Στέφανος Λογοθέτης: ένας μάγος της Μουσικής Σύνθεσης αφηγείται
Είμαι η Θωμαΐς Οικονόμου Βαμβακά ερευνήτρια στο istorima. Έχουμε 26/06/2023, είμαστε στο Ξηροκάστελλο Ζακύνθου με τον Στέφανο Λογοθέτη, συγγνώμη. Στέφανε, πες μια για την ιστορία με την καταπακτή και, εν συνεχεία, για την ζωή σου κάποια πράγματα.
[00:00:00]
Α ναι, ok. Υπήρχε μια καταπακτή στο παλιό αρχοντικό και αυτό το παλιό αρχοντικό είχε ένα γραφείο, πάνω από αυτή την καταπακτή, που πάνω εκεί υπήρχε ένα χαλί και το κάθισμα μπροστά από το γραφείο, απέναντι από την πολυθρόνα, πίσω από το γραφείο. Και ο θείος μου απλά ήθελε να με τρομάξει -έτσι για να με τσιτώσει λίγο- και μου λέει: «Κάθεσαι καλά;» και του λέω: «Ναι, ναι. Μια χαρά είμαι!», «Είσαι σίγουρος;». Κοιτούσα γύρω-γύρω μου τι εννοεί και έβλεπα ότι το δεξί του χέρι πήγαινε κάπου κάτω από το γραφείο και αποφάσισα να σηκωθώ λίγο. Μου λέει: «Για τραβά την καρέκλα πίσω και τραβά και το χαλί». Εντάξει, τράβηξε το μοχλό στο γραφείο, κάτω από το γραφείο, άνοιξε η καταπακτή και κοιτούσα το χάος από κάτω με τα βέλη!
Τι είχε καταπακτή;
Βέλη.
Ok.
Κοντάρια μυτερά-
Που ήταν από εποχή..;
Ναι, ήτανε από τον 19o αιώνα δηλαδή και το 18o. Tο σπίτι είχε χτιστεί αυτό το 1786, ήτανε από τα λίγα σπίτια στη Χώρα τα οποία δεν καταρρεύσαν με το σεισμό του ‘53, δεν έπαθε τίποτα στην ουσία. Έπαθε πολύ αργότερα, επειδή το κληρονόμησε η οικιακή βοηθός του, η κυρία Μαρία και το νοίκιασε σε κάτι γνωστούς μου. Κάποια στιγμή, αυτοί είχανε μια διαφορά μεταξύ τους και έτσι αποφασίσανε να του βάλουνε φωτιά. Και το σπίτι τότε έπεσε, δηλαδή την δεκαετία του ‘90 έγινε αυτό. Και ξανά τώρα τελευταία -αν θυμάμαι καλά- πριν 10 χρόνια περίπου το ‘13 ή ‘14 και το ανακαινίσανε τώρα και τώρα είναι μια ντισκοτέκ και το σπίτι είναι σε αυτή την κατάσταση. Είχε αυτή την καταπακτή, τέλος πάντων, το σπίτι.
Πού βρίσκεται; Στη Χώρα;
Είναι έξω από τη Χώρα προς το Αργάσι. Όπως ερχόμαστε στο Αργάσι, στο δεξί μας χέρι.
Πώς ήρθε η ενασχόληση σας με τη μουσική; Σε τι ηλικία;
Ο παππούς μου ήτανε πολύ μουσικόφιλος έπαιζε ακορντεόν, είχε πολύ ταλέντο σε αυτό και ο θείος μου από τη γαλλική πλευρά -από τη γαλλική μου καταγωγή- και ο θείος μου και η θεία μου, επίσης. Και αυτοί παίζανε. Και έτσι το πρώτο μου όργανο ήτανε ένα τύπου μπαντονεόν, όχι με πλήκτρα, αλλά με κουμπιά που το κάθε κουμπί είχε δύο φθόγγους, 2 νότες. Ένα τέτοιο είχα και, εντάξει, αυτό μου ήρθε σχετικά εύκολο στο χέρι, δηλαδή το έμαθα πολύ γρήγορα. Και μετά, στο σχολείο σε κάποια φάση, όταν αρχίζαμε και ακούγαμε Beatles και Stones το ‘69, το ‘70- ’71, κάπου εκεί, μετά αποφασίσαμε κάποια στιγμή ότι θέλουμε να μάθουμε τύμπανα! Δοκιμάζαμε διάφορα μέσα στο σπίτι, διάφορα υλικά. Ήτανε τα κουρτινόξυλα της μάνας μου και κάτι μαξιλάρια. Ξεκινήσαμε έτσι, δεν είχαμε πρόσβαση τότε ακριβώς σε άλλα, στα αυθεντικά υλικά, όπως έχουν τα παιδιά σήμερα απλά. Αλλά το μάθαμε έτσι, γιατί θέλαμε να μάθουμε, έπρεπε να φανταστούμε τον ήχο, γιατί δεν είχαμε καν το όργανο. Δεν σε εμποδίζει ποτέ το να μαθαίνεις ένα όργανο η έλλειψη του οργάνου, όπως και δεν εμποδίζει κανένα χορευτή να γίνει χορευτής, επειδή δεν πάει μπαλέτο ή επειδή δεν πάει ωδείο ένας μουσικός ή επειδή, επειδή, επειδή… Αυτά είναι δικαιολογίες. Τα διπλώματα τα παίρνουμε από τον εαυτό μας, γιατί αν δεν το κερδίζουμε αυτό το δίπλωμα από τον εαυτό μας, όσα πανεπιστήμια και να τελειώνουμε, σε όποιον τομέα, την αυτοπεποίθηση δεν πρόκειται να αποκτήσουμε και την πειθώ και την πειθαρχία και την πίστη στο ταλέντο μας. Γιατί η πίστη στο ταλέντο μας αναπτύσσεται από την αυτό- επιβεβαίωση. Και, βεβαίως, ένα περιβάλλον το οποίο σου ενισχύει με μια θετική αύρα, ενέργεια, ένα καλλιεργημένο περιβάλλον το οποίο ενισχύει το ταλέντο ή τα παιδιά τα οποία έχουνε μια κλίση, αυτό είναι πολιτισμός!
Και μετά, ας πούμε, αρχίσατε και παίζατε τύμπανα; Πείτε μου λίγο αυτή τη πορεία σας.
Μετά μπήκα στο σχολείο, στο σχολείο άρχισα να κάνω ένα πείραμα, γιατί μου το ζήτησε ο δάσκαλος μουσικής, που ήταν ένας πιανίστας, jazz πιανίστας αρκετά γνωστός στο Μόναχο τότε, γιατί ήτανε ένας από τους λίγους που έπαιζε με τους Αμερικανούς, ας πούμε, στις αμερικανικές βάσεις. Κατ’ αρχάς έπαιζε, δηλαδή, πραγματική γνήσια χορευτική μουσική και jazz, αλλά ήταν και αρκετά καλά γειωμένος, θα έλεγα, στην κλασική μουσική. Ο οποίος μας έβαζε κλασικά έργα, να τα ακούσουμε, να τα αναλύσουμε, συμφωνικά έργα και στην αρχή κυρίως Γερμανών συνθετών, όπως Weber, εννοείται Μότσαρτ, Μπετόβεν, εννοείται Μπαχ, εννοείται. Οι Γερμανοί δεν τα αφήνουν αυτά να πέσουν κάτω, σιγά μην τα αφήνανε. Κι αυτός ο δάσκαλος, κατά κάποιο τρόπο, με κατάλαβε σε κάποια φάση από τις απαντήσεις που του έδινα βάσει της μουσικής εικόνας και έκανε ένα πείραμα αν πέφτει μέσα ή έξω και με έβαλε στα κρουστά-
Τι πείραμα, δηλαδή;
Με εβγάλε έξω από την τάξη μαζί με έναν άλλο νεαρό, έναν τρομπετίστα, που έπαιζε τρομπέτα και ζητώντας μας να παριστάνουμε μουσικά, να παρουσιάσουμε, δηλαδή, μουσικά μέσα από ήχους τον λαγό και τον κυνηγό. Η τρομπέτα ήταν ο κυνηγός και ο λαγός ήταν το κρουστό. Οπότε εγώ έπρεπε να κάνω με διάφορους ήχους το τρέξιμο του λαγού -λέμε τώρα- και η τρομπέτα έπρεπε να κάνει τον κυνηγό, δηλαδή τις κραυγές ή τον πυροβολισμό ή οτιδήποτε. Τα παιδιά αντιδράσανε πάρα-πάρα πολύ θετικά, έπεσε πολύ γέλιο και ο δάσκαλος μου μουσικής επέμενε και μου λέει: «Λοιπόν, εσύ είσαι μουσικός! Και πρέπει να το καλλιεργήσεις αυτό οπωσδήποτε, πρέπει να το κάνεις αυτό. Δεν ξέρω τι λένε οι γονείς σου για αυτά, πάντως εγώ θα μιλήσω -τέλος πάντων- μαζί τους», το οποίο δεν έγινε ποτέ. Δεν έχει σημασία. Αυτός επέμενε να μάθω και βιολί, με πήγε σε έναν καθηγητή, ο οποίος δίδαξε βιολί μέσα στο Γυμνάσιο αυτό, που είναι, δηλαδή, Λύκειο, γιατί δεν υπάρχει λύκειο, όπως το λέμε, στα γερμανικά Σχολεία. Ήταν ένα ουμανιστικό γυμνάσιο, το οποίο συμπεριέλαβε, ας πούμε, 9 τάξεις, δεν είναι 6 όπως εδώ, είναι 9. Αλλά τελικά, αυτό με το βιολί δεν μου έκατσε πολύ καλά, γιατί τη μαθήτρια που είχε κόντεψε να μου βγάλει τα δόντια παρακολουθώντας το μάθημα, δηλαδή μου πονέσανε τα δόντια. Και λέω: «Αυτό το όργανο δεν πρόκειται να το πλησιάσω, να μείνω καλύτερα με τα κρουστά!» Και συνέχισα μετά να ψάξω με κάποια παιδιά, απλά να φτιάξω μια μπάντα. Κάποια στιγμή έγινε και αυτό-
Στο Μόναχο;
Άργησε λίγο, άργησε, λίγο αλλά μετά στα 16 μπήκα σε μια μπάντα –
Ροκ;
Ναι, ναι, κανονικά, εννοείται!
Πώς ήταν εκεί η εμπειρία, ας πούμε;
Η πρώτη εμπειρία ήτανε ότι ο άλλος ντραμίστας που έπαιζε πριν με την μπάντα δεν με άφηνε να παίξω. Δηλαδή, η πρώτη μου συναυλία ήταν μια συναυλία που κοιτούσα μόνο από κάτω και δεν με άφησε ο άλλος να παίξω, οπότε τα παιδιά στη δεύτερη συναυλία είπανε: «Ok, ας κάνουμε ακόμα αυτές τις πρόβες και αυτή τη φορά δεν θα τον αφήσεις εσύ να ανέβει! Άρα πρέπει να παίξεις πολύ καλύτερα από αυτόν και τι, νομίζεις ότι θα το καταφέρεις;» Και τους έλεγα: «Απλούστατα να είστε σίγουροι ότι αυτός δεν θα ξανανέβει!» Όπως και έγινε, δεν τόλμησε να πλησιάσει μετά από αυτό!
