«Αν πατρίδα είναι η παιδική ηλικία, εγώ έχω δύο»: Ο Δημήτρης Ρουσουνέλος για τη Μύκονο, τις Σπέτσες και τα χρόνια του στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή

Α.Ρ.

Καλησπέρα, θέλεις να μας συστηθείς;

[00:00:00]

Δ.Ρ.

Καλησπέρα, Αντώνη, είμαι ο Δημήτρης ο Ρουσουνέλος. Γεννήθηκα στη Μύκονο το 1957, έζησα εδώ τα πρώτα χρόνια μέχρι, που πήγα στο Γυμνάσιο. Οι σπουδές μου, η συνέχεια, ήταν στις Σπέτσες. Σπούδασα Ανωτάτη Βιομηχανική, το σημερινό Πανεπιστήμιο Πειραιά. Ασχολούμαι με τη γαστρονομία, γράφω στον «Γαστρονόμο», και είμαι συγγραφέας τεσσάρων βιβλίων.

Α.Ρ.

Λοιπόν, σήμερα είναι 20 Σεπτεμβρίου του 2023. Εγώ είμαι ο Αντώνης Ρουσουνέλος, και είμαι ερευνητής για το Istorima. Σήμερα εδώ, με το Δημήτρη Ρουσουνέλο, θα μιλήσουμε για τα παιδικά του χρόνια στη Μύκονο, και για τις γυμνασιακές και λυκειακές του χρονιές στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο σχολή στις Σπέτσες. Θέλεις να ξεκινήσουμε από νωρίς, από τη Μύκονο της πρώτης έτσι δεκαετίας της ζωής σου;

Δ.Ρ.

Να ξεκινήσουμε από τα παιδικάτα μου λοιπόν. Όταν γεννήθηκα το 1957, η Μύκονος ήταν ένα νησί σαν όλα τα άλλα της εποχής, από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τα δεύτερα ίσως, τα πρώτα μετεμφυλιακά, μόλις είχε αρχίσει μία ακόμη πιο έντονη τουριστική κίνηση. Ο κόσμος ασχολιόταν και δεν ασχολιόταν με τον τουρισμό. Είμαι από τη γενιά εκείνη, στην οποία, ας πούμε, ότι το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε ακόμα κάνει έντονη την εμφάνιση του. Υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, απλώς η ηλεκτρική εταιρεία ήτανε στο κέντρο της χώρας. Φαντάσου δηλαδή ότι την πρωτοχρονιά ο Νίκολας, ο υπεύθυνος της ΔΕΗ, της Ηλεκτρικής Εταιρείας τότε, κατέβαζε τρείς φορές στην ασφάλεια για να κάνουμε πρωτοχρονιά, για να πούμε χρόνια πολλά. Τηλεόραση βέβαια δεν υπήρχε, ψυγείο δεν υπήρχε, ηλεκτρικό. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ήταν τελείως διαφορετικό το σκηνικό της Μυκόνου από το σκηνικό που μπορεί να φανταστεί κανείς σήμερα, ή που ζει κανείς σήμερα. Το παγοποιείο για παράδειγμα, όταν στα πρώτα παιδικά μου χρόνια, ήταν το από τα λίγα σημεία της πόλης –το παγοποιείο ήταν στο κέντρο της χώρας, εκεί στην κοντά στη λίμνη– όπου πηγαίναμε καθημερινά με ένα δίχτυ, και περνάμε τον πάγο, είτε για το σπίτι, είτε για τη δουλειά μας. Το ψυγείο στο σπίτι ήταν ένα ψυγείο πάγου, το θυμάμαι χαρακτηριστικά, με ένα ξύλινο μικρό βρυσάκι από το οποίο πίναμε λίγο παγωμένο νερό, από ένα ντεπόζιτο που έβαζε κανείς μέσα. Και η ζωή κυλούσε όπως κυλάει στα νησιά σήμερα τα οποία πάει κανείς και είναι εντελώς απομονωμένα, κυρίως στα νησιά της μεθορίου, τα μικρά νησιά. Να πω ότι ο τουρισμός στη Μύκονο είχε μεν αρχίσει πολύ παλιότερα, και αυτό είναι κομμάτι μιας έρευνας που κάνω. Έχει αρχίσει από τη δεκαετία του ’20. Οι πρώτες εκδρομές στη Μυκόνου έχουν γίνει το 1927-‘28, και έχουμε ήδη καταγραφές πολύ ενδιαφέρουσες από εφημερίδες της εποχής, της δεκαετίας του ’30, δηλαδή 1932, 1933, 1934, εφημερίδες όπως είναι «Η Μύκονος» και η εφημερίδα «Μυκονιάτικα Χρονικά», όπου μιλάνε και σε πρωτοσέλιδα αλλά και μέσα σε κείμενα επανειλημμένα, για τους κινδύνους που κρύβονται από τον τουρισμό, για τα νέα ήθη που φέρνει ο τουρισμός, για ηχορύπανση που έχει φέρει ήδη ο τουρισμός, και μιλάμε τώρα για τη δεκαετία του ’30. Ήταν η εποχή με τα πρώτα bain mixed και τα λοιπά. Όμως για να κάνουμε ένα άλμα, γιατί μιλάμε πια για τα δικά μου χρόνια, που είναι ακόμα χρόνια φτωχά, ο περισσότερος κόσμος από το νησί είναι εσωτερικός μετανάστης. Κυρίως στον Πειραιά, στην Αθήνα, στη Σύρο, αρκετός κόσμος, αλλά και κυρίως στο εξωτερικό. Υπάρχουν περιοχές, ας πούμε, στην Αθήνα έχουμε τα Μυκονιάτικα, όπου πολλές οικογένειες έμεναν εκεί, Μυκονιατών. Υπάρχει μυκονιάτικη παροικία στο Τζόλιετ, στο Σικάγο της Αμερικής, όπως επίσης και στη Φλόριντα. Ένα αρκετά μεγάλο πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι κατά ανάγκη έφυγαν, από τις αρχές του αιώνα, και μέχρι τη δεκαετία του ’60 συνεχίστηκε αυτή η ροή. Ο παππούς μου ήταν ένας μετανάστης, ο παππούς μου ο Θοδωρής ο Ρουσουνέλος, πατέρας του πατέρα μου, ο οποίος είχε πάει στην Αμερική γύρω στη δεκαετία του ’10. Εκεί δούλεψε στα τρένα, σα θερμαστής και από κει απέκτησε και το προσωνύμιο, το παρατσούκλι, Καρμπόνης. Δούλευε με Ιταλούς, ήταν συνεχώς μουντζουρωμένος γιατί δούλευε τα κάρβουνα στα τρένα, όταν στήνονταν οι γραμμές του τρένου στις διάφορες Πολιτείες της Αμερικής. Δούλευε με Ιταλούς λοιπόν, και οι Ιταλοί τον λέγανε συνέχεια Καρμπόνε, επειδή ήταν συνέχεια μουντζουρωμένος. Και έτσι όταν ήρθε στην Ελλάδα κάπου το ανέφερε, και του έμεινε το παρατσούκλι, είναι το οικογενειακό μας παρατσούκλι. Να πω λοιπόν ότι μετανάστης ήταν και ο άλλος μου παππούς, ο Δημήτρης ο Νάζος, ο οποίος δούλεψε και στα ορυχεία της Σερίφου, όπως δούλεψε και στον Πειραιά στον ΟΛΠ. Εκείνη την εποχή μετανάστες… ένα χαρακτηριστικό πράγμα που θα ήθελα να αναφέρω, είναι ότι πήγαιναν και έρχονταν οι άνθρωποι, οι άντρες κυρίως, αλλά αργότερα και γυναίκες, τα κορίτσια, τα νέα κορίτσια, πήγαιναν και έρχονταν λοιπόν οι άντρες, οι παντρεμένοι, και γύρναγαν, και στην κυριολεξία –θα πω μία έκφραση, ένα ρήμα που μπορεί να μην είναι το σωστό– αλλά έσπερναν ένα παιδί. Έφευγαν, ξαναγύρναγαν, και γινόταν αυτή η ιστορία. Για αυτό κιόλας μπορεί να δεις κάνεις διάφορες ηλικιών, αλλά από παιδί σε παιδί, οι οποίες έχουν το ενδιαφέρον τους. Οι γυναίκες που παρέμεναν στο νησί, είτε ως γυναίκες ναυτικών, είτε ως γυναίκες μεταναστών, ήταν αυτές που κρατούσαν τα ηνία της οικογένειας. Και αυτό είναι μία εξήγηση για την οποία λέμε, ότι η κοινωνία του νησιού, υπήρξε, και εν πολύς συνεχίζει να υπάρχει, ως κοινωνία μητριαρχική. 

Α.Ρ.

Θέλω να σε ρωτήσω, να μου περιγράψεις, πώς τώρα –από τις αναμνήσεις, φαντάζομαι, ή από πράγματα που έχεις ακούσει– πως θα περιέγραφες το κοινωνικό σύνολο, δηλαδή το ποιόν τους, τα ήθη τους, της Μυκόνου εκείνης της εποχής;

Δ.Ρ.

Μιλάμε για τη δεκαετία του ’60 φαντάζομαι, και όχι αυτό που ανέφερα πριν, το παλαιότερο, το οποίο αφορά κυρίως διαβάσματά μου, αλλά στην εποχή που εγώ γεννήθηκα. Θέλω να πω κατ’ αρχάς ότι μυκονιάτικη κοινωνία, είναι αυτό που λέμε μία κοινωνία θεοσεβούμενη. Δεν φαίνεται αυτό εξαρχής, ούτε ακούγεται κιόλας, με βάση την εικόνα που έχουμε από τα κανάλια, και από τα ακούσματα μας. Είναι άνθρωποι, οι οποίοι και τις παραδόσεις ακολουθούν, και κυρίως, έχουν ένα πολύ ανεπτυγμένο θρησκευτικό συναίσθημα. Δεν θα μπω στους λόγους για τους οποίους έχουν αυτό το συναίσθημα ανεπτυγμένο, ούτε στο γεγονός ότι έχουμε– τυχαίο το νούμερο αλλά δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα– πάνω από 500 εξωκλήσια. Ειρήσθω εν παρόδω, τα εξωκλήσια στη Μύκονο, ο σκοπός για τον οποίο χτίστηκαν, είναι κυρίως τάματα. Είναι τάματα ναυτικών, τάματα αγροτών, από τη μία μεριά. Και από την άλλη μεριά είναι η αναγκαιότητα η οποία υπάρχει, για οικογένειες οι οποίες έχουν την οικονομική δυνατότητα, βέβαια, να φέρουν όσο γίνεται πιο κοντά τους τα οστά των γονιών τους, και τα οστά των ίδιων. Κατά κάποιον τρόπο, το εξωκλήσι στη Μύκονο, είναι η πυραμίδα του Μυκονιάτη και της Μυκονιάτισσας. Δεν σου κρύβω, Αντώνη, προφανώς το ξέρεις –γιατί δεν ξέρω αν αναφέραμε ότι είσαι ο γιος μου– ότι εγώ ήδη έχω φροντίσει για τη δικιά μου θέση στην οποία θα μπει το κουτάκι με τα δικά μου οστά, όταν φύγω από τον μάταιο αυτό κόσμο, που λέγαμε παλιά. Όπως επίσης υπάρχει ήδη η φροντίδα για τον πατέρα μου και υπάρχει και ήδη η μητέρα μου, η οποία έχει φύγει εδώ και χρόνια, [00:10:00]10 χρόνια, παραπάνω, ίσως 12, και είναι ήδη στο εκκλησάκι μας στο αμπέλι που έχουμε, στο κέντρο του νησιού. Η κοινωνία λοιπόν εκείνη την εποχή, για να επανέλθω στο ερώτημά σου, ήταν μία οικογένεια, θα έλεγα, από τη μία μεριά πολύ κλειστή, δεν ξέρω πως να το πω… Όπως είναι όλες οι κοινωνίες της επαρχίας. Και από την άλλη μεριά όμως πολύ ανοιχτή. Η ερμηνεία που υπάρχει, είναι αφενός μεν η επαφή με το εμπόριο, η επαφή παλαιότερα με την πειρατεία, και αργότερα με τον τουρισμό. Όταν ξεκίνησε ο τουρισμός τόσο παλιά που λέμε, σχεδόν 100 χρόνια τώρα, ο Μυκονιάτης έχοντας ήδη, από παράδοση, υπάρξει ως μία ανοιχτή κοινωνία, στα γλέντια των πειρατών, όπως αναφέρει κυρίως η προφορική παράδοση, ήταν έτοιμος να δεχτεί κάποια πράγματα που εμφανίζονται ως νέα ήθη. Πέρα από την αναφορά που έκανα στις τοπικές εφημερίδες. Για αυτό κιόλας πολύ εύκολα δέχτηκε και τα bain mixed, τη δεκαετία του ’20 και του ’30. Για αυτό εύκολα δέχτηκε τα κύματα τουριστών είτε αυτά ήτανε hippies, είτε ήταν ομοφυλόφιλοι αργότερα, είτε ήταν διάφοροι, οτιδήποτε. Δηλαδή όλη την περίοδο, στην οποία εγώ γνωρίζω τον εαυτό μου ποια μεγαλώνοντας, σε αυτή την κοινωνία δεν υπήρχε ποτέ η επιλογή ή ο ενδοιασμός του –αυτό που συνέβαινε σε άλλα μέρη– «Α, αυτός είναι Έλληνας ή αυτός είναι ξένος». Όσον αφορά την ενοικίαση δωματίων. Ή ξέρω γω: «Αυτός είναι μαύρος, αυτός είναι κίτρινος, αυτός είναι οτιδήποτε, gay και τα λοιπά». Ακόμα και την περίοδο την πολύ δύσκολη της πανδημίας του AIDS –αν μπορεί να την πει κανείς έτσι, δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να είναι ο όρος– ο Μυκονιάτης, μέσα από την κοινωνία, καταφέραμε, κυρίως μέσα από μία ομάδα ανθρώπων στην οποία συμμετείχα, να ενημερώσουμε τον κόσμο και του νησιού αλλά και έξω από το νησί, για το πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση. Αλλά και πώς μπορούμε το νησί να το προστατεύσουμε από την κακή φήμη, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει αρνητικά, σε σχέση με τον τουρισμό που είχαμε στο νησί με πολλούς ομοφυλόφιλους τότε, πράγμα το οποίο δεν ήτανε κάτι το οποίο θα έπρεπε να μπει σε συζήτηση, γιατί απλώς όλοι μας έπρεπε να προσέχουμε όπως αποδείχθηκε πολύ αργότερα, με άλλες πανδημίες τις οποίες αντιμετωπίσαμε.

Α.Ρ.

Άρα για τις δεκαετίες που συζητάμε, τις πρώτες αναμνήσεις, του ’60 και του ’70 θεωρητικά, είναι κάτι συγκεκριμένο που θυμάσαι; Κάποια ιστορία, κάποιο γεγονός, που έτσι να χαρακτηρίζει λίγο, να είναι ένα καλό παράδειγμα για την ευρύτερη στάση του νησιού προς κοινωνικά θέματα ή κάτι, το πρώτο πράμα που σου έρχεται στο μυαλό αν ήθελες να πεις μια ιστορία για να καταλάβει κάποιος τι συνέβαινε τα ’60s, τα ‘70s, στις πρώτες δύο δεκαετίες σου στη Μύκονο.

Δ.Ρ.

Ναι, κοίταξε να δεις. Κατ’ αρχάς στο γιαλό, κατεβαίνανε πάρα πολύς κόσμος, μιλάμε τώρα για προχωρημένη δεκαετία του 60. Αυτό που αργότερα ονομάστηκε άγρα πελατών, τότε δεν ονομαζόταν έτσι. Απλώς κατεβαίνανε για να εξυπηρετήσουν κιόλας. Έπρεπε ο κόσμος που ερχόταν στο νησί να εξυπηρετηθεί, να πάει στα σπίτια. Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν και πολλά ξενοδοχεία, ας πούμε τώρα δηλαδή τέλος δεκαετίας ’50 χτίστηκαν το Λητώ και το Ξενία. Υπήρχε παλαιότερα το Δήλος και το Απόλλων, ίσως και κάνα δυο ακόμα. Όλα τα υπόλοιπα ήταν μικρά ενοικιαζόμενα δωμάτια, και περισσότερος κόσμος έμενε λοιπόν σε σπίτια. Όταν λέμε σπίτια, μιλάμε το δωμάτιο, σαν το σημερινό Airbnb. Πώς ξεκίνησε το Airbnb; Ήταν το δωμάτιο ενός σπιτιού στο οποίο –το έχουμε δει και στο σινεμά να συμβαίνει σε διάφορες ταινίες– το οποίο το νοίκιαζε η σπιτονοικοκυρά, η οικογένεια τέλος πάντων, για να μπορέσει να ανταπεξέλθει σε κάποια έξοδα. Πάρα πολύς κόσμος κατέβαινε στο γιαλό –τότε το λιμάνι ήταν από την άλλη, στο παλιό λιμάνι ας πούμε, κατεβαίνανε με βάρκες προς τη μεριά που είναι το δημαρχείο σήμερα– πάρα πολύ κόσμος κατέβαινε για να βρει πελάτες, κόσμο για το δωμάτιο. Δεν έκαναν επιλογή. Δηλαδή είναι και κάτι που μου το έχει πει και ο πεθερός μου αργότερα, σχετικά με το πώς αντιλαμβάνεται ο Μυκονιάτης τον τουρίστα. Ειδικά αυτόν τον backpacker, ας πούμε, η πιο φτωχολογιά, ας πούμε, ο πιο χαμηλού οικονομικού budget τουρίστας, είναι ο νέος άνθρωπος, ο οποίος ταξιδεύει στον κόσμο, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς εισιτήριο επιστροφής πολλές φορές, εκείνη την εποχή κυρίως, όπου όπου τον βγάλει η χαρά της ζωής. Ερχόμενος λοιπόν στη Μύκονο, θα μπορούσε είτε βολτάροντας το νησί, τη χώρα να βρει κάπου να κοιμηθεί. Ακόμα όμως και εκτός χώρας. Έβλεπες τότε κόσμο ο οποίος πήγαινε και στα χωριά ας πούμε. Και άνοιγαν την πόρτα γριές γυναίκες, οι οποίες ζούσαν μόνες τους, χήρες γυναίκες, μαυροφόρες, άνοιγαν την πόρτα τους και βάζανε τον κόσμο στο σαλόνι τους. Άγνωστους ανθρώπους. Ανθρώπους τους οποίους, δεν είναι να πεις ότι τον κρίνεις με την πρώτη ματιά κουστουμαρισμένο, περιποιημένο. Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι από το ταξίδι. Αυτό το πράγμα, δεν υπήρχε ποτέ στα αυτιά μου. Ποτέ, νομίζω ότι ίσως δεν είσαι σωστή έκφραση, γιατί προφανώς θα υπήρχαν και εξαιρέσεις αλλά σαν κανόνας ας πούμε άνοιγαν τα σπίτια τους οι Μυκονιάτες και βάζαν κόσμο. Στο δικό μας σπίτι, επειδή ο πατέρας μου, είχαμε και δωμάτια τα οποία νοικιάζαμε, όταν… πολλές φορές τύχαινε με τον αδερφό μου, όταν πηγαίναμε για ύπνο το βράδυ να μην είχαμε κρεβάτι. Δηλαδή το κρεβάτι μας πολλές φορές ήταν κατειλημμένο. Είτε για λόγους εξυπηρέτησης, ήταν πάρα πολλές οικογένειες που ερχόντανε και είχαν παιδιά. Τι οικογένειες; Ήταν οικογένειες που πήγαν στην Τήνο για Δεκαπενταύγουστο να προσκυνήσουν, και ξαφνικά, να πάμε και στη Μύκονο. Έρχονταν στη Μύκονο και εδώ αντιμετώπιζαν μία κατάσταση η οποία, δεν είχαν που να κοιμηθούν. Αυτούς τους ανθρώπους έπρεπε να εξυπηρετήσει κάνεις. Δεν ήταν άνθρωποι οι οποίοι θα μπορούσανε, όπως εκατοντάδες άλλοι, να κοιμηθούνε στην αμμουδιά κάτω στο γιαλό στην παραλία ας πούμε, ούτε στις αυλές των εκκλησιών. Όπως ήταν δεκάδες άνθρωποι σε αυλές εκκλησιών, ούτε σε πεζούλια ούτε πουθενά. Οι κήποι ήταν γεμάτη κόσμο, οι ταράτσες ήταν γεμάτες κόσμο. Πολλές φορές δωρεάν, και άλλες φορές με το αζημίωτο. Γιατί υπήρχαν οι άνθρωποι, και εμείς νοικιάσαμε και εμείς, όταν είναι ο άλλος και έρχεται και πρέπει να κάνει κάποιο ντουζ, οτιδήποτε, ας πούμε να περάσει κάποιο χρόνο στο χώρο σου, υπάρχει ένα αντίτιμο, στοιχειώδες αντίτιμο. Δεν επιλέγαμε, αυτό δηλαδή ήτανε κανόνας για τη Μύκονο της δεκαετίας του ’60.

Α.Ρ.

Να πιαστώ από αυτό. Αυτό που λες, που θυμάσαι, θυμάσαι με τον πατέρα σου, με τη μάνα σου, με τα δωμάτια που νοικιάζατε, από πότε ξεκινάει αυτό; Ποια είναι η πρώτη σου ανάμνηση από άνθρωπο μες στο σπίτι;

Δ.Ρ.

