Εφηβικά χρόνια στη Φλώρινα και εισαγωγή στην Ανώτατη Σχολή Κάλων Τεχνών Αθηνών

Α.Τ.

[00:00:00]Καλησπέρα, είμαι η Τοσουνίδου Αντιγόνη, Ερευνήτρια στο Istorima. Eίναι 27 Ιουλίου 2023. Βρισκόμαστε στο σπίτι του Αφηγητή και ξεκινάει η συνέντευξη. Καλησπέρα σας, πείτε μας τ’ όνομά σας.

Χ.Τ.

Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Τσώτσος Χρήστος, έχουμε ξανασυστηθεί. Συνέντευξη νούμερο δύο. Σήμερα θα μιλήσω για τα γυμνασιακά μου… Που τώρα, πλέον, αρχίζει το πάρτι, όσον αφορά το bullying και τη ρατσιστική συμπεριφορά των καθηγητών που είχα. Και το δηλώνω και ευθαρσώς αυτό το πράμα, διότι ήταν τα πράγματα τρομερά. Είναι μια συνέχεια. Βέβαια, τότε δίναμε εξετάσεις στο Δημοτικό, Πέμπτη, Έκτη. Δε θυμάμαι αν δώσαμε για το Γυμνάσιο. Τέλος πάντων, έρχεται εκείνη η μεγάλη ώρα για πάμε Γυμνάσιο. Μεγαλώσαμε! Αυτοί που ήμασταν του 4ου Δημοτικού Σχολείου, πηγαίναμε στο 1ο Γυμνάσιο, που ήτανε έτσι ελιτιστικό. Αν και νομίζω το μοναδικό ήτανε ή υπήρχε κάποιο άλλο Γυμνάσιο; Δεν τα θυμάμαι αυτά καλά. Πάμε Πρώτη Γυμνασίου, εμφανιζόμαστε. Βέβαια… Το να πούμε την αμφίεσή μας, κουρεμένοι γουλί. Μια κατάσταση –τώρα μιλάμε για το ’76- ’77, μια κατάσταση περίεργη. Ζήσαμε τα γεγονότα Πολυτεχνείου πιο νωρίς. Του Πολυτεχνείου και τη Μεταπολίτευση. Ήταν μια κατάσταση έτσι περίεργη, την οποία, βέβαια, ίσως εμείς, σαν πιτσιρικάδες, δεν τη νιώθαμε τόσο. Δε νιώθαμε τόσο τις αλλαγές. Οι μόνες αλλαγές στη ζωή μας ήταν ότι πλέον αποκτήσαμε τηλεόραση. Τα προγράμματα αυτά που βλέπαμε. Τον περισσότερο καιρό ήμασταν έξω και παίζαμε. Έρχεται εκείνη η ώρα, Σεπτέμβρης. 11 Σεπτεμβρίου, μας μαζεύουνε Πρώτη Γυμνασίου, πάνω. Μας στήνουν τα πρωτάκια σε τέσσερα τμήματα, στη μεσαία σειρά, αριστερά ήταν η Τρίτη, δεξιά… Όχι. Ναι, αριστερά ήτανε, όπως βλέπουμε την είσοδο, αριστερά ήταν η Δεύτερη Γυμνασίου. Δεξιά ήταν η Τρίτη Γυμνασίου. Και με το καλημέρα, αφού μας βάζουνε μέσα, αρχίζουν να πέφτουν και οι πρώτες σφαλιάρες. Μόνο υποδείξεις, μόνο παρατηρήσεις, χωρίς κανένα δικαίωμα. Βέβαια, τότε πηγαίναμε και Σάββατο σχολείο, και πρωί-απόγευμα. Οι συνθήκες δύσκολες. Ειδικά για τον χειμώνα εδώ στη Φλώρινα, ήτανε τα πράγματα τρομερά. Έπρεπε να διασχίσω μια ανηφόρα περίπου ενάμιση χιλιόμετρο για να ανέβω πάνω, να πάω στα Γυμνάσια, με τα πόδια, δρόμους δεν είχε, δεν κλείναν τα σχολεία τότε. Και με βάζουν στο Α4. Και υπεύθυνη καθηγήτρια σ’ εμάς ήταν η φιλόλογος, που μας είχε τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Με το που μπήκαμε μέσα: «Ποιοι είστε εσείς;», διαβάζει τους καταλόγους. Βέβαια, έχουν πάρει τα στοιχεία όλα, τι και πώς και αρχίζει η επίθεση. «Ποιοι είναι από χωριά, τι δουλειά κάνουν οι γονείς σας;», εκείνο, το άλλο. Εμάς, που ήμασταν λίγο έτσι κατωτέρας τάξης ας πούμε, αρχίζει μια εξέταση και παρατηρήσεις. Κάτι μου έλεγε μέσα: «Δε θα τα πάμε καλά!». Φεύγει εκείνη, έρχεται ο Αγάθος, μαθηματικός εκ Κερκύρας. Μας αρχίζει και αυτός την κατήχηση. Πάει καλά. Ξεκινάμε τα μαθήματα, να μπούμε στη σειρά και: «Εσείς που είστε απ’ τα χωριά, καλό θα ’ταν να μένετε εκεί», αυτά από τη φιλόλογό μας. Και «Τι δουλειά έχετε; Να πάτε εκεί. Και εάν προσπαθήσετε… Αλλά φτιάξαμε κάποια σχολεία για να πηγαίνετε εκεί πέρα», και τέτοια». Πλέον, φανερά, σε κάποιους συμμαθητές: «Παιδί μου, να πεις στη μαμά σου να ’ρθω για καφέ!», και τέτοια. Ο Αγάθος τα ίδια. Και ξεκινήσαμε τότε πρώτη Γυμνασίου τα σύνολα, υποσύνολα και ιστορίες και τέτοια. Ευτυχώς, είχαν καταργηθεί τ’ Αρχαία. Ευτυχώς. Μετά εμφανίζεται ο κύριος Μπέσας ο αείμνηστος. Αυτός μας έκανε Καλλιτεχνικά. Ερχότανε με το «Ρομάντζο», ή τον «Ταχυδρόμο», ή τον «Θησαυρό» μέσα στην τάξη. «Κάντε αυτό! Κάντε εκείνο», ξέρω γω. Ελίτ. «Ποιοι ζωγραφίζουνε;». Είχα αρχίσει και ανέπτυσσα λίγο το ταλέντο μου, ας πούμε. Επειδή κατά αυτωνών δεν είχα κάτι άλλο να επιδείξω στη ζωή μου. «Α, ωραία, θα σε δούμε και άμα θες να κάποια μαθήματα, να έρχεσαι», λέει, «και στον Αριστοτέλη που κάνουν μαθήματα». Μάλιστα, μάλιστα. Εν τω μεταξύ, ξεκινάμε τα… Ήταν τότε με τρίμηνα και παίρναν βαθμούς. Αρχίζουν και εμφανίζονται λίγο τα κενά που είχα, κατ’ αυτούς. Δεν ασχολιόταν κανένας μ’ εμένα ή με… Μ’ εμένα συνήθως, θα μιλήσω για μένα. Είχαν τρομερές απαιτήσεις, τις οποίες δεν μπορούσα να καλύψω. Οι περισσότεροι από τους άλλους συμμαθητές μου πήγαιναν φροντιστήρια, βέβαια, και ήταν λίγο καλυμμένοι. Να πω και την αλήθεια, τα ’χα φορτώσει και λίγο, αλλά δεν έφταιγα εγώ. Προσπαθούσα πάρα πολύ, αλλά δεν είχα και την ανταπόκριση. Δηλαδή ό,τι και να ’κανα, ήταν λάθος. Βέβαια, ειδικά η φιλόλογος... Και δεν ήταν –εδώ μια παρένθεση– σαν την... Δασκάλες που είχα στο μυαλό μου. Την κυρία Τραϊανή, ας το πούμε έτσι. Βέβαια εντάξει, πέραν αυτού ήταν και η φάση που είχαμε και τα ξυπνήματά μας τα ερωτικά, το ψάξιμο του άλλου φύλου… Που μην ξεχνάμε, ήταν ένα σχολείο Αρρένων, εγκλωβισμένοι σε συρματόπλεγμα, από δίπλα ήτανε το Θηλέων, που ήτανε για να μας προστατεύσουν, να τις προστατεύσουν; Τώρα, δεν ξέρουμε γιατί… Τις είχαν κλείσει εκεί αυτές. Ήμασταν σαν σε δύο κοτέτσια, τα κοκόρια και τα και οι κοτούλες από δίπλα. Μιλάμε για έναν τοίχο τώρα έξι μέτρων και κοιτάγαμε απέναντι, κοιτάγαν αυτές κάτω. Πώς βλέπεις στο ζωολογικό κήπο, ας πούμε. Σε μια άγρια κατάσταση. Δε συναντιόμασταν ποτέ. Για να δούμε κάποια έτσι κοπελιά, που ενδεχομένως ξέρω γω, έπρεπε να περιμένουμε ή στις 25η Μαρτίου, 28η Οκτωβρίου. Δεν υπήρχε τίποτα έξω. Τι να πας να κάνεις… Ή ποδόσφαιρο θα παίζαμε, εμείς τα αγοράκια ή βλακείες θα κάναμε με οτιδήποτε, τέλος πάντων. Επανέρχομαι. Κλείνει η παρένθεση, επανέρχομαι στα μαθητικά. Μας είχε ταράξει στις τιμωρίες! Με το καλημέρα, τρεις φορές την εισαγωγή του Ομήρου, δεκαπέντε φορές τους κανόνες τονισμού, ξέρω γω, συντακτικά τι κάναμε. Τέτοια. Δεν προλάβαινα να διαβάσω, γιατί είχα σκιστεί να γράφω. Βέβαια, θα μπορούσα και να μην γράψω, να κάνω την επανάστασή μου. Αλλά, πού τόλμαγες τότε; Έφευγες από εκεί, σ’ αναλάμβανε ή ο... Και είχες τις συνέπειες του ξύλου… Θα μπορούσαμε να τ’ αντέξουμε. Δεν ξέρω πόσο θα το αντέχαμε. Τρομερές τιμωρίες, διαρκώς μια υποτίμηση. Κι αναφέρω χαρακτηριστικά… Όχι, θα το πω αυτό μετά. Μετά θα το πω. Τώρα μιλάμε για την Πρώτη Γυμνασίου. Αυτό αναφέρομαι στη Δευτέρα. Με σηκώνει κάποια στιγμή η τέτοια, μου λέει: «Γράψε "κήπος", "παιδί"», και δε θυμάμαι ποια άλλη λέξη, «στον πίνακα». Τα γράφω, μου λέει: «Γιατί παίρνει περισπωμένη ο κήπος;», τότε, πριν εφαρμοστεί. Είπα κάτι, μου λέει: «Τι ασχολούμαι μαζί σου;». Μου δείχνει τον κατάλογο ας πούμε, μου λέει: «Τι να γράψω; Παντού κοκκινάδια έχεις; Τι έρχεσαι;», μου λέει. Εγώ την κοιτάω έτσι. Λέω… «Τι έρχεσαι;», μου λέει, «Είσαι άχρηστος εντελώς και θα μείνεις!». Λέω: «Πού θα μείνω;». «Θα μείνεις», μου λέει, «στην Πρώτη Γυμνασίου. Δεν πρόκειται εσύ να περάσεις! Κάνε οτιδήποτε, πήγαινε κάνε ό,τι θες!». Και μου λέει: «Τσακίσου από δω πέρα, από μπροστά μου να μη σε βλέπω». Και ξαναγυρίζει έτσι, παίρνει πετάει το τέτοιο, λέει: «Με σύγχισες πάλι! Τι κάθομαι και ασχολούμαι μαζί σου;». Βέβαια, εντάξει, οι άλλοι κοροϊδεύανε. Καζούρα μου κάνανε. Δε βαριέσαι, λες… Είχαμε τον Σελεμίδης, του λέει: «Γράψε δεκαεφτά φορές τους κανόνες τονισμού!». Εκείνοι ήταν είκοσι πέντε. Πού να γράψω! Έπρεπε να γράφω τρεις μέρες εκείνα. Τέλος πάντων, την άλλη ώρα, ξανά τα ίδια φιλολογικά. Ξανά τα ίδια. Κάθε μέρα είχε αυτή την… Δηλαδή να κρύβομαι, να κάνω, να μας βάζει ασκήσεις και γραμματικής, Νέα Ελληνικά τότε, κάποιες αναλύσεις. Εντάξει, να μην έχω τα εφόδια της γνώσης. Εκθέσεις, καλά, το μαύρο χάλι. Διαρκώς κάτω από τη βάση οι εκθέσεις. Ο μαθηματικός, το γνωστό μου πρόβλημα, τα ίδια. Αγγλικά διάβαζα. Μ’ άρεσαν τ’ Αγγλικά πάρα πολύ, απλά δεν ήξερα γραμματική. Εδώ στην ελληνική δεν ήξερα, στ’ Αγγλικά… Και κάναν μόνο γραμματική, καθόμουν διάβαζα μετά, μετέφραζα. Ήταν το «Target One» τότε, ένα κόκκινο βιβλίο θυμάμαι. Αλλά όλοι οι άλλοι πηγαίναν φροντιστήρια, τα ξέρανε, γράφανε ξέρω γω. Εγώ και ν’ αντιγράψω, δεν μπορούσα ν’ αντιγράψω. Τέλος πάντων, καθόμουν και μ’ αυτόν τον Θωμά τον Χάτζιο, που ήταν εδώ παλιός γείτονας. Τέλος πάντων, κουτσά στραβά έρχεται το πρώτο τρίμηνο, τέσσερα-πέντε κάτω απ’ τη βάση. Γενικός βαθμός δεκατρία. Σαν να ’παιζες ΠΡΟΠΟ 1, 2, Χ, ας πούμε! Ένα τρελό πράγμα. Τέλος πάνω, παίρνω τους βαθμούς. Εδώ στο σπίτι, βέβαια, άλλη υποτίμηση! «Είσαι άχρηστος! Είσαι εκείνο! Είσαι εκείνο!», τα γνωστά. Να προσπαθώ να διαβάσω, να μην μπορώ. Εντωμεταξύ, ήταν και η περίοδος τότε που ο πατέρας μου κέρδισε τρία οχτακόσια στο ΠΡΟΠΟ. Πολύ χρήμα για τότε… Είχα την εντύπωση ότι κάπως, μ’ έναν άλλον αέρα, θα κινηθώ. Αμ δε! Κάπως μάθανε ότι ο πατέρας μου κέρδισε τα… Στο σχολείο. «Α, ναι;». Και με κοιτάνε, έτσι, μ’ ένα υποτιμητικό ύφος, λες και τα είχαμε πάρει από την τσέπη τους, ας πούμε. Και γιατί[00:10:00] ξες, κάτι τέτοιο… Τέλος πάντων, ας πάμε στα Καλλιτεχνικά. Ο δε ο κύριος Μπέσας, διαρκώς να μου ρίχνει... Και κάτι χτυπήματα με τα μπλοκ. Να μου λέει: «Θα κάνεις αυτά που σου λέω και όχι αυτά που θες εσύ! «Αλλά», μου λέει, «ζωγραφίζεις». Ζωγραφίζω ξέρω γω, πήγα τελικά εκεί πέρα στο πρακτορείο που έκανε τα μαθήματα. Δεν έδινε καμία σημασία! Ασχολιόταν περισσότερο με τα παιδιά των αστών. Τέλος πάντων, πάει κι από κει. Συνεχίζω να ζωγραφίζω μόνος, μου να ψάχνω να, να, να… Στον αθλητικό τομέα. Mου άρεσε ο αθλητισμός πάρα πολύ, αλλά δεν ασχολιόταν πάλι ο Ανθόπουλος καθόλου μαζί μου, διότι ασχολιόταν με τ’ άλλα παιδιά. Δε μ’ έβαζε σε καμία ομάδα. Bέβαια, εντάξει, δε μας βάζανε και επειδή ήμασταν πιτσιρικάδες, αλλά θα μπορούσε… Τέλος πάντων, πάει το τρίμηνο, πάει το δεύτερο τρίμηνο, ξανά οι ίδιες επιθέσεις, η απαξίωση απ’ όλους. Πάμε Ιούνιο, έρχεται η περίοδος των εξετάσεων. Ένα άγχος, ένα ζόρι, ένα, ένα, ένα… Προσπάθησα να γράψω όσο μπορούσα καλύτερα, να διαβάσω όσο καλύτερα μπορούσα. Tότε είχα ξεκινήσει, νομίζω, φροντιστήριο στον Γιαννακίδη. Παίρνουν, βγαίνουν τ’ αποτελέσματα, «Στάσιμος». Πώς το λες σπίτι; Ήρθα εδώ, άρχισα να κλαίω. Ε, τρώω κάτι σφαλιάρες. Έτσι ο πατέρας μου ζούσε τότε, ήτανε με μια απαξίωση, μ’ ένα τέτοιο. Τέλος πάντων, του χρόνου στην ίδια τάξη, Πρώτη Γυμνασίου. Εκείνο το καλοκαίρι του ’77, σκοτώνεται ο πατέρας μου στις Πρέσπες. Ήταν μια διαδικασία επίπονη για να καταφέρω να το ξεπεράσω. Μου αφήνει κι ένα σημάδι στο χέρι μου. Μέχρι να συνέλθουμε, μέχρι να το ξεπεράσω… Που δεν το έχω ξεπεράσει ακόμα, βέβαια! Όλη αυτή η διαδικασία, στεναχώριες, κλάματα, ξεκινάει η δεύτερη Πρώτη Γυμνασίου. Εδώ, βέβαια, άρχισαν να μου την πέφτουνε παππούδες, γιαγιάδες, θείοι: «Άχρηστος είσαι και δεν μπορείς να προχωρήσεις. Να πας να δουλέψεις και να πας να κάνεις!». Και μα, μου, ξέρω γω. «Ε, ναι, ρε παιδιά», λέω, «να πάω! Τι δουλειά θα κάνω και ποιος παίρνει ένα παιδάκι 13-14 χρονών;», ας πούμε. «Όχι, να το σκέφτεσαι. Να πας να ζητιανεύεις…», και κάτι τέτοια χαζά. Πεισμώνω: «Όχι», λέω, «Θα τα καταφέρω! Θα γίνω κάποιος!». Ξεκινάει η δεύτερη Πρώτη Γυμνασίου, μπαίνω με μεγαλύτερο αέρα μέσα, στρώνομαι. Βέβαια, εδώ υπάρχει και μια παρένθεση μελανή στη ζωή μου. Είχα αρχίσει και ψιλοέκλεβα λίγο. Τώρα τ’ ομολογώ. Έχουν περάσει και τόσα χρόνια, οπότε έχουν παραγραφεί. Ήμασταν έτσι, είχαμε φτιάξει μια παρέα λίγο, έτσι… Λίγο αλητόπαιδα γίναμε. Βέβαια, αυτός που την πλήρωσε ήμουν εγώ, επειδή οι άλλοι ήταν παιδιά γνωστών οικογενειών και δεν τους κάνανε τίποτα. Τέλος πάντων, συνήλθα γρήγορα, στρώθηκα στη μελέτη, έδειχνα τρομερή ικανότητα αφομοίωσης στην Ιστορία. Είχαμε τότε τον Χρυσαφίδη. Είχαμε ξανά τον Αγάθο, ευτυχώς εκείνη η πολύ αγαπητή, ξεκουμπίστηκε, η Θοδώρα. Μας πήρε μια άλλη λίγο καλύτερη. Μπόρεσα και πήρα λίγο τα πάνω μου. Δεν ασχολιόταν, βασικά, μαζί μου, γιατί… Ευτυχώς! Ο Μπέσας τα ίδια πάλι, χαμηλά τους βαθμούς. Τελειώνουμε κουτσά στραβά την τάξη, οι βαθμοί μου λίγο καλύτεροι. Ξαναδίνουμε εξετάσεις, μένω σε τρία-τέσσερα μαθήματα μετεξεταστέος, όπως θα λέγαμε τότε. Καλά, η μάνα μου κλάματα ιστορίες. Κάθε τρίμηνο η βαθμολογία ήταν τέσσερα με πέντε κάτω. Εδώ αναφέρω χαρακτηριστικά, μέχρι και Θρησκευτικά είχα από οχτώ, έξι μου το ’κανε. Και μας πηγαίνανε… Επειδή πηγαίναμε πρωί απόγευμα, κάθε Δευτέρα πρωί μας πήγαινε αθλοπαιδιές στο γήπεδο ή στη βίγλα. Τότε έμαθα εκεί σκι, αγάπησα τον αθλητισμό. Δεν προλάβαινα… Δηλαδή ήταν λίγο έτσι περίεργα τα πράγματα. Κάθε τρίμηνο την καλάγαν τη μάνα μου στο Γυμνάσιο πάνω, να της κάνουν παρατηρήσεις: «Το παιδί δεν του κόβει! Δεν είναι τέτοιος, είναι τέτοιος. Να το κάνεις κάτι άλλο. Να τον πας φροντιστήρια», ιστορίες... Με στέλναν φροντιστήρια, άρχισα λίγο να ψιλοπαίρνω τα πάνω μου, να κάθομαι να σκέφτομαι, να μπορώ να δημιουργώ μια εικόνα. Πάλευα. Βέβαια, στη μαθηματικά, αριθμητική δεν… Τέλος πάντων, εκείνο το καλοκαίρι αποφάσισαν να με στείλουνε Καναδά για ν’ αλλάξω περιβάλλον, λίγο να… Αυτό ήταν άλλη μια τραγική ιστορία της ζωής μου, μου άφησε ξανά κουσούρια… Με αφήσανε μόνο μου να πάω Καναδά, 13-14 χρόνων.

