«Εις μεν τους γονείς μου οφείλω το ζην, εις δε την Καστοριά το ευ ζην»: Η ζωή και η επαγγελματική πορεία του Ιωάννη Χατζηλεοντιάδη
Ενότητα 1
Βιογραφικά στοιχεία: Σχολικές και εργασιακές εμπειρίες
00:00:00 - 00:27:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είμαι η Νικολέτα Αποστολίδου, έχουμε 23 Ιουνίου του 2023, είμαστε στο Πλαγιάρι Θεσσαλονίκης για μια συνέντευξη για το Istorima. Καλησπέρα.…ι κι η μάνα σας η οποία μ’ έπλενε τα ρούχα κάθε μέρα, εγώ πήγαινα λερωμένος», και της έκανα τη δωρεά στη μνήμη της να πάει. Τι να κάνουμε…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Οικογενειάρχης ετών 14
00:27:58 - 00:35:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ο πατέρας σου από τι πέθανε; Οξεία μηνιγγίτιδα πέθανε, πέθανε νέος και… Μη συζητάς, πολύ νέος, 40 χρονών. Ήτανε καιρό άρρωστος ή έγινε ξα…λύ δεμένοι. Πάρα πολύ δεμένοι. Ό,τι μπορούσα να βοηθήσω συνέβαλα κι εγώ με τον Σάββα, να μην αναφέρω τι και πώς, αυτά τα ξέρουν τα παιδιά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Επαγγελματική ενασχόληση μετά το χωριό
00:35:07 - 00:42:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και το χωριό σου ήταν ένα σχετικά αρκετά ποντιακό χωριό. Το χωριό μας ήτανε τούρκικο χωριό και όπως ήταν από την Καππαδοκία ήρθανε όλοι μα…ιας καλής υγιεινής τροφής. Άμα δεν τα τηρείς αυτά, εγώ με το σπίτι μου, με το νοικοκυριό μου, με τα παιδιά μου, με, με τη δουλειά μου εδώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Κατοχή και το ολοκαύτωμα της Μολόχας απ' τους Γερμανούς
00:42:30 - 00:51:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και είπες ότι έζησες στο χωριό σου και την Κατοχή. Ε; Έζησες και την Κατοχή στο χωριό σου, είπες. Ναι, την Κατοχή του 1940, που μάστιζε τ…ευχαριστήριο, αλλά δεν έστειλαν άνθρωπο, δεν έτυχε. Το είχα να το δώσω δωρεά κι ακόμη και να τους βοηθήσω και να τους ταΐσω, δε με πείραζε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ο Εμφύλιος και πρώτη επιχείρηση έξω από στρατόπεδα
00:51:24 - 00:59:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και, και τον Εμφύλιο έζησες; Ε; Στο χωριό. Τον Εμφύλιο. Στον Εμφύλιο ήμουνα μικρός και είχα την τύχη ή την ατυχία να ζω μες στους αντάρτ…α ρίχνουνε κλαδιά για να τα βγάζουν. Άσφαλτος έγινε στο χωριό μας πολύ αργότερα, πολύ αργότερα, μπορώ να σου πω κατά τη Χούντα, κατάλαβες;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Σχολικά χρόνια και δουλειά στα χωράφια
00:59:56 - 01:07:11
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σχολείο είχε το χωριό σου; Εκ εί πήγαινες σχολείο; Είχαμε σχολείο, είχα την ατυχία να έχουμε ένα δάσκαλο αγράμματο, ήτανε των Τριών Μαρτύ…ι νευριάζεις;» «Όχι, να πάει να αγοράσει λαχείο! Δεν μπορεί ρε παιδί μου» λέει «ό,τι θέλει αυτός». Είχε, είχε πάθει την πλάκα του με μένα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Πολυπράγμων: Καλοριφέρ και γούνες
01:07:11 - 01:12:51
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και τότε που επιδιορθώνατε και καλοριφέρ και όλα αυτά πώς τα μάθατε να τα κάνετε; Πώς το ‘μαθα; «Ανάγκας και θεοί πείθονται» που λένε. Έβα…α πολλά. Στείλανε μαστόρους στην Ιαπωνία να μάθουνε τη γούνα πώς ράβουνε, και μετά εμείς παίρναμε από εκεί ραμμένα και ντυμένα, πάρα πολλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Οι σχέσεις στην Καστοριά, η εκτίμηση του κόσμου και η μέθοδος αυτοδιδασκαλίας
01:12:51 - 01:21:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτό που ήθελα να πω είναι, παρόλο που κατάγεσαι απ’ το Βοΐο, η Καστοριά τελικά έγινε δεύτερη πατρίδα σου. Ναι. Κοίταξε με το δίκαιο, διότ…ι το μυαλό. Εγώ δεν έχτισα εκκλησίες ούτε πήγα σε κανένα να δω, αυτοσχεδίαζα, αλλά αυτά που σχεδίαζα δεν ήτανε τυχαία, είχανε κάποια βάση.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Η Ομοσπονδία Συνταξιούχων Εμπόρων
01:21:50 - 01:31:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και τώρα η ασχολία σου είναι το ότι είσαι και πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου- Είμαι- Συνταξιούχων. Των Συνταξιούχων Εμπόρων, Πρόεδρος τ…ις εκκρεμότητες βλέποντας πίσω χάνεις το μπρος, κατάλαβες; Αυτό είναι το σπουδαίο. Κι εγώ ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη. Να ‘σαι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είμαι η Νικολέτα Αποστολίδου, έχουμε 23 Ιουνίου του 2023, είμαστε στο Πλαγιάρι Θεσσαλονίκης για μια συνέντευξη για το Istorima. Καλησπέρα.
Ναι, γεια σου.
Πώς σας λένε;
Ναι… Ιωάννης Χατζηλεοντιάδης του Λεοντίου, κατάγομαι από το χωριό Μολόχα Βοΐου του νομού Κοζάνης, γεννήθηκα το 1936, 25 Ιουλίου. Είμαι ένα από τα οχτώ αδέρφια που είχα, σήμερα βέβαια εν ζωή είναι τρία, όλα έχουν πεθάνει. Από χωριό που η ενασχόλησίς τους ήτανε η γεωργία. Κατά συνέπειαν, κι εγώ ακολουθώντας, ζώντας στο χωριό ασχολήθηκα με τη γεωργία, ακόμη κι ως μαθητής. Είχα την ατυχία, με, σε ηλικία 14 χρονών να πεθάνει ο πατέρας μου και 14 χρονών να είμαι αρχηγός πολυμελούς οικογενείας, με όλες τις συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό το πράγμα. Βέβαια, έζησα την εποχή το ‘41, την πείνα, βέβαια στα χωριά δεν πεινάσαμε, είχαμε τα εφόδιά μας, έζησα τους Γερμανούς και επίσης και τον Εμφύλιο πόλεμο. Ήμουνα σε ηλικία τέτοια που έμενα στο χωριό και ζούσα ανάμεσα σ’ αυτούς, δεν ήταν τους έβλεπα από μακριά, έτσι, κατευθείαν αυτούς έζησα. Καταφυγόντες μετά φύγαμε το ‘48 στην Νεάπολη Κοζάνης, εκεί μείναμε κάνα δύο χρόνια και αλλάζαμε από σχολείο σε σχολείο. Έκλεισαν τα σχολεία λόγω της Κατοχής, πηγαίναμε στο άλλο σχολείο, γραφόμασταν μια τάξη μεγαλύτερη, μετά ξαναγυρίζαμε πίσω, μας κάψαν το χωριό, μας κάψαν τα σπίτια, οι Γερμανοί βέβαια. Ήτανε δραματική κατάσταση. Τελικά, χάριν το ότι είχα την αδερφή του πατέρα μου στο Άργος Ορεστικόν, με βοήθησε να με παραχωρήσει στέγη και έτσι αποφάσισα να πάω στο Γυμνάσιο. Έδωσα εξετάσεις το 1950, πέρασα στο Γυμνάσιο και ακολούθησα, και στην δευτέρα τάξη έχασα τον πατέρα μου και βρέθηκα σε δίλημμα αν πρέπει να συνεχίσω τις σπουδές μου ή να διακόψω και να μείνω στο χωριό, να διατηρήσω, να συντηρήσω τα υπόλοιπα μέλη. Η γιαγιά μου η μακαρίτισσα, η οποία ήταν και παπαδιά, μου λέει «Παιδί μου, είτε μένεις είτε φεύγεις εμείς δεν θα αλλάξουμε, δε θα βελτιωθούμε. Καλό είναι να πας στο σχολείο» κι έτσι αποφάσισα να συνεχίσω τα υπόλοιπα χρόνια της, του σχολείου. Μάλιστα δε, όταν πέθανε ο πατέρας μου, είπε ότι «Θα χαραμιστεί ο Γιάννης, δηλαδή πεθαίνοντας δε θα σπουδάσει». Αυτό το πήρε σαν εντολή η γιαγιά μου, η μάνα του πατέρα μου δηλαδή, η παπαδιά, και το ήθελε πάση θυσία να τελειώσω το Γυμνάσιο και μετά να πεθάνει. Όντως τον Ιούνιο του ‘56, ‘55, τελείωσα το Γυμνάσιο και πήγα στο χωριό, ρωτάω «Πού είναι η γιαγιά;», λέει «Είναι στο νοσοκομείο της Νεαπόλεως». Πήγα και τη βρήκα, το πρώτο που με ρώτησε, αν τελείωσα. Λέω «Γιαγιά τελείωσα», λέει «Να έβρισκες και μια δουλειά και μετά να πέθαινα». Εν πάση περιπτώσει, δεν πήγε πολύ, μέσα σε ένα τρίμηνο πέθανε, αλλά αυτή την επιθυμία που είχε εξεπληρώθη, διότι «Να τελειώσεις κι ας πεθάνω». Εγώ μη έχοντας οικονομική, ας πούμε, επάρκεια δεν μπορούσα να, να δώσω ούτε εξετάσεις στα πανεπιστήμια, διότι ήθελε τότε εγγραφή για να δώσεις εξετάσεις, τουλάχιστον 2.500. Έκανα, όμως, μια άλλη δουλειά, στην 8η τάξη Γυμνασίου άνοιξα μια αλληλογραφία, σπουδές λογιστικής δια αλληλογραφίας στην Αθήνα, τη σχολή Κοντολέφα. Έστελνα τα μαθήματα, μου τα στέλναν διορθωμένα, μου στέλναν τ’ άλλα και με χρεώνανε 12 δραχμές το μάθημα. Μετά, όταν είδαν την επίδοσή μου, με στέλναν δύο-δύο τα μαθήματα. Εγώ από τις στερήσεις, από ανέχεια, προσπαθούσα να βρω τα 12, τις 12 δραχμές να τις στείλω, στερούμενος και του κουλουριού, και κουλούρι δεν είχα να πάρω, από ποιον να ζητήσω; Στο τέλος δε, δεν μπόρεσα, τους λέω «Δεν μπορώ να συνεχίσω, δεν έχω λεφτά» και μου είπαν ότι «Συνέχισε και θα, όταν θα ‘ρθεις να πάρεις το πτυχίο, θα δώσεις και τα λεφτά τα υπόλοιπα». Και πράγματι, ένα ποσόν, 200, 200, 240 δραχμές έμεινε χρέος στη σχολή και τον Αύγουστο του 1954 πήγα στη σχολή, Μέγαρο Πλάζα, πλατεία Ομονοίας κι έδωσα εξετάσεις πτυχιακές. Αλλά το σπουδαίο είναι ότι όταν ήρθε η ώρα να πάω κάτω έπρεπε να είχα λεφτά τόσο για τα εισιτήρια όσο και για το χρέος. Από πού να πάρω λεφτά; Απ’ τη χήρα τη μάνα μου που δεν είχε τίποτε; Αναγκάστηκα και πήγα παραλήπτης σε μια πατόζα αλωνιστική και πήρα 400 οκάδες σιτάρι δικαίωμα μου, το οποίον μετέτρεψα σε δραχμές με 2 δραχμές το κιλό και πήρα από την υπόθεση αυτή 800 δραχμές, μ’ αυτά ξεκίνησα και πήγα στην Αθήνα, πλήρωσα το χρέος έδωσα εξετάσεις και βγήκαν τα αποτελέσματα και μάλιστα σε δεύτερη, δεύτερη σειρά είχα, δεύτερος στην επετηρίδα. Εγώ πήγα στον διευθυντή τότε, γιατί έλεγαν ο πρώτος της σχολής μπορεί να μείνει στη σχολή και να διορθώνει γραπτά σπουδαστών και να παίρνει 1.500 δραχμές. Πάω του λέω… Εγώ είχα άμεση ανάγκη για τις 1.500, ήθελα να μάθω τι διαφέρει το γραπτό μου από τον πρώτο κι είμαι δεύτερος. Εκατοστά μου είπε, κάτι, δικαιολογήθηκε. Τον εξήγησα, όμως, εγώ είχα άμεση ανάγκη απ’ αυτά τα λεφτά. Φεύγω από εκεί, έρχομαι στο χωριό, μετά από κάνα 3 μήνες, παίρνω ένα γράμμα από τον διευθυντή και λέει «Στο Κογκό της Αφρικής θέλουνε έξι λογιστάς και αν θέλεις να προτείνουμε κι εσένα να πας. 10.000 το μήνα, λίρες, πώς τις λέγανε, τροφή και κατοικία δωρεάν». Εγώ πέταξα απ’ τη χαρά μου ότι θα σωθώ, έλα όμως που όλοι στο σπίτι βάλαν τα κλάματα «Πού θα πας;» κλπ., και δεν πήγα. Μετά από εκεί ήρθα στη Θεσσαλονίκη το ‘56, αποφοίτησα και το Γυμνάσιο με το πτυχίο, δούλεψα εδώ στις ΥΕΒ, Εγγείων Βελτιώσεων, στις καλλιέργειες ρυζιών έναν χρόνο, και γυρίζοντας Χριστούγεννα επάνω πήγα στο Άργος να δω τη θεία μου εκεί, που έμενα κι 6 χρόνια. Τότε η Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών είχε προκήρυξη διαγωνισμό κι ήθελε έναν λογιστή. Παίρνω μέρος και παίρνω τη θέση αυτή. Έναν χρόνο υπηρέτησα στο Άργος το ‘56, το ‘57, τέλη του ‘57 με μετέθεσαν στην Καστοριά, γιατί είχαν ανάγκη από προσωπικό, που να ‘ναι καταρτισμένο. Δούλεψα εκεί 8 χρόνια, αλλά δεν με γέμιζε, διότι έβλεπα δεν είχε μέλλον. Έβλεπα συναδέλφους μου που προηγούντο 10 χρόνια πιο μπροστά και αυτά που έπαιρναν και θα έπαιρνα εγώ όταν έφτανα δεν ήταν ικανοποιητικά. Έπαιρνα 1.700 δραχμές. Λοιπόν, δεν μπορούσα, δε με χωρούσαν τ’ αυτά, τελικά αποφασίζω να παραιτηθώ απ’ την υπηρεσία, και μάλιστα πήρα 3 μήνες άδεια άνευ αποδοχών, και μετά οριστικοποιήθηκε η απόλυσις μου. Ήδη άνοιξα ένα λογιστικό