Πηγαδάκια Κυνουρίας: Η πορεία μέσα στον χρόνο
Ενότητα 1
Το χωριό και η ιστορία του
00:00:00 - 00:24:57
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα σας. Καλησπέρα. Πείτε μου το όνομά σας. Λέγομαι Παναγιώτης Βρύνιος, το «Βρυ» γράφεται με ύψιλον, είναι ένα όνομα, ένα όνομα,…γράφει. Λοιπόν, έφευγε τώρα τ’ αγόρι, έκλαιγε η μάνα από πίσω, γιατί έκλαιγε η μάνα από πίσω; Γιατί σου λέει: «Δεν πρόκειται να σε ξαναδώ».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Ιστορίες γύρω από διασκεδάσεις, γλέντια και πανηγύρια
00:24:57 - 00:52:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να ρωτήσω κάτι; Εκεί που έφευγε το αγόρι διοργάνωναν μήπως κάποια γιορτή για τη… Θα σου πω. Πολύ καλή η ερώτησή σου. Λοιπόν, θα έφευγε τ’ …α κάποια άλλα έθιμα του χωριού, μιας και είπαμε για τον αφανό. Τα έθιμα του χωριού είναι αυτό που σου είπα με τα πανηγύρια, με τα γλέντια…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Αγροτικές εργασίες και ευρεσιτεχνίες
00:52:38 - 01:02:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μπορούμε να πούμε και για το προξενιό. Είναι με τα γλέντια, θα σου πω ένα γεγονός, το οποίο έζησε το σπίτι το δικό μας, υπήρχε μία φιλονικ…αι καθηγητής του πανεπιστημίου και αγρότης, α; Δεν γίνεσαι το επάγγελμα το δικό σου και να πα να μαζεύει ελιές. Θα μαζέψω φέτος. Εντάξει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Το έθιμο της παρηγοριάς
01:02:41 - 01:06:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, θέλω να ρωτήσω κιόλας αν έχετε και το έθιμο της παρηγοριάς. Α, το έθιμο της παρηγοριάς ήτανε δύσκολο πράγμα, κοπέλα μου, να πούμε,…80 και μετά το πας χορεύοντας. Και το λέγατε έτσι, παρηγοριά; Πώς το λέγατε; Ναι, παρηγοριά ήτανε, 'ντάξει, ήταν της εποχής εκείνης. Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η περιοχή «Νεράιδα» και ιστορίες για νεράϊδες
01:06:02 - 01:17:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να σας ρωτήσω τώρα και για την ιστορία με εκείνο το παιδί που εξαφανίστηκε… Α μπράβο. Λοιπόν, είναι τώρα, ο άνθρωπος αυτός ζει να πούμε, ε… μια μυθολογία, δεν είναι πραγματικότητα τώρα ότι... δεν μπορούσε αυτή να πάει να του βρει το δαχτυλίδι που ήτανε κρυμμένο; Μην τρελαθούμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Μύθοι και έθιμα γύρω από τον γάμο
01:17:21 - 01:24:47
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, θα σου πω τώρα για τους γάμους, θες να το πούμε για τους γάμους; Ναι, ναι, ναι. Θα το πούμε, θα μου βγάλει την ψυχή τούτο δω. Λοιπ…ωριό, το οποίο δεν έχει ορεινό όγκο με πέτρα, είναι όλο με χώμα. Χωματοβούνια. Το οποίο ήτανε πιο προσοδοφόρα αυτά για τους κατοίκους εκεί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η προσωπική ιστορία του γάμου του αφηγητή
01:24:47 - 01:36:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και εσείς πώς παντρευτήκατε; Α εγώ ήρθα εδώ κάτω, το ’75, έπιασα δουλειά στο εργοστάσιο εδώ πάνω του Καρέλλα και... το ‘75, έτσι; Ήμουνα μο… ο Χρήστος ο Ευθυμίου, ο οποίος με βόηθησε στη δουλειά – σ' το ‘πα τότε, το έχουμε γράψει; Ναι. Λοιπόν. Δεν είχαμε πει ποιος ήτανε όμως.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Η ιστορία των τοπικών εκκλησιών και η σχέση του αφηγητή
01:36:03 - 01:59:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι, τον οποίον δεν τον ξέχασα μέχρι που πέθανε, δεν τον ξέχασα, το εκτίμησα αυτό και η γυναίκα του, μακαρίτισσα κι αυτή, λέει: «Παναγιώτη,… τιμωρία έξω στην αυλή και ακούει Facebook. Τ’ ακούω εγώ το τηλέφωνο που φωνάζει. Ωραία, ευχαριστώ πολύ. Τίποτα, καμάρι μου, να ‘σαι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα.
Πείτε μου το όνομά σας.
Λέγομαι Παναγιώτης Βρύνιος, το «Βρυ» γράφεται με ύψιλον, είναι ένα όνομα, ένα όνομα, ένα επίθετο, το οποίο δεν υπάρχει πουθενά αλλού, έχει μόνο ρίζες Πηγαδάκια. Όπου υπάρχει αυτό το όνομα είναι κάποιος που ο αρσενικός κρατάει το επώνυμο –για o θηλυκός το χάνει– είναι ένας που έφυγε –θέλεις μετανάστης ήτανε, θέλεις έμεινε φαντάρος κάπου– όπου υπάρχει αυτό το όνομα «Βρύνιος» είναι γέννημα θρέμμα Πηγαδάκια. Τώρα πώς προήλθε αυτό το όνομα. Ψάχνοντας στη Βιβλιοθήκη Αθηνών εβρήκαμε ότι αυτό το όνομα έχει ρίζες από την εποχή των Παλαιολόγων. Υπήρχε ένας υπασπιστής των Παλαιολόγων, της Σπάρτης, ο οποίος λεγόταν Νικηφόρος Βρυέννιος. Λοιπόν, αυτός τελειώνοντας το Βυζάντιο χάθηκε. Έμειναν όμως οι απόγονοι αυτού, οι οποίοι λεγότανε Βρυέννιος, αλλά για χάρη συντομίας, προφοράς, ή συντομίας ή προφοράς βγάλαμε, να μην υπάρχουν 2 φωνήεντα μαζί, το ύψιλον και το έψιλον, αφαιρέσαμε το έψιλον. Οπότε έγινε από Βρυέννιος, έγινε Βρύνιος. Αυτό το όνομα ήρθε στα Πηγαδάκια –κατά πληροφορίες δεν είμαστε σίγουροι, δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία– ήρθε στα Πηγαδάκια τον 14ο με 16ο αιώνα, σαν κτηνοτρόφοι. Λέω τώρα και για τα Πηγαδάκια. Λοιπόν, τα Πηγαδάκια είναι ένα χωριό, το οποίο είναι διασταύρωση από τον δρόμο της Σπάρτης, είναι σήμερα 2,5 χιλιόμετρα οδικώς με το αυτοκίνητο, είναι στις πλαγιές του ορεινού όγκου του Κούκουρα, Κούκουρας είναι το όρος αυτό, το οποίο η κορυφή του είναι στα Άνω Βέρβενα, τα ορεινά Βέρβενα, και είναι οι πρόποδες του Πάρνωνα. Λοιπόν, το χωριό αυτό ονομάστηκε «Πηγαδάκια», επειδή η μετέπειτα από τον Βρύνιο ήτανε Γούνης, Τσόπελας και Χασάπης, οι οποίοι ήρθανε από ένα χωριό της Μάνης, το οποίο λεγότανε Πηγαδάκια. Λόγω του ότι το χωριό αυτό κυνηγιότανε από τους Οθωμανούς τότε, τους Τούρκους, ορισμένοι φύγανε να κατοικήσουνε κάπου αλλού πιο ήρεμα, να έχουν πιο ήρεμη ζωή και πήγανε στο χωριό αυτό. Αυτό το χωριό δεν είχε νερό, όπως ξέρουμε το νερό είναι μια πηγή ζωής αυτό είναι, μια πηγή ζωής, και τι κάναν; Για να έχουνε νερό πόσιμο και για τα ζώα τους, ανοίξανε πηγάδια. Από τα πηγάδια αυτά σώζονται ορισμένα. Είναι του, είναι του... είναι του Γιάνναρη το πηγάδι, είναι τον μπάρμπα Χρήστου του Ξούρα –«Ξούρας», παρατσούκλι, Βρύνιος λέγεται– το πηγάδι, είναι του παπά το πηγάδι και είναι και το πηγάδι του Αποστόλη του Βρύνιου και κάτω από αυτό το πηγάδι, πιο κάτω, υπάρχει ένα εξωκλήσι, το οποίο δεν απέχει από το χωριό πολύ, είναι γύρω τα 100 μέτρα. Ήταν η πρώτη εκκλησία του χωριού. Αυτό εφτιάχτηκε το 1806 από έναν ονόματι Γούνης Ιωάννης, Γούνης Ιωάννης, το οποίο ήταν το πρώτο εκκλησάκι του χωριού. Αυτό τότε είχε και ένα μικρό νεκροταφείο, διότι δε συνηθίζανε οι χωρικοί να ενταφιάζουν τους δικούς τους σε κοινό τόπο, πώς είναι σήμερα. Τον παίρναν τον νεκρό και τον πηγαίναν στο χωράφι ή στον κήπο. Φιλοξενεί σήμερα τους παπάδες του χωριού, γιατί υπήρχε το έθιμο ότι ο παπάς του χωριού θα θάβεται πίσω από το ιερό, λόγω σχήματος, λόγω θρησκείας, έτσι; Εκεί φιλοξένησε τον πρώτο παπά του χωριού, τον Δημήτριο τον Κολοβό, ο οποίος πέθανε το 1929, μετέπειτα φιλοξενεί τον Γεώργιο Βαστή και φιλοξενεί και τον πατέρα μου, τον Μενέλαο το Βρύνιο. Έγιναν 3 παπάδες. Λοιπόν, μετέπειτα από, όπως προείπα ότι αυτό το εκκλησάκι ήταν η πρώτη εκκλησία, μετά από τους χωρικούς, επειδή άρχισε το χωριό να μεγαλώνει από εισερχόμενους, οι οποίοι ήταν όλοι τσοπάνηδες, αυτή ήτανε η δουλειά τότε, να είσαι τσοπάνης. Και κτηματίας στα κτήματα. Λοιπόν, τα κτήματα τότε δεν ήταν κανένα με συμβόλαια με τέτοια να πούμε, όποιος είχε περισσότερη χειρωνακτική δύναμη έπαιρνε περισσότερο τόκο, με κατάλαβες; Ωραία. Λοιπόν, επαίρναν τα κτήματα, άλλα ήτανε καλλιεργήσιμα, άλλα δεν ήτανε, προσπαθήσανε να τα κάνουνε καλλιεργήσιμα όπως ξέρανε, βγάλαν από μέσα τα υπόλοιπα δέντρα που ήτανε και τα λοιπά και φτιάχτηκαν τα κτήματα. Κάτω, στο κάτω μέρος του χωριού μας υπάρχει ένα ποτάμι το οποίο έρχεται από τα Βούρβουρα, πηγάζει από τα Βούρβουρα. Το οποίο ποτάμι αυτό δεξιά-αριστερά είναι καλλιεργήσιμο. Εκεί στο ποτάμι αυτό ανοιχτήκαν άλλα πηγάδια, τα οποία δεν ήτανε για πόσιμο νερό, ήτανε για την καλλιέργεια. Η άντληση του νερού γινόταν τότε με το μαγκάνι, τα οποία μαγκάνια υπάρχουν σήμερα σε ορισμένες, ορισμένα μέρη, τα έχουνε περισσότερο σαν διαφημιστικά. Αν πας στο δρόμο που πάμε για Τρίπολη στην Τεγέα, θα δεις μετά τις Ρίζες ένα πηγάδι, το οποίο έχει το μαγκάνι απάνω και το έχουνε βάψει να κεραμιδί χρώμα. Όταν θα πας κάποια μέρα, πηγαίνοντας για Τρίπολη δεξιά, πάρε το τηλέφωνό σου και βάλε μία φωτογραφία, θα το ‘χεις για ενθύμιο. Αυτό ήταν το μαγκάνι, το οποίο γύριζε γύρω γύρω με ένα άλογο, είχε ένα σύστημα που κατέβαιναν κάτω τέσες, κουβάδες, να το πω έτσι, ανεβαίναν απάνω και γινότανε ένας κύκλος μια αλυσίδα επάνω κάτω όπως γύριζε το μηχανισμός του μαγκανιού και έβγαζε το νερό, το οποίο πήγαινε με το αυλάκι και ποτίζαμε τότε βάναμε πατάτες, βάναμε κολοκυθιές, βάναμε ντομάτες, βάναμε φασολιές, βάναμε χίλια δυο πράγματα. Όλα αυτά για να τα ‘χουμε απόθεμα στο σπίτι για να βγάλουμε το υπόλοιπο, τους υπόλοιπους μήνες. Αν περίσσευε κάτι, το πουλάγαμε και παίρναμε 5 δραχμές για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Αυτό είναι μία ιστορία γύρω από το... από το χωριό. Τώρα αν θες να σου πω για την αρχαία πόλη την Ίασο, το οποίο συνδυάζεται με το ποτάμι. Είναι η εποχή του 1916 και ξέρανε οι πατριώτες εκεί πέρα και από τα Πηγαδάκια και από τις Καρυές και από τα Βούρβουρα, που είναι τα κοντινά χωριά ότι εκεί υπήρχε κάποτε ένα χωριό. Δεν ξέραν όμως τι χωριό ήταν αυτό. Λοιπόν και αρχίζανε να παίρνουνε διάφορα αντικείμενα που ήντουσαν εκεί για εκμετάλλευση, δηλαδή τα αντικείμενα αυτά τι ήταν τα περισσότερα, ήτανε κεραμίδια, τα οποία ήτανε όπως είναι σήμερα ένα τούβλο. Λοιπόν αυτά τα κεραμίδια τα παίρνανε ήταν αυτά χειροποίητα της εποχής εκείνης –προ Χριστού η πόλις, το χωριό αυτό– και φτιάχνανε τους λεγόμενους ξυλόφουρνους. Γιατί ήτανε η πρώτη ύλη έτοιμη. Λοιπόν, φτιάχνανε τους ξυλόφουρνους, τότε ένας τσοπάνης έχασε κάποια ζώα, τώρα κατσικάκι ήτανε, κατσίκα ήτανε, λοιπόν και πήγε να τη βρει, αυτή φώναζε και πήγε να τη βρει κι ήτανε σε ένα τούνελ αυτή και δεν μπόραγε να βγει. Προχώρησε εκεί μέσα, ήτανε σκοτάδι δεν μπορούσε να δει πολλά πράγματα και το ανακοίνωσε ότι υπάρχει ένα τούνελ και το άκουσε ένας από τα Βούρβουρα, ο οποίος είχε σπουδάσει Αρχαιολογία, που για μένανε, το γράφω και στο κείμενο, ήταν ο πατέρας της Αρχαιολογίας. Λοιπόν, αυτός λεγότανε Κωνσταντίνος Ρωμαίος, ο οποίος όταν άκουσε αυτό το πράγμα κατάλαβε ότι αυτό το τούνελ οδηγεί κάπου. Προχώρησε τότε, την εποχή εκείνη, το 1916, και βρήκε ένα θολωτό τάφο, μυκηναϊκής εποχής. Αυτός ο τάφος προοριζότανε για τον βασιλιά. Μετέπειτα ήρθε ο δεύτερος, ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος ‘16-’18, δεν μπόρεσε να κάνει κάτι, ήρθε η Μικρασιατική καταστροφή μετά δεν μπόρεσε να κάνει κάτι, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ξεκίνησε να κάνει μερικές έρευνες, βρήκε μέσα έναν τάφο, έναν νεκρό. Ο οποίος νεκρός αυτός δεν αντιστοιχούσε σε βασιλιά. Δηλ[00:10:00]αδή ο βασιλιάς έπαιρνε κοντά του και ό,τι χρυσαφικό είχε, του βάνανε διάφορα αντικείμενα για τη μετά ζωή, όπως πιστεύουμε και σήμερα ότι υπάρχει μετά ζωή και τα λοιπά, τέλος πάντων. Αυτά είναι άλλου παπά ευαγγέλια, που λέμε. Λοιπόν, έκανε ό,τι έκανε, μετά έκανε κάτι άλλες ανασκαφές, τα οποία ευρήματα, έκανε τις ανασκαφές επί 10 καλοκαίρια, από το ‘60 μέχρι το ’70. Λοιπόν, ο Παυσανίας, ο Ρωμαίος, συγγνώμη, ο Ρωμαίος ο αρχαιολόγος έχει γυρίσει, έχει περπατήσει όλη την Ελλάδα. Διαβάζοντας Παυσανία, το τονίζω αυτό, διαβάζοντας Παυσανία ο Ρωμαίος έβρισκε αρχαιολογικά μνημεία. Και κάθε μνημείο που έβρισκε αυτό, το χαρτογραφούσε και το άφησε ως ευρήματα για τους επόμενους αρχαιολόγους, οι οποίοι κανένας δεν έχει αναφέρει το όνομά του. Αυτό είναι λυπηρό, ότι κανένας δεν ανέφερε το όνομά του, ότι ήτανε ευρήματα ενός άλλου, προηγούμενου αρχαιολόγου. Λοιπόν, ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο βασιλιάς της πόλης Ίασος –με γιώτα– είχε τάμα, όπως κάνουμε εμείς τάμα σήμερα, είχε τάμα να θαφτεί στις πηγές του Αλφειού. Ποιος είναι ο Αλφειός; Ένα ποτάμι της Αρκαδίας. Από πού πηγάζει; Σήμερα που ξέρουμε εμείς οι νεότεροι, ξέρουμε ότι πηγάζει από τον Ταΰγετο. Περνάει τη Μεγαλόπολη, Καρύταινα, Κρέστενα και φτάνει και χύνεται στις εκβολές του Πύργου στο Ιόνιο πέλαγος. Τώρα τι δουλειά είχαν οι πηγές του Αλφειού στα Βούρβουρα; Ε; Ωραία. Διαβάζοντας Παυσανία, βρίσκουμε ότι ο Αλφειός είχε πηγές απ’ τα Βούρβουρα. Πώς όμως; Ότι εκείνη την εποχή πιο πάνω από την πόλη αυτήν, υπήρχανε πηγές οι οποίες περπάταγε το νερό, πέρναγε κάτω από το ποτάμι και πιο κάτω από το χωριό μας, το οποίο το γνωρίζω εγώ το σημείο αυτό, λέγεται «συμβολή», το ‘χει ονομάσει ο Παυσανίας συμβολή. Πώς το ονόμαζε συμβολή; Ότι εκεί υπήρχε μία μικρή καταβόθρα, έπεφτε το νερό εκεί και έβγαινε πού, κοπέλα μου; Στην Ασέα. Έχεις πάει για Μεγαλόπολη; Δεν έχεις πάει, να πας. Λοιπόν, όταν φτάσεις στην Ασέα, περνώντας το χωριό αυτό θα δεις «Πηγές», μια ταμπέλα γράφει «Πηγές Αλφειού». Λόγω γεωγραφικού σχηματισμού και γεωγραφικού ύψους, η συμβολή αυτή ήταν πιο ψηλότερη από τις πηγές κει κάτω του Αλφειού, οπότε το νερό έπεφτε εκεί και έβγαινε εκεί κάτω. Για εκείνο ο Παυσανίας το έχει ονομάσει «Πηγές Αλφειού». Λοιπόν, εθάφτηκε λέει ο βασιλιάς στις πηγές του Αλφειού, άι βρες τον τώρα κείθε πάνω που είναι. Λοιπόν, πάει αυτό. Λοιπόν, γύρω από το χωριό μας, έτσι; Μετέπειτα