© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Γεννήθηκα κάτω στο Βαρδάρη, γέννημα θρέμμα δηλαδή»: μια οικογενειακή και αστική ιστορία

Κωδικός Ιστορίας
26028
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασιλική Κολιαδήμου (Β.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/05/2023
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης (Κ.Κ.)
Κ.Κ.:

[00:00:00]Καλημέρα. Σήμερα έχουμε Πέμπτη 4 Μαΐου 2023 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, Ερευνητής για το Istorima, και βρίσκομαι εδώ με μία ακόμα Αφηγήτρια, την κυρία Βασιλική—

Β.Κ.:

Κολιαδήμου—

Κ.Κ.:

Κολιαδήμου, σωστά, ή αλλιώς Λέλα Κολιαδήμου.

Β.Κ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Η οποία θα μας μιλήσει για τα βιώματά της, για τη ζωή της—

Β.Κ.:

Μάλιστα—

Κ.Κ.:

στη Θεσσαλονίκη.

Β.Κ.:

Ό,τι θέλετε θα σας πω.

Κ.Κ.:

Χαίρομαι. Ευχαριστούμε πολύ που δεχτήκατε αρχικά να είστε εδώ.

Β.Κ.:

Ναι. Και δική μου χαρά. Να δούμε τι θα πω τώρα!

Κ.Κ.:

Να είστε καλά. Θα το βρούμε, μην αγχώνεστε.

Β.Κ.:

Ναι, ναι, ναι.

Κ.Κ.:

Είπαμε, ό,τι είναι το κόβουμε μετά.

Β.Κ.:

Εντάξει.

Κ.Κ.:

Θέλετε αρχικά να μου πείτε πού και πότε γεννηθήκατε;

Β.Κ.:

Το 1930… Πότε… ’36. [Δ.Α.] 16, έχετε αλλάξει τώρα την ημερομηνία.

Αγνή Κολιαδήμου: 16;
Β.Κ.:

16 Δεκεμβρίου.

Κ.Κ.:

16 Δεκεμβρίου του 1936. Πού γεννηθήκατε;

Β.Κ.:

Στη Θεσσαλονίκη. Βέρα Θεσσαλονίκη! [Δ.Α.].

Κ.Κ.:

Αδέρφια έχετε;

Β.Κ.:

Έχω.

Κ.Κ.:

Ωραία.

Β.Κ.:

Είχα, είχα. Τώρα έχω ένα.

Κ.Κ.:

Ωραία. Αγόρια, κορίτσια;

Β.Κ.:

Αγόρια.

Κ.Κ.:

Οι πρώτες σας αναμνήσεις από τον τόπο γέννησης, λοιπόν, ποιες ήταν; Καταρχήν, σε ποια περιοχή γεννηθήκατε;

Β.Κ.:

Γεννήθηκα κάτω, στο Βαρδάρη που λένε. Εκεί. Γέννημα θρέμμα δηλαδή είμαι εκεί. Ήταν… Ο προπάππους το είχε χτίσει το σπίτι. Ναι.

Κ.Κ.:

Θέλετε να μας πείτε λίγο την ιστορία για το σπίτι; Πώς και το έχτισε εκεί;

Β.Κ.:

Τότε εκείνα τα χρόνια ήτανε σε χωριό, από χωριό ήτανε και ερχόταν. Φαίνεται ψώνιζε, έκανε. Και τελικά τα πούλησε όλα και ήρθε εδώ πέρα και έχτισε το σπίτι. Αυτό στα… «Πλατανάκια» λέγεται. Δηλαδή όχι ακριβώς στην πλατεία Βαρδαρίου που λέμε. Ήτανε λίγο πιο εσωτερικά, στην Παπαρρηγοπούλου, τα «Πλατανάκια», και η οδός μας λεγόταν Μαβίλη, ο δρόμος μας. Εκεί ήτανε, δηλαδή πού ήταν τα «Πλατανάκια», από τη μία μεριά ήταν ο δρόμος και λεγόταν Μαβίλη. Ο άλλος λεγότανε… Άμα είναι, πες το.

Α.Κ.: Σελευκιδών.
Β.Κ.:

Και η Σελευκιδών, ναι. Τέλος πάντων.

Α.Κ.: Παπαρρηγοπούλου.
Β.Κ.:

Παπαρρηγοπούλου λεγόταν ο άλλος ο δρόμος, που πήγαινε στους Δώδεκα Αποστόλους. Εκκλησία, αν ξέρετε.

Κ.Κ.:

Βεβαίως.

Β.Κ.:

Υπάρχει η εκκλησία αυτή κι είναι παλιά εκκλησία.

Κ.Κ.:

Ναι, πολύ. Όταν το έχτισε, μου είπατε κάτι για πλατανάκια; Δηλαδή;

Β.Κ.:

Η πλατεία είχε δέντρα, για αυτό λεγόταν και «Πλατανάκια». Αλλά μετά την κλείσαν την πλατεία και κάναν δρόμους, έναν από κει, έναν από δω και τέλος. Και μας κλείσανε στο στενό!

Κ.Κ.:

Όταν γεννηθήκατε εσείς, προφανώς αυτό το σπίτι ήταν μονοκατοικία.

Β.Κ.:

Ναι… Όχι. Δεν ήταν. Ήταν τριώροφο. Εμείς καθόμασταν στον τρίτο όροφο γιατί τα άλλα τα ‘χτισε ο παππούς και έβαλε τα παιδιά του. Δηλαδή τρία ήταν τα παιδιά του. Ένας κάτω, ένας στη μέση και το τρίτο το ‘δωσε στην κόρη, στη μητέρα μου δηλαδή.

Α.Κ.: Στη γιαγιά σου.
Β.Κ.:

Στη γιαγιά μου. Ναι.

Κ.Κ.:

Και πώς ήταν να μένετε με όλη την οικογένεια μαζί;

Β.Κ.:

Ήταν μεγάλο το διαμέρισμα. Όλη η πλάκα ήτανε. Πόσο ήταν μεγάλο; Σ’ ένα δωμάτιο κοιμόμασταν βέβαια, γιατί τότε είχε και κρύο και είχε πολλά παράθυρα. Και τα δύο τα αδέρφια μου κοιμόντουσαν εκεί μαζί. Στο κρεβάτι με τη μητέρα μου κοιμόμουνα; Δεν θυμάμαι αυτά. Ήτανε δύσκολα χρόνια. Δύσκολα παρόλο που ήμασταν σε αυτό εμείς. Είχαμε σπίτι σε πλατεία μεγάλη και αυτό. Αλλά τώρα τα κλείσανε αυτά το δρόμο και μας πήγανε μες στο στενό.

Κ.Κ.:

Ναι, μου έχει πει και η κόρη σας λίγο για το πώς έγινε μετά.

Β.Κ.:

Ναι. Στο είπε;

Α.Κ.: Στο διαμέρισμα ποιοι κατοικούσατε;
Β.Κ.:

Στο διαμέρισμα με παππού, γιαγιά. Είχε δύο δωμάτια και ένα μεγάλο σαλόνι. Το καλοκαίρι πηγαίναμε και εμείς τα παιδιά, ας πούμε, έξω στο σαλόνι να κοιμηθούμε. Αλλά το χειμώνα μαζευόμασταν όλοι στο δωμάτιο.

Κ.Κ.:

Ωραία. Και από τον παππού σας ιστορίες θυμάστε;

Β.Κ.:

Πώς δεν θυμάμαι. Θυμάμαι.

Κ.Κ.:

Για πείτε.

Β.Κ.:

Ο παππούς όταν βγήκε στη σύνταξη —εργαζόταν πρώτα, μπροστά στο Επιμελητήριο—, όταν βγήκε στη σύνταξη, ήθελε να μας βλέπει. Όπως ήταν στην είσοδο, κοιμόταν στο κρεβάτι. Ήθελε το δρόμο, έβλεπε το σαλόνι και η κουζίνα. Ήθελα ανοιχτά, να μας βλέπει εμάς τι κάνουμε. Μας αγαπούσε πάρα πολύ.

Α.Κ.: Με τι ασχολούνταν ο παππούς σου; Τι δουλειά έκανε;
Β.Κ.:

Ο παππούς μου ήτανε… Πρώτα είχε μαγαζί παπούτσια. Καλό μαγαζί. Αλλά μετά χρεοκόπησε. Μάλλον έφυγε ο ένας συνεταίρος. Κάποιοι τον κλέβανε κιόλας. Και το κλείσανε. Κάποια διάφορα ήταν. Όταν έφυγε ο συνεταίρος, ήταν και λίγο οξύθυμος ο παππούς μου, γιατί ήταν κοινωνικός, αυτός ήτανε στα κοινωνικά. Και μία μέρα ο συνέταιρος τού λέει: «Τι έγινε, Θωμά; Εγώ βρήκα». Βρήκε ένα μαγαζί στην Τσιμισκή και πήγε να δουλέψει εκεί πέρα. «Εγώ βρήκα» λέει. «Εσύ τι έκανες;». Ε, λέει: «Κι εγώ». Εντάξει. Και πήγε και βρήκε τον πατέρα μου.

Α.Κ.: Πού ήταν το μαγαζί του παππού;
Β.Κ.:

Του παππού ήταν στη Βενιζέλου. Πρώτα ήτανε στον Άγιο Μηνά. Μετά ήταν στη Βενιζέλου και αυτός. Αλλά τον κλέβανε. Η μητέρα μου τον είχε πιάσει. Και τον κλέφτη, ας πούμε, ήταν αυτός που έφυγε κιόλας!

Α.Κ.: Τι δουλειά έκανε ο κλέφτης;
Β.Κ.:

Ο κλέφτης ήτανε στα φόντια, εκεί που κάνουν, κόβουν τα αυτά. Ο παππούς μου ήταν μπροστά στο ταμείο γιατί ήταν... Τις δουλειές τις εξωτερικές έκανε. Ήτανε… Πώς να σας πω; Πώς το λένε αυτό το… Ήτανε επί τω… Με τα πράγματα, ναι. Δηλαδή ήταν ο… πώς το λένε;

Α.Κ.: Ήταν ο έμπορος.
Β.Κ.:

Ο έμπορος ήτανε, ναι.

Α.Κ.: Άλλος κατασκεύαζε, ο παππούς πουλούσε.
Β.Κ.:

Ναι. Πουλούσε. Και μια μέρα είχανε φέρει κάτι λεφτά και όπως ήτανε το γραφείο εδώ τα έβαλε ο παππούς μου τα λεφτά. Από πάνω ήταν αυτός που έκλεψε και πάει ο συνεταίρος και του λέει: «Τι έγινε, Θωμά; Εγώ βρήκα. Εσύ τι έκανες;». Αλλά του είπε πρώτα για τα λεφτά. Λέει… Και ήταν και η μητέρα μου και τον έπιασαν τον κλέφτη.

Κ.Κ.:

Όταν είπε «Εγώ βρήκα» τι ακριβώς…

Β.Κ.:

Έφυγε και ο παππούς μου το εκείνη την ώρα και είπε «Κι εγώ θα βρω». Και πήγε και βρήκε τον πατέρα μου στο σταθμό.

Α.Κ.: Τι βρήκε;
Β.Κ.:

Έκανε και εκείνος το ίδιο επάγγελμα, έκαμνε.

Α.Κ.: Τι κάναν δηλαδή; Πέσαν σε οικονομική κρίση.
Β.Κ.:

Ε ναι. Είχε κρίση.

Α.Κ.: Υπήρξε θέμα μεταξύ των συνεταίρων.
Β.Κ.:

Ε ναι. Για αυτό και όταν έγινε…

Α.Κ.: Και βρήκε άλλο συνεταίρο ο συνεταίρος του παππού.
Β.Κ.:

Ε, να, όπως σας το λέω.

Α.Κ.: Ο συνεταίρος του παππού μου λεγόταν Ανδρέου. Ο παππούς μου λεγόταν Θωμάς Μπάρμπας.
Β.Κ.:

Μπάρμπας, ναι.

Α.Κ.: Και ο συνεταίρος του βρήκε κάποιον άλλον. Μάλιστα, τον Παράσχο, που ήταν ακόμα πιο [Δ.Α.].
Β.Κ.:

Τον Παράσχο, που είναι στην Τσιμισκή.

Α.Κ.: Ήταν ακόμα πιο… Και έτσι χώρισαν.
Β.Κ.:

Και επειδή ήταν στα γυναικεία πιο πολύ παπούτσια. Είχε πάρει και το βραβείο ο παππούς μου τότε το χρυσό.

Α.Κ.: Πες το αυτό.
Β.Κ.:

Πώς το λέγανε;

Α.Κ.: Πού;
Β.Κ.:

Από την Έκθεση, δηλαδή… Πάλι το μαγαζί δηλαδή. Αλλά αυτό δεν το είδα εγώ καμιά φορά.

Α.Κ.: Πριν τη δεκαετία, πριν την κρίση—
Β.Κ.:

Πριν τη δεκαετία, πιο μπροστά—

Α.Κ.: του ‘30, είχαν πάει στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, τα πρώτα χρόνια προφανώς, γιατί το ’26 ξεκινάει η Έκθεση. Και πήραν το πρώτο βραβείο, το «χρυσό παπούτσι» της Έκθεσης για το καλύτερο γυναικείο παπούτσι, ο καλύτερος κατασκευαστής.
Β.Κ.:

Γιατί γυναικείο φαίνεται πιο πολύ έκαμναν. Γιατί κι ο Παράσχος μετά γυναικείο παπούτσι έκανε. Τώρα δεν ξέρω αν κάνει κι άλλα.

Α.Κ.: Ήταν αστοί οι δικοί σου; Δηλαδή ήταν άνθρωποι της πόλης;
Β.Κ.:

Ο παππούς; Βέβαια, και πολύ κοινωνικός. Μετά δούλεψε, όταν έκλεισε το μαγαζί αυτό και πήρε τον πατέρα μου και δεν ταιριάξανε… Και πώς έφυγε το μαγαζί; Γιατί ο παππούς μου είχε τη φίρμα και όταν πήρε τον πατέρα μου, ο πατέρας μου ήθελε να βάλει το όνομά του και αλλάξαν τη φίρμα και τους έκαναν έξωση. Και έμεινε και χωρίς δουλειά και ο παππούς. Καλά, ο μπαμπάς μου βολεύτηκε. Έκανε…

Α.Κ.: Τι έκανε ο μπαμπάς σου;
Β.Κ.:

Ήτανε υποδηματοποιός. Κι εκείνος δούλευε. Ήταν πρώτα εκεί πέρα στην Βενιζέλου…

Α.Κ.: Άνοιξε δικό του;
Β.Κ.:

Μετά άνοιξε δικό του στην Ερμού. Το τελευταίο μαγαζί του ήταν στην Ερμού, απέναντι τώρα που είναι το ταχυδρομείο, απ’ αυτή τη μεριά που είναι το ταχυδρομείο. Στην Ερμού δηλαδή. Εκεί άνοιξε μαγαζί. Ώσπου κι εκεί πήρε φωτιά! Τότε δεν ξέρω τι έγινε και το χάλασε το μαγαζί.

Κ.Κ.:

Αυτό το θυμάστε πώς έγινε;

Β.Κ.:

Ε, τώρα τι να σας πω; Ήταν μικρό μαγαζί και ο μπαμπάς μου ήταν πολύ φιλότιμος και έβαζε κι άλλους ανθρώπους σε μηχανές, τους παραχωρούσε και πλήρωνε στο Επιμελητήριο ή στην εφορ[00:10:00]ία ό,τι ήτανε. Δεν τον συνέφερε. Μετά χάλασε και αυτό το μαγαζί. Δεν ξέρω πώς πήρε φωτιά, είναι η αλήθεια. Είχε δίπλα φωτογραφείο, ξέρω ‘γώ, και…

Α.Κ.: Ποιανού ήταν το φωτογραφείο θυμάσαι;
Β.Κ.:

Δεν ξέρω πώς λεγόταν.

Α.Κ.: Εβραίου ήταν το φωτογραφείο.
Β.Κ.:

Πού το ξέρεις εσύ;

Α.Κ.: Η Καλλιόπη μού το ‘πε.
Β.Κ.:

Ναι; Η Καλλιόπη μπορεί να ήξερε το όνομα. Τελικά, εγώ και όταν παντρεύτηκε ακόμη αυτός μου ζήτησε να με βγάλει νύφη αλλά εγώ είχα δώσει την προκαταβολή στην Διαγώνιο εκεί πέρα, δεν ξέρω ποιο μαγαζί ήτανε, και είχα γραφτεί για να με βγάλουν φωτογραφία. Και με παρακαλούσε μέχρι το τέλος να με βγάλει. Βέβαια, μετανόησα μετά, γιατί δεν με έβγαλε καλά αυτός!

Α.Κ.: Μαμά, ξες τι θέλω; Να πάμε πιο πίσω.
Β.Κ.:

Ναι. Πού;

Α.Κ.: Να πάμε στην εποχή που είσαι παιδί, που ζείτε στο Βαρδάρη το σπίτι. Πες μας λίγο—
Β.Κ.:

Πώς ήταν η γειτονιά… Η γειτονιά, ναι—

Α.Κ.: πώς ήταν η γειτονιά στο Βαρδάρη, ναι, πώς μένατε στο σπίτι ανά όροφο, για το φούρνο κάτω που μου ‘χεις

πει.

Β.Κ.:

Ε, ναι. Είχαμε και φούρνο κάτω, βέβαια. Ναι.

Α.Κ.: Έτσι; Για το πώς ήταν το σπίτι. Μια περιγραφή του σπιτιού πιο πολύ. Ήταν μακεδονίτικο σπίτι

.

Β.Κ.:

Το σπίτι ήτανε… Μπορώ να πω ήταν το μεγαλύτερο στη γειτονιά. Το πιο ψηλό.

Α.Κ.: Περίμενε λίγο. Να σταματήσω εγώ. Ξεκίνα.
Β.Κ.:

Είχε και γκαράζ η γειτονιά. Είχε μεγάλη πλατεία και πιο ευθεία απάνω είχε τα γκαράζ της Κοζάνης. Ερχόντουσαν τα φορτηγά εκεί.

Κ.Κ.:

Α, ΟΚ.

Β.Κ.:

Ναι. Είχαμε και την ταράτσα, βγαίναμε εκεί πέρα. Ο πρώτος όροφος ήτανε δύο δωμάτια και ας πούμε μία κουζίνα κοινόχρηστη. Εκεί καθόντουσαν. Και ποιοι καθόντουσαν να σας πω; Στο ένα καθότανε μια θεία μας, γιατί σας είπα ότι ο παππούς τα χώρισε. Έδωσε στον ένα γιο το κάτω και στο δεύτερο έδωσε στον άλλο το γιο. Και το επάνω, τον τρίτο όροφο, τον έδωσε στη μητέρα, που ήταν η κόρη του.

Α.Κ.: Στη γιαγιά σου.
Β.Κ.:

Στη γιαγιά μου. Εμείς είχαμε μεγάλη απλωσιά. Είχαμε και ταράτσα, είχαμε και αυτό. Πολύ ωραίο ήταν το σπίτι, μεγάλο. Τι να πω τώρα περαιτέρω;

Κ.Κ.:

Για έναν φούρνο είπε η κυρία...

Β.Κ.:

Ο φούρνος ήταν κάτω στο ισόγειο, στη γωνία αλλά με εξωτερική πόρτα. Είχε και μία πόρτα μέσα, αλλά ήταν στο ισόγειο εκεί πέρα. Ήταν… Από το δωμάτιο έβγαινε. Την είχε κλειστά όποιος καθόταν εκεί.

Α.Κ.: Ποιανού ήταν ο φούρνος;
Β.Κ.:

Ο φούρνος ήταν του Ανέστη. Δικός μας ήταν ο φούρνος, της γιαγιάς δηλαδή. Κοινόχρηστος ήταν ο φούρνος στην αρχή, γιατί όλοι δικαιούμασταν και απ’ το φούρνο.

Α.Κ.: Ποιος το νοίκιαζε σε ρώτησα.

Β.Κ.:

Ποιος το νοίκιαζε; Α, ο αυτός, πώς τον λένε, που ήρθε. Ο Ανέστης. Ο Ανέστης ο οποίος ήταν απ’ έξω. Πώς τους λέγανε τους… Εσύ ξέρεις ποιοι ήταν αυτοί. Οι πρώτοι μετανάστες που ερχόντουσαν. Πώς τους λέγανε;

Α.Κ.: Πρόσφυγες ήταν;
Β.Κ.:

Πρόσφυγες ήταν βέβαια. Πρόσφυγες. Και έγιναν αφεντικά. Μετά για να φύγουνε, έπρεπε να τους αποζημιώσουμε κιόλας. Και τους αποζημιώσαμε για να φύγουν. Αντί να μας δώσουν… Ήθελαν να το χτίσουν κιόλας στο σπίτι, να μας πάρουν και το σπίτι. Τέτοιοι ήταν.

Α.Κ.: Μετά, που το μαγαζί πτώχευσε, τι δουλειά έκανε ο παππούς Θωμάς;
Β.Κ.:

Ο παππούς Θωμάς τον πήραν στο Επιμελητήριο γιατί ήταν επί των εξωτερικών, σας λέω, και μιλούσε και αύτωνε. Και τον είχαν αγαπήσει, μάλιστα, πάρα πολύ. Και ο Πρόεδρος εκεί πέρα έλεγε: «Εγώ πίνω από το ποτήρι του Θωμά». Θωμά τον λέγαν τον παππού μου. Τόσο καλός ήτανε και στην επικοινωνία και τον αγαπούσαν και… Ε, καλά, η μητέρα μου τον πρόσεχε. Ήταν πολύ νοικοκυρά. Γιατί ήταν μεγάλοι άνθρωποι αυτοί. Και τότε δεν ήταν μικροί. Τι έγινε;

Α.Κ.: Πες λίγο την ιστορία για τη γιαγιά Αγνή. Ήταν κόρη τους πραγματική;
Β.Κ.:

Όχι. Η μαμά μου την είχανε πάρει. Την είχανε πάρει, την είχαν υιοθετήσει. Ναι, βέβαια, την είχαν υιοθετήσει. Πες, λέγε, τι άλλο θα πω; Πες.