Να πω πρώτα ποιος ήταν ο πατέρας μου, και η μητέρα μου, γιατί το αφήσαμε και ίσως κάνουμε ένα άλμα. Κατ’ αρχάς είναι και οι δύο από αγροτικές οικογένειες. Ο ένας είναι από την κορυφή ενός βουνού στον Κούνουπα, κορυφή–κορυφή, εκεί ήταν τα πατρικά του, πατρικά τα οποία τα γύρω χωράφια ας πούμε τότε τα αγόρασε ο παππούς όταν γύρισε από την Αμερική, με κάποια δολάρια που είχε εξοικονομήσει. Κάποια, γιατί τα υπόλοιπα ήταν πατρογονικά, εκεί δηλαδή ήταν η ρίζα του. Και η μητέρα μου ήταν από μία περιοχή νότια του αεροδρομίου, το Σκαλάδο, η οποία ορφάνεψε όταν ήταν τεσσάρων χρόνων, η γιαγιά μου ξαναπαντρεύτηκε, γίναν μία οικογένεια τρία παιδιά η οικογένεια της μάνας μου, και τρία παιδιά ο καινούργιος σύζυγος της γιαγιάς μου, 6 παιδιά, μία οικογένεια πάρα πολύ αγαπημένοι, μέχρι τελευταία δηλαδή, που οι περισσότεροι έχουν φύγει από τη ζωή, ίσως και όλοι. Αυτοί οι άνθρωποι κάποια στιγμή, ο πατέρας μου, το επάγγελμα του το αρχικό, πέρα από μία προσπάθεια που έκανε στην Αθήνα για να πάει για σοβατζής, γύρισε και κάνε αυτό που γουστάριζε πάντα να κάνει, το εμπόριο. Έφευγε λοιπόν από τη Μύκονο, φορτωμένος πράγματα, ότι έβγαζε το νησί. Μπαξεβανικά, φασολάκια, ντομάτες πρώιμες που έβγαζε ο Πλατύ Γιαλός, διαφορετικά πράγματα, γουρουνάκια, πάρα πολλά γουρουνάκια. Και τα έφερνε και τα πήγαινε στην Ικαρία κυρίως, και στη Σάμο. Όχι μόνο αυτό, πήγαινε και στον Πειραιά, πήγαινε στην αγορά του Πειραιά, έπαιρνε όλη τη βόλτα Πηγάδα, Χατζηκυριάκειο, Καλλίπολη, όλη αυτή τη γειτονιά εκεί του Πειραιά, όπου υπήρχαν και μυκονιάτικες οικογένειες, και είχε μία καβάτζα έτσι καλή ώστε να μπορεί να χτυπάει άνετα μια πόρτα και πούλαγε τα πάντα. Από φασόλια που σας είπα πριν, ξερά ή [00:20:00]νωπά αμπελοφάσουλα, και αυγά. Δηλαδή έφευγε από τη Μύκονο φορτωμένος αυγά να πάει να τα πουλήσει στον Πειραιά. Άλλα χρόνια, άλλες… αυτά. Από την Σάμο και την Ικαρία έφερνε άλλα πράγματα, ήταν ένα είδος ανταλλακτικού εμπορίου. Το τέλος της δεκαετίας του ’50, όταν παντρεύτηκαν, αμέσως, νομίζω 57–58, τότε που γεννήθηκα εγώ το 57, άνοιξε μπακάλικο. Ένα μπακάλικο το οποίο ήταν στο κεντρικό σημείο στο Ματογιάννι, ας πούμε, άρα η δουλειά του ήτανε παντοπώλης. Τα δωμάτια ήρθαν μετά. Έκανε μία αγορά εκεί στη γειτονιά και έχτισε κάποια δωμάτια. Θυμάμαι τα πρώτα μου χρόνια ότι εκεί έμεναν καθηγητές, δάσκαλοι και τα λοιπά. Ήμασταν όλοι μία οικογένεια. Θυμάμαι γιορτές για Πάσχα, Πρωτοχρονιά στο σπίτι μας να είναι ξέρω γω 30–40 άνθρωποι. Ήταν ένα διαρκές, αυτές οι χρονιάρες μέρες, ή στη γιορτή του πατέρα μου ήταν πάρα πολύς κόσμος, που ήταν από αυτόν τον κόσμο, δάσκαλοι καθηγητές. Και επειδή ο ένας από τους δασκάλους είχε τον αδερφό του που ήτανε αστυφύλακας, τουριστική αστυνομία, ήταν και από το αστυνομικό τμήμα κάποιοι άνθρωποι. Και οι ταχυδρομικοί. Το λέω με την έννοια ότι τα σπίτια μας ήταν ανοιχτά. Και είχαμε και τη διάθεση, και το χρόνο. Δεν είχαμε την πίεση την τωρινή. Αυτά λοιπόν τα σπίτια τα οποία ενοικιάζονται σε καθηγητές και δασκάλους, δεδομένου ότι σιγά–σιγά άρχισαν να χτίζονται, να χτίζεται η χώρα, να φτιάχνουν τα σπίτια τα παλιά που ήταν ερείπια. Γιατί όταν γεννήθηκα, πάρα πολλά κτίρια τα λέγαμε «βουλιστά», δηλαδή ήταν ερειπωμένα σπίτια τα οποία οι άνθρωποι τα είχαν εγκαταλείψει γιατί είχανε φύγει. Ένα σπίτι εκείνης της εποχής που είναι φτιαγμένο με πέτρα και χώμα, ψάθες, καλάμια, ξύλα και ασβέστη, η στέγη του, αυτό κάποια στιγμή, όταν δεν συντηρείται, πέφτει. Αυτά λοιπόν φτιάχτηκαν, όποτε μπορέσει ο κόσμος και τακτοποιήθηκε, και έγιναν και οι πρώτες μονάδες οι εντός εισαγωγικών τουριστικές. Τα 4 δωμάτια του πατέρα μου γίνανε 8, τα 8 γίνανε 16, και σιγά–σιγά με κάποιο νόμο αργότερα έγινε ένα μικρό ξενοδοχείο τέταρτης κατηγορίας, με 21 δωμάτια.

Α.Ρ.

Χρονολογικά, από πότε ξεκινάμε και πότε καταλήγουμε σε αυτό;

Δ.Ρ.

Ο πατέρας μου ήδη άσο τη δεκαετία του ’60, είχε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Και μάλιστα δεν θα ξεχάσω, ότι η κάρτα, επειδή τότε το μεγάλο πρόβλημα στη Μύκονο ήταν το νερό. Μπορώ να σου πω και κάποιες ιστορίες με το νερό. Δεν υπήρχε νερό σε μόνιμη βάση, δηλαδή υπήρχαν πολλές διακοπές. Γιατί όπως στα περισσότερα νησιά, το νησί το καλοκαίρι έμεινε από νερό. Οπότε μπορούσε να ήταν και μία εβδομάδα να μην είχε νερό η βρύση. Θυμάμαι Αμερικανός συγγραφέας, ο οποίος έμενε απέναντι μας, είχε έρθει για να γράψει ένα βιβλίο, τον καλημέριζα κάθε μέρα, δεκαετία ’60 πάντα μιλάμε. Και όταν μετά από ένα δεκαήμερο ήρθε νερό στη βρύση του –αυτός ήταν και σε επάνω όροφο και ήταν πιο δύσκολο να πάει το νερό– βγήκε έξω στο μπαλκόνι και φώναζε «νερό, νερό, νερό!». Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Το «νερό, νερό, νερό» όμως αυτό, για να μπορέσει να εξυπηρετήσει τον τουρίστα, θυμάμαι τη γειτόνισσα μας την Δέσποινα την Δάντου, η οποία από το πρωί, ως το άλλο πρωί, κουβάλαγε τενεκέδες νερό σε ένα βαρέλι. Η βρύση ήταν στα 50 μέτρα από το σπίτι της. Γέμιζε τον τενεκέ, τον άδειαζε στο βαρέλι, και ξανά πίσω. Όταν πήγαινε πίσω έμπαινε πάλι στην ουρά. Γιατί υπήρχε μία ουρά από κόσμο με τενεκέδες, οι οποίοι γέμισαν τενεκέδες, πήγαν σπίτι. Ξανά στην ουρά να γεμίσει το βαρέλι, με ένα μοτέρ να πηγαίνει το νερό στην ταράτσα, και από την ταράτσα που έχει αυτή τη μικρή δεξαμενούλα, πήγαινε ο τουρίστας να κάνει ντους. Ο τουρίστας όμως δεν ήταν πάντα ένας τουρίστας ο οποίος σεβότανε το θέμα της κατανάλωσης νερού, να κάνει οικονομία. Άρα λοιπόν η Δέσποινα μπορεί να έκανε 30 διαδρομές, για να γεμίσει μία ένα βαρέλι, μία δεξαμενή, την οποίαν ο άλλος με ένα ντους την άδειαζε. Αντιλαμβάνεσαι λοιπόν τις δυσκολίες και –γενικότερα το λέω αυτό– που έχει αυτή η κατάσταση. Και η Δέσποινα λοιπόν, και παράλληλα το σημερινό ξενοδοχείο Ματίνα, ο Ντεμένεος, και η κυρία Μίνα η Μουδράκη, πιθανόν και άλλους που δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή, ήταν τα πρώτα ενοικιαζόμενα δωμάτια της γειτονιάς. Μικρές μονάδες, από 4 μέχρι 10–12 δωμάτια. Πάντα μιλάμε για τη δεκαετία του ’60.

Α.Ρ.

Είπες κάτι για την κάρτα, κάτι θα θυμώσουν;

Δ.Ρ.

Επειδή λοιπόν το τρεχούμενο νερό ήτανε το μεγάλο comfort που θα μπορούσες να προσφέρεις, η μετάφραση το «με τρεχούμενα νερά» θυμάμαι στου πατέρα μου την κάρτα έλεγε: «Pension Carbonaki, comfortable rooms with running waters». With running waters ήταν αυτό το «με τρεχούμενα νερά». Μιλάμε για ανθρώπους οι οποίοι ήτανε αγράμματοι. Η μητέρα μου μεν είχε βγάλει την έκτη Δημοτικού, ο πατέρας μου ήταν της τετάρτης Δημοτικού. Ήταν στο ίδιο σχολείο, στον Ομβροδέκτη, μονοθέσιο. Ο πατέρας μου όμως συνεννοηγιόταν με τους τουρίστες πολύ καλύτερα από ότι συνεννοηγιόμουν εγώ, ο όποιος είχα μάθει τα Αγγλικά με Ελληνοαμερικάνα δασκάλα, την κυρία Ευδοξία ή αργότερα με τον κύριο Μπρίγκο. Δηλαδή εγώ ντρεπόμουν, γιατί άμα δεν ήξερα κάτι, ένα ρήμα, άμα δεν ήξερα κάτι και δεν μπορούσα να εκφραστώ. Εκείνος όμως ότι ήθελε να πει το έλεγε με αυτές τις 30 λέξεις που ήξερε. Δηλαδή αν ήθελε να πει ότι: «Κοίταξε να δεις, άνθρωπέ μου, σου δίνω ένα δωμάτιο το οποίο είναι στον τρίτο όροφο» του έλεγε: «η ντι mister, η ντι room, η ντι upstair, η ντι upstair upstair». Δηλαδή τι ήταν αυτό: «άνθρωπέ μου, το δωμάτιό σου είναι πάνω, πιο πάνω, και από πάνω». Δηλαδή, δεν χρειαζόταν, το «η ντι» είναι ο συμπλεκτικός σύνδεσμος που θα μπορούσε να τα δέσει όλα. Όταν δεν είχε τη λέξη, έβαζε ένα «η ντι» και τα έδενε αυτά όλα. Αυτό μου έχει μείνει πραγματικά… και δεν ήταν μοναδικός. Η πλειοψηφία των ξενοδόχων, των σημερινών Μυκονιατών, της Μυκόνου, είναι άνθρωποι του Δημοτικού. Κανένας δεν έχει πάει Γυμνάσιο. Η παλιά φουρνιά λέμε, έτσι. Άνθρωποι του Δημοτικού και τα αγγλικά τους ήταν τέτοια, δεν ήταν παραπάνω.

Α.Ρ.

Να μείνουμε στο θέμα το σχολικό. Πώς ήταν η εκπαίδευση στη Μύκονο εκείνα τα χρόνια; Που ήταν το σχολείο; Κατάλαβα ότι η προηγούμενη γενιά έκανε πολύ λίγες τάξεις, και σε μονοθέσιο, διθέσιο. Περιέγραψε μου αυτή την κατάσταση στο νησί.

Δ.Ρ.

Εντάξει εγώ όταν πήγα στο Δημοτικό, είχαμε ένα πάρα πολύ ωραίο κτίριο, υπάρχει και σήμερα το κτίριο του Δημοτικού Σχολείου στο κέντρο της πόλης. Πολύ φωτεινό, πολύ ωραίο, μεγάλη αυλή και τα λοιπά. Νομίζω το ίδιο σχολείο έχεις βγάλει και εσύ, και η αδερφή σου η Μαρία. Είναι το Δημοτικό σχολείο της χώρας. Όταν τελειώναμε με το Δημοτικό Σχολείο της Χώρας… Τώρα γελάω γιατί θυμήθηκα κάτι. Εγώ ας πούμε ντρεπόμουν να φορέσω μακριά παντελόνια. Άσχετο αλλά επειδή μου ήρθε, θέλω να το πω. Οπότε στην Τρίτη Δημοτικού, εγώ χειμώνα-καλοκαίρι φόραγα κοντό παντελόνι. Φαντάσου τώρα ένα παιδί, πρώτη δευτέρα τρίτη, αλλά και νήπιο, γενικώς με κοντά παντελόνια να κυκλοφορεί. Πήγαινα σχολείο με κοντά παντελόνια. Η μάνα μου με τίποτα δεν τα κατάφερε να φορέσω μακρύ. Ο δάσκαλος μου τότε, ο Βλάσης, με έδιωξε από το σχολείο να πάω να φορέσω μακρύ παντελόνι. Και με κλάματα έφυγα, πήγα πίσω από ένα πηγάδι από τα τρία Πηγάδια, μπροστά στα Άστρα, και έκατσα και 4 ώρες, μέχρι να τελειώσει το σχολείο. Γιατί δεν μπορούσα να πάω στη μάνα μου, μπορεί να έτρωγα και κάνα δυο παντοφλιές. Δεν με είδε κανείς. Εκείνη την εποχή στη Μύκονο, τα πράγματα πολύ κουλ. Ήτανε μιλάμε τώρα και το 1964-‘65, κάπου εκεί ας πούμε. Και την επόμενη μέρα εμφανίστηκα με μακρύ παντελόνι. Αλλά, κλείνω την παρένθεση, για να πω ότι μετά το Δημοτικό σχολείο, η επιλογή μας ήταν η εξής: να πάμε στο Γυμνάσιο το οποίο είχε τρεις καθηγήτριες και έναν καθηγητή, ο οποίος ήταν συγκεκριμένα και παπάς. Ο παπάς της ενορίας μας κιόλας, της Πανάχρας. Ο οποίος ήταν και ο παπάς ο οποίος… γιατί υπήρξα και παπαδάκι, ήμουν πολύ μέσα στο ιερό και βοηθούσα γενικότερα. Το αναφέρω γιατί μπορεί να αναφέρω στη συνέχεια και κάποιο περιστατικό που συνέβη στην Αναργύρειο. Οπότε αντιλαμβάνεσαι ότι τέσσερις καθηγητές… Ο πατέρας Αντώνιος έκανε νομίζω μόνο θρησκευτικά, δεν ξέρω αν έκανε κι άλλο μάθημα γιατί εγώ δεν πήγα καθόλου στο Γυμνάσιο της Μυκόνου, ήταν ένα κατά κάποιο τρόπο προβληματικό σχολείο. Οπότε πάρα πολλά παιδιά είτε έφευγαν τότε, η έφευγαν αργότερα. Το Γυμνάσιο της Μυκόνου είχε 3 τάξεις. Κανονικά το Γυμνάσιο τότε είχε 6 τάξεις, είναι αυτό που λέμε Γυμνάσιο-Λύκειο, τότε ήταν Γυμνάσιο. Πολλοί λοιπόν φεύγανε στην τρίτη γυμνασίου και την τετάρτη την έκαναν, είτε στην [00:30:00]Τήνο οι περισσότεροι, είτε στη Σύρο κάποιοι. Κάποιοι στην Αθήνα. Εγώ την έκανα στις Σπέτσες. Ακριβώς για τον λόγο ότι κάποια στιγμή θα έφευγα για να πάω σε ένα άλλο μέρος.

Α.Ρ.

Πριν φτάσουμε στο σημείο που φεύγεις όμως. Πώς ήταν η κατάσταση της το ίδιο το Δημοτικό, δηλαδή τα πρώτα χρόνια;

Δ.Ρ.

Έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις από το Δημοτικό. Από δασκάλους οι οποίοι πραγματικά, τους θυμάμαι όλους. Η αυλή του σχολείου ήταν τεράστια, οπότε παίζαμε πολύ ώρα στο διάλειμμα, δηλαδή ήτανε, είχε ενδιαφέρον αυτό, θυμάμαι ότι παίζαμε. Ένα παιχνίδι που παίζαμε ήταν τα κουνέλια ή, ξέρω γω, κυνηγητό, διάφορα τέτοια πράγματα ας πούμε. Να πω ότι επειδή οι δάσκαλοι, δεν ήταν δάσκαλοι οι οποίοι ερχόταν για ένα και για δύο χρόνια. Οι περισσότεροι που θυμάμαι εγώ έμεναν πολλά χρόνια. Οπότε είχανε με κάποιο τρόπο δεθεί με τον τόπο, και κάναμε διάφορα. Κάναμε θεατρικές παραστάσεις ήδη από το Δημοτικό. Eγώ θυμάμαι και μία θεατρική παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούσα. Μια παράσταση όπου είχα ρίξει και πάρα πολύ κλάμα, γιατί είχε πεθάνει και καλά η μάνα μου τότε. Αυτό, δεν ξέρω τι άλλο να πω. Τα παιδιά όλα τα θυμάμαι με πολύ ιδιαίτερη μνήμη, και τους μεγαλύτερους και τους μικρότερους, και είμαστε μία κοινότητα πολύ συγκεκριμένη. Τώρα εκτός σχολείου, έχει ενδιαφέρον, ότι τα πράγματα ήταν κάπως πιο primitive. Δηλαδή, τα παιχνίδια μας, δεν ήταν τα παιχνίδια που φαντάζομαι είχαν τα παιδιά στην Αθήνα. Ήταν λίγο πιο νησιώτικα, πιο δύσκολα. Σήμερα αν εγώ έβλεπα τα παιδιά μου να παίζουν αυτά τα παιχνίδια, ή οποιοσδήποτε όχι μόνο εγώ, αφενός θα τρόμαζε, αφετέρου θα τα σταμάταγε επιτόπου. Εκτός του ότι θα βγαίναμε και στις τηλεοράσεις. Πετροπόλεμος, πετροπόλεμος άπειρος. Τώρα, συμμορίες μεγάλες, συμμορίες με την καλή έννοια έτσι. Πιο καλά θα πω ομάδες παιδιών. Από γειτονιά σε γειτονιά, χωρισμένοι σε γειτονιές. Ο διαχωρισμός μας αυτός ήτανε. Τα Φουρνάκια με τον Γουμενιό, ήταν ξέρω γω ο Γιαλός με το Κάστρο, ήταν οι Μύλοι, ήταν η Λάκκα. Είναι τέτοιες ομάδες, ας πούμε. Οι οποίοι παίζαμε πόλεμο, πόλεμο με πέτρες, και το πιο σκληρό από όλα, γιατί έχουμε ανοίξει πολλά κεφάλια μεταξύ μας με τις πέτρες, ή με τα καλάμια, ή με τόξα, πρόχειρα. Πλέον μόνο στο σινεμά τα βλέπεις αυτά. Το χειρότερο από όλα είναι τα δίχαλα. Τα δίχαλα είναι κάτι καρφιά που έχουν 2 αιχμές, σαν ύψιλον φαντάσου ανάποδο, που κάρφωναν τους σομιέδες στα κρεβάτια, και για διάφορες άλλες δουλειές. Αυτά λοιπόν, σε σφεντόνες, είτε χειροποίητες είτε πλαστικές, με ένα λαστιχάκι, το έβαζες, το τέντωνες, και όποιον πάρει ο χάρος. Αυτό να το βάραγες σε ένα δέντρο καρφωνόταν πολύ εύκολα. Εάν το βάραγες σε έναν άνθρωπο, του έκανες ζημιά. Και ουαί και αλίμονο αν σε πάρει στο μάτι ή οπουδήποτε. Όταν με τις διχάλες κάναμε πόλεμο μεταξύ μας βαράγαμε ο ένας τον άλλον χωρίς να έχουμε την αντίληψη, ότι εγώ που σημαδεύω εσένα κατευθείαν πάνω σε ψαχνό, μπορεί να σε πάρει οπουδήποτε. Δεν ξέρω πόσο τυχεροί είμαστε, δεν ξέρω ειλικρινά πόσο τυχεροί είμαστε και πως έχουμε επιζήσει όλων αυτών των καταστάσεων. Λοιπόν, τι να σου πω, ήταν και μία περίοδος όπου αυτά τα πράγματα τα political correct σήμερα, δεν ίσχυαν. Δηλαδή οι καζαντζακικές εικόνες με τον τρελό του χωριού ή διάφορα άλλα πράγματα που μπορεί σήμερα να φαντάζουν πολύ άγρια και απαγορευτικά, τότε ήταν η καθημερινότητά μας. Μπορεί να συνέβαινε, ας πούμε. Και ευτυχώς που υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι. Εγώ δεν θα ξεχάσω τον Γιώργο το Μουδράκη, ο όποιος, ένας άνθρωπος πολύ ήσυχος, δούλευε στο δήμο τότε, γραμματέας, κάτι ήταν. Κάποιο ρόλο είχε στο δήμο, και έφτιαχνε και σίδερα ηλεκτρικά, τα καλώδια. Βασικά ηλεκτρονικά διάφορα. Και όταν μας είδε κάποια στιγμή να πειράζουμε κάποιον άνθρωπο ο οποίος δεν είχε και σώας τας φρένας, μας φώναξε να πάμε στο δωματιάκι εκείνο, μας έκλεισε μέσα όλη την παρέα, και μας έκανε κατήχηση. Με την έννοια του πόσο άσχημο ήταν αυτό που κάναμε. Σε πληροφορώ ότι δεν το ξανά κάναμε και έχω ακόμα να το θυμάμαι αυτό το πράγμα. Υπήρχαν και οι άνθρωποι οι οποίοι το σταμάταγαν. Ή, ξέρω γω, η συμπεριφορά απέναντι στα ζώα. Η συμπεριφορά απέναντι στα ζώα δεν ήταν και η καλύτερη. Αυτά τα πράγματα η Ελληνική κοινωνία –όχι η Μύκονος– η Ελληνική κοινωνία τα έλυσε πολύ αργότερα. Και δεν εννοώ κυνήγι και τέτοια, δηλαδή το κυνήγι με φλομπεράκια, με σφεντόνες, με οτιδήποτε, ήταν από τα γεννοφάσκια μας. Πηγαίναμε στο χωριό της γιαγιάς –χωριό είναι η αγροικία– και η πρώτη μας δουλειά ήταν να πιάσουμε το φλομπεράκι, να βγούμε να σκοτώσουμε κάποια μαυρομάτα, κάνα λιμουδάκι. Το λιμουδάκι είναι μιλάμε, τι ψίχουλα να έχει, μία σταλιά πουλάκι είναι. Αυτή ήταν η χαρά μας τότε. Αυτό ήταν το παιχνίδι μας, εντός εισαγωγικών, αλλά αυτό ήταν, το περιμέναμε. Ας πούμε ερχόνταν τα παιδιά, τα ξαδέρφια από την Αθήνα, για να χαρούν αυτό το πράγμα. Εντάξει μεγαλώνοντας αυτό το πράγμα έχει αλλάξει απολύτως, και μέσα μας έχει αλλάξει, και μπορεί να έχουμε μετανιώσει περισσότεροι για αυτό. Δεν είμαστε και όλοι οι γεννημένοι κυνηγοί. Στο βιβλίο που έχω γράψει μιλάω για αυτό, στο πρώτο μου βιβλίο, τη «Μυκονιάτικη Μαγειρική», μιλάω για αυτό, για το κυνήγι δηλαδή. Δηλαδή ότι αυτά τα κάνουμε όταν είμαστε παιδιά, πλέον έχουμε μετανιώσει. 

