Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής Χρήστος Παπαδόπουλος θυμάται την ημέρα που η Καστοριά έγινε η πρώτη επαρχιακή ομάδα που κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας

Π.Ζ.

[00:00:00]Ωραία. Καλησπέρα, πώς ονομάζεστε;

Χ.Π.

Χρήστος Παπαδόπουλος.

Π.Ζ.

Είναι Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023, είμαι με τον Χρήστο Παπαδόπουλο στη Μεσοποταμία Καστοριάς, ονομάζομαι Ζυμπίδου Παρέση, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Χρήστο, πείτε μου μερικά λόγια για εσάς, πού γεννηθήκατε, πότε, πού μεγαλώσατε;

Χ.Π.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Μεσοποταμία Καστοριάς, 04/01 του 1954 και εδώ πήγα σχολείο, νηπιαγωγείο. Ήταν κοντά στη γειτονιά μου, τώρα δεν υπάρχει, έχει γίνει καινούργιο σχολείο τώρα. Μετά δημοτικό, και μετά, όπως όλα τα παιδιά, τα περισσότερα στην Καστοριά εκείνο τον καιρό, πήγαμε στη γουναρική, μας τράβηξε η γουναρική για μεροκάματα. Γιατί τυγχάνει να είμαι και παιδί από οικογένεια από οχτώ αδέλφια, είμαι ο μικρότερος. Και οι γονείς βάζαν πολύ λίγα καπνά και πολύ λίγα σιτάρια, οπότε δεν είχαν τη δυνατότητα ούτε να μας σπουδάσουνε. Από την οικογένεια σπούδασε μόνο ένας, ένας από τα αδέρφια μεγαλύτερα, πήγε, έγινε δάσκαλος. Οι άλλοι όλοι, στη δουλειά. Οι τέσσερις στην Αυστραλία και οι υπόλοιποι εδώ. Το ένατο παιδί είχε πεθάνει 1 χρονώ, ένα αγοράκι, Νικηφόρος. Και οι υπόλοιποι εδώ, στη Μεσοποταμία. Και μετά ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του.

Π.Ζ.

Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;

Χ.Π.

