Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Η ζωή είναι μια πορεία»: στιγμιότυπα ζωής και κοινωνικής σύγκρουσης '78-'85
Ενότητα 1
Παιδικά χρόνια, αγροτική ζωή στο χωριό και πρώτη φορά στην Αθήνα
00:00:00 - 00:20:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι Τρίτη 25 Απριλίου του 2023, είμαστε στον Βύρωνα με τον Κώστα Μουστάκα, είμαι η Κατερίνα Χαρανά, ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε…ί είχε κάμπο, κάμπο που το κάθε χωράφι σχεδόν είχε νερό. Άσχετο αν εμείς δεν είχαμε χωράφια, τα νοικιάζαμε, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Πολιτικοποίηση και φοιτητικά χρόνια στην Πάτρα
00:20:00 - 00:38:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πέρασα, λοιπόν, στην Πάτρα. Όταν έφτασα στην Πάτρα, πού θα μείνουμε; Α, είχε περάσει και ένα άλλο παιδί, Φυσικό, απ' το χωριό μας, ένα χρό…μας, θέλω. Δεν θέλω τίποτα άλλο». Και μετά μου μείνανε μόνο τα Γαλλικά. Τελειώνει η ιστορία, λοιπόν, τελειώνω το Πανεπιστήμιο. Έχω πάρει...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι καταλήψεις του Χημείου το '80 και του Πολυτεχνείου το '85 στην Αθήνα
00:38:05 - 00:47:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Α, σε όλο αυτό το διάστημα, βέβαια, δεν ήμουνα μόνιμα Πάτρα, πηγαινοερχόμουνα. Υπάρχουν πολλά σημαντικά γεγονότα που έχουνε γίνει σε όλο αυτ…ου το σώμα, δεν μπορώ να γελάω». «Γέλα —λέω— τώρα ζεις, μια χαρά είσαι». Είχα τόση ανακούφιση! Δεν ήμουνα σίγουρος αν θα ζει ή δεν θα ζει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Πολιτική δράση και τα Εξάρχεια των ιδεολογικών ζυμώσεων
00:47:20 - 00:51:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Προχωρώντας, λοιπόν, στη ζωή... η ζωή είναι μια πορεία, τουλάχιστον για μένα. Ένα πέρασμα είναι και γι' αυτό δεν υπάρχει νιότη και γηρατειά.…ς λέγανε, τα μικροφωνάκια τα μικρά, όπου καταγράφονται τα πάντα. Πού ήταν συνδεδεμένα; Ξέρω, στην ασφάλεια ήτανε, αλλά δεν μας πτόησε αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Εργασία στην πώληση φιάλων υγραερίου
00:51:48 - 01:00:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Προχωρώντας, λοιπόν, η ζωή, γιατί είπαμε η ζωή είναι μια πορεία, άρχισε να χρειάζεται να δουλέψω και πιο... έξω απ' τα χωράφια, δηλαδή, που …δηλαδή. Συνηθισμένοι σ' αυτό, όταν ήμασταν χαλαροί, γινόντουσαν γλέντια, πειράγματα, αστεϊσμοί. Τελειώνει η ιστορία, λοιπόν, με τις φιάλες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Εργασία στην εκπαίδευση και στις φυλακές ανηλίκων του Κορυδαλλού
01:00:53 - 01:12:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γνωρίζω τη Γιάννα, την τωρινή σύντροφο, και μου λέει —αρχίζει και η μέση μου να μ' ενοχλεί— και μου λέει: «Καλά, δεν κάνεις κανένα μαθηματάκ…που έκανα με τη γιαγιά του. Τελείωσε και το πρόγραμμα «Μελάπους» και η ζωή συνεχίζεται, λοιπόν, γιατί, όπως είπαμε, η ζωή είναι μια πορεία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η πορεία στην εκπαίδευση μέχρι τώρα και ο απολογισμός
01:12:53 - 01:19:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αφού είχα μπει στη διαδικασία να κάνω τα μαθήματα, έχω βρει σ' ένα φροντιστήριο, δουλεύω στου Ζωγράφου, μετά δουλεύω στην Αγία Παρασκευή, με…άω την αγάπη στους ανθρώπους. Και άντε, αυτή η δικαιοσύνη, που δεν λέει να 'ρθει, δεν έρχεται. Σ' ευχαριστώ πολύ, Κώστα. Να ‘σαι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είναι Τρίτη 25 Απριλίου του 2023, είμαστε στον Βύρωνα με τον Κώστα Μουστάκα, είμαι η Κατερίνα Χαρανά, ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κώστα, καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Πες μας λίγα λόγια για σένα. Πού γεννήθηκες;
Γεννήθηκα στην Ιστιαία, στην Εύβοια, το καλοκαίρι του ‘59, σ' ένα περιβάλλον λίγο παράξενο για τα σύγχρονα δεδομένα. Οι γονείς μου είχαν έρθει απ' το Αχλάδι της βόρειας Εύβοιας για καλύτερη τύχη στην Ιστιαία, όπου είχε πεδιάδα και θα μπορούσαν ίσως να φτιάξουν τη ζωή τους. Ήταν καλεσμένοι ενός ξαδέρφου της μητέρας μου, που αυτός από έναν καλό γάμο, είχε μια μεγάλη περιουσία, και προσφέρθηκε —σε εισαγωγικά— να μας δώσει σπίτι και να δουλεύουμε στα χωράφια του, να δουλεύουνε ουσιαστικά οι δικοί μου στα χωράφια του —γιατί εγώ ήμουνα νεογέννητος, παρόλο που άρχισα να δουλεύω από πολύ μικρός, τότε δεν μπορούσα να δουλέψω—, να βάζουνε τα έξοδα μισά μισά, να δουλεύουνε, όχι μόνο ο πατέρας μου και η μητέρα μου και τα αδέρφια της μητέρας μου. Η μητέρα μου είχε εννιά αδέρφια, οχτώ αδέρφια, και η μάνα μου εννιά, ήταν η πρώτη. Δουλεύαν όλοι μαζί και τα εισοδήματα τα μοιραζόντουσαν δια δύο. Ένα μερίδιο ο ξάδερφος και το άλλο μερίδιο όλοι οι υπόλοιποι. Αυτό το σπίτι που μας έδωσε σαν προσφορά, για να μένουμε, εκτός απ' το ότι μας έκανε κολίγους και άρα μας έκανε χάρη —η ειρωνεία δεν ξέρω αν ακούγεται—, ήταν ένα σπίτι που ήταν ανάμεσα σε δυο ντουβάρια, δύο δοκάρια η τρία —δεν μπορώ να θυμηθώ— ξύλινα, που είχε ένα πάτωμα, μια σκάλα απ’ τον δρόμο, έναν ιδιωτικό δρόμο που έβγαινε στην αυλή του ξαδέρφου, όπου αυτός είχε ελαιοτριβείο, είχε τεράστιο χώρο εκεί, του ξάδερφου της μάνας. Ανεβαίναμε, λοιπόν, τη σκάλα, ανοίγαμε την καταπακτή κι απ' το πάτωμα μπαίναμε μέσα στο σπίτι. Όταν μπαίναμε όλοι στο σπίτι κλείναμε και την καταπακτή, μην πέσει και κανένας κάτω βεβαίως. Αυτά ήταν τα πρώτα μου χρόνια, μέχρι το ‘64 που φτιάξαμε ένα σπίτι αλλού τέλος πάντων ή και ‘65 ίσως, δεν θυμάμαι καλά. Αλλά θυμάμαι χαρακτηριστικά πράγματα από εκεί. Θυμάμαι... τριών; Τεσσάρων; Έτσι κι αλλιώς αυτοκίνητα δεν είχε πολλά στο χωριό, κωμόπολις η Ιστιαία. Αλλά με έχει στείλει ο πατέρας μου να αγοράσω πορτοκάλια στον μανάβη με πέντε δραχμές. Πάω εγώ, παίρνω μια τσαντάρα πορτοκάλια, γυρίζω πίσω, δεν τα σήκωνα καλά καλά, τα ‘σερνα και στον δρόμο, τα ανεβάζω πάνω, μου λέει: «Τι είναι τα πορτοκάλια αυτά; Τα ρέστα;». «Τα πήρα όλα». Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο πατέρας μου. «Πήρες όλα τα λεφτά πορτοκάλια; Και πώς τα σήκωσες;», μου λέει. Αυτή είναι μία μνήμη που την έχω. Η δεύτερη μνήμη, είναι το πρώτο μου γιαούρτωμα που έφαγα απ' τη μάνα μου. Πέρναγε ο γιαουρτάς, έτσι τον λέγαμε, είχε ένα ποδήλατο κι είχε ένα ντουλαπάκι πίσω στη σχάρα με... από λαμαρίνα και εκεί είχε τα γιαουρτάκια και φώναζε: «Γιαουρτάς, γιαουρτάς, γιαουρτάς». Τον άκουσα εγώ, λέω στη μάνα μου: «Πεινάω για γιαούρτι, πεινάω για γιαούρτι, πεινάω για γιαούρτι». «Μα δεν έχουμε λεφτά». «Πεινάω για γιαούρτι». Ψάχνει εκεί στο παντελόνι του πατέρα μου, βρήκε ένα δίφραγκο, δυο δραχμές. Δύο δραχμές έκανε και το γιαουρτάκι. Κατεβαίνει κάτω, παίρνει ένα γιαουρτάκι. Τεσσάρων; Τριών, τεσσάρων ήμουνα; Ανεβαίνει πάνω απ' την καταπακτή, τη γνωστή καταπακτή. Λέει: «Ωραία φάε γιαουρτάκι». Με τάιζε ακόμη δηλαδή. Τρώω μια κουταλίτσα, τρώω δεύτερη κουταλίτσα, δεν πεινάω άλλο. «Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, φάε το γιαουρτάκι, δεν πεινάς άλλο». Μου τραβάει μία με το γιαούρτι στη μούρη, βάζω τα κλάματα, κατεβαίνω απ' την καταπακτή κάτω και πάω απέναντι, έμενε η γιαγιά μου που είχε έρθει —απ' τη μάνα μου, η μάνα της μάνας μου— που είχε έρθει και μένανε σε ένα άλλο χαμόσπιτο. Εμείς ήμασταν, βέβαια, στο ρετιρέ, στον γνωστό περιστερώνα. Πάω απέναντι, ανοίγω την πόρτα. Ήξερα ότι πίσω απ' την πόρτα είχε πάντα μια πετσετούλα, όταν γυρίζανε από τη δουλειά να σκουπίζουν τα χέρια τους, μέχρι να πάνε έξω με νερό μέσα απ' την κανάτα, να πλυθούνε. Δεν είχε ύδρευση στο σπίτι. Σκούπισα λίγο τα μάτια μου και η γιαγιά άρχισε να φωνάζει: «Παλάβωσε η μάνα σου! Παλάβωσε η μάνα σου». Τελείωσε αυτό το σκηνικό. Το όλο θέμα ήτανε, όπως μου είπε μετά από χρόνια, ότι: «Ένα δίφραγκο είχαμε, το δώσαμε εκεί. Θα 'ρθει ο πατέρας σου απ' το χωράφι να πάει στο καφενείο, τι θα κάνει χωρίς λεφτά στο καφενείο;». Αυτός ήταν ο καημός της. Ο πατέρας μου, βέβαια, δεν είπε τίποτα. Έτσι κι αλλιώς, τι συν 2, τι 0, σιγά. Αυτά ήταν τα πρώτα χρόνια. Αυτό το σπιτάκι το λέγαμε περιστερώνα, γιατί ακριβώς ήταν σαν περιστερώνας. Απέναντι από εκεί ήταν η κυρία Βίκα, μία χήρα γιαγιά που, και μετά από χρόνια που πήγαινα, δεν έβγαινε από το σπίτι. Απ' το μπαλκόνι... ήταν ένα παλιό σπίτι, σαν αρχοντικό έμοιαζε, δεν ήταν φτωχικό. Δεν ξέρω την ιστορία της, αυτό που ξέρω είναι ότι απ' το μπαλκόνι πάνω, κατέβαζε ένα καλαθάκι με σκοινί, με λεφτά και διάφορα ψώνια, σε όποιο παιδί πέρναγε από κει και έλεγε: «Πήγαινε να μου πάρεις αυτό». Το βάζαμε στο καλαθάκι, μέσα και τα ρέστα της, το ανέβαζε πάνω και δεν έβγαινε ποτέ μα ποτέ απ' το σπίτι, τουλάχιστον όσο θυμάμαι εγώ. Τώρα ήτανε θέμα κατάθλιψης; Ήταν θέμα στεναχώριας; Δεν μπορώ να ξέρω. Έτσι, λοιπόν, τα πρώτα χρόνια της ζωής στον περιστερώνα μια χαρά ήταν.