Α.Κ.: Ποιανού παιδί ήταν η γιαγιά;
Β.Κ.:

Ήταν του αδερφού του παππού μου. Ο παππούς μου είχε πολλά αδέρφια και τότε σιγά-σιγά είχαν έρθει όλοι στη Θεσσαλονίκη, θυμάμαι. Ο ένας δούλευε στο σιδηρόδρομο, ο άλλος δούλευε στο «Φλόκα», ο άλλος αδελφός, ξέρεις, της Κούλας, της ξαδέλφης της μητέρας μου, που ήταν άρρωστη. Δούλεψε στο «Φλόκα». Ε, μετά κι αυτός έφυγε απ’ το «Φλόκα», γιατί τα παιδιά του κάναν αυτές καλύτερη και αυτοί το χάσανε και ήτανε πλασιέ, πλασιέ.

Α.Κ.: Πλασιέ του «Φλόκα»;
Β.Κ.:

Του «Φλόκα», ναι. Έπαιρνε από κει πέρα και έτσι δούλευαν.

Α.Κ.: Γιατί πήραν τη μαμά σου;
Β.Κ.:

Τη μαμά μου γιατί την πήρανε; Ποιος την πήρε, καλέ; Ο παππούς; Γιατί δεν είχαν παιδιά ο παππούς και την πήραν γιατί ήταν παπουτσάς και ο μπαμπάς μου.

Α.Κ.: Γιατί την πήραν, μαμά; Έμεινε ορφανή.
Β.Κ.:

Α, ναι. Φυσικά, για αυτό φύγαν τα αδέλφια του από το χωριό. Φύγαν όλα τα αδέλφια του απ’ το χωριό και μετά πούλησαν και… Μία αυτή είχαν, μια ράχη έλεγε η μαμά τότε, δηλαδή ένα βουνό είχανε. Τα παιδιά είχανε φύγει. Ο παππούς μου ήταν στο πούλημα, αλλά ήταν επιχειρηματίας.

Α.Κ.: Από ποιο χωριό ήρθαν;
Β.Κ.:

Τώρα το χωριό πώς το λένε… Βαθύλακκο; Όχι Βαθύλακκο. Κάπως… Πες το εσύ, καλέ.

Α.Κ.: Πολύλακκο.
Β.Κ.:

Πολύλακκο, ναι.

Α.Κ.: Τότε λεγόταν Κύναμη.
Β.Κ.:

Α ναι, Κύναμη.

Α.Κ.: Μικρό χωριό ήταν, [Δ.Α.].
Β.Κ.:

Μικρό χωριό.

Κ.Κ.:

Πού βρίσκεται;

Β.Κ.:

Αυτό βρίσκεται… Πώς να πούμε τώρα; Προς τη Νεάπολη. Περνάς την Κοζάνη και μετά είναι η Νεάπολη. Στο ενδιάμεσο… Είναι μέσα σε μία λακκούβα κιόλας γιατί με τον άντρα μου είχα πάει και δεν το βρήκαμε το δρόμο. Με την Αγνή πήγαμε και το ξετρυπώσαμε. Ήταν λίγο μέσα. Για αυτό λεγόταν και Βαθύλακκος. Και η ταμπέλα δεν φαινότανε και μετά με την Αγνή το βρήκαμε. Ναι.

Α.Κ.: Το έχουμε επισκεφτεί δύο φορές το χωριό. Σήμερα είναι σχεδόν ακατοίκητο, έχει λίγους κατοίκους.
Β.Κ.:

Κοίταξε, μέσα είναι καλό το χωριό, από εκεί και πέρα. Θυμάσαι πού είναι η εκκλησία και… Εγώ Εκείνο δεν το είχα δει, νόμισα ότι είναι μόνο εκεί μπροστά!

Α.Κ.: Αν μπορώ να προσθέσω, παραδοσιακά ο πατέρας της γιαγιάς ο πραγματικός, ο Βαγγέλης και η Καλλιόπη —αυτοί ήταν οι γονείς της—, μείναν στο χωριό. Τα υπόλοιπα αδέρφια —θα σου δείξουμε μετά και φωτογραφία, που τους έχει όλους η μαμά μου εδώ— φύγανε Θεσσαλονίκη, τα αγόρια. Τα κορίτσια παντρεύτηκαν στα διπλανά χωριά, στο Βραττίνι, σημερινό Αλιάκμονα. Μετά το θάνατο, όμως, και των δύο γονέων απ’ την ισπανική γρίπη, το ’18 με ’19, τα τρία ορφανά —ήταν τρία αδέρφια— μοιράστηκαν στα αδέρφια. Η πιο τυχερή ήταν η γιαγιά μου, που ήταν 2 ή 3 χρονών, 4, κάπου εκεί, και την πήρε ο άτεκνος—
Β.Κ.:

Που ήταν εκεί—

Α.Κ.: παππούς Θωμάς με τη γιαγιά Θεοδώρα, που ο μπαμπάς τής είχε αφήσει το σπίτι, ο Δεληβόπουλος, ο Γεώργιος Δεληβόπουλος. Έτσι λεγόταν. Και έτσι, η γιαγιά πέρασε καλύτερα από όλους, γιατί πέρασε τα παιδικά χρόνια σε ένα σπίτι πολύ ευκατάστατων ανθρώπων. Μαμά, πήγαιναν διακοπές;
Β.Κ.:

Στην Αιδηψό πηγαίναν τότε. Τότε με το συνεταίρο, όμως. Πηγαίνανε στην Αιδηψό, ναι, τότε με το πλοίο πήγαιναν και κάναν διακοπές. Αλλά την τύχη αυτή την είχε μόνο η μαμά μου. Οι άλλο ήτανε… Δεν είχανε.

Α.Κ.: Πήγαιναν και στο Λουτράκι, πήγαιναν και στην Κέρκυρα.
Β.Κ.:

Ναι, βέβαια.

Α.Κ.: Ήταν δηλαδή ευκατάστατοι αστοί μέχρι το ’29-’30 που καταστράφηκαν από την οικονομική κρίση. Και έτσι, είχαν τη ζωή των αστών. Ήταν και πολύ καλοντυμένοι, αν δεις φωτογραφίες. Με τσαντάκια, με ρούχα της εποχής πολύ καλά κτλ.
Β.Κ.:

Είχαν εκεί πέρα —η μαμά που δεν έτρωγε πολύ— τα κασέρια τους, τα αυτά. Διπλό από αυτό ένα ντουλάπι γεμάτο. Και η μαμά μου έπαιρνε το ψωμί της και το μοίραζε στο σχολείο τότε για να πάρει μία καραμέλα, μία σοκολάτα, ας πούμε. Της άρεσαν πιο πολύ τα γλυκά. Ναι.

Κ.Κ.:

Θυμάστε η μαμά σας πώς το έφερνε συναισθηματικά όλο αυτό, που ήταν υιοθετημένη κτλ.;

Β.Κ.:

Δεν νομίζω να είχε, γιατί είχε την αδερφή της, είχε… από τύχη. Οι άλλοι είχαν πεθάνει κιόλας. Η μαμά μου ζούσε μέχρι τελευταία, 98 χρόνων. Καλά, βέβαια την είχα εδώ, για αυτό έζησε κι εκείνη 98 χρόνια! Ναι.

Κ.Κ.:

Άρα, δεν το έφερνε τόσο βαρέως.

Β.Κ.:

Όχι, πιστεύω ότι έφερε βαρέως γιατί… Πρώτα-πρώτα, ο παππούς μου την είχε βάλει στις καλογριές.

Κ.Κ.:

Στο σχολείο;

Β.Κ.:

Ναι. Εκαθόμασταν στο Βαρδάρη, σας λέω… ούτε Κολόμβου. Ενδιάμεσα. Δηλαδή στο Βαρδάρη κανονικά.

Κ.Κ.:

Εκεί που ήταν ο Δημόκριτος μετά;

Β.Κ.:

Ο Δημόκριτος μετά; Τώρα είναι το «Πάνθεον», μου φαίνεται, ο κινηματογράφος. Απέναντι.

Α.Κ.: Ό[00:20:00]χι.
Β.Κ.:

Τι;

Α.Κ.: Εκεί ήταν οι καλογριές που πήγαινε η γιαγιά;
Β.Κ.:

Οι καλογριές ήταν παρακάτω.

Α.Κ.: Αυτό σου λέω.
Β.Κ.:

Καθολικών. Πώς λεγόταν εκεί;

Α.Κ.: Ήταν στη Φράγκων, στο παλιό Δελασάλ.
Κ.Κ.:

Αυτό λέω, που τώρα έχει γίνει και το δικαστήριο το διοικητικό.

Α.Κ.: Ήταν πιο παλιά. Τώρα μιλάμε…
Β.Κ.:

Κοιτάξτε, το Δελασάλ ήταν πιο δεξιά, ας το πούμε, όπως βλέπουμε το δρόμο προς τα κάτω. Το γυναικείο ήτανε πιο εδώ.

Α.Κ.: Όταν λες πιο εδώ, μαμά; Πού; Στο ύψος του μαγαζιού του μπαμπά; Στη Συγγρού;
Β.Κ.:

Στη Συγγρού ήταν, λίγο παρακάτω.

Α.Κ.: Στη Συγγρού. Εκεί ήταν το παλιό, το πρώτο.
Β.Κ.:

Ναι. Το πρώτο των καθολικών.

Α.Κ.: Αλλά πες για… Τέλος πάντων, ήταν ευκατάστατος—
Β.Κ.:

Πήγαινε… Στους καθολικούς ήτανε. Πώς να σας πω; —

Α.Κ.: και την έστειλε σε ένα καλό ιδιωτικό σχολείο. Αυτό θέλει να πει. Αλλά…
Β.Κ.:

Α, ναι! Αλλά όμως, η μαμά μου ήτανε της θρησκείας, πήγαινε όλο με τις καλογριές —καλόγερους δεν είχε— και φοβήθηκε ο παππούς μου και την τράβηξε απ’ το σχολείο, την έβγαλε, για να μη γίνει καλόγρια! Ναι.

Κ.Κ.:

Ιστορίες...

Β.Κ.:

Και μετά η μαμά μου τελείωσε, δεν πήγε σχολείο.

Α.Κ.: Δεν την έστειλε άλλο σχολείο.
Β.Κ.:

Δεν την έστειλε άλλο.

Α.Κ.: Τελείωσε το Δημοτικό στη γειτονιά εκεί στο Βαρδάρη και αυτό ήταν, γιατί φοβήθηκε ο παππούς μήπως πάει και μονάσει, γιατί πάντα η γιαγιά—,
Β.Κ.:

Ήταν της εκκλησίας—

Α.Κ.: μέχρι που πέθανε είχε φοβερή κλίση στη θρησκεία.
Β.Κ.:

Ήταν της εκκλησίας.

Κ.Κ.:

Κατάλαβα. Τώρα, για να έρθουμε στα δικά σας σχολικά χρόνια, εσείς από κει τι θυμάστε; Πού πήγατε;

Β.Κ.:

Εγώ θυμάμαι ότι η πλατεία… Είχε έρθει και οι πρόσφυγες, αυτοί που ήτανε, πώς τους λέγανε;  Και είχαν πάρει και το φούρνο μας, που το νοικιάσαμε. Και είχαμε πολλή παρέα. Τα κορίτσια κατεβαίναμε κάτω, παίζαμε παιχνίδια, τσιλίκι, με τα σχοινιά, ωραία. Και είχαμε και πλατεία κάτω και καφενεία. Μέχρι εκεί φτάναμε. Ήμασταν πολύ… παίζαμε. Τα βράδια —όχι τα βράδια— βγαίναμε στις πόρτες, μετά κεντούσαμε, αργότερα που μεγαλώσαμε και ξέρω ‘γώ. Είχαμε γειτονιά, που λένε, γειτονιά.

Κ.Κ.:

Σε ποιο σχολείο πήγατε Δημοτικό;

Β.Κ.:

Εγώ στο 7ο Δημοτικό είχα πάει. Ήτανε στην Κολόμβου αυτό το σχολείο επάνω, στην πλατεία σχεδόν. Στο 7ο πήγαινα εγώ. Υπήρχε και το 1ο και… δεν ξέρω, ένα άλλο ακόμα, μου φαίνεται. Ήταν τρία σχολεία εκεί.

Κ.Κ.:

Και πώς ήταν το σχολείο; Σαν κτίριο…

Β.Κ.:

Κτίριο είναι… ακόμη υπάρχει και τώρα. Ήτανε στο 4ο Αρρένων επάνω στη Συγγρού, από κάτω ήτανε. Τότε, μάλιστα, κολλούσαμε κιόλα οι αυλές μας. Αλλά ήταν μεγάλο.

Α.Κ.: Και σήμερα κολλάνε.
Β.Κ.:

Σήμερα, τώρα δεν ξέρω πώς είναι. Ναι.

Κ.Κ.:

Πράγματι κολλάνε.

Α.Κ.: Να κάνω μια παρένθεση, μαμά; Είναι το σχολείο που πήγαινα κι εγώ μετά;
Β.Κ.:

Βέβαια!

Α.Κ.: Είναι το συγκρότημα που σήμερα—
Β.Κ.:

Όλο το συγκρότημα! Και τώρα υπάρχει το συγκρότημα—

Α.Κ.: [Δ.Α.] 55ο, 56ο, 57ο, 58ο. Και δίπλα κολλητά, μεσοτοιχία είναι το 4ο μικτό πια—
Β.Κ.:

Αρρένων—,

Α.Κ.: παλιά ήταν αρρένων.
Β.Κ.:

Ναι, αρρένων ήτανε και μετά πήγες εσύ για λίγο, όταν χάλαγε…

Α.Κ.: Πήγα εγώ στο Λύκειο εκεί.
Β.Κ.:

Πήγες στο Λύκειο και μετά, όταν τελείωνες ήρθες εδώ που κατεβήκαμε.

Κ.Κ.:

Και οι δάσκαλοί σας εκεί πώς ήταν; Οι σχέσεις μαζί τους, οι συμμαθητές σας;

Β.Κ.:

Να σας πω. Εγώ όταν πήγαινα στο Δημοτικό, ήτανε… Ο δάσκαλος ήταν θείος μου. Νια. Είχε έρθει και αυτός απ’ το χωριό, γιατί ήταν κι εκείνος απ’ το χωριό. Και ήταν ο θείος μου. Αλλά είχαμε άλλους δασκάλους, δεν μας έκανε μάθημα.

Α.Κ.: Πώς τον λέγαν;
Β.Κ.:

Παπανικολάου. Ήταν από… Πώς λεγόταν το χωριό του; Δεν θυμάμαι τώρα καθόλου.

Α.Κ.: Δυτικομακεδόνας, πάντως.
Β.Κ.:

Ε βέβαια. Απ’ την επαρχία Βοΐου.

Α.Κ.: Αυτοί γνωρίζονταν όλοι, κοντοχωριανοί ήταν μεταξύ τους, στην επαρχία δηλαδή.
Κ.Κ.:

Ήταν αυστηροί οι δάσκαλοι;

Β.Κ.:

Στο Δημοτικό; Όχι βέβαια. Δεν νομίζω. Εγώ ήμουν και λίγο βαριά Από τότε ήμουνα βαριά στα ελληνικά. Δηλαδή στα μαθηματικά ήμουνα πολύ καλή, ενώ στο διάβασμα και ιστορίες και τέτοια δεν μπορούσα να τα θυμηθώ. Μ’ έκαναν και ιδιαίτερα.

Α.Κ.: Στην οικογένεια έχουμε ιστορικό δυσλεξίας.
Β.Κ.:

Ναι, έχουμε και αυτό.

Α.Κ.: Αυτό περιγράφει. Για αυτό ήταν άριστη στα μαθηματικά, ενώ τα φιλολογικά δυσκολευόταν πάρα πολύ. Είναι ο λόγος που δεν σπούδασε η μαμά μου.
Β.Κ.:

Ναι, δεν μπορούσα να θυμηθώ.

Α.Κ.: Δεν υπήρχε τότε η λογική να πάν’ τα κορίτσια μαθηματικοί και τέτοια, οπότε «Ή δασκάλα», έλεγε η γιαγιά μου, «θα πας ή τίποτα». Κι η μαμά μου μόνο που άκουγε «δασκάλα»…
Β.Κ.:

Λέω: «Τι να… Αφού εγώ δεν τα καταλαβαίνω». Συλλάβιζα. Να σας πω ότι τώρα, επειδή πήρα και διαβάζω τώρα, άρχισα να διαβάζω καλά; Δεν μπορούσα να διαβάσω καλά μέχρι τώρα. Αλλά στα μαθηματικά είναι αλήθεια ότι με κάναν κι ιδιαίτερο όταν μεγάλωσα, όχι στο Δημοτικό. Γιατί στο δημοτικό με βάζαν στις δασκάλες να με μαθαίνουνε! Αλλά στο Γυμνάσιο μετά πήγαινα φροντιστήριο και ήμουνα… Δεν πήγαιναν τότε τα παιδιά καθόλου φροντιστήριο. Μπορώ να σας πω ήμουνα η μόνη που πήγαινα φροντιστήριο. Και οι καλύτερες μαθήτριες καμιά φορά κανένα πρόβλημα που δεν το ήξεραν ερχόντουσαν και τους βοηθούσα εγώ. Τόσο δηλαδή καλή ήμουνα. Και στο τέλος, είπε ο καθηγητής «Μια που είναι να δώσει στο πανεπιστήμιο είναι η…» —Βασιλική με λέγαν τότε γιατί το όνομα ήταν Βασιλική. Τώρα είναι Λέλα! Λοιπόν, αλλά εγώ δεν σκέφτηκα να τον πω ότι «Εγώ δεν έδωσα τελικά εξετάσεις», που μου είπε ο καθηγητής —δεν τον άκουσα— γιατί δεν μιλούσα τότε πολύ, να τον πω ότι το και το. Θα με έλεγε ο άνθρωπος. Δεν μπορούσα να γράψω έκθεση. και δεν πήγα στο πανεπιστήμιο. Και όταν εμεγάλωσαν και τα κορίτσια και τους έλυνα κάτι προβλήματα, λέγαν: «Μαμά!».

Α.Κ.: Μας βοηθούσε άνετα μέχρι τρίτη Γυμνασίου έως και πρώτη Λυκείου. Πού τα θυμόταν; Δεν ξέρω. Είναι πραγματικά κρίμα που δεν ασχολήθηκε.
Β.Κ.:

Βέβαια. Αυτό το πράγμα είναι το πρώτο λάθος, που λένε.

Κ.Κ.:

Σας έμεινε που δεν πήγατε.

Β.Κ.:

Μ’ έμεινε γιατί ταλαιπωρούμουνα με τα μαθήματα. Στο Γυμνάσιο ο καθηγητής πέντε μαθήματα κάτω απ’ τη βάση με είχε βάλει: αρχαία, νέα, ιστορία… πώς το λένε; Τι κάναμε άλλο; Λατινικά, ξέρω ‘γω τι κάναμε; Πέντε μαθήματα με είχε ρίξει κάτω από τη βάση! Στην πρώτη; Στη δευτέρα; Δεν θυμάμαι. Και «Το είπες στη μητέρα σου;». Νόμιζε ότι τα ‘κρυβα εγώ απ’ τη μητέρα μου. Λέω: «Πώς δεν το είπα». «Πες την να περάσει». Και τι είπε μια φορά στο… Τότε πήγαινα και στο Γυμνάσιο. Λέει: «Δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένος ο μαθηματικός», ο γυμνασιάρχης που μας έκανε φυσική και χημεία και ο μαθηματικός. «Δεν διαβάζει στα δικά μου μαθήματα». Η μητέρα μου έδωσε την απάντηση: «Που έρχεται στο σπίτι, όλο τα δικά σας τα μαθήματα διαβάζει αλλά μπαινάκης και βγαινάκης!». Και μετεξεταστέα με άφησε στην εβδόμη και στην ογδόη.

Α.Κ.: Δυσλεξία. Ήταν αδύνατο να τα βγάλει πέρα μόνη της.
Β.Κ.:

Δυσλεξία… Ναι. και τα κάρφωνε κιόλας στην τάξη. Μ’ έλεγε «Ξέρετε πώς περνάτε». Γιατί στην πρώτη που με άφησε μετεξεταστέα, στην έβδομη, πήγα σε έναν καθηγητή δικό μας πάλι από κείνο το μέρος και με έκανε κάτι ιδιαίτερα και τον μίλησε. Και με πρόσβαλε στην τάξη. Βέβαια, δεν ξέραν αυτές τι λέει, γιατί καμία δεν πήγαινε τότε. Μόνο καμιά έξυπνη θα καταλάβαινε ότι εγώ μόνο πήγαινα και έκανα ιδιαίτερα!

Α.Κ.: Μαμά, πες λίγο την ιστορία της οικογένειας του πατέρα σου, του παππού Χρήστου.
Β.Κ.:

Του παππού Χρήστου;

Α.Κ.: Από πού ήρθε ο παππούς Χρήστος;
Β.Κ.:

Από την Κοζάνη. Από πού ήρθε;

Α.Κ.: Πώς το λένε το χωριό;
Β.Κ.:

Το χωριό τους… Πώς το λένε, καλέ, το χωριό τους; Το ξέχασα. Εσύ το ξέρεις. Το ξέχασα.

Α.Κ.: Εράτυρα.
Β.Κ.:

Α, Εράτυρα, ναι, ναι. Είδες; Ναι.

Κ.Κ.:

Το ‘χαμε πει.

Α.Κ.: Το ‘χαμε πει, απ’ την Εράτυρα.
Β.Κ.:

Ναι, ναι, απ’ την Εράτυρα. Ναι.

Α.Κ.: Και έχει ενδιαφέρουσα ιστορία. Ήρθε απ’ την Εράτυρα…
Β.Κ.:

Ήρθε απ’ την Εράτυρα, ναι. Είχε ένα μεγάλο σπίτι. Γιατί το πούλησε δεν ξέρω τότε.

Κ.Κ.:

Αυτό στην Άνω Πόλη;

Α.Κ.: Όχι, αυτό είναι οικογένεια του πατέρα μου. Λέμε τώρα για την οικογένεια…
Β.Κ.:

Της μητέρας μου.

Α.Κ.: Λέμε τώρα για τον πατέρα της.
Β.Κ.:

Για τον παππού μου.

Κ.Κ.:

Ωραία.

Α.Κ.: Έτσι; Ο οποίος ήρθε από την Εράτυρα, εγκαταστάθηκε στο σπίτι της αδερφής του στο σταθμό.
Β.Κ.:

Α, ναι, στο σταθμό. Εκεί τον κακόμαθαν γιατί ο σταθμός είχε καφενείο ο γαμπρός του της γυναικός του. Είχε την αδελφή πάρει. Ο γαμπρός του στο σταθμό είχε πάρει την αδερφή του και εκείνο το μαγαζί ήταν πολύ χρυσωρυχείο, τότε ερχόταν τα τρένα.

