Μια ζωή γεμάτη αγώνες: ο παραολυμπιονίκης Δημήτρης Ανατολίτης αφηγείται τη ζωή του
Ενότητα 1
Βιογραφικά στοιχεία
00:00:00 - 00:02:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι Τετάρτη 13/12/2023, βρισκόμαστε στο Λάκκωμα Χαλκιδικής, είμαι ο Δημήτρης Μουταφίδης, ερευνητής απ’ το Istorima, και ο σημερινός μας …α με όλα τα άτομα του χώρου είναι τόσο δυνατή η οποία συντηρείται ακόμα και τώρα, μετά από δεκατρία χρόνια που έχω σταματήσει απ’ τον χώρο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η ζωή ως αθλητής
00:02:49 - 00:08:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ξεκίνησα με το μπάσκετ με αμαξίδιο. Στη συνέχεια, μας ζητήθηκε από τον σύλλογο να βοηθούμε τον σύλλογο για τα οικονομικά και τις επιχορηγήσε…θα παντρευτεί, αν θα κάνεις εγγόνια! Πας σε άλλο επίπεδο, έτσι είναι αυτά. Αυτά. Αυτά είναι πάνω κάτω αυτά που ασχολούμαστε αυτή τη στιγμή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η ζωή μετά τον αθλητισμό
00:08:55 - 00:13:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και συνεχίζεις ακόμα τον αθλητισμό... Συνεχίζω από το κομμάτι που ήμουνα ανέκαθεν και ως αθλητής. Γιατί είμαι και ιδρυτικό μέλος του συλλόγ…ν έχω αυτό το κομμάτι έτοιμο. Δεν μπορώ να κοιμάμαι μισή μέρα και μισή μέρα να κοιτάω τηλεόραση. Δεν γίνεται. Αυτά πάνω κάτω μέχρι στιγμής.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Συγκινητικές στιγμές
00:13:28 - 00:20:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Θα ήθελες να μου μοιραστείς κάποια συγκινητική που έχεις ζήσει όλα αυτά τα χρόνια ή μερικές τέτοιες στιγμές; Έχει διάφορες στιγμές. …κό, ήτανε ρουτίνα. Ρουτίνα. Πηγαίναμε σε αγώνες, κάναμε κιλά, φεύγαμε. Από και ύστερα, ρουτίνα. Τα πρώτα χρόνια ήταν τα πιο δυνατά. Αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ήττες και νίκες
00:20:03 - 00:24:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Υπήρξε κάποια στιγμή που είπες ότι τα εγκαταλείπεις όλα; Όχι, ποτέ. Όχι να το πω, ούτε να το σκεφτώ. Το 2002, στη Μαλαισία στο Παγκόσμιο Πρ…100 κιλά, για μένα. Πονάω καμιά βδομάδα, αλλά εντάξει. Φέτος τσίμπησα και μεταλλιάκι! Το πήρα στο σύνολο. Μάλιστα, ναι. Τέλος πάντων, αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Για τις υποδομές
00:24:45 - 00:29:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα ήθελες να κάνεις κάποιο σχόλιο για τις υποδομές σε αυτές τις χώρες που επισκέφθηκες; Στο Σίδνει, στο Πεκίνο; Λοιπόν, όταν μιλάμε για Παρ…εν μου ’βγαινε ψυχολογικά. Μιλάγαμε στο τηλέφωνο, μπορεί να βγαίναμε για παρέες, αλλά τη μυρωδιά του γυμναστηρίου έκανα χρόνια να την πάρω!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Επισκέψεις σε σχολεία και άλλα
00:29:06 - 00:33:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα ’θελες να μου μιλήσεις για τις επισκέψεις που κάνεις στα σχολεία τώρα; Κάποιο περιστατικό, ίσως, ενδιαφέρον; Εκείνο που... Πάμε σε διάφο… είναι κι αυτή. Άμα είναι να χαλάς φαιά ουσία μ’ αυτό... Δεν συζητάς καθόλου. Τον χαιρετάς, «Άντε γεια». Πες μου, τι άλλο θέλουμε να πούμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Για την προσβασιμότητα
00:33:58 - 00:39:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κοίτα, θα ήθελες να προσθέσεις οτιδήποτε άλλο εσύ αυτή τη στιγμή, κάτι σχετικά με την προσβασιμότητα ίσως; Εντάξει, η προσβασιμότητα, ακόμα…χαριστώ πολύ. Δεν έχουμε. Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ– Τίποτα. Να ’σαι γερός, αγόρι μου. Και καλή σου συνέχεια. Όλος ο κόσμος να είναι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είναι Τετάρτη 13/12/2023, βρισκόμαστε στο Λάκκωμα Χαλκιδικής, είμαι ο Δημήτρης Μουταφίδης, ερευνητής απ’ το Istorima, και ο σημερινός μας αφηγητής είναι ο...
Ο Ανατολίτης ο Δημήτρης.
Δημήτρη, καλωσήρθες στο Istorima.
Ευχαριστώ πολύ, να ’στε καλά.
Θα ’θελες να μας πεις πέντε πράγματα για εσένα και τη ζωή σου;
Λοιπόν, ναι. Είμαι γεννημένος στις 24/12/1965. Είμαι 58 ετών. Η καταγωγή μου είναι απ’ τον Βαθύλακκο Θεσσαλονίκης και μένω στο Λάκκωμα, στο χωριό σας, εδώ και δεκαπέντε συναπτά έτη. Γεννήθηκα στη Γερμανία. Είμαι παιδί οικονομικών μεταναστών, όπως είθισται εκείνα τα χρόνια. Και βαφτίστηκα στη Γερμανία. Και μ’ έφεραν οι γονείς μου στη γιαγιά μου στο χωριό για να μπορούν να δουλεύουν άνετα στη Γερμανία, να μη με έχουνε μαζί τους. 2,5 ετών κόλλησα την πολυομυελίτιδα. Έτσι κι έχω την αναπηρία που έχω. Και αναγκάστηκαν οι γονείς μου, με πήραν στη Γερμανία. Εκεί με βάλανε σε ένα Κέντρο Αποκατάστασης για οχτώ περίπου μήνες και, ενώ δεν ήμουνα σε κατάσταση του να περπατάω και οτιδήποτε, είμαι σε αυτή την καλύτερη κατάσταση μετά από οχτώ μήνες αποκατάστασης. Μετά είχαμε ένα τροχαίο. Μας χτύπησε κάποιος Γερμανός. Ήτανε μεθυσμένος. Έχασα τη γιαγιά μου και τη μάνα μου την ίδια στιγμή και ο μπαμπάς μου χαροπάλευε για περίπου ενάμιση μήνα. Έτσι, όταν έγινε καλά και ύστερα, ξαναπαντρεύτηκε –έχω άλλα δύο αδέρφια από κει– και επιστρέψαμε στην Ελλάδα. Η πορεία μετά ήταν κάπως δύσκολη. Χωριό, αναπηρία, σχολείο. Καταλαβαίνεις πώς γίνονται αυτά τα πράγματα. Ευτυχώς για μένα –θες έμφυτο, θες το είχα πάνω μου–, ήμουνα δυνατό παιδί από μικρός. Οπότε επιβλήθηκα με τον τρόπο μου, όπως ξέρουν τα παιδιά μεταξύ τους, και έτσι τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ καλά στο χωριό. Απέκτησα πολλούς φίλους, δεν δέχτηκα bullying, ήμουνα σε όλες τις ομάδες... Ακόμα και του ποδοσφαίρου, έκανα τον τερματοφύλακα. Με αποδεχτήκαν όλοι, έτσι; Και έτσι μεγάλωσα στο χωριό. Δημοτικό, γυμνάσιο στο διπλανό χωριό... Απέκτησα πολλούς φίλους, τους οποίους έχω ακόμα μέχρι σήμερα. Και, μετά από χρόνια, έμπλεξα με τον αθλητισμό των ατόμων με αναπηρία. Και εκεί η αποδοχή ήταν μεγάλη και η σχέση που ανέπτυξα με όλα τα άτομα του χώρου είναι τόσο δυνατή η οποία συντηρείται ακόμα και τώρα, μετά από δεκατρία χρόνια που έχω σταματήσει απ’ τον χώρο.
