«Γεννήθηκα κάτω στο Βαρδάρη, γέννημα θρέμμα δηλαδή»: μια οικογενειακή και αστική ιστορία
Ενότητα 1
Το παλιό σπίτι και η οικογενειακή ιστορία
00:00:00 - 00:21:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα. Σήμερα έχουμε Πέμπτη 4 Μαΐου 2023 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, Ερευνητής για το Istorima, και β… πάει και μονάσει, γιατί πάντα η γιαγιά—, Ήταν της εκκλησίας— Α.Κ.: μέχρι που πέθανε είχε φοβερή κλίση στη θρησκεία. Ήταν της εκκλησίας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Σχολικά χρόνια Αφηγήτριας
00:21:33 - 00:28:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κατάλαβα. Τώρα, για να έρθουμε στα δικά σας σχολικά χρόνια, εσείς από κει τι θυμάστε; Πού πήγατε; Εγώ θυμάμαι ότι η πλατεία… Είχε έρθει και…. Βέβαια, δεν ξέραν αυτές τι λέει, γιατί καμία δεν πήγαινε τότε. Μόνο καμιά έξυπνη θα καταλάβαινε ότι εγώ μόνο πήγαινα και έκανα ιδιαίτερα!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η οικογενειακή ιστορία
00:28:25 - 00:32:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Α.Κ.: Μαμά, πες λίγο την ιστορία της οικογένειας του πατέρα σου, του παππού Χρήστου. Του παππού Χρήστου; Α.Κ.: Από πού ήρθε ο παππούς Χρήσ…, με τις σαλάτες, με όλα! Τα ‘στελνε. Ο μπαμπάς μου έκανε την νταντά στα παιδιά! Μαζί τους παραθέρισε, μαζί τους… Αυτό είχε μάθει να κάνει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Το εβραϊκό στοιχείο της περιοχής
00:32:10 - 00:36:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα έρθουμε μετά λίγο και πιο πολύ σε περιγραφές όλων αυτών των τοπίων που μας είπατε, αλλά μιας και η κυρία Αγνή είπε για τους Εβραίους… Α,… από πάνω είχε… Α.Κ.: Δηλαδή αυτό προηγείται του Ολοκαυτώματος, αυτός ο γάμος, και προφανώς γλύτωσε η κυρία αυτή χάρη του γάμου που έκανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Τα χρόνια της Κατοχής
00:36:14 - 00:54:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κατάλαβα. Και την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου τη θυμάστε; Όχι. Θυμάμαι έναν πόλεμο, όπου πηγαίναμε στα καταγώγια και κρυβόμασταν όταν…δεν έχει εικόνα. Ήταν παιδί. Ναι. Μήπως σας είχαν πει μετά. Αλλά αυτό που είπατε εσείς έχει πολύ ενδιαφέρον. Ο κόσμος δεν συζητούσε, έτσι;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η πολεοδομική-αστική εξέλιξη του Βαρδάρη και η αντιπαροχή
00:54:12 - 01:11:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όχι, δεν συζητούσε, γιατί… Ξέρω εγώ; Ήρθαν τότε οι πρόσφυγες, καθόντουσαν πιο πολύ. Εγώ, έτσι, πολλούς νοικοκυραίους εκεί ήταν οι πλούσιοι μ…πια σκεπαστή, όπως η άλλη. Ήταν μαγαζιά εκατέρωθεν του δρόμου. Ε, ναι. Είχε απ’ όλα. Α.Κ.: Και η Μαβίλη και η Ειρήνης. Και οι δυο δρόμοι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Τα κακόφημα στενά μετά την οδό Λαγκαδά, προς το Σταθμό, και η εγκληματικότητα
01:11:53 - 01:18:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πάμε τώρα λίγο στην άλλη μεριά της Λαγκαδά, στην οδό Ειρήνης που μου είπατε, Βάκχου, Οδυσσέως, Αφροδίτης, όλα αυτά τα ωραία τα στενά. Ναι. … έβαζε το φαγητό μας έκανε, ξέρω ‘γώ, και μετά έφευγε και πήγαινε εκεί και ερχόταν αργά. Και την παίρνανε από πίσω από κει στη Μοναστηρίου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Οι πλανόδιοι
01:18:02 - 01:19:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα ένα άλλο. Ναι. Μου είπε η κυρία Αγνή ότι εκείνη την εποχή περνούσε ένας αραμπατζής με ένα κάρο και ρίχνατε τα σκουπίδια μέσα; Όχι. Ε…πα— και το σαλεπιτζή που περνούσε απ’ τη γειτονιά. Α, βέβαια περνούσε απ’ τη γειτονιά. Εμείς είχαμε και το καφενείο. Όλοι. Και περνούσανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 9
Η έλευση των προσφύγων το 1922 και οι προστριβές με τους γηγενείς
01:19:12 - 01:25:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Α.Κ.: Είπαμε για το εβραϊκό στοιχείο. Πείτε μας τώρα λίγο και για το προσφυγικό. Πότε ήρθαν, με τι ασχολούνταν; Με τι ασχολούνταν; Όλοι αυτ… στο διδακτορικό μου για αυτό το θέμα. Το ξέρω πολύ καλά και εκ του αποτελέσματος κρίνω και το τι λέει η μαμά και γιατί το λέει. Κατάλαβες;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 10
Οι κομμουνιστές του Βαρδάρη και δύο ιστορίες από την Κατοχή
01:25:13 - 01:32:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι. Να σας πάω τώρα και σε μια άλλη ομάδα που ήτανε και μετά με τον Εμφύλιο πολύ… Πάμε. Για πείτε. Πολιτικά ο κόσμος που ζούσε στη γειτον…ενε στο σπίτι; Ήταν μικρή. Αυτό θυμάται. Μόνο αυτό θυμάμαι. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο με μαυραγορίτες. Και ότι έγινε μετά φύλακας στο Λυσέ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 11
Οι συνοικίες Μπάρα και Ραμόνα
01:32:52 - 01:36:47
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είπαμε πριν, το Βαρδάρη τότε τον λέγατε Βαρδάρη ή μόνο Μπάρα; Βαρδάρη το λέγανε τότε. Μπάρα δεν το λέγαν. Βαρδάρη το λέγανε. Τώρα μετά πώς …ηλαδή σήμερα το σχολείο που πήγαινα εγώ είναι 80-90% μειονοτικό. Αυτά τα είχαμε πει, ναι. Είναι η άλλη άκρη του νήματος. Α.Κ.: Ναι. Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 12
Η εκκλησία των Δώδεκα Αποστόλων
01:36:47 - 01:39:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μιας και είπατε τους Δώδεκα Αποστόλους, από εκεί αναμνήσεις; Α, οι Δώδεκα Απόστολοι ήτανε η εκκλησία μας. Πηγαίναμε ταχτικά εκεί πέρα. …ε αυτά. Πολύ της προσφοράς της κοινωνικής ήταν. Ναι. Νομίζω ότι σε ό,τι αφορά την περιγραφή της γειτονιάς είμαστε υπερκαλυμμένοι. Ωραία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 13
Η πλατεία Βαρδαρίου και η εργασία της Αφηγήτριας
01:39:30 - 01:43:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μία τελευταία ερώτηση ως προς αυτό. Το χτίσιμο του νέου σιδηροδρομικού σταθμού το θυμάστε; Ω… Του νέου; Βέβαια το θυμόμαστε. Ε, τι να θυμηθ…ανε. Το ‘κλεισε και έφυγε το μαγαζί. Σταμάτησε δηλαδή. Α.Κ.: Και μετά πήγε στον «Καλαϊτζόγλου». Ναι. Και μετά πήγα στον «Καλαϊτζόγλου».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 14
Η θέση της γυναίκας στην εργασία, την οικογένεια και την οδήγηση
01:43:45 - 01:49:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και κει έκανα σφάλμα. Μ’ έδωσε 2.400 και σηκώθηκα και έφυγα η χαζή, γιατί γεννήθηκε η Αγνή! Ναι. Α.Κ.: Η μαμά ήταν θύμα μιας κατάστασης. Δη…ώς… Ε, δεν με έκαναν παρατήρηση. Ποιος να με κάνει; Εγώ ήμουν συντηρητική. Δεν ήμουνα να κάνω κόνξες. Πώς το λένε; Α.Κ.: Δεν ασχολούνταν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 15
Αναμνήσεις από την Παλιά Παραλία και την Τσιμισκή
01:49:28 - 01:52:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Και πολύ τελευταίο-τελευταίο: Αν θυμάστε τη διάνοιξη της Κωνσταντίνου Καραμανλή, της Νέας Εγνατίας πώς ήταν και τη Νέα Παραλία, που κ…ύμε πάρα πολύ, κυρία Λέλα και κυρία Αγνή. Να ‘στε καλά. Α.Κ.: Να ‘στε καλά. Την Αγνή; Πιο πολλά με θύμισε η Αγνή, που τα λέει πιο ωραία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
[00:00:00]Καλημέρα. Σήμερα έχουμε Πέμπτη 4 Μαΐου 2023 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, Ερευνητής για το Istorima, και βρίσκομαι εδώ με μία ακόμα Αφηγήτρια, την κυρία Βασιλική—
Κολιαδήμου—
Κολιαδήμου, σωστά, ή αλλιώς Λέλα Κολιαδήμου.
Ναι.
Η οποία θα μας μιλήσει για τα βιώματά της, για τη ζωή της—
Μάλιστα—
στη Θεσσαλονίκη.
Ό,τι θέλετε θα σας πω.
Χαίρομαι. Ευχαριστούμε πολύ που δεχτήκατε αρχικά να είστε εδώ.
Ναι. Και δική μου χαρά. Να δούμε τι θα πω τώρα!
Να είστε καλά. Θα το βρούμε, μην αγχώνεστε.
Ναι, ναι, ναι.
Είπαμε, ό,τι είναι το κόβουμε μετά.
Εντάξει.
Θέλετε αρχικά να μου πείτε πού και πότε γεννηθήκατε;
Το 1930… Πότε… ’36. [Δ.Α.] 16, έχετε αλλάξει τώρα την ημερομηνία.
16 Δεκεμβρίου.
16 Δεκεμβρίου του 1936. Πού γεννηθήκατε;
Στη Θεσσαλονίκη. Βέρα Θεσσαλονίκη! [Δ.Α.].
Αδέρφια έχετε;
Έχω.
Ωραία.
Είχα, είχα. Τώρα έχω ένα.
Ωραία. Αγόρια, κορίτσια;
Αγόρια.
Οι πρώτες σας αναμνήσεις από τον τόπο γέννησης, λοιπόν, ποιες ήταν; Καταρχήν, σε ποια περιοχή γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα κάτω, στο Βαρδάρη που λένε. Εκεί. Γέννημα θρέμμα δηλαδή είμαι εκεί. Ήταν… Ο προπάππους το είχε χτίσει το σπίτι. Ναι.
Θέλετε να μας πείτε λίγο την ιστορία για το σπίτι; Πώς και το έχτισε εκεί;
Τότε εκείνα τα χρόνια ήτανε σε χωριό, από χωριό ήτανε και ερχόταν. Φαίνεται ψώνιζε, έκανε. Και τελικά τα πούλησε όλα και ήρθε εδώ πέρα και έχτισε το σπίτι. Αυτό στα… «Πλατανάκια» λέγεται. Δηλαδή όχι ακριβώς στην πλατεία Βαρδαρίου που λέμε. Ήτανε λίγο πιο εσωτερικά, στην Παπαρρηγοπούλου, τα «Πλατανάκια», και η οδός μας λεγόταν Μαβίλη, ο δρόμος μας. Εκεί ήτανε, δηλαδή πού ήταν τα «Πλατανάκια», από τη μία μεριά ήταν ο δρόμος και λεγόταν Μαβίλη. Ο άλλος λεγότανε… Άμα είναι, πες το.
Και η Σελευκιδών, ναι. Τέλος πάντων.
Παπαρρηγοπούλου λεγόταν ο άλλος ο δρόμος, που πήγαινε στους Δώδεκα Αποστόλους. Εκκλησία, αν ξέρετε.
Βεβαίως.
Υπάρχει η εκκλησία αυτή κι είναι παλιά εκκλησία.
Ναι, πολύ. Όταν το έχτισε, μου είπατε κάτι για πλατανάκια; Δηλαδή;
Η πλατεία είχε δέντρα, για αυτό λεγόταν και «Πλατανάκια». Αλλά μετά την κλείσαν την πλατεία και κάναν δρόμους, έναν από κει, έναν από δω και τέλος. Και μας κλείσανε στο στενό!
Όταν γεννηθήκατε εσείς, προφανώς αυτό το σπίτι ήταν μονοκατοικία.
Ναι… Όχι. Δεν ήταν. Ήταν τριώροφο. Εμείς καθόμασταν στον τρίτο όροφο γιατί τα άλλα τα ‘χτισε ο παππούς και έβαλε τα παιδιά του. Δηλαδή τρία ήταν τα παιδιά του. Ένας κάτω, ένας στη μέση και το τρίτο το ‘δωσε στην κόρη, στη μητέρα μου δηλαδή.
Στη γιαγιά μου. Ναι.
Και πώς ήταν να μένετε με όλη την οικογένεια μαζί;
Ήταν μεγάλο το διαμέρισμα. Όλη η πλάκα ήτανε. Πόσο ήταν μεγάλο; Σ’ ένα δωμάτιο κοιμόμασταν βέβαια, γιατί τότε είχε και κρύο και είχε πολλά παράθυρα. Και τα δύο τα αδέρφια μου κοιμόντουσαν εκεί μαζί. Στο κρεβάτι με τη μητέρα μου κοιμόμουνα; Δεν θυμάμαι αυτά. Ήτανε δύσκολα χρόνια. Δύσκολα παρόλο που ήμασταν σε αυτό εμείς. Είχαμε σπίτι σε πλατεία μεγάλη και αυτό. Αλλά τώρα τα κλείσανε αυτά το δρόμο και μας πήγανε μες στο στενό.
Ναι, μου έχει πει και η κόρη σας λίγο για το πώς έγινε μετά.
Ναι. Στο είπε;
Στο διαμέρισμα με παππού, γιαγιά. Είχε δύο δωμάτια και ένα μεγάλο σαλόνι. Το καλοκαίρι πηγαίναμε και εμείς τα παιδιά, ας πούμε, έξω στο σαλόνι να κοιμηθούμε. Αλλά το χειμώνα μαζευόμασταν όλοι στο δωμάτιο.
Ωραία. Και από τον παππού σας ιστορίες θυμάστε;
Πώς δεν θυμάμαι. Θυμάμαι.
Για πείτε.