Α.Τ.

Τι χρονολογία ακριβώς;

Χ.Τ.

Το ’79-’80. Ξεκινάω να πάω πού; Εντάξει, ο παππούς με πήγε μέχρι Αθήνα, μ’ έβαλε στο αεροπλάνο. Εκείνο το αεροπλάνο, επειδή ήταν και φτηνές οι πτήσεις, με το Αlitalia, Ρώμη, Μιλάνο, Μόντρεαλ, Τορόντο. Ένα σοκ! Πολιτισμικό, αλλά και κοινωνικό. Ήξερα Αγγλικά, δηλαδή αυτά που διάβαζα. Άσχετα αν δεν ήξερα γραμματική, αλλά μπορούσα να συνεννοηθώ άνετα… Δε μιλάγαν οι άλλοι. Χάθηκα στο αεροδρόμιο της Ρώμης, με ψάχνανε, με κάνανε. Τέλος πάντων, κουτσά στραβά έφτασα Καναδά. Μπορώ να πω ότι εκεί λίγο άλλαξε η ζωή μου. Δηλαδή, να το πω και αλλιώς, βρέθηκα σ’ ένα περιβάλλον που θα μου άρεσε να ζω. Με το φαΐ μου το καλό, με το έτσι, με την κοινωνικότητά μου. Ήταν ένας άλλος κόσμος. Δεν ήταν εδώ πέρα δεκαετία του ’50, γιατί αυτό ήμασταν εδώ. Μπορώ να πω ότι άλλαξα. Με ρώταγαν όλοι αν έχω αλλάξει, αν έχω κάνει, αν, αν, αν… Ξέρω γω, είχα αλλάξει. Όταν επέστρεψα από τον Καναδά, ξεκίνησα ξανά φροντιστήρια για να καταφέρω να περάσω την τάξη. Την πέρασα. Ήμουνα άνετος. Δηλαδή μεγάλωσα, πάχυνα κιόλας, γιατί ήμουνα διαρκώς εφτά κιλά κάτω από το βάρος. Αυτό μου το λέγαν συνέχεια. Πάχυνα λίγο έτσι, άλλαξα τον τρόπο, ντύθηκα λίγο καλύτερα. Τέλος πάντων, ξεκινάει η Δευτέρα. Εκεί είχαμε την Ισμήνη. Με το καλημέρα, αρχίζει. Αρχίζουν οι επιθέσεις. Βέβαια, από τη χρονιά την προηγούμενη, είχαμε μείνει πέντε άτομα, οι περισσότεροι τα παράτησανε, δηλαδή δεν άντεξαν την πίεση. Εγώ τα έβαλα κάτω, λέω: «Όχι, θα τελειώσω! Θα σας δείξω ποιος είμαι!». Και θυμάμαι, χαρακτηριστικά, στην Ιλιάδα είχε έναν στίχο, στην Ε ραψωδία, που έλεγε, ας πούμε: «Είναι γλυκός ο νόστος για την πατρίδα». Βέβαια, η σειρά μου είχε φύγει. Είχα πάει με τη σειρά του ’66-’67.  Μ’ αυτούς συνέχισα πλέον, που ήταν πιο μικροί από μένα. Και μειώθηκε, ήμουν στο Α3. Όχι, στο Β3 κι αλλάξαμε αίθουσα, ανεβήκαμε πάνω. Σε αυτήν, διαρκώς μια επίθεση. Ήταν και κάποια άλλα παιδιά, που είχαν κατέβει από Πρέσπα, που συνήθως… Α, δεν είχε φτιαχτεί το Γυμνάσιο της Πρέσπας ακόμα και είχαν έρθει. Κάποια άλλα παιδιά ήταν έτσι λίγο κι αυτοί στην ίδια κατηγορία μ’ εμένα. Αλλά ήταν σε καλύτερη μοίρα. Κάποια στιγμή, ρωτάει: «Ποιος είναι ο καλύτερος στίχος στην Ιλιάδα;». Σηκώνω το χέρι, τότε λέγαμε και «Κυρία! Κυρία!», ξέρω γω, δεν… Λέει: «Κάνας άλλος; Κάνας άλλος; Κάνας άλλος;». Λέει: «Ε, κυρία! Κυρία!». Γυρίζει λέει: «Τι θες, ρε Τσώτσο, να μας πεις; Θα μας πεις εσύ τώρα;». «Μα», λέω, «το ξέρω!». «Κάνας άλλος;», λέει, «Δεν είναι δυνατό αυτός εδώ να σηκώνει χέρι και να μη σηκώνει κανένας από σας, τους καλούς μαθητές!». «Κυρία! Κυρία!», να με αγνοεί φανερά, προφανέστατα. Κάποια στιγμή, αφού αγανάκτησε, αγανάκτησα κι εγώ, σηκώνομαι πάνω, λέω: «Είναι αυτός ο στίχος!». Και αντί να πει: «Ναι, αυτός είναι ο στίχος!», επειδή μου είχε κάνει εντύπωση, «Πώς τολμάς και σηκώνεσαι;», λέει, «Τέτοια αυθάδεια δεν έχω ξαναδεί, αλλά από σένα, απ’ τα χωριά, τι να περιμένει κανείς! Και ποιος ξέρει τι είναι οι γονείς σου!», και ιστορίες και τέτοια. Τα γνωστά. «Τράβα στον διευθυντή!». Πάω στον διευθυντή και με πλακώνει ο διευθυντής, που θα μας είχε την επόμενη ώρα. Κι από κει, ξεκίνησε το πάρτι, που να φοβάσαι κάθε μέρα να τρως ξύλο, κάθε μέρα μια απαξίωση. Να μην μπορείς να κουνηθείς, να μας υποχρεώνουν να πηγαίνουμε εκκλησία ξέρω γω, ιστορίες όλ’ αυτά. Ας πούμε, ο Χρυσαφίδης που μας είχε πάλι, «Μα, δεν είναι δυνατόν εσύ να μου γράφεις τέτοια πράγματα! Έξι ξανά στα Θρησκευτικά». Αυτό ήταν πρωτοφανές παγκοσμίως! Τέλος πάντων, μπορώ να περηφανεύομαι ότι είχα μια θετική έτσι εξέλιξη. Στον αθλητισμό, ενώ ήθελα, μου άρεσε, ο Ανθόπουλος δεν προτιμούσε εμένα. Δηλαδή, όταν φτιάχναμε ομάδες και τέτοια, έβαζε τους πέντε στο μπάσκετ, πέντε βόλεϊ, πέντε εκεί, πέντε εκεί, εμένα πουθενά. Ήταν με συγκεκριμένα άτομα και είχαν την άνεσή τους. Απ’ τους συμμαθητές, πάλι υπήρχε μια έτσι απαξίωση, αλλά πλέον είχαμε ενσωματωθεί, είχαμε την παρέα. Αλλά γενικά, όλη την παρέα μας κυνηγάγανε. Βέβαια, ήταν πιο καλοί μαθητές, πηγαίνανε φροντιστήρια, είχαν –πολύ σημαντικό– τους πατεράδες τους, εγώ δεν είχα που να στηριχτώ. Εδώ η ζωή σπίτι ήταν μαρτύριο, με την έννοια με τη μάνα μου, η οποία… Είχαμε και ένα άλλο πρόβλημα με την αδερφή μου, που είχε αρραβωνιαστεί, είχε παντρευτεί ξέρω γω, όλα αυτά. Κανένας δεν ασχολιότανε. Και η ζωή συνεχίστηκε έτσι. Στη ζωγραφική, βέβαια, συνέχιζα τις προσπάθειές μου με ζωγραφική, με ιστορίες, με τέτοια. Ο κύριος Μπέσας δεν ασχολιότανε. Βέβαια, απ’ αυτόν μπορώ να πω ότι μάθαινα πράγματα. Έμαθα τη χαλκογραφία, έμαθα κάποιες άλλες τεχνικές, αλλά δεν είχα την αναγνώριση που μου άξιζε. Τέλος πάντων, μετεξεταστέος ξανά και στη Δευτέρα, με χίλια ζόρια. Φτάνουμε, πάμε Τρίτη. Τρίτη Γυμνάσιου. Βέβαια, οι βαθμοί μου πάντα χαμηλοί. Με χίλια ζόρια, δηλαδή, δεκατρία να βγάζω, στα διαγωνίσματα το μαύρο χάλι, τρόμαζα πάντα. Αυτά που… Στα θεωρητικά ήμουν καλός. Άλλο ένα…[00:20:00] Α, με τον Καναδά να συνεχίσω με το κουσούρι, ότι πλέον απέκτησα έναν φόβο για τα ταξίδια. Φοβάμαι, ας πούμε, να πάω στο αεροπλάνο, φοβάμαι να πάω στο αεροδρόμιο, μη χαθώ. Δηλαδή αγχώνομαι πάρα πολύ, αν δεν είναι κάποιος και τώρα, να με πάρει από το χέρι, να με βάλει στην είσοδο του αεροπλάνου. Αυτό μου έχει μείνει. Στην Τρίτη Γυμνασίου, πιο μεγάλοι βέβαια, το πρόβλημα με τις κοπελιές εξακολουθούσε να υπάρχει, που ήταν απέναντι. Αυτές σχολάγανε πιο νωρίς, για να μη συναντιόμαστε στον δρόμο. Στα φροντιστήρια, μ’ ένα φόβο που αποκτήσαμε κι εκεί. Έτσι ένα… Το άλλο φύλο το πώς να το αντιμετωπίσουμε. Και διαρκώς ήμασταν έτσι παιδάκια, παιδάκια και απομονωμένοι στις γειτονιές μας. Βέβαια, οι κοινωνικές μας συναναστροφές ήταν το ποδόσφαιρο στις γειτονιές, που πλακωνόμασταν συνήθως στο ξύλο. Ο χειμώνας πάντα σ’ ένα μαράζι, σε μια περίεργη κατάσταση. Δεν είχε πού να πας, παίζαμε χιονοπόλεμο, για τις φωτιές τρέχαμε, στην… Τι ήθελα να πω;

Α.Τ.

Ωραία, να μας πείτε λιγάκι για τον Καναδά περισσότερες λεπτομέρειες. Γιατί πήγατε; Πώς ήτανε; Πώς σας φάνηκε; Πόσο μείνατε;

Χ.Τ.

Στον Καναδά με πήγανε για να ξεπεράσω τον θάνατο του πατέρα μου, βασικά. Ο Καναδάς, σε σχέση εδώ, με τον μικρόκοσμό μου, ήτανε απέραντο. Μου φαινόταν λίγο περίεργος, είχε πολλή υγρασία, είχε… Ένιωθα ότι ο ήλιος ανέτελλε διαφορετικά. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό το πράγμα. Ο θείος μου ήταν αρκετά κοινωνικός και άνετος οικονομικά. Είχε μια εταιρεία στο αεροδρόμιο με ταξί πολυτέλειες, με λιμουζίνες. Είχε αρκετό χρόνο, με γύρισε αρκετά, εκεί που τους πάνε όλους, ξέρω γω, στον πύργο CN Tower, στον Νιαγάρα. Μ’ ενδιέφεραν και τ’ αεροπλάνα πάρα πολύ όμως, και με πήγαινε διαρκώς σε αεροδρόμια, σε τέτοιες σε… Δηλαδή μες στα υπόστεγα, σ’ όλα αυτά. Εντυπωσιασμένος, με πήγε σε πάρα πολλά μουσεία περί τέχνης, περί βιομηχανικής φύσεως πράγματα. Ό,τι μουσείο υπήρχε, με πηγαίνανε. Είχα και τα ξαδέρφια μου εκεί πέρα, γυρίζαμε ξέρω γω. Πολύ καλό φαΐ, τότε γνώρισα και τα Big Mac και τα τέτοια, και τα ΜcDonald, που τρελαινόμουν για μηλόπιτες. Δηλαδή έτρωγα σαν να μην είχα φάει ποτέ στη ζωή μου, ας πούμε, δηλαδή! Αλλά μου άρεσαν! Επίσης, κάθε μεσημέρι με είχε στο τραπέζι μαθήματα συμπεριφοράς, στο πώς να τρώω, πώς να πιάνω το πιρούνι, πώς να…

Α.Τ.

Ο θείος σας;

Χ.Τ.