Τα χρόνια του σχολείου;
Πριν πάμε στο σχολείο. Είχαμε πιάσει το καινούργιο σπίτι. Το καινούργιο σπίτι ήταν έξω, στις παρυφές της Ιστιαίας. Εκεί ήταν και τα πιο φθηνά οικόπεδα, που πήρε ένα οικόπεδο ο πατέρας μου και το χτίσε, χτίσαν ένα σπίτι εκεί, οπότε μέναμε εκεί. Πριν πάω σχολείο, γινόντουσαν όμορφα πράγματα. Δηλαδή, και στο σχολείο μετά, υπήρχε η έννοια της κοινότητας και μάλιστα η κοινότητα είχε να κάνει με τη γειτονιά. Όλοι μαζί μπορεί να ψήναμε το Πάσχα, δηλαδή στην αυλή του σπιτιού μας, γιατί πάντοτε το σπίτι, ανεξάρτητα απ' τη φτώχεια ή όχι, ήταν πόλος έλξης. Πράγμα που διατηρείται ακόμα και σήμερα. Βέβαια, η μάνα μου με 8 αδέρφια και 54 πρώτα ξαδέρφια, είχε κόσμο να την επισκέπτεται, όσο ήθελε. Αλλά εν πάση περιπτώσει, ήταν κι ο πατέρας έτσι και ήταν πόλος έλξης. Εκεί, λοιπόν, πηγαίναμε τα καλοκαίρια, στα μικρά χρόνια, μέχρι 7-8 χρόνων, για μπάνιο. Ήταν ο κυρ-Γιώργος, ένας γείτονας, είχε ένα τρίκυκλο, τρίκυκλο αυτοκινητάκι, όμως, όχι τρίκυκλο με μηχανάκι. Έβαζε όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς πίσω ή όποιος προλάβαινε να είναι εκεί, τα 'βαζε έξω και μας πήγαινε για μπάνιο στη θάλασσα. Επίσης μία φορά το καλοκαίρι, δεν θυμάμαι, όμως, ποια εποχή γινόταν, δηλαδή ποια ημερομηνία γινότανε, όλη η γειτονιά... Εμείς τότε είχαμε μία σούστα. Η σούστα είναι κάτι σαν κάρο, αλλά δεν στηρίζεται σ' ένα ξύλινο άξονα, έχει δύο σούστες που είχαμε το άλογό μας. Και πηγαίναμε με το κάρο οι απέναντι, εμείς με τη σούστα, ο μπαρμπα-Γιώργος, που λέμε, ο γείτονας, με το τρικυκλάκι του, όλοι κάτω στην παραλία, στα Γαλατάδικα, στη θάλασσα. Είχανε βάλει οι μεγάλοι μια μοσχαροκεφαλή στον φούρνο, που το ψήνανε όλο το βράδυ, με τη θερμοκρασία που είχε ο φούρνος. Και το παίρναν την άλλη μέρα και ήταν κάτι σαν πικνίκ, θα λέγαμε, αλλά ήταν η χαρά μου. Κοιμόμασταν εκεί όλο το βράδυ η γειτονιά, εκτός απ' τους ανάποδους. Όλοι μαζί, λοιπόν, απ' τη γειτονιά, οι μεγάλοι είχανε δικιά τους παρέα, τρώγανε και πίνανε. Εμάς ήταν η χαρά μας, Κυλιόμαστε στην άμμο όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς. Όπου, βέβαια, τότε στη γειτονιά παίζαν τα παιδιά από 6 χρονών, μέχρι 18 χρονών. Μετά, αργότερα άρχισαν να βγαίνουν στις πλατείες και στα τέτοια. Όλα παίζαμε μαζί στη γειτονιά, όλοι, όλοι. Όσοι... μέχρι που τελείωνε και την έκτη γυμνασίου ή τρίτη λυκείου, όπως λέμε σήμερα. Κυλιόμασταν, στρώνουμε κουρέλες κάτω, στην άμμο, κοιμόμασταν εκεί και την άλλη μέρα τα μαζεύαμε όλοι και γυρίζαμε πίσω. Αυτή ήταν η χαρά μας, παιχνίδι. Από παιχνίδι έχω χορτάσει πολύ. Άλλο πράγμα που γινότανε, εκτός απ' τις συνευρέσεις των γιορτών, ήτανε η αίσθηση που είχες ότι μπορούσες ανά πάσα στιγμή να φωνάξεις τον γείτονα για οτιδήποτε σε απασχολούσε. Τα σπίτια δεν τα κλειδώναμε. Όταν κλείδωνες, το κλειδί ήταν πάνω στην πόρτα, για να ξέρει ο άλλος ότι απλά δεν είσαι μέσα. Αν, όμως, ήθελε να πάρει λίγο ζάχαρη, ξεκλείδωνε, έμπαινε μέσα, έπαιρνε λίγο ζάχαρη και μετά στην έφερνε κι έλεγε: «Ήθελα ζάχαρη». Αν είχαμε ζάχαρη, γιατί δεν είχαμε πάντα. Ευχαριστήθηκα πολύ παιχνίδι πιτσιρικάς, πολύ. Δεν έζησα μέσα στο σπίτι, ζούσαμε έξω, στην αλάνα. Άρχισαν τα χρόνια... να μεγαλώνω, να πάω σχολείο. [00:10:00]Τα πρώτα χρόνια δεν είχαμε ηλεκτρικό στο σπίτι, είχαμε λάμπα πετρελαίου. Αλλά σχολείο, σχολείο, αλλά το παιχνίδι, παιχνίδι. Όμως δεν μου 'ρχότανε να πάω και αδιάβαστος την άλλη μέρα και σηκωνόμουνα χαράματα, άναβα τη λαμπίτσα, τουλάχιστον την αντιγραφή που έπρεπε να γράψουμε και την ορθογραφία τις έκανα εκεί. Ποτέ δεν κατάλαβα αν με είχανε πάρει είδηση οι γονείς μου και μ' αφήνανε. «Αφού διαβάζει έστω και αυτή την ώρα, καλό είναι» ή δεν το είχανε πάρει είδηση. Εγώ πάντως έτσι πορευόμουνα. Παιχνίδι όλη μέρα, όταν γύριζα απ' το σχολείο και μετά όταν μπορούσα διάβαζα κιόλας. Μ' αυτή την πορεία, μεγαλώναμε σιγά σιγά. Οι δικοί μου αποφασίσανε κάποια στιγμή να μην είναι κολίγοι, να μην βάζουνε μισακά, τα λέγανε τα χωράφια, να αρχίσουν να νοικιάζουνε. Από τότε που άρχισαν να νοικιάζουνε άλλαξε και η ζωή ουσιαστικά, έμενε κάτι παραπάνω. Βέβαια, το κάτι παραπάνω εξαρτάται πώς το εννοεί ο καθένας. Πάντως μέχρι τα Χριστούγεννα είχαμε χρήματα να αγοράζουμε απ' τον μπακάλη. Απ' τα Χριστούγεννα, μέχρι την καινούργια σοδειά ή άντε, αν δεν ήταν απ' τα Χριστούγεννα, να ήταν, ξέρω 'γω, απ´ τον Μάρτη, μέχρι να βγει η καινούργια σοδειά, πηγαίναμε στον μπακάλη με το τεφτέρι κι έλεγε: «Ζάχαρη 1 κιλό, τόσο. Καφέ, τόσο», ό,τι αγοράζαμε. Ο μπακάλης δεν ήταν και πολύ φερέγγυος. Καμιά φορά έβαζε και κάτι παραπάνω και μετά, όταν έδινες το δικό σου μπλοκάκι, το τσέκαρε, αλλά εν πάση περιπτώσει ήταν πταίσματα αυτά. Α, θυμάμαι ότι η πρώτη μου δουλειά στο χωράφι ήτανε έξι χρονών. Είναι απόγευμα, παίζω συνήθως στο χωράφι εκεί με τα νεράκια, που ερχόντουσαν στο αυλάκι, αλλά οι μεγάλοι είχαν να κάνουνε μία δουλειά και μου λέει ο πατέρας μου: «Α, δεν είναι τίποτα. Πάρε το τσαπί και σπάσε τις κόφτρες —οι κόφτρες είναι το χώμα που μπαίνει ανάμεσα στα αυλάκια—, να το ανοίξεις, για να μπαίνει μέσα το νερό, να ποτίζονται τα αυλάκια». Πάω εγώ 6 χρονών με το τσαπί, μία, δύο, τρεις. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα! Βάζω τα κλάματα, γιατί; Γιατί δεν τα κατάφερνα. Έρχεται ένας θείος, αδερφός της μάνας μου, και μου λέει: «Γιατί κλαις;». «Γιατί —λέω— δεν μπορώ να κουμαντάρω το νερό και σπάει και πάει όπου θες. Το νερό πάει μόνο του όπου θέλει» και αρχίζει να σπάει όλες τις κόφτρες και να πλημμυρίζουν τα αυλάκια και να λέει: «Μα να ποτιστούνε θέλουμε, ας γίνουνε πλημμύρα όλα!». Και τότε σκέφτηκα ότι δεν έκανα και τίποτα κακό που δεν μπόρεσα να αυτώσω και ησύχασα κιόλας. Αυτή ήτανε μια αναδρομή προηγούμενη. Όσο περνάνε τα χρόνια μεγαλώναμε, κάνοντας μικροδουλίτσες στα χωράφια, αλλά δυναμώναμε. Δυναμώναμε πολύ, δηλαδή στα δεκατρία μου χρόνια ήμουνα σχεδόν έτοιμος εργάτης. Με μια πληγή που θα την πω σε λίγο, όχι πληγή σωματική, στην ψυχή μου. Στην ψυχή μου…εν πάση περιπτώσει, στο μυαλό μου. Όσο, λοιπόν, μεγαλώναμε και μπορούσαμε να προσφέρουμε... Βέβαια, εγώ όταν ήμουνα δεκατριών, ο αδερφός μου ήταν έντεκα, άρα δεν μπορούσε. Ουσιαστικά απ' τα 15 μου και μετά μπορούσα να δουλέψω κανονικά σαν εργάτης. Αρχίσαμε να βάζουμε περισσότερες ντομάτες και αφού τα παιδιά προσφέραμε, μπορούσαμε να έχουμε και περισσότερα έσοδα. Εκεί άρχισε να βελτιώνεται κάπως η κατάσταση, σε σχέση με παλιότερα. Η πληγή —δεν ξέρω πώς— ήτανε ότι μπαίνοντας στην εφηβεία όλα τα παιδιά πήγαιναν για μπάνιο ή, όπως λέγαμε εμείς, γαμπρίζανε, αλλά εγώ ήμουν αναγκασμένος να πηγαίνω στο χωράφι. Αυτό μου δημιούργησε σε κείνα τα χρόνια ένα μίσος για το χωράφι. Αργότερα, βέβαια, αυτό το μίσος έγινε αγάπη, αλλά είναι άλλη ιστορία πώς και γιατί έγινε αγάπη. Γιατί έζησα ωραία πράγματα εκεί, προσπαθώντας να δω ποιο λουλουδάκι θα ανθίσει πρώτο. Το παράξενο είναι απ' τα πρώτα λουλούδια που ανθίζουνε, δεν δένανε τα πρώτα λουλούδια ντομάτα και απ' τις πρώτες ντομάτες, που δένανε απ' τα λουλούδια, δεν ωριμάζανε οι πρώτες. Η φύση έκανε ό,τι ήθελε. Αυτό το σκέφτηκα μετά, όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο. Η ζωή, λοιπόν, κύλησε έτσι, μεγαλώνοντας... Τέλειωσε και η δικτατορία, αρχίσαμε να πολιτικοποιούμαστε λιγάκι στο σχολείο, όσο μπορούσαμε να πολιτικοποιηθούμε, έχοντας έναν σχεδόν μίσος για τη δεξιά, όχι για τους δεξιούς ανθρώπους, για τη δεξιά. Από αφηγήσεις που ακούγαμε γύρω, από διώξεις που είχανε φάει δικοί μας. Διώξεις ακόμα και για μικρά πράγματα. Μου 'λεγε ο πατέρας μου ότι μια φορά λύθηκε το άλογο που είχαμε, ο Τάκης, έτσι το λέγαμε το άλογο, λύθηκε το άλογο και πήγε κι έφαγε κάτι απ' το διπλανό χωράφι. Και τους έκανε μήνυση αυτός, τους πήγε στο δικαστήριο και ο πρόεδρος τους έδωσε, για να μην δικαστούν, σημαδεμένα ψηφοδέλτια, να ψηφίσουν δεξιά. Δεν ψηφίζαν αριστερά, ψηφίζαν κέντρο ή κάτι τέτοιο, αλλά τους έδωσε σημαδεμένα ψηφοδέλτια κι από τότε τον κατέτρωγε που ψήφισε δεξιά, γιατί δεν είχε λεφτά να πληρώσει το πρόστιμο. Πολιτικοποιηθήκαμε, εν πάση περιπτώσει, μέσα απ' αυτές τις συνθήκες. Έτσι κι αλλιώς, η ταξική καταγωγή δημιουργεί πολιτικοποίηση, δημιουργεί συνείδηση. Άρα, λοιπόν, δεν χρειαζότανε ιδιαίτερα διαβάσματα ή να μετέχεις κάπου, για να συνειδητοποιήσεις την ταξική σου καταγωγή και τι είναι αυτό που συμβαίνει στην τάξη σου, στους φτωχούς, δηλαδή, ανθρώπους. Τελειώνει η ιστορία, μεγαλώνουμε, δουλεύουμε πιο πολύ, παράγουμε πιο πολύ, μεγαλώνει κι ο μικρός μου αδερφός πιο πολύ, έχουμε και τη μικρούλα αδερφούλα που έχουμε 8 χρόνια διαφορά, όπου την είχαμε παιχνιδάκι στο χωράφι, της πετάγαμε ντομάτες, μας πέταγε ντομάτες. Και κυλάει έτσι ο χρόνος, δουλεύοντας, με αυτή την πίεση της εφηβείας, ότι εγώ τρώω την εφηβεία μου όλη στο χωράφι. Και όχι τίποτα άλλο, είχα φτιάξει κι ένα ωραίο σώμα και δεν μπορούσα να το δείξω στην παραλία, δηλαδή! Με τόσα που κουβάλαγα, ήμουνα λες και έκανα γυμναστική χρόνια. Αλλά πού να το δείξεις αυτό; Έπρεπε να πας στο χωράφι! Εν πάση περιπτώσει, προσανατολίζομαι προς το πρακτικό, όταν πάμε στην τετάρτη γυμνασίου που είχε κλασικό-πρακτικό, πήγα προς το πρακτικό. Ήταν εύκολα τα μαθηματικά για μένα ή έτσι τα θεωρούσα, εύκολα. Α! Παρόλο που η μάνα μου, σου λέω, είχε πάει μέχρι την πέμπτη δημοτικού κι ο πατέρας μου μέχρι την πέμπτη, αλλά επειδή έστηνε θηλιές με τον δάσκαλο, πήρε και το απολυτήριο της έκτης, όταν στα μαθηματικά υπήρχε ένα δύσκολο πρόβλημα, με βοηθούσε η μάνα μου. Όταν ήτανε πολύ δύσκολο, ερχόταν ο πατέρας μου. Όταν ήταν πάρα πολύ δύσκολο, ήταν ένα γειτονόπουλο, που ήτανε εκπληκτικός μαθητής, μας βοηθούσε αυτός όλους. Πορεία στην πορεία, φροντιστήρια δεν υπήρχανε, για να κάνουμε. Στην τρίτη λυκείου υπήρχε φροντιστήριο, όταν ήμουν τρίτη λυκείου, γιατί από πέμπτη γυμνασίου άλλαξε το εκπαιδευτικό σύστημα και πήγα τρίτη λυκείου. Υπήρχε φροντιστήριο, λεφτά δεν υπήρχανε. Δεν πήγα φροντιστήριο. Δίναμε εξετάσεις τον Σεπτέμβρη τότε και τα εξεταστικά κέντρα ήτανε στις πόλεις που είχανε τα πανεπιστήμια: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Πάτρα και Κρήτη, νομίζω, και έπρεπε να πάμε στις πόλεις αυτές. Η δικιά μας περιοχή, η Εύβοια, ήτανε στην Αθήνα.
