστρέψουμε μετά εδώ. Οι κόρες σας λοιπόν... Για την οικογένεια σας. Πότε γεννηθήκανε οι κόρες σας;
Η κόρη μου η μεγάλη γεννήθηκε το 1966. Παντρευτήκαμε το 1965 το 1966 εγεννήθηκενε η κόρη μου. Το '67 εγεννήθηκε η δεύτερη και το 1974 η τρίτη. Μετά από 8 χρόνια. Η μεγάλη παντρεμένη όπως σου είπα παντρεμένη με ένα παιδί από το Άργος από εκεί... Άργος Ναύπλιο εκεί σε ένα μεγάλο χωριό. Οι οποίοι και γυρίσανε από την Αθήνα και μένουν εκεί τώρα. Φτιάξανε ένα ωραίο σπίτι και μένουν εκεί. Η δεύτερη κόρη έχει πάρει ένα παιδί από τα Τρίκαλα πολύ καλό παιδί μένουν στην Αθήνα. Και η Τρίτη στην Αθήνα μένει και αυτή παντρεμένη.
Οι κόρες σας θέλανε καθόλου να ασχοληθούνε με την μουσική;
Η μικρή το ‘χενε λίγο. Το ‘χενε λίγο. Η μεγάλη και η μικρή είναι πολύ μερακλήνες. Πολύ μερακλήνες όμως. Και η μεσαία χορεύει, αλλά είναι σοβαρός άνθρωπος. Αυτή είναι… Η μικρή μάθαινε λύρα δεν σου είπα; Αλλά μόλις είπα εγώ ότι θελα μάθω σταμάτησε το παιδί. Την σταμάτησε ο πατέρας της, όχι αυτή, δεν ήθελενε... Ε σταμάτησε και η Ελένη και… Του πρώτου εγγόνο όταν ήτανε μικρός του έδειχνε ο Νίκος για λύρα. Αλλά αυτά τα παιδιά είναι από την Αργολίδα τώρα και…
Δεν ήθελε ο Νίκος ο άντρας σας να μάθουνε να παίζουνε λύρα τα παιδιά ;
Ήθελε του πρώτου εγγόνου του ‘δείχνε. Γιατί τα άλλα ήτανε μικρά όταν πέθανε ο παππούς. Αλλά τον μεγάλο που τον είδε να πούμε και τον έζησε του έδειχνε πότε πότε.
Για τις κόρες σας λέω.
Όχι, δεν τις… δεν τις άφησε.
Δεν το θωρούσε σωστό;
Δεν ήθελε ούτε οδήγηση να μάθουνε, μάθουνε… η μεγάλη έμαθε γιατί ήτανε αρραβωνιασμένη τότε και η μεσαία έμαθε κρυφά του. Και τότε είχαμε την Mercedes του Κακλή είχενε πάρει και του λέει: «Μπαμπά θα με πας στο Υπουργείο Συγκοινωνιών;» λέει: «Τι δουλειά έχεις εκεί;» λέει: «Πάμε και θα σου πω στον δρόμο». Την παίρνει λοιπόν την πάει στοPεριστέρι εκεί στο υπουργείο. Κατεβαίνει κάτω και του δείχνει το δίπλωμα. Ε δεν της είπε τίποτα, δεν την μάλωσε δηλαδή αλλά δεν ήθελενε, με την θέση του, δεν ήθελενε. Και μετά του λέει θα μου δώσεις τώρα και την Mercedes να σε πάω στο σπίτι. Και έρχεται στο σπίτι και μου λέει: «Δεν μου ‘λεγες ότι η κόρη σου τόσο καιρό μαθαίνει οδηγός αλλά μου το κρύβατε». Λέω: «Αφού δεν ήθελες και να στο λέγαμε δεν θα άφηνες το παιδί να μάθει λοιπόν; Τώρα –λέω- σειρά μου» μου λέει: «Αποκλείεται» δεν μ’ άφηνε. Η μικρή έμαθε και οδηγούσενε στην Αμοργό, γιατί είχανε ξενοδοχείο και έπρεπε οπωσδήποτε να οδηγάει δεν μπορούσε να μην… και έμαθε κι αυτή στην Αμοργό τώρα μένουνε στην Αθήνα κι οι δυο και ή άλλη στο Άργος.
Ήτανε δύσκολο για τα παιδιά να μεγαλώνουνε με ένα πατέρα λυράρη;
Πολύ δύσκολο ήτανε γιατί δεν τον εβλέπανε. Το πρωί κοιμότανε και την νύχτα έλειπε. Δηλαδή όλες τις ανάγκες του σπιτιού τότε και της οικογενείας ήτανε στο κεφάλι μου εμένα. Γιατί δεν είναι σαν τώρα που θα πας σε ένα γλέντι και θα παίξεις, θα γυρίσεις, θα κοιμηθείς θα ξεκουραστείς, θα σηκωθείς να δεις κι έναν άνθρωπο. Τότε δεν είχαμε τέτοια.
Πώς ήτανε τότε;
Τότε ήτανε από το βράδυ μέχρι το πρωί στο κέντρο ερχότανε με τον ήλιο στο σπίτι έπεφτε στο κρεβάτι του ξυπνούσε με τον ήλιο έπεφτε ξανακοιμότανε δεν έβλεπε τα παιδιά.