Μπορώ να πω ότι ήταν καλά για μένα, ας πούμε, γιατί ήτανε… όπως είπα, ήμουν ο μικρότερος της οικογένειας, ήμουν κι ο χαϊδεμένος. Δηλαδή δεν... οι γονείς μου δεν με τρέχαν πολύ, ας πούμε, στα καπνά. Τα άλλα τα αδέλφια μου, όλοι πηγαίναν στα καπνά. Εγώ στα καπνά, στο σπάσιμο, πήγα μόνο μία φορά, κι αυτό πήγα γιατί ένας φίλος μου μου 'λεγε ότι: «Να δεις τι ωραία που είναι το βράδυ στον κάμπο που σπάμε τα καπνά και ανάβουνε, τα λουξ ανάβουνε, τα φώτα!» Και μια μέρα είπα κι εγώ τους γονείς μου: «Θέλω να 'ρθώ κι εγώ στον καπνό να σπάσω». Και πήγα. Δυστυχώς πήγα και με κοντό παντελόνι, κι όταν πήγα εκεί και η υγρασία κολλούσε... κολλούσαν τα ζεφύρια στα πόδια και ξέρω 'γώ, και υγρασία και κρύο το πρωί, μπήκα μέσα στο κοφίνι που βάζουν τα καπνά και με σκεπάσαν και κοιμήθηκα εκεί, λέω: «Τι ωραία, άλλη φορά αν με ξαναδείτε, γράψτε με!» Και δεν ξαναπήγα.  Και μετά, στη συνέχεια, που καθόμουν λίγο να αρμαθιάσω –αυτό μπορούσαμε να κάνουμε σαν μικρά παιδιά–, μόλις... λίγο περνούσε η ώρα, ξερω 'γώ, άρχιζα και κουνιόμουνα στη θέση μου, έφτιανα πως κοιμάμαι, πως νυστάζω, «Πάνε, πάνε μια βόλτα να παίξεις», ας πούμε, λέγανε, «να  ξενυστάξεις και ξαναέλα». Έφευγα εγώ, έφτιανα μια γύρα το χωριό. Πουθενά παιδιά, όλοι δουλεύαν... όλοι στα καπνά, ξαναγυρνούσα πίσω. Αλλά μπορώ να πω ότι περνούσαμε καλά, γιατί πηγαίναμε, είχαμε τα ποτάμια εδώ, η Μεσοποταμία γι' αυτό λέγεται κιόλα, μες στα ποτάμια. Πηγαίναμε στο ποτάμι, φτιάναμε το μπάνιο μας, παιχνίδια, διάφορα παιχνίδια, αυτά, και είχα και ένα... ήμουν και άρρωστος με το ποδόσφαιρο. Και όπου άκουγα μπαμ, έτρεχα, ας πούμε, όπου παίζαν μπάλα, έτρεχα. Μπορώ να πω ότι ύστερα με πρόσεχαν όλα τ' αδέλφια μου, τα μεγαλύτερα με πρόσεχαν. Ναι, δεν μου 'λειψε, δεν μου λείψαν πολλά πράγματα. Και στη συνέχεια, με το σχολείο, μόλις κλείναν τα σχολεία, έφευγα ένα εικοσαήμερο, πήγαινα κατασκήνωση. Εδώ, στο Βογατσικό πηγαίναμε κατασκήνωση. Και μια… την τελευταία χρόνια που τελειώσαμε το σχολείο –μπορεί και να 'μουν και λίγο πιο μεγάλος– πήγα και στο... πήγαμε και στο Καβούρι, στην Αθήνα, κατασκήνωση. Και κάθε μέρα μπάνιο στη θάλασσα, περνούσαμε καλά. Μετά, που πήγαμε στη γουναρική και απ' το καλοκαίρι που τέλειωσα το σχολείο πήγα στη γουναρική. Και απ' την πρώτη βδομάδα έπαιρνα χαρτζιλίκι. Κάθε εβδομάδα μάς πληρώναν τότε. Βδομαδιάτικο. Έπαιρνα χαρτζιλίκι. Ποτέ, δεν θυμάμαι ποτέ να ζήτησα απ' τον πατέρα μου λεφτά μετά, από κει και πέρα. Γιατί ο άνθρωπος δεν είχε κιόλας, για να… και να ήθελε να μου δώσει. Και κανόνιζα με την παρέα, μετά που μεγαλώσαμε λίγο, πηγαίναμε και θάλασσα μόνοι μας. Φτιάχναμε και τα μπάνια μας, τις βόλτες μας, και γυρνούσαμε. Απ' τα 14 μου έπαιζα εδώ, στην ομάδα του χωριού, στην Αστραπή. Τότε η Καστοριά δεν είχε ΕΠΣ αναγνωρισμένη, και είχε ΕΠΣ η Κοζάνη, ΕΠΣ Κοζάνης, που ήτανε Φλώρινα, Καστοριά και Κοζάνη, ήτανε μία ΕΠΣ, και παίζαμε, πηγαίναμε και παίζαμε ποδόσφαιρο στους γύρω νομούς αυτούς, ας πούμε. Κι εκεί περνούσαμε καλά. Κάναμε αυτό που μας άρεζε, το χόμπι μας. Και θυμάμαι, μάλιστα, το '74, το καλοκαίρι, που πήγαμε θάλασσα, πήγαμε στην Κατερίνη, στην παραλία με την παρέα. Εγώ είχα ένα ραδιόφωνο. Και το το 'βαζα στα τραγούδια, ας πούμε, και, όπως καθόμασταν και ακούγαμε τραγούδια, κάποια δόση, λέει το ραδιόφωνο: «Διακόπτουμε, έκτακτο δελτίο ειδήσεων». Μόλις είπε «έκτακτο δελτίο» και πήγε κάτι, ομιλία, τακ, πήγα να το γυρίσω εγώ, ας πούμε, τη βελόνα, να βάλω τραγούδια. Ένας κύριος εκεί, που ήταν και γνωστός, γιατί εκείνο το καλοκαίρι έκανα και μεταγραφή από την Αστραπή στην Καστοριά, τη χρονιά που βγήκε η Καστοριά στην Α' Εθνική. Δηλαδή, ο μακαρίτης ο Καλογιάννης, ο προπονητής μου, μας πήρε πέντε παιδιά απ' τα ερασιτεχνικά σωματεία, μας πήρε στην Καστοριά, από το τοπικό πρωτάθλημα, να πάμε Α' Εθνική. Μεγάλη υπόθεση, δηλαδή, να πάρει πέντε παιδάκια… Μας ξεχώρισε εδώ από τις ομάδες εδώ της Καστοριάς. Μας πήρε. Και κάναμε μεταγραφή εκείνο το καλοκαίρι και ήμουν και χαρούμενος. Πήγαμε διακοπές. Τώρα, τον άλλο, το '74 δεν έγινε η επιστράτευση; Το '74. Λοιπόν. Και μου λέει ο κύριος: «Άσ' το, άσ' το λίγο εκεί το… άσ' το να ακούσουμε». Ακούει αυτός τι έλεγε εκεί, κάτι έλεγα για τα πολιτικά, αυτά, που εγώ δεν ξέρω, δεν τα κατείχαμε, ούτε ήμουνα απ' αυτούς που ασχολιόταν με τα πολιτικά καθόλου, ας πούμε, και συνεχίζω ακόμα έτσι να 'μαι. Λοιπόν. Και σηκώνεται επάνω, τινάζει την πετσέτα του, λέει: «Φεύγουμε, πάμε, φεύγουμε!». Φεύγουμε. «Λέει, τώρα, τι λέει αυτός φεύγουμε; Εμείς τώρα θ' αφήσουμε εδώ τη θάλασσα, την παραλία γεμάτη;». Συγκεκριμένα ήταν κι ένα άλλο ζευγάρι, νεοαρραβωνιασμένο, εδώ, χωριανοί μας, που τον είχαμε σύμβουλο στην ομάδα τον άνθρωπο. Αυτός δεν πήγαινε φαντάρος όμως. Ήτανε προστάτης και λέει την αρραβωνιάρα του… Σου λέει: «Άσε να φύγουνε αυτοί, πάμε εμείς, αγάπη μου, στα βαθιά». Λοιπόν, κι εμείς λέμε: «Τώρα τι γίνεται;» Παιδάκια, δεν ξέραμε, ρε παιδί μου. Λοιπόν, μετά όμως σε κάποια στιγμή, εμείς καθίσαμε, αλλά σε κάποια στιγμή βλέπουμε άδειασε η παραλία. Άδειασε η παραλία. Ο κόσμος, έφυγε όλος ο κόσμος. Οπότε αναγκαστήκαμε και ευτυχώς που τα μάσαμε και εμείς και φύγαμε, προλάβαμε να βρούμε μέσο για να φύγουμε, να γυρίσουμε στην Καστοριά. Εδώ όταν ήρθαν μας βάλανε... μας είχαν δώσει τότε και αυτό, ήμασταν γραμμένοι στην Εθνοφυλακή, και μας δώσανε ένα όπλο που δεν ξέραμε ούτε να το χειριστούμε βέβαια εμείς. Και δήθεν φυλούσαμε σκοπιά στη γέφυρα, στου χωριού τη γέφυρα, εκεί που ρίχνουν και τον σταυρό. Φυλάγαμε σκοπιά. Τέλος πάντων, αυτό ήταν μία παρένθεση για αυτά που λέγαμε νωρίτερα. Λοιπόν. Τελικά, εκεί, στην Καστοριά πέρασα καλά χρόνια. Η ατυχία μου ήταν ότι πήγα φαντάρος, δηλαδή, ενώ πήγα... το καλοκαίρι έκανα μεταγραφή, τον Νοέμβριο πήγα φαντάρος. Και αυτό ήταν ό,τι χειρότερο για μένα, γιατί πήγα στη Σπάρτη, τέσσερις μήνες στη Σπάρτη, να είσαι μακριά από την ομάδα δεν είναι καλό στο ξεκίνημά σου. Ενώ είχα ξεκινήσει πολύ καλά, με τα φιλικά και με τα πρώτα παιχνίδια εκεί, έμπαινα αλλαγή, [00:10:00]μετά ξαφνικά... μετά σε ξεχνάνε άμα πας εκεί. Μετά από τέσσερις μήνες βέβαια, ήρθα στην Καστοριά μετά με μετάθεση και ήμουν κοντά στην ομάδα. Έβγαινα κάθε μέρα, έφτιαχνα την προπόνησή μου, πήγαινα μέσα μετά, αλλά το βράδυ φύλαγα σκοπιά, και μάλιστα φύλακα 02.00-04.00, γιατί ήθελα όταν πήγαινα απ' την προπόνηση κουρασμένος να ξαπλώσω λίγο, να κοιμηθώ, αλλά και μετά από τη σκοπιά, πάλι να ξαπλώσω, να κοιμηθώ. Και τους έλεγα, το 02.00-04.00 που δεν το ήθελε κανένας: «Θα σας απαλλάξω εγώ από μια σκοπιά», ας πούμε, τα 'λεγα τα παιδιά μέσα.  Στον στρατό έκανα πολλούς φίλους, έτσι, νομίζω ότι… Και έχω, κρατάω ακόμα σχέσεις, ακόμα βρισκόμαστε, μιλάμε. Λοιπόν, και τώρα με την κινητή τηλεφωνία... Λοιπόν. Μπορώ να πω ότι δεν έμεινα ποτέ από λεφτά, στον στρατό άμα έχεις λεφτά είσαι εντάξει, και δεν ζήτησα ποτέ από τους γονείς μου λεφτά. Κατάλαβες; Ήταν μεγάλο... Δηλαδή μου 'κανε καλό η Καστοριά. Έξι χρόνια στην Καστοριά μέχρι το '80, που πήραμε το Κύπελλο. Τη βραδιά εκείνη του Κυπέλλου στη Φιλαδέλφεια με τον Ηρακλή. Ήμουνα στον πάγκο. Βέβαια στο τέλος ήμουν και χαρούμενος και λίγο απογοητευμένος. Γιατί... Βέβαια την απογοήτευση την ξέχασα από τη στιγμή που πήραμε το Κύπελλο, αλλά μετά, σιγά σιγά, κάπου λίγο με πείραξε που δεν έπαιξα, έστω αλλαγή, γιατί ο προπονητής τότε με προετοίμαζε για για την εντεκάδα, γιατί έλειπε ο συμπαίκτης μου ο Σιάντσης ο Παύλος, είχε δεχτεί τρεις κίτρινες κάρτες και ήταν τιμωρημένος. Και δοκίμασε στη θέση του Σιάντση να με βάλει εμένα, ας πούμε. Και είχα... Με είχε περάσει και σε μένα ότι θα παίξω, ας πούμε. Και οι φίλοι μου, ας πούμε, που... Συγκεκριμένα, ο Παπαβασιλείου ο Γρηγόρης, που ακόμα δουλεύει στον Παναθηναϊκό και ζει ακόμα από το ποδόσφαιρο, μαζί είχαμε πάει στην Καστοριά με τον Γρηγόρη. Και ο Κόπανος ο Αντώνης, που ήτανε οι αυτοκόλλητοι, ας πούμε, ήμασταν φιλαράκια, μου 'λέγαν: «Άντε, θα παίξεις», ξέρω 'γώ.  Αλλά δυστυχώς, το βράδυ στο ξενοδοχείο ήρθε ο προπονητής μου, ο μακαρίτης ο Σάββας –ήταν και ψυχολόγος–, ήρθε στο δωμάτιο και με ρωτάει: «Πώς βλέπεις να βάλουμε τον Αργύρη τον Παπαβασιλείου να μαρκάρει τον Χατζηελευθερίου; Θα τα καταφέρει;». Εγώ αμέσως έφερα στη σκέψη μου, ας πούμε, λέω, για να μου λέει έτσι, δεν θα με βάλει, λέω, και  με προετοιμάζει, αλλά αλλαγή θα με βάλει, εγώ θέλω συμμετοχή. Και τότε στις δηλώσεις μου είχα πει: «Θέλω να συμμετέχω», ας πούμε. Αυτό ήταν το όνειρό μου, ας πούμε. Τέλος πάντων. Και τελικά του λέω κι εγώ: «Γιατί να μην τα καταφέρει;». Αυτός αυτό ήθελε ν' ακούσει, σου λέει: «Αυτός δεν είναι έτοιμος για να παίξει. Κάτσε να βάλω...». Και έβαλε τον Αργύρη τον Παπαβασιλείου, κι εγώ ήμουν στον πάγκο. Έλα που πάει να κάνει την αλλαγή τη μία, έβαλε τον Γιώργο τον Χουνουζίδη, που καλώς τον έβαλε, γιατί έβγαλε τον Κόπανο που από εκεί δημιουργούσε θέματα, και ο Γιώργος όταν μπήκε ήταν γρήγορος κι αυτός, συνέχισε να δημιουργεί καταστάσεις. Δηλαδή ήταν καλή η αλλαγή. Λέω, εντάξει, θα με βάλει δεύτερη αλλαγή. Αλλά στη δεύτερη αλλαγή είχε σηκώσει άλλο παιδί να παίξει. Γιατί, βέβαια το σκορ είχε ξεκαθαρίσει ήτανε 5-2 και δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει. Αλλά τώρα, για ποιον λόγο δεν με έβαλε εμένα και έβαλε τον άλλον; Να πω ότι τον έβαλε για να πάρει το πριμ το αυτό; Μάλλον δεν νομίζω να το σκέφτηκε έτσι ο άνθρωπος. Σκέφτηκε να βάλει αμυντικογενή παίκτη κι όχι μεσοεπιθετικό όπως ήμουν εγώ, ας πούμε. Και… Βέβαια κι αυτός δεν μπήκε να παίξει, γιατί, με το δίκιο του, ο δεύτερος τερματοφύλακας, ο Ερμείδης, λέει... πέταξε τα γάντια του και λέει: «Εμείς πότε θα παίξουμε;» ξέρω 'γώ, και είχε δίκιο, γιατί ήταν στη δύση της καριέρας του, και ήταν και μάλιστα ο τερματοφύλακας που μας πήγε στον τελικό, και αυτός και ο Παρουσιάδης, που παίξανε, εκτός απ' τον Σαργκάνη, που έπαιξε στον τελικό ο Σαργκάνης στα περισσότερα παιχνίδια, αλλά σε κάνα δυο παιχνίδια στο Κύπελλο, στα Κύπελλα, παίζανε οι άλλοι τερματοφύλακες, στα προκριματικά. Και ο Παρουσιάδης έκανε καλές εμφανίσεις, και ο Ερμείδης. Μάλιστα ο Ερμείδης σε ένα παιχνίδι στον Εθνικό, είχανε σπάσει τα δοκάρια οι παίκτες του Εθνικού και είχε βγάλει αυτός αυτά που δεν βγαίνουνε. Και αφού στο τέλος ο προπονητής του Εθνικού, ένας Άγγλος, Άγγλος νομίζω ήτανε, πήγε και τρίφτηκε πάνω του. Λέει να πάρω λίγο γούρι, ας πούμε. Ήταν τόσο τυχερός και μας πήγε εκεί. Τελικά έπαιξε ο Ερμείδης, δεν έπαιξε το άλλο το παιδί. Εμείς πήραμε το Κύπελλο βέβαια το πανηγυρίσαμε, το γλεντήσαμε, το ευχαριστηθήκαμε. Αλλά μετά ήμουνα και σε μια φάση της ζωής, που είχα κατασταλάξει με τη γυναίκα μου, αυτή που έχω, που συζώ τώρα, τη Χρυσούλα την Ασνάη, που είμαστε τόσα χρόνια μαζί από τότε, και νωρίτερα ήμασταν, άλλα τρία τέσσερα χρόνια νωρίτερα, είχαμε πάρει απόφαση να παντρευτούμε το καλοκαίρι και να κάτσουμε να στρωθούμε στη δουλειά και ν' αφήσουμε το το ποδόσφαιρο. Και έφυγα το '80, σε καλή ηλικία για ποδόσφαιρο, αλλά επειδή εγώ είχα τόση…. είχα ψώνα με την μπάλα, να παίζω. Δεν κοιτούσα ούτε το τι πριμ πήραμε, ούτε τι... πόσο είναι το πριμ και τέτοια, δεν κοιτούσα ποτέ. Ούτε τι μισθό έχω, αυτά που μου δίνανε ήμουνα πάντα ευχαριστημένος. Ήθελα να παίζω. Και λέω, θα πάω... Και οι φίλοι μου εδώ από το χωριό μου λέγανε: «Έλα στο χωριό να παίξουμε», ξέρω 'γώ. Έπαιζε Δ' Εθνική τότε η ομάδα, στο πρωτάθλημα το περιφερειακό. Και λέω, θα πάμε, θα κάτσω με τη γυναίκα μου, θα δουλέψουμε, θα δουλεύουμε μαζί στο σπίτι, θα πηγαίνω στην προπόνησή μου, θα παίζω την μπάλα μου και θα κάνω πιο οικογενειακή αυτή. Και έτσι κι έγινε. Δηλαδή, το '80, το καλοκαίρι, παντρεύτηκα, αποκτήσαμε και τρία παιδάκια, δυο κορίτσια και ένα αγόρι. Λοιπόν. Και συνέχισα να παίζω στην Αστραπή μέχρι κάποια χρόνια, όπου σε κάποια στιγμή με βαρεθήκαν και να παίζω, φαίνεται, και μου είπαν: «Τώρα θα σε βάλουμε προπονητή. Αλλά δεν θα παίζεις, θα είσαι μόνο προπονητής». Και έτσι και έγινε. Και ήμουνα δεκατρία συνεχόμενα χρόνια στην Αστραπή προπονητής. Άλλα οχτώ στην Κολοκυνθού. Κάνα δυο στην Πολυκάρπη, κάνα δυο στα Γραμμοχώρια, Πεντάβρυσο, Αγία... Να μην ξεχνάω και καμιά άλλη ομάδα. Τέλος πάντων, μέχρι το '17 έκανα τον προπονητή Χιλιόδενδρο, Χιλιόδενδρο. Μέχρι... μέχρι το '17 έκανα... έφτιαχνα τον προπονητή, όσο μπορούσα βέβαια, γιατί, κακά τα ψέματα, και προπονητής να 'σαι, πρέπει να είσαι, να ξέρεις και... να 'σαι και... να ξέρεις και πέντε γράμματα. Εμείς ήμασταν του δημοτικού, αυτά που ξέραμε, αυτά περνούσαμε στα παιδιά. Νομίζω ότι τα πήγα αρκετά καλά κι εκεί, γιατί και με την Αστραπή πήραμε και πρωταθλήματα και Κύπελλα, και με τα Γραμμοχώρια πρωτάθλημα, και το Χιλιόδενδρο πρωτάθλημα. Με την Κολοκυνθού πήγαμε τρεις φορές τελικό Κυπέλλου, αλλά πέφταμε... δυστυχώς δεν πήραμε Κύπελλο. Τέλος πάντων, έτσι με το ποδόσφαιρο.