Όταν ήρθα στην Αθήνα, λοιπόν, να κάνω προετοιμασία καλοκαιρινή, για να δώσω, είχα τέτοια χαρά! Ζούσα μόνος μου, δεν έδινα λογαριασμό σε κανέναν. Ήταν ένα φροντιστήριο, που πήγαινα στο κέντρο, ένα άγνωστο, που ήταν και το πιο φτηνό βέβαια, Μαμούρης, τον θυμάμαι. Άλλοτε πήγαινα, άλλοτε δεν πήγαινα. Εκεί ανακάλυψα μουσικές... Α, στο σπίτι που έμενα —επειδή ήτανε για δυο μήνες-τρεις, πηγαίναμε σε σπίτια φοιτητών που θα φεύγανε τα καλοκαίρια και μοιραζόμασταν έτσι το ενοίκιο— στο σπίτι που έμενα, λοιπόν, ανακάλυψα μουσικές που δεν είχα ξανακούσει στο χωριό. Δηλαδή, εκεί άκουσα τον Μικρούτσικο, την Καντάτα για τη Μακρόνησο. Με είχε συγκλονίσει. Και αντί να διαβάσω, εγώ καθόμουνα κι άκουγα μουσικές. Τροπάρια για φονιάδες εκεί το είχα ακούσει. Αυτός ήταν πολιτικοποιημένος, στην ΠΑΣΠ ήταν τότε, αλλά η ΠΑΣΠ δεν είχε καμία σχέση με το ΠΑΣΟΚ, έτσι κι αλλιώς διαγράφτηκε νωρίς. Στα πρώτα χρόνια ήτανε, θα λέγαμε, πολύ πιο αριστερή από ό,τι είναι τώρα. Διαγράφηκε νωρίς, αλλά εγώ τις μουσικές τις άκουσα, τις ευχαριστήθηκα και μπήκα σ' ένα διαφορετικό κλίμα. Έδωσα, πέρασα στην Πάτρα το ‘77. Οπότε ο πρώτος μου στόχος ήτανε μια χαρά, έφυγα απ' το χωριό να γνωρίσω πράγματα, να δω τι γίνεται και παραέξω. Που παρόλο ότι η Ιστιαία ήταν κωμόπολις, δεν ήταν ένα χωριό 200-300 κατοίκων, είχε 4.000 τότε ή κάπου τόσο. Και είχε πλούτο, γιατί είχε κάμπο, κάμπο που το κάθε χωράφι σχεδόν είχε νερό. Άσχετο αν εμείς δεν είχαμε χωράφια, τα νοικιάζαμε, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
[00:20:00]Πέρασα, λοιπόν, στην Πάτρα. Όταν έφτασα στην Πάτρα, πού θα μείνουμε; Α, είχε περάσει και ένα άλλο παιδί, Φυσικό, απ' το χωριό μας, ένα χρόνο μεγαλύτερος, πέρασε με τη δεύτερη χρονιά. Αποφασίσαμε να συγκατοικήσουμε. Με το που φτάνουμε στην Πάτρα, πού να βρεις να νοικιάσεις; Εκείνη την εποχή, δηλαδή, που βγαίναν τα αποτελέσματα, δεν έβρισκες με τίποτα. Βρήκαμε ένα σπίτι στο Ρίο. Πήγαμε, λοιπόν, στο Ρίο. Το είχε μία χήρα, όπου είχε κλείσει το μισό σπίτι με μία δίφυλλη πόρτα, και μας είχε δώσει το άλλο μισό σπίτι και μέναμε εκεί. Δεν αντέξαμε, μέχρι τα Χριστούγεννα, φύγαμε από εκεί. Αφού κάνα δυο-τρεις φορές γυρίζοντας από... Πάνω στο Ρίο τότε υπήρχε το τρένο. Παίρναμε το τρένο των 02:00 το πρωί, αλλά δεν μας έφτανε. Θέλαμε 03:00-04:00. Εξάλλου οι συνελεύσεις τελειώναν στις 02:00, στις 03:00, στις 04:00, οι συνελεύσεις που γινόταν τότε. Μετά νοικιάσαμε άλλο σπίτι, μετά άλλο σπίτι, μετά άλλο σπίτι. Δεν θυμάμαι κι εγώ πόσα σπίτια έχω γυρίσει στην Πάτρα. Στην Πάτρα, λοιπόν, που περάσαμε ήταν η εποχή του ‘77-‘78, όπου έγινε η πρώτη κατάληψη, μετά την κατάληψη του Πολυτεχνείου το ‘73. Όμως για λόγους όχι πολιτικούς, για λόγους φοιτητικούς, για φοιτητικά αιτήματα. Μια κατάληψη που κράτησε τρεις, ίσως και παραπάνω μήνες. Εκεί άρχισε μια πιο έντονη πολιτικοποίηση, σχεδόν κομματικοποίηση έγινε. Εντάχθηκα σ' έναν σχηματισμό φοιτητικό, την ΠΠΣΠ, ήτανε το φοιτητικό κομμάτι του ΚΚΕ(μ-λ), όπου βέβαια στο κόμμα δεν μπορούσες να μπεις, γιατί στο κόμμα έπρεπε να ξέρεις τα πάντα και να έχεις δοκιμαστεί. Έπρεπε να ξέρεις τη θέση που έχει το κόμμα για την Παλαιστίνη, για το Σουδάν, για οτιδήποτε κυκλοφορούσε. Εντάχθηκα εκεί στην κατάληψη, που ήτανε μία πρωτόγνωρη σχέση για μένα. Η μόνη εμπειρία που είχα ήτανε απ' τα σχολικά χρόνια, όταν στην τρίτη λυκείου θέλαμε να πάμε τρεις μέρες εκδρομή και μας κορόιδευε ο διευθυντής του σχολείου και μας έλεγε για μία μέρα, που είχαμε κάτσει όλη τη μέρα σ' ένα συντριβανάκι, σαν να μην πάμε στο σπίτι, μέχρι που ήρθε ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων και μας είπε: «Θα πάτε τρεις μέρες». Εν πάση περιπτώσει, δεν πήγαμε τρεις μέρες, γιατί υπαναχώρησε αυτός, αλλά αυτό είναι μπρος-πίσω. Εκεί, λοιπόν, υπήρχε ένας σταθμός στον πάνω πάνω όροφο, στο Παράρτημα. Είχε —έναν, δύο— τρεις ορόφους, αν θυμάμαι καλά. Στον τελευταίο όροφο, λοιπόν, που ήταν η ΠΠΣΠ, είχε έναν σταθμό ραδιοφωνικό, πολύ μικρής εμβέλειας, και άκουσα πρώτη φορά τραγούδια του Άσιμου, που τα είχε φέρει ένα παιδί, που είχε έρθει από Αθήνα. Δεν ήτανε φοιτητής στην Πάτρα, είχε έρθει από Αθήνα και είχε μαζί του αυτές τις Παράνομες κασέτες, που έλεγε ο Άσιμος, Nο. 000001, Νο. 000002, Νο. 000003. Εκεί άκουσα και ρώτησα κιόλας, γιατί μου κάναν εντύπωση και τα λόγια και αυτό το αυθόρμητο αλέγκρο που είχε ο Άσιμος. Και μου είχε πει: «Είναι του Άσιμου και είναι αυτά κι αυτά κι αυτά». Σε αυτή την κατάληψη, λοιπόν, που γινότανε στο κέντρο της Πάτρας —ήταν το Παράρτημα, όπου εκεί κάναμε μαθήματα σαν φοιτητές, τουλάχιστον η Φυσικομαθηματική όλη εκεί έκανε τα μαθήματα—, κάναμε πορείες, για να κοινοποιήσουμε αιτήματα. Όπου τα αιτήματα ναι μεν ήταν σχεδόν αυστηρά φοιτητικά, αλλά τα κοινωνικά συνθήματα δεν λείπανε. Κάναμε διάφορες πορείες. Σε κάποια πορεία απ' αυτές τα ΜΑΤ θεωρήσανε καλό να τη διαλύσουνε. Τα ΜΑΤ, βέβαια, δεν ήτανε έτσι, όπως είναι σήμερα. Είχαν ένα κρανάκι, είχαν τις στολές τους, φοράγανε... δεν φοράγανε, δεν ήταν Robokop, όπως είναι τώρα. Σε μια, λοιπόν, απ' αυτές τις πορείες, γυρίζουμε προς το Παράρτημα, πίσω, αυτοί χτυπάνε συνέχεια, μπαίνουμε μέσα —τότε το άσυλο υπήρχε και λειτουργούσε ακόμη—, μπαίνουμε μέσα και κάποιος απ' αυτούς, τους ματατζήδες, από κεκτημένη ταχύτητα χτυπώντας, δεν κατάλαβε ότι είχε μπει μες στο Παράρτημα, στον χώρο που κάναμε μαθήματα, που κάναμε τις συνελεύσεις, που ήταν η σχολή ουσιαστικά. Κλείνουμε τις πόρτες και βρίσκεται μόνος του. Είναι κάποιοι όπου αυτοπροσδιοριζόντουσαν σαν αναρχικοί ή κάπως έτσι, γιατί η αναρχία, η αυτονομία, η αντιεξουσία, ήτανε χωρίς ορατά σημεία διαφοροποίησης. Κατεβαίνει ένας τύπος απ' τις σκάλες, που ήτανε με ένα καρεκλάκι, του το φέρνει κολάρο του ματατζή. Αυτός, βεβαίως, δεν τραυματίστηκε σοβαρά, ίσως το κράνος τον προστάτεψε ή δεν τον βρήκε στο κεφάλι κάτι σαν σίδερο, τον βρήκε το κόντρα πλακέ που είχε. Τα χάνει και μένει μόνος του. Οι μεν θέλουν να τον λιντσάρουνε —σε εισαγωγικά το λιντσάρω— οι δε λέμε: «Είναι μόνος του, δεν μπορείς επιτεθείς σ' έναν άνθρωπο μόνο του. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, η συνείδηση δεν το επιτρέπει». Ποτέ η αναρχία ή οποιαδήποτε αριστερή ιδεολογία δεν είχε πρόταγμα τον θάνατο, τη ζωή είχε πρόταγμα. Σαν έτσι, λοιπόν, πιτσιρικάς εγώ, 18 χρονών, ήμουν μ' αυτούς που λέγαμε: «Άντε να τον διώξουμε έξω, να τον προστατεύσουμε, ας πάει, όπου θέλει να πάει». «Μα χτύπαγε, μα έκανε». «Βρε ας πάει, μόνος του είναι. Ας μην... τι να τον κάνεις;». Εν πάση περιπτώσει, ανοίξαμε την πόρτα, βγήκε έξω, φαντάζομαι ότι ξεμύρισε κιόλας, δηλαδή θα είχε χεστεί απ' τον φόβο του, δεν υπάρχει περίπτωση. Σ' αυτές τις πορείες που κάναμε στο κέντρο της πόλης, είχανε γίνει κάποιες συλλήψεις για διατάραξη κοινής ειρήνης, για διατάραξη οικογενειακής γαλήνης, όλα αυτά είναι νομικίστικα που δεν τα ξέρω ακριβώς. Αλλά το θέμα ήτανε αυτό το πράγμα, πώς θα τρομοκρατήσουνε τους φοιτητές, ώστε να μην μετέχουνε. Έχουνε συλλάβει τέσσερα άτομα. Τους βάζουν μια κατηγορία, δεν τη θυμάμαι, αλλά έχει να κάνει με τη διατάραξη σίγουρα. Της οικιακής; Της παγκόσμιας; Δεν ξέρω τι ήτανε. Ειρήνης, γαλήνης, ηρεμίας και όλες αυτές τις μαλακίες. Προφυλακίζονται και μετά από έναν, δύο, τρεις μήνες, γίνεται το δικαστήριο της έφεσης και είμαι εκεί, στο δικαστήριο της έφεσης, όπου συμβαίνουνε κωμικοτραγικά πράγματα. Είναι ο μπάτσος που είναι μάρτυρας κατηγορίας και τον ρωτάει ο δικηγόρος... Α, ο δικηγόρος, παρεμπιπτόντως, ήτανε... δεν είχε βγει το ΠΑΣΟΚ ακόμη, ήταν ο Γιαννόπουλος. Και τον ρωτάει —αφού έχει πει τα ανεκδιήγητα ο μάρτυρας κατηγορίας, ο μπάτσος—: «Δηλαδή, κύριε μάρτυς, μπορείτε να μπείτε στο σπίτι μου;». Και η απάντησή του: «Τι έχω και δεν μπορώ;». «Κύριε πρόεδρε —λέει ο Γιαννόπουλος— να γραφεί αυτό». Ο πρόεδρος: «Όχι, δεν είπε αυτό το πράγμα ο μάρτυς». «Τι είπε ο μάρτυς; Είπατε ότι ό,τι λέει ο νόμος». Τον ξαναρωτάει ο πρόεδρος: «Τι είπατε κύριε μάρτυς;». «Ό,τι λέει ο νόμος». «Α, ό,τι λέει ο νόμος». Αφού είπε ό,τι λέει ο νόμος, δεν καταγράφηκε στα πρακτικά κάτι. Εν πάση περιπτώσει, στην έφεση αθωωθήκαν όλοι. Παρεμπιπτόντως και οι τέσσερις ήτανε απ' την ΠΠΣΠ. Απέναντι απ' το Παράρτημα τότε, υπήρχε ένα σουβλατζίδικο που το είχε κάποιος... εμείς τον λέγαμε χαφιέ, αλλά όλοι οι ασφαλίτες πηγαίναν εκεί. Ήταν απέναντι απ' την είσοδο του Παραρτήματος ακριβώς. Ο Διοικητής της Ασφάλειας, τότε, έκανε διάφορα ανεκδιήγητα. Δηλαδή, πηγαίναμε σ' ένα ζαχαροπλαστείο, στα «Ολύμπια», στη Γούναρη, λίγο πιο πάνω απ' τα δικαστήρια κι έμπαινε μέσα και με τσαμπουκά έβλεπε κι έλεγε: «Ταυτότητα έχεις;». Είναι μια φίλη τότε, έδειχνε μικροκαμωμένη, φοιτήτρια ήτανε. Και πάει κατευθείαν σ' αυτή. «Έχεις ταυτότητα;», της λέει. Και τότε έγινε το έλα να δεις. Σηκωθήκαμε όλοι. «Τι λες;», ο Ηλίας, ένα παιδί μεγαλύτερο από εμένα που ήτανε στην ΠΠΣΠ κι αυτός, αυτός ήταν και στο ΚΚΕ(μ-λ), και του έλεγε: «Έλα ρε Ηλία», με το μικρό όνομα. «Δεν θα με λες Ηλία —έλεγε αυτός—, με ξέρεις κι από χθες;». Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά ήτανε για εκφοβισμό. Οτιδήποτε γινότανε έξω απ' τα δεδομένα και ενάντια σ' ένα... όχι κατ’ ανάγκη κατάλυση ενός συστήματος, μιας αντίδρασης σ' ένα σύστημα, οτιδήποτε και να γινόταν, θεωρούνταν τόσο εχθρικό, ότι δεν έχεις δικαίωμα να κάνεις τίποτα άλλο, παρά μόνο αυτό που λέμε εμείς. Στην κατάληψη έρχονται κάποια στιγμή —σιγά σιγά έρχεται και η μνήμη— απ' την Αθήνα, ένα τρένο με καμιά εικοσαριά παιδιά. Ένας ήταν ο Κωνσταντινίδης, ο γνωστός αναρχικός Κωνσταντινίδης, με τις εκδόσεις που είχε μετά. Όπου ήρθανε για συμπαράσταση, νομίζοντας ότι είναι μια κοινωνική κατάληψη, με [00:30:00]πολιτικούς στόχους, πράγμα που όσες αιχμές και να είχε, δεν ήταν τέτοια, ήταν μια φοιτητική. Και δεν τους αφήσαμε να μπούνε μέσα. Εκεί ήτανε το πρώτο σοκ που έφαγα, σε σχέση με τον πολιτικό φορέα που ήμουνα. Μου φαινόταν αδιανόητο αυτό το πράγμα. Θυμάμαι τη στιχομυθία που λέγανε —στην πόρτα τώρα, με μισάνοιχτη την πόρτα, απ’ έξω αυτά τα 20 άτομα που ήρθαν για συμπαράσταση, από μέσα πολλοί— για την πειθαρχία. «Θα πρέπει να υπάρχει μία πειθαρχία —λέγανε οι από μέσα— ή αν δεν υπάρχει πειθαρχία, να υπάρχει μία αυτοπειθαρχία». Ο Κωνσταντινίδης ήταν αυτός που είχε αγανακτήσει. Αυτή και αν την σιχαίνομαι. Έννοιες για μένα πρωτόγνωρες, τι θα πει πειθαρχία. Πώς αυτή η πειθαρχία μπορεί να σ' αναγκάσει να γίνεις υποτακτικός ενός συστήματος, να χάσεις οράματα, να χάσεις πράγματα. Η δε αυτοπειθαρχία... πάλι εκεί μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Τι θα πει αυτοπειθαρχία; Γιατί κάποιος πρέπει να αυτοπειθαρχεί; Πόσο ενταγμένος μπορεί να είναι σε κάτι; Αυτό που πιστεύει και κάνει, γιατί να το πειθαρχήσει και να μη το κοινωνικοποιήσει, να μην το βγάλει προς τα έξω; Και εκεί ήταν ουσιαστικά η αρχή της διαφωνίας μου με αυτόν το σχήμα που μετείχα, παρόλο που κάθισα μέχρι το καλοκαίρι. Τελείωσε η κατάληψη με μία άτυπη εξεταστική περίοδο που έδωσε το πανεπιστήμιο και η ζωή προχώραγε. Έχει φτάσει πια περίπου στο ‘80, εγώ τότε πηγαινοερχόμουνα Αθήνα-Πάτρα. Στην αρχή, δυο μέρες Αθήνα, τρεις μέρες Πάτρα, μετά τρεις Αθήνα, δύο Πάτρα, με ωτοστόπ όλα αυτά. Τότε ήταν πολύ εύκολο το ωτοστόπ, βγαίναμε στα διόδια του Ρίου και αν δεν ήταν το πρώτο αυτοκίνητο, θα σταμάταγε το δεύτερο αυτοκίνητο. Άντε, αν ήσουνα πολύ άτυχος, το τρίτο αυτοκίνητο, αλλά σε 10 λεπτά έφευγες. Πηγαινοερχόμουν, λοιπόν, Αθήνα, μετά σταμάτησα να είμαι Πάτρα, άρχισε να μ' ενδιαφέρει ένας άλλος τρόπος να βλέπω τα πράγματα. Δηλαδή, η σχολή δεν μου 'λεγε πολλά πράγματα, σκεφτόμουν να την παρατήσω. Είχα αρχίσει —η αφετηρία ήταν ότι είχα σχέση και με μία κοπέλα τότε, που ήταν Αθήνα— αλλά είχε αρχίσει κάτι να μ' ενοχλεί σε σχέση με τις σπουδές μου. Μου φαινόντουσαν ότι δεν μάθαινα πράγματα. Μετά —πώς το λένε;— αναθεώρησα αυτή την άποψη, αλλά μέχρι τότε έτσι ήτανε. Α, μάλιστα πήγα μία φορά στο χωριό σ' αυτό το διάστημα, μετά, να πω στον πατέρα μου ότι τα παρατάω και με το που κάθομαι εκεί να του πω αυτό το πράγμα, ότι θα σταματήσω τη σχολή, δεν με γεμίζει, δεν τη θέλω ή κάπως έτσι, λέει στη μάνα μου: «Μαρία, πιάσε ένα ουίσκι». «Τι έπαθε —λέω ο πατέρας μου;». «Δύο, δύο ουίσκια». Και λέει: «Θέλω να μιλήσουμε λίγο». «Άντε —λέω— να μιλήσουμε. Ρε πατέρα, τι να θες;». Και αρχίζει και μου βγάζει τα εσώψυχα του: «Ήρθαμε απ' το χωριό, ήμασταν κολίγοι. Δεν είχαμε τρόπο να πούμε πράγματα, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε σε κάποιον. Ήταν τσιφλικάδες. Ήταν αυτοί που είχαν περιουσία, ήταν αυτοί που ήταν ντόπιοι κι εμείς δεν μπορούσαμε. Και ξαφνικά περνάς εσύ στο πανεπιστήμιο, περνάει και ο αδερφός σου —πάλι Μαθηματικό, στην Αθήνα— και αρχίζω να έχω λόγο. Μπορούσα να βγαίνω έξω και να μιλάω ελεύθερα. Να μιλάω ελεύθερα σε διάφορους που λέγανε χίλια δυο πράγματα για τα μακριά σας τα μαλλιά που είχατε, για το ότι παρασύρατε τα παιδιά, τα δικά μας παιδιά. Τότε απελευθερώθηκα, τότε μπορούσα να πω στο δάσκαλο που έλεγε ότι: "Να, τα δικά σου τα παιδιά βλέπουν τα δικά μας και αφήνουνε μαλλιά" και να του πω: "Είναι χαζά τα παιδιά σου τότε, αφού μπορούν να παρασυρθούν απ' αυτό"». Και έτσι λέω ότι αν του πω ότι τα παρατάω, τον σκοτώνω. Και ήταν η απόφαση που πήρα μετά να ξαναγυρίσω... Τότε σκεφτόμουν ή να πάω στο χωριό να ασχοληθώ με τα αγροτικά, χωρίς χωράφια. Εν τω μεταξύ, ένα τραγικό πράγμα να γίνεις αγρότης και να μην έχεις χωράφια. Τότε ήταν που ανακάλυψα την ομορφιά που ζούσα μικρός και την έβριζα αυτή την ομορφιά που είχε να βλέπεις τα λουλούδια να δένουνε, οι ντομάτες να ωριμάζουνε. Τότε με είχε γεμίσει ένα κύμα απ' αυτό το πράγμα, ήταν όμορφο πράγμα. Αλλά έπρεπε να περάσω από χίλια κύματα, για να το αντιληφθώ αυτό. Και λέω δεν του λέω ότι θα τα παρατήσω και δεν πάω —λέω— και στην Πάτρα έτσι κι αλλιώς ξανά. Και ξαναγύρισα μετά στην Πάτρα, πέρασα απ' το δεύτερο έτος —που ήμουνα δεύτερο, δεύτερο, δεύτερο—, πήγα στο τρίτο. Μετά μας δώσανε μία άτυπη, πήγα στο τέταρτο και σιγά σιγά τελείωνα και μου μείνανε τα μαθήματα, τρία μαθήματα. Το ένα ήτανε Διδακτική, ένα εξάμηνο, και τα άλλα δύο Γαλλικά. Με τα Γαλλικά δεν θα πω κάτι, στη Διδακτική, όμως, έχει έρθει ένας φίλος, ο Όθωνας, ήτανε στο Χημικό... Αυτός τα παράτησε και είπε ότι: «Θα πάω στην Ιθάκη που είμαι και δεν μπορώ να λέω στον κόσμο κάποια πράγματα, έχοντας τελειώσει το Χημικό». Σωστό ή λάθος δεν το κρίνω τώρα, τα παράτησε. Και μου λέει: «Θέλω να πάμε να δούμε τον Κοσμόπουλο». Ο Κοσμόπουλος έκανε κάτι συνεδρίες αυτοανάλυσης με τους φοιτητές του, στο κάστρο, στο Ρίο, πήγαιναν εκεί. Και μου λέει: «Θα πάω να τον δω. Θες να πάμε παρέα;». «Πάμε —λέω— παρέα». Πάω εκεί, «Γεια», «Γεια», «Τι γίνεται». Εμένα δεν με ήξερε, με τον Όθωνα, αφού κάνανε τις συνεδρίες, γνωριζόντουσαν. «Α —του λέω— θέλω να σου κάνω μια ερώτηση», στον Κοσμόπουλο. «Χρωστάω —λέω— Διδακτική και δεν έχω παρακολουθήσει το Πρότυπο Σχολείο». Μου λέει: «Έχει βγει ανακοίνωση ότι όποιος δεν έχει παρακολουθήσει το Πρότυπο Σχολείο, δεν μπορεί να δώσει Διδακτική». Που κάναμε κάποιες παρουσιάσεις, δηλαδή πηγαίναμε στο Πρότυπο, που ήταν στη Μαιζώνος, νομίζω, ήταν τότε, πηγαίναμε στο Πρότυπο, ήμασταν στην τάξη και παρακολουθούσαμε πώς γίνεται το μάθημα. «Όποιος —λέει— δεν έχει παρακολουθήσει, δεν μπορεί να δώσει. Αλλά —μου λέει— αυτή η ανακοίνωση δεν είναι δεσμευτική». Υπέροχος άνθρωπος. «Αν νομίζεις ότι είσαι έτοιμος, μπορείς να δώσεις». Λέω: «Ναι, είμαι έτοιμος». Λέει: «Θες να δώσεις σήμερα;». Λέω: «Σήμερα;». Δεν ήξερα καν από Διδακτική, παρόλο που μετά πήρα κι άλλη αναβολή, για να κάνω μεταπτυχιακό στη Διδακτική των Μαθηματικών. Μου λέει: «Έλα αύριο απ' το σπίτι μου». Πήγα την άλλη μέρα απ' το σπίτι του, έριξα μια ματιά τώρα σε διάφορα παιδαγωγικά συστήματα, καθόμαστε και πιάνουμε μία κουβέντα και αρχίζει να με ρωτάει σχεδόν ψυχαναλυτικά για τη ζωή: τι είμαι, πώς έκανα και περίπου τα ίδια πράγματα λέγαμε εκεί, με τα χωράφια, με τις ντομάτες και μου λέει σε κάποια φάση... Α, μου 'κανε εντύπωση μια ερώτηση που μου είχε κάνει: «Από πού υπάρχει ελπίδα; Απ' τους φτωχούς ή απ' τους πλούσιους;». Και είχα πει ότι: «Είναι απ' τους φτωχούς. Οι πλούσιοι έχουν να χάσουν, οι φτωχοί δεν έχουνε να χάσουν». Κάποια στιγμή, λοιπόν, μου λέει: «Κοίτα, μέχρι τώρα παίρνεις 5, θέλεις να συνεχίσεις για βαθμό; Να σε ρωτήσω πιο εξειδικευμένα πράγματα ή να συνεχίσουμε την κουβέντα μας;». «Ε προφανώς —λέω— συνεχίζουμε την κουβέντα μας, θέλω. Δεν θέλω τίποτα άλλο». Και μετά μου μείνανε μόνο τα Γαλλικά. Τελειώνει η ιστορία, λοιπόν, τελειώνω το Πανεπιστήμιο. Έχω πάρει...
Α, σε όλο αυτό το διάστημα, βέβαια, δεν ήμουνα μόνιμα Πάτρα, πηγαινοερχόμουνα. Υπάρχουν πολλά σημαντικά γεγονότα που έχουνε γίνει σε όλο αυτό το διάστημα, μέχρι το ‘95-‘96 που πήρα το πτυχίο. Στις μέρες ή τα χρόνια που ήμουνα στην Αθήνα είχε γίνει η κατάληψη στο Χημείο. Μια κατάληψη, όπου ήμουνα στη συνέλευση που —δεν ψήφισα— στη συνέλευση που πήρε απόφαση, ήμουνα εκεί, μετείχα με κάποιον τρόπο, τουλάχιστον σαν παρουσία και στις συνελεύσεις ήμουνα εκεί, αλλά δεν ήμουνα σε όλες τις εκφάνσεις αυτού του πράγματος και στις εκδηλώσεις που είχαν γίνει. Θυμάμαι, δηλαδή, την ημέρα που χτύπησε η Πανσπουδαστική με τον Μαλάμη και... για να ανοίξουνε την κατάληψη, γιατί η Πανσπουδαστική ήτανε κατά. Αλλά και στην Πάτρα η Πανσπουδαστική κατά ήτανε στην κατάληψη. Ήμουν με μία κοπέλα τότε και έρχεται ένας τύπος με ένα μηχανάκι, μας βλέπει στον δρόμο και μας λέει: «Μην πάτε, θα γίνει κάτι το βράδυ». Δεν δώσαμε σημασία, αλλά, ωστόσο δεν πήγαμε κιόλας και ήταν το βράδυ που μπήκε ο Μαλάμης μέσα. Μετά από κάποιες μέρες την πέσαν τα ΜΑΤ. Δυστυχώς εγώ ήμουνα στο χωριό, είχα πάει μια βόλτα στο χωριό, δεν ήμουνα εκεί. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορώ να ξέρω το πώς και τι, πώς θα είχε εξελιχθεί.