Ναι, ο θείος μου. Και πώς να συμπεριφέρομαι, πώς να χαιρετάω, πώς, πώς, πώς... Όλα αυτά με βοήθησαν πάρα πολύ, όμως, και τον ευγνωμονώ εκεί που είναι τώρα. Έχει πεθάνει κι αυτός. Τα βαριόμουνα, αλλά, ξέρεις, και το πώς θα ντύνομαι, το πώς θα κινούμαι σε χώρους, σε διάφορα τέτοια. Όντως, όταν ήρθα εδώ Ελλάδα, λες και ήμουνα… Αισθανόμουνα, ενώ είχα πάει τρεις μήνες, αλλά είχα ενσωματωθεί τόσο πολύ. Δηλαδή, επειδή μιλούσαν και όλοι Αγγλικά, μάθαινα, μάθαινα. Δηλαδή, αν δεν ήξερα κάτι, τον ρώταγα, αλλά μπορούσα εύκολα. Άρχισα να κινούμαι μόνος μου μες στην πόλη του Τορόντο, να παίρνω τα λεωφορεία να πηγαίνω σε διάφορα μέρη, εκεί στις πλάζες, πολυκαταστήματα που μ’ ενδιέφεραν, έκανα τις βόλτες μου. Γενικά, ήταν μια υπέροχη κατάσταση. Επιστρέφοντας εδώ, μου φαινόταν λες και ήταν χωριό, δηλαδή όλο αυτό. Έβλεπα τους συμμαθητές μου, ακόμα ήταν παιδάκια. Βέβαια, ήμουνα λίγο περισσότερο ώριμος, όσον αφορά την οξυδέρκειά μου, να το πούμε έτσι, να μην το πω εξυπνάδα. Δηλαδή κατ’ αυτούς δεν ήμουν έξυπνος, αλλά μπορούσα ν’ αντιλαμβάνομαι κάποια πράγματα πολύ πιο εύκολα. Οι κοινωνικές μας στροφές ήτανε πιο άντρας, δηλαδή δεν ντρεπόμουν να μιλήσω, δε ντρεπόμουν να ζητήσω. Εάν έπρεπε να ζητήσω κάτι, το έκανα. Εάν με αδικούσαν, το έλεγα… Βέβαια, το πλήρωνα μετά, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Με βοήθησε πάρα πολύ όλο αυτό στην… Τέλος πάντων, τελειώνοντας την Τρίτη Γυμνασίου, τα καλοκαίρια, βέβαια, άρχισα να δουλεύω. Τα καλοκαίρια, τι δουλειές θα κάνεις; Ή θα μαζεύεις φράουλα εργάτης ή θα ή βύσσινα ή μήλα. Βέβαια, είχα αποκτήσει τότε και την αυτονομία του χαρτζιλικιού. Βέβαια, με τους άλλους συμμαθητές, οι άλλοι με δουλεύανε, με κορόιδευαν, ας το πούμε έτσι. «Δεν βγαίνεις! Δεν κάνεις!». Αλλά αν αρχίζεις και παράγεις από μικρός, εκτιμάς αξία του χρήματος. Και είχα την αυτονομία, όσον αφορά ν’ αγοράσω κάποια πραγματάκια που ήθελα ξέρω εγώ. Βέβαια, το μεγάλο αγκάθι ήτανε εδώ στο σπίτι. Μου είχαν κατσικωθεί γαμπροί, αδέρφια γαμπρών και πάει λέγοντας. Όλο αυτό, η μάνα μου να κλαίγεται: «Δεν έχουμε λεφτά!», της άφηνα λεφτά… Τέλος πάντων, μικρός ήμουνα, ό,τι και να ’λεγα με βρίζανε. Κάποια στιγμή με μαζεύουν, η μάνα μου έκλαιγε συνέχεια. Δεν ξέρω τον λόγο, δεν ξέρω, παραπονιότανε διαρκώς. Κάποια φάση –αυτό είναι σημαντικό–, με πιάνει ο παππούς μου και ο θειός μου, οι συγχωρεμένοι, με πιάνουνε, μου λένε: «Κοίταξε, επειδή δε σου κόβει, δεν είσαι για βιβλία εσύ, ούτε για μαθήματα, για τέτοια, δε σου κόβει. Θα πας να δουλέψεις, γιατί η μάνα σου ζορίζεται. Δεν μπορούμε να τη συντηρούμε άλλο κι εσένα. Και στην ουσία, είσαι λίγο άχρηστος. Εντάξει, σε στείλαμε εκεί πέρα, αλλά πρέπει να πας…». Λέω: «Τι δουλειά να κάνω; Να δουλεύω». «Να παρατήσεις το σχολείο, αφού ούτως ή άλλως», λέει, «δεν είσαι για να πας κάπου αλλού. Να μάθεις και μία τέχνη, γιατί δε σου κόβει!». Τότε ήταν που πείσμωσα ακόμη περισσότερο και λέω: «Θα σας αποδείξω, θα γίνω κάποιος, θα βγάζω εύκολα λεφτά και δε θα μου μιλάει κανένας!». Και πάμε, δίνουμε εξετάσεις, δίνουμε εξετάσεις για να περάσουμε στο Λύκειο. Περνάω και Τεχνικό και Γενικό τότε. Μου λένε οι από πάνω, όταν πήγα να πάρω το απολυτήριό μου! «Πήγαινε καλύτερα Τεχνικό, εσύ δεν είσαι για τίποτα! Τράβα εκεί με τους όμοιους σου. Όλοι οι χωριάτες εκεί μαζεύεστε, πήγαινε και εσύ εκεί πέρα! Θα περάσεις καλύτερα. Εδώ δε θα τα καταφέρεις!». Τότε είχα αποφασίσει να γίνω καλλιτέχνης. Λέω: «Θα γίνω ζωγράφος!». Το ξύλο απ’ τον Μπέσα το έτρωγα, βέβαια, και δε με βοήθησε σε κάτι. Πάμε Πρώτη Λυκείου, εκεί βρήκα καθηγητές! Όχι αυτά τους Φλωρινιώτες, κάτι τενεκέδες πίσω απ’ τα γαϊδούρια… Ήτανε τρεις καθηγήτριες… Α, παρένθεση! Θυμήθηκα έναν καθηγητή, τον Γκλαβένο, ο οποίος ήτανε φιλόλογος ιστορικός. Ήταν στην αρχαιολογία, νομίζω, ο οποίος έκανε ανασκαφές και ιστορίες και τέτοια. Ο οποίος ήταν ο μόνος τότε, που μου λέει: «Ρε Τσώτσο, πες μου τι θες να σου βάλω στο τρίμηνο; Μου γράφεις καλά Ιστορία και τέτοια. Μου γράφεις καλά. Ν’ ανέβεις λίγο, σ’ έχουνε φάει!». Μάλιστα, μάλιστα. Αυτός, ναι, του δίνω πολλά χαιρετίσματα, όπου και αν βρίσκεται. 

Α.Τ.

Στο Γυμνάσιο λέτε τώρα;

Χ.Τ.

Στο Γυμνάσιο, στο Γυμνάσιο. Εκεί πέρα ήταν η Νικολέτα, ήτανε… Δεν τις θυμάμαι τις άλλες, δεν το θυμάμαι τ’ όνομα. Οι οποίες ήτανε νέες καθηγήτριες, μας πήρανε κάτω, είχαμε τον… Πώς τον λέγανε, μωρέ; Που μας έκανε Σχέδιο, μηχανολογικό σχέδιο, είχαμε μηχανολογικά. Εκεί βρήκα τη χαρά μου! Προσπαθούσα πάρα πολύ, μου άρεσαν όμως και τα μαθήματα και τα πάντα. Και στα φιλολογικά, εκεί άρχισα να βγάζω δεκαέξι-δεκαεφτά Γενικό. Πρόθυμος… Παρένθεση, άλλο ένα σημαντικό. Τρίτη Γυμνάσιου, είχαμε αγώνες δυτικής Μακεδονίας, στίβου. Μου άρεζε το τρέξιμο, έκανα τη διαφορά. Δηλαδή πολύ καλή αντοχή. Ο πατέρας σου έτρεχε στα πέντε χιλιόμετρα τότε. Εγώ ήμουνα χιλιοπεντακοσάρης. Οχτακόσια, χίλια πεντακόσια, εκεί. Και δε συμπληρώνανε τις ομάδες. Και μου λέει ο Ανθόπουλος, μου λέει: «Θα μπεις να τρέξεις χίλια μέτρα». Εν τω μεταξύ, εγώ τι έκανα; Επειδή μου άρεσε το τρέξιμο και τέτοια, έκανα και χειμώνα. Έτρεχα μόνος μου. Και μ’ είχε δει στον δρόμο με τ’ αμάξι, μες στα χιόνια, μου λέει: «Τι κάνεις;». Του λέω: «Προπόνηση, τρέχω». «Α», λέει, «ναι!», λέει τέλος πάντων το άφησε. Τέλος πάντων, με βάζει στα χίλια πεντακόσια, μου δίνουν μια άθλια στολή του μπάσκετ, μια μπλε ήτανε. Εντωμεταξύ όλοι, τα περισσότερα παιδιά ήταν με στολές, με παπούτσια, με τέτοια. Εγώ είχα αυτά, τις ελβιέλες τις λεγόμενες, Ζίτα Ελλάς. Κάτι παπούτσια, δηλαδή… Δεν τα φόραγε κανείς. Και μου λέει, αφού τρέξανε οι υπόλοιποι, λέει: «Θα τρέξεις στα χίλια μέτρα. Πρόσεξε, απλά συμμετοχή. Δε θα προσπαθήσεις, δε θα κυνηγήσεις, δε θα βγεις μπροστά!», ξέρω γω και τέτοια, «Θα κάθεσαι πίσω, γιατί», λέει, «έχουμε κάτι δικούς μας να βγάλουμε!». Μάλιστα, μάλιστα! Ξεκινάμε, αρχίζουμε τρέχουμε. Εντωμεταξύ, τελειώνουμε τον πρώτο κύκλο –κάναμε δυόμισι κύκλους–, τους βλέπω «Χαχου», αρχίζουν και αγκομαχάνε οι άλλοι, οι πολύ high-class. Αρχίζω τους προσπερνάω έναν-έναν. Από τελευταίος που ήμουνα, είκοσι μέτρα, αρχίζω τους προσπερνάω. Κάνω τον δεύτερο γύρο, αρχίζω, ακούω τ’ όνομά μου: «Τσώτσος! Τσώτσος!», απ’ την κερκίδα. Tα πόδια μου, φτερά! Αρχίζω τρέχω, προσπερνάω, προσπερνάω. Εκεί που ήτανε οι άλλοι γυμναστές, οι καθηγητές, να μου κάνουν: «Σταμάτα! Μην… Πού πας; Σταμάτα!». Δεν άκουγα κανέναν! Στην τελευταία στροφή, μπροστά μου ήταν οι δύο πρώτοι αλλά κουραζόντουσαν, θα ’πεφτα πάνω τους. Και με πιάνει ένα διαολεμένο τρέξιμο, τους αφήνω εξήντα-ογδόντα μέτρα πίσω, βγάζω όλο το τρακοσάρι, σχεδόν μ’ εκατοστάρι. Κάνω έναν πάρα πολύ καλό χρόνο και με μαγκώνουν. Ξέρεις, άκουγα τ’ όνομά μου, δηλαδή έπαιρνα θάρρος. Τους χαιρετούσα, κιόλας. Με πιάνουν οι καθηγητές: «Τι πήγες κι έκανες; Τι σου ’παμε εμείς; Να χαθείς!», και, και, και[00:30:00]… Βρε, δεν πάτε να κάνετε ό,τι θέλετε! Μέσα μου πέταγα! Τέλος πάντων, έγινα ο ήρωας της ημέρας τότε. Κλείνει η παρένθεση. Πάμε Λύκειο. Αρχίζουμε, πάρα πολύ καλός στα τεχνικά μαθήματα όλα αυτά. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα. Στο τεχνικό σχέδιο ο Γαλή, ο Γαλής και η Κατερίνα η γυναίκα του. Φανταστικοί άνθρωποι, με βοήθησαν. Κάποιος μου είχε φέρει… Α, ο Νίκος ο Ταμουτσέλης είχε φέρει δύο πίνακες της Faber Castell, που ήταν για μηχανολογικό σχέδιο, από Γερμανία είχε πάει. Το ’φερε. Και ήμασταν μια χαρά. Τότε, βέβαια, ξεκινήσαμε, ήταν και η εποχή ’81- ’82, η επανάσταση της ντίσκο. Εμείς ροκ εντ ρολ, ξέρω γω. Ξεκινήσαμε να βγαίνουμε και στις ντίσκο τότε ήταν η Βlack Red, ψηλά πάνω, που ήταν όντως Βlack Red και ένα μαύρο χαλί με ξυλόσομπα μέσα. Τότε μου άρεζε κι ένα τραγούδι, τους Lay Back: «Maybe maybe I'm crazy, maybe». Ξεκινήσαμε τα πάρτι των λυκείων, ιστορίες. Tότε ήταν η πρώτη φορά –και αυτό έχει έτσι είναι πολύ σημαντικό– nα μιλήσω για τη ζωή της πόλης. Ήταν και οι «Μηλιές», η ντίσκο. Είχε δύο κινηματογράφους τότε. Α, ήτανε και η «Ποπάυ», μια υπόγεια. Αλλά πηγαίναμε στην Black εμείς, με τα πάρτι, φτιάχναν το Γενικό Λύκειο, που είχε περισσότερες κοπέλες. Άιντε εμείς πάνω, περιμέναμε πότε θα βάλει μπλουζ, να πούμε μα και μου. Πάντα αυτές, άμα δε σε θέλανε ας πούμε, τους πονούσε το πόδι ή είχαν πονοκέφαλο. Περιμένανε. Εντωμεταξύ, μόλις ερχόταν αυτό που είχανε επισημάνει, τιναζόντουσαν πάνω σαν ελατήρια. Ωραίες εποχές, αγνές. Αυτά που βλέπουμε, βασικά, στις ταινίες, Στάθη Ψάλτη και τέτοια. Ακριβώς έτσι, τα ζήσαμε, love, όλ’ αυτά, με τις καψούρες μας. Α, είχαμε και πειρατικό σταθμό! Ν’ αφιερώνουμε τραγούδια. Όλοι κολλημένοι στο ραδιόφωνο τότε, γιατί μόνο τα κρατικά προγράμματα ήτανε. Εμείς μπαίναμε παράνομα να κάνουμε αφιερώσεις, διάφορα. Να παίρνουν τηλέφωνο. Νιώθαμε σπουδαίοι! Αφιερώνω, και αν έχεις έτσι και μια φωνή ραδιοφωνική, είχες και τις επιτυχίες σου, ας πούμε. Άσχετα αν ήσασταν σε απόσταση πέντε μέτρων. Αλλά ήταν επιτυχία όλο αυτό. Δηλαδή περπατούσες και ήταν και η βόλτα τότε, που ξεκίνησε να βγαίνει ο κόσμος πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, να τρως πασατέμπο και πάει λέγοντας. Πηγαίναμε στην ντίσκο, μάθαμε χορό. Τότε μιμούμασταν πάρα πολύ τον Μάικλ Τζάκσον. Είχε βγει τότε και το break dance νούμερο 1, νούμερο 2, και το [Δ.Α.] από τις ταινίες. Είναι πολύ καλές να τις δεις, να δεις πώς ξεκίνησε το break dance, με φιγούρες. Αρχίσαμε με κασετόφωνα έξω, να μιμούμαστε, δηλαδή, ό,τι βλέπαμε απ’ τις ταινίες. Αρχίσαμε, επίσης, να παίρνουμε διάφορα περιοδικά απ’ τον Βαγουρδή. Άλλη μια σημαντική στιγμή ήτανε που ήθελα να γίνω πιλότος. Τότε πετούσε ένα αεροπλάνο, ένα Piper, οδηγούσε ο Βαγουρδής και ένας Κοΐδης νομίζω. Ναι, έχουν πεθάνει κι αυτοί τώρα, το αεροπλάνο υπάρχει, όμως, ακόμα. Και πήγαινα με το ποδήλατο στο αεροδρόμιο και καθόμουνα και το κοιτούσα εκστασιασμένος. Και κάποια στιγμή, μου λέει ο ένας εκεί, ο Κοΐδης νομίζω, μου λέει: «Θες να πας βόλτα;». «Ναι!», λέω. Παρατάω το ποδήλατο, μπαίνω στο αεροπλάνο, με δένουνε. Μια μαγεία! Πετάξαμε πάνω απ’ την πόλη, πετάξαμε έτσι… Ήταν αρκετά…

