Ο Στέλιος Χλιαράς μιλά για τη μεγάλη του αγάπη, το θέατρο
Ενότητα 1
Οι εξετάσεις και οι σπουδές στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου
00:00:00 - 00:14:31
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα σας. Θα μας πείτε το όνομά σας; Καλησπέρα. Ονομάζομαι Χλιαράς Στέλιος. Σήμερα είναι Τρίτη 18 Ιουλίου του 2023. Ονομάζομαι Στέλ…υ τελείωσα τη σχολή και μετά επειδή έφυγα, επειδή δεν ήμουν ανταγωνιστικός, επειδή αυτό το περιβάλλον με αγχώνει πάρα πολύ, δεν συμμετείχα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η δημιουργία της θεατρικής ομάδας «Χ-αίρεται», οι παραστάσεις και οι περιοδείες
00:14:31 - 00:37:37
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά, το 2011 που ήρθα εδώ, δημιούργησα την ομάδα «Χ-αίρεται». Στην αρχή κάναμε την πρώτη μας δουλειά με συμφοιτητές μου από το Εθνικό Θέατρ…αι αυτή τη φωνή υψώνει. Και για αυτό έχει τέτοια μεγάλη απήχηση. Είχε. Φάνηκε από χθες από την πρεμιέρα μας ότι είχε τέτοια μεγάλη απήχηση.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Το θέατρο και η κοινωνία
00:37:37 - 00:47:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γιατί όλοι οι άνθρωποι βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτή την παράσταση. Είναι ένα είδος θεάτρου, κοινωνικοπολιτικό θέατρο, ένα θέατρο που…φτιαγμένοι για τα δύσκολα. Ας κλείσουμε έτσι. Και οι προκλήσεις είναι μπροστά μας και πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα σας. Θα μας πείτε το όνομά σας;
Καλησπέρα. Ονομάζομαι Χλιαράς Στέλιος.
Σήμερα είναι Τρίτη 18 Ιουλίου του 2023. Ονομάζομαι Στέλιος Μήλιος, είμαι ερευνητής στο Istorima. Βρίσκομαι με τον κύριο Στέλιο Χλιαρά και είμαστε στην Αίθουσα Τέχνης Κοζάνης. Ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Στέλιο, πες μας λίγα λόγια για εσένα.
Αρχικά ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση. Είναι μεγάλη χαρά και τιμή να μπορέσω να μοιραστώ κομμάτια της ιστορίας και της ζωής μου και του τόπου μου και της δουλειάς μου. Ξεκινάω λέγοντας λίγα πράγματα για μένα. Γεννήθηκα το 1984 στην πόλη της Κοζάνης. Μεγάλωσα εδώ, πήγα εδώ σχολείο. Μπολιάστηκα βέβαια από την κουλτούρα ενός νησιού γιατί η μαμά μου κατάγεται από την Κύπρο. Οπότε τα καλοκαίρια μου τα περνούσα εκεί και αυτό έχει βοηθήσει σε ένα ιδιαίτερο μπόλιασμα βουνού με θάλασσας όπου έχω μεγαλώσει. Όμως ο κύριος χρόνος μέχρι να γίνω 18 χρονών, τα περισσότερα χρόνια και στιγμές της ζωής μου τις έχω περάσει εδώ. Όταν ήμουνα περίπου 14, 15 χρονών στο Γυμνάσιο… Καταρχάς να πω ότι είμαι ηθοποιός και σκηνοθέτης και θα ξεκινήσω και την αφήγησή μου. Ότι όταν ήμουν 14, 15 χρονών στην Τρίτη Γυμνασίου κάναμε την πρώτη μας παράσταση με μία καθηγήτριά μου, την αγαπημένη Λίτσα Κάγκαλη, και την παρουσιάσαμε σε αυτήν εδώ την αίθουσα που βρισκόμαστε τώρα. Για αυτό και ζήτησα αν γίνεται η συνέντευξη να γίνει σε αυτή την αίθουσα γιατί για μένα είναι σαν ένα δεύτερό μου σπίτι και σημαίνει πάρα πολλά. Πριν, λοιπόν, είκοσι πέντε χρόνια σχεδόν κάναμε αυτή την παράσταση εδώ πέρα. Και αν κι εγώ από πιο μικρός είχα έτσι την τάση να συμμετέχω ενεργά στα θεατρικά, να μου αρέσει να παίζω στις σχολικές παραστάσεις, ήταν η πρώτη φορά που ήταν κάτι πιο ολοκληρωμένο. Με σκηνικά, με κοστούμια, με πρόβες πολλές από την ομάδα του Γυμνασίου. Και έτσι μου έβαλε το μικρόβιο αυτή η παράσταση. Μετά στο Λύκειο, στην Πρώτη Λυκείου με τον καθηγητή μου, τον Γιώργο τον Σουξέ, ηθοποιός γνωστός πλέον τώρα στην Αθήνα, κάναμε μία παράσταση που συμμετείχε στους αγώνες τους μαθητικούς οι οποίοι, νομίζω, δυστυχώς έχουν ατονίσει, δεν υπάρχουν. Και είναι πολύ δυσάρεστο γιατί αυτοί οι αγώνες δίνανε μια ώθηση στα παιδιά να δημιουργήσουν και σε ένα κλίμα ευγενούς άμιλλας να συναγωνιστεί το ένα το άλλο και, ξέρεις, να καταθέσουν την ψυχή τους και το μεράκι τους για να βγάλουν ένα πολύ ωραίο αποτέλεσμα. Στους αγώνες λοιπόν, εκείνος πήραμε έτσι κάποια βραβεία σκηνοθεσίας και υποκριτικής και πλέον είχε μπει το νερό στο αυλάκι. Και τότε αποφάσισα στην Πρώτη Λυκείου ότι θέλω να ασχοληθώ με την υποκριτική. Όταν τελείωσα το Λύκειο, έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας. Δεν πέρασα την πρώτη χρονιά. Είχα πει, όμως, από την αρχή ότι θα δώσω τρεις φορές. Άμα δεν καταφέρω και την τρίτη φορά να περάσω, δεν θα ασχοληθώ με το θέατρο επαγγελματικά τουλάχιστον. Δίνω τη δεύτερη χρονιά και στο Εθνικό και στο Κρατικό. Στο Κρατικό περνούσα τον προκριματικό γύρο της πρώτης εξετάσεις, δεν περνούσα στις δεύτερες όμως. Στο Εθνικό δεν περνούσα ούτε τις πρώτες γιατί είναι πάρα πολύ μεγάλος ο ανταγωνισμός. Δίνουν πάνω από χίλια παιδιά εξετάσεις και παίρνουν μόνο δεκατέσσερα, δεκαπέντε παιδιά. Την τρίτη και τελευταία χρονιά, λοιπόν, προσπάθησα πάρα πολύ αφού παρακολούθησα στην Αθήνα όπου σπούδαζα ήδη στην Κοινωνική Θεολογία στο Πανεπιστήμιο, ήμουνα στην Αθήνα, παρακολουθούσα σχεδόν κάθε μέρα θέατρο. Ήταν ο μόνος τρόπος να εκπαιδευτώ. Δεν είχα ούτε την οικονομική δυνατότητα να πάω σε μια ιδιωτική σχολή, ούτε ίσως τότε να… Δεν το ήξερα, δεν το σκέφτηκα να με προετοιμάσει κάποιος, να πληρώσω έναν δάσκαλο όλη τη χρονιά να κάνω μαθήματα. Οπότε μόνος μου προσπαθούσα και ο δάσκαλός μου ήταν το θέατρο. Έβλεπα παραστάσεις κάθε μέρα. Εδώ θα πω μια μικρή απάτη που έκανα. Είχα βγάλει μια [Δ.Α.] ότι και καλά ήμουν φοιτητής σε μια δραματική σχολή, πλαστή. Ήταν το εισιτήριό μου για να μπορώ να πηγαίνω να βλέπω κάθε μέρα θέατρο. Γιατί, όπως καταλαβαίνετε, για έναν φοιτητή δεν μπορούσα κάθε μέρα να πηγαίνω και να βλέπω παραστάσεις. Και με το μικρό αυτό κόλπο έμπαινα στα θέατρα δωρεάν. Οπότε έβλεπα παραστάσεις στη ζούλα που λέμε και έτσι εκπαιδεύτηκα. Δηλαδή έτσι κατάλαβα τι είναι το καλό θέατρο, κατάλαβα πώς πρέπει να παίζω, πώς πρέπει να ετοιμαστώ και πώς πρέπει, πού πρέπει να εστιάσω. Γιατί τις πρώτες φορές που έδινα εξετάσεις, έπαιζα πολύ υπερβολικά. Δηλαδή είχα στο μυαλό έναν Βέκιο, που λέμε, τρόπο παιξίματος, έτσι υπερβολικό, Επιδαύριο. Και φυσικά αυτό ήταν ένα παλιό θέατρο που υπήρχε στην Ελλάδα μέχρι το 1970, ’80 που μετά άρχιζαν να αλλάζουν τα πράγματα. Αλλά εγώ ως παιδί της περιφέρειας δεν είχα εικόνες από το σύγχρονο θέατρο. Οπότε ο τρόπος που παρουσίαζα τα κομμάτια μου στις εξετάσεις, δεν ήταν αυτός που [00:05:00]έπρεπε για να περάσω. Την τρίτη, λοιπόν, χρονιά αφού είχα δει πολύ θέατρο, έγινε το θαύμα. Περνάω στις πρώτες εξετάσεις του Εθνικού, περνάω στις πρώτες εξετάσεις του Κρατικού και πάμε για τις δεύτερες εξετάσεις. Κι εκεί κάπως πλησιάζεις λίγο πιο πολύ, λίγο πιο κοντά στο όνειρο. Το οποίο ήταν άφταστο. Τώρα αν με ρωτήσεις άμα πίστευα ποτέ ότι θα περάσω, ίσως πολύ, πολύ βαθιά μέσα μου πίστευα. Αλλά δεν θα ξεχάσω τη δεύτερη χρονιά που δεν πέρασα. Γυρνούσα από Θεσσαλονίκη-Αθήνα με το τρένο και σε όλη τη διαδρομή μέσα στο τρένο έκλαιγα, ρε παιδί μου. Έκλαιγα, έκλαιγα, το κλάμα ήταν κορόμηλο. Δηλαδή ήταν μία κυρία δίπλα μου και νόμιζε ότι κάτι, έχει πεθάνει κάποιος δικός μου άνθρωπος. Έκλαιγα πάρα πολύ στη διαδρομή. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Ήταν τόση η απογοήτευσή μου που γυρνούσα από τη Θεσσαλονίκη ενώ είχα περάσει ήδη στον πρώτο γύρο, να μην περάσω στον δεύτερο για δεύτερη χρονιά. Και την τρίτη χρονιά, λοιπόν, έγινε το θαύμα. Και είμαι στη Θεσσαλονίκη και ανακοινώνονται… Είχα ήδη δώσει στην Αθήνα, δεν είχαν βγει τα αποτελέσματα. Είμαι στη Θεσσαλονίκη και μου ανακοινώνουν ότι περνάω και στον δεύτερο γύρο, μπαίνω δηλαδή στη δραματική σχολή του Κρατικού Θεάτρου. Ήμουν στο Κρατικό Θέατρο, στη μονή Λαζαριστών και απ’ τη χαρά μου δεν ήξερα πώς να διοχετεύσω την ενέργεια. Και περπάτησα από τη μονή Λαζαριστών που είναι αρκετά ψηλά στη Θεσσαλονίκη, νομίζω, είναι δήμος Σταυρούπολης, κάτι τέτοιο, είναι κάπου ψηλά, κατέβηκα μέχρι την παραλία με τα πόδια. Είχα τόση ενέργεια και τόση χαρά που δεν μπορούσα να τη συγκρατήσω. Και ήμουνα σίγουρος ότι, εντάξει, θα μετακομίσω από την Αθήνα, θα πάω στη Θεσσαλονίκη, πέρασα στο Κρατικό, τέλος. Παίρνω το λεωφορείο για Κοζάνη. Και όταν παίρνω το λεωφορείο για Κοζάνη, χτυπάει το τηλέφωνο μιας φοιτήτριας του Εθνικού δευτεροετούς η οποία είχε δει τα αποτελέσματα και με παίρνει τηλέφωνο ενώ εγώ ταξίδευα από Θεσσαλονίκη-Κοζάνη μέσα στο ΚΤΕΛ. Και μου λέει, σηκώνω το τηλέφωνο. «Ναι;». «Γεια σας», μου λέει, «Γεια σου, Στέλιο. Η Γιούλη είμαι. Γεια σου, με θυμάσαι;». «Ναι, είσαι από το Εθνικό φοιτήτρια». «Ναι. Πήρα να σου πω να ετοιμάσεις πολλά παπουτσάκια πουέντ και πολλές φόρμες γιατί πέρασες στο Εθνικό». Εγώ κόκκαλο. Δηλαδή ήμουνα μέσα στο ΚΤΕΛ, ήθελα να αρχίσω να ουρλιάζω, να χοροπηδήξω μέσα στο λεωφορείο και δεν μπορούσα. Αυτό που έκανα την πρώτη φορά που έμαθα ότι πέρασα στο Κρατικό, δεν μπορούσα μετά να το κάνω. Γιατί ήμουν περιορισμένος, καθηλωμένος, καρφωμένος στο κάθισμά μου στο ΚΤΕΛ και δεν μπορούσα να εξωτερικεύσω τη χαρά μου. Και κόντευα να τρελαθώ. Μέχρι να φτάσουμε, να συνειδητοποιήσω τι έγινε, να πάρω τη μαμά μου, να πάρω τους συγγενείς μου, να πάρω, ξέρεις, ανθρώπους γιατί περίμεναν όλοι τα αποτελέσματα. Ήταν πια τρίτη χρονιά και όλοι περιμέναν να μάθουν τι έγινε. Εντάξει, ήταν νομίζω ίσως απ’ τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου αυτή, που κατάφερα και μπήκα στο Εθνικό. Και η αλήθεια είναι ότι δεν το έχω πει και ποτέ έτσι τώρα, έτσι γλαφυρά όπως το περιγράφω τώρα και το αναπολώ. Και είναι πολύ συγκινητικό. Γιατί έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου στα 20 σου, έχεις πάρα πολλά όνειρα, φαντάζεσαι ήδη τον εαυτό σου σε σκηνές, φαντάζεσαι ήδη τον εαυτό σου να παίζει. Το Εθνικό είναι θεωρητικά ένα εισιτήριο σε σχέση με άλλες σχολές. Είναι η πρώτη σχολή, πρώτη κρατική σχολή της χώρας. Όλα είναι τόσο αγνά και τόσο τρυφερά στην αρχή που ξεκινάς, που είναι ένας παράδεισος που περιμένεις να ανοίξεις το πόμολο και να μπεις μέσα. Μπαίνοντας, λοιπόν, μέσα, συνειδητοποιείς ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως τα φανταζόσουνα. Πρώτον, γιατί το Εθνικό Θέατρο απαιτεί μια πάρα πολύ σκληρή εκπαίδευση. Είναι μια σχολή τριετούς φοίτησης που έχει μαθήματα από το πρωί, από τις 09:00 ξεκινούσαμε τα μαθήματα, υποχρεωτικά μαθήματα, μέχρι 21:00 το βράδυ, 22:00 το βράδυ. Δηλαδή δωδεκάωρες υποχρεωτικές παρακολουθήσεις. Και τα λέω τώρα όλα αυτά με μεγάλο πόνο και λύπη με αφορμή όσα έγιναν φέτος με το προεδρικό διάταγμα που μας υποβάθμισε και μας κατατάσσει στην κατηγορία αποφοίτων Λυκείου. Γιατί τελείωσα και ένα Πανεπιστήμιο εγώ, τέλειωσα και την Κοινωνική Θεολογία. Αλλά μιλώντας με απόλυτη ειλικρίνεια, τα μαθήματα στην Κοινωνική Θεολογία, που υποτίθεται έχω πανεπιστημιακή εκπαίδευση, δεν συγκρίνονται σε καμία περίπτωση με τα μαθήματα που έκανα στο Εθνικό Θέατρο. Και ο πλούτος ο πνευματικός, και η πνευματική τροφή ,και το άνοιγμα της σκέψης, η πολιτική διάσταση των πραγμάτων, η κοινωνική διάσταση των πραγμάτων, η έννοια του πολίτη, η έννοια του φορέα ενός νοήματος, του ανθρώπου που θα ασκήσει ένα λειτούργημα και που δεν θα είναι απλά ένας υπάλληλος που θα κάνει τη δουλειά του. Δηλαδή όλος αυτός ο κόσμος που ανοίγεται μέσα από το θέατρο και μέσα από μια τέτοια εκπαίδευση… Γιατί, εντάξει, υπάρχουν και κάποια εργαστήρια, κάποιες σχολές που είναι πολύ μικρότερες και χρονικά και σε εμβέλεια και σε ποιότητα. Αλλά αυτό που πήγα να πω πριν είναι ότι η σύγκριση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που έχει αυτόν τον [00:10:00]τίτλο με την εκπαίδευση που είχα ολοήμερα υποχρεωτικά μαθήματα στο Εθνικό Θέατρο, δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε στο ελάχιστο. Και για αυτό όλοι οι καλλιτέχνες έχουμε ξεσηκωθεί και έχουμε αντιδράσει σε όλη αυτή την απόφαση που μας καθιστά αποφοίτους τυπικής εκπαίδευσης Λυκείου δηλαδή. Γιατί έχουμε ματώσει σε αυτές τις σχολές, έχουμε καταθέσει ψυχή και σώμα, έχουμε κλειστεί μέρες και νύχτες. Γιατί πρέπει να σας πω ότι εκτός από τις 21:00, 22:00 η ώρα που τελείωναν τα μαθήματα, μετά πρέπει να κάνεις πρόβες για να ετοιμάσεις την άλλη μέρα με τους συμφοιτητές σου το κομμάτι σου στους καθηγητές σου. Οπότε πολλές φορές τελειώναμε και 23:00 και 00:00 και 01:00 η ώρα. Και κάποιες φορές πριν τις εξετάσεις μας μάς δίναν οι καθηγητές το κλειδί και κοιμόμασταν στη σχολή και κάναμε πρόβες μέχρι τις 02:00, 03:00 το βράδυ. Και ξυπνούσαμε την άλλη μέρα 08:00, 09:00 το πρωί και συνεχίζαμε. Μιλάμε για μια πολύ σκληρή εκπαίδευση. Που τα μαθήματα σε μία πανεπιστημιακή σχολή όπως ήταν η Θεολογία, ας πούμε, δεν είναι υποχρεωτικά. Οπότε εγώ στην ουσία στη Θεολογία διάβασα, πέρασα τα μαθήματά μου στις εξεταστικές και πήρα το πτυχίο μου. Οκ, σημαντικό, δεν το υποβαθμίζω. Αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί με την εκπαίδευση και την τριβή που έχει ένας υποψήφιος ηθοποιός σε μία ποιοτική δραματική σχολή. Δεν βάζω μόνο το Εθνικό, βάζω και κάποιες ιδιωτικές οι οποίες είναι πολύ καλές. Σίγουρα όχι όλες. Τελειώνοντας, λοιπόν, αυτόν τον κύκλο της εκπαίδευσης, για να μην μακρηγορώ, βγαίνεις στην αγορά εργασίας. Και εκεί είναι ένας δεύτερος γύρος που γκρεμίζονται τα όνειρά σου και όλα αυτά που φαντάζεσαι γιατί βλέπεις ότι τα πράγματα είναι πραγματικά δύσκολα. Όλα αυτά που σου λέγανε οι καθηγητές ότι «Εδώ στη σχολή είναι προστατευμένο το περιβάλλον. Και όσο και αν κουράζεστε, είστε ασφαλείς. Ξέρετε τι θα κάνετε τα επόμενα χρόνια, τα τρία, που είναι η σχολή. Τον επόμενο χρόνο ξέρετε. Ξέρετε την αυριανή μέρα τι σας ξημερώνει. Όταν θα βγείτε στο επάγγελμα, δεν θα ξέρετε τι θα γίνεται. Θα πρέπει να ψάχνετε δουλειά τρεις φορές τον χρόνο». Υπάρχει ανασφάλεια, υπάρχει ανταγωνισμός. Άλλο τώρα να το ακούς αυτό στη σχολή και άλλο να το ζεις μετά. Οπότε μετά, όταν βγήκαμε στο επάγγελμα, φυσικά το ζεις, το βιώνεις. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που δεν είμαι καθόλου ανταγωνιστικός από τη φύση μου. Δεν μπορώ να λειτουργήσω σε ανταγωνιστικά περιβάλλοντα. Δεν ξέρω τώρα αν αυτό έχει να κάνει ίσως με… Ίσως έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τους προσκόπους, ότι υπήρξα μέλος των προσκόπων και έμαθα να είμαι πάντα μέλος σε μια ομάδα κι εκεί δουλεύαμε αρκετά συλλογικά. Ίσως οι φίλοι μου, η οικογένειά μου. Δεν ξέρω. Ή φταίει ο χαρακτήρας μου. Δεν ξέρω. Και για αυτό παρά την πρώτη μου δουλειά που πέρασα μία, επίσης, μεγάλη οντισιόν εννιακοσίων περίπου ηθοποιών και που ο σκηνοθέτης τότε είχε πάρει έξι ηθοποιούς, εφτά είχε πάρει, στο θέατρο Πόρτα που δούλεψα την πρώτη μου χρονιά που πέρασα μια πολύ δύσκολη οντισιόν μεγάλη, μετά δεν ξαναπήγα σε οντισιόν ποτέ. Δηλαδή από το 2008, όταν ήμουν στο τρίτο έτος της δραματικής σχολής, μέχρι και σήμερα δεν νομίζω ότι έχω πάει σε άλλη ακρόαση.