Τι κόσμος ήτανε μέσα στην κατάληψη και με τι αιτήματα;
Τα αιτήματα ήταν φοιτητικά στην αρχή, αλλά δεν ήτανε αυτό που επικράτησε μετά. Αλλά, εάν θυμάμαι καλά, η αφετηρία ήταν φοιτητικά. Όταν, λοιπόν, την πέσαν τα ΜΑΤ, δεν ήμουνα, ήμουνα στο χωριό. Γύρισα την άλλη ακριβώς μέρα, θα πρέπει να ήτανε... [00:40:00]δεν ξέρω τώρα. Στο χωριό πήγαινα ή Απόκριες ή Χριστούγεννα ή Πάσχα. Εκτός και αν πήγα έτσι, εκτάκτως, δεν ξέρω για ποιο λόγο να 'χα πάει. Πάντως, όταν γύρισα, δεν πήγα απ' το σπίτι, πέρασα απ' την κατάληψη, να δω τι γίνεται. Είναι μια σειρά ματατζήδων παρατεταγμένοι στην —πώς λέγεται ο δρόμος;— Ναυαρίνου; Η Ναυαρίνου είναι; Πίσω απ' το Χημείο. Ήτανε Χημείο-Φυσικείο, μαζί. Είναι μια διμοιρία των ΜΑΤ και έτσι όπως περνάω, λίγο πριν απ' το Χημείο, περνάω, ακούω μέσα απ' τα ΜΑΤ: «Ρε Κώστα!». Κέρωσα. Κοιτάω γύρω γύρω, λέω κάτσε μη με βλέπει κανένας ότι... ακούει κανένας ότι μιλάω με ματατζή. Γυρίζω και βλέπω έναν συμμαθητή μου εκεί. Λέω: «Τι έγινε εδώ;». «Ό,τι ήταν να γίνει έγινε», μου λέει. Έφυγα γρήγορα γρήγορα, μη με πάρει και κάνα μάτι και τι να εξηγήσεις τώρα; Ότι σου μίλησε ένας συμμαθητής; Και ποιος θα σε πιστέψει κιόλας; Άλλες εκδηλώσεις μετά το Χημείο... Θυμάμαι πολύ καλά την ιστορία, τη δολοφονία του Καλτεζά τότε. Και αυτός είχε γονατίσει, ο μπάτσος σημάδεψε και τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Ένα μικρό παιδί. Βέβαια, έγινε ένας χαμός από αντιδράσεις, κατάληψη στο Πολυτεχνείο. Το Πολυτεχνείο ήταν η πρώτη αυθόρμητη κατάληψη που γινόταν σε οποιοδήποτε κοινωνικό γεγονός. Σε ανάμνηση, φαντάζομαι, και με τη σημειολογία που είχε το Πολυτεχνείο του ‘73. Εκεί, λοιπόν, είμαστε μέσα στο Πολυτεχνείο, πέφτουν απίστευτα δακρυγόνα μέσα —απίστευτα δακρυγόνα!—, ήταν κι ο αδερφός μου εκεί. Κάποια στιγμή... Το παρατσούκλι του αδερφού μου ήταν: «Κοπάνα-κονιάκ». Έπινε μεν αλλά αυτό το κοπάνα-κονιάκ είχε βγει από έναν μπάρμπα που μας έλεγε μια ιστορία με κάποιον που έπινε κονιάκ και του είχε βγει αυτού του τύπου, που δεν τον ήξερα εγώ, κοπάνα κονιάκ. Και ο Χρήστος, του άρεσε αυτή η ιστορία, ο αδερφός μου, και την επαναλάμβανε συνέχεια και του είχε βγει το παρατσούκλι. «Ποιος; Ο κοπάνα-κονιάκ». Βγαίνει, λοιπόν, έξω απ' το Πολυτεχνείο... γιατί έξω απ' το Πολυτεχνείο ήτανε μπάτσοι και παρατρεχάμενοι αυτωνών. Βγαίνει να διεκδικήσει τι; Χώρο ζωτικό; Να κάνει ένα ηρωισμό; Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί βγήκε, δεν ήμουνα εκεί την ώρα που βγήκε, ήμουνα μες στο Πολυτεχνείο, αλλά δεν ήμουνα μπροστά. Βγαίνει εκεί, κάποιοι λέγανε ότι —χαριτολογώντας—: «Έκανε λάθος, πέταξε το κονιάκ και ήπιε τη μολότοφ». Αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Βγαίνει έξω και οι παρατρεχάμενοι των μπάτσων, οι φασίστες —μάλιστα ο ένας απ' αυτούς ήταν στρατιωτικός, έφεδρος μεν, αλλά στρατιωτικός—, τον λιανίσαν στο ξύλο. Από διηγήσεις που μου είπε μετά, λέει: «Αυτό που θυμάμαι ήταν ότι δεν άντεχα άλλο και ενώ έκρυβα το πρόσωπό μου και το κεφάλι μου, λέω: "Αφήνω τα χέρια μου —λέω—, ας μου ρίξει κάποιος, να λιποθυμήσω"». Και έτσι έγινε, από ό,τι μου είπε, κάποιος τον κλώτσησε στο κεφάλι, λιποθύμησε. Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι τον πιάσανε, το μαθαίνει ένας φίλος μας, ο Αντώνης ο Νταβάνης. Με το που το μαθαίνει, σαν Ηρακλής, σαν ήρωας: «Πιάσανε τον κοπάνα-κονιάκ;» Βγαίνει έξω, να πάει πού; Να τον σώσει. Με το που βγαίνει έξω, πέφτει πάνω στα ΜΑΤ, τον τσακίζουνε κι αυτόν, τον λιανίζουνε, τον βάζουνε σε μια κλούβα. Και απ' τις διηγήσεις που μας έλεγε μετά, ήταν ότι λέγανε: «Ήμουνα λιπόθυμος —λέει— κάτι άκουγα μόνο, αλλά δεν μπορούσα να κουνήσω τίποτα. Λέγανε ότι: "Πάει αυτός, έχει πεθάνει". Και σκεφτόμουν από μέσα μου: "Ρε τους πούστηδες, μάλλον θα με σκοτώσουνε" Ένας φόβος —λέει—, μαζί με την ανημποριά, του να μην μπορώ να κουνηθώ, και συγχρόνως να είναι ένας φόβος, ότι με έχουνε, για να με σκοτώσουνε. Αφού εγώ ζω ακόμα, τους ακούω! Κάποια στιγμή —λέει— φύγαν απ' την κλούβα αυτοί, οι ματατζήδες, βγήκαν έξω. Συνήλθα κάπως —έτσι μου 'λεγε ο Αντώνης—, βγαίνω έξω, δεν με πρόσεχε κανένας. Πάω σε μια πολυκατοικία, ανοιχτή η πόρτα. Σωριάστηκα μέσα και δεν με συλλάβανε εμένα». Την άλλη μέρα... Α, βρίσκω τον αδερφό του Νταβάνη και μου λέει: «Πιάσαν τ' αδέρφια μας, ε; Πρέπει να κάνουμε ένα κίνημα τώρα». «Ρε συ Νικόλα, κάτσε να δούμε πού είναι και να κάνουμε και κίνημα, το ρημάδι. Αλλά να δούμε πού είναι». Την άλλη μέρα ψάχνω, ψάχνω, πουθενά. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ένας δικηγόρος, αναρχικός δικηγόρος, ο Βασίλης ο Καραπλής. Αυτοί και οι τρεις τώρα, και ο αδερφός μου και ο Νταβάνης και ο Βασίλης δεν ζούνε πια. Παίρνω τον Βασίλη, του λέω: «Βασίλη, έτσι κι έτσι, τον Χρήστο, που είναι». Μου λέει: «Κώστα, δεν μπορώ να ασχοληθώ τώρα, γιατί γίνονται συνέχεια διάφορα πράγματα. Πάρε το τηλέφωνο αυτό, είναι του Κοκκινάκη —μου λέει—, του διοικητή της ασφάλειας και πάρ' τον τηλέφωνο. Θα σου πει. Θα του πεις ότι: "Είμαι ο Βασίλης ο Καραπλής". Αλλά δεν θα του μιλήσεις κανονικά, γιατί δεν θα σε πιστέψει ότι είμαι εγώ». «Και τι θα πω ρε Βασίλη;». «Θα αρχίσεις να του ρίχνεις μπινελίκια: "Γαμιέσαι, πούστη, κάνεις. Πες μου πού είναι"». «Ρε Βασίλη δεν μπορώ να τα πω». «Αν δεν τα πεις, δεν θα σε πιστέψει ότι είμαι εγώ». Τι να κάνω, πάω σ' ένα περίπτερο, δεν είχαμε τηλέφωνο στο σπίτι, πάω σ' ένα περίπτερο έχω το χαρτάκι με το τηλέφωνο, παίρνω. «Τον Κοκκινάκη», λέω. Μου 'ρθε να πω: «Τον κύριο Κοκκινάκη», αλλά —λέω— κάτσε, άλλα μου έχει πει ο Βασίλης. «Τον Κοκκινάκη». Λέει: «Ο ίδιος». «Μαλάκα Κοκκινάκη, είμαι ο Βασίλης ο Καραπλής. Πού έχετε τον Μουστάκα τον Χρήστο;». «Κύριε Βασίλη δεν τον έχουμε εμείς». «Ψέματα μου λες, πούστη, εσύ γαμιέσαι». «Μα δεν... αν τον είχαμε, θα σας το έλεγα, κύριε Βασίλη». Πείστηκα ότι μάλλον δεν τον έχουνε. Δεν κοιμήθηκα το βράδυ, το δεύτερο βράδυ, το πρώτο πάλι δεν κοιμήθηκα, το δεύτερο δεν κοιμήθηκα. Το τρίτο, με παίρνει μία φίλη γιατρός, μου λέει: «Είναι στο ΚΑΤ». Παίρνω τα κουράγια μου, δεν ήξερα πώς είναι στο ΚΑΤ, σε τι κατάσταση είναι. Πάω στο ΚΑΤ, ρωτάω εκεί στην πύλη. «Α, είναι —λέει— στον τάδε όροφο». Με το που μπαίνω, είναι: «Τμήμα Ηρώων Πολυτεχνείου». «Αμάν —λέω—! Πάει, εδώ θα βρουν τα κοκαλάκια του». Μπαίνω μέσα, ζούσε μια χαρά. Ήτανε μπλε, όμως, μελανιασμένος παντού, ό,τι φαινότανε. Εμένα μου 'ρθε εκείνη την ώρα να κάνω πλάκα, ανακουφίστηκα, δηλαδή, έφυγε όλη η ένταση. Ζει; Δεν ζει; Πώς είναι; Εντάξει, ζούσε. Μπλε; Μπλε. Αλλά ζούσε. Και θυμήθηκα ένα τραγούδι του Χάρρυ Κλυνν και του λέω: «Και σου κάνανε τη μάπαμπλε μαρέν αράπα». Αρχίζει να γελάει και να μου λέει: «Ρε μαλάκα αδερφέ, μη λες αστεία. Γελάω και πονάει όλο μου το σώμα, δεν μπορώ να γελάω». «Γέλα —λέω— τώρα ζεις, μια χαρά είσαι». Είχα τόση ανακούφιση! Δεν ήμουνα σίγουρος αν θα ζει ή δεν θα ζει.
Προχωρώντας, λοιπόν, στη ζωή... η ζωή είναι μια πορεία, τουλάχιστον για μένα. Ένα πέρασμα είναι και γι' αυτό δεν υπάρχει νιότη και γηρατειά. Είναι μια πορεία, κάθε φορά είναι καλή. Καλή κι όταν δεν είχες παντελόνι να φορέσεις; Καλή ήτανε, ήταν ζωή, ήταν ύπαρξη. Καλή και τώρα που ζορίζεσαι οικονομικά; Και τώρα καλή είναι. Είναι έτσι ένα πέρασμα, πόσο μας μένει να ζήσουμε; Αρκεί να μην αφήνουμε να μας χαλάνε τις επιθυμίες που έχουμε για κοινωνική δικαιοσύνη, για ισότητα, για αλληλεγγύη και αγάπη στο τέλος. Με τις καταλήψεις, λοιπόν, που γινόντουσαν στο Χημείο, στο Πολυτεχνείο και άλλες... Είχαμε και δραστηριότητες πέρα από αυτές. Α, στον Καλτεζά είχα πάει με κάτι μπότες που μου είχε κάνει δώρο ένας φίλος Κρητικός, ήταν κάτι χειροποίητες, τα στιβάνια αυτά, που ήταν με ξυλόκαρφα όλες, και αυτός, ο Αντώνης ο Νταβάνης, που πήγε σαν ήρωας, σαν λιοντάρι να σώσει τον Χρήστο, με βλέπει, μου λέει: «Α, μπράβο! Ο πρώτος που θα έρθει, θα φάει μια κλωτσιά και θα τη θυμάται σε όλη του τη ζωή! Δεν σε βλέπω με αθλητικά παπούτσια, να φύγεις». «Ναι ρε Αντώνη —λέω— δεν έχω κι άλλα, αυτά έχω». «Εν πάση περιπτώσει, είσαι προετοιμασμένος», μου λέει. Α, ένας άλλος φίλος, είχε έρθει με το αγροτικό. «Είναι και κάτι αναρχικοί —λέει— με τα αγροτικά που ήρθανε και φέρνουνε κόσμο». Πλάκες ήταν όλα αυτά. Εκτός, λοιπόν, απ' αυτά τα πράγματα υπήρχανε και συνευρέσεις ανθρώπων και πολιτικές και μη πολιτικές. Τα Εξάρχεια ήταν ένας χώρος, όπου γινόντουσαν πολιτικές ζυμώσεις, ιδεολογικές ζυμώσεις, άκουγες πράγματα. Αν ήθελες, αν δεν ήθελες, έπινες μπύρες, ξέρω 'γω τι έκανες εκεί. Ή έπαιρνες πρέζα αν... κατά καιρούς, δηλαδή, ερχόταν η πρέζα στα Εξάρχεια και μάλιστα είχαμε τότε την άποψη ότι όταν το κίνημα ανεβαίνει, πέφτει η πρέζα, για να χαντακώσει κόσμο. Αυτή είναι μια εικασία, δεν ξέρω τώρα. Σαν μαθηματικός οι εικασίες αν δεν αποδειχτούν δεν ξέρω πόσο μπορείς να βασιστείς. Η αίσθησή μας ήταν αυτή πάντως. Ο Άσιμος, λοιπόν, που είχα ακούσει τα τραγούδια του στην κατάληψη, στην Πάτρα πρώτη φορά, τον είχα δει πολλές φορές στην πλατεία, τον είχα δει να παίζει. Με τον Αντώνη τον Νταβάνη, ήτανε κάποια βραδιά, υπήρχε μία ταβέρνα υπόγεια, ο «Παντέλος», στα Εξάρχεια πάνω, όπου πηγαίναμε εκεί πίναμε τα κρασιά μας, κουβεντιάζαμε. [00:50:00]Οι μεζέδες μας ήταν λίγο παράξενοι, μια σκορδαλιά... Και μου λέει κάποια μέρα: «Ρε συ, πάμε στον Νικόλα;». Ο Νικόλας έμενε στην Καλλιδρομίου, σ' ένα υπόγειο, όπου, βέβαια, έμπαινες απ' το παράθυρό του του μέσα. Το παράθυρο έβλεπε στην Καλλιδρομίου, δεν χτύπαγες το κουδούνι, ήταν μόνιμα ανοιχτό. «Δεν θα πάρουμε μεζέ;», του λέω. «Βέβαια, δεν θα πάρουμε σκορδαλιά;». Πήραμε σκορδαλιά και κρασάκι, πήγαμε εκεί. Πήγα δυο-τρεις φορές, πάντα μαζί με τον Αντώνη. Ο Αντώνης ήταν και μεγαλύτερος από μένα, όπως και ο Άσιμος, που γνωριζόντουσαν πιο καλά. Δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο, ένας φιλόξενος άνθρωπος. Άσχετα αν μετά τα ψυχολογικά του τον οδηγήσαν να κάνει ακραία πράγματα, πολύ ακραία. Δηλαδή, πράγματα που δε μπορείς να τα συγχωρήσεις εύκολα. Ωστόσο, ήταν μορφή. Όχι μορφή με την έννοια της εξουσίας, ήταν μορφή με την έννοια της ιδιαιτερότητας και της αυθεντικότητας που είχε σ' αυτό που έκανε. Τότε υπήρχε μια αναρχική εφημερίδα, η Δοκιμή, έτσι λεγότανε, όπου μετείχα σε αυτήν. Πηγαινοερχόμουνα στο χωριό-Αθήνα, δεν ήμουνα όλες τις φορές εδώ. Ξέραμε, βέβαια, ότι —τότε δεν υπήρχαν κινητά πρώτα απ' όλα— ότι μας παρακολουθούνε, το ξέραμε αυτό, άλλα λέγαμε τα δικά μας. Δεν λέγαμε και τίποτα εκτός κλίματος ή εκτός... που να ενοχοποιηθεί κάποιος. Μέχρι που κάποια στιγμή λέμε: «Κάτσε να δούμε πόσους κοριούς υπάρχει». Βρήκαμε 10 κοριούς μέσα σε μια αίθουσα που υπήρχε... Τότε ήταν οι κοριοί, έτσι τους λέγανε, τα μικροφωνάκια τα μικρά, όπου καταγράφονται τα πάντα. Πού ήταν συνδεδεμένα; Ξέρω, στην ασφάλεια ήτανε, αλλά δεν μας πτόησε αυτό.