Π.Ζ.

Να σας ρωτήσω κάτι–

Χ.Π.

Και η ζωή συνεχίζεται, ναι.

Π.Ζ.

Από μικρός είχατε μεγάλη αγάπη με το ποδόσφαιρο.

Χ.Π.

Ναι.

Π.Ζ.

Ξεκινήσατε στο τοπικό.

Χ.Π.

Nαι.

Π.Ζ.

Και βρεθήκατε ξαφνικά στην Α' Εθνική.

Χ.Π.

Ξαφνικά Α' Εθνική από το τοπικό. Μεγάλη υπόθεση δηλαδή. Γι' αυτό είπα, ο προπονητής μου τότε, ας πούμε έκανε μεγάλη κίνηση, ας πούμε. Μας πήρε πέντε παιδιά, απ' τους πέντε μείναμε βέβαια οι δυο. Μείναμε στην Καστοριά, συνεχίσαμε. Εκεί άλλοι μπορεί να κάτσανε ένα χρόνο, δύο. Και παίζανε αλλού, ας πούμε, σε άλλες ομάδες.

Π.Ζ.

Η ομάδα της Καστοριάς σε τι επίπεδο ήτανε όταν μπήκατε εσείς;

Χ.Π.

Ήτανε Α' Εθνική, ήτανε. Α' Εθνική και παρέμεινε, μέχρι το '80 που ήμουν εγώ ήταν Α' Εθνική.

Π.Ζ.

Άρα για σας πώς ήταν αυτό; Να πάτε να παίξετε στην Καστοριά στην Α' Εθνική;

Χ.Π.

Μεγάλη υπόθεση δηλαδή, ήτανε... Δηλαδή, να σου πω τώρα. Εγώ που αγαπούσα τόσο το ποδόσφαιρο και ήμουνα και Ολυμπιακός από μικρός, γιατί τότε... Και έγινα Ολυμπιακός, γιατί πολλοί μου λέγανε: «Εσύ από τη Μακεδονία και Ολυμπιακός;». Και τους το εξηγώ και τους δείχνω και τη φωτογραφία, έχω μια φωτογραφία που είμαι 4 χρονών στη φωτογραφία, με φανέλα του Ολυμπιακού. Και[00:20:00] είναι... Είμαι με κάνα τρεις φαντάρους, που ήταν εδώ στο χωριό οι φαντάροι. Είχαμε στρατό τότε στο χωριό και ήταν ένας Πειραιώτης. Εγώ όλο με την μπάλα, με την μπάλα, αυτός από δω από κει, όταν πήγε με άδεια στην Αθήνα, μου 'φερε μια φανέλα του Ολυμπιακού. Και από τότε έγινα Ολυμπιακός. Κατάλαβες; Και όταν όμως πήγα στην Καστοριά και πήγα στο Καραϊσκάκη, πήγα στη Φιλαδέλφεια, πήγα στην Τούμπα, πήγα στου Παναθηναϊκού το γήπεδο, στη Λεωφόρο δηλαδή, και να έχω αντίπαλο τον Δομάζο, τον Παπαϊωάννου, αυτούς που τους βλέπαμε εμείς, τους μαζεύαμε στα χαρτάκια τότε και τους βλέπαμε μεγαθήρια, ή στον κινηματογράφο ακόμα τους βλέπανε, στα Επίκαιρα. Και τώρα να τους βλέπεις... Είναι μεγάλη υπόθεση για ένα παιδί απ' το χωριό, ας πούμε. Για να βρεθεί εκεί ξαφνικά, ας πούμε. Μεγάλη εμπειρία.

Π.Ζ.

Και πώς ήταν η...

Χ.Π.

Και μεγάλη ευχαρίστηση.

Π.Ζ.

Πώς ήταν η διαδρομή σας μέχρι να φτάσουμε στο Κύπελλο; 

Χ.Π.

Ήμουνα πάντα, ας πούμε, μεταξύ πάγκου και έμπαινα και αλλαγές. Συγκεκριμένα μάλιστα τα πρώτα χρόνια... γι' αυτό είπα ότι ξεκίνησα καλά, αλλά δεν έπρεπε να πάω φαντάρος. Εκεί, ο στρατός μ' έκανε... δηλαδή η αποχή εκείνη εκείνο τον καιρό μ' έκανε ζημιά. Ενώ, ας πούμε, ο Γρηγόρης ο Παπαβασιλείου που ήταν φοιτητής είχε... ήτανε στην Εμπορική στη Θεσσαλονίκη, στο πανεπιστήμιο πήγαινε, και έφτιανε προπονήσεις με τον ΠΑΟΚ, ήταν διαφορετικά, είχε άλλη εξέλιξη. Κατάλαβες; Ενώ εγώ μπήκα πιο γρήγορα στην ομάδα, ο Γρηγόρης μπήκε και καθιερώθηκε και έκανε πολύ καλή καριέρα, και πήγε στον… έκανε τη μεταγραφή στον Παναθηναϊκό μετά, και στον Παναθηναϊκό έπαιξε, ήταν βασικός, μεγάλη υπόθεση. Εγώ έμεινα με την εικόνα... Τα πρώτα χρόνια δηλαδή εκεί όσο ήμουνα... Μετά ο πάγκος, ο πάγκος κάνει ζημιά, μεγάλη ζημιά ο πάγκος, τον πάγκο τον έχω νιώσει στο πετσί μου, μεταξύ πάγκου και κερκίδας ή ξέρω 'γώ, και καμιά αλλαγή. Και βέβαια, κι είχα και ξεκίνημα καλό, γιατί λέω ότι είχα… είχα κάνει… μπήκα αλλαγή με τον Ολυμπιακό και έκανα γκολ, έκανα γκολ στο 1-1, μας ισοφάρισε ο Βασιλόπουλος. Μπήκα αλλαγή με τον ΠΑΟΚ, έκανα γκολ, 2-2 έληξε εκείνο το παιχνίδι, μες στην Καστοριά. Με τον Πανσερραϊκό έκανα γκολ. Με την Εθνική Νέων παίξαμε φιλικό, κι εκεί έκανα γκολ. Δηλαδή, πολύ καλό ξεκίνημα, αλλά μετά, λίγα πράγματα. Δηλαδή αλλαγές, αυτά... Και στο Κύπελλο η συμμετοχή ήταν μία αλλαγή, που μπήκα με τη Λάρισα, και μπήκα... Και θυμάμαι δηλαδή ότι την τελική την πάσα την έκανα στον Τσιρώνη, την έκανα εγώ. Και το θυμάμαι αυτό, γιατί... Και το 'κανε γκολ μετά ο Τσιρώνης, και πήραμε μετά μέσα στη Λάρισα ισοπαλία και περάσαμε τη Λάρισα. Πήγαμε δηλαδή στα ημιτελικά με τον Μακεδονικό. Και το θυμάμαι, γιατί, συγκεκριμένα, όταν είπε ο προπονητής... Φωνάζανε: «Κάνε αλλαγή, κάνε αλλαγή!» γιατί δεν βάζαμε γκολ, και: «Κάνε αλλαγή, κάνε αλλαγή», και γύρισε ο προπονητής και λέει: «Σήκω, ρε Παπαδόπουλε». Και δεν πρόλαβα να βγω από τον πάγκο, και ένας που... ένας φίλαθλος που έξω μου 'λεγε και μ' έφτιαχνε και τον φίλο και ξέρω 'γώ, μου 'λεγε και γεια κι αυτό, λέει: «Τώρα μας έσωσες!». Δηλαδή, πώς... είναι πώς θα σε πάρει η κερκίδα. Άμα σε πάρει με τα στραβά... Δεν μπορείς να πάρεις τα πάνω σου. Και εκείνο το πράγμα, δηλαδή, με πείσμωσε και το θυμάμαι, γιατί όταν έκανε την πάσα και το 'βαλε ο Τσιρώνης το γκολ, τον πήρα και πήγαμε πανηγυρίσαμε εκεί, σε αυτόνα μπροστά. Κατάλαβες; Αλλά δεν ξέρω αν πρόσεξε ότι την πάσα την πέρασα εγώ. Κατάλαβες;

Π.Ζ.

Ποιος είναι ο πιο σημαντικός αγώνας για σας στον οποίο παίξατε, θυμάστε ακόμα και σήμερα; Ο πιο ωραίος σας αγώνας;

Χ.Π.

Κοίταξε, για μένα, πιο όμορφες στιγμές ήτανε όταν πέτυχα γκολ στον Ολυμπιακό, στον ΠΑΟΚ, στον Πανσερραϊκό, και ωραία γκολ, με σουτ έξω απ' την περιοχή! Και άσχετα αν οι Ολυμπιακοί της Μεσοποταμίας, που ήταν πολλοί, με βρίζανε μετά. Γιατί σου λέει: «Και συ εκεί βρήκες να βάλεις γκολ;». Κάπως έτσι, ας πούμε, μεταξύ σοβαρού κι αστείου μου το λέγανε. Ήτανε καλές στιγμές. Και η πιο κορυφαία ήταν ο τελικός Κυπέλλου, άσχετα άμα δεν έπαιξα, ήταν δηλαδή η μεγαλύτερη...

Π.Ζ.

Πιστεύατε ότι θα φτάσει η Καστοριά για Κύπελλο;

Χ.Π.

Παιχνίδι με παιχνίδι αρχίσαμε να το πιστεύουμε κι εμείς, αλλά πέρασε από παιχνίδια δύσκολα, ας πούμε, η Καστοριά για να φτάσει μέχρι εκεί, ας πούμε. Και το πιο δύσκολο ήταν αυτό μέσα στο Εθνικό, με τα δοκάρια εκεί, εκεί γλιτώσαμε από του χάρου τα δόντια–

Π.Ζ.

Απ' τον προπονητή... Απ' τον τερματοφύλακα. 

Χ.Π.

Απ' τον τερματοφύλακα, ναι, και απ' τα δοκάρια, απ' την τύχη. Είχε τύχη ο άνθρωπος. Γιατί σε τέτοια παιχνίδια, ας πούμε, για να πάρεις αποτέλεσμα, πρέπει η τύχη, τα δοκάρια –εγώ λέω, πάντα έτσι έλεγα, ας πούμε– πρέπει να 'ναι με τον τερματοφύλακα, ας πούμε. Να 'ναι με την ομάδα, για να πάρεις μια τέτοια έδρα, αποτέλεσμα.

Π.Ζ.

Ο τελικός για το Κύπελλο ήταν με τον Ηρακλή;

Χ.Π.

Με τον Ηρακλή.

Π.Ζ.

Φιλαδέλφεια; 

Χ.Π.

Μες στη Φιλαδέλφεια, ναι, εκεί.

Π.Ζ.

Πώς νιώσατε όταν μπήκατε μέσα στη Φιλαδέλφεια;

Χ.Π.

Είχα ξαναπάει, είχα ξαναπάει, αλλά–

Π.Ζ.

Σαν τελικό Κυπέλλου...

Χ.Π.