γραφείο με το οποίον και ξεκίνησα τη δουλειά μου. Ήτανε καλές οι εποχές τότε, ήκμαζε η γούνα κι υπήρχε πολύ χρήμα κι όλοι είχαν ανάγκη, και μάλιστα κατά καλή μου τύχη το ‘65 εφηρμόσθη το πρώτον η ασφάλεια των γουνεργατών στο ΙΚΑ. Αυτό τι εσήμαινε; Σήμαινε ότι κάθε γουνοποιός έπρεπε να ξέρει να συντάσσει μισθοδοτικές καταστάσεις, εισφορές, συνεισφορές, πρόσθετη εργασία, που δεν μπορούσαν, κι ήταν απαραίτητη η παρουσία λογιστού. Κι έτσι ξεκινώντας, πήγανε οι δουλειές καλά, ο επιθεωρητής της Αγροτικής Τραπέζης, που με ήξερε, ο κύριος Κουδουμνάκης, με φώναξε μια μέρα, λέει «Δεν έχει σημασία αν πέρασε η προθεσμία που έφυγες, εάν θέλεις να επιστρέψεις, επειδή ήσουνα παραγωγικός, μπορούμε να εισηγηθούμε να επανέλθεις». Του λέω «Κύριε Κουδουμνάκη, δε θα μιλήσουμε μεταξύ προϊσταμένου κι υφισταμένου». Αυτός ήταν ο επιθεωρητής. «Εγώ αυτήν τη στιγμή έχω δύο υπαλλήλους τους οποίους πληρώνω από 5.000, δέκα, να μη βγάζω κι εγώ δέκα – εγώ έβγαζα εβδομήντα» «Μπράβο παιδί μου, μπράβο παιδί μου» κι έτσι συνέχισα τη δουλειά μου. Η δουλειά μου πήγε πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ καλά. Δεν έλεγα ότι ήμουνα εγώ ο εξυπνότερος, πάντα έλεγα είμαι «ο μονόφθαλμος στους τυφλούς», μετριόφρων. Η επιτυχία μου[00:10:00] οφείλετο στο ότι μπήκα στην ψυχολογία του Καστοριανού, οι Καστοριανοί έχουν μια άλλη νοοτροπία, την οποίαν αν την μάθεις, κάνουν ότι δεν ξέρουν, ότι υστερούν, αλλά κατά βάθος ξέρουν τι κάνουν, ξέρουν, ξέρουν τι λένε. Μερισμένοι, ορισμένοι ήθελαν να τα εκμεταλλευτούνε «Αυτός δεν ξέρει, αυτός δεν κάνει», πιάστηκαν μετά στις λαδιές τους και απέτυχαν. Εγώ δημιούργησα φίλους, πελάτες φίλους, τόσο δεμένους που πέρασαν και 10 χρόνια και δεν αναμόρφωσα την αμοιβή μου χάριν φιλίας. Έφτασα στο σημείο να έχω 70 πελάτες. Είχα 3 βοηθούς κι άλλους είχα στα καταστήματα τους, τα μεγάλα μαγαζιά. Κάποτε στην εφημερίδα της Καστοριάς, Η Φωνή της Καστοριάς, είχα δημοσιεύσει μία άποψη σχετικά με τη γούνα και τελειώνοντας είχα γράψει ότι, εκείνο που λεν «Εις μεν τους γονείς μου οφείλω το ζην, εις δε την Καστοριά το ευ ζην», αναγνωρίζοντας δηλαδή ότι πράγματι η Καστοριά συνέβαλε στο να αλλάξω τρόπο. Ήμουνα πολύ τολμηρός. Πέραν των, της λογιστικής, ασχολήθηκα με τα κτηματομεσιτικά, έπρεπε να βγάλω άδεια κτηματομεσίτου. Ο νόμος δεν προέβλεπε στον νομό Καστοριάς με κτηματομεσίτη, διότι δεν υπήρχανε συναλλαγές. Πήγα στο Υπουργείο Εμπορίου και μου λέει «Θα πας στην Καστοριά, θα πεις τον κύριο Βγενόπουλο, τον Νομάρχη, λόγω του ότι αυξήθηκαν οι οικοδομικές εργασίες να ψηφίσει νόμο να, να δημιουργηθούν θέσεις και να υποβάλει την αίτηση, να την καταλάβεις». Και πράγματι έτσι έγινε και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα, ήμουν ο πρώτος κτηματομεσίτης, επίσημος κτηματομεσίτης, και με χρησιμοποιούσαν και στα δικαστήρια όταν χρειαζόταν κάποια συμβουλή ενός ειδικού κτηματομεσίτη. Έβγαζα τα κτηματομεσιτικά, έβγαζα τα λογιστικά και παράλληλα όμως δε στάθηκα, φύσει ανήσυχος τύπος, ασχολήθηκα και με οικοδομές. Έχτισα στο Άργος Ορεστικόν τρεις οικοδομές, έχτισα κι ένα εργοστάσιο στο Άργος Ορεστικόν. Λοιπόν, παράλληλα όμως εμένα με έπνιγαν κι οι υποχρεώσεις οι οικογενειακές, είχα τ’ αδέρφια μου. Έπρεπε να πληρώσω το οικοτροφείο για τον αδερφό μου που πήγαινε στο Γυμνάσιο, πλήρωνα το οικοτροφείο, πλήρωνα το ενοίκιο και ήμουνα σε δύσκολη θέση προτού φύγω να ανοίξω το γραφείο. Ίσως κι αυτός ήταν ένας λόγος που μ’ ανάγκασε να φύγω, να μπορέσω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου και στη μάνα μου κλπ. Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος από την εξέλιξη των πραγμάτων. Μάλιστα, ο μπατζανάκης μου ο Σάββας δεν το είδε καλό, με κατέκρινε, λέει: «Τι έκανε;» λέει. «Άφησε μόνιμη δουλειά και πήγε άνοιξε ένα γραφείο κάτω απ’ τη σκάλα του Πάτσου;» Και τον είπε τότε ο μακαρίτης ο Κλής, ο δήμαρχος: «Αυτόν που τον βλέπεις μια μέρα θα τρίβεις τα μάτια σου» χαρακτηριστικά. Δεν περιαυτολογώ, περιγράφω τα πράγματα όπως έχουν. Δόξα τω Θεώ, δημιουργήθηκαν, πέραν… Παράλληλα, βέβαια, είχα και μία αξιόλογη γυναίκα την οποίαν είχα και συμμαθήτρια, στην οποία οφείλω την εξέλιξη των παιδιών μου, αυτή ασχολήθηκε με τα παιδιά, δεν ήθελα να την πάρω στο, στη δουλειά. Εγώ δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ με τα παιδιά. Το ήθος και τις γνώσεις και τ’ αυτά, το ξεκίνημα το πήραν απ’ τη γυναίκα μου και ήταν και χαρακτήρας έντιμος και το ήθος και τα παιδιά μου βγήκαν ακέραια και σαν χαρακτήρες και σαν επιστήμονες, δεν επηρεάστηκαν καθόλου απ’ τα οικονομικά τα οποία είχαν βελτιωθεί, ούτε εγώ άλλαξα τρόπο ζωής, διότι δημιούργησα κάτι. Είμαι αυτός που ήμουνα, να συμπάσχω με τους μη έχοντες, να κάνω παρέα με όλους ανεξαρτήτου οικονομικής καταστάσεως και πιστεύω ότι έγινα πολύ αγαπητός στην Καστοριά. Η εκτίμησή τους φάνηκε από το ότι το ’74, μετά την Μεταπολίτευση, όταν έγιναν εκλογές να βγάλουνε πρόεδρο νομαρχιακής επιτροπής βγήκα παμψηφεί Πρόεδρος Νομαρχιακής επιτροπής. Αυτά ως προς εκείνα. Ήδη και πέρασαν 40 χρόνια που λείπω απ’ την Καστοριά, χαίρω εκτιμήσεως απ’ όλους. Ο Καστοριανός τώρα άμα πάμε θα δείτε ότι είναι ένας πολύ καλός… Ήτανε, μιλάω, αναφέρομαι στη δεκαετία του ‘50, ‘60 μέχρι και ’70. Έντιμοι άνθρωποι, ειλικρινείς, συνεπείς καθ’ όλα. Ένα στοιχείο που έδειχνε το, την εντιμότητά τους ήταν ότι όταν κάναν συναλλαγές, πουλούσαν μια παρτίδα ας το πούμε -πώς το λέγανε- γουναρικά κι έκανε -ας πούμε- 2 εκατομμύρια. Λέει «Πούλησα τα γουναρικά μου στη φίρμα -τάδε- 2 εκατομμύρια και μου είπε σε δυο ‘βδομάδες θα μου στείλει τα λεφτά». Ούτε συναλλαγματική, ούτε συμφωνητικό, εν λευκώ και όλα πήγαιναν καλά. Μετά την πάροδο πολλών ετών επισύρθαν κι άλλοι παράγοντες ξένοι προς την Καστοριά και το θέμα χάλασε, μπαστάρδεψε δηλαδή. Ως προς το θέμα το λογιστικό δούλεψα έντιμα, δούλεψα τόσο έντιμα, ίσως αποτελούσα εξαίρεση. Τι θα πει λάδωμα επί ημερών μου δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο μου. Κι αν είχα αντιθέσεις, πάλευα και στα φορολογικά δικαστήρια και κέρδιζα και τα φορολογικά δικαστήρια. Γνώριζα και μου κάνανε μία καταγγελία στο Υπουργείο ότι «Οι πελάτες του Χατζηλεοντιάδη περνάνε ανώδυνα, ότι ο πελάτης έχει, ο Χατζηλεοντιάδης έχει πολλούς πελάτες και ότι πού τα βρήκε κι έχει περιουσία;». Κάναν καταγγελία στην, Υπουργείο, στα ελεύθερα, στον επιθεωρητή, και ήρθε εκεί πέρα, τι συμβαίνει. Πήγαν στο γραφείο μου, εγώ ήμουνα Θεσσαλονίκη το ’77, πάνε στο γραφείο μου, δύο φίλοι, αλλά ήταν υπάλληλοι, εντολή με τον επιθεωρητή μαζί, γιουχάρουνε μέσα χωρίς να με πουν τίποτε, τα βιβλία να ψάξουνε, να βρούνε κλεψιμαίικα. Το μαθαίνω εγώ εδώ, πηγαίνω στη Δωδεκανήσου, ήταν τα γραφεία της Επιθεωρήσεως, ένας Παπάς ονόματι επιθεωρητής, του λέω «Κύριε επιθεωρητά, πήγατε -λέω- να ελέγξετε το γραφείο μου. Δεν είχατε υποχρέωση να με τηλεφωνήσετε να είμαι; Ερήμην εμού πήγατε και σαν κλέφτες παραβιάσατε;». Εν πάση περιπτώσει λέει «Έχουμε αυτό» και τα λοιπά. «Καλά κάνετε» «Γιατί;» λέει. Λέω «Αυτό που καταγγέλλουν, κύριε επιθεωρητά, αφορά κι εσάς, διότι όταν λένε οι πελάτες μου περνάν καλά, κάτι συμβαίνει. Για πιάσε, ξέρεις το… Πώς περνάν καλά οι πελάτες μου;» Περνάν καλά, γιατί ξέρω να κάνω τη δουλειά μου σωστά. Όσον αφορά για άλλη κατηγορία, ότι έχω πολλούς πελάτες, από πουθενά δεν μ’ απαγορεύεται να έχω πελάτες ελεύθερους επαγγελματίες, όσους θέλω. Και το ότι πού τα βρήκα αυτά που έχω, είναι όλα δηλωμένα και όλα φορολογημένα, ας μου πουν ότι κάτι δε δήλωσα, να τους πω μπράβο». Μετά έμαθα ποιος ήταν, συνάδελφος λογιστής, τον οποίον εγώ έδωσα δουλειά να τον βοηθήσω. Βέβαια, τι άλλο να πω; Εγώ πέρασα καλά, πάρα πολύ καλά και σήμερα συνεχίζω να χαίρω εκτιμήσεως με τους Καστοριανούς. Όταν πηγαίνω εκεί, δεν προλαβαίνει ποιος θα με πάρει, και πολλοί μάλιστα εξ αυτών εκφράζουν και την επιθυμία, λέει «Απώλεια για την Καστοριά που έφυγες». Ασχολήθηκα με τα, με φοροτεχνικά, με την εργατική νομοθεσία, ανακάλυψα εκεί ότι κακώς οι Καστοριανοί πληρώνουνε 3% υπερεργατικής εστίας, κάπου εκεί, μία συνεισφορά, διότι υπήρχε έναν νόμος οι παραμεθόριες περιοχές είχανε 40% έκπτωση. Παίρνω το Υπουργείο και βγήκε ένας… Πώς λεγότανε; Ο πατέρας του ήταν Μέραρχος στη 10η μεραρχία, λέω «Αυτό και αυτό, είμαι…», «Ναι» λέει «έχετε δίκιο». «Και τι θα γίνει αυτά που πλήρωσαν;» «Αυτά που πληρώσανε» λέει «θα τα συμψηφίσουνε στα μελλοντικά». Παίρνω κι εγώ, δημοσιεύω την τοπική εφημερίδα, λέω «Κύριοι, κατόπιν ενεργειών μας ανακάλυψα αυτό κι αυτό κι αυτό». Λέει ένας πελάτης, μάλιστα είπε «Μην το πεις πουθενά, εμείς να μην πληρώνουμε», κατάλαβες; Λέω «Είμαι υποχρεωμένος, θα το πω για το καλό του συνόλου». Τον… Πώς δεν τον θυμάμαι τον, τον διευθυντή του τμήματος; Δημοσιεύω λέω «Το και το, και τις τυχόν επιπλέον καταβληθείς μέχρι σήμερα εκ παραδρομής θα συμψηφιστούν στα επόμενα». Ο σύλλογος, σύλλογος εμπορικός, Εμπορικός Σύλλογος Καστοριάς, δεν τους φάνηκε αυτό, έτσι, δεν πολύ… Δεν ήθελαν να φανεί ότι εγώ το ανακάλυψα. Δημοσιεύει στο επόμενο φύλλο ότι «Κατόπιν ενεργειών μας -λέει- πετύχαμε αυτό». Ναι αλλά οι ενέργειες έγιναν το ‘70, το… Πότε ήτανε; Εν πάση περίπτωση, ο νόμος ήτανε προ πενταετίας και, αυτοί ενέργησαν να ψηφίσει νόμο τώρα. Τους απήντησα εγώ «Ενεργήσατε[00:20:00] τώρα για να βγει ο νόμος του, του ‘80; Ο νόμος βγήκε, εσείς ενεργεία τώρα». Τέλος πάντων, δεν ήθελα να πούνε, συγχαρητήρια έπρεπε να μου στείλουνε. Και πολλές προσφυγές πελατών μας που δεν συμφωνούσαμε, φτάσανε στα φορολογικά δικαστήρια κι επεστράφησαν χρήματα. Σου είπα, έντιμα δούλευα και ‘φτάσα στο σημείο να λέει η, κάποτε μία Δώρα, του Γιάκα η νύφη, ήταν έφορος η Δώρα η Θεοδωρίδου, όταν πήγαινα και λέγαν «Αυτό του Χατζηλεοντιάδη», λέει «Άμα το ‘γραψε ο Χατζηλεοντιάδης κάπου το ‘χει καρφωμένο, είναι σίγουρο μην το ψάχνετε». Τέτοια εμπιστοσύνη είχα και συναλλαγή. Όσοι έφοροι ερχότανε είχα άριστες σχέσεις χωρίς να είχα καμιά παρτίδα, όχι πλήρωσα, λάδωσα, τίποτε, αυτό σ’ εμένα δεν υπήρχε. Μιλούσα τη γλώσσα της αλήθειας. Και να σας εξηγήσω, λέω, την κατηγορία που λένε ότι οι πελάτες μου περνάν ανώδυνα, να στο ξηγήσω. Δεν περνάν ανώδυνα γιατί λαδώνω κάποιον. Εγώ ήξερα ότι ο συντελεστής φορολογίας ήτανε 6-12, ελάχιστο μέγιστο, εγώ τους έβαζα 11 και εν εσχάτη ανάγκη το χειρότερο θα πήγαινε 12, θα είχε 1% διαφορά, τίποτε. Κι έβγαζαν -ας πούμε- 1%, πλήρωσαν άλλες 100 δραχμές. Ενώ οι άλλοι συνάδελφοι έλεγαν «Έλα βρε 6, βάλ’ το 3, δε βαριέσαι». Το 3 με τα 12 είναι 