Ο παππούς όταν βγήκε στη σύνταξη —εργαζόταν πρώτα, μπροστά στο Επιμελητήριο—, όταν βγήκε στη σύνταξη, ήθελε να μας βλέπει. Όπως ήταν στην είσοδο, κοιμόταν στο κρεβάτι. Ήθελε το δρόμο, έβλεπε το σαλόνι και η κουζίνα. Ήθελα ανοιχτά, να μας βλέπει εμάς τι κάνουμε. Μας αγαπούσε πάρα πολύ.
Ο παππούς μου ήτανε… Πρώτα είχε μαγαζί παπούτσια. Καλό μαγαζί. Αλλά μετά χρεοκόπησε. Μάλλον έφυγε ο ένας συνεταίρος. Κάποιοι τον κλέβανε κιόλας. Και το κλείσανε. Κάποια διάφορα ήταν. Όταν έφυγε ο συνεταίρος, ήταν και λίγο οξύθυμος ο παππούς μου, γιατί ήταν κοινωνικός, αυτός ήτανε στα κοινωνικά. Και μία μέρα ο συνέταιρος τού λέει: «Τι έγινε, Θωμά; Εγώ βρήκα». Βρήκε ένα μαγαζί στην Τσιμισκή και πήγε να δουλέψει εκεί πέρα. «Εγώ βρήκα» λέει. «Εσύ τι έκανες;». Ε, λέει: «Κι εγώ». Εντάξει. Και πήγε και βρήκε τον πατέρα μου.
Του παππού ήταν στη Βενιζέλου. Πρώτα ήτανε στον Άγιο Μηνά. Μετά ήταν στη Βενιζέλου και αυτός. Αλλά τον κλέβανε. Η μητέρα μου τον είχε πιάσει. Και τον κλέφτη, ας πούμε, ήταν αυτός που έφυγε κιόλας!
Ο κλέφτης ήτανε στα φόντια, εκεί που κάνουν, κόβουν τα αυτά. Ο παππούς μου ήταν μπροστά στο ταμείο γιατί ήταν... Τις δουλειές τις εξωτερικές έκανε. Ήτανε… Πώς να σας πω; Πώς το λένε αυτό το… Ήτανε επί τω… Με τα πράγματα, ναι. Δηλαδή ήταν ο… πώς το λένε;
Ο έμπορος ήτανε, ναι.
Ναι. Πουλούσε. Και μια μέρα είχανε φέρει κάτι λεφτά και όπως ήτανε το γραφείο εδώ τα έβαλε ο παππούς μου τα λεφτά. Από πάνω ήταν αυτός που έκλεψε και πάει ο συνεταίρος και του λέει: «Τι έγινε, Θωμά; Εγώ βρήκα. Εσύ τι έκανες;». Αλλά του είπε πρώτα για τα λεφτά. Λέει… Και ήταν και η μητέρα μου και τον έπιασαν τον κλέφτη.
Όταν είπε «Εγώ βρήκα» τι ακριβώς…
Έφυγε και ο παππούς μου το εκείνη την ώρα και είπε «Κι εγώ θα βρω». Και πήγε και βρήκε τον πατέρα μου στο σταθμό.
Έκανε και εκείνος το ίδιο επάγγελμα, έκαμνε.
Ε ναι. Είχε κρίση.
Ε ναι. Για αυτό και όταν έγινε…
Ε, να, όπως σας το λέω.
Μπάρμπας, ναι.
Τον Παράσχο, που είναι στην Τσιμισκή.
Και επειδή ήταν στα γυναικεία πιο πολύ παπούτσια. Είχε πάρει και το βραβείο ο παππούς μου τότε το χρυσό.
Πώς το λέγανε;
Από την Έκθεση, δηλαδή… Πάλι το μαγαζί δηλαδή. Αλλά αυτό δεν το είδα εγώ καμιά φορά.
Πριν τη δεκαετία, πιο μπροστά—
Γιατί γυναικείο φαίνεται πιο πολύ έκαμναν. Γιατί κι ο Παράσχος μετά γυναικείο παπούτσι έκανε. Τώρα δεν ξέρω αν κάνει κι άλλα.
Ο παππούς; Βέβαια, και πολύ κοινωνικός. Μετά δούλεψε, όταν έκλεισε το μαγαζί αυτό και πήρε τον πατέρα μου και δεν ταιριάξανε… Και πώς έφυγε το μαγαζί; Γιατί ο παππούς μου είχε τη φίρμα και όταν πήρε τον πατέρα μου, ο πατέρας μου ήθελε να βάλει το όνομά του και αλλάξαν τη φίρμα και τους έκαναν έξωση. Και έμεινε και χωρίς δουλειά και ο παππούς. Καλά, ο μπαμπάς μου βολεύτηκε. Έκανε…
Ήτανε υποδηματοποιός. Κι εκείνος δούλευε. Ήταν πρώτα εκεί πέρα στην Βενιζέλου…
Μετά άνοιξε δικό του στην Ερμού. Το τελευταίο μαγαζί του ήταν στην Ερμού, απέναντι τώρα που είναι το ταχυδρομείο, απ’ αυτή τη μεριά που είναι το ταχυδρομείο. Στην Ερμού δηλαδή. Εκεί άνοιξε μαγαζί. Ώσπου κι εκεί πήρε φωτιά! Τότε δεν ξέρω τι έγινε και το χάλασε το μαγαζί.
Αυτό το θυμάστε πώς έγινε;
Ε, τώρα τι να σας πω; Ήταν μικρό μαγαζί και ο μπαμπάς μου ήταν πολύ φιλότιμος και έβαζε κι άλλους ανθρώπους σε μηχανές, τους παραχωρούσε και πλήρωνε στο Επιμελητήριο ή στην εφορ[00:10:00]ία ό,τι ήτανε. Δεν τον συνέφερε. Μετά χάλασε και αυτό το μαγαζί. Δεν ξέρω πώς πήρε φωτιά, είναι η αλήθεια. Είχε δίπλα φωτογραφείο, ξέρω ‘γώ, και…
Δεν ξέρω πώς λεγόταν.
Πού το ξέρεις εσύ;
Ναι; Η Καλλιόπη μπορεί να ήξερε το όνομα. Τελικά, εγώ και όταν παντρεύτηκε ακόμη αυτός μου ζήτησε να με βγάλει νύφη αλλά εγώ είχα δώσει την προκαταβολή στην Διαγώνιο εκεί πέρα, δεν ξέρω ποιο μαγαζί ήτανε, και είχα γραφτεί για να με βγάλουν φωτογραφία. Και με παρακαλούσε μέχρι το τέλος να με βγάλει. Βέβαια, μετανόησα μετά, γιατί δεν με έβγαλε καλά αυτός!
Ναι. Πού;
Πώς ήταν η γειτονιά… Η γειτονιά, ναι—
πει.
Ε, ναι. Είχαμε και φούρνο κάτω, βέβαια. Ναι.
.
Το σπίτι ήτανε… Μπορώ να πω ήταν το μεγαλύτερο στη γειτονιά. Το πιο ψηλό.
Είχε και γκαράζ η γειτονιά. Είχε μεγάλη πλατεία και πιο ευθεία απάνω είχε τα γκαράζ της Κοζάνης. Ερχόντουσαν τα φορτηγά εκεί.
Α, ΟΚ.
Ναι. Είχαμε και την ταράτσα, βγαίναμε εκεί πέρα. Ο πρώτος όροφος ήτανε δύο δωμάτια και ας πούμε μία κουζίνα κοινόχρηστη. Εκεί καθόντουσαν. Και ποιοι καθόντουσαν να σας πω; Στο ένα καθότανε μια θεία μας, γιατί σας είπα ότι ο παππούς τα χώρισε. Έδωσε στον ένα γιο το κάτω και στο δεύτερο έδωσε στον άλλο το γιο. Και το επάνω, τον τρίτο όροφο, τον έδωσε στη μητέρα, που ήταν η κόρη του.
Στη γιαγιά μου. Εμείς είχαμε μεγάλη απλωσιά. Είχαμε και ταράτσα, είχαμε και αυτό. Πολύ ωραίο ήταν το σπίτι, μεγάλο. Τι να πω τώρα περαιτέρω;
Για έναν φούρνο είπε η κυρία...
Ο φούρνος ήταν κάτω στο ισόγειο, στη γωνία αλλά με εξωτερική πόρτα. Είχε και μία πόρτα μέσα, αλλά ήταν στο ισόγειο εκεί πέρα. Ήταν… Από το δωμάτιο έβγαινε. Την είχε κλειστά όποιος καθόταν εκεί.
Ο φούρνος ήταν του Ανέστη. Δικός μας ήταν ο φούρνος, της γιαγιάς δηλαδή. Κοινόχρηστος ήταν ο φούρνος στην αρχή, γιατί όλοι δικαιούμασταν και απ’ το φούρνο.
Α.Κ.: Ποιος το νοίκιαζε σε ρώτησα.
Ποιος το νοίκιαζε; Α, ο αυτός, πώς τον λένε, που ήρθε. Ο Ανέστης. Ο Ανέστης ο οποίος ήταν απ’ έξω. Πώς τους λέγανε τους… Εσύ ξέρεις ποιοι ήταν αυτοί. Οι πρώτοι μετανάστες που ερχόντουσαν. Πώς τους λέγανε;
Πρόσφυγες ήταν βέβαια. Πρόσφυγες. Και έγιναν αφεντικά. Μετά για να φύγουνε, έπρεπε να τους αποζημιώσουμε κιόλας. Και τους αποζημιώσαμε για να φύγουν. Αντί να μας δώσουν… Ήθελαν να το χτίσουν κιόλας στο σπίτι, να μας πάρουν και το σπίτι. Τέτοιοι ήταν.
Ο παππούς Θωμάς τον πήραν στο Επιμελητήριο γιατί ήταν επί των εξωτερικών, σας λέω, και μιλούσε και αύτωνε. Και τον είχαν αγαπήσει, μάλιστα, πάρα πολύ. Και ο Πρόεδρος εκεί πέρα έλεγε: «Εγώ πίνω από το ποτήρι του Θωμά». Θωμά τον λέγαν τον παππού μου. Τόσο καλός ήτανε και στην επικοινωνία και τον αγαπούσαν και… Ε, καλά, η μητέρα μου τον πρόσεχε. Ήταν πολύ νοικοκυρά. Γιατί ήταν μεγάλοι άνθρωποι αυτοί. Και τότε δεν ήταν μικροί. Τι έγινε;
Όχι. Η μαμά μου την είχανε πάρει. Την είχανε πάρει, την είχαν υιοθετήσει. Ναι, βέβαια, την είχαν υιοθετήσει. Πες, λέγε, τι άλλο θα πω; Πες.
Ήταν του αδερφού του παππού μου. Ο παππούς μου είχε πολλά αδέρφια και τότε σιγά-σιγά είχαν έρθει όλοι στη Θεσσαλονίκη, θυμάμαι. Ο ένας δούλευε στο σιδηρόδρομο, ο άλλος δούλευε στο «Φλόκα», ο άλλος αδελφός, ξέρεις, της Κούλας, της ξαδέλφης της μητέρας μου, που ήταν άρρωστη. Δούλεψε στο «Φλόκα». Ε, μετά κι αυτός έφυγε απ’ το «Φλόκα», γιατί τα παιδιά του κάναν αυτές καλύτερη και αυτοί το χάσανε και ήτανε πλασιέ, πλασιέ.
Του «Φλόκα», ναι. Έπαιρνε από κει πέρα και έτσι δούλευαν.
Τη μαμά μου γιατί την πήρανε; Ποιος την πήρε, καλέ; Ο παππούς; Γιατί δεν είχαν παιδιά ο παππούς και την πήραν γιατί ήταν παπουτσάς και ο μπαμπάς μου.
Α, ναι. Φυσικά, για αυτό φύγαν τα αδέλφια του από το χωριό. Φύγαν όλα τα αδέλφια του απ’ το χωριό και μετά πούλησαν και… Μία αυτή είχαν, μια ράχη έλεγε η μαμά τότε, δηλαδή ένα βουνό είχανε. Τα παιδιά είχανε φύγει. Ο παππούς μου ήταν στο πούλημα, αλλά ήταν επιχειρηματίας.
Τώρα το χωριό πώς το λένε… Βαθύλακκο; Όχι Βαθύλακκο. Κάπως… Πες το εσύ, καλέ.
Πολύλακκο, ναι.
Α ναι, Κύναμη.
Μικρό χωριό.
Πού βρίσκεται;
Αυτό βρίσκεται… Πώς να πούμε τώρα; Προς τη Νεάπολη. Περνάς την Κοζάνη και μετά είναι η Νεάπολη. Στο ενδιάμεσο… Είναι μέσα σε μία λακκούβα κιόλας γιατί με τον άντρα μου είχα πάει και δεν το βρήκαμε το δρόμο. Με την Αγνή πήγαμε και το ξετρυπώσαμε. Ήταν λίγο μέσα. Για αυτό λεγόταν και Βαθύλακκος. Και η ταμπέλα δεν φαινότανε και μετά με την Αγνή το βρήκαμε. Ναι.
Κοίταξε, μέσα είναι καλό το χωριό, από εκεί και πέρα. Θυμάσαι πού είναι η εκκλησία και… Εγώ Εκείνο δεν το είχα δει, νόμισα ότι είναι μόνο εκεί μπροστά!
Που ήταν εκεί—
Στην Αιδηψό πηγαίναν τότε. Τότε με το συνεταίρο, όμως. Πηγαίνανε στην Αιδηψό, ναι, τότε με το πλοίο πήγαιναν και κάναν διακοπές. Αλλά την τύχη αυτή την είχε μόνο η μαμά μου. Οι άλλο ήτανε… Δεν είχανε.
Ναι, βέβαια.
Είχαν εκεί πέρα —η μαμά που δεν έτρωγε πολύ— τα κασέρια τους, τα αυτά. Διπλό από αυτό ένα ντουλάπι γεμάτο. Και η μαμά μου έπαιρνε το ψωμί της και το μοίραζε στο σχολείο τότε για να πάρει μία καραμέλα, μία σοκολάτα, ας πούμε. Της άρεσαν πιο πολύ τα γλυκά. Ναι.
Θυμάστε η μαμά σας πώς το έφερνε συναισθηματικά όλο αυτό, που ήταν υιοθετημένη κτλ.;
Δεν νομίζω να είχε, γιατί είχε την αδερφή της, είχε… από τύχη. Οι άλλοι είχαν πεθάνει κιόλας. Η μαμά μου ζούσε μέχρι τελευταία, 98 χρόνων. Καλά, βέβαια την είχα εδώ, για αυτό έζησε κι εκείνη 98 χρόνια! Ναι.
Άρα, δεν το έφερνε τόσο βαρέως.
Όχι, πιστεύω ότι έφερε βαρέως γιατί… Πρώτα-πρώτα, ο παππούς μου την είχε βάλει στις καλογριές.
Στο σχολείο;
Ναι. Εκαθόμασταν στο Βαρδάρη, σας λέω… ούτε Κολόμβου. Ενδιάμεσα. Δηλαδή στο Βαρδάρη κανονικά.