Μελετούσατε στο σπίτι, πού; Πώς ήταν η μελέτη και η ενασχόληση με τα τύμπανα;
Έφτιαξα ένα κουτί μέσα σε ένα δωμάτιο, σε ένα φίλο με τον οποίο, ο οποίος, όπως και εγώ, ήτανε πολύ καλά στην ξυλουργική και μας βοήθησε ο πατέρας του και φτιάξαμε ένα κουτί για να έχουμε ηχομόνωση. Και στήσαμε μετά το όργανο εκεί και μελετούσαμε τουλάχιστον πέντε με έξι ώρες την ημέρα, δεν σταματούσαμε σχεδόν καθόλου. Δηλαδή κοπέλες και γκόμενες και τέτοια δεν υπήρχανε, τουλάχιστον από τα 16 μέχρι τα 18, δεν είχαμε πολύ χρόνο για αυτά, ό,τι περίσσευε-
Πώς νιώσατε την πρώτη φορά που παίξατε αυτό το όργανο; Πώς νιώσατε την πρώτη φορά που παίξατε τύμπανα, αν θυμάστε;
Σαν να χορεύω. Όχι σαν, είναι χορός! Άμα [00:10:00]παίζεις το όργανο πραγματικά είναι… Χορεύεις! Όποιος δεν χορεύει, δεν πρόκειται να παίξει ποτέ καλά τύμπανα ή κρούστα γενικά, είναι απαραίτητο να παίζει κανείς χορεύοντας δηλαδή, ειδικά όταν έχεις να κάνεις με ρυθμό. Είναι σαν να λέει ένας χορευτής ότι δεν έχει ρυθμό. Δεν μπορεί να χορέψει ποτέ!
Μετέπειτα, σε τι ηλικία επιστρέψατε Ελλάδα και πώς ήταν αυτή η επιστροφή;
Η πρώτη φορά όπου επέστρεψα ήτανε για σχεδόν ένα χρόνο, για έντεκα μήνες, και ξανά έφυγα στο Μόναχο.
Τι ηλικία;
Σε ηλικία 17 στα 18. Μετά όμως γύρισα Μόναχο, γιατί τελικά δεν μείναμε στην Ελλάδα. Ήτανε να μετακομίσουμε, αλλά τελικά δεν μετακόμισαν οι γονείς μου, οπότε ξαναγυρίσαμε πίσω. Ήταν μια λίγο τραυματική εμπειρία αυτή, γιατί ήτανε ένα ξερίζωμα. Και ήτανε μια αρκετά δύσκολη εμπειρία, θα ‘λεγα, γιατί ήμουνα ήδη λίγο μεγάλος για μια τόσο μετωπική, ας πούμε, σύγκρουση χωρίς να το έχω αποφασίσει εγώ -γιατί δεν ήμουνα ενήλικας ακόμα. Από την άλλη όμως, στάθηκε αυτό αφορμή να μάθω ελληνικά, γιατί δεν μιλούσα σχεδόν καθόλου ελληνικά σε αυτή την ηλικία ακόμα. Δηλαδή, τα τουριστικά ελληνικά ναι, αλλά όχι τα σοβαρά ελληνικά! Και το μόνο που με βοήθησε ήταν ότι στο γερμανικό σχολείο, Λύκειο, είχα κάνει Αρχαία. Αυτό βοήθησε πάρα-πάρα-πάρα πολύ, τουλάχιστον να νιώθω μια σχετική οικειότητα με το γραμματικό περιβάλλον, αλλά όχι επί της ουσίας, γιατί επί της ουσίας η Νεοελληνική Γλώσσα, η Δημοτική Γλώσσα, όπως τη μιλάμε σήμερα, έχει με τα Αρχαία ελάχιστη σχέση. Η σχέση της είναι μόνο εννοιολογική και στη ρίζα, βέβαια, γιατί, ευτυχώς, μιλάμε τώρα και χιλιάδες χρόνια -έστω και με ηχητική απόκλιση- την ίδια γλώσσα! Δεν μπορούν να το πούνε άλλοι αυτό, αλλοι λαοί δεν μπορούν να το πούνε -μπορεί οι Κινέζοι, δεν γνωρίζω ή οι Ινδοί, επίσης. Δηλαδή παλιοί λαοί μπορεί, αλλά όχι όπως μιλάμε εμείς τώρα, ακόμα και σήμερα.
Και μετά ξαναγυρνάτε στο Μόναχο και μετά πώς ξαναπήρατε -δεν ξέρω και μετά από πόσο καιρό- την απόφαση να ξαναγυρίσετε Ελλάδα;
Αυτό έγινε λόγω μίας ασθένειας. Ο πατέρας μου έπαθε όγκο και έτσι αποφάσισα να γυρίσω κατ’ αρχάς για να τακτοποιήσω κάποια πράγματα, οπότε έπρεπε να είμαι εδώ ούτως ή άλλως, γιατί ήξερα -μου το είπανε- ότι είναι ετοιμοθάνατος!
Εδώ στη Ζάκυνθο, όταν λέτε, ή στην Αθήνα, για πού μιλάμε;
Εδώ αρρώστησε, εδώ διαγνώστηκε αυτό. Μετά πήγε έξω, μετά κάναμε τις επεμβάσεις έξω, εγώ ήμουνα εκεί, ήμουνα και περιοδεία τότε-
Με αυτή την μπάντα την;
Όχι, ήμουνα, ήμουνα με μια άλλη ομάδα σε περιοδεία, τη μία ημέρα Σκανδιναβία –όχι, εκεί ήμουνα στην Ευρώπη- στην Ελβετία, Γερμανία, Αυστρία σε εκείνη τη ζώνη. Για αρκετούς μήνες ήμουνα σε κίνηση και είχα μαζέψει κάποια λεφτά ούτως ώστε να μπορώ να κάνω μετά τις απαραίτητες κινήσεις στο να μετακομίζω και να είμαι εδώ.
Εσείς θέλατε να μετακομίσετε;
Εγώ δεν είχα ιδιαίτερο θέμα με αυτό, ήθελα να είμαι κοντά στον πατέρα μου. Και δε πήγα, ας πούμε, σε κάποιες οντισιόν -μη πω τώρα ονόματα- που δεν πήγα γιατί, εντάξει, αυτά τα κρατάω για τον εαυτό μου!
Πώς ήτανε οι περιοδείες ή αν θυμάστε κάποια ιστορία, κάποιο περιστατικό στις περιοδείες; Πώς ήτανε η κατάσταση τότε που ήσασταν και πιο παιδί;
Η περιοδεία;
Ναι, πώς νιώθατε; Κάποιο περιστατικό, αν θυμάστε;
Υπάρχουνε διάφορα περιστατικά, ευχάριστα περιστατικά, τρομακτικά περιστατικά-
Πείτε μου κάποια!
Πάντα θεωρούνε ότι -πολύς κόσμος θεωρεί- ότι εμείς οι μουσικοί κυνηγάμε τις γυναίκες… Άμα σας πω ότι μας κυνηγάνε οι γυναίκες; Και είναι πολλές φορές και πιο επικίνδυνες από ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, ότι μπορεί να σου απειλούν και τη ζωή; Και είναι τρομακτικό αυτό που μπορεί να ζήσεις, που δεν έχει καμία σχέση με αυτό το πλασάρισμα -όπως το πλασάρουνε- γενικώς, εντάξει; Υπάρχει και αυτό!
Κάποιο έτσι, ίσως αστείο, αστείο περιστατικό από τις περιοδείες;
Όταν κατεβαίνεις απ’ τη σκηνή και σε περιμένουν περίπου 40 κοπέλες και αρχίζουνε και σε κυνηγάνε σε όλο το στάδιο και σου σκίζουν τα ρούχα, αστείο; Δεν είναι και πολύ αστείο άμα το βιώνεις! Πολύ αστείο, όταν το λες μετά από χρόνια ναι, αλλά είναι πάρα πολύ τρομακτικό όταν το βιώνεις. Και, εν τω μεταξύ, το αστείο είναι όταν το βιώνεις, το βιώνεις και τρόμαζες, οι άλλοι που είναι γύρω σου, που μένουν έκπληκτοι και κανένας δεν αντιδράει, ενώ το βλέπει, βλέπει ότι αυτό δεν είναι-
Ok.
Φυσιολογικό, είναι υστερία, εντάξει; Αυτό το στοιχείο το υστερικό… Γι’ αυτό από κει και πέρα, εγώ τουλάχιστον, σε κάποιες μεγάλες συναυλίες, είχα σωματοφύλακες. Το είχα και αυτό. Όπως είχα για πολλά χρόνια, ας πούμε, τον τεχνικό μου, δεν έστηνα το όργανο. Που είναι κάτι πολύ συνηθισμένο, ας πούμε, στο εξωτερικό, στην Αγγλία ή στη Γερμανία ή στην Αμερική δεν… Καλά στην Αμερική δεν επιτρέπουν καν να ακουμπάς το όργανο, δεν επιτρέπεται, το κάνουν μόνο τεχνικοί αυτό. Αλλά τους λες ακριβώς τι έχουνε να κάνουνε, αλλά κάθεσαι εκεί πέρα και περιμένεις, ας πούμε, να τελειώσει, να σου το στήσει το όργανο, δεν επιτρέπεται από την Ένωση να ακουμπάς εσύ το όργανο που είσαι ο καλλιτέχνης. Είναι κάτι σοβαρό να είσαι να είσαι καλλιτέχνης, δεν είναι καμία σχέση με αυτή την μπανανία εδώ, εντάξει; Γιατί μιλάμε για πολύ μπανανία -sorry κιόλας- δηλαδή, που η κάθε ομάδα παίζει τον τραγουδιστή.