Ξεκίνησα με το μπάσκετ με αμαξίδιο. Στη συνέχεια, μας ζητήθηκε από τον σύλλογο να βοηθούμε τον σύλλογο για τα οικονομικά και τις επιχορηγήσεις. Ξες, εκείνα τα χρόνια, όσο πιο πολλές συμμετοχές είχες, τόσο πιο πολλή επιχορήγηση σου έδινε το κράτος. Το «πολλή» μη φανταστείς κανένα τρελό ποσό, αλλά, όσα περισσότερα άτομα κατέβαιναν κάτω και πρωταγωνιστούσες, ήταν καλύτερα. Οπότε ασχολήθηκα και με τη σφαίρα και με τον δίσκο και με το ακόντιο. Πιο πολύ με τη σφαίρα, φυσικά, τα άλλα, ξες, για τη συμμετοχή, για τον σύλλογο. Έφτασα με τη σφαίρα μέχρι όγδοος στο Παγκόσμιο και εκεί με έπιασε ο γιατρός και κάποια υπεύθυνη της Ομοσπονδίας και μου είπανε: «Μια και κάνεις κιλά για να ρίξεις σφαίρα, δεν έρχεσαι στο επόμενο Πανελλήνιο να στηρίξεις την άρση βαρών που είναι καινούργιο άθλημα;» Γιατί το θέλανε το άθλημα για το 2004. Και έτσι κι έγινε. Αλλά, με την πρώτη φορά που αγωνίστηκα σε Πανελλήνιο, έπιασα τα όρια για πανευρωπαϊκό το ’99 στην Ουγγαρία και για την Παραολυμπιάδα του Σίδνεϊ, ταυτόχρονα. Παράλληλα, ήμουνα στην εθνική ομάδα του μπάσκετ με αμαξίδιο. Τη μια χρονιά αρχηγός, captain της ομάδας, εκλεγμένος απ’ τους συναθλητές, την επόμενη φαγωμένος και εκτός εικοσιπεντάδας. Ήτανε μια πολύ καλή ευκαιρία, όμως, γιατί είχα πιάσει τα όρια με την άρση βαρών και έδωσα περισσότερο βάση εκεί. Τέλος πάντων. Και έτσι ξεκινάει η σταδιοδρομία μου με την άρση βαρών, η οποία διήρκεσε δώδεκα-δεκατρία χρόνια. Έπαιξα σε τρεις Παραολυμπιακούς Αγώνες: Σίδνεϊ, Αθήνα, Πεκίνο. Ενδιάμεσα, έχω παίξει όλα τα Πανευρωπαϊκά και όλα τα Παγκόσμια Πρωταθλήματα, εννοείται. Και Κύπελλα, γιατί είχανε δημιουργήσει και αγώνες Κυπέλλου, για να έχουν πιο πολλούς αγώνες οι αθλητές. Και φτάσαμε μέχρι το 2010, το οποίο σταμάτησα λόγω υγείας. Ανέβασα πίεση, οπότε ο προπονητής μου δεν θέλησε να μπω ποτέ από κάτω. Γιατί η πίεση είναι μεγάλη στην άρση βαρών στον πάγκο, για να μην έχουμε κάποιο πρόβλημα. Ενδιάμεσα σε όλα αυτά, το 1997, ένας φίλος και συναθλήτης, ο Σίμος ο Παλτσανιτίδης, είχε[00:05:00] φαεινή ιδέα, ποντιακή, να κάνουμε τη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη με ειδικό αμαξίδιο, αυτά που τρέχουνε στους αγώνες, τα τρίτροχα, τα μεγάλα. Ούτε αυτά τα καθημερινά που βλέπουμε ούτε τα μπασκετικά, είναι ειδικό καρότσι. Με ρώτησε, το συζητήσαμε. Και εγώ έχω ποντιακή φλέβα μισή, οπότε, χωρίς να ξέρουμε το τι θα συναντήσουμε και το τι θα πάθουμε, με άγνοια κινδύνου, είπα το «Ναι». Πήγαμε, Θεός σχωρέσ’ τον, στον πρόεδρό μας, στον Χρήστο τον Μήτρακα, του το είπαμε. Γιατί θέλαμε να το κάνουμε για τον χώρο. Το slogan στο μπλουζάκι που τρέχαμε ήτανε «Ίδια πορεία, Ίσο Δικαίωμα». Για τον χώρο πιο πολύ. Εκείνα τα χρόνια ο χώρος της αναπηρίας δεν ήταν τόσο προς τα έξω όπως είναι τώρα, τηλεόραση και ίντερνετ και όλα αυτά. Οπότε θέλαμε να δώσουμε περισσότερη έμφαση με το κομμάτι αυτό, θέλαμε να κερδίσουμε ανθρώπους, απ’ το σπίτι να βγούνε έξω, να έρθουνε κοντά στο άθλημα ή οτιδήποτε. Και έτσι το κάναμε το εγχείρημα αυτό και μπήκαμε και στο βιβλίο Guiness. Γιατί το κάναμε μέσα σε τέσσερις μέρες και δεν είχε καταγραφεί άλλη φορά κάτι τέτοιο. Οπότε έπρεπε να μαζέψουμε... Απ’ όλες τις Περιφέρειες που περάσαμε, μας συνοδεύαν αστυνομικά αυτοκίνητα, αστυνόμοι κτλ., ασθενοφόρα... Είχαμε μια συνοδεία τεράστια. Οπότε βάλανε όλοι την υπογραφή τους ότι έγινε η διαδρομή κι όλα αυτά, στάλθηκαν τα χαρτιά στο Guiness και έτσι μπήκαμε και στο βιβλίο Guiness. Είναι κάτι το οποίο δεν το ξέραμε. Έγινε η διαδρομή και ύστερα μας το ’πανε, ότι «Ξέρετε, κάντε κι αυτό γιατί μπορεί να ’ναι κι έτσι». Και έτσι έγινε κι αυτό. Γενικά, η σταδιοδρομία στον αθλητισμό είναι αυτή. Μέσα σε πέντε λέξεις κρύβονται τόσα πολλά. Προπονήσεις πρωί-απόγευμα. Χαμένες διακοπές. Το πιο απλό, ας πούμε, τώρα, γάμο ξάδερφου ή φίλου, να λείπεις σε προετοιμασία, ας πούμε... Γιατί ο προπονητής μας πάντα κοιτούσε, επειδή και το παιδί πήγαινε σχολείο –και τον ξες τον Κωνσταντίνο–, να κάνουμε προετοιμασίες Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι, για να μπορεί και το παιδί να φεύγει απ’ το σχολείο. Οπότε τα προγραμμάτιζε όλα έτσι και ήμασταν εξαφανισμένοι. Οπότε χαμένα όλα, τίποτα. Αλλά δεν θα άλλαζα τίποτα από όλα αυτά, μα τίποτα. Και τη σύζυγο μέσα απ’ τον αθλητισμό τη γνώρισα. Οπότε η οικογένειά μας στήθηκε απ’ τον αθλητισμό. Γι’ αυτό και, όσες φορές έδωσα συνέντευξη, έλεγα για τη νεολαία ότι ο αθλητισμός σώζει ζωές. Σε όλα τα επίπεδα. Δεν είναι ανάγκη να ’σαι μπλεγμένος κάπου για να σε σώσει. Να σου χαράξει πορεία, να σου δείξει αυτό που είναι, να γνωρίσεις ανθρώπους. Άλλους να τους αποβάλεις και άλλους να τους κρατήσεις. Αλλά οι περισσότεροι που είναι γύρω απ’ τον αθλητισμό έχουνε τόσο υγιή ψυχή, να το πω, που δένεσαι και μένουνε όπως έχουν μείνει και σε εμάς. Είναι τόσα χρόνια οι ίδιοι ανθρώποι και καινούργιοι ανθρώποι που μένουνε δίπλα σου. Αν χρειαστείς μια βοήθεια, είναι πάντα εκεί. Οπότε, σαν το αθλητικό κομμάτι, όπως είπα, είναι... Μέσα τόσες λίγες λέξεις, δεν μπορώ να περιγράψω τα πάντα, αλλά, σαν γενικό κομμάτι, είναι αυτό εδώ. Από κει κι ύστερα, η ζωή συνεχίζεται. Η δουλειά, το σπίτι, το παιδί μεγάλωσε. Τώρα η καθημερινότητά μας είναι διαφορετικά. Πώς θα ζήσουμε πιο... Δηλαδή, παράδειγμα, να αναπληρώσουμε πράγματα που χάσαμε. Θα πάμε πιο πολλές εκδρομές, να το πούμε έτσι. Το παιδί μεγαλώνει. Οι βλέψεις είναι άλλες. Δεν είναι παιδί τώρα, να πάει στην Ακαδημία, να τον πας στο ποδόσφαιρο και να απολαύσετε το match. Τώρα είναι άλλα πράγματα. Είναι το πλήρωμα του χρόνου για την κάθε ηλικία. Το αν θα παντρευτεί, αν θα κάνεις εγγόνια! Πας σε άλλο επίπεδο, έτσι είναι αυτά. Αυτά. Αυτά είναι πάνω κάτω αυτά που ασχολούμαστε αυτή τη στιγμή.