Γιατί αυτό;
Ακούγεται λίγο παράξενο, αλλά δεν έχω πάει. Μπορεί να μην θυμάμαι μια, δυο. Αλλά, νομίζω, δεν έχω πάει. Καταρχάς, έφυγα πολύ νωρίς από την Αθήνα. Αυτό πήγα να πω. Ότι αυτό το περιβάλλον για μένα ήταν τελικά πολύ φορτικό, πολύ ψυχοφθόρο. Και ο συνδυασμός των συνθηκών εργασίας σε συνδυασμό με το ότι ξεκίνησε η κρίση το ’10, με έκανε να πάρω την απόφαση… Και σε συνδυασμό με το ότι εγώ αγαπώ πάρα πολύ την περιφέρεια και ήθελα να γυρίσω στον τόπο μου για να κάνω πράγματα εδώ, ο συνδυασμός αυτών των πραγμάτων, δεν ήταν μονοπαραγοντικός ο λόγος, με έκανε να επιστρέψω. Οπότε εδώ δεν γίνονται ακροάσεις έτσι κι αλλιώς στην περιφέρεια. Το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης όλα αυτά τα χρόνια ζήτημα να έχει κάνει μια, δυο ακροάσεις για επαγγελματίες ηθοποιούς δυστυχώς. Και δυστυχώς γενικά για πολλά άλλα πράγματα αναπτυξιακά που θα μπορούσαν να γίνονται στο θέμα του πολιτισμού και δεν γίνονται. Αλλά αυτό θα το πούμε μετά. Δεν ήμουνα, λοιπόν, στην Αθήνα οπότε για να πω. Όχι ότι αποκλείεται να πήγαινα αν κάτι με ενδιέφερε. Εννοείται ότι θα πήγαινα. Αλλά κάπως ήρθαν έτσι τα πράγματα και πήρα μέρος σε μια πολύ μεγάλη ακρόαση με το που τελείωσα τη σχολή και μετά επειδή έφυγα, επειδή δεν ήμουν ανταγωνιστικός, επειδή αυτό το περιβάλλον με αγχώνει πάρα πολύ, δεν συμμετείχα.
Ενότητα 2
Η δημιουργία της θεατρικής ομάδας «Χ-αίρεται», οι παραστάσεις και οι περιοδείες
00:14:31 - 00:37:37
Μετά, το 2011 που ήρθα εδώ, δημιούργησα την ομάδα «Χ-αίρεται». Στην αρχή κάναμε την πρώτη μας δουλειά με συμφοιτητές μου από το Εθνικό Θέατρο που τους πήρα τηλέφωνο και ήρθαν εδώ πέρα και δουλέψαμε μαζί. Και μετά κάπως τα πράγματα ήρθαν σιγά σιγά, δηλαδή ιδρύθηκε η ομάδα. Και με πολύ αργά αλλά [00:15:00]σταθερά βήματα έφτασε στο σήμερα που θα δούμε τώρα, θα σας πω και δύο, τρία πράγματα για την ομάδα «Χ-αίρεται». Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι είμαι ένας άνθρωπος που άρχισα να δημιουργώ δικά μου πράγματα και να μην περιμένω τόσο από ακροάσεις ή από το ΔΗΠΕΘΕ μόνο. Εννοείται ότι συμμετείχα σε παραγωγές του ΔΗΠΕΘΕ. Εννοείται ότι το ΔΗΠΕΘΕ το θεωρώ, όπως είπα και πριν, δεύτερο σπίτι μου. Γιατί το 1999 νομίζω, 2000, η πρώτη συμμετοχή σε επαγγελματικό σχήμα ήταν με το ΔΗΠΕΘΕ που είχαμε κάνει μια παράσταση σε σκηνοθεσία της Νανάς Νικολάου που λεγόταν «Η γυναίκα και ο λάθος» του Ιάκωβου Καμπανέλλη που ήταν για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Και τότε συμμετείχα έτσι και στην πρώτη… Νομίζω, ήτανε ακριβώς μετά από την παράσταση στο Γυμνάσιο, αυτό. Με είχε πάρει τηλέφωνο η Νανά Νικολάου και συμμετείχα σε αυτή την πρώτη πριν πολλά χρόνια, δηλαδή πριν είκοσι τρία χρόνια. Τι έλεγα;
Με το που γύρισες εδώ ήσουν αυτοδημιούργητος.