Προχωρώντας, λοιπόν, η ζωή, γιατί είπαμε η ζωή είναι μια πορεία, άρχισε να χρειάζεται να δουλέψω και πιο... έξω απ' τα χωράφια, δηλαδή, που δούλευα. Μέχρι και που ήμουνα φοιτητής, δούλευα. Αφού πήρα το πτυχίο, λοιπόν, πήγα φαντάρος και γύρισα από φαντάρος, πράγμα που το μετάνιωσα, που πήγα φαντάρος. Μα ήμουνα και δακτυλοδεικτούμενος. Από μία παρέα ο μόνος που πήγε, από άλλες παρέες πήγανε όλοι. Λέω: «Τι δουλειά να κάνω; Έχω τελειώσει το Μαθηματικό, ωραία. Τι να κάνω; Μαθήματα;». Δηλαδή, να εμπορευτώ τη γνώση. Μα όλη μου η ψυχοσύνθεση, ο τρόπος που έβλεπα τα πράγματα, που αντιλαμβάνομαι —αντιλαμβανόμουν και αντιλαμβάνομαι— τον κόσμο, λέω ότι: «Η γνώση δεν εμπορεύεται. Άρα μαθήματα δεν θα κάνω». Έκανα κάποια μαθηματάκια σε συγγενείς, δηλαδή σε παιδιά συγγενών ή αυτά, χωρίς αμοιβή βέβαια. Αλλά, ωστόσο, η ανάγκη της επιβίωσης ήταν επιτακτική. Έτσι κι αλλιώς και όταν ήμουν φοιτητής, παρόλο που το καλοκαίρι ήμουνα στο χωράφι, τον χειμώνα να κάτι οικοδομές, κάτι τούβλα και κεραμίδια που κουβαλάγαμε, κάτι φυλλάδια που μοιράζαμε, όλο και κάτι έκανα, γιατί αλλιώς τα χρήματα ήτανε λιγοστά. Τέλειωσα το στρατιωτικό και λέω —μια πληγωμένη ιστορία, είπαμε— και λέω: «Άντε τι να κάνω τώρα;». Ο αδερφός μου τότε δούλευε σε φιάλες υγραερίου, κουβάλαγε φιάλες υγραερίου και μου λέει: «Έλα». «Ωραία —λέω—, να πάω». Α, παρεμπιπτόντως όσο ήμουνα φαντάρος, έχω πάρει μια άδεια, έχω έρθει στην Αθήνα, δουλεύω μια μέρα στις φιάλες υγραερίου και όλες τις εισπράξεις που είχαμε απ' τις φιάλες —α, το ποσοστό μας δεν ήταν όλες οι εισπράξεις— τις πήρα, για να ξαναπάω πάνω. Μου λέει: «Αδερφέ, έτσι δουλεύω και εγώ, να παίρνεις όλες τις εισπράξεις». Χαριτολογώντας και γελώντας, δηλαδή. Μου λέει: «Καλά, θα κανονίσω εγώ, μη στεναχωριέσαι». Γυρίζω, λοιπόν, και λέω: «Άντε, ας πάω στις φιάλες υγραερίου». Πιο πριν έκανα σε μια εταιρεία promotion, όπου διαφήμιζε διάφορα πράγματα. Συνήθως διαφήμιζε φυλλάδια με τρία-τέσσερα μαγαζιά που είχαν τα ίδια προϊόντα, trust τα λένε, στις βιομηχανίες. Αλλά δεν ήταν trust, μαγαζάκια ήτανε, έτσι με γυαλικά, με τέτοια. Και ήμουνα σαν συντονιστής, όπου... Βέβαια, τα παιδιά τα έπαιρνα μεσημέρι και πηγαίναμε κάπου, για να φάμε μαζί. Εντάξει, τους τα πλήρωνα, αλλά... Λέγανε... όλα σκοτωνόντουσαν ποια θα 'ρθούνε σε μένα. «Α, με τον Κώστα θα πάμε εμείς». Δεν τα πίεζα, δηλαδή, έβγαινε και η δουλειά μια χαρά. Μετά, λέω: «Ας πάω στις φιάλες υγραερίου που είναι και ο αδερφός μου». Πάμε εκεί, σκληρή δουλειά. Πολύ δύσκολη δουλειά. Δηλαδή, σκέψου ότι οι μικρές, οι κλασικές φιάλες, είναι 10 κιλά περιεχόμενο και 10 κιλά το σίδερο, 20 κιλά. Υπήρχανε φιάλες δεκατριάρες ήταν μετά, άρα περίπου στα 26 κιλά το περιεχόμενο και 13... υπήρχαν εικοσάρες με 20 το σίδερο, 40 κιλά και εικοσιπεντάρες και τριαντάρες μετά. Έπρεπε να έχεις 60 κιλά στην πλάτη σου και να πας να το παραδώσεις. Έχω πάει στο «Fresh», ένα ζαχαροπλαστείο με μία τριαντάρα. Την κουβαλάω στην πλάτη, 30 και 30, 60 κιλά στην πλάτη! Αλλά δεν ήμουνα αμάθητος, έτσι κι αλλιώς στο χωράφι, για να τελειώσω νωρίτερα, έπαιρνα και 80 κιλά στην πλάτη και 90, να μην κάνω πολλές διαδρομές, να τελειώσω, να πάμε το βράδυ για τσιπουράκια, στα φοιτητικά μου χρόνια. Πάω στο «Fresh», εκεί ήταν το εργαστήριο. Λέω: «Ρε παιδιά, ένας άντρας!». Ξεκαρδίζονται στα γέλια οι άντρες και λένε με κάποιο τρόπο: «Καλέ, έναν άντρα ζητάει!». Ήταν ομοφυλόφιλοι, αλλά εμένα δεν μ' ένοιαζε ούτε καν, εγώ ήθελα κάποιος να με βοηθήσει. Τον άντρα δεν τον είπα στην προτίμησή του, τη σεξουαλική προτίμηση, στο να με βοηθήσει. Δεν με βοήθησε κανένας. Δουλεύαμε, λοιπόν, εκεί στις φιάλες, μια χαρά. Είχαμε κάνει ένα ωραίο team. Ο Χρήστος, ένας Χρήστος, που είχε τελειώσει το Οικονομικό, ο Χρήστος, ο αδερφός μου, που ήταν ακόμα φοιτητής του Μαθηματικού, έτσι κι αλλιώς τα παράτησε, δεν τελείωσε ποτέ, εγώ που είχα τελειώσει το Μαθηματικό και σε κάποια στιγμή ήρθε και ο… αχ, δεν θυμάμαι το όνομά του τώρα. Ένα παιδί που είχε τελειώσει πολιτικός μηχανικός και είχε κάνει μεταπτυχιακό στην κυκλοφορία ή κάτι τέτοιο. Ήμασταν όλοι εμείς στο team και το αφεντικό μας είχε βγάλει με το ζόρι το δημοτικό και καμάρωνε: «Είμαι... τέτοιο δεν μπορώ να βρω — λέει—, δεν υπάρχει περίπτωση να βρω τέτοιο team». Εκεί δουλεύαμε. Είχε διαφορές κωμικοτραγικές καταστάσεις κάποιες φορές, εν πάση περιπτώσει. Ο αδερφός μου είχε ένα κατάλογο και έγραφε: «30 σκαλιά», δεν πήγαινε, όταν ερχόταν παραγγελία εκεί, δεν πήγαινε. 30 σκαλιά ν' ανέβεις φορτωμένος δεν είναι εύκολο. «25 σκαλιά», δηλαδή 18 σκαλιά και τ' άφηνε στους νεότερους, σε μας, να πάμε. Εγώ είχα φορτηγάκι, ένα φορτηγάκι που έπαιρνε τις μεγάλες, που πήγαινα στα μαγαζιά, και όχι μόνο αυτό και τη βέσπα έπαιρνα μερικές φορές. Μια φορά ανεβαίνω με τη βέσπα στην Αμφείας, είναι ένας δρόμος πολύ ανηφορικός στου Γκύζη, και έχοντας δύο εικοσιπεντάρες φιάλες υγραερίου, άρα 100 κιλά πίσω και μία μπροστά, στα πόδια, με το ζόρι κρατιόταν το μηχανάκι να μη σηκωθεί. Δηλαδή όσο πήγαινε, δεν σηκωνότανε. Μπροστά μου είναι ένα αυτοκίνητο, πατάει φρένο, με το που πατάει φρένο, το καταλαβαίνω —δεν υπάρχει περίπτωση—, σηκώνεται το μηχανάκι, πατάω φρένο κι εγώ, σηκώνεται το μηχανάκι, φεύγουνε και οι τρεις οι εικοσιπεντάρες φιάλες και πάνε στην κατηφόρα. Και λέω: «Τώρα ποιο αυτοκίνητο θα χτυπήσουνε;». Δεν ερχόταν άνθρωπος, μηχανάκι, άλλο αυτοκίνητο, αλλά τα παρκαρισμένα οι φιάλες, έτσι όπως ρολάρανε... «Ποιο θα χτυπήσουν; Θα χτυπήσουν αυτό; Θα χτυπήσουν εκείνο;». Τύχη μεγάλη! Οι δύο πήγανε στα πεζοδρόμια, η τρίτη, που πήγε σε ένα αυτοκίνητο, αυτός το είχε παρκάρει με στριμμένο το τιμόνι και ήταν η ρόδα απ' έξω, και πήγε σφήνωσε στη ρόδα. «Ωραία —λέω— είμαστε! Τώρα μια χαρά». Μια φορά είχα πάει σε κάτι Πολωνούς. Έχουνε πάρει τηλέφωνο το απόγευμα, μου λέει ο Σταύρος: «Περνάς από εκεί —ο Σταύρος ήταν το αφεντικό— περνάς από κει, δεν τους πας κι αυτή τη φιάλη;». Λέω: «Να τους πάω», λέω. Πάω τη φιάλη, οι Πολωνοί σ' ένα υπόγειο μένανε. Με το που τους έρχεται η φιάλη την ίδια μέρα, ενθουσιαστήκανε. Αυτοί πίνανε βότκα: «Θα πιείς μια βότκα». «Βρε, θέλω να σχολάσω», λέω. «Όχι, θα πιείς μια βότκα». Δεύτερη βότκα, τρίτη βότκα, τελειώνει ένα μπουκάλι, τελειώνει δεύτερο μπουκάλι, έχει πάει 00:00 η ώρα το βράδυ και ανησυχούνε πίσω, ο Χρήστος, που ήταν εδώ, με τον Χρήστο, τον αδερφό μου. Ανησυχούν: «Τι έγινε με τον Κώστα;». Ο Σταύρος, το αφεντικό, λέει: «Κάτσε βρε παιδιά, περίμενε. Τελευταία παραγγελία πού πήγε; Στους Πολωνούς. Εκεί θα είναι ακόμα — λέει—, μη στεναχωριέστε». Κατά τη 01:00 πήγα κι εγώ το βράδυ εκεί. Κάποια στιγμή χτυπάει ένα τηλέφωνο, 01:00 η ώρα το βράδυ. Όταν τελειώναμε τη δουλειά, για να χαλαρώσουμε, τόσο ένταση και κούραση, καθόμασταν πίναμε ένα ποτάκι, κουβεντιάζαμε, λέγαμε ιστοριούλες, τέτοια. Χτυπάει ένα τηλέφωνο 01:00; 00:30-01:00; Κάπου εκεί. Και λέει κάποιος για παραγγελία. «Μα —λέει ο Σταύρος— κύριε μου...». Λέει: «Παραγγελία; —λέει ο αδερφός [01:00:00]μου— Φέρ' τον σε μένα». «Τι θέλετε κύριε;». Λέει: «Να παραγγείλω μια φιάλη υγραερίου». «Μπράβο —λέει— ναι, να παραγγείλετε». Λέει: «Τι ώρα θα είναι». «Κατά τις 04:00 —λέει— το πρωί». «Μα —λέει— 04:00 το πρωί;». «Μα ρε μαλάκα —του λέει—, τέτοια ώρα που πήρες τηλέφωνο, τι περιμένεις να σου πούμε; Ότι τι ώρα θα τη φέρουμε, δηλαδή;». Είχαμε τέτοια παιχνίδια, καλά ήτανε. Και εκεί σε αυτό το μαγαζί, που το είχε αυτός ο Σταύρος... Ο Σταύρος ήταν αριστερός, ΚΚΕ, απ' τον Βώλακα είχε έρθει πάνω, της Δράμας, απ' το Νευροκόπι δίπλα. Εντάξει, ήταν μια ιστορία κι αυτός. Είχε αυτό, είχε κάνει πολλές δουλειές, τελικά έγινε φιαλάς. Και ήτανε πόλος έλξης της γειτονιάς κι εκεί. Άλλο που δεν θέλαμε κι εμείς, δηλαδή. Συνηθισμένοι σ' αυτό, όταν ήμασταν χαλαροί, γινόντουσαν γλέντια, πειράγματα, αστεϊσμοί. Τελειώνει η ιστορία, λοιπόν, με τις φιάλες.
