Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Κατοχή και Εμφύλιος στη Νάουσα: Μνήμες και βιώματα μιας αντάρτισσας
Ενότητα 1
Βιογραφικά στοιχεία και μνήμες από τον Εμφύλιο
00:00:00 - 00:15:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα. Καλημέρα. Είμαι η Βασιλική Κίτσου, του γένους Ντόδα. Είμαι γεννημένη το 1932, 29 Μαΐου και είμαι το όγδοο παιδί της οικογενε…… Που κουβαλούσαν και τι να σε πω; Πάρα πολύ δύσκολα. Μετά τελείωσε, φύγαμε εμείς. Πήγαμε στον σκοπό και στην παπαδιά κι από εκεί γυρίσαμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Επιθέσεις ανταρτών. Βαναυσότητες και ποδαρόδρομος. Παραίτηση από το αντάρτικο.
00:15:16 - 00:29:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ύστερα από χρόνια έγινε, τώρα θα πάω αλλού, έγινε μια εκδρομή και πήγαμε από το Αμύνταιο από πάνω σε ένα εκκλησάκι, Αναργύρους, Άγιοι Ανάργ…κλαιγε: «Δεν τη δίνω, όχι, όχι» και με άφησε η μάνα μου. Με άφησαν, με πήρε η μάνα μου, ήρθαμε στη Νάουσα. Με τα χαρτιά ότι είμαι ελεύθερη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Γνωριμία και γάμος. Η απώλεια του γιου. Το χτίσιμο του σπιτιού και η επέκταση
00:29:14 - 00:45:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μέχρι που ήμουν κορίτσι, πέρασα πάρα πολλά. Αλλά ύστερα ο Θεός με έδωσε έναν άντρα καλό, εργατικό, με αγαπούσε, με λάτρευε κι εγώ τον αγαπο…ιατί είναι μεγάλο το σπίτι. Είχαμε μεγάλο οικόπεδο, διακόσια μέτρα οικόπεδο. Τετραγωνικό οικόπεδο, όσο πρόσοψη και βάθος, πολύ ωραίο. Αλλά…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Συμβίωση με τρεις Γερμανούς, η κατοχική Νάουσα και η ζωή με τους αντάρτες
00:45:16 - 01:07:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κυρία Βασιλική, την ημέρα που ήρθαν οι Γερμανοί στη Νάουσα, εσείς τη θυμάστε; Εκείνη την ημέραq Nαι, τη θυμάμαι. Πο;y ήσασταν; Εδώ. Κ…, όλη νύχτα φώναζα. Όλη νύχτα φώναζα. Από εκεί με αρχίνησαν τα πόδια να με πονάνε και τώρα είμαι με το πι. Δόξα τω Θεώ, που είμαι με το πι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Προβλήματα υγείας και νοσοκομείο
01:07:20 - 01:13:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Χριστίνα, κορίτσι μου, άμα θέλει ο Θεός, εκεί έπεσε ο όλμος, δεν έσκασε, γλύτωσα. Εδώ στο νοσοκομείο τώρα που με πήγαν για το Πάσχα, όλες τ…έφτιαχναν, δεν ξέρω τόση ώρα, αλλά με συνέφεραν. Την λένε τη θυγατέρα μου: «Πνευμονικό οίδημα». Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00] Καλημέρα.
Καλημέρα. Είμαι η Βασιλική Κίτσου, του γένους Ντόδα. Είμαι γεννημένη το 1932, 29 Μαΐου και είμαι το όγδοο παιδί της οικογενείας Ντόδα. Η μάνα μου με γέννησε στα σαράντα οκτώ τα χρόνια, για να βρεθεί άνθρωπος να την κοιτάξει, όταν ήταν τα γεράματα, γιατί τα έχασε όλα τα παιδιά της κι έμεινα μόνο εγώ. Τα τέσσερα είχαν χαθεί πριν γεννηθώ εγώ, αλλά τα τρία χάθηκαν μεγάλα. Ο αδερφός μου, όταν γεννήθηκα, ήταν στρατιώτης και με τρεις μήνες απολύθηκε από τον στρατό, ήταν μεγάλος. Και ο άλλος ήταν πιο μικρός έξι χρόνια από τον μεγάλο. Και το ’44 με την Κατοχή σκοτώθηκαν τα αδέρφια μου. Αλλά πριν, όταν ήρθαν οι Γερμανοί, ζούσαν. Και ήμασταν μια οικογένεια, ήταν εργατικοί όλοι και ο μπαμπάς μου και στην πείνα δεν πεινάσαμε. Δεν είχαμε τα πολλά, αλλά δεν μας έλειψε το ψωμί και τα φασόλια, γιατί τότε και φασόλια να είχες να φας ήταν καλό. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος της Αλβανίας, τα αδέρφια μου πήγαν και τα δυο στρατιώτες. Μετά σφύριζαν οι σειρήνες, εγώ ήμουνα μικρή, οχτώ χρονών τότε. Και πηγαίναμε, δεν είχαμε καταφύγιο και πηγαίναμε εδώ κάτω από τα κτήματα, γιατί το σπίτι μας είναι στην άκρη, ήταν στην άκρη, τώρα έγιναν πολλά σπίτια, μέχρι κάτω είναι, αλλά τότε ήταν στην άκρη. Και πηγαίναμε, στα κτήματα κρυβόμασταν. Μετά, η αδερφή μου δούλευε στο εργοστάσιο, γιατί ήταν εννιά χρόνια πιο μεγάλη από εμένα, όταν ήμουν εγώ οχτώ, αυτή ήταν μεγάλη. Δούλευε στο εργοστάσιο και ο Λαναράς τούς έδωνε μαλλί, να πλέξουμε φανέλα του στρατιώτη. Κι εγώ είχα μάθει να πλέκω από έξι χρονών κι εγώ έπλεκα τη φανέλα του στρατιώτη. Όλο το μαλλί, κάθε μέρα έπλεκα ένα φύλλο. Κασκόλ, γάντια, φανέλες, όλα που ήταν ο στρατός στον πόλεμο. Μετά ο αδερφός μου τραυματίστηκε στον στρατό στην Κορυτσά και τον έφεραν στη Νάουσα. Το νοσοκομείο της Ναούσης έγιναν εγκαίνια το ’38, γιατί δούλευαν τα αδέρφια μου στο εργοστάσιο κι ήξερα εγώ ότι κάθε βδομάδα έπρεπε να πάνε μια μέρα να δουλέψουν στο νοσοκομείο. Τους έστελναν από το εργοστάσιο, γιατί ο Λαναράς έκανε το νοσοκομείο της Ναούσης. Και όταν έγιναν τα εγκαίνια, το θυμάμαι πολύ καλά. Ήμουνα μικρή, αλλά με έπαιρναν κοντά σαν να ήμουνα χαϊδεμένη ήμουν, με είχαν αυτοί, ήταν μεγάλοι, εγώ σκέψου τώρα και με έφεραν πολύ κοντά. Και ο δρόμος που έγινε στον Λόγγο Τουρπάλη από κάτω για να έρχονται από τα κτήματα, δούλευαν, όλοι οι Ναουσαίοι δούλευαν προσωπική εργασία για να ανοίξει ο δρόμος. Και τους πήγαινα εγώ φαγητό στον Λόγγο. Αυτά, ήμουν μικρή. Όταν σφύριζε η σειρήνα, έτυχε μέρα που πήγαμε στο καταφύγιο και έξι φορές. Πάρα πολύ περάσαμε. Αλλά μετά έφυγαν. Πριν να φύγουν οι Γερμανοί, εγώ πήγαινα στο κτήμα, κάθε μέρα με έπαιρνε ο μπαμπάς μου. Και είχαμε κτήμα στα Ισβόρια, αμπέλι, πήγαινα, τον βοηθούσα στο αμπέλι, από πέντε χρονών με έπαιρνε κοντά. Και οι Γερμανοί έναν μήνα πριν να φύγουν οι Γερμανοί, μας είχαν κλείσει την κυκλοφορία. Μια ώρα την ημέρα να κυκλοφορούμε, από τις δώδεκα μέχρι τη μία. Και πριν τις δώδεκα, κάτω από τον Λόγγο ήμασταν στρατός όλοι οι Ναουσαίοι με τα ζώα φορτωμένα και να φέρνουν από τα κτήματα ντομάτες, πιπεριές, τέτοια, για να μαγειρέψουν οι μάνες μας στο σπίτι και