Η δουλειά στη ΜΟΜΑ και το έργο της κατά τη διάρκεια και μετά τη δικτατορία
Ενότητα 1
Τα παιδικά και σχολικά χρόνια κατά τη διάρκεια και μετά τον εμφύλιο πόλεμο
00:00:00 - 00:13:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα. Είναι, λοιπόν, 03/07/2023. Είμαι με τον κύριο Μπαϊράμη Λάμπρο και βρισκόμαστε στη Λάρισα. Εγώ είμαι η Μπαϊράμη Γεωργία, ερευνήτρ…οι. Μπορεί να πηγαίναν να ψηφίζουν διαφορετικά κόμματα, αλλά δε μαλώνανε. Στα χωριά μας εδώ, στο χωριό μας δηλαδή. Ήμασταν άνθρωποι ήρεμοι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η δουλειά σε κυλινδρόμυλο και η επιβολή της δικτατορίας
00:13:34 - 00:22:15
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είχαν ηρεμήσει τα πράγματα, δηλαδή, αρκετά. Και μετά, όταν τελειώσατε το σχολείο, σπουδάσατε; Όχι, δεν σπούδασα. Πήγα στρατιώτης. Υπηρέτησα… Ως προς το θέμα της ασφάλειας, ήταν, δηλαδή, για εσάς καλά. Ναι. Και μετά είπατε το '72 έκλεισε ο μύλος; Το εργοστάσιο. Το εργοστάσιο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η λειτουργία της ΜΟΜΑ, τα έργα στη Θεσσαλία, στη Δυτική Μακεδονία και στις Σποράδες και τα αίτια κατάργησης
00:22:15 - 00:33:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Το '71, το φθινόπωρο του '71. Και το '72 ήρθα εδώ στη Λάρισα στη ΜΟΜΑ. Σας πήραν το '72 στη ΜΟΜΑ. Ναι. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για… Μετά αφού έπαιρναν το πτυχίο, πήγαιναν όπου θέλανε. Μπορεί και σαν ιδιώτης, σε άλλες υπηρεσίες. Πολλοί καθόνταν εκεί όταν βρίσκαν δουλειά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η εργασία στο γραφείο κινήσεως της ΜΟΜΑ και ο ρόλος στην επιστράτευση του 1974
00:33:07 - 00:46:43
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και εσάς ο ρόλος σας ακριβώς ποιος ήτανε- Στη ΜΟΜΑ ήμουν στο γραφείο κινήσεως. Είχα 120 οδηγούς να διευθύνω. Λοιπόν, πρώτες μέρες που πήγα …Όχι, όχι. Δεν είχαμε ναρκαλιευτικό. Δεν είχαμε όχι. Δεν είχαμε. Τέτοια πράγματα δεν είχαμε. Αυτά ήταν άλλα σώματα. Ναρκαλιευταί ήταν άλλοι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η κατάργηση της ΜΟΜΑ, τα αίτια και το κλίμα της εποχής μετά τη δικτατορία και στα χρόνια επί ΠΑΣΟΚ
00:46:43 - 01:02:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και όσο περνούσαν τα χρόνια, προς το ‘92 που είπαμε ότι διαλύθηκε η ΜΟΜΑ, υπήρχε έτσι διφορούμενος λόγος για τη ΜΟΜΑ, για το ρόλο της; Πώς φ…ία. Έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο; Δεν ξέρω τίποτα άλλο. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη. Τίποτα να είσαι καλά. Να είσαι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Οι φωτογραφίες
01:02:06 - 01:06:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εδώ βλέπουμε έχετε βγάλει κάποιες φωτογραφίες. Σε αυτή τη φωτογραφία, πού είστε; Εδώ είμαι δίπλα στο δάσκαλο, ΣΤ’ δημοτικού σχολείου Σοφιάδ… Δεν ξέραμε αν πάει, δεν πάει, όπως σήμερα που είναι τα κινητά. Παίρνεις τηλέφωνο. Και τα GPS. Ναι. Ωραία. Ευχαριστώ πολύ. Να 'σαι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Τα παιδικά και σχολικά χρόνια κατά τη διάρκεια και μετά τον εμφύλιο πόλεμο
00:00:00 - 00:13:34
[00:00:00]Καλημέρα. Είναι, λοιπόν, 03/07/2023. Είμαι με τον κύριο Μπαϊράμη Λάμπρο και βρισκόμαστε στη Λάρισα. Εγώ είμαι η Μπαϊράμη Γεωργία, ερευνήτρια στο istorima, και ξεκινάμε την αφήγησή μας. Καλημέρα σας.
Καλημέρα, Γεωργία.
Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;
Εγώ γεννήθηκα το 1941 στα Πετρίλια Δομοκού. Εκεί πήγαινα σχολείο. Στο γυμνάσιο πήγα στο Δομοκό. Ήταν εξατάξιο, εξατάξιο γυμνάσιο. Εγώ πήγα μεγάλος 15 χρονών στο γυμνάσιο, γιατί όταν ήτανε εμφύλιος, δεν είχαμε δασκάλους και τελείωσα το δημοτικό 14 ετών. Πήγα στο γυμνάσιο στο Δομοκό. Από εκεί τελείωσα. Πήγα στρατιώτης. Από στρατιώτης, έπιασα δουλειά αμέσως στην Αλίαρτο Βοιωτίας, στο μύλο. Δούλεψα τρία χρόνια εκεί. Το αφεντικό είχε και εργοστάσιο μαρμάρων στην Αθήνα. Πήγα από εκεί, πήγα στην Αθήνα. Κάθισα άλλα τρία χρόνια εκεί. Μετά το εργοστάσιο αυτό ήταν του γαμπρού του. Μαλώσαν γαμπρός και πεθερός και το κλείσαν. Τότε έμεινα χωρίς δουλειά και ήρθα εδώ στη Λάρισα μετά και πήγα στη ΜΟΜΑ. Στη ΜΟΜΑ έκατσα 20 χρόνια. Το ‘92 η ΜΟΜΑ διαλύθηκε κι εμείς ήμασταν μόνιμοι υπάλληλοι και πήγα σαν γραμματέας σε λύκειο. Από εκεί πήρα σύνταξη και σήμερα ζω ως συνταξιούχος.
Πολύ ωραία. Θέλετε να μας πείτε λίγα περισσότερα πράγματα για τα παιδικά σας χρόνια; Πώς ήτανε-
Τα παιδικά χρόνια εμάς ήταν ο εμφύλιος τότε. Οι γονείς μου... Η μάνα μου και τα δυο αδέρφια μεγαλύτερα τα πήρε, πήγαν στο σιδηροδρομικό σταθμό Δομοκού. Εκεί υπήρχαν στρατιώτες και δεν πλησιάζανε οι αντάρτες. Εμείς, εγώ και ο Φάνης, οι μικρότεροι, μείναμε στο χωριό με τη γιαγιά. Οι δύο μεγαλύτεροι από εμάς -γιατί είμαστε 6 αδέρφια- πήγαν στην παιδόπολη στην Αθήνα. Εμείς στο χωριό, ήταν αντάρτες το βράδυ. Κάναμε παρέα. Ερχόνταν οι γυναίκες κυρίως το βράδυ. Μας ξυπνούσαν, μας χάιδευαν, μας παίζαν. Και μια φορά ήταν να ‘ρθουνε... Ερχόταν κάθε μέρα η μάνα μου στο χωριό. Μια μέρα δεν ήρθε. Κι εγώ με τον Φάνη πήραμε το δρόμο -ήταν 6 χιλιόμετρα μακριά- πήραμε το δρόμο να πάμε στο σταθμό. Ο στρατιώτης μας είδαν από πάνω με τα κιάλια. Ήρθαν τρεις στρατιώτες. Μας κυκλώσαν, μας πιάσαν εκεί, μας πήραν, μας πήγαν στον διοικητή. Λέει: «Ποιανού είστε;». Είπαμε. Τον αδερφό μου τον Ηλία τον γνώριζε αυτή. Λέει: «Μην τα αφήσεις τα παιδιά στο χωριό». Λέει: «’Άλλη φορά δεν τα αφήνω». Εγώ δεν ξαναέφυγα. Ο Φάνης ξαναπήγε. Και μετά από μερικές βραδιές, έφυγε και ο Φάνης χωρίς να τον... Δεν τον άφηνε η γιαγιά να φύγει, αλλά έφυγε και αυτός. Την βραδιά εκείνη πήγαν οι αντάρτες, τον ζήτησαν να τον πάρουνε. Αν ήταν εκεί θα τον παίρνανε. Θα ήταν τώρα στο παιδομάζωμα. Αυτά ήταν αυτά τα λίγα, όχι πολλά. Δεν ξέρω πιο πολλά ακόμα.
Ήτανε, δηλαδή, σαν να του έλεγε κάτι το ένστικτό του του αδερφού σας-
Ναι, ναι.
Και ήθελε να φύγει-
Κι ήθελε να φύγει, ναι.
Εκείνο το βράδυ. Θυμάστε γενικότερα πώς ήταν οι συνθήκες εκείνη την εποχή και πως το βιώσατε εσείς, ως παιδάκι;
Εμείς-
Τι βιώσατε-
Δεν το βιώσαμε. Δεν μας πείραξε κανένας, δεν μας χτύπησε κανένας. Μόνο όταν πήραν τον Αποστόλη, τον παππού, ήρθαν οι αντάρτες και, όπως σου είπε ο παππούς, πήγε κρύφτηκε. Εγώ τον είδα ότι κρύφτηκε εκεί. Μόλις ήρθαν αυτοί μέσα λένε: «Που είναι το παιδί;». Δε μαρτυρούσαμε. Μας έριξε μια σφαλιάρα εμένα, μία τον Φάνη. Μαρτυρήσαμε. Αυτά. Διαφορετικά, δεν είχα μεγάλα… Ούτε ξέραμε αν ο ένας σκότωνε τον άλλον. Δεν τα ξέραμε αυτά τα πράγματα. Αργότερα τα μάθαμε.
Δε μπορούσατε να το καταλάβετε, ναι, σαν παιδάκι. Φοβόσασταν για τον αδερφό σας; Ανησυχούσατε;
Σαν μικρά παιδάκια, την ώρα εκείνη που τον πήρανε. Μετά ήμασταν μικρά, δεν καταλαβαίναμε.
Υπήρχαν δυσκολίες σχετικά με το φαγητό, με τα-
Όχι, δεν ήταν δύσκολα, γιατί τα είχε η μάνα μου όλα. Τα είχε. Είχε το αλεύρι, που θυμάμαι. Πήγαινε το φθινόπωρο στον κυλινδρόμυλο, στον νερόμυλο, άλεθε το σιτάρι, για όλο τον χειμώνα το αλεύρι. Δεν χάλαγε όπως χαλάει τώρα. Το είχε το αλεύρι, το ψωμί. Το τυρί το είχε εκεί. Είχαμε αγελάδες, πρόβατα είχαμε. Δεν πεινάσαμε.
