Ηλικιακός περιορισμός

Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.

«Η φύση για μένα είναι η ζωή μου»: Από την Ικαρία στην Αθήνα και πίσω, μια γυναίκα διηγείται

Χ.Φ.

[00:00:00]Εγώ είμαι η Χρυσάνθη Φώτη, είμαι ερευνήτρια με το Istorima, είμαστε με την κυρία Καλλιόπη Πορή στην Ικαρία, σήμερα είναι Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2023. Καλησπέρα!

Κ.Π.

Καλησπέρα σας. Καλώς ήρθατε στο σπιτικό μου.

Χ.Φ.

Μπορείτε να μας πείτε το όνομά σας;

Κ.Π.

Ναι, βέβαια θα το πω. Με λένε Καλλιόπη Πορή. Η μάνα μου ήταν Καρούτσαινα από την Προεσπέρα και ο πατέρας μου από τον Άγιο Πολύκαρπο. Τώρα πώς συναντηθήκαν αυτοί οι άνθρωποι. Αγαπηθήκανε. Με αγάπη. Ναι. Και εγώ γεννήθηκα, το τελευταίο παιδί της μάνας μου, μετά από… Έξι παιδιά είχε κάνει. Εγώ ήμουνα η τελευταία. Το ’39 γεννήθηκα εγώ. Γεννήθηκα σε μια εποχή, βέβαια, που δεν είχε ξεκινήσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά ήτανε πολύ κοντά, να πούμε, και πολύ… ήταν πολύ δύσκολη εποχή. Ποιος το φανταζόταν αυτό; Κι όταν γεννήθηκα εγώ, ένα περίεργο ήταν ότι σ’ ένα χωριό που ήταν, ας πούμε… Πόσα; Πενήντα-εξήντα σπίτια κατοικήσιμα, δεν ξέρω ακριβώς, γεννηθήκαν κάπου δέκα παιδιά ακριβώς το ’39. Και αυτό το θυμάμαι. Δέκα παιδιά έχουμε γεννηθεί. Δεν κάνανε τίποτα άλλο οι μαμάδες; Γελάς, ε; Η αλήθεια ότι πέρασα πολύ, έτσι, δύσκολα παιδικά χρόνια, γιατί πρώτα-πρώτα εκείνο που θυμάμαι και έχω και μια περίεργη μνήμη… Πολύ καλή μνήμη, από πολύ μικρή θυμάμαι πράγματα που δεν ξέρω τώρα γιατί συμβαίνει αυτό. Δηλαδή και 2 χρονών που ήμουνα θυμάμαι τι γινότανε. Ναι. Θυμάμαι ότι πείναγα πάρα πολύ το βράδυ. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ απ’ την πείνα. Και κοιμόμουν σε ένα δωμάτιο με τη μαμά μου, ένα που ήταν σαν πυργάρι, και από κάτω ήταν το άλλο δωμάτιο, η κουζίνα. Και είχαμε τότε μύλο που αλέθαμε το σιτάρι και το κάναμε αλεύρι. Και από την πείνα δεν μπορούσα να κοιμηθώ και έκλαιγα. Και η μάνα μου με άκουγε και μου ’λεγε: «Ρε παιδί μου, γιατί κλαις; Τι θέλεις;». «Πεινάω», της έλεγα. «Και τι να σου κάνω, βρε παιδί μου;», λέει, «Δεν έχω τίποτα να σου δώσω» και βαριαναστέναζε. Θυμάμαι ακόμα… Πόσο χρονών ήμουνα τώρα; 2 με 3, δεν ήμουνα παραπάνω. Και η μάνα μου: «Μα τι να σου δώσω;». «Ε, να κατεβούμε κάτω στην κουζίνα», της έλεγα, «να σκουπίσεις τον μύλο και να μου κάνεις ένα κουρκουτάκι». Τον μύλο, να σηκώσει την πέτρα, να σκουπίσει μ’ ένα σκουπάκι τον μύλο, να βρει μια κουταλιά της σούπας αλεύρι, να το βάλει στο μπρίκι με νερό, να το ανακατώσει και να γίνει έτσι μια κουρκουτίτσα. Μπορεί να ’βαζε και λίγο λάδι, αν είχε κι απ’ αυτό. Και μου το ’δινε αυτό η μάνα μου, θυμάμαι, και κάπως το στομάχι μου ηρεμούσε και πήγαινα και ξανακοιμόμουνα. Μ’ αυτό το πράγμα, να πούμε. Ναι, αυτό πια έχει χαραχτεί έτσι. Το κλάμα που έριχνα που δεν μπορούσα να κοιμηθώ απ’ την πείνα και που παρακαλούσα τη μάνα μου να με κατεβάσει, να σκουπίσει τον μύλο, να βγάλει αλευράκι, να μου κάνει μια κουταλιά της σούπας αλεύρι. Και αυτό πληθαίνει, ξέρεις, αν βάζεις νεράκι. Ναι. Μετά η μάνα μας μάς τάιζε ό,τι μπορούσε, βέβαια. Χόρτα τρώγαμε, ωμά και ψημένα. Ήταν τα κολοκάσια. Ακόμα υπάρχει το κολοκάσι, αλλά τώρα δεν το πολυμαζεύουν οι άνθρωποι, είναι πιο χορτασμένοι. Αν και άμα το μαζέψεις και το ψήσεις, είναι πολύ ωραίο, όλοι το τρώνε, αλλά βαριόνται να πάνε στις νεροτοπιές να μαζέψουν κολοκάσι. Είναι πάρα πολύ όμορφο ορεκτικό, σαν πατάτα είναι. Στην Κύπρο το καλλιεργούνε κιόλας το κολοκάσι. Λουμπίνια τρώγαμε, αυτά τα λούμπινα, που στα χωράφια τώρα δεν τα μαζεύει κανένας, τότε δεν αφήναμε τίποτα. Μέχρι και βελανίδια από τους άριους, από αυτά που κάνουν βελάνια, που τα τρώνε τα γουρούνια. Τα τρώγαμε κι αυτά, τα ψήναμε και τα τρώγαμε. Τι άλλο τρώγαμε για να επιβιώσουμε; Α, η μάνα μου είχε ζώα, όμως. Σ’ αυτό ήταν πολύ άξια και πολύ εργατική η μάνα μου. Πάρα πολύ, ήταν ξύπνια. Και είχε μαζέψει κότες και κάναν αυγά και είχε κατσίκες και κάνανε γάλα. Κι όταν δεν είχε λάδι, γιατί κάποιες φορές δεν είχε… Δεν είχαμε πολλές ελιές τα παλιά χρόνια και πολλές φορές μέναμε από λάδι. Λάδι δεν είχε να βάλουμε στο φαγητό. Και βάζαμε, θυμάμαι, η μάνα μας έβαζε γάλα στα χόρτα. Έβαζε ένα πιάτο χόρτα και έριχνε μέσα γάλα και τρώγαμε. Ναι, γιατί αλλιώς τι θα κάναμε; Εντωμεταξύ, ε μετά τρώγαμε τα αυγουλάκια. Το καλοκαίρι, φυσικό, θα ήταν πιο καλά, διότι υπήρχαν τα φρούτα. Όλο και κάτι βρίσκαμε∙ σύκα, σταφύλια, φραγκόσυκα. Ο χειμώνας, όμως, ήτανε δύσκολος. Αλλά κάναμε λίγα ξερά σύκα, μαζεύαμε τα καρυδάκια τα ξεραίναμε, αμυγδαλάκια μαζεύαμε. Είχαμε μια αμπάρα, ένα ξύλινο έτσι μεγάλο, σαν κρεβάτι, που το σήκωνες και ήταν από μέσα κενό και βάζαμε εκεί όλα μας τα χειμωνιάτικα φαγητά. Πατάτες κάναμε πολλές το καλοκαίρι, αλλά επειδή δεν διατηρούνται οι πατάτες όλο τον χρόνο, τις βράζαμε, τις κόβαμε φέτες και κάναμε και ξερές πατάτες. Στον ήλιο τις βάζαμε και τις ξεραίναμε και σε σακούλες μετά και τρώγαμε και τον χειμώνα. Τι άλλο; Γλυκοκολόκυθα, βέβαια, αυτά κρατάγανε όλο τον χρόνο. Κάτσε να σκεφτώ τι άλλο τρώγαμε. Κάναμε κρεμαστές ντομάτες, λιαστές, αυτό που γεμίζαμε το σπίτι από πάνω σπάγκους και οι ντομάτες ήταν και διατηριόντουσαν βρε τότε. Τώρα δεν διατηρούνται κι αυτές. Σαπίζουν εύκολα. Τότε, δεν ξέρω. Δεν είχαμε κι αυτά τα μικρόβια ή τα μυγάκια κι αυτά. Και ήταν κάτι τσαμπιά-τσαμπιά οι ντομάτες και τις κρεμνάγαμε πάνω στα… Κι ήτανε πάνω το σπίτι όλο κόκκινη ντομάτα. Και αυτή ζάρωνε μετά, έτσι, ξέρεις. Και ανάβαμε και τζάκι και είχε ζέστη και σούφρωνε έτσι και έμενε και τρώγαμε τον χειμώνα. Δεν σάπιζε δηλαδή, κατάλαβες; Μπορούσε να ξεραθεί, αλλά όχι να σαπίσει. Τι άλλα τρώγαμε; Ναι. Τώρα πώς, πώς γινόταν εκείνα τα χρόνια, που δεν υπήρχαν ούτε νερό στο σπίτι μέσα, ούτε ρεύμα, ούτε ψυγείο, ούτε… Καλά, αυτά που έχουν τώρα οι μανάδες, μπεΐμπιλίνα και σερβιέτες κι αυτά, ήτανε ανύπαρκτα εκείνα τα χρόνια. Ούτε καν, ούτε στη φαντασία τους οι γυναίκες δεν μπορούσαν να τα βάλουν. Και πώς μεγαλώνανε όλα αυτά τα παιδιά, που κάθε μάνα έκανε το λιγότερο πέντε παιδιά; Από πέντε και πάνω, μέχρι δέκα, δώδεκα, δεκαπέντε παιδιά. Πού τα πλένανε; Πού τα στεγνώνανε; Πώς τα αλλάζανε; Που τα παιδιά ξέρουμε, ας πούμε, πως έχουν ανάγκες καθαριότητας. Τίποτα, δεν μπορώ να το… δεν μπορώ να το βάλω. Αλλά εκείνο που θυμάμαι, κι είναι ντροπή που το λέω βέβαια, αλλά τι να κάνω, πρέπει να το πω. Γιατί και οι άλλοι άνθρωποι τώρα θα απορούν, θα λένε πώς γινόταν, ας πούμε. Θα υπάρχει μια απορία. Δεν μας βάζανε κιλοτάκια τίποτα μέχρι 2-3 χρονών. Δεν μας βάζανε, ήμαστε έτσι ξεβράκωτα και ξυπόλυτα. Και τα κάναμε όπου βρισκόμαστε. Και μέσα να… η μάνα μας τα σκούπιζε, τα ’βαζε σε έναν κουβά. Και ανοίγανε λάκκους μέσα στους κήπους και βάζανε αυτές τις ακαθαρσίες. Δηλαδή δεν είχε και τουαλέτες τώρα, δεν υπήρχανε. Μες στα χωράφια πηγαίναμε. Μετά, που νοούσαμε γρήγορα, γιατί άμα τα κάνεις κιόλας και τα βλέπεις, το παιδί πιο γρήγορα μαθαίνει, και ξέραμε ότι είχαμε ανάγκη να κάνουμε, μας είχε μάθει η μάνα μας να πηγαίνουμε κάπου έτσι μακριά στον κήπο, να παίρνουμε και κάνα φύλλο από τα δέντρα να σκουπιζόμαστε, τέτοια πράγματα. Ή καμιά πετρούλα. Τέτοια, έτσι μεγαλώσαμε. Δεν υπήρχαν τότε. Πού να πλύνει η μάνα μας; Το βράδυ τώρα, που κοιμόμαστε; Ε, δεν ξέρω τι γινόταν με τα στρώματα. Τα βγάζαν το πρωί έξω να στεγνώνουνε στον ήλιο. Αν είχε ήλιο και αν ήταν και καλοκαίρι. Τον χειμώνα ήταν δύσκολα. Δεν ξέρω, κι εγώ τώρα πραγματικά που το σκέφτομαι… Βλέπω τις σημερινές μανάδες, κι εμείς γενικά, τι ευκολίες έχουμε, τι ανέσεις έχουμε στα σπίτια μας, και πάλι κουρασμένες είναι όλες οι γυναίκες. Μ’ ένα παιδί κι είναι… έχουν γίνει σαν καθούρες στημένες. Δεν μπορούν ούτε ένα παιδί να μεγαλώσουν τώρα! Πώς μεγαλώνανε εκείνες οι γυναίκες; Που είχαν και κότες, είχαν και κατσίκια, είχαν και κήπους, είχαν όλα αυτά τα πράγματα κι είχαν και πέντε, έξι, εφτά παιδιά. Δεν ξέρω. Ήτανε, αυτές οι γυναίκες ήτανε ηρωίδες, δεν ήτανε φυσιολογικές δηλαδή. Γι’ αυτό εγώ, επειδής έζησα αυτή την εποχή και έζησα και τη μεσαία εποχή και αυτήν εδώ και παρακολουθώ βέβαια την πορεία της ζωής, πάντα ζω έτσι, απορώ δηλαδή με αυτήν… νιώθω δέος γι’ αυτές τις γυναίκες, τις παλιές γυναίκες. Και δεν ήταν μόνο στην Ικάρια. Πιστεύω θα ήτανε σε όλο τον, σε όλο τον πλανήτη.

Χ.Φ.

Η Κατοχή πώς ήταν εδώ στο νησί;

Κ.Π.

Το νησί ήτανε… Είχαν πολλά παιδιά. Δεν ήταν πολλά τα σπίτια. Μπορεί τώρα να σου πω ότι είναι πιο πολλά ή χτίζονται συνέχεια καινούρια. Αλλά κάθε σπίτι κατοικείτο. Δεν υπήρχε κλειστό σπίτι. Τώρα άμα πας επάνω στον Μύρσωνα, πέντε-έξι σπίτια είναι κλειστά. Και δέκα μπορεί να είναι κλειστά. Όλα τα σπίτια, δυο δωμάτια ήτανε και κατοικημένα. Με την αυλή τους, με τα λουλούδια τους, με τα ζώα τους, με τα γουρουνάκια, με τα κατσικάκια, με τις κοτούλες. Υπήρχε δηλαδή αυτό που λέμε «ζωή». Να φάνε, να τρέξουν, οι γυναίκες να μαζεύουν χόρτα για τα ζώα, να τα ταΐσουν[00:10:00], όλα αυτά. Να αρμέξουν. Να φτιάξουν το τυρί, το γάλα. Όλα, όλα περνούσαν απ’ το χέρι της γυναίκας. Οι άντρες, δεν έχω και πολλές, έτσι, καλές εντυπώσεις για τους άντρες. Όχι ότι έχω κάτι, αλλά καμία σχέση με τις γυναίκες. Οι άντρες πηγαίναν στο καφενείο το βράδυ. Μπορεί τη μέρα, ήταν στις δουλειές, στα χωράφια. Κάναν δηλαδή κάποιες σκληρές δουλειές, αγροτικές. Το καλοκαίρι κάναν, τρεις-τέσσερις μήνες πηγαίνανε και στα κάρβουνα. Φεύγαν από εδώ και ήτανε καρβουνιάρηδες. Δηλαδή πηγαίνανε… Πού να σου πω; Στην Εύβοια, στην έτσι, αλλιώς, μέρη μακριά.

Χ.Φ.

Εσύ είχες στην οικογένειά σου κάποιον…;

Κ.Π.

Πώς;

Χ.Φ.

Είχες στην οικογένειά σου εσύ κάποιον που να πηγαίνει για κάρβουνα;

Κ.Π.

Εγώ; Ο πατέρας μου, ναι. Και τα αδέρφια μου πηγαίναν τα μεγάλα στην αρχή, κάποιες φορές πηγαίνανε, αλλά… Λοιπόν, το καλοκαίρι οι περισσότεροι από δω, απ’ την Ικαρία, πηγαίνανε και κάναν κάρβουνα και αγοράζανε του χειμώνα το φαγητό. Δηλαδή τι αγοράζανε; Ρύζι και συγκεκριμένα, για να ’ναι πιο φθηνό, παίρναν το σπασμένο. Υπήρχε κι ένα σπασμένο ρύζι. Παίρναν αλεύρια. Αυτά τα παίρναν από δω, από τον έμπορα. Φέρναν τα λεφτά. Παίρνανε, τι άλλο; Μπακαλιάρους. Ένα κουτί, ξέρω γω, μπακαλιάρους, ρέγκες, και τα βάζανε, τα στοιβιάζανε και τα είχανε… Αυτά ήταν παστά και κρατάγανε, ξέρεις, όλο τον χρόνο.

Χ.Φ.