Πώς νιώσατε στην πρώτη σας συναυλία θυμάστε;
Πρώτη συναυλία;
Ναι. Ή πρώτη σας περιοδεία, πρώτη μεγάλη συναυλία έτσι; Θυμάστε τα συναισθήματα;
Έχω κάνει τόσες πολλές που δεν θυμάμαι. Δηλαδή, θυμάμαι μόνο ότι κάποιες συναυλίες είχανε ένα εντελώς προσωπικό εκτόπισμα μέσα μου, γιατί οι συναυλίες καθαυτές εκείνη τη βραδιά ήταν… Είχαν κάτι μαγικό! Μην ξεχνάμε ότι μια συναυλία είναι κάτι μαγικό, γιατί δεν είναι προβλέψιμο αυτό που θα συμβεί. Ενώ έχεις τις παρτιτούρες σου, όλα είναι προγραμματισμένα και όλα αυτά που συμβαίνουνε, μια συναυλία δεν είναι ποτέ προβλέψιμη. Εάν λειτουργήσει μια συναυλία είτε στην τζαζ μουσική… Δε μιλάμε για την κλασική που είναι αρκετά αυστηρά στη δόμηση, ας πούμε, η συναυλία, η πραγματοποίηση της συναυλίας στη κλασική μουσική έχει κάποιες ασφαλιστικές παραπάνω, αλλά είναι πολύ συντηρητικό αυτό. Αλλά αυτοί παίζουν κάτι το οποίο έχει γραφτεί και έχει ένα πλαίσιο αυστηρό, ορίζεται από τον Μαέστρο ο οποίος μαέστρος μεταφράζει για τη συμφωνική ορχήστρα την μετάφραση του έργου. Και σύμφωνα με την προσωπικότητά του και με την δυνατότητα του να το μεταλαμπαδεύσει. Στους μουσικούς και την επαφή που έχουνε οι μουσικοί μαζί του, παράγεται ο πίνακας του συνθέτη. Ο πίνακας του συνθέτη αλλάζει με το Μαέστρο, αλλάζει η χροιά, η προσέγγιση, αλλά αυτές είναι γνώσεις, δηλαδή, είναι πολύ λεπτές οι γραμμές για έναν απλό ακροατή, δηλαδή, γιατί αυτή η τέχνη της συμφωνικής, ας πούμε, μουσικής είναι μια πολύ ιδιαίτερη λεπτοφυής σπουδή, γιατί μέσα από αυτό σπουδάζεις και τον εαυτό σου. Δεν μπορείς να το αποφύγεις, η ακρόαση ενός συμφωνικού έργου είναι εν-ακρόαση, εν-ακοή, εν-ακούω, δεν ακούω έξω πια. Αυτό θέλει κάποια δουλειά με τον εαυτό μας. Δηλαδή, μπαίνεις στη διαδικασία μιας έρευνας κιόλας σε κάποιες φάσεις, όπως άμα θέλεις να ακούσεις όχι μόνο στην κλασική μουσική, άμα θες να ακούσεις, ας πούμε, Pink Floyd σοβαρά, θέλεις ένα πολύ καλό ηχητικό σύστημα, δεν ακούγεται από το mp3 και από το κινητό σου. Πρέπει να ξοδέψεις κάποια χιλιάδες ευρώ, να βρεις κάποια καλά ηχεία, ένα ωραίο πικ απ -καλή ώρα- και να το ακούσεις, να ακούσεις πραγματικά μουσική!
Να πάμε πάλι πίσω. Ήσασταν, λοιπόν, εκεί περιοδείες και λοιπά, γυρίσατε Ελλάδα, πώς ήταν αυτή η μετάβαση;
Όταν γύρισα τη δεύτερη φορά; Ήταν αρκετά δύσκολη λόγω της ασθένειας, υπήρχε πάρα πολλή πίεση, υπήρχε πίεση, επειδή ο θάνατος ήτανε αναμενόμενος. Και παράλληλα έπρεπε να γίνει μια εξισορρόπηση μέσα μου και το [00:20:00]βιοποριστικό έπρεπε να λυθεί, για να καλυφθούν, όχι μόνο τα έξοδα, και τα περαιτέρω.
Και πως βιοποριζόσασταν εκείνο τον καιρό εσείς;
Ε;
Πώς αρχίσατε να βιοπορίζεστε εκείνο τον καιρό;
Βιοποριστικά;
Ναι, εννοώ γενικά πώς ήταν, ας πούμε, αυτή η εναλλαγή ζωής;
Εκείνη την περίοδο, δηλαδή το ‘90 υπήρχε πολλή κίνηση στην δουλειά.
Ακόμα ήσασταν μουσικός, δεν έχουμε φτάσει στην σύνθεση;
Ναι, ναι, πάντα παραμένεις μουσικός, δηλαδή ένας συνθέτης -δεν το λέω εγώ, το είπε ο Μπετόβεν πριν 200 χρόνια- δηλαδή κάθε μέρα ξυπνάμε και αναρωτιόμαστε αν είμαστε ακόμα μουσικοί. Μουσικοί! Όταν λες ότι είσαι μουσικός, αυτομάτως είσαι συνθέτης. Άλλο οργανοπαίχτης -πολύ σεβαστό- και άλλο μουσικός! Μουσικός συμπεριλαμβάνει τον οργανοπαίχτη, συμπεριλαμβάνει τον καλλιτέχνη, μουσικός συμπεριλαμβάνει τα πάντα, δηλαδή και τον ποιητή και τον ζωγράφο και τον γλύπτη και ό,τι θέλετε και τον μάγειρα! Είναι μια σύνθετη έννοια, είναι δύσκολο να πάρεις το δίπλωμα από τον εαυτό σου, κάθε μέρα, να κοιτάς στον καθρέφτη να λες ότι είσαι μουσικός. Δεν έχει καμία σχέση με ένα επάγγελμα, είναι ένα λειτούργημα.
Και άρα εσείς-
Ο κόσμος δεν τα καταλαβαίνει αυτά, ο κόσμος δεν καταλαβαίνει καθόλου τι είναι αυτό. Δηλαδή, είναι όπως ένας αγρότης, ο αγρότης σκάβει ώρες, σκάβει τη γη. Ο μουσικός σκάβει τον εαυτό του. Δηλαδή, ο αγρότης καλλιεργεί τη γη, ο μουσικός καλλιεργεί τον εαυτό του. Τι είπαμε; Το ένα έχει να κάνει με τη συνειδητότητα σε σχέση με τη φύση και το άλλο έχει να κάνει με τη συνειδητότητα σε σχέση με τον εαυτό μας. Είναι αλληλένδετα, δεν υπάρχει διαχωριστική. Αυτές οι διαχωριστικές που βάζουνε, τις βάζουνε μη σοβαροί άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν το γνώθι σαυτόν, γιατί ένα, ένα οποιοδήποτε επάγγελμα, όταν θες να το κάνεις καλά, αναγκαστικά θα φτάσεις σε ένα σημείο που θα κάνει μια γέφυρα σε κάτι άλλο, άμα είσαι καλός σε αυτό που κάνεις. Για να είσαι καλός σε αυτό που κάνεις πρέπει να το αγαπάς. Λοιπόν, όταν το αγαπάς αυτό που κάνεις, θα ακουμπήσεις κάπου στην περιφέρεια έστω, κάπου αλλού. Δεν είναι δυνατόν να αγαπάς μόνο αυτό που κάνεις, χωρίς να ακουμπήσεις και κάπου αλλού, γιατί η αγάπη τα ενώνει όλα. Και η τέχνη δεν απομονώνει, η τέχνη ανοίγει το μυαλό, ανοίγει την καρδιά, η ψυχή είναι σε άνοιγμα. Γιατί η τέχνη είναι ένα ψυχικό άνοιγμα, είναι μια ψυχική κατάσταση που πραγματοποιείται, η οποιαδήποτε τέχνη. Και η μεγαλύτερη τέχνη απ’ όλες είναι η μία, η μία που λέγεται «ευ ζην». Είναι η μεγαλύτερη τέχνη και μετά είναι η μουσική -λέω εγώ π.χ.- και μετά είναι η ποίηση, εντάξει; Σε αυτή τη βαθμίδα.
Και δηλαδή, ξεκινήσατε μέσω των συγκροτημάτων σας των μουσικών και λοιπά να βιοπορίζεστε ερχόμενος Ελλάδα; Πείτε μου, λοιπόν, για εκείνη την εποχή έτσι, να πάμε πάλι πίσω;
Βιοποριστικά πάλι;
Γενικά δηλαδή, πώς ήταν η μετάβαση σας από τη Γερμανία στην Ελλάδα, πλέον μάλλον μόνιμα;
Ήτανε λίγο απότομη, ήταν λίγο απότομη. Αυτό που βοήθησε ήταν ότι -που το δυσκόλεψε στην αρχή- έφυγα από μια σχέση, μπήκα σε μια άλλη σχέση εδώ, αυτό το διευκόλυνε, για να υπάρχει μια ισορροπία, ok; Γιατί υπάρχουν και ανάγκες, φυσικές ανάγκες, είναι τελείως σεβαστό αυτό, αφύσικο είναι να μην υπάρχουν αυτές οι ανάγκες. Είναι αυταπάτες αυτές -ότι δεν υπάρχουν αυτές οι ανάγκες- ειδικά σε μια ηλικία 30 χρονών και τα λοιπά -ή πόσο ήμουνα τότε, 27, τέλος πάντων. Υπήρχε αυτό, τώρα δεν κατάλαβα τι άλλο πρέπει να απαντήσω!
Θέλω να μου περιγράψετε λίγο αυτή τη μετάβαση, δηλαδή πώς ζούσατε; Τι κάνατε;
Η μετάβαση ναι, λοιπόν, η μετάβαση από τη Γερμανία στην Ελλάδα είναι περίπου όπως ένας Εσκιμώος πάει ξέρω ‘γω στην Αφρική. Έρχεσαι από μια υποτίθεται σε εισαγωγικά «πολιτισμένη» χώρα, δομημένη με ασφαλιστικές δικλείδες και με μια αυταρέσκεια και μια αυτοπεποίθηση, σαν συλλογική συνείδηση, ενός λαού -μεν πολύ τραυματισμένο, γιατί έχει προκαλέσει στον κόσμο αυτό τον πόνο- και έρχεσαι σε μια άλλη χώρα, στην οποία η ανευθυνότητα και η αρπαχτή και το λαμόγιο και η ψευτομαγκιά είναι μια καθημερινή, ας πούμε, επιβεβαίωση. Συν, όμως, μιας πολύ έντονης από την άλλη σχεδόν παθολογικά ανάγκης συνεύρεσης, ουσιαστικής επικοινωνίας. Το οποίο οι άλλοι εκεί πάνω στο Βορρά θεωρούν ότι μπορούν να λύσουν τα θέματα με το μυαλό, χωρίς να βάζουν και πολλή ψυχή μέσα στο ταψί. Εμείς εδώ πέρα παίζουμε με αυτό τον όρο ψυχή, είτε μέσα από θρησκεία, είτε μέσα από κοινωνικές ομάδες, είτε μέσα από κόμματα, χρώματα, παπλώματα και νάιλον, από διάφορα στοιχεία. Δεν είναι όμως πολύ εύκολο στην πραγματικότητα να το ζήσουμε αυτό, γιατί αυτό θα μια άλλη μαγκιά. Δηλαδή να σταματήσουμε να φοβόμαστε, ας πούμε, να εμπιστευτούμε. Και δεν βλέπω πολλή εμπιστοσύνη.
Ναι, αλλά πάλι μου το πάτε λίγο φιλοσοφικά. Εγώ θέλω απλά να μου περιγράψετε, ας πούμε, τις πρώτες σας μέρες ίσως, το πώς βιοποριζόσασταν, την σχέση σας με την μουσική, μετά να πάμε και στην σύνθεση… Δηλαδή τις αναμνήσεις σας ή το πώς νιώθατε;
Πως ένιωθα όταν..;
Όταν ήρθατε Ελλάδα μετά από τόσα χρόνια στη Γερμανία και πώς μετά ενσωματωθήκατε, εν τέλει;
Ενσωματώθηκα, εν τέλει, μέσα από πολλή αγάπη από τους συνοδοιπόρους μουσικούς, οι οποίοι μου δώσανε πολύ κουράγιο, γιατί έζησα παράλληλα μια δύσκολη κατάσταση και η σύντροφός μου και τα παιδιά, οι μουσικοί γενικά-
Πώς γίνανε οι διασυνδέσεις; Ήτανε Έλληνες μουσικοί; Πώς έγινε;
Όχι, ήτανε, όχι μόνο Έλληνες, και ο David Lynch, ας πούμε, και διάφοροι πολλοί γνωστοί μουσικοί, όπως ο Φαραζής ο Τάκης, διάφοροι τραγουδιστές, είτε λαϊκοί τραγουδιστές όπως ο Άγγελος Διονυσίου ή ο Νίκος ο Καρβέλας, ας πούμε, που με στηρίζανε.