9, πολλαπλασιαζόμενο επί μιάμιση φορά και πληρώνανε τα μαλλιοκέφαλά τους. Εγώ, λέω, προσγείωνα τους πελάτες σύμφωνα με τον νόμο και ήταν κοντά στα περιθώρια, άσχετα αν βγάζαν 20 και 30, μέσα στο 12, κοντά, γι’ αυτό λέω οι πελάτες μου περνάν ανώδυνα. Πληρώνουν στην αρχή ό,τι αναλογεί βάση νόμου και αφήνουν ένα περιθώριο, γιατί κι ο ελεγκτής πρέπει κάτι να βγάλει, διότι αν δε βγάλει, θα πει ότι κάτι συμβαίνει. Μ’ αυτόν τον τρόπο λέω περάσαν οι πελάτες μου και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Για να σου λέω ότι όλοι οι, όλοι οι έφοροι που πέρασαν λες και τους είχα φίλους, πατριώτες από χρόνια, τους πάντες. Είχα τον τρόπο μου να, να μιλώ την αλήθεια και πολλές φορές με, με, με ρωτούσανε. Τι να πω; Μετά, όταν μεγάλωσαν τα παιδιά και πήγαν στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο, θεώρησα καλό να ‘ρθω στη Θεσσαλονίκη να είμαι κοντά στα παιδιά να, τα προωθήσω για τις περαιτέρω σπουδές, δε μετάνιωσα, δημιούργησα και προϋποθέσεις όταν ήρθα εδώ, καλές, κι εδώ δε σταμάτησα. Ερχόμενος στη Θεσσαλονίκη, δούλεψα ένα διάστημα το κτηματομεσιτικό και μετά δούλεψα το γουναράδικο στο όνομα της γυναίκας μου, εγώ, ο λογιστής, στο τέλος έβγαζα πατρόν, έβγαζα μοντέλα, έκοβα, μπορεί να έραψα 10.000 πατρόν να ‘χω βγάλει και επικράτησα και στον τομέα αυτόν χωρίς να καθίσω να πάω σε κάποιον δίπλα να με δείξει. Όλα ήτανε μαθηματικά. Και τώρα με θύμισες ένας καθηγητής Μαθηματικών Μπακάλης… Εγώ σ’ αυτά ήμουνα, δεν υπήρχε δεύτερος και ‘λέγαν «Ουδέν πρόβλημα άλυτον απ’ τον Χατζηλεοντιάδη» έλεγε, δε θα το ξεχάσω «Εδώ -λέει- μαθαίνετε το ημίτονο, το συνημίτονο, η εφαπτομένη, όταν θα βγείτε στην κοινωνία δε θα τα βρείτε αυτά. Στην κοινωνία θα βγείτε και θα αντιμετωπίζετε τα προβλήματα της ζωής. Εάν λύσετε αυτά τα προβλήματα ακονάτε το μυαλό σας για να λύσετε και τα πρόβλημα της ζωής». Κι έτσι έγινε. Εγώ που είχα επιτυχία εκεί που ήμουνα, είχα και μεγάλη επιτυχία στη λύση του προβλήματος της ζωής. Ήμουνα κι αποφασιστικός. Όταν ήμουνα υπάλληλος μη έχοντας άλλα εισοδήματα και βρισκόμουνα σε δύσκολη θέση, αναγκάστηκα με τον μπατζανάκη μου, με τον Αποστολίδη τον Σάββα, βάλαμε 9 στρέμματα μποστάνι και πουλούσαμε πεπόνια για να βγάλουμε… Και το σπίτι που έχτισε από τα πεπόνια χτίστηκε. Ε, πολλές δουλειές, πολλές δουλειές, αναγκάστηκα εκ των πραγμάτων. Ήμουν ο πρώτος στο Άργος Ορεστικό που έβαλε καλοριφέρ, κι αναγκάστηκα μη έχοντας συντηρητή να γίνω και συντηρητής του καλοριφέρ. Και μάλιστα, με φώναζε κι η Ζαχαρούλα η Χατσαίρα και πήγαινα έφτιαχνα συντήρηση και τον δικό της τον καυστήρα. Το πρώτο ασανσέρ που μπήκε στο Άργος ήταν το δικό μας, προπορεία. Και λόγω το ότι είχα, ανήσυχος τύπος, να ασχοληθώ σε όλα, κάναμε το καλοριφέρ του παππού του Σάββα και έκανα τον πίνακα εγώ –δεν είχε να αγοράσουμε πίνακα– πάνω σε ένα πλακάτ, έκανα τον πίνακα, τον συνδέσαμε, «Τώρα αν πατήσεις το κουμπί» λέει «θα γίνει έκρηξη» κι ήταν όλο ρολόι φτιαγμένα και τα λοιπά. Τι να πω, τι να πρωτοθυμηθώ; Να θυμηθώ ότι μες στην τάξη το ‘52 λέει ο καθηγητής ο φιλόλογος «Χατζηλεοντιάδη, βγες έξω» και αρνήθηκα να βγω, διότι συνήθως τους ατακτούντας έλεγαν «Βγες έξω». «Δεν έκανα τίποτα κύριε» «Βγες έξω παιδί μου». Με περιμένανε έξω 22 Ιανουαρίου το ‘55, απ’ το χωριό ήρθαν, πέθανε ο πατέρας μου 40 χρονών, για να πάω στο χωριό. Με 40 πόντους χιόνι, 18 χιλιόμετρα. Τι να πρωτοθυμηθώ; Πολλά, πολλά. Αλλά είμαι πολύ ευχαριστημένος απ’ τη ζωή μου κι απ’ τον Θεό ότι όλα πήγαν καλά, εκείνα πέρασαν στο παρελθόν, τώρα νιώθω πολύ άνετα, μ΄ αρέσει να δουλεύω, γι’ αυτό κι είμαι στη φύση έξω, γι’ αυτό και πιστεύω ότι συντηρούμαι ανάλογα με τα… Τώρα μπαίνω στα 88, καλά είμαστε. Νομίζω ότι η επιτυχία μου δεν έγκειται στο ότι ήμουνα έξυπνος, ήξερα περισσότερα, ήταν ότι μπήκα στην ψυχολογία του Καστοριανού και με εξετίμησαν οι άνθρωποι κι εμένα σαν έντιμο, σαν ειλικρινή και με εμπιστεύθησαν ό,τι είχανε. Είναι κρυψίνοι λιγάκι αυτοί, δεν λεν’ στον άλλον τι έχουν. Εμένα ερχόταν και μου έλεγαν «Έχω τόσα εκατομμύρια, βρες μου ένα ακίνητο να το πάρουμε». Απόλυτη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό μου, το εκτιμούσα εγώ, το αξιολογούσα, δεν το εκμεταλλευόμουνα ποτέ. Μπορεί να έκανα συναλλαγές, να μην έπαιρνα προμήθεια προκειμένου να εξυπηρετήσω τον πελάτη. Υπήρχαν και περιπτώσεις που έπαιρνα την προμήθεια. Εμένα τα δύσκολα χρόνια ήταν τα πρώτα, τα πρώτα που μ’ ένα ξερό μισθό, με 1.700, 300 το οικοτροφείο, 400 το ενοίκιο, με ένα χιλιάρικο ζούσαμε. Δυσκολίες πολλές… Κι ενώ όλα πήγαν καλά κι όλα πήγαν και δημιουργήσαμε και φτάσαμε στο σημείο που ούτε περίμενα να φτάσω, τώρα που έπρεπε να ζήσει η γυναίκα μου δεν έζησε. Μαζί μου αγωνίστηκε να δημιουργήσουμε και δεν έζησε. Συνεκτιμώντας τη συνεισφορά της στην δημιουργία μας, στο Άργος Ορεστικό το εργοστάσιο που είχα και το «Εσκιμό», το μοιράσαμε και πήρα δύο πλάκες οι οποίες μετατρέπονται σε 7 διαμερίσματα. Τα ‘κανα δωρεά στη μνήμη της γυναίκας μου. Τα παιδιά τα φώναξα, δεν θέλουν τίποτα, λέω «Δικαιούται κι η μάνα σας η οποία μ’ έπλενε τα ρούχα κάθε μέρα, εγώ πήγαινα λερωμένος», και της έκανα τη δωρεά στη μνήμη της να πάει. Τι να κάνουμε…
Ο πατέρας σου από τι πέθανε;
Οξεία μηνιγγίτιδα πέθανε, πέθανε νέος και… Μη συζητάς, πολύ νέος, 40 χρονών.
Ήτανε καιρό άρρωστος ή έγινε ξαφνικά;
Ήτανε ένα, κάνα εξάμηνο και δεν, τότε δεν υπήρχαν τα φάρμακα, ταλαιπωρήθηκε με… Πήγα εγώ στην Κοζάνη, πούλησα μια μοσχίδα, πήρα -δεν ξέρω- 4 λίρες, πόσο τότε; Τα ‘βαλαν εδώ στο παντελόνι μου, το ράψανε κιόλας να μην τις χάσω να πάω στην Κοζάνη, αν χρειαστεί να δώσω κάποιον να τον σώσω. Δεν με, δεν με γνώριζε, ήτανε χαμένος. Βέβαια, 22 Ιανουαρίου. Κι ο αδερφός μου ο τελευταίος γεννήθηκε τον Μάρτιο, μετά από δυο μήνες γεννήθηκε, ο Λεωνίδας. Όλοι αυτοί, αυτός δεν γνώρισε πατέρα κι οι άλλοι ήταν ανήμποροι, έπρεπε εγώ να φροντίσω. Παρότι δεν είχα, γι’ αυτό λέω ότι κι η γυναίκα μου ήταν ήρωας, δεν έλεγε «Τα λεφτά που παίρνουμε δε μας φτάνουν, τώρα τα αδέρφια σου θα κοιτάξουμε;» Κι όμως κι αυτή έκανε θυσία. Για 6, 6 χρόνια είχα και τον αδερφό μου στο σπίτι, τον πλέναμε, τον σιδερώναμε, τον ταΐζαμε.
Και πώς ήταν όταν ήσουνα 14 χρονών κι έπρεπε να γίνεις οικογενειάρχης;
Δεκατεσσάρων χρονών εγώ όργωνα, θέριζα, αλώνιζα και μετά βίας έφτανα το χερούλι απ’ το αλέτρι που όργωνα. Θερίζαμε με τα, παλαμάρια, με τα, με τα δρεπάνια. Αλωνίζαμε με την ντουγκάνα, πως ήταν τα ζώα, και το λιχνίζαμε το βράδυ, αν φυσούσε αέρας, κι ήτανε σκέτη ταλαιπώρια. Το… Μετά όμως, το… Μετά το ’52-’53, ήρθανε οι, οι πατόζες, οι οποίες μόνον αλωνίζανε, δεν θερίζανε. Θερίζαμε, κουβαλούσαμε τα, τα δεμάτια σ’ ένα, σε μια αλάνα κι [00:30:00]ερχόταν η πατόζα και τα αλώνιζε. Μετά από λίγα χρόνια, βγήκε η, η κομπίνα, η οποία θέριζε κι αλώνιζε. Κοίταξε, Νικολέτα μου, η ιστορία μου είναι μεγάλη, εγώ περιληπτικά σου είπα αυτά, γιατί κάποτε μου είπε η Σοφία, η κόρη μου «Γράψ’ τα κάπου». Έγραψα, κάτι έγραψα, μετά σταμάτησα. Το 1957, έναν θείο είχα, της γιαγιάς μου τον αδερφό, ήταν σταθμάρχης στα τρένα, αυτός δεν είχε παιδιά, λέει «Θέλουνε 50 σταθμαρχαίους να ‘ρθεις να δώσεις εξετάσεις για να γίνεις σταθμάρχης. Εγώ -λέει- υπέβαλα την αίτηση 10 Δεκεμβρίου του ‘57. Μίλησα με τον Υπουργό Γεωργίας – τον οποίο είχε φίλο και συμμαθητή - και μου είπε “Ας δώσει”». Μου λέει, μου στέλνει κι ένα χαρτί, Γεωγραφία, ξένη γλώσσα Αγγλικά-Γαλλικά- Γερμανικά, Μαθηματικά και Έκθεση» «Όλα καλά ρε θείο, αλλά ξένη γλώσσα γιατί δεν βάλανε και Ποντιακά να γράψω;». Λέει «Δεν πειράζει, μίλησα», δηλαδή τότε γινόταν κι αυτά τα ρουσφέτια. Πήρα εγώ να μάθω ορισμένα γαλλικά, αυτοδίδακτος, αδύνατον να μάθω, τέλος πάντων. Δέκα Δεκεμβρίου ήταν οι εξετάσεις, 25 Νοεμβρίου έρχεται στη Θεσσαλονίκη ο υπουργός, ήτανε υποδιευθυντής του Ελληνικού Βορρά, με διαφεύγει το όνομά του και πεθαίνει, 15 μέρες προ των εξετάσεων. Εγώ τότε στεναχωρήθηκα, αλλά είδα ότι με βγήκε για καλό τελικά πως ήρθαν τα πράγματα, διότι αν ζούσε μπορεί να ‘λεγε «Βάλτε τον κι αυτόν». Για 15 μέρες… Τελικά έδωσα εξετάσεις, ήταν επόμενο να μην περάσω διότι δεν ήξερα ξένη γλώσσα και στα άλλα μπορεί να μην ήμουνα απόλυτα… Και ίσως τότε λίγο στεναχωρήθηκα, αλλά ό,τι, ό,τι με πήγε ανάποδα, στο τέλος μου βγήκαν για καλό. Θα γινόμουνα σταθμάρχης, θα ήμουν σε κάναν σταθμό στη Βεύη, στην Κέλλη, ξέρω ‘γω τι, και στο τέλος μακριά απ’ την οικογένεια θα ζούσε και ούτε ένα σπίτι δε θα είχα. Το ελεύθερο επάγγελμα έχει περιθώρια απεριόριστα, μπορείς να ανεβείς ψηλά, μέχρι σε σημείο που να εκπλήσσεται ο άλλος και να λέει «Πού τα βρήκε;». Πάρα πολλοί διερωτώνται και αμφιβάλλουνε δηλαδή ότι αυτά βγήκαν με έντιμο τρόπο, με πολύ έντιμο τρόπο. Με ειλικρίνεια. Κι εγώ το λέω κι αλλιώς, όταν αυτά είναι, τα παίρνεις με τη δουλειά σου, είναι νόμιμα, αυγατίζουνε. Τα ανεμομαζέματα διαβολοσκορπίσματα. Πάλι επανέρχομαι στη γυναίκα μου, τον έναν παράγοντα στην οικονομία και οικογενειακή οικονομία παίζει κι η γυναίκα. Αν έχεις μια γυναίκα που είναι σαν τρύπιο τσουβάλι, όσο και να ρίξεις μέσα δε γεμίζει. Είχα νοικοκυρά γυναίκα, ενώ δεν είχαμε, έλεγε «Πρώτα στείλε το οικοτροφείο, ας στερηθούμε εμείς, να στείλεις το οικοτροφείο». Ποια νύφη το λέει για τον κουνιάδο της; Μην το συζητάς. Και όχι μόνον. Όταν εγώ αρραβωνιάστηκα, έπιασε την πεθερά μου η Εμορφίλη, μια φίλη της εκεί πέρα, και την είπε «Χρύση ντο επήκες;» λέει. «Έναν Γιάννες, μονόν Γιάννες, ο Γιάννες ασόν Τεπέν απάν, τί δεν κι έεις», τίποτε δεν έχει λέει, δίνεις την κόρη σου σ’ έναν που δεν έχει τίποτε; Να την προβληματίσει να τον χαλάσει, αρραβώνας. Τα ‘λεγε η πεθερά μου κι όταν εγώ ανορθώθηκα έλεγε «Ντο θα παθάναμαν εχαλαλαμά το», αν θα το χαλούσαμε τι θα παθαίναμε δηλαδή. Δεν ήμουνα… Ήμουνα… Και μάλιστα έλεγανε «Αυτός την πήρε για να ακουμπήσει σ’ αυτούς», ότι είναι ευκατάστατοι. Ενώ ο Σάββας μου έλεγε «Μη νομίζεις ότι είναι κι αυτοί… Κι αυτοί είναι κούφιοι». Απόδειξις; Επί 25 χρόνια το μαγαζί που είχανε, ήταν δικό μου, το αγόρασα από Εβραίο, 25 χρόνια μένανε δωρεάν. Με πήραν και δανεικά λεφτά και πλήρωσα και τους έβγαλα απ’ τη φυλακή, εγγύηση. Εγώ που δήθεν πήγα να ακουμπήσω σ’ αυτούς, σ’ εμένα ακούμπησαν κι αυτοί, σ’ εμένα ακούμπησαν και τα δικά μου, εγώ δεν είχα να ακουμπήσω πουθενά, απολύτως πουθενά. Με τον Σάββα είχαμε άριστη σχέση, για μένα ο Σάββας ήτανε φίλος, αδερφός και πατέρας. Πολύ δεμένοι. Πάρα πολύ δεμένοι. Ό,τι μπορούσα να βοηθήσω συνέβαλα κι εγώ με τον Σάββα, να μην αναφέρω τι και πώς, αυτά τα ξέρουν τα παιδιά.