Ναι, έκανα την ομάδα γιατί ξεκίνησα να κάνω παραστάσεις δικές μου. Πρώτη μας παράσταση τότε με την ομάδα «Χ-αίρεται» ήταν το «Χριστουγεννιάτικο μυστήριο». Μια χριστουγεννιάτικη παράσταση που ήταν μεταφερόμενη και ήτανε η πρώτη φορά που έγινε έτσι μια παράσταση που μεταφερόταν σε σχολεία το 2011, τον Δεκέμβριο. Παίζαμε, πηγαίναμε σε σχολεία. Μάλιστα τότε ήταν πολύ άγνωστο σε διευθυντές σχολείων ότι μια ομάδα θα πήγαινε μέσα στο σχολείο να παίξει. Έλεγαν «Καλά, εμείς πηγαίνουμε στο ΔΗΠΕΘΕ και βλέπουμε παραστάσεις». Και λέγαμε εμείς «Δεν χρειάζεται να μετακινηθείτε. Ερχόμαστε στον χώρο του σχολείου». «Μα δεν χωράμε», λέγανε. «Μα δεν πειράζει. Θα στριμωχτούμε, ρε παιδί μου. Θα δώσουμε δύο παραστάσεις να χωρέσουμε μισά και μισά παιδιά στην αίθουσα». Χωρούσαμε τελικά μια χαρά. Απλά πολλές φορές οι διευθυντές δεν αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι τις δυνατότητες που μπορεί να τους προσφέρει ένας χώρος. Εμείς τι κάναμε τότε; Πηγαίναμε στα σχολεία και ενώ συνήθως βάζαν καρέκλες κάτω και στη σκηνή, στη μικρούλα σκηνή του σχολείου παίζουν οι μαθητές το έργο, εμείς κάναμε το ανάποδο. Βάζαμε πάνω στη σκηνή μια σειρά θρανία πίσω πίσω, μετά πάνω στη σκηνή βάζαμε μια σειρά καρέκλες, μετά από κάτω βάζαμε μαξιλαράκια. Μετά κάτω από τη σκηνή βάζαμε πάλι μια σειρά θρανία, μετά πιο κάτω βάζαμε καρέκλες και μετά πάλι μαξιλαράκια. Οπότε γινόταν ένα μικρό αμφιθέατρο. Οι δάσκαλοι μας λέγανε «Α, δεν έχουμε δει ποτέ την αίθουσά μας σαν αμφιθέατρο έτσι που τη στήνετε εσείς». Εμείς πηγαίναμε νωρίτερα, κάναμε όλον τον κόπο να μεταφέρουμε καρέκλες. Τρελοί τώρα, 18, όχι ψέματα. 18 πήγα να πω γιατί είχαμε την ορμή των 18. Αλλά το ’11 ήμασταν 28, 29 χρονών. Πόσο ήμασταν τότε; Ναι, 27,28 χρονών. Και είχαμε όλη αυτή την ορμή να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Και μετατρέπαμε, λοιπόν, τις αίθουσες σε μικρά αμφιθέατρα. Και εμείς παίζαμε από την κάτω μεριά της αίθουσας. Τα παιδιά ήταν πάνω στη σκηνή, έτσι όπως σας είπα, σε θρανία, καρέκλες, μαξιλαράκια, θρανία, καρέκλες, μαξιλαράκια κι εμείς παίζαμε από κάτω. Και όλα βλέπανε πολύ ωραία και μια χαρά χωρούσαμε. Κι έτσι μετατρέπαμε κι έναν χώρο σχολείου σε κάτι άλλο. Δηλαδή βλέπανε και τα παιδιά και το σχολείο τους κάπως διαφορετικά. Ότι έρχεται ένα θέατρο απ’ έξω, έμπαινε χρώμα, έμπαινε μουσική διαφορετική στο σχολείο, ερχόντουσαν ηθοποιοί. Και είμαι σίγουρος, μου το είπανε και οι δάσκαλοι, ότι μετά στο μάθημα συζητούσανε, λέγανε, είχαν την ανάμνηση αυτή από το σχολείο τους, ότι έγινε ένα event, ένα γεγονός μέσα στο σχολείο διαφορετικό. Και αυτό έχει ένα άλλο αποτύπωμα, έχει μια άλλη αξία. Σίγουρα έχει πολύ μεγάλη αξία να έρθει το παιδί στην αίθουσα στο θέατρο, δεν το συζητάμε. Αλλά και τα δύο είναι πολύ σημαντικά. Κάναμε, λοιπόν, αυτό τα Χριστούγεννα το ’11. Και είχαμε κάνει και μια παράσταση δωρεάν φυσικά στην παιδιατρική του Μαμάτσιου νοσοκομείου. Παίξαμε για τα παιδάκια που νοσηλευόντουσαν παραμονές Χριστουγέννων, που ήταν άρρωστα και ήταν μέσα στο νοσοκομείο. Στριμωχτήκαμε και στον διάδρομο του νοσοκομείου και κάναμε μία παράσταση τότε στο νοσοκομείο την οποία είχε παρακολουθήσει ο μακαρίτης, ο αείμνηστος, ο Γιάννης Καραχισαρίδης, ο παλιός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης μαζί με την πρόεδρο του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, την Κούλα την Καλογερίδου. Όταν, λοιπόν, ο Καραχισαρίδης είδε αυτή την παράσταση, επειδή ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος, με κάλεσε στο γραφείο, μου λέει «Θέλω να αναλάβεις την άγονη γραμμή». Η άγονη γραμμή ήταν ένα πρόγραμμα του ΔΗΠΕΘΕ τότε που πήγαινε σε χωριά. Επειδή εμείς κάναμε μία μεταφερόμενη παράσταση που μπορούσε εύκολα να στηθεί και να ξεστηθεί, μια παράσταση θεάτρου βαλίτσας που λέμε, μου λέει «Πρότεινέ μου ό,τι θέλεις, θα το κάνουμε». Εγώ από την προηγούμενη χρονιά ήθελα να ανεβάσω μία παράσταση με λαϊκά παραμύθια για μεγάλους. Είναι μια συλλογή παραμυθιών που λέγονται «Αλληλοβόρρα» που είναι σκοτεινά παραμύθια που μιλάνε για ενδοοικογενειακή βία, για κανιβαλισμό, για παιδιά που χάνονται, γονείς που τρώνε τα παιδιά τους. Που έχουν στοιχεία από τη μυθολογία τα οποία τα χρόνια με τους αιώνες έχουν αλλάξει και είχαν γίνει λαϊκά παραμύθια. Και οι άνθρωποι πριν την τηλεόραση τα λέγανε στα σπίτια μεταξύ τους, μαζευόντουσαν και λέγανε ιστορίες για να περάσουν την ώρα τους. Δεν υπήρχε τότε άλλος τρόπος ψυχαγωγίας. Κι εμείς [00:20:00]πήραμε αυτά τα παραμύθια, λοιπόν, με τους συμφοιτητές μου από το Eθνικό, τη Βάσια τη Χρήστου και τον Χρήστο τον Πίτσα και κάναμε μια παράσταση τον Φεβρουάριο του 2012. Που παρουσιάστηκε στο θεατράκι των Οχληρών, το παλιό θεατράκι των Οχληρών, νυν εναλλακτική σκηνή του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης. Και μετά περιοδεία στα χωριά. Παίξαμε σε καφενεία, παίξαμε σε αυλές, παίξαμε σε πολιτιστικά κέντρα. Κάναμε μια μεγάλη περιοδεία στη Δυτική Μακεδονία και είχε πάει πολύ καλά. Και μετά παίξαμε και καλοκαίρι όπου ο Γιάννης Καραχισαρίδης τότε μας είπε «Πάρτε το βαν του ΔΗΠΕΘΕ. Τρεις είστε, χωράτε μέσα. Πάρτε τα φώτα σας, τον ήχο σας». Πρέπει να πω, επίσης, ότι ήταν μια αυτοδιαχειριζόμενη παράσταση χωρίς τεχνικούς, όπου επί σκηνής εμείς βάζαμε μουσική και φώτα. Αλλά δεν ήταν μια παράσταση που πατούσες απλά ένα play στα τυφλά. Είχαμε cd player, δύο cd player επί σκηνής, είχαμε διακόπτες πολλούς και είχαμε κάνει μία σύνθετη κατασκευή όπου δεν καταλάβαινες ότι αυτή η παράσταση δεν έχει απ’ έξω κάποιον που να τα βάζει τα φώτα. Δεν ήταν απλά ότι άναβε ένα φως. Άλλαζαν συνέχεια τα φώτα, έμπαιναν μουσικές και όλα αυτά γινότανε ξεγελώντας κάπως τους θεατές ότι γίνεται μαγικά. Δηλαδή ενώ μιλούσαμε και παίζαμε, ταυτόχρονα με το ένα χέρι, τσακ, πατούσαμε στα τυφλά το κουμπί, το play. Ξέραμε πού είναι, είχαμε βάλει σημαδάκια. Μετά, λοιπόν, μας είπε «Πάρτε το βαν και κλείστε περιοδεία όπου θέλετε». Επειδή ο Χρήστος ήταν από την Πελοπόννησο, κλείσαμε μια περιοδεία στην Πελοπόννησο. Σε διάφορες περιοχές, πάλι βουνά, παραλίες. Μάλιστα παίζαμε και σε ένα χωριό που λέγεται Αραχναίο. Νομός Αργολίδας; Δεν είμαι σίγουρος τώρα πού ήταν το Αραχναίο. Αλλά είχε πολύ πλάκα γιατί ενώ παίζαμε την παράσταση στην πλατεία και ήταν γεμάτη η πλατεία από παιδάκια που παρακολουθούσαν, παππούδες, γονείς, πολύς κόσμος, αλλά η πλατεία ήταν κολλητά με τον δρόμο. Και κάποια στιγμή περνάει ένα τρακτέρ και ο οδηγός αφήνει το τρακτέρ με τη μηχανή ανοιχτή και κάθεται και παρακολουθεί από πίσω μας την παράσταση. Δηλαδή μπροστά μας το κοινό, εμείς πλάτη στο τρακτέρ και το τρακτέρ να κάθεται εκεί πέρα με τα φώτα αναμμένα μες στη νύχτα και να βλέπει παράσταση. Και κάποια στιγμή του λέμε «Φύγε γιατί δεν μπορούμε. Ακούγεται ο θόρυβος. Ή κλείσε τη μηχανή τουλάχιστον και κάτσε». Δεν του το είπαμε αυτό, αλλά