Γνωρίζω τη Γιάννα, την τωρινή σύντροφο, και μου λέει —αρχίζει και η μέση μου να μ' ενοχλεί— και μου λέει: «Καλά, δεν κάνεις κανένα μαθηματάκι;». «Ω ρε Γιαννούλα —λέω—, η γνώση δεν εμπορεύεται». Αλλά με πονάει κι η μέση μου. «Άντε —λέω— να κάνω κάνα μάθημα». Και άρχισα σιγά σιγά να κάνω μαθήματα. Ιδιαίτερα στην αρχή, μετά πήγα σ' ένα φροντιστήριο στην Καλλιθέα. Δεν μου 'βαζε ΙΚΑ, δεν μας πλήρωνε κιόλας στο τέλος. Γιατί αυτός ήταν ένας στρατιωτικός που το είχε και το είχε ανοίξει στο όνομα της μάνας του, για να πάρει ένσημα, να βγει στη σύνταξη και το πούλησε. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ενώ μας χρώσταγε χρήματα, έρχεται —με τη νέα ιδιοκτησία— έρχεται κάποια να πληρώσει. Με το που έρχεται να πληρώσει, είμαι εκεί, παίρνω τα λεφτά στο χέρι, και λέω: «Αυτά είναι δικά μου, πάρε τα υπόλοιπα». Δεν είπε τίποτα, εγώ πληρώθηκα. Ο Φυσικός δεν πληρώθηκε, πήγαμε... Εν πάση περιπτώσει, κάναμε μια ιστορία, δεν ευόδωσε και λέω: «Άντε, να αρχίσω να κάνω μαθηματάκια». Δεν εμπορεύεται η γνώση, αλλά ας την εμπορευτούμε —σε εισαγωγικά—, αλλά με πιο ανθρώπινο τρόπο, με κάπως… Έμπορας δεν μπορούσα να γίνω ποτέ, γνώσης, δεν τα κατάφερα ποτέ στη ζωή μου. Λέω: «Άντε, να κάνουμε μαθηματάκια». Και άρχισα να κάνω μαθήματα σιγά σιγά σε κάποια φροντιστήρια, στην αρχή κάποια ιδιαίτερα, μετά σ' ένα φροντιστήριο. Μετά ήτανε, το ‘95, ένα πρόγραμμα που είχε βγει για τις φυλακές ανηλίκων στον Κορυδαλλό, το «Μελάπους», και μία φίλη μού λέει: «Μήπως θέλεις να πας εκεί;», που το είχε μάθει. Εγώ δεν έψαχνα τότε τίποτα απ' αυτά, δηλαδή δεν έψαχνα κάτι σε σχέση με το να διδάσκεις, το να κάνεις μαθήματα. Και λέω: «Ναι». Έκανα μια αίτηση, με πήρανε και ήταν μια εμπειρία συγκλονιστική. Απ' τον τρόπο που έμπαινες μέσα, μέχρι τι σου γεννιότανε στο μυαλό, σε σχέση με το τι είναι φυλακή. Έμπαινες μέσα, έκλεινε μία σιδερένια πόρτα, άνοιγε μια άλλη, την πέρναγες, έκλεινε. Μέχρι να βρεθούμε σ' έναν χώρο, σαν ένα μικρό αμφιθέατρο, όπου εκεί θα κάναμε τα μαθήματα, εγώ σαν μαθηματικός. Να κάνεις μαθήματα εν τω μεταξύ σε ποιους; Σε παιδιά... στις φυλακές ανηλίκων, είναι μέχρι 21 χρόνων. Σε παιδιά, που δεν έχουνε πάει δημοτικό, κάποιοι Τσιγγάνοι, δηλαδή, που ίσα που έχουν τελειώσει ή δεν έχουνε τελειώσει το δημοτικό, μέχρι παιδιά που ήτανε τρίτη λυκείου, κανονικά παιδιά. Κανονικά παιδιά... όλοι κανονικά παιδιά ήτανε. Δηλαδή, κανονικά στην διαδικασία της εκπαίδευσης. Δεν μπορείς να πεις κάτι. Έκανα μια απόπειρα στην αρχή να τους πω κάτι. Ένας Ρωσοπόντιος μου 'λεγε ότι: «Θέλω φόρμουλες». Στην αρχή δεν καταλάβαινα. Τύπους έψαχνε να βρει, τύπους, για να μαθαίνει, να εξασκείται, στα μαθηματικά τουλάχιστον που έκανα εγώ. Να σε πιάνει ένα πλάκωμα. Να βλέπεις παιδιά με όλη τη ζωτικότητα, τη ζωντάνια των 17, 18, 16, εκεί ήτανε —μικρά δεν ήτανε, γιατί αυτά δεν πάνε στις φυλακές ανηλίκων—, προφυλακισμένοι όλοι αυτοί, και να σε πιάνει η ψυχή σου. Να λες: «Έναν, έναν δικηγόρο να είχανε, οποιονδήποτε, δεν θα 'ταν μέσα». Όχι ότι οι δικηγόροι είναι η πανάκεια, η ίδια η κοινωνία καταδικάζει κάποιους, ποιους; Τους αδύναμους. Μ' αυτήν την έννοια ένας δικηγόρος, ναι. Μέχρι να γίνει η δίκη δεν θα ήταν μέσα. Παιδιά τώρα, να σε τρελαίνει. Παρόλα αυτά, ήταν ζωντανά τα παιδιά, πολύ ζωντανά, δηλαδή παίζανε μεταξύ τους, αστειευόντουσαν. Και μου 'κανε εντύπωση οι φύλακες, ο φύλακας, μάλλον, ο ένας που ήταν εκεί, στον χώρο, ήταν ένας πράος άνθρωπος. Οι άλλοι δεν τους γνώρισα, θα σου πω σε λίγο τι γινόταν με τους άλλους. Αλλά αυτός ήταν πράος. Ένας πράος άνθρωπος και τα παιδιά, έτσι τον είχανε μάλλον σε εκτίμηση, δεδομένης της θέσης που ήταν, έτσι; Ξεκίνησα να κάνω μάθημα την πρώτη μέρα, λέω: «Άσ' το το μάθημα, δεν υπάρχει περίπτωση, τι να τους πω; Ν' αρχίσουμε απ' τα κλάσματα; Θετικούς και αρνητικούς; Τι να πούμε; Ας τα αφήσουμε αυτά». Και λέω: «Ωραία, θα αρχίσουμε με γρίφους. Θα λέμε γρίφους». Όπου οι γρίφοι είναι ανεξάρτητοι απ' το γνωστικό επίπεδο που έχει κάποιος. Λίγο το μυαλό να βάλει... Και τους λέω έναν γρίφο, πολύ γνωστός γρίφος: «Έχεις 10 σακιά με λίρες, το ένα έχει κάλπικες. Οι κανονικές ζυγίζουν —λέω— 12 γραμμάρια, οι κάλπικες 10». Πετάγεται ο Ρωσοπόντιος και μου λέει: «11 κύριε, 11. Δεν ζυγίζουν 10». «11 θες; 11 —λέω—. Πώς θα βρούμε, με μία ζύγιση και μόνο μία ζύγιση, πώς θα βρούμε ποιο σακί έχει τις κάλπικες λίρες;». Δεν έχει σημασία, βέβαια, η απάντηση, αλλά ο Ρωσοπόντιος το βρήκε. Αυτός μου 'λεγε κάθε φορά, όταν πήγαινα μέσα, κάθε φορά τους ρώταγα: «Θέλετε κάτι απ' έξω;» Όλοι λέγαν όχι. Αυτός ήταν και λίγο μεγαλύτερος, ήτανε στα 21. Και λέει: «Λίγο κρασάκι». «Ρε συ —του λέω— να μη με κλείσουνε κι εμένα μέσα». Πώς να πάω; «Λίγο κρασάκι θέλουμε». Α! «Έρχονται Χριστούγεννα —έλεγε—, να μην πιούμε ένα κρασάκι;». Πάω μια φορά, λοιπόν, και λείπει —δεν θυμάμαι ρε το όνομά του, δεν το θυμάμαι, δεν πειράζει— λείπει αυτός, δεν είναι εκεί, ρωτάω τα άλλα παιδιά: «Πού είναι;». Αυτός ήτανε απ' τους λίγους που ήτανε μέσα για κλοπή. Οι άλλοι ήτανε για ναρκωτικά υποτίθεται. Τι ναρκωτικά, δηλαδή, κάτι φουντίτσες, κάτι τέτοια. «Πού είναι;». «Α —λέει— είναι στον εισαγγελέα», λέει. «Γιατί;». «Γιατί —λέει— έφτιαχνε κρασί». «Ώπα!», λέω. Τη μεθεπόμενη φορά που πάω, λοιπόν, τον βρίσκω, είχε έρθει. «Έλα ρε, τι έγινε —του λέω—; Έμαθα ότι ήσουν στον εισαγγελέα.». «Γιατί —λέει— έφτιαχνα κρασί». «Πώς το 'φτιαχνες;», του λέω. «Το ίδιο —λέει— με ρώτησε κι ο εισαγγελέας, πώς το 'φτιαχνα.». «Θα μου πεις —λέω— πώς το 'φτιαχνες ή θα με αφήσεις με την απορία;». «Α —λέει—, είναι εύκολο». «Τι εύκολο;», λέω. «Τα μήλα που μας δίνανε —λέει— το μεσημέρι, για να τα φάμε, τα τσάκιζα, τα 'σπαγα, τα έβαζα σε μια σακούλα σκουπιδιών μαύρη, με ψωμί μέσα και νεράκι». Λέω: «Το ψωμί το καταλαβαίνω, γιατί έχει τη μαγιά, να γίνει η ζύμωση». «Ναι», μου λέει. «Τα μήλα που έχουνε το άμυλο, τι έχουνε —και λέω— το νερό... προφανώς —και λέω—, μαύρη για να μην παίρνει φως;». «Όχι μωρέ —μου λέει—, γιατί τις σακούλες σκουπιδιών δεν τις ψάχνουν συνήθως». «Α —λέω—, ωστόσο την ψάξανε». «Τι να κάνω, άτυχος», λέει. Αυτό ήταν ένα σεμινάριο που δεν θυμάμαι... πόσων μηνών, 5; 6 μηνών; Τελείωσε... Α, τους πήγα μία φορά, λέω... Παίζαμε σκάκι. Κάποια εποχή, σ' αυτόν τον χώρο που κάναμε τα μαθήματα —σε εισαγωγικά— είχε και υπολογιστές μέσα. Και λέω: «Ας ανοίξουμε τους υπολογιστές». Κάπως ασχολιόμουν τότε εγώ, το ‘95. Το ‘93 είχαμε πάρει με τη Γιάννα τον πρώτο υπολογιστή. Κάτι ήξερα, μη φανταστείς και πολλά πράγματα, αλλά, ωστόσο, έναν κειμενογράφο μπορούσα να χειριστώ ή ένα εξελάκι μπορούσα. Excel... Φτιάχναμε διάφορα πράγματα. Κάποιοι ζωγράφιζαν με το paint, που δεν θυμάμαι ποιο ήταν τότε το πρόγραμμα που είχαν τα Windows. Δεν είχανε Linux τότε, γιατί εγώ πια δεν ξαναέχω βάλει Windows, μόνο Linux. Κάποιος έρχεται, ένας Τσιγγάνος, και μου λέει: «Θέλω να μου γράψεις ένα γράμμα». «Να σου γράψω ένα γράμμα», του λέω. «Πού θες;». «Στην αρραβωνιαστικιά μου, την Ευλαμπία», μου λέει. «Ωραία —λέω—, θα το γράψουμε. Θα το στείλεις;». «Ναι —λέει— θα το στείλω». «Πες μου —λέω— τι θες να σου γράψω». Αρχίζει: «Αγαπητή μου Ευλαμπία, εσύ είσαι η αιτία που είμαι εδώ μέσα». Άρχισε εμένα το μυαλό μου να παίρνει στροφές. Λέω: «Κάτι θα 'γινε, απ' την αγάπη του την πολλή θα 'κανε καμιά μαλακία και τέτοια». «Εσύ και τ' αδέρφια σου», μου λέει.«Ωπ —λέω—, τα αδέρφια της, δεν θέλανε μάλλον», λέω. Έτρεχα γρήγορα στο μυαλό. «Γιατί — λέει— τη βραδιά που κάπνισα όλο το χασίς…». «Ωπ —λέω— πού πάει αυτό;». «Και τα αδέρφια σου θέλανε να το πουλήσουνε και έγινε φασαρία, τότε ήρθαν οι αστυνομικοί και με πιάσανε και είμαι εδώ μέσα». Και λέω: «Α, αυτό ήθελες να πεις;». Πάει ο ρομαντισμός, χάθηκαν όλα. Μετά, παίζαμε σκάκι εκεί μέσα. Ήταν ένα παιδάκι, ο Γιωργάκης. Ένα πάρα πολύ γλυκό παιδί. Αυτός ήταν 16, δεκαεφτάρης, κάπου εκεί ήτανε. Λέω: «Θα σας φέρω μια σκακιέρα πριν». Αποφυλακιζότανε, μέχρι να γίνει η δίκη. Και λέω: «Θα σας φέρω [01:10:00]μία σκακιέρα». Τους πάω μια σκακιέρα... Α! Τους ρωτάω: «Πού να τη δώσω τη σκακιέρα; Να τη δώσω στους φύλακες, να την παίρνετε;». Πετάγονται όλοι, εν χορώ, και λένε: «Όχι στους φύλακες, όχι στους φύλακες! Θα την κρατήσουν αυτοί. Δώσ' την σε όποιον θες από δω μέσα, αλλά όχι στους φύλακες», τους απέξω. Ο φύλακας που ήταν μέσα είχαν καλή σχέση. Μαλώνανε καμιά φορά με φωνές μεταξύ τους και χτυπιόντουσαν σαν τα κοκόρια και ανησυχούσα. Και λέω: «Ρε σεις», πήγα να τους χωρίσω και με πιάνει ένα παιδάκι και μου λέει: «Κύριε Κώστα, παίζουνε, δεν μαλώνουνε». «Ρε σαν να μαλώνουνε», λέω. «Όχι παίζουν —λέει—, έτσι παίζουνε, δεν μαλώνουνε —μου λέει—, το ξέρω αυτό». Λέω: «Μάλλον αδαής είμαι». Τελειώνει η ιστορία, λοιπόν, έχω πάει τη σκακιέρα εκεί και παίζαμε με αυτόν τον Γιωργάκη, με αυτό το παιδί, κάτι έπαιζε από σκάκι. Εγώ έπαιζα αρκετά καλά σκάκι τότε. Του λέω, βγαίνει, ξέρω 'γω, σε μια εβδομάδα, του λέω: «Θα ‘ρθω απ' το σπίτι να σε δω» και παίρνω και μια σκακιέρα μαζί. Μου 'χει πει τη διεύθυνση. Νίκαια; Κορυδαλλός; Δεν θυμάμαι, κάπου εκεί πάντως, προς τα εκεί. Βρίσκω τον δρόμο, το κουδούνι... είχε δύο κουδούνια. «Ποιο να χτυπήσω τώρα;». Χτυπάω το κάτω, ακούγεται μια φωνή. «Ποιον θέλετε;». «Τον Γιώργο.». «Ποιον Γιώργο;». Λέω: «Τον Γιωργάκη μωρέ, που ήταν στη φυλακή». «Δεν υπάρχει Γιωργάκης —λέει—. Έχουμε έναν Γιώργο, είναι ο εγγονός μου, αλλά δεν έχει πάει φυλακή —μου λέει— αυτός». Κόβονται τα πόδια μου με τη μία, δεν μπορώ να ανασάνω, δεν μπορώ να το χωνέψω αυτό. Λέω: «Τι μαλακία έκανα, τι είναι αυτό το πράγμα; Τόσο αφελής;». Φεύγω, κάθομαι κάπου, με πιάνουν τα κλάματα, απέναντι, λέω: «Τώρα, τι να κάνω, να φύγω;». Λέω: «Θα είναι το πάνω το κουδούνι». Μαζεύω τα κουράγια μου, ξαναγυρίζω, χτυπάω το πάνω κουδούνι. «Γεια. Είμαι ο Κώστας», μου λέει: «Α, ποιος Κώστας;». Λέω: «Ο Κώστας που ήμασταν στον Κορυδαλλό». «Ναι —μου— λέει ο Γιωργάκης». Μου ανοίγει, μπαίνω μέσα, ένα δωμάτιο, η μάνα, ο Γιώργος και μία —πώς τη λένε αυτή που...— ένα παρκάκι για πιτσιρίκια, ένα μικρό πιτσιρίκι που ήτανε, ξέρω 'γω, τριών; Δύο; Τεσσάρων; Δεν ξέρω. Σ' ένα δωμάτιο μέναν όλοι αυτοί. Μία εμφανής φτώχεια. Δεν με ένοιαξε αυτό το πράγμα, κατάλαβα, όμως, γιατί δεν μπόρεσε να έχει βάλει δικηγόρο να είναι έξω. Αυτό ήταν το πράγμα. Εντάξει, καθίσαμε, κουβεντιάσαμε λιγάκι. Ωστόσο, με στοίχειωνε η γκάφα που έκανα με τη γιαγιά του. Τελείωσε και το πρόγραμμα «Μελάπους» και η ζωή συνεχίζεται, λοιπόν, γιατί, όπως είπαμε, η ζωή είναι μια πορεία.