Και το χωριό σου ήταν ένα σχετικά αρκετά ποντιακό χωριό.
Το χωριό μας ήτανε τούρκικο χωριό και όπως ήταν από την Καππαδοκία ήρθανε όλοι μαζί και τους βάλανε εκεί, εμείς έτυχε να είμαστε στο σχολείο για σπίτι. Δίπλα ήτανε τζαμί το οποίο γκρεμίσανε και χτίσανε, το χωριό έχτισε εκκλησία. Μιλούσανε όλοι την ποντιακή και αυτό ήτανε εις βάρος μας για μας που θα πηγαίναμε πιο πέρα, δηλαδή θα ‘λεγα πηγαίναμε στην Ελλάδα να σπουδάσουμε να μάθουμε τα Ελληνικά να σπουδάζουμε, πως πας στο εξωτερικό, επηρεασμένοι από τα ποντιακά. Εμένα όμως με βοήθησε πάρα πολύ το γεγονός ότι η μάνα μου δεν ήταν Πόντια και όταν ήταν καινούργια νύφη που γεννήθηκα και στα πρώτα μου χρόνια αυτή δε μιλούσε ποντιακά ποτέ, με μιλούσε ελληνικά… Ελληνικά, όχι αυτά τα ντόπια τα σλάβικα, απ’ του Βοΐου, περιφέρεια Βοΐου είμαστε, ακραιφνής ελληνικά, εκεί δεν, ούτε Τούρκοι πάτησαν, ούτε Βούλγαροι πάτησαν. Και στη μάνα μου οφείλω εγώ το ότι η γλώσσα μου ήτανε, ας πούμε, σπασμένη, όχι το απότομο το βάρβαρο. Εγώ φώναζα τον πατέρα μου «μπαμπάκα», έτσι μ’ έμαθε η μάνα μου. Κι άκουγα τους άλλους απ’ τους φίλους μου «Ε μπαμπάκα, πάτερα, πάτερα», το τούρκικο «ο τετές», τούρκικες λέξεις. Βέβαια. Εγώ βοήθησα τις αδερφές μου όταν χάλασαν το σπίτι, έστελνα 70.000 στη μία αδερφή μου και πενήντα στην άλλη, γιατί η μία κρατούσε και τη μάνα μου. Δεν ήθελα να δώσω το δικαίωμα να λένε «Ο Γιάννης στη Θεσσαλονίκη τι έχει κι η μάνα του είναι στον γαμπρό του». Επί όσο πεθάνανε κάθε μήνα, κάθε μήνα επί τόσο καιρό. Όλοι λέγανε «Ποιος; Αμερικάνος είναι αυτός;» Εγώ έβγαζα λεφτά, δεν είχα ανάγκη. Τώρα που είχα και 100 να ‘στελνα, και 200, δε με ένοιαζε, τότε έδινα όταν δεν είχα. Ερχόταν την Τρίτη στο παζάρι, κατέβαινα εγώ απ’ την Καστοριά υπάλληλος με τα ψωροδεκάρικα, πολλές φορές έπαιρνα προκαταβολή απ’ το ταμείο 200 δραχμές να έχω, πήγαινα την ψώνιζα λάχανα, πράσα κι ένα δοχείο λάδι και την έστελνα, ας πούμε. Παρατήρησα όμως ότι όταν έδινα τη μάνα μου 200 δραχμές, 100 δραχμές, την ίδια μέρα στο δρόμο θα ‘βρισκα έναν πελάτη με 500 δραχμές τον μήνα. Αμέσως δηλαδή ανταποδίδετο αυτό το, το δόσιμο. Έχω οργανώσει τα ανατρεπόμενα κι έκανα κοινοπραξία ανατρεπομένων αυτοκινήτων για να ωφεληθούν αυτοί αλλά παράλληλα όμως εγώ αποσκοπούσα και στο δικό μου συμφέρον. Ενώ έπαιρνα 1.700 απ’ την υπηρεσία επί ολόκληρο τον μήνα στο, ότι πήγαινα τα απογεύματα στην κοινοπραξία ανατρεπομένων έπαιρνα 1.500. Αμέσως, ας πούμε, διπλασιάζεται ο μισθός. Οργάνωσα τους ψαράδες της Καστοριάς κι έκανα αστικό αλιευτικό συνεταιρισμό και πουλούσαν τα ψάρια, στις αγορές Πτολεμαΐδος, του Τσοτυλίου, Άργους και τα λοιπά. Βέβαια, αντιπαρέρχομαι ότι επόπτευα και τα, τα, τους γαλακτοκομικούς συνεταιρισμούς Κωσταραζίου, Μακροχωρίου, Μελά, πάνω στο Μακροχώρι, Στάτιστα, εκεί που σκοτώθηκε ο Μελάς, ο Παύλος Μελάς. Και, δηλαδή και στην υπηρεσία δεν αρκέστηκα στο να κάνω τον τυφλό, ήμουνα φύσει ανήσυχος. Αφού δίναμε και ψεκαστικά και αντλητικά συγκροτήματα στους αγρότες κι όταν πάθαινε βλάβη, έλεγαν «Κύριε Χατζηλεοντιάδη, να πας στο Κεφαλάρι, ο Τράντζος ο Παναγιώτης λέει το ψεκαστικό του μηχάνημα δε δουλεύει, καινούργιο δε δουλεύει». Εγώ δεν ήμουνα ειδικός, αλλά ανακατευόμουνα. Πήγαινα εκεί, λέω «Έβαλες βενζίνη;» «Τι; Θέλει και βενζίνη;» μου λέει. Και λέω «Δεν έβαλε βενζίνη, δε, ήθελε να πάρει εμπρός». Και άλλες πολλές περιπτώσεις. Κάναμε τον Συνεταιρισμό Οπωροκηπευτικών Μαυροχωρίου Πολυκάρπης και κάναμε διαλογή μήλων, φυσικλάδι, καρπόκαψα αυτή, αρρώστιες οι οποίες είχανε, και τότε είδανε την οργάνωση που είχα και σκέφτηκαν να με στείλουνε στη λαχαναγορά Ρέντη στην Αθήνα. Δεν πήγα εγώ βέβαια, κατάλαβες; Σε πολλά, πολλά ανακατεύτηκα σε πολλά πράγματα. Κι αυτά εμένα με γέμισαν. Εδώ μη έχοντας άλλη δουλειά το εξοχικό που με γεμίζει, με εξέλεξαν πρόεδρο των Συνταξιούχων Εμπόρων, έ[00:40:00]χω τώρα 4… 5 χρόνια έχω Πρόεδρος, παράλληλα είμαι και αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας στην Αθήνα. Εδώ λόγω εμπειρίας οργάνωσα και τους παρακολουθώ πάρα πολύ καλά, είναι πάρα πολύ ευχαριστημένοι, αγοράσαμε ένα ασθενοφόρο δώρο δώσαμε σ’ ένα νοσοκομείο, αγοράσαμε, δώσαμε ένα κέντρο αιμοκάθαρσης, ο σύλλογος δηλαδή, κάναμε δωρεές καλές και σε διάφορα άλλα μικρό-ιδρύματα, εκκλησίες και τα λοιπά. Βέβαια, υπόψιν ότι ο πρόεδρος δεν είναι μισθωτός, αμισθί, τίποτε. Τρεις φορές την εβδομάδα, Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, εγώ απίκο εκεί στο καθήκον. Έρχονται email, έρχονται αλληλογραφίες απ’ την Αθήνα, τώρα με, με μάθαν στην Αθήνα και με συμβουλεύονται κι από κει. Είμαι ικανοποιημένος και ο γιος μου ευχαριστήθηκε τώρα, γιατί λέει «Μπαμπά, ήρθες απ’ την Καστοριά και λες Θεσσαλονίκη-Πλαγιάρι, χωράφια-Θεσσαλονίκη, δεν πας στην πόλη μέσα να δεις τι γίνεται. Χωράφια είχε και στο χωριό σου -λέει- γιατί δεν έμενες στο χωριό σου;». Κι είχε δίκιο. Τώρα που βγήκα στην πιάτσα κι είμαι μες στην πόλη με τους συνταξιούχους κλπ. κι έχω επαφές με υπηρεσίες, τώρα μάλιστα, κι εμένα με γεμίζει, δεν είμαι του καφενείου. Τι θα πει καφενείο; Ανέκαθεν εγώ ούτε χαρτιά έπαιζα ούτε τάβλι έπαιζα, σ’ αυτά ήμουνα καθυστερημένος, γιατί για να παίξω έπρεπε να διαθέσω χρόνο, εγώ δεν είχα χρόνο. Και πολλές φορές θυμάται η γυναίκα μου, την πήγαινα σινεμά το βράδυ, 23:00 η ώρα γυρίζαμε, την άφηνα και γύριζα στο γραφείο για να τελειώσω τις εκκρεμότητες. Δεν ξέρω, έπεσα πολύ με τα μούτρα, δούλεψα σκληρά, στερήθηκα πολλά, σαν νέο παιδί δεν έζησα εγώ, αλλά και δε μετάνιωσα, διότι έβλεπα αυτοί που ‘κάναν την καλή ζωή να ζούνε σήμερα. Η καλή ζωή ήταν με την έννοια της καταχρήσεως και γι’ αυτό και δε ζήσαν, είτε χαρτοπαίζανε, είτε πίνανε, είτε ξενυχτούσανε, όλα αυτά είναι τα θεμέλια μιας καλής υγιεινής τροφής. Άμα δεν τα τηρείς αυτά, εγώ με το σπίτι μου, με το νοικοκυριό μου, με τα παιδιά μου, με, με τη δουλειά μου εδώ.
Και είπες ότι έζησες στο χωριό σου και την Κατοχή.
Ε;
Έζησες και την Κατοχή στο χωριό σου, είπες.
Ναι, την Κατοχή του 1940, που μάστιζε τον τόπο η πείνα, τα χωριά μας δεν πέρασαν τόσο μεγάλη πείνα. Συγκεκριμένα, ο παππούς μου είχε τις εξής αρχές τις οποίες ακολουθώ. Όταν αλωνίζαμε το καλοκαίρι και μαζεύαν τα εισοδήματα για τη χρονιά την επόμενη, έλεγε «Ένα άτομο» λέει «τρώει έναν τενεκέ σιτάρι». Η, η τροφή ήταν το ψωμί, το κυριότερο, τ’ άλλα κότες, κότες, αυγά γάλατα τα είχαμε, το ψωμί. Λέει «Είμαστε οχτώ κι ένα ο μουσαφίρης εννιά», εννιά επί δώδεκα βάζαμε στ’ αμπάρι κι ό,τι περίσσευε το δίναμε να πάρουμε απ’ το μονοπώλιο αλάτι, πετρέλαιο, σπίρτα και τα λοιπά. Εμείς όμως εκτός από την καλλιέργεια την, τα σιτηρά που είχαμε για να κάνουμε αλεύρι, καλλιεργούσαμε και ζωοτροφές: Καλαμπόκια, κριθάρια, σίκαλη. Αυτά τότε ήτανε για, για τους, για τα ζώα. Τώρα μην κοιτάζεις, η πολυτέλεια τρώει σίκαλη. Όλη την τροφή, την κτηνοτροφία αυτή την έβγαλε ο παππούς μου απ’ τα αμπάρια και το μοίρασε στον κόσμο που υπέφερε και η ακτίνα δράσεως του ξεπέρασε τα όρια του χωριού και στα διπλανά χωριά κι εγώ το αντιμετώπιζα αυτό όταν μεγάλωσα, «Του Λεόντη ο γιος, του Λεόντη», σηκωνόταν όρθιοι. Αναγνώριζαν, ας πούμε, την προσφορά, πάρα πολύ. Κι όταν μάλιστα πηγαίναμε στα χωράφια και έλεγε η γιαγιά μου «Κοιτάξτε» λέει «μπορεί να, να μάθετε γράμματα, να πάτε τις πόλεις, αλλά ένας να μείνει στο χωριό να καπνίζει το τζάκι του πατέρα σας», γιατί έτσι απ’ την Αθήνα πεθαίνανε κι εμείς ήμασταν μεγαλύτεροι. Αυτό το είπα στον αδερφό μου και παρεξηγήθηκε, για να το, για να πάρει στεγαστικό δάνειο σεισμοπλήκτων έπρεπε να του παραχωρήσω το σπίτι, το δώσαμε μόνο σ’ αυτόν, το γκρέμισε για να το πάρει και πήρε, αντί να το χτίσει, πήρε ένα διαμέρισμα στην Νεάπολη, καλά έκανε. Τώρα σκέπτεται αυτό το οικόπεδο που το ‘κανε να το δώσει στην Εκκλησία και τον είπα «Στην Εκκλησία να το δώσεις, δώσε το ισόγειο να το κάνουν μια αίθουσα και κράτα τον αέρα. Το παιδί σου, το εγγόνι σου αύριο μεθαύριο… Αλλά πέραν όλων να θυμηθείς, να σε θυμίσω, γιατί εσύ δεν υπήρχες, και την αυτή την επιθυμία της γιαγιάς που έλεγε “Γιαβρούμ -λέει- του πατέρα σας το τζάκι να καπνίζει”». Αυτοί δεν έχουν τέτοιες ευαισθησίες ούτε τα έζησαν, τα βλέπουν και γελάνε. Του λέω «Να σου δώσω και λεφτά να το κρατήσεις». Δεν ξέρω, τα παιδιά είναι τελείως διαφορετικά, δε στερήθηκαν αυτά, αυτός δε στερήθηκε ούτε πατέρα ούτε πείνασε ούτε… ο Γιάννης ήταν το, ο πρώτος που τραβούσε το φορτίο ήταν ο Γιάννης, είχε δεν είχε έπρεπε να… Τέλος πάντων, πολλοί λένε «Είσαι καλός» λέει «γιατί πέρασες τα νιάτα σου άνετα», δηλαδή, ήμουνα άνετα, τα νιάτα μου, 14 χρονών εγώ ήμουν ο αρχηγός της οικογενείας, άνετα; Τι να πρωτοπώ;
Και το χωριό σας είχε Ιταλούς ή Γερμανούς;
Πέρασαν κι οι Ιταλοί κι οι Γερμανοί και οι συμμορίτες, οι αντάρτες, βέβαια. Οι Γερμανοί ήρθαν στο χωριό μας, γιατί πάνω στον Πεντάλοφο σκοτώθηκε ένας Καστανίδης απ’ το χωριό μας και πήραν την ταυτότητά του και ήρθαν να κάψουν το χωριό επειδή ήταν αντάρτης απ’ το χωριό μας. Τότε οι ΕΛΑΣ δεν ήταν αντάρτες ή συμμορίτες, ήταν ο ελληνικός στρατός και ήρθαν στο χωριό, κάψανε όλο το χωριό και εμάς δε μας κάψαν το σπίτι και μας κάψαν την αχυρώνα που είχαμε όλη την ξυλεία να χτίσουμε σπίτι. Ενώ κάηκε η ξυλεία μας, εμείς δεν ήμασταν πυροπαθείς, τι να πω; Ο παππούς μου ήταν ένας άγιος άνθρωπος, το κατάλαβε ότι θα πεθάνει, η, το σπίτι μας ήτανε 15 μέτρα απέναντι απ’ την εκκλησία, πήγε, μετάλαβε και ήρθε στο σπίτι και πέθανε. Έτσι, το είχε ταγμένο. Εγώ αμυδρά το θυμάμαι, γιατί το ‘43 πέθανε, αρκετά τον θυμάμαι, πολύ καλά τον θυμάμαι, γιατί ήμουνα τότε 7 χρονών.