του κάναμε νόημα, τέλος πάντων, μέσα στη ροή της παράστασης. Ήταν μια φοβερή εμπειρία αυτή και ήταν το αγροτικό μας. Ήτανε ίσως το όνειρο, μην πω, του κάθε ηθοποιού, αλλά πολλών ηθοποιών να σεργιανίσει έτσι χωριά όπως κάνανε παλιά τα μπουλούκια τα θεατρικά. Κι εμείς το ζήσαμε πολύ γρήγορα αυτό το όνειρο. Είμαι ευγνώμων για αυτή τη συνεργασία και με τον Χρήστο και με τη Βάσια, αλλά και με το ΔΗΠΕΘΕ που εμπιστεύτηκε τότε την ομάδα «Χ-αίρεται». Ήταν μια συμπαραγωγή. Και τον Γιάννη τον Καραχισαρίδη και την Κούλα την Καλογερίδου. Είμαι ευγνώμων που μας έδωσαν αυτή τη δυνατότητα που εμπιστεύτηκαν νέους ανθρώπους. Και όταν λέμε «εμπιστεύτηκαν», «Πάρτε τα κλειδιά». Όχι απλά «Εντάξει, να σας βοηθήσουμε». Το άφησαν στις πλάτες μας, μας είπαν «Τρέξτε το». Ήταν πολύ σημαντικό. Ειδικά σε μία περίοδο που είχαν ξεκινήσει τα μνημόνια και είχαν γίνει πολλές περικοπές το να βρίσκει ένας διευθυντής τον τρόπο να μην σταματάει κάτι, ήταν σημαντικό. Να πω ότι εγώ, και αυτό δεν θυμάμαι αν το είπα πριν, ήταν ένας από τους λόγους που είχα φύγει από την Αθήνα. Επειδή είχαν ξεκινήσει τα μνημόνια, σταμάτησαν οι πιο πολλοί θίασοι να πληρώνουνε και οι ηθοποιοί πληρωνόμασταν τότε με ποσοστά από τις παραστάσεις. Το οποίο εγώ το θεωρώ βίαιο και απαράδεκτο. Και δεν έχω πληρωθεί ποτέ με ποσοστό, δεν έχω δεχτεί, ρε παιδί μου, να πληρωθώ με ποσοστό. Προτιμώ να πω ότι είμαστε μια ομάδα, εγώ, εσύ και ο τρίτος και ό,τι βγάλουμε, θα το μοιραστούμε. Παρά να πάω σε έναν παραγωγό που είναι δική του δουλειά και να μου πει «Ε, θα δούμε. Θα πληρωθείς». Αυτό είναι βία. Δεν μπορώ να δουλεύω για σένα και να μην ξέρω αν θα πληρωθώ, με τι θα πληρωθώ. Οπότε ένας από τους λόγους που είχα προβλέψει την κατάσταση που επικράτησε στο θέατρο την τελευταία δεκαετία, από το ’10 μέχρι το ’20 σίγουρα. Μετά ο covid δημιούργησε άλλα προβλήματα. Και για αυτόν τον λόγο έφυγα. Και γιατί δεν μπορούσα το περιβάλλον και την κατάσταση και γιατί ήθελα να δημιουργήσω στην περιφέρεια. Έτσι, λοιπόν, η «Χ-αίρεται» ξεκίνησε τότε, το ’12, έκανε την περιοδεία το καλοκαίρι, μετά έπαιξε και εδώ στην Κοζάνη, στην αυλή του Δημοτικού Θεάτρου, του Δημοτικού Ωδείου στο Δρίζειο και φυσικά καλοκαίρι παίξαμε και στα χωριά πάλι. Και ήταν το αγροτικό μας, όπως είπα και πριν. Μια πολύ μεγάλη εμπειρία που είναι στην καρδιά μας. Κι εγώ είμαι μπουλουκτζής. Όποτε ξανατύχει, μου αρέσει πολύ να το κάνω αυτό. Μάλιστα τώρα στην παράσταση που παίζουμε στον «Λιγνίτη ή Τόπος», που είναι μια παράσταση ενταγμένη στο πρόγραμμα του Υπουργείου Πολιτισμού «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός» παίζουμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής. Πρώτη φορά έπαιξα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής. Πήγαμε στην πρώτη πρόβα την προηγούμενη εβδομάδα και με το που είμαι στη φύση, στο πράσινο, στα δέντρα, στο μουσείο ένιωθα ότι παίζω στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Δηλαδή για εμένα αυτή είναι η ματαιοδοξία μου, ματαιοδοξία εντός εισαγωγικών, το όνειρό μου, η φιλοδοξία μου. Να μπορώ να κάνω θέατρο για τους ανθρώπους που δεν έχουν την ευκαιρία συχνά να κάνουν θέατρο και να [00:25:00]παίζω σε τέτοια μέρη. Σε μέρη μη θεατρικά, σε μέρη κοντά στη φύση, σε μέρη κοντά σε χωριά, σε πλατείες. Και εγώ νιώθω ότι για μένα αυτό είναι το Τσίλερ μου. Το Τσίλερ είναι η κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Γιατί οι πιο πολλοί ηθοποιοί έχουν την αγωνία, ξέρεις, να βρίσκονται στο κέντρο. Εγώ τυχαίνει να μην έχω αυτή την αγωνία και τυχαίνει το κέντρο μου να είναι αυτό, το κέντρο μου να είναι η περιφέρεια. Αυτό είναι το δικό μου κέντρο. Τώρα πάω λίγο μπρος πίσω την αφήγησή μου, αλλά, εντάξει, συμβαίνει και αυτό. Μετά το ’12 που κάναμε το «Ήταν Κάποτε», έτσι λεγότανε η παράσταση. «Ήταν Κάποτε», πέντε λαϊκά παραμύθια για μεγάλους. Την αφήσαμε για λίγο και την ξαναπιάσαμε το 2015, όταν κάναμε μία παράσταση για αλληλέγγυους σκοπούς για ένα παλικάρι το οποίο είχε ένα τροχαίο. Και παίξαμε στο θέατρο ΕΜΠΡΟΣ το οποίο είναι αυτοδιαχειριζόμενο και μαζέψαμε χρήματα για το παιδί αυτό. Στο θέατρο ΕΜΠΡΟΣ μάς είδαν από το θέατρο Επί Κολωνώ που είναι ένα σημαντικό θέατρο στην Αθήνα. Και μας πρότειναν τη σεζόν ’15-’16 ή ’14-’15, δεν θυμάμαι ακριβώς, να παίξουμε στην κεντρική σκηνή του Επί Κολωνώ το «Ήταν Κάποτε». Οπότε η ομάδα «Χ-αίρεται» και το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης βρέθηκαν στην κεντρική σκηνή του Επί Κολωνώ με τα παραμύθια πάλι. Και έτσι συνεχίστηκαν ξανά δεύτερη σεζόν, δεύτερη φορά τα παραμύθια, είχαν πάει πολύ καλά και στο Επί Κολωνώ. Και τελευταία φορά έκλεισαν τον κύκλο τους το 2018 που παίξαμε σε ένα φεστιβάλ θεάτρου βαλίτσας, στο θέατρο Όλβιο. Όπου μάλιστα εκεί πήραμε και βραβείο καλύτερης παράστασης κοινού και εγώ πήρα και βραβείο πρώτου ανδρικού ρόλου. Και το 2018, μετά από έξι χρόνια περιπλάνησης, κλείσαν, νομίζω, την πορεία τους τα παραμύθια. Μεγαλώσαμε κι εμείς. Γιατί με άλλη ματιά βλέπεις τώρα ένα έργο τη χι χρονική περίοδο και με άλλη ματιά τη βλέπεις μετά από μερικά χρόνια. Δηλαδή αν το ξανακάνουμε τώρα, θα το ξαναστήναμε από την αρχή, με άλλη ωριμότητα θα το αντιμετωπίζαμε και τα θέματά του και τη σκηνοθεσία του. Και εμείς υποκριτικά έχουμε ωριμάσει, οπότε και έχουμε μεγαλώσει. Δηλαδή σε μια σκηνή η Βάσια έπαιζε ένα κοριτσάκι, ένα κοριτσέλι που στα 28, 29 μπορούσε να το υποστηρίξει. Τώρα κοντά στα 40 δεν μπορεί. Πρέπει να… Οπότε θεωρώ ότι ο κύκλος του «Ήταν Κάποτε» που ήταν για μένα μια πολύ σημαντική παράσταση που μας σημάδεψε, έκλεισε.
Θέλεις να μας περιγράψεις λίγο την τελευταία παράσταση;
Την τελευταία το 2018;
Όχι.
Α, τώρα τη «Λιγνίτη ή τόπος». Αυτή είναι μία παράσταση που καταθέσαμε, μία πρόταση που καταθέσαμε στο Υπουργείο Πολιτισμού, στο πρόγραμμα που είπα, που λέγεται «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός» που κάνει παραστάσεις σε αρχαιολογικούς χώρους. Είναι η τέταρτη χρονιά που γίνεται. Φέτος έγιναν εβδομήντα παραγωγές. Ξεκίνησε η παράσταση… Η πρόταση ξεκίνησε με αφορμή μια ιδέα της Μαρίας της Βαρδάκα η οποία είναι επίσης Κοζανίτισσα σκηνοθέτης, θεατρολόγος και δραματουργός. Και με πήρε τηλέφωνο στις αρχές του χρόνου, μου λέει «Έχω αυτή την ιδέα. Πώς σου φαίνεται;». Λέω «Πάρα πολύ ωραία ιδέα. Πάμε, προχωράμε. Να τη συζητήσουμε και να την καταθέσουμε». Οπότε η Μαρία σαν σκηνοθέτης, εγώ σαν καλλιτεχνικός υπεύθυνος, διευθυντής της ομάδας «Χ-αίρεται», ενώσαμε τις δυνάμεις μας και καταθέσαμε αυτή την πρόταση. Το Υπουργείο έχει τρεις κατηγορίες χρηματοδότησης. Επιλέγεις αν θα αιτηθείς για δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ, αν αιτηθείς για τριάντα χιλιάδες ευρώ ή αν αιτηθείς για εξήντα χιλιάδες ευρώ. Και ή τα παίρνεις ή δεν τα παίρνεις. Και είπαμε με τη Μαρία επειδή όλα αυτά τα χρόνια ταλαιπωρούμαστε πάρα πολύ με