Το γήπεδο πολύ κόσμο, πολλοί Καστοριανοί και πολλοί χωριανοί. Έτυχε η Αστραπή τότε να παίζει κάτω, σε μια ομάδα εκεί κάτω, που... στην Αρτάκη έπαιζε; Κάπου έπαιζε χαμηλά. Και τα παιδιά όλα από το... από... όπως ήταν η αποστολή, ήρθανε στο γήπεδο, ήρθαν στο γήπεδο, και γιατί ξέραν ότι θα παίξω κι εγώ, και ήρθαν να δούνε. Τέλος πάντων, είδαν τον αγώνα, τον χάρηκαν κι αυτοί. Και ήταν μεγάλη υπόθεση, ας πούμε.

Π.Ζ.

Η απονομή του Κυπέλλου; Τη θυμάστε;

Χ.Π.

Τη θυμάμαι, τη θυμάμαι. Και επειδή απ' τη λαχτάρα να πάμε να πάρουμε το Κύπελλο, να το σηκώσουμε, να πανηγυρίσουν μαζί με τους άλλους, δεν πέρασα μπροστά απ' τους επισήμους. Εγώ και ο Αγόρου ήμασταν τελευταίοι και δεν περάσαμε να πάμε κανονικά στη σειρά, όπως πηγαίναν άλλοι, χαιρετούσανε τον πρόεδρο της της ΕΠΣ... της ΕΠΟ, τον Χατζηγιάννη, αν θυμάμαι καλά. Εμείς πήγαμε κατευθείαν, όπως ανεβήκαμε τα σκαλιά, κατευθείαν πήγαμε στο Κύπελλο. Όταν κατεβήκαμε κάτω και βλέπω τους άλλους, κρατάνε ένα μαύρο κουτί, βλέπω τον Γρηγόρη. «Ρε Γρηγόρη, τι είναι αυτό;». Λέει: «Τι; Δεν πήρες μετάλλιο;» με λέει. «Τι; Δεν πήραμε». Λέει κι ο Αγόρου από δίπλα: «Κι εγώ δεν πήρα μετάλλιο». «Δεν πήρες; Τρέξε, Κώστα, να τα ζητήσεις», τον λέω. Πιο μικρός ο Κώστας, τρέχει ο Κώστας, πάει να τα πάρει, τα ζητάει από τον Χατζηγιάννη, κατεβαίνει κάτω άπρακτος. Τον λέω: «Τι έγινε;». «Με είπε ότι τα 'χει δώσει στον πρόεδρό μας», λέει. Τα είδε ότι περίσσεψαν ο άνθρωπος, σου λέει, δεν είχαν δεκαεξάδα –τότε δεκαεξάδα ήταν–, δεν θα είχαν δεκαεξάδα περισσέψαν αυτά, λέει: «Πρόεδρε, αυτά είναι δικά σας, περισσέψαν, δεν... Κάποιοι δεν τα πήραν», ας πούμε. Και δυστυχώς ακόμα δεν του το 'χω πει τον πρόεδρο. Δυστυχώς, ακόμα τα μετάλλια τα έχει ο πρόεδρος, κι εγώ κι ο Αγόρου δεν πήραμε μετάλλιο. Και στη συνέχεια, πήγαινα και εργαζόμουνα από τον πρόεδρο, γιατί είχε μαγαζί γουνοποιίας. Και πήγαινα, έπαιρνα δουλειά από κει και δούλευα στο σπίτι. Και το 'βλεπα το μετάλλιο σε κορνίζα στον τοίχο και έλεγα, καμιά δόση θα το πάρω μαζί με την κορνίζα! Αλλά είχε κάνει μεγάλη κορνίζα και δεν γινόταν να το πάρω, άμα ήταν μικρή πάνω στο τραπέζι, μπορεί να το 'παιρνα. Αλλά δεν τον έχω πει ότι δεν μου 'δωσε το μετάλλιο. Βέβαια, στο ξενοδοχείο του το ζητήσαμε, και συγκεκριμένα είπαμε τον Παράσχο, τον αρχηγό: «Γιώργο, έτσι κι έτσι, πες τον να μας δώσει το μετάλλιο, δεν πήραμε μετάλλιο εγώ κι ο Αγόρου». Και τον είπε τον πρόεδρο και ο πρόεδρος λέει: «Αυτά με τα 'δωσε εμένα», λέει. Και δεν μας έδωσε τα μετάλλια. Και δεν έχουμε μετάλλια από τον τελικό, αλλά έχουμε τις φωτογραφίες, έχουμε τις εικόνες όλες αυτές απ' τον τελικό, οπότε, εντάξει, δεν...

Π.Ζ.

Όταν γυρίσατε στην Καστοριά, πώς ήταν το κλίμα; Το θυμάστε;

Χ.Π.

Καστοριά, απ' την επιστροφή, όπως γυρνούσαμε... Γιατί δεν γυρίσαμε όλοι, κάποιοι μείναν στην Αθήνα, κάποιοι Αθηναίοι, ξέρω 'γώ, όπως ήταν ο Σαργκάνης, όπως ήτανε ο... ποιος;... Ποιος ήταν άλλος τότε που ήταν από εκεί; Κάποιοι Θεσσαλονικείς φύγανε με αεροπλάνο κατευθείαν Θεσσαλονίκη. Καπουσούζης, ξέρω 'γώ, ποιοι ήτανε άλλοι... Σημαιοφορίδης… Δεν ξέρω ποιοι... Δεν γυρίσαμε όλοι πάντως. Αλλά αυτοί που γυρίσανε, όπου... που περνούσαμε απ' τα χωριά κι απ' αυτά, μας... τους σταματούσαν στο δρόμο τους αυτούς, εμάς στο αεροδρόμιο μας περιμέναν, στο αεροδρόμιο μας περιμέναν όλοι. Αλλά οι φιλάθλοι, οι φίλαθλοι, που περνούσαν απ' τα χωριά, τους σταματούσανε σε κάθε πόλη. Και ο κόσμος είχε βγει έξω δηλαδή τότε, πανηγύριζε μαζί μας.

Π.Ζ.

Ήταν πανηγυρικό το κλίμα.

Χ.Π.

Βέβαια, βέβαια.

Π.Ζ.

Στο χωριό[00:30:00] πώς σας υποδέχτηκαν;

Χ.Π.

Στο χωριό, εντάξει, σίγουρα, εδώ... Αλλά οι φίλοι μου όλοι μου λέγανε γιατί δεν έπαιξα, «α, ρε, σήκω φύγε αφού δεν σε βάλανε», ξέρω 'γώ, και ίσως με επηρεάσαν κι αυτοί, ας πούμε, αλλά που είχα πάρει κι εγώ την απόφαση και να φύγω. Και να φεύγεις από Α' Εθνική, για να πας μετά πάλι στο τοπικό… στο περιφερειακό πρωτάθλημα –ποιο ήταν, νομίζω περιφερειακό έπαιζε τότε η Αστραπή– δεν είναι και... Ενώ μπορούσα να πάω, ας πούμε, και να φύγω, αλλά επειδή, όπως είπα, νωρίτερα, ότι δεν με... δεν κοιτούσα το χρήμα, ξέρω 'γώ, για να... Μπορούσα να πάω σε ομάδες Β' Εθνικής να παίξω, εδώ γύρω. Ας πούμε, η Σιάτιστα ήταν καλή περίπτωση τότε για μένα, και με θέλαν τα παιδιά, αλλά δεν πήγα, προτίμησα το χωριό μου, θα δουλεύω, λέω, και θα παίζω την μπάλα μου και εντάξει.

Π.Ζ.

Τότε στην μπάλα όντας ποδοσφαιριστής Α' Εθνικής και πήρατε και το Κύπελλο, τα χρήματα ήταν όπως είναι σήμερα; Τόσο μεγάλα ποσά;

Χ.Π.

Όχι, αλλά ήτανε, αν θυμάμαι καλά, ήτανε, το πριμ του Κυπέλλου ήτανε 120 χιλιάρικα. Δεν ήταν και λίγα, εντάξει. Εμείς που ήμασταν στον πάγκο πήραμε τα μισά.

Π.Ζ.

Α, ήταν άλλο γι' αυτούς που παίξανε;

Χ.Π.

Ναι, άλλο. Και αυτός που έμπαινε αλλαγή έπαιρνε ολόκληρο το πριμ, τότε έτσι ήτανε το καταστατικό. Κι αυτός που ήτανε στον πάγκο έπαιρνε το 50%, και εκτός αποστολής που ήταν, έπαιρνε κι εκείνος κάτι.

Π.Ζ.

Και μετά, προπονητής.

Χ.Π.

Μετά προπονητής, εντάξει. Καλά ήταν. Έχει και ο πάγκος, έχει τα καλά του, έχει τα αυτά του. Έχει… Είχε χαρές πολλές, είχε και λύπες. Είχε βραδιές που δεν κοιμόσουνα, γιατί πάντα η Μεσοποταμία πρωταγωνιστούσε και πάντα είχε καλό υλικό, και για τον προπονητή δεν ήταν εύκολο να το χειριστείς, ποιον να βάλεις, ποιον ν' αφήσεις απόξω, να κάνεις, ξέρω 'γώ, όλα αυτά ήτανε... δεν ήταν εύκολα πράγματα, ας πούμε.

Π.Ζ.

Η ομάδα του χωριού–

Χ.Π.

Αλλά νομίζω, ήτανε καλά χρόνια. Και πολλά παιδιά πήγαν, παίξαν παρακάτω, με πιο χτυπητό αυτό είναι ο Αμανατίδης ο Γιώργος, που ήταν πιτσιρίκος τότε στην Αστραπή, τον είχαμε από πιτσιρικά, ήταν στις Ελπίδες, στην Αστραπή. Στις Ελπίδες τον είχε ο Γκιζάρης, νομίζω, και μετά στην Αστραπή τον είχα εγώ. Και προόδευσε και πήγε στον Ολυμπιακό και ήταν και ένα βήμα πριν από καλή μεταγραφή. Αλλά είχε το τρακάρισμα τότε και έμεινε πίσω. Και πολλά άλλα παιδιά που είχανε πολλά προσόντα, αλλά, αν είχανε δηλαδή τη θέληση του Γιώργου ήτανε για να κάνουν μεγάλα πράγματα κι αυτοί, αλλά ο καθένας για τον λόγο του δεν το ακολούθησε όπως το ακολούθησε ο Γιώργος, γι' αυτό και δεν κάνανε. Θέλει και τύχη η μεταγραφή, αλλά θέλει και προσπάθεια.

Π.Ζ.

Εσείς σαν τόσα χρόνια επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και προπονητής, πιστεύετε ότι είναι μόνο το ταλέντο, η δουλειά, και τα δύο, για έναν ποδοσφαιριστή;

Χ.Π.

Και τα δύο σίγουρα, και τύχη. Θέλει τύχη δηλαδή. Θέλει τύχη. Και έχουμε παραδείγματα πολλά. Και για να προχωρήσει κάποιος μετά και σαν προπονητής, έχουμε περιπτώσεις που από μια στιγμή γκρεμίζονται όλα, ας πούμε, ή από μια στιγμή μπορεί να ανέβεις και να πας... Ας πούμε, για την Καστοριά, για τα παιδιά της Καστοριάς τότε, ο τελικός Κυπέλλου ήτανε ό,τι καλύτερη διαφήμιση γι' αυτούς. Και κάνανε μεταγραφή, οι περισσότεροι κάναν μεταγραφή. Ο Παπαβασιλείου έκανε μεταγραφή, ο Παράσχος, που έπρεπε να κάνει πιο μεγάλη μεταγραφή, κι αυτός, έκανε κι αυτός, πήγε, ας πούμε, πήγε στην Καλαμαριά, πού πήγε, ξέρω 'γώ, αλλά έκανε ο Σημαιοφορίδης, έκανε ο ο Δίντσικος στην ΑΕΚ, ο Δίντσικος στην ΑΕΚ, ο Βοϊτσίδης στην ΑΕΚ, ήταν παιδιά του Κυπέλλου αυτά.