Θυμάσαι την πρώτη μέρα που κηρύχθηκε ο Πόλεμος και ήρθανε οι Γερμανοί-
Ναι κοίταξε να δεις-
Στο χωριό;
Εκείνο που θυμάμαι το 1940 που επιστρατεύτηκαν όλοι για τον πόλεμο τον Ελληνοϊταλικό, πήγε κι ο πατέρας μου, κι όταν γύρισε μ’ έδωσε ένα εικοσάρικο. Τότε υπήρχανε νομίσματα των 20 δραχμών χάρτινα, στενόμακρα σαν τα αστικά λεωφορεία που είχαν κάποτε εισιτήρια, αυτό το θυμάμαι. Βέβαια, αντιπαρέρχομαι την τρύπια την δεκάρα που υπήρχε. Οι Ιταλοί δεν κάναν τίποτε, οι Ιταλοί δεν, κι ούτε Κατοχή Ιταλική είχαμε, οι Ιταλοί δεν ήτανε, δεν πολεμούσαν, αυτοί κοντά στο όπλο είχαν και κιθάρα, ήταν καλλιεργημένοι άνθρωποι. Αρκεί να σου πω ότι 20 δικοί μας στρατιώτες αιχμαλώτισαν 500 Ιταλούς, τους βάλαν στη γραμμή 500, δεν ήθελαν να πολεμήσουν, κι οι Γερμανοί εγώ θέλω να πιστεύω ότι ήταν καλοί άνθρωποι, να μην τους πείραζες όμως. Ήρθαν στο σπίτι μας, στο χωριό μας, κι ήθελαν να κοιμηθούν στο σχολείο, ήρθε ένας Γερμανός και λέει «Να μου δώσετε ένα στρώμα» και δίνει ένα στρώμα μάλλινο, το φορτώνεται στην πλάτη ο Γερμανός και πάει στο σχολείο, το βάζει και κοιμάται. Την άλλη μέρα που φεύγανε οι Γερμανοί, το φορτώθηκε και το ‘φερε στο σπίτι. Έλληνας δε θα το ‘κανε αυτό, αυτό δείχνει ότι είναι άνθρωποι, αλλά είχαν εντολή: «Αν κάνουνε μία ζημιά, εσείς θα κάνετε πολλαπλάσια». Όπως σκότωσαν δύο Γερμανούς στο Νταούλι της Κλεισούρας και πήγαν κάψαν το χωριό, 200-300 άτομα. Δεν πείραζαν άμα δεν τους πείραζες, έτσι θέλω να πιστεύω και όταν κάποια, κάπου απ’ την κληματαριά ήταν τα σταφύλια, εγώ πιτσιρικάς με άλλα 5-6 άτομα, τα οποία όλα ήταν κορίτσια εκτός από μένα αγόρι, ο Γερμανός πήρε έδωσε σε όλες σταφύλι και σε μένα δεν έδωσε και έβαλα τα κλάματα εγώ. Μια γριούλα «Έλα παιδί μ’, έλα, θα σε δώσω εγώ», δεν έδιναν στα αγόρια, σου λέει αύριο θα βγει αυτός να πολεμήσει. Τι να πω…
Και το χωριό σας το κάψανε σαν αντίποινα κι αυτό;
Ε;
Το χωριό σας, είπες, σας το κάψαν-
Το κάψανε επειδή πήραν την ταυτότητα απ’ τον Καστανίδη στον Πεντάλοφο επάνω και ήρθανε Μολόχα. Οι δικοί μας ετοίμασαν δίσκους, ούζα, τσίπουρο ο παπάς, να τους υποδεχτούμε με ένα James, αυτοί ήρθανε, ήπιαν τα ούζα τους αλλά είχαν εντολή «Εσείς είχατε…», έδειξαν τη φωτογραφία, «Αυτός από ‘δω». Σκοτωμένος κι αυτός, σκοτώθηκε εκεί πάνω και το όνομά του παρέσυρε αυτούς να ‘ρθουν να κάψουν το χωριό. Σου λέει «Αυτός πολεμούσε εμάς, κάψ’ το χωριό». Δεν[00:50:00] ήταν κι αυτό, απάνθρωπο ήτανε, άσχετοι άνθρωποι την πληρώσανε, κατάλαβες;
Το θυμάσαι εσύ πώς έγινε, πώς ήταν τότε που κάηκε το χωριό;
Πώς δεν το θυμάμαι; Πώς δεν το θυμάμαι; Σας είπα το δικό μας δεν κάψανε. Βέβαια. Όταν ήρθαν απ’ την πατρίδα οι δικοί μας ο πατέρας μου ήταν 6 χρονών και μου έλεγε «Εδώ -λέει- μας, δε μας δέχθηκαν καλά, τουρκόσπορους μας ανεβάζανε, δεν παντρεύανε κορίτσια σε Πόντιους, ούτε αγόρια γαμπρούς να παίρναν αυτοί, ήταν πολύ δύσκολα. Αυτό όμως με έμεινε εμένα σημάδι μέσα, τώρα που έγινε το Ουκρανίας, είδα τι γίνεται και τα λοιπά και πήρα την Ουκρανή κι έκανα μία πρόταση. Το κάτω το, το διαμέρισμά μου είναι άδειο, επιπλωμένο, γιατί πούλησα της Καστοριάς το διαμέρισμα, κρεβάτια, στρώματα, ψυγεία, κουζίνα, πλυντήριο, σεντόνια, τα πάντα για να μπει… Και λέω «Το παραχωρώ σε μια ή δύο οικογένειες από την Ουκρανία υπό τον όρο ότι να μιλάνε Ελληνικά». Η Μαριούπολη το 40% μιλούσαν Ελληνικά. Με στείλαν ένα ευχαριστήριο, αλλά δεν έστειλαν άνθρωπο, δεν έτυχε. Το είχα να το δώσω δωρεά κι ακόμη και να τους βοηθήσω και να τους ταΐσω, δε με πείραζε.
Και, και τον Εμφύλιο έζησες;
Ε;
Στο χωριό. Τον Εμφύλιο.
Στον Εμφύλιο ήμουνα μικρός και είχα την τύχη ή την ατυχία να ζω μες στους αντάρτες. Δεν με παίρνανε, μετά άρχισε το παιδομάζωμα. Εμείς εδώ κάτω δε μας παίρνανε για πάνω οι αντάρτες, γιατί τα σύνορα ήταν μακριά, τα άλλα τα χωριά της Καστοριάς ψηλά, τα πήραν και τα πήγαν στο παραπέτασμα, Τσεχία και τα λοιπά και τα λοιπά. Εγώ έμεινα στο χωριό, ο πατέρας μου καταφυγών στη Νεάπολη, ειδοποιεί να φορτώσω το κάρο, τα, τα οικιακά, σεντούκια, κρεβάτια αυτά, και να τα πάω στη Νεάπολη, που εγώ δεν ήξερα πού είναι η Νεάπολη. Γριές στο σπίτι στο χωριό και εμείς δεν, τα μωρά και γριές, άνδρας πουθενά, ούτε γυναίκα. Έφερα το κάρο μπροστά στο σπίτι, βάλαμε το σεντούκι και κουβάλησα, γεμίσαν το σεντούκι, φέραν, φέραν, φέραν, γέμισε το κάρο ως επάνω, «Θα πας» «Πού θα πάω;» «Αυτό το δρόμο, θα πάρεις τα πατήματα του κάρου, θα πας σ’ ένα χωριό και μετά…», 11 χρονών. Πάω περνάω το Χειμερινό, ένα χωριό, έξω απ’ το χωριό σ’ έναν λάκκο πέφτουν οι δυο ρόδες μέσα και κάνω μια τα βόδια και σπάει το ζυγό, που ‘ταν σ’ εμένα τα βόδια. «Τι να κάνω τώρα; Έπεσε κάτω αυτό», 11 χρονών, ο οποιοσδήποτε θα ‘βαζε τα κλάματα. Αφήνω το κάρο πάω στο χωριό, ψάχνω βρίσκω έναν ζυγό, έρχομαι το βάζω πάνω στα ζώα να μην φύγουνε, το ‘βαλα κι έβγαζα τις ζεύγλες απ’ τη μια να βάλω, το έντυσα, τελείωσε αυτό, έπρεπε όμως να σηκώσω εκεί το ξύλο μπροστά, να το βάλω στο χαλκά που είχε. Πού να το σηκώσω; Κάτω όταν πήγε ήταν ασήκωτο. Πώς δούλεψε; 11 χρονών! Ανεβαίνω στο κάρο και κάνω μετατόπιση φορτίου. Μόλις τα πήγα πίσω σηκώθηκε το ξύλο μόνο του, τα ζεύω και ξεκινάω. Δεν είχα πού να… Δηλαδή αναλάμβανα πρωτοβουλίες χωρίς να έχω πού να… Όλο, ο οποιοσδήποτε 11 χρονών θα έβαζε τα κλάματα, θα καθόταν εκεί, θα περίμενε τη μοίρα του. Δρούσα τότε! Φτάνω κάτω, ήταν ένα ποτάμι, μια ξύλινη γέφυρα, τα βόδια δεν περνούσαν απ’ την ξύλινη γέφυρα. «Βρε αμάν, βρε ζαμάν! Τι να κάνω;». Παίρνω δυο κουβέρτες και ρίχνω πάνω στο κεφάλι τους, κι εκεί υπήρχε κίνδυνος να πέσουμε με το κάρο κάτω απ’ τη γέφυρα, γιατί δεν βλέπανε πού πάνε, και τα πέρασα κι αυτά και όταν πήγα ο πατέρας μου τα ‘λεγε στο καφενείο. Τι να σου πω; Ούτε, ούτε άνδρας μεγάλος δε θα τα ‘φτιαχνε αυτά, 11 χρονών. Στην Νεάπολη καταφυγών, ανήσυχος εγώ πήγαινα στο δημοτικό, πέμπτη Δημοτικού ήμουνα, τετάρτη-πέμπτη, τ’ απογεύματα λέω τον πατέρα μου «Θα μου δώσεις λεφτά να ανοίξω μια κάσα να πουλάω στις φάλαγγες στο στρατό» «Όχι -λέει, άμα στο κάνω αυτό -λέει- θα αφήσεις το σχολείο». Δεν τον άκουσα εγώ, πήγα σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, πήρα μια λαμαρίνα ρεβανί με χαρτιά, χασαπόχαρτα κομμάτια και μια σπάτουλα στο κεφάλι του 11 χρονών, λαμαρίνα 50 κομμάτια, έξω από στρατόπεδα μ’ ένα, μ’ ένα χασαπόχαρτο πουλούσα, 50 από μισή δραχμή που έβγαζα, έβγαλα 25 δραχμές, μ’ έφταναν να κάνω το σερμιέ, το κεφάλαιο για την επιχείρησή μου. Έκανα μια κάσα, σοκολατάκια, μπισκότα, τσιγάρα Ματσάγγου, «Έθνος» και Παπαστράτου, τα 88, οι κούτες 88 τσιγάρων, γιατί οι στρατιώτες παίρναν χύμα, 5 τσιγάρα, 10 τσιγάρα, χαρτοφάκελα, μολύβια και τα λοιπά. Και ξεκίνησα έτσι. Την εποχή εκείνη, του ’47, έβγαζα 20 δραχμές την ημέρα που αυτοί που δουλεύανε στην ΑΜΑΞ, σε σκληρά βαριά έργα έπαιρναν 8. Εγώ μετά το σχολείο έπαιρνα αυτά. Αλλά και στο σχολείο, δάσκαλος δίδασκε, εγώ κοιτούσα πότε θα ‘ρθει η φάλαγγα απ’ το παράθυρο, ερχόταν απ’ το Τσοτύλι. Ερχόταν ο στρατιώτης και ήθελε να πάρει χαρτοφάκελα, δεν είχε λεφτά. «Να σου δώσω -λέει- μια corned beef κονσέρβα» «Πόσο;» «Δυόμισι δραχμές» «Δωσ’ την». Το πήγαινα σ’ έναν Νακόπουλο, ο γιος του είχε φαρμακείο, θείος μου ήτανε. Πήγαινα τον έδινα, το ‘παιρνα δυόμισι, το ‘δινα τέσσερα σ’ αυτόν. «Κάτσε να σε βάλω και μια σούπα να φας» μου έλεγε. Ήτανε, η γυναίκα του ήταν ξαδέρφη της μάνας μου. Ερχόταν άλλος, σου λέει, είχε κάτι φραντζόλες, χάσκες τις λέγαμε, άσπρες, τόσο μεγάλες, σε φόρμα, αλλά αυτές άμα ήτανε, φρέσκιες τρωγότανε έτσι, άμα στέγνωνε, ήθελε σκεπάρνι. «Να σου δώσω μια φρατζόλα να πάρω 3 τσιγάρα, 5 τσιγάρα». Μια φρατζόλα, δυο φρατζόλες δεν έβλεπα απ’ την κάσα, ήμουνα μικρός με σκέπαζε το… Είχε τις φρατζόλες. Και όλα τα λεφτά πήγαινα τα ακουμπούσα στον πατέρα μου, δεν έλεγα… Αφού είχα 50 κομμάτια, δεν είπα να φάω ένα ρεβανί για μένα για να μην μειώσω το κεφάλαιο, κατάλαβες; Δηλαδή, απ’ ό,τι βλέπω φύσει ανήσυχος απ’ τα γεννοφάσκια μου και μια ζωή κι ακόμη, κι ακόμη παράγω έργο, τώρα με το σύλλογο τρίβουν τα μάτια τους, «Πού τον βρήκαμε τέτοιον Πρόεδρο;». Είμαι ευχαριστημένος Νικολέτα και θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι ικανότητα, υπάρχει και μία θεία δύναμις, πιστεύω εγώ στον Θεό απόλυτα. Εγώ μαθητής Γυμνασίου έβγαζα κηρύγματα στο, στο χωριό στην εκκλησία για την, για κάποια μεγάλη γιορτή, των Θεοφανίων δηλαδή και τα λοιπά, ήμουνα ψάλτης του χωριού, ήμουνα… Εγώ πίστευα και πιστεύω ότι ο άνθρωπος κάνει, αλλά άμα δεν έχει και τη φώτιση και τη θεία δύναμη από πάνω… Κι αυτά πηγάζουνε από το πώς σκέπτεσαι, αν σκέπτεσαι έντιμα, αν σκέπτεσαι πονηρά. Δεν μπορεί να σκέπτεσαι πονηρά και να σε βοηθά ο Θεός να κλέψεις, είναι αδύνατο. Και αυτό το έχω μεταδώσει και στα παιδιά μου και βλέπω είμαι ευχαριστημένος κι αυτά είναι, είναι πολύ. Ο Λεοντής κρατάει 40 μέρες τη νηστεία, Πάσχα και Χριστούγεννα που ποιος, ποιο νέο παιδί σήμερα το κάνει αυτό; Κανένα. Και τα δικά του πάνε όλα ρόδινα. Άμα πάει με τον Θεόφιλο κάπου να, μόλις πάει, κάποιος θα φεύγει να παρκάρει, κάποιος, κάποιος θα φεύγει να παρκάρει. Το έχει το… Βέβαια κι ο Σάββας για μένα είχε, πολλά έλεγε. «Αμάν ρε παιδί μου», μ’ ερχόταν όλα βολικά.