Εσείς προλαβαίνατε να τα βλέπετε; Με την δουλειά;
Εγώ δεν εδούλευα τότε. Μεγάλωνα τα παιδιά μου. Τα παιδιά εγώ όταν πήγα στην δουλειά ήτανε μεγάλα. Όταν ήμουνα ελεύθερη είχα δουλέψει στα εργάλεια και όταν... μετά που μεγάλωσαν τα παιδιά και έκλεισα και την ταβέρνα επήγα στην τράπεζα.
Εσείς σαν παιδί που μεγαλώσατε σε μια οικογένεια με 8 αδέρφια; Πώς ήτανε μια ημέρα όταν ξυπνούσατε; Τι συνέβαινε στο σπίτι;
Καλύτερα να μην… Καλύτερα να μην τα συζητάμε. Ο ένας ήθελε να φάει ο άλλος ο άλλος ήθελε να πιεί γάλα ο άλλος φώναζε άλλος… Πότε φεύγαμε σχολείο νηστικά γιατί τότε μας δίνανε γάλα στο σχολείο. Ήτανε δύσκολα τα χρόνια πολύ δύσκολα. Εμένα ήθελα πω τσι μαμάς μου: «Μαμά πεινάω θέλω να φάω» μου λέει «Μαριώ άμε παιδί μου στο αμπέλι να φέρεις το πρόβατο και την κατσίκα», γιατί είχαμε πάντα ένα ζώο στο σπίτι για να έχουμε γάλα για τα μικρά παΐδια, «και άμα γυρίσεις θα σου δώσω να φας». Γιατί σου λέει τώρα μέχρι να πάει και να γυρίσει θα έχει περάσει η ώρα να φάει μι και καλή το βράδυ. Κατάλαβες να γλυτώσει το ψωμί. Εμείς θέλαμε τότε 60… κιλά ήτανε τότε ή οκάδες; 60 οκάδες αλεύρι την βδομάδα. Τρείς φουρνιές το κάναμε. Το αλεύρι αυτό γιατί ήτανε οι βοσκοί στα όρη και θέλανε ψωμί είμαστε εμείς τόσα παιδιά ήτανε πολύ δύσκολα χρόνια.
Και 8 παιδιά το πρωί έτυχε να πηγαίνετε όλοι μαζί σχολείο την ίδια περίοδο;
Όχι. Επήγαινα εγώ με τον αδερφό μου αυτόν τον Αυστραλέζο ήμαστε μαζί. Η αδερφή μου μετά από εμένα την έχουν [01:50:00]υιοθετήσει στις Αρχάνες και έχει πάει του περιφερειάρχη του πατέρα τον αδερφό. Δηλαδή ο περιφερειάρχης είναι πρώτος ανιψιός της αδερφής μου τον έχουμε μεγαλώσει μαζί. Κι εγώ έτυχε να μια τον καιρό εκείνο εκεί. Και η αδερφή μου αυτή δεν ήθελε σχολείο Την στέλναμε το πρωί να πάει στο σχολείο κι αυτή πήγαινε, είχε γεννήσει μια εκεί δίπλα στο σπίτι ένα μωρό και πήγαινε κι κάθιζε εκεί. Και την ώρα που σχολάγαμε εμείς ερχόταν κι αυτός ο... Μια δυο τρεις λέει ο δάσκαλος στης μάνας μου: «Το κοπέλι δεν έρχεται σχολείο. Γιατί δεν έρχεται στο σχολείο;» και λέει: «Εγώ δεν θέλω γράμματα, εγώ δεν θέλω να πάω σχολείο». Εντωμεταξύ την υιοθέτησε αυτός ο ξάδελφος της μάνας μου την πήρανε στις Αρχάνες και λιγοστέψαμε.
Τι εννοείτε την υιοθέτησε;
Την πήρενε παιδί του. Δεν είχενε παιδιά και την πήρε, την υιοθέτησε με το όνομα του με τα πάντα. Αλλά το στερηθήκαμε και αυτό υστερήθηκε εμάς κι εμείς το στερηθήκαμε γιατί είναι... Εκείνη στην φωτογραφία είναι η αδερφή μου. Ε τα παιδικά του χρόνια το πήρανε από την Β' τάξη του δημοτικού σχολείο. Μας θυμότανε όλους, δεν είναι ότι ήτανε μικρό και ξέχασε και ήτανε δύσκολα τα χρόνια.
Και ο πατέρας σας την έδωσε όμως;
Ο πατέρας μου την έδωσε βέβαια με την θέλησή του. Βέβαια, εκείνα τα χρόνια κοιτάγανε… κάνανε παιδιά αλλά θέλανε και να τα ξεφορτώνουνται εύκολα.
