Η διασκέδαση στο νησί και στην επαρχία: Η νυχτερινή ζωή των '80s στη Μύκονο και η λειτουργία πρωτότυπων μπαρ στο Μεσολόγγι
Καλησπέρα, θα ήθελα να μου πείτε το όνομά σας, παρακαλώ.
[00:00:00]
Με λένε Γεώργιο Ψαθά. Γεννήθηκα στο Μεσολόγγι το 1942.
Ωραία.
Είμαι, αισίως, 81 χρόνων.
Ωραία. Βρίσκομαι με τον Γιώργο Ψαθά στο Μεσολόγγι. Ονομάζομαι Καρέτσου Δήμητρα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Η ημερομηνία είναι 30 Νοεμβρίου το 2022 και ξεκινάμε. Θα ήθελα, λοιπόν, κύριε Γιώργο, να μου πείτε λίγα εισαγωγικά για το πού γεννηθήκατε και τα πρώτα χρόνια, ας πούμε, της ζωής σας.
Γεννήθηκα στο Μεσολόγγι, με μια μικροαστή οικογένεια. Αγρότες ο πατέρας μου και η μάνα μου. Ζούσαμε, βέβαια, στην πόλη. Ήμαστε λίγο προνομιούχοι, μπορώ να πω, γιατί και στην πόλη είχαμε ένα πέτρινο, παλιό πέτρινο διώροφο σπίτι. Το σπίτι μας αυτό, κατά τον καιρό του πολέμου, το '41-'42, το είχανε πάρει οι Ιταλοί και το 'καναν διοικητήριο. Φεύγοντας οι Ιταλοί, μετακομίσαμε στο Μεσολόγγι, γιατί μέναμε στα κτήματά μας την εποχή εκείνη, του πολέμου. Στο Μεσολόγγι, λοιπόν, γεννήθηκα, στο Μεσολόγγι έμενα, γιατί το '42 γεννήθηκα και ξεκίνησε η ζωή μου όταν άρχισα και πήγαινα στην Α΄ Δημοτικού. Α΄ Δημοτικού ήτανε δύο σχολεία. Ένα, το Πρότυπο το λέγαν τότε, που είναι το Ελληνικό, σήμερα, σχολείο -που λένε-, δίπλα στον Άγιο Παντελεήμονα, και το άλλο, που είναι, τώρα, μουσείο. Τα Γράμματα δεν τα ‘θελα καθόλου. Ήμουνα εντελώς άχρηστος. Η μητέρα μου είχε καταβάλει τέτοιες προσπάθειες… Την εποχή εκείνη μου είχε γυναίκα για φροντιστήριο. Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Πέρασα το Δημοτικό, έφτασα στην Α΄ Γυμνασίου. Την Α΄ Γυμνασίου, πρώτη χρονιά έμεινα, δεύτερη έμεινα. Άντε γεια! Έφυγα. Δεν ξαναπάτησα ποτέ μα ποτέ στο σχολείο. Έκανα αγροτικές δουλειές εκεί, με τη μάνα μου, ήμουνα και λίγο τέτοιο και στα 16 βγαίνω στην παραγωγή. Πηγαίνω και βρίσκω και δουλεύω σε ένα ραφτάδικο. Είχα τάσεις καλλιτεχνικές. Λίγο ζωγράφιζα, λίγο σχεδίαζα και εκεί έμεινα 4 χρόνια, στο ραφτάδικο. Μου βάζανε ΙΚΑ, τα πάντα, δηλαδή ό,τι μπορούσε να κάνει ένας εργαζόμενος. Είχα καλή πρόοδο στο ράψιμο. Σταματάμε εκεί. Ήρθε η ώρα να πάω στρατιώτης. Πάω στρατιώτης. Ένας Μεσολογγίτης αξιωματικός, που τον γνώριζα προσωπικά, με πήρε στο λόχο του. Έγινα κοκκινοσκούφης. Στρατός ξηράς ήτανε, στο τεχνικό τμήμα και ήμουνα κοκκινοσκούφης, στα ΕΠΑΡ, στα αεροπλανάκια αυτά που κυκλοφορούν στο Στρατό. Λοιπόν, τέλειωσα το στρατιωτικό με «Άριστα 10» και μετά έφτασα στην Αθήνα. Έφτασα στην Αθήνα. Κάνουμε ένα διάλειμμα εδώ δα. Υπάρχει μια ερώτηση; Και αρχίζω να λέω τα της Αθήνας.