Π.Ζ.

Ναι.

Χ.Π.

Και επειδή θέλει και δουλειά, ο Τσιρώνης είχε ταλέντο, στον τελικό έβαλε τρία γκολ, και ο μόνος που δεν έκανε μεταγραφή ήταν ο Τσιρώνης.

Π.Ζ.

Γιατί;

Χ.Π.

Που έκανε τρία... Γιατί δεν δούλευε στην προπόνηση. Ήτανε άλλο, έλεγε, εγώ θα πάρω τη μπάλα, τακ τακ, θα βάλω το γκολ και εντάξει. Ναι, αλλά όταν περνάν τα χρόνια μετά, όσο πας μπροστά, περνάν τα χρόνια, πέφτει η απόδοση άμα δεν είσαι πολύ προπονημένος, άμα δεν είσαι... ή αν πας σε μεγάλη ομάδα, που θέλει πιο πολλή δουλειά. Κατάλαβες;

Π.Ζ.

Να σας πάω λίγο πιο πίσω;

Χ.Π.

Ναι.

Π.Ζ.

Είπατε ότι μετά το δημοτικό μπήκατε στη γούνα. 

Χ.Π.

Ναι.

Π.Ζ.

Γιατί κατευθείαν γούνα;

Χ.Π.

Γούνα, γιατί... Κοίτα, δεν πήγα κατευθείαν γούνα. Ο πατέρας μου 'λεγε: «Να μάθεις τέχνη. Τέχνη να πας. Αφού δεν πας τα γράμματα», δεν μ' άρεζαν τα γράμματα, δεν ήθελα να διαβάζω δηλαδή. «Να μάθεις τέχνη». Τέχνη... Λέει: «Θα…». Τον μεγάλο μου τον αδελφό τον είχε στείλει και έμαθε κουρέας, τον δεύτερο τον αδελφό τον έστειλε και έμαθε ράφτης. Μου λέει: «Θα πας ράφτης στον Στέργιο το Χαιριστανίδη», που ήτανε ξαδέλφια και τον είχα θείο εγώ. «Θα πας στον Στέργιο». «Θα πάω». Πήγα εκεί. Θυμάμαι, με έδεσε το ένα μου δάχτυλο, με έδωσε τη δακτυλήθρα, μια  βελόνα, σταυροπόδι, και ένα πανί και έφτιαχνα πως βελονιάζω, πως ράβω. Ερχόταν οι φίλοι μου απ' την πόρτα, ήταν ανοιχτή η πόρτα, καλοκαίρι, ερχόταν οι φίλοι μου, με κοιτούσαν, γελούσανε, φεύγανε. Δεν θα 'ρθει μεσημέρι; Μόλις ήρθε το μεσημέρι, μην τον είδατε τον Παναή! Δεν ξαναπήγα. Δεν ξαναπήγα εκεί. Λέω, θα πάω στη γουναρική. Και έτσι, πήγα στην γουναρική με έναν ξάδελφο από δω, που δούλευε σε ένα μαγαζί στην Καλλιθέα, στην Καστοριά. Μου λέει αυτός: «Θα σε μάθω εγώ μηχανή». Και πήγα εγώ. Στην αρχή, ξέρεις, στη γουναρική πρώτα κουβαλούσαμε, δίναμε νερό. Ποιος διψούσε; «Βάλε μου ένα νερό, μικρέ». Πήγαινα το νερό, ξέρω 'γώ, και ταυτόχρονα, σε κάποια στιγμή, μας μαθαίνανε σιγά σιγά, σιγά σιγά.

Π.Ζ.

Μηχανή, ε;

Χ.Π.

Ναι, στη μηχανή, έμαθα με μηχανή. Και έμαθα τη μηχανή, και μέχρι τώρα που βγήκα στη σύνταξη, δούλευα μηχανές.

Π.Ζ.

Στη μηχανή τι κάνατε ακριβώς;

Χ.Π.

Ράβαμε τα παλτά. Έραβα... Ράβαμε κομματιαστά τότε. Σιγά σιγά, μετά το '73; Το '73 πήγα σε μαγαζί που δούλευε ο αδελφός μου ο Γιώργος, ο δεύτερος, δούλευε αυτός δέρματα, είχαν έρθει τα δέρματα στην Καστοριά, είχαν εξαπλωθεί στην Καστοριά μέσα τα δέρματα. Γιατί πρώτα απαγορευόταν, ήταν μόνο μες στο τελωνείο. Και συγκεκριμένα τότε, όταν πρωτοπήγα εγώ στη γουναρική, είχα μάθει την πρώτη χρονιά ίσα που έμαθα να ράβω τις κοιλιοκαρδιές που δούλευα, που ήτανε κάτι παρόμοιο με τα δέρματα, ας πούμε. Τότε, ένας ξάδελφος που ήταν εκεί, τον πήρε ένας που είχε δέρματα μέσα στο τελωνείο. Το τελωνείο ήταν ένας κλειστός χώρος που ήταν τρία τέσσερα μαγαζιά. Από κει απαγορευόταν να βγούνε τα δέρματα… να δουλευτούν αλλού δέρματα βιζόν, μόνο εκεί μέσα. Σε έναν χώρο, τι να σου πω! Δηλαδή σε έναν μικρό χώρο. Και τότε πήγα στα δέρματα, με πήρε για να κάνω κάποιες ψιλοδουλειές, κάποιες πρόχειρες δουλειές, ας πούμε, τα μπαλώματα, να σου πω γι' αυτούς που ξέρουν τη γούνα, και ο άλλος ο ξάδελφος που είχε… που μ' είχε μάθει τη μηχανή, εκείνος θα μάθαινε να ράβει δέρματα, και ο μεγάλος, αυτός που μας πήγε εκεί, ο Λευτέρης ο Ευσταθιάδης, αυτός ήξερε όλη τη δουλειά. Αλλά για κακή μας τύχη, ο Ευσταθιάδης έκατσε... καθίσαμε εκεί... ούτε μήνα δεν κάτσαμε. Έφυγε Γερμανία αυτός, και μετά φύγαμε κι εμείς οι δυο που μας είχε πάρει αυτός εκεί πέρα, φύγαμε, ξαναγυρίσαμε στο ίδιο το μαγαζί. Και μετά, στα δέρματα πήγα το '73, στον αδερφό μου. Έμαθα εκεί δέρματα από τον παιδικό μου φίλο, τον Παναγιώτη τον Καρπόζηλο, που μαζί παίζαμε μπάλα, μαζί στα ποτάμια, μαζί παντού. Αυτός ερχόταν και με κοιτούσε εκεί και έφυγα από ράφτης. Αυτός με έκανε να 'ρθώ στην Αστραπή, γιατί μου 'λεγε: «Έλα, ρε, στο χωριό να παίξουμε μπάλα, άσ' τους εκεί», ξέρω 'γώ. Ήτανε παιδικός φίλος. Λοιπόν. Και ήτανε ίσως ο καλύτερος μηχανικός στα δέρματα. Ο καλύτερος ράφτης στα δέρματα ήταν ο Παναγιώτης ο Καρπόζηλος–

Π.Ζ.

Είναι–

Χ.Π.

Ένας, να μην πω αυτό... Ένας απ' τους καλύτερους μες στην Καστοριά ήταν ο Παναγιώτης ο Καρπόζηλος. Θέλω να σου πω, ας πούμε, σ' ένα παλτό που έβαζε… στο δικό μου το παλτό που έβαζε, ας πούμε, είκοσι δέρματα το αφεντικό; Όταν το 'ραβε ο Παναγιώτης, έβαζε δεκαοχτώ. Δηλαδή τόσο καλά έραβε. Και έδινε το παλτό, έπαιρνε πανί, δηλαδή γλίτωνε δύο δέρματα. Μεγάλη υπόθεση. Ήτανε περιζήτητος στα δέρματα. Αλλά δεν ήτανε του χρήματος και ήτανε... έβγαλε αυτά έφευγε. Ήτανε άλλο πράμα ο Παναγιώτης, τέλος πάντων. Μου 'μαθε ο Παναγιώτης δέρματα, μέχρι που πήγα φαντάρος ήμουνα εκεί στο μαγα[00:40:00]ζί αυτό, σ' ένα μεγάλο μαγαζί, δουλεύαμε τέσσερις σειρές, από παραπάνω από δέκα άτομα στη σειρά, μηχανές που δουλεύαμε για τον Πετρόπουλο, για τους αδελφούς Πετρόπουλου. Και μετά, όταν πήγα φαντάρος, μετά, για να παίζω ποδόσφαιρο, δεν πήγα στο μαγαζί, προτίμησα να πάω στο σπίτι να δουλεύω. Δούλευα στο σπίτι, για να μπορώ να πηγαίνω προπόνηση ό,τι ώρα θέλω. Κατάλαβες;

Π.Ζ.

Είχατε μηχανή στο σπίτι;

Χ.Π.

Σηκωνόμουν απ' τη... Ναι, μηχανή στο σπίτι, μετά το '80 που... μετά το '80 πήγα βέβαια, μετά που τέλειωσα τον στρατό, το '77. Γι' αυτό λέω, απ' το '74 που πήγα στην Καστοριά μέχρι το '77 που απολύθηκα, είναι τέσσερις... τρεις χρονολογίες, ας πούμε, ήμουνα φαντάρος. Καταλαβαίνεις τώρα. Και το '80 που πήγα στο... έφερα τη μηχανή στο σπίτι, μαζί και της γυναίκας μου, και δουλεύαμε μαζί εκεί. Πήγαινα, έπαιρνα... μου φέρνανε δουλειά απ' την Καστοριά. Στις αρχές μάς τα φέρναν τα αφεντικά, γιατί μας είχαν ανάγκη. Τα φέρναν τα παλτά, με τα τσουβάλια τα φέρνανε. Και δουλεύαμε, σηκωνόμουν, πήγαινα έφτιαχνα την προπόνησή μου, μετά γυρνούσα, ξανακαθόμουν στη μηχανή μια δυο ώρες, για να συμπληρώσω τη χαμένη ώρα. Εντάξει.

Π.Ζ.

Τα μεροκάματα–

Χ.Π.

Έφτιαχνα κάτι που με άρεζε, ας πούμε, γι' αυτό και το 'κανα. Το χόμπι μου ήταν το ποδόσφαιρο και το 'φτιαχνα.

Π.Ζ.

Τα μεροκάματα πώς ήταν στη γούνα τότε;

Χ.Π.

Ήταν πολύ καλά, ήταν πολύ καλά για... Αφού ο αδελφός μου που ήταν δάσκαλος έβλεπε τι έπαιρνα εγώ και αναγκάστηκε, πήρε μηχανή και τον έμαθα να ράβει. Και μετά, το απόγευμα έραβε, καθόταν στη μηχανή και δούλευε, και έβγαζε άλλον έναν μισθό που έβγαζε στο σχολείο, ας πούμε.

Π.Ζ.

Τόσο καλά;

Χ.Π.