Ωραία άρα έχουμε μείνει λοιπόν στην Αθήνα γυρίσατε μετά εδώ στην Κρήτη. Και μου είπατε η Αθήνα σας λείπει καθόλου τώρα που είστε εδώ;
Όχι, τα παιδιά μου λείπουνε η Αθήνα δεν μου λείπει. Σου λέω όποτε πήγαινα εκεί αρρώσταινα και έφευγα, γιατί οπωσδήποτε μια ζωή ολόκληρη εκεί στην περιφέρεια όλοι γνωστοί δεν... δεν είχα καλές… Καλές αναμνήσεις είχα, αλλά ήτανε κακές μετά που έγινε αυτό με τον Νίκο, γιατί έφυγενε τάκα-τάκα. Πήγαινε την τελευταία Κυριακή τις Αποκριές την τυρίνη που λέμε να παίξει και ήπιενε ένα μπουκάλι ουίσκι μετά που τελειώσαμε και ήρθενε στο σπίτι την άλλη μέρα. Ηρθενε... εκείνο το βράδυ πήγα στην κόρη μου εγώ και κοιμήθηκα για να βλέπω το παιδί. Έκανε γλέντι η δουλειά τους να πάνε και αυτά και λέω: «Εγώ δεν πάω έχει πάει ο πατέρας σας. Θα ‘ρθω να βλέπω το παιδί να πάτε- και του λέω- Νίκο το πρωί θα ‘ρθεις στην Νίκη άμα ξυπνήσεις- λέω- θα ‘ρθεις στην Νίκη να φάμε και μετά θα γυρίσουμε στο σπίτι». Και εμαγείρεψα εγώ ετοίμασα το τραπέζι και μου λέει η Νίκη: «Μαμά όταν περνούσαμε από το Αιγάλεω, είδα το αμάξι του μπαμπά αλλά τον μπαμπά δεν τον είδα μέσα». «Δεν ξέρω που ήτανε. Κάπου εκεί θα ήτανε -τσι λέω- για να είναι το αμάξι εκεί κάπου εκεί ήτανε». Περίμενα εγώ ήρθενε το μεσημέρι φάγαμε. Είχαμε ένα μπουκάλι εφυαλωμένο κρασί στο τραπέζι επάνω και λέω Γιάννη: «Γιάννη να πιούμε το κρασί να κάνουμε του πεθερού σου πλάκα που δεν θέλει να πιεί απόψε επειδή τα ήπιενε την νύχτα;» Μου λέει: «Και δεν το πίνουμε -μου λέει- έλα να το ανοίξουμε». Του βάλαμε, δεν ήθελε να πιει κρασί. «Γιατί Νίκο δεν πίνεις; Πλάκα σου κάνουμε, γιατί δεν πίνεις κρασί;» «Δεν θέλω -μου λέει- δεν πάει κάτω». Παίρνουμε τ’ αμάξι, τρώμε πίνουμε εκεί στις κόρες μου. Περνούμε το αμάξι φεύγουμε και γύριζε κοίταζε γύρω γύρω όπως φεύγαμε και του λέω: «Νίκο κοίταζε μπροστά σου να μην σκοτωθούμε. Σε λίγη ώρα θα είσαι πάλι εδώ». Γιατί ήτανε το καφενείο εκεί που πήγαινε. Ήτανε κοντά το σπίτι δεν ήτανε μακριά. Να γυρίζει να κοιτάει έτσι. Κάποια στιγμή πάμε στο σπίτι. Ξεντύνεται πέφτει στο κρεβάτι. Εγώ έμεινα λίγο πίσω. Βγήκα στην αυλή. Είχαμε… πολύ ωραία αυλή είχα. Κάμω ένα τσιγαράκι, μπαίνω μέσα, πάω ξαπλώνω. Τον άκουγα εγώ ανήσυχο. Μια στιγμή γυρνάει από την μεριά μου και μου λέει: «Θέλω να πάω στην τουαλέτα μα δεν μπορώ να πάω» «Σήκω να σε πάω εγώ». Σηκώνομαι που λες τον παίρνω από το χέρι πάμε στο μπάνιο. Δεν πρόλαβε. Ανοίγει ο λαιμός του έσπασε το στομάχι του. Κι ανοίγει ο λαιμός του και επήγε το αίμα από εδώ μέχρι απέναντι στον δρόμο. Και μένει εκεί χάμε, στο μπάνιο μέσα έμεινε. Παίρνω τηλέφωνο τα παιδιά κατευθείαν και της λέω: «Νίκη μην ξαπλώσεις ελάτε έτσι κι έτσι ο πατέρας σου». Ήτανε σου λέω Καθαρά Δευτέρα και ήτανε ο κόσμος έξω και ήτανε αδειανοί οι δρόμοι το ασθενοφόρο ήρθενε κατευθείαν. Εγώ με τις παντόφλες ίσα που έβαλα μια ρόμπα από πάνω από το νυχτικό. Και πήγαμε, τον πήγαμε στο νοσοκομείο ήτανε πεθαμένος. Και μου λέει ο Ιατροδικαστής: «Μέσα στο νοσοκομείο να ήτανε δεν τον γλιτώναμε. Φορτώνουμε -μου λέει- ένα κοφίνι σε ένα –με συγχωρείς για την φράση μου- σε ένα γαϊδούρι και είναι γεμάτο πέτρες και ανοίγει ο πάτος του κοφινιού και πάνε οι πέτρες κάτω» ήτανε Χανιώτης. «Γίνεται η διαφορά -μου λέει- στο κοφίνι; Έτσι ακριβώς έγινε και το στομάχι του Βενιανού» μου λέει και έμεινε επι τόπου. Αυτό ήταν το τέλος του. Ενώ αν δεν έπινε το ουίσκι εκείνο το βράδυ μπόρειενε να πάει πιο παραπέρα. Γιατί για να ζούσε πολλά χρόνια αποκλείεται γιατί έπινε πολύ αλλά…
Από το ποτό δηλαδή το έπαθε αυτό;
Ναι από το ποτό.