Α.Τ.

Τι ηλικία ήσασταν;

Χ.Τ.

14… Μια μαγεία! Μου λέει: «Θέλεις να γίνεις πιλότος;». «Μα», του λέω, «Κάνω μοντελισμό, παίρνω την πτήση», που είχε και το…. «Σοβαρά; Εσύ είσαι που τα παίρνει συνέχεια;». Έχω ακόμα τα τεύχη από το ’70 τόσο, ’77. Τα πρώτα τεύχη. Λέω: «Μ’ αρέσει πάρα πολύ!». «Θες να μάθεις;». «Θέλω!». «Ωραία», μου λέει, «θα ’ρχεσαι κάθε Τετάρτη, Πέμπτη». Έχω δύο ώρες πτήσης, θα πήγαινα να πιλοτάρω αυτοκίνητο… Αυτοκίνητο λέω, αεροπλάνο. Μια μαγεία! Βέβαια, ήθελε και λεφτά, τα οποία, ποιος θα τα δώσει; Λέω: «Δεν μπορώ!». Αλλά μου έμεινε. Στο Λύκειο –επανερχόμαστε–, συνέχιζα να ζωγραφίζω, να παλεύω, να θέλω αυτό. Είχα πάει στο Λύκειο, με σκοπό ότι ήθελα να πάω Καλών Τεχνών. Αλλά δεν ξέραμε τότε αν είναι σε δέσμη ή όχι. Τέλος πάντων, Πρώτη-Δευτέρα Λυκείου κύλησε έτσι ωραία. Μάθαινα, είχαμε τρομερή βοήθεια από τους καθηγητές. Βέβαια, Τεχνικό Λύκειο, δεν είχαμε κοπέλες και εκεί, οι περισσότερες ήταν στο Επαγγελματικό. Άλλη μια μιζέρια αυτή. Λες και στρατόπεδο… Εκεί υπήρχε ένα… Έπρεπε να ’σαι λίγο πιο αλητάκος, πιο χωριάτης με την έννοια του πιο ακατέργαστου. Όχι ότι είσαι από χωριό, μ’ αυτήν την έννοια θέλω να πω το χωριό. Κι εγώ από χωριό κατάγομαι. Αυτοί είχαν τρέλα με το ποδόσφαιρο, ρε παιδί μου, ήτανε πιο μπρουτάλ. Δε με βάζανε, δε με ενδιέφερε καθόλου όλο αυτό. Είχα τα δικά μου, έκανα διάφορα εκεί στις εκδρομές. Με κούραζαν, βέβαια, οι εκδρομές αλλά… Τέλος πάντων, έμαθα και να χρησιμοποιώ και εργαλεία, να κατασκευάζω πράγματα για το σχέδιο. Επαναλαμβάνω, πάρα πολύ βοήθεια από τους καθηγητές, τους δασκάλους, όλα αυτά. Και τότε, επειδή έκανα παρέα με τον Νίκο τον Ταμουτσέλη, ο οποίος ήτανε γιος ζωγράφου. Και βέβαια, πριν πήγα και τον βρήκα και του λέω: «Μπορείς να με μάθεις;». «Ναι!», μου λέει. Ε, ξεκινήσαμε έτσι μια και βρεθήκαμε. Πήγαινα, πηγαίναμε συνέχεια στο εργαστήριο, άρχισε να μας δείχνει κάποια βασικά στοιχεία ζωγραφικές, όσο ήξερε ο άνθρωπος. Ήτανε αυτοδίδακτος, αλλά αυτά που ήξερε μας τα έλεγε. Βέβαια, είχε κάποιες ενστάσεις, γιατί ο τρόπος ζωγραφικής μου ήταν έτσι λίγο πιο ακατέργαστος, μπορώ να το πω, με περισσότερο χρώμα –όπως και συνεχίζω έτσι–, πιο φοβιστικό, με την έννοια που έμαθα πολύ αργότερα. Τώρα μιλάμε για μια εποχή ’82-’83. Και είχα κάνει αρκετά σχέδια, αντιγραφές βέβαια, γιατί και αυτός δούλευε μ’ αυτό τον τρόπο. Αλλά άρχισα να παίρνω τα πάνω μου, άρχισα να κάνω κάποιες εκθέσεις υποτυπώδεις απ’ το σχολείο. Και λέω, πλέον άρχισε να ωριμάζει η ιδέα του να γίνω καλλιτέχνης, να γίνω ζωγράφος, γιατί δε μου έκοβε για κάτι άλλο. Α, θα μπορούσα κάλλιστα να γίνω πολύ καλός μηχανικός επίσης, και σχεδιαστής εξαρτημάτων και ιστορίες. Αυτά, ναι, μου έπιανε το χέρι. Στην πορεία, όμως, υπήρχαν κάτι μελανά σημεία σ’ όλη αυτή τη σχέση, την οικογένεια Ταμουτσέλη, με τη συγχωρεμένη τη Μέλπω, η οποία έλεγε σε μια γειτόνισσα, που ήταν φίλη, γνωστή της μάνας μου, τέλος πάντων: «Τι», λέει, «αυτός χωριάτης, θα γίνει καλλιτέχνης και ο γιος ζωγράφου δε θα γίνει;». Αυτό είναι ένα μελανό σημείο. Το έμαθα αργότερα, αλλά δεν πειράζει. Βέβαια, υπήρχε έτσι, επειδή ήταν και πιο μικρός και γενικά υπήρχε μια ανωριμότητα στις σχέσεις μου με τους άλλους. Ήταν πιο παιδιά, βέβαια, και είχαν κάτι πιο διαφορετικές αντιλήψεις. Βέβαια, επαναλαμβάνω ότι το ταξίδι μου στον Καναδά με βοήθησε πάρα πολύ όλο αυτό. Δυσκολευόμουν με τους συμμαθητές μου να έχουμε μια επικοινωνία. Για βλακείες μπορούσαμε να κάνουμε χιλιάδες πράγματα, αλλά για κάτι σοβαρό… Και ήμουν τρομερά κλεισμένος, επίσης, στον εαυτό μου, γιατί προσηλώνουν, γενικά, σ’ ένα στόχο και ο στόχος μου ήταν να γίνω πάρα πολύ καλός και να ξεφύγω απ’ όλα αυτά. Αυτοί είχανε τους γονείς τους, είχαν, είχαν, είχανε… Πάλι ο θείος μου, σε μια χρονική στιγμή, μου λέει: «Κοίταξε, γίνε κάτι ή παράτα ή πήγαινε δούλεψε. Κάνε οτιδήποτε, διότι, να, ο ξάδερφός σου, αυτός παίζει τρομπέτα. Εσύ δεν έχεις τίποτα, είσαι εντελώς άχρηστος!». Η ιστορία, βέβαια, με δικαίωσε, η ζωή η ίδια. Ποιος ήταν άχρηστος και ποιος όχι. Τα καλοκαίρια συνέχισα να δουλεύω στα χωράφια, οπουδήποτε ξέρω γω. Βέβαια, με εκμεταλλευόντουσαν κάποιοι, το κατάλαβα. Ένα άλλο λίγο ρατσιστικό ήτανε… Κοινωνικό ρατσιστικό, με την έννοια ότι έβαζα κάρβουνα στον κεντρικό τότε και ήμουνα με κάρβουνα, μαύρος. Και περνάει η παρέα μου: «Ου! Ου! Ου!», με δουλεύουν. Κάθισαν απέναντι, είχε ένα υποτυπώδες κάθισμα ας πούμε, ένα παγκάκι, και μου κάναν καζούρα. Τότε, μου άρεσε μία κοπελιά, η Βίκυ, γειτόνισσα ήτανε. Και ξες, την πάλευα. Εντωμεταξύ περνάει, της φωνάζω: «Γεια σου, Βίκυ!». Με βλέπει έτσι, «Αχ, εσύ είσαι; Πώς είσαι έτσι; Πω, πω!». Λέω: «Χρηστάκη, ξανά στο κλουβί σου και δείξε τι αξίζεις!». Πάμε Τρίτη Λυκείου, τώρα ίσως κάποια τέτοια δε θυμάμαι, άλλα πάω Τρίτη Λυκείου και έρχεται διαγωνισμός στα σχολεία. Ήτανε παγκόσμια ημέρα Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Τότε ήταν η ΕΟΚ, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, και τα ψάχναν όλα αυτά, τέλος πάντων. Και έρχεται και σ’ εμάς, μας το ανακοινώνει ο λυκειάρχης. Λέω: «Θα λάβω μέρος εγώ». «Και πού θα λάβεις μέρος εσύ; Εδώ πέρα ολόκληρο γιο ζωγράφου και δε λαβαίνει και οι άλλοι, και εσύ…». «Βρε, πανάθεμά σε!», λέω από μέσα μου. «Και πού θα πας; Και ποιος θα τρέχει τώρα;», και ιστορίες… Τέλος πάντων, είχα και μια τάση να τραβάω, γενικά, φωτογραφίες. Είχα μια φωτογραφική μηχανή, που την είχε ο πατέρας μου, την είχε φέρει δώρο, από το ’60 τόσο, ένας θειός μου και τράβαγα μ’ εκείνο φωτογραφίες. Όπου πήγαινα, τραβούσα φωτογραφίες. Κρατούσα ένα αρχείο. Μ’ είχανε πάει στο Μακροχώρι, εκεί έχει γυριστεί, σ’ εκείνο το χωριό, η ταινία του Παύλου Μελά, το ’72-’73, με τον Κομνηνό. Και στο σπίτι, που έμενε εκεί ο –αυτό είναι ωραίο, σαν ιστορία– εκεί έμενε ένας παππού. Ένας παππούς Χούζος –δεν ξέρω αν ήταν παρατσούκλι ή όνομα όλ’ αυτό–, ο οποίος είχε λάβει μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία. Και μας έλεγε ιστορίες, το πώς κατέρρευσε το μέτωπο, το πώς, πώς, πώς… Τραγικές καταστάσεις. Μόνος του ζούσε, το σπίτι ήταν έτσι ένα… Άστα να πάνε. Υπάρχει και στην ταινία. Και μου ’κανε εντύπωση αυτό, έτσι όπως ήταν λίγο στραβό, λίγο στραβοχυμένο, και το φωτογράφισα. Στη σκηνή που έρχονται οι κομιτατζήδες ενώ οι άντρες του Παύλου Μελά είναι μέσα[00:40:00] και μαζεύονται και τον κοιτάνε από μια γωνία τριών τετάρτων, είναι ακριβώς εκείνη η φωτογραφία που έχω. Λέω: «Τι θα κάνω; Θα το κάνω αυτό!». Πήγα σ’ ένα βιβλιοπωλείο, νομίζω στον Συγγελάκη ήτανε, και είχα πάρει ένα μολυβοκάρβουνο. Είχα ζητήσει κάτι μολύβια, ξέρω γω, μου λέει: «Πάρε αυτό!». Και καθόμουν τα βράδια και το ζωγράφιζα αυτό. Μου πήρε έξι ώρες. Δύο ώρες κάθε βράδυ, οχτώ με δέκα, ή έξι. Κάπως έτσι το το είχα. Το ζωγράφισα, το πάω στο σχολείο: «Και πού θα το στείλουμε; Και πού θα τρέχεις. Εδώ πέρα δε… Θα μας μπλέξεις τώρα!», και «θα» και «μα» και «μου» και τέτοια. Με πιάνει ο διάολος, λέω: «Το ετοιμάζω!», αλλά δεν ήξερα πού να το στείλω. Τη ρωτάω και τη Νικολέτα, τη φιλόλογο, μου λέει: «Θα σε βοηθήσω εγώ!». Μου τα κάνει, συστημένο –είκοσι πέντε δραχμές, θυμάμαι, πλήρωσα–, το στέλνω Αθήνα. Τέλος πάντων, το έστειλα εκεί πέρα στην… Πώς λεγόταν μωρέ η… Θα το θυμηθώ τ’ όνομα, έχω και το βιβλίο της. Η οποία ήτανε από τους δημιουργούς των Τεχνικών Επαγγελματικών Λυκείων στην Ελλάδα, με δικά της χρήματα και δικές της ενέργειες. Αυτή ήτανε σε δικό της οικόπεδο και δικό της κτίσμα, ήταν της σχολής ΣΕΛΕΤΕ, όπως και οι σχολές ΟΑΕΔ και τέτοια. Φιλόλογος, ήτανε πτυχιούχος του Χάρβαρντ και καθηγήτρια στο Χάρβαρντ. Και ήτανε Υφυπουργός νομίζω Πολιτισμού ή Εργατικής… Κάτι τέτοιο. Αξίζει τ’ όνομά της να το θυμηθώ. Θα το θυμηθώ. Τέλος πάντων, πήγε. Θέλω να πω ένα άλλο χαρακτηριστικό, πάλι με τους αγώνες. Εγώ πήγαινα κι έκανα προπονήσεις, άρχισα να πηδάω άλμα εις μήκος. Πήγαινα έκανα προπονήσεις μόνος μου, τ’ απογεύματα στο γήπεδο. Εκεί ήταν κάποιοι παλαβοί καθηγητές, ο Στεφανίδης, ήταν και ο Θεόφιλος ο Πουταχίδης –τους ξεχνάω, πανάθεμά τους!–, που πηγαίναν και αυτοί. Ήμουνα πάρα πολύ καλός στην ενόργανη, και λόγω που ήθελα να χορεύω break dance ας πούμε, να κάνω τούμπες, κωλοτούμπες και ιστορίες. Και ήμουν πάρα πολύ καλός. Αλλά και στο άλμα εις μήκος, πήδαγα χωρίς αυτά τα καρφιά, αυτά τα spikes, ιστορίες και τέτοια, γύρω στα έξι μέτρα. Κάπου εκεί. Πέντε… Ήμουνα καλός. Και με εντοπίζει αυτός ο φίλος –πώς, διάολο, τον λένε;–, τέλος πάντων, μου λέει: «Ρε Τσώτσο, πού ήσουνα εσύ κρυμμένος;». «Εδώ!». Μου λέει: «Και γιατί;». Λέω: «Δεν έτυχε καμιά φορά, αλλά στους… Δεν έτυχε κι έρχομαι». Μου λέει: «Για δοκίμασε αυτήν την τεχνική!», και μου δείχνει δυο-τρία πραγματάκια, φωνάζει και τον άλλον τον Στεφανίδη από δίπλα. Πηδάω, φτάνω 6,10.  «Ρε», μου λέει, «σταμάτα, μην πηδάς άλλο. Δεν… Αγώνες Δυτικής Μακεδονίας. Θα σου δώσουμε παπούτσια», θα, θα, θα… Και σ’ εκείνη τη φάση που λες, ούτε αυτά τα καρφιά τα spikes τα ειδικά, που γαντζώνουνε κάτω. Όταν ήταν η μέρα των αγώνων, δεν είχε παπούτσια, δεν είχε το ένα, δεν είχε τ’ άλλο. «Ρε!», λέω, «Τέλος πάντων, θα πηδήξω μ’ αυτά τώρα!». Κάνω πρώτο άλμα, φτάνω 5,80. Κάνω… Οι υπόλοιποι 5,60, 5,40 εκεί. Κάνω το δεύτερο άλμα, φτάνω 5,80. Τα υπόλοιπα όλα άκυρα, βέβαια, μου τα βγάλανε. Δηλαδή είχα φτάσει 6,10-6.15 στο ένα, γιατί έπρεπε να βγει ένας άλλος. Και αυτή ήταν η καριέρα μου όσον αφορά τα αθλητικά, που θα μπορούσα και εκεί. Tέλος πάντων, στο Λύκειο κάνουμε την..