πενιχρές χρηματοδοτήσεις και με πολύ λίγα χρήματα να κάνουμε τη δουλειά μας και πολλές φορές δεν πληρώνεται ο κόπος μας και επειδή ξέραμε ότι έχουμε μια καλή πρόταση, αλλά δεν είμαστε μια ομάδα του κέντρου της Αθήνας, να το πω έτσι. Ακόμα και της Θεσσαλονίκης να ήμασταν, πάλι δεν θα ήμασταν μια ομάδα γνωστή που την παρακολουθούν οι κριτικοί θεάτρου που βρίσκονται στην Αθήνα, που την παρακολουθούν τα στελέχη του Υπουργείου, που, ξέρεις, κινείται συχνά στον χώρο, ρε παιδί μου. Δεν είχαμε την απόλυτη πεποίθηση και την ελπίδα ότι θα χρηματοδοτούμασταν. Οπότε λέμε με τη Μαρία «Πάμε για τα εξήντα. Ή όλα ή τίποτα». Ούτως ώστε να πληρωθούμε αξιοπρεπώς όλοι οι συντελεστές, να κάνουμε μια μεγάλη παραγωγή που θα είναι επί σκηνής τέσσερεις ηθοποιοί, τρεις μουσικοί και συγκεκριμένα οι Burger Projects που είναι ένα σχετικά γνωστό συγκρότημα και γράφουνε πάρα πολύ ωραίες μουσικές για το θέατρο τα τελευταία χρόνια. Και φυσικά όλοι οι συντελεστές. Σκηνογράφοι, ενδυματολόγοι, φωτιστές, η Μαρία σαν σκηνοθέτης, βοηθοί. Είναι μια ολοκληρωμένη επαγγελματική μεγάλη παραγωγή. Προς μεγάλη μας έκπληξη λίγο μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα και μάλιστα δύο μέρες αφού βγήκαν τα αποτελέσματα, μπήκα εγώ στη σελίδα του Υπουργείου να δω αν έχουν βγει τα αποτελέσματα. Και βλέπω ότι τα αποτελέσματα βγήκαν. Μάλιστα λέω, μπαίνω στη σελίδα, βλέπω «Ομάδα “Χ-αίρεται”, εξήντα χιλιάδες ευρώ επιχορήγηση». [00:30:00]Τώρα τα λέω λίγο παιδικά, αλλά για μας ήταν μέχρι στιγμής η πρώτη μας… Έχουμε επιχορηγηθεί και άλλες φορές από το Υπουργείο. Μία φορά για την παράσταση «Να ντύσουμε τους γυμνούς», που έχει πάρει τριάντα χιλιάδες ευρώ, και μία φορά για την παράσταση «Ο φρουρός», που έχει πάρει δώδεκα χιλιάδες ευρώ, και μία φορά για μια παράσταση λαϊκού πολιτισμού που λέγεται «Ήχος είναι και γυρίζει», παιδική, που πήρε δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ. Που δεν είναι αμελητέα ποσά. Αλλά ειλικρινά αν θέλεις να κάνεις μια τρίμηνη προετοιμασία για μια παράσταση και να αμειφτούν αξιοπρεπώς, με τα ένσημά τους, με κανονικές συνθήκες εργασίας όλοι οι συντελεστές, δεν βγαίνει. Μπορεί να φαίνονται πολλά σε κάποιον δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ. Δεν είναι πολλά. Είναι ανάλογο με το πόσοι άνθρωποι εργάζονται και πόσο καιρό εργάζονται και πώς εργάζονται. Εργάζονται σωστά, με σωστές αμοιβές; Ή με κακές συνθήκες εργασίας όπως συμβαίνει γενικά στον χώρο λόγω αναγκών, λόγω συνθηκών, λόγω ανομίας, λόγω μη πλαισίου που δεν υπάρχει από το Υπουργείο, που δεν υπήρχε, γιατί τώρα έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες. Βλέπω, λοιπόν –ξαναγυρίζω στην αφήγησή μας–, ότι παίρνουμε τα εξήντα χιλιάδες ευρώ και παγώνω. Παίρνω τηλέφωνο τη Μαρία, λέω «Μαρία;». Δεν το σήκωνε η Μαρία. Παίρνω μία, παίρνω δύο, παίρνω τρεις, παίρνω τέσσερεις. Τίποτα η Μαρία. Λέω «Μαρία, εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει». Τελικά μετά από μία ώρα με παίρνει πίσω. «Τι έγινε», μου λέει, «και με πήρες τόσες φορές;». Και λέω «Πήραμε την επιχορήγηση, Μαρία. Θα κάνουμε την παράσταση. Θα πάμε στην Κοζάνη». Η παράσταση μιλάει για την ιστορία της περιοχής, για τον λιγνίτη. Και φυσικά αυτό ήταν το κλειδί μας. Δηλαδή ήταν μια πάρα πολύ καλή πρόταση, μία πρόταση ουσίας. Γιατί το θέμα ομπρέλας του Υπουργείου φέτος ήταν η κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον. Όλες οι παραστάσεις, λοιπόν, οι εβδομήντα παραγωγές έχουν θέμα το περιβάλλον. Οπότε εμείς κάναμε αυτή την πολύ σημαντική πρόταση για τον τόπο μας, να μιλήσουμε για όλη αυτή την ιστορία του λιγνίτη από το 1950 περίπου που ξεκίνησαν τα εργοστάσια μέχρι και σήμερα. Για το πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε στην εποχή της βίαιης, όπως λέμε και στην παράσταση και όπως είναι και πραγματικότητα, απολιγνιτοποίησης. Και με μεγάλη μας χαρά αυτή η πρόταση εκτιμήθηκε πάρα πολύ από την Επιτροπή του Υπουργείου. Είναι μια πολιτική παράσταση. Με μία προσπάθεια να ακουστούν όλες οι φωνές της περιοχής. Και οι φωνές που θέλουν τον λιγνίτη για τους δικούς τους λόγους. Γιατί υπάρχουν θέσεις εργασίας από πίσω φυσικά και όλη αυτή η κατάσταση οδηγεί στην ανεργία, στη φτωχοποίηση της περιοχής, στον κρίκο που ακολουθεί όταν μειώνονται θέσεις εργασίας στη ΔΕΗ. Αυτό έχει αποτύπωμα σε όλη την τοπική κοινωνία, στα καταστήματα, στον εμπορικό σύλλογο, στην εκπαίδευση, στις δυνατότητες των οικογενειών, στους ανθρώπους που φεύγουν στο εξωτερικό για να βρουν δουλειά, στους ανθρώπους που φεύγουν γενικά από την πόλη γιατί απογοητεύονται, στο περιβάλλον. Όπου προσπαθήσαμε να ακουστεί η φωνή της άλλης πλευράς που φωνάζει εδώ και πολλά χρόνια για τον λιγνίτη και πόσο κακό έχει κάνει στο περιβάλλον, πόσοι άνθρωποι μαζεύουν την τέφρα από τα μπαλκόνια τους, πώς έχει αλλοιωθεί όλη η περιοχή μας, έχει βιαστεί το χώμα, έχει βιαστεί η γη. Προσπαθήσαμε να ακουστεί η φωνή των νέων, να ακουστεί η φωνή του κόσμου που επαναστατεί γιατί έρχονται και φυτεύουν τώρα φωτοβολταϊκά με τις ΑΠΕ δίπλα στα σπίτια τους. Οπότε ήταν μια πολυσύνθετη πορεία αναζήτησης, τρίμηνης, με έρευνα αρχειακή, με συνεντεύξεις, με υλικό, με βίντεο που ψάξαμε να δούμε από ρεπορτάζ που έχουν γίνει, με επαφές με ανθρώπους του τόπου. Μέχρι να συγγράφει το κείμενο, δηλαδή, πήρε ένα μεγάλο μέρος του χρόνου προετοιμασίας που είχαμε στην έρευνα. Καταλήξαμε μετά στο κείμενο, το κείμενο συνδιαμορφώθηκε από τη ματιά της Μαρίας ως δραματουργού και ως σκηνοθέτη. Οι ηθοποιοί αρχίσαμε μετά κι εμείς να ψάχνουμε, πήραμε κι εμείς κάποιες συνεντεύξεις από ανθρώπους. Εγώ είμαι από δω. Πολλά πράγματα τα ήξερα, αλλά πολλά πράγματα μου αποκαλύφθηκαν. Πόσο μάλλον για τους υπόλοιπους ηθοποιούς που δεν είναι από δω. Ένα από τα πράγματα που μου έκανε τεράστια εντύπωση, που δεν το είχα συνειδητοποιήσει ποτέ, είναι το στοιχείο της βίας στο πριν, στο κατά και στο μετά όλης αυτής της ιστορίας. Από συνεντεύξεις που πήρα από κάποιους ανθρώπους, μου είπανε, μας είπανε γιατί δεν ήμουν μόνο εγώ, μας είπαν ότι υπήρξε βία και όταν ήρθε η ΔΕΗ, ότι κάποιοι δεν τη θέλανε και ότι γίνανε απαλλοτριώσεις. Καλά τις απαλλοτριώσεις με τα χωριά τις ξέραμε. Αλλά λέω τα πρώτα πρώτα χρόνια που ήταν κάτι ξένο και ο κόσμος έβλεπε σιγά σιγά να στήνονται όλα αυτά τα πράγματα στον τόπο τους. Τα μηχανήματα εκσκαφής ερχόντουσαν και αρχίσανε να παίρνουν το χώμα. Ήτανε μια βία στην αρχή. Εμείς γεννηθήκαμε μέσα σε αυτό, οπότε δεν μας κάνει εντύπωση. Εγώ είμαι η γενιά που γεννήθηκε το 1984, υπήρχε ήδη η ΔΕΗ. Οπότε ήταν βίωμά μας, ήταν η καθημερινότητά μας, δεν έζησα τη βία του πριν. Όμως υπήρξε και το συνειδητοποίησα τώρα ότι υπήρξε και πριν μια βία για την εγκατάσταση του τέρατος, του συστήματος αυτού. Του τέρατος με την έννοια του πόσο μεγάλο είναι. Μετά υπήρξε μία βία φυσικά στην υγεία και στο