φτιάχτηκε από την εκκλησία αυτή –έκανα μία παρένθεση με την πόλη Ίασος– φτιάχτηκε μια κεντρική εκκλησία στο χωριό μας, είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου αυτή. Μετέπειτα την Κοίμηση της Θεοτόκου χρηματοδοτήθηκε από τους ομογενείς της Αμερικής –γιατί εμείς δεν είχαμε το χρήμα– να χαλαστεί η εκκλησία για να φτιαχτεί καινούργια. Λοιπόν, έστειλαν τα λεφτά δώθε, ένας ευεργέτης, ο οποίος λεγότανε Ηλίας Φλέσουρας με τα αδέρφια του και ένας άλλος, ο οποίος ήταν δωρητής και έδωσε τον χώρο για να φτιαχτεί η εκκλησία. Και πρωτεργάτης –έχω φωτογραφία την έχω βάλει στο κομπιούτερ τώρα σε ποιο σημείο είναι δε θυμάμαι, θα τη βρω στον υπολογιστή την έχω, είναι μια φωτογραφία της εποχής εκείνης– είναι ο μακαρίτης ο πατέρας μου απάνω στη, στον τοίχο της εκκλησίας και αρχίζουν να την έχουν ξεσκεπάσει και αρχίζουν να τη χαλάνε, πρώτος ο παπάς απάνω. Λοιπόν, πάει αυτό. Λοιπόν, φτιάχτηκε η εκκλησία, εγκαινιάστηκε, τη θυμάμαι εγώ ήτανε στη χρονολογία τη δικιά μου, ήταν, εγώ γεννήθηκα το ’51, η εκκλησία εγκαινιάστηκε το ’63. Λοιπόν, ’60 με ’63 φτιάχτηκε η εκκλησία. Ήμουνα αρκετά παιδί, τη θυμάμαι. Από 6-7 χρονών έχω ένα θυμητικό και θυμάμαι. Λοιπόν, φτιάχτηκε η εκκλησία, η οποία είναι μέχρι σήμερα. Το καμπαναριό είναι εκτός της εκκλησίας, δεν ακουμπάει απάνω, φτιάχτηκε με μάρμαρα από το χωριό Βέρβενα, περιοχή Μαρμαριά. Τότε είχε, και σήμερα ακόμα, υπάρχει ένα μικρό λατομείο, βγάνουνε μάρμαρα. Λοιπόν, αυτά γύρω από το χωριό μου. Λοιπόν, ήρθε η ύδρευση, όπως προείπα την προηγούμενη φορά, και το ξέχασα να πω τη λεγόμενη, πώς τη λέμε τη λέξη, διαφθορά. Λοιπόν δεν είναι σήμερα η διαφθορά, υπήρχε από πριν Χριστού. Λοιπόν. Μαζευτήκανε λεφτά από την Αμερική να φτιαχτεί το υδραγωγείο από την πηγή, να έρθει με σωλήνες μέχρι το χωριό. Εστείλαν τα λεφτά, τα οποία λεφτά δε φτάσανε ούτε να αγοράσουμε τις σωλήνες, γιατί να πάρω και εγώ 5 να πάρεις κι εσύ άλλα 5, πάνε τα λεφτά, σωθήκανε τα λεφτά, κοπέλα μου. Λοιπόν, τι να κάνουν οι πατριώτες, σου λέει, δε γίνεται αλλιώς. Ξαναμαζέψανε λεφτά. Ξαναμαζέψανε λεφτά και στέλνουνε αντιπρόσωπο τον Ιωάννη το Σώτηρα, τον οποίο τον θυμήθηκα εγώ, τον πρόλαβα τον άνθρωπο αυτόνε. Μεγάλος στην ηλικία. Λοιπόν και του είπανε: «Θα καθίσεις μέχρι που το νερό θα έρθει στο χωριό, δεν θα τους δίνεις λεφτά, αν δεν σου δίνουν απόδειξη», πόσο δηλαδή στοίχισε αυτό, πόσο στοίχισε αυτό, πόσο στοίχισε αυτό. Λοιπόν, «Δε θα μας ξανακλέψουνε οι πατριώτες». Λοιπόν και ήρθε ο μπαρμπα-Γιάννης εδώ που τον πρόλαβα και μαζευόντουσαν το βράδυ στην ταβέρνα, ρεύμα δεν υπήρχε κτλ. Λοιπόν και του λέγανε: «Μπαρμπα-Γιάννη πρέπει να δώσεις τόσα λεφτά». Λέει: «Γιατί να δώσω τόσα, πού πήγανε;» λέει. «Αφού» λέει «οι εργάτες είναι αφιλοκερδώς από το χωριό, δεν πληρώνουμε εργατικό προσωπικό, να πληρώνουμε μόνο τα υλικά που θα ρίχναμε» μερικά φουρνελάκια κτλ. Λοιπόν, σκαφτικά δεν υπήρχαν την εποχή εκείνη όπως είναι σήμερα. Λοιπόν και από τα λεφτά που είχανε μαζέψει εμείνανε κιόλας. Φαντάζεσαι τώρα τι γινόταν τότε και τι γίνεται σήμερα. Λοιπόν και ήρθε το νερό στο χωριό, το οποίο μοιράστηκε, μοιράστηκε –εδώ να δεις μια ιστορία που έγινε στα παιδικά μας χρόνια– μοιράστηκε το χωριό αυτό σε πέντε κοινοτικές βρύσες. Αυτές οι βρύσες ήταν της γειτονιάς, κάθε γειτονιά είχε και μια βρύση. Πηγαίναμε τότε με τα δοχεία και παίρναμε νερό. Δεν είχαμε στο σπίτι νερό. Λοιπόν, για τα ζώα ή για να μαγειρέψεις να πλύνεις, να ποτίσεις τα λουλούδια σου, να, να, να οτιδήποτε υπήρχε χρήση γύρω από το νερό. Μετέπειτα επί εποχής προεδρίας Αναστασίου Χασάπη, ο οποίος ήταν ένας άνθρωπος παμπόνηρος. Αυτός άμα έκανε φροντιστήριο στο χωριό, θα είχε βγάλει άλλους 10 ακόμα, αλλά δεν ήθελε. Να πιάσει δηλαδή 20 νέους ανθρώπους και να τους κάνει εκπαίδευση. Να τους πει εδώ: «Αυτή είναι πονηριά για καλό, αυτή είναι για κακό, αλλά και τα δύο συνδυάζονται, βοηθάει το ‘να τ’ άλλο». Να εκπαιδεύσει 20, από τους 20 θα ‘βγαζε 5. Με κατάλαβες; Λοιπόν, επί προεδρίας αυτουνού του Αναστασίου Χασάπη ήρθε το νερό στα σπίτια. Αρχίσαμε τότε να έχουμε βρύση στο σπίτι –μεγάλο πράγμα αυτό– μετέπειτα ήρθε η δικτατορία, το οποίο το ‘χω γραμμένα, ήρθε η δικτατορία, η οποία δικτατορία σε όλα τα κράτη που πέρασε η δικτατορία, άλλα κράτη φτιαχτήκανε με τη δικτατορία και άλλα φτωχεύσανε. Γιατί ο δικτάτορας ήταν και μονάρχης και ό,τι ήθελε έκανε. Λοιπόν, ο δικτάτορας ο δικός μας, Παπαδόπουλος, όλοι τον γνωρίζουνε, ξεκίνησε με καλές ιδέες. Αλλά στην πορεία του χρόνου όλες αυτές οι καλές ιδέες χάνονται. Γιατί σε επηρεάζουνε διάφοροι παράγοντες. Λοιπόν, ο Παπαδόπουλος αυτός ο δικτάτορας, έβγαλε έναν νόμο και είπε ότι θα φτιαχτούνε στα σπίτια τουαλέτες προς αποφυγή μολύνσεων, ασθενειών και τα λοιπά, να υπάρχει υγιεινή στο σπίτι. Κι άρχισε τότε η λεγόμενη ανάπτυξη των τεχνιτών, τεχνίτες τώρα, έτσι; Και καθένας που είχε 5 δραχμές από την οικονομία του, από τις δουλειές του έφτιαχνε μία προσθήκη. Η προσθήκη τι ήτανε; Να φτιάξει μία κουζίνα και μία τουαλέτα, οι οποίες υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Λο[00:20:00]ιπόν, φτιάχτηκαν αυτά, δούλεψε ο κόσμος, δουλέψανε μηχανήματα και τα λοιπά. Λοιπόν, τώρα θα σου πω τη ζωή εκείνη, μέχρι και το ’70, τα μισά του ’70, όχι τελειώνοντας τη δεκαετία του ‘70 ότι εσπέρναμε το σιτάρι. Το σιτάρι τι ήτανε; Ήταν η πρώτη τροφή του ανθρώπου, η πρώτη τροφή του ανθρώπου ήτανε το ψωμί. Ετότε κοπέλα μου εζύμωνε η μάνα μας μία ή δύο φορές τη βδομάδα. Η βασική τροφή του ανθρώπου ήταν το ψωμί. Δε χορταίναμε ψωμί! Να πω έτσι την αλήθεια μου, δε χορταίναμε ψωμί. Δεν είχαμε κάτι άλλο να φάμε. Δε χορταίναμε το ψωμί. Λοιπόν, μόλις εφούρνιζαν οι γυναίκες, κάθε σπίτι είχε και έναν φούρνο και έβγαινε από μέσα το ψωμί, μοσκοβόλαγε η γειτονιά ψωμί! Και λέγαμε: «Ψωμί»! Λοιπόν, αυτό με τη, που λέμε, τα σπέρναμε, τα θερίζαμε δια χειρός με το δρεπάνι, δεν υπήρχε εύκολη πρόσβαση μετέπειτα να πάει η μηχανή μέσα, οι κομπίνες βγήκανε μετά και τα λοιπά, γιατί ήτανε κατσικόδρομοι και τα λοιπά. Λοιπόν, θερίζαμε με το δρεπάνι, τα φτιάχναμε δεμάτια, τα κουβαλάμε με τα ζώα, είχαμε θημωνιές, πώς το λέμε, ο καθένας είχε μια θέση που θα ‘βανε όλα του τα δεμάτια και θα ερχότανε μετά η αλωνιστική μηχανή και τα αλώνιζε και βγάναμε το σιτάρι, το άχυρο για τα ζώα και τα λοιπά. Λοιπόν, ήτανε μια δύσκολη εποχή, κουραστική και λες τώρα πάρε, κουράζομαι ένα διάστημα του χρόνου για να βγάλω το ψωμί. Έτσι; Λοιπόν, υπήρχανε τα ζώα, κατσικάκια, αρνάκια, τέτοια που είχε ο καθένας για το σπίτι του κι άλλοι που τα ‘χανε για εκμετάλλευση, είχανε κοπάδι μεγάλο. Μετέπειτα αυτό το ψωμί καταργήθηκε. Και σε ρωτάω σήμερα. Πόσο ψωμί έφαγες σήμερα; Μισή φετούλα. Από τη φραντζόλα. Μισή φετούλα. Τότε δεν έφτανε η φραντζόλα, την τρώγαμε όλη. Σήμερα το ψωμί είναι το λιγότερο που θα φας στο σπίτι. Έτσι; Καταργήθηκε το ψωμί. Καταργήθηκε ο σπόρος ο παλιός και βρήκε, βρέθηκε ο καινούργιος σπόρος, ο οποίος ήταν πιο παραγωγικός, έβγανε περισσότερα κιλά και τα λοιπά. Μετά μπαίνουμε τώρα, μετά τον εμφύλιο μπαίνουμε στη δεκαετία του ’50. Ο εμφύλιος, όπως προείπα, ήταν ένα κακό σημείο, άλλοι φτιαχτήκαν άλλοι σκοτωθήκαν, άλλοι από δω, άλλοι από κει. Λοιπόν, έρχεται η δεκαετία του ’50, έρχεται η λεγόμενη μεταπολίτευση, πρώτη μεταπολίτευση, και άρχισε ο κόσμος να ψάχνεται τι θα κάνει, όπως εσείς σήμερα που είσαστε νεολαίοι ψαχνόσαστε να βρείτε μια δουλειά, έτσι; Τότε σπουδές δεν υπήρχανε. Δεν υπήρχαν, γιατί δεν είχαμε, δεν υπήρχε, πώς να το πω, το χρειαζόμασταν το παιδί στο σπίτι να μας βοηθήσει στις δουλειές τις αγροτικές, δεν είχαμε το περιθώριο να το αφήσουμε να πάει Γυμνάσιο να σπουδάσει και τα λοιπά τη δεκαετία του ‘50 μιλάω τώρα. Λοιπόν, οπότε ψαχνότανε ο νέος και κυρίως το αγόρια να βρούνε μία δουλειά. Πού θα τη βρούμε τη δουλειά; Μετανάστευση, έτσι; Η πρώτη μετανάστευση ήτανε η εσωτερική μετανάστευση, να φύγω να πάω στην Αθήνα, να πάω σε μια μεγάλη πόλη. Μεγάλες πόλεις τι είχανε; Προσφέρανε δουλειά, υπήρχε μεροκάματο. Λοιπόν, εδώ θα το πω με ένα παράπονο ότι εφύγανε πολλοί από το χωριό μας, οι οποίοι όταν ήρθανε μετά από 5-6 χρόνια είπανε ότι: «Πώς περνάτε βρε, είσαστε καλά;» «Φτώχεια και ερημιά!» ήταν ο πρώτος ρατσισμός εναντίον των Ελλήνων. Ο Έλληνας με τον Έλληνα, ο συγγενής με το συγγενή, ο φίλος με τον φίλο. Ο πρώτος ρατσισμός. Να μην έρθεις εσύ απάνω, γιατί σε φοβότανε. Γιατί; Φοβότανε ότι έχεις καλύτερο μυαλό, είσαι πιο έξυπνος από αυτόνε ότι τα χέρια σου μπορούν να πιάσουνε μια δουλειά καλύτερη από τη δικιά του και σου λέει, να μη γίνει αυτός ο καλύτερος από μένα, πρέπει να πούμε και δεν περνάμε καλά, έτσι; Ο πρώτος ρατσισμός. Η άλλη μετανάστευση ήτανε ότι φύγαμε να πάμε Αμερική, Αυστραλία. Εμείς απ’ το χωριό μας δεν πήγαμε στην Ευρώπη, όπως η Βόρειος Ελλάδα πήγε Γερμανία, εμείς δεν πήγαμε. Εμείς πήγαμε Αυστραλία, Αμερική, Καναδά. Αυτά τα τρία γράφει. Λοιπόν, έφευγε τώρα τ’ αγόρι, έκλαιγε η μάνα από πίσω, γιατί έκλαιγε η μάνα από πίσω; Γιατί σου λέει: «Δεν πρόκειται να σε ξαναδώ».
Να ρωτήσω κάτι; Εκεί που έφευγε το αγόρι διοργάνωναν μήπως κάποια γιορτή για τη…
Θα σου πω. Πολύ καλή η ερώτησή σου. Λοιπόν, θα έφευγε τ’ αγόρι, ξέρω ‘γω, μετά από σήμερα που κουβεντιάζουμε, μετά από 2, 3, 4 ημέρες. Λοιπόν, καθόταν ο πατέρας του σπιτιού, το αφεντικό τώρα που λέμε του σπιτιού και έσφαζε ένα ζωντανό, όπως σήμερα γίνεται. Λοιπόν ένα αρνί, ένα πρόβατο, μία κατσίκα, όπως γίνεται. Λοιπόν, αυτό έκανε ένα τραπέζι, κάναν ένα γλέντι, υπήρχαν και οργανοπαίκτες στο χωριό μας, υπήρχε ένας ο οποίος έπαιζε, δύο, οι οποίοι παίζαν ωραίο βιολί. Μιλάμε τώρα παίζαν, μιλάμε για βιολί αηδόνια. Υπήρχε ένας γέροντας, τον οποίο τον πρόλαβα κι αυτόνε, ο οποίος έπαιζε πίπιζα και χτύπαγε και το τύμπανο. Και υπήρχε και ένας ο οποίος έπαιζε το λαούτο. Το λαούτο, ένα ωραίο όργανο, σκαλιστό, πολύ ωραίο, το ‘χουνε τώρα, το έχει τώρα το... ο γιος του αυτουνού. Λοιπόν, εκάνανε γλέντι. Γλεντάγανε μέχρι το πρωί! Λοιπόν, τότε υπήρχε στα περισσότερα σπίτια, στο 90% των σπιτιών, υπήρχε κρασί στο σπίτι. Δηλαδή πώς λεγότανε το κρασί. Είχαν αμπέλια και τρυγάγανε την εποχή όπως σήμερα τώρα αυτή την εποχή, τώρα σήμερα Σεπτέμβριος, τέλος Σεπτέμβρη βράζει ο μούστος. Έβραζε ο μούστος να γίνει κρασί. Λοιπόν και παίρνανε κρασί από τα σπίτια και πίνανε, τρώγανε, πίνανε, γλεντάγανε και του λέγανε: «Άντε και καλή αντάμωση», λοιπόν, έτσι; «Άντε και καλή αντάμωση». Θα φέρω ένα παράδειγμα, ζωντανό παράδειγμα. Έφυγε ο αδερφός του πατέρα μας, ο δεύτερος στη σειρά, το τρίτο ήτανε κορίτσι. Έφυγε ο Αλέξανδρος –και θα πω αυτό μετέπειτα κάτι– να πάει Αμερική. Είχε τελειώσει το γυμνάσιο στην Τρίπολη, εξατάξιο Γυμνάσιο. Όχι, ναι, εξατάξιο. Λοιπόν, έφυγε να πάει πριν πάει στρατιώτης, 19 χρονών, έφυγε να πάει στην Αμερική. Έφυγε, πήγε στην Αμερική. Η δυσκολία, όταν πας σε ένα ξένο κράτος, είναι να μάθεις τη γλώσσα. Βρίσκεις μια δουλειά, σε βάνουν να δουλέψεις, δε σ’ αφήνουνε, σε βάνουνε κει χάμου με νοήματα, με άλλους που ξέρουν τα ελληνικά εκεί μέσα και κοντά στα ελληνικά θα μάθεις και τα εγγλέζικα. Λοιπόν, έμαθε τα εγγλέζικα, προχώρησε τη ζωή του, μεγάλωσαν οι δουλειές του και τα λοιπά, επέθανε ο πατέρας του και η μάνα του και δεν τον είδανε. Για κείνο έκλαιγε η μάνα. Πατέρας κλαίει διαφορετικά, δεν είναι ότι δε συγκινιέται ο πατέρας, αλλά η μάνα εκδηλώνεται. Έκλαιγε η μάνα ότι δεν θα ξαναδεί το παιδί. Κι όντως, πολλά παιδιά δεν είδανε μάνα και πατέρα ή ορισμένοι δεν είδαν και καθόλου λόγω δυσκολιών. Λοιπόν, ήρθε ο πατέρας μας, όχι ήρθε ο αδερφός του πατέρα μας και ο θείος μετά από 45 χρόνια να δει τον αδερφό και την αδερφή, οι οποίοι ζούσαν. Και ήρθε με τη γυναίκα του και είπε, είχε βάλει στο μυαλό του ότι θα πάω στο χωριό και θα βρω το σπίτι όπως το άφησα, ε; Ο πατέρας μας μαζί με τον πατέρα του πίσω το φτιάξανε διώροφο το σπίτι. Νόμιζε αυτός ότι θα το βρει καλυβάκι. Και για κείνο δεν έχει φέρει τα πράγματά του για να κοιμηθεί στο σπίτι, κοιμόταν στο ξενοδοχείο. Λέει και του λέει: «Μενέλαε, πότε το έφτιαξες το σπίτι;» «Το ‘φτιαξα» λέει «τη δεκαετία του ‘30». Λοιπόν, μετέπειτα ήρθε πάλι, έκατσε τρεις μήνες στο χωριό και μετά δεν ξανάρθε πάλι ο θείος ο Αλέξανδρος. Ο θείος ο Αλέξανδρος – θα σου πω ένα άλλο τώρα, εκτός αν θες να με ρωτήσεις κάτι.
Όχι συνεχίστε.
Λοιπόν, όπως προείπα προχτές ότι υπάρχει ένα μοναστήρι ο τίμιος Πρόδρομος είναι κατεβαίνοντας κάτω τα Καστριτοχώρια απέναντι από την Περδικόβρυση. Ο Πρόδρομος αυτός, το μοναστήρι, παλιά ανήκε στην Μητρόπολη Αργολίδος. Πώς τώρα ένα μοναστήρι στην Αρκαδία να υπάγεται στη Μητρόπολη Αργολίδος; Έτσι τα ‘χανε κανονίσει τότε οι δεσποτάδες μεταξύ τους. Λοιπόν, αυτό γιορτάζει του Σταυρού 14 Σεπτέμβρη, γιορτάζει στις 6 Σεπτέμβρη και γιορτάζει και στις 29 Αυγούστου. Η... που είναι αποτομή της κεφαλής. Λοιπόν, στις 6 του Σεπτέμβρη είναι η μεγαλύτερη γιορτή. Ερχόντουσαν Αργίτες γιατί το μοναστήρι ήταν δικό τους –το επαναλαμβάνω αυτό, ήταν δικό τους το μοναστήρι, ανήκε στη Μητρόπολη Αργολίδος– και ερχόντουσαν και οι Αρκά[00:30:00]δες από τα άλλα χωριά και γινότανε ο χαμός. Παραμονή, 5 του μήνα και 6 ανήμερα. Ο πατέρας μας, όπως σου είπα, ήτανε παπάς. Είναι τώρα, είμαι εγώ και δεν ξέρω αν σ' το ‘πα προχθές.
Δεν το καταγράψαμε.