Εκεί που ήταν ο Δημόκριτος μετά;
Ο Δημόκριτος μετά; Τώρα είναι το «Πάνθεον», μου φαίνεται, ο κινηματογράφος. Απέναντι.
Τι;
Οι καλογριές ήταν παρακάτω.
Καθολικών. Πώς λεγόταν εκεί;
Αυτό λέω, που τώρα έχει γίνει και το δικαστήριο το διοικητικό.
Κοιτάξτε, το Δελασάλ ήταν πιο δεξιά, ας το πούμε, όπως βλέπουμε το δρόμο προς τα κάτω. Το γυναικείο ήτανε πιο εδώ.
Στη Συγγρού ήταν, λίγο παρακάτω.
Ναι. Το πρώτο των καθολικών.
Πήγαινε… Στους καθολικούς ήτανε. Πώς να σας πω; —
Α, ναι! Αλλά όμως, η μαμά μου ήτανε της θρησκείας, πήγαινε όλο με τις καλογριές —καλόγερους δεν είχε— και φοβήθηκε ο παππούς μου και την τράβηξε απ’ το σχολείο, την έβγαλε, για να μη γίνει καλόγρια! Ναι.
Ιστορίες...
Και μετά η μαμά μου τελείωσε, δεν πήγε σχολείο.
Δεν την έστειλε άλλο.
Ήταν της εκκλησίας—
Ήταν της εκκλησίας.
Κατάλαβα. Τώρα, για να έρθουμε στα δικά σας σχολικά χρόνια, εσείς από κει τι θυμάστε; Πού πήγατε;
Εγώ θυμάμαι ότι η πλατεία… Είχε έρθει και οι πρόσφυγες, αυτοί που ήτανε, πώς τους λέγανε; Και είχαν πάρει και το φούρνο μας, που το νοικιάσαμε. Και είχαμε πολλή παρέα. Τα κορίτσια κατεβαίναμε κάτω, παίζαμε παιχνίδια, τσιλίκι, με τα σχοινιά, ωραία. Και είχαμε και πλατεία κάτω και καφενεία. Μέχρι εκεί φτάναμε. Ήμασταν πολύ… παίζαμε. Τα βράδια —όχι τα βράδια— βγαίναμε στις πόρτες, μετά κεντούσαμε, αργότερα που μεγαλώσαμε και ξέρω ‘γώ. Είχαμε γειτονιά, που λένε, γειτονιά.
Σε ποιο σχολείο πήγατε Δημοτικό;
Εγώ στο 7ο Δημοτικό είχα πάει. Ήτανε στην Κολόμβου αυτό το σχολείο επάνω, στην πλατεία σχεδόν. Στο 7ο πήγαινα εγώ. Υπήρχε και το 1ο και… δεν ξέρω, ένα άλλο ακόμα, μου φαίνεται. Ήταν τρία σχολεία εκεί.
Και πώς ήταν το σχολείο; Σαν κτίριο…
Κτίριο είναι… ακόμη υπάρχει και τώρα. Ήτανε στο 4ο Αρρένων επάνω στη Συγγρού, από κάτω ήτανε. Τότε, μάλιστα, κολλούσαμε κιόλα οι αυλές μας. Αλλά ήταν μεγάλο.
Σήμερα, τώρα δεν ξέρω πώς είναι. Ναι.
Πράγματι κολλάνε.
Βέβαια!
Όλο το συγκρότημα! Και τώρα υπάρχει το συγκρότημα—
Αρρένων—,
Ναι, αρρένων ήτανε και μετά πήγες εσύ για λίγο, όταν χάλαγε…
Πήγες στο Λύκειο και μετά, όταν τελείωνες ήρθες εδώ που κατεβήκαμε.
Και οι δάσκαλοί σας εκεί πώς ήταν; Οι σχέσεις μαζί τους, οι συμμαθητές σας;
Να σας πω. Εγώ όταν πήγαινα στο Δημοτικό, ήτανε… Ο δάσκαλος ήταν θείος μου. Νια. Είχε έρθει και αυτός απ’ το χωριό, γιατί ήταν κι εκείνος απ’ το χωριό. Και ήταν ο θείος μου. Αλλά είχαμε άλλους δασκάλους, δεν μας έκανε μάθημα.
Παπανικολάου. Ήταν από… Πώς λεγόταν το χωριό του; Δεν θυμάμαι τώρα καθόλου.
Ε βέβαια. Απ’ την επαρχία Βοΐου.
Ήταν αυστηροί οι δάσκαλοι;
Στο Δημοτικό; Όχι βέβαια. Δεν νομίζω. Εγώ ήμουν και λίγο βαριά Από τότε ήμουνα βαριά στα ελληνικά. Δηλαδή στα μαθηματικά ήμουνα πολύ καλή, ενώ στο διάβασμα και ιστορίες και τέτοια δεν μπορούσα να τα θυμηθώ. Μ’ έκαναν και ιδιαίτερα.
Ναι, έχουμε και αυτό.
Ναι, δεν μπορούσα να θυμηθώ.
Λέω: «Τι να… Αφού εγώ δεν τα καταλαβαίνω». Συλλάβιζα. Να σας πω ότι τώρα, επειδή πήρα και διαβάζω τώρα, άρχισα να διαβάζω καλά; Δεν μπορούσα να διαβάσω καλά μέχρι τώρα. Αλλά στα μαθηματικά είναι αλήθεια ότι με κάναν κι ιδιαίτερο όταν μεγάλωσα, όχι στο Δημοτικό. Γιατί στο δημοτικό με βάζαν στις δασκάλες να με μαθαίνουνε! Αλλά στο Γυμνάσιο μετά πήγαινα φροντιστήριο και ήμουνα… Δεν πήγαιναν τότε τα παιδιά καθόλου φροντιστήριο. Μπορώ να σας πω ήμουνα η μόνη που πήγαινα φροντιστήριο. Και οι καλύτερες μαθήτριες καμιά φορά κανένα πρόβλημα που δεν το ήξεραν ερχόντουσαν και τους βοηθούσα εγώ. Τόσο δηλαδή καλή ήμουνα. Και στο τέλος, είπε ο καθηγητής «Μια που είναι να δώσει στο πανεπιστήμιο είναι η…» —Βασιλική με λέγαν τότε γιατί το όνομα ήταν Βασιλική. Τώρα είναι Λέλα! Λοιπόν, αλλά εγώ δεν σκέφτηκα να τον πω ότι «Εγώ δεν έδωσα τελικά εξετάσεις», που μου είπε ο καθηγητής —δεν τον άκουσα— γιατί δεν μιλούσα τότε πολύ, να τον πω ότι το και το. Θα με έλεγε ο άνθρωπος. Δεν μπορούσα να γράψω έκθεση. και δεν πήγα στο πανεπιστήμιο. Και όταν εμεγάλωσαν και τα κορίτσια και τους έλυνα κάτι προβλήματα, λέγαν: «Μαμά!».
Βέβαια. Αυτό το πράγμα είναι το πρώτο λάθος, που λένε.
Σας έμεινε που δεν πήγατε.
Μ’ έμεινε γιατί ταλαιπωρούμουνα με τα μαθήματα. Στο Γυμνάσιο ο καθηγητής πέντε μαθήματα κάτω απ’ τη βάση με είχε βάλει: αρχαία, νέα, ιστορία… πώς το λένε; Τι κάναμε άλλο; Λατινικά, ξέρω ‘γω τι κάναμε; Πέντε μαθήματα με είχε ρίξει κάτω από τη βάση! Στην πρώτη; Στη δευτέρα; Δεν θυμάμαι. Και «Το είπες στη μητέρα σου;». Νόμιζε ότι τα ‘κρυβα εγώ απ’ τη μητέρα μου. Λέω: «Πώς δεν το είπα». «Πες την να περάσει». Και τι είπε μια φορά στο… Τότε πήγαινα και στο Γυμνάσιο. Λέει: «Δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένος ο μαθηματικός», ο γυμνασιάρχης που μας έκανε φυσική και χημεία και ο μαθηματικός. «Δεν διαβάζει στα δικά μου μαθήματα». Η μητέρα μου έδωσε την απάντηση: «Που έρχεται στο σπίτι, όλο τα δικά σας τα μαθήματα διαβάζει αλλά μπαινάκης και βγαινάκης!». Και μετεξεταστέα με άφησε στην εβδόμη και στην ογδόη.
Δυσλεξία… Ναι. και τα κάρφωνε κιόλας στην τάξη. Μ’ έλεγε «Ξέρετε πώς περνάτε». Γιατί στην πρώτη που με άφησε μετεξεταστέα, στην έβδομη, πήγα σε έναν καθηγητή δικό μας πάλι από κείνο το μέρος και με έκανε κάτι ιδιαίτερα και τον μίλησε. Και με πρόσβαλε στην τάξη. Βέβαια, δεν ξέραν αυτές τι λέει, γιατί καμία δεν πήγαινε τότε. Μόνο καμιά έξυπνη θα καταλάβαινε ότι εγώ μόνο πήγαινα και έκανα ιδιαίτερα!
Του παππού Χρήστου;
Από την Κοζάνη. Από πού ήρθε;
Το χωριό τους… Πώς το λένε, καλέ, το χωριό τους; Το ξέχασα. Εσύ το ξέρεις. Το ξέχασα.
Α, Εράτυρα, ναι, ναι. Είδες; Ναι.
Το ‘χαμε πει.
Ναι, ναι, απ’ την Εράτυρα. Ναι.
Ήρθε απ’ την Εράτυρα, ναι. Είχε ένα μεγάλο σπίτι. Γιατί το πούλησε δεν ξέρω τότε.
Αυτό στην Άνω Πόλη;
Της μητέρας μου.
Για τον παππού μου.
Ωραία.
Α, ναι, στο σταθμό. Εκεί τον κακόμαθαν γιατί ο σταθμός είχε καφενείο ο γαμπρός του της γυναικός του. Είχε την αδελφή πάρει. Ο γαμπρός του στο σταθμό είχε πάρει την αδερφή του και εκείνο το μαγαζί ήταν πολύ χρυσωρυχείο, τότε ερχόταν τα τρένα.
Ήτανε… Αποθήκη είχε. Τότε αυτοί που είχανε και χονδρική, να το πούμε, πηγαίνανε με μποξάδες[00:30:00], με σακούλες δηλαδή, δεν είχαν αυτοκίνητα εκείνα τα χρόνια και παίρναν το τρένο. Ο θείος μου είχε την αποθήκη, είχε και εστιατόριο μέσα και είχε και… Δεν ξέρω αν τους κοίμιζε κιόλας. Και αφήνανε τα πράγματα που εμπορεύονταν το βράδυ και την άλλη μέρα πάλι θα ταξίδευαν. Να μην τα πηγαίνουν στα μαγαζιά και τα φέρνουνε.
Είπατε μποξάδες;
Τις σακούλες που είχανε. Δεν είχαν αυτοκίνητα τότε να κυκλοφορούνε, παρόλο που ήταν μεγάλη επιχείρηση.
Σακιά.
Μπόγος.
Σακιά θα ήτανε, ναι.
Την είχε πάρει ο αυτός.
Καφενείο στο σταθμό, στο τρένο, στο σταθμό.
Ναι, παλιό. Τότε ήταν ο παλιός.
Νταντά, νταντά. Να κρατάει τα παιδιά. Γιατί και το φαΐ μαγείρευαν εκεί πέρα, γιατί η μία η κόρη του πήγαινε, η Νίκη, στο μαγαζί και βοηθούσε λίγο τον πατέρα της και μετά έπαιρνε τα φαγητά., τα ετοίμαζε ο θειος μου και τα πήγαινε στο σπίτι έτοιμα, στην άλλη οικογένεια, στην άλλη την αδερφή, ας πούμε, και στα αδέρφια. Τα πήγαινε με τις αυτές, με τις σαλάτες, με όλα! Τα ‘στελνε. Ο μπαμπάς μου έκανε την νταντά στα παιδιά! Μαζί τους παραθέρισε, μαζί τους… Αυτό είχε μάθει να κάνει.
Θα έρθουμε μετά λίγο και πιο πολύ σε περιγραφές όλων αυτών των τοπίων που μας είπατε, αλλά μιας και η κυρία Αγνή είπε για τους Εβραίους…
Α, οι Εβραίοι εγώ τους θυμάμαι που τους μαζέψανε εκεί κοντά στο σταθμό περίπου, και μάλιστα στο δικό τους στο σπίτι, στης θείας μου, από κάτω είχανε Εβραίες.
Ζήσατε κάποια σκηνή αποχωρισμού;
Όχι, εγώ ήμουνα και μικρή κιόλας. Δεν… Αλλά θυμάμαι πολλά πράγματα, δηλαδή πώς έτρεχε ο κόσμος, πώς… Ειδικά αυτό στο σπίτι της θείας μου, που ξέρω ότι πήραν και ορισμένα πράγματα από κει, αυτώσανε. Δεν τους βοήθησαν, νομίζω, έχω τη γνώμη.
Εννοείτε η πόλη ή η οικογένειά σας συγκεκριμένα;
Η οικογένεια και οι θείες μου. Δεν νομίζω ότι τους βοήθησε, να τους κρύψουν, όπως κάμνανε τότε. Γιατί και μέχρι τώρα έχω ακούσει το «Αλτσέχ», που εγώ είχα μία συμμαθήτρια.
Τι ακούσατε Το;
Το επίθετο «Αλτσέχ».
«Αλτσέκ»;
Ναι. Υπάρχει και φαρμακείο που φέρνουνε εδώ με το όνομα αυτή τη φίρμα στο αυτοκίνητο. Και εγώ δεν ενδιαφέρθηκα τότε. Τώρα το κατάλαβα. Τώρα είναι πολύ αργά πια να ρωτήσω αν ζει. Μου φαίνεται ζει η δικιά μου η συμμαθήτρια.
Στο Βαρδάρη είχατε εβραϊκό στοιχείο;
Βέβαια είχε εβραϊκό στοιχείο, αλλά δεν ήξερα εγώ πολλούς. Εβραίες, έτσι, κοντά μας δεν είχαμε, Εβραίες. Δεν θυμάμαι αν υπήρχανε. Μετά, με τους πρόσφυγες εγώ θυμάμαι.
Θα πούμε και για τους πρόσφυγες, που είναι λίγο πιο παλιό βέβαια αλλά…
Πιο παλιό από τους Εβραίους είναι; Πιο μπροστά ήρθαν οι πρόσφυγες; Μπορεί.
Οι Εβραίοι προϋπήρχαν!
Α, καλά. Ήτανε… Αυτό το ξέραν όλοι. Είναι πολλοί επιχειρηματίες, δηλαδή ήταν… Σε ξεγελούσαν με το αυτό. Σου έδιναν κοντό παντελόνι και έλεγε «Ψήλωσε το παιδί»! Έτσι άκουγα ιστορίες.