Α.Κ.: Πες τι μαγαζί ήταν.
Β.Κ.:

Ήτανε… Αποθήκη είχε. Τότε αυτοί που είχανε και χονδρική, να το πούμε, πηγαίνανε με μποξάδες[00:30:00], με σακούλες δηλαδή, δεν είχαν αυτοκίνητα εκείνα τα χρόνια και παίρναν το τρένο. Ο θείος μου είχε την αποθήκη, είχε και εστιατόριο μέσα και είχε και… Δεν ξέρω αν τους κοίμιζε κιόλας. Και αφήνανε τα πράγματα που εμπορεύονταν το βράδυ και την άλλη μέρα πάλι θα ταξίδευαν. Να μην τα πηγαίνουν στα μαγαζιά και τα φέρνουνε.

Κ.Κ.:

Είπατε μποξάδες;

Β.Κ.:

Τις σακούλες που είχανε. Δεν είχαν αυτοκίνητα τότε να κυκλοφορούνε, παρόλο που ήταν μεγάλη επιχείρηση.

Α.Κ.: Σακούλες ήταν ή μάλλον από ύφασμα κλεισμένα;
Β.Κ.:

Σακιά.

Α.Κ.: Σακιά.
Κ.Κ.:

Μπόγος.

Β.Κ.:

Σακιά θα ήτανε, ναι.

Α.Κ.: Αν μπορώ να παρέμβω, ο άνθρωπος για τον οποίο μιλάει ήταν ο Αντώνης Δάφας. Ήτανε άντρας της αδερφής του παππού μου. Ο παππούς μου ήταν ο Χρήστος Μήλιος και την αδερφή του την Αγνή—
Β.Κ.:

Την είχε πάρει ο αυτός.

Α.Κ.: —την είχε πάρει ο Αντώνης Δάφας, ο οποίος είχε το μεγάλο καφενείο…
Β.Κ.:

Καφενείο στο σταθμό, στο τρένο, στο σταθμό.

Α.Κ.: Απέναντι απ’ τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Που φύγαν από κει οι Εβραίοι.
Β.Κ.:

Ναι, παλιό. Τότε ήταν ο παλιός.

Α.Κ.: Και είχε καφενείο, αποθήκη, μαγειρίο, πολύ μεγάλο μαγαζί. Δύο ήταν εκεί: αυτό και του Μπουκουβάλα από δίπλα. Έτσι, δύο μεγάλα καφενεία απέναντι απ’ το σιδηροδρομικό σταθμό. Το ένα ήταν του θείου, που ήταν ευκατάστατος και στο σπίτι αυτό ήρθε ο γαμπρός του για να βοηθήσει την αδερφή του…
Β.Κ.:

Νταντά, νταντά. Να κρατάει τα παιδιά. Γιατί και το φαΐ μαγείρευαν εκεί πέρα, γιατί η μία η κόρη του πήγαινε, η Νίκη, στο μαγαζί και βοηθούσε λίγο τον πατέρα της και μετά έπαιρνε τα φαγητά., τα ετοίμαζε ο θειος μου και τα πήγαινε στο σπίτι έτοιμα, στην άλλη οικογένεια, στην άλλη την αδερφή, ας πούμε, και στα αδέρφια. Τα πήγαινε με τις αυτές, με τις σαλάτες, με όλα! Τα ‘στελνε. Ο μπαμπάς μου έκανε την νταντά στα παιδιά! Μαζί τους παραθέρισε, μαζί τους… Αυτό είχε μάθει να κάνει.

Κ.Κ.:

Θα έρθουμε μετά λίγο και πιο πολύ σε περιγραφές όλων αυτών των τοπίων που μας είπατε, αλλά μιας και η κυρία Αγνή είπε για τους Εβραίους…

Β.Κ.:

Α, οι Εβραίοι εγώ τους θυμάμαι που τους μαζέψανε εκεί κοντά στο σταθμό περίπου, και μάλιστα στο δικό τους στο σπίτι, στης θείας μου, από κάτω είχανε Εβραίες.

Κ.Κ.:

Ζήσατε κάποια σκηνή αποχωρισμού;

Β.Κ.:

Όχι, εγώ ήμουνα και μικρή κιόλας. Δεν… Αλλά θυμάμαι πολλά πράγματα, δηλαδή πώς έτρεχε ο κόσμος, πώς… Ειδικά αυτό στο σπίτι της θείας μου, που ξέρω ότι πήραν και ορισμένα πράγματα από κει, αυτώσανε. Δεν τους βοήθησαν, νομίζω, έχω τη γνώμη.

Κ.Κ.:

Εννοείτε η πόλη ή η οικογένειά σας συγκεκριμένα;

Β.Κ.:

Η οικογένεια και οι θείες μου. Δεν νομίζω ότι τους βοήθησε, να τους κρύψουν, όπως κάμνανε τότε. Γιατί και μέχρι τώρα έχω ακούσει το «Αλτσέχ», που εγώ είχα μία συμμαθήτρια.

Κ.Κ.:

Τι ακούσατε Το;

Β.Κ.:

Το επίθετο «Αλτσέχ».

Κ.Κ.:

«Αλτσέκ»;

Β.Κ.:

Ναι. Υπάρχει και φαρμακείο που φέρνουνε εδώ με το όνομα αυτή τη φίρμα στο αυτοκίνητο. Και εγώ δεν ενδιαφέρθηκα τότε. Τώρα το κατάλαβα. Τώρα είναι πολύ αργά πια να ρωτήσω αν ζει. Μου φαίνεται ζει η δικιά μου η συμμαθήτρια.

Κ.Κ.:

Στο Βαρδάρη είχατε εβραϊκό στοιχείο;

Β.Κ.:

Βέβαια είχε εβραϊκό στοιχείο, αλλά δεν ήξερα εγώ πολλούς. Εβραίες, έτσι, κοντά μας δεν είχαμε, Εβραίες. Δεν θυμάμαι αν υπήρχανε. Μετά, με τους πρόσφυγες εγώ θυμάμαι.

Κ.Κ.:

Θα πούμε και για τους πρόσφυγες, που είναι λίγο πιο παλιό βέβαια αλλά…

Β.Κ.:

Πιο παλιό από τους Εβραίους είναι; Πιο μπροστά ήρθαν οι πρόσφυγες; Μπορεί.

Κ.Κ.:

Οι Εβραίοι προϋπήρχαν!

Β.Κ.:

Α, καλά. Ήτανε… Αυτό το ξέραν όλοι. Είναι πολλοί επιχειρηματίες, δηλαδή ήταν… Σε ξεγελούσαν με το αυτό. Σου έδιναν κοντό παντελόνι και έλεγε «Ψήλωσε το παιδί»! Έτσι άκουγα ιστορίες.

Κ.Κ.:

Θυμάστε κι άλλες μήπως;

Β.Κ.:

Ήτανε πάρα πολύ έμποροι, μεγάλοι έμποροι ήτανε. Ναι. Είχε δηλαδή πλούτο, νομίζω, η Θεσσαλονίκη απ’ τους Εβραίους.

Α.Κ.: Πες την ιστορία με τον Εβραίο φαρμακοποιό που ήθελε να παντρευτεί τη γιαγιά.
Β.Κ.:

Α, καλά. Ε, τι ιστορία; Ήθελε να την παντρευτεί. Τι έγινε;

Α.Κ.: Ποιος ήταν; Πού είχε μαγαζί;
Β.Κ.:

Α, ήτανε στη Βενιζέλου επάνω. Ακόμη υπάρχει το όνομα. Δάφας είναι. Τι είναι; Αλλιώς ήταν, ε; Τι όνομα; Εσύ το ξέρεις; Δεν το θυμάμαι εγώ.

Α.Κ.: Α, έχεις δίκαιο. Πήρε Εβραία, παντρεύτηκε Εβραία.
Β.Κ.:

Εβραία πήρε αυτός. Την κρύψαμε, φαίνεται, τότε, την αυτώσαν και πήρε Εβραία. Φαρμακέμπορας ήταν, κιόλας. Δάφας λεγόταν, νομίζω. Δεν ξέρω πώς, όπως λέγεται και τώρα το φαρμακείο.

Α.Κ.: Ένα φαρμακείο που είναι Βενιζέλου με Εγνατία—
Β.Κ.:

Ναι, στη γωνιά, στη γωνιά—,

Α.Κ.: αυτός ήταν ένας ευκατάστατος Θεσσαλονικιός που του είχε αρέσει η γιαγιά μου η Αγνή.
Β.Κ.:

Ναι, γιατί ήταν η μαμά μου…

Α.Κ.: Ο παππούς μου είχε αδερφή Αγνή και γυναίκα Αγνή.
Β.Κ.:

Γυναίκα Αγνή! Έχουμε πολλές Αγνές.

Α.Κ.: Έτσι; Γιατί το «Αγνή» είναι πολύ συχνό όνομα στη Δυτική Μακεδονία, στην περιοχή του Βοΐου. Είναι προσωνύμιο της Παναγίας. Τέλος πάντων, είμαστε πολλές.
Β.Κ.:

Αγνές.

Α.Κ.: Ναι. Και τελικά δεν πήρε τη γιαγιά και πήρε μια Εβραία. Το θυμόμουν ανάποδα, ότι ήταν αυτός Εβραίος. Φυσικά, μιλάμε τώρα για άτομα που επιβίωσαν, έτσι;
Β.Κ.:

Ε, ναι, βέβαια.

Α.Κ.: Γιατί μιλάμε για [Δ.Α.] ιστορίες.
Β.Κ.:

Ναι. Αυτή επιβίωσε και την πήρε ο φαρμακοποιός.

Α.Κ.: Και την έκρυψε.
Β.Κ.:

Μετά ήταν μεγαλέμπορας, δηλαδή από πάνω είχε…

Α.Κ.: Δηλαδή αυτό προηγείται του Ολοκαυτώματος, αυτός ο γάμος, και προφανώς γλύτωσε η κυρία αυτή χάρη του γάμου που έκανε.
Κ.Κ.:

Κατάλαβα. Και την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου τη θυμάστε;

Β.Κ.:

Όχι. Θυμάμαι έναν πόλεμο, όπου πηγαίναμε στα καταγώγια και κρυβόμασταν όταν σφύριζε αυτή… πώς τη λένε;

Κ.Κ.:

Σειρήνα.

Β.Κ.:

Η σειρήνα. Εγώ ήμουνα μικρή τότε. Με έπαιρνε ο μπαμπάς μου αγκαλιά. Τον τραβούσα το… Ο παππούς μου πήγαινε και χωνόταν όταν κάτω απ’ το νεροχύτη! Και είχαμε έξω πλατεία —όχι τη δικιά μας, πιο πέρα— και είχαν σκάψει λάκκους από κάτω και πηγαίναμε εκεί και κρυβόμασταν, γιατί ήμασταν στο κέντρο για!

Α.Κ.: Σε ποια πλατεία πηγαίνατε και κρυβόσασταν;
Β.Κ.:

Στο σπίτι μας που ήταν. Πιο επάνω. Απέναντι στου Γρηγοράκη το σπίτι, εκεί πίσω, στου Κωστόπουλου την κλινική από πίσω. Ναι. Εκεί είχε μια πλατεία και είχαν σκάψει λάκκους κάτω στο δρόμο έτσι όπως πηγαίνουμε —ο Κωστόπουλος ήταν πιο εδώ, εδώ στο δρόμο. Είχε δρόμο γιατί είχε πολλά σπίτια εκεί πέρα. Και σκάψαν λάκκο στην πλατεία και εκεί πηγαίναμε και κρυβόμασταν όταν σφύριζα. Γιατί όταν γινόντουσαν πόλεμοι όλα από κει… Όλα τα αυτά… Σπάσαν τα καπνομάγαζα κάτω στην… εκεί που είχε… στη Βαλαωρίτου, όλα τα είχαν γκρεμίσει τότε.

Α.Κ.: Με βομβαρδισμό εννοείς; Ναι, ε;
Β.Κ.:

Ε, βέβαια! Ρίχνανε. Πρώτα-πρώτα και στο σταθμό ρίχνανε. Είχε τέτοια, [Δ.Α.], τα αυτώνανε.

Α.Κ.: Χτυπούσαν στόχους.
Β.Κ.:

Στόχους, στόχους. Όλο περνούσαν πάνω από το κεφάλι μας, που λένε.

Κ.Κ.:

Και τα συναισθήματα όταν χτυπούσε η σειρήνα μπορείτε να τα φέρετε στη μνήμη σας;

Β.Κ.:

Εγώ, να σας πω, αυτά τα θυμάμαι όταν ήμουνα μικρή και μου λένε ότι τραβούσα το αυτί του μπαμπά μου. Το είχα μάθει εγώ να του κρατάω τα αυτιά τότε!

Α.Κ.: [Δ.Α.] Την πείνα, όμως, τη θυμάσαι, την ιστορία με την πείνα στην Κατοχή.
Β.Κ.:

Όχι. Κοίταξε, είχαμε τους παππούδες εμείς. Στην Κατοχή εμείς είχαμε τους παππούδες, που ακόμη κρατούσανε λίγο. Πρώτα-πρώτα, είχαμε το σπίτι και νοικιάζαμε κιόλας, νοικιάζαμε κιόλας. Θα μου πείτε, τι; Ο ένας, ο πρώτος που κρατούσε ένα δωμάτιο που ήταν… πώς τους λένε αυτούς που νταραβερίζονταν;

Α.Κ.: Μαυραγορίτης.
Β.Κ.:

Μαυραγορίτης. Μας έδινε ένα αυγό! Τότε μας το έδινε τ’ αυγό. Η μαμά μου είχε τρία παιδιά και τελευταία δεν μας έδωσε το αυγό γιατί ήταν πιο ακριβό τ’ αυγό από το ενοίκιο του δωματίου!

Α.Κ.: Εννοεί ένα αυγό=ένα ενοίκιο μήνα.
Β.Κ.:

Μήνα. Δεν μας το ‘δωσε.

Α.Κ.: Έτσι είχε πάει η αναλογία του χρήματος.
Β.Κ.:

Ναι, τόσο.

Α.Κ.: Ποιος σας βοήθησε να επιβιώσετε στην Κατοχή;
Β.Κ.:

Η Μέλισσα.

Α.Κ.: Πες το.
Β.Κ.:

Η γιαγιά μου τη σπιταρόνα που έδωσε ο πατέρας της και τα κασέρια και τα σαλάμια που τα μοίραζε στο σχολείο, που λέει ο λόγος, για να πάρει μία σοκολατίτσα, ένα αυτό, μετά αναγκάστηκε να πάει να εργαστεί στη Μέλισσα, στο εργοστάσιο κάτω στο Χαριλάου, γιατί ήταν ξαδέλφια του παππού μου.

Α.Κ.: Ο Τζάτζας, που είχε τη Μέλισσα, ήταν ξάδερφος του παππού Θωμά, που λέμε.
Β.Κ.:

Είχε και συνέταιρο, όμως, αυτός. Δεν τον θυμάμαι.

Α.Κ.: Δεν πειράζει. Εμείς το δικό μας λέμε.
Β.Κ.:

Το δικό μας, ναι.

Α.Κ.: Και έτ[00:40:00]σι, έδωσε δουλειά στη γιαγιά μου τη Θεοδώρα—
Β.Κ.:

Ναι, τη Θεοδώρα, και πήγε και δούλεψε. Και τότε δεν… η αυτή… Δεν μπορούσες τότε. Πολύ δύσκολα ήταν να πηγαινοέρχεσαι, γιατί γινόντουσαν και φασαρίες και αυτά. Και μετά νοίκιασε η γιαγιά στο Χαριλάου επάνω. Πώς το λένε; Εκεί που είναι το διαχωριστικό. Πώς λέγεται;

Κ.Κ.:

Τροχιοδρομικά;

Β.Κ.:

Ο δρόμος που είναι. Κάτι έχει, κάπως το λένε. Στη γέφυρα επάνω.

Κ.Κ.:

Ο περιφερειακός εννοείτε;

Β.Κ.:

Όχι, όχι. Στη Χαριλάου, ανεβαίνοντας… Ναι, εκεί πέρα ήταν ένας παπάς, καθόταν κιόλας και εκεί μέσα. Και πήγε εκεί και νοίκιασε ένα δωμάτιο.

Α.Κ.: Ποιο παιδί πήγε στον Τζάτζα για να σας ταΐζει;
Β.Κ.:

Εγώ.

Α.Κ.: Πες το.
Β.Κ.:

Εγώ πήγα. Τότε, επειδή ήτανε φτώχεια, ας το πούμε, και δεν έβρισκες κιόλας και έπρεπε πολλά λεφτά να δώσεις, είχανε πει στους αυτούς που ήταν πλούσιοι να παίρνουν παιδιά ξένα γιατί θα τους έβαζαν όποιο παιδί ήθελαν. Κι εμένα αυτός ο Τζάτζας, που είχε τη Μέλισσα, επειδή ήταν ξάδερφός του παππού μου —πρώτα ξαδέρφια ήτανε με τον παππού μου—, με πήρανε για να με υιοθετήσουν. Αλλά πρώτα, δεν με έδινε ο πατέρας μου και δεύτερον, εγώ έκλαιγα. Έβλεπα τον έναν αδερφό και δεν έπρεπε να έρθει στο τραπέζι να φάει! Τον έκανε έξωση!

Α.Κ.: Φοβόταν.
Β.Κ.:

Δεν ξέρω. Τον φοβόταν; Γιατί τους άλλους τούς μιλούσα και ξέρω ‘γώ; Και αναγκάστηκαν και πήραν μετά τον αδερφό μου, εγώ έφυγα.

Κ.Κ.:

Τον αδερφό ποιον;

Β.Κ.:

Το Γιώργο το μεγάλο. Είχα δύο αδέλφια. Τον αδελφό το μεγάλο. Δεν ξέρω αν ζούσε ο Θωμάς τότε.

Κ.Κ.:

Φοβόσασταν τον αδερφό σας; Δεν κατάλαβα.

Β.Κ.:

Όχι, τον πήρανε. Έφυγα εγώ απ’ το σπίτι του Τζάτζα, που είχε τη βιομηχανία. Ήταν το πρώτο κατάστημα στην περιφέρεια, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη. Γενικά όλο, το καλύτερο, που έβγαζε τις κάλτσες, φανέλες, αυτά, τέτοια πράγματα. Kαι μέχρι τώρα υπήρχε το μαγαζί. Όχι τώρα. Στην Ερμού. Αλλά μετά το πούλησε. Ο θειος μας, μάλιστα, έχει πάρει, φαίνεται, τα λεφτά, δεν ξέρω τι είχε κάνει, και τελευταία είχε και καρκίνο και είχε μαλώσει με το αφεντικό και τον έδιωχνε.

Α.Κ.: Καταστράφηκαν.
Β.Κ.:

Καταστράφηκε και ήταν… στο πεζοδρόμιο έπεφτε.

Α.Κ.: Τι εννοεί: Επί Κατοχής, οι πλόύσιοι όφειλαν να πάρουνε κάποιο παιδί, για να γλυτώσουν απ’ την πείνα.
Β.Κ.:

Ένα παιδί. Βέβαια. Και να μην τους δώσουν ξένο.

Α.Κ.: Αυτοί, λοιπόν, διάλεξαν τη μαμά. Και επειδή ήταν και άτεκνοι, θέλαν και να την υιοθετήσουν. Η μαμά, όμως, τότε…
Κ.Κ.:

Η ιστορία πάλι θα επαναλαμβανόταν δηλαδή.

Α.Κ.: Ακριβώς. Η μαμά ήταν 4 χρονών τότε, για αυτό ήταν πάρα πολύ μικρή. Και προφανώς κάποιον φοβόταν που καθόταν στο τραπέζι.
Β.Κ.:

Ε να, αυτόν τον έναν αδελφό.

Α.Κ.: Περίμενε, μαμά. Ο ένας αδερφός με τη γυναίκα του πήραν τη μαμά και ερχόταν κι ο αδερφός του Τζάτζα και τρώγανε μαζί.
Κ.Κ.:

Α, του Τζάτζα ο αδερφός.

Β.Κ.:

Ναι, του Τζάτζα, του Τζάτζα.

Α.Κ.: Έτσι, λοιπόν, για να μη χάσουνε τη θέση σ’ αυτήν την οικογένεια, γύρισε η μαμά στο πατρικό της και πήγε ο μεγάλος αδερφός της, ο θείος Γιώργος, ο οποίος είναι αυτός που έχει πεθάνει. Τρία αδέρφια η μαμά: ο θείος Γιώργος ο μεγαλύτερος—
Β.Κ.:

Ο Θωμάς δεν ζούσε—

Α.Κ. : το ’34, η μαμά τέλος του ’36 και ο θείος Θωμάς γεννήθηκε το ’42.
Β.Κ.:

Είναι του ’42. Δεν υπήρχε ο Θωμάς.

Α.Κ.: Δεν ήταν δηλαδή… Τότε πρέπει να ‘ταν έγκυος η γιαγιά, γιατί η γιαγιά έμεινε έγκυος όταν γύρισε ο παππούς από τον πόλεμο, γιατί ο παππούς μας στρατεύτηκε.
Κ.Κ.:

Αυτό θα ρωτούσα, αν είχατε κάποιον συγγενή που στρατεύτηκε.

Α.Κ.: Ο μπαμπάς μου. Σε τρεις πολέμους πήγε.
Κ.Κ.:

Θυμάστε να μου πείτε;

Β.Κ.:

Ναι, στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο, στο ΄Β… Τι να σας πω; Δεν τους ξέρω. Και από Ιστορία δεν ξέρω εγώ καλά!

Α.Κ.: Ο παππούς πήγε στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο. Πήγε στη Μικρασία, για την οποία δεν μιλούσε ποτέ.
Β.Κ.:

Για τη Μικρασία δεν έλεγε καθόλου. Πω πω πω…

Α.Κ.: Δεν μιλούσε ποτέ. Δεν ήθελε. Και πήγε και στο ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο…
Β.Κ.:

Ήξερε από καφενεία και τέτοια. Μας έλεγε αυτές τις ιστορίες, πώς τους έκανε καφέδες, αυτό, τους φρόντιζε τους στρατιώτες. Ναι.

Α.Κ.: Επειδή ήτανε λοχίας…
Β.Κ.:

Είχε και άλογο. Έχουμε και φωτογραφία με άλογο. Εγώ δεν την έχω.