Είχε πρόβλημα με το στομάχι του;
Δεν είχε παει ποτέ στον γιατρό δεν παραπονέθηκε ποτέ. Το μόνο που είχενε τελευταία έλεγε ότι δεν μπορούσε να φάει. Δεν είχε όρεξη να φάει, δεν ήθελε κρέας να τρώει. Γιατί αιμοραγούσε εσωτερικός το στομάχι. Και βρέθηκε αιτία τότε που το πολυφόρτωσε με το ουίσκι από βραδύς αφού σου λέω το μεσημέρι δεν μπορούσε να φάει. Και έτσι τέλειωσε η ζωή ντου.
Και ο Ξυλούρης είπατε από το ποτό;
Ο Ξυλούρης πέθανε από καρκίνο. Ο Ξυλούρης έλιωσε, έλιωσε ούτε τον εγνώριζες καθόλου ότι ήτανε ο Ξυλούρης.
Για ποιον μου είπατε για τον Μουντάκη μου είπατε ότι και αυτός έπινε; Όχι.
Όχι, για τον δικό μου σου έιπα πως έπινε. Ο Μουντάκης είχενε πάθει... Επήγε στην Αυστραλία και γύρισε και είχε πάθει από το ύψωμα λέει του αεροπλάνου είχε πάθει κάτι δεν ξέρω πως την λένε αυτή την αρρώστια η οποία δεν θεραπεύτηκε ούτε αυτινου.
Κάτι ακόμα θέλω να σας ρωτήσω βέβαια τώρα σας πάω αλλού. Για τις παρέες. Που γινόντουσαν.
Τι να σου πω για τις παρέες;
Εσείς και στα γλέντια και στις παρέες φαντάζομαι παρατηρούσατε, αφού δεν παίζατε λύρα;
Βεβαίως.
Και τι βλέπατε στον κόσμο; Υπήρχαν μερακλήδες, υπήρχαν άνθρωποι που…;
Με το που έμπαινε ένας άνθρωπος μέσα στο μαγαζί, ήξερες ποιος ήτανε ο μερακλής, ποιος ήτανε ο σφικτός, ποιος ήτανε ο κουβαρντάς, ποιος ήτανε ο χορευτής. Εγώ είχα ένα παιδί από τα Λιβάδια ήτανε, Γιάννης δεν θυμάμαι το επίθετο του Σωπασής νομίζω ήτανε. Ήτανε καθηγητής γυμναστικής, αλλά ήτανε στο στιλ το δικό σου. Ωραίο παιδί ψιλός αδύνατος. Εχόρευενε… δεν πατούσε αφού σου λέω ήτανε καθηγητής γυμναστικής καταλαβαίνεις τώρα. Δεν πατούσε στο χώμα. Θυμάμαι μια περίπτωση σηκωθήκαμε και χορεύαμε καστρινό και μας πετάγανε τις μπύρες με τα καφάσια. Όπως ήτανε η μπύρα την τσουλούσανε και την πηγαίνανε… δεν είχενε πίστα το μαγαζί ήτανε μαγαζί. Και σηκώνεται ο αδερφός μου και λέει του Νίκο: «Κόψε την λύρα θα τσι σκοτώσουνε. Θα σπάσει καμιά μπύρα –λέει- και θα αυτό». Και έτσι σταμάτησενε η δουλειά. Εγινενε… έγινενε… Βγήκανε έξω στην αυλή του μαγαζιού καφενείο ήτανε αλλά το κάναμε κάθε Σαββατοκύριακο, τότε που έπαιζε στην αρχή ο Νίκος που δεν είχε κέντρο έπαιζε εκεί και από εκεί τον εμάθανε σιγά σιγά. Σου μιλάω ειλικρινά δεν θα την ξεχάσω αυτήν την παρέα ποτέ στην ζωή μου. Ήτανε πολύ μερακλήδες, οι παλιοί μερακλήδες αυτοί οι πρώτοι από εκεί που τσι... οι Χνάριδες ήτανε όλοι στην Αθήνα και ερχόντανε όλοι στο μαγαζί. Γιατί σου λέω τους άρεσε η λύρα του Νίκου. Τον Μουντάκη τον ξέρανε πως ήτανε... Και δεν πολυπηγαίνανε. Αλλά εμένα δικός μου του πέταγες δεν του πέταγες λεφτά αυτός έπαιζενε. Και τους έιχαμε όλους παρέα. Κάναμε γλέντια… Εκτός από το κέντρο