περιβάλλ[00:35:00]ον στο κατά, στην υγεία των ανθρώπων, στα εργατικά ατυχήματα. Οι εργαζόμενοι ναι μεν ήταν καλά αμειβόμενοι, ναι μεν οι άνθρωποι είναι η ζωή τους, το σπίτι τους, η οικογένειά τους. Αλλά εμείς από την έρευνά μας συνειδητοποιήσαμε ότι και σε αυτούς τους ανθρώπους υπάρχει μία βία όλα αυτά τα χρόνια. Είναι σαν τους ιθαγενείς που τους δώσαν τα καθρεφτάκια στην Αμερική και τους πήραν τη γη τους. Δηλαδή σου δίνω κάποια χιλιάρικα, σε εξαγοράζω στην ουσία. Εντάξει, με τη θέλησή τους πηγαίνουνε, αλλά μην έχοντας και άλλη επιλογή. Δηλαδή δεν υπήρχαν άλλες θέσεις εργασίας, αυτές, έτσι έζησε η περιοχή. Αλλά αν κάτσεις και το σκεφτείς, όλο αυτό το πράγμα έχει μια βία. Γιατί εξαγοράσαμε την υγεία μας για λίγα χρήματα, για μια πλαστή ευημερία, όπως λέμε και στην παράσταση, λίγων χρόνων η οποία αποδείχθηκε τώρα πόσο εφήμερη και πλαστή ήτανε. Και ακολουθεί η βία του μετά που όλο αυτό γίνεται τόσο απότομα και τόσο εις βάρος των ανθρώπων που χάσαν τις θέσεις εργασίας τους, που εκδιώχθηκαν από τις δουλειές τους, που μείνανε με ελάχιστα εισοδήματα. Βία του τόπου που δεν αποκαταστάθηκε η περιοχή από τη ΔΕΗ όπως θα έπρεπε. Υπήρχαν συμφωνίες ότι η ΔΕΗ θα αποκαθιστούσε τα εδάφη. Βία και με τις ΑΠΕ που μας φέρνουν τις ΑΠΕ χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της περιοχής. Πάνε και βάζουνε τα φωτοβολταϊκά δίπλα στους ανθρώπους. Και αυτό που λέμε και στην παράσταση, είναι ότι δεν υπάρχει… Λέμε αν υπάρχει ένα σχέδιο και αυτό που ρωτάμε. Προφανώς υπάρχει ένα σχέδιο, αλλά για ποιους είναι αυτό το σχέδιο; Για τους λίγους; Για κάποιους καρχαρίες; Για κάποια συμφέροντα; Υπάρχει ένα δίκαιο σχέδιο, αυτή είναι η ερώτηση της παράστασης. Και θέλουμε να ακουστούνε όλες οι φωνές γιατί όλες από τη δική τους την πλευρά έχουν δίκιο. Ψάχνουμε να βρούμε τι θα γίνει και πώς αυτός ο τόπος που έδωσε ρεύμα σε όλη τη χώρα, ποιο είναι το αντάλλαγμα που παίρνει για όλη αυτή τη θυσία; Γιατί θυσιάστηκε μια περιοχή, ρε γαμώτο. Και ποιο αντάλλαγμα παίρνει αυτή η περιοχή τώρα; Την απαξίωση, το διώξιμο των νέων, την εγκατάσταση όλων των φωτοβολταϊκών και των ανεμογεννητριών χωρίς σχέδιο και χωρίς… Λένε «Τα βάζουμε εδώ πέρα γιατί είναι το δίκτυο εδώ». Γιατί πρέπει η περιοχή που τόσα χρόνια αλλοιώθηκε από τη ΔΕΗ να αλλοιωθεί τώρα και από τις ΑΠΕ και με τη δικαιολογία ότι είναι εδώ το δίκτυο. Δεν μας ενδιαφέρει. Φτιάξτε αλλού το δίκτυο. Και να φτιαχτούν φωτοβολταϊκά, να φτιαχτούν ανεμογεννήτριες με ένα σχέδιο δίκαιο για όλη τη χώρα. Όχι να επιβαρυνθεί πάλι η δική μας περιοχή τις ενεργειακές ανάγκες όλης της χώρας για άλλη μια φορά. Αυτό είναι που καταγγέλλει η παράσταση και αυτή τη φωνή υψώνει. Και για αυτό έχει τέτοια μεγάλη απήχηση. Είχε. Φάνηκε από χθες από την πρεμιέρα μας ότι είχε τέτοια μεγάλη απήχηση.
Γιατί όλοι οι άνθρωποι βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτή την παράσταση. Είναι ένα είδος θεάτρου, κοινωνικοπολιτικό θέατρο, ένα θέατρο που μας αφορά, ένα θέατρο που γίνεται για τον άνθρωπο. Δεν είναι απλώς το θέατρο ένα μέσο για να περάσουμε καλά και να πούμε… Εντάξει, είναι και αυτό, χρειάζεται και αυτό. Αλλά για μένα το θέατρο αποκτά πραγματική αξία και ο ρόλος του ηθοποιού, του σκηνοθέτη, του καλλιτέχνη αποκτά αξία όταν πλέκεται με τους ανθρώπους, με τις ανάγκες τους και με ένα όραμα για μια κοινωνία πιο δίκαιη και αλληλέγγυα. Και μια κοινωνία που θα αγκαλιάζει τον άνθρωπο και μέσα από την τέχνη θα μπορεί να του δώσει μια φωνή ή να του δώσει ένα χρώμα για να αποφορτιστεί από όσα ζει. Επί της ουσίας όμως πάλι, όχι απλά για να περάσει την ώρα του, να διασκεδάσει. Αν δεν ψυχαγωγηθείς, αν δεν σκεφτείς, αν δεν προβληματιστείς, αν δεν ζήσεις, γιατί το θέατρο πρέπει να είναι μια εμπειρία, δεν έχει νόημα να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Βάζουμε την τηλεόραση και μια χαρά.
Μπορεί να επιτευχθεί αυτό πιστεύεις;
Το θέατρο δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Το θέατρο μπορεί να αποτελέσει αφορμή για να συσπειρώσει ανθρώπους, για να προβληματίσει ανθρώπους, για να κάνει τους ανθρώπους να έχουν κάτι να σκεφτούν μετά. Όμως δυστυχώς στη χώρα που έχει γεννήσει το θέατρο, το θέατρο είναι πολύ απαξιωμένο και έχει πολύ χαμηλή ισχύ. Αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα… Προβληματίζομαι πολύ να απαντήσω στην ερώτησή σου για αυτό με βλέπεις έτσι διστακτικό. Είναι σε σχέση η απάντηση. Αν το θέατρο είχε άλλη δυναμική, αν το θέατρο αντιμετωπιζόταν από την πολιτεία και από τους πολίτες ως μία ζωτική ανάγκη όπως είναι το φαγητό, όπως είναι το νερό, ως μία βιολογική ανάγκη του ανθρώπου. Γιατί έτσι είναι για μένα το θέατρο. Για αυτό και στην [00:40:00]αρχαιότητα δεν είναι τυχαίο ότι τα αρχαία θέατρα υπήρχαν μαζί με τα Ασκληπιεία. Γιατί έχει μια θεραπευτική δυνατότητα το θέατρο. Και για αυτό και πλέον και στο εξωτερικό, η τέχνη γενικότερα, όχι μόνο το θέατρο, η τέχνη χορηγείται. Δηλαδή από ψυχολόγους σε ασθενείς και από ιατρικά και παραϊατρικά επαγγέλματα χορηγείται, συστήνεται στους ασθενείς να ασχολούνται με την τέχνη γιατί λειτουργεί θεραπευτικά. Οπότε αν είχε μια άλλη ισχύ και είχε γίνει αντιληπτό στη χώρα μας, ξαναλέω, και στην πολιτεία και στους πολίτες και στους θεσμούς, η δυναμική που μπορεί να έχει το θέατρο και πόσο μπορεί να βοηθήσει στην εξέλιξη ενός τόπου και των ανθρώπων του και στην παιδεία του και στην πνευματική του άνθιση, θα μπορούσε να αλλάξει κάτι. Έτσι όπως είναι σήμερα, όχι. Μπορεί να αποτελέσει όμως αφορμή, μπορεί να αποτελέσει μια μικρή εστία. Και για αυτό προσπαθούμε. Και για αυτό εγώ είμαι ένας από τους ανθρώπους που γύρισε στην περιφέρεια με σκαμπανεβάσματα. Δηλαδή το ’15, όπως σας είπα, ήταν η παράσταση στην Αθήνα, γύρισα για μια διετία στην Αθήνα. Τώρα, τα τελευταία χρόνια δυστυχώς με την κατάσταση όπως είναι θεατρικά στην πόλη και με τον cοvid που ήταν πολύ δύσκολα, αναγκάστηκα να φύγω για ένα διάστημα. Όμως εγώ είμαι ένα παιδί που έχω μεγαλώσει εδώ πέρα, είμαι ένας άνθρωπος που έχω μεγαλώσει εδώ, που αγαπώ πάρα πολύ την πόλη μου και την περιοχή μου. Εδώ η πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια. Πέρα το ότι γεννήθηκα εδώ, εδώ είναι τα βιώματά μου. Αυτό δεν αλλάζει. Θα ήθελα πολύ να μπορώ να κάνω περισσότερα πράγματα εδώ πέρα, να μπορώ να μεταδώσω αυτό το όραμα και την αγάπη μου για το κοινωνικό θέατρο. Έκανα και ένα μεταπτυχιακό πρόπερσι στο Ναύπλιο, στην Καλών Τεχνών, στο Θέατρο και Κοινωνία. Που είναι αυτό ακριβώς. Ποιος είναι ο κοινωνικός ρόλος του θεάτρου και πώς μπορεί να επιδράσει σε μία κοινωνία. Και θα ήθελα πάρα πολύ να δίνει η πολιτεία τη δυνατότητα σε καλλιτέχνες να επιστρέφουν στον τόπο τους. Αλλά αυτό απαιτεί ένα σχέδιο. Αυτό που λέμε και στην παράσταση, υπάρχει ένα σχέδιο; Θέλουμε ένα κεντρικό σχέδιο να δώσει ώθηση στους ανθρώπους να μην είναι μόνο στην Αθήνα. Η