Ήταν πολύ καλά. Μετά... Και μετά, πάλι καλά ήτανε. Και για τα παιδιά που πήγανε στην Αμερική, που πηγαίναν στην Αμερική τρεις μήνες και δουλεύανε, και ερχόταν εδώ και φέρναν και χτίσαν, πόσοι χτίσαν σπίτια! Δηλαδή βγάζαν πολύ καλά λεφτά εκεί, αλλά πολλή δουλειά, δουλεύανε πολλές ώρες–

Π.Ζ.

Είναι δύσκολη; Είναι δύσκολη η μηχανή;

Χ.Π.

Κοίταξε, αν τη δουλεύεις όπως τη δούλευα εγώ, δεν είναι δύσκολη. Άμα τη δουλεύεις όπως δουλεύαν αυτοί που καθόσαν και μετρούσανε τα δέρματα που βγάζανε, «τι βγάζω και τι να βγάλω ή να ράψω κάνα παραπάνω, για να κάνω...» Εγώ δούλευα με τον καφέ μου, με τον πρωινό, τον απογευματινό, με το γλυκό μου, να βγω στην αυλή μια βόλτα. Κατάλαβες; Να κρεμαστώ στην κληματαριά μια βόλτα να τεντώσω το κορμί μου. Δεν... δεν ήμουνα έτσι. Μπορεί να καθόμουν αρκετές ώρες, γιατί ένα ακόμα που μου αρέσει πολύ είναι το τραγούδι, η μουσική, γενικά η μουσική, από παραδοσιακή μέχρι ξένη μουσική. Και αν θα 'ρθείς στο σπίτι μου και δεις, ας πούμε, τη δισκοθήκη μου, θα δεις ότι έχω από όλα τα ακούσματα μέσα. Αυτά όλα που μου αρέσουν, τα έχω. Τα 'χω αγορασμένα και τα 'χω κει. Ευτυχώς η μια μου η κόρη τα τιμάει. Αυτή, πιστεύω, θα τα κρατήσει, δεν θα τα πετάξει.

Π.Ζ.

Έχετε δίσκους;

Χ.Π.

Δίσκους, βέβαια.

Π.Ζ.

Βινύλια;

Χ.Π.

Βινύλια. Βέβαια.

Π.Ζ.

Ποιο είναι το αγαπημένο σας;

Χ.Π.

Κοίταξε, σαν Πόντιος, τα ποντιακά. Και σαν Πόντιος, κορυφή τον Γώγο τον Πετρίδη, ας πούμε. Και στο τραγούδι και στη λύρα. Το λέω και συγκινούμαι. Κατάλαβες; Και… Αλλά μ' αρέσουν όλα τα καλά τα κομμάτια μας. Και το ξένο το κομμάτι το καλό μ' αρέσει και το έχω αγοράσει.

Π.Ζ.

Συγκινηθήκατε.

Χ.Π.

Ε, ναι.

Π.Ζ.

Λόγω του ποντιακού;

Χ.Π.

Ναι. Γιατί τον Γώγο... Θα σου πω μια ιστορία τώρα με τον Γώγο. Ένα καλό πάλι της μπάλας, πάλι. Κι αυτό απ' την μπάλα ήταν καλό, γι' αυτό λέω, πέρασα καλά. Και μ' αυτά και με τ' άλλα και με λίγες, κάποιες στεναχώριες και με κάποια αυτά, αλλά πέρασα καλά. Λοιπόν, ήμασταν στο κέντρο, στη Σπάρτη. Ορκιζόμαστε και μας δίνουν την πρώτη άδεια. Τώρα, από τη Σπάρτη, για δυο... για τρεις μέρες μας δίναν άδεια; Τριήμερη... πώς τη λέγαν κιόλα, ξέχασα. Λοιπόν. Και λέει ο Νίκος ο Καρβουνίδης, που ήμασταν μαζί εκεί, από την Οινόη, που γίναμε και κουμπάροι μετά, λέει: «Θα πάμε στο χωριό». Τον λέω: «Ποιο χωριό, ρε, θα πάμε;» τον λέω. «Πού θα πάμε;» του λέω. «Θα πάμε ίσα ίσα να τους δούμε και θα γυρίσουμε πίσω», του λέω. Τόσες ώρες ταξίδι, από Σπάρτη να πας Αθήνα, και μετά από Αθήνα... «Θα πάμε», τον λέω, «στην Αθήνα» Εγώ έχω... της μητέρας μου ο αδελφός, αδελφός από άλλη μητέρα… από άλλη μητέρα, ναι, απ' τον ίδιο πατέρα. «Θα πάω, θα πάω εκεί στη στη θεια μου, εσύ θα πας στην ξαδέλφη σου». Είχε μια πρώτη ξαδέλφη αυτός εκεί. «Θα πάμε εκεί, μετά θα βρεθούμε, θα πάμε το βράδυ στο ξενοδοχείο. Η Καστοριά παίζει με την ΑΕΚ τώρα. Εσύ αεκτσής θα δεις την ομάδα σου, εγώ θα πάω να δω την ομάδα μου την Καστοριά. Και το βράδυ», τον λέω, «θα πάμε και στα ποντιακά. Θα πάμε σ' ένα μαγαζί ποντιακό, θα πάμε και σε μια ταβέρνα ωραία να φάμε, να πιούμε, ξέρω 'γώ. Αν έχει φαγητό η ταβέρνα, εκεί που θα πάμε, καλώς, αν δεν έχει, θα φάμε κάπου, μετά θα πάμε εκεί». Τέλος πάντων, με άκουσε. Και πήγαμε λοιπόν, Παρέση, με κάτι ρούχα, φαρδιά αμεταποίητα, σαν καημένοι ήμασταν. Και πάμε στο ξενοδοχείο, πρώτα πήγαμε στο ξενοδοχείο να δούμε τα παιδιά, και μετά θα πηγαίναμε στους συγγενείς, για να μείνουμε το βράδυ. Μόλις πήγαμε εκεί, «Καλώς τονα», λέει ο κυρ Μήτσος, «είσαι αποστολή», με λέει. Έτυχε να κατέβει η Καστοριά, να είναι ένας παίκτης λιγότερο. Δεκαπέντε παίκτες στην αποστολή. Λέει: «Είσαι αποστολή». Λέω: «Οπότε, Καρβουνίδη, εγώ θα μείνω εδώ, εσύ θα πας στην ξαδέλφη, αύριο θα 'ρθείς πρωί πρωί, μετά, μετά το πρωινό, θα 'ρθείς, πριν φύγουμε, αυτό, μαζί με την ομάδα, με την αποστολή, θα 'ρθείς μαζί μας, θα πάμε στο γήπεδο». Κι έτσι και έγινε. Για να μην είμαι με τα στρατιωτικά, φόρεσα ένα τζιν του Γρηγόρη –ήταν και πιο ψηλός ο Γρηγόρης, το τσάκισα λίγο από κάτω–, ένα μπλουζάκι, λοιπόν. Και ωραία, έκανα και το μπάνιο μου στο ξενοδοχείο. Να φάμε, να κοιμηθούμε, πήγαμε στο γήπεδο, παίξαμε με την ΑΕΚ, τώρα αν με ρωτήσετε αποτέλεσμα, δεν το θυμάμαι. Λοιπόν, παίξαμε με την ΑΕΚ, τελειώνει ο αγώνας. Μου δίνει και τέσσερα χιλιάρικα ο κυρ Μήτσος. Τέσσερα χιλιάρικα. Τον λέω: «Καρβουνίδη», τον λέω, «το βράδυ θα σε πάω όπου θέλεις!». Τέσσερα χιλιάρικα!  Γι' αυτό σου λέω, δεν ζήτησα απ' τον πατέρα μου ποτέ λεφτά, δηλαδή και στον στρατό είχα λεφτά δικά μου, απ' την ομάδα. Λοιπόν και πήγα... πάμε το βράδυ, και για καλή μας τύχη πάμε στο Κέντρο «Κορτσόπον», ήτανε στην Καλλιθέα. Και στην Καλλιθέα έμενε και ο θειος μου. Πάμε στο «Κορτσόπον» στην Καλλιθέα και είναι στο πατάρι Γώγος, Χρύσανθος. Γώγος, Χρύσανθος είναι η ιστορία του ποντιακού τραγουδιού. Δηλαδή, ο ένας είναι στη λύρα και στο τραγούδι, για μένα, ο Γώγος είναι και στο τραγούδι πρώτος. Και Χρύσανθος, στο τραγούδι και στον στίχο, να γράφει στίχο και να βγάζουν όλοι τώρα αυτοί, όλοι οι τραγουδιστές τραγουδάνε τώρα και ζούνε απ' τα τραγούδια... Οι περισσότεροι, να μη... γιατί βγήκαν κι άλλα παιδιά μετά, που γράφουνε ωραία τραγούδια, που γράψανε και ζήσανε, ζουν από κει. Γώγος, Χρύσανθος. Τον λέω: «Καρβουνίδη»... Ήμασταν με τα στρατιωτικά τώρα εμείς, ε; Με τα φαρδιά, γιατί δεν μπορούσες να... Άμα μας πιάναν έξω θα είχαμε θέμα, έπρεπε με τα στρατιωτικά. «Καρβουνίδη», τον λέω, «σήκω να χορέψουμε. Πάμε», το λέω, «η μισή ντροπή δική μας, η μισή δική τους». Σηκωθήκαμε, ρίξαμε και τον χορό μας, περάσαμε ωραία. «Τώρα», τον λέω, «δεν πάμε ούτε στην ξαδέλφη ούτε στη θεια», τον λέω, «πάμε για ύπνο στο ξενοδοχείο». Έχουμε λεφτά τώρα! Κατάλαβες; Και πήγαμε, μείναμε στο ξενοδοχείο δυο βραδιές, μία... όχι, μία βραδιά με την ομάδα, μία εκεί, και στη δεύτερη φύγαμε μέσα, τελείωνε η άδεια. Περάσαμε πολύ ωραία. Κατάλαβες; Και...

Π.Ζ.

Οι γονείς σας, επειδή συγκινηθήκατε για το ποντιακό–

Χ.Π.

Ναι.

Π.Ζ.

Οι γονείς σας ήταν πρόσφυγες;

Χ.Π.