να είναι έτοιμο. Εμείς ερχόμασταν, φέρναμε για τα ζώα, γιατί είχαμε κατσίκες, άμα δεν είχαμε κατσίκες και γουρούνια δεν μπορούσαμε να ζήσουμε. Πώς, με τι θα ζούσαμε; Οι κατσίκες αρμέγαμε και γάλα πίναμε και φτιάναμε και λίγο τυρί να τρώμε. Οι Γερμανοί όλα τα είχαν πάρει. Μετά, τελευταίο μήνα, είχαν βάλει τελευταία μέρα δυο μέρες, έβαλαν φωτιά το 2ο το σχολείο της Ναούσης οι Γερμανοί, γιατί εκεί κάθονταν οι Γερμανοί, όταν είχαν επιτάξει το σχολείο, 1ο και δεύτερο, σχολεία. Εγώ ήμουν στο 2ο στο σχολείο πήγαινα. Και έβαλαν φωτιά και λέγαμε: «Τι γίνεται;», από το κτήμα, εκεί κοιμόμασταν. «Τι γίνεται στην Νάουσα; Την έκαψαν, τη Νάουσα την καίνε, καίγεται», λέω, τέτοιος ο καπνός, μέχρι απάνω έφτανε. Το σχολείο ήταν μεγάλο και δυο σχολεία μαζί, διώροφο ήταν. Μετά ήταν 28 Σεπτεμβρίου το ’44, έφυγαν οι Γερμανοί από τη Νάουσα. Και μόλις είπανε: «Έφυγαν οι Γερμανοί από τη Νάουσα», πού βγήκανε τόσοι αντάρτες με τα όπλα, κρυμμένοι στις φυλές του, στη Μίεζα τώρα, στ’ Αριστοτέλη τη σχολή. Εκεί ήταν κρυμμένοι όλοι. Και βγήκαν κι εμείς βγήκαμε, ο κόσμος. Αλλά εγώ είχα χάσει τα αδέρφια μου και ο μπαμπάς μου ο συγχωρεμένος: «Ελάτε μέσα», λέει, «για εμάς το ίδιο είναι ή έφυγαν οι Γερμανοί ή, για εμάς το ίδιο είναι, χάθηκε η οικογένεια». Και μετά αρχίνισαν, ήταν οι αντάρτες, ήρθαν, περίλαβαν τη Νάουσα στα δικαστήρια, στα τέτοια όλο ήταν, παντού, σε όλη την Ελλάδα. Αλλά μετά τι έγινε, δεν ξέρω. Και έγινε ο Εμφύλιος ο πόλεμος. Το ’46 αρχίνισαν ύστερα να φεύγουν οι αντάρτες, ο κόσμος, σε μια μέρα έφυγαν τριακόσια πενήντα παιδιά που ήταν στην ΕΠΟΝ γραμμένα. Γιατί είχανε η ΕΠΟΝ και τα «Αετόπουλα» τα μικρά. Εμείς ήμασταν στα «Αετόπουλα», γιατί ήμουν μικρή δεκατρία χρονών, ενώ οι πιο μεγάλοι δεκαέξι που ήταν, ήταν στην ΕΠΟΝ. Και τους ξεσήκωσαν και έφυγαν τα παιδιά σε μια μέρα τριακόσιοι πενήντα Ναουσαίοι, παιδιά, νεολαία, που έγινε ύστερα η εκκαθάριση του Βερμίου το ’46 και σκοτώθηκαν και τα έφεραν τα κεφάλια από κορίτσια. Δεν θυμάμαι τα επίθετά τους. Κορίτσια όμορφα τα έφερναν στη Νάουσα στην πλατεία να τα βλέπουν τα κεφάλια ο κόσμος. Τότε η πλατεία δεν ήταν εδώ που έχουμε την πλατεία αυτήν. Ήτανε η πλατεία εδώ, πού είναι η Τράπεζα η Εμπορική; Εκεί ήταν η πλατεία. Εκεί ήταν ένα αρτοποιείο και εκεί μπροστά από το αρτοποιείο μπροστά τα έβαζαν. Ήρθαν, πέρασαν, το ’45 πέθανε ο μπαμπάς μου, μετά από τα αδέρφια μου από τη στεναχώρια. Και 15 Απριλίου πέθανε ο μπαμπάς μου το ’45. Και έμεινα εγώ δεκατρία χρονών να κοιτάζω τα χτήματα όλα. Με είχε μάθει ο μπαμπάς μου, όμως, να κάνω από όλες τις δουλειές, ακόμα και να μπολιάζω. Τόσο, επειδή με είχε από πέντε χρονών κοντά του και τα ήξερε όλα. [00:10:00]Όλα τα κορίτσια έπαιζαν, εγώ πήγαινα να σκάβω, να κοιτάξουμε οικογένεια. Η αδερφή μου είχε αρρωστήσει το ’43, δεν το είπα αυτό. Και το ’43 την πήγε η μάνα μου στη Θεσσαλονίκη, στον γιατρό. Κι έμεινα εγώ τέσσερις μήνες, έντεκα χρονών και τρεις άντρες, ο μπαμπάς μου και τα δυο τα αδέρφια μου, να πλένω, να τους καθαρίζω, να μαγειρεύω έντεκα χρονών. Έμεινα εγώ, μετά από το ’45 που πέθανε και ο μπαμπάς μου, να κοιτάζω, η μάνα μου ήταν μεγάλη, εξήντα χρονών ήταν η μάνα μου και είχε και το στομάχι, την πονούσε νύχτα - μέρα από τη στεναχώρια της κι εγώ μόνο γερή να τρέχω με το γαϊδούρι, με συγχωρείς, που το είχαμε στο σπίτι, να κοιτάξω σπίτι. Πέρασα πολλά. Μετά, το ’48, είπαμε τώρα από 'δώ εκεί πετάγομαι. Το ’48, τα Χριστούγεννα ήρθαν οι αντάρτες και χτύπησαν τη δικιά μας την πλευρά εδώ και του Άγιου Θεολόγου την πλευρά, εκεί απάνω. Και πήραν και από 'δώ και από εκεί ογδόντα άτομα, κορίτσια, με πήραν κι εμένα στα ανταρτικά και τη θεία σου τη Στεργιανή. Αυτή όμως έφυγε. Από τη γειτονιά μας όλα τα κορίτσια τα πήραν. Μετά κάθισα, μας πήγαν στο Καϊμακτσαλάν, στο Πόζαρ τα μπάνια εκεί. Μας γύμνασαν πάνω από τα μπάνια το Πόζαρ, μας πήγαν στα έμπεδα, σαράντα μέρες μας γύμνασαν και σε σαράντα μέρες, 10 Φεβρουαρίου, πήγαμε, έγινε η μάχη της Φλωρίνης και μας πήγαν από το Καϊμακτσαλάν στη Φλώρινα με τα πόδια. Είκοσι ώρες περπατούσαμε, είκοσι πέντε. Εκείνη την ανηφόρα… Κοιμόμασταν πάνω στα χιόνια, στις βροχές, πηγαίναμε μέσα στα νερά, στο Πόζαρ που είναι τα νερά εκεί, το ποτάμι που βγαίνει. Τα λουτρά τα περνούσαμε τον χειμώνα που ήταν πιο βαθιά, γιατί στα ρηχά φύλαγε ο στρατός, είχε φυλάκια. Εμείς, πού ήταν πιο βαθιά; Από εκεί να πάμε να περάσουμε αγκαζέ ο ένας με τον άλλον και να πάμε λοξά στην άλλη την μεριά. Αλλά μέχρι τη μέση το νερό. Και να βγεις έξω να στεγνώσουν τα ρούχα πάνω σου. Κι εκείνα τα αρβύλια που μας είχαν δώσει, «πλατς, πλουτς», μέσα όλο νερό. Και με ένα χιτώνιο. Ούτε αδιάβροχο ούτε, βρέχει - χιονίζει με αυτό το χιτώνιο να στεγνώνει πάνω σου, πώς ζήσαμε, δεν ξέρω. Και πώς, δεν ξέρω τέτοιο, αλλά τα πόδια μου με πονάνε, από εκεί έγιναν τα πόδια μου. Πήγαμε στη Φλώρινα, εμείς μας έβαλαν στο 1100 ύψωμα σε ένα φυλάκιο να χτυπήσουμε και οι άλλοι πήγαν στη Φλώρινα. Τρεις μέρες ήμασταν εκεί, από 'δώ εκεί πηγαίναμε να κάνουμε πολυβολεία, πολυβολεία με πέτρες μπροστά μας, για να μπούμε από πίσω, να μη μας χτυπήσει καμιά σφαίρα, άμα φυλάγαμε τον δρόμο να μην έρθει ο στρατός και θα πάει για τη Φλώρινα ενίσχυση και εμείς, οι αντάρτες κουβαλούσαν... Έγινε μεγάλο μακελειό, σκοτώθηκαν πάρα πολλοί αντάρτες. Και τραυματίες. Κουβαλούσαν γυναίκες από τα χωριά της, από εκεί, της Φλωρίνης. Γέμιζε ο τόπος από… Που κουβαλούσαν και τι να σε πω; Πάρα πολύ δύσκολα. Μετά τελείωσε, φύγαμε εμείς. Πήγαμε στον σκοπό και στην παπαδιά κι από εκεί γυρίσαμε.
Ενότητα 2
Επιθέσεις ανταρτών. Βαναυσότητες και ποδαρόδρομος. Παραίτηση από το αντάρτικο.