Είμαι εγώ μικρούλης, ‘51 που γεννήθηκα, ήταν Σεπτέμβρης του ’51, ο πατέρας μας είχε έναν παππούλη, ο παππούλης του λεγόταν Ιωάννης. Ήταν ένας γέροντας, λέει ο πατέρας μας, ο μεγαλύτερος κατσικοκλέφτης του χωριού. Λοιπόν, ήτανε πού να το πούμε, είναι μία αρρώστια η κλεψιά. Λοιπόν, αλλά όπως λέει και το ρητό «Ξέρεις να κλέψεις;» «Ξέρω». «Ξέρεις να κρυφτείς;» «Όχι». «Μην το κάνεις». Ε; Λοιπόν, ο παππούλης, ο προς-παππούλης αυτός σ’ εμένανε ήτανε τόσο πονηρός, που δίπλα να το είχε το κλεψιμέικο δεν το ‘βλεπε αυτός που το ‘χε χάσει, τέτοιος άνθρωπος. Λοιπόν, και τον λέγανε Γιάννη. Και επειδή ο Γιάννης δεν μπήκε στο σπίτι μας, ήθελε να με βάλει Γιάννη. Γνωρίζοντας όμως ότι το όνομα ανήκει αποκλειστικά στον νονό ή στη νονά, όχι όπως είναι σήμερα, το βάνει ο πατέρας ή η μάνα, αποκλειστικά στο νονό ή στη νονά, ανάλογα τι είναι, αρσενικός ή θηλυκός. Μπαίνοντας τώρα στον χώρο του μοναστηριού με το άλογο, η νάκα, την κράταγε η μάνα μας, ήταν το καρότσι της εποχής εκείνης, την έχεις ιδωμένα τη νάκα; Την έχεις ιδωμένα. Κι είναι και ο Ηγούμενος, ο οποίος ήταν ένας γεροδεμένος άντρας, ήταν το αφεντικό του μοναστηριού ο ηγούμενος και έκανε το κουμάντο, γιατί ο καθένας που ερχότανε προσπαθούσε να παραβιάσει τους κανονισμούς του μοναστηριού. Και έχουνε φτάσει στην πύλη, η οποία δεν υπάρχει σήμερα, στην πύλη του μοναστηριού και μετά ήταν προαύλιος χώρος και μετά το κυρίως μοναστήρι, λοιπόν, γιατί όπως ξέρουμε τότε η μεταφορά γινόταν με ζώα, και κάπου μπερδευόταν η μάνα μας με το άλογο, ο πατέρας μας είχε πιάσει την κουβέντα, γιατί ήταν κάποιοι γνωστοί κει χάμου και έρχεται ο ηγούμενος, της λέει: «Τι κάνεις αυτού, χριστιανή, με το ζώο;» «Άσε μας τώρα κι εσύ» του λέει η μάνα μας – ήταν τσαούσα γυναίκα. Λοιπόν, «Χριστιανέ μου» του λέει «θα μου πεις τι κάνω με το άλογο, με έχει πιάσει η πλάτη μου με το παιδί» του λέει «στην πλάτη, κάτσε να φωνάξω, ‘παπά έλα’» του λέει: «Να κρατήσει…» Μόλις άκουσε ο Ηγούμενος «παπά», σου λέει, συνάδελφος είναι αυτός. Του λέει εσύ το άλογο μέσα, μέσα, ε; Μέσα, το κατάλαβες αυτό. Λοιπόν, εκεί που μπήκε το άλογο μέσα με το μωρό στη νάκα, έρχεται μία αρχοντογυναίκα και λέει: «Το μωρό το ‘χετε για βάφτιση;». Της λέει ο πατέρας μας – ο πατέρας μου είχε και μία φωνή έτσι βροντερή, όχι άγρια βροντερή φωνή, άλλοι το λένε άγρια, τέλος πάντων, εγώ, επειδή είναι πατέρας μου, το λέω βροντερή. Λοιπόν λέει: «Αφού το πας για βάφτιση να μου το δώσεις» λέει «το παιδί». Της λέει: «Όχι, δε σ' το δίνω». Λέει: «Από πού είσαι να πούμε;» λέει «Απ’ τα Πηγαδάκια». «Από τα Πηγαδάκια είσαι;» λέει: «Ναι». «Τον Αλέξανδρο το Βρύνιο» λέει «τι τον έχεις;» της λέει «Αδερφός μου». «Πού είναι;» «Είναι στην Αμερική». «Ήμαστουν» λέει «μαζί στο γυμνάσιο. Εφόσον είσαι του συμμαθητή μου» λέει «αδερφός, θα μου δώσεις το παιδί». «Φύγε» της λέει «από δω χάμου, δε σου δίνω τίποτα. Θα το ρίξω στο μοναστήρι». Τι ήτανε τώρα το ρίξιμο στο μοναστήρι. Είχε κάθε μωρό και ένα πανέρι, έτσι; Το πανέρι τι είχε; Είχε χαρτάκια από κλήρους. αυτά για να πάρω εγώ τώρα 10 κλήρους θα έδινα μία δραχμή τον κλήρο παράδειγμα. Αυτά τα λεφτά πηγαίναν για οικονομική ενίσχυση του μοναστηριού. Λοιπόν και ήρθε τώρα, ας πούμε, ιερατικώς τώρα ή θρησκευτικώς ότι ο πρώτος που θα μπει στην κολυμπήθρα όταν είναι γενικό το, η βάπτιση, είναι πολλές οι βαφτίσεις, τα πρώτα που θα μπούνε θα είναι τα αρσενικά και μετά θα μπουν τα θηλυκά. Και λέει τώρα θα κληρώσουμε τα αρσενικά παιδιά. Λοιπόν, κληρωθήκανε 2-3 και χάμου, είχε έρθει η σειρά η δικιά μου, πήρα εγώ ένα χαρτάκι, το ανοίγει ο επίτροπος του μοναστηριού, λέει: «Λαμπρινή Λινάρδου, βαφτίζει το παιδί του παπά». Πετάγεται τη νονά μου από πάνου, κατεβαίνει κάτου, του λέει: «Και δεν ήθελες να μου το δώσεις και ο Άγιος μου το ‘δωσε» του λέει. Λοιπόν, τέλος πάντων χαρές κακό τώρα βρέθηκε μια γυναίκα να με βαφτίσει. Λοιπόν, η μάνα μας είναι μια ιστορία δύσκολη και πονεμένη εδώ τώρα. Θα σ' την πω και θα συνεχίσουμε αφού θα πω την πονεμένη ιστορία, για τη βάφτιση. Πάνε όλα μαζί αυτά. Λοιπόν, η μάνα μας όταν ήταν τριών χρονών γεννήθηκε και ένας αδερφός τους και η μάνα της αρρωσταίνει και πεθαίνει. Κι άφησε τώρα τη μάνα μας τριών χρονών και 1,5 χρονών τον μπαρμπα-Γιάννη, 2 παιδιά μικρά. Λοιπόν και ο πατέρας της τώρα λόγω του ότι είχε 2 μικρά παιδιά κάτι έπρεπε να κάνει. Κάποιος έπρεπε να μεγαλώσει, έτσι; Οπότε βρέθηκε και μία γυναίκα να μεγαλώσει τα παιδιά, να τον πάρει να παντρευτεί και τα λοιπά. Παντρεύτηκε ο παππούλης ο γερο-Κώστας και έκανε μετά, έκανε 1, 2, 3 κορίτσια κι ένα αγόρι. Μεγαλώνοντας τώρα τα παιδιά, άρχισε η μητριά να διώχνει με τον τρόπο της τα πρώτα παιδιά, γιατί κακό το θέμα αυτό, κακιά η τύχη να έχεις μητριά, να μην έχεις μάνα. Λοιπόν, τέλος πάντων, ήρθανε, ήρθανε τα χρόνια, έρχεται το ’42, έρχεται το προξενιό να παντρευτεί η μάνα μας, παντρεύτηκε πήρε τον πατέρα μου στα Πηγαδάκια, τέλος πάντων έγινε μετά παπάς –θα πούμε πώς έγινε παπάς– λοιπόν, είναι μία πονεμένη ιστορία γιατί η μάνα μας μέχρι τα 24 παντρεύτηκε δεν γέλασε τα χείλια της. Δε χαμογέλασε. Ήταν συνέχεια στεναχωρημένη, γιατί ήταν καταπιεσμένη από πατέρα και από μητριά, δεν ήταν μόνο η μητριά, ήταν και ο πατέρας της που την καταπίεζε. Λοιπόν, το ‘49 στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, σε μία, ας πούμε, εκστρατεία, μάχη, δεν ήτανε μάχη, μία εκστρατεία που είχανε κάνει κάτω από την Καρδίτσα σκοτώνεται ο γιος του παππούλη, ο οποίος λόγω του ότι είχε τελειώσει την Ακαδημία, τον είχαν χρίσει ανθυπολοχαγό και ο εχθρός, ο ντόπιος εχθρός, εμφύλιος πόλεμος ήτανε, σκότωσε μόνο τον αρχηγό της ομάδας, με μία ριπή πολυβόλου. Τέλος πάντων το ‘49 μιλάμε τώρα, το ‘51 φορά ακόμα μαύρα η μάνα μας, τώρα γιατί είσαστε καταδικασμένες εσείς οι γυναίκες να φοράτε μαύρο και ο αρσενικός να μη φοράει, είναι άλλου παπά ευαγγέλια, τέλος πάντων. Λοιπόν και λέει η νονά: «Γιατί κουμπάρα φοράς μαύρα;» «Σκοτώθηκε ο αδερφός μου» λέει «στον πόλεμο» «Πώς τον λέγανε;» «Παναγιώτη». «Εγώ λέει έχω χάσει τον πατέρα μου σε τροχαίο, τον λέγανε Παναγιώτη, το παιδί Παναγιώτη». «Όχι», λέει ο πατέρας μου. «Το παιδί, παπά, Παναγιώτη». Πάει, δεν ξαναμίλησε ο πατέρας μου. Οπότε έχω πάρει όνομα δύο σκοτωμένων. Λοιπόν, συνεχίζουμε τώρα στον ιερατικό βίο. Η εκλογή των ιερέων γινότανε με ψηφοφορία, όπως γίνεται να ψηφίσουμε να βγάλουμε πρόεδρο, να ψηφίσουμε να βγάλουμε κυβέρνηση, γινότανε ψηφοφορία στο χωριό. Ψηφίζαν όλο το χωριό ποιον θα βγάλουνε παπά, έτσι; Και είναι τώρα ο πατέρας μου υποψήφιος το 1940 τον Μάιο, ένας ο Γεώργιος Βαστής, ο οποίος είπα ότι τον φιλοξενεί το εκκλησάκι κει κάτω και επειδή ο Γεώργος ο Βαστής ήταν λιγάκι πονηρός, φοβούμενος τον πατέρα μας, ο οποίος είχε μεγάλο συγγενολόι ότι θα χάσει από τον Μενέλαο, βάνει και δεύτερον και τρίτον στην εκλογική. Τον Ηλία τον Κολοβό, πατριώτης κι αυτός. Λέει: «Αυτός» λέει «δεν έχει εκδηλωθεί για παπάς, πώς πήγε;». Λέει ο πατέρας μου: «Τον έβαλε ο Βαστής» λέει «να πάρει τους ψήφους». Ο Ηλίας ο Κολοβός εμπήκε κι έλεγε: «Δε θα με ψηφίσετε, όσοι θέλετε εμένα θα ψηφίσετε το Βαστή». Και βγαίνει ο Βαστής παπάς. Χειροτονείται παπάς και τα λοιπά, είχε η παπαδιά του, λεγόμενη Αθηνά, είχε προσβάσεις με τον Δεσπότη, γνωριμίας, είχε το μέσον που λέμε και του λέει: «Δε θέλω να μείνω στα Πηγαδάκια παπάς, θέλω να πάω στα Βούρβουρα», γιατί οι παπάδες τότε, δεν ξέρω προχθές το γράψαμε; Νομίζω το γράψαμε, δεν πληρωνόντουσαν από το κράτος ή από Μητρόπολη ή οτιδήποτε, πληρωνόντουσαν από το χωριό για κείνο οι παπάδες κυνηγούσαν μεγάλη ενορία. Να έχουνε περισσότερα εισοδήματα. Λοιπόν, έγινε ο πάπας ο παπα-Γιώργης ο Μακαριστός, τον οποίο τον πρόλαβα, καλός άνθρωπος, λοιπόν και εγλίτωσε τον πόλεμο του ‘40 λόγω του ότι ήτανε παπάς δεν πήγε στον πόλεμο, ο πατέρας μας πήγε στον πόλεμο. Λοιπόν αυτή ήταν η εκλογή των ιερέων. Μετέπειτα, αφού τελείωσε ο πόλεμος, το ‘42 παντρεύτηκε ο πατέρας μας, 6 Απρίλη του ’42, για εκείνο με έχει γράψει ο γραμματέας 6 Απρίλη, αντί για 25 που σου ‘λεγα προχθές. Εκεί έγινε ένα μπέρδεμα. Είχε παντρευτεί, γίνεται η εκλογή για παπάς, του λέει του Ηλία του Κολοβού: «Δεν θα βάλεις συμμετοχή;» «Δε θα βάλω» του λέει, να πούμε. Ένας εναντίον ενός, οπότε[00:40:00] βγήκε παπάς. Έτσι γινόταν η εκλογή των ιερέων τότε. Το ’40, μετέπειτα, μετέπειτα γινότανε με υποψηφιότητα, έβανες υποψηφιότητα θέλεις να γίνεσαι παπάς και πήγαινες στον Δεσπότη. Και αν ήθελε ο Δεσπότης να γίνεις παπάς, σε έκανε. Όπως είχα πάει εγώ μία φορά, όχι, είχα στείλει τον πατέρα μου και του λέω: «Δεν πα να κάνεις μία ερώτηση του Δεσπότη μέσα να με κάνει παπά, θέλω να γίνω παπάς» του λέω. Λοιπόν και του λέει: «Δέσποτά μου» του λέει «εκείνος ο μικρός ο γιος μου» του λέει «έχει εκδηλώσει επιθυμία να γίνει παπάς» και η απάντηση ήταν η εξής: «Άμα θέλει ο Θεός». Δεν ήθελε ο Θεός, δεν έγινα.
Εσείς γιατί θέλατε;
Άκου να δεις. Τότε, πηγαίνοντας στη ΔΕΗ, πέφτω και παθαίνω ένα ατύχημα, χαλάω το πόδι μου, ήμουνα με σύμβαση. Χάλασα το γόνατο, το αριστερό. Εκάθισα 120 ημέρες εκτός εργασίας και φοβούμενος μην τυχόν η ΔΕΗ λόγω της απουσίας μου δεν μου κάνει ανανέωση της σύμβασης, να έχω και μια πλάτη πίσω να γίνω παπάς, αλλά όχι παπάς σε ένα χωριό, να πιάσω ένα μαγαζί γωνία, ε, το κατάλαβες; Μη γελάς! Λοιπόν, πες μου.
Όχι, αυτό, συνεχίστε αυτό που λέγατε.