περιφέρεια χρειάζεται ανθρώπους να μπορούν να δημιουργήσουν πολιτιστικά, επαγγελματικά πολιτιστικά. Άντε, εγώ είμαι τρελός και είπα το ’11 «Φεύγω». Και πληρώνω ένα κόστος από αυτό γιατί δεν έχω μόνιμη δουλειά προς το παρόν, δεν είναι τα πράγματα στρωμένα. Δεν είμαι γόνος, δηλαδή δεν έχω λύσει τα βιοποριστικά προβλήματα. Είναι μία απλά τρέλα και μία αγάπη για την Αθήνα, ας πούμε, ο συνδυασμός που δεν μπορώ να ζήσω στη ζούγκλα της Αθήνας που με κάνει να δημιουργώ στην περιφέρεια. Οι υπόλοιποι; Οι υπόλοιποι που, οκ, συμβιβάζονται ή τους αρέσει στην Αθήνα η ζωή. Αν είχαν ένα κίνητρο γιατί υπάρχουν και πολλά παιδιά από την Κοζάνη, επαγγελματίες που έχουμε πλούτο καλλιτεχνικό, επαγγελματικό δυναμικό που θα μπορούσε να τους συσπειρώσουμε και που δεν δουλεύουν πάντα στην Αθήνα στο θέατρο, κάνουν άλλες δουλειές. Δουλεύουνε μπαρ, δουλεύουνε φύλαξη παιδιών, baby sitting,δουλεύουνε χίλιες δυο άλλες δουλειές. Και αυτά τα παιδιά είναι μορφωμένα, καλλιεργημένα, το έχουν σπουδάσει, είναι επιστήμη το θέατρο. Γιατί δεν δίνεται η δυνατότητα σε αυτούς τους ανθρώπους να δουλέψουν στην περιφέρεια; Πότε θα γίνει αυτό; Ποιοι θα το αλλάξουν; Πότε θα ακουστεί αυτή η φωνή, ότι η περιφέρεια έχει… Και, γαμώτο, το αποδεικνύει η περιφέρεια αυτό. Όποτε κάνουμε καλές δουλειές, ο κόσμος έρχεται. Γιατί υπάρχει μια δικαιολογία που λέει «Α, ο κόσμος δεν πάει στα πιο κουλτουριάρικα. Θέλει τα πιο ελαφριά». Αλήθεια; Το αντίθετο έχω να σας πω εγώ. Έχω να σας συγκρίνω παραστάσεις ελαφρού περιεχομένου, παραστάσεις λαϊκίστικες μάλλον. Γιατί το καλό θέατρο είναι λαϊκό θέατρο, είναι βαθιά λαϊκό θέατρο αλλά όχι λαϊκίστικο. Έχω να σας πω λαϊκίστικες παραστάσεις που κόσμος τις απαξίωσε και τις απαξιώνει. Και το βλέπουμε. Και βλέπουμε παραστάσεις, όπως αυτή που κάναμε εμείς, που ο κόσμος τρέχει και διψάει. Το 2015 είχαμε κάνει την Αντιγόνη, τραγωδία, σε κλειστό χώρο. Παίξαμε στο εργοστάσιο Κικής, σε έναν εναλλακτικό χώρο, στον βιομηχανικό χώρο. Παίξαμε στο τριήμερο της Πρωτομαγιάς. 1, 2, 3 Μαΐου που ο κόσμος έλειπε τριήμερο, ήταν Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Μας λέγανε «Είστε τρελοί; Πού θα πάτε να παίξετε στον Κική που δεν το ξέρει κανείς; Δεν έχει γίνει ποτέ παράστασή εκεί. Ποιος θα έρθει;». Και επειδή είχε ήδη γίνει καθώς είχαμε κάνει κάτι παραστάσεις σε σχολεία και είχαμε κάνει και ανοιχτές γενικές πρόβες στην Αίθουσα Τέχνης, πάνω στη σκηνή που ο κόσμος είχε έρθει σε κύκλο και κάθονταν κυκλικά πάνω στη σκηνή. Ήταν μια παράσταση ιδιαίτερη με κυκλική σκηνοθεσία και είχαν δει και είχε γίνει το στόμα με στόμα. Ετοιμαζόμουνα γιατί έπαιζα στην παράσταση, μου λένε «Στέλιο, έλα λίγο στο ταμείο». Και πάω στο ταμείο και μου λέει «Τι θα κάνουμε; Πού θα βάλουμε τον κόσμο;». Και λέω «Γιατί, ρε παιδιά; Πόσος κόσμος ήρθε;». Και βγαίνω έξω και βλέπω στον Κασλά τα αυτοκίνητα στους αγρούς παρκαρισμένα ουρές. Και λέω «Δεν το πιστεύω αυτό που είχε γίνει. Δεν το πιστεύω». Δεν θέλω να περιαυτολογήσω. Αλλά θέλω να πω ότι όταν γίνεται κάτι καλό, ο κόσμος πάει, το τιμάει. Είναι προσβολή για τον κόσμο να λέμε ότι «Ε, μωρέ τώρα κουλτούρα. Δεν θα πάει ο κόσμος». Είναι προσβολή για τον τόπο μας. Αυτοί που τα λένε αυτά, γιατί τα λένε, τα ακούω[00:45:00], τα ξέρουμε. Είναι προσβολή. Ο πολιτισμός έχει ανάγκη στήριξης σε επαγγελματικό επίπεδο. Να έρθουν οι άνθρωποι εδώ πέρα και να δημιουργήσουν. Και χρειάζεται πρωτοβουλίες και θεσμικές από το Υπουργείο και από ιδρύματα που έχουν τη δυνατότητα να προσπαθήσουν. Και το λέω γιατί αυτή η συνέντευξη γίνεται για το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος που επιδοτεί το Istorima. Να προσπαθήσουν να ενισχύσουν τον πολιτισμό στην περιφέρεια. Είναι πάρα πολύ σημαντικό. Διψάει ο κόσμος. Και όχι μόνο το καλοκαίρι που είμαστε τώρα και γίνονται πράγματα έτσι κι αλλιώς και υπάρχουν περιοδείες. Τον χειμώνα, τον χειμώνα ο κόσμος είναι κλεισμένος στα σπίτια του, δεν έχει εναλλακτικές. Δεν είναι όπως στην Αθήνα, που θα πάει σινεμά, έχει πολλά θέατρα, έχει κινηματογράφους. Έχει ελάχιστες επιλογές. Και οφείλουμε να δημιουργήσουμε και να δώσουμε στον κόσμο επιλογές, να του δώσουμε ταξίδια, θεατρικά και ταξίδια στην τέχνη.
Στέλιο, ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Κι εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ. Ήταν μία αφήγηση και πράγματα που φάνηκε ότι έχω ανάγκη να τα πω. Γιατί με πονάνε πολλά πράγματα και παλεύω συνήθως με πενιχρά μέσα. Τώρα αυτή ήταν η πρώτη φορά, όπως είπα και πριν, που πήραμε μία πιο γενναία επιχορήγηση για να μπορέσουμε, να γίνει όπως πρέπει. Είμαστε μία μη κερδοσκοπική εταιρεία, δεν αποσκοπούμε στο κέρδος. Απλώς οι άνθρωποι όλοι πληρώθηκαν αξιοπρεπώς από αυτή τη δουλειά, όπως πρέπει. Και με πονάει τόσα χρόνια που από το ’11 που δημιουργήθηκε η ομάδα φτάσαμε στο 2023 για να συμβεί αυτό. Αλλά αργά και σταθερά βήματα, κάθε πράγμα στην ώρα του. Ίσως να είχα κι άλλα πράγματα να πω, αλλά δεν χρειάζεται να κουράσω ούτε να μακρηγορήσω. Νομίζω ότι ουσία υπήρξε. Πήγα λίγο μπρος πίσω στην αφήγηση, αλλά έτσι είναι. Και στις παραστάσεις πολλές φορές δεν ακολουθούμε χρονολογική σειρά στα γεγονότα. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τη δυνατότητα αυτή να μιλήσω για αυτά τα πράγματα που με ενδιαφέρουνε, με πονάνε και με ιντριγκάρουν κιόλας. Γιατί δεν είμαι ένας άνθρωπος που μου αρέσει να επαναπαύομαι. Είμαστε φτιαγμένοι για τα δύσκολα. Ας κλείσουμε έτσι. Και οι προκλήσεις είναι μπροστά μας και πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Περίληψη
Ο Στέλιος Χλιαράς, απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου και της Κοινωνικής Θεολογίας, αφηγείται ιστορίες για τη μεγάλη του αγάπη, το θέατρο. Μας μιλά για τις σπουδές του, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και για το πώς έφτασε στο τώρα με τις καινοτόμες δράσεις του. Αναφέρεται στη θεατρική ομάδα την οποία δημιούργησε μαζί με άλλους ηθοποιούς, στις θεατρικές τους παραστάσεις και στις περιοδείες τους. Τέλος, η φιλοδοξία του είναι ένα θέατρο για όλους.
Αφηγητές/τριες
Στέλιος Χλιαράς
Ερευνητές/τριες
Στυλιανός Μήλιος
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/07/2023
Διάρκεια
47'
Περίληψη
Ο Στέλιος Χλιαράς, απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου και της Κοινωνικής Θεολογίας, αφηγείται ιστορίες για τη μεγάλη του αγάπη, το θέατρο. Μας μιλά για τις σπουδές του, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και για το πώς έφτασε στο τώρα με τις καινοτόμες δράσεις του. Αναφέρεται στη θεατρική ομάδα την οποία δημιούργησε μαζί με άλλους ηθοποιούς, στις θεατρικές τους παραστάσεις και στις περιοδείες τους. Τέλος, η φιλοδοξία του είναι ένα θέατρο για όλους.
Αφηγητές/τριες
Στέλιος Χλιαράς
Ερευνητές/τριες
Στυλιανός Μήλιος
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/07/2023
Διάρκεια
47'