00:15:16 - 00:29:14
Ύστερα από χρόνια έγινε, τώρα θα πάω αλλού, έγινε μια εκδρομή και πήγαμε από το Αμύνταιο από πάνω σε ένα εκκλησάκι, Αναργύρους, Άγιοι Ανάργυροι. Και τον ρώτησα, μας μίλησε ο ηγούμενος και μας λέει: «Εδώ είμαστε εμείς» λέει «1050 ύψωμα», ψηλά. Κι εγώ τον απαντώ: «Πάτερ, το 1100 πού είναι;». «Ακριβώς από πάνω μας», λέει, με λέει. Και τότε έμαθα πού κοντά ήμασταν τότε που ήμουν μικρή, γιατί ήμουν δεκαέξι χρονών, όταν με πήραν οι αντάρτες. Μικρή. Μετά γυρίσαμε, όταν έγινε η μάχη του Αμυνταίου, 16 Απριλίου, πάλι πήγαμε. Εμείς πήγαμε στη Βεύη και ο στρατός, γιατί ήμασταν του Καϊμακτσαλάν, αυτοί που έμπαιναν μπροστά ήταν από το Βίτσι, Γράμμος - Βίτσι οι αντάρτες οι πολλοί που ήταν εκεί, εμείς ήμασταν μια διλοχία και μας έβαζαν για παρενόχληση. Αλλά ήρθε όμως εκεί που είχαμε κάνει πολυβολείο, όπως όλοι έπρεπε να κάνουν πολυβολεία, όπου στέκεσαι, έστω και για δέκα λεπτά να σταματήσεις, να κάνεις πέτρες μπροστά σου, να έχεις φυλαχτό, να φυλαχτείς. Και εκεί, από τη Βεύη από μέσα έριχναν όρμους και ήρθε και μπροστά το πολυβολείο το δικό μου έπεσε το βλήμα, αλλά δεν έσκασε. Ήταν τυχερό να ζήσω, διαφορετικά θα ανατιναζόμουν, θα σκοτωνόμουν εκεί. Μετά, όταν παραδόθηκα από τα ανταρτικά, πήγαμε δεύτερη μέρα του Πάσχα, όλον τον χειμώνα ήμουν εκεί στα χιόνια και στις βροχές. Και τότε, από τις 2 Απριλίου μέχρι τις 25 που πήγαμε, συνέχεια, κάθε μέρα έβρεχε. Και περπατούσαμε με τη βροχή για να πάμε. Πήγαμε στον Κόμανο Κοζάνης, μας έφεραν μετά από τη Βεύη που ήρθαμε, εκεί στη Βεύη σκοτώθηκαν πάρα πολλοί του Βερμίου, οι παλιοί αυτοί. Και μας έφεραν εμάς από το Καϊμακτσαλάν τη διλοχία, μας έφεραν του Βερμίου, για να ενισχύσουμε το Βέρμιο, γιατί δεν είχε το Βέρμιο. Μας πήγαν στο Πευκωτό. Στα πεύκα εκεί, πώς το λένε... Μεσόβουνο, έξω από το Μεσόβουνο, στο βουνό ήταν από το μέρος, εκεί είχαν οι αντάρτες κατασκήνωση, που κάθονταν σε εκείνο το μέρος. Και μας πήγαν στον Κόμανο Κοζάνης, όλη τη νύχτα περπατούσαμε, φτάσαμε το πρωί, χαράματα και πήγαμε, μας έβαλαν στα σπίτια τα ακριανά στην άκρη να καθίσουμε. Και κανένας ούτε να βγει ούτε να μπει από το σπίτι. Μετά έγινε η ώρα 10, «Γρήγορα», λέει, «έξω όλοι». Αλλά εμείς ήμασταν, ο Κόμανος έχει την Ερμακιά στη μέση του νερό, το ποτάμι το χωρίζει και η Εκκλησία ήταν από εκεί μεριά, δεν ήταν από εδώ μεριά που ήμασταν εμείς. Και πήγαν, οι μισοί πήγαν από εκεί, οι μισοί από εδώ. Και μας έκλεισαν, τους έκλεισαν μέσα και μαζί με τον παπά όλοι έξω. Έκοψαν, για αυτό δεν είδαν χαΐρι, γιατί έκοψαν τη λειτουργία στη μέση! Δεύτερη μέρα του Πάσχα! Την έκλεισαν τη λειτουργία και όλοι έξω. Και πάρα πολλοί, όσοι ήταν στην Εκκλησία, όλο το χωριό σου λέει, δεν έχουμε κάθε[00:20:00] βράδυ, γιατί φυλάγονταν, δεν έχουμε κανέναν να μας έρθει και πήραν θάρρος ο κόσμος και βγήκαν από τα σπίτια και τους πήραν όλους απάνω. Τώρα παίρνουμε μέσα το ρέμα, Ερμακιά, το ποτάμι. Ώσπου να 'ρθεί ο στρατός, ο στρατός ήρθε, ειδοποιήθηκε. Ήρθε ο στρατός από κάτω, μακριά. Η αεροπορία όμως ήρθε αμέσως και αρχινούσε, μόλις έβγαινε η αεροπορία, έκανε στροφή το αεροπλάνο, εμείς τρέχαμε μέσα γρήγορα. Πάλι ξαναέρχονταν, έριχναν, έριχναν. Μετά βγήκαμε λίγο στο ανοιχτό και καθένας βρήκε μια μεριά. Εγώ βρήκα μια πέτρα, έτσι δηλαδή σαν από κάτω, σαν μέρος να φυλαχτείς, σαν σκιά και μπήκα από εκεί από κάτω. Ναι, αλλά η αεροπορία ήρθε το αεροπλάνο, η ριπή πάνω από το κεφάλι μου μια πιθαμή. Και μας μάθαιναν εκεί, γιατί μας έκαναν καλά γυμνάσια, ότι εκεί που πάει την πρώτη φορά και ρίχνει, θα πάει και τη δεύτερη, στο ίδιο μέρος. Κι εγώ βλέπω τώρα, πού να πάω, πού να πάω, βλέπω μια πέτρα, έτσι μεγάλη πέτρα και μπήκα από κάτω από την πέτρα. Εκεί όμως ήταν νερό μέχρι τη μέση. Και κάθομαι τέσσερις ώρες μέσα εκεί, στο νερό αυτό, γιατί αν δεν ήμουν εκεί, θα ήμουν χαμένη. Βαρέλια, πετρέλαια έριξαν, βενζίνες, καίγονταν ο τόπος όλος. Οι αεροπορίες, τα αεροπλάνα, τέσσερις ώρες το ένα έρχονταν, δυο έφευγε, δυο έρχονταν. Το ένα πίσω από το άλλο, συνέχεια, συνέχεια. Τραυματίστηκαν, άκουσα που παρακάτω ήταν κι άλλα κορίτσια, άκουσα που τραυματίστηκαν εκεί. Και τώρα, μετά σταμάτησαν. Έφυγε η αεροπορία, ήρθε ο στρατός. Βλέπω τώρα τον στρατό, τον βλέπω από μέσα από την τρύπα από κάτω τον στρατό, φαίνονταν απάνω στο βουνό. Κι εγώ είχα μια πετσέτα, τη βγάζω και κάνω τον στρατό να 'ρθεί να με πάρει. Γιατί, εν τω μεταξύ, μόλις σταμάτησαν, αρχίνησαν να τρέχουν, πίσω από μένα ήτανε πάρα πολλοί, αλλά αρχίνησαν να τρέχουν οι παλιοί αντάρτες προς τα πάνω να φεύγουνε, να, κι ο διοικητής που είχαμε. Τον λέγω: «Κύριε διοικητά, δεν μπορώ εγώ να περπατήσω ένα βήμα, είμαι πιασμένη!». Λέει: «Ό,τι θέλεις κάνε», λέει. «Ό,τι θέλεις κάνε», με λέει, «δεν μπορώ να σε πάρω». Εγώ μπήκα πάλι, όταν έφυγαν, πάλι μπήκα στην τρύπα. Ύστερα βγήκα ξανά και έκανα με την πετσέτα και ήρθε ο λοχαγός, έστειλε δυο στρατιώτες, από μακριά με φώναξαν: «Έλα λίγο προς τα πάνω», γιατί μήπως έχει και τους σκοτώσουν μέσα στο ποτάμι, κόσμο, αντάρτες. Λέγω: «Έφυγαν όλοι». Εν τω μεταξύ εγώ δεν ήξερα ότι έμειναν κι άλλοι από πίσω, αλλά ήταν πάρα πολλοί πίσω που είχαν μένει. Λέω: «Μόνο εδώ κοντά έχει δυο κορίτσια, είναι τραυματισμένα» και ο παπάς ήταν παρακάτω. Και τον πήραν και τον παπά και, μόλις είδε ο παπάς τους αυτό, ήρθε κοντά τους. Τα πήραν αυτά τα κορίτσια που είχαν τραυματιστεί και μαζί κι εμένα ανεβήκαμε επάνω, σαν τον είπα ότι, πόσο χρονών είμαι και τι, μόνο που δεν έκλαψε ο λοχαγός. Τόσο με λυπήθηκε. Και με πήγαν στο στρατόπεδο στην Κοζάνη, εκεί που ήταν. Με έβαλε σε ένα δωμάτιο να κοιμηθώ, ούτε να με φυλάξει ούτε, γιατί είπα, ήθελα να φύγω, δεν ήθελα να πάω ανταρτίνα. Με πήραν με το ζόρι. Και όχι μόνο εμένα κι άλλοι, εμάς ογδόντα και τη δεύτερη φορά που χτύπησαν, μετά από έναν μήνα, τον Φεβρουάριο, 11 Φεβρουαρίου, τη Νάουσα, πήραν εξακόσια πενήντα άτομα από τη Νάουσα. Την έκαψαν, τέσσερις μέρες ήταν μες στη Νάουσα οι αντάρτες. Τι σκότωσαν, τι δεν έφτιασαν. Όλα τα κακουργήματα. Μετά με δίνει και το κλειδί. Με λέει: «Θα κλειδωθείς από μέσα, γιατί μπορεί να ρθει κανένας στρατιώτης να σε πειράξει». Σκέψου τώρα τι λοχαγός ήταν αυτός. Ήθελα να πάω τουαλέτα, με δίνει το κλειδί, κλειδώνομαι από μέσα εγώ. Την άλλη μέρα το πρωί πάλι αυτός ήρθε, με άνοιξε. Μεγάλος, αλλά πολύ καλός άνθρωπος, αξέχαστος. Με πήγαν στα έμπεδα δεκαπέντε μέρες. Εγώ επειδή ήμουνα λίγο, πήγα, τελείωσα το δημοτικό, πήγα κι έναν χρόνο στο γυμνάσιο και ήξερα, αγαπούσα πολύ τη γεωγραφία και τους είπα στον χάρτη ακριβώς πού ήμασταν και πού περάσαμε και τι, δηλαδή το μέρος τα ήξερα εγώ αυτά, ήμουν πολύ, μ’ άρεζε η γεωγραφία. Μετά που πέθανε ο μπαμπάς μου, σταμάτησα το γυμνάσιο, δεν μπορούσα, έπρεπε τότε να πληρώνεις, να γραφτείς, να κάνεις. Κι έμεινα αγράμματη. Μετά, η Φρειδερίκη έπαιρνε, τα έστελνε στην Αμερική, πού τα έστελνε τα ορφανά; Εγώ ήμουν ορφανή, δεν είχα μπαμπά. Και επειδή ήμουνα έξυπνη: «Εσένα θα σε στείλουμε..», ήρθε η μάνα μου από 'δώ στην Κοζάνη να με πάρει. Εγώ δεν ήθελα να πάω, λέω, η μάνα μου λέει: «Γέννησα τόσα παιδιά. Το κορίτσι μου είναι έτοιμο να πεθάνει», ήταν έτοιμο κι έγινε καλά, παντρεύτηκε η αδερφή μου. «Και έχω αυτό το έχω το κορίτσι γερό, η άλλη είναι άρρωστη, τι σαν παντρεύτηκε, ήταν άρρωστη. Δεν το δίνω το κορίτσι». Με κράτησαν, δέκα μέρες με κράτησαν για αυτό, να διαλυθεί αυτό. Και όταν παραδόθηκα, με πήγαν, με έφεραν στην Αλεξάνδρεια για να δείξω, εκεί είχε, γιατί είχε κι εκεί αεροπορία, ξέρω 'γώ τι είχε εκεί το αυτό, και για να τους δείξω το μέρος ακριβώς, πού πήγα και τι έκανα τον στρατό, τον αξιωματικό τον μεγάλο στον χάρτη. Και μετά με έφεραν και στην μάνα μου να με δει. Δηλαδή Δευτέρα παραδόθηκα, Τρίτη, την Τετάρτη με έστειλαν στην Αλεξάνδρεια και με έφεραν κι εδώ. Με άφησαν, κοιμήθηκα στο σπίτι χωρίς ακόμα χαρτιά να είμαι, αλλά με δέχτηκαν. Ο λοχαγός από εκεί τα ‘φτιασε αυτά, «Να την πας και στη μάνα της να πλυθεί, να καθαριστεί», γεμάτο ψείρες ήμασταν, τι ήμασταν; Και την άλλη μέρα πάλι με πήρε ο στρατιώτης, πήγαμε στην Κοζάνη για να γίνουν τα χαρτιά για να φύγω. Και μετά που έγινε αυτό, να με πάρει η Φρειδερίκη και να με στείλει πού θα με στείλει, έγινε καθυστέρηση. Αλλά με άφησαν μετά, η μαμά μου έκλαιγε: «Δεν τη δίνω, όχι, όχι» και με άφησε η μάνα μου. Με άφησαν, με πήρε η μάνα μου, ήρθαμε στη Νάουσα. Με τα χαρτιά ότι είμαι ελεύθερη.