κάναμε παρέα στα σπίτι. Μια φόρα είχαμε πάει στο Μπραχάμι. Την μέρα που βάλαμε τσι βέρες. Εγώ με τον Νίκο πήραμε τσι βέρες και βγήκαμε στην Πάρνηθα με το μηχανάκι. Και βάλαμε τσι βέρες και μετά με πήρε ο Νίκος και πήγαμε στο Μπραχάμι. Ήτανε πολύ χωριανοί από δω εκεί και κάθονται ακόμα εκεί. Και ήρθενε μετά κι ο αδερφός μου ο θείος αυτός ο Γιάννης που σου είπα η δική μου η παρέα. Και ένας από εδώ μόλις του [02:00:00]είπαμε πως αρραβωνιαστήκαμε είδε τσι βέρες έβγαλε τσι χοχλιούς άψητους και προσπαθούσε να τσι φάει. Κάναμε παρέες. Θέλω να σου πω για την λύρα μετά. Γλεντήσαμε εκεί όλη μέρα και το βράδυ μπαίναμε στο... Μπαίναμε στο λεωφορείο να φύγουμε και παίζαμε την λύρα στο λεωφορείο μέσα. Από το Μπραχάμι και κατεβήκαμε στην Αθήνα και από την Αθήνα να πάμε στον λόφο και έτυχε να είναι κρητικός ο οδηγός που πηγαίναμε στον λόφο. Δεν σου λέω τίποτα για το τι έγινε μέσα στο λεωφορείο. Παρέες ρε παιδί μου πραγματικά δηλαδή. Θυμάμαι μια φορά και κατεβαίναμε πάλι από το παλατάκι με την λύρα μια δεκαπενταριά άτομα και όσοι ήτανε κρητικοί βγαίνανε από το σπίτια και μας κερνούσανε. Παίζοντας την λύρα τώρα που στην Λεωφόρο Καβάλας δεν είναι ότι… αφού ξέρεις από Αθήνα. Ήτανε όμορφα χρόνια εκείνα, όμορφα. Ήτανε ο κόσμος γλεντούσε δεν ήτανε σαν τώρα που πας μια φορά στο τόσο. Εκεί γλεντούσαμε κάθε σαββατοκύριακο έβγαινε ο κόσμος.
Στο λεωφορείο χορεύανε;
Χορό; Χορό και λέει... ήλεγε ο οδηγός: «Δεν βρίνεται κιανείς οδηγός να ‘ρθει να πιάσει το τιμόνι να χορέψω κι εγώ λίγο;» Σου λέω άλλο πράγμα. Τώρα γίνονται αυτά τα πράγματα;
Και επίσης όταν ήσαστε στο κέντρο που σας πετάγανε τις μπύρες; Τι…Ήτανε τότε συνήθεια; Τι άλλο κάνανε την ώρα που χόρευε πετάγανε πιάτα τι πέταγε κάνεις;
Κοίταξε να δεις όταν δεν μιλούσαμε όταν πετούσανε τα πιάτα όμορφα, αλλά όταν τα πετάγανε ξέρεις... Και πιάτα και χαρτοπετσέτες και λεφτά και… τσι μπύρες μας τσι τσουράγανε έτσι με τα καφάσια και μας λέγανε μετά: «Δικές σας» λέει μετά τάχα να τσι πιούμενε αλλά… Πρώτη φορά όμως έγινε αυτό το πράγμα γιατί είναι επικίνδυνο σου λέω.
Θεωρείτε ότι κανείς μπορεί να… και για εσάς δηλαδή όταν ήσασταν τις παρέες και για όλους, ότι μπορεί κανείς να μην πιει και να περάνει καλά;
Εγώ δεν έπινα ποτέ δηλαδή μπορεί να πιώ ένα ποτηράκι όλη την βραδιά. Ο αδερφός μου ο συγχωρεμένος ο Γιώργης με έλεγε κολόνα. Έτσι παρατσούκλι. Η κολόνα του σπιτιού μας η κολόνα του σπιθιού μας. Και μου έλεγε καμιά φορά: «Έλα κολόνα μου να πιούμε ένα ποτηράκι έλα κολόνα μου να πιούμε ένα ποτηράκι.» Δεν… Όχι ότι δεν άρεσε μ΄ άρεσενε αλλά δεν το είχα εγώ να πίνω κρασί εγώ ήθελα κέφι, ήθελα χορό, λύρα τραγούδι δεν ήθελα εγώ πιοτό.