Λοιπόν, έγινε όπως είπαμε η εσωτερική μετανάστευση, έγινε, έγινε, έγινε, έφυγε ο κόσμος, γλέντια πίσω, λοιπόν. Η χαρά τώρα των πατριωτών, η διασκέδαση των πατριωτών, ήταν σε τέσσερις ταβέρνες που είχαμε χωρίς φαγητό, μόνο κρασί, και τα πανηγύρια του χωριού. Έτσι; Αυτή ήταν η διασκέδαση του χωριού. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Λοιπόν, μετά ήρθε η τηλεόραση και τα λοιπά, άσ' το αυτό. Ήρθε το αυτοκίνητο, το βάνουμε… Το αυτοκίνητο είναι μέσο μεταφοράς, να φύγω από το ένα χωριό, θα πάω στο πανηγύρι του αλλουνού χωριού, λοιπόν. Και διασκεδάζαμε στα πανηγύρια, τα οποία πανηγύρια το χωριό μας είχε δύο. Ήταν τρία τα πανηγύρια, αλλά τα δύο ήταν τα πιο γερά. Τρία πανηγύρια, να το βάνουμε τρία πανηγύρια. Ήταν ένα της Αναλήψεως. H Ανάληψη είναι ένα εκκλησάκι, το οποίο εβρίσκεται σήμερα, να σου πω εδώ ένα ιστορικό για την εκκλησία αυτή, η οποία δεν έχουμε βρει χρονολογία πότε έχει φτιαχτεί, παλιά εκκλησία. Αλλά δεν μπορούμε να βρούμε χρονολογία. Φυσικά είναι πριν το 1900 φτιαγμένη, αλλά τώρα 1880, 1890, κάπου εκεί μέσα πρέπει να είναι φτιαγμένη. Η οποία εκκλησία –πρόσεχε εδώ τώρα να δεις– βρίσκεται σε ένα σημείο μετά την πόλη Ίασος, την αρχαία πόλη, σε ένα υψωματάκι μικρό. Στο σημείο αυτό συμπίπτουν 4 κοινοτικά όρια και το λέμε τετραεθνές. Έρχονται τα σύνορα, κοινοτικά σύνορα του χωριού Πηγαδάκια σταματάνε στην εκκλησία. Τα κοινοτικά όρια του χωριού Βέρβενα, τα κοινοτικά όρια του χωριού Βούρβουρα και τα κοινοτικά όρια του χωριού Καρυές. Σε ένα σημείο. Είναι το 1825 ή 26, δεν μπορούμε να βρούμε τη χρονολογία, εντάξει, για ένα χρόνο δεν παίζει διαφορά. Λοιπόν, έχουν αντιδράσει η Βουρβουρέοι και λένε ότι η εκκλησία «είναι δικιά μας». «Πώς δικιά σου, αφού την έχουμε φτιάξει εμείς την εκκλησία.» Λέει: «Θα πάμε να τους την πάρουμε». Πονηρώς σκεπτόμενοι, τι κάνουνε; Παραμονές, προπαραμονές της γιορτής, γιατί η γιορτή αυτή είναι κινητή λόγω του Πάσχα, έχουν εκδηλώσει να κάνουν έναν μικρό εμφύλιο πόλεμο με τα όπλα της εποχής εκείνης. Λοιπόν, έχουν στήσει ένα μπαϊράκι λοιπόν και έχουνε μαζευτεί και οι Πηγαδιώτες από την άλλη μεριά να τους αντιμετωπίσουν, για να κερδίσουμε εμείς την εκκλησία. Λοιπόν και λέει ένας από το χωριό μας, τον οποίο τον πρόλαβα, φόραγε ένα τσεμπεράκι έτσι εδώ για καπέλο, πώς φοράγανε οι παλιές γιαγιάδες. Λοιπόν, ο οποίος ήταν ο διπλωμάτης του χωριού. Λέει: «Άστο το θέμα σε μένα». Λοιπόν, «τι θα κάνεις Γιώργη;» του λένε – εμείς 5-6 θα ‘μασταν όλοι όλοι. Λέει: «Θα σηκώσω άσπρο πανί ότι έρχομαι σε συμφιλίωση». Σηκώνει ένα ξύλο, ένα άσπρο πανί, μαντίλι τι ήτανε, τέλος πάντων, και λένε οι Βουρβουρέοι από ‘κει: «Οι Πηγαδιώτες παραδίνονται». Πάει εκεί πέρα, μία απόσταση πόσο ήτανε, κοιτάει χάμω, 35-40 άτομα. Μόλις τους είδε ανατρίχιασε. Σου λέει: «Τι κάνουμε εδώ; Εμείς είμαστε 5-6». «Καθίστε ρε» τους λέει «η εκκλησία αυτή φτιάχτηκε από μας, τη λειτουργούμε εμείς τόσα χρόνια και θέλετε σήμερα» λέει «να την πάρετε;» Λέει: «Γιώργη, η εκκλησία ανήκει σ’ εμάς, γιατί έχετε παραβιάσει το κοινοτικό όριο». Πού να βρεις όριο κείνη την εποχή, δεν υπήρχε. Μήπως και σήμερα υπάρχει; Σήμερα τα όρια μεταφέρονται. Αν έχεις το πολιτικό μέσον πας, πρώτα ήταν η νομαρχία, σήμερα η περιφέρεια και του κάνεις μια χάραξη άλλη, όπως, παράδειγμα, δω χάμου –έκανα ένα μικρό, μια μικρή παρένθεση– ο Ανάβαλος ήταν στην Αρκαδία και για να τον κερδίσουν οι Αργίτες εφέραν τα σύνορα κατά δώθε και πήγε το σύνορο και ο Ανάβαλος να είναι στο νομό Αργολίδας. Από Αρκαδίας πήγε στο νομό Αργολίδας. Αν έχεις το πολιτικό μέσο, τα κάνεις όλα. Λοιπόν, άρχισε τώρα ο μπαρμπα-Γιώργης να τους λέει χίλια δυο. «Σκοτωθήκαμε στον βαλκανικό πόλεμο, σκοτωθήκαμε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, σκοτωθήκαμε στη Μικρά Ασία και θα σκοτωθούμε τώρα εδώ χάμου για ένα εκκλησάκι; Είσαστε σοβαροί ρε;» τους λέει. «Για να ιδώ πόσοι είσαστε;» λέει κάνει τάχαμου ότι τους μέτρησε «80» λέει είναι από ‘κει. Λοιπόν κοιταχτήκανε, λέει «80. Άμα θέλετε» λέει «συνεχίστε. Περιμένω απάντηση». Και του λέει ένας, τον οποίο τον πρόλαβα, αυτός έφτιαχνε βαρέλια για κρασί, είχε μεγάλα αυτιά. Λοιπόν, Στρατήγης το όνομά του, Λαγάνας ήτανε παρατσούκλι. Λοιπόν, του λέει: «Γιώργη, λες αλήθεια;» «Ελάτε» λέει «συνεχίστε», όχι ελάτε μετράτε, συνεχίστε. Δε γίνεται να τους φέρεις από κει να δούνε 5-6 κάτω! «Εντάξει, φύγε» λέει «θα φύγουμε κι εμείς». Μετά από 2 μέρες έγινε η γιορτή της Αναλήψεως. Η χαρά όμως, κοπέλα μου, δεν κρύβεται που κερδίσαμε, κρύβεται; Δεν κρύβεται. Και απάνω στη γιορτή να πούμε, το είπαμε. Ότι τους φέραμε με δόλο και τους πήραμε την εκκλησία. Τσαντιστήκανε οι Βουρβουραίοι από το 1925, 26, 27 πότε ήτανε, ήτανε προσβολή γι’ αυτούς. Μέχρι που στην ηλικία μου ερχόντουσαν στην εκκλησία, προσκυνάγανε στην εκκλησία, αλλά δε γλεντάμε μαζί! Από καπρίτσιο! Εμείς είχαμε εδώ στήσει τον χορό, οι άλλοι απέναντι, όχι μαζί! Απαγορευότανε μαζί, γιατί το θεωρήσανε προσβολή αυτό. Μετέπειτα ο παπάς, επέθανε ο Παπα-Γιώργης ο Βαστής, ένας άλλος καινούργιος που ‘ρθε «Ελάτε ας σμίξουμε εκεί χάμου, ρίχτε τόπο στην οργή, να πούμε» και ήρθαμε και σμίξαμε μετά. Οι νεότεροι, που λέμε, κάπως συμφιλιώνουν τα πράγματα. Λοιπόν, το πρώτο πανηγύρι αυτό. Το δεύτερο ήταν των Αγίων Αποστόλων, το οποίο ήταν διήμερο. Πρόσεχε ε, παραμονή και ανήμερα. Και μετά ήταν της Κοίμησης της Θεοτόκου παραμονή και ανήμερα, διήμερο κι αυτό. Αυτή ήταν η διασκέδαση του χωριού με όργανα, ζωντανή μουσική, μετέπειτα φέρανε και, πώς το λέμε, και τραγουδίστριες για να εμπλουτίσει η ορχήστρα. Λοιπόν, υπήρχε πολύς κόσμος στο χωριό, όλα τα σπίτια που υπάρχουνε σήμερα ήτανε γεμάτα, σήμερα υπάρχουν μόνο 22 άτομα. Ε, πολλά; 22 άτομα. Λοιπόν, τις Απόκριες, οι Απόκριες είναι δύο, είναι οι πρώτες Απόκριες και μετά είναι κι οι δεύτερες που πιάνει και Καθαρά Δευτέρα, το γνωρίζουμε αυτό. Στις δεύτερες Απόκριες, στο σπίτι μας, στη γειτονιά του σπιτιού μας, είναι μία συμβολή τεσσάρων δρόμων και έχει ένα κενό σαν μικρή πλατεΐτσα. Εκεί εμείς τα παιδιά μαζεύαμε ξύλα, τα οποία τα βλέπαμε και φωνάζαν οι γυναίκες, γιατί με τα ξύλα αυτά ανάβανε το φούρνο. Λοιπόν, τα κλέβαμε τα ξύλα. Άλλο μεταφορικό δεν είχαμε, τι κάναμε; Βάναμε δυο ξύλα έτσι και βάναμε τα υπόλοιπα απάνω και τα κουβαλάγαμε. Τα πηγαίναμε, τα βάναμε σορό εκεί και το βράδυ μαζευόντουσαν όλο το χωριό, γιατί τότε ήτανε η εσωτερική μετανάστευση, το ξέχασα αυτό να το πω, υπήρχε και μια μικρή μετανάστευση, η οποία δεν ήταν μόνιμη, ήτανε χειμώνα στο χειμαδιό και καλοκαίρι στο χωριό, έτσι; Για κείνο δεν είχε πολύ κόσμο τον χειμώνα, στις Απόκριες. Λοιπόν, ανάβαμε τη φωτιά και το γλέντι γινόταν γύρω γύρω από τη φωτιά, την οποία φωτιά αυτή την ονομάσαμε «αφ[00:50:00]ανός». Τώρα πώς εξηγείται, το αφανός γράφεται όπως προείπα με ωμέγα, δεν ξέρω το λεξικό αν το εξηγεί τι θα πει αφανός. Λοιπόν, αυτό κράταε μέχρι τις 02:00-03:00 η ώρα τη νύχτα, με κρασιά, με τραγούδια, δεν υπήρχε ορχήστρα, τραγούδια του, του στόματος, ντυνόμαστε μασκαράδες όσοι το αγαπούσαν αυτό το έθιμο, εγώ δεν το είχα, δεν το ‘θελα, ο αδερφός μου ο μεγάλος ντυνότανε. Ντυνόμαστουν μασκαράδες, γλεντάγαμε, ήτανε μία χαρά, η οποία... και ο αφανός αυτός συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, έστω με 5 άτομα που κάνουν.
Ξέρετε αν γίνεται και σε άλλα χωριά;
Αυτό γίνεται, γινότανε, γινόταν εδώ κάτω στη Μελιγού, γινόταν στο Άστρος, γινόταν στο Παράλιο, γινόταν στα διπλανά χωριά μας κει πάνω Αλεποχώρι, Κολλίνες, Βλαχοκερασιά, Κερασιά, Βούρβουρα, όλα τα χωριά είχαν αυτό το έθιμο του αφανού στις Δεύτερες Απόκριες. Η οποία μετέπειτα, εφόσον μεγαλώσανε οι πρώτοι και ήρθαν οι νεότεροι, οι νεότεροι το παίζανε λίγο πολιτισμένοι, φύγανε στην Αθήνα από δω, από κει, δεν υπήρχαν τέτοιες δραστηριότητες, λίγο λίγο σε πολλά χωριά έχει εξαλειφθεί. Στο δικό μας, επειδή είναι 4 οι οποίοι το κρατάμε, ανάβουμε μία αγκαλιά ξύλα κει χάμου.
Και βάζετε μόνο ξύλα, δε βάζετε κι άλλα…
Ναι, μόνο ξύλα, όχι δεν το γλεντάμε. Δεν το χορεύουμε, αλλά τραβάμε λίγο τη θράκα και ψήνουμε ορισμένα μπριζολάκια, καμιά λουκανικάκι για να πιούμε το ποτήρι το κρασί.
Κι αυτή η φωτιά είναι έτσι μεγάλη, πιάνει, πιάνει την πλατεία, ας πούμε, όλη;
Εντάξει, δεν την έπιανε την πλατεία, γιατί έπρεπε να έχει και τον κόσμο. Να έχουμε και χώρο για τον κόσμο. Για εκείνο ρίχναμε λίγα λίγα πάνω. Λοιπόν, μετέπειτα οι πιο ζωηροί δραστήριοι, εμαζεύανε φόρα, πώς να το πούμε, μια απόσταση για να αναπτύξει μία ταχύτητα και πηδάγαν τη φωτιά. Δύσκολο το, επικίνδυνο το, το σπορ αυτό, αλλά εντάξει. Μετέπειτα κάπου τ’ απαγορεύσαν οι μεγαλύτεροι, τους λέει: «Για σταματήστε μη γίνει κάνα ατύχημα και πέσει κανένας μες στη φωτιά, δεν έχουμε πώς να σας γιατρέψουμε μετά». Λοιπόν, η φωτιά, λοιπόν, τώρα τι άλλο θέλεις να σου πω;
Να πούμε και για κάποια άλλα έθιμα του χωριού, μιας και είπαμε για τον αφανό.
Τα έθιμα του χωριού είναι αυτό που σου είπα με τα πανηγύρια, με τα γλέντια…
Μπορούμε να πούμε και για το προξενιό.
Είναι με τα γλέντια, θα σου πω ένα γεγονός, το οποίο έζησε το σπίτι το δικό μας, υπήρχε μία φιλονικία μεταξύ των πατριωτών ως αντιδικία να σε πάει στο δικαστήριο, τότε δικαστήριο δεν υπήρχε, υπήρχε το Ειρηνοδικείο στο Καστρί. Λοιπόν, όλες οι ποινές δικαζόντουσαν εκεί πάνω. Και οι ποινές αυτές ήταν περισσότερο ότι έφυγε ένα πρόβατο και πήγε στο κτήμα σου και να σε τιμωρήσει ο γείτονας, ο άλλος για κάτι άλλο, ο άλλος έβρισε κάποιονε κτλ. Ψιλοπράγματα δηλαδή. Λοιπόν και έχει τώρα έρθει μία με τον κλητήρα του δικαστηρίου, μία ειδοποίηση για τον παππούλη τον πατέρα του πατέρα μας, κατηγοριότανε ότι είχε πάει η κατσίκα του παππούλη και την κρατούσε και την κρατούσε –πρόσεχε εδώ– και έτρωγε τη μηλιά του γείτονα. Όχι του γείτονα, κάποιου. Λοιπόν, που ο παππούλης ήταν ένας πονηρός γέρος, ο οποίος ήτανε, πώς το πω, τεμπελάκος. Τεμπελάκος. Μεγαλώσαν τα παιδιά του, ο ένας πήγε στην Αμερική του ‘στελνε λεφτά, έτρωε, ο πατέρας μας έγινε παπάς, η κόρη του παντρεύτηκε στο χωριό πήρανε ένανε ο οποίος ασχολιότανε με τα δικηγορικά, δεν ήταν δικηγόρος, τους λέγαμε αυτούς δικολάβους. Λοιπόν, και του ΄ρχεται το κλητήριο. Κοιτάει μέσα μάρτυρας ο Γιώργης ο Κολοβός, παράδειγμα. Συγγνώμη. Λοιπόν, λέει: «Πότε το έκανα εγώ αυτό;». Πάει στο δικηγόρο, στον δικολάβο, ο οποίος ήτανε και γαμπρός του, του λέει: «Παναγιώτη» του λέει «για κοίτα εδώ» του λέει. «Πότε πήγες εσύ την κατσίκα» του λέει. «Ξέρω εγώ πότε την πήγα;» «Α», του λέει «θα πας». Κι ό,τι σε δικάσει, σε δικάσει. Τότε ήτανε η ποινή ήτανε χρηματική. Λοιπόν, ο γέρος τώρα σκέφτηκε λέει και 100 δραχμές να μου πάρει, γιατί να του τα δώσω, έτσι; Λοιπόν, ψάχνει τώρα το κλητήριο ήταν μία βδομάδα, 10 μέρες νωρίτερα. Ψάχνει τώρα τον μάρτυρα να τον βρει, δεν ερχόταν το βράδυ στην ταβέρνα για κρασί. «Ρε πού χάθηκε, ρε πού χάθηκε» μία, δύο, τρεις, ήρθε μία μέρα. «Έλα μου ‘δω να σε κεράσω ένα ποτηράκι κρασί». «Όχι μπαρμπα-Λια» του λέει «Έλα ‘δω κάτσε χάμου να σε κεράσω ένα ποτήρι κρασί» του λέει «που έχω καιρό να σε δω». Λοιπόν, του έβαλε από το κρασί που έπινε κει χάμω κάνα ποτηράκι, του λέει: «Ξέρεις, μεθαύριο» του λέει «τη Δευτέρα θα πάμε στο Καστρί» του λέει «στο δικαστήριο, είσαι μάρτυρας» του λέει. Λέει: «Ναι» του λέει, «με υποχρέωσε να μπω» του λέει «να πούμε». Φοβισμένος τώρα. Του λέει: «Άκου να δεις, θα ‘ρθεις, θα σε ρωτήσει το δικαστήριο τι θα σε ρωτήσει, θα απαντήσεις, αλλά το δύσκολο είναι πώς θα γυρίσεις πάλι από το Καστρί στο χωριό» του λέει. Τον απείλησε διπλωματικά. «Θα ‘ρθεις, θα σε ρωτήσει ο πρόεδρος του δικαστηρίου ο ειρηνοδίκης, θα απαντήσεις, θα με δικάσουνε, θα πληρώσω, αλλά στο δρόμο θα σου τις ρίξω. Πώς θα ‘ρθεις» του λέει «στο χωριό, δεν ξέρω». «Αλλά...» του λέει. Δεν πήγε για μάρτυρας. Ο παππούλης επήγε. Λέει: «Ο μάρτυρας ο τάδε» λέει «πού είναι;» «Είχες κατσίκα;» «Εγώ δεν έχω καθόλου κατσίκα, πού να τη βρω την κατσίκα;» του λέει. «Εγώ δεν έχω τίποτα». Λοιπόν, «απαλλάσσεσαι» του λέει. Ε; Λοιπόν και λέμε και ο φόβος είναι επιτρεπτός, η απειλή είναι επιτρεπτή, όμως εκεί που μπορείς να περάσεις, ε; Το λέω καλά; Να ξέρεις πώς θα το κάνεις. Ο οποίος γέροντας, όπως είπα και προχθές ότι είχε χάσει τη γυναίκα του στον πόλεμο των Γερμανών, ήταν ένας γέρος δύσκολος. Δύσκολος. Και με τον πατέρα μας και με τη μάνα μας, δύσκολος άνθρωπος. Πώς το λέμε, ήτανε ξεροκέφαλος, να πω τη λέξη έτσι λαϊκά. Δε ζήσαμε καλά με αυτόνε. Ναι μεν ήμαστουν στο σπίτι, αλλά δεν μας λαχτάρισε. Με κατάλαβες; Και τελειώνω. Παρακάτω.
Μιας και είπατε για την κατσικούλα σκέφτηκα να σας ρωτήσω αν υπήρχε στα Πηγαδάκια το επάγγελμα του μαναρτζή.
Μα-;
Μαναρτζή.
Όχι, δεν υπήρχε, κατάλαβα τι λες, δεν υπήρχε, διότι όλοι τα βολεύανε, όπως τα ξεκίνησαν τα περιποιόντουσαν, δεν τα δίνανε να έχει μαναρτζή, όπως γινότανε στον απάνω Αγιάννη, στα Βέρβενα και τα λοιπά. Αυτό δεν το είχαμε. Είχαμε όμως ένανε στο χωριό μας, το οποίο το πρόλαβα, ένας δραστήριος άνθρωπος. Μετά τον πόλεμο, όλα αυτά γινήκανε μετά τον πόλεμο, γιατί έπρεπε κάτι θα κάνεις, είδες που λέει «Πενία τέχνας κατεργάζεται». Αυτός τι σκέφτηκε να κάνει; Σκέφτηκε να φτιάξει ασβεστοκάμινα. Λοιπόν, τι είναι αυτό, το ξέρεις;
Όχι.
Δεν το ξέρεις. Εσκάβανε μία πλαγιά ενός μέρους και κάνανε μία μικρή, ένα μικρό άνοιγμα, ένα μεγάλο άνοιγμα και φτιάχνανε έναν μεγάλο φούρνο, σαν φούρνος, τον οποίο το λέγανε καμίνι. Μέσα σ’ αυτό, μέσα σ’ αυτό, το χτίζανε με πέτρα. Αυτή η πέτρα ήτανε ειδική, η οποία θα ψηνότανε με τη φωτιά και –σε ορισμένους βαθμούς, έτσι;– και θα έβγαινε η πέτρα αυτή, θα γινόταν ασβέστης. Όπως σήμερα χρησιμοποιούμε τον ασβέστη για την οικοδομή, έτσι ήταν και τότε. Λοιπόν, αυτός ήξερε να διαλέξει την πέτρα, ποια είναι η πέτρα, δεν είναι όλες οι πέτρες ίδιες, να διαλέξει την πέτρα, να τη χτίσει –ήταν και ωραίος χτίστης– να την κάνεις θόλο από πάνω και να αφήσει μία οπή, από την οποία θα τροφοδοτούσανε τη φωτιά. Η φωτιά αυτή δεν θα σταμάταγε καθόλου. Καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, εικοσιτετραώρου βάσεως. Η πρώτη καύση γινόταν με ξύλα. Και μετά μετά γινότανε με τα λάστιχα των αυτοκινήτων που όταν σου χαλάει το λάστιχο και το πετάς. Αυτός είχε φτιάξει 4 ή 5 καμίνια, τα δούλευε και έβγαζε ωραίο ασβέστη. Όπως προείπα πρέπει να την ξέρεις να διαλέγεις την πέτρα. Λοιπόν και λέγανε: «Πού θα πάμε να πάρουμε ασβέστη; Από τον Παναγιώτη του Βρύνιου». Ναι, την πρώτη κίνηση αυτουνού του ανθρώπου μετέπειτα αυτός κατάργησε το ασβεστοκάμινο και τι σκέφτηκε να κάνει; Σήμερα η μεταφορά των αγροτικών προϊόντων γίνεται με τις πλαστικές κλούβες, τότε δεν υπήρχε το πλαστικό στη ζωή, υπήρχε το ξύλο, υπήρχαν οι ξύλινες οι κλούβες. Και τι έκανε; Βρήκε μία πατέντα να φτιάχνει ξύλινες κλούβες. Τις πούλαγε στο χωριό και δίνανε παραγ[01:00:00]γελία, 100, 200, 300 κλούβες να πούμε. Και δούλεψε αυτός τις κλούβες. Λοιπόν αυτός μετέπειτα αρρώστησε ο άνθρωπος, ήτανε πρώτος ξάδερφος του πατέρα μας, αρρώστησε και πέθανε. Ένας από τους δραστήριους ανθρώπους του χωριού, ε και ο άλλος ο που σου είπα πάλι δραστήριος έπρεπε να μαζέψει 5 παιδιά να τα κάνει εκπαίδευση, αλλά αυτός έφυγε από το χωριό πήγε Σπάρτη και Τρίπολη μετά. Ναι, ήτανε… Μετέπειτα σαν επιβίωση, σαν χρηματική επιβίωση πήγε, μόλις ερχόταν η εποχή του κερασιού, πρώτα γινόταν το κεράσι πηγαίναν οι εργάτες στην Τεγέα. Μαζεύαν κεράσι. Μετά μαζεύανε τον βύσσινο, μετά μαζεύανε πατάτα, μαζεύανε μήλα. Υπήρχε και ο θέρος στη μέση που θερίζανε τα κτήματα κάτω στην Τεγέα, η Τεγέα ήταν ένας κάμπος αποδοτικός, προσοδοφόρος, υπήρχε κόσμος, δουλεύανε, σήμερα έχει εγκαταλειφθεί. Έδωσε πολλά λεφτά.
Αυτά τα χωράφια ποιος τα είχε;
Τα είχαν ιδιώτες.
Τεγεάτες;
Ναι, Τεγεάτες. Η Τεγέα τώρα αριθμείται με πολλά χωριά, έτσι; Είναι πάρα πολλά τα χωριά. Να σου πω τώρα είναι το Παλλάδιο, το Κάνδαλος, το οποίο τώρα το λέμε Ζέλι. Είναι από την αριστερά μεριά είναι η Μάκρη. Μετά πάμε μέσα είναι το βουνό Στρίγκου, Δεμίρι, Κερασίτσα, μετά πιάνουμε Μαλέας, Στάδιο, Ρίζες, Γαρέα, Ψηλή Βρύση, κατεβαίνουμε πάμε απέναντι Νεοχώρι, Ζευγολατιό, Άγιος Βασίλης και άλλα χωριά κάτω, όλα τα χωριά, τα οποία όλα αυτά είχανε, είχανε κτήματα και μες στα χτήματα ορισμένοι που είχαν και τη χρηματική ικανότητα ανοίγανε πηγάδια. Με το μαγκάνι που προείπα, βγάναν νερό, ποτίζαν, βάνανε πατάτες, βάνανε περιβόλια και τα λοιπά. Λοιπόν, υπήρχε ζωή. Σήμερα, επειδή τον κάμπο τον έζησα εγώ σαν καλλιεργήσιμος, σήμερα περνάω και λέω τούτο ήτανε κτήμα, κείνο ήτανε κτήμα, κείνο ήτανε κτήμα. Παρατημένο. Δηλαδή τι έγινε; Ο κόσμος είναι, ο νέος εσπούδασε, έφυγε. Η σπουδή τι έκανε; Μείωσε την αγροτική ζωή. Δε γίνεσαι τώρα δάσκαλος και αγρότης, δε γίνεσαι παπάς και αγρότης, δε γίνεσαι καθηγητής του πανεπιστημίου και αγρότης, α; Δεν γίνεσαι το επάγγελμα το δικό σου και να πα να μαζεύει ελιές.