Ενότητα 3
Γνωριμία και γάμος. Η απώλεια του γιου. Το χτίσιμο του σπιτιού και η επέκταση
00:29:14 - 00:45:16
Μέχρι που ήμουν κορίτσι, πέρασα πάρα πολλά. Αλλά ύστερα ο Θεός με έδωσε έναν άντρα καλό, εργατικό, με αγαπούσε, με λάτρευε κι εγώ τον αγαπούσα. Δεν του χάλασα χατίρι, ούτε αυτός. Να πληρωθεί, να με φέρει τα λεφτά σ' εμένα, εγώ να κάνω διαχείριση. «Εγώ δεν μπορώ να τρέχω εδώ, εκεί», έλεγε. «Να πας εσύ πού θέλεις». Κορίτσι πάντρεψα, τα παιδιά μου τα μεγάλωσα, προσπάθησα πολύ, αλλά δεν τα ήθελαν. Η κόρη μου τα ήθελε τα γράμματα, τελείωσε, αλλά δεν πέρασε, ήθελε για δασκάλα, δεν[00:30:00] πέρασε και μετά την έστειλα νοσηλευτική, αυτό, βοηθός φαρμακοποιού. Τελείωσε και πήρε ένα χαρτί. Ο γιος μου τελείωσε τεχνικό, πήρε ηλεκτρολόγος πτυχίο, αλλά δεν ήθελε να δουλέψει, έγινε αγρότης. Αλλά ήταν αγρότης, καλό παιδί. Πέρασα με τον άντρα μου πενήντα εννιά χρόνια, ζήσαμε μαζί πάρα πολύ καλά. Και αγάπη είχα. Έξι αδέρφια ήταν και έξι εμείς που πήγαμε δώδεκα, δεν μάλωσα με κανέναν. Συννυφάδες και κουνιάδες και τέτοια. Ήμασταν αγαπημένοι όλοι. Θύμωσε, εκείνη την ώρα νευρίασε, είπε κάτι, δεν την απαντούσα, η μια ήταν λίγο πιο… Αλλά με εκείνη μέχρι τελευταία ήμασταν μαζί, με αγαπούσε πάρα πολύ, γιατί έλεγε: «Ξέρεις, πήρε τον χαρακτήρα μου», ήταν απότομη. Εκείνην την ώρα ήθελε, σ' το έλεγε, αλλά όχι από κακία, έτσι. Εγώ την άλλη ώρα μέλι - γάλα. Με αγαπούσε, τι να σε πω. Περάσαμε καλά. Τώρα, μετά το ’18, το 2018 έχασα το παιδί μου. Αυτό με στοίχησε πάρα πολύ. Ήταν τόσο καλό παιδί. Δεν μπορείς να φανταστείς. Να σηκωθεί το πρωί από εκεί να μπει εδώ, να 'ρθεί να κάνει, «Μαμά, θα κάνω καφέ, θέλεις;», εγώ εκεί η κρεβατοκάμαρη. Φαίνονταν από εδώ. Αν ήθελα, αν πήγαινα στην εκκλησία, ήθελα να πάρω αντίδωρο, δεν ήθελα, «Δεν θέλω». τον έλεγα. Ή τοστ. «Θα κάνω τοστ». Άμα ήταν Τετάρτη και Παρασκευή, δεν τον έλεγα «Δεν θέλω». Άμα ήταν τις άλλες μέρες, «Κάνε», τον έλεγα. Να με κάνει τοστ, να με κάνει, τι να με κάνει; Αρρώστησα εβδομήντα πέντε στον δίσκο όλα, το πρωινό μου, τα χάπια μου, ποια πριν το φαγητό, ποια μετά από το φαγητό. Πέρασα πάρα πολύ δύσκολα μετά, αλλά είχε φύγει ο άντρας μου, πενήντα εννιά χρόνια ζήσαμε με τον άντρα μου, έφυγε το ’12. 30 Ιουλίου.
Πώς τον γνωρίσατε τον άντρα σας;
Αυτό δεν το είπα, είδες; Τον είδα, τον έφεραν εδώ μια φορά, τον είδα. Μιλήσαμε, όπως μιλάμε τώρα. Ούτε μια ώρα. Μετά, εγώ ήμουν πρωινή στη δουλειά, πήγα το πρωί, πάει ο άντρας μου στο χωριό, τον λέει ο κουνιάδος μου, λέει: «Τάκη, τι λες;» λέει. «Από όλες αυτές εδώ που με πέφτει να πάρω, είναι η καλύτερη», τον λέει τον κουνιάδο μου και την άλλη μέρα φεύγει στο θέρος, να πάει να θερίσει στον κάμπο, έφυγε ο άντρας μου. Εγώ πήγα στη δουλειά. Έρχεται αυτός εδώ, φωνάζουν και τη μάνα μου. Ο κουνιάδος μου ήρθε να πουλήσει τυρί, γιατί είχαν γίδια. Ήρθε να πουλήσει τυρί. Και τη φωνάζουν και τη μάνα μου, τα ταιριάζουν, δίνουν λόγο, η μάνα μου και ούτε με ρώτησε: «Τον θέλεις; Δεν τον θέλεις; Τι λογιός, τι καλός;». Αλλά, εν τω μεταξύ, πάει η μάνα μου και ρωτάει έναν θείο μου. Ήταν πολύ με τον πεθερό μου φίλοι και τα παιδιά αυτά, και οι κουνιάδες μου και οι κουνιάδοι μου, πήγαιναν σε αυτούς και αυτοί πήγαιναν το καλοκαίρι δεκαπέντε μέρες παραθέριση στο χωριό. Για πιο, στο Γιαννακοχώρι, για πιο ψηλά, πιο τέτοια, αλλαγή. Και τον ήξερε πάρα πολύ τον άντρα μου, σαν παιδί του τον είχε, τον ήξερε. Και πάει, τον ρωτάει, τον λέει: «Γιάννη», γιατί τον είχε ξάδερφο η μάνα μου. «Γιάννη», τον λέει: «Έτσι κι έτσι, με φέρνουν παιδί», λέει, «του Νικόλα του Κίτσου από το χωριό, τον Τάκη». Την κοιτάζει: «Δεν πιστεύω», λέει, «τον Τάκη. Η Ειρήνη», λέει, «άμα τον δώσει τον Τάκη, με ποιον θα ζήσει;». Ήταν από όλα τα παιδιά καλύτερος. «Ναι», και λέει: «Ευγενία, αν σε φέρνουν τον Τάκη, δεν θα ρωτήσεις κανέναν. Από μένα, σε λέγω αμέσως να δώσεις λόγο να τον πάρεις», τη λέει. Και αυτή φεύγοντας από εκεί τη φωνάζουν εδώ και εκείνος την είπε από εμένα που ήξερε και πραγματικώς ήταν. «Δεν θα ρωτήσεις κανέναν». Και δίνουν λόγο. Έρχονται τώρα οι απογευματινές, «Να ζήσετε, να ζήσετε», εγώ τι να ζήσω; Εν τω μεταξύ και η κουνιάδα μου δούλευε εκεί. «Όχι», λέει, «δεν ξέρω» και αυτή δεν ήξερε, αφού δεν ήξεραν τι. Οι δυο μίλησαν, ο μεγάλος και η, γιατί κι ο πεθερός μου είχε πεθάνει, δεν είχε μπαμπά, εκείνος ο μεγάλος ήταν και τον τίμησα σαν πεθερό όλα μου τα χρόνια. Και δεν ξέρω, βρε, άμα είναι, δεν ήξερε άλλες έτσι κι εγώ δεν ξέρω κι εγώ είπα δεν ξέρω. «Καλά, τη λέγω, «πώς εσύ έδωσες λόγο χωρίς να με ρωτήσεις; Έπρεπε να με ρωτήσεις». «Ο Γιάννης», λέει, «με είπε, άμα σε λέει για αυτό το παιδί», γιατί με έφερναν πολλά παιδιά από τη Νάουσα σπιτόγαμπρους, αλλά αυτοί που ήταν τα καλά τα παιδιά δεν πήγαιναν σπιτόγαμπροι, κάθονταν στο σπίτι, ήτανε... Δεν ήταν. Εμείς θέλαμε σπιτόγαμπρο. Οι αδερφοί μου είχαν πεθάνει, εγώ… Κι έγινε έτσι έγινε το προξενιό. Έρχεται ο άντρας μου από το θέρος, ήρθε εδώ, πάει έξω, στο εστιατόριο έφαγε, γιατί ήταν νηστικός από εκεί να 'ρθούν εδώ, τότε δεν είχε, ακόμα ήταν, δεν είχε λεωφορεία και τέτοια, όπως τώρα, και για κατούρημα - συγγνώμη - με το αυτοκίνητο πηγαίνουν. Τότε από τον Βάλτο να 'ρθείς με τα πόδια εδώ. Φεύγει, δεν ήξερε, φεύγει στο Κουκούλι, τον βρίσκει ένας, μαυροσκούφης ήταν εδώ που είχε πάρει μια από το χωριό. Αλλά με ήξερε εμένα, εδώ ήταν, στο φυλάκιο και με ήξερε εμένα. «Συγχαρητήρια», τον λέει, «Τάκη! Να ζήσετε, πήρες το καλύτερο κορίτσι της γειτονιάς». Γιατί άμα μαζεύονταν και χόρευαν εδώ και έφτιαχναν, η μάνα μου με έστελνε στην ξαδέρφη μου, «Φεύγα εσύ να μην είσαι εδώ και θα πουν ότι δεν έρχεσαι». Δεν ήθελε με τους μαυροσκούφους να χορεύω. Ποια δουλειά; Η Στεργιανή ήταν από εκεί. Ή δεν είχε έρθει; Όχι, είχε έρθει. Από εκεί ήταν η Στεργιανή, δεν σμίγονταν εδώ. Αυτές εδώ, η μια Κατίνα κάθονταν εδώ, στην Ευδοξία, οι άλλες εδώ όλες, οι Τέτες από απέναντι μαζεύονταν όλες εδώ. Και η μάνα μου με έστελνε. Και λέει: «Πήρε το καλύτερο κορίτσι της γειτονιάς». «Την ξέρεις;», λέει, «Δεν ξέρω εγώ τίποτα». «Πώς», λέει, «αφού αρραβωνιάστηκες». «Εγώ είμαι από το θέρος έρχομαι», λέει, «αν ήξερα, δεν θα πήγαινα εκεί», λέει, «και θα ερχόμουν εδώ; αν ήξερα εγώ», λέει, «που έδωσαν λόγο;». Μίλησαν με τον αδερφό του, αλλά δεν είπαν ούτε έτσι ούτε έτσι, αυτός επειδή είπε: «Πιο καλό κορίτσι, πιο καλή από αυτές εδώ που με ταιριάζει στο χωριό να πάρω», γιατί τις είχε, και ξαδέρφες είχε και δεν τον ταίριαζε. Και έτσι έγινε προξενιά. Και παντρεύτηκα το ’54. Παντρεύτηκα.