Οι λυράρηδες βγαίνανε στην όρεξη χωρίς να πιούνε;
Εξαρτάται. Άλλοι βγαίνανε άλλη δεν βγαίνανε αν δεν βλέπανε το παραδάκι. Ήτανε πολύ… Κοίταξε να δεις παιδί μου ο κόσμος δεν είναι όλος το ίδιο. Άλλος είναι του χρήματος, άλλος είναι του κρασιού, άλλος είναι για το κέφι καθένας όπως το... έτσι είναι… Όπως είναι και τώρα έτσι ήτανε και τότε. Αλλά τότε οι ανρθώποι ήτανε πιο… αλήθεια δεν κάνανε δηλαδή εγώ τώρα παίρνω παράδειγμα την εαυτή μου, μια κοπέλα μέσα σε 7 άντρες και δεν κοίταξα ποτέ κανένα με πονηρό μάτι. Όπως εμίλαγα εσένα έτσι μίλαγα και στον άλλο και στον άλλο, στον άλλο. Μπορεί να χα μια συμπάθεια να πούμε σε εσένα, έτσι σαν άνθρωπος να σε αυτό… όχι από κακή πλευρά. Δεν είχαμε ποτέ κακό… και το ‘χαμε και όλοι το λέγανε: «Σαν την Μαρία δεν βρίχνονται γυναίκες τώρα». Γιατί ήμουνε και λιγάκι εμφανίσιμη δεν ήμουνα… και δεν έδινα εγώ σημασία. Δηλαδή σε τίποτα δεν είχα κατωτερότητα από τους άντρες, γυναίκες όπως ήτανε όλος ο κόσμος ήμουνα κι εγώ. Μου άρεσε όμως ήτανε… ήτανε παιδί μου στο αίμα μου το έχω το μερακλίκι τι να κάνω; Έχω ένα, μόνο φεύγουμε από το θέμα μας, ο γαμπρός μου ο Τρικαλινός. Του λέω: «Γιάννη μια χάρη θα σου ζητήσω παιδί μου, όταν θα πεθάνω θα μου φέρεις ένα λυράρη να μου παίξει μια κοντύλια στο τάφο μου. Τίποτα άλλο». «Όχι -μου λέει- γιατί μπορεί να αναρτηθείς! Εγώ θα σού παίξω κλαρίνο να πας πιο βαθιά». Έχει πλάκα μου λέει: «Θα σου φέρω κλαρίνο από τα Τρίκαλα να σε πάω βαθιά, βαθιά». Πάρα πολύ καλό παιδί, καλό παιδί. Χαρά στις μανάδες που γεννούνε τέτοια παιδιά.
Οι γυναίκες σας έλειπαν από τις παρέες; Οι γυναίκες σας έλειπαν από τις παρέες που είχαν τόσους άντρες μέσα;
Οι γυναίκες… σου είπα δεν είναι παιδί μου όλες το ίδιο. Καθένας όπως τον στέλνει ο θεός είναι δεν… Άλλες ζηλεύανε άλλες κάνανε σκηνές άλλες… Εγώ δεν θυμάμαι ποτέ να κάνω σκηνή του Νίκου και προπαντός μπροστά σε κόσμο ποτέ.
Εσείς προτιμούσατε να κάνετε παρέα με γυναίκες ή με άντρες τότε που… όταν εννοώ υπήρχαν τα όργανα και τα λοιπά;
Εμείς πάντα ήμασταν ανακατεμένοι δεν είχα εξαίρεση να πω θα κάνω με άντρες ή με γυναίκες. Πάντα είχαμε, είμαστε ανάμεικτοι, ανακατεμένοι. Ως ελεύθερη σου μιλάω εγώ πως ήμουνα εγώ με τα παιδιά τσι φίλους του. Ήταν τα δύο αδέρφια μου ο Νίκος και κάτι άλλα παιδία από εδώ τριγύρω. Ως ελεύθερη, μετά που αρραβωνιάστηκα και παντρεύτηκα ξέρω ‘γω, ήμασταν όλοι ανακατεμένη οι γυναίκες άντρες μαζί όλοι δεν υπήρχε εξαίρεση δηλαδή.
Μπορούσε μια γυναίκα τότε να κάνει, όταν ήσασταν στην Αθήνα πια που είχατε κάνει οικογένεια και τα λοιπά. Μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε σε μια παρέα εννοώ, ή την έβλεπαν οι άντρες περίεργα;
Κοίταξε να δεις όταν δεν παραφερόσουνα να κάμεις κάτι το ανήθικο να κάμεις κάτι το πονηρό, γιατί όσο και ‘ναναι κανείς θα το καταλάβει. Ήτανε όλα νορμάλ. Ήτανε και ορισμένες που βγαίνανε εκτός. Αλλά είπαμε αυτοί είναι χαρακτήρες δεν μπορείς να.
Εσείς μπορούσατε να τραγουδήσετε άμα θέλατε;
Όχι απαγορευότανε. Ούτε να χορέψω άμα ήθελα άμα δεν το... ‘Θελα ‘πα να του πεις: «Νίκο να πάρω την Μαρία να χορέψουμε;» «Να την πάρεις Κώστα, ή Αντώνη, ή Γιάννη, ή δεν ξέρω εγώ τι». Μόλις εγύριζες την πλάτη σου εσύ για να ‘ρθεις να με πάρεις να χορέψουμε, μου έκανε τα μάτια του... Πού να σηκωθώ εγώ μετά. Δεν σηκωνόμουνα βέβαια, έβρισκα χίλιες δικαιολογίες για να αποφύγω τον καβγά. Δηλαδή Ήξερα ότι άμα σηκωνόμουνα θα είχα μετά προβλήματα.
Πάνω από το πάλκο δηλαδή σας έκανε νόημα;
Ναι ναι, ήταν το σύνθημα αυτό όταν πήγαινε κάποιος να του πει να χορέψουμε με κοίταζε στα μάτια μέσα μέχρι να τον κοιτάξω, να κάνει τα μάτια του επάνω αυτό ήτανε. Αλλά σηκωνόμασταν η παρέα όλη του τραπεζιού χορεύαμε αυτά δεν είχα έλλειψη δηλαδή από χορό.
Αλλά δηλαδή το πρόβλημα ήταν να σηκωθείτε μόνη σας ας πούμε;
Ναι σε ταγκό φερ ειπείν σε σούστα σε τέτοια… Απαγορευότανε.