Α.Κ.: Την έχει η αδερφή μου. Με το άλογο, από ό,τι καταλαβαίνεις, είναι στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο. Πάνω σε άλογο τον έχουμε φωτογραφία. Στο ΄Β πάει στην πρώτη γραμμή στην Αλβανία και επειδή είχε πάρα πολύ κρύο, επέτρεψε με τις κάπες να ανοίγουν τα καμινέτα και να πίνουν ένα καφεδάκι κτλ. για να ζεσταίνονται οι φαντάροι. Γύρισε με κρυοπαγήματα.
Β.Κ.:

Ου, καλά!

Α.Κ.: Ο παππούς είναι απ’ τις κλασικές περιπτώσεις που στον πόλεμο ήταν ήρωας και στην καθημερινότητά του δεν τα ‘βγαζε πέρα.
Β.Κ.:

Ναι, γιατί είχε παρέες και δεν ήθελε. Καταρχήν, το μαγαζί έβαλε μέσα πολλούς ανθρώπους και το ‘χασε κιόλας. Το χρεωκόπησε, που λέει ο λόγος. Με τη φωτιά που πήρε, τι να μαζέψει; Έβαζε άλλες μηχανές που νόμιζαν απ’ την εφορία, από το Επιμελητήριο, ξέρω ‘γώ, ότι τους έχει ενοικιαστές. Ενώ εκείνος αγαθοεργίες έκανε.

Α.Κ.: Ήταν πάρα πολύ καλός άνθρωπος—
Β.Κ.:

Πάρα πολύ. Αλλά εις βάρος του—,

Α.Κ.: αλλά ας πούμε, από ό,τι κατάλαβες, συνεταιρίστηκε με τον παππού…
Β.Κ.:

Ναι, ήθελε να βάλει τη φίρμα του. Χάλασε από κει.

Α.Κ.: Καταστράφηκαν από κει και χάσαν το μαγαζί

.

Β.Κ.:

Βέβαια.

Α.Κ.: Μετά ήταν πολύ καλός τεχνίτης, αλλά…
Β.Κ.:

Δεν έκανε τη δουλειά, δεν τις έκανε τις δουλειές. Με τα έξοδα που είχε και με… Δεν ξέρω, έβγαινε και έξω, χανόταν τα βράδια. Τι να σας πω; Δεν ξέρω κιόλας. Μας έφερνε το φαΐ, ας πούμε, και έπαιρνε μια παραγγελία, έκανε κάνα χρόνο να την κάνει για πελάτισσα!

Α.Κ.: Έπαιρνε μια παραγγελία για παπούτσια.
Β.Κ.:

Τη Σαμαρού είχε, που είχαν τις γούνες.

Α.Κ.: Μια παραγγελία για παπούτσια. Εντάξει;
Β.Κ.:

Και την έκανε δυο χρόνια!

Α.Κ.: Τη διεκπεραίωνε σε έναν χρόνο.
Β.Κ.:

Ήτανε δηλαδή…

Α.Κ.: Είχε καλούς πελάτες, ήταν εξαιρετικός τεχνίτης, ας πούμε.
Β.Κ.:

Ναι, βέβαια. Είχε, ναι.

Α.Κ.: Ας πούμε, αυτές οι Σαμαρούδες που είχαν τις γούνες —Σαμαράς, υπάρχουν ακόμα και σήμερα, εταιρεία— ήταν πελάτες του. Μόνο αυτές, λέει η μαμά, καθόντουσαν και τον περίμεναν με τους μήνες πότε θα παραδώσει τα παπούτσια. Οπότε, καταλαβαίνεις. Για αυτό είπα, στον πόλεμο ήρωας, με αποφάσεις γρήγορες, στην καθημερινότητα…
Β.Κ.:

Ήτανε… Δεν δούλευε. Έτσι τον είχαμε μάθει στο σταθμό ο θειος μας. Γιατί τον είχανε να κοιτάει τα παιδιά μόνο.

Α.Κ.: Η γιαγιά Αγνή δούλεψε; Η μαμά σου;
Β.Κ.:

Η μαμά μου ήταν μοδίστρα. Δούλευε. Δούλεψε και πήγαινε μάλιστα και στο σταθμό, κάτω στο σπίτι αυτό. Όχι στο σταθμό, λίγο πιο πάνω ήταν το σπίτι τους, στην… Πώς λεγόταν η οδός αυτή; Τέλος πάντων.

Α.Κ.: Αισώπου.
Β.Κ.:

Αισώπου, ναι. Και εκεί πήγαινε με την πρώτη ξαδέρφη μου και ράβανε, γιατί ήταν η μαμά μου πολύ νοικοκυρά και ήθελε να τακτοποιήσει το σπίτι —παππούδες είχαμε—, να μας κάνει τα φαγητά, να μας κάνει να φάμε, να συμμαζέψει το σπίτι και μετά να φύγουμε, μετά το απόγευμα πήγαινε και γυρνούσε τα βράδια κι εκεί πέρα απ’ τα στενά —όχι στενά. Εκεί που είναι τα ξενοδοχεία, Μοναστηριού. Τη φωνάζανε κιόλας.

Α.Κ.: Γιατί ήταν δύσκολη περιοχή.
Β.Κ.:

Και πήγαινε και να μαζέψει και το Θωμά το μικρό όταν γεννήθηκε, που τον μαζεύαν. Εκεί πέρα δίπλα στην Εγνατία είχε το σπίτι ένας φίλος του, που ήταν μαζί στο σχολείο. Και τον μάζευαν εκεί πέρα γιατί καλός ήταν στα μαθήματα. Ο άλλος ήθελε να τον βοηθάνε. Εκείνος έγινε—

Α.Κ.: Αρχιτέκτονας και ο θείος μου…
Β.Κ.:

Αρχιτέκτονας κι ο αδελφός μου δεν πήγε πουθενά! Ο Θωμάς.

Α.Κ.: Αυτός είναι ο τρίτος της οικογένειας, έτσι;
Β.Κ.:

Ο τρίτος. Ο Γιώργος, εντάξει, δούλευε στο Σκαζίτη, πώς τον λέγανε;

Α.Κ.: Καλά το λες.
Β.Κ.:

Στο Σκαζίτη ήτανε. Ναι.

Κ.Κ.:

Για να γυρίσουμε λίγο στην πείνα, πέρα από αυτά που μου είπατε εσείς…

Β.Κ.:

Εμείς δεν καταλάβαμε πείνα γιατί είχαμε… Με τους παππούδες ήμασταν και δούλευε ο παππούς τότε. Κι η γιαγιά, είχαν βγει στη σύνταξη.

Α.Κ.: Πουλήσατε τίποτα για να μην…
Β.Κ.:

Α, καλά! Ο παππούς μου ήτανε στα πωλητήρια. Πρώτα-πρώτα, τη ράχη πουλήσαν απ’ το χωριό.

Α.Κ.: Στην Κατοχή.
Β.Κ.:

Δεν ξέρω. Στην Κατοχή δίναμε κι αυτό το σπίτι που είχαμε το τελευταίο. Αλλά η μαμά μου αρρώστησε απ’ αυτό το πράγμα…

Α.Κ.: Ποιο σπίτι;
Β.Κ.:

Ποιο σπίτι; Στη Μαβίλη.

Α.Κ.: Πουλήσατε το σπίτι στην Κατοχή;
Β.Κ.:

Όχι, το είχε πάρει προκαταβολή, αλλά είπαν κι αυτοί ότι «Δεν θέλουμε εμείς κλαμένο σπίτι, δεν θέλουμε». Και μετά παππούς μου υποχώρησε.

Κ.Κ.:

Κλαμένο σπίτι; Δεν άκουσα.

Α.Κ.: Κλεμμένο.
Β.Κ.:

Δηλαδή… Όχι, κλεμμένο. Δεν ήταν κλεμμένο. Είπε, ας πούμε, ότι «Αφού κλαίει η κυρία, δεν θέλουμε εμείς τέτοιο σπίτι να πάρουμε».

Α.Κ.: Α, δεν την ξέρω αυτήν την ιστορία. Ποιος… Δεν την ξέρω ούτε εγώ αυτήν την ιστορία. Για πες. Ποιος πήγε να πουλήσει το σπίτι;
Β.Κ.:

Ο παππούς. Ποιος άλλος;

Α.Κ.: Ο παππούς; Για να πάρει χρήματα.
Β.Κ.:

Ναι.

Α.Κ.: Άρα, καταλαβαίνεις πώς τρώγανε.
Β.Κ.:

Ο παππούς.

Α.Κ.: Για αυτό το επιμένω, γιατί ξέρω τι συνέβη.
Β.Κ.:

Ναι. Ο παππούς μου ήταν το πωλητήριο. Δεν ήταν να πάρει κάτι. Πωλούσε.

Α.Κ.: Είδε τη δυσκολία της οικογένειας και πήγε να πουλήσει και το σπίτι. Αλλά επειδή η κόρη του, η γιαγιά μου, έκλαιγε, αυτοί που ήρθαν να το αγοράσουν είπαν: «Δεν το παίρνουμε».
Β.Κ.:

«Δεν το παίρνουμε». Και έτσι, μας…

Α.Κ.: Γιατί είχε μέσα πολύ μεγάλη οικογένεια, η οποία θα ‘μενε στο δρόμο. Πούλησαν ασημένια κουταλάκια…
Β.Κ.:

Ένα κομμάτι θα πουλούσαν, δεν θα πουλούσαν όλο το σ[00:50:00]πίτι.

Α.Κ.: Έτσι, ναι. Γενικά, αυτό το σπίτι όποτε υπήρχε δυσκολία πουλούσαν ο ένας στον άλλον.
Β.Κ.:

Το κομμάτι. Γιατί ήταν μερίδια-μερίδια.

Α.Κ.: Πουλούσε δυο δωμάτια ο ένας…
Β.Κ.:

Ήμασταν τρεις οικογένειες για!

Α.Κ.: Άμα δεις το συμβόλαιο, επειδή το ‘χω κρατημένο, τι αγοραπωλησίες γίναν μεταξύ τους ανάλογα με το ποιος είχε δυσκολία… Δηλαδή είχε δυσκολία ο αποκάτω, πουλούσε ένα μερίδιο.
Β.Κ.:

Καλά, ο αποκάτω ήταν και αχαΐρευτος, εκείνος που είχε τη θεία Όλγα.

Α.Κ.: Έτσι. Οπότε, υπήρχε ένα πήγαινε-έλα!
Β.Κ.:

Για αυτό της έδωσε και το τελευταίο, που είχε δύο δωμάτια μόνο και ήταν χάλια εκεί πέρα. Ούτε εγώ τον γνώρισα ούτε κανένας τον γνώρισε. Ήταν ρεμπέτ… Πώς τον λένε; Φαίνεται δεν ήτανε…

Α.Κ.: Υπήρχε, πάντως, μια άσχημη ιστορία.
Β.Κ.:

Ναι. Ήτανε δηλαδή, πώς να σας πω; Πρέπει να ήτανε αυτός… να τα ‘τρωγε τα λεφτά του. Πώς να σας πω;

Α.Κ.: Αυτός πέθανε νέος. Πριν γεννηθεί η μαμά πέθανε.
Β.Κ.:

Νέος πέθανε. Ούτε εγώ θυμάμαι ούτε τίποτα. Βέβαια. Και τον έδωσε ο μπαμπάς το χειρότερο. Τι τον έδωσε; Δύο δωμάτια που να περνούν όλοι στις σκάλες επάνω και μία τουαλέτα. Χάλια ήταν κιόλας. Καλά, το είχε χτίσει αλλά τότε μπορεί να ήταν καλύτερο. Αλλά ήταν χάλια. Βουτούσες μέσα.

Α.Κ.: Η γυναίκα αυτουνού, η οποία έζησε αρκετά χρόνια, την περιέθαλψε και αυτήν η γιαγιά μου—
Β.Κ.:

Και η μαμά μου, ναι—

Α.Κ.: μαζί με τους δικούς της τους γονείς τους θετούς. Τους είχε, όμως, σαν γονείς της. Δηλαδή τους υπεραγαπούσε και τους…
Β.Κ.:

Ήταν το δωμάτιο δίπλα απ’ το φούρνο και κατέβαινε η μαμά μου και τη συμμάζευε, την [Δ.Α.]… Γιατί οι συγγενείς. Είχε έναν συγγενή.

Α.Κ.: Αυτή η θεία Όλγα είχε μια τραγική ιστορία. Έχασε και τα τρία κορίτσια της—
Β.Κ.:

Ναι, στην Κατοχή—

Α.Κ.: από φυματίωση. Το ένα πίσω απ’ το άλλο.
Β.Κ.:

Όχι, το ένα επέζησε, γιατί εγώ θυμάμαι που είχε παντρευτεί κάποιον και ήρθε τελευταία να τη διεκδικήσει.

Α.Κ.: Ναι, αλλά από φυματίωση πέθανε και αυτή.
Β.Κ.:

Κι αυτή πέθανε από φυματίωση μετά; Δεν ξέρω. Αλλά γιατί ήρθε ο άντρας της…

Α.Κ.: Αυτό είναι οικονομικό θέμα. Δεν είναι υγείας. Αυτή απλά είχε παντρευτεί και όταν πέθανε, ο άντρας ήρθε να διεκδικήσει μερίδιο. Αλλά πέθανε η μία μετά την άλλη από φυματίωση.
Β.Κ.:

Ναι, γιατί τα σπίτια αυτά πουλήθηκαν, ας πούμε, πάνω στον πόλεμο, πουλήθηκαν και τα χρήματα δεν είχαν αξία. Και ήρθε ο άντρας της, η γυναίκα του είχε πεθάνει, να μας το πάρει. Αλλά αυτή η θεία Όλγα —αυτηνής το μερίδιο είχε πάρει η μαμά μου— είπε η μαμά μου: «Αν τυχόν μας το πάρεις, εγώ…».

Α.Κ.: [Δ.Α.].
Β.Κ.:

Ε, ναι. Θέλω να πω. Υπήρχαν και τέτοια.

Α.Κ.: Ήτανε, πάντως, αγοραπωλησίες και διεκδικήσεις, γιατί το σπίτι ήταν πολύ μεγάλο, απ’ ό,τι κατάλαβες, και ανάλογα με τις δυσκολίες που είχε ο καθένας—
Β.Κ.:

Πουλούσε το κομμάτι του—

Α.Κ.: πουλούσε, αγόραζε δωμάτιο κτλ.
Κ.Κ.:

Ο άλλος κόσμος πέρα από εσάς, οι γείτονες σας, με την πείνα τι έκαναν;

Β.Κ.:

Τώρα τι να σας πω; Ήρθαν οι πρόσφυγες τότε. Εγώ δεν ξέρω άλλους εκεί να πεινάνε και να κάνουμε και να ράνουνε. Δεν βγήκα γύρω μου δηλαδή, γιατί το σπίτι ήτανε μεγάλο, δίπλα ήταν ο Αρχάκης, που λέμε, το σπίτι του, που έπαιρνε όλη τη γειτονιά μαζί με τους άλλους τους δημάρχους, που ήταν όλοι από… Πού; Πες τους.

Α.Κ.: Τι σχέση έχει αυτό με την πείνα;
Β.Κ.:

Ε, πώς δεν έχει; Αυτοί αγοράζαν οικόπεδα; Πότε τα αγοράζαν;

Α.Κ.: Ήταν πλούσιος. Ο Αρχάκης είχε τότε μια πολύ μεγάλη οινοποιία. Ήταν ευκατάστατος.
Β.Κ.:

Οινοποιία. Ευκατάστατος. Είχε αγόρια που δουλεύανε. Ήταν δίπλα.

Α.Κ.: Οι φίλες σου, τα σπίτια που ήταν οι φιλενάδες σου, πείνασε κανένας απ’ αυτούς;
Β.Κ.:

Δεν θυμάμαι να σου πω.

Α.Κ.: Ξες τι; Ήταν 5 χρονών και για αυτό δεν έχει μνήμη.
Β.Κ.:

Δεν θυμάμαι. Δεν έχω. Όταν ήμασταν μεγάλες και πηγαίναμε σχολείο, δεν θυμάμαι εκεί να…

Α.Κ.: Δεν συζητούσε κανένας πια αυτά τα θέματα. Αλλά στην ηλικία που ήταν, θυμάται μόνο τι γινόταν μέσα στο πατρικό της.
Β.Κ.:

Ναι, βέβαια.

Α.Κ.: Δηλαδή από γύρω δεν έχει εικόνα. Ήταν παιδί.
Κ.Κ.:

Ναι. Μήπως σας είχαν πει μετά. Αλλά αυτό που είπατε εσείς έχει πολύ ενδιαφέρον. Ο κόσμος δεν συζητούσε, έτσι;

Β.Κ.:

Όχι, δεν συζητούσε, γιατί… Ξέρω εγώ; Ήρθαν τότε οι πρόσφυγες, καθόντουσαν πιο πολύ. Εγώ, έτσι, πολλούς νοικοκυραίους εκεί ήταν οι πλούσιοι μόνο. Ήταν απ’ την Κρήτη, που ήταν όλοι οι δήμαρχοι και ξέρω ‘γώ που πήρανε την πλατεία μας και ξέρω ‘γώ, και μας πήραν και όλο το χώρο, την πλατείας. Εξαιτίας τους εμείς χάσαμε τη γωνία. Το σπίτι μας εκαταστράφηκε.

Α.Κ.: Έτσι όπως τα λες δεν καταλαβαίνει. Τι συνέβη; Με τη μεγάλη πυρκαγιά του ‘17 η πόλη που κάηκε…
Β.Κ.:

Σταμάτησε σε μας.

Α.Κ.: Σε μας άφησε το οικοδομικό τετράγωνο με το πατρικό της μαμάς ανέπαφο, γιατί κατέβηκε απ’ την πλατεία Μουσχουντή —ο αέρας φυσούσε δυτικά—, έφτασε μέχρι πλατεία Αντιγονιδών και έκαψε προς το Λευκό Πύργο. Εμείς είμαστε δύο οικοδομικά τετράγωνα—
Β.Κ.:

Πιο εδώ, οπότε δεν μας πείραξε—

Α.Κ.: εδώ. Πάνω στα τείχη στην ουσία ήταν το σπίτι. Ένα στενό, ένα οικοδομικό τετράγωνο δίπλα απ’ τα τείχη. Οπότε, το σπίτι παρέμεινε μέχρι το ‘65. Η χάραξη, όμως, όπως έχω δει εγώ σε αρχεία, των δρόμων είχε γίνει με το σχέδιο Εμπράρ απ’ το ’17, μ’ αποτέλεσμα αυτή η γειτονιά, τα «Πλατανάκια», που λέει η μαμά μου, που ήτανε στην ουσία η σημερινή οδός Παπαρρηγοπούλου —τριπλή φαντάσου την— με καφενεία—
Β.Κ.:

Με γκαράζ που σας είπα. Με πλατεία κάτω—,

Α.Κ.: με καφενεία δεξιά κι αριστερά. Με δέντρα στη μέση. Ήταν μια ωραιότατη πλατεία.
Β.Κ.:

«Πλατανάκια» λεγότανε. Σκεφτείτε.

Α.Κ.: Και πάνω στην πλατεία απ’ το σπίτι της μαμάς. Αυτό με βάση το σχέδιο Εμπράρ έκλεισαν, έγιναν στενοί δρόμοι στον καμβά επάνω τον ιπποδάμειο με καταστροφικά αποτελέσματα για τη γειτονιά, η οποία υποβαθμίστηκε. Ήταν που ήτανε Βαρδάρης. Υποβαθμίστηκε εντελώς—
Β.Κ.:

Βαρδάρης. Είχε το όνομα απ’ τη Ραμόνα που ήτανε οι τέτοιες εκεί—,

Α.Κ.: με αποτέλεσμα από τους παλιούς κατοίκους που ήμασταν εκεί ούτε το 2% δεν κατοικεί πια στην περιοχή. Όλοι φύγαμε.
Β.Κ.:

Ε, βέβαια. Όλοι φύγανε.

Α.Κ.: Όλοι φύγαμε. Γιατί η περιοχή ήταν εξαιρετικά υποβαθμισμένη.
Β.Κ.:

Η περιοχή.

Α.Κ.: Η μαμά, λοιπόν, λέει ότι οι δήμαρχοι φταίγαν που έγινε αυτός ο σχεδιασμός.
Β.Κ.:

Ε, ναι. Αφού πήραν όλα. Ναι.

Α.Κ.: Αλλά η αλήθεια μάλλον είναι ότι ήταν το σχέδιο Εμπράρ που έβγαλε αυτούς τους στενούς δρόμους και κατέστρεψε μία πολύ ωραία πλατεία της πόλης

.

Β.Κ.:

Πλατεία της πόλης.

Κ.Κ.:

Άρα, δεν είχε μόνο καλά το σχέδιο Εμπράρ…

Α.Κ.: Έτσι νομίζω.
Β.Κ.:

Ε, φυσικά. Εμάς μας κατέστρεψε. Ήταν στο Βαρδάρη η πλατεία, άλλη τόση είχαμε εμείς και πιο επάνω είχε και γκαράζ! Πού είναι αυτά; Όλα έγιναν σπιτάκια-σπιτάκια τώρα και κάτι ερείπια. Δεν ξέρω, τώρα χτίστηκαν.

Κ.Κ.:

Αυτό που είχατε πει εσείς στη δική σας συνέντευξη, 3 μέτρα πλάτος δρόμου.

Α.Κ.: [Δ.Α.]
Β.Κ.:

Ναι, Αυτός ήταν ο δικός μας. Ο χειρότερος ήταν ο δικός μας.

Α.Κ.: Δηλαδή από το μακεδονίτικο το σπίτι που ήταν σε μια γωνία και έβλεπε όλο το Βαρδάρη και επάνω στα «Πλατανάκια» είχε έναν μεγάλο πλάτανο μπροστά απ’ το σπίτι βρέθηκε αυτό το οικόπεδο να είμαι μέσα σε ένα στενό 3 μέτρων.
Κ.Κ.:

Τεράστια αλλαγή.

Α.Κ.: Πολύ μεγάλη αλλαγή για την οικογένεια.
Β.Κ.:

Επειδή μας κόψαν και το δρόμο, μετά για να αγοράσουμε μισό μέτρο, πληρώσαμε κιόλας 50.000!