Πού παντρευτήκατε;
Εδώ στη Νάουσα και πήγα μετά... Εδώ έγιναν τα στέφανα, στην εκκλησία, γιατί ο νονός μας ήταν εδώ από εδώ ο Ροδοβίτης, ήταν παλιοί νονοί αυτοί,[00:40:00] τον είχαν βαφτίσει τον άντρα μου και είπε: «Στο χωριό δεν ερχόμαστε, εδώ άμα είναι να στεφανωθείτε, θα σας στεφανώσω». Και μας στεφάνωσαν εδώ, στην Παναγία, και πήγα μετά με το ταξί, πήγαμε στο χωριό. Αυτό ήταν.
Όταν ήσασταν μικρή το σπίτι σας εδώ, πώς έμοιαζε;
Το σπίτι μας ήταν πάρα πολύ, τώρα έγινε. Ήταν μέχρι εκεί σπίτι. Είχαμε δυο δωμάτια, σάλα και σάλα. Ύστερα το μεγάλωσα εγώ. Έριξα προς τα πέρα επέκταση, έκανα πλάκα κι έκανα κουζίνα και μπάνιο, έβαλα πολλά λεφτά εγώ και η γιαγιά σου βάλαμε πάρα πολλά λεφτά. Κάθε χρόνο είχαμε μαστόρους να διορθώνουμε και να κάνουμε. Μετά, έκανα πάλι, τελευταία έβαλα πολλά λεφτά. 40.000 μια φορά που έριξα πλάκες και το μισό το έκανα και πάρα πολλά και είπα ξανά, πάλι παλιό ήταν. Και ύστερα ξανά λέω: «Δεν βάζω ούτε δραχμή». Μετά, αυτό έγινε το ’66, 1966 το διόρθωσα τελευταία φορά και το ’90 το γκρέμισα. Μάζεψα λεφτά ύστερα, δεν πήρα ούτε δάνειο ούτε τίποτα. Ήμουν πολύ οικονόμα, αλλά και ο άντρας μου ήταν πολύ εργατικός και το παιδί μου μετά μεγάλωσε και αυτό. Μια φορά τρία χιλιάρικα, είχε την καφετέρια, με έδωνε λεφτά, 3.000.000 με έδωσε μια φορά που πούλησε την καφετέρια, για να γίνει αγρότης, δεν ήθελε αυτός αυτό που σπούδασε. Και αυτός βοήθησε και μάζεψε λεφτά. Το ’90, τον Μάιο, ρίξαμε τις πλάκες και για τον χειμώνα μπήκαμε σε αυτό το μισό. Ο άντρας μου δεν ήθελε το μισό το άλλο εκεί, γιατί το γκρεμίσαμε το μισό και αφήσαμε το μισό, δεν ήθελε να φύγει, είχαμε πάρα πολλά πράγματα. Κάδρα, τέτοια, αλλιώτικα, διαφορετικό σπίτι. Είχαμε πολλά, πού να τα κουβαλήσουνε μετά να πάω; Εδώ, άρα δώσαμε πολλά λεφτά ύστερα. Μετά, που σε τρία χρόνια ανέβηκαν όλα τα είδη. Και αυτό ήταν τυχερό, γιατί πήγα στην ξαδέρφη μου να τη δω, ο γιος της πολιτικός μηχανικός, ο Λάκης ο Λακινάνος, και με λέει: «Θεία, αν έχεις σκοπό να το γκρεμίσεις το παλιό το σπίτι», αυτός με έδωσε την ιδέα, «βγάλε την άδεια τώρα, γιατί...». Το ’89 έβγαλα την άδεια. «Βγάλε την άδεια τώρα, γιατί από το ’90 θα ανέβουν πολύ οι άδειες και θα πληρώσεις πολλά λεφτά». Και με έβγαλε άδεια. «Και μέχρι δέκα χρόνια αυτή η άδεια κρατάει», με λέει, «και όποτε θα μπορέσεις...». Εγώ έβγαλα την άδεια, με έβαλε και για γκαράζ και τέτοια, έκανε καλή άδεια και πλέρωσα, δεν ξέρω πόσο, οχτακόσες δραχμές; Δεν ξέρω, τόσο νομίζω πλέρωσα, πολύ λίγο. Γιατί από τη νέα τη χρονιά θα ανέβαιναν, με το είπε το παιδί. Και ύστερα μιλήσαμε στο σπίτι με τον άντρα μου, με τα παιδιά μου, ο άντρας μου λέει: «Δεν θέλω», λέει, «να το χαλάσουμε». Λέω: «Τάκη, παλιό είναι», δεν ήθελε αυτός, λέω: «Λίγο», τον λέγω: «Λίγο θα γκρεμίσω και το άλλο να μείνει». «Δεν θέλω να φύγω από εδώ, πού να τα κουβαλήσουμε τόσα πράγματα;». Και δεν φύγαμε. Τα δυο τα δωμάτια και την κουζίνα έμειναν. Όχι ένα δωμάτιο και το σαλόνι το μισό και η κουζίνα με την αποθήκη και το μπάνιο. Μετά από τρία χρόνια τα γκρεμίσαμε κι εκείνα, κάναμε αυτό εδώ, για αυτό έχουμε πόρτα, αλλιώς δεν θα είχαμε πόρτα από εκεί. Κάναμε την πόρτα να κλείσει. Ύστερα από τρία χρόνια που γκρεμίσαμε κι εκείνο, το κάναμε και μείναμε. Καλά το έκαναν το σπίτι, με μεγάλη, δηλαδή το έκανα εδώ να έχω το δωμάτιο και το μπάνιο, εκεί έχει δυο δωμάτια μέσα εκεί έχει για τον γιο μου, να είχε και μπάνιο άλλο και να κάνει, να έχουν τα παιδιά όλα, γιατί είναι μεγάλο το σπίτι. Είχαμε μεγάλο οικόπεδο, διακόσια μέτρα οικόπεδο. Τετραγωνικό οικόπεδο, όσο πρόσοψη και βάθος, πολύ ωραίο. Αλλά…
Ενότητα 4
Συμβίωση με τρεις Γερμανούς, η κατοχική Νάουσα και η ζωή με τους αντάρτες
00:45:16 - 01:07:20
Κυρία Βασιλική, την ημέρα που ήρθαν οι Γερμανοί στη Νάουσα, εσείς τη θυμάστε; Εκείνη την ημέραq
Nαι, τη θυμάμαι.