Θυμάστε κι άλλες μήπως;
Ήτανε πάρα πολύ έμποροι, μεγάλοι έμποροι ήτανε. Ναι. Είχε δηλαδή πλούτο, νομίζω, η Θεσσαλονίκη απ’ τους Εβραίους.
Α, καλά. Ε, τι ιστορία; Ήθελε να την παντρευτεί. Τι έγινε;
Α, ήτανε στη Βενιζέλου επάνω. Ακόμη υπάρχει το όνομα. Δάφας είναι. Τι είναι; Αλλιώς ήταν, ε; Τι όνομα; Εσύ το ξέρεις; Δεν το θυμάμαι εγώ.
Εβραία πήρε αυτός. Την κρύψαμε, φαίνεται, τότε, την αυτώσαν και πήρε Εβραία. Φαρμακέμπορας ήταν, κιόλας. Δάφας λεγόταν, νομίζω. Δεν ξέρω πώς, όπως λέγεται και τώρα το φαρμακείο.
Ναι, στη γωνιά, στη γωνιά—,
Ναι, γιατί ήταν η μαμά μου…
Γυναίκα Αγνή! Έχουμε πολλές Αγνές.
Αγνές.
Ε, ναι, βέβαια.
Ναι. Αυτή επιβίωσε και την πήρε ο φαρμακοποιός.
Μετά ήταν μεγαλέμπορας, δηλαδή από πάνω είχε…
Κατάλαβα. Και την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου τη θυμάστε;
Όχι. Θυμάμαι έναν πόλεμο, όπου πηγαίναμε στα καταγώγια και κρυβόμασταν όταν σφύριζε αυτή… πώς τη λένε;
Σειρήνα.
Η σειρήνα. Εγώ ήμουνα μικρή τότε. Με έπαιρνε ο μπαμπάς μου αγκαλιά. Τον τραβούσα το… Ο παππούς μου πήγαινε και χωνόταν όταν κάτω απ’ το νεροχύτη! Και είχαμε έξω πλατεία —όχι τη δικιά μας, πιο πέρα— και είχαν σκάψει λάκκους από κάτω και πηγαίναμε εκεί και κρυβόμασταν, γιατί ήμασταν στο κέντρο για!
Στο σπίτι μας που ήταν. Πιο επάνω. Απέναντι στου Γρηγοράκη το σπίτι, εκεί πίσω, στου Κωστόπουλου την κλινική από πίσω. Ναι. Εκεί είχε μια πλατεία και είχαν σκάψει λάκκους κάτω στο δρόμο έτσι όπως πηγαίνουμε —ο Κωστόπουλος ήταν πιο εδώ, εδώ στο δρόμο. Είχε δρόμο γιατί είχε πολλά σπίτια εκεί πέρα. Και σκάψαν λάκκο στην πλατεία και εκεί πηγαίναμε και κρυβόμασταν όταν σφύριζα. Γιατί όταν γινόντουσαν πόλεμοι όλα από κει… Όλα τα αυτά… Σπάσαν τα καπνομάγαζα κάτω στην… εκεί που είχε… στη Βαλαωρίτου, όλα τα είχαν γκρεμίσει τότε.
Ε, βέβαια! Ρίχνανε. Πρώτα-πρώτα και στο σταθμό ρίχνανε. Είχε τέτοια, [Δ.Α.], τα αυτώνανε.
Στόχους, στόχους. Όλο περνούσαν πάνω από το κεφάλι μας, που λένε.
Και τα συναισθήματα όταν χτυπούσε η σειρήνα μπορείτε να τα φέρετε στη μνήμη σας;
Εγώ, να σας πω, αυτά τα θυμάμαι όταν ήμουνα μικρή και μου λένε ότι τραβούσα το αυτί του μπαμπά μου. Το είχα μάθει εγώ να του κρατάω τα αυτιά τότε!
Όχι. Κοίταξε, είχαμε τους παππούδες εμείς. Στην Κατοχή εμείς είχαμε τους παππούδες, που ακόμη κρατούσανε λίγο. Πρώτα-πρώτα, είχαμε το σπίτι και νοικιάζαμε κιόλας, νοικιάζαμε κιόλας. Θα μου πείτε, τι; Ο ένας, ο πρώτος που κρατούσε ένα δωμάτιο που ήταν… πώς τους λένε αυτούς που νταραβερίζονταν;
Μαυραγορίτης. Μας έδινε ένα αυγό! Τότε μας το έδινε τ’ αυγό. Η μαμά μου είχε τρία παιδιά και τελευταία δεν μας έδωσε το αυγό γιατί ήταν πιο ακριβό τ’ αυγό από το ενοίκιο του δωματίου!
Μήνα. Δεν μας το ‘δωσε.
Ναι, τόσο.
Η Μέλισσα.
Η γιαγιά μου τη σπιταρόνα που έδωσε ο πατέρας της και τα κασέρια και τα σαλάμια που τα μοίραζε στο σχολείο, που λέει ο λόγος, για να πάρει μία σοκολατίτσα, ένα αυτό, μετά αναγκάστηκε να πάει να εργαστεί στη Μέλισσα, στο εργοστάσιο κάτω στο Χαριλάου, γιατί ήταν ξαδέλφια του παππού μου.
Είχε και συνέταιρο, όμως, αυτός. Δεν τον θυμάμαι.
Το δικό μας, ναι.
Ναι, τη Θεοδώρα, και πήγε και δούλεψε. Και τότε δεν… η αυτή… Δεν μπορούσες τότε. Πολύ δύσκολα ήταν να πηγαινοέρχεσαι, γιατί γινόντουσαν και φασαρίες και αυτά. Και μετά νοίκιασε η γιαγιά στο Χαριλάου επάνω. Πώς το λένε; Εκεί που είναι το διαχωριστικό. Πώς λέγεται;
Τροχιοδρομικά;
Ο δρόμος που είναι. Κάτι έχει, κάπως το λένε. Στη γέφυρα επάνω.
Ο περιφερειακός εννοείτε;
Όχι, όχι. Στη Χαριλάου, ανεβαίνοντας… Ναι, εκεί πέρα ήταν ένας παπάς, καθόταν κιόλας και εκεί μέσα. Και πήγε εκεί και νοίκιασε ένα δωμάτιο.
Εγώ.
Εγώ πήγα. Τότε, επειδή ήτανε φτώχεια, ας το πούμε, και δεν έβρισκες κιόλας και έπρεπε πολλά λεφτά να δώσεις, είχανε πει στους αυτούς που ήταν πλούσιοι να παίρνουν παιδιά ξένα γιατί θα τους έβαζαν όποιο παιδί ήθελαν. Κι εμένα αυτός ο Τζάτζας, που είχε τη Μέλισσα, επειδή ήταν ξάδερφός του παππού μου —πρώτα ξαδέρφια ήτανε με τον παππού μου—, με πήρανε για να με υιοθετήσουν. Αλλά πρώτα, δεν με έδινε ο πατέρας μου και δεύτερον, εγώ έκλαιγα. Έβλεπα τον έναν αδερφό και δεν έπρεπε να έρθει στο τραπέζι να φάει! Τον έκανε έξωση!
Δεν ξέρω. Τον φοβόταν; Γιατί τους άλλους τούς μιλούσα και ξέρω ‘γώ; Και αναγκάστηκαν και πήραν μετά τον αδερφό μου, εγώ έφυγα.
Τον αδερφό ποιον;
Το Γιώργο το μεγάλο. Είχα δύο αδέλφια. Τον αδελφό το μεγάλο. Δεν ξέρω αν ζούσε ο Θωμάς τότε.
Φοβόσασταν τον αδερφό σας; Δεν κατάλαβα.
Όχι, τον πήρανε. Έφυγα εγώ απ’ το σπίτι του Τζάτζα, που είχε τη βιομηχανία. Ήταν το πρώτο κατάστημα στην περιφέρεια, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη. Γενικά όλο, το καλύτερο, που έβγαζε τις κάλτσες, φανέλες, αυτά, τέτοια πράγματα. Kαι μέχρι τώρα υπήρχε το μαγαζί. Όχι τώρα. Στην Ερμού. Αλλά μετά το πούλησε. Ο θειος μας, μάλιστα, έχει πάρει, φαίνεται, τα λεφτά, δεν ξέρω τι είχε κάνει, και τελευταία είχε και καρκίνο και είχε μαλώσει με το αφεντικό και τον έδιωχνε.
Καταστράφηκε και ήταν… στο πεζοδρόμιο έπεφτε.
Ένα παιδί. Βέβαια. Και να μην τους δώσουν ξένο.
Η ιστορία πάλι θα επαναλαμβανόταν δηλαδή.
Ε να, αυτόν τον έναν αδελφό.
Α, του Τζάτζα ο αδερφός.
Ναι, του Τζάτζα, του Τζάτζα.
Ο Θωμάς δεν ζούσε—
Είναι του ’42. Δεν υπήρχε ο Θωμάς.
Αυτό θα ρωτούσα, αν είχατε κάποιον συγγενή που στρατεύτηκε.
Θυμάστε να μου πείτε;
Ναι, στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο, στο ΄Β… Τι να σας πω; Δεν τους ξέρω. Και από Ιστορία δεν ξέρω εγώ καλά!
Για τη Μικρασία δεν έλεγε καθόλου. Πω πω πω…
Ήξερε από καφενεία και τέτοια. Μας έλεγε αυτές τις ιστορίες, πώς τους έκανε καφέδες, αυτό, τους φρόντιζε τους στρατιώτες. Ναι.
Είχε και άλογο. Έχουμε και φωτογραφία με άλογο. Εγώ δεν την έχω.
Ου, καλά!
Ναι, γιατί είχε παρέες και δεν ήθελε. Καταρχήν, το μαγαζί έβαλε μέσα πολλούς ανθρώπους και το ‘χασε κιόλας. Το χρεωκόπησε, που λέει ο λόγος. Με τη φωτιά που πήρε, τι να μαζέψει; Έβαζε άλλες μηχανές που νόμιζαν απ’ την εφορία, από το Επιμελητήριο, ξέρω ‘γώ, ότι τους έχει ενοικιαστές. Ενώ εκείνος αγαθοεργίες έκανε.
Πάρα πολύ. Αλλά εις βάρος του—,
Ναι, ήθελε να βάλει τη φίρμα του. Χάλασε από κει.
.
Βέβαια.
Δεν έκανε τη δουλειά, δεν τις έκανε τις δουλειές. Με τα έξοδα που είχε και με… Δεν ξέρω, έβγαινε και έξω, χανόταν τα βράδια. Τι να σας πω; Δεν ξέρω κιόλας. Μας έφερνε το φαΐ, ας πούμε, και έπαιρνε μια παραγγελία, έκανε κάνα χρόνο να την κάνει για πελάτισσα!
Τη Σαμαρού είχε, που είχαν τις γούνες.
Και την έκανε δυο χρόνια!
Ήτανε δηλαδή…
Ναι, βέβαια. Είχε, ναι.
Ήτανε… Δεν δούλευε. Έτσι τον είχαμε μάθει στο σταθμό ο θειος μας. Γιατί τον είχανε να κοιτάει τα παιδιά μόνο.
Η μαμά μου ήταν μοδίστρα. Δούλευε. Δούλεψε και πήγαινε μάλιστα και στο σταθμό, κάτω στο σπίτι αυτό. Όχι στο σταθμό, λίγο πιο πάνω ήταν το σπίτι τους, στην… Πώς λεγόταν η οδός αυτή; Τέλος πάντων.
Αισώπου, ναι. Και εκεί πήγαινε με την πρώτη ξαδέρφη μου και ράβανε, γιατί ήταν η μαμά μου πολύ νοικοκυρά και ήθελε να τακτοποιήσει το σπίτι —παππούδες είχαμε—, να μας κάνει τα φαγητά, να μας κάνει να φάμε, να συμμαζέψει το σπίτι και μετά να φύγουμε, μετά το απόγευμα πήγαινε και γυρνούσε τα βράδια κι εκεί πέρα απ’ τα στενά —όχι στενά. Εκεί που είναι τα ξενοδοχεία, Μοναστηριού. Τη φωνάζανε κιόλας.
Και πήγαινε και να μαζέψει και το Θωμά το μικρό όταν γεννήθηκε, που τον μαζεύαν. Εκεί πέρα δίπλα στην Εγνατία είχε το σπίτι ένας φίλος του, που ήταν μαζί στο σχολείο. Και τον μάζευαν εκεί πέρα γιατί καλός ήταν στα μαθήματα. Ο άλλος ήθελε να τον βοηθάνε. Εκείνος έγινε—
Αρχιτέκτονας κι ο αδελφός μου δεν πήγε πουθενά! Ο Θωμάς.
Ο τρίτος. Ο Γιώργος, εντάξει, δούλευε στο Σκαζίτη, πώς τον λέγανε;
Στο Σκαζίτη ήτανε. Ναι.
Για να γυρίσουμε λίγο στην πείνα, πέρα από αυτά που μου είπατε εσείς…
Εμείς δεν καταλάβαμε πείνα γιατί είχαμε… Με τους παππούδες ήμασταν και δούλευε ο παππούς τότε. Κι η γιαγιά, είχαν βγει στη σύνταξη.
Α, καλά! Ο παππούς μου ήτανε στα πωλητήρια. Πρώτα-πρώτα, τη ράχη πουλήσαν απ’ το χωριό.
Δεν ξέρω. Στην Κατοχή δίναμε κι αυτό το σπίτι που είχαμε το τελευταίο. Αλλά η μαμά μου αρρώστησε απ’ αυτό το πράγμα…
Ποιο σπίτι; Στη Μαβίλη.
Όχι, το είχε πάρει προκαταβολή, αλλά είπαν κι αυτοί ότι «Δεν θέλουμε εμείς κλαμένο σπίτι, δεν θέλουμε». Και μετά παππούς μου υποχώρησε.
Κλαμένο σπίτι; Δεν άκουσα.
Δηλαδή… Όχι, κλεμμένο. Δεν ήταν κλεμμένο. Είπε, ας πούμε, ότι «Αφού κλαίει η κυρία, δεν θέλουμε εμείς τέτοιο σπίτι να πάρουμε».
Ο παππούς. Ποιος άλλος;
Ναι.
Ο παππούς.
Ναι. Ο παππούς μου ήταν το πωλητήριο. Δεν ήταν να πάρει κάτι. Πωλούσε.
«Δεν το παίρνουμε». Και έτσι, μας…
Ένα κομμάτι θα πουλούσαν, δεν θα πουλούσαν όλο το σ[00:50:00]πίτι.
Το κομμάτι. Γιατί ήταν μερίδια-μερίδια.
Ήμασταν τρεις οικογένειες για!