Α.Κ.: Πλήρωσαν κιόλας. Άλλαξαν το δρόμο. Σήμερα η Μαβίλη είναι παράλληλη με το δρόμο, αυτήν την Καλλινίκου όπως λέμε, πρώην παλιά Σελευκιδών, που είναι ακόμα τα σπίτια αυτά. Πήγαν από πίσω. Είναι ένα δρόμος στριφτός η Μαβίλη. Έκανε μία έτσι. Το κάναν οριζόντιο και έτσι, λοιπόν, χάθηκε η πρόσοψη που είχε το σπίτι και βρέθηκε μέσα σε ένα στενό. Αυτά ήταν πολύ μεγάλα λάθη τα οποία κόστισαν πάρα πολύ στην υποβάθμιση—
Β.Κ.:

Της περιοχής—

Α.Κ.: του αστικού περιβάλλοντος του κέντρου της πόλης.
Β.Κ.:

Ναι, του κέντρου της πόλης. Αλλά ήταν και η Ραμόνα —όχι Ραμόνα, αλλιώς το λέγανε.

Κ.Κ.:

Η Μπάρα μήπως;

Β.Κ.:

Η Μπάρα, εκεί που ήταν οι γυναίκες.

Κ.Κ.:

Θα τα πούμε. Αυτό ήθελα τώρα να πούμε, τα πιο… υπόγεια.

Β.Κ.:

Υπόγεια… Δεν ήταν υπόγεια, ήταν επιφανειακά.

Α.Κ.: Πες τα.
Κ.Κ.:

Εκτός από το δικό σας σπίτι —τώρα μιλάμε πριν γίνει όλο αυτό το σχέδιο— τα υπόλοιπα σπίτια στο Βαρδάρη πώς ήταν γενικά;

Β.Κ.:

Κοιτάξτε, ήταν αυτό του Αρχάκη που λέμε, που ήτανε στο δρόμο αυτόν τώρα που έχουμε κάνει, το στενό που βλέπει το δικό μας το σπίτι. Ο Αρχάκης είχε πάρει όλη την πλατεία εκεί. Είχαν έρθει από την… Πώς το λένε;

Α.Κ.: Τι σπίτια υπήρχαν; Αυτό σε ρωτάει.
Β.Κ.:

Εκεί; Ε, πιο χαμηλά, διώροφα υπήρχανε σπίτια. Έχτισε ο Αρχάκης για εκεί πέρα. Πήρε όλη την πλατεία.

Κ.Κ.:

Αγάπη για τον Αρχάκη.

Α.Κ.: Ο καθένας λέει το γινάτι του. Είναι το πρόβλημά της αυτό. Θεωρεί πώς ο Αρχάκης φταίει που έγινε έτσι το δικό μας σπίτι. Δεν έφταιγε αυτός. Αυτός απλά εκμεταλλεύτηκε μία συγκυρία, έτσι; Πες τι σπίτια υπήρχαν.
Β.Κ.:

Τι σπίτια υπήρχαν; Υπήρχε απέναντι η μονοκατοικία του Γρηγοράκη. Ήταν μονοκατοικία εκεί με αυλή μεγάλη. Πού ήταν; Στην Παπαρρηγοπούλου.

Α.Κ.: Ωραία. Αυτό σε ρωτάει.
Β.Κ.:

Ε, ναι. Μετά άρχισαν να χτίζονται τα σπίτια αργότερα.

Α.Κ.: Ήτανε διώροφα…
Β.Κ.:

Και τριώροφα γίνανε. Όπως ήταν και το δικό μας.

Α.Κ.: Τριώροφα. Μακεδονίτικα πιο πολύ, ξύλινα σπίτια.
Β.Κ.:

Στη δικιά μας τη Μαβίλη εκεί πέρα είχε, που καθόντουσαν τα κορίτσια… Ένα ερείπιο είχε γίνει βέβαια. Ήταν μεγάλη πολυκατοικία και παλιά. Αλλά στην απέναντι,[01:00:00] που ήταν του φουρνάρη η κόρη, που καθότανε, έπεσε απ’ την τουαλέτα μέσα στο γκαράζ! Έφυγε! Ήτανε ξύλινο η αυτή… Πώς το λένε; Πες το, βρε Αγνή.

Α.Κ.: Το πάτωμα ήταν ξύλινο.
Β.Κ.:

Το πάτωμα, ναι, ήταν ξύλινη κατασκευή, που πήγαινε να κάνει, και βρέθηκε μέσα. Εκεί είχε ένα συνεργείο, γκαράζ. Ήταν όλο το γκαράζ και στη γωνία εκεί που ήταν απ’ το σπίτι…

Α.Κ.: Κατάλαβες. Ήταν τόσο σαθρά τα σπίτια. Αυτά τα σπίτια δεν κάηκαν. Ήταν, λοιπόν, κατασκευές του 1880 κτλ. Και επειδή δεν γινόντουσαν επισκευές, τα πιο πολλά απ’ αυτά τα σπίτια άρχισαν σιγά-σιγά—
Β.Κ.:

Να φθείρονται—

Α.Κ.: να καταρρέουν, να φθείρονται. Και σου λέει ένα περιστατικό…
Β.Κ.:

Και πήγε η φιλενάδα μας αυτή που είχαν το φούρνο, πήγε μέσα στην τουαλέτα και βρέθηκε μέσα στο συνεργείο! Και την κουβαλήσανε μετά τα παιδιά! Ναι. Τέτοιες ιστορίες.

Α.Κ.: Ο ξάδερφός μου, όταν τον ρώτησα «Γιατί δώσατε το σπίτι αντιπαροχή;», λέει: «Δεν πήγαινε άλλο. Βλέπαμε το πόδι της γιαγιάς σου της Αγνούλας από πάνω στο σανίδι». Γιατί πια είχε αρχίσει το σπίτι να φθείρεται πάρα πολύ.
Β.Κ.:

Και ήταν και μεγάλο. Ήθελε πολλά λεφτά. Ποιος; Δεν υπήρχαν τότε λεφτά.

Α.Κ.: Δεν μπορούσαν να το συντηρήσουν. Έτσι, λοιπόν, ήταν όλα τα σπίτια στην περιοχή. Ξύλινα, τουρκόσπιτα, μακεδονίτικα, χαμηλά. Άναρχα, δεν ήταν όλα ένα πράγμα.
Κ.Κ.:

Και τελικά δώσατε και εσείς αντιπαροχή το σπίτι.

Β.Κ.:

Ε, βέβαια. Ε, να, όταν παντρεύτηκα εγώ, το δώσαμε, γιατί θέλαν και σπίτι!

Α.Κ.: Πες ποια χρονιά.
Β.Κ.:

Τι λες τώρα; Ξέρω πότε παντρεύτηκα; Πες την εσύ τη χρονιά. Δεν τη θυμάμαι.

Α.Κ.: Το ’62 το δώσαν αντιπαροχή, ’63, ήταν έτοιμο το ’65.
Κ.Κ.:

Κι όταν είδατε την μπουλντόζα να μπαίνει πώς αισθανθήκατε;

Β.Κ.:

Πότε γεννήθηκε η Καλλιόπη, καλέ;

Α.Κ.: Το ’64.
Β.Κ.:

’64 ήταν έτοιμο. Εκεί την πήγαμε.

Κ.Κ.:

Κι όταν είδατε την μπουλντόζα να μπαίνει και να γκρεμίζει το σπίτι, εκεί πώς νιώσατε;

Β.Κ.:

Καλά, αφού είχε ερειπωθεί, που λέμε. Ήταν χάλια. Καλά ήτανε. Είπαμε θα πάρουμε καινούργιο σπίτι αλλά να μας βάλαν στη γωνία και τη χάσαμε την πλατεία. Βλέπαμε μέχρι το Βαρδάρη.

Α.Κ.: Ο παππούς Θωμάς;
Β.Κ.:

Ο παππούς είχε πεθάνει. Δεν πρόλαβε να το δει χτισμένο. Αλλά είχαμε και στο δεύτερο όροφο που ήτανε ο ένας ο αδερφός —ανιψιός ήταν, δεν ήταν αδερφός αυτός: «Αμάν, Αγνούλα, εντάξει, εντάξει». Έπρεπε να χτίζεται το σπίτι και φοβόταν μη μας το αφήσουν στη μέση. Της Σουλτάνας ο άντρας.

Α.Κ.: [Δ.Α.]. Το δώσαν το σπίτι αντιπαροχή—
Β.Κ.:

Ναι, δεν το δώσαμε σε καλό… —

Α.Κ.: αλλά είχαν αγωνία, θα ολοκληρωθεί ή θα μείνει ημιτελές;
Κ.Κ.:

Α, πώς λειτουργούσε αυτό; Για πείτε γιατί δεν γνωρίζω.

Β.Κ.:

Αντιπαροχή. Το παίρνανε δυο που κάνανε, φτυαρίζανε, ξέρω ‘γώ —οι δικοί μας δεν ήταν και καλοί.

Α.Κ.: Τι λες τώρα;
Β.Κ.:

Τι; Πες το εσύ.

Α.Κ.: Αντιπαροχή τι σημαίνει; Δίνεις το οικόπεδό σου—
Β.Κ.:

Ναι, και το παίρνει μια επιχείρηση—,

Α.Κ.: το παίρνει μια οικοδομική εταιρεία—
Β.Κ.:

Ναι, και το χτίζει—

Α.Κ.: και το ανοικοδομεί. Και σου δίνει εσένα—
Β.Κ.:

Ό,τι σου δίνει—

Α.Κ.: Με βάση τη συμφωνία. Κατά κανόνα, οι συμφωνίες εκείνη την εποχή ήταν 50%-50% ή 40%-60%. Δηλαδή 40% υπέρ των οικοπεδούχων και 60% υπέρ του εργολάβου. Έτσι, λοιπόν, σ’ αυτήν την καινούργια πολυκατοικία πήρανε δύο διαμερίσματα μικρά η οικογένεια της μαμάς, δύο διαμερίσματα η άλλη οικογένεια που είπαμε πως στο παλιό νεοκλασικό μέναν στον πρώτο όροφο συν ένα ανώγειο πήραν εκείνοι γιατί είχαν μεγαλύτερο ποσοστό. Και το υπόλοιπο… Η πολυκατοικία ήταν πενταώροφη, να πούμε. Ήταν πέντε συν ένα πατάρι, ας πούμε, που έβγαζε δυο δωμάτια. Ο ένας πήρε τα δύο διαμερίσματα του δευτέρου ορόφου και εμείς πήραμε τα δύο διαμερίσματα του τρίτου ορόφου. Έτσι; Εξαώροφη ήταν η πολυκατοικία που ανεγέρθηκε, απλά ο πέμπτος, ξες, ήταν τραβηγμένος μέσα με μεγαλύτερο μπαλκόνι, πιο μικρά, και ο έκτος ακόμα. Δυο περιστερώνες, δυο μικρά δωματιάκια ήτανε.
Β.Κ.:

Ναι, ναι. Αφού στο σαλόνι είχε κεραμίδια στη μέση από τα παράθυρα—

Α.Κ.: Αυτό είναι το παλιό σπίτι.
Β.Κ.:

Στο προηγούμενο.

Α.Κ.: Αυτό τώρα που περιγράφει είναι το πατρικό της.
Β.Κ.:

Α, εσύ περιγράφεις… Α, ναι.

Α.Κ.: Εγώ το δικό μου το πατρικό. Αυτό που πήραμε αντιπαροχή.
Β.Κ.:

Α, το τελευταίο. Α, μάλιστα. Ναι.

Κ.Κ.:

Ναι, ναι, αυτό λέει. Θυμάστε πότε περίπου άρχισαν να χτίζονται σωρηδόν οι πολυκατοικίες;

Β.Κ.:

Δεν το θυμάμαι καθόλου πότε άρχισαν να χτίζονται.

Α.Κ.: Πριν απ’ το δικό μας;
Β.Κ.:

Ε, τότες; Τότε ήταν. Πες την ημερομηνία. Δεν θυμάμαι.

Α.Κ.: Δεκαετία του ’60.
Κ.Κ.:

Άρα, όλη τη δεκαετία του ‘50 η περιοχή ήταν πάνω-κάτω όπως την είπατε πριν.

Β.Κ.:

Τριώροφα. Δεν ήταν τριώροφα τότε;

Α.Κ.: Άλλο σε ρωτάει. Η περιοχή που κατοικούσες στη δεκαετία του ’50, όταν πήγαινες Γυμνάσιο, ήταν η ίδια; Δεν είχε ακόμα ανοικοδομήσεις καινούργιων πολυκατοικιών.
Β.Κ.:

Όχι, καινούργιων όχι. Εγώ πήγαινα στο Γυμνάσιο στο παλιό το σπίτι.

Κ.Κ.:

Και μιας και είπαμε και για τον Αρχάκη, αυτός είχε και ένα καφενείο πιο μετά;

Β.Κ.:

Είχε όλη την περιοχή μπροστά, την είχε πάρει. Είχε ποτοποιείο αυτός μπροστά.

Κ.Κ.:

Μου είχε πει η κόρη σας…

Β.Κ.:

Στην Παπαρρηγοπούλου ήταν αυτό, μπαίνοντας απ’ το Βαρδάρη δίπλα σ’ αυτόν το δρόμο αριστερά.

Κ.Κ.:

Μου είχε πει για ένα μπακάλικο, ζαχαροπλαστείο, καφεκοπτείο και κάτι λαχεία. Τα θυμάστε αυτά; Πιο μετά.

Β.Κ.:

Στην πλατεία, ε; Πού;

Α.Κ.: Όταν χτίζεται…
Β.Κ.:

Ο μανάβης ήταν στη γωνία, στου Αρχάκη.

Α.Κ.: Όταν χτίζεται πια η γειτονιά—
Β.Κ.:

Ναι. Στη γωνία δεν είχε…—

Α.Κ.: ανεβαίνοντας δεν ήτανε αυτός που είχε το ΠΡΟΠΟ; Πώς τον λέγανε; Που είχε το σκύλο που τον φοβόμουνα;
Β.Κ.:

Δεν θυμάμαι. Που τον είχε το σκύλο… Ποιος είχε το σκύλο βρε; Είχαμε ένα παντοπωλείο στη γωνία πρώτα.

Α.Κ.: Ναι. Είχαμε παντοπωλείο στη γωνία. Την κυρία Όλγα.
Β.Κ.:

Και το σπίτι του Αρχάκη. Ναι. Και ήτανε απέναντι από μας στο στενό αυτό, ήταν πάλι του Αρχάκη, που το νοίκιαζε εκείνος εκεί πέρα. Και καθόταν στη γωνία πάνω απ’ το παντοπωλείο ο Αρχάκης τότε.

Α.Κ.: Βεβαίως.
Β.Κ.:

Ναι. Στην πλατεία μετά ήταν… καφενείο είχε, μετά το παντοπωλείο.

Α.Κ.: Ο Κόλιας.
Β.Κ.:

Είχε και κουρείο πιο μπροστά.

Α.Κ.: [Δ.Α.].
Β.Κ.:

Ε, βέβαια. Και κουρείο και είχε και καφενείο πιο πέρα και ήταν και το ποτοποιείο του Αρχάκη. Και μετά ήταν και ζαχαροπλαστείο στη γωνία του αυτού… Πώς το λέγανε; Δεν θυμάμαι πώς το λέγανε.

Α.Κ.: Ο «Άτλας»;
Β.Κ.:

Ο «Άτλας», ναι, που είχε και φούρνο δίπλα. Στην πλατεία έβλεπε αυτός ο φούρνος. Το πίσω μέρος ήταν ακριβώς και μας…

Α.Κ.: Πλατεία εννοεί Βαρδαρίου.
Κ.Κ.:

Αυτό θα έλεγα. Γιατί τα «Πλατανάκια» πλέον δεν υπήρχαν.

Β.Κ.:

Δεν υπήρχαν αλλά ο ο φούρνος που ήταν μπροστά, που λέγαμε το «Άτλας», έβγαινε μέχρι το σπίτι μας, δηλαδή μας έκοβε. Από κει βάζανε και τα αλεύρια, τα άλευρα, ναι.

Α.Κ.: Ήταν ένα τετράγωνο οικοδομικό που στη μέση είχε κενό. Αυτό εννοεί. Ήταν γύρω-γύρω χτισμένες οι πολυκατοικίες, οπότε έμπαιναν από μία δίοδο και έτσι φαινόταν η πίσω πλευρά του ζαχαροπλαστείου μέσα… Αυτό εννοεί, έτσι; Απλά, ήταν το ζαχαροπλαστείο πάνω στην πλατεία Βαρδαρίου—
Β.Κ.:

Μπροστά στη γωνία. Και στη γωνία είχε ζαχαροπλαστείο—

Α.Κ.: και στη γωνία, καθώς έστριβες πια στην οδό Παπαρρηγοπούλου, όπως είχε διαμορφωθεί —τα «Πλατανάκια» ήταν πια οδός Παπαρρηγοπούλου, ένας στενός δρόμος. Ανέβαινες… Τα είπε πολύ καλά. Δηλαδή κουρείο, ο Κόλλιας που είχε το καφενείο—
Β.Κ.:

Ναι, το καφενείο…—,

Α.Κ.: ο Αρχάκης που ήταν το μεγάλο ποτοποιείο—
Β.Κ.:

Το μεγάλο ποτοποιείο—,

Α.Κ.: παραπάνω είχε ένα παντοπωλείο…
Β.Κ.:

Και απέναντι είχε μαγαζί που ήταν πάλι… μαγείρευε. Παρακάτω. Είχε παλιά σπίτια εκεί πέρα. Ναι.

Κ.Κ.:

Και τώρα… Δεν ξέρω αν θα σας γυρίσω απαραίτητα πίσω.

Β.Κ.:

Δεν πειράζει. Ό,τι θέλετε ρωτήστε με, ερωτήσεις κάντε.

Κ.Κ.:

Ωραία. Να πούμε για τα καφενεία και τους τεκέδες του Βαρδαρίου, πέρα απ’ την οδό Παπαρρηγοπούλου.

Β.Κ.:

Α, ναι!

Κ.Κ.:

Πώς ήταν εκεί; Λίγο περίεργα.

Β.Κ.:

Εκεί ήτανε… Απέναντι, εκεί τώρα που είναι ο ΟΤΕ στη γωνία, ήταν όλο τέτοια καφενεία. Και τραγουδούσαν εκεί πέρα και πηγαίναμε και ακούγαμε τραγούδια εμείς με τα κορίτσια.

Κ.Κ.:

Ρεμπέτικα;

Β.Κ.:

Ρεμπέτικα. Τότε τραγουδούσαν οι ρεμπέτες εκεί πέρα. Αφού δεν μας αφήναν κάτω να κατεβούμε. Ήτανε αυτό.

Α.Κ.: Τι ηλικία ήσουν, μαμά, τότε;
Β.Κ.:

Ε, τώρα… Ούτε θυμάμαι.

Α.Κ.: Ήσουν μαθήτρια;
Β.Κ.:

Ε, βέβαια. Στο Δημοτικό.

Α.Κ.: Μετά τον πόλεμο δηλαδή.
Β.Κ.:

Ε, βέβαια μετά τον πόλεμο. Ναι. Είχε εκεί πέρα.

Κ.Κ.:

Θυμάστε κάποια βραδιά απ’ αυτές;

Β.Κ.:

Όχι, αφού πηγαίναμε νωρίς εμείς. Δεν πηγαίναμε πολύ αργά. Φεύγαμε. Πηγαίναμε παρέα, δεν πηγαίναμε μία. Βέβαια.

Κ.Κ.:

Και τι κόσμος μαζεύονταν εκεί;

Β.Κ.:

Τι κόσμος… Δεν… Να σας πω, ο κόσμος δεν μαζευόταν εκεί γιατί ήταν κάτω στο υπόγειο αυτοί που τραγουδούσανε. Δεν ήταν επάνω στο αυτό. Είχε καφενεία μόνο επάνω. Ναι.

Κ.Κ.:

Καταρχήν, η οδός Λαγκαδά όλα αυτά τα χρόνια υπήρχε;

Β.Κ.:

Βέβαια υπήρχε η Λαγκαδά. Κι η Μοναστηρίου υ[01:10:00]πήρχε. Βέβαια. Είχαμε κι αγορά εκεί, ολόκληρη αγορά σκεπαστή.

Κ.Κ.:

Ένα ψαράδικο;

Β.Κ.:

Ένα; Πολλά ψαράδικα! Και κρεοπωλεία.

Α.Κ.: Έχει δίκιο. Υπήρχε ολόκληρη σκεπαστή αγορά.
Β.Κ.:

Σκεπαστή αγορά.  

Α.Κ.: Εκεί που ήταν το «Ίλιον» παλιά το σινεμά—
Β.Κ.:

Το «Ίλιον» το σινεμά—

Α.Κ.: είχε μία ολόκληρη αγορά. Υπάρχει και σε παλιές φωτογραφίες, το ‘χω δει, Θεσσαλονίκης. Σαν το Καπάνι. Με διάδρομο στο κέντρο, δεξιά κι αριστερά πάγκους, που είχε...
Β.Κ.:

Κρεοπωλεία, παντοπωλεία, ψαράδικα στην αρχή. Και μπροστά πουλούσαν και λαχανικά, μπροστά βγάζαν τα κιβώτια…

Α.Κ.: Και πάγο πουλούσαν. Εγώ την πρόλαβα. Παιδί είχαμε πάει με το θείο μου για να αγοράσουμε πάγο για την παγωνιέρα της γιαγιάς.
Β.Κ.:

Ε, ναι. Είχε εκεί πέρα… Πουλούσαν και πάγο, βέβαια.

Α.Κ.: Και το θυμάμαι χαρακτηριστικά.
Β.Κ.:

Αφού είχαμε παγωνιέρες τότε.

Κ.Κ.:

Και τώρα υπάρχει ένα μανάβικο εκεί πέρα, νομίζω, περίπου. Στην απόληξη προς τη Λαγκαδά.

Α.Κ.: Μόνο ένα;
Β.Κ.:

Πολλά.

Α.Κ.: Η οδός Μαβίλη ή… Στη διασταύρωση με την οδό Ειρήνης—
Β.Κ.:

Ειρήνης. Εκείνο έγινε όλο παντοπωλεία—

Α.Κ.: είχε όλα μαγαζιά.
Β.Κ.:

Και τώρα.

Α.Κ.: Εγώ όταν ήμουνα… πριν φύγουμε, γιατί εμείς φύγαμε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, είχε…
Β.Κ.:

Οδός Ειρήνης ήταν οι καλές γυναίκες. Πώς τις λένε; Να μην το πω διαφορετικά. Μετά απ’ την αγορά ήτανε η οδός Ειρήνης, η οποία ήταν εκεί πέρα οι γυναίκες που πήγαιναν οι άντρες. Άντε!