Α.Ρ.

Ανέφερες κάτι ενδιαφέρον και ήθελα να το ρωτήσω. Είπες πώς μεγάλωναν τα νησιώτικα παιδιά, τα νησιώτικα παιχνίδια, ότι εδώ τα πράγματα ήταν λίγο πιο άγρια, και είπες για τα ξαδέρφια που έρχονται από την Αθήνα για να το βιώσουν αυτό. Έχεις άλλες τέτοιες αναμνήσεις, που να συγκρίνουν τα παιδικά χρόνια σε ένα κυκλαδονήσι, και τα παιδικά χρόνια στην Αθήνα τότε; Τις διαφορές μεταξύ σας.

Δ.Ρ.

Δεν ξέρω αν μπορώ να πω κάτι. Εντάξει λίγο πιο περιποιημένα, λίγο πιο τακτοποιημένα ήταν τα παιδιά. Και στη συμπεριφορά τους και όλα, όταν έρχονταν. Εμείς τα ψιλοζηλεύαμε κιόλας. Τα αγόρια που ερχόταν από την Αθήνα. Γιατί καμιά φορά, ειδικά όχι τα μυκονιατάκια, αλλά κάποια που ερχόταν σαν, όχι απολύτως τουρίστες, αλλά είχαν σχέση με το νησί, γιατί είχαμε και την αίσθηση ότι στον ανταγωνισμό με τα κορίτσια είμαστε χαμένοι. Οπότε αυτό μπορώ, αν σκάψω λίγο στη μνήμη μου, μπορώ να θυμηθώ κάποιες περιπτώσεις τέτοιες. Να πω ότι δεν είχαμε αντιπαράθεση γενικώς, ξέρεις, Μυκονιάτες-Αθηναίοι και καλά. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά ότι, πράγμα που δεν συμβαίνει σήμερα, για λόγους πια οικονομικής κατάσταση, κρίσης, και τα λοιπά, ότι ερχόταν τα παιδιά, με το που έκλειναν τα σχολεία ξέρω γω μέσα Ιουνίου και έφευγαν μέσα Σεπτεμβρίου. Διακοπάρες δηλαδή. Κυρίως ήτανε… και δεν ήταν μόνο οι οικογένειες Μυκονιατών, ακόμα και οικογένειες Αθηναίων που παραθέριζαν στο νησί ερχόταν για τέτοια διαστήματα. Θυμάμαι, τι να πω, απίστευτες ώρες στη Μεγάλη Άμμο. Θυμάμαι απίστευτες ώρες στον Άγιο Στέφανο. Συγγνώμη, μπορεί αυτό να μην ήταν στο Δημοτικό, ο Άγιος Στέφανος. Αλλά στη Μεγάλη Άμμο, στον Άγιο Χαραλάμπη, στην Αγία Άννα του Περρή, μέσα στο μέσα στο λιμάνι. Το να κολυμπάμε όλοι μαζί και να πηγαίνουμε από την Αγία Άννα, στην Κολοκύθα πού είναι η απόσταση 150 μέτρα κολύμπι, και απ’ την Κολοκύθα στον καινούργιο τότε μόλο, το παλιό λιμάνι, δηλαδή, άλλα 100 μέτρα. Γιατί να πάμε; Για να πάμε εκεί, όπου εκεί είχε κότερα, να το πούμε και αυτό, όπου με το που μας βλέπανε εμάς τα πιτσιρίκια, και βουτάγαμε από το μόλο, μας πετάγανε δεκάρες. Και βουτάγαμε όλοι μαζί για να τις πιάσουμε τις δεκάρες. Βουτιές απίστευτες, απίστευτες ώρες. Και επειδή δεν περιμέναμε εμείς τους τότε κοτερίσιους, ή από τα καΐκια τα διάφορα που ήταν και κόσμος και για χάζι μας τα πέταγε, μαζεύαμε τσιγκάκια, τα καπάκια από τα μπουκάλια. Και τα πετάγαμε εμείς οι ίδιοι και βουτάγαμε –μιλάμε για κόσμο έτσι, δεν μιλάμε για ένα και δύο άτομα. Μιλάμε μπορεί να είμαστε και 20 και 30 άνθρωποι, παιδιά που βουτάγαμε στον απάνω μόλο– και βουτάγαμε να δούμε ποιος θα πιάσει τα πιο πολλά. Αυτά μπορεί να πηγαίνανε και στον πάτο ώσπου να τα μαζέψουμε. Ξέρεις, κάνανε και αυτή την περιδίνηση ας πούμε, μέχρι να κατέβουν, και βουτάγαμε και πηγαίναμε μέχρι κάτω. Και είχαμε εξαιρετικούς βουτη[00:40:00]χτές. Θυμάμαι με τον Μιχάλη τον Χάμπα, ήταν το παρατσούκλι του, ο οποίος ήταν απίστευτος. Ή ο Δημήτρης, το Ρεβελάκι. Απίστευτοι βουτηχτές της εποχής, πολλές ώρες κάτω από το… και ο Δημήτρης ο αδερφός του Μιχάλη του Χάμπα. Εντάξει, με τέτοια παιχνίδια, και με ψάρεμα, πολύ ψάρεμα. Δηλαδή με ένα απλό καλάμι, μία πετονιά και μία μπρακαρόλα – μπρακαρόλα είναι αυτό που είναι με τα τρία αγκίστρια, τριπλό αγκίστρι ας πούμε– σαρδέλες τις οποίες περνάμε από τον Ζουγανέλη. Υπήρχαν δύο ειδών σαρδέλες. Η δεύτερης διαλογής που ήταν κυρίως για να κάνουνε μαλάγρα, για να κάνουνε για τα ψαρέματα που ήταν λίγο σαν, δεν θα έλεγα σάπιες, είναι πιο πολυκαιρισμένες. Με αυτές λοιπόν τις σαρδέλες, τις δέναμε κόμπο πάνω από το αγκίστρι και όπως πετάγαμε το καλαμίδι, πέφτανε πάνω τα ψάρια: σάλπες, καλόγριες, κεφαλόπουλα, σπάροι, μουρμούρια, διάφορα τέτοια μικρόψαρα ψαρεύαμε. Χαμός γινότανε, και πολύ νόστιμο πράγμα, και με πολλή χαρά τα πηγαίναμε στη μάνα μας, και εκείνη με πολλή χαρά μας τα τηγάνιζε. Αυτά πριν πιάσουμε το μικρό κοντάρι από το σκουπόξυλο, ένα καλάμι, να δέσουμε πάνω ένα πιρούνι. Με το πιρούνι κυνηγάγαμε γλώσσες και τέτοια σε διάφορες αμμουδερές παραλίες.

Α.Ρ.

Ωραία, θέλω λίγο να αρχίσουμε να μιλάμε τώρα για το… να μας πεις για την μεταβατική περίοδο, να στο πω έτσι, του παιδιού που περνάει αυτή την καθημερινότητα στη Μύκονο, που ξαφνικά πρέπει να μεταβεί σε ένα άλλο νησί, σε ένα άλλο σχολείο, σε μία άλλη κουλτούρα, θα τολμήσω να πω, σε ένα κολλέγιο στις Σπέτσες. Ξεκινώντας από το, δεν ξέρω αν θυμάσαι, πώς το έμαθες ότι θα πας; 

Δ.Ρ.

Δεν το θυμάμαι. Το πως το έμαθα δεν το θυμάμαι. Ξέρω πως έγινε όμως. Αυτό το φωτεινό νησί, όπως το περιγράψαμε πριν με τα καλά του και με τα άσχημα του, τα άσχημα τα βλέπουμε σήμερα, αλλά γενικότερα είναι ένα νησί στο οποίο εμείς είχαμε την ελευθερία μας γενικώς. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι απόλυτη ελευθερία δεν είχα. Με την έννοια ότι, μπορεί επειδή ο πατέρας μου έχει το παντοπωλείο, εγώ πέρναγα πολλές ώρες εκεί βοηθώντας. Είτε γιατί με έστελνε να φέρω σπίρτα και αλάτι από το μονοπωλίο, και πετρέλαιο. Είχαμε ένα καροτσάκι, και πήγαμε στο μονοπωλίο. Το μονοπωλίο ήτανε ένα κτίριο, κάτι αποθήκες όπου ήταν το μοναδικό σημείο από το οποίο μπορούσε κανείς να προμηθευτεί το πετρέλαιο, το αλάτι, και τα σπίρτα. Ήταν μονοπωλίο του ελληνικού κράτους. Δεν ήταν ελεύθερο εμπόριο δηλαδή, και έπρεπε να πάμε εκεί να τα… Έκανα αυτή τη δουλειά εγώ, ή έκανα διάφορα θελήματα. Ή ξέρω γω πήγαινα σε σπίτια αυτά των Αθηναίων που ερχόταν το καλοκαίρι που λέγαμε πριν. Θυμάμαι την οικογένεια Δρακοπούλου, οικογένεια εφοπλιστική, οι οποίοι είχαν κάνει μάλιστα και προσφορά το Ναυτικό μουσείο και το σπίτι της Λένας. Ή τους Μακρυμίχαλους, που ήτανε εκεί που είναι σήμερα το ξενοδοχείο «Ποσειδών», η παλιά Μπύρα που λέγαμε σαν τοποθεσία, όπου τους πήγαινα και εκεί τα πράγματα που παράγγειλαν. Ή πήγαινα πράγματα στο «Ρεμέτζο», στις «9 Μούσες», κυρίως πήγαινα ποτήρια και διάφορα πράγματα που είχαν παραγγείλει. Αλλά και σε σπίτια ντόπιων, μεγάλοι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να βγουν κλπ. Να σου πω, κάτι έχασα, ξέχασα για τι συζητάγαμε.

Α.Ρ.

Για το πώς μαθαίνεις ότι τα γυμνασιακά σου χρόνια θα βρεθείς αλλού.

Δ.Ρ.

Αυτό λοιπόν το… Πριν, για αυτό μου ξέφυγε τελείως, γιατί ήθελα να πω αυτό με το πως ζούσα εγώ. Και για αυτό αναφέρθηκα στο θέμα του παντοπωλείου. Γιατί κατά κάποιο τρόπο δούλευα εκεί. Στοίβαζα τα τσιγάρα, έφτιαχνα τα μπισκότα, έφτιαχνα τα πράγματα στα ράφια. Πήγαινα στην αποθήκη να φέρω κάτι. Πέρναγαν οι συμμαθητές μου, για να πάνε για μπάνιο στο γιαλό, και εγώ ήμουνα εκεί και δούλευε και τους έβλεπα. Δεν δούλευα να ιδρώσω, αλλά ήμουνα και παρόν, και δεν με άφηναν και μόνο μου εύκολα ας πούμε. Και περνάγανε, και αυτό που είχα ζητήσει για τη μάνα μου τότε, και μου το έλεγε πάντα η μάνα μου, ήταν να βάλω το μπανιερό μου και ας μην πάω για μπάνιο. Δηλαδή ήθελα να δείχνω ότι και εγώ ή θα πάω ή έχω ήδη πάει για μπάνιο ας πούμε. Και το λέω γιατί, αυτό το παιδί, ξαφνικά μαθαίνει στην ηλικία των 11 χρόνων, ότι θα πάει σε ένα άλλο νησί. Όπου σε αυτό το άλλο νησί –φαντάζομαι ότι κάποιο «προσπέκτους» υπήρχε, το οποίο το είδα– έχει αυτό το σχολείο με αυτές τις παροχές. Το λέω τώρα, σαν να το έχω αμυδρά αυτό το «προσπέκτους» στην μνήμη μου. Πώς το έμαθαν όμως οι δικοί μου είναι θέμα. Το έμαθαν γιατί πριν από μένα, δύο χρόνια πριν, δύο Μυκονιάτες μεγαλύτεροι από μένα, δηλαδή εγώ όταν πήγα στην πρώτη εκείνοι ήταν στην τρίτη, ο Γιώργος Αθυμαρίτης, ο γιος του παπα-Βασίλη, και ο Γιώργος ο Μενεΐδης, ο γιος του συμβολαιογράφου του Μενεϊδη –ο ένας ιερέας, ο άλλος συμβολαιογράφος– είχαν ήδη πάει στην Αναργύρειο. Την ίδια χρονιά που πήγα εγώ, ή την επόμενη δεν θυμάμαι, πήγε άλλος ένας, ο οποίος πήγε κατευθείαν στην τέταρτη γυμνασίου. Από Άνω Μερά, γιός ξενοδόχου. Και είχε πάει και άλλος ένας, ο Γιάννης ο Γρυπάρης, ο οποίος πήγε και αυτός την τετάρτη γυμνασίου. Τετάρτη γυμνασίου είναι η πρώτη λυκείου, έτσι. Προφανώς ο ξάδερφος της μητέρας μου ο παπάς, είχε μιλήσει στην στους γονείς μου, και τους είχανε πει πως περνάει ο Γιώργος. Τι έχει βρει εκεί και τα λοιπά, και οι άνθρωποι, οι δικοί μου δηλαδή οι γονείς, έχοντας ήδη περάσει το πρώτο στάδιο, από αγρότες, μπακάλικο, τα πρώτα χρήματα που έπιασαν στα χέρια τους να επενδύσουν να κάνουν δύο-τρία δωμάτια. Είπαμε στην αρχή, το χειμώνα, νοικιάζονταν σε δασκάλους, καθηγητές, και το καλοκαίρι δίνονταν στον τουρισμό. Το επόμενο πράγμα που, δεδομένου ότι και εγώ μεγάλωνα, ο αδερφός μου ήτανε τρία τέσσερα χρόνια μικρότερος, ήταν να τακτοποιήσουν το θέμα των παιδιών τους. Ποιο είναι το πρωτεύον, το πρωτεύον είναι –ατομικό δωμάτιο δεν είχαμε– αλλά το πρωτεύον ήταν να έχουμε καλές… να μάθουμε γράμματα. Αυτά που είχανε στερηθεί εκείνη. Που κατάλαβαν από τη δουλειά τους, ότι ήταν αυτό που τους έλειπε, ξένες γλώσσες και σχολείο. Ήδη πηγαίναμε Αγγλικά. Είχε προσπαθήσει και η μητέρα μου να πάει αγγλικά, κατάφερε να πάει τρεις μήνες, με μία άλλη γυναίκα, πάλι σύζυγο ενός μπακάλη, αλλά δεν κατάφεραν να συνεχίσουν, γιατί υπήρχαν δυσκολίες δεδομένου ότι και με την γραμματική είχαν προβλήματα και με άλλα θέματα. Αλλά είχανε τη θέληση, και είχαν και τη θέληση τα παιδιά τους να μπορέσουν να έχουν ένα καλύτερο μέλλον. Αφού το είπε ο παπάς, και ο συμβολαιογράφος, ότι κοίταξε να δεις, το και το, δεν έχει να σκεφτεί και πολύ ο πατέρας μου. Ο οποίος, είπαμε ένας άνθρωπος χωρίς γραμματικές γνώσεις ιδιαίτερες. Το στάθμισε, ήταν ακριβό σχολείο. Ήταν πολλά, δεν θυμάμαι καν το ποσόν, αλλά της τάξεως των 300 χιλιάδων δραχμών το χρόνο, τότε, εκείνα τα χρόνια. Είναι τεράστιο ποσόν για μία οικογένεια. Αυτό εμπεριέχει το οικοτροφείο, το φαγητό σου, όλα γίνονταν εκεί, σου πλέναν τα ρούχα σου, οι σπουδές σου, δηλαδή έχει μία σειρά από παροχές η σχολή. Οπότε δικαιολογούνταν κατά κάποιο τρόπο. Δεν παύει να ήταν κάτι ακριβό, έτσι. Κοίτα όταν μου το είπανε εγώ δεν έφερα αντίρρηση, μέσα μου μπορώ σου πω ότι χάρηκα κιόλας. Δηλαδή δεν είχα συναίσθηση ότι κάτι χάνω πίσω. Εγώ, η αρχική μου αίσθηση είναι ότι χάρηκα. Όπως και όταν πήγα εκεί χάρηκα. Χάρηκα και μάλιστα χάρηκα πολύ, γιατί δεν έχεις πάντα… Εντάξει έφευγα από κάτι που, προηγουμένως μίλησα για κάτι το οποίο έχει αυτή την αγριάδα, αλλά όπου και να πας μπορεί τα πράγματα να είναι ακόμα πιο άγρια. Μέσα από τον ανταγωνισμό, μέσα από το τι μπορεί να συμβαίνει και λοιπά, μπορεί να μπαίνεις σε πολύ πιο ακραίες καταστάσεις. Και μπορεί να μην ξέρεις και πού θα πέσεις, ας πούμε. Και επειδή έζησα και πράγματα τα οποία δεν ήταν και εύκολα, μπορώ να σου πω ότι για πάρα πολλά παιδιά εκεί ήταν κολαστήριο. Να πω όμως ότι όταν έφτασα στην Αναργύρειο, όταν έφτασα στις Σπέτσες… Κατ’ αρχάς ένας πολύ ωραίος τόπος. Ένα νησί καταπράσινο, ένα νησί του οποίου η Ντάπια, η χώρα –δεν τη λένε χώρα εκεί, την λένε Ντάπια, την παραλία– την πόλη των Σπετσών ας πούμε, με τα κεραμίδια, είναι κάτι τελείως διαφορετικό από ότι εγώ ήξερα μέχρι τότε, σαν πόλη. Με τις [00:50:00]βουκαμβίλιες, με τα ωραία τα χρώματα, με το λιμανάκι το πολύ ωραίο και τα λοιπά. Εγώ το είδα ένα πράγμα μαγικό. Και όταν μπήκα μέσα στη σχολή, όταν πέρασα την κεντρική πύλη, τα κτίρια ήταν επιβλητικά. Πολύ ωραία αρχιτεκτονική, με χρώμα, δεν ήταν το κάτασπρο που είχαμε στο νησί. Μέσα στα πεύκα. Και θέλω να σου απαριθμήσω το εξής, άμα στο περιγράψω τώρα, θα θες να πας εκεί: παιδική χαρά, ένα μικρό, όχι 5Χ5, μικρό 10 φορές σαν 5Χ5 γήπεδο ποδοσφαίρου, μεγάλο κανονικό γήπεδο ποδοσφαίρου, δύο γήπεδα μπάσκετ, 6 γήπεδα τένις, γήπεδο σκουός, που δεν είχε καλά–καλά, μπορεί μόνο στην Εκάλη να είχανε ή δεν ξέρω που, μετρημένα στα δάχτυλα ήτανε τα γήπεδα σκουός. Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω, να σου πω τις εγκαταστάσεις στη θάλασσα; Υπήρχαν εγκαταστάσεις όπου το καλοκαίρι κάναμε αγώνες κολύμβησης, στη θάλασσα μεν, αλλά σε μόλο. Κατά κάποιον τρόπο, η σχολή είχε ιδιωτική παραλία, είχε παραλία μπροστά της, όπου πηγαίναμε και κάναμε μπάνιο. Είχε 6 φαλαινίδες, εξάκουπες βάρκες αγωνιστικές. Είχε 5 τετράκουπες σαΐτες αγωνιστικές. Είχε 4–5, δεν θυμάμαι τώρα το νούμερο ακριβώς, παραπάνω είχε 6–7 ιστιοπλοϊκά τα οποία ήταν, δεν θυμάμαι την κατηγορία τους, μεγάλα, στα οποία τα παιδιά, οι μαθητές, μπαίνουν μέσα στο ιστιοπλοϊκό μόνοι τους. Δεν είχανε συνέχεια μέχρι να μάθουν καθοδήγηση μεγαλύτερων ίσως. Αλλά θέλω να σου πω, ότι έχεις αυτήν την ελευθερία να το λειτουργήσεις. Στο δημόσιο σχολείο αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν. Καλά–καλά δεν σου δίνουν μία μπάλα μπάσκετ ας πούμε. Εκεί είχαμε μπάλες μπάσκετ, είχαμε μπάλες ποδοσφαίρου, είχαμε εφαλτήρια, είχαμε υπόστεγο για γυμναστική, πώς το λένε, ενόργανη γυμναστική, με τραμπολίνο, με πολύζυγο, με μονόζυγο, δίζυγο. Αυτά τα πράγματα που σου περιγράφω, όχι τότε, και τώρα να σου τα δώσω θα πας, το επαναλαμβάνω, θα πας τρέχοντας. Τότε λοιπόν εγώ, θυμάμαι τον εαυτό μου, να μπαίνω εκεί, να τακτοποιούμε –για την τακτοποίηση θα ήθελα σε δεύτερο χρόνο να σου μιλήσω– και θυμάμαι να πηγαίνω στις κούνιες που ήτανε η παιδική χαρά, και θυμάμαι τη μητέρα μου να φεύγει. Χαιρετιστήκαμε, έφευγε. Εγώ έκανα κούνια, η μητέρα μου έφευγε. Τη θυμάμαι την πλάτη της. Συγκινούμαι πάντα όταν μιλάω για τη μάνα μου. Χρόνια αργότερα, είπε ότι δεν γύρισε να με δει γιατί δεν θα με άφηνε εκεί. Είναι αυτό που, η φάση με το Λωτ, μη γίνει στήλη άλατος, αυτό το πράγμα. Τέλος πάντων, δεν πέρασα άσχημα. Μπορώ να σου πω, η σημερινή μου εκτίμηση είναι ότι περάσαμε καλά, έχω πολύ καλούς φίλους και λοιπά. Ωστόσο επειδή θέλω να επανέλθω στην ιστορία της Αναργυρείου, και συγγνώμη για την συγκίνηση, να πω ότι για να πας σε ένα τέτοιο οικοτροφείο… Το οποίο ειρήσθω εν παρόδω, χτίστηκε το 1927. Από έναν άνθρωπο, το Σωτήρη Ανάργυρο, ο οποίος ήταν ένας εμπνευσμένος άνθρωπος, της εποχής, και από ότι διάβασα το βιογραφικό του, πρόσφατα, για να το φρεσκάρω λίγο, είναι γεννηθείς το 1843. Ήταν φίλος του Βενιζέλου, προσωπικός, και ο Βενιζέλος τον –ήταν Σπετσιώτης– ο Βενιζέλος, επειδή όταν είχε επιστρέψει στην Ελλάδα, ήταν καπνέμπορος σε διάφορα μέρη του κόσμου, δεν θυμάμαι τώρα, Μασσαλία, Οδυσσό, ήταν σε διάφορα μέρη. Κάποια στιγμή του πρότεινε να κάνει ένα κολέγιο υποδειγματικό, και πρότυπο, στα πρότυπα του Eton του Λονδίνου, της Αγγλίας. Kαι αυτό έφτιαξε ο άνθρωπος, έχοντας ήδη επιστρέψει στην πατρίδα του, και αγοράσει μία πολύ μεγάλη έκταση. H Αναργύρειος έχει πολύ μεγάλη ιδιοκτησία, η οποία είναι δάσος, και η οποία είναι γεμάτη πεύκα και ελιές. Και εκεί μέσα εκτείνονται όλα αυτά που σου είπα, εκ των οποίων υπάρχει και ένα αμφιθέατρο που είναι κρυμμένο μες στο δάσος, στο οποίο έχουμε ανεβάσει παραστάσεις, καλοκαιρινές παραστάσεις κυρίως. Κατ’ αρχάς έχτισε ένα ξενοδοχείο, το «Ποσειδώνιο», ιστορικό ξενοδοχείο της εποχής, δεκαετία ’20. Για τις Σπέτσες είναι πολύ σημαντικό. Έχτισε το σπίτι του, βοήθησε πάρα πολύ, έχτισε υδραγωγείο. Και έχτισε και αυτό το σχόλιο. Αυτό το σχολείο για την εποχή του, ο στόχος ήταν να χτίσει ένα σχόλιο το οποίο θα έβαζε μαθητές, οι οποίοι στο καλλιτεχνικό κομμάτι, στο κομμάτι το επιστημονικό, στο κομμάτι το πολιτικό, αν θέλεις και γενικώς της διοίκησης και λοιπά, θα έβγαζε ανθρώπους οι οποίοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν με τον καλύτερο τρόπο αυτά τα πράγματα. Δεν ξέρω αν αυτό το πράγμα συνέβαινε και στα χρόνια μου. Δεν ήταν πια, όταν πήγα εγώ, δεν είχε πια την αίγλη της παλαιότερης εποχής, είχαν αλλάξει τα πράγματα. Η Αναργύρειος ήταν στην κατηγορία των Αναβρύτων. Τα Ανάβρυτα είχαν την αίγλη ότι είχε σπουδάσει εκεί ο Κωνσταντίνος ο Βασιλεύς, άρα είχαν άλλη αυτή. Τα στελέχη πια βγαίνανε μέσα από το Αμερικάνικο κολλέγιο, και αν έχεις προσέξει πάρα πολλοί βουλευτές και υπουργοί και τα λοιπά, στελέχη του Κράτους, είναι από εκεί βγαλμένα. Γιατί όλα αυτά έχουν και ένα είδος μασονίας έτσι, να το λέμε να μην ξεχνιόμαστε. Οπότε η Αναργύρειος δεν έχει να επιδείξει μεγάλη γκάμα από τέτοιους ανθρώπους, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι δεν βγήκαν από κει άνθρωποι μεγαλώνοντας, οι οποίοι έχουνε και τις δουλειές τους και τις καλές θέσεις κλπ. Απλώς δεν είχε την αίγλη, όταν πήγα εγώ, είχε κατάλοιπα αυτής της αίγλης, δεδομένου ότι είχαμε έναν διευθυντή εξαιρετικό, ήταν πολύ αυστηρός βέβαια, αλλά όσον αφορά το πώς κράταγε τη σχολή ήταν πολύ σημαντικός, «παππού» τον λέγαμε, το παρατσούκλι του. Και δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή, μου διαφεύγει το όνομα του, θα το θυμηθώ σε λίγο. Και το αναφέρω συγκεκριμένα, γιατί εμένα η Χούντα με βρήκε στην τετάρτη Δημοτικού, όπου θυμάμαι χαρακτηριστικά την Κολόνια, την δασκάλα μας, να μας υπαγορεύει τα μαθήματα μας δηλαδή, φύγαν όλα τα βιβλία από την τάξη, δεν είχαμε βιβλία, και τα μαθήματα που έπρεπε να διαβάσουμε μας τα υπαγόρευε, τα περισσότερα τουλάχιστον. Και όταν πήγα στην Αναργύρειο είχαμε ακόμα Χούντα, άρα τα πράγματα λίγο σφιχτά. Και μπορώ να σου πω ότι χαλαρώσανε με την Μεταπολίτευση, μερικώς. 