Καλά, ο αποκάτω ήταν και αχαΐρευτος, εκείνος που είχε τη θεία Όλγα.
Για αυτό της έδωσε και το τελευταίο, που είχε δύο δωμάτια μόνο και ήταν χάλια εκεί πέρα. Ούτε εγώ τον γνώρισα ούτε κανένας τον γνώρισε. Ήταν ρεμπέτ… Πώς τον λένε; Φαίνεται δεν ήτανε…
Ναι. Ήτανε δηλαδή, πώς να σας πω; Πρέπει να ήτανε αυτός… να τα ‘τρωγε τα λεφτά του. Πώς να σας πω;
Νέος πέθανε. Ούτε εγώ θυμάμαι ούτε τίποτα. Βέβαια. Και τον έδωσε ο μπαμπάς το χειρότερο. Τι τον έδωσε; Δύο δωμάτια που να περνούν όλοι στις σκάλες επάνω και μία τουαλέτα. Χάλια ήταν κιόλας. Καλά, το είχε χτίσει αλλά τότε μπορεί να ήταν καλύτερο. Αλλά ήταν χάλια. Βουτούσες μέσα.
Και η μαμά μου, ναι—
Ήταν το δωμάτιο δίπλα απ’ το φούρνο και κατέβαινε η μαμά μου και τη συμμάζευε, την [Δ.Α.]… Γιατί οι συγγενείς. Είχε έναν συγγενή.
Ναι, στην Κατοχή—
Όχι, το ένα επέζησε, γιατί εγώ θυμάμαι που είχε παντρευτεί κάποιον και ήρθε τελευταία να τη διεκδικήσει.
Κι αυτή πέθανε από φυματίωση μετά; Δεν ξέρω. Αλλά γιατί ήρθε ο άντρας της…
Ναι, γιατί τα σπίτια αυτά πουλήθηκαν, ας πούμε, πάνω στον πόλεμο, πουλήθηκαν και τα χρήματα δεν είχαν αξία. Και ήρθε ο άντρας της, η γυναίκα του είχε πεθάνει, να μας το πάρει. Αλλά αυτή η θεία Όλγα —αυτηνής το μερίδιο είχε πάρει η μαμά μου— είπε η μαμά μου: «Αν τυχόν μας το πάρεις, εγώ…».
Ε, ναι. Θέλω να πω. Υπήρχαν και τέτοια.
Πουλούσε το κομμάτι του—
Ο άλλος κόσμος πέρα από εσάς, οι γείτονες σας, με την πείνα τι έκαναν;
Τώρα τι να σας πω; Ήρθαν οι πρόσφυγες τότε. Εγώ δεν ξέρω άλλους εκεί να πεινάνε και να κάνουμε και να ράνουνε. Δεν βγήκα γύρω μου δηλαδή, γιατί το σπίτι ήτανε μεγάλο, δίπλα ήταν ο Αρχάκης, που λέμε, το σπίτι του, που έπαιρνε όλη τη γειτονιά μαζί με τους άλλους τους δημάρχους, που ήταν όλοι από… Πού; Πες τους.
Ε, πώς δεν έχει; Αυτοί αγοράζαν οικόπεδα; Πότε τα αγοράζαν;
Οινοποιία. Ευκατάστατος. Είχε αγόρια που δουλεύανε. Ήταν δίπλα.
Δεν θυμάμαι να σου πω.
Δεν θυμάμαι. Δεν έχω. Όταν ήμασταν μεγάλες και πηγαίναμε σχολείο, δεν θυμάμαι εκεί να…
Ναι, βέβαια.
Ναι. Μήπως σας είχαν πει μετά. Αλλά αυτό που είπατε εσείς έχει πολύ ενδιαφέρον. Ο κόσμος δεν συζητούσε, έτσι;
Όχι, δεν συζητούσε, γιατί… Ξέρω εγώ; Ήρθαν τότε οι πρόσφυγες, καθόντουσαν πιο πολύ. Εγώ, έτσι, πολλούς νοικοκυραίους εκεί ήταν οι πλούσιοι μόνο. Ήταν απ’ την Κρήτη, που ήταν όλοι οι δήμαρχοι και ξέρω ‘γώ που πήρανε την πλατεία μας και ξέρω ‘γώ, και μας πήραν και όλο το χώρο, την πλατείας. Εξαιτίας τους εμείς χάσαμε τη γωνία. Το σπίτι μας εκαταστράφηκε.
Σταμάτησε σε μας.
Πιο εδώ, οπότε δεν μας πείραξε—
Με γκαράζ που σας είπα. Με πλατεία κάτω—,
«Πλατανάκια» λεγότανε. Σκεφτείτε.
Βαρδάρης. Είχε το όνομα απ’ τη Ραμόνα που ήτανε οι τέτοιες εκεί—,
Ε, βέβαια. Όλοι φύγανε.
Η περιοχή.
Ε, ναι. Αφού πήραν όλα. Ναι.
.
Πλατεία της πόλης.
Άρα, δεν είχε μόνο καλά το σχέδιο Εμπράρ…
Ε, φυσικά. Εμάς μας κατέστρεψε. Ήταν στο Βαρδάρη η πλατεία, άλλη τόση είχαμε εμείς και πιο επάνω είχε και γκαράζ! Πού είναι αυτά; Όλα έγιναν σπιτάκια-σπιτάκια τώρα και κάτι ερείπια. Δεν ξέρω, τώρα χτίστηκαν.
Αυτό που είχατε πει εσείς στη δική σας συνέντευξη, 3 μέτρα πλάτος δρόμου.
Ναι, Αυτός ήταν ο δικός μας. Ο χειρότερος ήταν ο δικός μας.
Τεράστια αλλαγή.
Επειδή μας κόψαν και το δρόμο, μετά για να αγοράσουμε μισό μέτρο, πληρώσαμε κιόλας 50.000!
Της περιοχής—
Ναι, του κέντρου της πόλης. Αλλά ήταν και η Ραμόνα —όχι Ραμόνα, αλλιώς το λέγανε.
Η Μπάρα μήπως;
Η Μπάρα, εκεί που ήταν οι γυναίκες.
Θα τα πούμε. Αυτό ήθελα τώρα να πούμε, τα πιο… υπόγεια.
Υπόγεια… Δεν ήταν υπόγεια, ήταν επιφανειακά.
Εκτός από το δικό σας σπίτι —τώρα μιλάμε πριν γίνει όλο αυτό το σχέδιο— τα υπόλοιπα σπίτια στο Βαρδάρη πώς ήταν γενικά;
Κοιτάξτε, ήταν αυτό του Αρχάκη που λέμε, που ήτανε στο δρόμο αυτόν τώρα που έχουμε κάνει, το στενό που βλέπει το δικό μας το σπίτι. Ο Αρχάκης είχε πάρει όλη την πλατεία εκεί. Είχαν έρθει από την… Πώς το λένε;
Εκεί; Ε, πιο χαμηλά, διώροφα υπήρχανε σπίτια. Έχτισε ο Αρχάκης για εκεί πέρα. Πήρε όλη την πλατεία.
Αγάπη για τον Αρχάκη.
Τι σπίτια υπήρχαν; Υπήρχε απέναντι η μονοκατοικία του Γρηγοράκη. Ήταν μονοκατοικία εκεί με αυλή μεγάλη. Πού ήταν; Στην Παπαρρηγοπούλου.
Ε, ναι. Μετά άρχισαν να χτίζονται τα σπίτια αργότερα.
Και τριώροφα γίνανε. Όπως ήταν και το δικό μας.
Στη δικιά μας τη Μαβίλη εκεί πέρα είχε, που καθόντουσαν τα κορίτσια… Ένα ερείπιο είχε γίνει βέβαια. Ήταν μεγάλη πολυκατοικία και παλιά. Αλλά στην απέναντι,[01:00:00] που ήταν του φουρνάρη η κόρη, που καθότανε, έπεσε απ’ την τουαλέτα μέσα στο γκαράζ! Έφυγε! Ήτανε ξύλινο η αυτή… Πώς το λένε; Πες το, βρε Αγνή.
Το πάτωμα, ναι, ήταν ξύλινη κατασκευή, που πήγαινε να κάνει, και βρέθηκε μέσα. Εκεί είχε ένα συνεργείο, γκαράζ. Ήταν όλο το γκαράζ και στη γωνία εκεί που ήταν απ’ το σπίτι…
Να φθείρονται—
Και πήγε η φιλενάδα μας αυτή που είχαν το φούρνο, πήγε μέσα στην τουαλέτα και βρέθηκε μέσα στο συνεργείο! Και την κουβαλήσανε μετά τα παιδιά! Ναι. Τέτοιες ιστορίες.
Και ήταν και μεγάλο. Ήθελε πολλά λεφτά. Ποιος; Δεν υπήρχαν τότε λεφτά.
Και τελικά δώσατε και εσείς αντιπαροχή το σπίτι.
Ε, βέβαια. Ε, να, όταν παντρεύτηκα εγώ, το δώσαμε, γιατί θέλαν και σπίτι!
Τι λες τώρα; Ξέρω πότε παντρεύτηκα; Πες την εσύ τη χρονιά. Δεν τη θυμάμαι.
Κι όταν είδατε την μπουλντόζα να μπαίνει πώς αισθανθήκατε;
Πότε γεννήθηκε η Καλλιόπη, καλέ;
’64 ήταν έτοιμο. Εκεί την πήγαμε.
Κι όταν είδατε την μπουλντόζα να μπαίνει και να γκρεμίζει το σπίτι, εκεί πώς νιώσατε;
Καλά, αφού είχε ερειπωθεί, που λέμε. Ήταν χάλια. Καλά ήτανε. Είπαμε θα πάρουμε καινούργιο σπίτι αλλά να μας βάλαν στη γωνία και τη χάσαμε την πλατεία. Βλέπαμε μέχρι το Βαρδάρη.
Ο παππούς είχε πεθάνει. Δεν πρόλαβε να το δει χτισμένο. Αλλά είχαμε και στο δεύτερο όροφο που ήτανε ο ένας ο αδερφός —ανιψιός ήταν, δεν ήταν αδερφός αυτός: «Αμάν, Αγνούλα, εντάξει, εντάξει». Έπρεπε να χτίζεται το σπίτι και φοβόταν μη μας το αφήσουν στη μέση. Της Σουλτάνας ο άντρας.
Ναι, δεν το δώσαμε σε καλό… —
Α, πώς λειτουργούσε αυτό; Για πείτε γιατί δεν γνωρίζω.
Αντιπαροχή. Το παίρνανε δυο που κάνανε, φτυαρίζανε, ξέρω ‘γώ —οι δικοί μας δεν ήταν και καλοί.
Τι; Πες το εσύ.
Ναι, και το παίρνει μια επιχείρηση—,
Ναι, και το χτίζει—
Ό,τι σου δίνει—
Ναι, ναι. Αφού στο σαλόνι είχε κεραμίδια στη μέση από τα παράθυρα—
Στο προηγούμενο.
Α, εσύ περιγράφεις… Α, ναι.
Α, το τελευταίο. Α, μάλιστα. Ναι.
Ναι, ναι, αυτό λέει. Θυμάστε πότε περίπου άρχισαν να χτίζονται σωρηδόν οι πολυκατοικίες;
Δεν το θυμάμαι καθόλου πότε άρχισαν να χτίζονται.
Ε, τότες; Τότε ήταν. Πες την ημερομηνία. Δεν θυμάμαι.
Άρα, όλη τη δεκαετία του ‘50 η περιοχή ήταν πάνω-κάτω όπως την είπατε πριν.
Τριώροφα. Δεν ήταν τριώροφα τότε;
Όχι, καινούργιων όχι. Εγώ πήγαινα στο Γυμνάσιο στο παλιό το σπίτι.
Και μιας και είπαμε και για τον Αρχάκη, αυτός είχε και ένα καφενείο πιο μετά;
Είχε όλη την περιοχή μπροστά, την είχε πάρει. Είχε ποτοποιείο αυτός μπροστά.
Μου είχε πει η κόρη σας…
Στην Παπαρρηγοπούλου ήταν αυτό, μπαίνοντας απ’ το Βαρδάρη δίπλα σ’ αυτόν το δρόμο αριστερά.
Μου είχε πει για ένα μπακάλικο, ζαχαροπλαστείο, καφεκοπτείο και κάτι λαχεία. Τα θυμάστε αυτά; Πιο μετά.
Στην πλατεία, ε; Πού;
Ο μανάβης ήταν στη γωνία, στου Αρχάκη.
Ναι. Στη γωνία δεν είχε…—
Δεν θυμάμαι. Που τον είχε το σκύλο… Ποιος είχε το σκύλο βρε; Είχαμε ένα παντοπωλείο στη γωνία πρώτα.
Και το σπίτι του Αρχάκη. Ναι. Και ήτανε απέναντι από μας στο στενό αυτό, ήταν πάλι του Αρχάκη, που το νοίκιαζε εκείνος εκεί πέρα. Και καθόταν στη γωνία πάνω απ’ το παντοπωλείο ο Αρχάκης τότε.
Ναι. Στην πλατεία μετά ήταν… καφενείο είχε, μετά το παντοπωλείο.
Είχε και κουρείο πιο μπροστά.
Ε, βέβαια. Και κουρείο και είχε και καφενείο πιο πέρα και ήταν και το ποτοποιείο του Αρχάκη. Και μετά ήταν και ζαχαροπλαστείο στη γωνία του αυτού… Πώς το λέγανε; Δεν θυμάμαι πώς το λέγανε.
Ο «Άτλας», ναι, που είχε και φούρνο δίπλα. Στην πλατεία έβλεπε αυτός ο φούρνος. Το πίσω μέρος ήταν ακριβώς και μας…
Αυτό θα έλεγα. Γιατί τα «Πλατανάκια» πλέον δεν υπήρχαν.
Δεν υπήρχαν αλλά ο ο φούρνος που ήταν μπροστά, που λέγαμε το «Άτλας», έβγαινε μέχρι το σπίτι μας, δηλαδή μας έκοβε. Από κει βάζανε και τα αλεύρια, τα άλευρα, ναι.
Μπροστά στη γωνία. Και στη γωνία είχε ζαχαροπλαστείο—
Ναι, το καφενείο…—,
Το μεγάλο ποτοποιείο—,
Και απέναντι είχε μαγαζί που ήταν πάλι… μαγείρευε. Παρακάτω. Είχε παλιά σπίτια εκεί πέρα. Ναι.
Και τώρα… Δεν ξέρω αν θα σας γυρίσω απαραίτητα πίσω.
Δεν πειράζει. Ό,τι θέλετε ρωτήστε με, ερωτήσεις κάντε.
Ωραία. Να πούμε για τα καφενεία και τους τεκέδες του Βαρδαρίου, πέρα απ’ την οδό Παπαρρηγοπούλου.
Α, ναι!
Πώς ήταν εκεί; Λίγο περίεργα.