Εσύ θυμάσαι να γυρνάει ο πατέρας σου απ’ τα κάρβουνα; Πώς ήταν τότε;

Κ.Π.

Ναι. Σκληρά. Κάνα δυο φορές τον φέραν και με το φορείο, γιατί αρρώστησε εκεί και έπαθε γαστρορραγία τη μια και δεν ξέρω τι την άλλη. Και αντί να πάει να δουλέψει ο άνθρωπος, τον φέρανε και άρρωστο. Και σκέψου η μάνα μετά τι τράβαγε για να, για να τα βγάλει πέρα δηλαδή, που δεν είχε λεφτά από τα κάρβουνα. Γυναίκες που ήτανε πολύ δυναμικές ζήσαν και τα παιδιά τους, άλλες τα αφήσαν και πεθάνανε κιόλας. Πολλά παιδιά έχουν πεθάνει. Υπήρχε μεγάλη θνησιμότητα τότε. Γιατί άμα δεν ήτανε οι γονείς, και ιδίως η γυναίκα, καπάτσα, να μπορέσει να κάνει όλα αυτά που σου λέω, να ’χει κότες, να ’χει κατσίκια, να ’χει κήπους, να ’χει το ένα, να είναι συνέχεια σαν… το μυαλό της τι θα βρει να ταΐσει τα παιδιά της, ε αυτά τα παιδιά, άμα δεν ήταν έτσι η μάνα, δεν μπορούσε να τα… Και φεύγαν κι απ’ τη ζωή, από πείνα, και μες στην κούνια μένανε και πεθαίνανε. Θα μου πεις, και λίγοι στην Αθήνα πεθάνανε; Τι άλλο;

Χ.Φ.

Τότε που ήταν οι Ιταλοί εδώ πέρα, θυμάσαι τίποτα να μας πεις;

Κ.Π.

Ναι, αυτό έγινε… Α, ήτανε τότε, στον Β’ Πόλεμο. Οι Ιταλοί είχαν έρθει εδώ στην Ικαρία. Οι Γερμανοί δεν είχαν αποσώσει. Οι Ιταλοί μας φερνόντουσαν καλά. Δεν ήτανε, ας πούμε, έτσι, κακοί άνθρωποι. Και θυμάμαι εμάς τα πιτσιρίκια μάς δίναν γαλέτες, κάτι στρογγυλά ψωμάκια, έτσι άσπρες και σκληρά δηλαδή ήτανε. Σαν φρυγανιά, αλλά ήταν στρογγυλό σαν ψωμάκι, δεν ξέρω. Και τα λέγαμε γαλέτες. Και μας τα δίνανε οι Ιταλοί. Άσε και θυμάμαι και που πέσαν και κάτι μπόμπες εδώ κοντά κι έλεγε η μάνα μου: «Παναγία μου», λέει, «ρίξανε μπόμπες». Είχαν γκρεμίσει ένα σπίτι δηλαδή από τα αεροπλάνα. Πέσανε και… Αυτό το θυμάμαι. Στο ’40, απ’ το ’40 και μετά, δηλαδή μέχρι το ’44. Ε, μετά που τελείωσε ο πόλεμος… Εγώ τώρα τον πόλεμο αυτόν δεν τον… δεν τον…

Χ.Φ.

Αλλά σαν παιδάκι μήπως είχες κινδυνεύσει καμιά φορά, έτσι…;

Κ.Π.

Πιο μεγάλη, στο ανταρτικό μετά, που έγινε ο Εμφύλιος. Που πλακωνόντουσαν οι συγγενείς. Αδέρφια με αδέρφια σκοτωνόντανε. Ήταν άλλη κατάρα αυτή. Ενώ γλιτώσαμε από τους Γερμανούς πια και τελείωσε ο πόλεμος δηλαδή, με όλες τις συνέπειες, ε μετά φαγωθήκαν οι άνθρωποι μεταξύ τους, ρε παιδί μου, γιατί… Δεν ξέρω τι έγινε. Αυτό το πράγμα δεν μπορώ κι εγώ να το εξηγήσω. Κάποιοι νέοι δεν θέλανε να πάνε στρατιώτες και μόλις δεν θέλανε να πάνε στρατιώτες, σου λέει: «Λιποτάκτης». Πηγαίναν στα βουνά και κρυβόντανε, αντάρτες, που λέμε. Τότε ήταν η αστυνομία, ήτανε όλοι, τα αποσπάσματα, ήτανε… Και άρχισε ένας πόλεμος, ένας πόλεμος δηλαδή μεταξύ δεξιών και αριστερών. Οι αριστεροί κρυβόντανε, ήταν όλα νέα παιδιά και βγήκαν στα βουνά. Μορφωμένοι αυτοί. Και μετά αρχίσαν οι εξορίες. Μαζεύανε τους νέους που αντιδρούσαν, ας πούμε, και δεν δηλώναν δεξιοί, δεν υπογράφαν σε πράγματα. Πολλά τους κάνανε τέτοια. Και ήταν οι επαναστάτες. Πάντα υπήρχε αυτό. Ε, αυτοί οι επαναστάτες, πολλοί το πληρώσανε και με τη ζωή τους. Κι ήταν όλοι μορφωμένοι, επιστήμονες. Παιδιά δηλαδή έτσι με… όχι εργάτες και φτωχοί. Ήταν όλοι από καλές, από πλούσιες οικογένειες. Και πολύ… και μορφωμένα, όλα τα παιδιά που ήρθαν εδώ, τους φέραν εξορία μακριά απ’ το σπίτι τους. Και οι Ικαριώτες τους υποδεχτήκαν τους εξόριστους με πολλή αγάπη. Αφού οι εξόριστοι, όταν φεύγανε από δω, κλαίγανε. Νομίζανε ότι θα ’ναι όπως είναι στη Μακρόνησο, αλλά εδώ ήταν ένας παράδεισος για… Τους βάζανε ό,τι είχανε και τρώγανε τότε, ας πούμε. Γιατί, εντάξει, είχε φύγει ο πόλεμος κι όσο να ’ναι, είχανε φτιάξει λίγο τα πράγματα, από φαγητό και τέτοιο. Και τους περιποιόντουσαν. Και είχανε δυο δωμάτια, βάλανε στο… Μένανε οι Ικαριώτες στο ένα και οι… Ναι, πάρα πολύ τους περιποιήθηκαν. Ανοίξανε όλα τα σπίτια και τους βάλανε μέσα τους ανθρώπους. Που δεν τους ξέρανε και δεν τους είχαν δει ποτέ. Αυτοί ήταν οι Ικαριώτες κι από κει ξεκίνησε που διαδόθηκε ότι οι Ικαριώτες είναι οι πιο φιλόξενοι άνθρωποι, ας πούμε. Απ’ αυτό το πράγμα, έτσι ξεκίνησε. Μπορεί να ’ταν και δεξιοί αυτοί που ανοίξανε το σπίτι τους, στους αριστερούς. Δηλαδή δεν υπήρχε εκεί τι είσαι και τι δεν είσαι. Ήσουν εξόριστος, ήσουνα άνθρωπος που είχες ανάγκη.

Χ.Φ.

Εσύ τι αναμνήσεις έχεις…;

Κ.Π.