Και συνεχίζεις ακόμα τον αθλητισμό...
Συνεχίζω από το κομμάτι που ήμουνα ανέκαθεν και ως αθλητής. Γιατί είμαι και ιδρυτικό μέλος του συλλόγου μας, του Μέγα Αλέξανδρου ’94. Γιατί τον δημιουργήσαμε εμείς. Μια παρέα είκοσι-τριάντα φίλων δημιούργησε τον σύλλογο, τον Μεγαλέξανδρο, ο οποίος αναπτύχθηκε και είχε... Εκτός την ομάδα μπάσκετ που πήρε πρωταθλήματα, είχε αθλητές στίβου, παγκοσμιονίκες, παραολυμπιονίκες... Είχε τους αρσιβαρίστες, που ήμασταν εμείς, και είχαμε φτιάξει μια ομάδα έξι-εφτά ανθρώπων που πρωταγωνιστούσε σε όλα τα επίπεδα: Ελλάδα και Ευρώπη, Παγκόσμιο, Παραολυμπιάδα. Αυτή η παρέα δημιούργησε τον σύλλογο και ακόμα παραμένουμε οι ίδιοι. Ήμασταν οι ίδιοι διοίκηση, τα πρώτα χρόνια ήμασταν οι ίδιοι που χρηματοδοτούσαμε το να πληρώσουμε έναν προπονητή. Ο προπονητής, ο οποίος ήταν το απόλυτο αφεντικό μες στο γήπεδο, όταν κάναμε συμβούλιο, ήμασταν αυτοί που βάζαμε το χέρι στην τσέπη για να βγάλουμε και τον μισθό του. Έτσι ξεκινήσαμε τότε. Με πολλή τρέλα, πάθος, αγάπη γι’ αυτό που κάναμε[00:10:00]. Και, προς το παρόν, από το 1994 που δημιουργήθηκε ο σύλλογος μέχρι και σήμερα, είμαι μέλος της διοίκησης. Έχω περάσει και από την προεδρία του πολλά χρόνια και τώρα συνεχίζω στο στυλ... Ας πούμε, είμαι μέλος της διοίκησης, είμαι Αντιπρόεδρος, για να μην κάνω διάφορα πράγματα... Γιατί τα παιδιά είναι νέα, υπάρχουνε οι συμβουλές, υπάρχει, αν κολλήσουνε κάπου... Λόγω γνωριμιών.... Μη φανταστείς κάτι τρελό, αλλά η εμπειρία, όταν πας εσύ σε ένα ραντεβού ή πει ο άλλος «Ο Ανατολίτης είναι μέλος της διοίκησης, αν θέλετε μιλήστε μαζί του» κτλ., δυστυχώς μετράει. Δεν βλέπουν τον άλλο απ’ τη θέση που είναι. Σου λέει: «Ήξερα εκείνον». Δεν έχει «Ξέρω εκείνον». Είναι κι αυτός εκεί, είναι το ίδιο πράγμα. Αλλά, δυστυχώς, έτσι είθισται. Αυτόν που ξέρουνε και ο πιο έμπειρος τον βλέπουνε αλλιώς, ας πούμε. Οπότε παραμένω ακόμα στον θώκο αυτόν και βοηθάω τα παιδιά για οτιδήποτε. Θα πάω και με την ομάδα. Ακόμα και στις προπονήσεις που πάμε. Θα συμβουλεύσουμε τα παιδιά. Όχι παρεμβάσεις στην προπονήτρια, αλλά συζητάμε πολλά πράγματα. Γιατί μπορεί να συζητήσει μαζί μου με το σκεπτικό ότι δεν θα το ακούσει ο αθλητής. Θα βγάλουμε συμπεράσματα μαζί. Μετράει η εμπειρία. Όλα παίζουνε ρόλο. Και απ’ αυτό το κομμάτι μπορώ και βοηθάω. Και δεν είναι μόνο αυτό. Κι αυτό το κομμάτι βοηθάει εμένα. Κάποιες ώρες τις καλύπτω έτσι. Δηλαδή θα μπορούσα να βγω στη σύνταξη και δεν βγαίνω. Γιατί δεν έχω κάτι βασικό για να μπορώ να ασχοληθώ. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου, τώρα, ότι και μισή μέρα ακόμα θα είμαι στο σπίτι. Μετά από τόσα χρόνια προπόνηση, δεν γίνεται! Οπότε, αν οργανώσεις σιγά σιγά... Γιατί, βασικά, συνεχίζω να πηγαίνω γιατί ήθελα να ξεκινήσω προπόνηση για μένα. Στην προπόνηση να ’μαι σάκος του μποξ στα παιδιά: αν είναι εννιά να γίνουν δέκα, αν είναι εφτά να γίνουν οχτώ. Αλλά έχω αρκετά προβλήματα στα χέρια. Πονάω. Τα ταλαιπώρησα πολλά χρόνια. Και τώρα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και κάπου κι αυτά μού δημιουργούνε θέμα. Και, αν κατάφερνα να ξεπεράσω τα προβληματάκια που έχω, θα έμπαινα κανονικά στην προπόνηση. Και θέλω να το κάνω για να ’χω να ασχολούμαι και για μένα, για το σώμα μου. Γιατί η αναπηρία θέλει εκγύμναση. Δεν μπορείς να φτάσεις στα 70-75 και να ’χεις το κορμί σου λυμένο. Ενώ βλέπουμε φυσιολογικά ένας παππούς, μια γιαγιά χωρίς αναπηρία τι γίνεται μεγαλώνοντας, φαντάσου τώρα τον ανάπηρο να φτάνει αγύμναστος εκεί. Είναι δύσκολο. Και επειδή το κορμί είχε μάθει να γυμνάζεται συνέχεια, τώρα που κάθομαι εγώ την καταλαβαίνω την απώλεια. Ο άλλος μπορεί να μην την καταλαβαίνει, αλλά εγώ καταλαβαίνω ότι δεν βάζω την ίδια δύναμη παντού, δεν έχω την ίδια κίνηση παντού, δεν έχω την ενέργεια που είχα. Οπότε αυτά θέλω να τα ξαναποκτήσω σιγά σιγά. Δεν θα τα αποκτήσω στον βαθμό που ήταν, αλλά τουλάχιστον θα συντηρώ μια κατάσταση. Είναι θέμα υγείας πλέον. Δεν είναι μόνο αρεσκείας και αυτό, είναι θέμα υγείας. Και σ’ αυτό κινούμαι τώρα, γιατί ετοιμάζομαι για τη σύνταξη. Έχω δικαίωμα να βγω στη σύνταξη εδώ και ενάμιση χρόνο περίπου. Κοντεύω τα δύο. Γιατί στον χώρο της αναπηρίας –όχι σε όλες τις αναπηρίες, στις κινητικές που είναι άνω των 80%–, στη δεκαπενταετία λέει ο νόμος, όταν είσαι στο Δημόσιο, μπορείς να βγεις στη σύνταξη. Εγώ, εδώ ενάμιση χρόνο και, έχω δικαίωμα να βγω, έχω ετοιμάσει τα χαρτιά, απλά δεν έχω δηλώσει παραίτηση. Γιατί; Γιατί δεν έχω αυτό το κομμάτι έτοιμο. Δεν μπορώ να κοιμάμαι μισή μέρα και μισή μέρα να κοιτάω τηλεόραση. Δεν γίνεται. Αυτά πάνω κάτω μέχρι στιγμής.
Ωραία. Θα ήθελες να μου μοιραστείς κάποια συγκινητική που έχεις ζήσει όλα αυτά τα χρόνια ή μερικές τέτοιες στιγμές;
Έχει διάφορες στιγμές.
Μια που ξεχωρίζεις.