Εκεί ήτανε… Απέναντι, εκεί τώρα που είναι ο ΟΤΕ στη γωνία, ήταν όλο τέτοια καφενεία. Και τραγουδούσαν εκεί πέρα και πηγαίναμε και ακούγαμε τραγούδια εμείς με τα κορίτσια.
Ρεμπέτικα;
Ρεμπέτικα. Τότε τραγουδούσαν οι ρεμπέτες εκεί πέρα. Αφού δεν μας αφήναν κάτω να κατεβούμε. Ήτανε αυτό.
Ε, τώρα… Ούτε θυμάμαι.
Ε, βέβαια. Στο Δημοτικό.
Ε, βέβαια μετά τον πόλεμο. Ναι. Είχε εκεί πέρα.
Θυμάστε κάποια βραδιά απ’ αυτές;
Όχι, αφού πηγαίναμε νωρίς εμείς. Δεν πηγαίναμε πολύ αργά. Φεύγαμε. Πηγαίναμε παρέα, δεν πηγαίναμε μία. Βέβαια.
Και τι κόσμος μαζεύονταν εκεί;
Τι κόσμος… Δεν… Να σας πω, ο κόσμος δεν μαζευόταν εκεί γιατί ήταν κάτω στο υπόγειο αυτοί που τραγουδούσανε. Δεν ήταν επάνω στο αυτό. Είχε καφενεία μόνο επάνω. Ναι.
Καταρχήν, η οδός Λαγκαδά όλα αυτά τα χρόνια υπήρχε;
Βέβαια υπήρχε η Λαγκαδά. Κι η Μοναστηρίου υ[01:10:00]πήρχε. Βέβαια. Είχαμε κι αγορά εκεί, ολόκληρη αγορά σκεπαστή.
Ένα ψαράδικο;
Ένα; Πολλά ψαράδικα! Και κρεοπωλεία.
Σκεπαστή αγορά.
Το «Ίλιον» το σινεμά—
Κρεοπωλεία, παντοπωλεία, ψαράδικα στην αρχή. Και μπροστά πουλούσαν και λαχανικά, μπροστά βγάζαν τα κιβώτια…
Ε, ναι. Είχε εκεί πέρα… Πουλούσαν και πάγο, βέβαια.
Αφού είχαμε παγωνιέρες τότε.
Και τώρα υπάρχει ένα μανάβικο εκεί πέρα, νομίζω, περίπου. Στην απόληξη προς τη Λαγκαδά.
Πολλά.
Ειρήνης. Εκείνο έγινε όλο παντοπωλεία—
Και τώρα.
Οδός Ειρήνης ήταν οι καλές γυναίκες. Πώς τις λένε; Να μην το πω διαφορετικά. Μετά απ’ την αγορά ήτανε η οδός Ειρήνης, η οποία ήταν εκεί πέρα οι γυναίκες που πήγαιναν οι άντρες. Άντε!
Α μπράβο.
Ε, ναι. Είχε απ’ όλα.
Ενότητα 7
Τα κακόφημα στενά μετά την οδό Λαγκαδά, προς το Σταθμό, και η εγκληματικότητα
01:11:53 - 01:18:02
Πάμε τώρα λίγο στην άλλη μεριά της Λαγκαδά, στην οδό Ειρήνης που μου είπατε, Βάκχου, Οδυσσέως, Αφροδίτης, όλα αυτά τα ωραία τα στενά.
Ναι. Α, αυτά δεν τα ξέρω πώς τα λέτε καθόλου. Εγώ ξέρω ότι… Πώς το λένε; Εκείνο το μεγάλο δρόμο —πώς λέγεται;— που ήταν το «Ίλιον»;
Λαγκαδά. Την Ειρήνης, Παπαρρηγοπούλου. Αυτοί ήταν οι τρεις δρόμοι. Και μετά εκεί μες στη Μαβίλη, που ήταν στη μέση η πλατεία που σας λέω και το γκαράζ.
Κοίτα, απέναντι περάσαμε όταν καθίσαμε στο σχολείο αυτό με τα κόκκινα τα αυτά, στο ιταλικό λεγόταν τότε. Πού είναι το «Πάνθεο»; Αλλά στην πλατεία είναι αυτό, με τα κόκκινα τα… Μας έστελναν και απ’ το σχολείο. Περνούσαμε. Ναι.
Όχι. Κοίταξε, τα κακόφημα ήταν πιο μπροστά απ’ τη Λαγκάδα και πηγαίναμε καμιά φορά και κοιτάζαμε λίγο.
Αυτές που καθόντουσαν έξω στο πεζοδρόμιο. Περαστικές δηλαδή, όχι να καθίσουμε επί… Κάνα δύο-τρεις… Δεν το κάναμε πολύ. Κατάλαβες;
Αυτό κάτω… Κάτω απ’ το Βαρδάρη δεν περνούσαμε με τις φιλενάδες. Μέχρι στο «Άτλας» πηγαίναμε, που πηγαίναμε καμιά φορά με το παιχνίδι.
Όταν μας έφερναν απ’ το σχολείο πήγαινα εγώ εκεί πέρα.
Εγώ πήγαινα στο 2ο Αρρένων και μετά μας μετέφεραν αυτό στα κόκκινα που λέω, στο «Πάνθεον» δίπλα που είναι. Ιταλικό σχολείο ήταν αυτό και ήταν με κόκκινα πλακάκια.
Με τούβλα.
Με τούβλα. Αλλά ήταν μικρή η αυλή και με χώμα και ξέρω ‘γώ και φύγαμε. Σε ένα-δύο χρόνια φύγαμε. Πήγαμε πάλι ξανά στο 2ο Αρρένων.
Ναι, στο Αρρένων.
Ναι! Στην Ικτίνου πηγαίναμε. Αρχικά εκεί πήγα.
Πώς λεγόταν;
Ε, στο Θηλέων πήγα! Είχε Θηλέων.
4ο. Στο 4ο ήμασταν. Το 3ο ήτανε στο πιο από εδώ, που ήτανε το 3ο Θηλέων…
Ναι, στην Καρόλου Ντηλ.
Ναι; Και το 4ο ήταν το δικό μας. Ναι… Και μετά μας πήγανε στα πλακάκια! Μας ξαναγυρίσαν πίσω πολύ γρήγορα, πραγματικά! Αλλά για μας ήταν… Περνούσαμε το… και πηγαίναμε. Το πάρκο. Περνούσαμε, το σπίτι μας ήταν απέναντι και πηγαίναμε στο σχολείο. Ήταν καλά τότε. Γιατί τα κορίτσια που πηγαίνανε ήταν απ’ την Κολόμβου, να σου πω, και πάνω, απ’ το Βαρδάρη και πάνω, Νεάπολη, αυτό; Δεν ήτανε απ’ το κέντρο. Και ήταν όλοι απ’ αυτή τη μεριά.
Άρα, απ’ αυτές τις γυναίκες δεν έχετε και πολλές αναμνήσεις.
Όχι. Το μόνο που πηγαίναμε κάνα δυο φορές και χαζεύαμε λίγο, πολύ λίγο. Αλλά τι… Τίποτα. Απλούστατα ότι καθόντουσαν εκεί πέρα, να, πώς είναι αυτές βαμμένες, πώς ντύνονται, ξέρω ‘γώ. Να, αυτό. Τώρα… Ούτε δίναμε σημασία. Δεν ήμασταν. Γιατί εμείς είχαμε πλατεία εκεί πέρα και δρόμο και παίζαμε πολύ, παίζαμε. Δεν είχαμε ενδιαφέρον να πηγαίνουμε εκεί πέρα.
Άλλες φιγούρες ιδιαίτερες τότε που να αξίζει κανείς να…
Για αυτές;
Πέρα από αυτές τις γυναίκες.
Πέρα από αυτές τις γυναίκες. Άλλες. Κάποιος ιδιαίτερος γείτονας, εκεί στα καφενεία κάποια περίεργη μορφή.
Όχι, όχι, όχι.
Κάποιο κακοποιό στοιχείο της περιοχής, κάτι ιδιαίτερο;
Όχι. Κοιτάξτε, αυτό έγινε μετά που πήγαιναν τα κορίτσια στο σχολείο και ερχόντουσαν αργά το βράδυ. Είχαν μεγαλώσει. Και εμείς είχαμε αυτό το στενό που σας λέω το πολύ στενό και συνδεόταν, έβγαινε στη Διοικητηρίου που λέμε. Αρχίζει από μας… Μόλις τελειώνει το δικό μας το στενό άρχιζε η Διοικητηρίου προς τα πάνω. Και ερχόντουσαν από κει τα παιδιά. Και εκεί τα βράδια, άμα ερχόντουσαν αργά, είχε πρόβλημα. Εγώ έβγαινα στο μπαλκόνι και τους περίμενα πολλές φορές —όχι πολλές φορές, να μη σας πω και κάθε βράδυ. Και ένα βράδυ ένας από αυτούς το είχε πάρει το κορίτσι από τη στροφή που αντάμωσε το δρόμο μας και το κυνηγούσε από πίσω, που λέει ο λόγος. Εγώ έτρεξα κατευθείαν στον άντρα μου και του λέω: «Τρέξε, τρέξε, γιατί το παιδί το έχουν πάρει από πίσω!». Και τι έκανε αυτός; Μέχρι που… Ενώ είχε κατέβει ο άντρας μου στο πλατύσκαλο, αυτός ήθελε να ορμήξει! «Φύγε», λέει, «θα σε καθαρίσω!».
Καλέ και την Καλλιόπη! Εσύ ήσαν άλλο. Η Καλλιόπη πρόλαβε και μπήκε μες στο ασανσέρ. Και σένα, και σε σένα θα έτυχε.
Είδες; Αυτό το ξέχασα. Γιατί εγώ κατέβαινα.
Εκεί υπήρχε πρόβλημα. Δηλαδή αν… Και τη μητέρα μου ακόμη στη Μοναστηρίου την παίρναν από πίσω επειδή ήταν, έτσι, νόστιμη και το βάδισμά της κουνιστό, πώς να πω, ήταν και αργά που ερχόταν, που έραβε με την ξαδέλφη μου στο σταθμό —στον καινούργιο κοντά το σταθμό ήταν το σπίτι και εκεί πήγαινε με την πρώτη ξαδέρφη μου, αυτή που είχε το μαγαζί που σας λέω κάτω στο τρένα—, και το βράδυ —ερχότανε αργά γιατί πήγαινε το μεσημέρι. Τακτοποιούσε το σπίτι μας, έβαζε το φαγητό μας έκανε, ξέρω ‘γώ, και μετά έφευγε και πήγαινε εκεί και ερχόταν αργά. Και την παίρνανε από πίσω από κει στη Μοναστηρίου.
Τώρα ένα άλλο.
Ναι.
Μου είπε η κυρία Αγνή ότι εκείνη την εποχή περνούσε ένας αραμπατζής με ένα κάρο και ρίχνατε τα σκουπίδια μέσα;
Όχι. Επερνούσαν αυτοί οι μανάβηδες. Τι…
Πώς τα μάζευαν;
Οπωσδήποτε κάτι περνούσε.
Εσύ θυμάσαι. Εγώ δεν θυμάμαι. Τι αραμπατζής;
Σκοινιά τα κατεβάζαμε; Από πάνω; Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι.
Ε, δεν υπήρχαν κάδοι. Περνούσαν αυτοκίνητα.
Αυτοκίνητο περνούσε…
Ε ναι, εντάξει. Ανοιχτά. Δεν το θυμάμαι εγώ καθόλου τι ήταν. Οπωσδήποτε…
Ε, βέβαια. Πουλούσαν πολλοί. Ζαρζαβάτια, τέτοια πράγματα απ’ τις γειτονιές και τα πουλούσανε.
Α, βέβαια περνούσε απ’ τη γειτονιά. Εμείς είχαμε και το καφενείο. Όλοι. Και περνούσανε.
Με τι ασχολούνταν; Όλοι αυτοί βρήκαν δουλειές και δουλεύανε μακριά. Εμείς είχαμε το φούρνο και αυτός… αυτός που ήρθε.
Ένας είναι αυτός. Οι άλλοι; Βρήκαν τις δουλειές και πιάσανε. Οι μισοί…
Τι δουλειές κάναν… Ξέρω ‘γώ τι δουλειές κάνανε; Τι να ξέρουμε; Να, κι αυτός Πόντιος δεν ήταν; Ο μπακάλης μας κάτω; Ναι. Εμείς δεν είχαμε και πολλά περιθώρια. Το ένα ήταν γκαράζ, γεμάτο γκαράζ. Είχε ένα συνεργείο εκεί πέρα μέσα. Από κει, πάλι, καθόταν ο Κλεάνθ[01:20:00]ης που λέγαμε, που είχε το μικρό του σπίτι απέναντί μας, στην αυλή εκεί πέρα. Ήτανε μαγαζιά… να, εστιατόρια…
Ναι.
Βρίσκανε δουλειές! Ξέρω ‘γω;
Προχωρήσει.
Αφού λέγανε ότι «Μας μάθανε και να δουλεύουμε». Αυτοί ήταν εργατικοί. Εμείς ήμασταν τεμπέληδες!
Εσείς τι συναισθήματα είχατε για τους πρόσφυγες;
Άσχημα. Τι να σας πω;
Που μας πήραν το φούρνο και μετά μας ψήνανε… Είχαμε συμφωνήσει να μην πληρώνουμε και μετά μας βάζουν και πληρώναμε. Τι αυτές να έχουμε; Καλές οι αυτές απ’ τους πρόσφυγες;
Ε, βέβαια.
Μα είχαν έρθει με τίποτα, που λέει ο λόγος, γιατί είχαμε εμείς δύο ζυμωτήρια —το ξέρεις αυτό επάνω που είχε δύο ζυμωτήρια; Δύο ζυμωτήρια. Και οι οικογένειές τους καθόντουσαν. Αυτοί ήταν πέντε έξι αγόρια εκεί πέρα και η Αννούλα και μετά μας κάναν και τον κόκορα, που λένε. Και στο τέλος δεν μας πλήρωνε κιόλας. Δηλαδή έπρεπε να πληρώσουμε στο φούρνο!
Τον δώσαμε και 50.000 μετά!—
Ζήλια η κοινωνική για αυτόν που εξελίσσεται και εμείς ζοριζόμαστε —εγώ το λέω τώρα, έτσι; Είναι δικό μου συμπέρασμα—, το οποίο σε τι οδηγεί; Σε γενικεύσεις. Κατάλαβες; Οδηγεί σε γενικεύσεις.
Η συμπεριφορά, όμως, δεν ήταν καλή! Πώς το λέμε;
Αυτό, ας πούμε, είναι ενδιαφέρον, νομίζω να…
Ε, καλά. Μετά που ήρθαν, ναι…
Πρώτα ήταν οι Εβραίοι βρε, που ήταν μεγάλη… Δεν είχανε…
Ήταν Εβραίοι, ναι.