Ναι, τι ερώτηση να σας κάνω; Να μου πείτε για την Αθήνα θέλω, πώς το αποφασίσατε και πώς μεταφερθήκατε εκεί.
Στην Αθήνα ήτανε δύο αδερφές μου παντρεμένες, μεγαλύτερες από μένα. Η μια ζει, η άλλη δεν ζει. Πέθανε 92 χρονών. Με φιλοξενήσαν για λίγο. Βρήκα δουλειά. Τα επαγγέλματα; Δεν υπάρχει αριθμός να τα συγκρίνουμε. Ό,τι επάγγελμα ήθελες, το 'κανα στην Αθήνα. Δηλαδή, μόνο κλέφτης δεν έγινα. Και πρεζόνι. Όλα τα άλλα… Πότε καλές δουλειές πότε άσχημες. Πότε με εργατικά χέρια πότε ταμίας, γραφείο, κέρατα, πωλητής… Τι να σας πω; Η πρώτη μου πείρα ήτανε… Γιατί και εκεί βρέθηκα τυχερός και ένας γαμπρός μου ήταν στρατιωτικός και είχε ένα πλούσιο παιδί εκεί. Αυτός που αντιπροσώπευε τη ΣΑΡΙΖΑ. Του λέει: «Θα τον βάλω να πηγαίνουν στα μαγαζιά, να κόβει τα τιμολόγια. Αυτή τη δουλειά θα κάνει». Αντίς για αυτή τη δουλειά, με έβαζε και ξεφορτώναμε, μαζί με έναν άλλο εργάτη, τα αυτοκίνητα που ερχότανε απ' τη ΣΑΡΙΖΑ, από την Άνδρο, το νερό. Τότε, δεν ήταν άλλα νερά. Ήταν μόνο η ΣΑΡΙΖΑ. Εμφιαλωμένο σε μπουκάλι γυάλινο. Ερχόταν δύο αυτοκίνητα, τα ξεφορτώναμε και τα γυρίζαμε πίσω με τα άδεια, να ξανά τα γεμίσουν, να τα ξαναφέρουν. Αυτή ήτανε η δουλειά δηλαδή. Δουλειά… Ξέρεις τώρα. Λοιπόν, μετά από κάνα δυο χρόνια, είδα κι εγώ την κοινωνία εκεί, πώς γίνεται, και είχα και μεγάλη έγνοια να φύγω απ' την αδερφή μου, να αρχίσω να δουλεύω για μένα, να ξέρω τι να κάνω, να ξέρω τι θέλω, να δω τι γίνεται. Το ερωτικό σκέλος θα το πούμε λίγο αργότερα, γιατί μέχρι αυτήν την εποχή δεν ήξερα τίποτα, πού βρισκόμουν. Είχα το θέμα της επιβίωσης τότε. Δεν γινότανε να μη βγάζεις λεφτά. Έπρεπε να πληρώνω σπίτι, ενοίκια και… Δεν πέρασα τόσο ευχάριστα στην Αθήνα. Μη φανταστείτε! Γιατί τώρα λένε: «Ο Ψαθάς έχει και...». Όλα κατακτούνται με κόπο. Δεν υπάρχει τίποτα. Είχα, όμως, μυαλό. Δεν είχα, όμως, μυαλό να πάω να βγάλω αυτό που ήθελα, το όνειρο να γίνω μόδιστρος. Δεν έγινε. Πήγα ένα χρόνο, το '65, '67; Πήγαινα για δουλειά. Ήμουνα εισπράκτορας σε λεωφορεία τότε. Το '67, γνώρισα έναν φίλο μου, ο οποίος ήτανε στη Σχολή Ξενοδοχειακών Υπαλλήλων, την κρατική. Ήτανε στην Πάρνηθα, στο ξενοδοχείο, την εποχή εκείνη. Κι έπαιρνε