Η πρώτη δυνατή στιγμή για μένα... Καλά, δεν μιλάμε, η διαδρομή ήταν το κάτι άλλο. Και επίσης να σου πω για τη διαδρομή, μια και το ξαναναφέραμε, ότι ως Πόντιοι κάναμε ένα λάθος, πολύ βασικό. Γιατί μας αρέσει να πηγαίνουμε κόντρα στο ρεύμα. Δεν ξεκινήσαμε από Θεσσαλονίκη για να πάμε Αθήνα, που εκεί θα ’τανε ο ντόρος και ο κακός χαμός. Κάναμε εκκίνηση από Καλλιμάρμαρο και ήρθαμε Θεσσαλονίκη. Εντάξει; Οπότε ήμασταν εγώ, εσύ, κάποιοι φίλοι και δεν ξέρω ’γω ποιοι άλλοι στον Λευκό Πύργο. Τέλος πάντων. Δεν πήρε τη δημοσιότητα που έπρεπε το θέμα. Απ’ όσα σημεία περάσαμε –γιατί κάναμε στάσεις, ας πούμε– γινόταν μεγάλος ντόρος στα τοπικά μέσα, στις τοπικές κοινωνίες. Βγαίναν έξω στον δρόμο κτλ. Στον Λευκό Πύργο ήμασταν μεταξύ μας, γιατί... Και τι; Τελευταία ώρα, έπαιξε καναδυό ραδιόφωνα, ας πούμε... Γιατί έγινε ανάποδα, έγινε ανάποδα. Τέλος πάντων. Το καταλάβαμε μετά, αλλά επειδή ήμασταν και νέοι ακόμα και το κόντρα στο ρεύμα αρέσει πολύ στους νέους... Και όχι μόνο, ακόμα και τώρα μου αρέσει. Δεν είναι κακό. Δεν είναι να κακό να συμβιβάζεσαι και ό,τι σου λένε να λες «Yes, man». Πρέπει να δουλεύει το μυαλό μας, να λειτουργούμε, να έχουμε ψυχή. Οπότε κι εμείς το κάναμε έτσι. Έτσι θέλαμε, έτσι το κάναμε. Και τώρα άμα τον ρωτήσεις τον Σίμο που το κάναμε μαζί, θα σου πει: «Πάλι τα [00:15:00]ίδια θα κάναμε». Έτσι είναι αυτά. Τι ήθελες να σου πω και μπήκα κατευθείαν στο...
Μια στιγμή συγκινητική.
Συγκινητική. Απ’ τη διαδρομή θα σου πω μία στιγμή. Δεν είναι ούτε η εκκίνηση ούτε ο τερματισμός. Φοράγαμε ειδικά γάντια, γιατί σκουντάγαμε τόσες φορές. Όταν κάναμε στάση, έπρεπε να βγάλουμε τα γάντια. Τα χέρια μας ήταν κομμένα. Κολλάγανε στα γάντια μέχρι να τα βγάλουμε. Συγκινηθήκαμε που βλέπαμε αστυνομικούς να κλαίνε. Δεν το σήκωνε η ψυχή τους να βλέπουν τα γάντια να μη βγαίνουν απ’ τα χέρια. Δηλαδή πρώτη φορά αισθάνθηκα έτσι. Εκεί είπαμε... Γιατί, όταν το κάνεις, δεν σκέφτεσαι ότι αυτό που κάνεις είναι πολύ μεγάλο. Λες: «Το κάνω». Πουλάγαμε τρέλα. Γελάγαμε στον δρόμο. Μας κορνάρανε τα αυτοκίνητα, αυτά, χαιρετιόμασταν. Τέλος πάντων, αυτή ήταν μια πολύ δυνατή στιγμή, το να βλέπεις αστυνομικούς να κλαίνε και να γυρνάνε απ’ την άλλη μεριά. Μετά, από κει και ύστερα, πολύ δυνατή, συγκινητική στιγμή για μένα, γιατί το ’ζησα μόνος μου αυτό... Στο Σίδνεϊ, στην Αυστραλία, αγωνιζόντουσαν παιδιά στον στίβο και ξεκίνησα από το δωμάτιο να πάω... Γιατί ήταν πολύ κοντά, οι μετακινήσεις γινόντουσαν με το καρότσι... Και, φτάνοντας στον μεγάλο τον χώρο που χωρίζει τα στάδια, εκείνη την ώρα σταματάει... Είχανε βάλει στα πλάγια διάφορα λεωφορεία, πούλμαν μεγάλα. Δεν έχω καταλάβει τι γίνεται, αλλά εγώ κυκλοφορώ με τη φόρμα με το εθνόσημο. Τα λεωφορεία ήτανε από ελληνικά σχολεία, με τις στολές τους, με τα αυτά τους. Και, όπως κατεβαίνουνε, βλέπουν εμένα με τη φόρμα με το εθνόσημο και πέφτουν όλα επάνω μου. Εκεί κατάλαβα τι σημαίνει ελληνισμός του εξωτερικού. Γιατί κι εγώ γεννήθηκα στη Γερμανία, αλλά γύρισα μικρός, γύρισα 7 χρονών. Δεν το ’χω νιώσει αυτό. Το πόση τρέλα είχαν τα παιδιά που βρήκανε ανθρώπους από τη χώρα τους. Θυμάμαι, εκείνη τη μέρα πιάστηκε το χέρι μου να μοιράζω αυτόγραφα, πράγμα που δεν είχα ξαναζήσει. Μια άλλη συγκινητική στιγμή ήτανε το 2004. Πολύ δυνατή. Η είσοδος μες στο στάδιο. Να βλέπεις ένα στάδιο γεμάτο. Γιατί στο Σίδνεϊ που είχα πάει, μπήκαμε αλλά ήταν ξένη χώρα. Είναι διαφορετικό. Στην Αθήνα ήτανε γεμάτο το στάδιο και, με το που μπήκε η ομάδα μέσα, εκείνη την ώρα νομίζεις ότι ανεβαίνεις στον ουρανό. Απ’ τις φωνές, το χειροκρότημα... Εκείνο ήταν ανατριχίλα. Και, φυσικά, στον αγώνα μετά, εντάξε. Αλλά αυτή η είσοδος μέσα ήταν το κάτι διαφορετικό. Επίσης, τώρα που το θυμήθηκα, μετά τη διαδρομή που μπήκαμε στο Guiness, μας κάνανε τα εισιτήρια... Έπεσε στη μέση η Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή με κάποιους άλλους –δεν θυμάμαι ποιοι ήτανε– και μας στείλανε στον Μαραθώνιο της Νέας Υόρκης. Είχανε την αίσθηση ότι εμείς είμαστε μαραθωνοδρόμοι. Καμία σχέση, ας πούμε, γυμναστήκαμε γι’ αυτό το πράγμα. Γυμναζόμασταν πολύ καιρό για να αντέξουμε, να μπορέσουμε να το βγάλουμε. Και ήμασταν σκασμένοι. Μετά από λίγο καιρό τρέξαμε στην Αλεξάνδρεια και στο καπάκι έπρεπε να φύγουμε στη Νέα Υόρκη. Εκεί τρέξαμε με 30.500 άτομα καταγεγραμμένα. Δεν τρέξαμε ανταγωνιστικά. Τρέξαμε στον ρυθμό που ξέραμε για τον υπερμαραθώνιο. Περάσαμε από πολλές γειτονιές και σε κάποια σημεία υπήρχαν ελληνικές σημαίες που φωνάζανε «Γεια σου, Ελλάδα». Και αυτό ήταν κάτι πολύ δυνατό, μα πάρα πολύ. Και τερματίσαμε εικοστοί στα 30.000 τόσα άτομα, χωρίς να κυνηγάμε κανέναν και τίποτα. Πολύ δυνατή εμπειρία. Και εκεί καταλάβαμε τι σημαίνει ελληνισμός στην Αμερική. Συγκινητικό κομμάτι, πολύ. Μας πήγανε στα γραφεία της Ολυμπιακής. Τότε υπήρχε Ολυμπιακή ακόμα. Το ’97 πρέπει να ’γινε αυτό. Και δώσανε μία ώρα ρεπό σε όλο τον κόσμο για να μπορέσει αν είναι μαζί μας. Και ερχόντουσαν και μας πιάνανε απλές γυναικούλες και ρωτάγανε «Εγώ είμαι απ’ τη Νεάπολη, πώς είναι τα πράγματα εκεί;». «Εγώ είμαι απ’ τα Κάστρα», έλεγε η άλλη. Δηλαδή ψάχνανε να βρούνε τα σημεία και τις επαφές που μπορούσαμε να έχουμε. Δηλαδή βλέπεις ανθρώπους του μόχθου εκεί, που ήτανε... Μιλάμε για ένα τεράστιο κτήριο της Ολυμπιακής, και ανθρώποι του μόχθου με μια λαχτάρα να ’ρθούν να σε αγκαλιάσουν, να σε φιλήσουν. Γιατί; Γιατί κι εσύ είσαι Έλληνας. Και γιατί, βασικά, ήμασταν απ’ τη Θεσσαλονίκη. Ένα παραπάνω. Ήτανε οι πιο πολλοί από κει. Αυτά. Και, τελειώνοντας, στο Πεκίνο, η πιο δυνατή στιγμή που είχα εκεί ήταν η θέση που πήρα, τα κιλά που σήκωσα. Μετά, απ’ το Πεκίνο και ύστερα, δεν έχει κάτι τόσο συγκινητικό, ήτανε ρουτίνα. Ρουτίνα. Πηγαίναμε σε αγώνες, κάναμε κιλά, φεύγαμε. Από και ύστερα, ρουτίνα. Τα πρώτα χρόνια ήταν [00:20:00]τα πιο δυνατά. Αυτά.