Και μας έλεγαν ότι μας έκαναν και ανθρώπους!
Ναι, ναι, ναι. Εμείς ήμασταν οι τεμπέληδες και αυτοί ήταν οι…
Ναι. Να σας πάω τώρα και σε μια άλλη ομάδα που ήτανε και μετά με τον Εμφύλιο πολύ…
Πάμε. Για πείτε.
Πολιτικά ο κόσμος που ζούσε στη γειτονιά… Είχατε κομουνιστές, ας πούμε;
Ε, είχαμε και κομμουνιστές. Βέβαια.
Και μετά με τον Εμφύλιο θυμάστε διώξεις που…
Όχι, δεν είχαμε… Διώξεις… Τους κυνηγούσανε. Ερχόντουσαν και μέσα να τους ψάξουνε. Μάλιστα, έναν τον πιάσανε σε ένα δωμάτιο δικό μας; Δεν ξέρω. Ναι.
Πήγε να κρυφτεί και τον πιάσανε, μου φαίνεται. Σε δωμάτιο δικό μας; Δεν θυμάμαι. Αυτό δεν το θυμάμαι καθόλου. Αλλά πάντως ότι ήρθαν οι χωροφύλακες και τον ψάχνανε. Αλλά όταν ήταν με τους Γερμανούς, οι Γερμανοί… Εμείς κοιμόμασταν στα κρεβάτια μας, σας είπα, σε ένα δωμάτιο και μόλις άνοιξε η μαμά μου το δωμάτιο, τους είπε: «Κλείσ’ το, κλείσ’ το». Δηλαδή δεν μας πείραξαν καθόλου οι Γερμανοί. Ούτε ψάξανε, ούτε είδανε, ούτε τίποτα.
Ναι. Κάποιον ψάχνανε. Ξέρω ‘γώ; Και μετά είπανε «Κλείστε την πόρτα» τη μαμά μου. Καθόλου δεν…
Πού να ξέρω εγώ; Γιατί είδαν οικογένειες!
Ναι, ήμασταν μικρά παιδιά.
Α, ναι, ναι. Είχαμε και τα κάδρα! Βέβαια. Μπορεί να είχαμε και τον μπαμπά τότε στο άλογο καβάλα.
Ναι. Α, βέβαια! Είχαμε, βέβαια, τη φωτογραφία.
Γερμανός;
Α, απ’ τους άλλους!
Ε, απ’ τους άλλους βέβαια! Τον βρήκαν κιόλα, μου φαίνεται, έναν κάτω.
Όχι οι Γερμανοί. Τους Κουκουέδες όταν ψάχνανε.
Ε, ναι, βέβαια—,
Δεν ξέρω.
Τότε δεν μιλούσαμε.
Δεν μιλούσαμε τέτοια πράγματα.
Δεν ξέρω τι ήταν.
Εμείς και κάτω που καθόμασταν στις αυλές και στις πόρτες που καθόμασταν δεν συζητούσαμε ποτέ για πολιτικά.
Α, ήμασταν στην πλατεία στο Βαρδάρη, που ήταν το πάρκο, και εκείνοι κατέβαιναν απ’ τη Λαγκαδά, ρακένδυτοι, αυτοί, τι να σας πω; Ήταν αξιολύπητοι δηλαδή τότε. Ναι. Αλλά έλεγε η μαμά μου —γιατί είχαμε και κομμουνιστές επειδή ήταν τα καπνομάγαζα εκεί πέρα και δουλεύανε τότε—, κατέβαιναν αυτές που ήταν κομμουνιστές ή ότι δούλευαν στα καπνομάγαζα, κατέβαιναν και έλεγαν —επειδή είχαμε εμείς την ταράτσα και η ταράτσα μας ήταν και ανοιχτή κιόλας! Είχε λουρίδες-λωρίδες, βέργες-βέργες. Βάζαμε κουβέρτες κάτω για να μη φαίνονται τα πόδια μας και τα αυτά! Και κατέβαιναν απ’ το δρόμο μας, τη Μαβίλη που λέμε, που υπήρχε τότε —τώρα δεν υπάρχει. Υπάρχει αλλά είναι αλλού— και έλεγαν: «Θα κατεβείτε εσείς από κει και θα πάρουμε εμείς». Θα ανέβουν αυτοί. Οι τεμπελάδες!
Α, ναι, ναι.
Έλεγαν: «Θα κατεβείτε εσείς», γιατί μας έβλεπαν στην ταράτσα που καθόμασταν. «Κατεβείτε εσείς να ανεβούμε εμείς». Δηλαδή είναι δικά τους νόμιζαν.
Ε, φυσικά. Στα χωριά τα τραβήξαν τα περισσότερα. Εμείς, ντάξει.
Που τους περάσαν απ’ την πλατεία—,
Ε, βέβαια. Αξιολύπητοι ήτανε.
Α, δεν ξέρω εγώ τέτοια εκεί.
Ναι βέβαια.
Ε, ήμασταν και γυναίκες. Μικρά παιδιά ήμασταν. Πόσο; Δεν ήμασταν και μεγάλοι.
Δεν μπορούσαμε να λέμε και λόγια. Εμείς δηλαδή τους βλέπαμε έτσι ελεεινούς και κουρασμένοι, τρισάθλιοι, και λέγαμε και λόγια; Κοριτσάκια ήμασταν;
Άλλους ταγματασφαλίτες ή μαυραγορίτες θυμάστε;
Εγώ αυτούς τους δύο θυμάμαι. Άλλους δεν θυμάμαι. Α, θυμάμαι και έναν χωροφύλακα, που έκανε τα κλειστά τα μάτια. Για τέτοια περίπτωση έχουμε.
Για πείτε.
Ε, ήταν χωροφύλακας και έδινε άφεση αμαρτιών. Ο άλλος πουλούσε χασίσι με τις κόρες και… Αυτό θέλετε να σας το πω; Ναι. Είχαμε μια οικοδομή πιο πάνω από μας, μια παλιά οικοδομή με πολλά κτίρια και κάτω στο υπόγειο ήταν μια οικογένεια που είχε και πολλά παιδιά. Και κατέβαινε η γυναίκα με την τσάντα γεμάτη, με τις γούνες, με το ένα, με το άλλο —και καμιά κόρη ήτανε— και πηγαίναν και μοιράζανε χασίσι. Και έλεγε ένας χωροφύλακας —η γυναίκα του το ‘λεγε; Δεν ξέρω— που καθόταν στο δεύτερο όροφο ότι να, είναι οικογένεια δηλαδή. Τους κάνανε χατίρια, κατάλαβες; Τι να κάνουμε; Να, τέτοια. Αυτά. Όλα τα είχαμε εμείς εκεί πέρα στο Βαρδάρη! Και τέτοια περίπτωση. Ο χωροφύλακας καθότανε στο σπίτι μας και τους ήξερε, που πουλάν τα χασίσια και ξέρω εγώ.
Δεν ξέρω εγώ πότε γινότανε αυτό.
Οι μαυραγορίτες δεν έχω τίποτα άλλο να πω. Τι να πω;
Μόνο αυτό θυμάμαι. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο με μαυραγορίτες. Και ότι έγινε μετά φύλακας στο Λυσέ.
Είπαμε πριν, το Βαρδάρη τότε τον λέγατε Βαρδάρη ή μόνο Μπάρα;
Βαρδάρη το λέγανε τότε. Μπάρα δεν το λέγαν. Βαρδάρη το λέγανε. Τώρα μετά πώς το βγάλαν;
Πλατεία Δημοκρατίας.
Όχι. Η δικιά μας η γειτονιά δεν… Μήπως ακούσατε Μπάρα να λέγανε εκεί που μέναν αυτές οι γυναίκες; Εγώ ούτε το άκουσα. Ήμουνα μικρή εγώ τότε.
Απ’ την άλλη μεριά της Λαγκαδά.
Όχι απ’ την άλλη μεριά της Λαγκαδά. Ήτανε πρώτα η Ραμόνα —πώς λεγόταν; Όχι, Ραμόνα δεν λεγότανε. Αλλιώς λεγόταν η οδός αυτή.
Γιατί είναι κοντά. Είναι πιο πάνω. Ναι. Πώς λεγόταν; Κάπως λεγόταν.
Ειρήνης. Οδός Ειρήνης λεγότανε αυτό.
Βαρδάρης λεγόταν τότε.
Πολύ κοντινά. Για αυτό λέω.
Η Μπάρα πού ήταν; Μήπως ήταν τότε εκεί που είναι οι γυναίκες;
Που τη λέγανε και έτσι; Εγώ δεν την άκουσα καμιά φορά έτσι. Τώρα τι να πω;
Ναι. Ήταν μια… ναι. Και εκεί είχε μαγαζιά, σιδεράδικα θυμάμαι, στη Ραμόνα εκεί. Ναι.
Ήταν γειτονιές—
Γειτονιές ήταν. Δεν είχαμε εμείς τέτοια πράγματα. Δηλαδή ούτε επικοινωνία μ’ αυτές τις γυναίκες ούτε τίποτα. Ήταν, βέβαια, στο τελευταίο δρόμο, αλλά αν πηγαίναμε για λίγο έτσι να χαζέψουμε, αυτό ήτανε. Δεν βλέπαμε.
Ε, βέβαια. Εμείς ήμασταν… Και το γκαράζ ήτανε στη μέση και η πλατεία ήταν. Εμείς ήμασταν μετά.
Δεν είχανε καμία σχέση μ’ αυτές. Αν πηγαίναμε καμία βολτίτσα, έτσι, να χαζέψουμε, αυτό ήτανε. Δεν έχω περιστατικά, ας πούμε, πώς να σας πω;
Και τα σπίτια και…—
Επεισόδια, ναι—
Κοιτούσε—,
Βέβαια. Αυτή ήτανε.
Βέβαια.
Ε, σιγά-σιγά έφευγαν όλες.
Αυτά τα είχαμε πει, ναι. Είναι η άλλη άκρη του νήματος.
Και μιας και είπατε τους Δώδεκα Αποστόλους, από εκεί αναμνήσεις;
Α, οι Δώδεκα Απόστολοι ήτανε η εκκλησία μας. Πηγαίναμε ταχτικά εκεί πέρα. Στους Χαιρετισμούς συνέχεια εκεί πέρα πηγαίναμε, αυτό. Ήταν ο κόσμος καλός, ξέρω ‘γώ; Δεν είχαμε προβλήματα. Είχε και αυτό, τον αγιασμό. Το χαλάσανε τότε.
Τώρα το χάλασαν, μου φαίνεται. Δεν ξέρω.
Η μαμά μου.
Στην αρχή το είπαμε, ναι.
Ναι, και μας ακολουθούσε παντού.
Α, ναι, ναι. Ήταν απ’ τα πρώτα σχεδόν που είχε ανοίξει ο παπάς μας. Ναι. Μάζευε λεφτά και είχε συσσίτιο, κάνανε στην εκκλησία, στους Δώδεκα Αποστόλους. Ο παπάς μας.
Τις γυναίκες να μαγειρεύουνε.
Α, ναι. Πες το αυτό. Που πήγαινε στη Λαχαναγορά και… Ήταν η λαχαναγορά γύρω μας. Ναι.
Πληρώναμε κιόλας. Κάναμε και σε αυτό.
Μας φέρναν και εισφορά.
Όσες ήταν γραμμένες πληρώνανε κιόλας κάτι.
Μαγειρεύαν. Α, ναι. Και τρώγανε.
Τους αυτούς, τους μεθυσμένους, τους τέτοιους.
Ναι, οι αστοί. Οι προύχοντες, να στο πω—
Ναι.
Νομίζω ότι σε ό,τι αφορά την περιγραφή της γειτονιάς είμαστε υπερκαλυμμένοι.
Ωραία.
Μία τελευταία ερώτηση ως προς αυτό. Το χτίσιμο του νέου σιδηροδρομικού σταθμού το θυμάστε;
Ω… Του νέου; Βέβαια το θυμόμαστε. Ε, τι να θυμηθούμε; Χτιζότανε. Δεν έχει πρόβλημα.
Έφερε κάποια αλλαγή στη γειτονιά; Είπατε πριν ότι…
Η γειτονιά μας… Ήρθε πιο κοντά ο σταθμός αυτός. Δεν είχαμε σχέση μετά με τον παλιό σταθμό εμείς. Δεν πηγαίναμε. Έτσι ελπίζω κι ο όλος κόσμος, ας πούμε, που ήταν σ’ εμάς. Γ[01:40:00]ιατί χτίστηκε ο νέος σιδηροδρομικός σταθμός.
Η Βαρδαρίου ήτανε πιο μεγάλη. Βρε άσε τώρα! Τη μίκρυναν, τη μίκρυναν την πλατεία.
Περίπου, ναι.
Ξέρω ‘γώ; Δεν ξέρω. Ήταν, πάντως, μεγαλύτερη. Αφού περνούσε το τραμ από κει, το ξέρετε; Έκανε τον κύκλο στην πλατεία, στο Βαρδάρη.
Βέβαια. Έκανε τον κύκλο και μάλιστα στο στενάκι που πάει προς τον Άγιο Μηνά, εκεί ήτανε… Δεν ξέρω αν περνούσε από κει. Δεν θυμάμαι.
Υπάρχουν, έχουνε βρει και γραμμές εκεί πέρα πρόσφατα.
Γύριζε, ναι. Δεν πήγαινε κάτω στα…
Κυκλικά και γύριζε και έφευγε, ναι. Ήταν εκεί ο «Φλόκας» κιόλας μέσα και πήγαιναν η μαμά μου με τη Νίτσα και φέρνανε τα γλυκά.
Α, είχε κι εκεί «Φλόκα».
Μες στο στενάκι.
Στο Βαρδάρη.
Όχι στην πλατεία, στο στενό που έκανε τη στροφή. Εκεί είχε «Φλόκα», το Φλοκάκι που λέγαμε. Ναι.
Άλλες, έτσι, εικόνες, εντυπώσεις από την Εγνατία εκείνη την εποχή; Τις αλλαγές που γινόνταν;
Πολλά μαγαζιά, πολλά μαγαζιά. Ε, μετά όταν άλλαξαν το δρόμο και τον κάνανε έτσι, βγάλαν τις γραμμές… Να, έχουν τα αποτελέσματα τώρα, τώρα που δεν γίνεται τίποτα! Θέλουν πάλι τώρα να βάλουν το αυτό.
Εγώ δούλευα στην Τσιμισκή.
Στον «Καλαϊτζόγλου»;
Α, στον «Καλαϊτζόγλου» ήμουν στη Βαλαωρίτου.