Α.Κ.: Ναι, αλλά άλλαξες θέμα. Έλεγα ότι η περιοχή εκεί που είναι η νέα πια οδός Μαβίλη στη διασταύρωση, εγώ θυμάμαι είχε ψαράδικα, είχε αυτά.
Β.Κ.:

Α μπράβο.

Α.Κ.: Ολόκληρη αγορά ήταν. Απλά, δεν ήταν πια σκεπαστή, όπως η άλλη. Ήταν μαγαζιά εκατέρωθεν του δρόμου.
Β.Κ.:

Ε, ναι. Είχε απ’ όλα.

Α.Κ.: Και η Μαβίλη και η Ειρήνης. Και οι δυο δρόμοι.
Κ.Κ.:

Πάμε τώρα λίγο στην άλλη μεριά της Λαγκαδά, στην οδό Ειρήνης που μου είπατε, Βάκχου, Οδυσσέως, Αφροδίτης, όλα αυτά τα ωραία τα στενά.

Β.Κ.:

Ναι. Α, αυτά δεν τα ξέρω πώς τα λέτε καθόλου. Εγώ ξέρω ότι… Πώς το λένε; Εκείνο το μεγάλο δρόμο —πώς λέγεται;— που ήταν το «Ίλιον»;

Α.Κ.: Λαγκαδά.
Β.Κ.:

Λαγκαδά. Την Ειρήνης, Παπαρρηγοπούλου. Αυτοί ήταν οι τρεις δρόμοι. Και μετά εκεί μες στη Μαβίλη, που ήταν στη μέση η πλατεία που σας λέω και το γκαράζ.

Α.Κ.: Απέναντι δεν περνούσατε ποτέ, μαμά;
Β.Κ.:

Κοίτα, απέναντι περάσαμε όταν καθίσαμε στο σχολείο αυτό με τα κόκκινα τα αυτά, στο ιταλικό λεγόταν τότε. Πού είναι το «Πάνθεο»; Αλλά στην πλατεία είναι αυτό, με τα κόκκινα τα… Μας έστελναν και απ’ το σχολείο. Περνούσαμε. Ναι.

Α.Κ.: Άλλο σε ρωτάω. Απ’ την οδό Λαγκαδά προς την περιοχή αυτή που ήταν τα κακόφημα σπίτια δεν πηγαίνατε;
Β.Κ.:

Όχι. Κοίταξε, τα κακόφημα ήταν πιο μπροστά απ’ τη Λαγκάδα και πηγαίναμε καμιά φορά και κοιτάζαμε λίγο.

Α.Κ.: Τι κοιτάζατε;
Β.Κ.:

Αυτές που καθόντουσαν έξω στο πεζοδρόμιο. Περαστικές δηλαδή, όχι να καθίσουμε επί… Κάνα δύο-τρεις… Δεν το κάναμε πολύ. Κατάλαβες;

Α.Κ.: Εσύ εννοείς ότι περάσατε απ’ το Βαρδάρη, απ’ την πλατεία Βαρδαρίου κάτω. Εννοείς στην κάτω περιοχή, νότια. Αυτό λες. Το ιταλικό σχολείο πού ήταν;
Β.Κ.:

Αυτό κάτω… Κάτω απ’ το Βαρδάρη δεν περνούσαμε με τις φιλενάδες. Μέχρι στο «Άτλας» πηγαίναμε, που πηγαίναμε καμιά φορά με το παιχνίδι.

Α.Κ.: Αυτό με το ιταλικό σχολείο που είπες;
Β.Κ.:

Όταν μας έφερναν απ’ το σχολείο πήγαινα εγώ εκεί πέρα.

Α.Κ.: Σε ποιο σχολείο πήγαινες Γυμνάσιο;
Β.Κ.:

Εγώ πήγαινα στο 2ο Αρρένων και μετά μας μετέφεραν αυτό στα κόκκινα που λέω, στο «Πάνθεον» δίπλα που είναι. Ιταλικό σχολείο ήταν αυτό και ήταν με κόκκινα πλακάκια.

Κ.Κ.:

Με τούβλα.

Α.Κ.: Τούβλα.
Β.Κ.:

Με τούβλα. Αλλά ήταν μικρή η αυλή και με χώμα και ξέρω ‘γώ και φύγαμε. Σε ένα-δύο χρόνια φύγαμε. Πήγαμε πάλι ξανά στο 2ο Αρρένων.

Α.Κ.: Στο Αρρένων σε…
Β.Κ.:

Ναι, στο Αρρένων.

Α.Κ.: Στο Αρρένων στην Ικτίνου πηγαίνατε;
Β.Κ.:

Ναι! Στην Ικτίνου πηγαίναμε. Αρχικά εκεί πήγα.

Α.Κ.: Πώς λεγόταν το σχολείο σας;
Β.Κ.:

Πώς λεγόταν;

Α.Κ.: Δεν πήγαινες σε Αρρένων…
Β.Κ.:

Ε, στο Θηλέων πήγα! Είχε Θηλέων.

Α.Κ.: 2ο Θηλέων;
Β.Κ.:

4ο. Στο 4ο ήμασταν. Το 3ο ήτανε στο πιο από εδώ, που ήτανε το 3ο Θηλέων…

Α.Κ.: Στην Καρόλου Ντηλ.
Β.Κ.:

Ναι, στην Καρόλου Ντηλ.

Α.Κ.: Σήμερα 15ο.
Β.Κ.:

Ναι; Και το 4ο ήταν το δικό μας. Ναι… Και μετά μας πήγανε στα πλακάκια! Μας ξαναγυρίσαν πίσω πολύ γρήγορα, πραγματικά! Αλλά για μας ήταν… Περνούσαμε το… και πηγαίναμε. Το πάρκο. Περνούσαμε, το σπίτι μας ήταν απέναντι και πηγαίναμε στο σχολείο. Ήταν καλά τότε. Γιατί τα κορίτσια που πηγαίνανε ήταν απ’ την Κολόμβου, να σου πω, και πάνω, απ’ το Βαρδάρη και πάνω, Νεάπολη, αυτό; Δεν ήτανε απ’ το κέντρο. Και ήταν όλοι απ’ αυτή τη μεριά.

Κ.Κ.:

Άρα, απ’ αυτές τις γυναίκες δεν έχετε και πολλές αναμνήσεις.

Β.Κ.:

Όχι. Το μόνο που πηγαίναμε κάνα δυο φορές και χαζεύαμε λίγο, πολύ λίγο. Αλλά τι… Τίποτα. Απλούστατα ότι καθόντουσαν εκεί πέρα, να, πώς είναι αυτές βαμμένες, πώς ντύνονται, ξέρω ‘γώ. Να, αυτό. Τώρα… Ούτε δίναμε σημασία. Δεν ήμασταν. Γιατί εμείς είχαμε πλατεία εκεί πέρα και δρόμο και παίζαμε πολύ, παίζαμε. Δεν είχαμε ενδιαφέρον να πηγαίνουμε εκεί πέρα.

Κ.Κ.:

Άλλες φιγούρες ιδιαίτερες τότε που να αξίζει κανείς να…

Β.Κ.:

Για αυτές;

Κ.Κ.:

Πέρα από αυτές τις γυναίκες.

Β.Κ.:

Πέρα από αυτές τις γυναίκες. Άλλες. Κάποιος ιδιαίτερος γείτονας, εκεί στα καφενεία κάποια περίεργη μορφή.

Β.Κ.:

Όχι, όχι, όχι.

Κ.Κ.:

Κάποιο κακοποιό στοιχείο της περιοχής, κάτι ιδιαίτερο;

Β.Κ.:

Όχι. Κοιτάξτε, αυτό έγινε μετά που πήγαιναν τα κορίτσια στο σχολείο και ερχόντουσαν αργά το βράδυ. Είχαν μεγαλώσει. Και εμείς είχαμε αυτό το στενό που σας λέω το πολύ στενό και συνδεόταν, έβγαινε στη Διοικητηρίου που λέμε. Αρχίζει από μας… Μόλις τελειώνει το δικό μας το στενό άρχιζε η Διοικητηρίου προς τα πάνω. Και ερχόντουσαν από κει τα παιδιά. Και εκεί τα βράδια, άμα ερχόντουσαν αργά, είχε πρόβλημα. Εγώ έβγαινα στο μπαλκόνι και τους περίμενα πολλές φορές —όχι πολλές φορές, να μη σας πω και κάθε βράδυ. Και ένα βράδυ ένας από αυτούς το είχε πάρει το κορίτσι από τη στροφή που αντάμωσε το δρόμο μας και το κυνηγούσε από πίσω, που λέει ο λόγος. Εγώ έτρεξα κατευθείαν στον άντρα μου και του λέω: «Τρέξε, τρέξε, γιατί το παιδί το έχουν πάρει από πίσω!». Και τι έκανε αυτός; Μέχρι που… Ενώ είχε κατέβει ο άντρας μου στο πλατύσκαλο, αυτός ήθελε να ορμήξει! «Φύγε», λέει, «θα σε καθαρίσω!».

Α.Κ.: Εμένα κυνηγούσε.
Β.Κ.:

Καλέ και την Καλλιόπη! Εσύ ήσαν άλλο. Η Καλλιόπη πρόλαβε και μπήκε μες στο ασανσέρ. Και σένα, και σε σένα θα έτυχε.

Α.Κ.: Ναι. Ο μπαμπάς μας κατέβηκε δυο τρεις φορές με…
Β.Κ.:

Είδες; Αυτό το ξέχασα. Γιατί εγώ κατέβαινα.

Α.Κ.: Υπήρχε πρόβλημα στη γειτονιά. Έτσι όπως το λέει.
Β.Κ.:

Εκεί υπήρχε πρόβλημα. Δηλαδή αν… Και τη μητέρα μου ακόμη στη Μοναστηρίου την παίρναν από πίσω επειδή ήταν, έτσι, νόστιμη και το βάδισμά της κουνιστό, πώς να πω, ήταν και αργά που ερχόταν, που έραβε με την ξαδέλφη μου στο σταθμό —στον καινούργιο κοντά το σταθμό ήταν το σπίτι και εκεί πήγαινε με την πρώτη ξαδέρφη μου, αυτή που είχε το μαγαζί που σας λέω κάτω στο τρένα—, και το βράδυ —ερχότανε αργά γιατί πήγαινε το μεσημέρι. Τακτοποιούσε το σπίτι μας, έβαζε το φαγητό μας έκανε, ξέρω ‘γώ, και μετά έφευγε και πήγαινε εκεί και ερχόταν αργά. Και την παίρνανε από πίσω από κει στη Μοναστηρίου.

Κ.Κ.:

Τώρα ένα άλλο.

Β.Κ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Μου είπε η κυρία Αγνή ότι εκείνη την εποχή περνούσε ένας αραμπατζής με ένα κάρο και ρίχνατε τα σκουπίδια μέσα;

Β.Κ.:

Όχι. Επερνούσαν αυτοί οι μανάβηδες. Τι…

Α.Κ.: Μαμά, τα σκουπίδια πώς τα μάζευαν;
Β.Κ.:

Πώς τα μάζευαν;

Α.Κ.: Όταν ήμουνα παιδί.
Β.Κ.:

Οπωσδήποτε κάτι περνούσε.

Α.Κ.: Εγώ αυτό θυμάμαι.
Β.Κ.:

Εσύ θυμάσαι. Εγώ δεν θυμάμαι. Τι αραμπατζής;

Α.Κ.: Με κάτι σκοινιά τα κατεβάζαμε.
Β.Κ.:

Σκοινιά τα κατεβάζαμε; Από πάνω; Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι.

Α.Κ.: Όταν δεν υπήρχαν ακόμα κάδοι και τέτοια. Τα πετούσανε…
Β.Κ.:

Ε, δεν υπήρχαν κάδοι. Περνούσαν αυτοκίνητα.

Α.Κ.: Αυτό, αυτό.
Β.Κ.:

Αυτοκίνητο περνούσε…

Α.Κ.: Ανοιχτά, όμως ήταν. Δεν ήταν κλειστά.
Β.Κ.:

Ε ναι, εντάξει. Ανοιχτά. Δεν το θυμάμαι εγώ καθόλου τι ήταν. Οπωσδήποτε…

Α.Κ.: Κι όμως, αυτό, ότι περνούσαν από κάτω και πλανόδιοι που πουλούσανε πράγματα.
Β.Κ.:

Ε, βέβαια. Πουλούσαν πολλοί. Ζαρζαβάτια, τέτοια πράγματα απ’ τις γειτονιές και τα πουλούσανε.

Α.Κ.: Εγώ θυμάμαι —πρέπει να σου το είπα— και το σαλεπιτζή που περνούσε απ’ τη γειτονιά.
Β.Κ.:

Α, βέβαια περνούσε απ’ τη γειτονιά. Εμείς είχαμε και το καφενείο. Όλοι. Και περνούσανε.

Α.Κ.: Είπαμε για το εβραϊκό στοιχείο. Πείτε μας τώρα λίγο και για το προσφυγικό. Πότε ήρθαν, με τι ασχολούνταν;
Β.Κ.:

Με τι ασχολούνταν; Όλοι αυτοί βρήκαν δουλειές και δουλεύανε μακριά. Εμείς είχαμε το φούρνο και αυτός… αυτός που ήρθε.

Α.Κ.: Ναι, αυτός είναι ένας.
Β.Κ.:

Ένας είναι αυτός. Οι άλλοι; Βρήκαν τις δουλειές και πιάσανε. Οι μισοί…

Α.Κ.: Τι δουλειές κάναν;
Β.Κ.:

Τι δουλειές κάναν… Ξέρω ‘γώ τι δουλειές κάνανε; Τι να ξέρουμε; Να, κι αυτός Πόντιος δεν ήταν; Ο μπακάλης μας κάτω; Ναι. Εμείς δεν είχαμε και πολλά περιθώρια. Το ένα ήταν γκαράζ, γεμάτο γκαράζ. Είχε ένα συνεργείο εκεί πέρα μέσα. Από κει, πάλι, καθόταν ο Κλεάνθ[01:20:00]ης που λέγαμε, που είχε το μικρό του σπίτι απέναντί μας, στην αυλή εκεί πέρα. Ήτανε μαγαζιά… να, εστιατόρια…

Α.Κ.: Δεν έχει καλή εικόνα του τι κάναν ακριβώς οι πρόσφυγες.
Β.Κ.:

Ναι.

Α.Κ.: Εγώ έχω την εντύπωση ότι…
Β.Κ.:

Βρίσκανε δουλειές! Ξέρω ‘γω;

Α.Κ.: Ο λόγος είναι ότι μέχρι η μαμά να μεγαλώσει αυτοί είχαν σε μεγάλο βαθμό…
Β.Κ.:

Προχωρήσει.

Α.Κ.: Και ενσωματωθεί. Δηλαδή η μαμά είναι του ‘36, οι πρόσφυγες έρχονται απ’ το ‘22. Μέχρι να γίνει η μαμά 18 χρονών, αρχίζει να συνειδητοποιεί τι γίνεται…
Β.Κ.:

Αφού λέγανε ότι «Μας μάθανε και να δουλεύουμε». Αυτοί ήταν εργατικοί. Εμείς ήμασταν τεμπέληδες!

Κ.Κ.:

Εσείς τι συναισθήματα είχατε για τους πρόσφυγες;

Β.Κ.:

Άσχημα. Τι να σας πω;

Α.Κ.: Γιατί;
Β.Κ.:

Που μας πήραν το φούρνο και μετά μας ψήνανε… Είχαμε συμφωνήσει να μην πληρώνουμε και μετά μας βάζουν και πληρώναμε. Τι αυτές να έχουμε; Καλές οι αυτές απ’ τους πρόσφυγες;

Α.Κ.: Καταλαβαίνεις; Από ένα περιστατικό πώς κρίνεις μία ολόκληρη ομάδα ανθρώπων! Δηλαδή επειδή είχαν πρόβλημα με αυτόν που νοίκιαζε το φούρνο, που ήταν προσφυγικής καταγωγής, άρα οι πρόσφυγες δημιουργούν προβλήματα.
Β.Κ.:

Ε, βέβαια.

Α.Κ.: Είναι οι γενικεύσεις.
Β.Κ.:

Μα είχαν έρθει με τίποτα, που λέει ο λόγος, γιατί είχαμε εμείς δύο ζυμωτήρια —το ξέρεις αυτό επάνω που είχε δύο ζυμωτήρια; Δύο ζυμωτήρια. Και οι οικογένειές τους καθόντουσαν. Αυτοί ήταν πέντε έξι αγόρια εκεί πέρα και η Αννούλα και μετά μας κάναν και τον κόκορα, που λένε. Και στο τέλος δεν μας πλήρωνε κιόλας. Δηλαδή έπρεπε να πληρώσουμε στο φούρνο!

Α.Κ.: Είναι η αίσθηση γιατί… Να πω εγώ ποια είναι η γνώμη μου. Οι δικοί μας φτώχαιναν και αυτοί πλούτιζαν. Αυτός είχε έναν πολύ μεγάλο χώρο, τους έκανε και κορδελάκια με το ενοίκιο —δηλαδή επειδή τον προστάτευε το ενοικιοστάσιο—  
Β.Κ.:

Τον δώσαμε και 50.000 μετά!—

Α.Κ.: σαν επαγγελματική στέγη, αυτός είχε ανοίξει τις δουλειές του —ήταν κι ένα μεγάλο μαγαζί που του νοίκιαζαν—, και καλό ενοίκιο δεν έδινε και όταν ήρθε η ώρα να γίνει η ανοικοδόμηση αυτός έλεγε «Εμένα πλήττεται η δουλειά μου και θέλω αποζημίωση». Και το κράτος τού επιδίκασε με βάση τους νόμους και αποζημίωση. Μ’ αυτό το σκεπτικό, λοιπόν, υπάρχει μένος, ότι «Κοίτα τους τι μας έκανε και πώς μας φέρθηκε».
Ζήλια η κοινωνική για αυτόν που εξελίσσεται και εμείς ζοριζόμαστε —εγώ το λέω τώρα, έτσι; Είναι δικό μου συμπέρασμα—, το οποίο σε τι οδηγεί; Σε γενικεύσεις. Κατάλαβες; Οδηγεί σε γενικεύσεις.
Β.Κ.:

Η συμπεριφορά, όμως, δεν ήταν καλή! Πώς το λέμε;

Α.Κ.: Σύμφωνοι, σύμφωνοι. Όπως επίσης εγώ να πω και κάτι άλλο που είναι δική μου αίσθηση, ότι ένας απ’ τους λόγους πλην της οικονομικής κρίσης, πλην το ότι με το συνεταίρο του ο προπάππους μου τα ‘σπασε και μετά ο γαμπρός του έκανε αυτά τα λάθη και χάσαν και το μαγαζί: Μετά το ‘22 ήρθαν πάρα πολύ μικροεπαγγελματίες στη Σαλονίκη πρόσφυγες οι οποίοι άνοιξαν παπουτσάδικα, δηλαδή μπήκαν σε αυτές τις δουλειές που ήταν οι παλιοί Θεσσαλονικείς και φυσικά οι άνθρωποι που ήρθανε, οι πρόσφυγες, ψώνιζαν απ’ αυτούς και όχι απ’ τους παλιούς Θεσσαλονικείς. Αν σκεφτείς δε πως απ’ τη Θεσσαλονίκη έφυγαν και πάρα πολλές χιλιάδες μουσουλμάνοι, αποσταθεροποιήθηκε, άλλαξε ο κοινωνικός ιστός και πιθανά επηρέασε σε κάποιο βαθμό και τους παλιούς επαγγελματίες, οπότε ίσως —δεν ξέρω— πολλοί να θεωρούν τους πρόσφυγες ότι ήταν αιτία να πάνε οι ίδιοι πιο πίσω.
Κ.Κ.:

Αυτό, ας πούμε, είναι ενδιαφέρον, νομίζω να…

Α.Κ.: Είναι δική μου σκέψη, γιατί είναι η αλήθεια, αν δεις στον κατάλογο πόσοι παπουτσήδες υπάρχουνε τη δεκαετία... το ’11 —ελάχιστοι. Ο παππούς μας... πέντε-έξι— και πόσοι υπάρχουν στον κατάλογο το ‘22 χάνεσαι. Είναι ατελείωτος. Υποδηματοποιοί κτλ.
Β.Κ.:

Ε, καλά. Μετά που ήρθαν, ναι…

Α.Κ.: Ναι, αλλά δεν αυξάνεται ο πληθυσμός. Απλά αλλάζει. Αυξάνεται και κάπως αλλά κυρίως αντικαθίσταται. Φεύγει δηλαδή ο παλιός πελάτης…
Β.Κ.:

Πρώτα ήταν οι Εβραίοι βρε, που ήταν μεγάλη… Δεν είχανε…

Α.Κ.: Οι Εβραίοι δεν έχουν φύγει ακόμα. Μετά φεύγουν. Όταν εμείς καταστρεφόμασταν, οι Εβραίοι ήταν στη Θεσσαλονίκη, έτσι;
Β.Κ.:

Ήταν Εβραίοι, ναι.

Α.Κ.: Οπότε, αυτή η ιστορία σε σχέση με το προσωπικό βίωμα του φούρναρη, που μας βγάζει λίγο το λάδι εμάς και μας ζορίζει, δημιουργεί ένα τέτοιο θέμα, αυτήν την αντιπαλότητα προσφύγων και γηγενών, η οποία είναι σαφής σε όλο τον κοινωνικό ιστό.
Β.Κ.:

Και μας έλεγαν ότι μας έκαναν και ανθρώπους!

Α.Κ.: Ναι. Γιατί οι πρόσφυγες λέγαν διάφορα τέτοια, «Σας κάναμε ανθρώπους, σας μάθαμε να δουλεύετε…» κτλ.
Β.Κ.:

Ναι, ναι, ναι. Εμείς ήμασταν οι τεμπέληδες και αυτοί ήταν οι…

Α.Κ.: Ναι. Εγώ έχω γράψει ολόκληρο κεφάλαιο στο διδακτορικό μου για αυτό το θέμα. Το ξέρω πολύ καλά και εκ του αποτελέσματος κρίνω και το τι λέει η μαμά και γιατί το λέει. Κατάλαβες;
Κ.Κ.:

Ναι. Να σας πάω τώρα και σε μια άλλη ομάδα που ήτανε και μετά με τον Εμφύλιο πολύ…

Β.Κ.:

Πάμε. Για πείτε.