Θυμάστε, έτσι, κάποια ιδιαίτερη συνταγή, κάποιο φαγητό που έφτιαχνε τότε;
Έφτιαχνε κυρίως… Καλά, τραχανά έφτιαχνε από πάντα τραχανά. Κάθε πρωί είχαμε τραχανά. Γάλα έβραζε και κυρίως έφτιαχνε πατάτες βραστές. Πιο πολύ πατάτες βραστές τρώγαμε. Αυτά. Δεν θυμάμαι άλλα.
Και μετά, μόλις τελείωσε ο πόλεμος, πώς συνεχίστηκε η ζωή σας, σαν παιδάκι;
Μετά άρχισε, γιατί… Ήρθαν το καλοκαίρι μετά τον πόλεμο, ήρθε ο Δημήτρης με τον Γιώργο από την Αθήνα. Αυτοί είχαν κοστούμια. Όπως τα παιδιά σήμερα εδώ, έτσι ήρθαν αυτοί από εκεί. Ήμασταν ξυπόλυτοι. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. Και λέγαμε: «Γιατί εσείς εκεί;». «Εμείς -λέει -μες στην πόλη έτσι είναι τα παιδιά. Δεν είναι όπως στο χωριό». Η ζωή πέρασε εύκολα, γιατί δεν είχαμε... Στο σχολείο πηγαίναμε. Όταν μας λέγανε να πάμε να φυλάξουμε τα ζώα, πηγαίναμε. Δεν είχαμε... Αλλά ήταν δυο μεγάλοι, ο Αποστόλης και ο Ηλίας, που αυτοί μας μεγάλωσαν.
Ο πατέρας σας;
Ο πατέρας μου είχε σκοτωθεί το ‘44. Εγώ κι ο Φάνης δεν το θυμόμαστε. Εγώ ήμουν 3 ετών. Ο Φάνης ήταν 9 μηνών. Δεν τον θυμόμαστε καθόλου.
Δεν τον γνωρίσατε ποτέ, δηλαδή;
Όχι, δεν τον γνώρισα, δεν τον γνώρισα και δεν τον θυμάμαι καθόλου πώς ήταν. Δεν τον θυμάμαι. Μόνο από φωτογραφίες.
Σχολείο που πηγαίνατε; Τι εικόνες έχετε από το σχολείο;
Σχολείο εκεί το σχολείο εμείς πηγαίναμε στη Σοφιάδα. Το ξέρεις. Είναι δυο χιλιόμετρα απόσταση περίπου. Πρωί-απόγευμα. Όχι μόνο το πρωί. Πρωί και απόγευμα. Με τα πόδια, το χειμώνα κυρίως, μέσα στα νερά να είναι τα πόδια βρεγμένα όλη τη μέρα. Και όταν βγήκαν οι μπότες οι λαστιχένιες, τότε στέγνωσε το πόδι μας. Περάσαμε… Αλλά δεν τα θυμόμαστε. Έτσι ήταν όλος ο κόσμος. Δεν ήταν μόνο εμείς. Όλα τα παιδιά έτσι ήταν.
Πηγαίνατε και πρωί και απόγευμα-
Και απόγευμα, ναι.
Ήταν εξατάξιο τότε το σχολείο.
Εξατάξιο και ένας δάσκαλος. Είχε 120 παιδιά ένας δάσκαλος. Μέχρι που τελείωσα εγώ το δημοτικό, ένας δάσκαλος ήταν. Δεν ήταν άλλος.
Σε μια τάξη ε;
Σε όλα. Όλα τα παιδιά μαζί τα είχαν.
Και πώς ήταν τότε το ωράριο; Πώς ήταν τα μαθήματα; Τι μαθήματα κάνατε;
Όλα τα μαθήματα. Ήταν το αναγνωστικό, μαθηματικά, αριθμητική, γεωγραφία, ιστορία. Αυτά. Δε θυμάμαι άλλο. Και θρησκευτικά. Κάναμε και θρησκευτικά.
Βλέπω εδώ σε μια φωτογραφία που μου βγάλατε πριν ότι φορούσατε και καπέλα τότε;
Φορούσαμε καπέλα στο γυμνάσιο. Από την πρώτη τάξη γυμνασίου που πήγαιναν τότε τα αγόρια, φορούσαν καπέλα. Και να έχει απάνω το «Γυμνάσιο Δομοκού». Δυο γράμματα με την κουκουβάγια μπροστά. Και τα κορίτσια φορούσαν φορεσιά μπλε. Μόνο την τελευταία τάξη… Τότε ήταν ογδόη τάξη, δεν είχε… Άρχιζε από τρίτη μέχρι ογδόη. Στην ογδόη τάξη, εμείς ήμασταν εμείς οι πρώτοι που δε φορούσαμε. Ήρθε εντολή να μη φοράμε οι μεγάλοι, ούτε να κόβουμε τα μαλλιά. Μέχρι τότε τα κούρευαν τα μαλλιά. Ήμασταν γουλί.
Ποια χρονολογία ακριβώς φορούσατε καπέλα;
Το ‘62. 1962.
Και ήταν υποχρεωτικό να τα φοράτε;
Ναι, υποχρεωτικό κι ήταν πολύ αυστηροί οι καθηγηταί τότε. Δεν μπορούσες να κυκλοφορήσεις έξω. Άμα σε έβλεπε καθηγητής και κυκλοφορούσες έξω, εκτός σχολείου, την άλλη μέρα σου έλεγε: «Πού πήγες; Πού ήσουν; Τι έκανες». Τους έλεγχαν τους μαθητάς. Να πας να πιείς καφέ [00:10:00]στον άλλον που πάμε σήμερα, να γλεντήσουμε, απαγορευόταν.
Για ποιο λόγο;
Για να προφυλάσσουν τα παιδιά, γιατί οι πιο πολλοί ήμαστε από τα χωριά. Δεν είχαμε γονείς εκεί να μας επιβλέπουν. Νοικιάζαμε ένα δωμάτιο δυο αγόρια ή δυο κορίτσια χωριστά και μέναμε εκεί. Τρώγαμε ένα καρβέλι ψωμί τέτοιο μας έδινε η γιαγιά, τυρί, αυγά, λουκάνικα και, αν είχαμε λεφτά, πηγαίναμε στο εστιατόριο και τρώγαμε φασολάδα με δυο δραχμές. Τότε ήταν καλό αυτό που έκαναν οι καθηγηταί να είναι αυστηροί, γιατί προφυλάσσαν τα παιδιά από τις κακοτοπιές, που λένε.
Ήτανε κάπως και πιο ηθοπλαστικός τότε ο ρόλος του δασκάλου.
Ναι κι αυτό ναι, ναι, ναι.
Ποια ήταν τότε η εκτίμηση της κοινότητας προς τον δάσκαλο; Ποια ήταν η θέση του;
Ο δάσκαλος ήτανε σεβαστός από εμάς. Τον σεβόμασταν και μέσα στο σχολείο δεν κάναμε φασαρίες. Βλέπεις, τα θρανία μας ήταν πεντακάθαρα. Μια γρατζουνιά να έκανες, σε μάλωνε. Ενώ βλέπεις σήμερα είναι... Τα γράφουν, τα σκίζουν. Εμείς τότε ήταν το θρανίο όπως πηγαίναμε, έτσι θα ήταν μέχρι να τελειώσουμε. Άλλο.
Και πέρα από το σχολείο, τι άλλο θυμάστε από τα εφηβικά σας χρόνια τότε; Τι δραστηριότητες κάνατε εκτός σχολείου;
Εκεί εγώ έπαιζα μπάλα πολύ. Έπαιζα μπάλα. Χάλαγα συνέχεια παπούτσια. Τα πόδια τα είχα κατασπάσει. Τι άλλο να θυμηθώ; Είχαμε έναν, μικρότερος από μένα σε τάξη, μέναμε μαζί στο ίδιο δωμάτιο από το χωριό μου, ο Καραφλός ο Κώστας. Αυτός πήγε στην Αμερική. Τελείωσε πανεπιστήμιο μεταλλειολόγος και τον πήραν αυτοί -πώς τους λένε- Αγγελόπουλοι. Αυτός, μικρός, μαθητής, στο δωμάτιο που ήμασταν, είχε μια αυλή απ’ έξω, έπαιρνε και έφτιαχνε ένα χωνί με λαμαρίνα. Από κάτω δεν ξέρω τι έβαλε, τι μέταλλο, τι καύσιμο έβαλε και πέταξε πύραυλος. Ήταν μυαλό «ξυράφι», που λέμε, την εποχή εκείνη. Άλλο.
Και τότε γενικότερα το κλίμα θυμάστε καθόλου πώς ήταν με τον εθνικό διχασμό; Γιατί μιλάμε τώρα για μια εποχή μετά τον εμφύλιο.
Εμείς δεν κατάλαβα. Εγώ δεν ασχολούμουν με την πολιτική -ούτε και τώρα ασχολούμαι- αλλά ήμασταν ήσυχα. Δεν είχαμε προβλήματα. Ούτε μαλώναμε στα χωριά. Δε θυμάμαι να μαλώναμε οι δεξιοί, οι αριστεροί και οι κεντρώοι. Δε μαλώναν ο κόσμος. Ο κόσμος ήταν αγαπημένοι. Μπορεί να πηγαίναν να ψηφίζουν διαφορετικά κόμματα, αλλά δε μαλώνανε. Στα χωριά μας εδώ, στο χωριό μας δηλαδή. Ήμασταν άνθρωποι ήρεμοι.