Α.Ρ.

Να βάλουμε λίγο το χρονικό πλαίσιο, τα χρόνια της Αναργυρείου είναι;

Δ.Ρ.

Εγώ πήγα το 1969, τον Οκτώβρη, τον Σεπτέμβριο του 1969. Βασικά στην Αναργύρειο πηγαίναμε πρώτη Οκτωβρίου. Πήγαμε λίγο νωρίτερα για να τακτοποιήσουμε τα πράγματα μας και την διαμονή μας τα λοιπά. Αλλά το σχολείο ενώ άρχισε, νομίζω σε άλλα σχολεία στις 20 Σεπτεμβρίου, μπορεί και 15, εμείς αρχίζαμε 1τη Οκτωβρίου. Και ήμουνα μέχρι και το ’74.

Α.Ρ.

Θέλω να γυρίσω λίγο πίσω, γιατί νομίζω θα ήταν ενδιαφέρον να μου περιγράψεις λίγο το ταξίδι. Το διαδικαστικό του ταξιδιού, τι βάζεις μέσα στην πρώτη σου βαλίτσα;

Δ.Ρ.

Η πρώτη μου βαλίτσα μπορώ να σου πω ότι ήταν και άδεια. Με ποια έννοια το λέω. Παίρνεις τα βασικά σου, βασικά πράγματα, αυτά που έχεις από το σπίτι σου δηλαδή, όμως υπήρχε ένα χαρτί που έγραφε ακριβώς και έπρεπε να έχεις. Τόσα σώβρακα, τόσο φανελάκια, τόσα ζεύγη πιτζάμας, τόσες κουβέρτες, τόσα πράγματα, γενικώς, πουκάμισα, παντελόνια, ένα γκρίζο πουλόβερ της στολής, λευκό πουκάμισο για τη στολή, σακάκι μπλε, γκρίζο παντελόνι. Αυτή ήταν η στολή μας της εξόδου. Δεν το φοράγαμε μόνο τις γιορτές, το φοράγαμε και τις Κυριακές που βγαίναμε έξοδο. Θα σου πω μετά τι σημαίνει έξοδος για μας εκεί. Οδοντόβουρτσα, οδοντόκρεμα, ότι χρειάζεται, σαπούνι, σαπουνοθήκη. Ήταν σαφώς γραμμένα, και κάποια πράγματα μπορώ να σου πω και πρώτη φορά να τα έβλεπα. Γραβάτα ας πούμε εγώ είχα με λαστιχάκι στη Μύκονο, δεν έχω φορέ[01:00:00]σει ποτέ γραβάτα σαν μικρό παιδί. Άλλωστε μικρό παιδί έφυγα κιόλας έτσι, 11 χρόνων καλά καλά τα παιδιά μας δεν τα αφήνουμε να βγουν την πόρτα, μόνα τους. Εγώ έφυγα και πήγα Σπέτσες, και όχι σε ένα διπλανό νησί, σε ένα νησί που ήταν μεγάλη απόσταση. Εκεί λοιπόν, αυτή η λίστα των πραγμάτων, η συμβουλή και καθοδήγηση ήταν ότι πάμε στην Αθήνα σε συγκεκριμένο μαγαζί, που ξέρει πάρα πολύ καλά τη δουλειά του, και σου δίνει πακέτο όλο τον εξοπλισμό, με τον ιματισμό και τα λοιπά. Ήταν πολύ συγκεκριμένα. Σε αυτά λοιπόν τα ρούχα όλα έπρεπε να γραφτεί το νούμερο μου. «Είμαι το νούμερο 8, με ξέρουν όλοι με αυτό» που λέει και το τραγούδι. Εγώ ήμουνα το νούμερο δύο. Πονηρά σκεπτόμενος, εύκολο νούμερο, είχα και δυσκολία στην απομνημόνευση αριθμών γενικότερα, οπότε διάλεξα το νούμερο δύο. Γιατί όταν πηγαίνεις στα γραφεία της σχολής… Κατ’ αρχάς να πω ότι εμείς τότε δίναμε εισαγωγικές. Δώσαμε εισαγωγικές για την Αναργύρειο, για να μας πάρουν και δώσαμε σε ένα δημόσιο, οικονομικό σχολείο το οποίο ήταν κάπου στην Ακαδημίας. Έδωσα εξετάσεις, ενώ δεν δίναν, η γενιά μου δεν έδινε εισαγωγικές στο Γυμνάσιο. Έδινε εισαγωγικές από το Γυμνάσιο να πάει στην τετάρτη. Αλλά στο Γυμνάσιο δεν δύναμαι εισαγωγικές. Και κάποια στιγμή μαθαίνεις ότι πέρναγες. Αφού πέρναγες, πήγαινες στα γραφεία της σχολής, σου δίνανε ότι έπρεπε να σου δώσουν, αυτή την κατάσταση που σου είπα πριν, ένα κανονισμό λειτουργίας Σχολής, και διάφορα τέτοια, και έπρεπε να διαλέξεις και ένα νούμερο που όλα σου τα ρούχα ήταν μαρκαρισμένα. Κεντημένα. Δηλαδή το νούμερο 2, με κόκκινη κλωστή, ραμμένο στα πουλόβερ σου, στα αθλητικά σου διότι αυτά πλένονταν όλα μαζί σε ένα πλυντήριο. Και έπρεπε μετά η ιματιοφύλακας να τα βάλει στα ράφια μας. Και από τα ράφια μας εμείς περνάμε το… Άρα το ταξίδι μου από τη Μύκονο στην Αθήνα, δεν μπορώ να θυμηθώ αν τα πήρα πίσω για να μου τα μαρκάρει, ή αν μου τα μαρκάρει στην Αθήνα. Θυμάμαι με τη φάση που ήμασταν στην Αθήνα, με τον παπά που ανέφερα πριν, τον παπά Βασίλη και τον γιο του. Θυμάμαι τη μητέρα μου, θυμάμαι να γυρίζουμε στην Αθήνα, εδώ παίρνουμε αυτό, εκεί παίρνουμε το άλλο. Α! Το πιο αστείο πράγματα έπρεπε να έχω, δεν στο είπα: trench coat. Ένας όρος που δεν την έχω ακούσει ποτέ μου. Έπρεπε να έχω και trench coat. Τι είναι το trench coat, εγω κάτι με τρένα καταλάβαινα. Τελικά τι ήταν, ένα είδος καμπαρντίνας το οποίο ήταν σαν αυτό που έχει ο Σέρλοκ Χολμς δηλαδή. Αυτό υποτίθεται, δεν ξέρω αν το φόρεσα και ποτέ μου. Θυμάμαι ένα μπεζ, θα έπρεπε να το φοράμε αν έκανε κρύο πάνω από το σακάκι της εξόδου ας πούμε. Γυρνάγαμε λοιπόν από μαγαζί σε μαγαζί, τότε εμένα και η Αθηνά μου άρεσε. Η βόλτα στην Αθηνά μου άρεσε. Κοίτα για μένα, δεν είχα ξαναβρεθεί, παρά μόνο μία δυο φορές στην Αθήνα. Ένα καλοκαίρι που έβγαλα στους Αγίους Αναργύρους, με σε μία θεία μου, και ίσως και ένα ταξίδι που κάναμε με τον πατέρα μου στην αγορά του Πειραιά, που με έπαιρνε καμιά φορά και γύριζα τα, όλα τα, γιατί έκανε τη χονδρική του, τα ψώνια του. Θυμάμαι τότε ένα μαγαζί, στο οποίο με πήγε ο παπάς, ως το μεγαλύτερο σουβλάκι της Αθήνας. Ήταν ο Θανάσης, στο Μοναστηράκι. Τεράστιο σουβλάκι, απίστευτο σουβλάκι, κεμπάπ. Ακόμα είμαι πελάτης εκεί από το 1969. Μπορεί να είμαι και απ’ τους πιο παλιούς. Και η Λειβαδιά, στην Κάνιγγος. Ένα σουβλατζίδικο στο οποίο υποτίθεται ότι έπαιρνες το σουβλάκι, και έτρωγες όσο ψωμί ήθελες. Αυτά μου έχουν μείνει σαν παιδί τότε. Δύο καράβια για να πας στις Σπέτσες, δύο για να γυρίσεις. Δηλαδή η μητέρα μου τότε που πήγε, πήρε δύο καράβια, και δύο καράβια πίσω. Ούτε για μια γυναίκα δεν ήταν εύκολο να ξέρεις να ταξιδεύει μόνη της, πολύ περισσότερο και τη μητέρα μου, που επίσης ήταν δύσκολη στην αντίληψη των ταξιδιών, και των τόπων και τα λοιπά. Δεν ξέρω επ’ αυτού κάτι άλλο.

Α.Ρ.

Θέλω να ρωτήσω, με ενδιαφέρει ίσως να ακούσω, πώς είναι η εμπειρία της πρώτης μέρας. Δηλαδή, σου έχει μείνει κάποια ανάμνηση από την πρώτη μέρα σχολείου; Ίσως δεν είναι η πρώτη–πρώτη, αλλά κάτι έντονο από τις πρώτες εμπειρίες εκεί πέρα; 

Δ.Ρ.

Όχι δεν το έχω αυτό. Θυμάμαι την τάξη μου, θυμάμαι ότι πριν την τάξη μου είδα μία μικρή αποθήκη η οποία ήταν γεμάτη χάρτες. Τόσους χάρτες εγώ δεν είχα ξαναδεί. Καλά, όλα δεν τα είχα ξαναδεί, το περιέγραψα πριν. Τώρα τι να σου πω, μέχρι αστεροσκοπείο είχαμε στην Αναργύρειο. Είχαμε εργαστήριο φυσικής, και χημείας. Θυμάμαι την τάξη μου και θυμάμαι ότι… Τον πρώτο καθηγητή τον θυμάμαι. Φιλόλογος, ο κύριος Λεκάκος. Δεν θυμάμαι πολλά–πολλά, αλλά θυμάμαι φάσεις και εικόνες έχω από την από την τάξη. Αλλά δεν ξέρω αν είναι οι πρώτες, αν είναι οι δεύτερες ή οι τρίτες. Θυμάμαι ότι τα περισσότερα παιδιά είχαν το ίδιο θέμα με μένα, ήτανε σε έναν καινούριο χώρο, και παιδιά ήμασταν 11 χρόνων, άρα λοιπόν αυτά που βλέπαμε τα θαυμάζαμε, ας πούμε. Δεν θυμάμαι παιδιά να ήτανε, ξέρεις, στεναχωρημένα και τα λοιπά. Δεν το έχω σαν εικόνα. Έχω άλλες εικόνες όμως, που ήρθαν στη συνέχεια. Να κάνω μία παρένθεση. Κατ’ αρχάς να πω ότι συμπληρωματικά με όσα είχα πριν, να πω ότι είχαμε αγγλικό σύλλογο, να πω ότι είχαμε φιλολογικό σύλλογο, να πω ότι είχαμε σύλλογο μουσικό. Γενικώς είχαμε μία σειρά από συλλόγους, στους οποίους γίνονταν διάφορες δραστηριότητες. Στον αγγλικό και στο φιλολογικό, στην πέμπτη και στην έκτη, ήμουνα πρόεδρος. Δηλαδή, το λέω περισσότερο για να δείξω και τα ενδιαφέροντα μου. Είπα πριν ότι δεν θυμάμαι παιδιά τα οποία να ναι έτσι στεναχωρημένα. Δηλαδή θα το θυμόμουν. Αν ήταν κάποιο παιδί το οποίο ήταν ζορισμένο. Παιδιά στεναχωρημένα έβλεπα αργότερα, πιο μικρά από μένα, έβλεπα παιδιά που είναι στεναχωρημένα, και παιδιά που κλαίγανε κιόλας, έτσι. Εδώ θα κάνω μία παρένθεση και θα πω, ότι το κατάλαβα στη συνέχεια, γιατί το είδα και το ζήσαμε και το ξέραμε γιατί πια γνωριστήκαμε με τους υπόλοιπους. Τρείς οι κατηγορίες των παιδιών τα οποία βρίσκονταν στην Αναργύρειο. Σε ένα τόπο, κατά κάποιον τρόπο απομακρυσμένο, ενός είδους εξορίας μεν, αλλά όσο καλές συνθήκες και να είχε, έφευγες από το σπίτι σου. Αυτό είπα για τη μητέρα μου πριν, ότι: «Αν γύρναγα τον δω, δεν υπήρχε περίπτωση, θα τον έπαιρνα και θα γυρίζαμε πίσω στο νησί», ίσχυε. Και για τη μάνα όχι, για οποιονδήποτε, έτσι. Λοιπόν τρείς οι κατηγορίες, που τις καταλαβαίνω. Η πρώτη κατηγορία, που ήτανε μεγάλος αριθμός, ήταν παιδιά γονέων από το εξωτερικό. Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ο φίλος μου ο Στέργος Παρασκευάς, με τον οποίο μίλησα χθες για να θυμηθούμε μερικά πράγματα, ώστε να προετοιμαστώ για τη σημερινή συζήτηση, γιατί ξέρεις και αυτά τώρα, επειδή είναι και 40 τόσα χρόνια πίσω, δεν είναι και εύκολο να τα θυμάσαι. 50 χρόνια πίσω, δηλαδή τώρα με έχεις πάει… Ήρθε από τη Μπουζουμπούρα. Ακόμα τώρα η Μπουζουμπούρα δεν ξέρω που είναι. Η Μπουζουμπούρα ή Ουζουμπούρα είναι στην κεντρική Αφρική. Είχαμε φίλο από το Κονγκό, με τον οποίον βρεθήκαμε και τελευταία στο Βέλγιο που είχα πάει, τον Σωκράτη τον Ζάννο. Ή ο Φραγκιαδάκης, ένας μικρότερος, πάλι από το Κονγκό. Είχαμε από Νότια Αφρική, είχαμε από Αιθιοπία, τον Αντώνη τον Μαρίνο. Μιλάμε τώρα για συμμαθητές έτσι. Είχαμε από Σαουδική Αραβία τον Γιάννη το Λιβάνιο. Είχαμε από Κωνσταντινούπολη πάρα πολλούς, και από Κύπρο, τα τελευταία χρόνια, μετά την εισβολή, είχαμε παιδιά από την Κύπρο αρκετά. Μια περίπτωση λοιπόν ήταν παιδιά γονέων, οι οποίοι ήταν στο εξωτερικό, και άρα λοιπόν στέλνουν τα παιδιά τους στην Ελλάδα, αφενός μεν για να έχουν επαφή με τον τόπο, αφετέρου για να έχουν επαφή με τα ελληνικά, και μπορεί και για να έχουμε μία πιο ασφαλή διαβίωση, γιατί ειδικά στην Αφρική τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα. Η άλλη κατηγορία παιδιών ήταν παιδιά χωρισμένων γονιών. Πάρα πολλοί γονείς, οι οποίοι ήταν στα, είτε σε φάση για να χωρίζουν, ή επειδή είχαν χωρίσει, για να μην περνάνε και τα παιδιά τη δύσκολη περίοδο αυτή, αλλά και γενικότερα, και στη συνέχεια, μετά το χωρισμό. Το να είναι παιδί τακτοποιημένο, όσον αφορά τη διαμονή του, τις σπουδές του, όλο του το πακέτο, ερχόταν εκεί. Επιλογή των γονέων δηλαδή. Η τρίτη κατηγορία που μου την είπε ο Στέργος ο Παρασκευάς, είναι παιδιά ανένταχτα. Παιδιά ανένταχτα από πλευράς χαρακτήρα. Δεν ήτανε και τα καλύτερα παιδιά. Δύσκολα παιδιά με δύσκολο χαρακτήρα, και [01:10:00]δυσκολίες και εκεί που ήταν, και εδώ, και σε μας που ήρθαν. Δεν άλλαξε κάτι δηλαδή, όσων αφορά τον χαρακτήρα τους. Έτσι μου τα χαρακτήρισε, έτσι τα αναφέρω, παιδιά ανένταχτα. Εμένα μου είπε, ως ιδιαίτερη, ήσουνα εκτός κατηγορίας, ήσουν μία ιδιαίτερη περίπτωση, ένας άνθρωπος ο οποίος, ήσουν και προβληματισμένος και στην πορεία έδειξες ένα χαρακτήρα, που ήσουνα πολύ διαφορετικός από όλων των υπολοίπων στην τάξη. Και του είπα, γιατί δεν το ήξερε, τι συνέβη, γιατί βρέθηκα εκεί. Ότι εγώ, δεν είχαμε σχολείο, και έπρεπε να φύγω έτσι κι αλλιώς στην τρίτη προς τετάρτη και να πάω σε άλλο τόπο, απλώς οι γονείς μου είχαν την ευχέρεια. Είχαν και την εξασφάλιση ότι και να μου συμβεί έχω δύο Μυκονιάτες εκεί. Άσχετα αν ήταν και άλλοι δύο μετά, ήμασταν πέντε, μία μικρή κοινότητα στην αυτή. Σου λέει καλά θα είναι εκεί, αντί να, αυτό, να πάει από τώρα. Εγώ ήμουν αυτή η περίπτωση, και μου είπε μάλιστα χθες ο Στέργος και για τα πολιτικά μου, και τις απόψεις μου, και λοιπά, όπου και εγώ και κάποιοι άλλοι, που με τους οποίους κάναμε παρέα, ναι πραγματικά, εκ των υστέρων σκεπτόμενος, είχαμε μία ιδιαίτερη δραστηριότητα. Άλλο σκεπτικό, με διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων στο χώρο, έτσι.

Α.Ρ.

Αφού το πιάσαμε αυτό το κομμάτι, φαντάζομαι μιας και εσύ πήγες 11 χρόνων, δεν νομίζω ότι είχες σχηματίσει πολιτική αντίληψη πριν από αυτό. Άρα η διαδικασία αυτή έγινε εκεί. Πώς προέκυψε αυτό;

Δ.Ρ.