Οι γονείς μου ήρθανε από την Τραπεζούντα. Ο πατέρας μου από την Κιρισχανά Τραπεζούντας. Είναι κοντά στην... από ό,τι μου 'λεγε ο πατέρας μου όταν πήγαινα στο Φροντιστήριο Τραπεζούντος –γιατί έχω και δύο απολυτήρια από το Φροντιστήριο Τραπεζούντος, από την α' και β' τάξη, τι γράφει εκεί– λοιπόν, «Περνούσα μέσα απ' το χωριό της μητέρας σου», λέει, που ήταν η Πολίτα. «Περνούσα μέσα απ' το χωριό». Ήταν δύο κοντινά χωριά στην Τραπεζούντα. Ο παππούς μου [00:50:00]ήτανε... της μητέρας μου ο πατέρας ήτανε και δάσκαλος, και μετά ήρθε εδώ, ήταν και εδώ δάσκαλος. Λοιπόν. Η μητέρα μου ήτανε Παρασκευοπούλου, το γένος Νυφαδοπούλου. Νυφαδόπουλος είναι μεγάλο όνομα στο ποδόσφαιρο της Καλαμαριάς και της Ελλάδας. Ο Κούλης ο Νυφαδόπουλος που έπαιζε Α' Εθνική στην Καστοριά εκείνα τα χρόνια... στην Καστοριά... στην Καλαμαριά, στην καλή Καλαμαριά, που την αναπολούν όλοι την Καλαμαριά. Λοιπόν, ήταν πρώτος ξάδελφος της μητέρας μου. Και ο παππούς μου, απ' ό,τι μου λένε, τραγουδούσε και πολύ ωραία, ο παππούς ο Χρήστος. Ο παππούς ο Γιώργος, του πατέρα μου ο πατέρας ήταν ο παππούς ο Γιώργος και η γιαγιά μου η Ανθή, Αθηνά, και ο παππούς ο Χρήστος ήτανε... ο παππούς ο Χρήστος και η γιαγιά μου η Σελήνη. Ήταν η Σελήνη η πρώτη γυναίκα, της μητέρας μου η μητέρα, που είχε κάνει, νομίζω, τρία παιδιά μαζί. Ένα αγόρι και δυο κορίτσια, και μετά παντρεύτηκε ξανά. Γιατί με μικρά παιδιά ήταν δύσκολα, παντρεύτηκε την Ευσταθιάδου Άννα, που έχει σόι εδώ στο χωριό, έχει αδέλφια εδώ στο χωριό... Είχε αδέλφια εδώ στο χωριό. Τους Ευσταθιαδαίους, εδώ, τους γείτονες. Λοιπόν. Και απέκτησε και εκείνα τα παιδιά, που έχουμε πολύ καλές σχέσεις με όλα τα ξαδέλφια μου, κρατάω ακόμα... κρατάμε... αυτό, και βλεπόμαστε με τους περισσότερους. Λοιπόν. Ο παππούς μου όμως ο Γιώργος –είναι ένα σημείο που μπορούμε να το πούμε– αρρώστησε και πέθανε όταν περιμένανε για να μπουν στο καράβι για να 'ρθούν στην Ελλάδα. Σίγουρα αρρώστησε από... δεν ήθελε να φύγει, φαίνεται, ποιος ξέρει; Σου λέει, πού να φύγει. Και αρρώστησε και πέθανε εκεί. Και η γιαγιά γύρισε πίσω, πήγε, τον έθαψε στο χωριό και ξαναγύρισε πάλι εκεί που περιμένανε, για να πάρουν το καράβι, που τους είχαν μαζεμένους, για να πάρουν το καράβι. Ήταν ένα σημείο που το θυμάμαι που το 'λεγαν οι γονείς μου. Και ένα ακόμα που μπορώ να πω για τη γιαγιά μου και το λέω και... και συγκινούμαι και το χαίρομαι, είναι ότι όταν φεύγανε από κει, παρακάλεσε εκεί τον... πήγε στην εκκλησία και παρακάλεσε τον Τούρκο και πήρε τον Επιτάφιο. Ο Επιτάφιος που είναι εδώ στη Μεσοποταμία, και τώρα τελευταία ευτυχώς τον βάλαμε στον τοίχο, τον κρεμάσαν μέσα σε μια κορνίζα που κάναν μεγάλη, ένα γυάλινο... τον βάλανε εκεί, είναι απ' την εκκλησία του χωριού, απ' την Κιρισχανά, ο Επιτάφιος αυτός. Και τον είχε φέρει η γιαγιά μου μέσα στα πράγματά της. Λοιπόν. Και ήτανε από οικογένεια... ο πατέρας μου ήτανε, απ' ό,τι έλεγε, είχε στο σόι εβδομήντα τόσους παπάδες, στο σόι πίσω. Και όταν έκανε τον πρώτο μου ξάδελφο, εδώ, τον παπά Γιώργη τον... επέμενε ο πατέρας μου για να γίνει παπάς. Και ευτυχώς έγινε παπάς, γιατί είχε μεγάλη οικογένεια, και με τα καπνά και με τα χωράφια... θα πεις, πάλι πήγαινε στα καπνά και στα χωράφια, τον ξέρεις τον παπά Γιώργη. Τυχαίνει να είναι και σόι με τη γιαγιά σου, ξαδέλφια και με τη γιαγιά σου. Λοιπόν. Έγινε, τότε ήταν ψάλτης ο παπά Γιώργης και ο πατέρας μου ήταν επίτροπος στην εκκλησία. Και τον έλεγε: «Γίνε παπάς, γίνε παπάς», τον επέμενε, τελικά τον κατάφερε και έγινε. Και ήταν και καλός παπάς. Ήταν και καλός παπάς. Λοιπόν, και συνέχισε ο παπάς μετά, τώρα συνεχίζει ο παπά Γρηγόρης, που είναι γαμπρός του παπά Γιώργη. Δηλαδή έχουμε πίσω στο σόι παπάδες πολλούς, ας πούμε. Στον Πόντο είχε πολλούς δηλαδή. Από ό,τι λέγανε, αυτά. Η γιαγιά μου ήταν από τους Χαιριστανιδαίους εδώ, ήταν Χαιριστανίδου, και η άλλη Νυφαδοπούλου. Ο αδελφός της ο Χαιριστανίδης ο Γιώργος ήτανε... είχε εμπορικό μαγαζί στην Τραπεζούντα, με υφάσματα και με τέτοια. Και όταν το 'φερε, όταν ήρθε εδώ, είχε... συνέχισε να 'χει εδώ υφάσματα στην αρχή, μετά έκανε... το 'κανε μπακάλικο. Κατάλαβες;

Π.Ζ.

Οι γονείς σας με τι ασχολήθηκαν όταν ήρθαν; 

Χ.Π.

Οι γονείς μου, δυστυχώς, με τα λίγα καπνά που βάζανε και λίγα σιτάρια, μια αγελάδα, ένα άλογο, ένα γαϊδουράκι, με τέτοια, ας πούμε. Αλλά προς τιμή του, του πατέρα μου, κατάφερε και τον σπούδασε τον Γιάννη με τις στερήσεις αυτές, με ό,τι ήτανε, και ο Γιάννης στερήθηκε πολύ και τα παιδιά στερήθηκαν. Αλλά και τα αδέλφια που πήγανε... τα δυο μου τα αδέλφια, περισσότερο τα αγόρια βέβαια, όχι τα κορίτσια, τα αγόρια τον βοήθησαν, ας πούμε, όλο και κάτι στέλνανε, για να συμπληρώνει το εισόδημα, και έτσι σπούδασε κι ο Γιάννης. Αυτά άμα θα μιλήσεις με τον Γιάννη θα σου τα πει καλύτερα. Τα ξέρει και καλύτερα. 

Π.Ζ.

Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο; Έχετε να πείτε κάτι άλλο; Ό,τι θέλετε εσείς.

Χ.Π.

Τι να πω; Νομίζω ότι είμαι τώρα, ας πούμε, 69 χρονών και σε γενικές γραμμές είμαι πολύ ευχαριστημένος. Και απ' τα... από την οικογένεια που απέκτησα και από γενικά όλα. Βέβαια στη ζωή δεν μπορεί να είναι πάντα όλα καλά. Είχαμε και δύσκολες στιγμές στην οικογένεια μέσα, με θανάτους, με αυτά, με νέους ανθρώπους, αλλά αυτά είναι μες στη ζωή. Τι να κάνουμε; Αλλά έχουμε και χαρές. Και εγώ επειδή είμαι πάντα... λέω ότι μ' αρέσουνε οι μικρές απολαύσεις της ζωής, αρκούμαι σε αυτά και ποτέ δεν ήμουνα να κάνω... Κι εγώ μπορούσα να πάω στην Αμερική να δουλεύω, έτσι, ασταμάτητα και να έχω στην άκρη παράδες και ξέρω 'γώ. Αλλά ήθελα να περνάω την ημέρα μου καλά. Δουλειά, δουλειά, αλλά και να περνάω και καλά. Και πάντα λέω ότι μικρές διασκεδάσεις αυτές, αυτά τα μικρό... τα μικρά, τα γλέντια που γίνονται εδώ μου αρέσουν πολύ και πηγαίνω και να ακούσω, κι άμα θέλω να χορέψω, κι άμα θέλω να φάω, κι άμα θέλω να πιω, κι ούτε να σου λέει ο άλλος: «Τόσα ευρώ το μπουκάλι το ουίσκι» και ξέρω 'γώ και για να ακούσω μια τραγουδίστρια, όσο και να μ' αρέσει. Πήγα και στα μπουζούκια. Αναπόφευκτο με την ομάδα τότε, με τα παιδιά, δεν μπορεί να μη δεν πας. Πας Θεσσαλονίκη, να μην πας στα μπουζούκια; Πηγαίναμε Αθήνα, να μην πάμε στα μπουζούκια όταν καθόμασταν εκεί κάνα βράδυ, ξέρω 'γώ; Περισσότερο Θεσσαλονίκη βέβαια. Πηγαίναμε. Ας πούμε, πηγαίναμε στον Τερζή όταν ο Τερζής ήτανε άγνωστος στο πολύ κοινό, μετά έγινε φίρμα. Όταν τραγουδούσε ο Τερζής εκεί και κάποια άλλα παιδιά. Στην Χαρούλα Αλεξίου και στην Άννα Βίσση, ήτανε όταν πήγαμε στην μπουάτ, τότε ήτανε κοπελίτσες, ήτανε... μπορεί να πηγαίνανε και γυμνάσιο ακόμα, λύκειο, ας πούμε. Πήγαμε, τις ακούσαμε από κοντά. Και άλλους. Περάσαμε καλά, δεν έχουμε παράπονα απ' τη ζωή μας. Και συνεχίζουμε να περνάμε και τώρα και με τους παλαίμαχους, κάνουμε συγκεντρώσεις, κάνουμε καμία αυτή. καμιά φορά και καμιά εκδρομή, καλά είναι. Μπορούσε να 'ταν καλύτερα, πιο οργανωμένα, αλλά εντάξει. Θέλει κι εκεί κάποιος να κινεί τα νήματα. Κάποιος να τους μαζεύει.

Π.Ζ.

Προπονητή θέλει κι εκεί.

Χ.Π.

Ναι, ναι. Δεν γίνεται. Πάντα πρέπει να υπάρχει κάποιος. Ναι. Προσπαθώ μαζί με κάποιους φίλους να φτιάχνουμε κάποιες συγκεντρώσεις, όπως κάναμε μία συγκέντρωση με τα παιδιά που ήμασταν μαζί στο δημοτικό, πέμπτη-έκτη τάξη. Μαζί με τον Ιορδάνη τον Ξηρόκωστα, τους μαζέψαμε όσους… όσοι μπορέσαν να 'ρθούνε. Τους στείλαμε προσκλήσεις μέχρι και Αμερική, όπου βρίσκονταν, όλους τους βρήκαμε και τους στείλαμε και οι περισσότεροι ανταποκρίθηκαν και ήρθανε. Στον πολύ ωραίο χώρο, στο δασάκι μας, και τους κάναμε μια πολύ ωραία βραδιά. Δυστυχώς όμως, εγώ δεν πήγα στη βραδιά, δεν παραβρέθηκα. Και δεν πήγα στην εκδήλωση, δεν γινόταν να πάω. Δεν παραβρέθηκα εκεί. Λοιπόν, τώρα προσπαθούμε με τους παλαίμαχους, κάνουμε και τις συγκεντρώσεις. Όπως προχθές, βέβαια ήταν για την... στη μνήμη του Αργυρού του Τάκη. Το... την κάναν τη μάζωξη τα παιδιά του με κάποιους άλλους, φίλους από εκεί, από την Καστοριά. Και βρεθήκαμε αρκετά παιδιά, ήρθαν πολλοί, και από Αθήνα ήρθανε, όσοι μπορέσαν ήρθαν δηλαδή, ανταποκρίθηκαν. Βρεθήκαμε, περάσαμε καλά, θυμηθήκαμε, συγκινηθήκαμε. Εντάξει, τι να κάνεις; Αυτά έτσι είναι. Τώρα λέμε να κάνουμε μία με τα παιδιά που ήμασταν μαζί φαντάροι, εδώ στο [Δ.Α.], [01:00:00]στο στρατόπεδο στην Καστοριά είχαμε κάνει καλή παρέα, δηλαδή, και κρατάμε ακόμα με κάποια παιδιά... έχουμε ακόμα... βρισκόμαστε, με κάποιους γίναμε και κουμπάροι. Και τους λέω: «Θα σας κάνω μια συγκέντρωση, αλλά θα 'ρθείτε όλοι στη Μεσοποταμία, στο δασάκι». Και μου λένε: «Οργάνωσέ το κι εμείς θα 'ρθούμε». Αλλά θέλω να είναι... κάποιοι να είναι οπωσδήποτε και το τρενάρω λίγο, γιατί είχαν κάποια θέματα υγείας τα παιδιά. Να γίνουν καλά, πρώτα ο Θεός, να βρεθούμε.