Είχαν ηρεμήσει τα πράγματα, δηλαδή, αρκετά. Και μετά, όταν τελειώσατε το σχολείο, σπουδάσατε;
Όχι, δεν σπούδασα. Πήγα στρατιώτης. Υπηρέτησα εδώ στη Λάρισα και έπιασα δουλειά αμέσως στον Αλίαρτο στον κυλινδρόμυλο. Εκεί ήμουν προϊστάμενος στο μύλο για τρία χρόνια. Το ‘67 που, μετά έληξε η δικτατορία, οι κυλινδρόμυλοι τότε το σιτάρι το ‘παιρναν, πριν τη δικτατορία, απ’ τους συνεταιρισμούς. Μετά τη δικτατορία, ήταν ελεύθερο. Μπορούσε να παίρνει ο μύλος από τον παραγωγό και την πρώτη χρονιά που πήγα, δούλευα από τις 06:00 η ώρα το πρωί μέχρι τις 12:00 η ώρα το βράδυ, να παραλαμβάνουμε τα σιτάρια. Και ερχότανε οι αγρότες με τα τρακτέρ. Χύμα απάνω στην πλατφόρμα. Και πάνω στην πλατφόρμα βάζανε και πέτρες για να είναι πιο βαρύ να πάρουν δέκα κιλά παραπάνω. Και τους έπιανα. Πήγαιναν να κάνουν την ανατροπή, να χυθεί το σιτάρι μέσα στο αυτό… Είχε σήτα. Η πέτρα δεν έπεφτε μέσα στη σήτα και έπιασα κάνα δυο-τρεις. Μετά οι άλλοι σταματήσαν. Και ήθελα να πω, ο άνθρωπος πού φτάνει! Για να κερδίσει πέντε δραχμές, φορτώνει πέτρα. Μετά από κει, επειδή άνοιξε το εργοστάσιο στην Αθήνα του γαμπρού του, με πήρε πήγα εκεί, γιατί αυτός που ήταν εκεί έκλεβε πολύ και πήγε εμένα. Εμένα με είχε δοκιμάσει στην τιμιότητα. Γιατί όταν ερχόταν μέσα στην πλάστιγγα ο έμπορας με δέκα τόνους σιτάρι, βγάζει και με δίνει 500 δραχμές τότε. 500 δραχμές ήταν σήμερα πολλά λεφτά. Λέει: «Να με βάλεις έναν τόνο παραπάνω». Λέω εγώ: «Ήρθα εδώ να δουλέψω τίμια, δεν ήρθα να πάρω λεφτά». Αυτός τον είχε βάλει το αφεντικό, για να με δοκιμάσει. Έφυγε ο άνθρωπος. Το βράδυ, μου λέει το αφεντικό: «Σου έδωσε λεφτά;». «Μου έδωσε -λέω- αλλά δεν τα πήρα». Και φτάνω εδώ, με πήρε εμένα, με πήγε στην Αθήνα εκεί. Κάθισα εκεί τρία χρόνια, αλλά μαλώσαν μετά οι δυο τους, γαμπρός και αυτό, και το κλείσαν. Εκεί ήταν καλά. Έπαιρνα καλά λεφτά εκεί. Τότε, την εποχή εκείνη, έπαιρνα 8.000 την ημέρα. Είχα μέσα εκεί δωμάτιο, μπάνιο. Μόνο έξω έτρωγα. Αλλά έκλεισε και μετά ήρθα εδώ και πήγα στη ΜΟΜΑ.
Εσάς ο ρόλος σας ποιος ήτανε στον μύλο;
Στο μύλο τρία χρόνια.
Και τι κάνατε; Ποιος ήταν ο ρόλος σας;
Ήμουν προϊστάμενος στο μύλο. Ήλεγχα οτιδήποτε έμπαινε μέσα και οτιδήποτε έβγαινε έξω, το ήλεγχα εγώ. Χωρίς υπογραφή δική μου, δεν έβγαινε έξω. Το προσωπικό το έλεγχα, αν δουλεύανε ή όχι ή ποιος έρχεται, παρουσίες και τα λοιπά.
Και πώς την είχατε βρει αυτή τη δουλειά; Πώς την είχατε βρει αυτή τη δουλειά;
Από το '66 μέχρι το '69. Από το '69 μέχρι το '71 ήμουν στην Πεντέλη, στο εργοστάσιο και από το '72 και μετά ήμουν στη ΜΟΜΑ μέχρι το '92 που σταμάτησα.
Άρα, όταν ξεκίνησε η δικτατορία, εσείς δουλεύατε στο μύλο.
Στο μύλο, ναι.
Θυμάστε καθόλου όταν επιβλήθηκε η δικτατορία, εκείνη η ημέρα; Τι εικόνες έχετε;
Δεν θυμάμαι, γιατί εγώ δεν ασχολούμουν με την πολιτική. Το αφεντικό ζορίστηκε. Πήγα στο γραφείο. Ήταν ο μύλος εδώ, το γραφείο ήταν, έτσι, από πάνω, είχε τη βίλα. Και μου λέει: «Έμαθες τι έγινε σήμερα;». «Όχι, δεν ξέρω». «Το κατέλαβαν οι στρατιωτικοί». Και δε θυμάμαι τι άλλο έλεγε, αλλά ήταν στεναχωρημένος. Δεν τους ήθελε.
Εσείς δεν είχατε καταλάβει τι είχε συμβεί;
Εγώ ήξερα, εντάξει, έμαθα, αλλά δεν είχα ιδέα τι ήταν δικτατορία. Δεν ασχολούμαν. Και μετά, αφού δεν ήμουν με την πολιτική δε με ένοιαζε, δηλαδή.
Η ζωή πώς είχε αλλάξει; Τι διαφορετικό θυμάστε;
Τίποτα. Δεν άλλαξε τίποτα για εμάς. Δεν μας πείραζε κανένας ούτε το… Όταν είσαι νόμιμος άνθρωπος, δεν σε πειράζει κανένας. Για εμένα ήταν ωραία τα πράγματα. Δεν χρειάστηκε κανένας αστυνομικός ή στρατιωτικός να μου πει: «Γιατί κάνεις εκείνο και δεν κάνεις εκείνο;».
Η λειτουργία των μέσων ενημέρωσης τότε πώς θυμάστε να είναι;
Δεν είχαμε τίποτα. Τηλεόραση δεν υπήρχαν τότε. Η τηλεόραση ήρθε αργότερα. Εφημερίδα δεν διάβαζα, ραδιόφωνο δεν είχα. Δεν ήξερα τίποτα.
Την οικογένεια σας πως την είχε επηρεάσει η επιβολή της δικτατορίας; Ζούσε στην ύπαιθρο τότε;
Όχι εγώ ήμουν στο μύλο.
Η οικογένεια σας;
Το '67. Η οικογένεια στο χωριό, ο Αποστόλης με τον Ηλία ήταν και η μάνα μου[00:20:00]. Αυτοί τώρα, δεν ξέρω… Δεν κουβέντιασα καμία φορά για αυτό.
Το κλίμα τότε πώς ήταν γενικότερα στην κοινωνία; Ήταν δυσαρεστημένοι οι πολίτες;
Η ύπαιθρος ήταν ευχαριστημένη. Ήταν ευχαριστημένη, γιατί τους έδωσε πολλά. Τους έδωσε πολλά. Τους έδωσε δάνεια. Τότε, στο χωριό μας κυρίως, με τα δάνεια πήραν πολλά χωράφια. Του πατέρα σου του έδιναν τότε 100.000 δραχμές να πάρει χωράφια. Με δάνειο χαμηλότοκο, όμως. Δεν τα πήρε. Και τώρα το λέει: «Δεν τα ‘παιρνα τα λεφτά τότε εγώ να είχα άλλα 100 στρέμματα παραπάνω;». Τους αγρότες κυρίως τους βοήθησε πολύ.
Στην πρωτεύουσα πώς ήταν τα πράγματα;
Και στην Αθήνα που ήμουν εγώ, ήταν ησυχία, ενώ πριν τη δικτατορία, μέσα η Αθήνα φοβόσουν να πας. Κάθε βράδυ, είχαν συλλαλητήρια, διαμαρτυρίες. Τότε ήταν όλα ήσυχα. Δεν υπήρχε φόβος πουθενά. Εγώ συγκεκριμένα, στο εργοστάσιο που δούλευα, κάθε βράδυ τις εισπράξεις που μάζευα -τότε μάζευα γύρω στα 30-40 χιλιάδες την ημέρα σε δραχμές- θα έπαιρνα από εκεί στην τσέπη, δεν είχα ούτε τσάντα, ούτε τίποτα. Πέρναγα μέσα το δάσος -όχι πολύ μακριά, κάνα 500 μέτρα- πήγαινα, έπαιρνα το λεωφορείο και τα πήγαινα στην Αθήνα τα λεφτά. Δεν φοβόμουν κανέναν να μην μου τα πάρει στο δρόμο. Ήταν τα πράγματα ήσυχα. Για εμάς τους απλούς ανθρώπους, ήταν καλά.
Ως προς το θέμα της ασφάλειας, ήταν, δηλαδή, για εσάς καλά.
Ναι.
Και μετά είπατε το '72 έκλεισε ο μύλος;
Το εργοστάσιο.
Το εργοστάσιο.
Ενότητα 3
Η λειτουργία της ΜΟΜΑ, τα έργα στη Θεσσαλία, στη Δυτική Μακεδονία και στις Σποράδες και τα αίτια κατάργησης
00:22:15 - 00:33:07
Το '71, το φθινόπωρο του '71. Και το '72 ήρθα εδώ στη Λάρισα στη ΜΟΜΑ.
Σας πήραν το '72 στη ΜΟΜΑ.
Ναι.
Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για το τι ήταν η ΜΟΜΑ, για κάποιους που δε γνωρίζουνε;
Η ΜΟΜΑ ήτανε μια μονάδα στρατιωτική. Αποτελείτο από στρατιωτικούς. Οι στρατιωτικοί διοικούσανε και έχει ιδιώτες. Δουλεύανε. Το έργο της ήτανε να κατασκευάζει έργα, δημόσια έργα, δρόμους, γέφυρες και αεροδρόμια. Εμείς εδώ στη Λάρισα είχαμε... Ήμαστε 500 άτομα εργαζόμενο προσωπικό. Αρχίζαν από διοικητικό προσωπικό, όπως ήμουν εγώ, χειρισταί, οδηγοί, εργάτες, φύλακες, τεχνίτες και οχημάτων και μηχανημάτων. Και εδώ ήταν η δεύτερη ΜΟΜΑ, εδώ στη Λάρισα. Ήταν ένας διοικητής, συνταγματάρχης, δυο αξιωματικοί στα γραφεία και οι δόκιμοι, οι οποίοι ήτανε πολιτικοί μηχανικοί. Οι έφεδροι αξιωματικοί, δηλαδή. Κάθε πολιτικός μηχανικός τελείωνε, πήγαινε στρατιώτης. Πήγαινε αυτός διευθυντής του κάθε γραφείου. Εμείς οι ιδιώτες σε αυτόν υπακούγαμε. Η ΜΟΜΑ εδώ Λάρισα έκανε πολλά έργα. Κυρίως αεροδρόμια. Εδώ στη Λάρισα έκανε έναν αεροδιάδρομο 900 μέτρα. Και στη Σκύρο, το νησί, το αεροδρόμιο το κάναν από την αρχή. Ήτανε χωράφια και επειδή το πλάτος δεν ήταν μεγάλο, κόβαμε από το βουνό με τις μπουλντόζες και το ρίχναμε στη θάλασσα. Μπαζώσαμε τη θάλασσα και φτιάξαμε το αεροδρόμιο στη Σκύρο, που σήμερα είναι τέλειο. Αυτό το κάνανε από το ‘74 και μετά. Της Κοζάνης το αεροδρόμιο και της Αγχιάλου. Αυτά είχαμε εμείς... Γιατί η δεύτερη ΜΟΜΑ είχε δικαίωμα Θεσσαλία ολόκληρη και τη Δυτική Μακεδονία και τις Σποράδες. Σε αυτά τα νησιά είχαμε δικαίωμα εμείς να παίρνουμε έργα.