Πο;y ήσασταν;
Εδώ. Και μας έβαλαν κιόλας το ’41, αυτό δεν το είπα, το ξέχασα, ξεχνώ πολλά. Το ’41, όταν χτύπησαν, ήρθαν οι Γερμανοί, 6 Απριλίου χτύπησαν, αυτές τις ημερομηνίες τις θυμάμαι σαν να είναι τώρα δηλαδή, δεν τις ξέχασα μια ζωή. 6 Απριλίου χτύπησαν στο Ρούπελ εκεί να 'ρθουν από τη Βουλγαρία. Και ήρθαν, ήρθαν στη Νάουσα. Ήρθαν στη Νάουσα, μετά πήραν όλη την Ελλάδα, αλλά στην Κρήτη δεν μπορούσαν να πάνε. Σκοτώθηκαν πάρα πολλοί Γερμανοί αεροπόροι. Οι Κρητικοί με τα τσαπιά και με τα διχάλια και με τα τέτοια, οι γυναίκες και οι άντρες, μόλις έπεφταν από τα αεροπλάνα, ζαλισμένοι αυτοί, πώς ήταν, που έπεφταν, αμέσως τους σκότωναν. Και δεν μπορούσαν να την πάρουν. Μετά έφεραν πάρα πολύ στρατό οι Γερμανοί, γέμισε όλη η Ελλάδα, η Νάουσα όλη, Γερμανοί. Γεμάτο! Σ' εμάς είχαμε τρεις Γερμανούς. Επειδή το βρήκαν το σπίτι μας, ήταν παλιό, αλλά ήταν καθαρό, με τις βρύσες, με τα πλακάκια, πλάκες, όχι πλακάκια τέτοια. Πλάκες έφερναν ο μπαμπάς μου. Και βάζαμε κάτω, εκεί έξω με το μαγειριό μας με το νοικοκυριό, φούρνο, όλα σκεπαστά δεν είχαμε να μας βρέχει πουθενά, όπου και να πάμε, ο μπαμπάς μου ήταν μάστορας, σκέπαζε δεν, να βγεις έξω στον φούρνο. Και τον φούρνο και όλα, όλα, και το σπίτι, η αδερφή μου δούλευε στο εργοστάσιο, από τις πέντε έπιαναν δουλειά μέχρι τη μία. Ύστερα, ο Λαναράς είχε πάρα πολλούς εργάτες, τρεις χιλιάδες δούλευαν στον Λαναρά. Και τους έκανε κάθε μεσημέρι φαγητό όλους τους εργάτες. Και αυτοί που δούλευαν πρωί και αυτοί που δούλευαν απόγευμα. Αυτοί που δούλευαν πρωί σχολούσαν η ώρα μία και έτρωγαν, οι άλλοι που ήταν απόγευμα, πήγαιναν η ώρα δώδεκα έτρωγαν μέχρι τις μια και η ώρα μία έπιαναν δουλειά, που έφευγαν οι άλλοι και έτρωγαν. Έρχονταν η αδερφή μου από τη δουλειά, να σφουγγαρίσει όλο το σπίτι κάθε μέρα, εκείνα τα σανίδια να αστράφτουν. Είχαμε και σανίδια ραμπουτέ. Δηλαδή όπως είναι τώρα, πώς να σου πω, έτσι τα έλεγαν τότε, τώρα δεν ξέρω πώς τα λένε. Που γυαλίζουν σανίδια, χωρίς να τα γυαλίσουν τώρα, όπως τα γυαλίζουνε, εκείνα μόνα τους γυάλιζαν. Πολύ ωραία. Και σκάλα πολύ ωραία είχαμε. Κλωστή με κάγκελα την είχαν κάνει. Θυμάμαι όταν την έφτιαναν τη σκάλα αυτήν, γιατί είχαμε πρώτα αλλιώτικη σκάλα. Και μετά την έκαναν αυτήν. Το ’36; Το ’37; Μικρή σαν στο όνειρο θυμάμαι που έφτιαναν σκάλα, πολύ ωραία σκάλα με χερούλι να πιάνεις κάγκελα κλωστά, πολύ ωραία. Και ανέβηκαν, το είδαν που ήταν καθαρό. Έξω είχαμε, γιατί είναι μεγάλο το οικόπεδο, το σπίτι ήταν μικρό, κήπο με διάφορα λουλούδια. Τι λογιά ήθελες, τριανταφυλλιές και όλα. Και είχαμε και δέντρα, δαμασκηνιές, ροδιές, κυδωνιές, συκιές δυο είχαμε στο σπίτι. Το οικόπεδο είχαμε στα διακόσια μέτρα πενήντα έξι χτισμένο.
Και ήρθαν τρεις Γερμανοί και έμειναν σ' εσάς;
Ναι! Πέρασαν πρώτα επιτροπή, πήγε σε όλα τα σπίτια, άλλοι είχαν τέσσερα δωμάτια, η Ελένη, [00:50:00]δεν τους έβαλαν. Εμείς είχαμε δυο δωμάτια απάνω κι ένα κάτω. Μας το πήραν το ένα το απάνω και μας άφησαν ένα δωμάτιο απάνω, ήμασταν έξι άτομα τότε. Τέσσερα τα παιδιά, εμείς, και δυο η μάνα μου και ο μπαμπάς μου. Και μας άφησαν το κάτω που καθόμασταν. Είχαμε δωμάτιο κάτω με τζάκι, με…
Και πώς ήτανε που έμεναν οι Γερμανοί στο σπίτι σας;
Ήταν πολύ καλοί. Η αδερφή μου ήταν μεγάλη, όταν ήμουν εγώ εννιά χρονών, γιατί ήμουν το ’41 εννιά χρονών, το ’42 έγινα δέκα. Εννιά χρονών, αυτή ήταν δεκαοχτώ, δεσποινίδα, ήταν όμορφη πολύ, ψηλή, ωραία και άμα την έβρισκαν στον δρόμο, κολλούσαν στο ντουβάρι, για να μην την ακουμπήσουν στη σκάλα, όταν τύχαινε καμιά φορά αυτοί να ανεβαίνουν και η αδερφή μου να κατεβαίνει. Τόσο τίμιοι ήταν και καλοί οι πρώτοι που ήρθανε, που είχαν έρθει τότε. Οι δυο ήταν παντρεμένοι, ο ένας ήταν αρραβωνιασμένος ο καημένος. Και ένα βράδυ, ο Βος τον έλεγαν, τους ξέχασα, ο ένας Γιάντς, Βίλις, ο Γιάντς και ο Βος. Ήταν αυτοί οι τρεις. Αυτός ήταν ο τέτοιος, ο Βίλι ήταν στην Γερμανία, άδεια να πάει στην αρραβωνιαστικιά του, ο Βος ήταν, τον είχαν στείλει από τη Γερμανία κάπου να πάει, ξέρω 'γώ, ήρθε το βράδυ, νύχτα. Ο Γιάντς ήταν στον αξιωματικό, ήταν, αυτός ήταν ιπποκόμος, ο Γιαντς. Και ήρθε ο Βίλις, χτυπάει την πόρτα το βράδυ, «Δεν ανοίγω», η μάνα μου. Δεν τα ήξερε τα γερμανικά, πού να ξέρει. Η μάνα μου η συγχωρεμένη, «Δεν ανοίγω! Ο Βίλι Γερμανία, ο Βος δεν είναι εδώ, ο Γιαντς στον οφιτσία», οφιτσία ήξερε αξιωματικό. «Εγώ δεν ανοίγω κανέναν άλλον να 'ρθεί εδώ, δεν». «Mama, ich» να λέει αυτός ο καημένος. «Ich», εγώ «ich Vos, ich». Αμάν, αμάν να καταλάβει, ύστερα κατέβηκε, άνοιξε, ανέβηκε ψηλά. Και στην Μαρίτσα απέναντι είχαν βάλει δυο αξιωματικούς, γιατροί ήταν. Ήταν η Στεργιάνω, αλλά είχαν και η Μαρίτσα ένα σπίτι, άστραφτε. Αυτοί όπου έβρισκαν καθαρό σπίτι, εκεί τους έβαζαν, άμα έβρισκαν κάνα σπίτι ακάθαρτο κι αυτό, δεν έβαζαν. Σε αυτούς έβαλαν δυο και σ' εμάς τρεις. Γιατί ήταν κατώτεροι, εκείνοι ήταν αξιωματικοί, πιο μεγάλοι, γιατροί. Έφεραν κεφάλι από τα μνήματα να το εξετάσουν και το βρήκε η Στεργιανή από κάτω, ζούσε η Στεργιανή τότε, η αδερφή της Μαρίτσας. Και το βρήκε και αρχίνησε να φωνάζει, τρόμαξε, γιατί ήταν κεφάλι ανθρώπινο. Αυτοί ήθελαν να το εξετάσουν. Πολλά περάσαμε, πάρα πολλά. Και τώρα έφτασα, έκλεισα 29 Μαΐου ενενήντα ένα και τώρα είμαι στα ενενήντα δύο, αλλά ενενήντα ένα είμαι, δεν...
Και γενικά για τους Γερμανούς στη Νάουσα, πέρα από αυτούς που έμεναν στο σπίτι σας, πώς τους θυμάστε; Τους άλλους Γερμανούς.
Να πήγαινα στο κτήμα εγώ. Καθόμουν εδώ, φύλαγαν. Φύλαγαν στον φόρο, γενικά Γερμανοί. Παίζαμε εμείς στην Παναγία κάθε βράδυ ήταν γύρω γύρω από την Παναγία είχε κοιλιά. Και κάθονταν πάρα πολύς κόσμος, γυναίκες. Και ήμασταν φτωχοί, αλλά ήμασταν χαρούμενοι. Μαζεύονταν όλα τα κορίτσια, από 'δώ δεν είχε δρόμο, ήταν κλειστό εδώ που είναι αυτός, Καραβαγγέλη. Δρόμο είχαμε από το στενό, που βγαίναμε και πηγαίναμε στην Παναγιά, στον πλάτανο από κάτω. Και χορεύαμε μέχρι τις 11. Αλλά όταν ακούγαμε όμως να περνάει, γιατί αυτοί «γκρανγκ, γκρουνγκ, γκρανγκ, γκρουνγκ» με τις μπότες ακούγονταν από πολύ μακριά ότι έρχονται. Εμείς γρήγορα, αυτές που ήταν στα σπίτια τους εκεί, εμείς γρήγορα, από εδώ η Αθηνούλα, η Κατίνα του Γκατέ, όλες να τρέξουμε από εδώ στο στενό, να χαθούμε μέσα στο στενό, να περάσουν αυτοί. Περνούσαν το βράδυ περιπολία. Και στο εργοστάσιο, όταν πήγα, δεκατέσσερα χρονών πήγα. Γιατί τι θα τρώγαμε; Σταμάτησε ο μπαμπάς μου, δεν μπορούσε να δουλέψει, είχε φύγει, είχε πεθάνει. Ένα βράδυ δεν είχαμε ρολόγι. Εδώ μια γειτόνισσα, η Φανούλα του Βόλβου, δούλευε στο εργοστάσιο. Αυτή χόρτασε τον ύπνο η ώρα 02:00 και τη φάνηκε ότι ξημέρωσε, είχε φεγγάρι καλό, έφεγγε και τη φάνηκε ξημέρωσε. Και έρχεται, με φωνάζει: «Βασιλική, άντε να πάμε στη δουλειά». «Μα, πότε να πάμε στη δουλειά;», εγώ δεν κατάλαβα, δεν είχα χορτάσει ύπνο ως το πρωί. Σηκώνομαι μάνι μάνι, η μάνα μου μού ετοιμάζει το ψωμί για να έχω να φάω και φεύγω. Φεύγουμε. Πήγαμε από 'δώ, αυτό το ’46 που είχαν φύγει οι Γερμανοί όλοι είχαν, οι Γερμανοί σε είπα έφυγαν το 28 από τη Νάουσα. 28 Σεπτεμβρίου. Και δεν βρήκαμε όμως ούτε περιπολία από τον στρατό από τη χωροφυλακή, τίποτα δεν βρήκαμε. Πάμε απάνω στο εργοστάσιο, στον Λαναρά, ο σκοπός, ο φύλακας μας λέει: «Τι θέλετε», λέει, «τέτοια ώρα;», «Τι ώρα είναι;». «Η ώρα 02:00», λέει. Τώρα τι να κάνουμε, πού να πάμε κάτω ξανά, να γυρίσουμε εδώ; Και είχαν απλωμένο μαλλί, καλοκαίρι ήτανε, στέγνωνε, είχε στεγνώσει το μαλλί, μπαίνουμε κι εμείς μέσα στο μαλλί, βάζουμε πολύ από κάτω και σκεπαζόμαστε και με το μαλλί, όλο μαλλί και ξημέρωσε.