Μάλιστα. Εντάξει δεν σας κουράσω άλλο γιατί μου έχετε πει και πολλά πράγματα.
Ε ήτανε αυτή η συνέντευξη από τσι γερές.
Μόνο θα σας ρωτήσω αν έχετε να προσθέσετε κάτι;
Σε τι απάνω;
Άμα κάτι έτσι, που δεν, που θυμάστε επιπλέον.
Κοίταξε να δεις δεν θυμάμαι τίποτα. Το μόνο που μπορώ να σου πω δεν ξέρω αν πρέπει να το πω, ότι ήμουνα ένα παιδί καταπιεσμένο. Απ’ τα νιάτα μου από του πατέρα μου το αυτό και από τον άντρα μου καταπιεσμένη. Γιατί όπου υπάρχει ζήλια υπάρχουν τα πάντα. Ο πατέρας μου ήταν αυστηρός πάνω στην ηθική. Ο άντρας μου δεν ξέρω κι αυτός ήτανε πολύ ηθικός βέβαια και σε εμένα και στα παιδιά ήτανε πολύ αυστηρός αλλά ήτανε και πολύ…
Τι θα θέλατε να άλλαζε δηλαδή για να μπορούσατε να είστε κι εσείς πιο ελεύθερη;
Τώρα; Τώρα είναι αργά.
Τότε;
Τώρα είναι αργά αγάπη μου γλυκιά. Τίποτα. Μακάρι να τον είχα και…. Γιατί ξέρεις ο άνθρωπος ο μοναχός ό,τι και να κάνει και όπου και να πάει… Όπως το είχα γράψει και στα βιβλία μου τώρα είμαι ελεύθερη, μπορώ να κάνω ό,τι θέλω αλλά δεν μου το επιτρέπει... Μια ζωή καταπιεσμένη, τώρα που δεν καταπιέζομαι είναι αργά. Έχω και καλές στιγμές έχω και κακές να θυμάμαι. Τι να κάνουμε όλοι οι άνθρωποι είναι έτσι. Δεν πιστεύω να είναι κανείς που να είναι ούτε πολύ ευτυχισμένος από την αρχή μέχρι το τέλος, ούτε πολύ δυστυχισμένος. Κάποιες αναλαμπές θα υπάρχουνε. Περάσαμε φτώχεια, περάσαμε κακουχίες περάσαμε, αυτά... Αλλά δόξα σοι ο Θεός, δόξα τω Θεώ.
Για τις γυναίκες που είναι τώρα μέσα σε όλο αυτό, στην μουσική της Κρήτης, βλέπετε ότι είναι πιο ελεύθερες ή ότι καταπιέζονται;
Αποκλείεται να καταπιέζονται γιατί άμα καταπιεζόταν δεν θα ανεβαίναν στο πάλκο. Να σου πω ελάχιστες είναι αυτές που μου αρέσουνε σαν οργανοπαίχτες εννοώ. Όχι ελάχιστες μπορώ να [02:10:00]σου πω πως δεν μου αρέσει και καμία. Σαν τραγουδίστριες υπάρχουνε πολλές κοπέλες, μου αρέσουνε. Και είναι και σοβαρές ούτε προκαλούνε ούτε… Γιατί μην μου πεις τώρα εμένα όταν πάει μια γυναίκα και ανεβεί στο πάλκο απάνω και φορεί ένα φουστανάκι μέχρι εκεί ή ένα ντεκολτέ δεν προκαλεί. Θα μου πεις τώρα είναι ελεύθερα τα πάντα. Ναι αλλά υπάρχει κάποιος σεβασμός απέντι στην ίδια την εαυτή τσι. Άμα δεν σέβεσαι τον εαυτό σου δεν σέβεσαι κανένα. Εγώ έτσι το θεωρώ. Τώρα θα μου πεις τα μυαλά τα δικά σου τώρα που πάνε με την νεολαία. Αλλά δόξα τω θεώ γιατί και τα παιδιά μου ήταν έτσι. Σου μιλάω ειλικρινά. Γιατί είχανε τον αυστηρό πατέρα, ‘θελα μας επει: «Ετοιμαστείτε το βράδυ θα πάμε στο κέντρο. Την τάδε ώρα θα είστε έτοιμες». Και ήθελε να γυρίσει να μας κοιτάξει: «Αμέ να βγάλεις το φουστάνι που φορείς αλλιώς δεν έρχεσαι». Δηλαδή των παιδιών. Τον καιρό που αρχίσανε τα σορτς και μπαίνανε τα σορτς ωω…. Η μικρή του έμπαινε λίγο γιατί του μοιάζει η μικρή στον χαρακτήρα. Και όταν ήρθε η εποχή να πάει η μεγάλη μου κόρη εκδρομή επταήμερη, οκταήμερη δεν ήθελα υπογράψει το χαρτί. Και ήρθε η μέρα που ήπρεπε να παραδώσει το παιδί το χαρτί του. Εγώ δεν μπορούσα να το υπογράψω δίχως να το, αφού ήτανε ο κηδεμόνας. Και σηκώνεται η μικρή, ήταν η Πόπη τότε 17 χρονών 18; Πόσο και τελείωνε το λύκειο, 18; Ήτανε η μικρή δέκα. Σηκώνεται και βάνει τα χεράκια της τσι στην μέση και στένεται στην πορτά: «Κύριε Βενιανάκη υπέγραψε το χαρτί τσι Πόπης». Τον πιάνουνε τα γέλια: «Τι σε βάλαμε εμείς εσένα; Κηδεμόνα σε βάλαμε; Δεν το υπογράφω». «Υπέγραψε το χαρτί να φύγει να πάει στο σχολείο τσι γιατί πρέπει να παραδώσει το χαρτί σήμερο. Του χρόνου θα υπογράψεις τσι Νίκης και μετά από 10 χρόνια 5 όσο είναι να τελειώσω κι εγώ το σχολείο θα υπογράψεις το δικό μου. Στο λέω από τώρα». Βάνει τα γέλια βάζει την υπογραφή του. Σου λέω η μικρή τον έκανε ό,τι ήθελε. Ό,τι ήθελε όμως η μικρή. Έχει τον ίδιο χαρακτήρα του πατέρα της τον ίδιο, τον ίδιο δεν του φεύγει τίποτα.