Υπήρξε κάποια στιγμή που είπες ότι τα εγκαταλείπεις όλα;
Όχι, ποτέ. Όχι να το πω, ούτε να το σκεφτώ. Το 2002, στη Μαλαισία στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, το πρώτο μου Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, άπειρος αθλητής, δεν έχω καταλάβει ότι τα κιλά που έχω στα χέρια μπορεί να πρωταγωνιστήσω και νομίζω ότι παίζω στο Β Group. Ξες, είναι το Α Group... Είναι με τη δήλωση των κιλών που κάνεις μόλις ζυγίζεσαι. Και πάω να ξεκινήσω να πάω για ζέσταμα και μου λέει ο προπονητής μου: «Πού πας, ρε;». Λέω: «Δεν θα κάνω ζέσταμα;». Μου λέει: «Δεν κατάλαβες. Σήμερα παίζουμε στο group το μεγάλο». Ηλεκτροσόκ! Ηλεκτροσόκ! Μαθημένοι εμείς τώρα να κάνουμε κιλά γρήγορα, να τελειώνουμε και να καθόμαστε έξω να απολαύσουμε τους μεγάλους αθλητές. Και ξαφνικά βρεθήκαμε στο πάνω group. Να μη σ’ τα πολυλογώ, πρώτη προσπάθεια 180 κιλά. Τα σήκωσα τρεις φορές. Και τις τρεις άκυρο. Και, αντί για έκτος στον κόσμο, βρέθηκα εικοστός δεύτερος. Μιλάμε, μαύρισα, πάνιασα, τρελάθηκαν όλα. Μου λέει ο προπονητής μου, ο Δημήτρης Ιωαννίδης, γερός να ’ναι: «Πάγαινε στο δωμάτιο, ξάπλωσε και, όταν σηκωθείς, θέλω να μου πεις, αν σε βάλω τώρα, χωρίς ζέσταμα, να τα κάνεις τα κιλά...» Του απάντησα ήδη. Λέω: «Τα κάνω». Κι εκεί τα έκανα. Απλά, λόγω του άγχους, δεν κλείνανε ταυτόχρονα τα χέρια μου και οι αγκώνες κάνανε ένα μικρό τσικ και μου το δίνανε άκυρο. Τέλος πάντων. Όταν σηκώθηκα το απόγευμα –μιλάμε, κοιμήθηκα σαν ξερός καναδυό ώρες, απ’ την ψυχολογία και μόνο ήμουνα κουρασμένος, τα κιλά δεν με κουράσανε, αυτά που είχα στο μυαλό μου–, βγήκα, βρεθήκαμε με τα παιδιά στο εστιατόριο, στο σαλόνι, εκεί, όλοι μουτρωμένοι, ξέρω ’γω. Λέω: «Τι;». Αυτοί υπολογίζανε ότι εγώ θα την ψωνίσω και θα τα παρατήσω. Λέω: «Πάτε καλά, ρε; Πάτε καλά; Δεν υπάρχει περίπτωση». «Εγώ δεν το σκέφτηκα», λέω, «εσείς πώς το σκεφτήκατε;». Τέλος πάντων. Και αυτή ήταν η μόνη στιγμή που σκέφτηκαν οι άλλοι ότι μπορεί να τα παρατήσω. Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Και από κει και ύστερα αρχίζει η άνοδος. Μετά από τα χαστούκια αυτά αρχίζει η άνοδος. Πανευρωπαϊκό μετά, μετάλλιο, και ανέβηκα έτσι. Δεν υπάρχει. Αλλά, στα τόσα χρόνια, με όλους αυτούς που έχω δει, και από το εξωτερικό και συναθλητές εδώ, το καλύτερο χαστούκι στο να ξεκινήσεις είναι η ήττα. Αν μάθεις να χάνεις, μετά το να μάθεις να κερδίζεις είναι πολύ πιο εύκολο. Αν μάθεις να κερδίζεις και σου ’ρθει μια ανάποδη, καταστρέφεσαι ψυχολογικά. Έτσι το ’χω δει εγώ, τουλάχιστον. Αλλά με τα πρώτα χαστούκια συνέρχεσαι γρήγορα, μπαμ μπαμ. Αρκεί, φυσικά, να μην είσαι λαγός. Άμα μάθεις να ’σαι λαγός στη ζωή σου, άλλο θέμα εκείνο. Όπως λένε, πέφτεις-σηκώνεσαι. Εγώ, χωρίς να το ξέρω, αυτό το ’κανα συνέχεια στη ζωή μου. Πάντα, μα σκόνταφτα και οτιδήποτε, ή πατερίτσα, μπαπ, θα πέσω. Θα σηκωθώ. Έτσι είναι και η ζωή. Έτσι. Αυτή ήταν η πιο δύσκολη στιγμή, αλλά δεν σκέφτηκα ποτέ να τα παρατήσω. Και σταμάτησα στα σαραντακάτι μου λόγω της πίεσης. Γιατί, για να μπορέσω να πρωταγωνιστήσω στην άρση βαρών... Παράδειγμα, στο Σίδνεϊ έπαιξα στην κατηγορία των 75 κιλών, στην Αθήνα βρέθηκα να παίζω στα 82 –ανέβαζα σωματικό βάρος για να ανεβάσω κιλά– και στο Πεκίνο έπαιζα στα πλην 100. Ζυγίστηκα 96 και κάτι. Και πάλι, αν έβλεπες την παρουσίαση που γινόταν της κατηγορίας, αν μ’ έβλεπες ανάμεσα στους 100άρηδες –που κι εγώ ήμουν 100άρης για μερικά κιλά, γιατί 96,700, πες 97, ας πούμε, για 3 κιλά διαφορά–, εγώ φαινόμουνα μινιατούρα μπροστά τους. Τέτοια σωματική διάπλαση είχαμε διαφορά. Αλλά στα κιλά δεν είχαμε μεγάλη. με τον τέταρτο και τον πέμπτο δεν είχαμε μεγάλη. Στα μετάλλια ανέβαινε η διαφορά. Είχαμε διαφορά 25 κιλά, 27 κιλά. Τέλος πάντων. Αλλά, αν δεν μ’ έβρισκε... Δηλαδή, απ’ τα κιλά που έβαλα και όλα αυτά, ανέβασα και πίεση. Είμαι και λίγο αγχωτικός, ανέβασα πίεση. Έτσι σταμάτησα. Δεν σταμάτησα γιατί το ήθελα. Σήμερα, είπαμε, είμαι 58. Εάν δεν είχα τότε, μπορεί ακόμα να έκανα. Μπορεί αν έκανα τρεις φορές τη βδομάδα και να πήγαινα... Στο Πανελλήνιο πάω ακόμα, κάθε χρόνο. Δεν έχω σταματήσει. Μετά από δεκατρία χρόνια, και εγώ και η Νάντια πάμε για το σωματείο, αλλά βασικά πάμε για μας, για να βρεθούμε τους συναθλητές, να βρεθούμε με τους κριτές... Γιατί όλοι αυτοί ζυμωθήκαμε με το άθλημα και μαζί το ανεβάσαμε όλοι το άθλημα. Εντάξει, πάμε. Πάω. Κάνω 100 κιλά, για μένα. Πονάω καμιά βδομάδα, αλλά εντάξει. Φέτος τσίμπησα και μεταλλιάκι! Το πήρα στο σύνολο. Μάλιστα, ναι. Τέλος πάντων, αυτά.