Τις καλύτερες απ’ τους εξόριστους. Τις καλύτερες! Γιατί ήμουνα πια μεγαλούτσικη. Όπως σου λέω, είχα και πολύ καλό μνημονικό. Και θυμάμαι που είχε γεμίσει εδώ η αυλή παλικάρια. Κάτι νέα παιδιά, λεβέντες. Και κάθε πρωί τους κάνανε προσκλητήριο στο Χριστό. Και πηγαίνανε εκεί για να δώσουν το παρόν. Και μετά ερχόντουσαν. Δεν ξέρω αν τρώγαν κιόλας τίποτα εκεί. Και πολλές φορές ερχόντουσαν κι ήταν στενοχωρημένοι, γιατί τους κακομεταχειριζόντανε. Τους δίνανε και κάνα περδάκι ξύλο. Κάτι άμα… Πίκρα! Κι εγώ τα ’βλεπα αυτά κι αμέσως καταλάβαινα ότι ήτανε στενοχωρημένοι. Κι εγώ τους έλεγα αστειάκια, έτσι για να… Κι αυτοί με είχαν για μασκότ. Μόλις ερχόντουσαν εδώ, ήθελαν να μ’ αρπάξουνε, να με σηκώνουνε ψηλά και να με πετάει ο ένας στον άλλο, για να διασκεδάζουνε. Κατάλαβες; Τη μοναξιά τους. «Πίτσα, Πίτσα, Καλλιοπίτσα! Πίτσα, Πίτσα, Καλλιοπίτσα!», μου λέγαν και με κάνανε μπάλα. Ναι, ναι. Θυμάμαι μια φορά που είχαμε ανάψει τον φούρνο –τόσο χαζό ήμουνα εγώ– και μου λέει ο ένας: «Πάρε το καπέλο», του βγάλαν το καπέλο μιανού, τον κρατήσανε, «Πάρ’ το καπέλο και βάλ’ το στον φούρνο», μου λέει. Άκου ρε. Και παίρνω εγώ το καπέλο, το χαζό, και το πετάω μες στον φούρνο. Και έκλαιγε ο καημένος μετά, που του κάψαν το καπέλο. Επάνω στο μοναστήρι, στην Παναγία, πηγαίνανε αυτούς που αρρωσταίνανε από φυματίωση. Τότε δεν είχε βγει η πενικιλίνη ακόμα και όσοι αρρωσταίνανε απ’ αυτή την αρρώστια, για να μην κολλήσουν οι άλλοι, και… Τους είχε κελιά εκεί. Τους πηγαίνανε και… Ε, κάποιοι γίνανε καλά, αλλά άλλοι δεν γίνανε, πεθάναν και κάποιοι, και τώρα κάθε χρόνο έχουμε εκεί ένα μνημόσυνο που κάνουμε για τους εξό-… Όσοι ζούσαν απ’ αυτούς ερχόντουσαν όλα αυτά τα χρόνια. Μετά, που φύγανε όλοι απ’ τη ζωή, γιατί αυτοί ήρθαν… είχαν πια μεγαλώσει, έρχονται τα παιδιά τους, ας πούμε, και κάνουνε το μνημόσυνο για τους εξόριστους. Και ό,τι αναμνήσεις και ποιήματα και τραγούδια και κλάμα. Χαμός, να πούμε! Γιατί είναι πολύ συγκινητικά αυτά. Ένας Τσαντίρης, Γεώργιος Τσαντίρης, που ήτανε και βουλευτής αυτός και ήτανε και γιατρός, κι ήταν και δεξιός αυτός, δεν ήτανε… Όχι βέβαια φανατικός δεξιός, αλλά ήταν έτσι… Δεν ήταν αριστερός. Αυτός βοήθαγε όλους. Πήγαινε φάρμακα δηλαδή, τους κοίταγε τους αρρώστους. Δεν έκανε εξαίρεση αν ήταν δεξιός ή… Κι αυτός ήταν ο Τσαντίρης, ο οποίος ήτανε ένα άτομο δηλαδή, για εκείνη την εποχή, πάρα πολύ καλός. Ήταν και γυναικολόγος, ήταν και παθολόγος, ήταν όλα, ό,τι… «Καμιά γυναίκα», μου ’λεγε η μάνα μου, «δεν πέθανε στα χέρια του». Γεννούσε… Αυτός πήγαινε και ξεγένναγε. Κι άμα πήγαινε σε κάνα σπίτι που έβλεπε πολλή φτώχεια, έβγαζε και τους έδινε και κάτι να φάνε. Λεφτά, κατάλαβες; Σε τέτοιο βαθμό. Βάλ’ τους τώρα με τους γιατρούς τους σημερινούς, που σε μαδάνε. Τέλος πάντων. Εγώ είχα έναν ξάδερφο πρώτο, που ήταν γιατρός, σπούδαζε, και μάλιστα με αριστεία. Καρούτσος, η μάνα μου την οικογένεια. Απ’ το Χριστό ήταν αυτός. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και όλα του τα αδέρφια μορφωμένα. Και έναν αδερφό πάλι έκανε γιατρό, τον Καρούτσο τον Αιμίλιο, που έχει φύγει τώρα αυτός. Αυτός, πέταξε κι αυτός στα βουνά, μαζί με τους άλλους. Και αυτός ο γιατρός, που σου λέω, τον είχε βαφτίσει και στεναχωριόταν που το παιδί, με τόση αξία, με τόσα βραβεία που έπαιρνε[00:20:00] σαν γιατρός, θα πήγαινε χαμένο. Πως μπορεί να τον σκοτώναν. Και πήγαινε και παρακαλούσε τον θείο μου: «Πες μου πού είναι το παιδί. Εγώ δεν θα το παρουσιάσω. Μη φοβάσαι, δεν θα το σκοτώσει κανένας. Πες μου πού είναι το παιδί. Είναι κρίμα να χάσουμε το παιδί». Αλλά ήταν τότε τόσο φανατισμένοι οι αριστεροί, τόσο πεπεισμένοι ότι δεν έπρεπε να… το θεωρούσανε τη μεγαλύτερη προδοσία ο πατέρας τώρα να πει πού είναι το παιδί του και να το προδώσει. Και τον σκοτώσανε στη Σάμο, μαζί με άλλους. Τον σκοτώσανε. Ναι, δηλαδή ήτανε μια εποχή πολύ τρελή. Ο πατέρας να μη θέλει να μαρτυρήσει πού είναι το παιδί του, μέχρι που το παιδί χανότανε. Ήταν αυτή η κατάσταση. Αυτό το αντάρτικο ήταν πάρα πολύ σκληρό κι αυτό γιατί… Το ’βρισκα δηλαδή πολύ άδικο, να σκοτώνονται τώρα μεταξύ τους οικογένειες. Οι μεν… Α, και μετά αρχίσαν και τους κυνηγάγανε αυτούς τους αριστερούς που βγήκαν στα βουνά και είχανε συμπιέσει τα χωριά σε πολύ μικρό χώρο. Δηλαδή να φύγουν όλα τα σπίτια από γύρω γύρω, τα απομακρυσμένα, και να πάνε όλοι να μένουν μες στην πλατεία, ξέρω γω, όπου υπήρχε σπίτι. Να φιλοξενεί ο ένας τον άλλον εκεί. Γιατί είχαν κάνει μια ζώνη που δεν έπρεπε να υπάρχει άνθρωπος εκεί, για να μπορούν να πιάνουνε τους… Κι εμείς με τον Σαράντο, τον αδερφό μου, που είναι τρία χρόνια πιο μεγάλος, κατεβήκαμε κάτω εδώ στον κατήφορο. Παιδιά τώρα, δεν ξέραμε τότε εμείς τι μας γινόταν, και περάσαμε τη ζώνη αυτήν την επιτρεπτή. Και κάτι κάναμε, τρώγαμε βύσσινα, δεν ξέρω, και κάποιος ανέβαινε εκείνη την ώρα, ένας άλλος άνθρωπος από κάτω μεριά, και βάσταγε ένα καντάρι στον δρόμο. Και απέναντι ήταν το απόσπασμα, σ’ αυτό το βουνό απέναντι, και του λένε: «Σταμάτα! Πυροβολούμε! Σταμάτα! Πυροβολούμε!». Αυτός δεν σταμάταγε. Και αρχίσαν αυτοί να πυροβολούν και να ’ρχονται οι σφαίρες να χώνονται μες στους τοίχους, που ήμαστε εμείς με τον Σαράντο. Μου λέει ο Σαράντος –που μας το ’χανε πει οι γονείς μας: «Πέστε πρηνηδόν», έτσι, μπρούμυτα κάτω–, και μου λέει ο Σαράντος: «Πέσε, Πόπη, πρηνηδόν». Μα ήμαστε, σου λέω, 5-6 χρόνων τώρα. Καταλαβαίνεις. Και πέσαμε κάτω και οι σφαίρες γαζώνανε τους τοίχους, γύρω γύρω. Το φαντάζεσαι αυτό; Και κάποια στιγμή πια ο Σαράντος φώναξε: «Ε, μη βαράτε! Είμαστε παιδιά!». Και σταματήσαν αυτοί για ένα λεπτό τις σφαίρες και σηκώθηκε πάνω ο Σαράντος και έκανε τα χέρια και του λέει: «Σήκωσε τα χέρια ψηλά», του φωνάξαν από απέναντι. Και φώναζε, έκανε τα χεράκια του έτσι ο Σαράντος και λέει: «Είμαστε παιδιά! Μη μας βαράτε!». Του λέει: «Για κατεβείτε κάτω», μας λέν’. Κι αρχίσαμε εμείς να κατεβαίνουμε την κατηφόρα, που από κάτω ήταν το ένα ποταμάκι, να περάσουμε απέναντι. Όταν κατεβήκαμε κοντά κάπως, είδανε εμένα ότι ήμουνα πολύ πιο μικρό και λέει: «Να μείνει», λέει, «το μικρό και να ’ρθει ο μεγάλος». Και πήγε ο Σαράντος εκεί. Αυτός θα ’ταν… Εγώ θα ’μουν 6 χρονών, αυτός θα ’ταν 9, ας πούμε. «Ποιος ήταν αυτός», του λέει, «που περνούσε; Τι ήρθατε εκεί να κάνετε;». Λέει… Ο Σαράντος δεν ξέρω τι έλεγε. Βασικά θα ’λεγε πως πήγαμε να πάμε να φάμε βύσσινα. «Άσ’ τα αυτά», του λέει, «Ποιος ήταν αυτός που περνούσε και τι ήταν;». Εμείς δεν είχαμε δει κανέναν, μετά το μάθαμε ότι κάποιος πέρασε μ’ ένα καντάρι στον ώμο. Ναι. Ε, μετά του δώσαν μια κλοτσιά του Σαράντου: «Άντε φύγε από δω», του λέει, κι ήρθε απέναντι. Του λέω: «Τι έγινε;». Ναι, ήταν ότι δεν ξεκαρπίσαμε και ποτέ, δηλαδή ότι εμείς δεν ήμαστε, δεν ξέραμε. Αλλά θέλω να πω πόσο επικίνδυνη ήταν αυτή η εποχή, να σε σκοτώσουνε σαν τον σκύλο στ’ αμπέλι, που λένε. Ε, μετά, περάσαν τα χρόνια, ήρθε η ειρήνη, φύγανε οι εξόριστοι. Πήγανε, δεν ξέρω, άλλοι στη Μακρόνησο… Γιατί συνεχίστηκε η εξορία, μέχρι δεν ξέρω… Μετά ήρθε πάλι βέβαια η Χούντα και τους ξανά… Αφού σταμάτησε η εξορία και πήραμε μια ανάσα, μετά ξαναέγινε που τους ξαναπήγανε… Τους ίδιους αυτούς, τους είχαν φακελωμένους, ξέρεις. Τέλος πάντων, ήρθε η ειρήνη εδώ, καλά περνάγαμε, αρχίσανε τα γλέντια, εγώ μεγαλύτερη πια. Από 12 χρονών άρχισα να πηγαίνω σε πανηγύρια, σε χορούς. Να γλεντάμε, να διασκεδάζουμε, να κάνουμε ονομαστικές εορτές. Αυτά ήταν τότε η ψυχαγωγία μας. Στα σπίτια δηλαδή. Α, και είχαμε και τον καφενέ στην πλατεία, που κάθε Κυριακή γινόταν ένα γλεντάκι και πηγαίναμε και χορεύαμε. Τα κοπελούδια, να πούμε, και τα αγόρια και… όλα ήμαστε και… τότε ήμαστε όλα έτσι –πλατωνικά βέβαια πάντα– ερωτευμένα με κάποιον. Ο οποίος άλλες φορές ήταν κι αυτός, άλλες φορές δεν ήτανε. Δεν είχε ανταπόκριση δηλαδή, αλλά τέλος πάντων. Ήμαστε σε μια ηλικία πολύ, πολύ έτσι… τα συναισθήματα ήτανε αναπτυγμένα. Χορό, χορεύαμε, πηγαίναμε πανηγύρια, μέχρι το πρωί. Αλλά όταν πηγαίναμε σ’ ένα πανηγύρι, γιατί δεν είχε ρεύμα, πηγαίναμε το απόγευμα, χορεύαμε όλο το βράδυ, όλη τη νύχτα, και περιμέναμε να ξημερώσει για να γυρίσουμε σπίτια μας. Να βλέπουμε πού πάμε, γιατί δεν είχε… Είτε στο Χριστό ήταν, είτε στον Άγιο Δημήτρη, είτε στις Καρυδιές. Και καταλαβαίνεις τώρα πόσο κράταγε το γλέντι. Πηγαίναμε με τη μέρα, τ’ απόγευμα, και ερχόμαστε το πρωί. Και περάσαν τα χρόνια, εγώ είχα φτάσει τώρα 17 χρονών και ασχολιόμουν με την αγροτική ζωή. Η μάνα μου από πολύ μικρή με έβαλε στην αγροτική ζωή. Εμένα μου άρεσε πολύ αυτό, όμως. Αγαπούσα από μικρή πολύ τη φύση. Δηλαδή σε βαθμό αρρώστιας. Ενώ ήμουνα μες στη φύση και δεν μου έλειψε, να πω ότι… Και, όμως, καθετί που έβλεπα, δεντράκι, πρασινάδα, λουλούδι, έτσι εκστασιαζόμουνα. Ήμουνα από παιδί λάτρης της φύσης. Και μετά η μάνα μου μ’ έβαζε και σε σκληρές δουλειές∙ να ταΐζω τα ζώα, πηγαίναμε κόβαμε κλαδιά, πηγαίναμε φέρναμε ξύλα, πάντα σε σκοινιά τα δέναμε και τα βάζαμε στην πλάτη και τα κουβαλούσαμε. Κάναμε το ψωμί στον φούρνο. Όλα εμείς τα φτιάχναμε. Όταν ήταν να φουρνίσουμε, η μάνα μου ήθελε να ζυμώσει, να βάλει τα ψωμιά στην πινακωτή, τα σκέπαζε. Εγώ, εμείς πηγαίναμε να φέρουμε ξύλα τώρα, μετά να ανάψουμε τον φούρνο. Να πυρωθεί, να ζεστάνει ο φούρνος, να τον καθαρίσουμε, να βγάλουμε όλο το κάρβουνο έξω και να πετάξουμε τα ψωμιά μέσα. Ήταν μια διαδικασία δηλαδή πολύ… φοβερή. Φέρναμε την πινακοθήκη εκεί πάνω στον τοίχο, ένα-ένα τα ψωμιά, πάνω σε ένα ξύλινο πλατύ και μπαμ! Μες στον φούρνο έμπαινε. Τα βάζαμε κάτω, τα ’βαζε η μάνα μου έτσι, να πατάνε. Γιατί τον σκούπιζε τον φούρνο καλά. Ε, είχαν και καμιά φορά κάνα καρβουνάκι, δεν χάλασε ο κόσμος. Και μετά από, δεν ξέρω, πόση ώρα, ήξερε εκείνη την ώρα, τα σήκωνε και τα ’στηνε γύρω γύρω όρθια, στον φούρνο γύρω γύρω, για να ψηθούνε μετά… πρώτα να ψηθούνε από κάτω έτσι και μετά να σταθεί όρθιο, να ψηθεί γύρω γύρω. Ναι. Και είχαμε το ψωμί μας, το οποίο ψωμί κράταγε μια βδομάδα. Αλλά επειδής εμείς μπορεί να μέναμε και χωρίς ψωμί πριν να τελειώσει η βδομάδα, είχαμε και το δανεικό. Δηλαδή πηγαίναμε απ’ την κυρά Ρίνη, τη γειτόνισσα, παίρναμε ένα ψωμί και της το δίναμε εμείς όταν κάναμε το δικό μας ζυμωτό. Ναι, και είχαμε πάντα ψωμάκι. Αλλά, βέβαια, ένα ψωμί με προζύμι, ένα ψωμί με προζύμι, που ήτανε σκληρό, ρε παιδί μου. Εγώ τώρα αυτό το ψωμί θέλω κι όταν το βρω αυτό το ψωμί, το τρώω. Το ψωμί πρέπει να ’ναι σκληρό, να ’ναι συμπαγές. Αυτό τώρα που κάνουνε δεν είναι ψωμί, είναι μια φούσκα, όλο… είναι όλο συνθετικά και φουσκωτικά. Κατάλαβες; Αλλά, τέλος πάντων, είναι, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Κι όταν έφτασα στα 17 μου χρόνια, ο αδερφός μου στην Αθήνα… Που ήταν εκεί τα δυο μου αδέρφια, οι πιο μεγάλοι, κι η αδερφή μου ήταν εκεί, πιο μεγάλη από μένα, δούλευε εκεί σ’ ένα σπίτι. Τότε οι γυναίκες, οι κοπέλες δηλαδή, πηγαίνανε υπηρέτριες, όλες, στην Αθήνα. Δεν υπήρχε άλλη δουλειά. Όλες οι κοπέλες, όχι όλες ας πούμε, αλλά σχεδόν οι περισσότερες, πηγαίνανε στην Αθήνα και μπαίνανε σε κάποιο σπίτι. Τις συστήνανε κάποιοι, ξέρεις, πηγαίναν κάπως συστημένοι. Καλά, δεν σου λέω ότι καμιά φορά συναντούσανε και ανθρώπους όχι καλούς, αλλά αυτό εντάξει, είναι άλλο. Αλλά σε γενικές γραμμές, πηγαίναν να δουλέψουν τα κορίτσια και μένανε και πέντε και έξι χρόνια υπηρέτριες, και δέκα, ανάλογα πόσο χρονών πήγαν. Εγώ δεν πήγα υπηρέτρια. Ο αδερφός μου είχε ανοίξει ένα μαγαζί στη Χαροκόπου, στην Καλλιθέα, και ήτανε ΕΒΓΑ. Είχε δηλαδή και γιαούρτια και γάλατα και γλυκά και διάφορα. Πώς έχει η ΕΒΓΑ, που λέμε, που έχει λίγα απ’ όλα. Τότε δεν υπήρχαν τα σούπερ-μάρκετ και υπήρχαν μπακάλικα και ΕΒΓΑ. Αυτά ήτανε δηλαδή τα… που τροφοδοτούσαν. Ε, το μπακάλικο έκλεινε κιόλας κάποια μέρα. Εμείς δεν κλείναμε ποτέ, ήτανε πάντα ανοιχτά. Όλες τις ώρες, όλες τις γιορτές, τα πάντα. Και ο αδερφός μου ήθελε μετά έναν βοηθό, να τον βοηθάει στο μαγαζί. Και έγραψε της μάνας μου: «Δεν μου στέλνεις την Καλλιόπη να με βοηθάει, βρε μάνα, γιατί είμαι μόνος και δεν μπορώ;». Και μια και δυο, εγώ μπήκα στο καράβι και πήγα να βοηθάω τον αδερφό μου, χωρίς να σκεφτώ ποτέ[00:30:00] ότι κάνοντας αυτό το ταξίδι ήτανε και το ταξίδι που θα έφευγα δηλαδή απ’ την Ικαρία. Δεν το είχα αυτό ποτέ φανταστεί.

Χ.Φ.

Ήταν η πρώτη σου φορά στην Αθήνα;

Κ.Π.

Πώς;

Χ.Φ.

Ήταν η πρώτη σου φορά στην Αθήνα;

Κ.Π.

Ναι. Πήγα και πιο μικρή που ήμουνα. Είχα σπάσει το χέρι μου και πήγα στην αδερφή μου τότε, που δούλεψε, να με βγάλει από ακτίνες. Και πήγα και 13 χρονών, 14. Αλλά κι άμα πήγα στην Αθήνα μικρή, τόσο μικρή δηλαδή, εντάξει, για μένα πρώτη φορά που πήγα Αθήνα. Εδώ δεν είχε ούτε φώτα, δεν είχε ούτε ρεύμα, τίποτα. Κι όταν πήγα εκεί, εκείνο που μου ’κανε εντύπωση κι εκστασιάστηκα ήταν αυτά τα φώτα, αυτά τα γράμματα, οι επιγραφές οι φωτεινές, καθόμουν έτσι. Κι ήταν κάτι γράμματα που περνούσαν έτσι και φεύγαν, που γράφαν διάφορα. Κι αυτά μου φαινόντανε εμένα τρελά, μαγικά. Δεν μπορούσα να τα διανοηθώ. Ξέρεις, μέσα απ’ το σκοτάδι εδώ, να βρεθείς τώρα εκεί, είσαι σαν την… Πώς το λένε; Κάποιο ζώο που άμα πάει στο φως… Τι είναι αυτό; Που θαμπώνεται, να πούμε, και… Κάπως τα λένε. Τέλος πάντων. Ε, μετά, όμως, που πήγα 17… Εκεί τότε έκατσα λίγο, δεν έκατσα. Έκατσα κάνα μήνα και γύρισα. Και μετά που πήγα 17 χρονών ήμουνα πια και μεγαλούτσικη και μπορούσα να κάνω δουλειές, ωραία. Καλά, εδώ έκανα όλες τις δουλειές από πολύ μικρή, ήμουνα πολύ σκληραγωγημένη. Αλλά στην Αθήνα οι δουλειές δεν ήταν ίδιες, ήταν διαφορετικές.

Χ.Φ.

Θυμάσαι να μας πεις λίγο το ταξίδι σου από δω στην Αθήνα, αυτό στα 17 σου;

Κ.Π.

Το πρώτο;

Χ.Φ.

Όχι το πρώτο, αυτό όταν ήσουν 17.

Κ.Π.

Ναι, τι να πω δηλαδή;

Χ.Φ.

Τι μάζεψες εδώ, τι σου είπε η μαμά σου, τι…

Κ.Π.

Από δω ή όταν πήγα;

Χ.Φ.

Από δω, για να πας Αθήνα.

Κ.Π.