Πολύ ωραία. Και τι άλλα έργα κάνατε στη Λάρισα;
Φτιάχναμε δρόμους, πολλούς δρόμους και εμείς δεν είχαμε δικαίωμα να παίρνουμε -ξέρεις, τα έργα τα δίνει η νομαρχία- και δεν είχαμε δικαίωμα να πάνε να κάνουμε δημοπρασία, να πάρουμε τα έργα. Αυτά μόνο οι εργολάβοι. Εμάς τα έδινε κατ’ αποκοπή. Τους έλεγε: «Η ΜΟΜΑ θα πάρει το δρόμο που είναι από τα Τρίκαλα μέχρι τα ορεινά, κυρίως». Είχαμε πολλούς δρόμους από τα Τρίκαλα ή την Άρτα. Έναν για που πάνε για τα Γιάννενα και ένα από εδώ, Καρδίτσα-Άρτα. Αυτά ήταν μέσα στα βουνά όλα. Εδώ στον κάμπο, πολλούς δρόμους. Στο Βόλο, κάναμε την είσοδο του Βόλου μέχρι… Μέσα την Καρδίτσα, όλη την Καρδίτσα την ασφαλτοστρώσαμε εμείς. Έκανε πολλά έργα αυτά τα χρόνια που ήταν εδώ, έκανε πολλά έργα. Αλλά την κλείσανε, την έκλεισε ο Μητσοτάκης. Γιατί; Μέχρι το ‘85 η ΜΟΜΑ δούλευε. Το ’85, ο Αντρέας διώχνει τους οδηγούς και αφήνει μόνο τους ιδιώτες. Εμείς μόλις δεν είχαμε άλογο από πάνω, τεμπελιάσαμε. Δε δούλευε κανένας. Δούλευαν, στην Καρδίτσα παράδειγμα, το εργοτάξιο. Ερχόταν το πρωί εδώ... Παίρναν το λεωφορείο -τους έβαζε λεωφορείο τώρα η υπηρεσία να πάνε στην Καρδίτσα ή στα Τρίκαλα να δουλέψουν- και σιγά σιγά αντί να έχουμε κέρδη μπαίναμε μέσα. Τα λέγαν πολλά. Η Αθήνα, κυρίως, είχε 800 άτομα προσωπικό και κανένας δεν δούλευε. Τους προσελάμβανα εγώ, που είμαι υπεύθυνος, να πάνε στα νησιά να δουλέψουν. Δεν πήγαινε στα νησιά. Καθόταν στην Αθήνα, δούλευε σε άλλη δουλειά. Πήγαινε τέλος μηνός και έπαιρνε το μισθό μόνο, χωρίς να δουλεύει. Και άλλοι τα κάναν, και άλλοι τα κάναν έτσι. Συγκεκριμένα, σε ένα χωριό της Εδέσσης, στα Τρίκαλα, αυτός που ήταν εκεί προσέλαβε τους συγχωριανούς όλους να δουλεύουν, αλλά δεν δούλευε κανένας. Τους πλήρωνε μόνο και έλεγε ότι δουλεύουν. Και στείλαν εμένα απάνω για έλεγχο. Λέω: «Φέρτε το μισθολόγιό του. Πόσα πληρώνεις;». Δεν τα έφερνε, δεν τα ‘δωνε. Έρχομαι εδώ κάτω. Το αναφέρω. Πάνε αξιωματικοί απάνω μετά και τον διώξαν, γιατί έβαζε ανθρώπους, χωρίς να δουλεύουν και πληρώνονταν. Τα λεφτά τα έπαιρνε αυτός. Έτσι σιγά-σιγά, η ΜΟΜΑ μέχρι το ’92, αντί να έχει κέρδη, έχει έξοδα. Δεν δούλευαν και εξαναγκάστηκε ο Μητσοτάκης μετά και τη διέλυσε. Το προσωπικό πήγε σε υπηρεσίες, γιατί ήμαστε μόνιμοι. Δεν μπορούσε να μας διώξει. Εμείς οι διοικητικοί πήγαμε στη νομαρχία οι πιο πολλοί. Οι χειρισταί γίνανε επιστάτες στα σχολεία, σε εφορίες. Όλος ο κόσμος πήγε σε θέσεις. Δεν απολύθηκε κανένας. Και από εκεί μετά, πήραμε σύνταξη από τα σχολεία.
Για να καταλάβω λίγο καλύτερα, ουσιαστικά, δηλαδή, διορίζονταν οι υπάλληλοι στη ΜΟΜΑ χωρίς-
Εργάτες, εργάτες, εργάτες, εργάτες ναι. Ναι, ναι. Αυτός ο υπεύθυνος που ήταν στο εργοτάξιο εκεί είχε απάνω στη θέση 120 άτομα προσωπικό. Το καλοκαίρι παίρνανε πάντα εποχιακό προσωπικό, για να κάνουν τις δουλειές -πώς να πω- να κάνουν τα στηθαία στο αυτό με τσιμέντα. Αυτός προσλάμβανε δήθεν τους χωριανούς όλους. 10-15 άτομα και αυτοί δε δούλευαν. Τα λεφτά τα έπαιρνε αυτός. Έλεγε ότι: «Τους προσέλαβα» χωρίς να τους προσλαμβάνει. Έβανε τα ονόματα μόνο. Έλεγε: «Ο τάδε από το χωριό δουλεύει εδώ». Δε δούλευε. Τα λεφτά τα έπαιρνε αυτός.
Και έδινε ένα μικρό ποσοστό-
Όχι.
Στους εργαζόμενους;
Όχι. Αυτοί δεν ξέρανε ότι... Δεν είχανε ιδέα αυτοί.
Ήταν εικονικοί, δηλαδή, εργαζόμενοι.
Εικονικά, ναι. Αυτός που ζούσε εκεί, τους ήξερε πώς λέγεται ο καθένας[00:30:00]. Έγραφε μέσα ο τάδε, τάδε, τάδε, ότι δουλεύουν, χωρίς να δουλεύουν. Ερχόταν εδώ αυτός: «Πόσο προσωπικό έχεις να πληρώσεις;», «Τόσα». Έπαιρνε τα λεφτά από εδώ να πληρώσει. Τα λεφτά τα κρατούσε αυτός.
Η ΜΟΜΑ, αν κατάλαβα καλά, ήταν μια στρατιωτική μονάδα-
Ναι.
Σωστά; Δεν υπήρχε έλεγχος από το στρατό-
Υπήρχε, υπήρχε έλεγχος, αλλά δεν πήγαινες απάνω να δεις πόσο προσωπικό έχει ο καθένας. Δεν πηγαίναν. Είχαν εμπιστοσύνη σε αυτόν, γιατί μέχρι τότε δεν υπήρχαν τέτοιες, να λες ότι: «Αυτός έχει 100 άτομα. Έχει 100 άτομα;». Γιατί αυτοί ήταν εποχιακά.
Πολύ ωραία. Και να ρωτήσω κάτι. Αυτά τα έργα τότε για ποιο λόγο τα είχε αναλάβει ο στρατός και όχι οι ιδιώτες εργολάβοι; Υπήρχε ανταγωνισμός-
Είπαμε, επειδή ήταν η υπηρεσία αυτή, η κάθε νομαρχία είχε υποχρέωση να δώσει έργα σε αυτή τη μονάδα. Ενώ τα καλά τα έργα τα παίρναν οι εργολάβοι με δημοπρασία, εμείς δεν είχαμε δικαίωμα. Μας έδιναν κατ΄ αποκοπή. Έλεγε ο νομάρχης: «Εσείς ΜΟΜΑ, θα πάρεις το δρόμο από τα Φάρσαλα μέχρι τη Λάρισα». Αυτό θα αναλάβεις. Κι εμείς, όταν παίρναμε ένα έργο, μας έλεγε η νομαρχία ότι: «Ο δρόμος αυτός έχει κοστολόγιο 1.000.000 δραχμές», εμείς θα το φτιάχναμε σε 1.000.000, ενώ ο εργολάβος θα το πήγαινε 6.000.000-7.000.000 – συνήθως, δηλαδή.
Και σε τι άλλο υπερείχε ο στρατός; Εννοώ, από άποψη τεχνογνωσίας-
Ναι, είχε παιδιά τα οποία πήγαιναν σε τεχνικές σχολές. Ερχόταν το πρωί μέσα στους τεχνίτες τους δικούς μας και μαθαίναν την τέχνη. Από τις 07:00 η ώρα που δουλεύαμε μέχρι τη 13:00 και αυτά πληρώνονταν τα παιδάκια. Και μετά πήγαιναν σχολείο, το απόγευμα. Αυτοί οι μαθητές βγήκαν πολλοί τεχνίτες ή χειρισταί και παίρναμε και χειριστάς. Αφού τελειώσαν το γυμνάσιο, ερχόνταν σε εμάς και τους βάζαμε στους χειριστάς κοντά, να μαθαίνουν την τέχνη και, όταν μεγάλωνε, αποκτούσε την πείρα, έδωνε εξετάσεις και παίρνανε το πτυχίο. Έκανε... Το καλό αυτό ήταν αυτό έβγαλε πολλά τέτοια παιδιά, και χειριστάς και τεχνίτες.
Άρα ουσιαστικά, το προσωπικό της ΜΟΜΑ δεν προϋπήρχε στο στρατό; Εκπαιδεύατε και καινούρια παιδιά, νέα παιδιά.
Ναι, ναι, αλλά μπορεί να μην μένανε στη ΜΟΜΑ. Πήγαιναν αλλού. Μετά αφού έπαιρναν το πτυχίο, πήγαιναν όπου θέλανε. Μπορεί και σαν ιδιώτης, σε άλλες υπηρεσίες. Πολλοί καθόνταν εκεί όταν βρίσκαν δουλειά.
Ενότητα 4
Η εργασία στο γραφείο κινήσεως της ΜΟΜΑ και ο ρόλος στην επιστράτευση του 1974
00:33:07 - 00:46:43
Και εσάς ο ρόλος σας ακριβώς ποιος ήτανε-
Στη ΜΟΜΑ ήμουν στο γραφείο κινήσεως. Είχα 120 οδηγούς να διευθύνω. Λοιπόν, πρώτες μέρες που πήγα -άμα θυμάται η θεία σου, ήμουν παντρεμένος- πήγαινα με πονοκέφαλο στο σπίτι. Καθένας έλεγε το δικό του. Λοιπόν, σιγά-σιγά έκατσα δέκα χρόνια στο γραφείο αυτό. Μετά από αυτό, πάω στο διοικητήριο. Βγάλαμε τους μισθούς και εκεί τελείωσα. Από εκεί πήγαμε στο... Ήμασταν σαν λογιστής, δηλαδή.
Και πώς την είχατε βρει την συγκεκριμένη δουλειά;
Δεν άκουσα.
Πώς την είχατε βρει τη συγκεκριμένη δουλειά;
Το ‘72. Το ‘72 μέχρι το ‘92. 20 χρόνια.