Όταν έφυγαν, 28 Σεπτεμβρίου, τι θυμάστε από εκείνη την ημέρα;
Να, σε λέω ήμουν στο κτήμα και αρχίνησαν να φωνάζουν: «Έφυγαν οι Γερμανοί». Οι αντάρτες, οι αντάρτες ειδοποιήθηκαν, που ήταν στη Μίεζα εκεί, στη σχολή Αριστοτέλη. Εκεί, στις σπηλιές μέσα ήταν όλο αντάρτες. Αλλά ήταν το Ρουμάνι και δεν φαίνονταν και κανένας δεν πήγαινε εκεί μέσα στο Ρουμάνι, τι δουλειά είχαμε να πάμε; Εγώ εκεί μεγάλωσα, δεν ήξερα, τώρα που είπαν σχολή Αριστοτέλη τώρα πήγα, είδα, μετά δηλαδή από χρόνια. Δεν είχα πάει καμιά φορά εκεί μέσα, ενώ κάτω στο Ισβόρι που έβγαινε το νερό, έχει, εκεί έβγαινε το νερό, βγαίνει. Έβγαινε και βγαίνει. Κοχλάζει έτσι. Εσείς είχατε αμπέλι από πάνω εκεί, ο παππούς είχε αγοράσει. Από τη σχολή του Αριστοτέλη από πάνω, μέχρι κάτω εκεί στη σχολή το αμπέλι σας είναι. Το ξέρω, γιατί πήγαινα στο αμπέλι. Και αρχίνησαν να βγαίνουν ύστερα, πω, πόσοι αντάρτες με τα όπλα. Πού ήταν κρυμμένοι; Δεν ξέρω. Όλοι απάνω ήρθαν στη Νάουσα. Εδώ νταούλια, χορούς, τέτοια, αλλιώτικα ο κόσμος. Χαίρονταν. Έμα κατακτητής. Τον άντρα μου τον πήραν το ’42 το Πάσχα τετρακόσια κατσίκια. Είχαν, τετρακόσια γίδια είχαν ο άντρας μου. Αλλά από τα ανταρτικά, άλλα έπαιρναν οι αντάρτες, άλλα πήραν οι Γερμανοί, άλλα πούλησαν ύστερα, στο τέλος. Εσείς, ο παππούς σου τα πήγαινε τα γίδια από εδώ στη Συκιά, στη Χαλκιδική τα πήγαν τα γίδια. Και ο μπαμπάς σου ήταν εκεί. Δεν είχε πάει στρατιώτης ακόμα. Αλλά εμείς, ο άντρας μου ήταν στρατιώτης, τρία χρόνια στρατιώτης. Και τα έφεραν τα γίδια, στο χωριό δεν μπορούσαν να τα κρατήσουν, τους σήκωσαν τα χωριά όλα, τα σήκωσαν γύρω γύρω από τη Νάουσα που ήταν, όλα τα χωριά τα σήκωσαν, τα έφεραν στη Νάουσα. Εμάς μας έβαλαν κάτω στο δωμάτιο αυτό που είχαμε, που μας είχαν αφήσει οι Γερμανοί να καθόμαστε, μας έφεραν, ανταρτόπληκτοι λέγονταν αυτοί[01:00:00] που τους είχαν σηκώσει ο στρατός. Μας έφεραν μια οικογένεια τέσσερα άτομα κάτω κάθονταν στο δωμάτιο. Ήταν γεμάτο. Και τους πήραν τόσα γίδια, ο κουνιάδος μου τα έφερε να τα πάει, τα πήγε μέχρι τη Θεσσαλονίκη και δεν ξέρω πώς σκέφτηκε και τα πούλησε εκεί για τζάμπα και ήρθε εδώ, τα έφερε τα λεφτά, τα έφαγαν τα λεφτά και έμειναν εκεί που ήταν πλούσιοι κεχαγιάδοι, έμειναν… Ύστερα ήρθε, αγόρασε ξανά από τον μπάρμπα Γιάννη τον Μπιτέρνα, αγόρασε κατσίκια ο πεθερός μου και ήρθε, έφτιαξε ξανά γίδια, ήθελε, αυτός τα αγαπούσε, μες στα γίδια μεγάλωσε. Και όταν χωρίσαμε, πήραμε από δεκαέξι γίδια ο καθένας, τα παιδιά. Και παντρεμένοι. Αλλά είχαμε κι εμείς γίδια, τέσσερα γίδια είχαμε. Όταν μας έκλεισαν και δεν μπορούσαμε να πάμε πουθενά, είχαμε μια δαμασκηνιά ψηλή ίσα με το σπίτι μας, ωραία δαμάσκηνα για της Παναγίας ωρίμαζαν, την κόψαμε όλη τη δαμασκηνιά, να τη φάνε τα γίδια, να μην ψοφήσουν από νηστεία. Την κόψαμε τη δαμασκηνιά. Περάσαμε πολύ δύσκολα χρόνια. Αλλά μετά πέρασα καλά. Πέρασα καλά.
Όσο ήσασταν στους αντάρτες, πού κοιμόσασταν;
Σε είπα, έξω στη βροχή και στα χιόνια.
Είχατε κανέναν άνθρωπο εκεί;
Ποιον;
Κάποια γνωστή από εδώ πέρα από τη Νάουσα ίσως;
Μα, είχαμε, όλες ήμασταν γνωστές. Η Κατίνα αυτή του Μπράτση, ήμασταν μέχρι το τέλος μαζί, αυτή έμεινε εκεί ύστερα... Η Ελένη του Γούτσου. Μια ξαδέρφη του άντρα μου, ακόμα ζει, ενενήντα πέντε, αυτές ήταν όλες πιο μεγάλες. Η Κατίνα ήταν μ' εμένα ίσα, συμμαθήτριες ήμασταν στο δημοτικό. Από την πρώτη τάξη μέχρι την έκτη ήμασταν μαζί, ύστερα εγώ πήγα γυμνάσιο έναν χρόνο, αλλά για έναν χρόνο δεν χάρηκα πολύ να πάω. Ήταν, από εδώ, από τη γειτονιά μας ήταν. Και όταν μας έφεραν από το Καϊμακτσαλάν, γιατί ύστερα άλλες παραδόθηκαν, άλλες τις πήγαν σε άλλα τμήματα, άλλες δηλαδή, μόνο και με την Κατίνα είχαμε χωρίσει τελευταία. Γιατί αυτή, όταν πήγαμε στο 1100 ύψωμα, η Κατίνα τραυματίστηκε. Έπεσε ο όλμος μπροστά της και τα αέρια τη χτύπησαν στα μάτια και δεν έβλεπε. Και ήταν με τους τραυματίες. Πολλοί σκοτώθηκαν, εννιά - δέκα άτομα, όλοι αξιωματικοί από το Βέρμιο που είχαν έρθει εκεί και πολλοί αντάρτες. Εβδομήντα τραυματίες ήταν εκεί. Πάρα πολλοί. Και η Κατίνα μαζί με αυτούς ήταν. Ύστερα χωρίσαμε. Εμάς γιατί μας πήραν, μας έστειλαν, από εκεί μας έστειλαν στο Βέρμιο, γιατί είχαν πολλοί τραυματιστεί και σκοτωθεί και ξανά δεν πήγα στο Καϊμακτσαλάν, παραδόθηκα ύστερα από το Βέρμιο μετά από πέντε μέρες.
Αυτό που μου είπατε, ναι.
Ναι. Δεν έκατσα πολύ στο Βέρμιο, πέντε μέρες. Και αυτό που έμαθα, ότι ήρθαν κι άλλοι πίσω από μένα που παραδόθηκα την ημέρα στον Κόμανο, το έμαθα από έναν αντάρτη. Τον έπιασαν αυτόν, αυτός ήταν παλιός αντάρτης. Κι ύστερα εκεί στη σκηνή που ήμασταν, αυτός στην αντρική, με είδε και με κατάλαβε. Αυτός στην αντρική τη σκηνή, εγώ στη γυναικεία. Ξάπλωσα από κάτω και όπως ήταν η σκηνή μέχρι κάτω, από εκεί μιλήσαμε για πέντε λεπτά, γιατί μας έβλεπαν να μη μιλήσεις. Και με είπε: «Την ημέρα που παραδόθηκες, πολύ καλά έκανες που δεν μας πρόδωσες», εγώ δεν ήξερα ότι είναι, «που δεν μας πρόδωσες, γιατί ήμασταν είκοσι πέντε άτομα πίσω». Είκοσι άτομα άτομα, ήταν και ο Βασίλης ο Τάχας. Αυτοί οι Τάχαδοι είχαν κι άλλον έναν αδερφό, ήταν διμοιρίτης και με έβαλαν στη δικιά του τη διμοιρία εμένα. Εγώ δεν μπορούσα να περπατήσω κι έκοβα όλη τη φάλαγγα. Η φάλαγγα, φάλαγγα έλεγαν ο ένας πίσω από τον άλλον, έτσι πηγαίναμε, ο ένας πίσω από τον άλλον και ο τελευταίος, εγώ στη μέση που ήμουν, έκοβα τη φάλαγγα, δεν μπορούσα να περπατήσω. Αυτοί έφευγαν μπροστά, εγώ την έκοβα τη φάλαγγα. Μας πήγαν και στη σχολή ομαδαρχών, μας πήγαν μια δεκαπέντε άτομα ήμασταν, πόσοι ήμασταν. Ήταν και ο Τάκης ο Μούλιας. Ο Τάκης ο Μούλιας και στο 1100 ύψωμα ήμασταν μαζί στην ίδια ομάδα και παντού ήμασταν. Και μας πήγαν στη σχολή ομαδαρχών. Αλλά εγώ, το μυαλό μου δούλευε πολύ. Μόνο μας έλεγαν: «Αυτό λέγεται κινητό ουραίο ή ακίδα στοχάστρου που μας γύμναζαν τα όπλα όλα. Εγώ αμέσως τα έπαιρνα. Και τους τα έλεγα. Ύστερα μας πήγαν μια μέρα σε αυτό το ύψωμα, για να πάμε πάνω, από πού θα πάμε; Για να το κοιτάξουμε καλά. Το κοιτάξαμε όλοι καλά, εγώ τον είπα: «Ύστερα από εκεί, πρέπει να πάω εκεί, εκεί, για να φτάσω εκεί, να μην με δουν από πάνω». Και με λέει: «Όπως δουλεύει το μυαλό σου, αν δούλευαν και τα πόδια σου, δεν θα είχε άλλη σαν κι εσένα». Γιατί τα πόδια μου δεν δούλευαν, σταματούσαν, δεν μπορούσαν. Το βράδυ επειδή από έξω που κοιμόμασταν κι αυτό, από εκεί είχα αρχίσει, πάθαινα κράμπα το βράδυ. Δεν μπορούσα να, όλη νύχτα φώναζα. Όλη νύχτα φώναζα. Από εκεί με αρχίνησαν τα πόδια να με πονάνε και τώρα είμαι με το πι. Δόξα τω Θεώ, που είμαι με το πι.