Α, για να πάω. Σου λέω, έφυγα επιπόλαια, χωρίς να σκεφτώ. Ούτε κι η μάνα μου θα το είχε ποτέ φανταστεί, έτσι κι αυτή επιπόλαια το έκανε. Δεν θα ’ξερε ότι το παιδί της φεύγει για πάντα, εννοείται. Και βρέθηκα στην Αθήνα χωρίς πολλές σκέψεις και προετοιμασίες και τέτοια. Ναι. Σαν νυχτερίδα, που λέμε, στο φως, έτσι κάπως. Ε, μετά εντάξει, πήγα στη Χαροκόπου, ο αδερφός μου ήτανε λίγο έτσι, λίγο αυστηρός και δεν περνούσα πολύ καλά μαζί του. Αλλά, εντάξει, εγώ ήμουνα σκληραγωγημένη και άντεχα, και τις φωνές και τις βρισιές και όλα. Και δούλευα εκεί στην ΕΒΓΑ. Πουλάγαμε γιαούρτι, γάλα, τέτοια πράγματα. Αλλά εγώ ένιωθα πολύ άσχημα, όμως. Ένιωθα ότι κάπου μπήκα φυλακή. Δηλαδή από κει που ήμουνα εδώ μέσα… Αυτό δεν μπορούσα ποτέ να το καταλάβω ότι θα το πάθαινα. Και στην αρχή αντιδρούσα πάρα πολύ άσχημα. Έβλεπα δηλαδή ότι ήμουνα όλη μέρα μέσα σε έναν χώρο κλεισμένη. Από κει που ήμουνα στα βουνά και στα λαγκάδια, βρέθηκα στη φυλακή. Αλλά, δυστυχώς, η φτώχεια εκείνης της εποχής μάς έκανε να υπομένουμε και να συνηθίζουμε και τα χειρότερα. Περάσαν τα χρόνια… Α, δυο-τρία χρόνια ήμουνα με τον αδερφό μου, τέσσερα. Τέσσερα χρόνια, δεν ξέρω πόσο. Μετά ο αδερφός μου ήθελε να ανοίξει ένα σούπερ-μάρκετ. Θα ερχόταν και ο αδερφός μου ο άλλος απ’ τα καράβια, που ταξίδευε, να κάνουν ένα σούπερ-μάρκετ. Κι ήθελε να πουλήσει την ΕΒΓΑ και να με πάρει μαζί του στο σούπερ-μάρκετ, γιατί ήξερε ότι εγώ δούλευα πολύ… Και τζάμπα. Δεν έπαιρνα φράγκο. Τότε εμείς, ούτε πήγαινε στο μυαλό μας ότι δουλεύαμε και έπρεπε να πληρωνόμαστε. Ούτε σαν σκέψη δεν πέρναγε. Τρώγαμε ένα πιάτο φαΐ και νομίζαμε ότι αυτό ήταν η πληρωμή όλη. Γιατί ούτε από δω παίρναμε λεφτά ποτέ. Δεν είχαμε συνηθίσει εμείς με τα λεφτά. Και δουλεύαμε υπέρ πίστεως και πατρίδος. Τέλος πάντων. Αλλά εγώ έκανα μια κίνηση τότε, μόλο που ήμουνα νέα πολύ, αλλά ήταν η σωστή κίνηση, χωρίς να το ξέρω, χωρίς να ξέρω από πού πήρα αυτή τη δύναμη. Είπα στον αδερφό μου: «Δεν έρχομαι μαζί σου στο σούπερ-μάρκετ. Εγώ θα μείνω εδώ, στην ΕΒΓΑ». «Μα», μου λέει, «θα μείνεις στην ΕΒΓΑ μόνη σου; Θα το ρίξεις έξω το μαγαζί, θα χρεοκοπήσεις, ενώ τώρα θα το πουλήσουμε, θα πάρουμε κάποια…». Είχε πελατεία πολλή. Εγώ πάτησα πόδι. «Όχι», του λέω. Και είχε μέσα βιτρίνες, ψυγεία, κέρατα, πολλά πράγματα. Καρέκλες, τραπέζια. «Όχι», του λέω, «Εγώ όχι. Εγώ θα μείνω εδώ». Πώς μου ’ρθε τώρα; Πώς; Θεού φώτιση ήτανε να πάρω αυτή την ευθύνη, δηλαδή να μείνω μόνη μου; Ένα παιδί, ένα μικρό κορίτσι τότε στην Αθήνα. Μιλάμε το ’60. Ναι, γιατί πήγα, το ’57 πήγα στην Αθήνα, αλλά εκεί, το ’60-’61, θα έμεινα μόνη. Ε, φώναζε ο αδερφός μου, φασαρίες, κακό. «Όχι, θα φύγω τότε», λέω, «θα πάω Ικαρία. Δεν θέλω να μείνω εδώ. Δεν έρχομαι στο σούπερ-μάρκετ». Γιατί ήτανε βάναυσος αυτός, σκληρός, και ήξερα ότι μια ζωή θα με παιδεύει και θα με βρίζει και θα μου μιλάει απότομα, κι ήθελα να μείνω… Και πήρε τηλέφωνο την αδερφή μου, που δούλευε, σου λέω, σε σπίτι. Η αδερφή μου ήταν δεκαπέντε χρόνια πιο μεγάλη από μένα και ήταν σαν μάνα μου, έτσι την είχα δηλαδή προστάτη. Ό,τι ήθελα, ό,τι… Ήταν και καλή γυναίκα και λογική κοπέλα και ελεύθερη ήταν. Και της λέω: «Ευαγγελία, εγώ δεν θέλω να πάω στην Αθήνα, στην… με τον Χαράλαμπο, θέλω να μείνω εδώ». Και κατέβηκε η αδερφή μου κάτω στη Χαροκόπου και μιλήσαμε με τον Χαράλαμπο. Του λέει: «Άσ’ τηνα. Αφού θέλει να μείνει εδώ, να μείνει εδώ». Μα, μου, σούξου, τίποτα. Λέει: «Εγώ, όμως, θέλω λεφτά για το ψυγείο, για τις βιτρίνες, για όλα τα έπιπλα που έχει μέσα το…», γιατί είχε σκοπό να το πουλήσει. Λέω: «Θα τα πληρώσω εγώ. Δουλεύοντας, ό,τι μαζεύω, θα πληρώσω. Πόσο;». Και μου κοστολόγησε εκεί πόσα έχουν όλα αυτά και μέσα σε κάνα χρόνο τα πλήρωσα. Και έμεινα μόνη μου και κράτησα το μαγαζί αυτό μέχρι 33 χρόνων. Όταν γνώρισα τον Χρήστο, ήμουνα 31; Τον γνώρισα που μου ’φερνε ψωμιά, στον Κατσέλη δούλευε… όχι στον Κρις-Κρις τότε, ήταν ο Κρις-Κρις. Και πέρναγε και μου άφηνε ψωμιά, ε όπως οι πλασιέ, ας πούμε. Και, εντάξει, εκεί τον γνώρισα, αλλά στην αρχή δεν είχα σχέση μαζί του, δεν… Ούτε καν. Ε, μετά, κάποια στιγμή, δεν ξέρω πώς και τι, στα αστεία έτσι ξεκινήσαμε εκεί και βρεθήκαμε να… Αλλά θέλω να σου περιγράψω τα χρόνια που έμεινα μόνη εκεί∙ ήτανε δύσκολο, αλλά ήταν για μένα απελευθέρωση. Ήμουνα μόνη, έκανα ό,τι ήθελα, μάζευα λεφτά. Ήμουνα οικονόμα, δεν ήμουνα δηλαδή που… Εκεί έπαιξε έναν ρόλο η λογική μου. Δηλαδή εκεί ή θα γινόμουνα της πιάτσας ή θα γινόμουν ένας άνθρωπος σωστός, λογικός, να δουλεύω, να μαζεύω λεφτά, τίμια και καθαρά. Γιατί ήμουνα όμορφη πολύ μικρή κι είχα όλες τις, ξέρεις, όλους τους πειρασμούς, να με παρασύρουνε, ξέρεις. Οι κοπέλες εκεί ήτανε… Στα μπουζούκια πηγαίνανε, ξενυχτάγανε, όλες με τα τσιγάρα τους, καπνίζανε. Δηλαδή ήτανε, η Καλλιθέα ήτανε η μεσαία τάξη. Δεν ήταν οι φτωχοί τότε εκεί. Ήτανε οι καθηγητές, οι δικηγόροι. Και όλες οι γυναίκες ήτανε, ξέρεις, άλλο πράγμα. Εγώ ήμουνα το χωριό, που λέμε. «Βρε πάμε εκεί», μου λέγανε, «πάμε στα μπουζούκια, στο τάδε»… Τίποτα. Εγώ έκλεινα το μαγαζί κι ήθελα να πάω στο σπίτι να κοιμηθώ. Ε, πώς το σκεφτόμουν αυτό; Πες μου. Δεν με παρέσυρε και δεν με επηρέαζε τίποτα. Ήμουνα δηλαδή σαν ρομπότ. Ε, είχα κάποια συναισθήματα, αλλά πολύ λίγα. Αλλά εκείνο που θυμάμαι εκεί στη Χαροκόπου, αυτά τα… κάπου δεκαπέντε χρόνια ήμουνα εκεί, ότι ήταν δύσκολα χρόνια. Δεν ήμουνα ευτυχισμένη. Ήμουνα κλεισμένη στο μαγαζί σχόλη, καθημερινή, Κυριακή, γιορτή και Πάσχα, όλες τις ώρες. Δεν χαιρόμουν, δεν πήγαινα πουθενά, ταξίδια… Και στο τέλος αρρώστησα, έπαθα κατάθλιψη. Δηλαδή έπαθα μεγάλη… Ήταν κι ένας που γνώρισα και κόντεψε να με σκοτώσει, ήταν ένας παλιάνθρωπος και… Πώς κάνουν τώρα, που σκοτώνουν τις γυναίκες τους, γιατί δεν τους θέλουνε; Ε, κι αυτός τώρα, επειδής τον είδα που ’τανε κακός και πήγα να τον διώξω, να φύγει, γιατί τον κατάλαβα τι παλιάνθρωπος ήταν, μόλις του ’πα: «Φύγε», πήγε να με σκοτώσει. Ναι. Δυο-τρεις φορές με πλάκωσε στο ξύλο στον δρόμο. Με πήραν τα αδέρφια μου μετά, με κρύβανε. Εξαφανίστηκα απ’ το μαγαζί. Ήταν ένα τομάρι της κοινωνίας. Πήρε μετά γυναίκα και τη σκότωσε αυτός. Αλλά εμένα μου άφησε τα νεύρα μου… Πώς να σ’ το πω; Είχα πάθει πια ένα τέτοιο σοκ, που δεν μπορούσα να το ξεπεράσω ποτέ. Έμεινα μ’ ένα πρόβλημα. Απ’ αυτό το πράγμα. Από έναν παλιάνθρωπο. Κι όταν τώρα βλέπω που σκοτώνουν, λέω: «Να, γι’ αυτό τη σκότωσε, γιατί του ’πε ότι δεν τον θέλει πια, πρέπει να χωρίσουνε». Και με τον καλύτερο τρόπο που το λες∙ «Γιατί δεν μ’ αγαπάς; Γιατί δεν με θέλεις;», σου λέει έτσι. Ε, άμα ακούς αυτά τα πράγματα, «Γιατί δεν μ’ αγαπάς, γαμώ την Παναγία σου και γαμώ το…», και μπαμ και μπουμ, ε τι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Πες μου τώρα τι άνθρωποι είναι αυτοί. Ε, αυτό, όταν τώρα βλέπω που σκοτώνουν τις γυναίκες, μου κάνει, γιατί το ’χω ζήσει εγώ αυτό και ξέρω την ψυχολογία αυτών των ανθρώπων. Είναι τέρατα. Δεν θέλουν απόρριψη. Δεν τη θέλουν, αυτό το πράγμα δηλαδή. Αυτό είναι. Τέλος πάντων. Τι να πούμε; Ε, γνώρισα τον Χρήστο. Καλό παιδί ήταν. Ε, εντάξει, ο τέλειος είπαμε ότι δεν υπάρχει πουθενά. «Στα νεκροταφεία», μου ’λεγε η μάνα μου, «είναι οι τέλειοι[00:40:00]». Κάθε ζωντανός οργανισμός έχει και τα θέματά του. Αλλά σε γενικές γραμμές ήταν καλός άνθρωπος. Ήταν ηθικός, έτσι, δηλαδή είχε λόγο, ό,τι σου ’λεγε, το έκανε. Εγώ εκεί γνώρισα και όλη την αλητεία του κόσμου. Ξέρεις, όταν είσαι μια μικρή κοπέλα σ’ ένα μαγαζί, έρχονται οι διάφοροι εκεί και σε ζαλίζουνε. Κατάλαβες; Και είχα ζήσει ψευτιά, βλακείες, δηλαδή αυτές. Αν και δεν έκανα παρέα μ’ αυτούς, αλλά τα ’βλεπα εγώ αυτά όλα τα πράγματα. Παντρεμένοι που μου τάζανε σπίτια, χρήματα, για να πάω μαζί τους. Κάτι τέτοια πράγματα. Τα ’ζησα αυτά και τότε κλονίστηκε και η αυτή μου, ας πούμε, με τον γάμο. Γιατί εγώ τον γάμο τον πίστευα κάτι ιερό κι όταν έβλεπα κάτι παντρεμένοι, που ήτανε γνωστοί μου, να ’ρχονται να μου κολλάνε εμένα, λέω: «Τι είναι αυτό; Τι είναι ο γάμος;», λέω. Αυτός ήταν σπίτι του, κύριος, με τη γυναίκα του, με τα παιδιά. Εκεί δηλαδή άρχισα να αμφιβάλλω με τον γάμο και να λέω: «Μα τι γίνεται εδώ, να πούμε;». Αυτός ο καθωσπρέπει κύριος, που ήταν ένας δικηγόρος, ένας καθηγητής, ερχόταν να κάνει εμένα πρόταση να βγούμε και ότι θα με χρηματίσει και κάτι τέτοια πράγματα; Αλλά ευτυχώς εγώ δηλαδή ήμουνα βράχος σ’ αυτά. Είχαμε από δω πάρει, φαίνεται, καλά… Τέλος πάντων. Δούλεψα, έκανα, πήρα ένα σπίτι στην Καλλιθέα και ένα οικόπεδο στο Μπραχάμι, το οποίον έκτισα τώρα. Μετά, ο Χρήστος, που παντρευτήκαμε και δούλευε, μάζεψε, μαζέψαμε, μάζεψε, ο Χρήστος βασικά τα ’βγαζε τότε. Εγώ, όταν με γνώρισε, είχα κουραστεί από το μαγαζί, είχα μπαφιάσει. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήθελα να δουλέψω άλλο πια. Είχα δουλέψει δεκαπέντε χρόνια σαν να είχα δουλέψει τριάντα, γιατί ήταν όλες τις μέρες, όλες τις ώρες… Βάλε τις ώρες με το μυαλό σου. Κι είχα τόσο πολύ κουραστεί και άμα μου ’πε εκείνος ότι: «Ξέρεις, εγώ δεν θέλω πια να δουλεύεις. Αν θέλεις να παντρευτούμε, θα το αφήσεις το μαγαζί». Και μόλο που ήτανε το μαγαζί, έβγαζε λεφτά. Εγώ πήρα όλη την επίπλωση του γάμου, τα έξοδα. Έστελνα και στους γονείς μου λεφτά τότε, γιατί οι γονείς μου είχαν ανάγκη. Και έφυγα. Έφυγα, το πούλησα, το έβαλα «Πωλείται». Το αγόρασε ένα ζευγάρι. Είχανε παντρευτεί εφτά χρόνια, δεν είχαν κάνει παιδιά κι όταν ήρθε εκεί αυτή έμεινε και έγκυος. Και μετά από δεν ξέρω πόσα χρόνια, αυτό ήθελε να γίνει πολυκατοικία, το… Και τους αποζημιώσαν και δεν ξέρω πόσα λεφτά, για να φύγουν. Ήταν τυχεροί βασικά. Ναι. Και το πούλησα και έφυγα. Και μου ’πε ο Χρήστος ότι: «Αν θέλεις να κάνουμε οικογένεια, θα φύγεις από το μαγαζί». Αλλά, σου λέω, δεν ένιωσα καθόλου δυσαρέσκεια, ήμουνα τόσο πολύ μπαφιασμένη και κουρασμένη. Είχα κάνει και μια μικρή περιουσία, ας πούμε, που δεν ήμουνα έτσι, ξέρεις, να μην έχω τίποτα. Α, δεν ήθελα ποτέ να μικροπαντρευτώ. Όταν μου λέγανε μικρή που ήμουνα για παντρειές, με έπιανε αλλεργία. Γιατί ήξερα ότι θα πάω να πέσω μες στη φτώχεια. Άμα παντρευτείς και 20 χρόνων και 18, και κάνεις και δυο, τρία, τέσσερα… Ανάλογα τώρα εκεί, ε; «Άντε», λέω, «σε κάνα υπόγειο θα πάω να χωθώ με κάνα δυο, τρία, πέντε κουτσούβελα». Δεν την ήθελα αυτή τη ζωή και τη μιζέρια καθόλου. Α, πα, πα, πα. Προτιμούσα να μην παντρευτώ ποτέ. Έλεγα: «Ή θα παντρευτώ και θα ζω σαν άνθρωπος ή δεν θα παντρευτώ ποτέ». Θα μου πεις, που πήρες τον Χρήστο ήξερες πως θα έχει δουλειά, πως θα εργάζεται και τέτοιο. Όχι, αλλά ήταν ένα νέο παιδί εργατικό κι είχα εγώ πράγματα φτιάξει, που στο κάτω-κάτω και μόνη να έμενα, είχα το οικόπεδό μου, είχα τα λεφτά μου, είχα το σπίτι μου. Δεν θα πεινούσα. Θα ’πιανα μια δουλίτσα. Αλλά έτυχε κι ο Χρήστος να είναι καλός. Στη δουλειά του έβγαζε λεφτά. Κτίσαμε το σπίτι τώρα στο Μπραχάμι, ένα τριώροφο, που μένει τώρα η μεγάλη κόρη. Τρία παιδιά έχω βέβαια. Γερά να ’ναι, ζωή να ’χουνε. Δύο κορίτσια, ένα αγόρι, τον Λευτέρη, τη Γαρυφαλιά, που είναι η πρώτη, και μετά είναι η Βασιλεία και μετά ο Λευτέρης. Δεν έχω κανένα παράπονο με τα παιδιά μου. Παναγία μου, προς Θεού, είναι πολύ καλά παιδιά.

Χ.Φ.

Ικαρία ερχόσουνα καθόλου όσο ήσουνα Αθήνα;

Κ.Π.

Ναι, αυτό το καλό μου το κάνανε τα αδέρφια μου. Ερχότανε η αδερφή μου έναν μήνα και καθότανε στο μαγαζί μ’ έναν υπάλληλο μαζί και έφευγα εγώ και ερχόμουνα εδώ και έβρισκα τους γονείς μου. Αλλά όταν ερχόμουν εδώ, πω, πω, πω, πω, ένιωθα σαν να ’φευγα από τη φυλακή και ερχόμουνα στον παράδεισο. Είχε αρχίσει τώρα να σουλουπώνεται και να έρχεται το ρεύμα. Δεν είχε έρθει ακόμη, βέβαια. Το ρεύμα εδώ ήρθε το… Ο Χρήστος ήρθε εδώ γαμπρός και δεν είχε έρθει το ρεύμα. Σκοτάδια. Αλλά μετά, απ’ το ’70, μπήκε το ρεύμα εδώ. Τέλος πάντων. Αυτό δεν μας πολυένοιαζε. Είχαμε συνηθίσει, ρε παιδί μου. Άμα συνηθίσεις με τις λάμπες και δεν έχεις δει ποτέ δυνατά φώτα, δεν σε νοιάζει. Εκεί στη λάμπα. Αυτή, να τέτοια. Είχαμε κάνα δυο τέτοιες. Εκεί πλέκαμε, εκεί ράβαμε, εκεί σπουδάσανε παιδιά, επιστήμονες βγήκαν με τη λάμπα. Κατάλαβες;

Χ.Φ.

Εσύ πώς ένιωθες όταν ερχόσουνα εδώ;

Κ.Π.