Α.Τ.

Στέλνετε τη ζωγραφιά…

Χ.Τ.

Στέλνουμε τη ζωγραφιά, τελειώνουμε. Τότε περνάγαμε… Έβγαλα δεκαεφτά και μισό, νομίζω, δεκαεφτά Γενικό και περνούσαμε τότε ΤΕΙ. Εγώ ήθελα να πάω Οχημάτων, Κοζάνη, για μηχανικός αυτοκίνητων. Μου άρεσε. Σε κάποια στιγμή, με φωνάζουνε στο γραφείο ο διευθυντής, μου λέει: «Τι έκανες, ρε; Πότε το ’στειλες αυτό; Τι είναι αυτά που μας ήρθανε;». Είχα πάρει πρώτο βραβείο πανελλήνιο ζωγραφικής. Και «Τι θα σε κάνουμε;». Η μόνη που χάρηκαν ήτανε οι καθηγητές που με βοήθησαν τότε, η Νικολέτα. Και «Μπράβο, Χρήστο μου!», και ιστορίες και τέτοια. Λέει: «Θα πας στο Βερολίνο, να παραλάβεις το βραβείο σου και θα διαγωνιστείς κι εκεί». Ένας πανικός, ένα άγχος ξέρω γω. Λέει: «Όλα τα έξοδα είναι καλυμμένα από το γερμανικό κράτος και από την Ελλάδα. Δε χρειάζεται τίποτα. Και τα εισιτήρια είναι καλυμμένα». Εγώ ήμουνα, που είχα πάει ζωγραφική και ένας από Αθήνα, που ήτανε στο φιλολογικό μέρος. Ένας πανικός, ήταν και περίοδος εξετάσεων τότε, Ιούνιος νομίζω. «Πώς θα γίνει;». Μου λέει: «Θα δώσεις μετά εξετάσεις και θα σε περάσουμε! Δεν είναι το θέμα αυτό». Ετοιμάζομαι, κατεβαίνω Αθήνα, με παραλαμβάνει ένα ταξί συστημένο με το λεωφορείο. Βέβαια, είχα ξανακατέβει Αθήνα με το αεροπλάνο, στο αεροδρόμιο. Με παραλαμβάνει η…

Α.Τ.

Κάποιος συνοδός;

Χ.Τ.

Ναι, ναι. Η… Πώς τη λέγανε, μωρέ, πανάθεμά το… Και με παραλαμβάνει, έμενε στο Παγκράτι αυτή, την άλλη μέρα πετάμε Βερολίνο, πετάμε Φρανκφούρτη πάμε Βερολίνο, μας παραλαμβάνει εκεί από την κυβέρνηση. Απ’ όλη την Ευρώπη ήμασταν νεολαίοι. Αυτοί είχαν το φόβο από Αγγλικά, αλλά ήμουνα άνετος, λες και με… Πρόξενος. Σχεδόν, πάρα πολύ άνετα με τ’ Αγγλικά. Μάλλον, με το κοστούμι μου, έτσι κυριλάτος, ωραίος. Και μας πήγαιναν σε γεύματα σε τέτοια, στο Ράιχσταγκ, εκεί πέρα μας γύρισαν, τέλος πάντων. Σε γεύματα και στο παλάτι του... Ποιανού ήταν, δε θυμάμαι. Ήμουν πάρα πολύ άνετος, όσον αφορά… Και εδώ ήταν, που είχα πει προηγουμένως, που με βοήθησε πάρα πολύ η θητεία μου στον Καναδά. Και η ίδια η Αντωνακάκη, η Αντωνακάκη. Η κυρία Αντωνακάκη. Κυρία, αλλά δεν ξέρω. Θα έχει πεθάνει. Η Aντωνακάκη. «Μα», μου λέει, «Χρήστο, είσαι πάρα πολύ άνετος». «Ε, ναι», λέω, «έχω πάει Καναδά». Μου λέει: «Ξέρεις και τέτοια. Και ξέρεις, να με πιάνει από το μπράτσο, μου λέει: «Θα με συνοδεύεις εσύ όπου πηγαίνουμε!». Και γενικά, πήρα και πρώτο βραβείο ευρωπαϊκό. Γενικά, στο Βερολίνο πέρασα υπέροχα.

Α.Τ.

Τι άλλο περιλάμβανε η…

Χ.Τ.

Τίποτα, ξεναγήσεις.

Α.Τ.

…Το ταξίδι εκεί;

Χ.Τ.