Ε, να σου πω ότι, πέρα από τα παιδικά βιβλία, εγώ δεν είχα διαβάσει λογοτεχνία, και, πήγαινα στη βιβλιοθήκη, έπαιρνα αυτά που έπρεπε να πάρω, άλλα παιδικά βιβλία έτσι. Τώρα, στην ουσία, ως παιδί έφυγα έτσι. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα και με συγκλόνισε, ήταν ο Ροβινσώνας Κρούσος, το οποίο ήταν εκπληκτικό βιβλίο, και έτσι αγάπησα εγώ το βιβλίο. Όμως στην Αναργύρειο, διάβασα, επειδή είχαμε μία πολύ καλά οργανωμένη βιβλιοθήκη, διάβασα διάφορα πράγματα. Διάβασα ποιητές και λογοτέχνες, Έλληνες κυρίως, έτσι γιατί κυρίως η Ελληνική λογοτεχνία ήταν που με κρατούσε. Αλλά ήμουνα και από χαρακτήρα, ένας άνθρωπος ο οποίος, ήμουν ανθρωπιστής, με την έννοια ρε παιδί μου ότι εγώ μπορεί να διάβαζα Σικελιανό, ας πούμε, αλλά το ποίημα που με είχε ενθουσιάσει είναι η Ιερά Οδός, του Σικελιανού, οποία μιλάει για την αδελφοσύνη του γύφτου με την αρκούδα. Αυτό είναι ένα πολιτικό βιβλίο, μιλάει για αδελφοσύνη γενικότερα, και είναι, ενώ ο Σικελιανός είναι ένας αστός ποιητής, μέσα από αυτό το ποίημα του βγάζει όλο το ανθρωπιστικό του κομμάτι. Και τέτοια τέτοιας λογής διαβάσματα, μπορεί εκείνη την περίοδο να μην τα είχα στο νησί. Για μένα λοιπόν οι Σπέτσες, επειδή ακριβώς είχα αυτά, αυτά τα ενδιαφέροντα, ξύπνησαν μέσα μου αυτά ενδιαφέροντα, μου άνοιξαν ένα δρόμο απίστευτο. Και τότε, θέλω να σου πω ότι πηγαίνοντας στη βιβλιοθήκη πολύ συχνά, ανακάλυψα ότι πίσω από τα ράφια, πίσω από τα ντουλάπια της βιβλιοθήκης, ατάκτως ερριμμένα, ήτανε τα βιβλία τα απαγορευμένα. Όπου μπορούσες να βρεις εκεί, τι να σου πω τώρα. Έχω ξεχάσει καν τι θα μπορείς να βρεις. Από ποιητές που, διάφορες οι οποίες δεν θα έπρεπε να είναι απαγορευμένοι, άλλα η χούντα τότε δεν έκανε διακρίσεις. Οτιδήποτε ήταν πιο μοντέρνο ήτανε, αυτό. Και πολύ περισσότερο δε και καθηγητές, επειδή φοβόταν γενικότερα οποιαδήποτε έλεγχο κλπ., πετάγανε και ότι πίστευαν ότι θα μπορούσα να τους δημιουργήσει πρόβλημα. Και εκεί τσίμπαγα διάφορα βιβλία ας πούμε. Ο Καζαντζάκης ήταν κρυμμένος ας πούμε. Εγώ την «Ασκητική» του Καζαντζάκη, που τη διάβασα στην Αναργύρειο, τη βρήκα πεταμένη από πίσω. Εκ των υστέρων να είχα την τύχη, τον κατεξοχήν μελετητή του Καζαντζάκη, τον Γιώργο το Σταματίου, να τον έχω καθηγητή. Ο οποίος έχει κάνει τρία βιβλία για τον Καζαντζάκη, και ο όποιος μας έβαλε και σε ένα κλίμα πολύ ιδιαίτερο, για το πως διαβάζει κανείς βιβλίο, τα διαβάσματα που μπορεί να κάνει. Βασιλικό διάβασα στην Αναργύρειο, αργότερα μεν, αλλά εκεί τον διάβασα ας πούμε και άλλα πολλά. Και επειδή με ενδιαφέρει πάρα πολύ η ποίηση, έγραφα κιόλας. Ήμουν από τα παιδιά που, τις έκθεσης που έγραφα, επειδή πάντα είχα κάποια χιουμοριστικά κομμάτια, πάντα είχα κάποιο παιχνίδι με τη γλώσσα τα λοιπά, διαβαζόνταν πότε-πότε στην τάξη, ας πούμε. Και αυτό με σήκωνε, ας πούμε, σαν παιδί, κι όλο και πιο πολύ διάβαζα. Το πολιτικό κομμάτι, πάλι, η διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός παιδιού, αφενός μεν είναι μέσα από το σπίτι, όπου εγώ δεν πρόλαβα να διαμορφώσω χαρακτήρα μες στο σπίτι, πλην της βασικής. Που ήταν κυρίως μέσα από τη γιαγιά μου, που ήμασταν πολλές ώρες μαζί τα καλοκαίρια στο χωριό, και τους γονείς μου, όσο τους έβλεπα γιατί ήταν στο μπακάλικο. Τα μπακάλικα τότε ήτανε σχεδόν 24 ώρες το 24ωρο, όλη τη βδομάδα, χειμώνα–καλοκαίρι, και τις Κυριακές ανοιχτά ας πούμε. Οι παρέες, και όχι το σχολείο, οι παρέες μέσα και έξω από το σχολείο είναι που διαμορφώνεται χαρακτήρα. Ο Αλέκος ο Στάμου ήταν μία πηγή, από την οποία, μικρότερος μου, από την οποία αντλούσα αρκετό πολιτικό προβληματισμό. Ο Φώτης Ευρυγένης, πάλι μικρότερος μου. Γενικώς έκανα παρέα και με μεγαλύτερους, και με μικρότερους, και με της τάξης μου. Να πω ότι, ίσως έχουμε ξεχάσει μερικά πράγματα που συμβαίνουν όταν είσαι μικρότερος, αλλά μιας και είμαστε σε αυτό το κομμάτι να πω ότι πολλές φορές πηγαίναμε νωρίτερα, όπως σου είπα, για να τακτοποιηθούμε αλλά και για να βρεθούμε και λίγο στις Σπέτσες, πριν βγούμε, για το οποίο πρέπει να πούμε κάποια στιγμή. Νομίζω στην πέμπτη γυμνασίου, το ’73 πριν το Πολυτεχνείο, Σεπτέμβριο μήνα, τέλος Σεπτέμβρη, εγώ έκανα κοπάνα πριν ανοίξει το σχολείο. Πήγα νωρίτερα μία βδομάδα στις Σπέτσες, έφυγα, άφησα τη βαλίτσα μου, άφησα τα πράγματα μου και έφυγα, και πήγα στον Πειραιά, μόνος μου. Σε μία ηλικία που σήμερα θα σε αναζητούσε το Χαμόγελο του Παιδιού έτσι, θα ήσουν στα alert. Έμεινα σε ξενοδοχείο στον Πειραιά, θα θυμηθώ το όνομα του ξενοδοχείου. Ξενοδοχείο απ’ αυτά της μιας βραδιάς, που μένει και ο κόσμος ο οποίος, ζευγαράκια, και όχι μόνο. Έμεινα τρεις μέρες. Πήγα για τον αγώνα Ολυμπιακός-Βερεντσβάρος, γιατί τότε ήμουνα και φίλαθλος. Και πήγα για τη συναυλία του Σταύρου Ξαρχάκου. Είναι η συναυλία, η μεγάλη συναυλία του Σταύρου Ξαρχάκου, η οποία έγινε πριν το Πολυτεχνείο, και ήταν αφορμή για μία αυθόρμητη διαδήλωση, η οποία, και μέσα στην στο γήπεδο του Παναθηναϊκού έγινε ο κακός χαμός, με φοβερά συνθήματα. Και τώρα μιλάμε για εκείνη την εποχή, το να πεις οποιοδήποτε σύνθημα, και δίπλα σου να είναι οποιοσδήποτε και τα λοιπά, δεν ήταν εύκολο. Άρα λοιπόν αυτό το πράγμα που έγινε μέσα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, όσοι το έχουν ζήσει καταλαβαίνουν για τι πράγμα μιλάω. Ήταν ένα πράγμα, μία ένταση, μία δόνηση εσωτερική, ψυχική, τα λοιπά, η οποία, για μας τότε, τη νέα γενιά, πριν το Πολυτεχνείο, ήταν ότι πιο… Έχει προηγηθεί βέβαια, τον χειμώνα, δεν θυμάμαι αν ήταν αυτός ή ο προηγούμενος, η κατάληψη Νομικής. Η μεγάλη αυτή εκδήλωση αντιδικτατορική. Πάρα πολύς κόσμος έχει πάει φυλακή από αυτούς ή έχουν στρατευτεί υποχρεωτικά και τα λοιπά. Και βέβαια έχει πέσει και πάρα πολύ ξύλο οι συλλήψεις αλλεπάλληλες τα λοιπά. Όταν βγήκαμε –εγώ τώρα μαθητής σχολείου έτσι, γυμνασίου, πέμπτη γυμνασίου– όπου βγαίνουμε από το Παναθηναϊκό και είχα πάει, επειδή οι παρέες ήταν και από τη Μύκονο, με μεγαλύτερους μου, με τον Αποστόλη τον Κοντιζά, και έναν συμφοιτητή του, ο Αποστολής ήτανε φοιτητής στην ανωτάτη βιομηχανική, και έναν φίλο του, τον Γιώργο τον Αλάμαρα –νομίζω αυτό ήταν το όνομα του– όπου βγαίνοντας κατεβήκαμε προς τα κάτω για να φύγουμε. Και απέναντι μας ήταν όχι τα ΜΑΤ, η αστυνομία τότε, που χτύπαγε, νομίζω ότι δεν είχαν καν ασπίδες, είχαν τα γκλομπ τους και χτύπαγαν τα πόδια τους κάτω. Αλλά ήτανε μια μαύρη τρομοκρατία, και μόνο να ακούς αυτόν τον ήχο. Πέτρες, όλη αυτή η φασαρία που μπορεί να γίνει σε μία διαδήλωση που δεν ήταν προγραμματισμένη, αλλά έγινε τότε. Σκόρπισμα στα στενά, Γκύζη και τα λοιπά, και με τον Γιώργο εγώ καταλήξαμε… Εκείνος με πήρε υπό την προστασία του γιατί εγώ στην Αθήνα δεν ήξερα βήμα να κάνω. Με πήγε στη Βικτόρια για να πάρω το τρένο να κατέβω στον Πειραιά. Ήταν κλειστός ο σταθμός Βικτώριας, και με πήρε, με χίλιους κινδύνους δικούς του, γιατί σου λέω ότι όλη η γειτονιά εκεί ήτανε… Να με πάει, με πήγε… δύο [01:20:00]περιπτώσεις υπήρχαν: ή θα πήγαινα να πάρω το μπλε, που ήτανε από την Ομόνοια, την Αθήνας, να πάω στον Πειραιά ευθεία κάτω, ή το πράσινο, που πάλι πήγαινε στον Πειραιά από το Σύνταγμα. Ευτυχώς το μπλε ήταν εν λειτουργία, και πήρα το μπλε από την Ομόνοια να κατέβω στον Πειραιά, χωρίς να ξέρω που θα με έβγαζε. Ρώτησα, πήγα, και πήγα στο ξενοδοχείο, όπου ήταν κλειστό. Όπου εκεί, ο νεαρός Δημήτρης Ρουσουνέλος λέει: «Ωπ, τι έγινε τώρα;». Κλειστό ξενοδοχείο, πίσσα μαύρο σκοτάδι, μετά τα μεσάνυχτα λέμε. Και τι να κάνω, άρχισα και χτύπα την πόρτα μπας και ακούσει κανένας. Και από ένα παραθυράκι, άνοιξε, βγήκε ένα κεφάλι, λέει: «Τι θες;». Λέω: «Το ξενοδοχείο». «Δεν ξέρεις ότι κλείνει 12:00 το ξενοδοχείο». Λέω: «Που να το ξέρω δε μου το ‘πε κανένας». Αφού με έβρισε, μου άνοιξε και μπήκα μέσα. Γιατί το ανέφερα αυτό. Το ανέφερα για την πολιτική, πώς διαμορφώνετε ένας χαρακτήρας με τους πολιτικούς του προβληματισμούς. Αμέσως μετά έγινε το Πολυτεχνείο, και μία εβδομάδα μετά ήρθε και το κίνημα του Ιωαννίδη με τον Γκιζίκη και τα λοιπά, μία εβδομάδα μετά, μετά την επέμβαση. Οπότε αυτό που θυμάμαι τότε, ήταν ένας Θεσσαλονικιός καθηγητής αντιστασιακός, ο Δημήτρης ο Ευρυγένης, θείος του Φώτη του Ευρυγένη του φίλου μου, ήξερα ότι είναι στις Σπέτσες, και ότι είναι στο ξενοδοχείο το Ποσειδώνιο. Του λέω του Φώτη το και το συνέβη, γιατί το έχω ακούσει εγώ στο ραδιόφωνο, και μου: «Λέει να ειδοποιήσουμε το θείο μου». Και κατεβήκαμε κάτω στο Ποσειδώνιο, τρέχοντας με πολλή λαχτάρα, επειδή ξέραμε τη δράση του. Αυτός νομίζω είχε και σχέση με την Ευρώπη. Αλλά είναι και από τους ανθρώπους που είχε κυνηγηθεί. Και τον ξυπνήσαμε για να του πούμε για την τέτοια. Θέλω να σου πω ότι, και τα ταξίδια μου στην Αθήνα, όσες φορές πηγαίναμε, το χρόνο που κλέβαμε, είτε πηγαίναμε σε μπουάτ, είτε πηγαίνεις σε οτιδήποτε, τα τελευταία χρόνια πάντα μιλάμε, είχαν να κάνουνε –παρένθεση λόγω του Στάμου του κολλητού μου– είχα να κάνουνε και με μία πολιτική, είτε κουβέντα, όχι ότι είχαμε καμιά δράση, πράγματα μάλλον παιδικά, γιατί εμείς είμαστε ακόμα στην Αναργύρειο. Να σημειώσω ότι στην Αναργύρειο, έχει γίνει μία από τις πρώτες, ένα από τα πρώτα κινήματα, που δεν το περιμένει κανείς, από τα πρώτα κινήματα σπουδαστικά, που γίνανε μία περίοδο, πολύ πριν τη Νομική, αρκετά πριν τη Νομική, και αυτό γιατί είχε δοθεί αποβολή σε κάποιον μαθητή ο οποίος είχε… Ξέρεις τα δωμάτια μας τα στολίζαμε, πρέπει να πω και πώς ήτανε η δομή μες τη σχολή. Τα στολίζαμε με τις αφίσες. Τότε ήταν η εποχή που κάναν διαφορά, ήταν και οι ροκ έτσι πολύ αυτό. Ένας από τους μαθητές, είχε μία φωτογραφία του Manson. O Manson ήταν αυτός ο οποίος είχε κατασφάξει τη Sharon Tate, μια εγκυμονούσα. Του δώσαν λοιπόν αποβολή. Δεν ξέρω καν, νομίζω ο Manson ήτανε μουσικός, ως μουσικό τον είχε, όχι ως σφαγέα, δεν ήταν θαυμαστής του Manson. Πήρε λοιπόν την αποβολή, του συμπαραστάθηκαν όλες οι συμμαθητές του, και όλο το κτίριο στο οποίο έμενε. Και είχανε μία κατάληψη, πολύ σοβαρή, για την εποχή της, δεδομένου ότι ο μαθητής δεν τολμούσε να κινητοποιηθεί, όχι στην Αναργύρειο, πουθενά εκείνη την περίοδο. Αυτό.

Α.Ρ.

Άρα μέσα στην, να το πω έτσι, οι καθηγητές που είχατε στη σχολή, τα χρόνια της επταετίας, η στάση τους ήταν… είχαν κάποια συγκεκριμένη στάση; Ήτανε ουδέτεροι; Είχατε καθηγητές οι οποίοι ήτανε, να το πω χουντικοί, είχανε συγκεκριμένες κατευθύνσεις; Υπήρχανε καθηγητές οι οποίοι, με κάποιον τρόπο, προσπαθούσαν να υπερασπιστούν την ευρύτερη κατάσταση ή το αντίθετο, να αντιταχθούν την ευρύτερη κατάσταση;

Δ.Ρ.