Όταν ερχόμουν εδώ; Πάρα πολύ όμορφα. Αμέσως πήγαινα στους κήπους. Και η μάνα μου, που ήταν και λίγο κουρασμένη, γιατί καλοκαίρια τώρα, είχε πολλούς κήπους, πολλές δουλειές… Εγώ ανασκουμπωνόμουν, κατευθείαν στον Χάρακα, στους κήπους. Στον Μύρσωνα, να ποτίσω, να μαζέψω φαγιά, να ταΐσω τα κατσίκια. Δηλαδή αμέσως έμπαινα μέσα στην αγροτική ζωή. Και τώρα σου λέω ένα πράγμα, τώρα που είμαι μεγάλη δηλαδή και, εντάξει, τα παιδιά όλα σπουδάσανε∙ εγώ δεν είχα μεγάλα όνειρα, δηλαδή ότι θα σπουδάσω παιδιά και τέτοια, γιατί εγώ δεν… Και το Δημοτικό που τελείωσα, τσάτρα-πάτρα. Ήτανε μια εποχή που έκλεινε, άνοιγε, έξι τάξεις σ’ έναν δάσκαλο. Ούτε γράμματα… Δηλαδή λίγα γράμματα μάθαμε. Αλλά τέλος πάντων, αυτά τα απαραίτητα. Αν τώρα μου λέγανε: «Ρε Καλλιόπη, τι θέλεις τώρα να…;», αν μπορούσα δηλαδή να γίνω, να ’μουνα νέα και να… τι επάγγελμα θα ήθελα, να μπορούσα να γίνω γιατρός, αστροναύτης, τα πάντα, θα ’λεγα αγρότης. Δηλαδή τόσο πολύ αγαπάω την αγροτική ζωή, που με χίλια θα ’λεγα: «Αγρότισσα θέλω να ’μια». Γιατί; Γιατί είμαι μες στη φύση. Γιατί όλες οι δουλειές νομίζω ότι είναι αιχμαλωσία. Κλείσιμο σ’ ένα γραφείο, κάθεσαι πάνω σε μια καρέκλα απ’ το πρωί… Δηλαδή τρέλα. Γι’ αυτό οι άνθρωποι έχουνε πάθει τώρα, έχουνε φύγει απ’ τη φύση και ενώ ο άνθρωπος, η φυσική του κατάσταση είναι να ζει μες στη φύση, δεν είναι να ζει μέσα στα κουτιά. Αλλά τι να πω; Τώρα αυτό είναι άλλη, μια άλλη ιστορία. Εγώ πάντως το επέλεξα. Και ήταν όνειρο ζωής, όταν ζούσα στην Αθήνα. Α, αφού παντρεύτηκα και δέχτηκα να μη δουλεύω βέβαια κτλ., ε ο Χρήστος τα ’βγαζε πέρα, τα κατάφερνε μια χαρά, και άρχισα να κάνω τα παιδιά. Μέσα σε πέντε χρόνια γίνανε και τα τρία. Ναι. Ήθελα να κάνω και τέταρτο, ο Χρήστος δεν ήθελε. Και τα μεγάλωνα πολύ άνετα εγώ τα παιδιά. Δεν καθόμουνα, έτσι, να τα πολυκοσκινίζω. Πολύ ψύχραιμη ήμουνα, τα άφηνα να παίζουνε. Άμα πήγαινα σε ένα σπίτι, έκλεινα όλα τα μπαλκόνια με κάγκελα, να μη μπορεί κανένα να πέσει κάτω και να μπορώ να είμαι μες στο σπίτι ξένοιαστη ότι τα παιδιά γυρίζουν έτσι μέσα και έξω και είναι ασφαλές. Και πάντα έβαζα τον πεθερό μου. Μου λέει: «Το σπίτι πια το ’κανες σαν κοτέτσι;», μου λέει. «Ναι», λέω, «αλλά εγώ θέλω να κάτσω μέσα να ράψω, να κάνω δουλειές και να ’χω τα παιδιά ελεύθερα. Δεν μπορώ να είμαι πίσω από τα παιδάκια όλη μέρα». Και μαζευόταν και όλα της γειτονιάς, γινόταν χαμός. Εγώ είχα… Ήμουνα πάντα έτσι παιδομαζεύτρα. Δεν εκνευριζόμουν με τα παιδιά, που ουρλιάζανε, που φωνάζανε. Ούτε ευθυνοφοβία είχα. Τίποτα, τίποτα. Δεν σκέφτηκα, δεν πέρναγε ποτέ σαν σκέψη απ’ το μυαλό μου ότι μπορεί ένα παιδί από αυτά που ερχόταν εκεί να χτυπήσει. Τίποτα. Και δεν μου ’τυχε ποτέ τίποτα. Μου λέει ο Χρήστος: «Είσαι και τυχερή. Τι να λέμε;». Το καλοκαίρι, μετά που μεγαλώσαν τα παιδιά και γίναν 14-15 χρόνων κι είχανε πολλές φίλες και παρέες, κάθε φορά που ερχόμαστε φέρναμε και πέντε-έξι παιδάκια μαζί μας, εξοχή. Μια εποχή που δεν είχε ούτε γιατρό εδώ στην Ικαρία ούτε αεροπλάνο… Δεν ξέρω, αν είχε στον Άγιο. Δηλαδή μια κατάσταση, κατάλαβες. Και εγώ έπαιρνα τα παιδιά αυτά και ερχόμουν εδώ και δεν σκέφτηκα να πω: «Ρε παιδί μου, αν πάθει κανένα παιδάκι τίποτα;». Γιατί μεγάλα, πηγαίνανε τα βράδια στις ταβέρνες, στους χορούς, κάτω που ήταν η ντίσκο και χορεύανε. Ερχόταν το πρωί τα παιδιά. Οδηγούσα εγώ τότε και τα πήγαινα κάτω στη ντίσκο. Αμ δεν μπορούσα να κάθομαι όλη νύχτα να τα περιμένω. Έκατσα μια, έκατσα δυο, έκατσα τρεις… Είχα και τη μάνα μου, που μέχρι 100 χρονών την έφερνα στην Ικαρία, και με έβλεπε η μάνα μου που κόντευα να χαθώ απ’ το ξενύχτι, τα μάτια μου είχαν γίνει… μου λέει: «Τι κάνεις, παιδί μου;». Λέω: «Δεν μπορώ, ρε μάνα», λέω, «κάθομαι κάτω στην παραλία, κοιμάμαι μες στ’ αυτοκίνητο, να περιμένω τα παιδιά να βγούνε απ’ τη ντίσκο, να τα φέρω». Μου λέει: «Θα αρρωστήσεις», μου λέει, «άσ’ τα να πηγαίνουνε και να ’ρχεσαι εσύ να κοιμάσαι». Άκου τώρα τι μου ’λεγε η μάνα… Αυτή μ’ έκανε και έτσι, να μην έχω ευθυνοφοβία. «Άμα είναι να ’ρθουν, παιδί μου, θα ’ρθουν αυτά, μη στενοχωριέσαι». Τώρα το σκέφτομαι και γελάω. Και όντως τα άφηνα εκεί στη ντίσκο, χορεύανε και ερχόταν το πρωί με τα πόδια πάνω στο χωριό. Γιατί ήτανε παραλιακά, κάτω. Ναι.

Χ.Φ.

Εσύ ερχόσουν και με τα παιδιά εδώ Ικαρία συχνά;

Κ.Π.

Ναι, κάθε καλοκαίρι. Καλά, ερχόμουνα[00:50:00] σαν ελεύθερη βέβαια, σου λέω, με τη μάνα μου και έκανα δουλειές και πέρναγα πάρα πολύ ωραία. Και γλέντια και τότε και πανηγύρια και είχε και ένα πολύ ωραίο κέντρο στο Χριστό, η «πίστα», που το λέγαμε. Και αυτό ήταν πια το καλύτερο που υπήρχε στις Ράχες. Κάθε Κυριακή γινότανε και ένα γλέντι. Ένας Καρούτσος το είχε. Τώρα, τι να σου λέω; Δεν τους ξέρεις. Ναι, και στη μέση εκεί, που είναι ακόμα η πίστα αυτή, διατηρείται εκεί… Εκεί στο Χριστό, πριν του Αραφάτ, που λέμε, το σούπερ-μάρκετ. Μες στα πεύκα εκεί. Πώς περνάς το λιοτριβείο και προχωράς; Εκεί δεξιά, είναι εκεί η «πίστα» υπερυψωμένη, που πήγαινε ο βιολιτζής και έπαιζε. Είχαμε τον Νίκο τότε τον Τσεπέρκα, ο καλύτερος βιολιτζής ήτανε. Και παρέες-παρέες καθόμαστε γύρω γύρω μες στα πεύκα, βράδυ τώρα, νύχτα, ωραία, στην Ικαρία με βιολιά, να ανεβαίνουμε… Ήταν, είναι ένα μέρος μετά υπερυψωμένο και ήταν η πίστα που ανεβαίναμε και χορεύαμε. Και γύρω γύρω, γύρω γύρω, μες στα πεύκα, τραπέζια γεμάτα κόσμο. Τι ομορφιά, τι γοητεία ήταν αυτή! Αυτά τα πράγματα δεν τα ξεχνάω ποτέ. Τώρα αλλιώτικα είναι όλα, τελείως διαφορετικά. Τέλος πάντων. Ναι, με τα παιδιά μετά, τα παιδιά, ναι, μεγαλώσανε. Εγώ δεν τα πίεσα ποτέ να διαβάζουνε, γιατί δεν μ’ άρεσε έτσι να γίνομαι… Εγώ το μόνο που ήθελα, να τα ταΐζω καλά, να τρώνε καλά, να τους δίνω χυμούς, φρούτα. Όλη μέρα ήμουνα στη διατροφή. Και να παίζουνε. Ήθελα να παίζουν τα παιδιά. Γιατί ξέρω, ας πούμε, ότι το παιδί, άμα είναι μικρό, αν δεν παίξει, δεν γίνεται ένας ευτυχισμένος άνθρωπος μετά. Γι’ αυτό λένε: «Όποιος μικρός δεν έπαιξε, μεγάλος δεν προκόβει». Και είχα πάντα την αυτή μου να τα ’χω ελεύθερα να παίζουν, να παίζουν, να παίζουν. Χαμός γινότανε. Δηλαδή αν υπάρχουν παιδιά που είναι χορτασμένα από παιχνίδι, είναι τα… Ρώτησε καμιά φορά τη Βάσω, να σου λέει. Μάζευα και έξι-εφτά άλλα παιδιά εκεί στη γειτονιά. Οι άλλες οι μανάδες δεν πηγαίναν τα παιδιά στο σπίτι τους, να μην τους λερώσουνε. Εγώ ποτέ… Η καθαριότητα δηλαδή μ’ αρέσει, αλλά με μέτρο. Δεν θέλω εγώ. Το σπίτι μου θέλω να είναι κατοικήσιμο. Δεν θέλω να είναι μπιμπελό. Και τα παιδιά να χαίρονται. Μέσα σ’ ένα σπίτι που είναι όλο τάξη, δεν μεγαλώνεις σωστά παιδιά. Αυτό είναι… Τα παιδιά θέλουν αταξία. Κατάλαβες; Άμα μεγαλώσει μετά, κάνε ό,τι θέλεις μες στο σπίτι, νοικοκυριό. Αλλά άμα είναι μικρά τα παιδιά τώρα, εντάξει. Θα κάνεις τα απαραίτητα, αλλά προτεραιότητα έχουν τα παιδιά. Ε, μετά ξεκινήσαν τα σχολεία τους. Δεν… Εγώ δεν… Επειδής δεν ήξερα γράμματα, δεν μπορούσα και να τα βοηθήσω σε τίποτα δηλαδή. Και να θέλανε. Και τους είπα, μόνο αυτό το πράγμα τους είπα, ότι… Τα είδα που αγαπούσαν τα γράμματα. Απ’ το Νηπιαγωγείο, ας πούμε, είχαν αρχίσει να ξεχωρίζουν. Και άμα το πρόσεξα αυτό, τους λέω: «Εγώ, παιδιά, δεν ξέρω να σας μάθω. Εγώ γράμματα δεν έχω μάθει. Ακόμα και στο Δημοτικό που πάτε, δεν ξέρω να σας βοηθήσω. Τώρα, αν εσείς θέλετε να κάτσετε να διαβάζετε και να μαθαίνετε γράμματα, μάθετέ τα. Εγώ οτιδήποτε άλλο μπορώ να κάνω εδώ μες στο σπίτι, να σας προστατεύω, να σας πηγαίνω εξοχή, να σας κάνω, αλλά να σας διαβάζω και τέτοια δεν ξέρω. Και ούτε έχω απαίτηση να σας πω ότι πρέπει να μάθετε γράμματα σώνει και καλά. Απλώς πρέπει να τελειώσετε…», το Δημοτικό ήταν τότε απαραίτητο, δεν ήτανε… Ναι, αυτό πρέπει να είναι –πώς το λένε;–, είναι…

Χ.Φ.

Υποχρεωτικό.

Κ.Π.

Ναι, υποχρεωτικό. Αμ έννοια σου που αυτά μόνα τους εκεί διαβάζανε, κάναν, δείχνανε, και γίνανε… Τώρα που το λέω δηλαδή, μου κάνει εντύπωση. Γίνανε οι καλύτερες μαθήτριες στο σχολείο, παίρναν αριστεία, βραβεία και… Αφού άμα πήγαινα να μου πούνε για τις αποδόσεις, μου δίναν συγχαρητήρια. Κι εγώ έλεγα: «Μα εμένα, δικά μου είναι αυτά τα…;». Δηλαδή μου ’κανε εντύπωση αυτό το πράγμα. Από μόνα τους. Και σπουδάσανε. Φιλόλογες είναι οι κόρες οι δυο και ο Λευτέρης είναι ορκωτός λογιστής. Τέλειωσε, ναι. Πάντα με καλές βαθμολογίες. Ο Λευτέρης ήταν λίγο πιο… του άρεσαν πολύ τα παιχνίδια και δεν καθόταν να στρωθεί στο… Ενώ οι άλλες διαβάζανε κιόλας και τις έλεγε «φύτουλες» ο Λευτέρης. «Έλα, μωρέ, φύτουλας σαν κι εσάς θα γίνω;». Κι ήταν του 14 εκεί ο Λευτέρης, αλλά εγώ δεν τον πίεζα, «Άσ’ τον», λέω, «ό,τι θέλει ας κάνει». Και απ’ του 14 που ήταν μαθητής και σιγά σιγά άρχισε να διαβάζει στη Β’ Λυκείου. Εκεί στρώθηκε. Μόνος του. Εγώ δεν του ’λεγα τίποτα, ποτέ. «Έχει», λέω, δουλειές», του λέω, «επαγγέλματα τώρα, να κάνεις ό,τι θέλεις. Κι υδραυλικός θα γίνεις και ηλεκτρολόγος θα γίνεις, μόνο τεμπέλης», του λέω, «δεν θα γίνεις. Εγώ άμα τελειώσεις το σχολείο, δεν πρόκειται, να πούμε, να σ’ έχω στο σπίτι να σε ταΐζω». Αυτά ήταν ξεκαθαρισμένα, να πούμε. Μόνο αν σπουδάζανε, θα τα βοηθούσαμε. Όταν σταματάς το Λύκειο, πας για δουλειά. Ναι.

Χ.Φ.

Κι όταν τελειώσανε και σπουδάσανε όλα, εσύ μετά τι έκανες; Μείνατε εκεί Αθήνα, έμεινες εσύ;

Κ.Π.

Εγώ; Εγώ…

Χ.Φ.

Όταν τελειώσανε τις σπουδές τους.

Κ.Π.

Ναι, τότε έφυγα εγώ. Εγώ είχα όνειρο ζωής να έρθω εδώ. Αλλά περίμενα να μεγαλώσουν τα παιδιά, να πάνε και πανεπιστήμια, να μην τους χαλάσω τη… Αφού τα ’βλεπα τώρα ότι πηγαίνανε ντουγρού, ε λέω: «Τώρα να μην τους χαλάσω και την αυτή τους. Πρέπει να τα…». Η παρουσία μου δηλαδή, όχι ότι τα βοηθούσα στα γράμματα. Αλλά η παρουσία είναι μεγάλο πράγμα. Το σπίτι, να ’ρθουν τα παιδιά, ηρεμία στο σπίτι, γαλήνη. Μου ’λεγε ένας γιατρός, παιδίατρος: «Μη λες στα παιδιά ποτέ να διαβάσουν ούτε να τα πιέζεις. Απλώς να τους δημιουργείς», λέει, «εσύ στο σπίτι ένα περιβάλλον που να νιώθουν τα παιδιά ευχάριστα να διαβάσουνε. Δηλαδή να ’ναι ηρεμία στο σπίτι, γαλήνη», ξέρεις, «έτσι, ένα όμορφο περιβάλλον. Και άμα θέλουν αυτά», λέει, «να διαβάσουν, θα διαβάσουν». Και όντως. Τώρα άμα ’ρθουν τα παιδιά και ακούν φασαρίες, γκρίνιες, τσακωμούς, τέτοια, τέτοια, δεν είναι… δεν μπορεί το παιδί να συγκεντρωθεί. Όχι. Ήταν το σπίτι… Είχα και τη μανούλα μου. 100 χρονών πήγε. Ήταν μια φοβερή γυναίκα η μάνα μου. Έξυπνη, το μυαλό της, μέχρι που έφυγε από τη ζωή, δεν είχε… Ενώ είχε γεράσει το σώμα, ας πούμε, βέβαια, είχε γίνει μια γριούλα, σκυφτή κτλ., αλλά το μυαλό, ρε παιδί μου, εκείνο το μυαλό, που πήγε. Δεν μπορούσα ποτέ να το φανταστώ ότι μπορείς να φτάσεις 100 χρονών και να ’χεις το ίδιο και πιο καλό από νέα. Ναι. Και την είχα. Το καλοκαίρι που ερχόμουν εδώ, έφερνα και τη μάνα μου. Πώς την έφερνα τώρα, μη συζητάς. Τη σηκώνανε οι ναύτες και τη βάζαν μες στο καράβι. Μετά τη σηκώνανε πάλι και την κατεβάζανε, τη βάζαν μες στο αυτοκίνητο. Αλλά ήτανε λεπτούλα, σαν κούκλα ήταν, 40 κιλά. Ναι. Και…

Χ.Φ.