Αφού είχα μπει στη διαδικασία να κάνω τα μαθήματα, έχω βρει σ' ένα φροντιστήριο, δουλεύω στου Ζωγράφου, μετά δουλεύω στην Αγία Παρασκευή, μετά κατεβαίνω στο κέντρο, ένα μεγάλο φροντιστήριο, το «Σύγχρονο» λεγόταν τότε. Μάλιστα σ' αυτό κάθισα έναν χρόνο και την επόμενη χρονιά είχα βρει με έναν φίλο απ' την Πάτρα που έφευγε ο μαθηματικός στο Χαλάνδρι. Μου λέει: «Έλα». Και του λέω: «Ρε συ Μάκη, έχω δώσει τον λόγο μου». Τόσο μαλάκας ήμουνα. Σε ένα φροντιστήριο φάμπρικα, και λέω: «Δεν θέλω». Και δεν με πήρανε κιόλας. Τη μεθεπόμενη χρονιά, λοιπόν, ανοίξαμε αυτό το φροντιστήριο στο Χαλάνδρι, δηλαδή συνεχίσαμε το φροντιστήριο στο Χαλάνδρι, μέχρι που αγοράσαμε ένα φροντιστήριο που πουλιόταν παραδίπλα. Αυτό που ήμασταν εμείς, ήταν ένα φροντιστήριο πάρα πολύ μικρό, δηλαδή δύο αιθουσούλες από τρία τέσσερα θρανία. Πουλιότανε κάποιο παραδίπλα και είπαμε άντε, να το πάρουμε. Στην αρχή καλά πηγαίναμε, αλλά όσον αφορά την εμπορικότητα δεν το 'χαμε κανένας απ' τους δύο. Δεν βγάζαμε διαφημίσεις. Ένα φροντιστήριο, χωρίς να βγάλει διαφημίσεις, φυλλάδια, δεν μπορεί να προχωρήσει. Εμείς λέγαμε: «Αφού κάνουμε καλή δουλειά, θα έρθουνε, θα συρρέει κόσμος, θα σπρώχνονται. Αφού κάνουμε δουλειά, γιατί να μη σπρώχνονται να 'ρθούνε σε μας;». Αμ, δεν ήταν έτσι. Έρχεται και η κρίση το ‘10. Το ‘09 είχε ξεκινήσει η κρίση και το ‘09 το κλείσαμε. Εν τω μεταξύ ο Μάκης έδωσε ΑΣΕΠ. Α, εγώ αρνιόμουνα να δώσω ΑΣΕΠ, γιατί... για λόγους ότι ήτανε μια κρισάρα διαφορετική, που άφηνε απ' έξω οποιαδήποτε αξιολόγηση. Τι κάνανε; Αυτό που κάνανε ήταν ουσιαστικά ότι: «Κοίταξε να δεις, υπάρχει υπερπροσφορά; Άρα να βάλουμε μία κρισάρα». Που αυτό σημαίνει ότι το πτυχίο σου είναι άκυρο, δώσε εκεί. Μα, ξέρω, δεν ξέρω; Δεν έχει σημασία. Μα έχω αξιολογηθεί, έχω πάρει ένα πτυχίο. Ερχόταν η σειρά μου, ομολογουμένως ερχόταν η σειρά μου, ερχόταν η σειρά μου να διοριστώ. Δηλαδή, σε ένα ή δύο χρόνια θα διοριζόμουνα τότε, που ναι μεν η γνώση δεν εμπορεύεται, άλλο στο σχολείο ήθελα να 'μαι, γιατί μου φαινότανε ήταν ένας τομέας, ένας χώρος, όπου μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα, πέρα απ' το διδακτικό κομμάτι. Δεν έδωσα, εντάξει, μετά μεγάλωσε κι ο γιος. Δεν ήθελα να δώσω, δεν ήθελα να φύγω. Δηλαδή, να είμαι εδώ, όσο μεγάλωνε. Το κλείσαμε εκείνο το φροντιστήριο στο Χαλάνδρι, αφού έφυγε ο συνέταιρος, ο Μάκης, διορίστηκε, έδωσε αυτός ΑΣΕΠ, διορίστηκε. Έκανα πάλι ιδιαίτερα κάποια στιγμή και αποφάσισα να ανοίξω εδώ, στον Υμηττό, ένα άλλο φροντιστήριο, «Οικοδιδασκαλείο» το λέγαμε κιόλας, όπου το κλείσαμε τον Σεπτέμβρη, τον Νοέμβρη. Ένα φροντιστήριο που υποτίθεται με ευαισθησίες, όσον αφορά τα οικονομικά αυτωνών που ερχόντουσαν. Με ώρες επιπλέον αν κάποιος ήθελε κατιτίς, είχε έναν πιο κοινωνικό χαρακτήρα, θα λέγαμε. Δηλαδή ταίριαζε, όχι απόλυτα, αλλά ταίριαζε, στην ιδέα που είχα για το τι μπορείς να πεις. Παρόλο που τα φροντιστήρια —sorry— λέγονται παραπαιδεία, δεν ήταν παραπαιδεία. Μπορούσαμε να κάνουμε ανοίγματα. Δηλαδή, με τα παιδιά πήγαμε στους μετανάστες που ήταν στον Πειραιά, στους μετανάστες που ήτανε στο αεροδρόμιο, με τα παιδιά. Τώρα κάποιοι γονείς είχαν αντιρρήσεις, δεν ερχόντουσαν. Μέχρι και πατέρας μπάτσος ήρθε μαζί και έκλαιγε. Και λέω: «Μπράβο!».
Τι εκδρομή ήταν αυτή;
Δεν ήταν εκδρομή μωρέ. Ήτανε καταυλισμοί προσφύγων που ήτανε στον Πειραιά, στο τέρμα του λιμανιού του Πειραιά —δεν θυμάμαι πώς το λένε— και στο αεροδρόμιο, στο Ελληνικό. Και πήγαμε εκεί, να δούνε τα παιδιά τι γίνεται και μάλιστα τα παιδιά παίζαν με τα άλλα παιδιά που ήταν εκεί, δηλαδή το είχανε καταχαρεί. Φτιάξαμε ένα φροντιστήριο, λοιπόν, που δεν ήταν κοινωνικό φροντιστήριο, αλλά όλοι νομίζανε ότι είναι κοινωνικό φροντιστήριο. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έχει γίνει: έχει πάρει μία μάνα τηλέφωνο, ζητάει μια τιμή για το κορίτσι της, που έχει αδυναμία στα μαθηματικά και της λέω μία εξευτελιστική τιμή. «Έλα μωρέ —λέω—, εντάξει, ώρες έχουμε, ας έρθει το κορίτσι να κάνει ένα μάθημα». Πραγματικά ήρθε και μετά από, ξέρω 'γω, κάνα χρόνο-δύο, τη βλέπω με τον άντρα της —τον άντρα της δεν τον είχα δει, τη μάνα την είχα δει, ερχότανε στο φροντιστήριο— και χαιρετιόμαστε στον δρόμο ή σε ένα κρεοπωλείο ή απ' έξω απ' το κρεοπωλείο, δεν θυμάμαι καλά, και με συστήνει στον άντρα της: «Αυτοί που έχουν το κοινωνικό φροντιστήριο είναι». «Α —λέω—, ωραία! Πετύχαμε εμπορικά 100%!». Αυτά εν ολίγοις, με πολλά παραλειπόμενα, γιατί η ζωή, είπαμε, είναι πορεία, αλλά δεν μπορείς σε μια ώρα να πεις την πορεία 17 χρόνων, επί…. Αυτό το έλεγε ο Μάκης, ο συνέταιρος. Τον... «Πόσο χρονών είσαι;». «17 με πρόωρη ανάπτυξη».
Απ' αυτή την πορεία, τι κρατάς σαν ρεζουμέ;
Τη σχέση με τους ανθρώπους. Τους αγαπάω τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι μ' αρέσουν, παρόλη τη μαλακία που μας δέρνει, δηλαδή, όλους κι εμένα και όλους. Αλλά μου αρέσουν οι άνθρωποι. Κάνουμε πολλά, έχουμε κάνει πολλά, από τέρατα μέχρι απαύγασμα πραγμάτων. Πάω προς τα εκεί, στο καλό μέρος. Αλλά οι άνθρωποι μ' αρέσουνε και αυτό κρατάω δηλαδή. Δηλαδή, η φτώχεια των παιδικών μου χρόνων δεν με καθόρισε. Η φτώχεια μου η τωρινή πάλι δεν με καθορίζει. Η Γιάννα, η γυναίκα μου, έλεγε χαρακτηριστικά ότι: «Δεν έχω συναντήσει άνθρωπο που και με μηδέν, να μην έχει πρόβλημα να ζήσει». Εν πάση περιπτώσει, ποτέ δεν έτρεξα πίσω από ανάγκες πλασματικές, από αυτοκίνητα, από κινητά, από δεν ξέρω τι. Μια χαρά ήμουνα. Αυτό κρατάω την αγάπη στους ανθρώπους. Και άντε, αυτή η δικαιοσύνη, που δεν λέει να 'ρθει, δεν έρχεται.
Σ' ευχαριστώ πολύ, Κώστα.
Να ‘σαι καλά.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Κώστας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιστιαία της Βόρειας Εύβοιας, σε μία αγροτική οικογένεια. Φεύγοντας στα 18 του για σπουδές στην Πάτρα, αρχίζει η πολιτικοποίηση και η συμμετοχή του σε φοιτητικές καταλήψεις. Μετακομίζει στην Αθήνα, όπου μας αφηγείται ιστορίες από τις καταλήψεις του Χημείου το '80 και του Πολυτεχνείου το '85, μετά τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά. Επαγγελματικά, ασχολείται με την εκπαίδευση, κρατώντας ως ένα σημαντικό σταθμό της πορείας του, το πέρασμά του από το σχολείο των φυλακών ανηλίκων του Κορυδαλλού.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνος Μουστάκας
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Χαρανά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/04/2023
Διάρκεια
79'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Κώστας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιστιαία της Βόρειας Εύβοιας, σε μία αγροτική οικογένεια. Φεύγοντας στα 18 του για σπουδές στην Πάτρα, αρχίζει η πολιτικοποίηση και η συμμετοχή του σε φοιτητικές καταλήψεις. Μετακομίζει στην Αθήνα, όπου μας αφηγείται ιστορίες από τις καταλήψεις του Χημείου το '80 και του Πολυτεχνείου το '85, μετά τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά. Επαγγελματικά, ασχολείται με την εκπαίδευση, κρατώντας ως ένα σημαντικό σταθμό της πορείας του, το πέρασμά του από το σχολείο των φυλακών ανηλίκων του Κορυδαλλού.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνος Μουστάκας
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Χαρανά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/04/2023
Διάρκεια
79'