παιδιά από την ΣΤ΄ Δημοτικού. Πήγα εκεί, φοίτησα 1 χρόνο, γιατί για 1 χρόνο ήταν η σχολή τότε. Η Μαγειρική ήτανε 2 χρόνια. Έβγαλα αυτή τη σχολή με χίλια βάσανα, γιατί είχα και τη δουλειά του εισπράκτορα και τελείωσα τη σχολή. Δούλεψα, μετά, σε ρούχα. Πούλαγα ρούχα σε κατάστημα, τα πρώτα unisex. Στην Ομόνοια. Πανικός γινόταν τότε. Με τις καμπάνες, με τα παντελόνια τα χαμηλοκάβαλα, τα στενά, χωρίς ζώνες, με τρία κουμπιά μπροστά, με τρία κουμπιά στα πλάγια. Ό,τι φόραγαν οι γυναίκες, φόραγαν και οι άντρες, τότε. Με καμπάνα στο μέγιστο βαθμό. Λοιπόν, η ζωή περπάταγε. Είχα κατακτήσεις. Δεν ξέρω κι εγώ. Απ' τη μια μεριά, με τραβούσανε οι φίλοι μου, απ' τη μια μεριά με τραβούσαν οι γυναίκες. Είχα δημιουργήσει ένα χάος και τα 'χα χάσει εντελώς. Θα σας πω κι ένα στιγμιότυπο απ’ όταν δούλευα στα λεωφορεία. Τα λεωφορεία… Η χειρότερη γραμμή των Αθηνών είναι Ακαδημία-Ρουφ. Στο Ρουφ… Όχι στο Ρουφ. Πού είναι η Ιατρική Σχολή; Στου Ζωγράφου. Δεν είναι κάπου εκεί; Αυτή η διαδρομή έχει 3-4 στάσεις. Τότε, τα λεωφορεία είχανε μεγάλη κίνηση. Δεν υπήρχανε μετρό, δεν υπήρχανε – ξέρεις - τραμ κι αυτά. Ήτανε λεωφορείο. Εκεί, όλοι οι γιατροί που πηγαίναν στην Ιατρική Σχολή, ήταν εκεί, στο Παίδων, κάπου εκεί. Λοιπόν, αφού, τα παιδιά αυτά όλα με γνωρίζαν με το όνομά μου. Εγώ έβαζα πολλά παιδιά μέσα, γιατί θέλαν να πάνε… «Γιώργο» και «Γιώργο», ο ένας «Γιώργο», ο άλλος «Είναι ο Γιώργος», να λέει. Λες και περιμέναν τον Μεσσία. Τα παιδάκια αυτά πληρώνανε, βέβαια, 60 λεπτά τότε. Έξι δεκάρες. Μια μέρα - ένα στιγμιότυπο θα σου πω - απ' τα πολλά παιδιά που έβαλα μέσα, γιατί «Γιώργο, έχω μάθημα» ο ένας, «Γιώργο, έχω μάθημα» ο άλλος, έλεγα εγώ «Μπείτε, μπείτε, τραβάτε μπροστά, προχωράτε, προχωράτε, προχωράτε». Ουρά! Παλιά, κρεμόνταν κι απ' έξω, να το ξέρεις, μέχρι να κλείσει η πόρτα. Εγώ έμεινα έξω. Και το λεωφορείο [00:10:00]έφυγε. Και με περίμενε ο οδηγός με τον κόσμο στη «Βασιλίσσης Σοφίας», στην πρώτη στάση, στα Παλιά Λουλουδάδικα, που λέγαν τότε. Εκεί κάναμε μια στάση, στον Βασιλικό Κήπο τότε. Και περιμένανε εμένα. Με παίρνει ένα άλλο λεωφορείο και με πηγαίνει εκεί. Εισιτήριο; Δεν πήρα σε κανέναν. Είχα