Για πες μας λίγο για τη σχέση σου, έτσι, με τη φύση. Να μας πεις πιο πολλά.

Κ.Π.

Θα σου πω τώρα αυτό που… Όταν μεγαλώσαν τα παιδιά και ο Χρήστος δούλευε εκεί, η δουλειά ήταν εκεί, κι αυτό για μένα ήταν ένα θέμα, περίμενα να μπει και ο Χρήστος στη σύνταξη. Δηλαδή να μην τον αφήσω μόνο και… Ε, και μπήκε κι αυτός γρήγορα στη… αλλά εγώ ήτανε όνειρο ζωής να φύγω απ’ την Αθήνα. Μόλο που είχα όλα του κόσμου τα καλά εκεί, το σπίτι μεγάλο, τριώροφο σπίτι, πολυτε-… Όχι πολυτελείας, για εκείνη την εποχή, ξέρεις, όπως είναι τα σπίτια τα… με τις ανέσεις τους. Και ήθελα να φύγω. Με τραβούσε η… Αλλά περίμενα. Και όταν πια ήρθε η ώρα να φύγω, οι γειτόνισσες… Ε, τα παιδιά είχαν πάει πια από 20 και πάνω, από 22 και πάνω το πιο μικρό. Μπορώ να σου πω και πιο… Ναι, τόσο περίπου. Και μου λέγανε οι γειτόνισσες… Που αυτές ήταν κάτι φοβητσιάρες, τα παιδιά τους δεν τα αφήνανε να πάνε πουθενά μόνα, είχανε άγχος, δηλαδή πού βγήκαν το βράδυ, πού πήγαν, όλο αυτό που… Εγώ ήμουνα πάντα χαλαρή. Κι όταν είπα πως θα φύγω και θα αφήσω τα παιδιά στην Αθήνα, οι γειτόνισσές μου τρελαθήκανε: «Καλά, έχεις τρελαθεί, ρε Πόπη», μου λένε, «Θα αφήσεις τα παιδιά σου, το σπίτι σου, που έκανες τόσα χρόνια, και θα πας στο χωριό να κάθεσαι; Και τι θα κάνεις εκεί;», μου λένε, «Και δεν τα σκέφτεσαι τα παιδιά σου; Εδώ τι κάνουνε, μην κινδυνεύουνε». Ήτανε μια… Ε, αυτό δηλαδή, τι να σου πω; Πώς το αποφάσισα και δεν μ’ ένοιαζε καθ-… Και δεν μ’ ένοιαζε καθόλου! Γελάς, ε; Τώρα πραγματικά το σκέφτομαι και λέω με το μυαλό μου, εγώ τώρα δεν ξέρω αν θα το ’κανα τότε. Αλλά τότε εγώ ήμουνα… Τελείως διαφορετικό το μυαλό μου. Και όμως ήτανε σωστή κίνηση, εκ των υστέρων ας πούμε, που ήθελα να ’ρθω εδώ. Ήθελα να ’ρθω εδώ, να μείνω εδώ, στο σπίτι μου στο πατρικό. Επάνω ήταν, το σπίτι αυτό το από πάνω. Εκεί. Και εδώ είχαμε φτιάξει, ο πατέρας μου είχε φτιάξει έναν στάβλο δίπλα. Αυτό το πιο πέρα ήτανε στάβλος. Και ήταν, κάτω έβαζε τα κατσίκια η μάνα μου και από πάνω το σανό, τα χόρτα, ας πούμε. Και ήτανε, όμως, καλά χτισμένο, με πέτρα καλή το είχανε κτίσει τότε. Ε, δεν είχε κι άλλο τίποτα στην Ικαρία τότε, μόνο με πέτρες χτίζανε. Δεν είχε. Ούτε τούβλα είχε, ούτε τσιμεντόλιθους, ούτε τίποτα. Και γι’ αυτό και τώρα τα σπίτια αυτά τα παλιά-παλιά είναι όλα πέτρινα, ας πούμε. Και λέω στον Χρήστο: «Ρε Χρήστο», ερχόμουν, αλλά ερχόνταν και τα αδέρφια μου πάνω και μαζευόμαστε πολλοί, λέω, «δεν κάνουμε λίγο από κάτω εκεί τον στάβλο[01:00:00], να τον φτιάξουμε λίγο, να τον κάνουμε, έτσι, λίγο κατοικήσιμο, να πηγαίνουμε εκεί με τα παιδιά», του λέω, «γιατί εδώ πέρα στριμωχνόμαστε όλο το καλοκαίρι;». Κι έτσι ξεκίνησα, τον στάβλο τον έφτιαξα πάνω-κάτω σπίτι και δίπλα έκανα μια κουζίνα από κει. Και πηγαίναμε στην κουζίνα, μαγειρεύαμε, είχαμε το ψυγείο μας και στον πύργο επάνω κοιμόμαστε, και στο από κάτω. Και στον πύργο κοιμόντουσαν τα παιδιά και, τα κορίτσια, και φιλοξενούσαν κι άλλα δυο-τρία, ανάλογα. Κι εκεί δεν είχε κρεβάτια, στρωματσάδα κάτω όλα κοιμόντανε. Αλλά ήταν ευτυχισμένα, να πούμε. Να σου λένε τώρα αυτά τα παιδιά, που είναι όλα, ας πούμε, με δουλειές καλές, με… μορφωμένες, επιστήμονες, και να σκέφτονται αυτά τα νεανικά τους χρόνια και να κλαίνε. Ότι αυτά ήταν τα όμορφα τα χρόνια της ζωής τους, να πούμε. Τώρα δεν τις έχω κοντά μου, να σου πουν. Η Νόρα, η Ελένη, η Μαρία. Κάτι πεντάμορφα κορίτσια. Σπουδάσανε όλα και πήραν, ας πούμε, θέσεις μεγάλες. Και όλο έρχονται να με βλέπουνε. Όταν πάω Αθήνα, να ’ρθουν να με δουν. Δηλαδή μ’ έχουνε πια… Γιατί εγώ δεν έκανα τίποτα κι αυτά. Εγώ τώρα, τότε δεν πίστευα ότι έκανα, γιατί δεν έκανα κάτι παραπάνω. Μαζί με τα παιδιά μου ήταν κι αυτά. Μαζί τρώγαν, μαζί παίζανε, μαζί γλεντάγανε. Δεν κουράστηκα για κανέναν. Και τώρα… Ενώ αυτά, τώρα που τα σκέφτονται, νιώθουν ότι έκανα κάτι σπουδαίο. Ενώ στην ουσία, σου λέω, εγώ ό,τι έκανα τότε γινόταν έτσι από ένστικτο. Λέω: «Ελάτε φάτε, πιείτε, γλεντήστε». Να, μία κοπέλα να ’χω ποτέ να μιλήσεις μαζί της και να σου πει τι χρόνια περάσαν εδώ. Όμορφα, ξένοιαστα, γλέντια ωραία. Τώρα έχουν μπει όλες, ξέρεις, στο λούκι, με τις οικογένειες και… Αυτά είναι μια ανάμνηση παλιά. Τέλος πάντων. Αλλά οι γειτόνισσές μου σκαρτάρανε, άμα τους το ’πα ότι θα φύγω. «Τρέλα», μου λέει, «παλάβωσες, δεν μπορεί. Δεν είσαι στα καλά σου. Θα αφήσεις τα παιδιά σου, χριστιανή μου, και θα πας Ικαρία να κάθεσαι;». Η Ικαρία ήταν τότε ένα ξερονήσι, τους φαινότανε… Ήταν το νησί της εξορίας. Ναι.

Χ.Φ.

Και έκανες, έτσι, αγροτική ζωή απ’ όταν ήρθες να μείνεις εδώ;

Κ.Π.

Ναι. Μα και το καλοκαίρι που ερχόμουνα, μες στα χωράφια ήμουν εγώ. Εκεί. Μέχρι και κήπους έκανα και έβαζα ξένους και… Ερχόμουν την άνοιξη, έκανα κήπους, πλήρωνα μια γυναίκα, μου τους πότιζε, ερχόμουν το καλοκαίρι, ήταν όλα έτοιμα∙ ντομάτες, αγγούρια, κολοκύθια. Τα ’βρισκα δηλαδή μπροστά μου. Κατάλαβες; Ναι, ναι. Πολύ όμορφα ήτανε. Όλα γύρω εδώ, τους κήπους τους έφτιαχνα. Πολύ ωραία! Ναι.

Χ.Φ.

Πώς νιώθεις όταν είσαι στον κήπο σου;

Κ.Π.

Κοίταξε να δεις, με ρωτάνε πολλοί, γιατί τώρα εγώ βέβαια είμαι 85 χρόνων. Και, εντάξει, άλλοι λένε ότι διατηρούμαι πολύ. Εντάξει, δεν ξέρω πώς με βλέπουν οι άλλοι, εγώ πάντως νιώθω, μέχρι τώρα, δεν ξέρω αύριο, μπορεί να ’χω πεθάνει, αλλά μέχρι τώρα νιώθω πάρα πολύ καλά. Κι αν με ρωτήσουν δηλαδή κι αν υπάρχει κάποιο μυστικό, που δεν ξέρω βέβαια αν αυτό είναι έτσι, είναι που αγαπώ πάρα πολύ τη φύση. Που είμαι ευτυχισμένη που είμαι μες στη φύση. Που ό,τι στεναχώρια και να ’χω, οτιδήποτε και να μου συμβαίνει… Που μέχρι τώρα, ευτυχώς, δεν είχα και μεγάλη βέβαια στεναχώρια, αλλά όσο και να ’ναι, εντάξει, περάσαμε λίγες δυσκολίες. Τέλος πάντων, ε όλο και κάτι γίνεται μες στις οικογένειες. Με τον άντρα μου καμιά φορά τύχαινε να συγχυστώ. Στο έξω, στον κήπο, εκεί γιάτρευα όλες μου τις πληγές. Μόλις έβγαινα έξω, έλεγα: «Εδώ είναι η συνέχεια της ζωής. Εδώ θα ζήσω». Ενώ μέσα νόμιζα πως με πλάκωνε το σπίτι. Αλλά όταν έβγαινα έξω και κοίταγα έτσι γύρω: «Τι κάθομαι», λέω, «και στενοχωριέμαι μέσα σ’ αυτόν τον παράδεισο που ζω, μέσα σ’ αυτή την απεραντοσύνη». Είναι τώρα… Και τότε μου φαινότανε δηλαδή αστείο ότι καθόμουν και στενοχωριόμουνα εγώ και ώρες-ώρες έπεφτα να πεθάνω από στεναχώριες και μ’ έπιανε, έτσι, και το ψυχοπλακωτικό μου. Τίποτα. Έξω, στη φύση. Αν διατηρούμαι ακόμα και είμαι ευτυχισμένη… Και είμαι πραγματικά πολύ ευτυχισμένη. Δηλαδή δεν νομίζω ότι θα υπάρχει άνθρωπος πιο ευτυχισμένος. Δεν με συγκινούν ούτε τα λεφτά, ούτε τα σπίτια, ούτε τα μεγαλεία, ούτε τα ταξίδια. Τίποτα, τίποτα, τίποτα. Εκείνο που με νοιάζει είναι να ζω μες στη φύση. Είμαι βασίλισσα της φύσης! Είμαι παιδί της φύσης! Έτσι; Γεννήθηκα και θα πεθάνω μες στη φύση! Κατάλαβες; Και θα ’θελα, αλλά αυτό δεν είναι εύκολο, όλοι οι άνθρωποι να μπορούσαν να νιώσουν αυτό, έτσι να τους το μεταδώσω, να τους το μεταδώσω σαν αρρώστια, ρε παιδί μου, να γίνουν όλοι οι άνθρωποι καλά! Να μην υπάρχει κανένας άνθρωπος δυστυχισμένος. Ούτε πολέμοι, ούτε αηδίες, ούτε τέτοια κακά πράγματα. Αν ο άνθρωπος αγαπούσε πραγματικά τη φύση και ήταν φυσιολάτρης, τίποτα κακό δεν θα γινότανε. Κατάλαβες; Τίποτα κακό. Γιατί είναι τόσο απλή η ζωή. Ζήσε στη φύση, καλλιέργησε, φύτεψε. Η φύση δεν σε προδίνει ποτέ. Όλοι μπορούν να σε προδώσουνε, αλλά η φύση, αυτό που της κάνεις θα σ’ το δώσει πίσω ανταμοιβή. Άρα, λοιπόν, η φύση δεν σε προδίνει ποτέ. Γιατί εμείς την προδίνουμε και φύγαμε απ’ τη φύση και γίναμε παρά φύση και ζούμε μες στα διαμερίσματα; Και πήρανε θέσεις εξουσίας και κάνουν πολέμους και κάνουν τέτοια κακά και τρελά πράγματα, που εγώ, με το μυαλό που έχω, δεν μπορώ να τα εξηγήσω. Ειλικρινά δεν μπορώ. Δεν μπορώ, σταματάει το μυαλό μου, τρελαίνομαι. Κι όταν βγαίνω στη φύση, που είναι τόσο όμορφα, λέω: «Αχ, Θεέ μου, γιατί όλοι οι άνθρωποι να μη μπορούνε να είναι σαν κι εμένα, να βλέπουν αυτή την ομορφιά, αυτό το θαύμα μπροστά σου –ανά πάσα στιγμή το βλέπεις– και να μην είναι ευτυχισμένοι, μόνο να κάθονται να κάνουν όλες αυτές τις ασχήμιες και να χαλάνε τη ζωή; Πω, πω, πω», λέω, «τι τρέλα είναι αυτή; Αλλά τέλος πάντων», λέω, «άσε να ζήσω εγώ τουλάχιστον, που μπορώ να τα δω αυτά τα πράγματα και να τα βιώσω. Αφού δεν μπορώ να σώσω τον κόσμο», λέω, «να σωθώ εγώ τουλάχιστον». Και συνεχίζω! Αλλά βέβαια αυτό είναι μια πίκρα στην ψυχή μου, που γίνονται αυτά τα κακά και που δεν μπορεί ο κόσμος, ρε παιδί μου, να αγαπήσει αυτό το πράγμα που τον έφερε στη ζωή, η φύση. Και αυτή που θα τον πάρει πάλι! Γιατί η φύση είναι η μάνα μας. Αυτή μας έφερε, αυτή μας παίρνει. Γιατί να μη μπορούν να το δούνε έτσι; Κι αυτοί μαζί. Απ’ το χώμα κάνουμε φαγητό και τρώμε, δεν κάνουμε απ’ τα κομπιούτερ, ούτε απ’ τα μηχανήματα, ούτε απ’ τα όπλα. Αυτά είναι θάνατος. Η ζωή είναι στη φύση. Αν δηλαδή οι αγρότες σταματήσουν να καλλιεργούνε, θα πεθάνουν οι άνθρωποι απ’ την πείνα. Ενώ άμα σταματήσουν τα κομπιούτερ κι όλα αυτά, δεν παθαίνει κανένας τίποτα. Άρα, λοιπόν, εγώ τώρα, δεν ξέρω, είμαι άρρωστη με τη φύση. Τι να κάνω;

Χ.Φ.

Τι σ’ αρέσει πιο πολύ να κάνεις στη φύση;

Κ.Π.