Και τότε, να πάμε λίγο πίσω πάλι, που σας κάψανε τον αχυρώνα με τα ξύλα μετά πώς τα βγάλατε πέρα;
Τον αχυρώνα μετά είχαμε, χτίσαμε άλλο σπίτι, το ‘51 χτίσαμε σπίτι, ημιτελές το χτίσαμε, πέθανε ο πατέρας μου. Τότε δίνανε στεγάσεως ξυλεία στους πυροπαθείς, αλλά κάπου απεδείξαμε εμείς ότι είχαμε υποστεί μια τέτοια ζημιά, μας έδωσαν κι εμάς μερικά, τι μερικά; Να χτίσουμε δυο δωμάτια, δυο πόρτες, δυο παράθυρα, κάτι ημίμετρα. Ήταν φτωχός ο κόσμος δεν είχε λεφτά, άμα μπορούσες να μαζέψεις μερικά λεφτά από οικονομίες, θα, θα τα ‘δινες, γιατί γέρασαν τα βόδια, έπρεπε να πάρεις άλλα βόδια. Ήταν το αυτοκίνητό μας, το μέσον, κι έλεγα ότι ο γεωργός είναι συνεταίρος με τα βόδια, δουλεύει γι’ αυτόν και για τα βόδια και τα βόδια δουλεύουν γι’ αυτόν και για τα βόδια. Δουλεύαμε, μαζεύαμε τα άχυρα, ολόκληρος αγώνας για ζωοτροφές και παίρναμε το στάρι εμείς και τα λοιπά. Ήμασταν πίσω απ’ τον κόσμο, το χωριό μας δεν είχε συγκοινωνία. Αρκεί να σου πω ότι εκεί θα πηγαίνανε αυτοκίνητα στρατιωτικά μόνο σε περίπτωση πολέμου ή μάχης, κι εκεί να βουλιάζουν μες στα χώματα και να ρίχνουνε κλαδιά για να τα βγάζουν. Άσφαλτος έγινε στο χωριό μας πολύ αργότερα, πολύ αργότερα, μπορώ να σου πω κατά τη Χούντα, κατάλαβες;
Σχολείο είχε το χωριό σου; Εκ[01:00:00]εί πήγαινες σχολείο;
Είχαμε σχολείο, είχα την ατυχία να έχουμε ένα δάσκαλο αγράμματο, ήτανε των Τριών Μαρτύρων, αγράμματος τελείως. Είχαμε πολλές ελλείψεις. Εγώ όταν πήγα να δώσω εισαγωγικές δεν ήξερα τι είναι ρήμα, δεν είχα διδαχτεί. Δεν είχαμε γράψει μία έκθεση να ξέρω πώς γράφεται και τι γράφουμε, αλλά ήταν η εποχή που όλοι ήμασταν τότε του «συρματοπολέμου» και όλοι είχαμε στερήσεις κι ένας άλλος παράγοντας, εκ των υστέρων διαπίστωσα, ο μακαρίτης ο Σίδερης, ο ιδρυτής του Γυμνασίου, σκέφτηκε πολύ σωστά: Όσοι δίνανε εξετάσεις όλοι περνούσαν να μαζέψει μαθητές, για να δικαιολογήσει θέσεις για να πάρει καθηγητές. Δώσαμε 135 και περάσαμε όλοι μέσα. Κι άμα σου πω ένα χαρακτηριστικό, τότε δίναμε προφορικά και γραπτά εξετάσεις. Εγώ ήρθα απ’ το χωριό Δευτέρα μέρα που θα ‘δινα εξετάσεις εκείνη την ημέρα γράφτηκα, λέει «Μη φύγεις -λέει- έχετε προφορικά -λέει- Μαθηματικά». Είχα τον τορβά με τυρί, με τι είχα, πήγα πίσω απ’ το ρουμανικό σχολείο, το σκέπασα με πέτρες να μην παν’ τα σκυλιά και πήγα πάνω. Χατσόπουλος, Χατζηλεοντιάδης, Χριστοφορίδου. Τρεις στη σειρά, δύο μαθηματικοί. Είχαμε έναν Διαούρτη, έναν πολύ αστείο, του λέει τον Χατσόπουλο «Γράψε μου» λέει «τον αριθμό 3.003.003 δραχμές». Δεν μπορούσε να το γράψει, μου λέει εμένα, εγώ ήμουνα δεύτερος, το είχα σχηματίσει, «τάκα-τάκα» το γράφω. Του λέει τον Χατσόπουλο «5 οκάδες σίδερα πόσα βελόνια κάνουνε;». Ήτανε τόσο πλακατζής, δεν το ξέραμε εμείς, τρέμαμε τους καθηγητές, τους φοβόμασταν. Κοιτάει στο ταβάνι, κοιτάζει να τον πει πόσα βελόνια κάνει. «Εσύ τι λες;». Λέω «Κύριε καθηγητά, το πρόβλημα είναι ελλιπές. Θα μας δώσεις το βάρος της βελόνας, το ειδικό βάρος, να το διαιρέσουμε. Αλλά στο χωριό μας λένε κάτι άλλο» του λέω. «Να είχα τον ουρανό χαρτί, τη θάλασσα μελάνι να καθόμουν να λογάριαζα πόσα βελόνια κάνει». «Άιντε φύγε από δω». Ήμουνα στα Μαθηματικά ήμουνα άπιαστος απ’ όλες τις τάξεις, δεν υπήρχε, αφού πολλοί καθηγητές που γίνανε καθηγητές, συμμαθητές μου, ένας Δήμου λυκειάρχης, έχει δύο κόρες - ήτανε δικηγόροι κι έγιναν δικαστικοί - με σύστησε «Ο Χατζηλεοντιάδης, ουδέν πρόβλημα άλυτο, ουδέν πρόβλημα». Τον καθηγητή τον κολλούσα στον τοίχο. Α πα πα πα, ήταν η τροφή μου. Στα φιλολογικά ήμουνα αδύνατος, αλλά δόξα τω Θεώ, η εργατικότητα, η εντιμότητα, η ειλικρίνεια… Δηλαδή όταν τύχει να αναγνωρίσεις και το λάθος σου να μην θελήσεις να καλείς συγκαλύψεις επειδή θα είναι εις βάρος σου. Θα ‘ρθει να δικαιωθείς μια μέρα. Έτσι έχουν τα πράματα συνοπτικά.
Και πόσο δύσκολο ήτανε να διαβάζεις και παράλληλα να πηγαίνεις και σχολείο και να δουλεύεις και στα χωράφια;
Ναι αυτό το, τον χειμερινό μήνα, εγώ πήγαινα και περίπου 15 μέρες πιο αργά στο σχολείο, γιατί έπρεπε να σπείρω. Άνοιγαν τα σχολεία, ας πούμε, 1η Σεπτεμβρίου, εγώ -10 Σεπτεμβρίου- εγώ πήγαινα 20. Και μάλιστα όταν έβλεπαν και την πρόοδό μου στα μαθηματικά μου λέγανε «Πήγες σε φροντιστήριο;» «Ναι βρε πήγα, έσπερνα και έσκαβα, να κουβαλήσω και τα ξύλα για τα ορφανά, να σπείρω, να μπάζουμε τα άχυρα για τα ζώα, να τους τακτοποιήσω και να σηκωθώ να ‘ρθω να, να σχολείο». Μην συζητάς. Και τι; Το χωριό μου από την, απ’ το Άργος που πήγαινα, απέχει γύρω στα 18 χιλιόμετρα. Δεν υπήρχε άσφαλτος, δεν υπήρχε δρόμος, δεν υπήρχε αυτοκίνητο, αυτά τα 18 χιλιόμετρα γινότανε με ποδαρικό, ποδαρόδρομο. Κάθε Σαββατοκύριακο έπρεπε να πάμε να πάρουμε τρόφιμα, να γυρίσουμε και με χιόνια και με βροχές και με περιπέτειες. Ήτανε δύσκολα, πολύ δύσκολα. Σταθήκαμε δηλαδή ήρωες, αλλά στο κάτω κάτω όλοι είχανε και έναν πατέρα, όταν τους έμασα μετά από 25 χρόνια στο σχολείο, οι περισσότεροι ήταν δάσκαλοι κι ήταν άνθρωποι που ήθελαν κάποια καθοδήγηση, δεν είχαν πρωτοβουλία, τους έμασα εγώ λέω «Θα κάνουμε αυτό το πρόγραμμα, πρώτα-πρώτα θα κάνουμε αυτό που λέει, που ‘λέγαν οι αρχαίοι “Εκ θεού άρχεστε”. Θα πάμε να ανοίξουμε μια εκκλησία, τον Άγιο Νικόλαο» «Ε τώρα» «Θα πάμε» του λέω. Πήγα στον παπά, λέω «Παπά -λέω- θα ‘ρθεις να λειτουργήσουμε» «Να ΄ρθω παιδί μου, αλλά δεν έχω ψαλτάδες» «Τι σε νοιάζει; Εμείς όλοι στα χωριά ψαλτάδες». Έκανα μια χορωδία εκεί πέρα και περάσαμε ωραία. Λοιπόν, πάμε μετά μες στην αίθουσα που αποφοιτήσαμε, βγήκε στην έδρα ο καθένας κι έλεγε ό,τι χαζά θυμότανε από το σχολείο, ό, τι έξυπνο, ό,τι ήτανε. Ήρθε η σειρά μου ανεβαίνω κι εγώ, εγώ λέω «Θα σας πω κάτι που μ’ έμεινε στιγματισμένο. Ήμουνα ο μόνος στην τάξη που δεν είχα 200 δραχμές να ‘ρθω στην εκδρομή. Όλοι είχαν το πατέρα σας να σας δώσει για, εγώ δεν, πού να ζητήσω απ’ τη χήρα την μάνα μου με άλλα πέντε ορφανά; Εγώ ο μόνος που δεν είχα 200 δραχμές». Το ευχάριστο είναι ότι ακυρώθηκε η εκδρομή και ικανοποιήθηκα. Ήμουνα δηλαδή ο φτωχότερος και τους λέω «Για δείτε τώρα, κάντε μία σύγκριση. Απ’ το φτωχότερος της τάξεως σήμερα ισοδυναμεί με 5-6 από σας». Δάσκαλος, παίρνεις 2.000, εσύ παίρνεις 3.000, εγώ 70.000, 30 δασκαλαίους. Λέω πώς είχαν τα πράγματα, πώς ήρθανε. Σου λέω ότι πιστεύω, πιστεύω στον Θεό, αυτή είναι θεία, θεία δύναμις, θεία ευλογία είναι, κάνε το καλό, θα στο αμείψει. Εγώ έκανα υπομονή, 25 χρόνια το μαγαζί το είχαν οι κουνιάδοι μου, ούτε ένα, μία δραχμή δεν πήρα και όταν πήγαινα να αγοράσουμε παπούτσια δεν έλεγαν «Κι ένα ζευγάρι για σένα, άσ’ τα». Τα πλήρωνα και τα δικά μου. Εγώ έτσι το ‘χω πει, δεν ήμουνα ο εξυπνότερος ούτε όπως λένε μερικοί «Τι κάθεσαι ρε;». Παίζαμε τάβλι μια φορά με τον Σάββα, μπατζανάκης μου, στην βεράντα πάνω και εγώ δεν ήξερα καλό τάβλι, κάποια στιγμή αυτός είχε το ένα - αν ξέρεις από τάβλι - ανοιχτό και στο έξι ένα πούλι. Εγώ μία θέση, χτυπημένος ήμουνα, έπρεπε να φέρω άσσο και έξι να το, να βάλω και να το χτυπήσω. «Έξι άσσο» κάνω εγώ κι έρχεται έξι άσσο, το χτυπάω, παίρνει το τάβλι, απ’ το μπαλκόνι κάτω. Έγινε κομμάτια, το, τον λέει η Νίκη «Ησύχασε, τι νευριάζεις;» «Όχι, να πάει να αγοράσει λαχείο! Δεν μπορεί ρε παιδί μου» λέει «ό,τι θέλει αυτός». Είχε, είχε πάθει την πλάκα του με μένα.
Και τότε που επιδιορθώνατε και καλοριφέρ και όλα αυτά πώς τα μάθατε να τα κάνετε;
Πώς το ‘μαθα; «Ανάγκας και θεοί πείθονται» που λένε. Έβαλα το καλοριφέρ, έπαθε μπλοκάρισμα, δεν υπήρχε συντηρητής, καθόμουνα εγώ και μελετούσα πώς δουλεύει πώς κάνει και το επισκεύαζα. Και μάλιστα σε μια, σ’ ένα σημείο βρήκα και το βιβλίο που μ’ αφήσανε, ήτανε λάθος και το ‘κανα άλλη τροποποίηση, και ήρθε μια εταιρεία να ελέγξει και τους λέω «Ρε παιδιά αυτό το πράγμα!». Φωνάζει «Ελάτε ρε, τι έκανε ο κύριος; Μπράβο. Αυτό, την οδηγία που είχες είναι για άλλον τύπο, δεν είναι γι’ αυτόν». Είδα ότι δεν ανταποκρίνετο και δεν παρασύρθηκα, το ‘κανα εκεί που νόμιζα, δηλαδή είχε δύο αντιστάσεις, ανέβαζε 150 και το πήγαινε 200 το μαζούτ για να αεροποιηθεί, αυτοί είχανε, πρώτα είχανε το 200 και μετά το 150, δηλαδή, δεν μπορώ να κατεβάσω θερμοκρασία για να το κάψουμε, ανάποδα, απλά πράγματα, λογική. Βέβαια.