Κατ’ αρχάς, όλη τη διάρκεια της επταετίας, η μεγάλη εκδήλωση της χρονιάς είναι οι γυμναστικές επιδείξεις. Πάντα υπήρχαν επισκέψεις αξιωματούχων της χούντας, που ήταν και στις κερκίδες. Και πάντα τους υποδέχονται με δόξα και τιμή, αλλά όπου και να πήγαιναν, με δόξα και τιμή τους υποδέχτηκαν. Και τον Παττακό εδώ στη Μύκονο, και το βασιλιά παλιότερα τον Κωνσταντίνο, και τα λοιπά. Αυτά είναι μέσα στο πρόγραμμα. Ένα-δυο, ναι, είχαν τέτοιες, φαινόταν και από τη συμπεριφορά τους, από τον τρόπο τους, από τη συμπεριφορά τους απέναντί μας, ναι. Αλλά εγώ σαν παιδί, εγώ αυτά δεν μπορούσα να τα αναλύσω. Μπορώ εκ των υστέρων να πω αυτός ο άνθρωπος, ναι, ο τρόπος που αυτό, αλλά μπορεί να ήταν και από χαρακτήρα, ας μην του δώσω τον χαρακτηρισμό του χουντικού. Ας πούμε τώρα οι δύο ήτανε θεολόγοι. Αυτό μπορεί να τους φωτογραφίζει κιόλας. Δύο ήταν θεολόγοι. Μπορεί να μην… άλλα μπορεί και λόγω άλλων επιλογών. Σίγουρα δεν ήταν οι πιο προοδευτικοί. Οι πιο προοδευτικοί, τους ξέραμε, ήταν κοντά μας, και ήταν 2-3 μετρημένοι, που ήταν φίλο… τους κατηγορούσαν μάλιστα ως «ασκούντες φιλομαθητική πολιτική». Ήταν πολύ κοντά μας, ήτανε νέα παιδιά, νέοι άνθρωποι, οι οποίοι δεν είχαν κανένα λόγο να μας –ξέρανε ότι εμείς είμαστε καταπιεσμένοι εκεί μέσα– και είναι κανένα λόγο να προσθέτουν ακόμα μία καταπίεση. Αυτά είναι νομίζω ανθρώπινα. Να πω λίγο, όμως, επειδή είπα διαφορά πριν, να πω λίγο για τη δομή της σχολής. Γιατί όταν πας σε ένα, σε ένα οικοτροφείο, υπάρχει μία δομή και μία διαδικασία, την οποία οφείλεις να ακολουθείς, η οποία είναι προαποφασισμένη, και δομημένη έτσι, ώστε να μπαίνεις σε μία τάξη. Όχι ό,τι καλύτερο για μας τους μαθητές, νέα παιδιά, και όχι ό,τι καλύτερο για εφήβους. Και έφηβους μακριά από τα σπίτια τους. Ένα από τα πράγματα που είναι χαρακτηριστικά, είναι η έννοια της συνδιοίκησης. Η σχολή είχε τον διευθυντή της, τον υποδιευθυντή της. Να πω ότι το τα αγγλικά ήταν πρωτεύον μάθημα στη σχολή, όταν αλλού ήταν δευτερεύων και τριτεύον. Άρα δηλαδή εμείς περνάμε το Lower σε μία ηλικία που στη Μύκονο ας πούμε δεν ξέραν τι είναι το Lower. Μπορεί να το περνάμε το Lower όταν εσύ είχες πάρει Proficiency, αλλά για μας εκείνη την εποχή ήταν πολύ σημαντικό. Άρα λοιπόν είχε διευθυντή των αγγλικών σπουδών και είχε και 8 καθηγητές αγγλικών. Γιατί κάθε τάξη μπορεί να έχει και τρία τμήματα Αγγλικά. Γαλλικά είχαμε έναν καθηγητή. Η συνδιοίκηση, αφορούσε μία παράλληλη διοίκηση, από κάτω, η οποία ήτανε διοίκηση από τους ίδιους τους μαθητές. Δηλαδή υπήρχε, ο αρχηγός της σχολής, που ήτανε υποτίθεται ο καλύτερος μαθητής της έκτης γυμνασίου, και ο υπαρχηγός. Μία σειρά από επόπτες, επόπτες αθλητικών, επόπτης θεάτρου, επόπτης τραπεζαρίας, επόπτης κτιρίου Α, κτιρίου Β, κτιρίου Γ, διαφορά. Οι βοηθοί τους, και κάθε τραπέζι είχε τον τραπεζάρχη του. Μπορεί να ήταν και δυο οι τραπεζάρχες, δεν θυμάμαι καλά. Μπορεί να είναι και δύο. Δηλαδή το κτίριο Β, που ήταν τα πιο μικρά παιδιά, Δημοτικό και Γυμνάσιο. Ο φίλος μου ο Στέργιος πήγε, που ανέφερα πριν, πήγε στην πέμπτη Δημοτικού. Ο φίλος μου ο Θανάσης Τριανταφύλλου πήγε τετάρτη Δημοτικού. Όπως και ο Δημήτρης ο Μπρούσκος αν θυμάμαι καλά. Υπήρχαν παιδιά που ήταν από την τετάρτη Δημοτικού. Νομίζω ότι στην τετάρτη είχε πάει ο Χρήστος ο Βασιλειάδης. Μπορεί να κάνω και λάθος. Αν ήταν ο Βασιλειάδης, ήταν παιδί του εξωτερικού, Κωνσταντινούπολη. Ο Θανάσης επίσης, χωρισμένοι γονείς και ο πατέρας στην Αφρική. Ο Στέργος επίσης Αφρική. Άρα λοιπόν όσο γίνεται πιο νωρίς, που να μπορούν να φύγουν από την γονική μέριμνα, πηγαίνανε σε αυτή τη φωλιά, ας το πούμε, σε αυτή την ασφάλεια που μπορεί να έχεις ελληνική παιδεία, υπό τις καλύτερες δυνατόν συνθήκες. Να μην πας σε μία θεία, ένα θείο, να πας σε ένα σχολείο τέτοιο. Για να μπορεί να λειτουργήσει το θέμα της συνδιοίκησης, η οποιαδήποτε αταξία εντός εισαγωγικών, έφερε μία τιμωρία. Τι σημαίνει τιμωρία; Η βασική τιμωρία ήτανε ένας σταυρός. Στους πέντε σταυρούς έμενες μέσα την Κυριακή. Τι σημαίνει μέσα την Κυριακή; Εμείς ήμασταν οικοτροφείο, ήμασταν μέσα, ένδον. Μία εβδομάδα μέσα στο… μέναμε μέσα. Κοιμόμαστε σχολείο, με ένα πρόγραμμα πολύ συγκεκριμένο στη διάρκεια της ημέρας, που αν θέλεις σου το αναφέρω σε λίγο. Ότι και να συνέβαινε, οι σταυροί σου σημειώνονταν σε ένα πίνακα που υπήρχε, και στους 5 έμενες μέσα. Μπορεί κά[01:30:00]ποιες στιγμές να τη γλίτωνες, για κάποιο λόγο, να σου σβήνανε κάνα σταυρό, όμως έμενες μέσα την Κυριακή. Εγώ πέντε έξι Κυριακές έχω μείνει μέσα, μπορεί και παραπάνω ας πούμε. Αυτό δεν ήταν και τόσο ευχάριστο, γιατί περίμενες μία εβδομάδα για να βγεις έξω, το έξω είναι να πας στην Ντάπια των Σπετσών, και να κάνεις πάνω–κάτω μια απόσταση, ξέρω γω, 200 μέτρων, μέχρι τον Άγιο Μάμα ας πούμε, από το Ποσειδώνιο. Να πιείς, να φας το προφιτερόλ σου, ή τον κορμό, ή το μιλφέιγ, ας πούμε. Να πιείς μία Kina, η Kina είναι ένα ποτό το οποίο μόνο εκεί το έχω συναντήσει, και έχει εξαφανιστεί, γιατί ο εισαγωγέας δεν το εισάγει πια. Ήταν ένα πράγμα σαν Campari, τέτοιου τύπου αναψυκτικό. Ένα σινεμά είχε, 2 σινεμά είχε η Ντάπια, όπου πηγαίναμε σινεμά ανελλιπώς. Ότι και αν έπαιζε. Τις περισσότερες φορές ο Δαμιανός. Ήταν ο Δαμιανός και η Μαρίνα. Ο Δαμιανός είχε το Τιτάνια και η Μαρίνα το Σινέ Μαρίνα. Του Δαμιανού τις ταινίες που έφερνε λέγαμε ότι ήταν όλα φέσια, παρόλα αυτά ο Δαμιανός το φέσι που ήταν και φωτογράφος, εκεί πηγαίναμε τις περισσότερες φορές, τρώγαμε εκεί οι δύο ώρες, πιάναμε ένα γλυκό και πίσω πάλι. Εκτός αν ήταν οι γονείς μας, οπότε μπορεί να κάτσαμε και να φάμε λίγο, και να γυρνάγαμε πίσω στις 17:00, γιατί στις 18:00 ήταν ώρα μελέτης, και καθόμαστε να διαβάζουμε ας πούμε. Η ζωή μας αυτή ήτανε όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Το να μείνεις μέσα την Κυριακή –εγώ σου είπα, έχω μείνει μέσα πέντε–έξι φορές, μπορεί και παραπάνω, δεν θυμάμαι. Υπήρχαν παιδιά τα οποία, δεν είχανε, στη Ντάπια μοίρα. Δηλαδή μέναν μέσα, γιατί ήταν παιδιά τα οποία ήταν… Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα, γιατί του στερείς τη μοναδική του χαρά. Τη μοναδική χαρά ελευθερίας, ώσπου να βγει. Γενικότερα οι τιμωρίες, πιθανόν γιατί αλλιώς πώς, πώς μπορείς, αν δεν είσαι μάνα και πατέρας, και δεν είσαι ένας εκπαιδευτικός, ο οποίος είναι ειδικά εκπαιδευμένος για αυτό. Γιατί δεν ήταν ειδικά εκπαιδευμένοι για αυτό, ήταν εκπαιδευτές, δημόσιοι. Το σχολείο να ξέρεις, ήταν δημόσιο. Ήταν μεν οικοτροφείο, αλλά ήταν επιλεγμένοι οι καθηγητές, γιατί πέρναγαν από κάποιο αυτό, το ζητάγανε κιόλας, γιατί μπορεί να παίρνανε και κάτι παραπάνω, μέναν και μέσα και τα λοιπά, ήταν δημόσιοι. Πέραν τους αγγλικούς, και κάποιοι άλλοι, οι περισσότεροι ήταν δημόσιοι. Ειρήσθω εν παρόδω είχαμε και τέσσερις γυμναστές. Άρα η εκπαίδευση δεν ήταν συγκεκριμένη, να αντιμετωπίσεις παιδιά, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, με οποιαδήποτε προβλήματα κουβαλάνε από το σπίτι τους, με οποιαδήποτε προβλήματα αντιμετώπιζαν εκεί. Από παιδιά που μπορεί να είναι τετάρτης Δημοτικού, μπορεί και να κατουριέται πάνω του, ας πούμε. Λέω τώρα εγώ, ένα παράδειγμα. Μέχρι ένα παιδί μεγάλο, το οποίο θέλει να φύγει. Η τιμωρία ίσως ήταν ένας αποτρεπτικός παράγοντας για να μην γίνονται πράγματα. Και τιμωρίες υπήρχαν πολλές. Το βασικό ήταν αυτό που σου είπα. Α! Στα κτίρια, στο Β είπαμε ήταν οι πιο μικροί, το Ε ήταν τα πιο μεγάλα παιδιά, και το Γ ήταν τα ατομικά δωμάτια, όπου τα είχαν κυρίως οι μαθητές της έκτης, κάποιοι της πέμπτης, οι καλύτεροι μαθητές της τετάρτης, και από τη χρονιά τη δικιά μου ήταν και τέσσερα άτομα της τρίτης. Ήμουν απ’ τα τέσσερα άτομα της τρίτης που πήραν δωμάτια να ξέρεις, ήμουν καλός. Εκείνη τη χρονιά. Δεν το κράτησα πολύ, γιατί εγώ κάπνιζα. Το κάπνισμα απαγορεύεται εννοείται. Οπότε, τρεις αποβολές που είχα φάει στη σχολή, και οι τρεις ήταν από κάπνισμα. Μπορούσε να σε δει κάποιος να καπνίζεις, ας πούμε. Ή μπορούσε να σε καρφώσει κάποιος. Ή μπορείς να ήρθες σε επαφή με κάποιον νυχτοφύλακα. Είχαν τα κτίρια νυχτοφύλακα. Να έχεις επαφή με το νυχτοφύλακα, να μπορείς να έχεις οποιαδήποτε κουβέντα μαζί του και τα λοιπά, να ‘στε μαζί, να καπνίζεις μπροστά του, και να πα να σε καρφώσει. Επειδή ξέρω του την έδωσε για κάποιον λόγο, ή φοβήθηκε. Όποτε ερχόταν η έρευνα μετά στο δωμάτιο, και σε ψάχνανε να δούνε που έχεις τα τσιγάρα και τα λοιπά. Εμένα δεν βρήκαν ποτέ τσιγάρα. Στη μία περίπτωση που είχανε βρει ρινίσματα καπνού στο σακάκι της εξόδου. Πώς πάει μες στη γωνίτσα της τσέπης, στη φόδρα. Και απλώς εγώ είπα ότι αυτά είναι από τότε που ήμουνα στη Μύκονο. Δεν τσιμπήσανε, και έφαγα μία αποβολή. Άλλη μία αποβολή έφαγα γιατί κάπνιζα σε ένα πλοίο μπροστά στον καθηγητή, με τον καθηγητή, ήταν αυτός ο οποίος μας έκανε τον καλό αλλά τελικά μάλλον κάποιος είπε ότι, κουβεντιάστηκε ότι γυρνάγαμε από τη Σαλαμίνα… Είχαμε πάει Σαλαμίνα για να τρέξουμε, και στον γυρισμό –ήμουν και αθλητής πανάθεμά με– στο γυρισμό καπνίζαμε στο πλοίο και ήτανε μπροστά ο συγκεκριμένος καθηγητής. Και μας έδωσε κανονικά, δύο άτομα, και πήρα και τότε άλλη μία αποβολή. Και κάθε φορά, εγώ έχανα το δωμάτιο μου, ήτανε η τιμωρία. Πιο μικρός ακόμα, στην πρώτη και δευτέρα, όπου το κάθε κτίριο έχει τον κοιτώνα του, πέρα από τα μικρά δωμάτια, όταν είσαι από την Πρώτη μέχρι και τη Δευτέρα, και το Δημοτικό, μέναμε στο Β. Στο Β υπήρχαν κοιτώνες, όπου τα παιδιά ανάλογα με την ηλικία τους ήταν στο κοιτώνα το οποίο αποφασιζόταν αυθαίρετα από τον υπεύθυνο καθηγητή του κτιρίου ας πούμε. Και εκεί ήταν ένας υπεύθυνος, συνήθως της έκτης γυμνασίου και ένας βοηθός της πέμπτης που ήταν υπεύθυνοι για το κτίριο όσον αφορά τη συνδιοίκηση. Ο κάθε κοιτώνας που είχε, υπήρχαν και με 10 παιδιά, μέχρι 20, μπορεί και παραπάνω δεν θυμάμαι. Με κρεβατάκια σιδερένια, ξέρεις αυτά τα παλιομοδίτικα τώρα. Πάντα καλά στρωμένο διότι το πρώτο πράγμα που μαθαίναμε στην Αναργύρειο ήταν πώς να στρώνουμε το κρεβάτι μας σωστά. Αυτό που δεν έχουμε μάθει ακόμα τώρα στα σπίτια μας, τότε το κάναμε στην πένα όμως. Και κάναμε μάλιστα και τσάκιση, μία πολύ ειδική τσάκιση, που έκανε ένα σχήμα πολύ ωραίο σαν φάκελος. Θύμισέ μου μετά να σου πω τι κάναμε με αυτό το φάκελο, και διάφορες διαολιές που κάναμε γενικότερα στους κοιτώνες. Υπήρχε σιωπητήριο το μεσημέρι, σιωπητήριο το βράδυ. Εντάξει παιδιά είμαστε, δεν υπήρχε λόγος να μαστε αυτό, πειραζόμαστε, κάναμε διάφορες διαολιές μέσα στον κοιτώνα, οπότε η τιμωρία από τον κοινοτάρχης, ή θα πρέπει να μας δώσει στον υπεύθυνο του κτιρίου και να μας βάλει σταυρό και τα λοιπά, ή θα πρέπει να μας τιμωρήσει ο ίδιος. Συνήθως μας τιμωρούσε ο ίδιος. Η τιμωρία ήταν, η μία ήταν να σε βγάλει έξω από τον κοιτώνα, να σε αφήσει εκεί, που μπορεί και να περάσει ο καθηγητής, ο υπεύθυνος του κτιρίου, ή ένας από τους πιο, τους μαθητές και λοιπά, που ήτανε και στην συνδιοίκηση, και από εκεί έπρεπε να δώσεις κάποιες εξηγήσεις, ή να μείνω εδώ, γιατί πολλά παιδιά ήταν έξω. Αυτή τη μία ώρα λέμε της ξεκούρασης. Δεν σημαίνει ότι… Μπορεί να παίζαμε και μαξιλαροπόλεμο μέσα, μπορεί να παίζαμε, να γινόταν της κακομοίρας μέσα στο κοιτώνα. Αλλά κάποια στιγμή που λέγαμε ότι τέρμα, εκεί τα πράγματα έπρεπε να ναι, κατάλαβες. Δεν ήμασταν πάντα, από πάνω ο βούρδουλας. Πολλές φορές τώρα, αναλόγως σε ποιόν κοινοτάρχης είχες πέσει, η τιμωρία ήταν και πιο αυστηρή. Δηλαδή αν το δεις με τη σημερινή μάτια, θα πεις τι έγινε εδώ, τι μου λέει τώρα αυτός. Εγώ προβληματίστηκα εάν έπρεπε να στο πω ή όχι. Είναι και πράγματα που δεν τα ‘χω πει και σε κανένα. Δηλαδή, δεν συναντάς εύκολα σήμερα, τιμωρία, να βγαίνεις έξω από το δωμάτιο και να ‘σαι με το ένα πόδι. Δεν συναντάς εύκολα τιμωρία να είσαι έξω το δωμάτιο, τα χέρια στην πρόταση, και απάνω ένα μαξιλάρι. Αυτό είναι βασανιστήριο έτσι. Αυτό μιλάμε για περίοδο χούντας. Αυτό τώρα, όπως ήταν επιτρεπτό και να τρως και ξύλο στο σχολείο, στη Μύκονο και παντού, και να λέει και η μάνα και ο πατέρας: «Καλά του ‘κανες». Δεν υπήρχε περίπτωση ο πατέρας τότε να πει, ή η μάνα, «Γιατί έδειρες το παιδί μου;». Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο, έτσι. Ήταν στάνταρ. Εκεί λοιπόν σε δέρναν –δε σε δέρναν, θα σου πω ποιοι δέρναν– και οι μαθητές, σε τιμωρούσαν ας πούμε. Οι μεγαλύτεροι συμμαθητές σου. Είπαμε αυτά τα δύο, όρθιος, μαξιλάρια στα χέρια, και το χειρότερο από όλα, γονατιστός έξω από το δωμάτιο, έξω από τον κοιτώνα, με δύο μολύβια στα γόνατά σου. 15 λεπτά, 20 λεπτά, μισή ώρα. Αυτό το πράγμα, λες τώρα, και το σκέφτεσαι, εκ των υστέρων, αυτό το παιδί, γιατί παιδί ήταν και αυτός που το έκανε σε σένα, πώς το σκέφτηκε, πως το σκέφτηκε για να το κάνει; Γιατί του το είχαν κάνει. Του το ‘χαν κάνει, του είχαν δώσει και το δικαίωμα να το κάνει. Πώς το σκέφτηκε ένα παιδί, να τιμωρήσει το άλλο παιδί, με αυτό τον τρόπο. Και εκεί κομπλάρεις, και λες άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Όλα αυτά τα πράγματα γενικώς. Και μία άλλη τιμωρία ήτανε ξέρω γω, να κάνεις γύρω το κτίριο. Ας πούμε, τώρα θα μου πεις, μου έχει τύχει. Ναι, εντάξει. 10, 20, 30 γύρους γύρω από το κτίριο. Δεν θυμάμαι τώρα τι άλλες τιμωρίες μπορεί να υπήρχανε. Θα σου πω κάτι που με έχει βαρύνει περισσότερο από όλα. Είχαμε δύο ώρες, νομίζω ότι ήταν από τις 17:00 μέχρι τις 19:00, που ήτανε[01:40:00] η ώρα των αισθητικών. Ήταν η καλύτερη μας ώρα. Είπαμε, δύο γήπεδα ποδοσφαίρου, δύο γήπεδα μπάσκετ, παιδικές χαρές, δύο γήπεδα βόλεϊ, τένις, τα λοιπά, χαμός! Ανάμεσα στα πράγματα που πήρα τότε, εγώ, από τον Κατράτζο, γιατί πήρα παπούτσια του μπάσκετ, τύπου All Star, με το ψηλό πώς το λένε, που ανεβαίνουν ψηλά. Κάλτσες κανονικές αθλητικές της εποχής, πάνω, ψηλά. Και πήρα και μία ρακέτα τέννις. Ρακέτα τέννις εγώ δεν είχα δει στη ζωή μου. Και πήρα και ρακέτες του πινγκ–πονγκ. Ρακέτες του πινγκ–πονγκ είχα δει, γιατί παίζαμε τότε στο τουριστικό περίπτερο στον Ορνό. Ήταν το μοναδικό, νομίζω ότι είχε και το Λητώ, αλλά δεν μας αφήνανε. Στον Ορνό πηγαίναμε, είχε ουρά και καθόμαστε και παίζαμε εκεί. Και το ‘χα και όνειρο κάποτε να αποκτήσω ένα τραπέζι του πινγκ-πονγκ. Έπαιζα πολύ πινγκ-πονγκ στην Αναργύρειο. Το πινγκ-πονγκ το παίζαμε συνήθως το βράδυ. Τα αθλητικά λοιπόν ήταν από τις αγαπημένες μας δραστηριότητες στη διάρκεια της ημέρας, πριν ήταν ο ύπνος, αθλητικά, και μετά ήταν διάβασμα μέχρι την ώρα που θα πηγαίναμε τραπεζαρία. Και υπήρχε και η βραδινή μελέτη. Είτε στη βραδινή μελέτη έκανες οτιδήποτε, είτε στην κανονική μελέτη έκανες οτιδήποτε, πάντα η τιμωρία ήτανε έξω, σταυρό. Τα πιο χοντρά σήκωναν και αποβολές και τέτοια πράγματα ας πούμε. Στα αθλητικά λοιπόν κάποια στιγμή θυμάμαι, πρέπει να ήμουν ή πρώτη ή δευτέρα γυμνασίου. Τελείωσα τα αθλητικά, και πήγαινα για το κτίριο μου. Ένας συμμαθητής μου, δεν χρειάζεται να πούμε όνομα, απλώς στο πλαίσιο του bullying που όλοι υφιστάμεθα και προσφέραμε άπλετα ο ένας τον άλλον, που δεν το λέγαμε bullying αλλά γενικώς πείραγμα. Γενικώς τα παιδιά της επαρχίας έχουνε… έχουμε υποστεί αρκετό bullying. Είτε για τον τρόπο που μιλάνε, είτε για το ήταν σχεδόν, ας πούμε οι Αθηναίοι μπορεί να κάνανε και μία αυτή, χωρίς να έχω στο μυαλό μου κάτι συγκεκριμένο. Το λέω γιατί μπορεί να συνέβαινε ας πούμε. Αλλά ένα παιδί από το Αγρίνιο, ένα παιδί από τις Σέρρες, ένα παιδί ξέρω γω από την Καλαμάτα, ένα παιδί ξέρω γω από τη Μονεμβασιά, ένα παιδιά τη Μύκονο, είναι πιο μόνο του από τα αλλά. Αυτός δεν θυμάμαι καν από πού ήταν, άλλα γενικώς, από λόγους κατασκευής, πειράζαμε γενικώς σε σχέση με τα οπίσθιά του. Οπότε την ώρα που έφευγα, έφαγε γκολ. Ήταν τερματοφύλακας και έφαγε γκολ. Σε φιλικό επίπεδο, σουτάκια ήταν και έφαγε γκολ. Και τι του λέω, συμμαθητής μου τώρα έτσι, δεν είχαμε καμία διαφορά, ούτε μαλωμένοι: «Γκολάρα, γκολάρα η κωλάρα». Έφαγε γκολάρα η κωλάρα. Φοβερή κουβέντα. Πήγε και το είπε στον υπεύθυνο του κτιρίου, ή στο βοηθό του, δεν θυμάμαι. Και με περιλαμβάνουν, ο υπεύθυνος του κτιρίου, ο κτιριάρχης και βοηθός κτιριάρχη –ο κτιριάρχης έχει μπλε διακριτικό, και βοηθός κτιριάρχη έχει μπλε άσπρο– και τρώω 60 ξυλιές στο χέρι. Οι οποίες ήταν απίστευτης έντασης και με φοβερή δύναμη. Θυμάμαι το χέρι μου, ήταν πρησμένο για εβδομάδα. Γιατί όλοι σε κάποια ξέφευγε. Ένα χοντρό ξύλο θυμάμαι, τετράγωνο. Και έφαγα το ξύλο της ζωής μου ας πούμε τότε. Αυτός που με έδερνε, αργότερα, ήτανε υψηλόβαθμο στέλεχος σε μία πολύ μεγάλη, σε ένα πολύ μεγάλο φορέα συνδικαλιστικό, από το βιομηχανικό κλάδο. Θεός σχωρέσ’ τόνα. Θέλω να πω, ότι, εντάξει, είχαμε διαφορά τέσσερα χρόνια. Αν ήμουν δευτέρα ήταν έκτη ή πέμπτη, δεν ξέρω πόσα χρόνια είχαμε. Συμμαθητή του έδερνε. Και δεν έκατσε να σκεφτεί. Δηλαδή εγώ τι είπα; Τι είπα; Ποιο ήταν το έγκλημα μου; Μία στιγμιαία βλακεία μου ας πούμε. Δεν λέω, καλά έκανα, διαφορά στιγμιαία βλακεία μου. Όπως στιγμιαία βλακεία μου, και θα το πω τώρα, έτσι γιατί το σηκώνω και σαν βάρος, έτσι καμιά φορά, δεν μου έχει φύγει από το μυαλό. Στιγμιαία βλακεία μου ήταν όταν ήμουνα τραπεζάρχης, ήταν ένας πιτσιρικάς δίπλα μου που δεν έτρωγε το φαγητό του. Υποτίθεται είχαμε και μία ευθύνη, στα μικρότερα παιδιά, να φάνε φαγητό τους. Εγώ είμαι στην έκτη, και εκείνος είναι στην τρίτη ξέρω γω, δευτέρα–τρίτη ας πούμε. Μία φορά, δύο φορές, τρεις φορές, στο τέλος νεύριασα και του έχωσα το κεφάλι στο πιάτο με την σούπα. Ομολογώ ότι το έκανα, και αμέσως το μετάνιωσα, με ξέρεις σαν άνθρωπο, δεν είμαι τέτοιος, οπότε, το έκανα όμως. Το αναφέρω, γιατί πέρασε μία εβδομάδα, έχουμε την Κυριακή, που έρχονται οι γονείς από την Αθήνα, από παντού, γενικώς κάποιοι γονείς ερχόταν πολύ τακτικά για τα παιδιά τους. Κάποιοι που ήταν πιο μακριά δεν ήταν εύκολο, γιατί δεν μπορούσαν. Είχαμε αυτό το της Κυριακής, αυτό ζούσε κιόλας το νησί των Σπετσών, χειμώνα-καλοκαίρι. Και τη Δευτέρα το πρωί, είμαι στην τάξη, είμαι στην έκτη, γιατί θυμήθηκα τώρα και την εικόνα της τάξης, είμαι στην Έκτη, και μπαίνει μια κυρία. «Το Δημήτρη το Ρουσουνέλο ψάχνω». Και λένε: «Να, αυτός είναι». Έρχεται κοντά, μου λέει: «Είστε ο Δημήτρης ο Ρουσουνέλος;», λέω: «Ναι». «Είμαι η τάδε». Πάγωσα, όταν λέμε πάγωσα, πάγωσα. Και μου λέει: «Αυτό που κάνατε δεν ήταν σωστό». Κυριολεκτικά, δεν μου μίλησε άσχημα. Εντάξει, μίλησε αυστηρά, αλλά όχι άσχημα. Της εξήγησα λοιπόν τη θέση μου, της ζήτησα και συγνώμη, αλλά θέλω να σου πω ότι, κάτι κάνεις στιγμιαίο λάθος, αλλά δεν μπορείς να ρίχνεις 60 ξυλιές. Δεν στιγμιαίο, είναι 60 στιγμές ας πούμε. Αυτό το πράγμα δηλαδή. Ο Στέργος ο Παρασκευάς όταν του είπα διάφορα πράγματα, μου λέει: «Διάφοροι τέτοιοι τύποι που υπήρχαν στην Αναργύρειο, που πήραν αξιώματα, να ξέρεις ότι στην πορεία της ζωής τους αποδείχθηκε ότι όχι μόνο δεν αξίζουν το αξίωμα, ότι δεν τα πήγαν καλά και στην προσωπική του ζωή, για αυτό μη σε νοιάζει, είναι πολύ μεγάλο σχολείο το γεγονός ότι έχεις υποστεί…». Αλλά εκείνος βέβαια είναι… Άλλη, άλλη η ανάλυση του, εμένα είναι τελείως διαφορετική. Θεωρώ ότι αυτό το πράγμα το κουβαλάς, σαν χαρακτήρας, το κουβαλάς από το σπίτι σου, δεν ξέρω, δεν ξέρω από πού, και το βγάζεις με πρώτη ευκαιρία. Οποία εξουσία σου δοθεί, το δίνεις. Εγώ από κείνη τη στιγμή έχω μετανιώσει. Δεν πιστεύω ότι κάποιες επαναλαμβανόμενες τιμωρίες, κάποιοι έχουν μετανιώσει. Αυτό ήθελα να πω, έτσι.

Α.Ρ.

Θέλω να ρωτήσω λίγο, θα είναι ενδιαφέρον αφού το έχεις βιώσει, τι θυμάσαι από τις Σπέτσες εκείνης της εποχής; Κάποια πράγματα παραπάνω. Τι κόσμο έβλεπες, τι κόσμος επισκεπτόταν;

Δ.Ρ.