Πώς γίνονταν οι διορισμοί-
Τότε γίνονταν με μέσον. Με μέσον. Η υπηρεσία αυτή δεν είχε… Δεν μπορούσαν τώρα να γίνονται εξετάσεις και τα λοιπά. Αν γνώριζες κάποιον στρατιωτικό και ήθελε η υπηρεσία προσωπικό, σε έπαιρναν. Εγώ όταν ήρθα από Αθήνα -έκλεισε το εργοστάσιο- ο αδερφός μου ο Φάνης είχε το συνεργείο αυτοκινήτων. Εκεί σύχναζε ένας ταξίαρχος με το αυτοκίνητο του και του λέει: «Έχω έναν αδερφό. Είναι άνεργος». Του λέει: «Να πάει τώρα στον... Να του πει: "Έρχομαι" από μένα», λέει. Πήγα εκεί. Μόλις πήγα την άλλη μέρα με στείλαν στο Πήλιο. Πήγα στο Πήλιο δυο μήνες, όλο το χειμώνα. Από το Πήλιο στον Κέδρο Καρδίτσας, από τον Κέδρο Καρδίτσας στα Μετέωρα. Στα Μετέωρα φτιάχναμε το δρόμο εκεί στα Μετέωρα. Μετά για μια εβδομάδα στο Συκούριο. Από το Συκούριο μετά ήρθα στο γραφείο κινήσεως εδώ και από εδώ έφυγα.
Σας άρεσε συγκεκριμένα η δουλειά;
Ναι, μ΄ άρεσε. Ήταν καλά. Όταν είσαι καλός, παντού θα περάσεις καλά. Όταν ήμουν στο γραφείο κινήσεως, είχαμε έναν διοικητή, ο οποίος το βράδυ αυτός τώρα έπινε; Έπαιζε χαρτιά; Δεν ξέρω τι έκανε. Ερχόταν το πρωί, πήγαινε στο δωμάτιο αξιωματικού υπηρεσίας, κοιμόταν όλο το πρωί. Ξύπναγε 14:30 η ώρα, πήγαινε σπίτι πάλι. Και μια μέρα πήγε στο Βόλο. Τη μέρα εκείνη, εγώ έστειλα ένα φορτηγό από εδώ να πάει προς το Βόλο. Αυτός το είδε στο δρόμο. Γράφει τον αριθμό. Γυρίζει και παίρνει τηλέφωνο. Ήμουν στο γραφείο κινήσεως τότε. Λέει: «Πού το έστειλες το τάδε αυτοκίνητο;». Εγώ τα ήξερα τα αυτοκίνητα όλα που είναι το καθένα. Λέω: «Εκεί». «Δεν πήγε εκεί. Δεν ξέρεις που πάνε τα αυτοκίνητα. Μια μέρα αργία και να φύγεις τώρα». Αφού είπε έτσι, έγινε το τηλέφωνο, θα φύγω. Εδώ το γραφείο κινήσεως για να περάσω να φύγω, πέρναγα μπροστά από το διοικητήριο. Λέω: «Δεν ρωτάω τον οδηγό;», γιατί αυτός πήγε με οδηγό, δεν πήγαινε μόνος του. Βαγγέλη τον λέγανε το παιδί. Λέω: «Συναντήσατε στο δρόμο το τάδε αυτοκίνητο;». «Ναι», λέει. «Που πήγε;». «Εκεί», λέει. «Μα ο διοικητής λέει δεν πήγε και με τιμώρησε. Πάμε στον διοικητή». Πάμε στον διοικητή. Του λέει αυτό και αυτό. «Το αυτοκίνητο εκεί που το έστειλε ο Λάμπρος εκεί πήγε. Όχι που λες εσύ». «Ό,τι είπα –λέει- το παίρνω πίσω εντάξει». Αυτός δεν ήξερε πού είναι τα κλιμάκια.
Πώς είχατε επικοινωνία τότε με τα αυτοκίνητα;
Με τους διοικητάς είχαμε καλή επικοινωνία. Εγώ είχα με τον υποδιοικητή κυρίως, γιατί αυτός έκανε κουμάντο. Ο διοικητής δεν ασχολούνταν. Εκείνος ήταν καλός άνθρωπος. Ήταν και εκείνος ήταν κυνηγός και πηγαίναν τη νύχτα για κυνήγι. Και όταν πλέον με έπαιρνε τηλέφωνο: «Θα στείλεις το τζιπ αύριο τέτοια ώρα να ‘ρθει το τζιπ να με πάρει νύχτα». Παίρνω τον οδηγό εγώ. «Πήγε νύχτα για κυνήγι». Με αυτόν πέρασα καλά εδώ. Και αυτός είναι ακόμα εδώ και είναι συνταξιούχος. Τον συναντάω ακόμα εδώ στη Λάρισα.
Κάποιο άλλο έτσι περιστατικό ιδιαίτερο, αστείο-
Περιστατικά. Είχα έναν οδηγό, έναν οδηγό έπινε πολύ. Αλλά έπινε, όμως, μετά τη δουλειά. Μου είπαν οι οδηγοί οι άλλοι. Εγώ τον έστελνα στα δρομολόγια, γύριζε, δεν ήμουν στο γραφείο εγώ να τον δω πώς γύριζε αυτός. Μου είπαν ότι αυτός πίνει πολύ στο γυρισμό. Του είπα μια φορά, δυο. Λέω: «Θα σε αναφέρω». Πήγε μια φορά απάνω στα Γρεβενά. Στο δρόμο συναντά κάτι κατσίκες. Πιάνει μια κατσίκα μαζί με το κουδούνι. Την έφερε στο γραφείο. Τον λέει: «Τι είναι αυτό ρε;». Λέει: «Τη βρήκα στο δρόμο». «Την έκλεψες;». Λέει: «Να τη φάμε». Ένας παλαβός άνθρωπος.
Πολύ ωραία. Και γενικότερα, τότε η κοινή γνώμη για τη ΜΟΜΑ τι έλεγε; Γιατί υπάρχουν γενικότερα πολλές διφορούμενες γνώμες για τη ΜΟΜΑ. Στην ύπαιθρο, ας πούμε, από ό,τι έχω ακούσει κι εγώ, δηλαδή, και από ό,τι διάβασα από την έρευνα μου, ήταν θετική η γνώμη, επειδή έκανε αρκετά έργα. Κάποιοι άλλοι όμως έλεγαν ότι υπήρχε κατάχρηση, υπήρχαν διορισμοί που δεν ήταν απαραίτητοι. Τι θυμάστε εσείς;
Η ΜΟΜΑ για την ύπαιθρο, οπουδήποτε να πας, έκανε έργα πολλά. Έκανε καλά έργα. Και το προσωπικό τότε που πήγαινε εκεί ήταν όλοι τύπος και υπογραμμός. Δεν κάνανε ζημιές, γιατί ήμασταν πειθαρχημένοι. Το πρωί 07:00 η ώρα θα ‘μασταν στη δουλειά. 14:30 η ώρα θα σχολάμε, 14:30 η ώρα. Μετά που έφυγε η δικτατορία και ήρθε ο Αντρέας και τα χαλάρωσε λίγο τα πράγματα άρχισαν το προσωπικό να… Δεν δούλευαν. Αφού σου είπα, γι’ αυτό διαλύθηκε. Δεν δούλευαν. Εμείς οι Έλληνες είμαστε αχάριστοι. Μας δίνουν μια δουλειά και λέμε, επειδή είναι κρατική, δεν ενδιαφε[00:40:00]ρόμαστε. Όταν ήμουν στο γραφείο κινήσεως, κάθε Σάββατο πηγαίναμε σε ένα κλιμάκιο και επιθεωρούσαμε τα αυτοκίνητα εμείς. Εγώ τα αυτοκίνητα, ο άλλος τα μηχανήματα, που ήταν υπεύθυνος. Πήγα στον Κέδρο Καρδίτσης. Ήταν 15 ανατρεπόμενα. Κοιτάω εκεί τα λάδια, κυρίως. Ένας δεν είχε λάδια καθόλου το αυτοκίνητο. Λέω: «Γιατί δεν έχεις λάδια;», λέει: «Τι δικό μου είναι;». Λέω: «Τι δικό μου είναι; -λέω εγώ- Εσύ δεν το δουλεύεις; Άμα χαλάσει που θα βρεις δουλειά;». Αυτός ο άνθρωπος... Εγώ δεν το ανέφερα. Μετά από λίγο καιρό, τον διώξανε γι’ αυτή τη δουλειά. Ήταν αδιάφορος. Ήταν 1 στους 100 δηλαδή, αλλά οι άλλοι ήταν όλοι... Όλο το προσωπικό της ΜΟΜΑ τότε ήτανε πειθαρχημένο, υπάκουο. Εμείς, όταν μέναμε στα εργοτάξια, δεν κάναμε κλεψιές ή να πάμε να κάνουμε φασαρίες και αυτά. Ήταν ήσυχος ο κόσμος. Γιατί η ΜΟΜΑ, κυρίως στην ύπαιθρο, ήταν αγαπημένη, γιατί έκανε έργα.
Μετά τη δικτατορία, η κατασκευή των έργων συνεχίστηκε με τον ίδιο ρυθμό;
Συνεχίστηκε, ναι, ναι, συνεχίστηκε. Όπως και πριν, όπως τότε, τα έργα δεν σταματήσαν.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα, τι έργα είχανε κάνει;
Η ΜΟΜΑ;
Γνωστά.
Ήτανε 7 ΜΟΜΑ. Η πρώτη ήταν στην Αθήνα. Αυτή ήταν η πιο μεγάλη. Μεγάλη, εννοούμε προσωπικό. Η δεύτερη ήμασταν εμείς. Η τρίτη ήταν στη Θεσσαλονίκη. Και αυτή και εκείνη μεγάλη. Η τέταρτη στα Γιάννενα – όχι, η τέταρτη στη Λαμία. Η πέμπτη στα Γιάννενα. Πώς είπα; Πρώτη-πρώτη Αθήνα, Λάρισα, τρίτη Θεσσαλονίκη, τέταρτη Λαμία, πέμπτη τα Γιάννενα και έκτη η Πάτρα. Και εφτά η Κρήτη. Εφτά είπα. Εφτά η Κρήτη. Κάπου τρεις χιλιάδες προσωπικό εργαζόμενοι.