Θα ήθελες να κάνεις κάποιο σχόλιο για τις υποδομές σε αυτές τις χώρες που επισκέφθηκες; Στο Σίδνει, στο Πεκίνο;
Λοιπόν, όταν μιλάμε για Παραολυμπιακούς Αγώνες, δεν μπορείς να πεις κάτι ούτε για τις υποδομές, ούτε για [00:25:00]το φαγητό, ούτε για τίποτα. Είναι πολύ υψηλό το επίπεδο, και όλες οι χώρες κοιτάνε να μην έχουνε οποιοδήποτε αρνητικό σχόλιο. Επιπλέον, για να το πούμε και αλλιώς, εκεί που γίνονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες, στα ίδια στάδια, στο ίδιο Ολυμπιακό Χωριό είναι διαμορφωμένα απ’ την αρχή έτσι και δεκαπέντε μέρες μετά ξεκινάνε οι Παραολυμπιακοί αγώνες. Το μόνο που κάνουνε –ας το πούμε έτσι, λαϊκά–, αλλάζουν σεντόνια, μαξιλαροθήκες και μπαίνουν οι επόμενοι. Παντού είναι με ράμπες, παντού είναι προσπελάσιμα, και στα κτήρια και στο εστιατόριο και παντού. Οι πόλεις που έχουμε πάει είχαν όλες υποδομές. Δηλαδή πήγαμε στο Σίδνεϊ και ξεκίναγες απ’ τη μια μεριά του Σίδνεϊ, μπορούσες να πας στην άλλη, με μετρό, με οτιδήποτε, και προσπελάσιμο και το τελευταίο καφέ. Όχι μαγαζί να μπεις, να ψωνίσεις. Στο Σίδνεϊ και το τελευταίο καφέ. Δεν υπήρχε μαγαζί να ’χει σκαλί. Καμία σχέση, τίποτα. Η Αθήνα διαμορφώθηκε τότε, το ’04. Το Ολυμπιακό Χωριό, δεν το συζητάμε, ήτανε... Και τα στάδιά μας όλα. Και διαμορφώθηκαν κάποιες λωρίδες δεξιά για να πηγαινοέρχονται τα αστικά. Τους αθλητές, δηλαδή... Πηγαίναμε... Από το Ολυμπιακό Χωριό πηγαίναμε στη Νίκαια, που ήταν το Σπίτι της Άρσης Βαρών, και πηγαίναμε βαριά σε είκοσι λεπτά, βαριά. Είχε άδεια λωρίδα, πήγαινες. Δηλαδή ήταν διαμορφωμένα έτσι όλα. Το 2004 μας έδωσε γνώση, έδωσε διαφήμιση στον χώρο, γίνανε πολλές αλλαγές, αλλά μετά μπαίνεις πάλι στην ίδια ρουτίνα, έτσι; Όταν σε παίρνει συνέντευξη ο δημοσιογράφος, ας πούμε, κι εσύ σε κάποια φάση τού λες ότι «Μη μόνο αυτές τις μέρες, δώσε βάση σε αυτό τον χώρο και την υπόλοιπη χρονιά» και δεν σε ξαναρωτάει κάτι, καταλαβαίνεις τι γίνεται. Όλα τελειώνουν όμορφα. Τα στάδια, τα αυτά, τελειώσαν αυτά. Μείνανε κάποιες ράμπες, δεν έχουμε επίπεδο, τις κλείνουν τα αυτοκίνητα, και πάει λέγοντας. Υπάρχουν ανθρώποι, πολλοί ανθρώποι, που ενημερώθηκαν, που δεν το κάνουν, που φωνάζουν στους άλλους αν το κάνουν, αλλά είμαστε πολύ πίσω, πολύ πίσω. Έχουμε πολλή δουλειά γιατί δεν έχουμε παιδεία. Παιδεία! Και όταν δεν έχει παιδεία ο πατέρας ή η μάνα, δεν θα ’χει παιδεία ούτε το παιδί. Έτσι απλά.
Υπήρξανε προσβλητικά σχόλια απέναντί σου μέσα σε αυτά τα χρόνια;
Να σου πω. Προσβλητικά με την έννοια να έχει γίνει κάτι, όχι. Κάποια σχόλια πού και πού, αν θέλεις από ζήλια... Γιατί, στον χώρο που ζούμε, από άλλους αθλητές... Ή ανθρώπους που δεν έχουν ζήσει τον αθλητισμό, μάλλον, να το πω έτσι... Ήταν αθλητής του μπάσκετ, ας πούμε, και έκανε κριτική για την άρση βαρών... Καμία σχέση... Όχι, δεν... Δεν, όχι. Κάποιοι προπονητές μιλούσανε με τον προπονητή μας. Ερωτήσεις. Τους έκανε εντύπωση που... Δεν είναι μόνο αυτό. Είχαμε δεθεί. Είχαμε γίνει οικογένεια η άρση βαρών. Και το τόνισα και στις συνεντεύξεις μου, ότι εμείς το ατομικό άθλημα καταφέραμε και το κάναμε ομαδικό. Συμμετείχαμε σε όλα μεταξύ μας. Δεν γινότανε να αγωνίζεται ένας συναθλητής και να μην είναι η ομάδα εκεί. Όχι με το ζόρι. Έτσι αισθανόμασταν. Στα δωμάτια. Ερχόμουνα εγώ με τα CD, με τα τραγούδια. Δηλαδή είχαμε, πώς να σου πω, μια παρεΐτσα. Νομίζεις ότι ήτανε στο ταβερνάκι και έπινε κρασί και άκουγε τραγούδια. Ήμασταν μαζεμένοι γύρω από ένα τραπέζι, θα πίναμε τον καφέ μας, τα αυτά. Όλοι μαζί για φαΐ. Και δεν είχαμε ζήλεια μεταξύ μας, πολύ βασικό. Ενώ άλλα τμήματα το είχαν αυτό. Και εξού και υπήρχαν πού και πού σχολιάκια, ας πούμε, μ’ αυτό. Αλλιώς επικριτικά κι αυτά δεν είχαμε κάτι. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε κιόλας, γιατί θα τους είχα δαγκάσει. Δεν υπάρχει, δεν υπάρχει. Όχι μόνο για μένα, και για τα υπόλοιπα παιδιά της ομάδας. Και γι’ αυτό πολλές φορές μου λένε: «Ανατολίτη, λείπεις». Λέω: «Τι να κάνουμε; Το κάθε πράγμα έχει τον καιρό του». Κι εγώ έσκασα τον καιρό που σταμάτησα. Έκανα μερικά χρόνια να περάσω απ’ το γυμναστήριο. Δεν μου ’βγαινε ψυχολογικά. Μιλάγαμε στο τηλέφωνο, μπορεί να βγαίναμε για παρέες, αλλά τη μυρωδιά του γυμναστηρίου έκανα χρόνια να την πάρω!
Θα ’θελες να μου μιλήσεις για τις επισκέψεις που κάνεις στα σχολεία τώρα; Κάποιο περιστατικό, ίσως, ενδιαφέρον;
Εκείνο που... Πάμε σε διάφορα σχολεία, μιλάμε, έτσι; Έχω πάει και σε πιο μεγάλα παιδιά, γυμνάσιο κι αυτά. Έχω φτάσει μέχρι την Καστοριά, επάνω. Εκεί, στην Καστοριά, μίλησα σε παιδιά γυμνασίου. Ήταν περίπου 300 παιδιά μέσα σε έναν αμφιθεατρικό χώρο. Δαγκώθηκα λίγο. Λέω: «Τόσα παιδιά, τώρα, ποιος κάθεται εδώ ήσυχος και να ακούει;». Κι όμως, δεν κουνήθηκε φύλλο. Απ’ τις τόσες ερωτήσεις που μου κάνανε, το μόνο που δεν με ρωτήσανε είναι το πώς κάνω έρωτα. Με ξεβρακώσαν στην κυριολεξία. Στην κυριολεξία! Μεγάλα παιδιά. Τα απαντήσαμε όλα. Χαμογελάσαμε. Παίξαμε με τα παιδιά. Περάστηκαν τα πάντα. Γιατί τα π[00:30:00]αιδιά ξέρουν λίγα πράγματα. Εδώ που πάμε είναι πιο πολύ δημοτικό. Αλλά, όσο πιο μικρά, τόσο πιο εύκολα περνάς πέντε πράγματα. Απλά δεν έχουνε γνώσεις τα παιδιά. Δηλαδή βλέπουν κάτι φευγαλέο στην τηλεόραση ή ακούνε κάτι και δεν μένει. Δηλαδή βλέπανε το καρότσι και λέγανε «Μα, αυτό...» Τους λες «Δεν έχεις ξαναδεί μπάσκετ με αμαξίδιο;» ας πούμε. έτυχε». «Ε, να, έτυχε να δω...» Αυτό το καρότσι δεν έχει καμία σχέση με εκείνο. Αυτό είναι καθημερινό. Γιατί παρευρίσκομαι στα παιδιά πάντα με το καθημερινό μου αμαξίδιο, για να βλέπουν και τις διαφορές και το τι γίνεται. Μιλάμε για τις ράμπες και όλα αυτά. Αλλά είναι και θέμα ψυχολογίας. Δηλαδή περπατάς... Περπατάς... Πηγαίνεις με το καρότσι στην Αριστοτέλους. Περνάει από δίπλα σου η μαμά με το μωρό. Το παιδάκι είναι 4-5 χρονών, 3. Γυρνάει, σε κοιτάει. Εμένα με κοιτάει, εγώ του χαμογελάω. Του κάνω παιχνίδια, παιδί είναι. Το παιδί προσαρμόζεται κατευθείαν πάνω σ’ αυτό. Η μαμά όμως το τραβάει απ’ το χέρι για να φύγει, μη τ’ ακουμπήσεις. Ή να μη σε ακουμπήσει εκείνο και λερωθεί, ας πούμε. Κατάλαβες; Ενώ το παιδί έχει αγνή ψυχή. Με το που το χαμογελάς, κατευθείαν έρχεται, απλώνει το χέρι. Είναι διαφορετικά. Δηαλδή τα παιδιά που ’χουνε μεγαλώσει γύρω μας... Όπως είναι ο Κωνσταντίνος. Ο Κωνσταντίνος από 6 μηνών είναι στο γήπεδο. Έβλεπε μπάσκετ με αμαξίδιο. Αυτή τη στιγμή, χωρίς να έχει αναπηρία, παίζει μπάσκετ με αμαξίδιο. Δεν το βρίσκεις εύκολα.