Χριστίνα, κορίτσι μου, άμα θέλει ο Θεός, εκεί έπεσε ο όλμος, δεν έσκασε, γλύτωσα. Εδώ στο νοσοκομείο τώρα που με πήγαν για το Πάσχα, όλες τις μέρες πήγαινα κάθε μέρα στην Εκκλησία. Την Μεγάλη Βδομάδα και όλες τις μέρες. Πήγα και στην Ανάσταση το βράδυ. Έκατσα μέχρι τις 02:00, κοινώνησα και ήρθα. Αλλά ύστερα η κόρη μου είναι πάρα πολύ καλή μαγείρισσα, Ναουσαία παλιά, έκανε το κατσίκι με κρεμμυδάκι, έκανε κοκορέτσι, έκανε μαγειρίτσα, έκανε και γλυκά και τέτοια μ’ έφερε, τσουρέκια κι αυτά. Εγώ έφαγα από εκείνα, έφαγα από τα άλλα, έφαγα, με ήρθαν… Πρώτη μέρα, δεύτερη, την τρίτη στο νοσοκομείο. Με πιάνει ένας πόνος. Λέγω να μη το στεναχωρέσω το κορίτσι, δεν το παίρνω τηλέφωνο να 'ρθει τώρα, γιατί θα τρομάξει. Γιατί κι άλλες φορές με πιάνει, με έπιανε πόνος, αλλά με περνούσε, ύστερα από καμιά μισή ώρα ούτε μισή ώρα μου περνούσε μοναχό. Θα πιω κάνα τσάι, κάνα τέτοιο, έφευγε. Αυτό δυο ώρες δεν έφευγε, την παίρνω, από τις 11:00 η ώρα, 01:00 την πήρα τηλέφωνο. «Μαίρη, κορίτσι μου, έλα, ετοιμάσου, θα με πας στο νοσοκομείο. Δεν είμαι για το σπίτι». Με πάνε στο νοσοκομείο, με βρίσκουν πέτρα στη χολή. Και μ’ αρχίζουν μια νηστεία, ένα μήνα μόνο τσάι. Να φύγει το λίπος όλο που είχα, που έφαγα τόσο. Τόση νηστεία που έκανα, πενήντα μέρες νηστεία και ύστερα έφαγα απότομα διάφορα. Αυτό το έφτιαχνα κάθε χρόνο, δεν ήταν πρώτη χρονιά να κάνω. Αυτό, αυτή ήταν η ζωή μου. Να κάνω νηστείες όλες τις σαρακοστές, δεν είχα ούτε χοληστερίνη, ούτε ζάχαρο, ούτε τίποτα. Αυτή η νηστεία με κρατούσε, πάρα πολλή ισορροπία είχα και στη χοληστερίνη και τίποτα. Και γλυκά έτρωγα, ζάχαρο δεν είχα. Δεν ξέρω, ούτε ουρία είχα, ούτε κρεατινίνη, αυτά δηλαδή για τα νεφρά για τα τέτοια, δεν... Όμως τώρα με πείραξε. Έναν μήνα μόνο με τσάι; Πρωί, μεσημέρι, βράδυ ένα τσάι. [01:10:00]Τώρα, πώς έγινα, αδυνάτησα και έγινα, δεν μπορούσα να σηκώσω το χέρι μου, να πιω το τσάι. Το τσάι δεν μπορούσα να το πιω. Μετά με το κουτάλι μού το βάζανε στο στόμα, ύστερα με το καλαμάκι, το κρατούσα έτσι και με το καλαμάκι το ρουφούσα, για να μην την κρατώ την, δεν ήθελα και να με ταΐζουν.
Το ξεπεράσατε, όμως, οπότε όλα καλά.
Ναι, δόξα τω Θεώ. Ύστερα εκεί, ήμουν δέκα μέρες σε έναν θάλαμο μόνη μου. Με λέει ο νοσοκόμος: «Άμα δεις κάτι ζόρι, θα χτυπήσεις με αυτό το ξύλο που είναι απάνω, θα το πάρεις και θα χτυπήσεις για να σε ακούσω», γιατί ήταν ο τελευταίος θάλαμος και δεν ακούγονταν τίποτα να φώναζα. Εκείνο το βράδυ με πήραν από εκείνον τον θάλαμο και με φέρνουν εδώ μπροστά με άλλες δυο μέσα στο ίδιο και αυτές πέτρα στη χολή είχαν. Με φέρνουν και... Αλλά το βράδυ, δεν ξέρω τι ώρα ήταν, ξύπνησα λαχταρισμένη, τι ώρα ήταν δεν ξέρω. Και αρχίζω, πνίγομαι, πνίγομαι, πνίγομαι! Με έπνιγε, με έπνιγε κάτι, μ’ έπνιγε. Πνίγομαι. Αυτή η μια δεν ήταν ήσυχη. Είχε πόνο, αλλά δεν, εγώ και πόνο να είχα, είμαι τέτοια εγώ, τέτοιος χαρακτήρας. Ούτε φωνάζω ούτε… Είμαι ήρεμη. Αυτή φώναζε και έβγαλε και καθετήρα, έβγαλε και τον ορό, όλα τα έβγαλε. Ύστερα, ήρθαν, της τα έβαλαν και είπαν: «Πρέπει να είναι μια εδώ, για να τη φυλάγει». Αυτή η κοπέλα που ήταν, που τη φύλαγε, πάλι για να μη μ’ ακούσει κανένας. Τρέχει, φώναζα: «Πνίγομαι, πνίγομαι», αφού πνιγόμουν. Φωνάζει τη νοσοκόμα, έρχεται η νοσοκόμα, από εκεί όλοι οι γιατροί μαζεύτηκαν που νυχτέρευαν και νοσοκόμες και προϊσταμένες, τι ήταν εκεί, δεν ξέρω πόσες ήταν, άλλη μ’ έβαζε, με μετρούσε την πίεση, άλλη μ’ έβαλε οξυγόνο, άλλη μ’ έκανε καρδιογράφημα. Τι μ’ έφτιαχναν, δεν ξέρω τόση ώρα, αλλά με συνέφεραν. Την λένε τη θυγατέρα μου: «Πνευμονικό οίδημα».
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κυρία Βασιλική, γεννημένη το 1932, φέρνει στη μνήμη της τις σκληρές στιγμές του πολέμου. Ένας πόλεμος που της στέρησε τα δυο της αδέρφια, καθώς πέθαναν στο αλβανικό μέτωπο, αλλά και τον πατέρα της, ο οποίος απεβίωσε από τη στεναχώρια του. Η ίδια ήταν πλέον υπεύθυνη για τη συντήρηση των κτημάτων τους και για το μεροκάματο στο σπίτι. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, υποχρεωτικά διέμεναν μαζί τους τρεις Γερμανοί, πέρα από τους υπόλοιπους κινδύνους που είχαν να αντιμετωπίσουν. Στην ηλικία των δεκαέξι ετών έγινε με το ζόρι αντάρτισσα μαζί με κάποια άλλα κορίτσια της γειτονιάς. Στην αφήγησή της περιγράφει όλες αυτές τις δύσκολες στιγμές επιβίωσης, αλλά και την αγάπη που βρήκε στο πρόσωπο του συζύγου της που παντρεύτηκε με προξενιό και ζήσανε μαζί πενήντα εννέα χρόνια.
Αφηγητές/τριες
Βασιλική Κίτσου
Ερευνητές/τριες
Χριστίνα Μπιτέρνα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/09/2023
Διάρκεια
73'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κυρία Βασιλική, γεννημένη το 1932, φέρνει στη μνήμη της τις σκληρές στιγμές του πολέμου. Ένας πόλεμος που της στέρησε τα δυο της αδέρφια, καθώς πέθαναν στο αλβανικό μέτωπο, αλλά και τον πατέρα της, ο οποίος απεβίωσε από τη στεναχώρια του. Η ίδια ήταν πλέον υπεύθυνη για τη συντήρηση των κτημάτων τους και για το μεροκάματο στο σπίτι. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, υποχρεωτικά διέμεναν μαζί τους τρεις Γερμανοί, πέρα από τους υπόλοιπους κινδύνους που είχαν να αντιμετωπίσουν. Στην ηλικία των δεκαέξι ετών έγινε με το ζόρι αντάρτισσα μαζί με κάποια άλλα κορίτσια της γειτονιάς. Στην αφήγησή της περιγράφει όλες αυτές τις δύσκολες στιγμές επιβίωσης, αλλά και την αγάπη που βρήκε στο πρόσωπο του συζύγου της που παντρεύτηκε με προξενιό και ζήσανε μαζί πενήντα εννέα χρόνια.
Αφηγητές/τριες
Βασιλική Κίτσου
Ερευνητές/τριες
Χριστίνα Μπιτέρνα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/09/2023
Διάρκεια
73'