Με αυτούς πώς ήρθατε σε επαφή ερχόμενος από Ελλάδα, παίζοντας; Γνωρίζοντας κόσμο; Πώς;
Όχι, με προτείνανε, πολύ απλά με προτείνανε κάποιοι άλλοι μουσικοί να συνεργαστώ μαζί τους. Και μετά εντάξει, ο καθένας έχει και μια προσωπική… Εμείς τότε είχαμε και μια προσωπική -πώς το λένε- φωνή, εντάξει; Δεν παίζαμε όπως οι άλλοι. Για εμάς ήτανε πάντα… Δεν ήταν τόσο η τεχνική, τεχνική είναι κάτι το οποίο το έχεις σαν προϋπόθεση και από κει και πέρα το θέμα είναι πώς το εκφράζεις, πώς εκφράζεσαι εσύ προσωπικά τι κάνεις με τη φωνή σου, δηλαδή, πώς ξεχωρίζεις κιόλας, εντάξει; Αυτό είναι ένα στοίχημα και αναλόγως με αυτό σε προσεγγίζουν μετά, βέβαια, και οι άλλοι που θέλουν να το μοιραστούνε μαζί σου και κάνοντας υπέρβαση, κυρίως. Δηλαδή, επειδή μ’ αρέσει το πείραμα -όχι μόνο στη ροκ ή στην τζαζ- σε οποιαδήποτε, σε οποιοδήποτε λεγόμενο είδος μουσικής, απλώς αυτό λειτουργεί ενεργειακά περισσότερο αυτό το πείραμα. Και με διευκολύνανε τα παιδιά πάρα πολύ, δηλαδή, μου προτείνανε συναυλίες, έκανα, άνοιξα το Μέγαρο Μουσικής ας πούμε, είμαι ένας από τους τρεις πρώτους που έπαιξε στο Μέγαρο Μουσικής, σαν σολίστας. Είχα πολλές τέτοιες… Είχα υποστηριχτές όσο ήθελα, δεν μπορώ να πω. Δεν έχω κανένα παράπονο από τα παιδιά. Από κει και πέρα είναι τι αρέσει στον καθέναν και σε όποιον αρέσει, αυτό είναι άλλο.
Άρα, ερχόμενος Ελλάδα, βιοποριζόσασταν από τη μουσική σας;
Ε ναι, εννοείται, εννοείται και μετά ας κάποια στιγμή το ’92, ξεκίνησα να κάνω παραγωγές συναυλιών, αποκλειστικά με ξένους καλλιτέχνες. Για δύο-τρία χρόνια το έκανα αυτό. Δηλαδή -τι να πω τώρα;- B.B. King, ας πούμε, ή Baryshnikov, ας πούμε, μπαλέτα –
Ως συνθέτης πια;
Όχι ακόμα. Όχι, σαν, σαν παραγωγός, έκανα διάφορες... Al Di Meola... Πόσους γνωστούς τώρα; Jack Berry…
Κάποιοι ιστορία έτσι με αυτούς τους ανθρώπους ίσως, κάποια ιστορία με κάποια συναυλία, με τους ανθρώπους αυτούς να θυμάστε;
Ο Jo Paz ήτανε μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση. Ο Jo Paz άνοιξε για τον B.B. King μια μέρα στο Λυκαβηττό και μετά μου εκμυστηρεύτηκε τη μισή ζωή του. Δηλαδή, αντί να φροντίζω τη παραγωγή, δεν με άφησε να φύγω και με απασχόλησε μέχρι το [00:30:00]πρωί, γιατί του άρεσε. Το είχε ανάγκη εκείνο το βράδυ φαίνεται και βρήκε αυτή.
Από αυτές έτσι τις συναυλίες σας κάτι που να θέλετε να μοιραστείτε ως ιστορία;
Ο Paco De Lucia είχε κάνει κατάδυση σε κάποια φάση και τρείς μέρες πριν ξεκινήσει την περιοδεία στην Ελλάδα, κάνοντας κατάδυση, έκοψε λίγο το δάχτυλό του, το μεσαίο του δάχτυλο στο δεξί χέρι, αλλά δεν το είπε σε κανέναν και ήρθε εδώ πέρα και είχε τραυματιστεί, θεωρώντας ότι μπορεί να την κάνει την περιοδεία. Αλλά μετά από την πρώτη συναυλία στην Πάτρα, είδε ότι δεν μπορεί να κάνει τη δεύτερη και μετά ήμασταν πραγματικά με το σταυρό στο χέρι, ώσπου φτάσαμε Γιάννενα. Δηλαδή, αλλάζαμε τις ημερομηνίες των συναυλιών, καθυστερήσαμε ανά μία μέρα τουλάχιστον, για να έχει ένα κενό ενδιάμεσα, να μπορεί να τις κάνει τις συναυλίες. Και έτσι αντί για πέντε συναυλίες κάναμε τρείς. Καταπληκτικός άνθρωπος, δεν μιλάμε καν για το μουσικό, δεν χρειάζεται, τι να σχολιάσει κανείς; Καταπληκτικός άνθρωπος, μοναδικός, δηλαδή, τι να πω!
Κάποια δυσκολία που αντιμετωπίσατε είτε σε συναυλία είτε με τους υπόλοιπους, με το υπόλοιπο συνεργείο -χωρίς να δώσετε ονόματα. Να θυμάστε κάτι συνταρακτικό, ας πούμε;
Κάποιοι θέλανε ναρκωτικά και δεν μπορούσανε να τα βρουν τα ναρκωτικά και είχανε πάθει τρακ, επειδή δεν βρήκανε τα ναρκωτικά. Προφανώς, είχανε συνεννοηθεί κάπου ή με κάποιον της παραγωγής, αλλά μετά δεν έγινε. Και θυμάμαι έναν τέτοιο μουσικό, ο οποίος είχε σύνδρομα στέρησης και παραλίγο να μην μπορεί να γίνει η συναυλία, επειδή ήταν και ο ντράμερ -μην λέω τώρα ονόματα, ούτε συγκρότημα. Και εγώ ήμουνα παραγωγός εκείνη την ώρα, αλλά ήμουνα με τη σκέψη έτοιμος, ας πούμε, για να, για να παίξω. Λέω: «Τώρα, άμα δεν τα καταφέρει, αν δεν του βρούνε κάτι -που εγώ με αυτά είμαι άσχετος τελείως- τότε θα πρέπει να παίξω κιόλας τώρα εγώ εδώ πέρα. Και τι θα γίνει τώρα; Τι θα κάνω;». Γιατί είχε 4000 κόσμο, ήταν γεμάτος ο Λυκαβηττός, δεν μπορούσα να το ρισκάρω.
Κάποια γνωριμία που σας έχει χαραχτεί, ας πούμε, κάποια λόγια κάποιου ανθρώπου ή κάτι μέσα από αυτό τον κύκλο που σας καθόρισαν; Σαν σταθμός ζωής ας πούμε;
Έχω, έχω πάρει από τον Θεοδωράκη, ας πούμε, τα εύσημα ότι στο δικό μου όργανο, ας πούμε, δεν του έχει παίξει ποτέ τα έργα του κάνεις έτσι. Αυτό ήτανε πάρα πολύ συγκινητικό, από το Μίκη αυτό. Αυτός που είχε πολλή πλάκα ήταν ο Μαρκόπουλος -μιας και έφυγε πρόσφατα- ο οποίος με έλεγε «Ξυλοκόπος», αλλά το εννοούσε τελείως χαϊδευτικά.
Γιατί το έλεγε αυτό;
Επειδή είμαι συνθέτης, έχω το ιδίωμα να παίζω αυτό που έχεις καταθέσει στην ουσία με τις νότες και δεν σου χαϊδεύω τα αυτιά. Όταν εσύ γράφεις σκληρά, θα σου τα βγάλω τα σκληρά, είτε σ' αρέσει είτε όχι, θα σου πετάξω αυτό που έγραψες στη μούρη. Και ο Μαρκόπουλος άκουσε απλούστατα τον εαυτό του από ένα άλλο όργανο. Αλλά ο Γιάννης θυμότανε τι έγραψε και ήξερε γιατί με ήθελε οπωσδήποτε για αυτό. Με ήθελε για αυτό, για να ακούσει τον εαυτό του. Εγώ, όταν παίρνω έναν μουσικό, δεν θέλω να ακούσω μόνο τον εαυτό μου, εγώ θέλω να ακούσω την προέκταση μου. Και αν κάποιος το καταφέρει να με πείσει ότι μπορεί να το κάνει, εδώ είμαι. Το οποίο δεν είναι εύκολο. Δεν είναι εύκολο για μένα, επειδή, λόγω του ότι γράφω με το κομπιούτερ, τα προσχέδια τα έχω σχεδόν ολοκληρωμένα. Οπότε για ένα μουσικό ο οποίος τα ακούει, τα θεωρεί λίγο-πολύ έτοιμα. Ναι, για μένα όμως δεν είναι έτσι, δεν φωνάζω τον άλλον για να μου παίξει αυτό ξανά το οποίο έχω γράψει. Εκτός εάν το θέλω απλούστατα καλύτερα παιγμένο ακριβώς το ίδιο. Δεν έχω αυτήν την αλαζονεία, δεν ξέρω όλα τα όργανα. Θέλω να μου διευρύνει και εμένα τον ορίζοντα κάποιος. Δηλαδή, μέσω του αλλουνού να εμβαθύνω λίγο περισσότερο και στον εαυτό μου, αλλά και στο όργανο. Γιατί το κάθε όργανο έχει στον ορίζοντα τον λόγο ύπαρξής του. Δεν είναι σύννεφο, είναι ένα κομμάτι του ορίζοντα. Το κάθε όργανο έχει τη θέση του, δηλαδή, από τη στρατόσφαιρα μέχρι το βυθό της θάλασσας είναι παντού, είναι τα όργανα μοιρασμένα -έτσι το βλέπω εγώ τουλάχιστον- οπότε καταλαβαίνεις, αυτό δίνει δυνατότητες κατάδυσης ή πετάγματος.
Πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με την σύνθεση;
Από τότε που κατάλαβα ότι για κάποια πράγματα είμαι αναγκασμένος να τα καταγράψω, γιατί τα άκουγα μέσα στο κεφάλι μου παίζοντας μουσική άλλων. Κατάλαβα απλούστατα -αυτό συνέβαινε παράλληλα- ότι δεν είναι δυνατόν να περιμένω, όταν έπαιζα έτοιμη μουσική, δηλαδή covers, rock covers… Δηλαδή, είχε κάποια συγκροτήματα τα οποία ήτανε τόσο όχι μόνο καταξιωμένα, επειδή τα κομμάτια ήταν πολύ καλά ή πολύ διάσημα, αλλά επειδή με τον τρόπο που παίζανε αυτά τα κομμάτια στην εκτέλεση, ήτανε τόσο ψηλό το επίπεδο που σχεδόν αδυνατούσα να τα διορθώσω, να τα παίξω καλύτερα από ότι το παίξανε αυτοί ήδη. Πολλοί αρέσκονται στο να μιμηθούνε έναν άλλον παίκτη, εμένα δεν μου λέει τίποτα αυτό, αυτό, sorry, δεν… Το λέω πολύ ταπεινά όμως. Μ’ αρέσει να καταλάβω γιατί έπαιξε αυτό έτσι όπως το έπαιξε για το συγκεκριμένο κομμάτι, ο οποιοσδήποτε μουσικός οργανοπαίχτης, αυτό μου αρέσει. Εάν δεν με καλύπτει σε αυτό, ενώ μου αρέσει το κομμάτι πάρα πολύ, θα κοιτάξω να διορθώσω και τη φωνή ακόμα.
Εσείς στη σύνθεση, ας πούμε, πέραν των τυμπάνων, παίζετε και τα υπόλοιπα; Πείτε μου λίγο πιο λεπτομερώς, εννοώ, την κατάσταση.
Για τη σύνθεση χρησιμοποιώ το πιάνο κυρίως, για τη τραγουδοποιία κυρίως κιθάρα. Δεν είναι το ίδιο τραγουδοποιία με σύνθεση, τα συγχέουνε πολλοί. Πολλοί σήμερα χρησιμοποιούν πολύ τους όρους αυτούς, ενώ δεν είναι καθόλου το ίδιο. Η τραγουδοποιία στηρίζεται ας πούμε στην, στην στιχομυθία και σε μια συνοδευτική μουσική σαν χαλί. Η σύνθεση είναι ολοκληρωμένη μουσική, η οποία δεν χρειάζεται κανένα όργανο, πέρα δηλαδή… Δεν χρειάζεται κανένα στίχο θέλω να πω, είναι αυτόνομη, είναι σχεδόν σαν να είναι αυτόφωτη, εντάξει; Και άμα θέλεις, βάζεις και λόγια από πάνω και το κάνεις είτε όπερα, είτε τραγούδι, είτε οτιδήποτε, αλλά η σύνθεση είναι ολοκληρωμένη κατάσταση. Είναι ενορχηστρωμένη, δηλαδή, ολοκληρωμένη η κατάσταση, είναι αυτονόητο ότι ένας συνθέτης ενορχηστρώνει το έργο του.
Και μετέπειτα, ας πούμε, η εναλλαγή αυτή που γίνατε συνθέτης πια, συνεχίσετε να είστε και ντράμερ;
Ναι, βέβαια, αυτό δεν σταματάει ποτέ!
Αλλά βιοποριζόσασταν πλέον από τη σύνθεση; Εννοώ πώς ήταν αυτή η εναλλαγή ζωής, μάλλον, του σκαλιού αυτού;
Όχι, αυτό γίνεται επειδή εδώ υπάρχει ένα κομμάτι το οποίο έχει να κάνει με το οικονομικό. Δεν είναι και τόσο εύκολο να καταθέσεις, όσο εύκολο φαίνεται σήμερα με τα μέσα που έχουμε. Ωραία, το καταθέτεις το έργο, αλλά το θέμα είναι το έργο να έχει πρόσβαση στο κοινό και να διαφημίζεται ανάλογα και να υπάρχει το ανάλογο budget. Όταν κάτι είναι μεγάλο, χρειάζεται μια προβολή, μια διαφήμιση, όπως η πολιτική χρειάζεται τη προπαγάνδα. Έτσι χρειαζόμαστε εμείς την προβολή. Όταν κάτι δε προβάλλεται αρκετά, δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλό, σημαίνει ότι δεν εξυπηρετεί συγκεκριμένες γραμμές. Ειδικά σε κάτι τέτοιες χώρες όπως εδώ, οι οποίες λειτουργούν συστημικά και όχι για να καλλιεργήσουν το κοινό! Εδώ το ζητούμενο είναι η διασκέδαση, δεν είναι η ψυχαγωγία. Αυτό το έχουνε καλλιεργήσει και έχουνε βάλει το νερό σε αυτό το αυλάκι και δεν θα επιτρέψουνε σε κανέναν να αφυπνίζει αυτό εδώ το κοινό. Το κοινό που ενδιαφέρεται όμως για την τέχνη της μουσικής είναι ένα άστεγο κοινό, το οποίο δεν έχει πέρα από ξένες προτάσεις -πολλές φορές- από την εγχώρια -πώς να το πω- παραγωγή, δημιουργικότητα, δεν έχει τη δυνατότητα να το φιλτράρει. Γιατί δεν υπάρχει μια διαφήμιση για αυτό. Υπάρχει μια Ιντερνετική προβολή, αλλά μέσα από αυτήν και μόνο δεν μπορείς να το φιλτράρεις. Δεν είναι όπως πηγαίναμε στα δισκοπωλεία παλιά… Εγώ, προσωπικά, δεν μπορώ μέσα από το internet να ψάξω καινούργια πράγματα, sorry, γιατί στο internet προβάλλεται μόνο κάτι το οποίο είναι για τα μάτια, ελάχιστες φορές είναι για τα αυτιά.
Πώς νιώσατε με τη πρώτη σας δημιουργία σύνθεσης πια; Θυμάστε;
Με την πρώτη; Πολλή χαρά, πολλή χαρά, πολύ φως. Πραγματικά, πολύ φως και άνοιγμα, ένα άνοιγμα. Βέβαια, επειδή ό,τι και να ήτανε αυτό, [00:40:00]όσο απλό και να ήτανε αυτό, απλοϊκό φαινομενικά και να ήταν αυτό, μετά από τόσα χρόνια τώρα που θυμάμαι αυτά τα πρώτα κομμάτια, όλα τα πρώτα κομμάτια είχανε αυτό το χαρακτηριστικό της ελπίδας -γιατί ήταν και η εφηβεία- του οραματισμού, ο οποίος ήταν καθαρά για την μουσική. Δεν είχε… Αυτό το υλικό, ακόμα και σήμερα στέκει γιατί είναι αυθεντικό, είναι τελείως σχεδόν παιδικό. Είναι τραγουδοποιία, δεν είναι ορχηστρικά. Και μετά γίναν τα ορχηστρικά σε έναν-
Σε μια ωρίμανση ίσως;
Τα ορχηστρικά γίναν σε ένα τζαζ-ροκ τομέα, ροκ με τζαζ, ένα μείγμα, όπως ήταν εκείνη την εποχή βέβαια, αλλά με την πυγμή, με τη δυναμική, ας πούμε, πολλής ενέργειας, πάρα πολλής ενέργειας. Δεν ήτανε όπως το λέμε σήμερα lounge ή surf ή οτιδήποτε τέτοιο, λούπες και τέτοια δεν… Αυτά είναι αστεία. Δηλαδή, τα ακούω, ακόμα και σήμερα τα θεωρώ αστεία. Δηλαδή, για μας είναι δύο-τρία μέτρα όλα αυτά που γράφουν αυτά τα παιδιά σήμερα, δηλαδή, είναι αστείο. Γιατί δεν επιτρέπουνε στον εαυτό τους να εμβαθύνουνε. Ενώ οι λούπες είναι ωραίες, γράφουνε ωραίες λούπες, ας πούμε, κάτω από τη ραπ ωραίες λούπες είναι ή Drum’n’bass. Ή τα lounge, για τα καράβια είναι αυτά ή για να πιείς τσάι ή για να κάτσεις στο καφενείο να μιλάς με την άλλη απέναντι ας πούμε, για τα διάφορα...
Και μετέπειτα, οι συνθέσεις σας δηλαδή άλλαξαν ηχόχρωμα; Από την ελπίδα, από το φως που αναφέρατε;
Μετά έγινε πιο βαρύ το υλικό, γιατί υπήρχε η εσωτερική ανάγκη βαθύτερης έκφρασης. Αυτή η ανάγκη μετά αναγκαστικά με οδήγησε και στη στιχομυθία, δηλαδή να θέλω να το πω και με λόγια, να το ενισχύσω με λόγια ή να το ελαφρύνω. Δηλαδή, όταν κάτι ήταν μουσικά πάρα πολύ βαρύ, πολύ επιθετικό και βαρύ, με τα λόγια να το αναιρέσω, να το κάνω πιο ελαφρύ. Δηλαδή όταν έγραφα κομμάτια για ναρκομανείς παιδιά, από κάτω έβαλα ένα χαλί, ας πούμε, πολύ «φεύγα», πολύ power, ένα power παίξιμο από κάτω, ροκ παίξιμο καθαρόαιμο. Ένα κομμάτι είναι που θα έλεγα μοιάζει λίγο με Huey Lewis and the News επηρεασμένο, όχι σαν κομμάτι, αλλά σαν αίσθηση σαν feeling, έχει ένα τέτοιο πλαίσιο με πνευστά και όλα αυτά, και από πάνω έγραψα, ας πούμε, για παιδάκια που ρίχνανε βέλη στο τοίχο, εντάξει; Σε ένα εγκαταλειμμένο ερείπιο δωμάτιο, που ο ήλιος δεν μπορεί να ανατέλλει, που έχει κρυφτεί. Έτσι έπλασα την εικόνα του στίχου, από ένα εγκαταλειμμένο κτίριο στο πάρκο του Έβερτ στην Πατησίων. Βλέποντας τους φοίνικες γύρω-γύρω, βλέποντας τις σύριγγες πεταμένες μέσα στο πάρκο που παίζανε παιδιά, μου ήρθε αυτή η έναρξη της στιχομυθίας. Και μετά έκατσα και έγραψα αυτό το κομμάτι. Το οποίο δεν το έβγαλα ποτέ έξω, γιατί στην αρχή δεν το είχα πάρει απόφαση να τα τραγουδήσω ο ίδιος, μετά είχα λίγο δυσκολία με την προφορά. Μου πήρε πολλά χρόνια να διορθώσω, να φτιάξω κάπως την προφορά, για να μπορέσω να τα πω στα ελληνικά -δεν ήθελα να τα πω στα αγγλικά- εντάξει, τώρα κάποια στιγμή θα τα βγάλω.