Δηλαδή στη φύση; Να φυτεύω, να κάνω κήπους, να βλέπω τα δέντρα. Εγώ μιλώ με τα δέντρα. Γιατί τα δέντρα είναι ζωντανά πράγματα. Μόνο που δεν μιλάνε. Μικρούλικα είναι, τα ποτίζεις μεγαλώνουν. Μετά αρχίζουν να κάνουν τα λουλουδάκια τους. Μετά δίνουν τον καρπό τους. Αλλά θέλουνε να τρώνε κι αυτά, το νεράκι τους και λίγο κοπριά τους βάζεις, πηλό, χώματα, τέτοια. Μετά, αν δεν το ποτίσεις μια μέρα, γυρίζει και μαραίνεται και σου λέει: «Βοήθεια, πεθαίνω. Σώσε με». Πας, του ρίχνεις το νεράκι και σε μια ώρα το βλέπεις και τα φυλλαράκια του, που είναι μαραμένα, ανοίγουνε και γίνεται ένα πράσινο, ένα ωραίο πάλι. Άρα, λοιπόν, σου μιλάει, σου λέει: «Βοήθα με. Εγώ θέλω να σου κάνω καρπούς. Θέλω να σου δώσω να φας. Αλλά βοήθησέ με κι εσύ να φτάσω, ας πούμε». Και του δίνεις το νεράκι, του δίνεις αυτά, κάνει τον καρπό του, σ’ το δίνει. Αν δεν τον πάρεις, τον ρίχνει κάτω το δέντρο, σου λέει: «Πάρ’ τον». Αλλά δεν τον παίρνεις, τα ρίχνει κάτω και πας πολλές φορές και τα μαζευτείς από κάτω. Γιατί θέλει να ξεκουραστεί. Γιατί θέλει να αρχίσει πάλι τον κύκλο τον άλλο, να ξανακάνει αυτό. Και είναι ένα πράγμα ζωντανό, δηλαδή η φύση, τα δέντρα. Είναι… Μιλάς μαζί της, ρε παιδί μου. Τα λουλούδια, πας τα ποτίζεις, τα περιποιείσαι και βλέπεις και σου βγάζουνε λουλουδάκια. Και τα χαϊδεύεις έτσι. Λένε άμα τα χαϊδεύεις κιόλας τα λουλούδια και τους μιλάς, ανθίζουν πιο πολύ. Αλλά δεν είναι μόνο τα λουλούδια. Εντάξει, τα λουλούδια είναι και λίγο πολυτέλεια. Είναι αυτά που σου δίνουν και καρπό και τρως. Και η φύση, πας και κόβεις, να πούμε, τα σταφύλια σου, τ’ αμπέλι σου, κόβεις και τρως σταφύλια. Κόβεις και τρως σύκα. Τι ωραία! Ένας παράδεισος είναι η φύση, ρε παιδί μου. Ένας παράδεισος είναι. Και πρέπει να τρώμε και φυσικά πράγματα. Μη βλέπεις τώρα που τρώμε όλο… Εγώ, βέβαια, εντάξει, αλλά δεν είμαι εγώ ο κόσμος όλος. Οι άνθρωποι τώρα ξέρουν τι τρώνε και ξέρουν και γιατί τόσες πολλές αρρώστιες. Παλιά δεν είχαμε αυτές τις αρρώστιες. Αν κάποιος εκείνα τα χρόνια αρρώσταινε από καρκίνο, ήτανε ένα φοβερό γεγονός δηλαδή, που ακουγόταν και συγκλονιζόταν οι άνθρωποι, που τύχαινε ένας άνθρωπος τότε να πάθει αυτό το πράγμα. Τώρα, δυστυχώς, αυτή η αρρώστια έχει γίνει ένας αριθμός.

Χ.Φ.

Αυτή η σχέση σου με τη φύση πιστεύεις ότι ήρθε από παιδί[01:10:00], από…

Κ.Π.

Ναι, από πολύ παιδί, από μικρό παιδάκι. Αφού δηλαδή θυμάμαι τώρα –αυτό δεν το ξεχνώ ποτέ– ήμουνα 2-3 χρονών και κατέβαινα έτσι λίγο πιο κάτω, εδώ από κάτω, που η μάνα μου είχε φυτέψει φακές. Αυτές οι φακές είναι που είναι και αναρριχώμενες. Και σαν μπιζέλια, ξέρεις, τέτοια. Και αυτές σκαρφαλώνανε πάνω στα δεντράκια, που τα δεντράκια τότε ήτανε βυσσινιές, αυτές που κάνουν τα βύσσινα τα κόκκινα. Δεν είχαμε κερασιές εδώ κάτω, πιο ψηλά ήτανε. Εδώ είχαμε τις βυσσινιές. Και αυτές οι φακές σκαρφαλώνανε και ανεβαίνανε πάνω στις βυσσινιές. Εγώ τώρα ήμουνα τόσο μικρό παιδί, που πήγαινα και χωνόμουν από κάτω και τα κοίταγα αυτά. Και έμπαινα μέσα κι έλεγα: «Τώρα είμαι μέσα στη ζούγκλα», έλεγα, «Τώρα δεν με βρίσκει κανένας». Και τα κοίταγα όλα αυτά. Μα ήταν μια μαγεία, ρε παιδί μου. Κι αυτά τα πράγματα δηλαδή μου ’χουν μείνει ακόμα χαραγμένα, πόσο ευτυχισμένη ένιωθα χωμένη μέσα σ’ αυτή την πρασινάδα της φακής και της βυσσινιάς και κόκκινα βύσσινα από πάνω. Πράσινο και κόκκινο τώρα, ήταν ένα φοβερό. Κοιμόμουνα λοιπόν εδώ στον πύργο τότε, μικρό παιδάκι, μόλις εννόησα τον κόσμο, κι ο πατέρας μου φύτευε γύρω-γύρω… Στην αρχή του καλοκαιριού, δηλαδή τον Φλεβάρη, βάζανε πατάτες στον κήπο. Η πατάτα μετά ανθίζει και βγάζει ένα άσπρο λουλούδι. Έχεις τύχει να δεις πατάτες; Ναι. Κι ήταν οι κήποι γεμάτοι άσπρο. Εντωμεταξύ, εγώ είχα πάρει, έπαιρνα το σκαλιστήρι του πατέρα μου… Όταν όλα τα κοριτσάκια παίζαν με κουκλίτσες, ξέρεις… και δεν λένε οι κούκλες; Εγώ, το παιχνίδι ήταν ένα σκαλιστήρι. Και ήταν ένα σκαλιστήρι που ο πατέρας μου το είχε κάνει. Ένα σίδερο που το είχε λυγίσει έτσι και του είχε βάλει από κάτω ένα χερούλι και αυτό το σίδερο το είχε κάνει έτσι για να σκαλίζει το χώμα. Πω, πω, πω, η χαρά μου ήταν αυτό το σκαλιστήρι, ρε παιδί μου. Δηλαδή μου λες τώρα τι ήταν αυτό; Που άλλα παιδιά να σκεφτούνε σκαλιστήρια και τέτοια, τίποτα. Τα παιδάκια, τα κορίτσια τότε παίζαν με κουκλίτσες, και με φουστανάκια, ξέρεις, τέτοια. Και έπαιρνα το σκαλιστήρι και το έβαζα κάτω από το μαξιλάρι μου για να το πάρω πρωί-πρωί να πάω στον κήπο να σκαλίζω. Το φαντάζεσαι; Αυτό το σκαλιστήρι ακόμα το βλέπω μπροστά μου και μια ζωή ψάχνω να το βρω δηλαδή. Αυτό το σκαλιστήρι του πατέρα μου, που ήταν το πρώτο μου… παιχνίδι τώρα να το ’λεγα τότε; Ανάγκη να σκαλίζω το χώμα; Τι ήτανε; Ναι, ναι, γι’ αυτό σου λέω, αυτό ήτανε… Δεν είναι το ότι πήγα Αθήνα και υστερήθηκα τη φύση και το… Όχι. Από μικρό παιδί. Γι’ αυτό, όταν πήγα Αθήνα, ένιωθα πάντα ξένη εκεί, ότι ζω σε ξένο τόπο. Δεν ένιωθα ποτέ ευχαριστημένη. Αλλά ήταν ανάγκη τώρα εκεί, κατάλαβες; Αλλά βέβαια κι εκεί… Τι έγινε; Και εκεί καλά περνούσα, γιατί μετά εγώ δεν δούλευα και έπιανα σπίτια, γιατί μέναμε στο νοίκι στην αρχή, έπιανα σπίτια κοντά στην παραλία. Και πήγαινα στη θάλασσα, αγαπούσα πολύ τη θάλασσα. Και τότε πήγαινα κι ευχαριστιόμουν τα μπάνια. Εκεί στο Φάληρο, ήταν καθαρά τότε, παλιά. Μα και τώρα καθαρά είναι, στο Καλαμάκι. Εγώ θάλασσα να ’τανε και… Ναι, και πηγαίναν τα παιδιά σχολείο κι εγώ στη θάλασσα. Όλη μέρα έπιανα, περπάταγα. Ήτανε και σαν χωριό τότε, ρε παιδί μου, ήτανε η περιοχή εκεί, δεν ήταν αυτό το… Ούτε κλέφτες φοβόμαστε ούτε… Τα παιδιά παίζανε στις αλάνες έξω. Τώρα έχει γίνει αυτό που έχει γίνει στην Αθήνα, δεν μπορούν τα παιδιά να με… Τότε προλάβαν αυτά και παίξανε μες στις αλάνες, γυρίζανε κι όλη μέρα παίζανε.

Χ.Φ.

Εδώ στην Ικαρία, στη θάλασσα σάς πήγαιναν;

Κ.Π.

Ναι, πηγαίνανε κάθε μέρα. Βέβαια, τα πήγαινα εγώ, αλλά…

Χ.Φ.

Όχι, εσύ σαν παιδί λέω.

Κ.Π.

Α, σαν παιδί πηγαίναμε με τον αδερφό μου, αλλά μια φορά την Κυριακή πηγαίναμε, γιατί τις άλλες μέρες είχε δουλειά. Η μάνα μας δεν μας άφηνε. Η μάνα μου δεν πήγαινε ποτέ μπάνιο και το θεωρούσε σαν πολυτέλεια αυτό να… Ναι, τη… Και την Κυριακή με τον αδερφό μου βάζαμε σκοπό να πάμε στη θάλασσα, με τα άλλα παιδιά εκεί της γειτονιάς, εδώ παρέα. Και θυμάμαι που ζούλαγα… Κάναμε το φαγητό μας, βράζαμε αυγουλάκια, παίρναμε κάνα φρούτο και πότε-πότε τηγανίζαμε και πατάτες και τις βάζαμε σε ένα μπολ και πηγαίναμε όλα τα παιδιά κάτω στη Μεσακτή, εκεί μαζευόμασταν. Ήταν ένας κέδρος, κέδρος, ένα δέντρο που είναι έτσι αγκαθερό. Τότε ήταν ένα μεγάλο δέντρο εκεί και πηγαίναμε όλα τα παιδιά, καθόμαστε από κάτω, αφήναμε τα αυτά και πηγαίναμε στη θάλασσα. Ήταν φουρτούνα, ήταν μπουνάτσα, ξέραμε μπάνιο, δεν ξέραμε. Και δεν πνίγηκε κανένα τότε. Και τώρα βλέπεις πνίγονται όλα. Πώς πηγαίναμε εκεί; Πώς μας αφήναν, δηλαδή η μάνα μας, και πηγαίναμε; Δηλαδή απορώ. 7-8 χρονών, 10, στη θάλασσα κάτω. Πνιγόμαστε μες στα κύματα, μας πετάγανε έξω. Σου λέω, ήτανε περίπτωση τώρα αυτό. Ε, τώρα άμα ήταν και μεγάλη η φουρτούνα, μπορεί να μη μπαίναμε κιόλας, δεν ξέρω. Και ευθεία επάνω από τον κέδρο, που έχει κάτι πικροδάφνες τώρα, ξέρεις πού πηγαίναμε; Εκεί που είναι η πρώτη καντίνα, προς τον Αρμενιστή δηλαδή. Η πρώτη καντίνα, εκεί που κατεβαίνεις την κατηφόρα, εκεί ήταν αυτό το δέντρο. Και ακριβώς από πίσω, που τραβάνε οι πικροδάφνες, ήτανε το νερό, που πηγαίναμε και πίναμε, ξεβγαζόμαστε κι από τη θάλασσα. Αυτό το πράγμα τώρα δεν ξέρω γιατί το αφήσανε και πήγε χαμένο. Αυτό που τραβάει η πικροδάφνη έτσι, πάνω-πάνω εκεί έχει κάπου νερό, ένα πηγάδι, πολύ νερό. Και πηγαίναμε εκεί και κάναμε το… και πίναμε κιόλας. Το φαντάζεσαι; Τώρα αυτό δεν υπάρχει. Δεν ξέρω, το ’χουνε εκεί κλείσει. Έχουν γίνει πολλές ζημιάς εδώ στην Ικάρια. Πολλά πράγματα είναι που πρέπει να διατηρηθούνε. Τώρα ένα νεράκι εκεί πέρα που να πηγαίνει το μονοπάτι, να πούμε, και να πηγαίνει σ’ έναν… Ήτανε κάτι γραφικό, ας πούμε. Κι όμως ήρθε το νερό, ξέρεις, που κάνεις το ντους, τελειώσανε όλα τ’ άλλα.

Χ.Φ.

Με μονοπάτια πηγαίνατε από το ένα μέρος στο άλλο;

Κ.Π.