Πήγαμε εκεί ανατολικό και δυτικό Βερολίνο, τι γινότανε. Ήταν, βασικά, βράβευση και δεν είχε κάτι άλλο. Βέβαια, υπήρχε περίπτωση, αν τυχόν για σπουδές, η Γερμανία κι όλα αυτά. Βέβαια, δεν υπήρχε τρόπος για κάποια υποτροφία ή για κάτι, ξέρω γω. Τους λέω: «Θέλω να δώσω Καλών Τεχνών, αν μπορείτε να βοηθήσετε», και τέτοια. «Ναι, ναι!». Είχα γνωρίσει, βέβαια, σημαντικούς τότε πολιτικούς, αλλά μόλις τελείωσαν, σβήσαν τα φώτα, με ξεχάσανε. Βέβαια, η αυτή Αντωνακάκη, μου λέει: «Χρήστο, παιδεύτηκα πολύ για να σε προωθήσω!». Λέω: «Γιατί; Δεν ήταν καλό το έργο;». «Το έργο σου ήταν παρά πολύ καλό και φαινόταν ότι το έχεις κάνει εσύ. Ολvνών», λέει, «των άλλων, που λάβανε μέρος, ήτανε φτιαγμένα από άλλους. Και μου την πέφταν όλοι από δώθε: “Πού θα τρέχουμε τώρα Φλώρινα και ποιος ξέρει αν είναι στην Ελλάδα αυτό”, και κάτι τέτοια χαζά. Kαι “Τους χωριάτες και οι τέτοιοι”, και, και, και… Αλλά», λέει, «επέμενα σ’ αυτό, ότι γιατί να μην πάρουμε έναν απ’ την επαρχία, που είναι και καλός και το αξίζει, και πρέπει να πάρουμε… Ε, ξέρεις. Τέλος πάντων», μου λέει, «παιδεύτηκα πολύ, αλλά δε με απογοήτευσες!». Και πρώτο βραβείο και στη Γερμανία. Το έργο μου είναι στο Βερολίνο, δεν ξέρω πού είναι, αλλά ότι είναι στο Βερολίνο. Ξέρω ότι είναι αυτό, εκεί στην αίθουσα στο Ράιχσταγκ στο λεγόμενο, στη βουλή τους. Επιστρέφω Ελλάδα, με βάγια βέβαια! Οι μόνοι που γράψανε ήταν η «Καθημερινή», που είχε μέσον η Αντωνακάκη, με πέντε γραμμούλες ένα τέτοιο. Εδώ στη Φλώρινα, τίποτα απολύτως. Και ποιος θα ασχολιόταν μαζί μου! Αρχίζω, φτιάχνω όνειρα. Παράλληλα ζωγράφιζα, πήγαινα πάρα πολύ… Έκανα αυτά που έπρεπε να κάνω, για να δώσω στην Καλών Τεχνών. Και τότε, έρχεται η μεγάλη απόφαση, που λες, για να δώσω Καλών Τεχνών! Για να προετοιμαστείς έπρεπε να κατέβεις Αθήνα, γιατί μόνο τότε, το ’84 –ναι, το ’84– ήτανε η σχολή της Αθήνας και φτιαχνόταν της Θεσσαλονίκης. Κατεβαίνουμε κάτω εγώ και ο Ταμουτσέλης και ο πατέρας του για να βρούμε σπίτι στην Αθήνα. Ένα χάος εκεί. Πολιτισμικό σοκ! Βέβαια, ο πατέρας του ήξερε, γι’ αυτό μας κατέβασε. Πού να κατεβαίναμε μόνοι μας, τώρα 18 χρονών! Πού κατεβαίνουμε κάτω Αθήνα! Κατεβαίνουμε κάτω για να βρούμε ένα φροντιστήριο. Μας είχαν συστήσει ένα του Κορκόβουλου –έχει πεθάνει κι αυτός–, εκεί στα Εξάρχεια. Πάμε εκεί, ψάχνουμε σπίτι. Λέει: «Όχι εδώ στα Εξάρχεια, είναι περίεργη γειτονιά. Βρείτε κάπου αλλού». Τέλος πάντων, με χίλια ζόρια βρήκαμε ένα στην Κυψέλη. Λέγαν πολύ καλή γειτονιά. Καλλιφρονά, ναι. Και ξεκινάει η θητεία στην Αθήνα. Βέβαια, εδώ που γνωρίζαμε, ζωγραφίζαμε μεν, υπήρχε το ταλέντο το λεγόμενο, αλλά στην Αθήνα λες και ήμασταν ούτε καν στο νηπιαγωγείο. Το τι έπρεπε να γίνει. Βλέπουμε διάφορες εκεί στον Κορκόβουλο. Βέβαια, μας είχαν υποσχεθεί ότι θα βάλουν μέσο, θα μας περάσουν, θα, θα, θα… Να πούμε και την αλήθεια, δεν αξίζαμε να περάσουμε. Ήμασταν εντελώς ανώριμοι για όλο αυτό. Η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, η ΑΣΚΤ, ήταν τρομερά ελιτίστικη και ξεχωριστή σχολή. Υπήρχαν πολύ μεγάλα ονόματα μέσα, ήταν τρομερά δύσκολο η ποσόστωση για να περάσεις. Δηλαδή σκέψου ότι δίνανε χίλιοι και, και περνάγανε τριάντα με τριάντα πέντε. Δίνουμε εξετάσεις, στο φροντιστήριο προσπαθούσαμε λίγο να μπούμε στη διαδικασία, να μάθουμε να σκεφτόμαστε εικαστικά πλέον[00:50:00]. Τρομερά δύσκολο! Τα φροντιστήρια απλά σου παρείχαν έναν χώρο, δε σε παίρναν απ’ το χεράκι να σου δείξουν, γιατί ήταν και αρκετά τα χρήματα. Τέλος πάντων, το παλέψαμε. Στάθηκα αξιοπρεπώς, βέβαια δεν περάσαμε. Δύσκολα περνούσες με την πρώτη, όσο μέσον και να ’χες… Τα βάζω κάτω, λέω: «Δεν το άξιζα!», το ήξερα, «Θα ξαναπροσπαθήσω!». Βέβαια, λέω: «Ας πάω να γραφτώ στην στα ΤΕΙ της Κοζάνης», ένα ωραίο κομμάτι αυτό. Λέω: «Ας πάω!». Πάω γράφομαι, μόνος πηγαίνω βρίσκω κι εκεί σπίτι. Και μιλάμε ένα σπίτι ενός γνωστού –εκεί έμενε παλιά μου ο γαμπρός μου, που ήταν Δόκιμος στον στρατό–, το οποίο ήταν σπίτι των ανέμων. Έμπαζε από παντού, ένα τέτοιο, τουαλέτα ήταν πάνω στον σωλήνα που πέρναγε αποχέτευση, ήταν σπασμένη. Με ποντίκια, με, με, με… Δεν μπορούσα να μένω σπίτι εκεί, το μισούσα. Δεν ήθελα να μένω εκεί σπίτι. Στα ΤΕΙ, ξαφνικά, αντιμετώπισα την πραγματικότητα! Αντί να κάνουμε γι’ αυτό, οχημάτων πχ, που είχα την εντύπωση ότι θα μπαίναμε σ’ ένα συνεργείο να φτιάχνουμε αυτοκίνητα, ξέρω γω, ν’ ασχολούμαι με μηχανολογικά, μπαίνουμε στα μαθήματα και αρχίζουν κάτι κατεβατά, τα οποία εγώ τα ’βλεπα πρώτη φορά. Εγώ, όσοι προέρχονταν από το Τεχνικό Λύκειο… Εγώ είχα φτάσει μέχρι τριώνυμο στα μαθηματικά και εκείνο με χίλια ζόρια. Είχα το πρόβλημα μου με τα νούμερα… Και κάτι λογαρίθμους και κάτι παραγώγους και κάτι τέτοια. Εγώ ρωτάω: «Τι είναι αυτά, ρε παιδιά;». Μου λέει: «Δεν τα ξέρεις;». «Όχι», λέω, «μέχρι τριώνυμο μόνο κι εκείνο…». Μου λέει: «Πώς θα τα καταφέρεις;». «Δε θα τα καταφέρω!», λέω. Χημεία, Φυσική, κάτι τύπους, κάτι ιστορίες. Κάτι εργαστήρια, στα εργαστήρια ήμουν καλός. Σχέδιο, πάρα πολύ καλός, άριστος, αλλά σ’ αυτά πελαγωμένος. Λέω: «Δε θα τη βγάλουμε!». Άσε δε που ήταν μια ταλαιπωρία όλ’ αυτό. Εκείνο το σπίτι, έμενα περισσότερο σε κάτι συμφοιτητές από Φλώρινα, ιστορίες. Το μαύρο χάλι! Τέλος πάντων, η Κοζάνη τότε ήταν μια περίεργη πόλη. Φοιτητόκοσμος, αλλά κάναμε τις κομπινούλες μας. Δεν μπορώ να πω. Δηλαδή σ’ αυτά ήμασταν γάτοι… Τότε παίρναμε κουπόνια για να τρώμε, εμείς τ’ αγοράζαμε πιο φθηνά από κάποιους άλλους φοιτητές που μέναν εκεί πέρα και που δεν τρώγανε. Τα πουλάγαμε ή τρώγανε τζάμπα σε κάτι τέτοια. Γενικά, είχαμε έτσι μια δοσοληψία καλή. Βέβαια, δεν μπορούσαμε να πάμε σε μαγαζιά, ιστορίες, ακριβά και τέτοια, που ήταν η ντίσκο «Μπόρα Μπόρα» τότε, κάτι αλλά σκυλάδικα, κάτι τέτοια, της μόδας. Τέλος πάντων, από φοιτητοπαρέες δε μας κάναν παρέα, γιατί ανώριμα παιδάκια, ρε παιδί μου. Δηλαδή δεν ήμασταν για… Με σπυριά στο πρόσωπο, δεν ήμασταν για γκόμενες τώρα και ιστορίες, να το πούμε ωμά. Δεν… Τι να μας κάνουνε; Με τα προβλήματά μας και εμείς ακόμα, σε μια κατάσταση… Κάθομαι ένα εξάμηνο εκεί πέρα, λέω: «Τράβα Αθήνα!». Ξαναπάω Αθήνα, ξανά φροντιστήρια, ξανά το μανά, αγώνας, ιστορίες. Δεύτερη φορά, πάτος! Δεν ήμουνα τόσο καλός, όσο έπρεπε. Τώρα ήμαστε ’85-’86. Ετοιμάζομαι, ξανά στο φροντιστήριο εκεί πέρα, ξανά σχέδιο, σχέδιο, σχεδίου… Ξαναδίνω, δεν. Βέβαια, είχα αρχίσει και μάθαινα λίγο την Αθήνα, λίγο αλλάζω το… Σταματάω το φροντιστήριο και είπαμε, γιατί έβλεπα ότι δε μου πρόσφερε τίποτα. Γνωρίζω δυο κοπελιές, η οποία η μία ήταν μαζί στο φροντιστήριο, η Μιρέλα κι άλλη ήταν η Ντίνα, μια φίλη της, η οποία όμως ήταν πάρα πολύ καλή στο σχέδιο. Αυτή μ’ έμαθε σχέδιο, το πώς να σκέφτομαι. Και μου λέει: «Δε θα σε… Αλλά βλέπω ότι έχεις δυνατότητες, αλλά δεν… Κάτι λείπει!». Μ’ έμαθε να βλέπω το πώς να κινούμαι, το πώς… Το τι να κάνω. Στρώνομαι στη δουλειά, υπερβολικά. Βέβαια ξαναλέω, δεν περνάω. Περνά η Μιρέλα, όμως. Δεν είχε καμία σημασία όλο αυτό. Πάλι δεν ήμουν καλός και λέω: «Θα πάω φαντάρος!». Κόβω την αναβολή μου, «Θα πάω», λέω, φαντάρος να τελειώνω!». Τρίτη, τέταρτη φορά που… Πάω στρατό, ο στρατός ενώ φαινότανε να ήταν κολλέγιο στην αρχή, γιατί στην ουσία δεν έκανα τίποτα, όλο ζωγράφιζα, όλο και κάπου μέσα σε στα γραφεία όλο κάτι έκανα ξέρω γω. Μόνο για βολή έβγαινα και καμιά υπηρεσία. Βγαίνουμε άδεια ορκωμοσίας και τότε σκάει –τώρα μιλάμε για το ’87– Μάρτιος, σκάει και το ατύχημα με το Σισμίκ. «Θα το βυθίσουμε! Θα μπούμε σε πόλεμο! Θα… Θα… Θα…». Ένα τραγικό κεφάλαιο για μένα, όχι για την Ελλάδα και όλα αυτά. Πολύ δύσκολα στον στρατό, εκπαιδεύτηκα στις ειδικές δυνάμεις για ανταρτοπόλεμο κι όλα αυτά. Βέβαια, πήγα εκεί για να γλιτώσω από το ποτάμι, γιατί ήτανε συνθήκες χαρακώματα. Δηλαδή Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, να το πούμε έτσι. Δηλαδή, αν μπαίναν οι Τούρκοι, θα μας είχαν κάνει, αν κρατούσαμε... Ούτε τρία λεπτά δε… Θα μας είχαν καθαρίσει. Βέβαια, είχα την εμπειρία από το βουνό με αντίσκηνα, ιστορίες. Ζήσαμε τριάντα τρεις μέρες σε σχοινάκια στο βουνό πάνω, άπλυτοι, χωρίς φαΐ, χωρίς… Συνθήκες επιβίωσης, ας το πούμε έτσι. Βέβαια, ο σκοπός μου ήταν να περάσω Καλών Τεχνών. Δεν το άφησα, όποτε μπορούσα και όποτε μου δινόταν η ευκαιρία, καθόμουν ζωγράφιζα. Έχω κάποια σκίτσα απ’ τον στρατό που έκανα και με τις ενέδρες, μ’ όλα αυτά, με ασκήσεις, με… Αλλά έβρισκα χρόνο, ζωγράφιζα. Κατεβαίνω Αθήνα για να δώσω Καλών Τεχνών, βέβαια εννοείται ότι δε θα περνούσα, αλλά έπρεπε να κάνω, να σταθώ στον στόχο μου, το να δώσω στην Καλών Τεχνών. Επέστρεψα, ξανά ο στρατός, ήτανε οι συνθήκες σε σχέση με το τώρα, αν το συγκρίνουμε, ας πούμε δεν είχαμε στολές, μπάζαμε από παντού, εκείνο το τζάκετ έμπαζε από παντού, είχαμε παγώσει, έπρεπε να βρίσκουμε τρόπους, ας πούμε σαν τους Ρώσους στο Στάλινγκραντ ένα πράγμα, με άχυρα με τέτοια, τρελές συνθήκες. Βέβαια, ώσπου να παλιώσεις και να τα μάθεις… Ε, φάγαμε λίγο χρόνο, είχαμε και τους παλιούς εκεί, μας μάθανε. Μάθαμε, όμως, στην πράξη όλο αυτό.