Και από τι εμπνεόσασταν έτσι συνήθως αν μπορώ να κάνω-
Από τον έρωτα, από την απόρριψη, από την εγκατάλειψη, από τη ζήλια, από τη λύσσα, από τη λαχτάρα, κυρίως από τον έρωτα, όλες οι μπαλάντες σχεδόν. Ακόμα κι ο Σολωμός λόγω του χωρισμού πραγματοποιήθηκε-
Η μελοποίηση;
Έγραφα για μήνες ήδη, χώρισα κιόλας από πάνω και με έστειλε και με πήρε και με σήκωσε και μετά, πριν καλά-καλά το καταλάβω, είχα ξαφνικά το έργο στα χέρια μου. Αλλά κόντεψα να πάω ο ίδιος σε κάνα μαυσωλείο, ας πούμε, και την άκουσα κανονικά. Δηλαδή, εκεί κατάλαβα ότι ο Σολωμός δεν ήτανε ποιητής, ήτανε μια πνευματική ύπαρξη πανανθρώπινη, όπως οφείλουν να είναι οι ποιητές. Οι ποιητές είναι -όπως και οι συνθέτες- είναι η πιο ακραία δημιουργική έκφραση στην οποία μπορεί να φτάσει ένα ανθρώπινο ον. Λυπάμαι για τους επιστήμονες. Μένουν πάρα πολύ πίσω, γιατί αναγκάζονται να μείνουνε στην υλική υπόσταση και τους περιορίζει το μυαλό τους, εκτός από μερικούς οι οποίοι καταφέρανε όπως ο Αϊνστάιν, ας πούμε -μάλλον λόγω του ότι έπαιζε βιολί- ή ο Νίτσε, να το σπάσουνε αυτό το κάδρο, το φράγμα. Όπως καλούνται στο μέλλον να σπάσουνε τώρα το φράγμα με την τεχνολογία, με την οποία οι άνθρωποι θεωρούνε ότι μπορούνε να έχουν πρόσβαση σε περιοχές οι οποίες είναι μη προσβάσιμες, λόγω της νοητικής τους ικανότητας ή ανικανότητας.
Να πάω πολύ πίσω λίγο, η σύνθεση σας πώς άλλαξε και με την τεχνολογία, ίσως; Ο τρόπος σύνθεσης, ο τρόπος παραγωγής;
Με την τεχνολογία υπάρχουνε πάρα πολλές-
Σε σας όμως, στη δική σας σύνθεση έτσι;
Ναι, ναι, υπάρχουν πάρα πολλές διευκολύνσεις, είναι-
Δηλαδή περιγραφικά;
Ναι, όταν δεν έχεις τη δυνατότητα την οικονομική -πραγματικά ποιος την έχει τώρα;- να φωνάξει κάθε τρεις και λίγο ένα κουαρτέτο εγχόρδων ή οτιδήποτε και έχεις σήμερα τη δυνατότητα να καταγράψεις τις ιδέες σου σε χρόνο dt σχεδόν, την ώρα που συμβαίνουν, επειδή έχεις αυτή την καταπληκτική βιβλιοθήκη ήχων, τα samplers… Πολύ αξιόλογα παιδιά τα οποία έχουν την τεχνολογική κατάρτιση και γνώση, οι ηχολήπτες, οι οποίοι είναι και μουσικοί σε κάποιες περιπτώσεις, δεν αναπαράγουνε μόνο, αλλά… Στη δική μου περίπτωση έχω, ας πούμε, ένας φίλος μου, που είναι και από την Κεφαλονιά -η καταγωγή του τουλάχιστον- που είναι ένας από τους πολύ λίγους μουσικούς και παραγωγούς που, τέλος πάντων, μπορώ να πάω το υλικό και να κάθομαι πίσω στην καρέκλα και να τον αφήνω να δουλέψει με το υλικό και απλά να του υπενθυμίζω τα σημεία. Και όλα τα άλλα τα κάνει, γιατί τα ακούει και αυτός, επειδή είναι μουσικός και έχει όμως την γνώση. Και πέρα από αυτό έχει και την αισθητική η οποία με καλύπτει, γιατί χωρίς την αισθητική δεν γίνεται τίποτα. Εκεί έχω ένα παράπονο από πολλούς οι οποίοι είναι στο χώρο της τέχνης, δεν θεωρώ ότι καλλιεργούν την αισθητική -ας το πω έτσι. Δεν με καλύπτει αυτό που ακούω, γιατί η αισθητική ξεκινάει εκεί που υπάρχει συγκίνηση. Η αισθητική δεν είναι κάτι που διεγείρει τον εγκέφαλο. Είναι σαν να λέμε αγαπάμε ένα κορμί, χωρίς να έχουμε πάθος. Δεν γίνεται αυτό, ρε παιδιά!
Κάποια στιγμή που να γυρίσετε πίσω σε παλιές σας δημιουργίες και να σοκαριστήκατε ή να ξανανιώσατε το τι νιώθετε όταν τη δημιουργούσατε, σαν ένα recall;
Ναι, βέβαια, βέβαια, υπάρχουν κομμάτια τα οποία δεν μπορώ να το ακούσω, γιατί αρχίζω και κλαίω, βέβαια!
Ή κάποιο που να σοκαριστήκατε ότι: «Πώς το έγραψα εγώ αυτό παρελθοντικά;»
Ναι, υπάρχουνε αυτά τα κομμάτια και απλά τα κρατάς μακριά σου, γιατί ξαναβιώνεις το σοκ ή τον πόνο και είναι πολύ δύσκολες στιγμές αυτές. Η πολλή χαρά ή η λύπη, η παθολογική, ας πούμε, αυτολύπηση καμιά φορά, οι ακραίες συναισθηματικές -πώς το λέμε-
Διακυμάνσεις;
Τα ανεβοκατεβάσματα που έχουμε, όταν μπαίνουμε στην απομόνωση. Γιατί όταν παράγεις ένα έργο, θέλοντας και μη, μπαίνεις στην απομόνωση και στην αμφιβολία, στην αμφισβήτηση, σηκώνεις όλη την άμμο από το βυθό σου και είσαι και ο δύτης και η άμμο και πας να τη φέρεις στην παραλία μπας και κοιτάξεις το έργο ξανά, ας πούμε, από την παραλία, να ηρεμήσεις λίγο. Το θέμα είναι να καταφέρεις να κάνεις τη βουτιά, χωρίς να κατασπαράξεις τον εαυτό σου από το θεριό το οποίο έχεις να αντιμετωπίσεις, όπως ο μύθος ας πούμε του Μινώταυρου. Μπαίνεις μέσα στο μυαλό, με πολλή αγάπη, με την κλωστή στο χέρι, με το νήμα στο χέρι, μπαίνεις μέσα και συναντάς το Μινώταυρο σου, αυτό λέει ο μύθος. Αυτοί οι βλάκες που ψάχνουν τη Κνωσσό στο λαβύρινθο είναι εντελώς για…Τι να πω πιά; Δηλαδή πόσα στο ταψί, πόσα; Ο λαβύρινθος του νου. Και τι ψάχνουν; Ψάχνουν στην Κνωσό το λαβύρινθο... Ε, τι να τους πεις;
Αλλά, ας πούμε, κάποιες συνθέσεις που σας φέρνουνε υπερβατική χαρά και ευτυχία και πληρότητα, να ξαναγυρνάτε πίσω αναζητώντας το, να το [00:50:00]ακούσετε, για να ανακαλέσετε και αυτό το συναίσθημα, ας πούμε;
Αυτό γίνεται αυτομάτως. Κάποια κομμάτια ξαναβγαίνουν από το φόντο, γιατί είναι κομμάτι του εαυτού σου πια, δεν είναι κομμάτια τα οποία έγραψες για κάποιον σκοπό. Α, τώρα είπα κάτι… Τα κομμάτια -εγώ, τουλάχιστον- τα κομμάτια ή τα θέματα δεν τα γράφω για να πάρω, να βγάλω εκατομμύρια. Τα κομμάτια τα γράφω για να ομορφαίνω τον κόσμο ή να τον φέρω αντιμέτωπο -μέσα από τη δική μου αισθητική προσέγγιση- με κάτι που έχει μέσα του ή να συγχρονίσω τον κόσμο με τη δική μου τη πραγματικότητα. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό δεν είναι αλαζονικό. Η πραγματικότητα της ελληνικής μουσικής ή της όποιας μουσικής, δεν είναι εκεί που την διαφημίζουνε, η πραγματικότητα της μουσικής είναι εκεί που είμαι εγώ τώρα, η οποία είναι πολύ πιο πέρα από ό,τι είναι η εγχώρια κατάσταση. Είτε ακούγεται αυτό είτε όχι, αυτό λειτουργεί μεταξύ ημών των καλλιτεχνών σε όλο τον πλανήτη, όποιος δεν το πιστεύει, ας το ψάξει λίγο.
Ναι, μιλήστε μου λίγο για αυτή την πραγματικότητα, πέραν από το άλλο...
Αυτή η πραγματικότητα δεν έχει σύνορα, η μουσική είναι μια διεθνή γλώσσα. Ακόμα και οι παραδοσιακές σχολές είναι μία ενωτική κατάσταση και γλώσσα των ανθρώπων, σχεδόν ανθρωπολογικά θα έλεγα. Δηλαδή, η μουσική της Θράκης και η μουσική της Νότιας Γαλλίας και της Ιρλανδίας ή της Ουαλίας διαφέρουν μόνο ρυθμικά. Τα μόρια μεταξύ των φθόγγων της Ηπειρωτικής Θράκης, ας πούμε, της Θράκης και της Ηπείρου… Υπάρχει ένας άξονας που πάει μέσω της Ελβετίας μέσω της Γαλλίας και πάει πάνω στην Ιρλανδία και στην Ουαλία. Οι Κέλτες, ας πούμε, με τους Μακεδόνες, με τους Θρακιώτες… Υπάρχει μέσω αυτής της μουσικής γλώσσας μια καταγραφή και μπορείς να παρακολουθήσεις μέσω της μουσικής, ας πούμε, την ένωση μεταξύ των φύλων. Που αποδεικνύει πολύ όμορφα ότι είμαστε όλοι -δεν λέω ένα- αλλά είμαστε όλοι πολύ κοντά, δεν υπάρχει κανένας λόγος για όλες αυτές τις διαχωριστικές και τις αψιμαχίες. Δυστυχώς η ανθρωπότητα περνάει από μια κατάσταση που μάλλον πρέπει να το ξανακοιτάξει αυτό το θέμα.
Όταν, όταν κάποιος απαγγέλει ή παίζει κάποια σύνθεση σας, πώς μπορεί να νιώθετε;
Άμα το κάνει καλά, συγκινούμαι βαθύτατα. Άμα δεν το κάνει καλά νευριάζω ή απογοητεύομαι. Δηλαδή, είναι σαν να μην έχω γίνει κατανοητός.
Κάποια στιγμή που θυμάστε, που έτσι συγκινηθήκατε πολύ και..;
Με το Σολωμό συγκινήθηκα πάρα πολύ, με κάποια κομμάτια, όπως-
Τι νιώσατε δηλαδή;
Ε;
Τι νιώσατε τις στιγμές που το ακούσατε;
Υπάρχει κάτι ανατριχιαστικό σε αυτό. Και η συγκίνηση του κόσμου βέβαια, μετά η ανταπόκριση, η συγκίνηση του κόσμου, που στη δική μου περίπτωση τουλάχιστον -επειδή δεν τα παίζω συχνά αυτά τα πράγματα- τα ακούει για πρώτη φορά ή άντε για δεύτερη φορά, ο κόσμος εκεί εκφράζεται με έναν τρόπο που λέω: «Ok, ευτυχώς, τουλάχιστον, το νιώθουνε και δεν είναι τόσο εξωπραγματικό αυτό που κάνω». Γιατί στη δική μου περίπτωση μπορώ πραγματικά να πω ότι συγκινούνται και οι μουσικοί και ο κόσμος. Γιατί δεν κάνω πράγματα χωρίς έναν ρομαντικό ή λυρικό σκοπό και δεν υπάρχει τίποτα το επιτηδευμένο στη δική μου την τέχνη -έτσι όπως την βιώνω- και αυτά που αφήνω να βγούνε προς τα έξω.