Ο Κωνσταντίνος, ο γιος σου...
Ναι, ναι, ο γιος μου. Και άλλα παιδιά του χώρου. Λίγοι είναι οι ανθρώποι που δεν είχανε σχέση με τον χώρο αλλά μπήκανε μέσα και τους κέρδισε ο χώρος. Υπάρχουνε και παιδιά ή μεγάλοι άντρες σε ηλικία που παίζουν μπάσκετ με αμαξίδιο και δεν έχουνε αναπηρία. Τους κερδίζει το άθλημα έτσι όπως το βλέπουνε, γιατί είναι συναρπαστικό. Αν κάτσεις να το παρακολουθήσεις, είναι συναρπαστικό. Φαντάσου το γήπεδο με τους αθλητές με τα αμαξίδια και να λείπει μόνο το κάρφωμα απ’ το γήπεδο. Όλα τα άλλα είναι ίδια: οι τακτικές, τα δευτερόλεπτα, οι άμυνες, το πέρασμα των 8 δευτερολέπτων –6, πόσο είναι–, τα 3 δευτερόλεπτα στη ρακέτα... Και η τρέλα να κερδίσεις! Μόνο το κάρφωμα. Η μπασκέτα, το ύψος, το παρκέ, όλες οι γραμμές... Όλα είναι ίδια. Το τρίποντο... Όλα είναι ίδια. Η ελεύθερη βολή... Ίδια. Κατάλαβες; Γι’ αυτό, έχει... Κάποιους τους κερδίζει και έρχονται και κάθονται. Ο άλλος το βλέπει το αμαξίδιο και τραβιέται. Κι ο άλλος λέει: «Ρε παιδιά, βάλτε με να δούμε, δείξτε μου τι γίνεται». Αυτό είναι... Κι αυτό που σου είπα: τραβάει η μάνα το μωρό. Ενώ το μωρό θέλει να έρθει κοντά σου, είτε για να σε ακουμπήσει είτε για να το χαϊδέψεις είτε για να το βάλεις στα πόδια σου να το κάνεις μια βόλτα, μάνα το τραβάει. Ή θέλει να ρωτήσει, να πει κάτι. «Μη, μη». Δεν έχει «μη». Άσ’ το παιδί, να ρωτήσει. Θα σε ρωτήσει: «Πονάς;», «Πού το ’παθες;». Είναι οι αθώες ερωτήσεις των παιδιών. «Γιατί είσαι έτσι;». Πρέπει να το απαντήσεις, όμως. Αν το αφήσεις να αιωρείται –«Να, δεν ήμουνα καλό παιδί και χτύπησα, γιατί δεν άκουγα τη μαμά μου», που λέγανε παλιά–, δεν έχει να κερδίσει κάτι το παιδί. Άμα του πεις «Να, έτσι είναι το πόδι, έτσι, αυτό είναι» και... Έτσι είναι αυτά. Και, δυστυχώς, είμαστε αρκετά πίσω σε αυτό. Υπάρχουν όμως νέα ζευγάρια... Στο Cosmos, παράδειγμα, μέσα εκεί. Περνάει το παιδί, χαμογελάνε κι αυτοί. Είναι αλλιώς, οι νέοι μεγαλώνουνε αλλιώς. Εκτός κι αν... Τι να σου πω τώρα... Παρκάρεις στο Cosmos και έρχεται ο άλλος, παρκάρει στο αναπηρικό. Και του λες εσύ: «Συγγνώμη, κύριε, είναι αναπηρικό το αυτοκίνητο;». Σε κοιτάει και σου λέει: «Τα παράπονά σου στη διεύθυνση». Έγινε προσωπικά σ’ εμάς, γι’ αυτό σ’ το λέω. Και μετά πήγε με τον ταξιτζή... Πήγε, μίλαγε με έναν ταξιτζή, μας κοιτούσε και γελούσε. Νομίζει ότι κάτι έκανε. Όλα τα υπόλοιπα τα πάρκινγκ ήταν άδεια, δυο-τρία αυτοκίνητα. Δεν υπάρχει περίπτωση... Αν δεν πάνε άλλοι, είναι υπερπλήρης για να πάει ένα αναπηρικό να παρκάρει. Η βλακεία όμως ήταν υπερπλήρης σε αυτόν, που νόμιζε ότι κάτι έκανε. «Τα παράπονά σου», λέει, «στη διεύθυνση». Γιατί; Γιατί βρήκε το αλυσιδάκι ανοιχτό και μπήκε. Εντάξει. Φιλοσοφία είναι κι αυτή. Άμα είναι να χαλάς φαιά ουσία μ’ αυτό... Δεν συζητάς καθόλου. Τον χαιρετάς, «Άντε γεια». Πες μου, τι άλλο θέλουμε να πούμε.