Εντάξει, κατ’ αρχάς να πω, ότι για μένα οι Σπέτσες είναι δεύτερη πατρίδα. Αν πατρίδα είναι η παιδική ηλικία έχω δύο παιδικές ηλικίες, δύο μνήμες σε διαφορετικές πατρίδες, διαφορετικούς τόπους. Για μένα είναι μία δεύτερη πατρίδα. Από τότε έχω πάει αρκετές φορές. Όχι όσες θα ήθελα, αλλά αρκετές φορές. Τον αγάπησα αυτό τον τόπο, με πολύ, πώς το λένε, θέρμη πάω και ξαναπάω, και χαίρομαι πάρα πολύ που βρίσκω ακόμα ανθρώπους που με θυμούνται. Είχε δύο όψεις στις Σπέτσες, όπως δύο όψεις έχει και το νησί το δικό μας, και κάθε νησί τουριστικό. Ο χειμώνας και το καλοκαίρι. Από την άνοιξη και μετά τα πράγματα ζωηρεύανε, και ακόμα ζωηρά ήταν και όταν πηγαίναμε τον Οκτώβριο. Εμείς φεύγαμε 15-20 Ιουνίου, από το Μάρτιο και μετά τα πράγματα ήταν πιο ωραία. Ανοίγει ο καιρός. Υπόψιν ότι εμείς από 1η Φεβρουαρίου κάναμε πρωινό μπάνιο στη θάλασσα στις 6:00-7:00. Κάθε πρωί, όποιος ήθελε, έκανε μπάνιο στη θάλασσα αντί για πρωινή γυμναστική. Πρωινή γυμναστική ήταν απλώς γύρω–γύρω από ένα κτίριο, εγώ προτιμούσα να πηγαίναμε για καμιά βουτιά στη θάλασσα. Μόνο η πρώτη μέρα ήταν δύσκολη, τις υπόλοιπες μέρες ήταν μία χαρά, το ζήταγε ως, με πολύ ιδιαίτερη αυτή. Οι Σπέτσες ήταν ένα νησί, κυρίως ναυτικών και ψαράδων. Εμείς επαφή είχαμε με τους αμαξάδες, με τους μαγαζάτορες της Ντάπιας, και κάνα δυο καφενεία λίγο παραέξω, ένα εστιατόριο, τον κουρέα μας και τα λοιπά. Τα παιδιά τα οποία από τις Σπέτσες ερχόταν μέσα στην Αναργύρειο, εξαιρετικά παιδιά όλα τους, και της τάξης μου οι δύο συμμαθητές που είχα αλλά και οι μεγαλύτεροι και οι μικρότεροι όσους έχω γνωρίσει ήταν εξαιρετικοί, και άψογοι, και η συμπεριφορά τους και λοιπά. Η άλλη μας επαφή ήτανε οι θεατρικές παραστάσεις, που έρχονται –είναι Αρρένων, δεν το είπαμε αυτό, είναι Αρρένων η σχολή, το οικοτροφείο– λοιπόν κορίτσια δεν υπήρχανε, αν ανέβαζαν κάποια παράσταση, και χρειαζότανε παρουσία κοριτσιών, ερχόταν από το Γυμνάσιο των Σπετσών. Ακόμα και αυτές οι κοπέλες που γνωρίσαμε κατά καιρός, θυμάμαι κάποιες. Να πω ότι οι σερβιτόροι, οι μάγειρες, οι [01:50:00]τεχνικοί, όλοι όσοι ήταν στην Αναργύρειο, ήταν πάρα πολύς κόσμος, μπορεί να ήταν και 60–70 άνθρωποι, όλοι μας συμπεριφερόταν πάρα πολύ καλά. Και έξω, και αργότερα όταν πηγαίναμε επίσκεψη στο νησί, αγκαλιές, δηλαδή ήτανε πολύ, πολύ θετικοί. Ο περιπτεράς, πρακτορείο εφημερίδων. Το ζεύγος Τσαπάρα έχει φύγει από τη ζωή. Αλλά εγώ από την πρώτη γυμνασίου –επειδή με ρώτησες κάτι πριν σχετικά με την με το πως το πολιτικό αισθητήριο αναπτύσσεται και τα λοιπά– θέλω να σου πω ότι εγώ από την πρώτη γυμνασίου, έπαιρνα 5 εφημερίδες την ημέρα, στην Αναργύρειο. Ερχόταν, έκλεινα δηλαδή τις εφημερίδες από την Κυριακή που έβγαινα, έλεγα θέλω τάδε μέρα τα «Νέα», έπαιρνα τα «Νέα» της Παρασκευής, δεν θα το ξεχάσω. Έπαιρνα την «Απογευματινή», τότε ήταν και η Χούντα. Έπαιρνα το «Φως» κάθε Δευτέρα. Δευτέρα ή Κυριακή, δεν θυμάμαι τώρα. Γενικώς μπορεί να μη θυμάμαι, αλλά είναι συγκεκριμένες. Διάβαζα ανελλιπώς τον Μάριο τον Πλωρίτη, γι’ αυτό έπαιρνα τα «Νέα» της Παρασκευής. Υπήρχαν συγκεκριμένα πράγματα που ήθελα να διαβάζω, και έτσι διαμορφώθηκα σαν χαρακτήρας. Έτσι είχα κάποιο προβληματισμό ιδιαίτερο ας πούμε. Ακόμα τώρα έχω φυλαγμένες εφημερίδες που γράφουν το όνομα μου, της εποχής. Γράφουν πάνω Ρουσουνέλος. Ερχόταν κάτω στην είσοδο της, στην πόρτα της σχολής, στο θυρωρείο, και από κει πηγαίναμε και τις παίρναμε ή μας της έφερνε ο νυχτοφύλακας το βράδυ. Και θέλω να σου πω ότι επειδή ήμουνα και της ταβέρνας, και πήγαινα και σε δύο ταβέρνες του νησιού, με τους ταβερνιάρηδες, με το καφενείο που πηγαίναμε για να περνάμε την ώρα, υπήρχε ένα καφενείο στον Άγιο Μάμα και πηγαίναμε κι εκεί. Εκεί μπορεί να πίναμε και στα κλεφτά και κάνα ουζάκι όταν μεγαλώσαμε ας πούμε, ή όταν κλέβαμε λίγο χρόνο και πηγαίναμε προς τα μέσα. Εντάξει ήτανε πολύ, με πολύ με πολύ ζεστασιά τους θυμάμαι και τον Παλαιολούγκα με τα γλυκά, τους θυμάμαι, την κυρία Κλήμη με το φοβερό προφιτερόλ, τον κόσμο στο ξενοδοχείο Ρουμάνη, στο ξενοδοχείο Start. Δεν έχω, δεν έχω ξεχάσει, έχω μνήμες. Τον αγαθό άνθρωπο του χωριού τον Ανάργυρο, τον καπετάνιο του Ναυτίλος. Έχω συγκεκριμένες μνήμες, παλιό λιμάνι, παλιό λιμάνι που δεν μας επιτρεπόταν να πάμε, πηγαίναμε μόνο με τους γονείς μας όποτε ερχόταν. Ή στην αρχή ή στο τέλος της χρονιάς ας πούμε. Έχουμε πιει άπειρα ούζα, και έχουμε φάει πάρα πολύ ωραίους μεζέδες, τσίρους τότε λιαστούς και τέτοια. Δεν ξέρω τι να πω, ειλικρινά δεν έχω καμία άσχημη ανάμνηση από αυτό τον τόπο. Όσον αφορά τον τόπο. Άσχημες αναμνήσεις έχω από τη σχολή, πολύ έντονες αλλά και αυτές ο χρόνος της έχει στρογγυλέψει. Έχω πολύ μεγάλη αγάπη με τους συμμαθητές μου. Συμβαίνει να βρισκόμαστε σχεδόν τακτικά, έχουμε τώρα να βρεθούμε από προ covid, αλλά με πολύ ζεστασιά επικοινωνούμε τακτικά, σαν να ήμασταν και χθες και πίναμε καφέ. Γενικώς δεν ήταν μία, μία κακιά επιλογή. Νομίζω διαμόρφωσε το χαρακτήρα μου κυρίως αυτό που μου έχει δώσει είναι υπομονή. Μία αίσθηση ότι μπορώ να τα καταφέρω μόνος μου. Αυτό το πράγμα, ότι μπορώ να στηριχτώ στις δικές μου δυνάμεις και όχι σε ξένες πλάτες που λέμε ας πούμε. Έχω εγκαρτέρηση πολύ αναπτυγμένη. Έχω φοβερή υπομονή για πολλά πράγματα, και μπορώ να αφήσω το χρόνο να τσουλήσει ας πούμε. Μπορώ να σου πω ένα παράδειγμα, ας πούμε όταν πήγα στο ναυτικό. Το Ναυτικό έχει 40 μέρες, 45, μένουμε μέσα, προπαιδευόμενοι. Στις 25 μέρες είναι το πρώτο επισκεπτήριο. Μπορώ να σου πω ότι στις 25 μέρες οι περισσότεροι σπαρταράγανε, έτοιμοι να πέσουν λιπόθυμοι, δεν μπορούσαν άλλο και τα λοιπά. Οι μόνοι οι οποίοι δεν παίρναμε χαμπάρι από τον περιορισμό, να είμαστε μέσα σε ένα στρατόπεδο ας πούμε, ήμουνα εγώ και ο φίλος μου ο Γιώργος, ντόπιος εδώ από το νησί. Εγώ από την Αναργύρειο, έχει μεσολαβήσει βέβαια η Βιομηχανική, οι σπουδές μου, αλλά κρατάει ακόμα η αίσθηση ότι αντέχω, και μπορώ να έχω υπομονή. Λοιπόν ήμουνα εγώ, που είχα την εμπειρία την Αναργυρείου για 6 χρόνια, και ο Γιώργος, ο οποίος είχε μόλις βγει από τη φυλακή. Είχε φυλακιστεί για τρία χρόνια, για βλακείες παιδικές ας πούμε. Εμείς οι δύο δεν χαμπαριάσαμε καθόλου από τις 45 μέρες που ήμασταν στο, τέτοιο, με την έννοια, ρε παιδί μου, ότι υπάρχει αυτή η έννοια της εγκαρτέρησης και της υπομονής, και δεν, δεν, μπορεί να τσουλάει ο χρόνος, έχουμε μάθει να την αντιμετωπίσουμε. Βρίσκουμε τον τρόπο. Εγώ ας πούμε διάβασα, έγραφα, στο ναυτικό. Άλλοι μπορεί να κάναν άλλα πράγματα, ή μπορεί να μην είχαν τίποτα να κάνουν. Αυτό με έχει βοηθήσει πάρα πολύ ας πούμε, ότι μπορώ να διαβάσω, και για αυτό κιόλας είχα στενοχωρηθεί, παρένθεση, είχα πάρει δύο πράγματα, μία μέθοδο διδασκαλίας ιταλικών, metodo didactico italiano, και είχα πάρει και τη μυθολογία του Τσιφόρου. Μου κλέψαν τη μυθολογία. Αυτό με τσάκισε. Τίποτα δεν με ένοιαξε από την προπαίδευση, ότι μου πήραν τη μυθολογία του Τσιφόρου με τσάκισε. Πήρα ένα χοντρό βιβλίο για να βγάλω την… Λοιπόν να πω όμως κάτι άλλο που μου το θύμισε ο φίλος μου ο Στέργος ο Παρασκευάς, πού είναι από τη Ρόδο, που είπαμε ότι ήρθε από τη Μπουζουμπούρα, αλλά η καταγωγή του είναι από τη Ρόδο. Είναι δικηγόρος στη Ρόδο αυτή τη στιγμή. Όταν του είπα ότι εγώ έπαιρνα 2 πλοία για να πάω Σπέτσες και 2 για να γυρίσω, και ήμουνα σε μία ηλικία… Εντάξει, 11 χρόνων με πήγε η μάνα μου, γύρισα με τον Αθυμαρίτη και με τον Μενείδη ίσως. Έκανα και τη δευτέρα ίσως, πηγαινοερχόμαστε μαζί. Αλλά από τότε είμαι μόνος μου έτσι. Σε ηλικίες δηλαδή 13 χρονών και 14, είσαι μόνος στην Αθήνα, στον Πειραιά, στα βαπόρια. Όχι και τις καλύτερες εποχές, μπορεί να συμβεί οτιδήποτε ας πούμε. Μου είπε: «Θυμάμαι που σου είχαν κλέψει το μαγνητόφωνο». Ένα κασετόφωνο, πολύ ωραίο, μου το ‘χαν κάνει δώρο στις γιορτές, τα Χριστούγεννα, και πηγαίνοντας στις Σπέτσες μου το κλέψανε. Εγώ δεν έχω στεναχωρηθεί πιο πολύ στη ζωή μου, ως μαθητής, από την κλοπή. Γιατί μου το κλέψανε, γιατί είχαμε βάλει όλη η παρέα και έπαιζε, φύγαν όλοι, και εμένα με πήρε ο ύπνος στο κατάστρωμα, και προφανώς κάποιος μου το τσίμπησε από δίπλα. Ήμουν και λίγο αθώος εγώ, νόμιζα ότι θα μου το φέρουν και πίσω, όταν φτάσουμε στο λιμάνι. Όπως όταν μου είχανε κλέψει, γιατί συμβαίναν και αυτά, το χαρτζιλίκι μου από την ντουλάπα μου στον κοιτώνα ας πούμε. Να ‘χα κάνα δυο κατοστάρικα, 100 δραχμές, μπορεί και παραπάνω. Τα κλέψανε και λέω δεν μπορεί, θα μου το φέρουν πίσω κάποια στιγμή θα μου τα φέρουνε. Πάντα είχα αυτή την τέτοια, ότι εμένα κάποια στιγμή θα μου τα δώσουν πίσω. Ποτέ δεν ήρθαν πίσω. Να σου πω ότι –ένα-ένα τα θυμάμαι– ότι υπήρχαν και δώρα, υπήρχαν αποδοσίδια, ας πούμε, που ερχόνταν από το τους γονείς μας, και υπήρχε η γλυκοθήκη, που βάζαν τα γλυκά μας και τα τρόφιμα μας, και τρώγαμε και λίγα–λίγα. Ερχόντανε κάτι λουκάνικα, κάτι λούζες, κάτι τέτοια πράγματα από το νησί, όπου είχαμε και αυτή τη χαρά. Αυτό που είχα ξεκινήσει να πω, που μου θύμισε ο Στέργος είναι ότι, η διαδρομή, μου λέει και εγώ, μου λέει: «Είχα Ρόδο, και είχα και να πάω και καμιά φορά Μπουζουμπούρα, έπρεπε να περιμένω τη Σαμπένα, την πτήση που θα είχε σε μία εβδομάδα, και έπρεπε να μείνω μία εβδομάδα στο ξενοδοχείο Ομόνοια, στην Ομόνοια». Εγώ μεν κατέβαινα στον Πειραιά, πήγαινα Τζιτζιφιές, ή πήγαινα στα Πατήσια, και την άλλη μέρα το πρωί πήγαινα Μύκονο, για να ξανακάνω την ανάποδη διαδρομή, το ίδιο. Αλλά έκανα και τις βόλτες μου, δεν ήμουν πάντα με το τέτοιο. Και ο Στέργος, όντας στην Ομόνοια –δηλαδή σας παιδιά έχουμε δει απίστευτες εικόνες– ο Στέργος όντας στην Ομόνοια, στο Ομόνοια το ξενοδοχείο, ακριβώς στην Ομόνοια, όταν κατέβαινε να πάρει έστω και μία τσίχλα, να φάει ένα σουβλάκι, να πάρει λίγο νερό, οτιδήποτε, ας πούμε, έπεφτε πάνω σε οποιαδήποτε. Και τσαμπουκάδες, και σε τύπους πονηρούς που προσπαθούν πλασάρουν διάφορα πράγματα, κάνα κοριτσάκι, αγοράκι τίποτα, δηλαδή «Αυτά», μου λέει ο Στέργος, «Ήταν η καθημερινότητά μου στην πλατεία». Και ήταν ένα παιδί. Ένα παιδί δευτέρας τρίτης τετάρτης Γυμνασίου. Αυτά λοιπόν τα πράγματα τότε εμείς –παπατζήδες; άπειροι παπατζήδες μου λέει στη γειτονιά της Ομόνοιας. Που αν είχες λεφτά, ότι και να είχες στην τσέπη σ’ το αρπάγανε, δηλαδή τσίμπαγες, σε πείθανε, δεν ήτανε εύκολα τα πράγματα. Και υπήρχε άγνοια κινδύνου όχι μόνο, και από μας και από τους γονείς μας. Οι γονείς μας οι ίδιοι που μας άφηναν να κάνουμε αυτό το πράγμα, νομίζω ότι είχανε άγνοια κινδύνου.

Α.Ρ.

Μιας και μπήκαμε σε αυτό των καλοκαιρινών διακοπών, ας γυρίσουμε λίγο στη Μύκονο. Πώς ήτανε τα καλοκαίρια στη Μύκονο; Ειδικά τα χρόνια της επταετίας, και τα αμέσως επόμενα. Φαντάζομαι οι εικόνες από τη Μύκονο ήτανε καλοκαιρινές για εκείνα τα χρόνια.

Δ.Ρ.

[02:00:00]Όταν πήγαινα εγώ σαν μαθητής του Γυμνασίου στη Μύκονο;

Α.Ρ.

Ναι.

Δ.Ρ.

Κατ’ αρχάς να πω ότι, πάντα έκανα παρέα με μεγαλύτερους. Εμένα οι παρέες μου στη Μύκονο ήταν ο Νίκος ο Φαρμακοποιός, Κουσαθανάς, ο Αποστόλης ο Κοντιζάς, και συμμαθητές μου, ο Στάθης, ο Στέλιος ο Καραμανώλης, ο Χρήστος. Οπότε την περίοδο που εγώ ήμουνα μαθητής, με αυτές τις παρέες, ήταν, εντάξει, το μπάνιο, οπωσδήποτε σου είπα και πριν ότι πηγαίναμε στον Άγιο Στέφανο για μπάνιο σχεδόν καθημερινά, και Μεγάλη Άμμο. Στον Ορνό πηγαίναμε, στην Ψαρού πηγαίναμε αργότερα, στην από δω μεριά, που είχε πάει το εστιατόριο ο Μανώλης, όχι από τη μεριά του Αγγελετάκη, απ’ την από δω μεριά. Αλλά και Πλατύ Γιαλό, και αλλού. Μπάνιο κύριος, και το βράδυ έξοδο. Εμένα η πρώτη μου έξοδος σε μπαρ, ήτανε εδώ, στον Άγιο Βασίλη, σε ένα μπαρ που έχει ανοίξει ο Μπίλης, που ήταν εξωτερικό, ήταν σε ένα χωράφι ας πούμε, το είχανε στήσει. Και εκεί όταν ζήτησα τη μάνα μου, σε ηλικία 13 χρόνων με το Στάθη και τον, ποιος ήταν ο άλλος, δεν θυμάμαι ποιος ήταν ο άλλος, θα το θυμηθώ, να πάω να πάμε στο μπαρ, έπεσε από τα σύννεφα. Μιλάμε την έλουσε κρύος ιδρώτας, αλλά μας άφησε να πάμε, μας είπε να γυρίσουμε νωρίς ας πούμε. Και ήρθαμε εδώ, χορεύαμε οι τρεις μας, γιατί προφανώς δεν έχει έρθει κανένας. Την ώρα που μας άφησε εμάς να πάμε δεν είχε έρθει κανένας. Χορεύαμε οι τρεις μας με κάτι μουσικές που παίζανε και αυτό ήτανε. Μεγαλώνοντας σιγά–σιγά βέβαια, αρχίζαμε να ζούμε και τη νυχτερινή ζωή, αλλιώς τη βάζαμε στα καφενεία του γιαλού, κάναμε τις παρέες μας με τα κορίτσια, στον Άγιο Χαραλάμπη, αυτά. Τα ερωτικά μας τα εφηβικά.

Α.Ρ.

Αυτό που ίσως ήθελα να δω, ήταν, έχοντας δει τα χρόνια της λογοκρισίας, του περιορισμού, σε ένα τουριστικό μέρος όπως ήτανε μικρός το καλοκαίρι, αυτό φαινότανε κάπως, ή γύρναγες σε ένα μέρος που μπορεί να ήταν και λίγο μακριά αυτή την κατάσταση;

Δ.Ρ.