Θα μαζέψω φέτος.
Εντάξει.
Λοιπόν, θέλω να ρωτήσω κιόλας αν έχετε και το έθιμο της παρηγοριάς.
Α, το έθιμο της παρηγοριάς ήτανε δύσκολο πράγμα, κοπέλα μου, να πούμε, τι να σου πω να πούμε. Το ‘χω ζήσει, το χω ζήσει, θα σ' το πω, να πούμε. Να δεις πώς ήταν τότε η παρηγοριά. Λοιπόν, επέθανε τώρα ένας άνθρωπος, δε λέμε για νέους, νέος δύσκολο να πέθαινε τότε, εκτός από κάνα ατύχημα. 80, 90, 100 χρονώνε, έτσι; Δεν είναι ότι ήτανε χαρά που πέθανε, θα ‘φευγε ένας άνθρωπος, ένα σώμα από το σπίτι. Λοιπόν, δεν υπήρχαν τα χρήματα να πας να αγοράσεις το κουτί και τι κάνανε; Εχαλάγανε μέσα στο σπίτι 2-3 σανίδια, πέντε από δω από κει και καθόταν ο μάστορης του χωριού, ένας μαραγκός, και κάρφωνε το κουτί εκεί για να βάλουν τον νεκρό μέσα, ε; Λοιπόν. Από τη μια μεριά κάρφωνε ο μαραγκός, ντούκου ντούκου, και από την άλλη κάνανε την παρηγοριά οι γυναίκες, οι γυναίκες το κάνανε αυτό.
Μόνο.
Λοιπόν, ήτανε ορισμένες, τις λέγανε παρηγορήστρες – το ‘πα καλά; Το ‘πα. Λοιπόν, παριγορήστρες, οι οποίες, όταν τις έπιανε το δικό τους, εβάνανε κάτι φωνές...
Οι μοιρολογίστρες.
Μοιρολογίστρες. Κάτι, κάτι φωνές που συγκινιόταν και η πέτρα ακόμα. Και λες τώρα, εγώ θυμάμαι από κάτω ήτανε μία Τσόπελα, η οποία πέθανε, δεν ξέρω και πόσο χρονών ήτανε, λέγανε ότι είναι 95, 98, 100, και κουνιόταν το σπίτι όλο. Λοιπόν, αυτό εγινότανε όχι όλη τη διάρκεια, μέχρι να την πάρουνε να την πάνε στην εκκλησία. Λοιπόν, ερχόταν τώρα, αυτό το ξενυχτάγανε το βράδυ, σήμερα έχει κοπεί αυτό το έθιμο. Λοιπόν, πώς θα βγάλεις τη νύχτα μετά; Α; Εδώ είναι το καλό, το οποίο δεν το έχεις ακούσει. Εκτός από τις μοιρολογίστρες ερχότανε μετά και η κανάτα με το κρασί και το φαγοπότι και μετά στα σιγά το βάναμε και λίγο στο τραγούδι, ε; Λοιπόν, το ένα από τη μία μεριά, το άλλο, είναι ανάλογα με τις ώρες. Έτσι; Μετά ερχότανε το πρωί, ξημέρωνε, είναι κανονισμένο να πάει στην εκκλησία να, να διαβαστεί και μετά πάει για ενταφιασμό. Αυτό το τονίζω, μοιρολογιά από τη μία μεριά, φαγοπότι και τραγούδια από την άλλη. Αν ήτανε νέος απαγορευότανε αυτό. Στους μεγάλους το κάνανε.
Άμα ήτανε νέος δηλαδή δεν…
Δεν είχε φαγοπότι. Γιατί εκεί ξεχνιέσαι μετά το κρασί, δεν κάνει, μπαίνεις σε μία ευθυμία και θα πεις κάτι άλλο, τώρα νέος άνθρωπος, δεν κάνει ο άνθρωπος αυτός. Ένα μεγάλο 80, 70, 75, 80 και μετά το πας χορεύοντας.
Και το λέγατε έτσι, παρηγοριά; Πώς το λέγατε;
Ναι, παρηγοριά ήτανε, 'ντάξει, ήταν της εποχής εκείνης. Ναι.
Να σας ρωτήσω τώρα και για την ιστορία με εκείνο το παιδί που εξαφανίστηκε…
Α μπράβο. Λοιπόν, είναι τώρα, ο άνθρωπος αυτός ζει να πούμε, είναι, πώς τον λέμε, Γιώργη; Όχι, όχι ο Κώστας, ο Κώστας, δε λέμε επώνυμο. Λοιπόν, είναι ένα παθολογικό αίτιο. Αυτό, –το οποίο το έχω ζήσει κι εγώ στην Τρίπολη, όταν ήμουνα στην πρώτη γυμνασίου, που σου είπα ότι έψαξα τους δρόμους– είναι ένα παθολογικό αίτιο, το οποίο είναι έλλειψις ζαχάρου, μου ‘χε πει ένας γιατρός, έλλειψη ζαχάρου στο αίμα. Η έλλειψη ζαχάρου στο αίμα είναι ότι υποσιτίζεσαι, δεν έχεις καλή διατροφή. Όταν έχεις έλλειψη ζαχάρου δεν επικοινωνεί καλά ο εγκέφαλος. Και μπορεί να κάνεις μία κίνηση και να μην έχει επιστροφή. Να πάρεις, να περπατήσεις έναν δρόμο και να προχωράς και να προχωράς, το μυαλό σου είναι αλλού. Είδες που λέμε: «Εν σώματι είμαι εδώ, εν πνεύματι είμαι αλλού». Και αυτό το παιδί επερπάτησε έναν δρόμο, τον οποίο τον είχα περπατήσει εγώ μικρός και μεγάλος μετά, το οποίο ο δρόμος αυτός ενώνει τα Βέρβενα με τα Πηγαδάκια, το χωριό το δικό μου. Αλλά στη μέση της διαδρομής, ο δρόμος αυτός διακλαδίζεται σε ένα μικρό ποταμάκι, το οποίο το λέμε Νεράιδα, διακλαδίζεται έτσι, ένα κομμάτι πάει για τα Πηγαδάκια και το άλλο κομμάτι του δρόμου πάει απέναντι, το οποίο πάει στα κτήματα. Περπάτησε αυτό την εποχή εκείνη με τι παπουτσάκια φορούσε και τα λοιπά και έφτασε σε ένα σημείο που ίσως τότε να άρχισε το μυαλό του να δουλεύει.
Πόσο χρονών ήταν το παιδάκι;
6-7; Λοιπόν και εκάθισε σε ένα δέντρο απέναντι στο χωριό μας. Λοιπόν και μία η θεια-Βάσω εφώναζε το γιο της Κώστα – ο οποίος Κώστας έχουμε έναν χρόνο διαφορά είναι μεγαλύτερος ένα χρόνο από μένα: «Κώστα, Κώστα, έλα να φάμε». Και πετάγεται το παιδάκι «Έλα γιαγιά!». Άκουσε μικρή φωνή, λέει: «Ποιο είναι εκείνο το παιδί;» Και πάει η θεια-Βάσω εκεί πέρα το πιάνει το παιδάκι, το πήγε στο σπίτι, το κοιτάει, ήτανε δαρμένο εδώ στα ποδαράκια του και τα λοιπά, τα παπουτσάκια του χαλασμένα. «Ρε παιδάκι μου, από πού είσαι εσύ;» δεν ήξερε το παιδί να πει τίποτα, αυτό φοβήθηκε. Τώρα στο χωριό στα Βέρβενα έχει αναστατωθεί το χωριό και έχουν αρχίσει να ψάχνουν από δω, να ψάχνουν από εκεί, κατηγορούσαν τον έναν τον σκότωσε το παιδί και το πέταξε, ο άλλος από δω, ξέρεις τώρα, το μυαλό του ανθρώπου ό,τι θέλει κάνει. Λοιπόν και κάπου πληροφορηθήκανε, κάποιος ήρθε κάτω και είπαν ότι χάθηκε ένα παιδί στο χωριό. «Ρε μην είναι τούτο δω;» λέει. Του λέει: «Πώς σε λένε ρε;» «Κώστα.» «Κώστας ρε είναι αυτός που χάθηκε» και το πήραν το παιδάκι και το πήγαν στο χωριό. Λοιπόν, τώρα όταν ρωτήσεις ένα φοβισμένο παιδί, ένα ταλαιπωρημένο, ένα κουρασμένο, άμα του πεις: «Ποιος σε πήρε βρε;» αμέσως εσύ και χάμου φοβάσαι και λες να πω ότι με πήρε ο Παναγιώτης; Να πω ότι με πήρε η Μαριτίνα; Να πω ότι με πήρε η Βαγγελιώ; Να πω, να πω, να πω, τι να πω; Να δικαιολογηθώ! Έτσι; Κι άρχισε να λέει ασυναρτησίες και τα λοιπά, τα οποία εντάξει, μετέπειτα φανήκαν ότι δεν ήταν πιστευτά αυτά, ότι κάτι του συνέβη του παιδιού και χάθηκε. Λοιπόν, το ποταμάκι αυτό το λέμε Νεράιδα. Εδώ σε θέλω. Λοιπόν[01:10:00], λόγω σχηματισμού του αέρα με τη γεωλογική θέση του ξεροποτάμου αυτού, το τοπίο είναι ένα στενό ποταμάκι, όταν φύσαε από ένα μέρος, ακουγόταν ένας θόρυβος, μια βουή. Και λέγανε: «Αυτή η βουή είναι νεράιδα». Λοιπόν, αυτό εξιστορεί δύο σημεία. Ένα σημείο ότι άμα το πω ότι είναι νεράιδα, θα φοβάσαι εσύ να περάσεις, όποτε το έχω εγώ ελεύθερο και περνάω. Έτσι; Έτσι βγήκαν τα φαντάσματα. Τα φαντάσματα πώς βγήκαν; Όπως και οι νεράιδες. Για να πάω εγώ τώρα στο κτήμα το δικό σου, επειδή έχει κάτι καλό και θέλω να το κλέψω, λέω ότι σε εκείνο το σημείο βγαίνει ένας καβαλάρης το βράδυ, δεν πάει ο άλλος, πάω εγώ που το ξέρω, ε; Έτσι βγήκαν τα φαντάσματα, έτσι βγήκαν και οι νεράιδες. Αλλά εδώ είναι το ερώτημα τώρα που θα σε πιάσω αδιάβαστο.
Είναι ένα πονηρό πνεύμα, το οποίο μεταμορφώνεται σε ένα αέρα περιγυρίζει και μετά φαίνεται μια γυναίκα, αρσενικός δε φαίνεται πουθενά, γυναίκες φαίνονται. Πεντάμορφες, για κείνο λένε: «Τι ωραίο που είναι η Μαριτίνα ρε, σα νεράιδα είναι ρε» ε; Το ‘πα καλά; Ευχαριστώ πολύ. Λοιπόν και βγήκε αυτό και, επειδή ακουγόταν αυτός ο θόρυβος, το ονομάσαμε εμείς το ποτάμι «Νεράιδα», το οποίο συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Απέναντι τώρα σε ένα σημείο που είναι η αρχαία πόλις Ίασος, είχαμε εκεί ένα αμπέλι ήτανε προίκα της μάνας μας, το οποίο σήμερα έχει καταργηθεί. Και ερχόταν η μάνα μας με το άλογο και σε ένα σημείο εκεί κάτι κατεβαίνει ο δρόμος κάτω και ανεβαίνει μετά πάλι απάνω, εκεί είναι δύο πηγάδια, τα οποία πηγάδια τα είχανε τότε ανοίξει για να ποτίζονται τα ζώα και από τα πηγάδια αυτά πότιζαν και γύρω γύρω και είχε βάλει ένας καλαμπόκι, το αραποσίτι που λέμε. Και λέει η μάνα μας ερχόμενη δώθε, λέει: «Εάν δεν είναι κανένας εκεί κάτου» λέει «θα κατέβω να κόψω δύο καλαμπόκια, να τα βάλω να τα ψήσουμε να τα φάμε». Ε; Έχεις φάει καλαμπόκι; Μπράβο. Λοιπόν κι όπως είναι απάνω στο άλογο τώρα και περπάταγε, κοιτάει κάτου και είναι δυο γυναίκες στα πηγάδια. «Γαμώ το κεφάλι τους» λέει «να πούμε». Τώρα, προχώρησε κάτω, κατέβηκε ο δρόμος κάτω, στο ανηφόρα που επήρε, κοιτάει οι γυναίκες λείπανε. Λέει: «Φύγανε». Γυρίζει το άλογο, το δένει, κατεβαίνει κάτω και πάει «κρακ, κρακ, κρακ» – η κλεψιά πρέπει να γίνεται εν ριπή οφθαλμού που λέμε, γρήγορα. Και σκέφτηκε: «Λες στο πηγάδι να ‘τανε νεράιδες;» Και της είχαν αφήσει αυτό. Το οποίο λέγεται νεραϊδοσφόντυλο. Αυτό είναι από πέτρα. Έτσι; Εδώ μέσα περνούσε ένα ξυλάκι, είχανε μαζέψει το μαλλί από τα πρόβατα, το ‘χανε πλύνει, το ‘χανε περιποιηθεί πώς το φτιάχνανε και το κάνανε σε ένα ξύλο, το οποίο το λέγανε ρόκα, α; Ωραία. Τη βάνανε, κάπως τη βάνανε εδώ απάνω τους τη ρόκα και αρχίζανε και γνέθανε το μαλλάκι, αυτό. Για να κάνει το ψιλό ψιλό νήμα, έβαναν αυτό. Και τι κάνανε αυτό; Για να το θυμηθώ. Λοιπόν, το στρίβανε το ξυλάκι αυτό και αυτό με το βάρος που είχε γύριζε, όποτε έστριβε το νήμα από πάνω και έφτιαχνε το ψιλό νήμα, το οποίο θα το θυμάται η μάνα σου, εφτιάχναν τα λεγόμενα χιράμια.
Και σαν χράμια το έχω ακούσει.
Χράμια, χράμι. Λοιπόν, γινότανε με αυτό το νεραϊδοσφόντυλο. Αυτό το νεραϊδοσφόντυλο, επειδή είχαμε μια κατσίκα και ματιαζότανε, της το ‘χε βάλει στη λουρίδα. Εδώ, η μάνα μας. Εφόσον η κατσίκα μεγάλωσε και απεβίωσε, λοιπόν το πήραμε και από το σπίτι, πρόλαβα και το πήρα εγώ. Αυτό λέγεται νεραϊδοσφόντυλο. Το έχουμε βρει στο πηγάδι.
Και πότε έγινε αυτό το περιστατικό με το παιδάκι;
Αυτό δε θυμάμαι τώρα, είναι πρέπει να είναι… Βάλε δεκαετία του ’70. Λοιπόν, ναι, το είπαμε αυτό, είναι παθολογικό αίτιο, ναι, παθολογικό αίτιο… μη βάλουμε τίποτα άλλο.
Και είχατε κι άλλους θρύλους στο χωριό; Και στα Πηγαδάκια και στα Βέρβενα.
Α, στα Πηγαδάκια. Θα σου πω ένα τώρα, το οποίο σαν, πώς τη λέμε τη λέξη, σαν πώς να το πούμε, πώς τη λέμε, ρε, τη λέξη που... την ξέχασα, σταμάτησε το μυαλό μου τώρα. Λοιπόν, θα το βρω. Είναι, λέει, τώρα στο χωριό μας – ο πατέρας μας είχε μία ιστορία που καθότανε κάτω μόλις μεγαλώσαμε και κουβεντιάζαμε, άνοιγε το στόμα του δεν σταμάταγε με τίποτα. Λοιπόν, λέει, στου τάδε το σπίτι είχε βρει, λέει, μία νεράιδα αυτός. «Νεράιδα;» του λέγαμε. «Ναι». Αρχίζαμε και ανατριχιάζαμε εμείς. Λοιπόν, την οποία, λέει, είχανε πάει, λέει, στο πηγάδι – αυτές όλο σε πηγάδια, σε νερό πάνε. Λοιπόν, να πλύνουν, λέει, τα χέρια τους, να πλύνουν τα ρούχα τους, δεν ξέρω ‘γω τι, και βγάζει το δαχτυλίδι. Εδώ θα σε ρωτήσω μετά. Είχε βγάλει το δαχτυλίδι, παρουσιάστηκε κείνος εκεί με το μόλις παρουσιάστηκε, πήγανε να φύγουν εκείνες εκεί, μένει το δαχτυλίδι, τακ το παίρνει. Εφόσον πήρε το δαχτυλίδι, τον ακολούθησε αυτή που είχε το δαχτυλίδι. «Δωσ' μου το δαχτυλίδι». «Όχι, δε σ' το δίνω», «Δωσ' μου το δαχτυλίδι». «Όχι, δε σ' το δίνω». Τέλος πάντων, λέει, την παντρεύτηκε. Πάμε καλά; Πάμε. Την παντρεύτηκε, εκάναν ένα παιδί, αρσενικό, το οποίο το βγάλανε, λέει, Νέραϊδο. Μυθολογία, τέλος πάντων. Α, θυμήθηκα τη λέξη, «μυθολογία». Και άρχισα εγώ, τον παρακολούθησα τον πατέρα μου, λέω, τι στο καλό λέει να πούμε, λέω, νεράιδα, πονηρό πνεύμα, έτσι; Το είχε κρυμμένα λέει ο άλλος το δαχτυλίδι. Πονηρό πνεύμα και δεν μπορεί να πάει να βρει το δαχτυλίδι; Ε; Λιγάκι δύσκολο. Λοιπόν, μεγάλωσε τώρα το παιδί, γίνεται ένας γάμος –να πούμε και για τους γάμους– λοιπόν, γίνεται ένας γάμος και λέει: «Ετοιμάσου» τώρα πώς τη λέγανε δε θυμάμαι «να πάμε στον γάμο». Και η απάντηση αυτής ήταν η εξής: «Αν δεν μου δώσεις το δαχτυλίδι, στον γάμο δεν έρχομαι». Σκέφτηκε και ο άλλος, λέει: «Είμαστε τόσα χρόνια παντρεμένοι, έχουμε κάνει και ένα παιδί», ήξερε ότι άμα της δώσει το δαχτυλίδι ότι θα φύγει, θα τη χάσει. Και δεν ήθελε να τη χάσει. «Λοιπόν» λέει «σ' το δίνω». Πάνε στον γάμο, φάγανε, ήπιανε και εκεί απάνω στον χορό ήρθε ένα σύννεφο αέρα, την πήρε και έφυγε. Αυτό για μένα είναι μια μυθολογία, δεν είναι πραγματικότητα τώρα ότι... δεν μπορούσε αυτή να πάει να του βρει το δαχτυλίδι που ήτανε κρυμμένο; Μην τρελαθούμε.
Λοιπόν, θα σου πω τώρα για τους γάμους, θες να το πούμε για τους γάμους;
Ναι, ναι, ναι.
Θα το πούμε, θα μου βγάλει την ψυχή τούτο δω. Λοιπόν, οι γάμοι, τους πρόλαβα εγώ καλά, εγινότανε στο χωριό, όταν παντρευόταν η κοπέλα στο χωριό και θα ερχόταν ο γαμπρός, θέλεις ήτανε από το ίδιο χωριό, θέλεις και από διπλανό ή πιο μακριά. Οι γάμοι τότε, έχεις ακούσει;
Ε, για τους γάμους; Έχω ακούσει διάφορα.
Ξεκινούσανε την Πέμπτη. Την Πέμπτη τι κάνανε; Πηγαίνανε γυναίκες του συγγενικού σπιτιού.
Στο κρεβάτι.