Βέβαια, μόνο μονοπάτια, δεν υπήρχαν τότε αμαξωτοί. Δηλαδή αμαξωτό λέγαμε τον δρόμο αυτό, τον αυτοκινητόδρομο. Γιατί τι αμαξωτό; Δεν είχε κανέναν δρόμο τότε με τσιμέντο κάτω. Αλλά ήτανε έτσι κάποια αυτοκίνητα. Ο πρώτος δρόμος εδώ στην Ικαρία έγινε απέναντι, στον Αϊ-Δημήτρη, και το αυτοκίνητο το πρώτο που ήρθε στο χωριό ήτανε… Ήμαστε εμείς παιδιά, 9-8 χρονών, και μαζευτήκαμε εδώ και είδαμε. Ένα τζιπ ήταν, το ’χε φέρει ένας Τσαντίρης, αυτός ο γιατρός που σου ’χα πει προηγουμένως. Είχε και οικονομική άνεση και το ’φερε και πήγαινε απέναντι έτσι. Και το είδαμε και φωνάζαμε: «Τι είναι αυτό που κινείται μόνο του και πάει;». Δεν είχαμε ξαναδεί αυτοκίνητο. Και ουρλιάζαμε τα παιδιά, βλέποντας πρώτη φορά αυτοκίνητο. Παντού πηγαίναμε με τα πόδια. Σε πληροφορώ και στον Εύδηλο μονημερίς πηγαίναμε για να ψωνίσουμε και γυρίζαμε πίσω. Εγώ ήμουνα κάπου 14 χρόνων και μου έδινε η μάνα μου ένα μουλάρι να πάω στον Κάμπο να κόψω τα αχλάδια. Και έπαιρνα το μουλάρι, ανέβαινα επάνω, είχε κοφίνια αυτό πλάι, από δω κι από κει, και πήγαινα στον Κάμπο, ξεπέζευα και έδενα το μουλάρι, του ’βαζα και νεράκι, γιατί ήξερα που είχε εκεί ένα πηγάδι, για να πιει και του ’βαζα και χόρτο μπροστά του. Και έκοβα εγώ τα αχλάδια, γέμιζα τα κοφίνια και μετά ξεκινούσαμε με το μουλάρι να γυρίσω. Αλλά ο χρόνος εκεί δεν… Πολλές φορές δεν μ’ έπαιρνε ο χρόνος να γυρίσω μέρα και νυχτωνόμουνα στον δρόμο. Κι εγώ καθόμουνα πάνω στο μουλάρι, ανάμεσα στα κοφίνια, και επειδής φοβόμουν το βράδυ, γιατί περνούσαμε απ’ το Φείδος, ξέρεις, από κείνα τα μέρη, που ήταν όλο δάση, μονοπάτια, σου λέω, το μουλάρι ήξερε τον δρόμο. Δεν χρειαζόταν κανένας να το οδηγήσει. Εγώ καθόμουνα επάνω στο μουλάρι έτσι σκυμμένη, έκλεινα και τα μάτια κάτω, για να μη βλέπω γύρω γύρω έτσι και… Φοβόμουνα. Τώρα τι φοβόμασταν; Δεν είχε τότε κακούς. Φαντάσματα, τότε μας τρελαίνανε ότι υπήρχαν φαντάσματα. Και δεν άνοιγα καθόλου τα μάτια μου. Και το μουλάρι να πηγαίνει τώρα τον δρόμο του, μόνο του. Ήξερε αυτό, δεν σταματούσε… Δηλαδή φοβερό πράγμα είναι τα ζώα, ε; Πιο καλά απ’ τον άνθρωπο, ρε παιδί μου. Και ξέρεις πότε άνοιγα τα μάτια μου; Όταν το μουλάρι έφτανε… εδώ πίσω απ’ το σπίτι είναι μια κατηφόρα κι ήταν όλο πέτρες. Και το μουλάρι, καθώς κατέβαινε αυτή την κατηφόρα, έκανε τρακ-τρακ, έτσι, έκανε θόρυβο και ζοριζόταν να κατέβει την πέτρα κάτω, τις πέτρες. Εκεί καταλάβαινα ότι έφτανα στο σπίτι μου και σήκωνα το κεφάλι μου και έμπαινε το μουλάρι μες στην αυλή. Κι ήταν νύχτα. Μπορούσε να ’τανε και… Τι να σου πω; Τι ώρα ήταν δεν… Αλλά νυχτωνόμουνα πολλές φορές στον δρόμο, με το μουλάρι ρε. Και η μάνα μου δεν ανησύχησε ποτέ, παρά μου ’λεγε μόνο: «Να ποτίζεις το μουλάρι, να μη χαθεί απ’ τη δίψα». Για φαΐ ήξερε ότι θα φάει, είχε εκεί χόρτα, τέτοια, αλλά φοβότανε τη δίψα. Εγώ δεν είχα ποτέ νερό μαζί μου, αλλά όταν πήγαινα να ποτίσω το μουλάρι, έπινα κι εγώ. Ναι, τέτοια χρόνια, ρε παιδί μου. Κι αυτά, αυτά τα χρόνια ήταν τα ωραιότερα όμως της ζωής. Αυτά τα χρόνια τα θυμάμαι, όσο κι αν ήταν έτσι κάπως δύσκολα βέβαια[01:20:00]. Καλά εξόν τα μικρά χρόνια, που πεινάγαμε. Αυτά ήτανε, ήτανε βάρβαρες καταστάσεις. Αλλά μετά, που μεγαλώσαμε και γίναμε παιδάκια και παίζαμε και κάναμε διάφορα και η μάνα μας μάς είχε τόση εμπιστοσύνη και φεύγαμε και πηγαίναμε μακριά… Στις Κάτω Ράχες είχαμε αμπέλι, πηγαίναμε εκεί και είχε ένα μικρό σπιτάκι κάποιος και μέναμε. Πήγαινα εκεί και νυχτωνόμουνα για δουλειά και έμενα στο σπιτάκι μέσα. Ένα μικρό σπιτάκι που είχε. Κι ερχόμουνα την άλλη μέρα. Γιατί άμα νυχτωθείς στον δρόμο, δεν είχε τότε ούτε φακούς ούτε τίποτα. Καμιά φορά, από δω μέχρι εκεί να πάμε, είχε κάτι αυτά, τα κλεφτοφάναρα, που τα άναβες και κλείνει με τζάμι, για να μη σβήνει το… Και είχε στη μέση… με λάδι άναβε αυτό, είχε μια καντηλήθρα, άναβε, άντε τώρα να φέξεις μ’ αυτό. Αλλά τι να κάνουμε; Εδώ στο χωριό αυτό παίρναμε καμιά… Αυτά τα φανάρια. Θα τα ’χεις δει καμιά φορά, που τα βαστάνε έτσι. Ναι, δεν έχω κανένα. Σ’ άλλα σπίτια έχουνε. Κι είναι κλειστό, μια πορτούλα μόνο ανοίγει, βάζεις, ανάβεις το σπίρτο, το κλείνεις κι αυτό, και το παίρνεις γιατί κι αν φυσάει κι αν βρέχει κι αυτό, δεν σβήνει. Ο πατέρας μου είχε μια ατυχία όταν ήτανε κάπου… 48 χρονών θα πρέπει να ήτανε, έπεσε κάπου. Είχε πάει μ’ έναν φίλο του και κάπου πίνανε. Τώρα είχε μεθύσει κιόλα, δεν ξέρω. Πήγε να κατέβει ένα σκαλί και χάλασε το πόδι του. Κι επειδής εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ούτε ακτίνες ούτε αυτοί οι γιατροί –πώς τους λένε;–, οι ορθοπεδικοί, κι η μάνα μου δεν ξέρω πώς… δύσκολα χρόνια να τον έστελνε Αθήνα, και έμεινε εδώ και ερχόντουσαν κάτι γυναίκες, που κάνανε τις… Αυτά που… Πώς τις λένε; Φυσιοθεραπεύτριες; Και του το τραβούσαν το πόδι. Εκείνος τον είχε βγάλει τον γλουτό του κι αντί να μείνει ακίνητο εκεί να δέσει, ας πούμε, όπως θα ’δενε, του το τραβούσαν, του το τινάζανε εκεί και χειροτέρευε και ούρλιαζε απ’ τους πόνους. Κι ήτανε καιρό ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι. Και μετά σηκώθηκε και περπάταγε, αλλά κούτσαινε. Και μια ζωή ήτανε κουτσός. Το ένα του πόδι είχε μείνει πολύ πιο, πιο κοντό απ’ το άλλο, γιατί σου λέω, το τραβούσαν οι γυναίκες και του το βγάλαν. Φρικτά πράγματα. Ο καημένος, πόσο βασανίστηκε. Και ήταν ένας λεβέντης, όταν περπάταγε νόμιζες ήτανε στρατιώτης. Στρατιωτικό βήμα είχε. Λεβέντης. Ένα σώμα… Και μετά ο καημένος μαράζωνε κι έλεγε στη μάνα μου: «Βλέπω στον ύπνο μου ότι είμαι καλά κι ότι περπατάω όπως πρώτα», το ’χε δηλαδή μαράζι. Ε, κι η μάνα μου, σου λέω, κι αυτό ήτανε πολύ δύσκολο για τη μάνα μου, γιατί έπρεπε εκείνη να σηκώσει όλα τα βάρη της οικογένειας. Αλλά η γυναίκα η Καριωτίνα ήτανε ξάφνιασμα. Και καλές γυναίκες. Τώρα δεν είναι που το λέω εγώ γιατί είμαι Καριωτίνα, αλλά όσες ρώτηξα, έτσι, στην Αθήνα, που έτυχε να ’χουνε κάνει νύφη Καριωτίνα, όλοι: «Πω, πω! Καλή!», μου λέγαν τα καλύτερα για τις Καριωτίνες. Όπου πήγανε δηλαδή αφήσανε όνομα. Ήτανε άξιες, δουλευταρούδες, ανοιχτόκαρδες, φιλόδωρες, φιλόξενες, όλα αυτά τα πράγματα τα κουβαλούσανε μαζί τους και όπου… αφήκανε καλό όνομα. Και εδώ στην Ικαρία, σου είπα, οι γυναίκες ήταν όλη μέρα στο σπίτι, να ταΐσουν τα γουρούνια, να ταΐσουν τις κατσίκες, να ταΐσουν τις κότες, να ταΐσουν τα παιδιά τους, το βράδυ να μαγειρέψουν, να κάνουνε, χωρίς να έχουν και τις ευκολίες. Οι άντρες δουλεύανε στο χωράφι, αλλά το βράδυ πηγαίναν στον καφενέ και την αράζανε ή σε κάνα σπίτι μεταξύ τους οι φίλοι, που είχαν όλοι φτιάξει κρασιά τον χειμώνα και μαζευόντουσαν και πίνανε και τραγουδάγανε και λέγανε αστεία κι ήταν αυτό η διασκέδασή τους. Δεν είχε τότε άλλη διασκέδαση, ούτε σινεμά ούτε τίποτα.

Χ.Φ.

Στον καφενέ δεν πηγαίναν οι γυναίκες;

Κ.Π.

Δεν πηγαίνανε. Όχι ότι απαγορευότανε. Κάποιες που δεν κάναν πολλές δουλειές στο σπίτι και χάσανε και παιδιά από την πείνα, γιατί ήταν έτσι, ξέρεις, λίγο ο εαυτούλης τους, ας το πούμε έτσι, πηγαίνανε κάποιες γυναίκες. Αλλά η μάνα μου τις κακοχαρακτήριζε αυτές, λέει: «Δεν έχουν δουλειά στο σπίτι τους», λέει, «να μαγειρέψουν, να ταΐσουν τα παιδιά τους; Πού βρίσκουν χρόνο», λέει, «και πάνε και κάθονται;». Αυτές όμως τους άρεσε να πηγαίνουν με τους άντρες τους κι αυτές. Αλλά όχι βέβαια κάθε βράδυ κτλ. Λίγες ήταν αυτές που πηγαίναν στον καφενέ. Οι περισσότερες όχι. Γιατί είχανε δουλειές στο σπίτι, κατάλαβες; Λάτρα. Να πλύνουν τα μικρά το βράδυ, σκάφη να βάλουν μέσα να ζεστάνουν νερά. Όλα αυτά τα πράγματα ήτανε πάρα πολύ δύσκολα και η γυναίκα δεν είχε χρόνο για τον εαυτό της. Μόνο την ώρα που κοιμότανε δηλαδή, το βράδυ. Την άλλη ώρα ήταν συνέχεια απασχολημένη. Αλλά ούτε διαμαρτυρότανε. Το θεωρούσε αυτό δεδομένο. Δηλαδή δεν έβλεπες γυναίκα ποτέ εκεί στενοχωρημένη και κουρασμένη και ταλαιπωρημένη, να σου λέει δηλαδή παράπονα. Τίποτα. Αυτά τα πράγματα τα είχαν δεδομένα. Ότι έπρεπε από το πρωί ως το βράδυ… Τώρα, ας πούμε, δεν βλέπεις τίποτα άλλο παρά κουρασμένες μαμάδες. Και μ’ όλες τις ανέσεις που λέμε και μ’ όλα τα καλά, και όμως οι μανάδες είναι όλες μ’ ένα παράπονο. Και βοηθιούνται και βοηθούν κι οι άντρες και όλα αυτά και πάλι… Τώρα αυτό γιατί γίνεται δεν ξέρω. Είναι χάσμα γενεών, που λέμε. Δηλαδή εγώ τώρα που έζησα όλες αυτές τις γενιές είναι σαν να έχω ζήσει δέκα ζωές. Κατάλαβες; Γιατί έζησα και τη ζωή εκείνη που ήτανε χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς τίποτα, εδώ πέρα με τις λάμπες. Έζησα μετά, ξέρω γω, στην Αθήνα. Μετά ήρθα δω. Ήρθε σιγά σιγά το ρεύμα, μετά λίγο-λίγο ήρθε και το νερό στις βρύσες. Κι όλα αυτά ήτανε διαφορετικές ζωές πολύ. Και είμαι ευτυχισμένη που ζω ακόμα δηλαδή και βλέπω όλη αυτή την πορεία και έχει φτάσει τώρα, η εξέλιξη δηλαδή, τρομακτική. Δεν μπορείς τώρα να συγκρίνεις. Είναι τρέλα να πεις τώρα πώς ήταν τότε και πώς είναι τώρα.

Χ.Φ.

Ωραία.

Κ.Π.

Ναι. Και είμαι ευχαριστημένη που ζω και βλέπω όλα αυτά τα πράγματα να γίνονται. Το μόνο που με στεναχωρεί βέβαια είναι αυτό, ότι οι άνθρωποι δεν αγαπούνε τώρα τη φύση και ενώ θα μπορούσαν, αν ήταν πιο κοντά, να ήταν ευτυχισμένοι. Να μπορούσα να τους βάλω μες στο μυαλουδάκι τους δηλαδή ότι… Αλλά είναι κι αυτό, δεν ξέρω τώρα, το ’χεις, δεν το ’χεις; Δεν ξέρω τι γίνεται. Τι πρέπει να κάνουνε τώρα δηλαδή οι γονείς, οι δασκάλοι; Πώς να φέρουν τα παιδιά κοντά στη φύση; Και όταν ζουν και στην Αθήνα, ακόμα χειρότερα. Αλλά βλέπεις εδώ στο χωριό που ζούμε και τα παιδιά δεν τους κάνουν ερεθίσματα τέτοια. Κατάλαβες; Δεν υπάρχει. Κι αν βρεθεί και κάνας δάσκαλος που να πει καμιά τέτοια, τον περνάνε για γραφικό. Γιατί είναι οι ίδιοι οι καθηγητές που έχουν αποκοπεί απ’ τη φύση. Κατάλαβες; Γι’ αυτό δεν υπάρχει ενδιαφέρον. Γιατί αν οι καθηγητές ήταν όπως είμαι εγώ, τα παιδιά θα τα τραβολογούσανε στα χωράφια, κατάλαβες; Αλλά είναι κι αυτοί βολεμένοι εκεί στο κομπιούτερ τους, στον κόσμο τους. Τέλος πάντων.

Χ.Φ.

Ωραία, κυρία Πόπη. Πώς θέλεις να…; Θέλεις κάτι να συμπληρώσεις, να μας πεις έτσι για…

Κ.Π.

Να κλείσουμε, ε; Ε, κοίταξε, σε γενικές γραμμές είμαι μια γυναίκα, ας πούμε, τυχερή στη ζωή, υπήρξα τυχερή στη ζωή μου. Πέρασα βέβαια δυσκολίες, κούραση. Στην Αθήνα, που κλείστηκα πολλά χρόνια στο μαγαζί. Μετά, που δεν ήμουνα στην Ικαρία που ήθελα να μένω. Αλλά όλα αυτά ήτανε η ζωή μου. Αυτή ήταν η ζωή μου. Πάντα ένιωθα καλά, ένιωθα ευχαριστημένη, που ήμουνα καλά, που είχα την υγειά μου, που έκανα τα παιδιά, που βγήκαν γερά κτλ. Είχα έναν σύντροφο καλό. Σε γενικές γραμμές, απ’ τη ζωή μου, είμαι τυχερή. Είμαι τυχερή που έχω φτάσει τώρα μέχρι εδώ. Έκανα και το όνειρό μου, ας πούμε, πραγματικότητα, να έρθω πάλι στην Ικαρία. Τώρα είμαι δεκαεφτά χρόνια που είμαι συνέχεια εδώ. Και στην Αθήνα με το ζόρι πάω. Είναι και τα παιδιά μου εκεί, λιγάκι ντρέπομαι που το λέω, αλλά… Τα νοσταλγώ, θέλω να δω και τα εγγονάκια, αλλά αν δεν ήταν έτσι, δεν θα πήγαινα ποτέ. Δηλαδή ποτέ στην Αθήνα δεν θα ’θελα να πάω. Τώρα πάω για να δω τα παιδιά. Ναι, αλλιώς… Ναι. Και αυτό… Και κλείνω ότι είμαι απ’ τις τυχερές γυναίκες. Είμαι πολύ τυχερή, το λέω. Έχω μια οικογένεια, τα παιδιά είναι καλά, εγγονάκια. Τι άλλο θέλει ο άνθρωπος στη ζωή του; Εγώ δεν… σου είπα και πιο μπροστά ότι δεν νοσταλγώ τίποτα μεγαλεία, ούτε πολυτέλειες, ούτε λεφτά. Ίσα να περνάω θέλω, να ’χω δηλαδή έτσι τα απαραίτητά μου. Γιατί τα περισσότερα που εγώ έχω και τρώω εδώ είναι αυτά που κάνω μόνη μου. Και είναι και τα πιο αγνά και είναι βιολογικά και είναι ωραία. Πολύ λίγα λεφτά ξοδεύω για… Να πάω δηλαδή να πάρω τι; Ναι. Και είμαι πολύ ευτυχισμένη. Μακάρι να ’ταν όλοι οι άνθρωποι έτσι. Και θα ευχόμουνα σε όλους τους ανθρώπους να μπορέσουν να κάνουν ένα βήμα να πάνε λίγο πιο κοντά στη φύση. Αυτό τους το δίνω έτσι σαν ευχή, να μπορέσουν να καταλάβουνε πόση ομορφιά υπάρχει μέσα στη φύση και δεν τη βλέπουνε και αυτό είναι… είναι δυστυχία δηλαδή για κείνους. Ναι. Όλη σου τη χαρά την αντλείς ακόμη[01:30:00]… Όλα τα άλλα… εντάξει. Τα παιδιά, τα… είναι… Τι να πω; Δεν μπορώ να πω ότι είναι καλύτερα βέβαια η φύση απ’ τα παιδιά, αλλά είναι διαφορετικά πράγματα. Κατάλαβες; Είναι τελείως διαφορετικά πράγματα. Η φύση για μένα είναι η ζωή μου. Είναι το Α και το Ω. Και το ξέρουν και τα παιδιά μου και με κοροϊδεύουνε: «Εσύ, μαμά, στα χωράφια να πας και τίποτα άλλο!». Λοιπόν, αυτά, αγάπη μου.

Χ.Φ.

Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Κ.Π.

Εγώ σ’ ευχαριστώ.

Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους

Περίληψη

Η Καλλιόπη Πορή έζησε ως παιδί τα χρόνια της Κατοχής στην Ικαρία και μοιράζεται αναμνήσεις από τις συνθήκες εκείνη της εποχής στο νησί, αλλά και από την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, από την οποία θυμάται ιδιαίτερα τους εξόριστους. Ανακαλεί, επίσης, αναμνήσεις από την αγροτική ζωή στην Ικαρία των παιδικών της χρόνων. Στα 17 της βρέθηκε στην Αθήνα για να δουλέψει στο μαγαζί του αδερφού της, το οποίο στη συνέχεια κράτησε μόνη της για πολλά χρόνια, μέχρι που παντρεύτηκε. Περιγράφει όσα πέρασε στην Αθήνα και πώς μεγάλωσε τα παιδιά της. Με όνειρό της να επιστρέψει στην Ικαρία, την επισκεπτόταν συχνά μέχρι και τη συνταξιοδότησή της, όταν και κατάφερε να κάνει το όνειρο αυτό πραγματικότητα. Η σχέση της με τη φύση είναι μοναδική, κάτι που ξεκινάει από όταν ήταν μικρή και συνεχίζεται έως και σήμερα.


Αφηγητές/τριες

Καλλιόπη Πορή


Ερευνητές/τριες

Χρυσάνθη Φώτη


Τοποθεσίες

Ημερομηνία Συνέντευξης

04/12/2023


Διάρκεια

90'