Πώς σας ήρθε ή πως προέκυψε μάλλον και ασχοληθήκατε και μελοποιήσατε, ας πούμε, του Σολωμού;
Αυτό, όπως είπα, έγινε μέσα από ένα χωρισμό. Απλά εκείνη την περίοδο έγραφα και ήμουνα, οκ, ήμουνα στενοχωρημένος, έκανα συναυλίες με τον Στόκα. Και παράλληλα, κάθε βράδυ έγραφα μουσική. Δηλαδή, γυρνώντας από τις παραστάσεις με τον Μπάμπη στο σπίτι, καθόμουνα μετά μέχρι τις 7:00-8:00 το πρωί και έγραφα δικά μου, για να… Ήτανε σαν να κάνω αυτοκάθαρση. Μπήκα σε ένα καθαρτήριο, σε μια δική μου κόλαση και έπρεπε να σβήσω τις φλόγες. Είχα αυτή την εσωτερική ανάγκη. Μετά συνέβη και ήρθε ένας ξάδερφός μου και με ρώτησε ακούγοντας ένα θέμα, λέει:« Και τι θα το κάνεις τώρα αυτό; Και πως θα γίνει τώρα; Και μήπως θα ήθελες να κάνεις στο θέατρο; Γιατί έχουμε έτος Σολωμού; Μήπως θα ήθελες να δοκιμάσεις να μελοποιήσεις κανένα κομμάτι;». Μου έκανε αυτή την πρόταση και μετά άρχισα να τα διαβάζω. Πήρα και έναν ποιητή παρέα τον Αλεβιζάτο, ο οποίος ενθουσιάστηκε με την όλη ιδέα, όπως και ο ξάδερφος μου και σιγά-σιγά μπήκα σε αυτή την κατάσταση. Αλλά λέω, είχα γράψει τον κύριο κορμό της μουσικής ήδη, απλά δεν ήξερα ότι είχα γράψει αυτό. Αυτό το ανακάλυψα όταν ένα πρωί σε ένα καφέ, κοιτάω το βιβλίο με τα ποιήματα και λέω: «Και ποιο δεν έχω κοιτάξει τώρα;». Και ξανανοίγω το βιβλίο και το κοιτάω απ’ την αρχή και να: «Από το Σκοπό προβαίνει…» και διαβάζω αυτή τη φράση. Και κοιτάω αυτό και μόλις είχα τελειώσει ένα ορχηστρικό, ένα μεγάλο ορχηστρικό, το οποίο με παίδευε πέντε εβδομάδες τουλάχιστον -αυτό το κομμάτι μόνο- και δοκιμάζω τη γραμμή του βιολιού σαν φωνητική γραμμή με αυτό το ποίημα. Και έπεσα, πραγματικά, από τα σύννεφα. Δηλαδή, το τραγουδάω και ήταν αυτό. Έτοιμο όμως! Αυτό ήτανε συγκλονιστικό, δηλαδή, ήτανε σαν να σου λέει κάποιος: «Λοιπόν, μια και το κατάλαβες αυτό είναι να γίνει! Αυτό είναι γραφτό να γίνει!». Δεν το πίστευα, φώναξα τον πιανίστα μου και του λέω: «Άκου» και αρχίζω και του το τραγουδάω και με κοίταγε σαν την κουκουβάγια! Μου λέει: «Δεν είναι δυνατόν!». Και μετά μου είπε αυτό:« Αυτό είναι να γίνει! Πότε θα γίνει αυτό;». Δεν ξέραμε πότε θα γίνει, δεν είχαμε ημερομηνίες και ιστορίες. Είχαμε εκλογές, ήταν το 2007, μετά συνέβη και κάτι κουφό μετά από τη συναυλία. Πέντε εβδομάδες μετά από τις συναυλίες συμβαίνει, συνέβη ΤΟ κουφό! Εγώ μέσα από τα ποιήματα, είχα βρει ένα σημείο στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, που το παιδί λέει στη μάνα του: «Μαμά, ο αέρας μας πολεμάει!». Και ένας υπουργός -δεν θυμάμαι τώρα ποιος- όταν κάψανε για την Ολυμπία Οδό τη μισή Πελοπόννησο τότε, η επικεφαλίδα των εφημερίδων έλεγε αυτή τη φράση -όχι «Μαμά ο αέρας μας πολεμά»- απλά: «Ο αέρας μας πολεμάει, για να μην μπορούμε να σηκώσουμε τα ελικόπτερα και να πάνε τα πυροσβεστικά για να σβήσουν τη φωτιά!» Τέσσερις εβδομάδες μετά, ακριβώς αυτή τη φράση λέω: «Τι είναι αυτό τώρα πάλι;». Αυτά είναι συγκλονιστικά, είναι δηλαδή… Και σήμερα που το λέω είναι, εντάξει δεν… Αυτά αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει τίποτα τυχαίο!
Κάποια σύνθεση που να σας έχει παιδέψει τόσο πολύ, να μη βγαίνει, να την έχετε παρατήσει; Κάτι που πολύ έτσι-
Ναι το Armageddon, το Armageddon. Έγινε ένα λάθος στο κομπιούτερ και μετά δεν είχα το κουράγιο να ξετυλίξω ένα κομμάτι 15 λεπτών. Μου μετέφερε τις φωνές και δεν μπορούσα μετά να βρω τον συγχρονισμό.
Και το αφήσατε;
Και το άφησα σε αυτή τη μορφή. Κάποια στιγμή θα το δοκιμάσω, αλλά δεν είναι σίγουρο αν θα πετύχει.
Και κάτι άλλο που θέλω να ρωτήσω. Παίζοντας και από πιο μικρός βέβαια, αλλά και γενικά σε όλο το πέρας της ζωής και καριέρας σας, της μουσικής καριέρας σας, πώς ήταν να παίζεις, ίσως, με κάποια είδωλα και προσωπικά δικά σας. Πώς νιώθατε, ας πούμε;
Νιώθεις μια… Σου καταπραΰνει την -πώς να το πω… Σε γειώνει αυτό, με την θετική έννοια, γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι πήρες σίγουρα την σωστή απόφαση στη ζωή σου, όχι για τον βιοπορισμό, για αυτό που αγαπάς, επειδή το αγαπάς. Δεν σημαίνει επειδή το αγαπάς ότι μπορείς να φτάσεις σε πολλές περιπτώσεις -για πολλούς ανθρώπους ισχύει αυτό- και πουθενά με αυτό, είτε σαν μια καριέρα υλικού τύπου. Δεν έχει σημασία τι είναι για τους άλλους, σημασία είναι τί συμβαίνει μέσα σου, εάν χρειάζεσαι αυτή την επιβεβαίωση. Υπήρχαν φάσεις που τη χρειαζόμουνα σαν πιτσιρικάς, αλλά όχι και πολύ, γιατί από το περιβάλλον μου τουλάχιστον εκεί που μεγάλωσα με τους Γερμανούς, υπήρχε μια αξιοκρατία. Όταν αναγνώριζαν ένα ταλέντο, το αναγνώριζαν και το ενισχύανε, γιατί το θέλανε για τη δική τους την καλλιέργεια. Δεν το αφήνανε αυτό να περάσει έτσι ντούκου και έτσι έκαναν και με εμένα. Δηλαδ[01:00:00]ή, εμένα, μπορώ να το πω και έτσι, στην κυριολεξία μου βάζαν τα χάλια κάτω. Δηλαδή, ο καλύτερος Γερμανός ντραμίστας μου έβαλε το χαλί, για να στήσω εγώ τα δικά μου.
Πείτε μου για αυτή τη σχέση.
Με είχε σαν Μπεντζαμίνο υπό την προστασία του, με λάτρευε δηλαδή.-
Πώς γνωριστήκατε; Πείτε μου για αυτή τη σχέση!
Με, απλά μου τον συστήσανε. Μου τον σύστησε ο μπασίστας αυτής της μπάντας με τον οποίο παίζανε αυτοί, ο οποίος ήτανε σχεδόν γείτονας. Και με παρακολούθησε από τα πρώτα βήματά μου, δηλαδή, όταν πρωτοεμφανίστηκα σε κάποιες φάσεις στο… Γιατί δεν το είχανε και σε τίποτα οι επαγγελματίες μουσικοί αυτής της κατηγορίας να πάνε στα σχολεία και να ψάχνουν καινούργια ταλέντα. Γιατί αυτό κάνανε, αυτοί ψάχνανε καινούργια παιδιά και έτσι με ανακάλυψε αυτός. Και έτσι στα 17 μου, ας πούμε, έπαιξα με το τύμπανα του Billy Cobham μέσα σε, σε ένα υπόγειο, σε ένα σπίτι, στο σπίτι του. Αυτός είχε τα μισά τύμπανα του Billy Cobham, γιατί με αυτόν έπαιζε. Ok, αυτά μπορεί να ακούγονται κουφά εδώ, αλλά δεν είναι κουφά εκεί!
Ακόμα και σήμερα λέτε; Ή για το τότε λέμε; Πιστεύετε ότι ισχύει και σήμερα αυτό για εκεί;
Σήμερα είναι μια άλλη κατάσταση, έχουμε μια άνεση και τα παιδιά έχουνε πολύ μεγαλύτερη άνεση και πρόσβαση σε σχετικά καλά όργανα. Δεν υπήρχε αυτό τότε. Εκεί υπήρχαν πολύ καλά όργανα-
Εσείς πώς νιώσατε που πήγατε, ας πούμε, σε αυτό το σπίτι;
Αλλά κάνανε οχτώ φορές πάνω, αυτά τα όργανα ήταν απλησίαστα.
Πώς νιώσατε που παίζατε με αυτά τα όργανα, που τα αγγίζατε;
Δέος, δέος!