Εννοείται ότι εδώ δεν είχες… Δηλαδή η χούντα στη Μύκονο τι να κάνει; Ήταν μερικά άτομα που είχανε φάει και το ξύλο τους. Και εδώ ακόμα υπήρχαν και αντιστασιακοί, υπήρχαν ακόμα και εξόριστοι, από τον καιρό από παλιότερους καιρούς. Όπως ο… αχ, ξέχασα το όνομα του, δεν έχει και τόση σημασία ίσως αυτή τη στιγμή. Αλλά δεν είχε, πέρα από την παρουσία της… Δηλαδή τι να σου πω, να σου πω ότι απλώς στη Μύκονο συνελήφθη ο Μαγκάκης. Ο Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης συνελήφθη στη Μύκονο. Και μάλιστα συνελήφθη, ο άνθρωπος ερχόταν εδώ διακοπές, είχε και σπίτι εδώ, συνελήφθη, με απλές διαδικασίες, δεν έγινε καμία καταδρομική ιστορία. Προφανώς μετά την, μετά ένα μάθημα που είχε κάνει πολύ, έτσι, σημαντικό στη Νομική, μία διάλεξη που είχε δώσει, ας πούμε. Να πω ότι, στο «Θαλάμι» που πηγαίναμε, μεγαλώνοντας πια όμως, έτσι, όχι τα πρώτα χρόνια, μεγαλώνοντας, ας πούμε στην πέμπτη έκτη γυμνασίου ποια. Που έβαζε ο Μπάμπης τότε κανέναν Θεοδωράκη, αυτό ήτανε, τον Θεοδωράκη που ακούγαμε στο Μπάμπη. Ή τα τραγούδια, τα οποία πλέον είχαν επιτραπεί, κάποια τραγούδια, που μας έβαζε ο Θοδωρής ο Φούσκης στην «Άγκυρα». Ο Θεοδωράκης πια, κυρίως τα τραγούδια του τα πιο χορευτικά, να το πούμε έτσι, μπαίνανε και στο «Μύκονος» ας πούμε, αλλά στη ζούλα, εξακολουθούσε να απαγορευμένος. Μπορώ να σου πω το εξής, ότι στην επιστράτευση, που εγώ είμαι πέμπτη γυμνασίου πια, καλοκαίρι μεταξύ πέμπτης και έκτης, είμαι στον «Ηράκλειτο» στο φροντιστήριο και Ιούλιο μήνα γίνεται επιστράτευση, 23 Ιουλίου. Όχι, 23 Ιουλίου ήρθε ο Καραμανλής, λίγο νωρίτερα. Φύγαμε από τον Ηράκλειτο, και μας είπανε το και το. Φύγαμε, μαζευτήκαμε με την παρέα εκεί σε ένα γειτονικό μαγαζί, ένα σφαιριστήριο στην Κωλέττη αν θυμάμαι, και μετά καθένας πήγε σπίτι του. Εγώ έμενα τότε στους Αγίους Αναργύρους. Πήγα μάζεψα τα πράγματα μου, πήγα και κάποια πράγματα στη θεία μου την Παναγιώτα, από την θεία μου τη Ζαμπέτα πήγα στη θεία μου την Παναγιώτα, και την επόμενη μέρα το πρωί, κατέβηκα στο λιμάνι να φύγω. Στο λιμάνι γινόταν πανζουρλισμός, γιατί είχε γίνει ήδη επιστράτευση, και ήταν άπειρος κόσμος όποιος ήθελε να φύγει ας πούμε. Εκεί δηλαδή κυριολεκτικά μας ζουλήξανε στα κάγκελα. Δηλαδή με κίνδυνο να μας λιώσουνε ας πούμε. Μπήκα κακήν κακώς σε ένα πλοίο. Όταν έφτανα προς τη Μύκονο, ανακοινώθηκε και στο πλοίο, ανακοινώθηκε ότι έρχεται ο Καραμανλής. Δηλαδή πέφτει η Χούντα, και έρχεται ο Καραμανλής. Κωνσταντίνος Καραμανλής. Φτάνω στη Μύκονο, και εκεί είχε ξεκινήσει ένα πάρτι. Εγώ το θυμάμαι το πάρτι. Θυμάμαι τον Παύλο, που έχει ένα τουριστικό μαγαζί με κοσμήματα, απέναντι απ’ την Αγία Κυριακή, να έχει βάλει στη διαπασών Μελίνα Μερκούρη. «Ήρθαν οι καραβανάδες, και μου πήραν τα χαρτιά, και μου φέρανε τα μαντάτα, πως δεν είμαι πια Ρωμιά». Θυμάμαι αυτό, θυμάμαι χαρακτηριστικά στο «Άγκυρα» μέσα να γίνεται πανζουρλισμός από τραγούδια και τα λοιπά, αλλά αυτά, ήταν την ημέρα εκείνη. Ήταν ένα γενικότερο, όπου παράλληλα έχουμε τους επίστρατους, είχε γίνει επιστράτευση λόγω του κυπριακού. Υπήρχαν επίστρατοι στο νησί δεν είχανε φύγει, επιστρατευτήκαν και δεν ξέρω, ήταν Άνω Μερά, κάπου ήταν σε κάποιο σχολείο. Είχαν παρουσιαστεί στις μονάδες τους. Και υπήρχε και ένας κόσμος ο οποίος λόγω της επιστράτευσης, ήθελε να φύγει. Όσοι είχαν μείνει, όσοι είχαν μείνει στο νησί, ήταν μία απίστευτη γιορτή. Όλο το νησί ήταν μια απίστευτη γιορτή. Στους δρόμους, στα μπαράκια, παντού. Κατά τα άλλα, νομίζω, δεν ξέρω αν κάτι ξεχνάω, ότι βρισκόμαστε παρέες, στην άκρη του μυαλού, στα σκαλάκια του Μουσείου που ήταν αγαπημένα μας στέκια, προς το Σαλί Μπαχλί, ή παραλίες, βραχάκια και τα λοιπά, και μπορεί να πίναμε κάνα ούζο, να βγάζαμε κάνα αχινό και να τραγουδάμε και κάνα Θεοδωράκη, είναι πολύ πιθανόν να συμβαίνει. Συνέβαινε, όχι είναι πολύ πιθανό. Αλλά δεν νομίζω ότι στη διάρκεια της επταετίας άλλαξε κάτι σε σχέση με τον τουρισμό. Δηλαδή δεν αλλάζει, όχι, δεν.

Α.Ρ.

Εγώ δεν έχω κάτι άλλο συγκεκριμένο που ήθελα να ρωτήσω, δεν ξέρω αν θέλεις να γυρίσουμε σε κάτι σε σχέση με τη σχολή, που έχουμε παραλείψει, που έχει σημειώσει ότι θέλεις να πεις;

Δ.Ρ.

Εντάξει, να πω ότι, τώρα επειδή το θυμήθηκα, από τα πιο σκληρά πράγματα που εγώ έχω ζήσει στην Αναργύρειο, δεν αφορά εμένα προσωπικά, αλλά δείχνει ας πούμε… Δηλαδή εγώ αργότερα, όταν διάβαζα Λουντέμη, το «Οδός Αβύσσου Αριθμός 0», έλεγα ότι αυτά εγώ τα έχω ζήσει. Όταν οι άλλοι βουτάνε από τη Μακρόνησο για να πάνε απέναντι στην Αττική ας πούμε κολυμπώντας, και αναφέρει τέτοιες περιπτώσεις ας πούμε. Εμείς είχαμε περιπτώσεις πολλών μαθητών οι οποίοι φεύγουν από τη σχολή, γιατί προφανώς τους είχαν πάει με το ζόρι οι γονείς τους. Δεν θυμάμαι και ονόματα δηλαδή, αλλά δεν υπάρχει λόγος να τα αναφέρω σήμερα, οι οποίοι είτε φεύγανε με το πλοίο της γραμμής, οπότε τους περισσότερους τους πιάνανε στην Ύδρα, στην Αίγινα, στον Πόρο, οπουδήποτε. Γιατί ένας μαθητής που φεύγει, επειδή γινότανε τρεις επιθεωρήσεις, μια το πρωί πριν πάμε για το σχολείο, η άλλη ήταν το μεσημέρι πριν πάμε για φαγητό, και η άλλη ήταν το βράδυ. Αν έλειπες από μία από αυτές τις επιθεωρήσεις ή αν έλειπες από την τάξη σου, ή έπρεπε να έχεις πάει στο ιατρείο –γιατί είχαμε και ιατρείο στη σχολή– ή έπρεπε να υπήρχε ενημέρωση, έτσι. Αν έλειπες από την επιθεώρηση έπρεπε κάποιος να αναρωτηθεί πού είσαι. Αν δεν ήξερε κανένας που είσαι, έπεφτε ένα σύρμα. Αυτούς που φεύγανε με το πλοίο της γραμμής, εάν δεν τους μαρτυρούσε το πλήρωμα, γιατί φαινόταν ένα νέο παιδί μέσα στο καράβι μόνο του, φαντάζομαι ζαρωμένο σε καμιά γωνία, θα το δει, θα ρωτήσει, ξέρανε ότι υπάρχει και η σχολή εκεί, τους είχε ξανατύχει. Οπότε τους πιάνανε, τους γυρνάγανε πίσω κατά κάποιο τρόπο. Άλλα παιδιά πέρναγαν απέναντι με διάφορα σκάφη και φεύγανε οδικώς. Υπήρχαν όμως παιδιά, και εδώ είναι το μεγάλο, το τραγικό του θέματος. Την κοπανάνε μετά τη βραδινή επιθεώρηση, πηγαίνανε στο… έξω από τη σχολή που θα είναι η παραλία της σχολής, υπήρχαν κάτι δάφνες. Περιμένανε λίγο να σκοτεινιάσει, και μετά κολύμπαγαν για να περάσουμε απέναντι, στη Κόστα, κολυμπώντας. Αυτό δεν είναι πράγμα εύκολο. Δεν ξέρω κάν πως το κάνανε, με κίνδυνο ζωής ας πούμε. Αυτό το έχω σαν [02:10:00]πολύ έντονη ανάμνηση. Είναι φοβερό και να το σκέφτεσαι. Αυτό ήθελα να αναφέρω σαν να έτσι, από το πιο σκληρά που μου έχουν συμβεί. Να σου πω ότι εντάξει, μου λέει ο Στέργος πάλι, που κουβεντιάζαμε χτες, του λέω: «Καλό μας έκανε η σχολή τελικά;». «Τι να σου πω», μου λέει. «Εγώ πιστεύω ότι επειδή ακριβώς είχαμε τις ευκαιρίες να αναπτύξουμε τους χαρακτήρες μας, επειδή είχαμε και κάτι μέσα μας, το αναπτύξαμε. Εκεί μας δόθηκε η ευκαιρία. Μπορεί αλλού να μην μας δινόταν η ευκαιρία. Δηλαδή μπορεί εσύ αν έμενες στη Μύκονο να ήσουν τελικά ένα golden boy της Μυκόνου, και εγώ να ήμουνα ένα golden boy της Μπουζουμπούρας, και να είχα μαύρους στη δούλεψή μου. Εσύ έγινες αυτό που έγινες, με όλη σου την πορεία, με την γκαλερί και με το συγγραφηλίκι σου, και τα γαστρονομικά σου, και εγώ έχω γίνει ένας δικηγόρος στη Ρόδο». Αυτό, δηλαδή μας δόθηκε η ευκαιρία, μέσω της Αναργυρείου. Πιθανότατα να μη μας δινόταν η ευκαιρία να το κάναμε. «Εμένα», λέει, «στη σχολή», εγώ δεν το ήξερα αυτό το… «εγώ ήθελα να πάω να γίνω κάτι άλλο που δεν θυμάμαι, και ξαφνικά μου λέει ο Στάμου, που ήταν και φίλος δικός σου», λέει, «κάποια στιγμή τα κουβεντιάζαμε και του το χρωστάω αυτό», λέει: «Τι θα κάνεις;». «Θα γίνω αυτό, θα πάω να σπουδάσω αυτό». «Καλά σοβαρολογείς;» λέει, «Εσύ πρέπει να γίνεις νομικός». «Ε τώρα», λέει, «δεν θέλω να γίνω δικηγόρος». «Δεν είναι μόνο δικηγόρος ο νομικός, εσύ θα μπορούσες να γίνεις, δεν σε απασχολούν» λέει, «η ισότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι σχέσεις των δύο φύλων, οι ελευθερίες, τα δικαιώματα στη γνώση, όλα αυτά δεν σε αφορούν;». Τότε, λέει: «Έμεινα κάγκελο. Εμένα δεν μου είχε ξαναμιλήσει ποτέ κανένας έτσι. Αυτά μου τα είπε ένας άνθρωπος εκεί, τα οποία εκείνη την εποχή, έξω, μπορεί να μην τα άκουγα. Και τα άκουσα από έναν μικρότερο συμμαθητή, και μου έκανε εντύπωση, και αυτό με έκανε», μου λέει, «και άλλαξα». «Και στη σχολή», μου λέει «Είχαμε και άπειρες ευκαιρίες. Δεν είναι μόνο το ότι μας δόθηκε σαν υποδομή, είναι το ότι μας δόθηκε, να γνωρίζουμε χαρακτήρες». «Ξέρεις πολύ καλά», μου λέει, «στην τάξη μας τι χαρακτήρες είχαμε». Όλων των ειδών τους χαρακτήρες. Αυτούς τους χαρακτήρες, σε ένα δημόσιο σχολείο, δεν μπορείς να τους έχεις. Τους έχεις μόνο την ώρα του μαθήματος. Με λίγους βγαίνεις. Στη σχολή τους είχαμε 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, ανά πάσα στιγμή, τους είχαμε και κουβεντιάζαμε, κάναμε παρέες και τα λοιπά. Μην ξεχνάς, κάναμε δύο πενταήμερες ενισχυμένες, που στην ουσία ήταν επταήμερες εκδρομές. Η μια ήτανε όλη την Κρήτη, γυρίσαμε, και η άλλη γυρίσαμε όλη τη Μακεδονία μέχρι Θράκη πήγαμε. Πήγαμε τριήμερο το γύρο της Πελοποννήσου. Ήταν μία σχολή που σου έδινε ευκαιρίες, και να δεις, και να κάνεις. Εντάξει αυτό είναι, μου μίλησε βέβαια, και για τη σχολή ότι αυτό που εκείνον τον έχει ενοχλήσει, εγώ δεν το είχα ανακαλύψει, αλλά στην πορεία ναι, μπορεί να δεχτώ ότι υπήρχε αυτό το πράγμα εκεί που δεν υπάρχει. Ότι στη σχολή υπήρχαν διακρίσεις και ένα είδος ταξικότητας. Δηλαδή παιδιά πλούσιων οικογενειών, ή παιδιά τα οποία οτιδήποτε, αυτό, μπορεί να είχαν μία καλύτερη μεταχείριση, και να είχανε όλο αυτό που μπορεί να φανταστεί κανείς ότι έχουνε παιδιά τα οποία κάνεις να προσέχει ιδιαίτερα. Αυτό να πω. Συνολικά όμως, θα καταλήξω και εγώ, γιατί τον ρώτησα, του λέω: «Το παιδί σου έστελνες σήμερα στην Αναργύρειο;» μου λέει: «Ναι, Δημήτρη, θα το έστελνα». «Αν ήσουνα ο γονιός σου, τότε, το παιδί σου θα το έστελνες;» «Θα το έστελνα». «Και τώρα ακόμα Στέργο, θα το έστελνες;» μου λέει: «ναι». Του λέω: «Κοίταξε να δεις, Στέργο, η δικιά μου άποψη, είναι ότι τότε, μπορεί να το σκεφτόμουνα, αλλά δεν πιστεύω ότι αν ήξερα θα το έκανα. Αν ήξερα τη διαδρομή δεν θα το έκανα. Γιατί είναι πολύ μεγάλο ζόρι». Εγώ ας πούμε τώρα προσωπικά, στην Τρίτη Γυμνασίου αντέδρασα. Μέχρι την Τρίτη Γυμνασίου όλα καλά παιχνιδιάρικα, αυτά που σου είπα, κούνιες, πολύ ωραία πράγματα, καινούργιος κόσμος, εντάξει, δεν μου ζήταγαν και πολλά πράγματα. Ναι ‘μαι καλό παιδί, καλός μαθητής και τα λοιπά. Πιτσιρικάς δεν έχεις και πολλά, αυτά. Από την τρίτη και μετά, που εγώ ήξερα ότι οι φίλοι μου όλοι είναι στη Μύκονο, ελεύθεροι, και ειδικά καλοκαιριάζει, και κάνουν τα μπάνια τους, κάνουν αυτό, είναι με τα κορίτσια τους, είναι αυτό, και εγώ ήμουνα στην Αναργύρειο και απλώς αλληλογραφούσα. Έχω γράψει άπειρα γράμματα, έπιασα μία μέρα και σκάλιζα και βρήκα γράμματα που έχω λάβει, τα είχα ξεχάσει. Γράμματα με συμμαθητές μου, με φίλες μου, με τους γονείς μου, η μάνα μου έγραφε πολύ τακτικά. Αυτό το πράγμα εμένα μου είχε δημιουργήσει ένα θέμα. Οπότε την τρίτη γυμνασίου αντέδρασα. Του λέω του πατέρα μου: «Κοίταξε να δεις, θέλω να φύγω. Δεν αντέχω άλλο, πρέπει να αλλάξω σχολείο, να πάω σε ένα σχολείο στην Αθήνα». Τότε με το Σιδερή το Φαμελιάρη, τον φίλο μου, από την πρώτη μέρα που πήγαμε, και είμαστε ακόμα φίλοι, λέγαμε να φύγουμε, και να πάμε σε άλλο σχολείο στην Αθήνα, λέγαμε. Τότε λέγαμε για διάφορα, εγώ δεν ήξερα καν ποια είναι αυτά τα σχολεία. Αυτός έλεγε κάτι για Μωραΐτη, κάτι για ένα άλλο ιδιωτικό και τα λοιπά. Έλεγα και εγώ αυτό ας πούμε. Τι συνέβη όμως. Αφενός μεν ο πατέρας μου μου λέει –πονηρός ο πατέρας μου– μου λέει: «Κάτσε και φέτος και του χρόνου θα το ξανασυζητήσουμε». Το κάτσε και φέτος ήταν κάτσε την τετάρτη, και μετά που έφαγες το γάιδαρο, έμεινε η ουρά, Οπότε καταλαβαίνεις τώρα τι αυτό. Φαντάζομαι ότι έτσι το σκέφτηκε. Όμως εκεί ακριβώς, που κάποια παιδιά φύγανε, ένα παιδί γύρισε και είχε χάσει την τάξη, συμμαθητής μου, ο Γιώργος. Άλλα παιδιά ζοριστήκανε. Γιατί χάνεις την τάξη; Γιατί πας σε ένα καινούργιο περιβάλλον, και από εκεί πού είσαι κλειστός, είσαι ελεύθερος οπότε στην ουσία θες να τα κάνεις όλα, είσαι μες στο δρόμο κανονικά, δεν σε ελέγχει κανείς. Οπότε είναι αλλιώς και προφανώς είναι και πιο αυστηρά κάποια πράγματα έξω, σε σχέση με εδώ που μπορεί, σε σχέση με την Αναργύρειο που γνωριζόμαστε πια, και μπορεί να, ξέρεις. Και κάποια παιδιά ζοριστήκανε πάρα πολύ σε βαθμό που να γυρίζουν στα μέσα της χρονιάς για να ξαναμπούν σε ένα πρόγραμμα. Το πότε διαβάζουνε. Όταν είσαι παιδί χωρισμένων γονιών, ή όταν είσαι παιδί το οποίο οτιδήποτε συμβαίνει πίσω, μπαίνεις πάλι σε αυτό το κλίμα, πρέπει να ξαναμπείς σε ένα πρόγραμμα, και είναι πολύ δύσκολο να μπεις στο πρόγραμμα εκεί. Οπότε στο πρόγραμμα το εδώ, εδώ στην Αναργύρειο, ήταν πιο εύκολο, και παιδιά γυρίσανε. Εγώ αυτό το είδα, και στην τέταρτη, αμφιβάλλω αν το ξανάπα τον πατέρα μου, ότι θέλω να φύγω, κι αν το είπα, δεν το είπα με ιδιαίτερη ζέση ας πούμε, ούτε έτρεξε τίποτα. Του απάντησα λοιπόν ότι: «Εγώ το παιδί μου ούτε τότε θα το έστελνα, αλλά ούτε και τώρα». Γιατί για εμένα, είναι πολύ σημαντικό το να μπορείς να έχεις την ελευθερία να αναπτύσσεις με υγεία τις σχέσεις σου με τους άλλους. Θα προτιμούσα να είχα ευκαιρία να αναπτύξω καλές σχέσεις με ανθρώπους ελεύθερους από πλευράς εγκλεισμού, από το να είμαι κατ’ ανάγκη, να αναστρέφομαι ένα κόσμο ο οποίος δεν ήταν και επιλογής μου. Άσχετα αν με όλους ή τουλάχιστον το 90% έχω τις καλύτερες σχέσεις, και όπως είπα βρισκόμαστε πολύ συχνά, και το ξέρεις ότι βρισκόμαστε πολύ συχνά. Εντάξει, αυτά σε γενικές γραμμές. Ήτανε μία πολύ ωραία κουβέντα αυτή που κάναμε, συγκινήθηκα, και είσαι πολύ μπαγάσας τελικά. Συγκινήθηκα και όταν έκανες την πρόταση να μιλήσουμε για αυτά τα πράγματα, γιατί με πήγε πάρα πολύ πίσω και στιγμιαία όταν μου το πες, φούντωσα, βούρκωσα, δεν ξέρω καν αν το πήρες χαμπάρι, αλλά και προηγουμένως όταν μίλαγα για τη μητέρα μου. Πάντα συγκινούμαι όταν μιλάω για τη μάνα μου, να ξέρεις, και το ξέρεις. Ναι, ήτανε μία πολύ ωραία αφορμή. Και θέλω να πω κλείνοντας, εκτός αν έχεις άλλη ερώτηση, ότι χαίρομαι πάρα πολύ για την ευκαιρία που μου δόθηκε να μιλήσω για αυτά τα πράγματα. Κάποτε είχα ξεκινήσει να γράψω αυτές ιστορίες, έγραψα τρείς σελίδες και σταμάτησα, γιατί δεν μπορούσα να γράψω άλλο. Προφανώς δεν ήμουνα έτοιμος για να γράψω. Και νομίζω ότι πόσα είναι, 30 και 20, 50 τόσα χρόνια μετά είμαι πια πιο ώριμος, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μία αφορμή για να καταγραφούν αυτά τα πράγματα. Προφανώς είναι μία πολύ ωραία αφορμή, που καταγράφηκαν ζωντανά, με λόγο σε μία πολύ ωραία σειρά, αυτή του Ιστορήματος, που μακάρι να έχει ξεκινήσει και πολύ νωρίτερα, γιατί κρίνοντας από το νησί το δικό μας, το οποίο έχει τραβήξει αυτά που έχει τραβήξει, και συμβαίνουν όλα αυτά που έχουν συμβεί, με όλα τα καλά του και τα κακά του, θα μπορούσαμε πραγματικά να έχουμε προλάβει ανθρώπους, οι οποίοι έχουν κάνει πράγματα στο νησί, ή έχουνε γνώση γεγονότων που έχουν συμβεί στο νησί, και περιόδων που έχουνε συμβεί στο νησί, οι οποίες ήταν πολύ ιδιαίτερες, και κρίμα που αυτές τις μαρτυρίες δεν τις έχουμε. Ωστόσο ποτέ δεν είναι αργά. Χαίρομαι που υπάρχει και το Ιστόρημα, και άνθρωποι σαν και σένα, που καταγράφουν με αυτό τον τρόπο, αυτές τις μαρτυρίες ειλικρινά χαίρ[02:20:00]ομαι.

Α.Ρ.

Ευχαριστούμε πολύ, καλή συνέχεια!

Δ.Ρ.

Να ‘σαι καλά. Ευχαριστώ πολύ.

Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.

Περίληψη

Ο Μυκονιάτης συγγραφέας Δημήτρης Ρουσουνέλος περιγράφει τη Χώρα της Μύκονου των παιδικών του χρόνων, αναφέροντας χαρακτηριστικές ιστορίες για τον τουρισμό, τα παιδικά παιχνίδια και την εκπαίδευση στη δεκαετία του '60. Μας περιγράφει τους περιορισμούς της νησιωτικής επαρχίας στην εκπαίδευση και τους λόγους για τους οποίους πέρασε τα γυμνασιακά και λυκειακά του χρόνια σε οικοτροφείο στις Σπέτσες. Ως έφηβος στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή των Σπετσών, σκαλίζει αναμνήσεις από τα μαθήματα, τις δραστηριότητες, τους συμμαθητές, τις εξόδους. Μιλά για τη ζωή ως οικότροφος και τις καταστάσεις που η έγκλειστη αυτή συνθήκη προκαλεί και για τις Σπέτσες στο τέλος του '60 και την αρχή του '70, όπως και για την εικόνα που αντίκρισε στη Μύκονο μετά την πτώση της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών.


Αφηγητές/τριες

Δημήτρης Ρουσουνέλος


Ερευνητές/τριες

Αντώνης Ρουσουνέλος


Δεκαετίες

Ημερομηνία Συνέντευξης

19/09/2023


Διάρκεια

140'