Κ.Κ.:

Πολιτικά ο κόσμος που ζούσε στη γειτονιά… Είχατε κομουνιστές, ας πούμε;

Β.Κ.:

Ε, είχαμε και κομμουνιστές. Βέβαια.

Κ.Κ.:

Και μετά με τον Εμφύλιο θυμάστε διώξεις που…

Β.Κ.:

Όχι, δεν είχαμε… Διώξεις… Τους κυνηγούσανε. Ερχόντουσαν και μέσα να τους ψάξουνε. Μάλιστα, έναν τον πιάσανε σε ένα δωμάτιο δικό μας; Δεν ξέρω. Ναι.

Α.Κ.: Είχε μπει να κρυφτεί.
Β.Κ.:

Πήγε να κρυφτεί και τον πιάσανε, μου φαίνεται. Σε δωμάτιο δικό μας; Δεν θυμάμαι. Αυτό δεν το θυμάμαι καθόλου. Αλλά πάντως ότι ήρθαν οι χωροφύλακες και τον ψάχνανε. Αλλά όταν ήταν με τους Γερμανούς, οι Γερμανοί… Εμείς κοιμόμασταν στα κρεβάτια μας, σας είπα, σε ένα δωμάτιο και μόλις άνοιξε η μαμά μου το δωμάτιο, τους είπε: «Κλείσ’ το, κλείσ’ το». Δηλαδή δεν μας πείραξαν καθόλου οι Γερμανοί. Ούτε ψάξανε, ούτε είδανε, ούτε τίποτα.

Α.Κ.: Γιατί; Μπήκαν οι Γερμανοί, κάναν ντου στο σπίτι τους.
Β.Κ.:

Ναι. Κάποιον ψάχνανε. Ξέρω ‘γώ; Και μετά είπανε «Κλείστε την πόρτα» τη μαμά μου. Καθόλου δεν…

Α.Κ.: Για ποιον λόγο;
Β.Κ.:

Πού να ξέρω εγώ; Γιατί είδαν οικογένειες!

Α.Κ.: Υπάρχουν δύο εικασίες. Η μία είναι ότι είδαν μικρά παιδιά.
Β.Κ.:

Ναι, ήμασταν μικρά παιδιά.

Α.Κ.: Η δεύτερη είναι πως είδαν —που τη λέει η αδερφή μου—, ότι είδαν δυο τεράστια κάδρα των βασιλιάδων. Βασιλικοί οι δικοί…
Β.Κ.:

Α, ναι, ναι. Είχαμε και τα κάδρα! Βέβαια. Μπορεί να είχαμε και τον μπαμπά τότε στο άλογο καβάλα.

Α.Κ.: Δεν ενδιέφερε ο παππούς. Η αδερφή μου αυτήν την εικασία λέει.
Β.Κ.:

Ναι. Α, βέβαια! Είχαμε, βέβαια, τη φωτογραφία.

Α.Κ.: Είδαν τους βασιλιάδες, που ήταν Γερμανόφιλοι, που ήταν ο Κωνσταντίνος κλπ., και είπανε ΟΚ και φύγαν και δεν ψάξαν άλλο το σπίτι. Η αδελφή μου, μάλιστα, λέει —δεν ξέρω— ότι κάποιος πρέπει να είχε μπει στο σπίτι το δικό μας.
Β.Κ.:

Γερμανός;

Α.Κ.: Όχι.
Β.Κ.:

Α, απ’ τους άλλους!

Α.Κ.: Κρυβόταν.
Β.Κ.:

Ε, απ’ τους άλλους βέβαια! Τον βρήκαν κιόλα, μου φαίνεται, έναν κάτω.

Α.Κ.: Όχι, άλλη ιστορία. Κατάλαβες; Λέει ότι κάποιος μπήκε, κρύφτηκε και έτσι μπήκαν οι Γερμανοί.
Β.Κ.:

Όχι οι Γερμανοί. Τους Κουκουέδες όταν ψάχνανε.

Α.Κ.: Όχι. Δεύτερη ιστορία αυτή, έτσι; Μία ιστορία με τους Γερμανούς που μπαίνουν και βλέπουν τα κάδρα και φεύγουν, η δεύτερη ιστορία, επειδή ήταν κεντρικό το σπίτι και έμπαιναν μέσα—
Β.Κ.:

Ε, ναι, βέβαια—,

Α.Κ.: είναι ότι μπήκε κάποιος Κ.Κ.Ε. Μαμά, είχες φίλες που ήταν από οικογένεια κομμουνιστών;
Β.Κ.:

Δεν ξέρω.

Α.Κ.: Η Ζωζώ κι αυτές;
Β.Κ.:

Τότε δεν μιλούσαμε.

Α.Κ.: Δεν μιλούσατε, ε;
Β.Κ.:

Δεν μιλούσαμε τέτοια πράγματα.

Α.Κ.: Της Ζωζώς ο πατέρας τη ήταν; Δεν ήταν κουμουνιστής;
Β.Κ.:

Δεν ξέρω τι ήταν.

Α.Κ.: Δεν ξες… Είναι κι αυτό, ξες. Δεν υπήρχε…
Β.Κ.:

Εμείς και κάτω που καθόμασταν στις αυλές και στις πόρτες που καθόμασταν δεν συζητούσαμε ποτέ για πολιτικά.

Α.Κ.: Μαμά, εκείνη την ιστορία όταν μπήκαν οι κομμουνιστές στη Θεσσαλονίκη… Αυτήν την ιστορία.
Β.Κ.:

Α, ήμασταν στην πλατεία στο Βαρδάρη, που ήταν το πάρκο, και εκείνοι κατέβαιναν απ’ τη Λαγκαδά, ρακένδυτοι, αυτοί, τι να σας πω; Ήταν αξιολύπητοι δηλαδή τότε. Ναι. Αλλά έλεγε η μαμά μου —γιατί είχαμε και κομμουνιστές επειδή ήταν τα καπνομάγαζα εκεί πέρα και δουλεύανε τότε—, κατέβαιναν αυτές που ήταν κομμουνιστές ή ότι δούλευαν στα καπνομάγαζα, κατέβαιναν και έλεγαν —επειδή είχαμε εμείς την ταράτσα και η ταράτσα μας ήταν και ανοιχτή κιόλας! Είχε λουρίδες-λωρίδες, βέργες-βέργες. Βάζαμε κουβέρτες κάτω για να μη φαίνονται τα πόδια μας και τα αυτά! Και κατέβαιναν απ’ το δρόμο μας, τη Μαβίλη που λέμε, που υπήρχε τότε —τώρα δεν υπάρχει. Υπάρχει αλλά είναι αλλού— και έλεγαν: «Θα κατεβείτε εσείς από κει και θα πάρουμε εμείς». Θα ανέβουν αυτοί. Οι τεμπελάδες!

Α.Κ.: Είναι δύο σκηνικά. Έτσι όπως τα λες δεν βγαίνει άκρη. Περίμενε.Το πρώτο περιστατικό, που το ανέφερε η γιαγιά μου η Αγνή, η μαμά δηλαδή της μαμάς μου, αφορά το τι λέγανε κομμουνιστές που δούλευαν στα καπνομάγαζα, τα οποία βρίσκονταν κοντά στο σπίτι, στη σημερινή οδό Κωστή Παλαμά.
Β.Κ.:

Α, ναι, ναι.

Α.Κ.: Οι άνθρωποι αυτοί κατεβαίνοντας, καθώς κατηφόριζαν απ’ τα καπνομάγαζα, φεύγαν απ’ τη δουλειά τους δηλαδή και περνούσαν μπροστά απ’ το σπίτι για να βγουν στο Βαρδάρη…
Β.Κ.:

Έλεγαν: «Θα κατεβείτε εσείς», γιατί μας έβλεπαν στην ταράτσα που καθόμασταν. «Κατεβείτε εσείς να ανεβούμε εμείς». Δηλαδή είναι δικά τους νόμιζαν.

Α.Κ.: Είναι αυτή η κουμμουνιστική αντίληψη ότι όλα δεν θα υπάρχουν, θα γίνει κατάσχεση των οικιών, πράγμα το οποίο εγώ λέω ότι θύμωνε κιόλας κα[01:30:00]ι δημιουργούσε μπλοκ αντίπαλο για τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι κι αυτοί είχαν τραβήξει το δικό τους Γολγοθά μέσα στην Κατοχή και στα προηγούμενα δύσκολα χρόνια.
Β.Κ.:

Ε, φυσικά. Στα χωριά τα τραβήξαν τα περισσότερα. Εμείς, ντάξει.

Α.Κ.: Από κει και πέρα, το δεύτερο περιστατικό που διηγήθηκε η μαμά έχει να κάνει με την ήττα των κομμουνιστών—
Β.Κ.:

Που τους περάσαν απ’ την πλατεία—,

Α.Κ.: που τους πέρασαν, τους κατέβασαν απ’ την οδό Λαγκαδά και τους πέρασαν απ’ την πλατεία. Υπάρχουν και φωτογραφίες για το γεγονός. Αυτό θυμάται η μαμά. Που ήταν ρακένδυτοι, πραγματικά, λέει, να τους λυπάσαι.
Β.Κ.:

Ε, βέβαια. Αξιολύπητοι ήτανε.

Α.Κ.: Τους προπηλάκιζαν.
Β.Κ.:

Α, δεν ξέρω εγώ τέτοια εκεί.

Α.Κ.: Φραστικός σίγουρα προπηλακισμός υπήρχε στην πλατεία. Από μακριά, όμως, τα βλέπανε πάλι.
Β.Κ.:

Ναι βέβαια.

Α.Κ.: Δηλαδή ήτανε στο σπίτι. Δεν… Απλά, είχαν εποπτεία…
Β.Κ.:

Ε, ήμασταν και γυναίκες. Μικρά παιδιά ήμασταν. Πόσο; Δεν ήμασταν και μεγάλοι.

Α.Κ.: Ναι. Καμιά 10 χρονών η μαμά μας.
Β.Κ.:

Δεν μπορούσαμε να λέμε και λόγια. Εμείς δηλαδή τους βλέπαμε έτσι ελεεινούς και κουρασμένοι, τρισάθλιοι, και λέγαμε και λόγια; Κοριτσάκια ήμασταν;

Κ.Κ.:

Άλλους ταγματασφαλίτες ή μαυραγορίτες θυμάστε;

Β.Κ.:

Εγώ αυτούς τους δύο θυμάμαι. Άλλους δεν θυμάμαι. Α, θυμάμαι και έναν χωροφύλακα, που έκανε τα κλειστά τα μάτια. Για τέτοια περίπτωση έχουμε.

Κ.Κ.:

Για πείτε.

Β.Κ.:

Ε, ήταν χωροφύλακας και έδινε άφεση αμαρτιών. Ο άλλος πουλούσε χασίσι με τις κόρες και… Αυτό θέλετε να σας το πω; Ναι. Είχαμε μια οικοδομή πιο πάνω από μας, μια παλιά οικοδομή με πολλά κτίρια και κάτω στο υπόγειο ήταν μια οικογένεια που είχε και πολλά παιδιά. Και κατέβαινε η γυναίκα με την τσάντα γεμάτη, με τις γούνες, με το ένα, με το άλλο —και καμιά κόρη ήτανε— και πηγαίναν και μοιράζανε χασίσι. Και έλεγε ένας χωροφύλακας —η γυναίκα του το ‘λεγε; Δεν ξέρω— που καθόταν στο δεύτερο όροφο ότι να, είναι οικογένεια δηλαδή. Τους κάνανε χατίρια, κατάλαβες; Τι να κάνουμε; Να, τέτοια. Αυτά. Όλα τα είχαμε εμείς εκεί πέρα στο Βαρδάρη! Και τέτοια περίπτωση. Ο χωροφύλακας καθότανε στο σπίτι μας και τους ήξερε, που πουλάν τα χασίσια και ξέρω εγώ.

Α.Κ.: Αυτά επί Κατοχής γινόντουσαν;
Β.Κ.:

Δεν ξέρω εγώ πότε γινότανε αυτό.

Α.Κ.: Γιατί άλλο σε ρώτησε: για τους μαυραγορίτες.
Β.Κ.:

Οι μαυραγορίτες δεν έχω τίποτα άλλο να πω. Τι να πω;

Α.Κ.: Αυτόν που έμενε στο σπίτι; Ήταν μικρή. Αυτό θυμάται.
Β.Κ.:

Μόνο αυτό θυμάμαι. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο με μαυραγορίτες. Και ότι έγινε μετά φύλακας στο Λυσέ.

Κ.Κ.:

Είπαμε πριν, το Βαρδάρη τότε τον λέγατε Βαρδάρη ή μόνο Μπάρα;

Β.Κ.:

Βαρδάρη το λέγανε τότε. Μπάρα δεν το λέγαν. Βαρδάρη το λέγανε. Τώρα μετά πώς το βγάλαν;

Α.Κ.: Βαρδάρη. Πλατεία Δημοκρατίας.
Β.Κ.:

Πλατεία Δημοκρατίας.

Α.Κ.: Ποτέ η γειτονιά μας δεν λεγόταν Μπάρα.
Β.Κ.:

Όχι. Η δικιά μας η γειτονιά δεν… Μήπως ακούσατε Μπάρα να λέγανε εκεί που μέναν αυτές οι γυναίκες; Εγώ ούτε το άκουσα. Ήμουνα μικρή εγώ τότε.

Α.Κ.: Παραδίπλα ήταν.
Κ.Κ.:

Απ’ την άλλη μεριά της Λαγκαδά.

Α.Κ.: Ναι.
Β.Κ.:

Όχι απ’ την άλλη μεριά της Λαγκαδά. Ήτανε πρώτα η Ραμόνα —πώς λεγόταν; Όχι, Ραμόνα δεν λεγότανε. Αλλιώς λεγόταν η οδός αυτή.

Α.Κ.: Τη Ραμόνα που σου έρχεται γιατί τη λες; Γειτονιά είναι η Ραμόνα.
Β.Κ.:

Γιατί είναι κοντά. Είναι πιο πάνω. Ναι. Πώς λεγόταν; Κάπως λεγόταν.

Α.Κ.: Ειρήνης.
Β.Κ.:

Ειρήνης. Οδός Ειρήνης λεγότανε αυτό.

Α.Κ.: Η περιοχή που μέναν οι δικοί μου λεγόταν πάντα Βαρδάρι.
Β.Κ.:

Βαρδάρης λεγόταν τότε.

Α.Κ.: Δεν είχε καμία σχέση με την Μπάρα. Ήταν κοντινά μέρη…
Κ.Κ.:

Πολύ κοντινά. Για αυτό λέω.

Α.Κ.: Πολύ κοντινά αλλά ήταν…
Β.Κ.:

Η Μπάρα πού ήταν; Μήπως ήταν τότε εκεί που είναι οι γυναίκες;

Α.Κ.: Ναι.
Β.Κ.:

Που τη λέγανε και έτσι; Εγώ δεν την άκουσα καμιά φορά έτσι. Τώρα τι να πω;

Α.Κ.: Απ’ ό,τι κατάλαβες, ήταν γειτονιά-γειτονιά. Μικροαστική, φτωχών κτλ.
Β.Κ.:

Ναι. Ήταν μια… ναι. Και εκεί είχε μαγαζιά, σιδεράδικα θυμάμαι, στη Ραμόνα εκεί. Ναι.

Α.Κ.: Άσ’ τη Ραμόνα. Εγώ λέω για τη γειτονιά σου, για αυτό το μπλοκ που ξεκινάει, ας πούμε, απ’ την εκκλησία των Δώδεκα Αποστόλων και φτάνει μέχρι το Βαρδάρη. Αυτό το τετράγωνο—
Β.Κ.:

Ήταν γειτονιές—

Α.Κ.: ήταν γειτονιά.
Β.Κ.:

Γειτονιές ήταν. Δεν είχαμε εμείς τέτοια πράγματα. Δηλαδή ούτε επικοινωνία μ’ αυτές τις γυναίκες ούτε τίποτα. Ήταν, βέβαια, στο τελευταίο δρόμο, αλλά αν πηγαίναμε για λίγο έτσι να χαζέψουμε, αυτό ήτανε. Δεν βλέπαμε.

Α.Κ.: Παρακείμενο σημείο, καμία σχέση όμως, απ’ ό,τι κατάλαβες, με τη δική τους ζωή, που όταν περιχαρακωμένη γύρω απ’ τα «Πλατανάκια».
Β.Κ.:

Ε, βέβαια. Εμείς ήμασταν… Και το γκαράζ ήτανε στη μέση και η πλατεία ήταν. Εμείς ήμασταν μετά.

Α.Κ.: Καμία σχέση δεν είχαν.
Β.Κ.:

Δεν είχανε καμία σχέση μ’ αυτές. Αν πηγαίναμε καμία βολτίτσα, έτσι, να χαζέψουμε, αυτό ήτανε. Δεν έχω περιστατικά, ας πούμε, πώς να σας πω;

Α.Κ.: Δεν ζούσαν μαζί. Αυτό θέλει να σου πει. Είχαν αυτοί τον κόσμο τους και οι άνθρωποι αυτοί το δικό τους, παρόλο που ήτανε δίπλα-δίπλα. Το ίδιο συνέβαινε και όταν ζούσαμε εμείς εκεί. Δεκαετία ‘70 με αρχές ‘80. Δηλαδή ενώ ήταν παρακείμενα τα κόκκινα φανάρια που λέγαμε, τα , έτσι—
Β.Κ.:

Και τα σπίτια και…—

Α.Κ.: εμείς η γειτονιά που ζούσαμε δεν είχε καθόλου τέτοια—
Β.Κ.:

Επεισόδια, ναι—

Α.Κ.: ούτε στα ισόγεια ούτε πάνω στις πολυκατοικίες. Απλά, λόγω του ότι περνούσε πολύς κόσμος περίεργος για να πάει προς τα εκεί—
Β.Κ.:

Κοιτούσε—,

Α.Κ.: είτε στα ξενυχτάδικα, ήταν αυτοί που μας κυνηγούσαν κτλ. Ήταν μία γειτονιά υποβαθμισμένη. Και ενδεικτικό είναι στη δεκαετία του ‘70, ενώ όλη τη μέρα είχε τρομακτική φασαρία απ’ τα μαγαζιά, όλα αυτά —είχε μηχανουργείο απέναντι απ’ το σπίτι μας σ’ αυτό το στενό—, είχε πολλή φασαρία —είχε μαγαζιά, από δω είχε ένα γκαράζ, από κει είχε όλα αυτά τα μαγαζιά που περιγράψαμε—, όταν έκλεινε η αγορά νέκρωνε.
Β.Κ.:

Βέβαια. Αυτή ήτανε.

Α.Κ.: Νέκρα. Αλλά σε όλες τις πολυκατοικίες ζούσαν οικογένειες. Σε όλες. Δηλαδή και στη δικιά μας και στην απέναντι.
Β.Κ.:

Βέβαια.

Α.Κ.: Και για αυτό σου είπα ότι, μετά τη δεκαετία του ‘80, όταν άρχισαν οι οικογένειες να πηγαίνουν καλύτερα οικονομικά, η περιοχή άδειασε σιγά-σιγά.
Β.Κ.:

Ε, σιγά-σιγά έφευγαν όλες.

Α.Κ.: Ναι, για μια καλύτερη… Δηλαδή πιο πολλοί φύγανε για Καλαμαριά, Χαριλάου, Τούμπα, όπου μπορούσαν. Πάντως, δεν έμειναν εκεί. Και μετά φυσικά το προσφυγικό, μετά το ‘89, έγινε εντελώς μειονοτική γειτονιά. Δηλαδή σήμερα το σχολείο που πήγαινα εγώ είναι 80-90% μειονοτικό.
Κ.Κ.:

Αυτά τα είχαμε πει, ναι. Είναι η άλλη άκρη του νήματος.

Α.Κ.: Ναι. Ναι.
Κ.Κ.:

Και μιας και είπατε τους Δώδεκα Αποστόλους, από εκεί αναμνήσεις;

Β.Κ.:

Α, οι Δώδεκα Απόστολοι ήτανε η εκκλησία μας. Πηγαίναμε ταχτικά εκεί πέρα. Στους Χαιρετισμούς συνέχεια εκεί πέρα πηγαίναμε, αυτό. Ήταν ο κόσμος καλός, ξέρω ‘γώ; Δεν είχαμε προβλήματα. Είχε και αυτό, τον αγιασμό. Το χαλάσανε τότε.

Α.Κ.: Υπήρχε ένα αγίασμα βυζαντινό. Η βυζαντινή κινστέρνα. Έχει μια βυζαντινή κινστέρνα…
Β.Κ.:

Τώρα το χάλασαν, μου φαίνεται. Δεν ξέρω.

Α.Κ.: Η γιαγιά μας —δεν ξέρω αν στο είπα— ήταν πάρα πολύ θρήσκα. Στο ‘χω πει, στην έχω πει την ιστορία.
Β.Κ.:

Η μαμά μου.

Κ.Κ.:

Στην αρχή το είπαμε, ναι.

Β.Κ.:

Ναι, και μας ακολουθούσε παντού.

Α.Κ.: Και συμμετείχε στον Καλό Σαμαρείτη.
Β.Κ.:

Α, ναι, ναι. Ήταν απ’ τα πρώτα σχεδόν που είχε ανοίξει ο παπάς μας. Ναι. Μάζευε λεφτά και είχε συσσίτιο, κάνανε στην εκκλησία, στους Δώδεκα Αποστόλους. Ο παπάς μας.

Α.Κ.: Ο πατέρας Διονύσιος ήταν ένας χαρισματικός ιερωμένος, ο οποίος ίδρυσε αυτό το συσσίτιο του Καλού Σαμαρείτη. Είχε νοικιάσει έναν μικρό χώρο και παρότρυνε…
Β.Κ.:

Τις γυναίκες να μαγειρεύουνε.

Α.Κ.: Έβγαινε μ’ ένα…
Β.Κ.:

Α, ναι. Πες το αυτό. Που πήγαινε στη Λαχαναγορά και… Ήταν η λαχαναγορά γύρω μας. Ναι.

Α.Κ.: Στο πλάι. Και έβγαινε, μάζευε τρόφιμα που δίνανε κυρίως τα μαγαζιά αλλά και όσοι απ’ τους γείτονες θέλανε και παρότρυνε τις θρήσκες γυναίκες, μέσα στις οποίες κι η γιαγιά μου, και μαγείρευαν, για να φάνε…
Β.Κ.:

Πληρώναμε κιόλας. Κάναμε και σε αυτό.

Α.Κ.: Και εισφορά.
Β.Κ.:

Μας φέρναν και εισφορά.