Όχι, δεν είχαμε κρεβάτια τότε. Λοιπόν, εφτιάχνανε τα, το προζύμι για να ζυμώσουνε, να ζυμώσουν τα ψωμιά, έτσι; Την Πέμπτη. Την Παρασκευή το ζυμώνανε, το Σαββάτο το ψένανε, το πρωί, εφτιάχνανε τις πίτες, αν το έχεις ακούσει, το έχεις ακούσει; Όχι. Η πίτα τι ήτανε; Ένα καρβέλι μεγάλο, το οποίο απάνω το είχανε στολίσει με το ίδιο το προζύμι, του είχανε κάνει διάφορα σχεδιάκια από δω, από κει, μπορεί να ‘γραφαν κι ένα όνομα απάνω και τα λοιπά. Το οποίο αυτό εψενότανε στο φούρνο και ήτανε υπερυψωμένο λιγάκι, δηλαδή ήτανε λείο τα σχέδια και αυτή την πίτα την αλείφανε με μέλι και πάνω στο μέλι βάνανε και λίγο σησάμι στις άκρες. Και της βάναν διάφορα λουλούδια της εποχής εκείνης, ας πούμε, δεν είχαμε λουλούδια εμείς ανθοπωλεία και τέτοια. Λοιπόν, τώρα, το κάλεσμα, το κάλεσμα γινότανε διά στόματος ή, διά στόματος γινότανε, πήγαινε ο συγγενής και έλεγε: «Σε έχω καλέσει, θα έρθεις στο γάμο, πόσα άτομα να ξέρω». Έτσι; Λοιπόν, το δώρο, το δώρο –πρόσεχε τώρα– το δώρο που θα πήγαινε ο φίλος, ο συγγενής, ο μακρινός συγγενής, τι ήτανε; Ένα κομμάτι κρέας, ένα μπουκάλι μεγάλο κρασί και μια πίτα, έτσι; Και σε περιμένανε διάφορες κοπέλες εκεί, σου λέγαν κι ένα τραγούδι και μετά το ‘δινες το κρέας μέσα, πήγαινε στου σπιτιού το μαγειρείο. Λοιπόν, τότε, επειδή δεν υπήρχανε τα πιάτα για να σερβιριστούνε ο κόσμος που θα πήγαινε, επηγαίνανε [01:20:00]στη γειτονιά και ζητάγανε 10 πιάτα από σένα, 20 από τον άλλον, ανάλογα πόσα πιάτα είχε ο καθένας, για να συμπληρώσουν το σερβίτσιο του τραπεζιού. Λοιπόν, για να ξέρω εγώ τώρα ποιο είναι το πιάτο το δικό μου, το σημάδευα από κάτω, για να μου ‘ρθει πάλι το ίδιο. Μπορεί να ‘τανε πορσελάνη Βοημίας, παράδειγμα, κατάλαβες; Να μην το χάσουμε. Λοιπόν και ξεκίναγε το γλέντι από το Σαββάτο το βράδυ. Κυριακή γινόταν ο γάμος, Κυριακή το βράδυ άλλο γλέντι. Οπότε το φαγοπότι ήταν από το κρέας που πήγαινες. Έτσι; Λοιπόν και ήταν ένας μπαρμπα-Χρήστος ο Μπακούρος, ο οποίος ήταν ο αρχιμάγειρας. Λοιπόν, άντε τώρα να μαγειρέψεις τόσο κρέας και δεν ήθελε γυναίκα από πάνω στο κεφάλι του αυτός. Αφού έβραζε το κρέας, το κοκκίνιζε, το έφτιαχνε ωραίο και στο ζουμί μέσα έριχνε μακαρόνια. Αυτό το μακαρόνι δεν το έχεις φάει. Λοιπόν, ήταν για τα κρασιά ωραία τότε. Αυτό ήτανε ένα γλέντι. Λοιπόν, αν δεν σε έχει καλέσει εσένα, επειδή ήσουνα λίγο μακρινός συγγενής ή οτιδήποτε άλλο και πέρναες από εκεί για να ευχηθείς καλή ζωή στα παιδιά, σου έλεγε έλα μέσα, σου έδινε ένα μεζέ, ένα ποτήρι κρασί, έναν κουραμπιέ, ένα γλυκό. Τότε τα γλυκά ήταν οι κουραμπιέδες και τα ξεροτήγανα, το έχεις ακούσει το ξεροτήγανο; Οι δίπλες που λέμε, έτσι; Αυτά τα δύο ήταν τότε στους γάμους, κουραμπιέδες και ξεροτήγανα. Λοιπόν, με το μελάκι από πάνω, ωραίο. Ήταν οι γάμοι της εποχής εκείνης. Ένας γάμος που πήγε ο πατέρας μας, επήγε στη μέσα Μάνη στο Οίτυλο, στο Οίτυλο και πήραμε μια νύφη από κει κάτω. Και είπε στον γαμπρό, του λέει: «Να έρθω κι εγώ;» «Έλα παππούλη κοντά, γιατί αν μην έρθεις;» Επήγε εκεί κάτω, είχανε φαγοπότι, γλέντια κακό και τα λοιπά, αλλά εκεί κάτω είχανε ένα έθιμο ότι βγάλαν τα πιστόλια και τουφεκάγανε μέσα στο σπίτι, όχι έξω, μέσα, μέσα, εδώ από πάνω, πώς είναι η σκεπή, «μπαμ μπαμ». Άλλαζε τα κεραμίδια ο ιδιοκτήτης την άλλη μέρα. Λοιπόν, μόλις άκουσε τις τουφεκιές ο πατέρας μας τακ, έσουρε σαν τον λαγό, έφυγε. Σου λέει: «Μες στο σπίτι, θα σκοτωθούμε εδώ μέσα, τι κάνουμε;» Λοιπόν, σε ένα γάμο που είχε πάει του ‘τυχε κι αυτό το πράγμα. Λοιπόν, παρακάτω.
Κι από ποια χωριά παίρνανε γυναίκες οι Πηγαδιώτες;
Α, εδώ είναι το ερώτημα. Το χωριό το δικό μας επήρε από τα Βέρβενα. Πρώτη ήταν η μάνα μας. Μετέπειτα ήρθαν άλλες τέσσερις, οι άλλες τέσσερις που ήρθανε και η πέμπτη ήταν η γυναίκα μου, όλες μα όλες κάναν αρσενικά παιδιά. Καμία δεν έκανε θηλυκό. Δεν είναι ευχάριστο, είναι λάθος. Είναι λάθος αυτό. Μες στο σπίτι, στην οικογένεια πρέπει να υπάρχει κι ένα θηλυκό. Όλες ήντουσαν αρσενικογένες. Και η μάνα μας για να, για να κάνει το καλαμπούρι της, λέει: «Έχω πάρει αρσενικοβότανο». Ναι, μετέπειτα είχαμε πάρει από το Μαυρίκι, το ξέρεις το Μαυρίκι; Το έχεις ακούσει, μπράβο. Λοιπόν από το Μαυρίκι, οι οποίες αυτές δεν είναι ότι ήταν αρσενικογένες, αυτές περάσαν τα 95. Δε θέλανε να φύγουν με τίποτα εις Κύριον, να αποδημήσουν εις Κύριον. Όλες πάνω από 95! Ήτανε σκληρό DNA αυτές οι γυναίκες. Τις πρόλαβα εγώ, τέσσερις, τις πρόλαβα εκεί πάνου. Η θεια-Γιωργίτσα από πάνω: «Ρε θεια-Γιωργίτσα, τι κάνεις, ρε θεια-Γιωργίτσα;» «Καλά είμαι, παιδάκι μου». «Πέθανε η μάνα σου;» μου λέει. «Πέθανε». «Ε, ήταν και μεγάλη» μου λέει. Φαντάσου τώρα 20 χρόνια διαφορά η μάνα μου με τη θεια-Γιωργίτσα. «Ήταν και μεγάλη» λέει. 98 η θεια-Γιωργίτσα. Μετά πήραμε και δώσαμε Αλεποχώρι. Αλεποχώρι, εδώσαμε αρσενικόν, ο οποίος κράτησε το επώνυμο εκεί πέρα, το επώνυμο Γούνης, ο Γούνης είναι από Πηγαδάκια. Δώσαμε και πήραμε. Δώσαμε και έναν εκεί πέρα, ο οποίος έκανε και αρσενικά παιδιά και υπάρχει και σήμερα παπάς, χειροτονήθηκε τώρα φέτος, Γούνης. Ναι, υπήρχε το χωριό αυτό Αλεποχώρι, είναι ένα χωριό, το οποίο δεν έχει ορεινό όγκο με πέτρα, είναι όλο με χώμα. Χωματοβούνια. Το οποίο ήτανε πιο προσοδοφόρα αυτά για τους κατοίκους εκεί.
Και εσείς πώς παντρευτήκατε;
Α εγώ ήρθα εδώ κάτω, το ’75, έπιασα δουλειά στο εργοστάσιο εδώ πάνω του Καρέλλα και... το ‘75, έτσι; Ήμουνα μοναχός σε αυτό το σπιτάκι που είσαι τώρα εδώ καλή ώρα, ήτανε μόνο αυτό. Πίσω που είναι ανοιγμένο δεν ήτανε, και η αυλή του μπροστά. Και δούλευε κει πάνω και η κυρά Βαγγελιώ, γνωριστήκαμε εκεί, της έκανα πρόταση να γνωριστούμε και μόλις έκανα πρόταση να γνωριστούμε φοβήθηκε, φοβήθηκε. Λοιπόν, ήταν η εποχή τώρα έτσι; ’75 μιλάμε. Από δω από κει, πουθενά!
Πώς την κάνατε την πρόταση;
Με ένα θράσος. «Γεια σου, είμαι ο Παναγιώτης», δεν ήξερα ότι ήτανε γειτόνισσα. Οπ, εδώ είναι το λάθος, ήτανε γειτόνισσα, το καλό, όχι το λάθος, το καλό είναι ότι ήτανε γειτόνισσα. Λοιπόν, της λέω: «Θέλω να γνωριστούμε». Μόλις της είπα έτσι ταράχτηκε. Μου λέει: «Σε παρακαλώ» και τα λοιπά. Λοιπόν έφυγα εγώ, γύρισα από δω από κει, έκανα καμιά δουλειά εκεί πάνω. Λοιπόν, την άλλη μέρα πάλι, επίθεση. Τρίτη μέρα, επίθεση. Λέω: «Τώρα ό,τι βγάλουμε», λοιπόν. Από δω από κει, «'Ντάξει» μου λέει. «Θα τα συζητήσουμε» μου λέει. Λοιπόν, είναι η μέρα Κυριακή, εδώ, καλυβάκι τούτο δω, λοιπόν, εδώ τοίχοι. Είχε ένα χώρισμα εδώ, είχε μιαν κουζινίτσα εκεί κι ένα δωματιάκι τούτο δω κι ένα δωμάτιο από κει. Λοιπόν, το οποίο το χάλασα εγώ μετά, γι’ αυτό είναι το μάρμαρο εκεί κάτω. Φοράω ένα κοστούμι που είχα, μιλάμε γαμπρός, είχα και το μουστάκι εδώ, λοιπόν. Από κάτω εδώ ήταν μία συγγένεια της μάνας μας, η θεια-Χριστίνα. Πήγα από κει, μια φτωχιά οικογένεια και τα λοιπά και της λέω: «Θεια-Χριστίνα να κόψω ένα γαρύφαλλο από τη γαρυφαλιά σου;» «Κόψε, παιδάκι μου» μου λέει. «Δε σώνονται» μου λέει και το έβαλα εδώ στην τσέπη στο σακάκι. Επήγα ένα γύρω γύρω γύρω και σκευόμουνα τώρα πώς θα κάνω την εμφάνιση εδώ στη γειτόνισσα, την κυρά Βαγγελιώ. Άρχισε το μυαλό να σκέφτεται το ένα το άλλο, το ένα το άλλο, λέω: «Θα πάω και ό,τι γίνει». Πάω, τακ, την πιάνω στην ταράτσα, επάνω. Της λέω: «Γεια σου, τι κάνεις;» Μου λέει: «Γεια». Λέω: «Για μας δεν υπάρχει ένα καφεδάκι να πιούμε;» Μου λέει: «Ωραία». Λοιπόν, ανοίγω εγώ την πόρτα, μπαίνω μέσα, να πάμε να κάτσουμε κάτω είναι και η πεθερά μου εκεί κάτω στην κουζίνα. Άκουσε τώρα ότι μπήκε κάποιος μέσα, λέει: «Ποιος είναι;» Λέει: «Ένας που δουλεύουμε μαζί εκεί πάνω, στο εργοστάσιο». Λοιπόν, ανεβαίνει απάνω, με βλέπει. «Γεια σου» μου λέει «Τι κάνεις; Είσαι από κει μου λέει στο καλύβι;» Της λέω: «Ποιο καλύβι, κυρά μου» της λέω, «σπίτι είναι». Λοιπόν, τέλος πάντων, μου ‘φτιαξε καφέ, ήρθε η πεθερά μου, άρχισε να ανακατεύεται, σου λέει: «Ήρθε γαμπρός στο σπίτι, τι είναι αυτός εδώ, γαμπρός θα είναι, ήρθε επίσκεψη, τι είναι;». Κι εγώ είχα και το γαρύφαλλο εδώ. Λοιπόν, έκατσα, ήπια τον καφέ μου, κοίταγα από δω, κοίταγα από κει, την κοίταγα, με κοίταγε, κοίταγε κάτω. «Μην ντρέπεσαι, μωρή» της λέω «δε δαγκώνω». Λοιπόν, «Όχι» μου λέει «εντάξει, είσαι λιγάκι άγριος» μου λέει. Λοιπόν, τέλος πάντων, λέω: «Αρσενικός δεν υπάρχει εδώ στο σπίτι, πατέρας δεν υπάρχει;» Λοιπόν κάποια στιγμή ήρθε ο πεθερός με ένα μουλαράκι που είχε ήταν φορτωμένα απάνω, το ξεφόρτωσε, του λέει: «Κωστή» –ήταν το όνομα του πεθερού μου, Κώστας– «Κωστή, έχει έρθει ο γιος του παπά» λέει «και πίνουνε καφέ με τη Βαγγελιώ πάνω». «Σιγά το πράγμα» της λέει. Λοιπόν, ήρθε, με χαιρέτησε κει χάμου, κατέβηκε κάτω, δεν έδωσε σημασία καμία. Λοιπόν, το ερώτημα εδώ είναι ότι εγώ δεν σκευόμουνα, λέω μια δουλειά έχω, δουλεύει και η Βαγγελιώ, σήμερα αύριο μπορεί να κάνουμε κάνα παιδί να μην πάει για δουλειά. Λοιπόν, εφόσον έχω εξασφαλίσει μία δουλειά και έχω ένα σπιτάκι να μείνω, λέω θα το φτιάξουμε αύριο. Δε σκευόμουνα ότι πρέπει να βρω μία να έχει περισσότερο οικονομική άνεση, να έχει ένα χρήμα παραπάνω, να έχει ένα σπίτι παραπάνω, να έχει μια δουλειά αλλιώτικη και τα λοιπά, δεν μου πέρασε ποτέ αυτό από το μυαλό. Επέρασε όμως στο μυαλό κάποιων άλλων, όταν μαθεύτηκε μετά, για δεν μένει κρυφό τίποτα, ότι ο Παναγιώτης τα έχει με τη Βαγγελιώ και τα λοιπά και τα λοιπά, κάποιος καλοθελητής έφτασε στα αυτιά του πατέρα μου. Ότι ο γιος σου έχει μπλέξει με μία φτωχιά κοπέλα κείθε κάτου και θα χαθεί και το 'να τ' άλλο… Όταν πήγα απάνω, μου λέει: «Έλα εδώ» μου λέει. «Τι κάνεις κείθε κάτου;» «Τι κάνω;» Λέει: «Πού παζαρεύεις;» Κατάλαβα εγώ ότι κάποιος ήρθε. «Εντάξει» λέω «Έχω γνωρίσει ένα κορίτσι…» Μου λέει: «Τι κρατάνε;» «Τι κρατάνε, εγώ δε ρώτησα τι κρατάνε, εγώ έχω δει την κοπέλα» του λέω «εντάξει, καλή φαίνεται» του λέω «δεν ξέρεις τι κρύβει μέσα [01:30:00]της, 'ντάξει μια γνωριμία έχουμε, η οποία μάλλον θα προχωρήσει». «Όχι μάλλον, έχει σταματήσει» μου λέει. Του λέω: «Γιατί;» «Όχι» μου λέει, «δεν αξίζει» μου λέει… «Εντάξει, αν το θεωρείς εσύ έτσι» του λέω. Παρεξηγηθήκαμε κει χάμου με τον πατέρα μου που είχαμε καλές σχέσεις, κουβεντιάζαμε, παρεξηγηθήκαμε εκεί χάμου. Ο πατέρας μας ήταν απότομος στη σκέψη του. Το «ναι» ήτανε «ναι», το «όχι» ήταν «όχι», μετά το σκευότανε. Μετά από ημέρες το σκευότανε, ήτανε λάθος, αλλά δε γύριζε πάλι πίσω. Ήταν κι εγωιστής. Λοιπόν, τέλος πάντων, έγινε αυτό το γεγονός, έφυγε, παρεξηγήθηκε η Βαγγελιώ, έφυγε, πήγε στο Ναύπλιο, έμεινα εγώ δω χάμω μοναχός μου, λοιπόν. Τι να κάνω, τι να κάνω, δεν έψαξα να πάω κάπου αλλού, μου είχε μείνει η ιδέα αυτή. Λέω, αφού αγαπούσα ένα κορίτσι τώρα, γιατί να το εκθέτω και μεθαύριο να βρεθεί κάποιος να της πει: «Τα είχες εσύ με τον Παναγιώτη, τώρα σε κάνω εγώ γυναίκα μου». Ήτανε, οι εποχές ήταν τότε δύσκολες. Σήμερα έχει διαφοροποιηθεί το πράγμα. Λοιπόν, τέλος πάντων ξανασμίγουμε, ξανασμίγουμε, σμίξαμε, επήγε τώρα ένας από το χωριό μας, ο οποίος ήτανε από το, από τα Βέρβενα, ο οποίος ήτανε φίλος με τον πατέρα μου. Φίλος δηλαδή, όταν πήγαινε στο χωριό θα πήγαινε να βρει το Λια το Σίδερη, ο Σίδερης ήτανε μπάρμπας αυτουνού του παιδιού που χάθηκε τότε, που είχε χαθεί τότε. Ήταν αδερφός του πατέρα του. Λοιπόν, αυτός ο Σίδερης δεν είχε παιδιά. Παντρεμένος, δεν είχε παιδιά κάνει και πήγε στο χωριό, βρήκε ένανε στο χωριό, ο οποίος ήτανε ψάλτης στο χωριό μας και κουβεντιάσαν, του λέει: «Έτσι κι έτσι, υπάρχει ένα θέμα» του λέει «με του παπά το παιδί» του λέει «καλό κορίτσι, μπορεί να ‘ναι φτωχό» του λέει «αλλά η φτώχεια περνιέται, η αρρώστια» του λέει «δεν περνιέται και η γκρίνια». Λοιπόν, ήρθε η Κυριακή τώρα στην εκκλησιά, εψάλλαν, εκάνανε κει χάμω με τον ψάλτη, τελειώσανε. Ο ψάλτης καθότανε έξω στην εκκλησία και τον περίμενε. Τελειώνοντας ο πατέρας μας, είδες ο παπάς τώρα για να, όταν τελειώνει η εκκλησία πρέπει να αδειάσει το Δισκοπότηρο, κάνει λέμε κατάλυση του Δισκοπότηρου, να κάνει τις προσευχές του, να ξεντυθεί, να φορέσει όλα του τα ρούχα και να φύγει. Καθυστέρησε 10 λεπτά, ένα τέταρτο, βγαίνει έξω, του λέει «Νίκο, ακόμα δεν έφυγες;» Του λέει: «Παπά κάτι σε θέλω» «Τι με θέλεις;» του λέει. Του λέει: «Ήρθε ο Λιας ο Σίδερης» του λέει «απ’ το χωριό, τα Βέρβενα και μου είπε κάτι κουβέντες», του λέει «ότι ο Παναγιώτης» του λέει –εμένα μ’ αγάπαγε ο Νίκος, παντρεμένος κι αυτός χωρίς παιδιά– «ο Παναγιώτης» του λέει «είναι με μια κοπέλα, την οποία» του λέει «εσύ δεν τη θέλεις και ήρθε και μου ‘πε να την πάρεις». «Ε καλά» του λέει «τι να σου πω». «Όχι να μου πεις, εγώ» του λέει «δε θα τον ξαναδώ αυτόνε. Θα πας να βρεις τον Παναγιώτη» του λέει «και θα του πεις "το κορίτσι το παίρνουμε"». Λοιπόν, πήγα εγώ στο χωριό απάνω κάποια μέρα, λέει: «Πες του πατέρα της τσούπρας να ‘ρθει Τετάρτη Τρίπολη». Του λέω: «Τι είναι;» «Να ‘ρθει την Τετάρτη» μου λέει «Τρίπολη». Άλλη δεύτερη κουβέντα δεν είχε. Του λέω: «Εντάξει». «Θα τον περιμένω ή θα με περιμένει στο πρακτορείο». «Ντάξει». Λοιπόν, έρχομαι εδώ, βρίσκω τη Βαγγελιώ, της λέω: «Το και το, να πεις του πατέρα σου έτσι κι έτσι». Ήταν τώρα Δευτέρα, Τρίτη, ποια ήτανε και πιάνει και ψιλόβρεχε. Τώρα εγώ δεν είχα ομπρέλα, νοικοκύρης εγώ και δεν είχα ομπρέλα, να καταλάβεις. Δηλαδή τι έκανα εγώ τότε; Καλό παιδί, το καλύτερο παιδί ήμουνα εδώ κάτω. Μόλις πληρονόμαστουν το Σαββάτο, την Παρασκευή που ‘ρχότανε δεν είχα φράγκο, τα ‘χα χαλάσει όλα. Καλό παιδί, λοιπόν. Και καθόμουνα εδώ στην πόρτα, ήταν μια παλιά πόρτα εκεί, μια ξύλινη. Την είχα, ήταν ανοιχτή και περίμενα να σταματήσει η βροχή για να φύγω. Και βλέπω «τακ» ερχότανε ο πατέρας της κοπέλας, ήρθε κει χάμου, λέει: «Τι έγινε;» «Εδώ» του λέω «κάθομαι». Λέει: «Τι, δεν έχεις ομπρέλα;» Του λέω «Όχι». «Θα σου δώσουμε», «Όχι, θα σταματήσει μπαρμπα-Κώστα» του λέω «τι θα κάνει». Λοιπόν, «Σ' το ‘πε» του λέω «η Βαγγελιώ;» λέει «μου το ‘πε» μου λέει: «Είναι σίγουρο ή θα πάω» μου λέει «και θα ντροπιαστώ;» Του λέω: «Σίγουρο». «Εντάξει, εγώ θα πάω» μου λέει. Και πήγε ο πεθερός απάνω, βρεθήκαν στο καφενείο, κουβεντιάσαν τι κουβεντιάσανε κει χάμου, φάγανε και σε μία ταβέρνα, έφυγε ο πεθερός ήρθε εδώ, ο πατέρας μου πήγε στο χωριό, ήρθε κάτω, ευχαριστημένος κτλ. και κανονίστηκαν οι αρραβώνες. Α; Ωραία. Δε θέλω να πω παρακάτω, γιατί είναι ντροπής, όπως σου είπα, μέχρι και Παρασκευή δεν είχα λεφτά, αρραβώνες, άρχισε η Βαγγελίτσα να μου κρατάει λεφτά. Ερχόμουνα κάτω, πληρωνόμουνα, η Βαγγελιώ λόγω άσθματος εσταμάτησε από το εργοστάσιο, είχε πρόβλημα με τα πνευμόνια της, λοιπόν, μόλις πληρώνομαι το Σαββάτο, μου λέει: «Για φέρ’ τα». Έτσι μου έλεγε: «Για φέρ’ τα εδώ», λοιπόν. Και άρχισε τότε να μου μαζεύει τα λεφτά και κάναμε τους αρραβώνες και τα λοιπά. Λοιπόν, τέλος πάντων. Ε, από τότε κάναμε τον γάμο, όλο αυτό, 'ντάξει. Γεννηθήκαν και τα 2 παιδιά το ένα το ’78, το άλλο το ‘80 και, όπως σου είχα προείπει, ότι φύγαμε από δω, πήγαμε Τρίπολη, να ‘ναι συγχωρεμένος ο Χρήστος ο Ευθυμίου, ο οποίος με βόηθησε στη δουλειά – σ' το ‘πα τότε, το έχουμε γράψει;
Ναι.