Και πατρόν που έραβες και…
Το πατρόν. Εγώ δεν μπήκα σε, σε κανένα κατάστημα, στην Καστοριά ήμουν ο λογιστής και δεν είχα καμία σχέση ούτε με την ποιότητα των γουναρικών ούτε με την τέχνη της γούνας. Όταν ήρθα εδώ συνεταιρίστηκα με έναν Δηλιαβέρη κι ανοίξαμε ένα μαγαζί στην Καρόλου Ντηλ. Ήταν επόμενο να πάρω έναν μοντελίστ να κόβει και να βγάζει πατρόν και να ράβουνε οι μηχανικοί μέσα. Όταν κάποια Χριστούγεννα πλησιάζανε κι είχαμε κάνα 20 κομμάτια να παραδώσουμε έκανε εκβιασμό. Αυτός έπαιρνε 40.000 τη ‘βδομάδα και λέει «Θέλω 100.000 τη βδομάδα» και τον διώχνω. Εγώ όμως παρακολουθούσα τη δουλειά κι απ’ έξω και τα λοιπά και το ΄χα πιάσει το κύκλωμα. Τον διώχνω και του λέω «Τώρα θα ράψω δύο να δούμε τι γίνεται». Ράβω δύο, βλέπω και τα δύο είχαν το ίδιο λάθος. Ποιο ήταν το λάθος; Τα μέτρα όταν έπαιρνα το μήκος, έπρεπε να υπολογίσω την καμπούρα της πλάτης, το ΄παιρνα κατά μήκος κι όταν το φορούσε τίναζε και σηκωνόταν από πίσω. Ξήλωνα το, τη γούνα όπως τη φορούσε η κυρία, έπεφτε αυτό κι έβλεπες ένα κενό, διόρθωνα το πατρόν για εκεί το κομμάτι κι από τότε έραψα 10.000 με μία πρόβα. Έβγαζα πατρόν για κάθε, για κάθε γυναίκα. Πατρόν; Εδώ ερχόταν έλεγε «Θέλω -λέει- μια ζακέτα με κουκούλα». Δεν είναι η κουκούλα, τυχαία κουκούλα, να τη γαζώσεις επάνω, αυτό ήτανε η κουκούλα[01:10:00] το εσωτερικό μέρος ερχότανε πέτο σε γιακά. Κι είχα έναν Καστοριανό φίλο του λέω «Ρε Άκη, εσείς τώρα αυτό εδώ πώς θα γίνει;» «Α μπα, εμείς δεν ξέρουμε -λέει- έχουμε, το ετοιμάζει ο μοντελίστ κι εμείς έτοιμα τα βρίσκουμε». Κάθισα, το μελέτησα, το ‘φτιαξα κι έγινε τέλειο. Με παίρνει τηλέφωνο «Τι έγινε;». Λέω «Τέλειο, αλλά δούλεψε το μυαλό». Μια άλλη πελάτισσα η οποία έμεινε πολύ ευχαριστημένη με φέρνει ένα εγγονάκι της 6-7 χρονών, «Θα ράψεις και γι’ αυτή μια γούνα» «Καλά ρε, παιδικά δε ράβω» «Εσύ θα τα ράβεις». Τι να κάνω; Κάθομαι μια μέρα τρώω να κάνω σμίκρυνση του μοντέλου, το πατρόν. Το ράβω, έρχεται το φοράει. Λέω «Τώρα μια που έκανα το πατρόν τόσο κόπο, να ράψω για τις εγγονές μου». Είχα και το, τον Σιδέρη, έναν του γαμπρού μου θείο, είχε ένα κοριτσάκι, φιλενάδα της Κατερίνας, έραψα 3-4 κομμάτια μ’ εκείνο το πατρόν κι έτσι… Δηλαδή τολμούσα, τολμούσα δεν, δεν, δεν έλεγα, πίσω δεν έκανα. Έπρεπε να βρω την άκρη.
Και μετά που παρήκμασε η γούνα τι έγινε με τα-
Εγώ-
Μαγαζιά;
Το θέμα είναι ότι εγώ έφυγα νωρίτερα πριν παρακμάσει και οι Καστοριανοί πολλοί μου λέγανε «Πού το κατάλαβες και έφυγες;». Εγώ δε θα κάνω τον έξυπνο ότι είδα την μπόρα, αλλά ήθελα τα παιδιά μου να προωθήσω. Ωστόσο, όμως, πάντα και σ’ έναν, μια δημοσίευση που έκανα, αν μπορούσε να βρεθεί αυτό, εκεί που είπα ότι «Εις μεν τους γονείς οφείλω το ζην και στην Καστοριά το ευ ζην», έλεγα τα μέτρα που έπρεπε να πάρουν για τη διασφάλιση και χτυπούσα πάρα πολύ τη δουλειά που κάνανε να δημιουργήσουμε υποκαταστήματα στην παραλία Κατερίνης σε διάφορα σκορπίσανε κι ήρθαν πουλούσανε στους Βουλγάρους κάτι, τα λένε «μαλεγκάμια», δηλαδή φτηνά πράγματα, εξευτελίζανε τη γούνα. Έπρεπε η γούνα να μην φύγει απ’ την Καστοριά, να ‘ρθει ο ξένος στην Καστοριά, να αγοράσει στην Καστοριά, να δει και καλά και δεύτερα και τα λοιπά. Δυστυχώς το ρίξανε όλοι, μετά αναγκάστηκαν και πήγαν τα, τα σπίτια της, στην παραλία της Κατερίνης τα κάνανε όλα μαγαζιά, αυτοί ωφελήθηκαν και όλοι πήρανε και από μια Βουλγάρα να έχει διερμηνέα και σου λέω, δεν πουλούσαν αξίας πράγματα, όχι, πολύ ευτελή και… Δηλαδή δεν μπορούσαν να διαδώσουν τη γούνα σαν ποιότητα έξω, να πουν «Αυτό την πήρε από εκεί», κατάλαβες; Αυτά τα τόνιζα εκεί κι άλλα πολλά. Στείλανε μαστόρους στην Ιαπωνία να μάθουνε τη γούνα πώς ράβουνε, και μετά εμείς παίρναμε από εκεί ραμμένα και ντυμένα, πάρα πολλά.
Ενότητα 8
Οι σχέσεις στην Καστοριά, η εκτίμηση του κόσμου και η μέθοδος αυτοδιδασκαλίας
01:12:51 - 01:21:50
Αυτό που ήθελα να πω είναι, παρόλο που κατάγεσαι απ’ το Βοΐο, η Καστοριά τελικά έγινε δεύτερη πατρίδα σου.
Ναι. Κοίταξε με το δίκαιο, διότι εγώ έφυγα το ‘50 από το χωριό μου, στο Άργος έμεινα μέχρι το ‘55, τελείωσα το Γυμνάσιο και από εκεί μετά ένα χρόνο στη Θεσσαλονίκη, που ήμουνα σε Εγγείων Βελτιώσεως, μετά πήγα στην, στην, στο Άργος έναν χρόνο το ‘56, ’56- ‘57, ‘57 στο Άργος και μετετέθη στην Καστοριά μέχρι το ‘65, 9 χρόνια. Κι από κει έφυγα στο ελεύθερο επάγγελμα. Βέβαια, τα περισσότερα μου χρόνια τα έζησα στον νομό Καστοριάς. Ήρθα στον νομό Καστοριάς το ‘50 με κοντά παντελόνια κι έφυγα με δυο παιδιά. Και στο Άργος δούλεψα και σπίτια έχτισα και το εργοστάσιο έχτισα, είχα τέτοια πιστωτική επιφάνεια που όλοι λέγανε «Έλα, πάρε ό,τι θέλεις» κι έχτιζα χωρίς λεφτά και μετά έπαιρνα τα λεφτά, τα, ήξεραν όμως ότι εγώ άμα θα, θα τα ακουμπήσω. «Έλα, πάρε όσα θέλεις, έλα πάρε ό,τι θέλεις». Είναι μεγάλη υπόθεσις η φερεγγυότητα η ειλικρινή που λέει ο άλλος «Τέτοια λεφτά, αυτόν μην, όσα θέλεις πάρε, δεν…». Έχτισα το ένα το σπίτι, πήρα ένα δάνειο απ’ την εργατική κατοικία, 40.000, κι έχτισα το πρώτο σπίτι. Μετά από πίσω έχτισα τα 6 διαμερίσματα, τα οποία πούλησα μετά, όταν έφτασα στο σημείο να χτίσω στη Θεσσαλονίκη, τα πούλησα. Το εργοστάσιο δεν το πούλησα, σου είπα, το ‘δωσα δωρεά στον δήμο και είμαι ικανοποιημένος, γιατί είχα υποχρέωση πρώτα να φωνάξω τα παιδιά, αυτοί είναι οι κληρονόμοι. Κι επειδή εγώ απ’ όλα είμαι ευχαριστημένος, κι απ’ τη ζωή μου δε θέλω τίποτε άλλο και δεν κρατάω τίποτε, και τα υπάρχοντά μου τα ‘χω μεταβιβάσει. Έζησα στην Καστοριά με ξέρει όλη η Καστοριά κι ο νομός Καστοριάς διότι 9 χρόνια που ήμουνα στην υπηρεσία αλώνιζα τον νομό ολόκληρο, απλώς θα σου πω ένα παράδειγμα πόσο… Βρέθηκα μετά από χρόνια στην Καστοριά, μετά από 20 χρόνια που έφυγα, και πήγα στο ταχυδρομείο να εξαργυρώσω μια επιταγή, ήταν ένα νεαρό παιδάκι ταμίας, ξανθός. «Από πού είσαι ρε παιδί μου» να δώσω γνωριμία. Λέει «Απ’ την Καστοριά» «Πώς λέγεσαι;» «Λέκκος» «Δεν είσαι απ’ την Καστοριά -του λέω- απ’ τη Χρυσή είσαι» του λέω. «Πού ξέρεις;» μου λέει. Ήξερα τα ονόματα από κάθε χωριό από πού είναι ο καθένας. «Πώς, τον Λέκκο τον Αλέκο, τον Λέκκο τον, τον…» «Α -λέει- ο παπάς ο Λέκκος, ο παπά-Λέκκος» κλπ., «Θείος μου» κλπ. Γνώριζα τα πάντα, όλα τα, πήγαινα κάθε χρόνο δυο φορές σ’ αυτά τα χωριά του Γράμμου, Πευκόφυτο, Χρυσή, Κοτύλη, Κυψέλη, Επταχώρι. Είχαν τους δασικούς συνεταιρισμούς και πήγαινα εγώ, κύβιζα την ξυλεία να πάρουν λεφτά. Έκανα πολλές δουλειές. Δούλεψα κι έναν χρόνο στο Άργος όταν ήμουνα στην υπηρεσία αποσπασμένος στους βελεντζοποιούς, αυτοί απ’ τη Σαμαρίνα που είναι, υπήρχε ο Συνεταιρισμός Βελεντζοποιών. Και, και διηύθυνα το, το κατάστημα… 14 Σεπτεμβρίου στα Τρίκαλα, ημέρα του Σταυρού είχε πανηγύρι και θυμάμαι εκείνη τη χρονιά, στο πανηγύρι έκανα 600.000 τζίρο. Το ’57, 600.000 μιλάμε για πολλά εκατομμύρια, που στον ύπνο τους δεν τα είχανε δει αυτοί, κατάλαβες; Και με τις βελέντζες είχα μάθει τα κιλίμια, καμπάνα, μετά τα, τα άλλα τα κιλίμια τα, της Κλεισούρας, πώς τα λέγαμε; Πολύ ωραία, και διαδρόμους πατάκια.
Το εργοστάσιο που άνοιξες στο Άργος τις εργοστάσιο ήτανε;
Εκείνο το εργοστάσιο το κάναμε για γουναρικά και τελικά τον τρίτο όροφο τον είχα ανοίξει εγώ για δερμάτινα. Πήρα αγόρασα 10 μηχανές, διπλοβέλονες για δέρματα, «Pfaff», και πήγα στη Μυτιλήνη, ήταν το μεγαλύτερο βυρσοδεψείο «Οι αδερφοί Σουρλάγκα» και πήρα για δείγμα παραγγελία 3.000 μοσχάρια, έδωσα 500.000 προκαταβολή, τα υπόλοιπα να ‘ρθούνε επί αντικαταβολή. Τους εξήγησα ότι «Εγώ δεν ξέρω τη δουλειά, θέλω να με προσέξετε». Λέει «Έχουμε Άλφα και Βήτα». Λέω «Άλφα θα με βάλετε». Αυτοί βάλαν Άλφα και Βήτα. Ήρθαν τα δέρματα, τα σορτάρω, τα απλώνω στο ντεζιέ και βλέπω δεν είναι της ίδια κατηγορίας. Τους παίρνω «Ρε παιδιά τι είπαμε;» «Κράτησε τα λέει και αφαίρεσε 25%». Εγώ αν έστελνα θα ‘στελνα τα άλλα τα Άλφα, δεν ήξερα ποια είναι τα Άλφα, τα χοντρά νόμιζα είναι Άλφα. Άλφα ήτανε τα λευρά, καλά που δεν τα ‘στειλα, θα ‘στελνα όλα τα, τα καλά και θα με… Και αφαιρέσαμε απ’ το λογαριασμό κι εκεί πάλι ξεκίνησα να βγάζω πατρόν, να κάνουμε και τα σαφάρι τα σακάκια, να μάθω… Μία φορά ήρθε η εταιρεία που μας έδωσε 10 μηχανές, αυτά οι καινούργιες, ώσπου να στρώσουν όλο μπλοκάρουνε, δηλαδή λίγο να προπορεύεται η κλωστή δεν μπαίνει, λίγο να πάει μαγκώνει, και είχε ένα ρεγουλατόρ, που τα ‘μαθα κι έκανα συντήρηση και των μηχανών και τα μοντέλα. Εντωμεταξύ, θέλει να δουλεύει το μυαλό. Για να μην έχει σφύρα έβλεπες ένα δέρμα ωραίο κι είχε ένα σημάδι, εκείνο το σημάδι δε θα το πετάξεις, κανόνιζα εκείνο το σημάδι να ‘ρθει εδώ που θα ‘ναι η τσέπη, από πάνω έμπαινε η τσέπη, οπότε εκείνο δεν φαινότανε. Κατάλαβες; Κάτι τεχνάσματα για οικονομία εμπορεύματος. Αλλά ήθελε κυνήγημα η δουλειά, από εκεί, αν δε δουλεύαμε τα δερμάτινα, θα βγάζαν πιο πολλά αν κρατούσαμε τα δέρματα. Τα δέρματα από 400 πήγανε 1.000 το μέτρο κι εμείς τα πουλήσαμε, ίσα-ίσα πήραμε τα λεφτά μας, γιατί φτάσαμε στο σημείο να ‘χουμε 2.500 ραμμένα, που ήθελε ένα πλασιέ να τα λανσάρει. Τα δώσαμε από ενάμιση χιλιάρικο, από 2.000 κομμάτια τα, τα λεφτά μας πήραμε. Ε βέβαια δεν μπορείς να κάνεις όλες τις δουλειές. Και τα δέρματα έκανα και τα πεπόνια πουλήσαμε και τα γουναρικά και τα κτηματομεσιτικά και τα οικοδομικά, τα υδραυλικά, εδώ την πέτρα που έχτισα αυτό το σπίτι, 20 τόνους την έχτ[01:20:00]ισα μόνος μου. Την εκκλησία την είδες; Την έχτισα μόνος μου, ούτε λασπατζή δεν είχα, είχα όμως τα νιάτα μου, τώρα δεν μπορώ. Τώρα αν είχα κουράγιο θα έφτιαχνα κι άλλα πράγματα.
Και ο τρόπος που, για να μαθαίνεις να κάνεις πράγματα καινούργια ήτανε να παρατηρείς τους άλλους;
Κοίταξε, σίγουρα ναι, αλλά να πάρεις και να τα, να τα ιδιοποιηθείς, να τα κάνεις κτήμα σου κι όχι όπως είναι ατόφια. Πολλές φορές αυτά τα παίρνεις και τα τροποποιείς. Παράδειγμα, έχτισα τον φούρνο, τον φούρνο τον έχτισα με τον δικό μου τρόπο. Κι όταν μίλησα μ’ έναν που έκανε φούρνους, μου λέει «Εγώ -λέει- βάζω έναν σπάγκο -λέει- και μετράω έτσι και μετράω και κάνω την κάμαρα». «Όχι» του λέω. Εγώ πήρα ένα φελιζόλ, του έβαλα καλούπι, έχτισα από πάνω, έκαψα το φελιζόλ και βγήκε. «Κοίταξε -λέει- τι σκέφτηκε!». Δηλαδή δεν παίρνω ατόφιο το σκοινί να βάλω την ακτίνα αυτή, την ακτίνα αυτή, την ακτίνα εκείνη. Βρήκα τον τρόπο να ‘ναι, έκανα το πομπέ με φελιζόλ, χτίζοντας και βγάζοντας έγινε καλούπι. Επίσης την εκκλησία ο τρούλος, πάνω στον τρούλο όταν το χτίζεις πώς θα το κάνεις έτσι που αυτό το κέντρο να ‘ναι στο κέντρο, διότι μπορεί να το χτίσεις και να πέσει έτσι, να πέσει αλλιώς. Θέλει το μυαλό. Πήρα ένα σίδερο και το ‘κανα σαν, τόξο, τόξο και το γύριζα γύρω γύρω να είναι το ίδιο τόξο. Άμα γέρνει, θα το φέρεις πιο εδώ, κι έτσι έγινε ένα πράγμα 100% τέλειο με να δουλεύει το μυαλό. Εγώ δεν έχτισα εκκλησίες ούτε πήγα σε κανένα να δω, αυτοσχεδίαζα, αλλά αυτά που σχεδίαζα δεν ήτανε τυχαία, είχανε κάποια βάση.