Ωραία.
Έκαμα καλά παιδιά δόξα σοι ο Θεός δόξα τω Θεώ, Θεέ μου. Δόξα τον θεό.
Τελευταία μου ερώτηση και δεν ρωτάω κάτι άλλο να σας αφήσω. Από όλο αυτό λοιπόν που μου είπατε σήμερα τι σας έμεινε;
Δηλαδή;
Από όλα αυτά που μου περιγράψατε από όλη την ζωή αυτή.,
Τι να μου μείνει; Οι αναμνήσεις οι παλιές που προσπαθώ να τις αποφεύγω να μην τα θυμάμαι αλλά δεν πειράζει όλα χαλάλι. Χάρηκα που σε γνώρισα.
Κι εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ για την συνέντευξη.
Να είσαι καλά. Και εύχομαι να ξανασυναντηθούμε κάπου
Εννοείται, εννοείται.
Φωτογραφίες

Παρέα
Παρέα με τον Νίκο Βενιανάκη στην λύρα και ...

Νίκος Βενιανάκης
Ο Νίκος Βενιανάκης σε εμφάνιση του σε Κρητ ...

Νίκος Βενιανάκης-Νίκος Κ ...
Στην λύρα Νίκος Βενιανάκης. Στο λαγούτο Νί ...

Παρέα
Παρέα σε κέντρο. Διακρίνονται πρώτος από α ...

Κώστας Τρουλάκης
Ο αδερφός της Μ. Βενιανάκη, Κώστας Τρουλάκ ...

Γλέντι
Γλέντι σε κρητικό κέντρο της Αθήνας. Στην ...

Ο Νίκος Βενιανάκης
Νίκος Βενιανάκης.

Νίκος Βενιανάκης
Ο Νίκος Βενιανάκης.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Μαρία Βεννιανάκη, το γένος Τρούλη, γεννήθηκε στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου. Σε νεαρή ηλικία μετακομίσει στον Κρασούνα Μυλοποτάμου λόγω ενός φονικού που αποδόθηκε στην οικογένειά της, ενώ αργότερα βρέθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε σε εργοστάσιο με αργαλειά και αργότερα στην Εθνική Τράπεζα. Από μικρή είχε πάθος με την κρητική μουσική και τον χορό, και το 1965 παντρεύεται τον Νίκο Βενιανάκη, γνωστό λυράρη της εποχής. Μαζί ζουν αξέχαστα γλέντια με παρέες τον Κώστα Μουντάκη, τον Νίκο Ξυλούρη, τον Μανώλη Κακλή, τους Κατσαμάδες και άλλους. Μέσα από τις περιγραφές της βλέπουμε την θέση της γυναίκας στο κρητικό γλέντι αλλά και τις επιλογές που έκανε η ίδια, ούσα στο πλευρό ενός καταξιωμένου οργανοπαίχτη.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Βενιανάκη
Ερευνητές/τριες
Αντώνης Λεοντίδης
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/05/2021
Διάρκεια
132'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Μαρία Βεννιανάκη, το γένος Τρούλη, γεννήθηκε στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου. Σε νεαρή ηλικία μετακομίσει στον Κρασούνα Μυλοποτάμου λόγω ενός φονικού που αποδόθηκε στην οικογένειά της, ενώ αργότερα βρέθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε σε εργοστάσιο με αργαλειά και αργότερα στην Εθνική Τράπεζα. Από μικρή είχε πάθος με την κρητική μουσική και τον χορό, και το 1965 παντρεύεται τον Νίκο Βενιανάκη, γνωστό λυράρη της εποχής. Μαζί ζουν αξέχαστα γλέντια με παρέες τον Κώστα Μουντάκη, τον Νίκο Ξυλούρη, τον Μανώλη Κακλή, τους Κατσαμάδες και άλλους. Μέσα από τις περιγραφές της βλέπουμε την θέση της γυναίκας στο κρητικό γλέντι αλλά και τις επιλογές που έκανε η ίδια, ούσα στο πλευρό ενός καταξιωμένου οργανοπαίχτη.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Βενιανάκη
Ερευνητές/τριες
Αντώνης Λεοντίδης
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/05/2021
Διάρκεια
132'