Και πέρα από την κατασκευή των έργων, είχε και κάποιο στρατιωτικό ρόλο η ΜΟΜΑ;
Είχε στρατιωτικό ρόλο. Σε επιχειρήσεις πολέμου, όπως το ‘74 που έγινε επιστράτευση, εμείς γίναμε τάγμα, τάγμα -πώς τους λένε- μηχανικού. Φύγαμε από εδώ και πήγαμε στην Κοζάνη. Εκεί στρατοπεδεύσαμε και είχαμε εντολή όπου θα πέφτει η γέφυρα, να πάμε να τη φτιάχνουμε αμέσως. Ποτάμι, να κάνουμε γέφυρα να περάσει, να περάσουν τα άρματα. Στα αεροδρόμια τα εφοδιάζαμε με δέκα ανατρεπόμενα εδώ στη Λάρισα, με δυο φορτωτάς, δέκα στην Αγχίαλο με δυο φορτωτάς και άλλα δέκα στην Κοζάνη. Αυτά τα πήγαμε εμείς. Από εδώ φύγαν, με προορισμό εκεί. Σε περίπτωση που το αεροδρόμιο πάθει ζημιά να είναι τα ανατρεπόμενα να πάνε χώμα και λοιπά, ή οι φορτωταί. Το προσωπικό εμείς επιστρατευόμασταν μέσα στην ίδια την υπηρεσία. Δεν πήγαμε σε άλλες υπηρεσίες, γιατί είχε εντολή -πώς το λένε- διαταγή: «Σε περίπτωση πολέμου το προσωπικό της ΜΟΜΑ παραμένει εκεί που είναι. Επιστρατεύεται στη θέση του». Κι εγώ ήμουν τρία βράδια συνέχεια στο γραφείο. Δεν πήγαινα σπίτι. Το βράδυ του 74 με την επιστράτευση. Τρία βράδια στο σπίτι. Δεν πήγα καθόλου. Εδώ στο τηλέφωνο. Δίπλα στο τηλέφωνο. Να στέλνουμε αυτοκίνητα που θέλουνε.
Τι θυμάστε τότε για εκείνη την ημέρα;
Ήταν -πώς λένε- μεγάλη αναστάτωση, αναστάτωση μεγάλη. Αυτή ήταν στο σπίτι. Ήταν και έγκυος. Φοβόταν και μόνη της και πήγαινε το βράδυ, κοιμόταν στον αδερφό μου τον Γιώργο, στην Χαρίκλεια. Εγώ ήμουν μέσα στο γραφείο εκεί. Επικοινωνία είχα μόνο με τον υποδιοικητή μόνο και τους οδηγούς που είχα εκεί. Άλλα δεν είχαμε ούτε τηλέφωνα τότε να μάθω, ούτε ραδιόφωνα. Αλλά βλέπαμε τον κόσμο ότι ήταν... Άλλος ήταν ενθουσιασμένος, άλλος φώναζε, άλλος τραγουδούσε. Ήταν ανακατεμένα τα αισθήματα.
Δεν υπήρχε ραδιόφωνο τότε, λόγω της δικτατορίας, που ήταν περιορισμένη η ενημέρωση;
Όχι, μέσα στην υπηρεσία απαγορεύονταν. Δεν είχαμε τίποτα, δεν είχαμε. Και ήταν ένα χαρακτηριστικό ήταν… Τότε είχε πολύ στρατό η ΜΟΜΑ και είχε πολλούς Μωαμεθανούς. Αυτούς τους Μωαμεθανούς τους πιάσαν, τους κλείσαν μέσα σε ένα θάλαμο και δεν βγαίναν έξω καθόλου. Τους αφαίρεσαν τα όπλα και τους πήραν... Ο λοχίας το μεσημέρι πήγαινε φαγητό, το πρωί για φαγητό, πάλι μέσα στο θάλαμο. Το μεσημέρι για φαγητό και πάλι μέσα στο θάλαμο. Ήταν κλεισμένοι μέσα. Δεν είχαν επικοινωνία με κανέναν.
Για ποιο λόγο;
Λόγω θρησκεύματος. Αυτοί είναι Τούρκοι. Αλλά παιδιά εδώ ήταν ήσυχα. Δεν είχαν τέτοια πράγματα, τέτοιες βλέψεις.
Και γιατί τους είχαν περιορίσει; Τι φοβόντουσαν;
Τους αφοπλίσανε, γιατί φοβόντουσαν. Γιατί, αφού σου λέει: «Θα έχω τον Τούρκο δίπλα μου; Θα πάω να πολεμήσω και θα έχω τον Τούρκο δίπλα μου;». Και τους αφοπλίσανε αυτούς.
Ήταν εργαζόμενοι στη ΜΟΜΑ οι συγκεκριμένοι;
Όχι, φαντάροι, φαντάροι. Οι φαντάροι, οι φαντάροι. Εργαζόμενους δεν είχαμε Μωαμεθανούς.
Κάπου είχα διαβάσει ότι η ΜΟΜΑ είχε και το ρόλο να καταστρέφει τις νάρκες. Ισχύει αυτό, είχε και τέτοιο ρόλο;
Όχι, όχι δεν φτιάχναμε εμείς νάρκες.
Να καταστρέφει τις νάρκες.
Όχι, όχι. Δεν είχαμε ναρκαλιευτικό. Δεν είχαμε όχι. Δεν είχαμε. Τέτοια πράγματα δεν είχαμε. Αυτά ήταν άλλα σώματα. Ναρκαλιευταί ήταν άλλοι.
Ενότητα 5
Η κατάργηση της ΜΟΜΑ, τα αίτια και το κλίμα της εποχής μετά τη δικτατορία και στα χρόνια επί ΠΑΣΟΚ
00:46:43 - 01:02:06
Και όσο περνούσαν τα χρόνια, προς το ‘92 που είπαμε ότι διαλύθηκε η ΜΟΜΑ, υπήρχε έτσι διφορούμενος λόγος για τη ΜΟΜΑ, για το ρόλο της; Πώς φτάσαμε δηλαδή στο σημείο να διαλυθεί; Σταδιακά υπήρχε δυσφορία για τη μονάδα αυτή;
Σου είπα αδιαφορία δική μας, του προσωπικού. Δεν δουλεύαμε. Δεν δουλεύαμε. Αφού σου λέω. Αντί 07:00 η ώρα να είναι στο έργο, στη δουλειά του 07:00 η ώρα ήταν εδώ στη Λάρισα αυτός. Πήγα εγώ από εδώ στο Φλωρέσι απάνω - πήγες στο Φλωρέσι; Πήγες. Από εδώ να πας ήτανε μια ώρα το φορτηγό, και δυο, μιάμιση ώρα. Πήγα απάνω και ήταν όλοι στο καφενείο και μόλις με είδαν, πήγαν να δουλέψουν. Δεν δουλεύαν, δεν δουλεύαν.
Και όταν σας ανακοίνωσαν ότι διαλύεται η ΜΟΜΑ τι συνέβη;
Το ξέραμε. Το ξέραμε από νωρίτερα, γιατί μας είχαν προειδοποιήσει και μας ήρθαν έγγραφα που μπορεί να πάει ο καθένας, να δηλώσει που θέλει να πάει.
Στο δημόσιο μετά ήταν οι θέσεις;
Στο δημόσιο, στο δημόσιο πάλι, ναι. Γιατί άμα είμαστε δημοσιοϋπαλληλικοί, γιατί είχαμε γίνει δημόσιοι υπάλληλοι το '85.
Κι εσείς που πήγατε;
Εγώ πήγα στη νομαρχία, στα σχολεία που είναι στις φυλακές. Στο σχολείο αυτό, γραμματέας 15 χρόνια.
Στα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας ήσασταν;
Ναι. Όχι, όχι. Λύκειο. Λύκειο. Το 5ο λύκειο.
Σας άρεσε αυτή η δουλειά;
Μ’ άρεσε. Καλά ήταν. Εκεί είχα να κάνω με καθηγητές τώρα. Δεν είχα όπως στη ΜΟΜΑ τον καθένα. Αλλά εκεί ήταν πιο με καθηγητάς... Είχα τον διευθυντή και μια καθηγήτρια δίπλα στο γραφείο κι εγώ. Οι άλλοι οι καθηγηταί χωριστά. Δεν είχα δουλειά με αυτούς, δηλαδή, αλλά ήταν καλά. Πέρασα. Ήταν διευθυντής καλός.
Και μετά τη διάλυση της ΜΟΜΑ, όλα τα έργα μετά πήγαιναν σε ιδιώτες εργολάβους;
Όχι. Ναι, τα ‘παιρναν οι εργολάβοι μετά, ναι. Τα μηχανήματα τα πήρε όλα η νομαρχία και τα έργα τα παίρνε ο εργολάβος, όπως και τώρα.
Και μετά επανενεργοποιήθηκε ξανά η ΜΟΜΑ ποτέ;
Όχι, όχι. Αν και ο Καμμένος, που ήταν υπουργός άμυνας επί Τσίπρα, έλεγε: «Θα ξαναεπαναφέρω τη ΜΟΜΑ». Είναι δύσκολο τώρα. Θέλει πολλά λεφτά. Πολλά λεφτά, δηλαδή. Αλλά για να γίνει, γίνεται. Εύκολα άμα θελήσουν, ο στρατός υπάρχει, τα τάγματα μηχανικού υπάρχουν. Αυτοί ξέρουν από έργα, γιατί όλοι οι αξιωματικοί του μηχανικού είναι πολιτικοί μηχανικοί και απ’ αυτούς ξεκίνησε η ΜΟΜΑ. Ήταν, κυρίως, από στρατιώτες. Στρατιώτες χειρισταί[00:50:00], στρατιώτες οδηγοί. Και μετά άρχισαν να παίρνουν από το ‘58 και ιδιώτες. Γιατί δε μπορούσε να έχει τόσο προσωπικό, οδηγοί, χειρισταί, στρατιώτες. Και πήρε ιδιώτες και επάνδρωσε το σώμα αυτό και έγινε μια μονάδα πολύ καλή για την Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα τότε, μετά το ’50, δεν είχε δρόμους πουθενά. Στο δικό μου το χωριό να πας το χειμώνα δεν μπορούσες. Πήγαινε η λάσπη μέχρι εδώ.
Εσείς από τη δική σας οπτική, πιστεύετε ότι θα είχε νόημα να ξανασυσταθεί η ΜΟΜΑ σήμερα;
Βέβαια, υπήρχε. Μπορεί. Μπορεί να συσταθεί, αλλά να θέλει το κράτος να τους δώσει έργα, γιατί άμα δε δώσει έργα, δεν στέκεται. Άμα τα έργα τα δίνει τον εργολάβο… Τώρα δεν αφήνει ο εργολάβος για να φτιάξει έργα, γιατί οι εργολάβοι θα πουν: «Άμα τα δώσει τη ΜΟΜΑ, εμείς τι θα κάνουμε;». Αφού οι ίδιοι οι πολιτικοί είναι εργολάβοι και δε θέλουν να γίνει η ΜΟΜΑ. Γιατί θυμάμαι εγώ -ήταν ο υπουργός άμυνας ο Αβέρωφ, αν θυμάσαι- και πήγαμε στον Αβέρωφ τότε να μας δώσει έργα. Το πότε ήταν αυτός; Το ‘76-‘77; Λέει: «Θα σας κλείσω. Δεν δουλεύετε». Ο Αβέρωφ ακόμα και μας έκλεισε μετά το ‘92. Δεν μας θέλαν γιατί από τους πολιτικούς κόβαν και τη μίζα. Ο εργολάβος, αν πάρει ένα έργο μέσω πολιτικού, θα πάρει και ο πολιτικός. Οπότε δεν τη θέλουν τη ΜΟΜΑ να γίνει.