Α.Τ.

Πόσων καιρό ήταν η θητεία;

Χ.Τ.

Ένας χρόνος ήταν, επειδή ήμουν προστάτης αλλά τύφλα να ’χουν τα… Τότε ήταν και δεκαοκτάμηνο νομίζω. Τέλος πάντων, απολύομαι απ’ τον στρατό και μέχρι να… Δεν έπιασα από τότε μολύβι, γιατί εμένα αυτό που μου λείπει, βασικά, στο σχέδιο και στη ζωγραφική και στον στόχο που είχα, ήταν η ψυχολογία. Το σχέδιο το είχα στο μυαλό μου, δηλαδή όπου και να… Άρχισα να δουλεύω ξυλοκόπος, πολύ σκληρή δουλειά, από τις πέντε τα χαράματα μέχρι εννιά το βράδυ, το καλοκαίρι. Βέβαια, ο στόχος μου ήταν προσηλωμένος στην Καλών Τεχνών. Έρχεται το καλοκαίρι και λέω: «Last chance! Τελευταία ευκαιρία, αλλιώς θα φύγω Καναδά». Τότε είχα ερωτευτεί και μία, την Καίτη. Αμαρτίες… Σε άλλο τεύχος θα τα πούμε. Είχα λογοδοθεί μ’ αυτήν, ήταν οι συνθήκες περίεργες. Τέλος πάντων, χωρίζουμε αρκετά έντονα. Έφταιγα εν μέρει, έφταιγε κι αυτή το περισσότερο, θα το δεχτούμε. Και κατευθείαν, Αθήνα για να δώσω εξετάσεις Καλών Τεχνών. Μπαίνω, μπήκα με τσαμπουκά μέσα, δεν είχα κάτι να χάσω. Tέλος πάντων, τα σχέδιά μου ήτανε άριστα και, βασικά, τότε είχα φτάσει σ’ ένα σημείο όχι να περάσω, απλά για να μην μπορούν να με κόψουνε. Πέρασα μες στη δεκάδα. Δώσαν χίλιοι διακόσιοι εξήντα, πήραν τριάντα έξι άτομα. Μπήκα με υποτροφία και τελείωσα με υποτροφία. Έδωσα και Θεσσαλονίκη, που πλέον είχαν δει τα σχέδιά μου, με ξέρανε και μου πρότεινε ο Κοντός. Δεν θυμάμαι το μικρό, έχει πεθάνει κι αυτός. Καθηγητής. Λέει: «Κοίταξε, έχεις περάσει Αθήνα», είχαν βγει τα αποτελέσματα. Λέει: «Θα σε περάσουμε εδώ πρώτο, αλλά να έρθεις σ’ εμάς». Λέω: «Όχι, θέλω να πάω Αθήνα!» «Εντάξει», μου λέει, «Τότε θα σε κόψουμε για να μην πάρεις τη θέση». Λέω: «Δε με πειράζει καθόλου». «Αλλά», μου λέει, «μείνε εδώ, θα σ’ έχουμε στα…». Ήθελα Αθήνα, είχα καψουρευτεί τον χώρο του Πολυτεχνείου, έπινα κάθε πρωί καφέ στα σκαλάκια, στα μάρμαρα. Το ήθελα αυτό το πράγμα. Ήμουνα πάρα πολύ καλός… Α, θα το πω κι αυτό και θα το κλείσουμε. Το πώς πήγα στη γλυπτική. Δεν ήξερα τι είναι η γλυπτική, ιδέα δεν είχα. Περπατώντας εκεί στον διάδρομο με σταματάει ο Παναγιώτης ο Λαμπρίδης –ένας στην πόρτα, μετά τη γραμματεία–, μου λέει: «Πού πας εσύ;». Λέω: «Ψάχνω εργαστήριο. Είμαι πρωτοετής». «Α», μου λέει, «δεν έρχεσαι σ’ εμάς εδώ πέρα;». «Τι είστε εδώ πέρα εσείς;». «Γλυπτική», λέει, «είμαστε το εργαστήριο του Δημητρίου Καλαμάρα». «Έρχομαι!», λέω. Και μπήκα!

Α.Τ.

Μάλιστα, πάρα πολύ ωραία. Έχετε να προσθέσετε κάτι τελευταίο, σχετικά με τη ζωή στην Αθήνα, ας πούμε, την Καλών Τεχνών; Περάσατε τρίτη φορά, τελικά;

Χ.Τ.

Την Πέμπτη. Είχα τελειώσει μια σχολή…

Α.Τ.

Τα καταφέρατε, όμως.

Χ.Τ.

Ναι, είχα τελειώσει μια σχολή. Ήμουνα παραπάνω από έτοιμος για τη σχολή, για την ικανότητα του σχεδίου μου και της οξυδέρκειάς μου και της αντίληψής μου, όσον αφορά το σχέδιο και τη ζωγραφική. Μέσα βρήκα ακόμα καλύτερους, αλλά είχα, πλέον, την ικανότητα να πάρω στοιχεία από διάφορους και να φτιάξω το δικό μου στυλ, τη δικιά μου εικαστική ταυτότητα. Άφησα όνομα στην σχολή καλών τεχνών, ακόμα με θυμούνται. Ήμουνα πάρα πολύ καλός στη δουλειά μου, τρομερά επίμονος στο να μαθαίνω και στη γλυπτική. Τελείωσα με άριστα και με υποτροφία. Κάθε χρόνο έπαιρνα υποτροφίες. Παράλληλα, άρχισα να γνωρίζω καλύτερα την Αθήνα. Είχα την εμπειρία, βέβαια, αλλά άρχισα να γνωρίζω καλύτερα την Αθήνα. Συνάμα, άρχισα να δουλεύω, κιόλας, σε διάφορες δουλειές, από γκαρσόνι μέχρι σχεδόν πρωθυπουργός, ας το πούμε έτσι! Και[01:00:00] γενικά, ήταν μια υπέροχη ζωή, φοιτητική όπως είθισται άλλωστε. Και βέβαια, στη δουλειά μου ήμουνα τακτικότατος, οχτώμιση με οχτώμιση το βράδυ. Δηλαδή έπρεπε να με διώξουν από μέσα. Οι καθηγητές μου, οι δάσκαλοί μου βασικά, ήτανε όλοι υπέροχοι, και σαν δάσκαλοι και σαν άνθρωποι. Μόνο καλά λόγια έχω να λέω. Σε βοηθούσανε, εάν ήθελες να σε βοηθήσουνε. Δε χρειαζόταν εγωισμοί. Απ’ αυτούς ήρθες για να μάθεις. Είναι παρά πολλοί, τους οποίους συναντάω και τώρα, για τους φοιτητές που έχω, ότι θεωρούνται έτοιμοι και δεν έχουν τίποτα άλλο να μάθουνε, και απλά πέρασαν επειδή τους το όφειλε η κοινωνία και τους οφείλουμε ένα χαρτί στο τέλος. Θέλει μια ταπεινότητα όλη αυτή η διαδικασία, διότι είναι σαν το καράτε, ή ξέρεις ή δεν ξέρεις. Αν ξέρεις περίπου, θα ’σαι μια ζωή στο περίπου και μια ζωή στην αμφιβολία. Αν ξέρεις κάτι, μάθε το… Μάλλον, αν θες, στη δουλειά σου πρέπει να είσαι άριστος και όλα τ’ άλλα να συμπληρώνονται. Ήμουνα εργατικότατος, δεν είχα εγωισμούς. Αφού σε κάποια φάση ένας καθηγητής: «Α», μου λέει, «Εσένα σ’ αρέσει να λερώνεσαι. Δε φοβάσαι, δεν…». Όντως, από την αρχή ακόμα, από τη πρώτη μέρα στρώθηκα στη δουλειά, να μάθω, να βοηθήσω, να κουβαλήσω, να εξυπηρετήσω. Σημαντικό, η θητεία στον στρατό! Κανένας απ’ αυτούς δεν είχε πάει στρατό κι ακόμα ήταν παιδάκια, οι συμφοιτητές που είχα. Υπήρχαν, βέβαια, και πιο μεγάλοι. Αλλά ο στρατός μ’ έμαθε την ομαδικότητα και την κοινωνικότητα, η οποία μου βγήκε σε καλό, όσον αφορά την κοινωνικότητά μου στην Αθήνα. Στην Αθήνα ήμουν ο μόνος ο οποίος ήταν από επαρχία. Και μου το ’χανε πει. Λέει: «Πώς κατάφερες; Τη Θεσσαλονίκη τη φτιάξαμε για σας. Πώς κατάφερες κι ήρθες εδώ εσύ;». Βέβαια, ήταν λίγο ειρωνικό, λίγο με χιούμορ, αλλά ήταν δηκτικό, όλη αυτή η κουβέντα. Γιατί τους μπήκα στο μάτι, και όπως τους έχω μπει κι ακόμα στο μάτι. Κι εδώ τελειώνω!

Α.Τ.

Ωραία, ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.

Περίληψη

Ο Χρήστος Τσώτσος περιγράφει εμπειρίες και βιώματα των εφηβικών του χρόνων στη Φλώρινα. Πιο συγκεκριμένα, λόγω της καταγωγής του από το χωριό των Αλώνων, η εισαγωγή του σ' ένα Γυμνάσιο και αργότερα σε Λύκειο της Φλώρινας, δημιουργεί έντονη αντιπάθεια και λοιδορία από τους καθηγητές και συμμαθητές του. Δέχεται επανειλημμένα υποτιμητικά και μειωτικά σχόλια, απαξίωση και χλευασμό. Κανένας δεν πιστεύει στις δυνατότητές του, ούτε οι οικείοι του. Αργότερα ανακαλύπτει το ταλέντο και την κλίση που έχει προς τις τέχνες και αποφασίζει να δώσει εξετάσεις στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Διαψεύδει τους πάντες και κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.


Αφηγητές/τριες

Χρήστος Τσώτσος


Ερευνητές/τριες

Τοσουνίδου Αντιγόνη


Δεκαετίες

Ιστορικά Γεγονότα

Ημερομηνία Συνέντευξης

26/07/2023


Διάρκεια

62'