Π.Ζ.

Το εύχομαι!

Χ.Π.

Ναι. Αυτά μένουνε. Βέβαια.

Π.Ζ.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Χ.Π.

Δεν ξέρω άμα σε ζάλισα πολύ με το ποδόσφαιρο.

Π.Ζ.

Πολύ!

Χ.Π.

Αλλά αυτό είχαμε, με το ποδόσφαιρο εμείς. Με τον Γιάννη αν θα μιλήσεις, μπορεί να σου πει για το σχολείο όπως πηγαίνανε, θα σου πει που πήγαινε, μέναν στην Καστοριά εκείνα τα χρόνια, σε ένα δωμάτιο τέσσερα πέντε άτομα και πήγαινε η κατσαρόλα από δω το φαγητό με το ΚΤΕΛ. Πήγαινε, καθότανε στο ΚΤΕΛ καμιά μέρα, άμα δεν το προλαβαίναμε έμενε μια μέρα πεινασμένος. Άμα θα σου πει αυτά...

Π.Ζ.

Ήταν μια χαρά το ποδόσφαιρο, πάρα πολύ ωραία.

Χ.Π.

Εγώ σου λέω, γι' αυτό, αυτός έχει παιδικά χρόνια δύσκολα, ο Γιάννης. Ή ο Θόδωρος στην Αυστραλία. Εγώ βλέπω τις φωτογραφίες, τον αδελφό μου τον Θόδωρο τον μεγάλο όταν έφυγε στην Αυστραλία μαζί με τον Σαλονικίδη τον Κώστα, φύγαν από δω, και τους βλέπω μ' ένα τσαντάκι, μια μικρή βαλιτσούλα... Φύγαν από δω, η αδελφή μου η μεγάλη, η Σελήνη, έφυγε από δω κορίτσι, μπουμπούκι και πήγε αρραβωνιάστηκε με έναν χωριανό. Την πήρε, την πήγε εκεί. Ταξίδευε πόσες μέρες με το καράβι να πάνε στο πουθενά εκεί, να πάνε να βρουν δουλειά, χωρίς να ξέρουν γλώσσα, χωρίς να... Αυτοί τι να πούνε; Και στην Καστοριά που πήγαινα στη δουλειά, σου λέω, μένανε πεινασμένοι κάποιες μέρες που δεν προλαβαίνανε να πάρουν τα φαγητά τους.

Π.Ζ.

Κάθε ιστορία είναι σημαντική, μην το λέτε αυτό.

Χ.Π.

Ναι, αλλά–

Π.Ζ.

Κάθε ιστορία είναι σημαντική,

Χ.Π.

Δύσκολα, δύσκολα χρόνια. Δύσκολα χρόνια περάσανε. Ήταν και… Αυτοί πέσανε και μέσα στον πόλεμο. Ήτανε, ας πούμε, η αδερφή μου είναι το... ήταν το '37 γεννηθείς και ο αδερφός μου το '38. Ο Θόδωρος το '38 ή '39, θα σε γελάσω. Λοιπόν. Μετά, ήταν το '41, ήταν ο Νικηφόρος και το βάλαν και Νικηφόρο, γιατί λένε ότι είχαμε κερδίσει, ξέρω 'γώ, στον πόλεμο. Αλλά δεν έζησε το παιδί, έναν χρόνο έζησε. Μετά οι άλλοι λίγο καλύτερα. Το '42 ο Γιώργος, κι αυτός μέσα στην πείνα και στ' αυτό ήταν. Η Βαλασία ήταν το '45, ο Γιάννης το '47. Εντάξει, λίγο καλύτερα αυτοί. Αλλά και η Βαλασία πήγε κι αυτή στην Αυστραλία, κι αυτοί σε ένα σπίτι μένανε τέσσερα πέντε άτομα, δύο τρεις οικογένειες, καταλαβαίνεις τώρα που... έχουν τα δικά τους και αυτοί. Αλλά εγώ δεν μπορώ να 'χω τέτοιο, εγώ περνούσα... δεν μου λείπει τίποτα. Και στο–

Π.Ζ.

Μια χαρά.

Χ.Π.

Σπίτι και ήμασταν, ήμασταν μια χαρά.

Π.Ζ.

Ευχαριστώ και πάλι.

Χ.Π.

Στέλναν τα παιδιά απ' την Αυστραλία και τα δεματάκια τους, τα δωράκια τους. Γι' αυτό κι εγώ τους εκτιμώ και τους σεβόμουνα και ζωντανούς και πεθαμένους. Και έκανε και ένα ταξίδι στην Αυστραλία για τον αδερφό μου τον Θόδωρο, την ανεψιά μου την... που ήρθε εφέτο εδώ, ήρθε η ανιψιά μου σε μένα. Πήγα στην Αυστραλία, δεν ξέρω άμα θες να σου το πω κι αυτό.

Π.Ζ.

Ναι, βέβαια!

Χ.Π.

Και πώς πήγα στην Αυστραλία; Όλο μου 'λεγε: «Ο αδελφός σου ήρθε σας είδε, ο αδελφός σου ήρθε, εσύ δεν έρχεσαι, εσύ δεν έρχεσαι». Κι εγώ της λέω μια δόση, της λέω: «Εγώ θα 'ρθώ όταν θα παντρευτείς», γιατί ήταν μεγαλούτσικη και δεν παντρευόταν, τον είχε τον δεσμό, αλλά δεν παντρευότανε. Λέω: «Εγώ θα 'ρθώ όταν θα παντρευτείς». Και σε κάποια στιγμή, μου 'ρχεται ένα γράμμα, τότε στέλναν ακόμα γράμματα, δεν ήταν τώρα ούτε τα κινητά... λοιπόν, μου 'ρχεται ένα γράμμα: «Εγώ παντρεύομαι, εσύ τι θα κάνεις;». Και έγραφε: «Χα χα χα». Το 'χω ακόμα το σημείωμα, αλλά ξέχασα να της το δείξω τώρα που ήρθε. Λοιπόν. Και μου λέει η γυναίκα μου: «Πες τηνα, γράψ' την και πες τηνα ότι: "Κι εγώ θα 'ρθώ τώρα". Εγώ τα εισιτήρια σ' τα έχω μαζεμένα», λέει η Χρυσούλα. Η Χρυσούλα μόλις έμαθε ότι θα παντρευτεί, ας πούμε, όταν το 'μαθε, τα 'βαζε τα λεφτά στην άκρη. Και της λέει: «Πες: "Κι εγώ θα 'ρθώ"». Και της λέω κι εγώ: «Αφού εσύ με κάνεις τα εισιτήρια, εγώ θα κάτσω; Δεν θα πάω; Τώρα όμως θα πάω, αλλά πώς θα πάω; Πρέπει να πάω με παρέα. Να πάρω και διερμηνέα μαζί μου». Και ξεσηκώνω τη νύφη μου την Ελένη που έκανε κάνα έξι εφτά χρόνια, πόσα έκανε, στην Αυστραλία και ήξερε τα Εγγλέζικα καλά. Την ξεσηκώνω, τη λέω: «Πάμε Αυστραλία;». Από δω από κει, «και δεν πάμε;» λέει. Και ήρθε και η νύφη μαζί και ταξιδέψαμε μαζί, πήγαμε εκεί. Δεν έχω παράπονο, με γυρίσανε παντού. Που εγώ, να σου πω, δεν είμαι... σου είπα ποια πράγματα μ' αρέσουν. Εγώ μόνο που βρέθηκαν στη γιορτή του αδελφού μου, του αγίου Θεοδώρου, βρέθηκα στο σπίτι του, με λύρα μέσα στο σπίτι, με πέντε χωριανούς από δω που τους ήξερα, που τους ήξερα εγώ από τις φωτογραφίες και που τους ήξερα από τις κασέτες που στέλνανε. Λοιπόν, από από τέτοια πράγματα ή που ερχόσαν άδεια εδώ. Και να κάνουμε γλεντάκι εκεί πέρα στον γάμο της, στην αυλή, με λύρα, στον χορό της Μεσοποταμίας, ποντιακό γλέντι ωραίο. Λοιπόν. Μ' άρεσε και στον Σουμάχερ που με πήγε, είχε το ράλι, ήταν το ράλι τότε και ήταν ο Σουμάχερ και είχε βγει πρώτος. Μ' άρεσε, αλλά εντάξει, το πέρασα έτσι, πώς να σου πω; Πήγα. Παντού με πήγαν τα παιδιά, αλλά αυτά, αυτές τις στιγμές εκεί πέρα, πήγα με τους χωριανούς βόλτα με τα ΚΑΠΗ, με τους παππούδες. Πήγα, που τους ήξερα όλους. Ήξερα τους πατεράδες εδώ, κατάλαβες; Και τους πήγα χαιρετίσματα εκεί. Λοιπόν, πέρασα πολύ ωραία. Κάτσαμε είκοσι πέντε μέρες και γυρίσαμε, ήταν πολύ ωραία. Και στον γάμο της ανιψιάς. Το χάρηκε κι αυτή. Ήταν πολύ ωραία. Αυτά.

Π.Ζ.

Να 'στε καλά.

Χ.Π.

Ναι. 

Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.

Περίληψη

Ο Χρήστος Παπαδόπουλος αφηγείται την πορεία της Καστοριάς προς την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας, θυμάται τον τελικό αγώνα με τον Ηρακλή στη Φιλαδέλφεια, αλλά και τη μεγάλη συγκίνηση που βίωσε μέσα στο στάδιο όταν οι γουναράδες έφτασαν στην κορυφή. Περιγράφει όλη την αθλητική του πορεία στο ποδόσφαιρο, ενθυμούμενος τη μακρόχρονη διαδρομή του ως παίκτη αλλά και ως προπονητή. Παράλληλα, μιλά για την ποντιακή καταγωγή της οικογένειάς του, ενώ μοιράζεται και άλλες πτυχές της ζωής του, από τη δουλειά στη γούνα μέχρι το ταξίδι του στην Αυστραλία.


Αφηγητές/τριες

Χρήστος Παπαδόπουλος


Ερευνητές/τριες

Παρέση Ζυμπίδου


Ιστορικά Γεγονότα

Ημερομηνία Συνέντευξης

19/07/2023


Διάρκεια

67'