Λοιπόν.
Δεν είχαμε πει ποιος ήτανε όμως.
Ναι, τον οποίον δεν τον ξέχασα μέχρι που πέθανε, δεν τον ξέχασα, το εκτίμησα αυτό και η γυναίκα του, μακαρίτισσα κι αυτή, λέει: «Παναγιώτη, είσαι ο μοναδικός» λέει «που έμεινες μαζί μας», οι άλλοι σκορπίσαν όλοι, φύγανε. «Δε μας δώσανε σημασία καμία». Λοιπόν, εντάξει ήτανε, ήταν τα χρόνια καλά τότε. Ήτανε καλά τα χρόνια, ζήσαμε καλά, περάσαμε καλά, φτιάξαμε ένα σπίτι εδώ, ζήσαμε από πίσω. Λοιπόν, σήμερα εβλέπεις ότι αυτό το σπίτι που ‘φτιαξες δεν έπρεπε να το φτιάξεις. Ε;
Γιατί;
Γιατί. Γιατί τα παιδιά φεύγουνε σήμερα. Λοιπόν, λέμε να φτιάξουμε ένα κάτω ένα επάνω, πίσω εδώ που είναι ανοιγμένο είναι του πεθερού. Μου το ‘δωσε τότε να μεγαλώσει το σπίτι. Λοιπόν, λέμε ένα παιδί απάνω ένα παιδί κάτω, σήμερα τα παιδιά, ο ένας είναι στην Αγγλία, ο άλλος είναι απάνω Αθήνα, πάει. Οπότε, τι λέγαμε τότε; Να φτιάξουμε ένα σπίτι. Αν ήταν σήμερα, σήμερα αυτό το ‘χουνε οι κομμουνιστές, οι γνήσιοι κομμουνιστές δεν έχουν σπίτι. Γιατί, λέει, το σπίτι είναι έξοδο. Θα είναι σε ενοίκιο λέει, να το πληρώνει άλλος. Λοιπόν, θα είχα τούτο ‘δω, θα έκανα και μια προσθήκη έξω, μια τουαλέτα μια, πώς το λένε, μια κουζίνα και θα ζούσα, ε; Πώς ήρθανε μετά τα πράγματα. Λοιπόν, παρακάτω. Γιατί κάπου σε βλέπω, κουράστηκες.
Όχι, όχι!
Βαγγελιώ, έλα μέσα!
Εγώ θέλω να σας ρωτήσω κιόλας, γιατί είχαμε πει θα το πούμε και δεν το είπαμε, που παίρνανε από τα αρχαία πράγματα και χτίζανε τους φούρνους τους, εκκλησίες.
Ναι. Το είπαμε αυτό.
Είπαμε…
Είπαμε για εδώ πέρα του Ηρώδη του Αττικού, το είπαμε;
Δεν το ηχογραφήσαμε.
Σήμερα δεν το ‘παμε;
Το ‘παμε πριν ξεκινήσουμε.
Α, λοιπόν. Είναι τώρα η Έπαυλις του Ηρώδη του Αττικού.
Νομίζω, τέλος πάντων.
Έπαυλις. Η οποία Έπαυλις, επειδή ο Ηρώδης ο Αττικός ήτανε με πολλά λεφτά, είχε χρήμα, έτσι; Διέθεσε χρήμα, το ‘χε αυτός σαν εξοχική κατοικία, για κείνο το ονόμασε «Έπαυλις». Λοιπόν, έφτιαξε το Ηρώδειο στην Αθήνα, έχεις πάει;
Ναι.
Έχεις πάει. Έχεις πάει σε συναυλία;
Όχι.
Όχι. Πρέπει να πας. Λοιπόν, είναι φανταστικό μέρος, πολύ ωραίο. Λοιπόν, αυτό με την πάροδο του χρόνου ή από σεισμούς ή από σεισμός που λέει πέφτουν τα κτίρια ή από κάτι άλλα φυσικά φαινόμενα, καταστράφηκαν αυτά, πέσανε, έτσι; Αποτέλεσμα λέει, λέει ο Έλληνας ρήτορας ότι «δρυός πεσούσης, πας ανήρ ξυλεύεται». Δηλαδή τι, πώς εξηγείται. «Δρυός» είναι ένα δέντρο. Όταν αυτό πέσει κάτω, πάει οποιοσδήποτε και κόβει ξύλα. Έτσι; Όταν έπεσε η Έπαυλις του Ηρώδη του Αττικού, αρχίσανε οι πλιατσικολόγοι και κλέβανε, έτσι; Εκλέβανε, ποιο κλέβανε; Κλέβανε τα κεραμίδια. τα οποία δεν τα κεραμίδια για σκεπή, ήταν για χτίσιμο, ήταν επί ρωμαϊκής εποχής, αν βλέπουμε ένα κτίριο, το οποίο είναι χτισμένο με τουβλάκι την εποχή εκείνη, είναι ρωμαϊκής εποχής. Λοιπόν, επαίρναν αυτά για να φτιάξουν ένα ξυλόφουρνο. Λοιπόν, μόλις πήρε ο Παναγιώτης, ας πούμε, ένα φορτίο κι έφτιαξε το φούρνο, «Πού το βρήκες ρε το κεραμίδι αυτό;» «Εδώ πέρα ρε, στα αρχαία». Δε το λέγανε Ηρώδη Αττικού, στα αρχαία το λέγανε. Λοιπόν και αρχίσαν όλοι και κλέβανε. Μετέπειτα η άλλη μεγάλη καταστροφή στην έπαυλη αυτή έγινε [01:40:00]με τα ασβεστοκάμινα. Εδώ να δεις τι ζημιά έγινε. Ότι ορισμένοι επιτήδειοι εδώ κάτω, να μην ψάξουνε να βρούνε πέτρα, παίρνανε κολώνες από την έπαυλη, που ήταν μάρμαρο και το κάνανε ασβέστη. Εκεί χαλάσανε πολλά μαρμάρινα αντικείμενα. Μετά, ένα άλλο που σώθηκε με τα μαρμάρινα αντικείμενα είναι το κτίσμα της εκκλησίας στο μοναστήρι της Λουκούς. Το οποίο η πρώτη ύλη είναι από την έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού, την οποία λέει η ιστορία –εγώ από έναν παπά που ρώτησα είναι διαφορετική η σκέψη του, από κάτι παλιούς που το είχα μάθει– είναι λέει, όταν ήρθανε για να φτιάξουνε την εκκλησία εδώ κάτω της Λουκούς, ήταν να φτιάξουνε και την εκκλησία στην Αγία Τριάδα το μοναστήρι, έχεις πάει;
Ναι.
Έχεις πάει. Λοιπόν, είναι ο μάστορης και ο βοηθός. Το βοηθό το λέγανε Καλφούδη. Τώρα από πού βγαίνει, μάλλον τουρκική προφορά, λέξη πρέπει να ‘ναι. Ο μάστορης και ο βοηθός. Με ένα σχέδιο, αν έχεις προσέξει και τις δύο εκκλησίες έχουν το ίδιο σχέδιο. Λοιπόν, λέει: «Θα μείνεις εσύ εδώ να κάνεις προεργασία κι εγώ θα πάω στην Αγία Τριάδα εκεί πάνω». Λοιπόν κει πάνω που πήγε ο μάστορης εβρήκε μεγάλες δυσκολίες, μέχρι που να βρει την πρώτη ύλη, μέχρι που να φτιάξει την υποδομή από κάτω και τα λοιπά, καθυστέρησε. Επαφές δεν είχανε, είχε τους εργάτες κει πάνω και κατοικιότανε η γύρω περιοχή από τσοπάνηδες, οι οποίοι τσοπάνηδες ήταν από Μελιγού, από τον απάνω Αγιάννη του Άστρους και από τον Άγιο Πέτρο. Και ορισμένοι ερχόντουσαν από το Καρακοβούνι, το χωριό εδώ κάτω. Λοιπόν, ώσπου να βρει την πρώτη ύλη και να αρχίσουνε να βάνει τα θεμέλια για να αρχίσει να σηκώνεται απάνω λέει: «Δεν πα να ιδώ τι κάνει το μαστορόπουλο κει κάτω;» Και όταν ήρθε εδώ κάτω, κόντεψε να πάθει το λεγόμενο εγκεφαλικό, που λέμε. Από τι; Ότι ο βοηθός του είχε έρθει σε τέτοιο σημείο που ερχόταν να κουμπώσει τον τρούλο. Γιατί; Είχε βρει την πρώτη ύλη έτοιμη, είχε κλέψει όλα τα μάρμαρα από το, από την έπαυλη του... δεν τα είχε κλέψει, τα ‘χε ζητήσει. Δεν ήτανε κανένας, δεν του ‘πανε «παρ’ τα», έτσι; Είδες που λέει, μπαίνω εγώ μέσα στο σπίτι, φωνάζω: «Παναγιώτη!» δεν είναι ο Παναγιώτης εδώ, οπότε το παίρνω αυτό και φεύγω. Σαν να μου το ‘δωσε, λέει. Έτσι; Λοιπόν επήρε την πρώτη ύλη από κει και παρεξηγήθηκε ο μάστορης. Και σου λέει: «Εδώ θα μείνουμε μαζί, θα κουμπώσουμε τον τρούλο και μετά θα πάμε μαζί εκεί πάνω». Γιατί; Έλα.
Για να δείξει ότι βοήθησε κι εκείνος.
Όχι, ότι το έφτιαξε ο μάστορης.
Ναι, ναι. Βοήθησε είπα. Ναι, να το πάρει όλο πάνω του.
Ναι, να πάρει όλη την εξουσία πάνω του, γιατί τώρα τι…
Ναι, το είπα πιο σεμνά.
Λοιπόν και μετά τον πήγε εκεί πάνω και πήγαν και τελείωσαν την εκκλησία εκεί πάνω. Τώρα αναφέρεται ότι επί Βυζαντινής εποχής είχανε βαριεστήσει οι αυτοκράτορες με το σχήμα των ιερέων και των μοναχών των καλογέρων και τα λοιπά. Και ψάχνανε να βρούνε αρσενικούς για να έχουνε για τον πόλεμο και δεν βρίσκανε, ήτανε όλοι στα μοναστήρια, γινόντουσαν όλοι καλόγεροι να γλιτώσουν τον πόλεμο. Λοιπόν και σκέφτηκε ο Θεόφιλος, ένας από τους αυτοκράτορες, λέει: «Πρέπει να χαλάσω την εξουσία, την κεφαλή». Λοιπόν, βρήκε ένανε που είχε ένα καΐκι και του λέει «Θα φέρω τους δεσποτάδες όλους εδώ, τάχαμου ότι έχουμε κουβέντα να κάνουμε, και μόλις θα μαζευτούμε όλοι, εγώ θα την κοπανήσω και θα φύγω» του λέει. «Εσύ θα τους πάρεις, θα βγεις Ελλήσποντο, Δαρδανέλια και μόλις πιάσει Αιγαίο Πέλαγο, πέτα τους μέσα, πνίχ’ τους και έλα πάλι πίσω. Να γλιτώσω!» του λέει. Αυτό δε γράφεται πουθενά, γιατί η ιστορία δε γράφει πολλά πράγματα μέσα. Λοιπόν, ε, τους πήγε τώρα ο καραβοκύρης, λένε οι δεσποτάδες μέσα: «Πού πάμε;» «Πάμε» τους λέει «μη φωνάζετε, τώρα δεν μπορείτε να φύγετε, όποιος θέλει να γλιτώσει, ας πηδήξει μες στη θάλασσα». Τι να πει; Λοιπόν, ήρθε κατά δώθε και περνώντας τα Δαρδανέλια τους λέει: «Μου ‘πε ο αυτοκράτορας να σας πετάξω στη θάλασσα να σας πνίξω. Εγώ» λέει «θα σας γλιτώσω τη ζωή, θα σας πάω απέναντι στην Ελλάδα, θα πιάσει απόκρημνα σημεία, θα πάτε να φτιάχτε τι θα φτιάχτε και να μη γυρίσει κανένας πίσω, γιατί όποιος γυρίσει πίσω, θα σκοτώσει κι αυτόνε και μένα». Και τότε φοβούμενοι οι δεσποτάδες φτιάξανε τα μοναστήρια απάνω ψηλά. Και τον αυτοκράτορα και τους κατακτητές, τους πειρατές και τα λοιπά, τα φτιάξαν όλα τα μοναστήρια, τα έχεις ιδεί; Είναι σε απόκρημνα σημεία και τα λοιπά. Λοιπόν, έτσι φτιάχτηκε η Μαλεβή. Το μοναστήρι της Μαλεβής δεν είναι σε αυτό το σημείο που είναι σήμερα, δεν ήτανε σε αυτό το σημείο που είναι σήμερα, ήτανε πιο ψηλά, κρυμμένο μέσα, αλλά λόγω καιρικών συνθηκών πεθάνανε καλογέροι, πεθάναν απ’ το κρύο και τα λοιπά και μετά το φέραν εδώ κάτω. Και είναι και προσοδοφόρο που είναι κοντά ο δρόμος. Μετά η Έλωνα αν έχεις πάει, και αυτός απόκρημνος, η εικόνα αυτή έχει έρθει από μία παλιά εκκλησία από το έλος Λακωνίας, για κείνο λέγεται και Έλωνα, λοιπόν, έχει βγει μία ιστορία εκεί ότι ήταν κρεμασμένη και τα λοιπά και τα λοιπά, τέλος πάντων. Μετά μια ιστορία, την έχεις ακούσει με το Δεσπότη;
Ε…
Που κλάπηκε η εικόνα και τη βρήκε ο δεσπότης και μετά, αυτά κομπογιαννίτικα πράγματα για να τραβήξει κόσμο ο δεσπότης που… Τέλος πάντων, να μην το πούμε τίποτα, τα έχει πει ο πατέρας μου αυτά. Για κείνο στην κηδεία του δεν ήρθε. Λοιπόν, που έπρεπε να έρθει στην κηδεία του πατέρα μας, αλλά δεν ήρθε, γιατί του είπε δυο κουβέντες όταν πήγε να τον ευχηθεί, του λέει: «Έκανες λάθος που ήρθες στην Τρίπολη, που στην Τρίπολη μεγάλωσες και έζησες και λάθος που άφησες τη Μητρόπολη Ναυπακτίας εκεί πέρα». Παρεξηγήθηκε ο δεσπότης. Τέλος πάντων. Του ‘πε και κάτι άλλα, άσ' τα, είναι δικά τους αυτά. Λοιπόν, υπάρχει μια εκκλησία, ναι, στο χωριό Βέρβενα. Λοιπόν, εγώ είμαι και λιγάκι, άμα δω κάτι λιγάκι περίεργο, γιατί είναι έτσι, γιατί είναι αλλιώς και τα λοιπά. Λοιπόν, αυτή η εκκλησία είναι σε ένα παλιό ρυθμό με τρούλο και έχει γίνει μία προσθήκη προς τα κάτω, λόγω του ότι ήταν η μικρή και δεν χωρούσε ο κόσμος. Είναι πριν την καινούργια εκκλησία αυτή, παλιά εκκλησία. Λοιπόν κοιτάζοντας τώρα την πόρτα, η οποία είναι κλεισμένη, η πόρτα της εκκλησίας και μετά κλείστηκε αυτή και φτιάχτηκε μια καινούργια με μάρμαρο και το κωδονοστάσιο από πάνω, ότι αυτή η πόρτα δηλώνει πόρτα εκκλησίας μοναστηριού. Το πιάνει το μυαλό, πήγα πάλι το ξανακοίταξα, ξαναπήγα, βρίσκω έναν δάσκαλο δω κάτω, του λέω: «Γιάννη» –Τυροβολάς λέγεται αυτός, τώρα δεν κουβεντιάζεται αυτός, έχει αρχίσει και χάνει το μυαλό του– του λέω: «Έτσι κι έτσι» έχει σκίσει. «Ναι» μου λέει «Παναγιώτη, ήτανε εκκλησία μοναστηριού, πάνω από την εκκλησία αυτή που είναι τα σπίτια του Πατσόγιαννη και τα λοιπά, υπήρχαν τα κελιά, ήτανε ανδρικό μοναστήρι, το οποίο» μου λέει «ανήκε, ήτανε μετόχι» –μετόχι, όταν τα λέμε μετόχι ότι ανήκω εγώ σε ένα άλλο πιο μεγαλύτερο– «ήτανε μετόχι της Λουκούς» μου λέει, το μοναστήρι της Μεταμόρφωσης εδώ, Σωτήρος. Λοιπόν, «Αυτό» μου λέει «πρέπει να υπάρχουν και χαρτιά στη Μητρόπολη». Άντε τώρα να βρεις παπά στην Τρίπολη στη Μητρόπολη, να σου βάλει τα παλιά βιβλία, να ψάξεις και τα λοιπά και τα λοιπά. «Αυτό ήτανε» μου λέει «μετόχι της μονής Λουκού». Μετόχι ήτανε και η εκκλησία που ήτανε στη Ζάβιτσα, στο ‘λεγα προχθές, το γράφαμε; Δε νομίζω.
Δεν το γράψαμε.