Κοίτα, θα ήθελες να προσθέσεις οτιδήποτε άλλο εσύ αυτή τη στιγμή, κάτι σχετικά με την προσβασιμότητα ίσως;
Εντάξει, η προσβασιμότητα, ακόμα και μες στο κέντρο της πόλης, δεν είναι καλή. Να μην πω κάτι άλλο. Δεν θα πω όνομα. Κάποια στιγμή σε κάποια εκλογική διαδικασία, δημοτικές εκλογές στη Θεσσαλονίκη, μέσω ενός γνωστού, κοινού γνωστού, με πήγανε σε κάποιον υποψήφιο. Εγώ δεν τα ’χω καλά με τις εκλογές και με τα τοπικά και με τα τέτοια. Δεν τα ’χω καλά... Δεν τα ’χω καλά όχι σαν διαδικασία... Τέλος πάντων, να μην αναπτύξουμε το σκεπτικό... Τέλος πάντων, συναντήθηκα με τον υποψήφιο και του ζήτησα... «Δεν με ενδιαφέρει», του είπα, «αν εκλεγώ, δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Με ενδιαφέρει, μια και το συζητάμε, να εκλεγείς εσύ για να μπορέσουμε να κάνουμε δυο-τρία πραγματάκια στην πόλη μέσα. Ούτως ή άλλως, εγώ στην πόλη αλλού είμαι γνωστός, αλλού δεν είμαι, δεν κατοικοεδρεύω στην πόλη, δεν έχω πάρε δώσε». Και τον είπα: «Ακόμα και η πλατεία Αριστοτέλους είναι απρο[00:35:00]σπέλαστη». «Μα τι λες τώρα; Εμείς», λέει, «περνάμε, βλέπουμε, έχει ράμπες». Τέλος πάντων, τον κατέβασα κάτω, του λέω «Πιάσε με απ’ τους ώμους -όπως ήμουνα στο αμαξίδιο- και πάμε παρέα». Η ράμπα στο έτσι... Του λέω: «Δηλαδή αυτή τη ράμπα, αν εγώ δεν είμαι Ράμπο, ο άλλος δεν μπορεί να την ανεβεί. Επειδή εγώ θα ανέβω, σημαίνει ότι μπορεί να ανεβεί ο άλλος; Ένας τετραπληγικός, ένας παραπληγικός; Αν δεν έχει άνθρωπο να τον σκουντήξει από πίσω, δεν πρόκειται να ανέβει». Περπατάμε την πλατεία Αριστοτέλους και πήγαινε το καρότσι έτσι. Πλακάκια σηκωμένα, εδώ εκεί... Και όλες οι ράμπες ήτανε αλλού σπασμένες, αλλού έτσι, αλλού αλλιώς. Μετά του λέω: «Τι έγινε;». Μου λέει: «Έχεις δίκιο». Λέω: «Πώς σου φάνηκε από κει ψηλά που κοίταγες;». Λέει: «Ναι». Άρα, τι πρέπει να γίνει; Να ’χουμε μια καλή συνεννόηση, να κάνουμε πιο φιλική την πόλη στο να κατεβαίνουν τα παιδιά κάτω. Γιατί να κατεβαίνει το αυτοκίνητο [Δ.Α.] και να ψάχνει να βρει αναπηρικό parking, που δεν υπάρχει; Και να τρέχει μετά ο δημοτικός αστυνόμος να το γράφει; Δηλαδή εμένα μου ’τυχε με το σήμα επάνω να με γράψει. Του λέω: «Τι κάνεις, παλικάρι μου;». Μου λέει: «Δεν έπρεπε να είσαι εδώ». Λέω: «Και πού να πάω;» Λέει: «Κάτω στο λιμάνι έχει parking». Και να ’ρθώ πού; Στην Αριστοτέλους. Λέω: «Πλάκα μου κάνεις τώρα». Και, για να μην έχουμε τέτοια πράγματα, κάνεις και καμπόσα parking, τα φυλάς κιόλας και λύνεις το θέμα. Αλλά δεν... Βγήκε κι εγώ δεν ασχολήθηκα, να σου πω την αλήθεια. Εντάξει. Τώρα όλοι πουλάνε φούμαρα. Άλλος θα φτιάξει το πάρκο, άλλος θα φτιάξει την παραλία... Μια απ’ τα ίδια. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου. Ευτυχώς, τα καινούρια γήπεδα όλα έχουνε πολύ καλή προσβασιμότητα. Είναι μες στις προδιαγραφές, με ράμπες, με μπάνιο, με τουαλέτα. Και στον χώρο που αγωνιζόμασταν εμείς, στην Πυλαία, όλα ήτανε κομπλέ: τα αποδυτήρια, ειδική τουαλέτα, ράμπες έξω κτλ. Είχαμε –και έχουμε ακόμα, τα παιδιά που είναι μέσα– έναν πολύ ωραίο χώρο που δεν έχει να ζηλέψει κανένας τίποτα. Μπαίνουν τα παιδιά... Είναι στον ίδιο χώρο με τους αρσιβαρίστες. Υπάρχει ανάμεικτη ψυχολογία. Ξες, ο ένας δίνει στον άλλον. Είναι αλλιώς. Κάνει ο άλλος.. Μπαίνει στην προσπάθειά του, ο πάγκος... Ξαπλωμένοι οι δικοί μας είναι απέναντι... Έχουνε... Μα είναι κοινή πορεία. Άρση βαρών το ένα, άρση βαρών το άλλο. Ο ένας ξαπλωμένος, ο άλλος όρθιος. Ο πόνος, η κούραση, η ψυχολογία, η τρέλα και όλα αυτά είναι τα ίδια, δεν αλλάζουνε. Δεν αλλάζει κάτι. Είναι αυτό που τους λέμε τόσα χρόνια. Δηλαδή περνάς ένα αθλητικό γεγονός και το περνάει στα κοινωνικά. Γιατί το περνάς στα κοινωνικά; Δεν είναι αθλητής ο άλλος; Επειδή είναι ανάπηρος, δεν είναι αθλητής; Στα κοινωνικά. Ρε, πέρνα το στα αθλητικά, ρε! Τίποτα. Τέλος πάντων. Αυτό έχει καλυτερεύσει όμως. Γιατί οι δημοσιογράφοι, όσοι ψάχνονται και κοιτάνε στον χώρο κτλ., έχουν αρχίσει, το περνάνε εκεί που πρέπει. Έγιναν αρκετές προσπάθειες. Φτάσαμε εκεί. Αυτά, πάνω κάτω, παλικάρι μου.
Ωραία. Θα ’θελες να πεις κάτι πριν το κλείσιμο, οτιδήποτε;
Το μόνο... Να πω σαν μήνυμα; Να πω σαν ευχή; Η νεολαία μας να ασχοληθεί με τον αθλητισμό. Με τον αθλητισμό γενικά. Δεν μπορούν να κάνουν όλοι πρωταθλητισμό. Δεν είναι για όλους, έτσι; Αλλά το να συντηρούνται, το να γυμνάζονται, το να πιέσουν τον εαυτό τους να κάνουν ένα κλικ παραπάνω είναι καλό για την υγεία τους, για τη ψυχική τους ηρεμία και για τη θέλησή τους, αν θέλεις, να βγούνε μπροστά. Σου δίνει αυτοπεποίθηση ο αθλητισμός, σε όλα τα επίπεδα. Είναι καλό για όλους να αθληθούν. Όποιος δεν αθλείται, σιγά σιγά, μπορεί να μην το καταλαβαίνει, αλλά μαραζώνει. Δηλαδή αθλείσαι και είσαι ζωντανό κύτταρο, να το πω έτσι. Και το μυαλό και το σώμα. Όπως το λέγανε και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, νους υγιής εν σώματι υγιεί. Είναι μια πραγματικότητα αυτό, και ειδικά για τα χρόνια που ζούμε. Τρώμε σαβούρες. Αναπνέουμε σαβούρες. Πίνουμε σαβούρες. Δεν είναι τον παλιό καιρό, που φτιάχνανε όλοι ένα τσιπουράκι και πίνανε. Τώρα η νεολαία βγαίνει έξω, δεν ξέρεις τι πίνει. Δηλαδή ο αθλητισμός είναι ένα κομμάτι, όπως είπα και στην αρχή, που σώζει ζωές. Αυτό, σε όλα τα επίπεδα. Αν δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε, σ’ ευχαριστώ πολύ.
Δεν έχουμε. Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ–
Τίποτα. Να ’σαι γερός, αγόρι μου.
Και καλή σου συνέχεια.
Όλος ο κόσμος να είναι καλά.
Περίληψη
Ο παραολυμπιονίκης Δημήτρης Ανατολίτης αφηγείται τη ζωή του από τη γέννησή του στη Γερμανία, ως παιδί οικονομικών μεταναστών, μέχρι σήμερα που ζει στο Λάκκωμα Χαλκιδικής. Επίσης, αφηγείται τα παιδικά του χρόνια στον Βαθύλακκο Θεσσαλονίκης. Η ιστορία του είναι στενά συνδεδεμένη με τον αθλητισμό. Από το μπάσκετ με αμαξίδιο μέχρι την άρση βαρών, ο αφηγητής έχει συμμετάσχει σε τρεις Παραολυμπιακούς Αγώνες (Σίδνεϊ, Αθήνα, Πεκίνο). Μας αφηγείται επίσης τη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη που έκανε σε τέσσερις μέρες με αγωνιστικό αμαξίδιο μαζί με έναν φίλο του, γεγονός που τους έβαλε στο βιβλίο Guiness. Στο τέλος, περιγράφει συγκινητικές και δύσκολες στιγμές από αυτή την πλούσια πορεία του.
Αφηγητές/τριες
Δημήτριος Ανατολίτης
Ερευνητές/τριες
Δημήτρης Μουταφίδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/12/2023
Διάρκεια
39'
Περίληψη
Ο παραολυμπιονίκης Δημήτρης Ανατολίτης αφηγείται τη ζωή του από τη γέννησή του στη Γερμανία, ως παιδί οικονομικών μεταναστών, μέχρι σήμερα που ζει στο Λάκκωμα Χαλκιδικής. Επίσης, αφηγείται τα παιδικά του χρόνια στον Βαθύλακκο Θεσσαλονίκης. Η ιστορία του είναι στενά συνδεδεμένη με τον αθλητισμό. Από το μπάσκετ με αμαξίδιο μέχρι την άρση βαρών, ο αφηγητής έχει συμμετάσχει σε τρεις Παραολυμπιακούς Αγώνες (Σίδνεϊ, Αθήνα, Πεκίνο). Μας αφηγείται επίσης τη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη που έκανε σε τέσσερις μέρες με αγωνιστικό αμαξίδιο μαζί με έναν φίλο του, γεγονός που τους έβαλε στο βιβλίο Guiness. Στο τέλος, περιγράφει συγκινητικές και δύσκολες στιγμές από αυτή την πλούσια πορεία του.
Αφηγητές/τριες
Δημήτριος Ανατολίτης
Ερευνητές/τριες
Δημήτρης Μουταφίδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/12/2023
Διάρκεια
39'