Α.Κ.: Δίναμε και εισφορά.
Β.Κ.:

Όσες ήταν γραμμένες πληρώνανε κιόλας κάτι.

Α.Κ.: Και πήγαιναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, το λούμπεν στοιχείο, έτσι; Χασικλήδες, άνεργοι, έτσι με πολλά προβλήματα και τρώγανε δωρεάν.
Β.Κ.:

Μαγειρεύαν. Α, ναι. Και τρώγανε.

Α.Κ.: Ήταν πολύ πρωτοπόρος. Και μάλιστα, κατηγορήθηκε για αυτό, ότι μαζεύει…
Β.Κ.:

Τους αυτούς, τους μεθυσμένους, τους τέτοιους.

Α.Κ.: Τον κατηγόρησαν οι αστοί της γειτονιάς—
Β.Κ.:

Ναι, οι αστοί. Οι προύχοντες, να στο πω—

Α.Κ.: ότι φέρνει τα κακά στοιχεία, τα κακοποιά στοιχεία και τα συντηρεί στη γειτονιά. Αλλά ήταν πρωτοπόρος κι η γιαγιά μας ήταν πάντα μέσα σε αυτά. Πολύ της προσφοράς της κοινωνικής ήταν.
Β.Κ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Νομίζω ότι σε ό,τι αφορά την περιγραφή της γειτονιάς είμαστε υπερκαλυμμένοι.

Β.Κ.:

Ωραία.

Κ.Κ.:

Μία τελευταία ερώτηση ως προς αυτό. Το χτίσιμο του νέου σιδηροδρομικού σταθμού το θυμάστε;

Β.Κ.:

Ω… Του νέου; Βέβαια το θυμόμαστε. Ε, τι να θυμηθούμε; Χτιζότανε. Δεν έχει πρόβλημα.

Κ.Κ.:

Έφερε κάποια αλλαγή στη γειτονιά; Είπατε πριν ότι…

Β.Κ.:

Η γειτονιά μας… Ήρθε πιο κοντά ο σταθμός αυτός. Δεν είχαμε σχέση μετά με τον παλιό σταθμό εμείς. Δεν πηγαίναμε. Έτσι ελπίζω κι ο όλος κόσμος, ας πούμε, που ήταν σ’ εμάς. Γ[01:40:00]ιατί χτίστηκε ο νέος σιδηροδρομικός σταθμός.

Α.Κ.: Μαμά, έγινε διάνοιξη της πλατείας όταν ήσουν εσύ νέα; Της πλατείας Βαρδαρίου; Ή έτσι ήταν, έτσι τη θυμάσαι;
Β.Κ.:

Η Βαρδαρίου ήτανε πιο μεγάλη. Βρε άσε τώρα! Τη μίκρυναν, τη μίκρυναν την πλατεία.

Α.Κ.: Άρα, όπως είναι τώρα ήταν και τότε.
Β.Κ.:

Περίπου, ναι.

Α.Κ.: Άλλαξαν απλά τη διάρθρωση της πλατείας. Για αυτό της φαίνεται ότι τη μίκρυναν. Είχε πιο πολύ έκταση το πάρκο, αν δεις φωτογραφίες, και ήταν οι δρόμοι μικρότεροι. Άρα, η μαμά γεννιέται μετά τη διάνοιξη ή τουλάχιστον δεν το θυμάται.
Β.Κ.:

Ξέρω ‘γώ; Δεν ξέρω. Ήταν, πάντως, μεγαλύτερη. Αφού περνούσε το τραμ από κει, το ξέρετε; Έκανε τον κύκλο στην πλατεία, στο Βαρδάρη.

Α.Κ.: Έκανε τον κύκλο; Για πες.
Β.Κ.:

Βέβαια. Έκανε τον κύκλο και μάλιστα στο στενάκι που πάει προς τον Άγιο Μηνά, εκεί ήτανε… Δεν ξέρω αν περνούσε από κει. Δεν θυμάμαι.

Κ.Κ.:

Υπάρχουν, έχουνε βρει και γραμμές εκεί πέρα πρόσφατα.

Α.Κ.: Μαμά, ήταν το τέρμα του τραμ στο Βαρδάρη; Για αυτό έκανε επιστροφή;
Β.Κ.:

Γύριζε, ναι. Δεν πήγαινε κάτω στα…

Α.Κ.: Κατάλαβες; Ήταν το τέρμα και για αυτό ήταν, έτσι, κυκλικά φτιαγμένη προφανώς η πλατεία για να μπορεί το τραμ να γυρίσει και να ξαναφύγει στην Εγνατία.
Β.Κ.:

Κυκλικά και γύριζε και έφευγε, ναι. Ήταν εκεί ο «Φλόκας» κιόλας μέσα και πήγαιναν η μαμά μου με τη Νίτσα και φέρνανε τα γλυκά.

Κ.Κ.:

Α, είχε κι εκεί «Φλόκα».

Β.Κ.:

Μες στο στενάκι.

Κ.Κ.:

Στο Βαρδάρη.

Β.Κ.:

Όχι στην πλατεία, στο στενό που έκανε τη στροφή. Εκεί είχε «Φλόκα», το Φλοκάκι που λέγαμε. Ναι.

Κ.Κ.:

Άλλες, έτσι, εικόνες, εντυπώσεις από την Εγνατία εκείνη την εποχή; Τις αλλαγές που γινόνταν;

Β.Κ.:

Πολλά μαγαζιά, πολλά μαγαζιά. Ε, μετά όταν άλλαξαν το δρόμο και τον κάνανε έτσι, βγάλαν τις γραμμές… Να, έχουν τα αποτελέσματα τώρα, τώρα που δεν γίνεται τίποτα! Θέλουν πάλι τώρα να βάλουν το αυτό.

Α.Κ.: Η μαμά δούλευε και… Πού δούλευες, μαμά;
Β.Κ.:

Εγώ δούλευα στην Τσιμισκή.

Κ.Κ.:

Στον «Καλαϊτζόγλου»;

Β.Κ.:

Α, στον «Καλαϊτζόγλου» ήμουν στη Βαλαωρίτου.

Α.Κ.: Μετά. Πού δούλευες πρώτα;
Β.Κ.:

Πρώτα πήγα στην Αθήνα και με έκανε την εκπαίδευση και δούλευα στον… «Κοντός», που είχε τα εσώρουχα, που ήτανε αναγνωρισμένος αυτός στην Αθήνα. Δεν ξέρω αν είχε και στον Πειραιά. Και με είπε μία φιλενάδα μου και πήγαμε κάτω εκεί για να μας εκπαιδεύσουνε. Ναι.

Α.Κ.: Δούλεψε κάποιο χρονικό διάστημα και μετά…
Β.Κ.:

Και μετά δούλεψα… Ήτανε Βενιζέλου με Τσιμισκή, δηλαδή ακριβώς… Στον «Κατράντζο». Ο «Κατράντζος» άφησε ένα μέρος, γιατί πιο εδώ ήταν μια πόρτα από το ξενοδοχείο και μετά ήμασταν…

Α.Κ.: Ο «Κατράντζος» δεν τον θυμάται ο Κωστής γιατί δεν υπήρχε στην εποχή του.
Β.Κ.:

Ναι; Δεν υπήρχε ο «Κατράντζος»;

Α.Κ.: Βενιζέλου με Τσιμισκή. Καλά στο λέει.
Β.Κ.:

Βενιζέλου με Τσιμισκή.

Α.Κ.: Ναι. Και μετά δούλεψες στον «Καλαϊτζόγλου», έτσι;
Β.Κ.:

Ε, και μετά δούλεψα στον «Καλαϊτζόγλου». Τεσσεράμισι χρόνια, όσο κράτησε το μαγαζί των Αθηνών, ήμουν εκεί. Εκεί μ’ έβαλαν. Και μετά έφερε κι άλλα εκτός από κορσέδες και σουτιέν και αυτά, ρόμπες. Έφερε και φουστάνια. Έφερε πρώτα τις πλισέ τις αυτές. Και ερχόντουσαν οι Σέρβοι, οι Σερβίδες κι έπαιρναν τις πλισέ τις φούστες. Μετά έφερε και κάτι άλλα, κάνα παλτουδάκι, κάνα αυτό. Αλλά μετά από ένα διάστημα… Τεσσεράμισι χρόνια κράτησε, αυτό ήτανε. Το ‘κλεισε και έφυγε το μαγαζί. Σταμάτησε δηλαδή.

Α.Κ.: Και μετά πήγε στον «Καλαϊτζόγλου».
Β.Κ.:

Ναι. Και μετά πήγα στον «Καλαϊτζόγλου».

Β.Κ.:

Και κει έκανα σφάλμα. Μ’ έδωσε 2.400 και σηκώθηκα και έφυγα η χαζή, γιατί γεννήθηκε η Αγνή! Ναι.

Α.Κ.: Η μαμά ήταν θύμα μιας κατάστασης. Δηλαδή, ξες, όταν γεννούσες παιδιά τότε έπρεπε να καθίσεις να κάνεις τη νοικοκυρά. Έτσι, εγκατέλειψε την καλή της δουλειά—
Β.Κ.:

Εγώ είχα τη μαμά μου—

Α.Κ.: και καλοπληρωμένη δουλειά.
Β.Κ.:

Μ’ έδινε… Ο άντρας μου έπαιρνε 600… Δεν είχαμε μυαλό και τότε, άσε με τώρα! 600 ευρώ έπαιρνε!

Α.Κ.: Δραχμές.
Β.Κ.:

Ούτε και ήξερα εγώ. Δραχμές. Ναι.

Κ.Κ.:

Και εσείς παίρνατε 2.400.

Β.Κ.:

Όχι, δεν έπαιρνα. Με είπαν για να μείνω! Γιατί όταν έκανα την πρώτη μου την κόρη, εκεί πάλι…

Α.Κ.: Πόσα έπαιρνες πριν φύγεις;
Β.Κ.:

Πόσα έπαιρνα; Τότε έπαιρνα 600, 700, δεν θυμάμαι.

Α.Κ.: Και στο έκανε 2.400; Σε τριπλασίασε το μισθό για να μείνεις;
Β.Κ.:

Ναι, για να μείνω!

Α.Κ.: Δεν μπορούσε να το καταλάβει.
Β.Κ.:

Εγώ η χαζή… Μια ζωή τέτοιες χαζομάρες έχω κάνει στη ζωή μου! Ε, βέβαια! Σηκώθηκα… Ενώ είχα και τη μαμά μου και τα λεφτά που μ’ έδωσε… Με 500 αν έπαιρνα μία γυναίκα, την κρατούσα και την παρακρατούσα! Θα τη βοηθούσα.

Α.Κ.: Δεν υπήρχε η νοοτροπία [Δ.Α.].
Β.Κ.:

Ναι, ναι, ναι.

Α.Κ.: Βγαίναν απ’ τον πόλεμο…
Β.Κ.:

Ναι. Επειδή ήμασταν φτωχική οικογένεια, δεν είχαμε πολλά έσοδα και ξέρω ‘γώ… Δηλαδή νόμιζες ότι δεν μπορούσαν να πάρουν μια γυναίκα.

Κ.Κ.:

Οι γκουβερνάντες ήταν μόνο για τους πλούσιους.

Β.Κ.:

Α, μπράβο! Γιατί η ξαδέλφη μου που ήταν στο σταθμό, εκείνη είχε γυναίκα! Και εγώ η χαζή… Θα την έδινα τα 500, τα 400, όσο ήθελε, θα της τα ‘δινα και θα την κρατούσε μια χαρά και θα βοηθούσε και τη μαμά μου κιόλας.

Κ.Κ.:

Αλλά…

Β.Κ.:

Κι εγώ πήγα και σταμάτησα απ’ τη δουλειά!

Α.Κ.: Η νοοτροπία.
Β.Κ.:

Η νοοτροπία. Δηλαδή τα ένσημα θα τα κολλούσα και θα έβγαζα και αυτό, πώς το λένε;

Α.Κ.: Η μαμά ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τη δουλειά. Δεν ήταν…
Β.Κ.:

Μ’ άρεζε έξω. Έξω μ’ άρεζε πολύ, η δουλειά μου πάρα πολύ. Ναι.

Α.Κ.: Ο άντρας σας τι στάση κράτησε;
Β.Κ.:

Κι εκείνος χαζός. Τ’ αφεντικά του του δώσανε αυτό, ποσοστό τού δώσαν τα αφεντικά του!

Α.Κ.: Άλλο σε ρώτησε. Όταν είπες θα αφήσεις τη δουλειά.
Β.Κ.:

Δεν είχε… Αφού αυτός την άφησε πρώτα.

Α.Κ.: Εσύ! Όταν η γυναίκα του είπε θα αφήσει τη δουλειά, τι είπε; «Άσ’ την»;
Β.Κ.:

Εμ τι είπε; Ναι;

Α.Κ.: Ναι. Ίδια νοοτροπία... Στο θέμα το ουσιαστικό της μαμάς, η γυναίκα ας μείνει σπίτι, κι ο μπαμπάς μου δεν είπε «Όχι. Κάτσε στη δουλειά. Καλά είναι τα λεφτά που σου δίνουν. Ας τα κρατήσουμε». Δηλαδή κανένας απ’ τους δυο δεν αντέδρασε με βάση τα δεδομένα της σημερινής εποχής, που κοιτάζεις, τα βάζεις κάτω και λες: «Τόσο, τόσο. Χαζός δεν είμαι». Οπότε, πέρασαν για ένα χρονικό διάστημα, πάνω από μία δεκαετία —περίπου μία δεκαετία— με τη μαμά να μη δουλεύει και μετά η μαμά ξαναβγήκε στη δουλειά. Εντάξει. Όχι, βέβαια, να το πούμε με καλούς όρους, όπως ήταν.
Β.Κ.:

Όχι καλούς όρους γιατί πήγα στο δικό μας το μαγαζί…

Α.Κ.: Τέλος πάντων, αυτό δεν έχει σημασία. Είναι οικογενειακές ιστορίες. Πήγε, έκανε το λάθος, άλλο λάθος και πήγε στη δουλειά του μπαμπά, που ήταν με τα αδέρφια του. Καταλαβαίνεις, έγινε ένας χαμός! Δηλαδή, απ’ τη μια βλακεία στην άλλη.
Β.Κ.:

Αυτό λέω, ότι πόσα σφάλματα έχω κάνει!

Α.Κ.: Δηλαδή αυτό που λέμε εμείς, ότι η γυναίκα πρέπει να ‘ναι ανεξάρτητη…
Κ.Κ.:

Εσείς, με τα δεδομένα της εποχής, δεν κάνατε λάθη, γιατί τόσο μπορούσατε, τόσο ξέρατε τότε. Ντάξει.

Α.Κ.: Ναι, αυτό είναι.
Β.Κ.:

Ε, λάθη πολλά έκανα, όμως. Μετά που τα κατάλαβα.

Α.Κ.: Βέβαια, είναι η αλήθεια ότι σαν μαμά μάς έφαγε τα αυτιά να σπουδάσουμε και να μη στηριχτούμε ποτέ σε κανέναν άντρα.
Β.Κ.:

Αυτό… Βραχιόλι. Δυο βραχιόλια…

Α.Κ.: Μας έφαγε τα αυτιά! Εγώ δεν ξεχνάω την ατάκα το ότι «Να ‘χετε ένα βραχιόλι» —το περίφημο πτυχίο— «και δύο. Να πάρετε τον καλύτερο, αλλά να μην εξαρτάστε ποτέ απ’ αυτόν οικονομικά. Πάρ’ τον καλύτερο, αλλά δεν πά’ να ‘χει; Έχε εσύ τα δικά σου!». Γιατί δεν ξες πώς έρχεται η ζωή. Αυτές είναι αρχές αφού τηνε πάτησε η ίδια, ε;
Β.Κ.:

Εγώ την πάτησα πανηγυρικά. Σ’ όλες τις περιπτώσεις!

Κ.Κ.:

Ωραία. Έχω κάποια λίγα. Να κλείσουμε, αφού πιάσαμε λίγο αυτά τα ζητήματα, με το ότι ήσασταν μία απ’ τις πρώτες γυναίκες οδηγούς στη Θεσσαλονίκη.

Β.Κ.:

Ω, καλά. Βέβαια.

Κ.Κ.:

Πώς ήταν αυτό;

Β.Κ.:

Πολύ καλά ήτανε. Είχες την ελευθερία σου. Βέβαια. Γιατί μ’ έβαζε ο άντρας μου και στο τιμόνι, εδώ που τα λέμε, και δεν φοβόμουνα. Τώρα οι εγγονές μας φοβούνται να πάρουν δίπλωμα. Ναι. Εγώ με την πρώτη το πήρα το δίπλωμα και ήταν κι ο σαλίγκαρος τότε.

Κ.Κ.:

Ποιος;

Β.Κ.:

Ο σαλίγκαρος.

Α.Κ.: Έκανες οπισθοπορεία έτσι. Δεν είναι εύκολο.
Β.Κ.:

Ναι. Σαλίγκαρο. Δεν ήταν εύκολο. Αμέσως, με την πρώτη το πέρασα σ’ όλο. Και στο τέλος, μάλιστα, ήμουν και τυχερή —δεν ήταν αυτό πολλή εκπαίδευση— αλλά ήταν όλο γωνίες, όλο γωνίες, να στρίψω τέσσερις γωνίες, πέντε. Τις έπαιρνα, «Στρίψ’ από δω, στρίψ’ από κει». Αμέσως-αμέσως βγήκε το δίπλωμα. Με δώσαν το πτυχίο. Αλλά και πάλι δεν είχα…

Α.Κ.: Η μαμά στα 80 σταμάτησε να οδηγεί.
Β.Κ.:

Ναι. Βέβαια.

Κ.Κ.:

Και πώς σας αντιμετώπιζαν;

Β.Κ.:

Ε, πώς να μ’ αντιμετωπίζουν; Δεν ήμουνα ριψοκίνδυνη εγώ. Μια φορά τράκαρα κι εκείνο με τράκαρε άλλος! Δεν τράκαρα εγώ. Τις πήγαινα σχολείο. Ναι…

Κ.Κ.:

Οι άντρες στο τιμόνι εννοώ πώς…

Β.Κ.:

Ε, δεν με έκαναν παρατήρηση. Ποιος να με κάνει; Εγώ ήμουν συντηρητική. Δεν ήμουνα να κάνω κόνξες. Πώς το λένε;

Α.Κ.: Δεν ασχολούνταν.
Κ.Κ.:

Ωραία. Και πολύ τελευταίο-τελευταίο: Αν θυμάστε τη διάνοιξη της Κωνσταντίνου Καραμανλή, της Νέας Εγνατίας πώς ήταν και τη Νέα Παραλία, που κατασκευάστηκε, που μπαζώθηκε κάτω όλη η παραλία και έγινε εκεί πέρα μετά απ’ το Λευκό Πύργο…

Β.Κ.:

Τώρα;

Κ.Κ.:

Όχι τώρα. Τη δεκαετία του ‘50.

Β.Κ.:

Τότε ήτανε, να, ό,τι ήτανε μπροστά μόνο μέχρι τη διασταύρωση, την πώς τη λένε; Αυτό ήτανε. Τα κάγκελα και κάτω αυτά που κατεβαίναμε και κει στη θάλασσα [01:50:00]—στη θάλασσα εγώ δεν πήγα σ’ αυτήν καμιά φορά. Δεν κολυμπούσαμε τότε. Κολυμπούσαν κάνας άντρας, κάνα αυτό πιο πέρα. Είχε και κάτι… Πιο πέρα είχε και τη γιαγιά που την πήγαινα στα λουτρά. Είχε λουτρά πιο πέρα.

Α.Κ.: Πού;
Β.Κ.:

Απ’ τη διασταύρωση εκεί που τελειώνει.

Α.Κ.: Όταν λες διασταύρωση; Στο Λευκό Πύργο εννοείς;
Β.Κ.:

Μετά το Λευκό Πύργο, μετά. Είχε και λουτρά εκεί πέρα, πιο πέρα και πήγαινε και η γιαγιά μου.

Α.Κ.: Το θυμάται.
Β.Κ.:

Ε, βέβαια.

Α.Κ.: Γιατί κάναν βόλτα εκεί αυτοί. Την ξέραν την περιοχή.
Β.Κ.:

Ε, καλά, εκεί… Την παραλία εκεί την ξέραμε. Κάναμε βόλτα πολύ. Και στην Τσιμισκή είχε αυτό, κόσμο που περπατούσανε βόλτα στην Τσιμισκή.

Κ.Κ.:

Και το «Φαμ Κιούκα».

Β.Κ.:

Ε; Η «Φαμ Κιούκα» ήταν στη γωνία. Εγώ δούλευα στον «Κατράντζο». Ήταν το ξενοδοχείο, ήταν ένα χρυσοχοείο μικρό μέσα στην πόρτα του ξενοδοχείου και μετά ήταν ο «Κατράντζος».

Α.Κ.: Μαμά, ψώνιζες απ’ τη «Φαμ Κιούκα»;
Β.Κ.:

Εγώ; Ε, βέβαια. Να σε δείξω ζακέτα που έχω, ναι.

Α.Κ.: Εγώ θυμάμαι παιδί που πήγαινα με τη μαμά και με τις ώρες πρόβαρε, πρόβαρε, πρόβαρε, για να αγοράσει αυτό που ήθελε.
Β.Κ.:

Κοίταξε, όμως. Στάσου. Η πωλήτρια καθόταν, πάνω απ’ τον άντρα μου καθόταν στην Άνω Πόλη. Η πωλήτρια της «Φαμ Κιούκα». Ήταν φίλη με τον άντρα μου τότε. Και εμένα με είχαν γνωρίσει. Και έπαιρνα ό,τι ήθελα. Και έχω ταγιέρ από κείνη —μόνο τη ζακέτα. Τη φούστα δεν ξέρω ποιος την εξαφάνισε. Αλλά το ζακετάκι το ‘χω ακόμη. Έχω χάσει και ένα άλλο ακόμα. Αυτό… Τέλος πάντων. Είναι άλλη υπόθεση.

Κ.Κ: Τέλεια. Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Β.Κ.:

Έγινε στο σεισμό, φαίνεται. Ναι.

Κ.Κ.:

Ποιος ξέρει; Ευχαριστούμε πάρα πολύ, κυρία Λέλα και κυρία Αγνή.

Β.Κ.:

Να ‘στε καλά.

Α.Κ.: Να ‘στε καλά.
Β.Κ.:

Την Αγνή; Πιο πολλά με θύμισε η Αγνή, που τα λέει πιο ωραία.