Πολύ ωραία. Έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε; Κάτι άλλο που θυμάστε, που θα θέλατε να αναφέρεται.
Από τη ΜΟΜΑ δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Είχαμε έναν συνάδελφο στο ίδιο γραφείο. Αυτός ήταν λοχίας μόνιμος και δεν ξέρω τι έκανε. Τον διώξανε από λοχία. Ήρθε υπάλληλος στη ΜΟΜΑ. Μεγάλος τεμπέλης. Ήμασταν στο ίδιο γραφείο. Αυτός είχε τα καύσιμα. Λοιπόν ερχόταν το πρωί κανονικά 07:00 η ώρα. Δεν πέρναγαν 3-4, 2-3 ώρες, έφευγε. Πάει, την κοπάνησε, έτρεξε Λάρισα. Μια, δυο. Τα είχε καλά με τους διοικητάς, όμως. Όταν άλλαξε διοικητής και έμαθε τον λέει: «Δεν θα ξαναφύγεις. Άμα φύγεις, θα σε τιμωρήσω». Αυτός έφυγε από το συρματόπλεγμα -είχε τρύπα το συρματόπνεγμα- και την κοπάνησε και έφυγε.
Πιστεύετε ότι αυτή η τεμπελιά προερχόταν λόγω νοοτροπίας, λόγω χαλάρωσης του ελέγχου;
Όχι, όχι, λόγω νοοτροπίας. Δεν μπορούσε να δουλέψει αυτός που έζησε σαν λοχίας. Ήθελε να έχει το βέτο, να διοικεί, όχι να κάθεται να γράφει. Λοιπόν, και δεν μπορούσε να κάτσει. Αφού έλεγε, δεν μπορούσε να κάτσει: «Δε μπορώ να γράψω», λέει. «Άστα, θα τα φτιάξω εγώ», του λέω. Τα ‘φτιαχνα εγώ τη δουλειά τη δική του. Δεν ήταν πολλή δουλειά. Καύσιμα. Δεν ήταν τίποτα, αλλά αυτός δεν μπορούσε να κάτσει να γράψει και μετά έγινα... Κάναμε σύλλογο στη ΜΟΜΑ. Έγινε πρόεδρος αυτός, γραμματέας εγώ. Και λέει: «Εγώ δεν θα γράφω τίποτα. Εσύ θα γράφεις», λέει. «Εντάξει. Εγώ θα γράφω», λέω και όπου πήγαινε με έπαιρνε κοντά του μόνο και μόνο για να γράφω. Να μην γράφει αυτός. Ήταν καλός σε τέτοια θέματα. Είχε πυγμή. Οι στρατιωτικοί το καλοκαίρι βάζαν λεωφορεία να πηγαίνουν οι γυναίκες, τα παιδιά τους στη θάλασσα. Εμάς οι οικογένειες στη ΜΟΜΑ δεν μας έβαζαν. Είχαμε λεωφορεία δικά μας. Δε μας άφηναν. Πάμε στον στρατηγό της στρατιάς με αυτόν. Λέει: «Γιατί δε μας δίνει λεωφορείο; Τα δικά μας τα παιδιά δεν θέλουν να πάνε στο σχολείο; Μόνο η δική σου η γυναίκα θέλει να κάνει μπάνιο -λέει- δική μου δεν θέλει να κάνει μπάνιο;». Λέει ο στρατηγός: «Θα πάτε κι εσείς». Η γυναίκα μου πήγε πολλές φορές με τα παιδιά θάλασσα και έτσι πήγε. Ήταν θρασύς πολύ.
Και πώς αξιολογούνταν το σε ποια θέση θα μπει ο καθένας; Με τι κριτήρια, υπήρχε αξιολόγηση;
Όπου ήταν κενό. Όταν ερχόσουν στη ΜΟΜΑ... Εγώ όταν ήρθα εδώ, το γραφείο κινήσεως ήταν κενό, γιατί είχε φύγει ο άλλος. Πήγα εκεί. Μετά, αν ένας κάποιος δεν κάνει για τη δουλειά αυτή, τον παίρναν. Τον βάναν αλλού. Εγώ τότε έφυγα από το γραφείο κινήσεως, γιατί ο Αβέρωφ τότε ήθελε να διαλύσει τα σωματεία. Εγώ και ο πρόεδρος έρχονται χαρτί από την Αθήνα να πάμε εγώ στη στρατιά μέσα και ο πρόεδρος στο 303. Φεύγω από το γραφείο κινήσεως, τα πάω. Λέει αυτός: «Εγώ δεν πάω». «Εγώ -λέω- θα πάω γιατί έχω παιδιά. Αν με διώξουν, τι θα κάνω;». Και πήγα 6 μήνες στη στρατιά. Αυτός δεν πήγε πουθενά. Εγώ μετά από 6 μήνες, ξαναγύρισα, αλλά πήγα σε άλλη θέση τώρα. Δεν πήγα στο γραφείο κινήσεως.
Και κάτι ακόμα σχετικά με την αξιολόγηση. Οι ανάγκες για τα έργα πως αξιολογούνταν και από ποιον;
Από τη νομαρχία. Από τη νομαρχία. Το γραφείο έργων στη νομαρχία ερχόταν από την Αθήνα από τα έργα εδώ, της Λαρίσης. Τα γραφεία εκεί λέγαν ότι: «Τώρα έχουμε αυτά τα έργα. Αυτά θα τα βάλουμε στη δημοπρασία. Αυτά θα δώσουμε στη ΜΟΜΑ». Από εκεί ξέρω γω. Δεν ήταν από εμάς. Εμείς ό,τι μας δίναν, παίρναμε. Αλλά τα τελευταία χρόνια όταν ήρθαν μετά πολιτικοί μηχανικοί μέσα σε εμάς, μέχρι τότε δεν είχε, ήταν οι στρατιωτικοί… Ήρθαν πολιτικοί μηχανικοί. Αυτοί είχαν διασυνδέσεις μέσα στη νομαρχία και ένας Τρικαλινός -Μπουντούρης λεγόταν- εκείνος πήρε πολλά έργα με την αξία του. Πήγε στο νομάρχη των Τρικάλων. Λέει: «Θα με δώσεις αυτό το έργο» και έπαιρνε έργα όλα μέσα στα Τρίκαλα, στο νομό Τρικάλων. Τα έργα τα πήρε αυτός όλα και έκανε πολλά καλά έργα.
Άρα ήταν και λίγο θέμα διασυνδέσεων κάπως.
Ναι, ναι, ναι. Άμα είχες άνθρωπο να δουλεύει και να έχει και πυγμή, να μη πάει παρακαλώντας…
Και γενικότερα τότε, το κλίμα πώς ήτανε της εποχής μετά τη δικτατορία; Πώς το θυμάστε;
Ήμασταν στη Λάρισα. Στην ΜΟΜΑ ήμουν τότε. Εμείς, λόγω του ήταν και στρατιωτικοί μέσα, διοικούμασταν από στρατιωτικούς… Μετά βγήκαν τα κόμματα. Δεν υπήρχαν κόμματα μέχρι τότε μέσα στη ΜΟΜΑ. Δεν υπήρχε κόμμα. Ήμασταν όλοι ένα, μαζί. Ούτε ΠΑΣΟΚ ούτε νέα δημοκρατία ούτε... Κανένας. Τίποτα. Μετά το '65. Όχι '65. Το '85. Το '85 άρχισαν να παρουσιάζονται-
Κλίκες.
λίγοι ΠΑΣΟΚτζήδες. Κάναν εκλογές πρώτη χρονιά μετά το '85, εκλογές στο σωματείο, και ήταν 18 μόνο. 18 ψήφισαν ΠΑΣΟΚ, γιατί έβαλε ένας υποψήφιος ΠΑΣΟΚτζής. 18 ΠΑΣΟΚ. Οι άλλοι όλοι δεξιοί. Δεξιοί... Δεν ασχολούμαστε με την πολιτική. Ήμασταν όλοι… Και αριστερός να ήταν ο άλλος, δεν μας ενδιέφερε. Αλλά και τότε επί δικτατορίας, τους αριστερούς δεν τους παίρνανε, γιατί έλεγχαν. Η στρατιωτική υπηρεσία δεν τους παίρνανε, αλλά δεν ήθελαν. Και μετά το '92 που τελειώσαμε, ήταν πολλοί ΠΑΣΟΚτζήδες. Φανερώθηκαν πολλοί, δηλαδή. Ο κόσμος ψήφιζε ΠΑΣΟΚ, αλλά ήμασταν αγαπημένοι. Δεν μας ενδιέφεραν τι τείνει ο άλλος, τι ψηφίζει.
Δεν ήσασταν διχασμένοι, δηλαδή. Πώς ήταν τότε τα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, που όλοι μιλάνε γι’ αυτά;
Όχι, όχι, καλά ήταν. Δεν είχαμε... Εμείς οι εργαζόμενοι πήραμε πολλά από το ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό και ο Αντρέας έπαιρνε τόσες ψήφους, γιατί έδωσε στον κόσμο. Θυμάμαι εμείς ήμασταν... Εμάς στους διοικητικούς υπαλλήλους μας λέγαν ελεγκτές εργασίας. Και ψάχνουμε στην Αθήνα και βρίσκουμε τους... Ελεγκτές εργασίας είναι στο αεροδρόμιο. Αυτοί τότε παίρνανε πολλά λεφτά. Εμείς παίρναμε 35.000 δραχμές. Αυτοί παίρνανε 150.000. Ίδια ειδικότητα. Πήραμε μια σύμβαση από αυτούς. Κάνουμε δικαστήριο εδώ στη Λάρισα. Ο στρατιωτικός ήταν γνωστός δικός μου, γιατί η Δέσποινα με τις κόρες του πηγαίναν σχολείο μαζί. Γνωστοί. Ταξίαρχος. Ο πρόεδρος τον πήγανε δυο λαγούς τον πρόεδρο του δικαστηρίου και από 35 που παίρναμε μισθό πήγαμε 70. Διπλάσιο μισθό. Επί Αντρέα αυτά όλα. Και ο Αντρέας μας έδωσε[01:00:00] και λεφτά πολλές φορές. Τότε με τον Αντρέα, εμείς οι εργαζόμενοι περάσαμε καλά.
Στο δημόσιο.
Και το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Πλήρωνε. Έδωσε λεφτά. Γι’ αυτό είπε ο Πάγκαλος: «Μαζί τα φάγαμε». Μπορεί να έφαγαν και αυτοί, αλλά φάγαμε κι εμείς οι εργαζόμενοι. Πλήρωσε.