Κάποια στιγμή που μπορεί κάποιος να σας φέρθηκε λίγο άσχημα ή απότομα ή να σας απέρριψε ή -χωρίς να δώσουμε ονόματα απαραίτητα- να σας σνόμπαρε, έτσι, που ήσασταν και πιο μικρός ίσως; Μουσικός εννοώ, φτασμένος παράδειγμα;
Από αυτά υπήρχανε αρκετά, αλλά αυτά συνήθως ήτανε ανασφάλειες και-
Δεν σκεφτήκατε, δηλαδή, να τα παρατήσετε ποτέ;
Επειδή κάποιοι άλλοι θεωρούσαν το ένα ή το άλλο, όχι καλή μου. Το πολύ - πολύ σε τέτοιες περιπτώσεις, μία- δύο-τρεις, είπα στους υποψηφίους αυτούς ανταγωνιστές: «Ωραία, έλα στήσε το όργανό σου να μετρηθούμε! Αφού θέλεις να δεις το Χριστό Φαντάρο, θα σου δείξω τώρα που πάνε τα τέσσερα!». Είτε μαύρος, είτε λευκός, δεν έχω τέτοια! Γιατί είναι γελοία αυτά τα πράγματα, δεν είναι, δεν τρέχουμε σε ένα στάδιο ποιος τρέχει πιο γρήγορα! Ο μουσικός που έχει αισθητική δεν έχει την ανάγκη ανταγωνιστικότητας. Και θα πω και κάτι άλλο τώρα που… Την ανταγωνιστικότητα, ας πούμε, κάποιοι μουσικοί, κάποιοι οργανοπαίχτες, όπως οι κιθαρίστες, το ‘χουνε πάρα πολύ αυτό. Οι ντραμίστες, επειδή είναι κρουστοί είναι λιγότερο ανταγωνιστικοί! Βέβαια, σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, κάποιοι γίνονται πάρα πολύ ανταγωνιστικοί. Αλλά αυτές είναι εξαιρέσεις και αυτές οι εξαιρέσεις λειτουργούνε κυρίως μέσα, από μια αίσθηση κατωτερότητας, θέλω να πιστεύω. Γιατί δεν το έχεις ανάγκη, δεν υπάρχει καμία ανάγκη για αυτό. Δεν προσφέρεις ούτε στον εαυτό σου, ούτε στους άλλους με τους οποίους παίζεις, το μοίρασμα. Δεν προσφέρεις κάτι σε αυτό και εμείς οι μουσικοί δεν… Δεν είναι φυσιολογικό, για μας που είμαστε μουσικοί, να είμαστε σε αυτό το βαθμό ανταγωνιστικοί. Ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με νέα παιδιά, πρέπει να ρίξουμε πολύ νερό στο κρασί, γιατί αυτά τα νέα παιδιά δεν μπορούνε εκ των πραγμάτων να αντιληφθούνε-
Να έχουν τη γνώση.
Έχουνε, όμως, μια μουσική γνώση η οποία είναι έμφυτη, αλλά πέρα από αυτό δεν έχουνε ακόμα εντριφτεί, εμβαθύνει στο ψυχολογικό κομμάτι, ας πούμε, το μετέπειτα, το επαγγελματικό πλαίσιο. Και επειδή δεν είναι κάτι το οποίο μετριέται σε βαθμίδες αυτό το πράγμα και οι μουσικοί έχουνε να κάνουνε και πολλές φορές ας πούμε με διαφορετικά περιβάλλοντα, διαφορετικές ηλικίες, διαφορετικές αντιλήψεις και λόγω της συγκεκριμένης συγκυρίας ή της παραγωγής της συγκεκριμένης ξαφνικά να βρίσκονται π.χ. κλασικοί μουσικοί με παραδοσιακούς μουσικούς ή ροκάδες με τζαζίστες, ας πούμε… Αυτό είναι ένα χημειοστασιό το οποίο λειτουργεί μόνο μέσα από την καλή πρόθεση, εντάξει; Και μέσα από την συναδελφικότητα. Και όσο και να μην θέλουνε να το καταλάβουνε, εδώ συμβαίνει κάτι το οποίο δεν συμβαίνει γενικά στην κοινωνία: λειτουργεί συλλογικά! Και είναι ένα μεγάλο σχολείο η τέχνη. Γενικά, αυτή η τέχνη λειτουργεί μέσα από τη συλλογικότητα, καλλιεργεί και την ατομικότητα της ολιστικής κατάρτισης αλλά και τη συλλογικότητα, καλλιεργεί και τη δημοκρατική αντίληψη των πραγμάτων, καλλιεργεί όμως και την ηγετική μορφή. Δηλαδή, αναγνωρίζει την ιεραρχία και τη δυναμική της, αναγνωρίζει όμως και την δημοκρατική βάση. Η οποία, συνήθως, είναι το έργο το ίδιο που απαιτεί μια συλλογική προσπάθεια. Το απαιτεί απλά, δεν χωράει τίποτα άλλο εκεί.
Έτσι και για το τέλος, αν θέλετε να μοιραστείτε κάποια ιστορία, κάποιο περιστατικό, κάτι που να θέλετε να αναφέρετε -δεν ξέρω- αν σας έρχεται κάτι;
Ο χορός των Ποντίων με την Ελευθερία Αρβανιτάκη το ‘94 σε ένα μαγαζί που ήρθανε έτσι, επειδή τους καλέσανε και δεν μας είχανε ενημερώσει. Και έπρεπε να βοηθήσω την κατάσταση με τον Θανάση τον Σέρκο, ο οποίος ήτανε στους θρακιώτες αυτούς, τους Πόντιους, δηλαδή, μουσικούς και ήτανε στην παράσταση που κάναμε τότε με την Ελευθερία ο κλαρινετίστας ο παραδοσιακός. Και είχανε καλέσει αυτή την χορευτική ομάδα. Και μου ζητήσανε -είχανε φέρει ένα νταούλι μαζί και εγώ στη ζωή μου δεν είχα παίξει ποτέ νταούλι, ούτε ποντιακά και δεν ήξερα πού πάνε τα τέσσερα-και ο Θανάσης μου είπε μόνο την εξής κουβέντα: «Εκεί που κατεβαίνει το πόδι, η φτέρνα του ποδιού, εκεί θα χτυπήσεις, σε αυτό τον πρώτο χορευτή, μην ανησυχείς καθόλου! Θα σε καθοδηγήσω εγώ!». Λοιπόν, σε 20 λεπτά πρέπει να έχασα 1,5 κιλό, δηλαδή ήτανε σαν να μην ξέρω να παίζω καθόλου όμως! Δεν ήξερα τι να κάνω! Αυτό ήτανε μια πραγματική αποκάλυψη. Και μια άλλη εμπειρία -μια και είπαμε αυτό- πάλι που δεν ήξερα, τι μου συμβαίνει ήτανε με τον Revé, που είχε έρθει από την Κούβα, ήτανε ο μεγάλος μάγος κρουστός και είχα κάνει την παραγωγή τότε και κάποιος του σφύριξε ότι εγώ παίζω τύμπανα. Και με φωνάζει πάνω στη σκηνή στο τέλος της συναυλίας, αφού παίζανε δύο ώρες του σκοτωμού, δηλαδή παίζανε τις κάλτσες τους, καταπληκτική δηλαδή salsa songo, το γνήσιο κουβανέζικο, η παραδοσιακή κουβανέζικη μουσική με το χορό με, με… Αλλά με καταπληκτικός κρουστούς. Και με έβαλε να παίζω timbales. Τα timbales τα παίζει αυτός που οδηγεί την ομάδα. Ο ίδιος ο Reve έπαιζε αυτό το όργανο που είναι 2 κρουστά όργανα και μια κουδούνα στη μέση και με φώναξε έξω για να συνεχίσω να παίξω εγώ και αυτός απλούστατα να φύγει. Και όταν μου έδειξε το πέταλο, όπως λέμε, να παίξω αυτό το πέταλο, με άφησε πάνω στη σκηνή με τους άλλους, οι οποίοι προσπαθούσαν επί 10 λεπτά να με πετάξουν απ’ έξω. Το ότι δεν το καταφέρανε -ευτυχώς δεν το καταφέρανε- αλλά πάλι έχασα ένα κιλό σε 10 λεπτά!
Τα είδατε όλα!
Ναι, ήτανε συγκλονιστικό! Έπρεπε να κρατήσω απλά -πώς το λέμε- σταθερά την ευθεία, όπως λέει κάποιος αυτές τις μέρες.
Δεν σκεφτήκατε στιγμή, δηλαδή: «Δεν το έχω. Δεν θα τα καταφέρω! Μα τι μου βάζουν να κάνω;»
Δεν έχεις περιθώρια. Είναι του ύψους ή του βάθους. Έτσι και ξεκινήσεις, δεν μπορείς να σταματήσεις αυτό, ειδικά όταν οδηγείς τους υπόλοιπους, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Αυτό το ξέρει ο κάθε σοβαρός μουσικός, που παίζει τον ρυθμό, είτε από το πιάνο, είτε από τα κρουστά. Γιατί όλα τα άλλα κουμπώνουνε πάνω σε αυτό, οπότε δεν πρέπει με τίποτα να κοπεί το νήμα του γκρουβ, όπως λέμε, του ρυθμού. Πρέπει, οπωσδήποτε, να κρατήσεις την ευθεία, την σταθερή!
Ωραία, Στέφανε, σε ευχαριστώ πάρα-πάρα πολύ!
Είπα τίποτα χρήσιμο;
Το κλείνω!
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Στέφανος Λογοθέτης, γόνος μιας ιστορικά πολύ σημαντικής οικογένειας της Ζακύνθου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μόναχο της Γερμανίας. Εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να έρθει από πολύ μικρός σε επαφή με τα τύμπανα και γενικότερα με τη μουσική παιδεία και τέχνη. Στη συνέντευξη αυτή, μεταξύ άλλων, ο αφηγητής φωτίζει κάποιες αξιοσημείωτες στιγμές από τις μπάντες που δημιούργησε, εμπειρίες από τις περιοδείες του και από την μόνιμη εγκατάσταση από Γερμανία σε Ελλάδα, σταθμούς της μουσικής πορείας του στην Ελλάδα και ιδιαίτερες στιγμές με σπουδαίους καλλιτέχνες. Κάνει λόγο για τη συγκλονιστική συγκυρία που τον έκανε να μελοποιήσει ποιήματα του Σολωμού, αλλά και για την ίδια την διαδικασία της σύνθεσης ως μια βουτιά στη ψυχή του δημιουργού και τις πηγές έμπνευσής του.
Αφηγητές/τριες
Στέφανος Λογοθέτης
Ερευνητές/τριες
Θωμαΐς Οικονόμου-Βαμβακά
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/06/2023
Διάρκεια
69'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Στέφανος Λογοθέτης, γόνος μιας ιστορικά πολύ σημαντικής οικογένειας της Ζακύνθου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μόναχο της Γερμανίας. Εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να έρθει από πολύ μικρός σε επαφή με τα τύμπανα και γενικότερα με τη μουσική παιδεία και τέχνη. Στη συνέντευξη αυτή, μεταξύ άλλων, ο αφηγητής φωτίζει κάποιες αξιοσημείωτες στιγμές από τις μπάντες που δημιούργησε, εμπειρίες από τις περιοδείες του και από την μόνιμη εγκατάσταση από Γερμανία σε Ελλάδα, σταθμούς της μουσικής πορείας του στην Ελλάδα και ιδιαίτερες στιγμές με σπουδαίους καλλιτέχνες. Κάνει λόγο για τη συγκλονιστική συγκυρία που τον έκανε να μελοποιήσει ποιήματα του Σολωμού, αλλά και για την ίδια την διαδικασία της σύνθεσης ως μια βουτιά στη ψυχή του δημιουργού και τις πηγές έμπνευσής του.
Αφηγητές/τριες
Στέφανος Λογοθέτης
Ερευνητές/τριες
Θωμαΐς Οικονόμου-Βαμβακά
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/06/2023
Διάρκεια
69'