Και τώρα η ασχολία σου είναι το ότι είσαι και πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου-
Είμαι-
Συνταξιούχων.
Των Συνταξιούχων Εμπόρων, Πρόεδρος της Θεσσαλονίκης, επί μίαν πενταετία τώρα και αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Συνταξιούχων στην Αθήνα, η δευτεροβάθμια, ας πούμε. Προσφέρω κι εκεί, γιατί και πάλι λέω ότι είμαι ο μονόφθαλμος στους τυφλούς, αυτοί δεν είναι, ας πούμε, επιστήμονες όπως κι εγώ, ας πούμε ήταν έμποροι. Εγώ όμως μαζί με το εμπόριο συνδύαζα και το, και το επιστημονικό, ας πούμε, τη λογιστική, την οικονομία, τα πάντα. Τώρα ετοιμάζω ένα «μπουγιουρντί» να πάμε στο Σεπτέμβριο κάτω, θα τους τινάξω στον αέρα την Αθήνα. Πήρα, ψάχνοντας τα αρχεία βρήκα, βρήκα μια απόφαση διοικητικού συμβουλίου που λέει «Δεν χρειάζονται αποδείξεις όταν πληρώνονται οι εκπρόσωποι, αυτό απαγορεύεται». Από το καταστατικό που λέει ότι όλα θα συνοδεύονται παραστατικά πρώτον, απ’ τον κώδικα φορολογικών στοιχείων που επιβάλλεται κι όχι καταργούνται, δεν έχει το δικαίωμα να καταργήσει. Μετά κανόνισαν αυτοί να μας δίνουν, όταν πάμε κάτω, 350.000 αποζημίωση κι αυτό θα το ανατρέψω, 350 παίρνω εγώ που πληρώνω 90 το τρένο και 250 το ξενοδοχείο δύο βράδια, μια οι άλλοι, δεν παίρνω μία. Ο Αθηναίος έρχεται απ’ το σπίτι του, παίρνει 350.000 ατόφια. Όχι κύριοι, όλοι θα παίρνουμε από 100 ή 200 κι ό, τι έξοδα κάνουμε, βάσει αποδείξεων. Τώρα τους ετοιμάζω ένα «μπουγιουρντί» κάτω, θα το φυσάνε. Θέλω να πω ότι ασχολούμαι. Ήρθε ένας προχθές, ένας αξιοπρεπέστατος κύριος, η μάνα του είναι μέλος, έπεσε, έσπασε και τώρα τον έχουνε λέει σε αποκατάσταση και «Πρέπει να πληρώσουμε -λέει- 1000 ευρώ, μήπως μπορείτε να μας βοηθήσετε;» Του λέω «Κάντε μία αίτηση, να την εξετάσουμε». Μετά σκέφτηκα λέω τι να εξετάσουμε έτσι χωρίς να ξέρουμε. Λέω την κοπέλα «Κάν’ τον ένα email και πες τον ότι προκειμένου να αποφανθούμε θετικά ή αρνητικά να μας στείλει ένα εκκαθαριστικό της εφορίας του ‘22 και μία εξουσιοδότηση απ’ τη μάνα του ότι να πάρει τα λεφτά, διότι μπορεί να τα πάρει εν αγνοία της και να τα κοπανήσει». Διότι μπορεί αυτός να έχει εισοδήματα και να κλαίγεται, εμείς δεν είναι σκοπός να δώσουμε σε όποιον ζητάει, σε όποιον έχει ανάγκη, αποδεδειγμένα. Τώρα αυτός δεν ξέρω περιμένω να δω αν θα στείλει το… Έφυγε η κοπέλα θα τη ρωτούσα, αν θα στείλει το email, το, το εκκαθαριστικό θα φανεί, αν έχει 20.000, δεν είναι άπορη, αν έχει τη σύνταξη τις 500 και παίρνει 6.000 ναι, αλλά δεν ξέρω, δεν μπορούμε δηλαδή, καλή τη πίστει, να πιστεύουμε σε ό, τι λέει ο καθένας, ανάγκες όλοι έχουμε, ανάλογα, λίγες ή πολλές, αλλά να πιάσει τόπο. Εμείς πήραμε ένα ασθενοφόρο, δώρο σε ένα νοσοκομείο, πήραμε ένα αιμοκάθαρσης πάλι δώρο, αυτά είναι πράγματα τα οποία βοηθάνε. Πήραμε σε μια εκκλησία όλα τα μαγειρικά σκεύη για τα συσσίτια, από 3.800 με 1.300.
Αυτά τα πήρατε με δωρεές του κάθε μέλους ξεχωριστά;
Όχι, αυτά εμείς παίρνουμε από το, απ’ το υπουργείο, κρατάνε απ’ όλους τους συνταξιούχους 1 ευρώ και απ’ αυτά τα λεφτά μας στείλαν εμάς 15.000 τον χρόνο. Οι συνδρομές είναι 10 ευρώ το άτομο, δεν είναι πολλά τα λεφτά. Περισσότερα είναι τα λεφτά που έρχονται από κάτω. Έχουμε ιδιόκτητα γραφεία, τους πήρα εγώ ιδιόκτητα γραφεία μες στο κέντρο, Κομνηνών στα Λουλουδάδικα, το πήρα 48.000 και τώρα κάνει 200.000. Και το άλλο που είχαν ένα στενό στην παραλία, κάτω στο λιμάνι το νοικιάζαμε 3 εκατοστάρικα κι εκείνο και τώρα θέλω, έχουμε δίπλα ένα άλλο γραφείο, θέλω εκείνο να το γκρεμίσω για να το μεγαλώσω ακόμη για να κάνουμε εκεί συνελεύσεις, διαλέξεις. Κανόνισα εγώ κατά διαστήματα να έρχονται διάφοροι επιστήμονες να μας κάνουν ομιλίες. Ήρθε ο Καρατάσος από το Άργος, ο γιατρός ο γυναικολόγος, μας μίλησε για την εμμηνόπαυση, για τα συμπτώματα αρθριτικά, οστεοπορώσεις και τα λοιπά, κάτι που έχει σχέση με εμάς. Τώρα θα ‘ρθει ένας οφθαλμίατρος, θα μας μιλήσει για τα μάτια, θα ‘ρθει ένας ωριλάς να μας μιλήσει για τα αυτιά, ό, τι ανάγκη έχουμε, και λέω πέραν όλων αυτών να μην ξεχνάμε και κάτι άλλο, θα φέρουμε κι έναν ιεροκήρυκα να μας μιλήσει κι αυτός τα περί Θεού, να μην, να μην τ’ αφήσουμε κι αυτό στην άκρη. Έχουμε ανάγκη κι από πνευματική καθοδήγηση. Παίρνει κουράγιο ο άνθρωπος όταν διαβάζει, παίρνει μια ανάσα, μια, βρίσκει μια θαλπωρή. Τι να σου πω… Εμένα με γεμίζει, διότι κάθε μέρα και κάτι δημιουργείται και πρέπει να το αντιμετωπίσει και πρέπει να το δεις.
Εγώ αυτά είχα να ρωτήσω, εσύ έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις;
Τι άλλο παιδί μου; Εγώ στη ζωή μου διέγραψα τα πράγματα έτσι που απ’ όλους είμαι ευχαριστημένος, κι από τους εχθρούς μου είμαι ευχαριστημένος. Πρόσφατα που έγιναν οι εκλογές και πήρα 170 και 8 μείον, αρνητικά, πρώτα ευχαρίστησα αυτούς που δε με ψήφισαν. Λέω «Καλά κάνατε, αν ήσασταν κι εσείς μαζί με τους άλλους θα λέγανε εδώ είναι Σιδηρούν Παραπέτασμα, 99,9%». «Όχι» λέω «καλά κάνατε». Γιατί λέει ένα αρχείο ρητόν «Πάσιν να αδείν χαλεπόν», είναι δύσκολο να αρέσκεις σε όλους, όποιος και να είσαι.
Εκλογές στο σωματείο αυτό που είσαι των εμπόρων;
Ναι, βέβαια. Τώρα πώς τους έχω κάνει εγώ τέτοιες εξυπηρετήσεις, τρελαίνονται πού θα βρουν, «Πού τον βρήκαμε και μη μας φύγει». Ε λέω «Δε θα ‘μαι ισόβια, υπολογίζω μέχρι τα 100 χρόνια -λέω- να είμαι, ύστερα βλέπουμε». Είχε ένα, ένα, ένα, έχει ένα εμπόδιο το καταστατικό, έλεγε «Όχι πάνω από 2 τριετίες». Εγώ έχω 5, ένα ακόμη τελειώνω. Τροποποίησα το καταστατικό κι έβαλα 3 τριετίες να ‘χω κι άλλη μία τριετία, αν θέλω, δεν είναι υποχρεωτικό κι αν με βγάλουνε, αλλά απ’ ό,τι βλέπω θα είμαι. Αν ζω βέβαια, και είναι κι αυτό. Καλά περνάω, δεν έχω, δεν είναι ότι κάνω δουλειά «Πόσα βγάζεις;». Όχι. Πληρώνω και δε βγάζω, αλλά με ικανοποιεί, πάω εκεί, το καφεδάκι μου, έχω επικοινωνία με Αρχές, με επίσημα πρόσωπα, νομίζω ότι είναι μία πνευματική τροφή. Εγώ αν κάνω κριτική, θα κατακρίνω, θα πω πολλά μ’ έδωσε ο Θεός, πολλά μ’ έδωσε. Άσχετα αν αυτά είχαν αντίκρισμα, προσπάθεια, αγώνα, ξενύχτι, οικονομία, αλλά σαν βασικό στόχο όχι την αδικία. Ποτέ δε σκέφτηκα να κάνω αυτό για να αδικήσω κάποιον, εκείνα είναι παράνομα τα λεφτά, δεν υπάρχουνε… Και το ότι δημιούργησα μια κατάσταση δεν μ’ άλλα[01:30:00]ξε το χαρακτήρα, εγώ είμαι όπως ήμουνα φτωχός είμαι και τώρα. Μου λένε, κάποτε είχα ένα δεσμό, δεν ξέρω αν είχες μάθει, με μία η οποία απεδείχθη ότι ήρθε για λεφτά μόνον και τίποτε άλλο και της λέω «Κοίταξε να δεις, εγώ πλούσιος δεν είμαι αλλά ούτε και φτωχός, όσα θέλω τα έχω, αν εγώ θέλω 10.000, γιατί πρέπει να ‘χω 50; Αφού τα 10 με φτάνουνε». Θέλω να πω είμαι ολιγαρκής, δεν, δεν πήραν τα μυαλά μου αέρα. Εγώ μαγειρεύω μόνος μου και έχω υπόψιν μου οικογένειες που τους προωθώ φαγητά, που εγώ έχω ανάγκη να με μαγειρέψουν, κάνω, δεν μπορώ να μαγειρέψω για ένα άτομο, έχω υπόψιν μου ανθρώπους, στέλνω… Πολλές φορές κάνω πατσά, τα γλείφουνε τα δάχτυλα.
Αυτά.
Ευχαριστώ που ήρθες, σε συγχαίρω και Τούρκος λέει στο τέλος «Kusura bakma», να παραβλέψεις τα κουσούρια μου, δεν είπα αυτά που είπα σαν να περιαυτολογήσω, σου είπα, δεν είπα «Είμαι ο έξυπνος», έλεγα «Είμαι ο μονόφθαλμος στους τυφλούς», αλλά την επιτυχία δεν τη στηρίζω μόνο στις γνώσεις, στην εργατικότητα, την έντιμη εργατικότητα, την ειλικρίνεια, διότι εγώ περπατάω και πίσω μου δεν βλέπω εκκρεμότητες, δεν αφήνω. Αν έχεις εκκρεμότητες βλέποντας πίσω χάνεις το μπρος, κατάλαβες; Αυτό είναι το σπουδαίο.
Κι εγώ ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη.
Να ‘σαι καλά.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Γιάννης Χατζηλεοντιάδης ανελίχθηκε στον τομέα του εμπορίου και των επιχειρήσεων με έναν μυθιστορηματικό τρόπο. Από τη Μολόχα του Νομού Κοζάνης στην Καστοριά κι από εκεί στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε ως ένα φτωχό παιδί, γιος μιας ντόπιας κι ενός Πόντιου πρόσφυγα. Στο χωριό του έζησε τη Γερμανική και Ιταλική Κατοχή, καθώς και τον Εμφύλιο. Ορφανός από πατέρα, στα 14 του κλήθηκε να γίνει αρχηγός της πολυμελούς οικογένειάς του, να τελειώσει το σχολείο, να σπουδάσει, να γίνει οικονομικά ανεξάρτητος, ενώ παράλληλα έπρεπε να φροντίσει τα μικρότερα αδέρφια και τη μητέρα του. Όλη του τη ζωή καταπιάνεται με καινούργια πράγματα και διάφορα επαγγέλματα. Σήμερα, συνεχίζει να προσφέρει έργο και να δρα μέσα από την Ομοσπονδία Συνταξιούχων Εμπόρων και δε σταματά να μαθαίνει και να ενεργεί.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννης Χατζηλεοντιάδης
Ερευνητές/τριες
Νικολέτα Αποστολίδου
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/06/2023
Διάρκεια
91'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Ο αφηγητής είναι θείος της ερευνήτριας, άνδρας της αδερφής της γιαγιάς της.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Γιάννης Χατζηλεοντιάδης ανελίχθηκε στον τομέα του εμπορίου και των επιχειρήσεων με έναν μυθιστορηματικό τρόπο. Από τη Μολόχα του Νομού Κοζάνης στην Καστοριά κι από εκεί στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε ως ένα φτωχό παιδί, γιος μιας ντόπιας κι ενός Πόντιου πρόσφυγα. Στο χωριό του έζησε τη Γερμανική και Ιταλική Κατοχή, καθώς και τον Εμφύλιο. Ορφανός από πατέρα, στα 14 του κλήθηκε να γίνει αρχηγός της πολυμελούς οικογένειάς του, να τελειώσει το σχολείο, να σπουδάσει, να γίνει οικονομικά ανεξάρτητος, ενώ παράλληλα έπρεπε να φροντίσει τα μικρότερα αδέρφια και τη μητέρα του. Όλη του τη ζωή καταπιάνεται με καινούργια πράγματα και διάφορα επαγγέλματα. Σήμερα, συνεχίζει να προσφέρει έργο και να δρα μέσα από την Ομοσπονδία Συνταξιούχων Εμπόρων και δε σταματά να μαθαίνει και να ενεργεί.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννης Χατζηλεοντιάδης
Ερευνητές/τριες
Νικολέτα Αποστολίδου
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/06/2023
Διάρκεια
91'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Ο αφηγητής είναι θείος της ερευνήτριας, άνδρας της αδερφής της γιαγιάς της.