Μετόχι της Λουκούς ήταν και η Μεταμόρφωση που είναι στη Ζάβιτσα, επάνω. Για τον Πρόδρομο σου ‘πα ότι ήτανε στη Μητρόπολη Αργολίδος, εντάξει, κάθε μοναστήρι είχε και μικρά άλλα εκκλησάκια για να ελέγχει το υπόλοιπο μέρος, να δει το υπόλοιπο μέρος τι γινότανε. Τότε, φοβούμενοι οι κτηματίες, οι τσιφλικάδες, ας πούμε, των Τούρκων, τι κάνανε; Για να μη χαθεί το κτήμα τους, το γράφανε στο μοναστήρι. Που το μοναστήρι ο Τούρκος δεν μπορούσε να το πάρει, από σένα το ‘παιρνε, τον ιδιώτη. Το μοναστήρι δεν μπορούσε. Για κείνο τα μοναστήρια βρίσκονται σήμερα με μεγάλη ακίνητη περιουσία, μεγάλη ακίνητη περιουσία, η οποία είναι η περισσότερη είναι εκμεταλλεύσιμη, άλλη είναι ανεκμετάλλευτη και τα λοιπά. Λοιπόν.
Και να ρωτήσω, μήπως ξέρετε αν εκεί που είναι τα Μαντικέικα σήμερα, παλιά ήτανε μοναστήρι;
Τα Μαντικέικα είναι, αν λέμε το ίδιο, είναι πώς πάμε για Χρυσοβίτσι;
Νομίζω πιο κοντά μας.
Μιλάς για το Μαίναλο. Όχι, Μαντέικα είναι εκεί πάνω.
Ναι. Μαντικέικα, ναι.
Μαντικέικα, το Μαντικέικα πού είναι αυτό, δεν το ‘χω ακούσει.
Τώρα δεν μπορώ να σας πω ακριβώς τον δρόμο, δεν είμαι καλή σε αυτά, είναι ένας συνοικισμός, είναι ένα επώνυμο που έχουνε μαζευτεί μια οικογένεια και έχουνε κάνει...
Ναι, ναι, ναι, ‘δω κάτω σε μας.
Ναι, ναι, τώρα κοντά πού είναι, δεν μπορώ να σας πω περίπου.
Περιοχή περίπου;[01:50:00]
Προς το Στόλο κοντά, ίσως εκεί.
Είναι Ντουμέικα.
Όχι, όχι, άλλο επώνυμο Μαντικέικα. Γιατί μου έχει...
Ντουμέικα το ‘χω ακούσει στο Στόλο μέσα.
Όχι.
Μαζεύονται μια φορά το χρόνο. Μαντικέικα δεν το ‘χω ακούσει.
Γιατί μου ‘χει πει ένας Μαντίκος ότι εκεί που φτιάξανε οι πρόγονοί του τον οικισμό παλιά ήτανε μοναστήρι. Και λέω μήπως το ‘χετε ακούσει, για να σας ρωτήσω.
Όχι, Ντουμέικα το ‘χω ακούσει, δεν έχω πάει, το ‘χω ακούσει όμως.
Όχι, όχι.
Ότι μαζεύονται μια φορά το χρόνο, κάνουνε μια γιορτή, μαζεύονται όλοι οι συγγενήδες, κοντά στους συγγενήδες πάνε και φίλοι και μαζεύονται αρκετός κόσμος στα Ντουμέικα. Μαντικέικα δεν το ‘χω ακούσει.
Όχι, δεν πειράζει. Ε, τι άλλο, να σας ρωτήσω σίγουρα πού μπορούμε να βρούμε περισσότερες πληροφορίες για τα Πηγαδάκια.
Αυτές είναι οι πληροφορίες, δεν έχουμε άλλες.
Γραπτά.
Γραπτά δεν υπάρχουν.
Για το κείμενο…
Το γραπτό κείμενο που έχω γράψει εγώ είναι από πληροφορίες προηγουμένων πατριωτών.
Πού μπορούμε να βρούμε το κείμενο αυτό;
To κείμενο το βρίσκεις το Google, «Πορεία μέσα στο χρόνο, Πηγαδάκια Τριπόλεως». Θα βρεις από πάνω μια φωτογραφία με τέσσερους, πέντε γέροντες, ο δεύτερος εξ αριστερών είναι ο παππούλης ο δικός μου. Και ο τρίτος ή τέταρτος είναι με ένα τσεμπεράκι, ήταν αυτός ο μπαρμπα-Γιώργης ο Βρύνιος, ο οποίος ήταν διπλωμάτης, που έκανε την ιστορία με την Ανάληψη, ο μπαρμπα-Γιώργης. Αυτοί και κάτω είναι το κείμενο, είναι ένα κείμενο να, ας το πούμε περιληπτικό είναι, δεν έχει, δεν έχει... πώς να σ' το πω, δεν μπορούσα να γράψω κάτι παραπάνω. Κάτι παραπάνω δηλαδή και αυτά που έχω γράψει είναι αρκετά, που μπορείς μέσα στο μυαλό σου να πλάσεις μια ιστορία, μια ιστορία παραπάνω από αυτά που έχω γράψει. Όπως έχω γράψει τώρα, έχουμε τα εκκλησάκια, έτσι; Λοιπόν να σου πω για τα εκκλησάκια τώρα τα εξωκλήσια. Λοιπόν, είπαμε Ανάληψη, είναι Άγιοι Θεόδωροι ένα άλλο εκκλησάκι, το οποίο το γιορτάζουμε οι Άγιοι Θεόδωρο γιορτάζουνε στις 6 του Ιουνίου, αλλά εμείς, λόγω το ότι δεν έχουμε παπά, δεν είναι μόνιμος ο παπάς στο χωριό μας, έχει και 2-3 άλλα 4 χωριά, όποτε ευκαιρήσει, το γιορτάζουμε, αλλά τώρα θα το γιορτάζουμε τον Ιούλιο μήνα, πώς; Εδώ μεσολάβησε κάτι άλλο. Στην Τρίπολη που είχα σμίξει μία φορά με μία παρέα και μετά πήγαμε στο στάδιο να πάμε να πιούμε λίγο κρασί, μου λέει ένας στο στάδιο: «Έχετε Αγιο-Λια». Του λέω: «Εμείς;» Μου λέει: «Ναι». Του λέω: «Ο πατέρας μου είναι παπάς και δεν ξέρω αν έχουμε Αγιο-Λια;» του λέω. «Δεν έχουμε». «Έχετε» μου λέει «Αγιο-Λιά». «Ο Χριστός και η Παναγία» του λέω, να πούμε. «Με φέρνεις σε πειρασμό» του λέω. Λοιπόν, τελείωσε το φαγοπότι κει χάμου, πάω στο χωριό. «Βρε πατέρα» του λέω «έχουμε Αγιο-Λια;» Μου λέει: «Έχουμε». «Άλλος από δω» λέω. «Και γιατί δεν το λειτουργάμε;» του λέω. Λέει: «Έχει πέσει». Εντάξει. Του λέω: «Πού είναι;» Μου λέει: «Έλα εδώ». Απάνω στην ταράτσα του σπιτιού με βάνει σε μία κατεύθυνση απέναντι ένα βουνό, από εκεί περνάει ο δρόμος της Σπάρτης, μου λέει –το βουνό του Ρούσσου το λέμε εμείς αυτό– λέει: «Το βλέπεις το βουνό;» «Ναι» του λέω. «Βλέπεις εκεί πάνω 2 δέντρα μεγάλα;» Του λέω: «Ναι». «Εκεί είναι» μου λέει. Του λέω: «Και πώς θα πάω εκεί πάνω;» Μου λέει: «Θα πας από τη διασταύρωση που πάμε από Βούρβουρα που είναι πιο πλάγιο το βουνό, μην πας από κόντρα και θα πας εκεί πάνω θα το βρεις» μου λέει. «Κι όταν πας εκεί πάνω και το βρεις, να ‘ρθεις από ‘δω να μου πεις τι βρήκες». Άκου, πονηρώς σκεπτόμενος τώρα. Παίρνω κι εγώ τον δρόμο, πάω, όχι την ίδια μέρα, άλλη. Είχα πάρει και τον γιο μου τον μικρόνε κοντά. Τούκου, τούκου, τούκου, το βρίσκουμε. Το εκκλησάκι είναι οι 4 τοίχοι γύρω γύρω, είναι στη μέση του Ιερού η κολώνα που ήτανε απάνω η Αγία τράπεζα, δεξιά-αριστερά μες στην εκκλησία έχει ένα τοιχίο για να κάθονται οι προσκυνητές, απ’ έξω στην αριστερά πόρτα ήτανε ένα σαν πηγαδάκι, σαν πηγάδι μικρό –λέμε, τι ήταν τούτο ‘δω– και βρήκα και 2 κολώνες αρχαίες, με τον κύκλο επάνω, πώς το λένε, ποιος ήταν ο ρυθμός αυτός;
Ιωνικός.
Ιωνικός ο ρυθμός, με τον κύκλο του απάνω και τον κύκλο κάτω. Λοιπόν, οι κολώνες η μια είχε πέσει και είχε σπάσει. Πολύ ωραίο μάρμαρο, γλυπτό. Λοιπόν, κάναμε ό,τι κάναμε κει χάμου, είδαμε και φεύγουμε. Παίρνω το αυτοκίνητο, πάω στο χωριό. Του λέω: «Το βρήκα». Μου λέει: «Τι βρήκες;» «Αυτό κι αυτό». «Κολώνες ήταν εκεί;» Του λέω: «Ναι». «Ωραία». Του λέω: «Έξω από την πόρτα τι ήτανε;» Τότε που τη φτιάχνανε λέει, ανοίξανε μία τρύπα, αν τύχει να γίνει κάνα βαφτίσι να ρίχνουν τα λύματα από την κολυμπήθρα. «Μέσα» του λέω «τα ‘χε τα τουράκια». «Ναι», μου λέει «για να κάθονται οι προσκυνητές». Από πάνω δεν είχε σκεπή ήτανε με τσίγκους φτιαγμένο, το οποίο μόλις σταμάτησε που σου είπα το ‘29, πέθανε ο πάπας ο Κολοβός απ’ το χωριό μας, μετά δεν υπήρχε παπάς, πήγανε τσοπάνηδες, τα πήραν τα τσίγκια, φτιάχνανε τις στρούγκες. Δίπλα υπήρχαν 3 δέντρα μεγάλα και άρχισα εγώ τώρα στο χωριό να ψάχνω από δω, να ψάχνω από κει, να βρω δωρητές το ‘να τ’ άλλο, να μπορέσουμε να φτιάξουμε την εκκλησία. Δεν υπήρχε περίπτωση να φτιαχτεί, γιατί έπρεπε να ανοιχτεί ο δρόμος – πού να σ’ αφήσει το δασαρχείο να χαλάσεις το βουνό. Και μαζί με την κυρά μου εδώ σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα προσκυνητάρι επί του δρόμου, το οποίο να γράφει «Προφήτης Ηλίας». Επειδή πιάνουν και τα χέρια μου βρήκαμε έναν χώρο κει χάμου, ένα ωραίο πλατάνι, άμα τύχει καμιά φορά και πας κατά Αρδάμη, να πιεις καφέ, θα δεις αριστερά πριν του Αρδάμη ένα ωραίο προσκυνητάρι, το οποίο δεν το λέμε προσκυνητάρι, το λέμε και εικονοστάσι. Λοιπόν και ξεκινήσαμε, το φτιάξαμε, ένα ωραίο κτίσμα, λοιπόν, με μάρμαρα από δω, μάρμαρα από κει, σκεπούλα από πάνω, από κάτω από το πλατάνι, έχει πέσει το πλατάνι τώρα πάνω, έχουμε περιβάλλοντα χώρο δίπλα για τα αυτοκίνητα και τα λοιπά και το γιορτάζουμε τον Άγιο Θόδωρα, μαζί με το προσκυνητάρι του Προφήτη Ηλία. Ψέλνουμε και το τροπάριο του Προφήτη Ηλία, «Ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς» και τον Άγιο Θόδωρα. Και μετά πάμε στο χωριό, έχουμε σφάξει μία-δύο προβατίνες και καθόμαστε κάτω και τους αλλάζουμε τα φώτα. Λοιπόν, αυτές οι εκκλησίες και οι 2 και ο προφήτης Ηλίας και οι Άγιοι Θεόδωροι, ονειρευτήκανε 2 γυναίκες από το χωριό μας, θα πας σε αυτό το σημείο για να φτιάξεις μία εκκλησία. Η πρώτη που φτιάχτηκε ήταν ο Προφήτης Ηλίας και η δεύτερη ήταν οι Άγιοι Θεόδωροι. Οι Θεόδωροι, τη θυμήθηκα τη γιαγιά αυτή που είχε ονειρευτεί, την άλλη του Προφήτη Ηλία δεν την πρόλαβα. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε και το οικονομικό, αλλά υπήρχε η προσωπική δουλειά. Έτσι; Μαζευτήκαν διάφοροι από το χωριό μας, άλλος να φέρνει αυτό το υλικό, άλλος να κάνει τ’ άλλο, τούκου τούκου τούκου, φτιάχτηκε η εκκλησία, σκεπάστηκε από πάνω με τσίγκους τότε, μετέπειτα τον Άγιο Θόδωρα, τον έχουμε κάνει με κεραμίδια, ο Προφήτης Ηλίας τι έγινε μετά, μου λέει η Βαγγελιώ: «Δεν πα να δω κι εγώ την εκκλησία κει πάνω;». Την παίρνω που λες, υπόφερε ώσπου να την πάω εκεί πάνω. Δεν μπορούσε να ανέβει απάνω, την έπιανα από το χέρι, της έδινα ένα τράβηγμα. Λοιπόν, τέλος πάντων, τη βρήκαμε και είχε πέσει ένα δέντρο επάνω στην εκκλησία, είχε χαλάσει. Και φτιάξαμε το προσκυνητάρι μετά. Για τη μνήμη του Προφήτη Ηλία. Και έχω γράψει εγώ μία ταμπέλα, «Προφήτης Ηλίας» ότι αυτό δεν ανήκει σε τροχαίο –είναι μερικά που είναι από τροχαία στον δρόμο– ότι ανήκει σε κάποια εκκλησία, ένα ωραίο προσκυνητάρι. Παρακάτω.
Εγώ είμαι καλυμμένη, δεν ξέρω αν θέλετε να πούμε κάτι άλλο.
Όχι, εγώ δεν έχω κάτι άλλο.
Ωραία, μπορούμε να το λήξουμε.
Να το λήξουμε, να φας και το γλυκάκι σου.
Άμα έχετε όμως όρεξη να μιλήσετε…
Όχι, δεν έχω άλλη δεν έχω καμάρι μου, καμάρι μου, καμάρι μου, δεν έχω άλλο.
Τότε να πούμε και την ημερομηνία, γιατί δεν την είπαμε.
Ημερομηνία έχουμε σήμερα 28 9ου.
Και είναι Δευτέρα...
Και είναι Δευτέρα του 2020.
Βρισκόμαστε...
Και όποτε έχουμε πάλι τη διάθεση, αν θυμηθούμε κάτι, τα τηλέφωνά μας τα έχουμε, θα συναντηθώ πάλι με το κορίτσι μας και θα πούμε και κάτι άλλο.
Ωραία και πρέπει αν πω, λοιπόν, ότι βρίσκομαι με τον κύριο Παναγιώτη Βρύνιο στη Μελιγού...
Ναι, στη Μελιγού.
Κι εγώ ονομάζομαι Βλαχάκη Μαριτίνα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima.
Μπράβο, ερευνήτρια;
Στο Istorima.
Στο Istorima, ναι, λοιπόν και την κυρία Ευαγγελία την έχουμε τιμωρία έξω στην αυλή και ακούει Facebook. Τ’ ακούω εγώ το τηλέφωνο που φωνάζει.
Ωραία, ευχαριστώ πολύ.
Τίποτα, καμάρι μου, να ‘σαι καλά.
Φωτογραφίες

Το νεραϊδοσφόντυλο 1
Το νεραϊδοσφόντυλο φτιαγμένο από πέτρα, πο ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο αφηγητής αναφέρεται σε πολλά και διαφορετικά περιστατικά που αφορούν την τοπική ιστορία του χωριού Πηγαδάκια. Αναφέρεται ειδικότερα στις αψιμαχίες που υπήρχαν μεταξύ των γειτονικών χωριών με αφορμή μια εκκλησία, στα τοπικά έθιμα της παρηγοριάς και του γάμου, καθώς και σε τοπικές δοξασίες που αφορούν τις «νεράιδες». Επίσης, αναφέρει την ιστορία των τοπικών εκκλησιών –όντας ο ίδιος γιος ιερέα– και ειδικότερα το πώς μερικές εκκλησίες ενσωμάτωσαν υλικά από παλαιότερα αρχαία ρωμαϊκά κτίσματα της περιοχής.
Αφηγητές/τριες
Παναγιώτης Βρύνιος
Ερευνητές/τριες
Μαριτίνα Βλαχάκη
Θέματα
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/09/2020
Διάρκεια
118'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Με βάση δύο σχόλια της ερευνήτριας Μαριτίνας Βλαχάκη:
Η ορθογραφία του «Αφανού» που αναφέρεται μέσα στην συνέντευξη, δέχεται συζήτηση καθώς δεν υπάρχει κάπου καταγεγραμμένο αν η λέξη γράφεται με όμικρο (-ο) ή ωμέγα (-ω). Παρόλα ταύτα ο αφηγητής στην συνέντευξη αναφέρει ότι γράφεται με ωμέγα.
Στα Πηγαδάκια χαρακτηρίζουν τη μεγάλη φωτιά που ανάβουν στις Απόκριες, "αφανό", παρόλο που, σύμφωνα με τον αφηγητή, δε χρησιμοποιούν το φυτό "αφάνα". Επίσης στον αφανό που συναντάται στο Παράλιο Άστρος και στο Κορακοβούνι, σύμφωνα με την ερευνήτρια, οι άνθρωποι δεν πηδούν πάνω από τη φωτιά, ούτε τη χρησιμοποιούν για να ψήσουν, μόνο χορεύουν περιμετρικά της.
Σχετικά με το έθιμο της «παρηγοριάς», η ερευνήτρια αναφέρει μια παραλλαγή του. Σύμφωνα με την παραλλαγή αυτή, όσο πιο νέος είναι ο θανών τόσες περισσότερες ημέρες συνεχίζεται η συμπαράσταση.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο αφηγητής αναφέρεται σε πολλά και διαφορετικά περιστατικά που αφορούν την τοπική ιστορία του χωριού Πηγαδάκια. Αναφέρεται ειδικότερα στις αψιμαχίες που υπήρχαν μεταξύ των γειτονικών χωριών με αφορμή μια εκκλησία, στα τοπικά έθιμα της παρηγοριάς και του γάμου, καθώς και σε τοπικές δοξασίες που αφορούν τις «νεράιδες». Επίσης, αναφέρει την ιστορία των τοπικών εκκλησιών –όντας ο ίδιος γιος ιερέα– και ειδικότερα το πώς μερικές εκκλησίες ενσωμάτωσαν υλικά από παλαιότερα αρχαία ρωμαϊκά κτίσματα της περιοχής.
Αφηγητές/τριες
Παναγιώτης Βρύνιος
Ερευνητές/τριες
Μαριτίνα Βλαχάκη
Θέματα
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/09/2020
Διάρκεια
118'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Με βάση δύο σχόλια της ερευνήτριας Μαριτίνας Βλαχάκη:
Η ορθογραφία του «Αφανού» που αναφέρεται μέσα στην συνέντευξη, δέχεται συζήτηση καθώς δεν υπάρχει κάπου καταγεγραμμένο αν η λέξη γράφεται με όμικρο (-ο) ή ωμέγα (-ω). Παρόλα ταύτα ο αφηγητής στην συνέντευξη αναφέρει ότι γράφεται με ωμέγα.
Στα Πηγαδάκια χαρακτηρίζουν τη μεγάλη φωτιά που ανάβουν στις Απόκριες, "αφανό", παρόλο που, σύμφωνα με τον αφηγητή, δε χρησιμοποιούν το φυτό "αφάνα". Επίσης στον αφανό που συναντάται στο Παράλιο Άστρος και στο Κορακοβούνι, σύμφωνα με την ερευνήτρια, οι άνθρωποι δεν πηδούν πάνω από τη φωτιά, ούτε τη χρησιμοποιούν για να ψήσουν, μόνο χορεύουν περιμετρικά της.
Σχετικά με το έθιμο της «παρηγοριάς», η ερευνήτρια αναφέρει μια παραλλαγή του. Σύμφωνα με την παραλλαγή αυτή, όσο πιο νέος είναι ο θανών τόσες περισσότερες ημέρες συνεχίζεται η συμπαράσταση.