Στα αρνητικά όμως της εποχής τότε, γιατί ακούμε για τα μέσα, ακούμε για εικονικούς διορισμούς, όπως είπαμε πριν-
Τα αρνητικά φαίνονται αργότερα. Γιατί άμα θυμάσαι είπε ο Μητσοτάκης το ‘90: «Θα πληρώσουν και τα δισέγγονα». Πήραν δάνεια πολλά και τώρα με τον Τσίπρα γίναν αυτά όλα. Παίρνανε δάνεια, δάνεια. Δεν μπορούσαν να τα πληρώσουν, και ο Αντρέας αλλά και οι άλλοι. Δεν είναι μόνο ο Αντρέας. Τα αρνητικά φαίνονταν αργότερα. Δεν φαίνονταν τότε.
Ακριβώς. Άρα εκείνη την εποχή ήτανε το κλίμα ευχάριστο για τον κόσμο-
Διαφορετικά. Μετά έβαλε... Στα χωριά, κυρίως, μαλώναν με τα καφενεία. Άλλο καφενείο ΠΑΣΟΚ, άλλο Νέα Δημοκρατία, άλλο το ΚΚ. Αφού είμαστε ίσοι όλοι. Τι θα ψηφίσεις; Ψήφισες.
Είναι κάπως σαν να κομματικοποιηθήκατε-
Ναι, ναι, πολλοί.
Θέλατε δε θέλατε.
Εγώ δεν ασχολήθηκα με τίποτα. Μια φορά πήγα, όταν ήρθε ο παππούς ο Καραμανλής πρώτα. Ήρθε εδώ. Ούτε ξαναπήγα στα κόμματα, ούτε και πάω να φωνάξω. Όταν είσαι νόμιμος πολίτης ή ο Αντρέας θα ανεβεί ή ο Μητσοτάκης θα ανεβεί... Αλλά είναι που από τα κόμματα βάζουν τον κόσμο και μαλώνουν.
Πολύ ωραία. Έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Δεν ξέρω τίποτα άλλο.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη.
Τίποτα να είσαι καλά. Να είσαι καλά.
Εδώ βλέπουμε έχετε βγάλει κάποιες φωτογραφίες. Σε αυτή τη φωτογραφία, πού είστε;
Εδώ είμαι δίπλα στο δάσκαλο, ΣΤ’ δημοτικού σχολείου Σοφιάδος Δομοκού.
Ήσασταν πολλά παιδιά βλέπω.
Ήμασταν 60-70. Πόσα παιδιά ήταν…
Και είναι η αναμνηστική φωτογραφία που βγάζατε στο τέλος;
Ναι, ναι. Το 1955.
Ωραία. Εδώ πέρα;
Εδώ είμαι στον Αλίαρτο Βοιωτίας, στο πανηγύρι, με τους φίλους μου. Με αυτούς δουλεύαμε μαζί στο μύλο. Οι κυλινδρόμυλοι Μαράκη. Αυτός είμαι εγώ.
Ο δεύτερος από τα δεξιά.
Ναι.
Και πίσω γιατί γράφει αστυνομία;
Αστυνομία. Θα ήμασταν... Δεν θυμάμαι. Θα ήμασταν απέναντι από την αστυνομία.
Και σε αυτή τη φωτογραφία;
Εδώ στο Γυμνάσιο Δομοκού. Πότε; Το '59. Προτελευταία τάξη. Αυτή είναι η καθηγήτρια. Τα αγόρια όλα ήμασταν. Κοπέλες δεν είναι.
Και φορούσατε και τα καπέλα σας.
Ήμασταν 32. Στ’ τάξη, 32 μαθηταί. 18 αγόρια και 14 κορίτσια. Από 120 που είχε η πρώτη τάξη, οι 32 τελειώσαμε την έκτη τάξη.
Δεν τελειώσατε όλοι, δηλαδή;
Ναι.
Και κατά βάση, περισσότερο αγόρια ή κορίτσια τελείωναν την τάξη;
Δεν θυμάμαι. Ναι. 14 κορίτσια και 18 αγόρια.
Αλλά μέσα στην τάξη σας ήταν και αγόρια και κορίτσια, σωστά;
Ναι. Ναι κι εδώ, αλλά εδώ δεν ήταν τα κορίτσια. Ήμαστε μόνο τα αγόρια. Πήγαμε εκδρομή; Δεν θυμάμαι. Εκδρομή πρέπει να ‘ταν.
Εκείνη την εποχή γενικότερα, το ’59, υπήρχε η τάση, προωθούνταν τα κορίτσια στο να σπουδάσουν αργότερα;
Λίγα, πολύ λίγα. Δεν πήγαιναν τα κορίτσια. Αργότερα πήγαιναν τα κορίτσια. Μετά όταν πήγε ο πατέρας σου και ο Κώστας. Τότε δεν πηγαίναν τα κορίτσια. Εμάς στο χωριό μας ένα μόνο.
Μόνο μια σπούδασε;
Ναι.
Θυμάστε πώς τη λέγανε;
Δεν τα στέλναν τα κορίτσια στο σχολείο.
Και σε αυτή τη φωτογραφία την τελευταία;
Αυτού ήμουν στο γραφείο στη ΜΟΜΑ. Είναι συνάδελφοι. Με αυτόν εδώ. Αυτός εδώ ήταν ο Κανιούρας. Οι άλλοι είναι από το άλλο γραφείο δίπλα. Αυτοί οι δυο ήμαστε στο ίδιο γραφείο.
Στο γραφείο κινήσεως είστε εδώ;
Ε;
Στο γραφείο κινήσεως;
Ναι, ναι. Στο γραφείο κινήσεως. Να, εδώ αυτά ήταν οι αριθμοί των αυτοκινήτων απάνω που είναι.
Στον τοίχο.
Είχα πίνακα και δίπλα τα εργοτάξια και έβαζα τον αριθμό του αυτοκινήτου σε ποιο εργοτάξιο είναι του κάθε αυτοκινήτου ή πού πάει κάθε μέρα. Ήταν μεταλλικός ο πίνακας με μαγνήτες, γραμμένο το νούμερο το αυτοκινήτου απάνω και τα κολλούσα εκεί. Και ήξερα που ήταν το κάθε αυτοκίνητο.
Και αν θέλατε τότε να εξακριβώσετε αν αυτό το αυτοκίνητο είναι εκεί πέρα, πώς επικοινωνούσατε;
Δεν υπήρχε επικοινωνία, όπως τώρα που έχεις τα τηλέφωνα. Δεν υπήρχε. Εγώ τα έστελνα το ένα να πάει στην Κοζάνη. Πήγαινε, δεν πήγαινε, δεν ήξερα. Και ένας συγκεκριμένα ήταν από την Καρδίτσα. Αθώο παιδάκι. Καλό παιδί. Έρχεται εδώ, του δίνω το αυτοκίνητο να πάει στην Πτολεμαΐδα. Για να πάει στην Πτολεμαΐδα, μετά την Κοζάνη είναι τα Σέρβια. Λοιπόν, μόλις φτάνει στα Σέρβια αυτός, βλέπει πινακίδα «Σέρβια». Σερβία! Γυρίζει πάλι πίσω. Την άλλη μέρα το πρωί, τον βρίσκω στο γραφείο. «Δεν πήγες απάνω;». «Δεν πήγα», λέει. «Γιατί;». «Δεν πήγα. Πέρασα στη Σερβία και φοβήθηκα εκεί. Γύρισα πάλι πίσω». Και του λένε άλλοι οδηγοί μετά: «Θα συνεχίσεις». Δεν ήξερε το παιδί. Δεν ξέραμε αν πάει, δεν πάει, όπως σήμερα που είναι τα κινητά. Παίρνεις τηλέφωνο.
Και τα GPS.
Ναι.
Ωραία. Ευχαριστώ πολύ.
Να 'σαι καλά.
Φωτογραφίες

Η έκτη δημοτικού
Η αναμνηστική φωτογραφία στην έκτη δημοτικ ...

Οι συνάδελφοι από τον μύ ...
Ο αφηγητής με τους συναδέλφους του από τον ...

Αναμνηστική μαθητική φωτ ...
Οι μαθητές του γυμνασίου Δομοκού το 1959 ό ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η Λάμπρος Μπαϊράμης κάνει μια αναδρομή στη ζωή του, ξεκινώντας από τα παιδικά και σχολικά του χρόνια κατά τη διάρκεια και μετά τον εμφύλιο πόλεμο σε ένα χωριό του Θεσσαλικού κάμπου και φτάνοντας μέχρι την πρώτη του εργασία σε έναν κυλινδρόμυλο και αργότερα το διορισμό του στη ΜΟΜΑ της Λάρισας. Μας περιγράφει τα έργα που υλοποίησε η συγκεκριμένη στρατιωτική μονάδα, το ρόλο του στο γραφείο κινήσεως, ιδιαίτερα περιστατικά με συναδέλφους του, την αξιολόγηση των αναγκών για τα έργα καθώς και των υπαλλήλων. Δεν παραλείπει να σχολιάσει τα αίτια της κατάργησής της ΜΟΜΑ. Συνεχίζει με την εξιστόρηση της επιστράτευσης το 1974, το ρόλο που διαδραμάτισε η ΜΟΜΑ και κλείνει με μια προσπάθεια να αποδώσει το πολιτικό και οικονομικό κλίμα της εποχής μετά τη δικτατορία και στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησαν.
Αφηγητές/τριες
Λάμπρος Μπαϊράμης
Ερευνητές/τριες
Γεωργία Μπαϊράμη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/07/2023
Διάρκεια
67'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η Λάμπρος Μπαϊράμης κάνει μια αναδρομή στη ζωή του, ξεκινώντας από τα παιδικά και σχολικά του χρόνια κατά τη διάρκεια και μετά τον εμφύλιο πόλεμο σε ένα χωριό του Θεσσαλικού κάμπου και φτάνοντας μέχρι την πρώτη του εργασία σε έναν κυλινδρόμυλο και αργότερα το διορισμό του στη ΜΟΜΑ της Λάρισας. Μας περιγράφει τα έργα που υλοποίησε η συγκεκριμένη στρατιωτική μονάδα, το ρόλο του στο γραφείο κινήσεως, ιδιαίτερα περιστατικά με συναδέλφους του, την αξιολόγηση των αναγκών για τα έργα καθώς και των υπαλλήλων. Δεν παραλείπει να σχολιάσει τα αίτια της κατάργησής της ΜΟΜΑ. Συνεχίζει με την εξιστόρηση της επιστράτευσης το 1974, το ρόλο που διαδραμάτισε η ΜΟΜΑ και κλείνει με μια προσπάθεια να αποδώσει το πολιτικό και οικονομικό κλίμα της εποχής μετά τη δικτατορία και στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησαν.
Αφηγητές/τριες
Λάμπρος Μπαϊράμης
Ερευνητές/τριες
Γεωργία Μπαϊράμη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/07/2023
Διάρκεια
67'