Πρώτα πήγα στην Αθήνα και με έκανε την εκπαίδευση και δούλευα στον… «Κοντός», που είχε τα εσώρουχα, που ήτανε αναγνωρισμένος αυτός στην Αθήνα. Δεν ξέρω αν είχε και στον Πειραιά. Και με είπε μία φιλενάδα μου και πήγαμε κάτω εκεί για να μας εκπαιδεύσουνε. Ναι.
Και μετά δούλεψα… Ήτανε Βενιζέλου με Τσιμισκή, δηλαδή ακριβώς… Στον «Κατράντζο». Ο «Κατράντζος» άφησε ένα μέρος, γιατί πιο εδώ ήταν μια πόρτα από το ξενοδοχείο και μετά ήμασταν…
Ναι; Δεν υπήρχε ο «Κατράντζος»;
Βενιζέλου με Τσιμισκή.
Ε, και μετά δούλεψα στον «Καλαϊτζόγλου». Τεσσεράμισι χρόνια, όσο κράτησε το μαγαζί των Αθηνών, ήμουν εκεί. Εκεί μ’ έβαλαν. Και μετά έφερε κι άλλα εκτός από κορσέδες και σουτιέν και αυτά, ρόμπες. Έφερε και φουστάνια. Έφερε πρώτα τις πλισέ τις αυτές. Και ερχόντουσαν οι Σέρβοι, οι Σερβίδες κι έπαιρναν τις πλισέ τις φούστες. Μετά έφερε και κάτι άλλα, κάνα παλτουδάκι, κάνα αυτό. Αλλά μετά από ένα διάστημα… Τεσσεράμισι χρόνια κράτησε, αυτό ήτανε. Το ‘κλεισε και έφυγε το μαγαζί. Σταμάτησε δηλαδή.
Ναι. Και μετά πήγα στον «Καλαϊτζόγλου».
Και κει έκανα σφάλμα. Μ’ έδωσε 2.400 και σηκώθηκα και έφυγα η χαζή, γιατί γεννήθηκε η Αγνή! Ναι.
Εγώ είχα τη μαμά μου—
Μ’ έδινε… Ο άντρας μου έπαιρνε 600… Δεν είχαμε μυαλό και τότε, άσε με τώρα! 600 ευρώ έπαιρνε!
Ούτε και ήξερα εγώ. Δραχμές. Ναι.
Και εσείς παίρνατε 2.400.
Όχι, δεν έπαιρνα. Με είπαν για να μείνω! Γιατί όταν έκανα την πρώτη μου την κόρη, εκεί πάλι…
Πόσα έπαιρνα; Τότε έπαιρνα 600, 700, δεν θυμάμαι.
Ναι, για να μείνω!
Εγώ η χαζή… Μια ζωή τέτοιες χαζομάρες έχω κάνει στη ζωή μου! Ε, βέβαια! Σηκώθηκα… Ενώ είχα και τη μαμά μου και τα λεφτά που μ’ έδωσε… Με 500 αν έπαιρνα μία γυναίκα, την κρατούσα και την παρακρατούσα! Θα τη βοηθούσα.
Ναι, ναι, ναι.
Ναι. Επειδή ήμασταν φτωχική οικογένεια, δεν είχαμε πολλά έσοδα και ξέρω ‘γώ… Δηλαδή νόμιζες ότι δεν μπορούσαν να πάρουν μια γυναίκα.
Οι γκουβερνάντες ήταν μόνο για τους πλούσιους.
Α, μπράβο! Γιατί η ξαδέλφη μου που ήταν στο σταθμό, εκείνη είχε γυναίκα! Και εγώ η χαζή… Θα την έδινα τα 500, τα 400, όσο ήθελε, θα της τα ‘δινα και θα την κρατούσε μια χαρά και θα βοηθούσε και τη μαμά μου κιόλας.
Αλλά…
Κι εγώ πήγα και σταμάτησα απ’ τη δουλειά!
Η νοοτροπία. Δηλαδή τα ένσημα θα τα κολλούσα και θα έβγαζα και αυτό, πώς το λένε;
Μ’ άρεζε έξω. Έξω μ’ άρεζε πολύ, η δουλειά μου πάρα πολύ. Ναι.
Κι εκείνος χαζός. Τ’ αφεντικά του του δώσανε αυτό, ποσοστό τού δώσαν τα αφεντικά του!
Δεν είχε… Αφού αυτός την άφησε πρώτα.
Εμ τι είπε; Ναι;
Όχι καλούς όρους γιατί πήγα στο δικό μας το μαγαζί…
Αυτό λέω, ότι πόσα σφάλματα έχω κάνει!
Εσείς, με τα δεδομένα της εποχής, δεν κάνατε λάθη, γιατί τόσο μπορούσατε, τόσο ξέρατε τότε. Ντάξει.
Ε, λάθη πολλά έκανα, όμως. Μετά που τα κατάλαβα.
Αυτό… Βραχιόλι. Δυο βραχιόλια…
Εγώ την πάτησα πανηγυρικά. Σ’ όλες τις περιπτώσεις!
Ωραία. Έχω κάποια λίγα. Να κλείσουμε, αφού πιάσαμε λίγο αυτά τα ζητήματα, με το ότι ήσασταν μία απ’ τις πρώτες γυναίκες οδηγούς στη Θεσσαλονίκη.
Ω, καλά. Βέβαια.
Πώς ήταν αυτό;
Πολύ καλά ήτανε. Είχες την ελευθερία σου. Βέβαια. Γιατί μ’ έβαζε ο άντρας μου και στο τιμόνι, εδώ που τα λέμε, και δεν φοβόμουνα. Τώρα οι εγγονές μας φοβούνται να πάρουν δίπλωμα. Ναι. Εγώ με την πρώτη το πήρα το δίπλωμα και ήταν κι ο σαλίγκαρος τότε.
Ποιος;
Ο σαλίγκαρος.
Ναι. Σαλίγκαρο. Δεν ήταν εύκολο. Αμέσως, με την πρώτη το πέρασα σ’ όλο. Και στο τέλος, μάλιστα, ήμουν και τυχερή —δεν ήταν αυτό πολλή εκπαίδευση— αλλά ήταν όλο γωνίες, όλο γωνίες, να στρίψω τέσσερις γωνίες, πέντε. Τις έπαιρνα, «Στρίψ’ από δω, στρίψ’ από κει». Αμέσως-αμέσως βγήκε το δίπλωμα. Με δώσαν το πτυχίο. Αλλά και πάλι δεν είχα…
Ναι. Βέβαια.
Και πώς σας αντιμετώπιζαν;
Ε, πώς να μ’ αντιμετωπίζουν; Δεν ήμουνα ριψοκίνδυνη εγώ. Μια φορά τράκαρα κι εκείνο με τράκαρε άλλος! Δεν τράκαρα εγώ. Τις πήγαινα σχολείο. Ναι…
Οι άντρες στο τιμόνι εννοώ πώς…
Ε, δεν με έκαναν παρατήρηση. Ποιος να με κάνει; Εγώ ήμουν συντηρητική. Δεν ήμουνα να κάνω κόνξες. Πώς το λένε;
Ωραία. Και πολύ τελευταίο-τελευταίο: Αν θυμάστε τη διάνοιξη της Κωνσταντίνου Καραμανλή, της Νέας Εγνατίας πώς ήταν και τη Νέα Παραλία, που κατασκευάστηκε, που μπαζώθηκε κάτω όλη η παραλία και έγινε εκεί πέρα μετά απ’ το Λευκό Πύργο…
Τώρα;
Όχι τώρα. Τη δεκαετία του ‘50.
Τότε ήτανε, να, ό,τι ήτανε μπροστά μόνο μέχρι τη διασταύρωση, την πώς τη λένε; Αυτό ήτανε. Τα κάγκελα και κάτω αυτά που κατεβαίναμε και κει στη θάλασσα [01:50:00]—στη θάλασσα εγώ δεν πήγα σ’ αυτήν καμιά φορά. Δεν κολυμπούσαμε τότε. Κολυμπούσαν κάνας άντρας, κάνα αυτό πιο πέρα. Είχε και κάτι… Πιο πέρα είχε και τη γιαγιά που την πήγαινα στα λουτρά. Είχε λουτρά πιο πέρα.
Απ’ τη διασταύρωση εκεί που τελειώνει.
Μετά το Λευκό Πύργο, μετά. Είχε και λουτρά εκεί πέρα, πιο πέρα και πήγαινε και η γιαγιά μου.
Ε, βέβαια.
Ε, καλά, εκεί… Την παραλία εκεί την ξέραμε. Κάναμε βόλτα πολύ. Και στην Τσιμισκή είχε αυτό, κόσμο που περπατούσανε βόλτα στην Τσιμισκή.
Και το «Φαμ Κιούκα».
Ε; Η «Φαμ Κιούκα» ήταν στη γωνία. Εγώ δούλευα στον «Κατράντζο». Ήταν το ξενοδοχείο, ήταν ένα χρυσοχοείο μικρό μέσα στην πόρτα του ξενοδοχείου και μετά ήταν ο «Κατράντζος».
Εγώ; Ε, βέβαια. Να σε δείξω ζακέτα που έχω, ναι.
Κοίταξε, όμως. Στάσου. Η πωλήτρια καθόταν, πάνω απ’ τον άντρα μου καθόταν στην Άνω Πόλη. Η πωλήτρια της «Φαμ Κιούκα». Ήταν φίλη με τον άντρα μου τότε. Και εμένα με είχαν γνωρίσει. Και έπαιρνα ό,τι ήθελα. Και έχω ταγιέρ από κείνη —μόνο τη ζακέτα. Τη φούστα δεν ξέρω ποιος την εξαφάνισε. Αλλά το ζακετάκι το ‘χω ακόμη. Έχω χάσει και ένα άλλο ακόμα. Αυτό… Τέλος πάντων. Είναι άλλη υπόθεση.
Έγινε στο σεισμό, φαίνεται. Ναι.
Ποιος ξέρει; Ευχαριστούμε πάρα πολύ, κυρία Λέλα και κυρία Αγνή.
Να ‘στε καλά.
Την Αγνή; Πιο πολλά με θύμισε η Αγνή, που τα λέει πιο ωραία.
Φωτογραφίες

Βασιλική και Αγνή Κολιαδ ...
Η Αφηγήτρια μαζί με την κόρη της την Αγνή.

Βασιλική και Αγνή Κολιαδ ...
Η Αφηγήτρια μαζί με την κόρη της την Αγνή.

Παππούς
Ο Βαγγέλης Μπάρμπας, παππούς της Αφηγήτρια ...

Μαθήτρια
Η Αφηγήτρια ως μαθήτρια Γυμνασίου.

Σύζυγος
Η Αφηγήτρια με το σύζυγό της.

Μαθήτρια
Η Αφηγήτρια ως μαθήτρια Γυμνασίου.

Πατέρας
Ο Χρήστος, ο πατέρας της Αφηγήτριας, τη δε ...

Αδερφός
Ο αδερφός της Αφηγήτριας, Γιώργος, με τη γ ...

Μητέρα
Η Αγνή, η μητέρα της Αφηγήτριας, σε ηλικία ...

Παρκάκι
Παρκάκι στη σημερινή οδό Παπαρρηγοπούλου, ...

Οδός Παπαρρηγοπούλου
Η οδός Παπαρρηγοπούλου σήμερα. Τίποτα πια ...
Περίληψη
Σε αυτήν τη συνέντευξη ξετυλίγονται οι ριζικές αλλαγές που υπέστη η συνοικία του Βαρδάρη στη Θεσσαλονίκη από τη δεκαετία του 1920 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Αφηγήτρια είναι η Βασιλική (Λέλα) Κολιαδήμου, η οποία μεγάλωσε σε ένα παλιό μακεδονίτικο σπίτι που έχτισε ο προπάππους της στην περιοχή, σε μια τοποθεσία που ονομάζονταν «τα Πλατανάκια» και που σήμερα δεν υπάρχει πια. Μέσα από τις μνήμες που ανασύρει με τη βοήθεια της κόρης της Αγνής, αναπτύσσεται η οικογενειακή της ιστορία, η κοινωνική διαστρωμάτωση του Βαρδάρη αλλά και η αστική του εξέλιξη, τόσο στην ομώνυμη πλατεία όσο και στα «Πλατανάκια», που τελικά εξελίχτηκαν στη σημερινή οδό Παπαρρηγοπούλου. Όσο για το οικογενειακό σπίτι, αυτό δόθηκε για αντιπαροχή και μετατράπηκε σε μια άχαρη πολυκατοικία, όπως όλα τα σπίτια στο σημείο. Η περιοχή, ανέκαθεν «δύσκολη», υποβαθμίστηκε τελείως πια, με τους παλιούς ιδιοκτήτες να την εγκαταλείπουν και τη θέση τους να παίρνουν κυρίως μετανάστες και ομογενείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Τέλος, δίνονται σημαντικές πληροφορίες για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία της εποχής αλλά και για τις προστριβές που με τους γηγενείς Θεσσαλονικείς που έφερε η άφιξη των προσφύγων μετά το 1922.
Αφηγητές/τριες
Βασιλική Κολιαδήμου
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/05/2023
Διάρκεια
112'
Περίληψη
Σε αυτήν τη συνέντευξη ξετυλίγονται οι ριζικές αλλαγές που υπέστη η συνοικία του Βαρδάρη στη Θεσσαλονίκη από τη δεκαετία του 1920 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Αφηγήτρια είναι η Βασιλική (Λέλα) Κολιαδήμου, η οποία μεγάλωσε σε ένα παλιό μακεδονίτικο σπίτι που έχτισε ο προπάππους της στην περιοχή, σε μια τοποθεσία που ονομάζονταν «τα Πλατανάκια» και που σήμερα δεν υπάρχει πια. Μέσα από τις μνήμες που ανασύρει με τη βοήθεια της κόρης της Αγνής, αναπτύσσεται η οικογενειακή της ιστορία, η κοινωνική διαστρωμάτωση του Βαρδάρη αλλά και η αστική του εξέλιξη, τόσο στην ομώνυμη πλατεία όσο και στα «Πλατανάκια», που τελικά εξελίχτηκαν στη σημερινή οδό Παπαρρηγοπούλου. Όσο για το οικογενειακό σπίτι, αυτό δόθηκε για αντιπαροχή και μετατράπηκε σε μια άχαρη πολυκατοικία, όπως όλα τα σπίτια στο σημείο. Η περιοχή, ανέκαθεν «δύσκολη», υποβαθμίστηκε τελείως πια, με τους παλιούς ιδιοκτήτες να την εγκαταλείπουν και τη θέση τους να παίρνουν κυρίως μετανάστες και ομογενείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Τέλος, δίνονται σημαντικές πληροφορίες για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία της εποχής αλλά και για τις προστριβές που με τους γηγενείς Θεσσαλονικείς που έφερε η άφιξη των προσφύγων μετά το 1922.
Αφηγητές/τριες
Βασιλική Κολιαδήμου
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/05/2023
Διάρκεια
112'