πάθει τέτοιο black out. Τι να κόψω; Ήτανε σαρδέλες μέσα τα παιδάκια. Ήτανε -σου λέω - 3 στάσεις. Έκανε μια στο Βασιλικό Κήπο, μια στο “Hilton”, μια εκεί δα που μπαίνουμε στην… Και μια τέρμα. Πώς να κόψεις 100 εισιτήρια, 120, τότε; Λέω: «Άστα τα παιδάκια. Και να μπει και κανένας ελεγκτής…». Γιατί είχανε ελεγκτές τότε. Ψάχνανε τα εισιτήρια. Έμπαιναν στη στάση και λέγαν τα εισιτήριά τους. Δεν πήρα σε κανέναν λεφτά, εκείνη την ημέρα. Πάμε, μετά, τώρα. Πού πάμε; Δεν ξέρω πού πάμε. Έχω τρελαθεί. Τα θυμάμαι τώρα. Δεν μπορώ, όμως, να καταλογίσω πολλές χρονολογίες. Αυτό… Να με ξεπεράσεις λίγο. Είναι μεγάλη ζωή. Δηλαδή, πολλά τα χρόνια. Δεν μπορείς να το καταλάβεις ότι γινόταν αυτό. Το 1974, γνώρισα έναν φίλο μου, ο οποίος ήτανε μόδιστρος. Δεν ξέρω τι προκοπή έκανε. Ούτε θυμάμαι το όνομά του. Αυτός πήγαινε, νωρίτερα, στη Μύκονο. Και μου λέει… Εγώ είχα βγάλει τη σχολή, αλλά δεν είχα πάει ποτέ στη Μύκονο. Είχα ένα όπλο: ήξερα πράγματα. Μου λέει αυτός ο φίλος μου «Θα πάω να εργαστώ στη Μύκονο». «Κι εγώ», λέω, «έχω βγάλει σχολή». Λέει «Ναι; Εγώ δεν έχω βγάλει, αλλά δουλεύω. Και πέρυσι πήγα», λέει, «εκεί. Πέρασα καλά». Πήγαμε ένα ολόκληρο, 70 άτομα, ένα αεροπλάνο. Είχε γίνει επί Χούντας. Είναι το μόνο κτίριο που έχει 4 ορόφους μες στη Μύκονο. Γιατί; Γιατί έδωσε η Χούντα έδινε άδειες. Όσο θέλανε! Ενώ οι Αρχές της Μυκόνου απαγορεύεται να φτιάξουνε τριώροφα και τετραώροφα. Είναι το μόνο που έχει 4 ορόφους. Είναι στην Άνω Μερά. Εκεί, ήταν το πρώτο καινούριο ξενοδοχείο. Πήγαμε νωρίς, 70 άτομα μέσα σε ένα αεροπλάνο, με την «Ολυμπιακή». Μας έβγαλε εισιτήρια το αφεντικό και πήγαμε και καθαρίσαμε όλο το τέτοιο, γιατί ήταν καινούριο. Τελειώσαν εκεί, ήρθαν οι πρώτοι καλεσμένοι. Έκανε κράτηση η Σοράγια, με τον μακαρίτη τον άντρα της. Δώδεκα δωμάτια; Δεν ξέρω πόσο. Δεν θυμάμαι και καλά. Δεν την είδα, για να είμαι ειλικρινής. Γιατί ίσως ήταν περιορισμένη. Δεν έφτασε… Όλα τα πηγαίνανε στο δωμάτιο. Μετά, έβγαινε, έμπαινε στο σκάφος… Ξέρεις πώς γίνεται για τους πλούσιους! Λοιπόν, δεν ήταν και τόσο καλό της εποχής ξενοδοχείο, να τρελαθείς. Δεν είχε χώρους όμορφους. Θα μου πεις, τώρα, το '75, '76 τι να… Έτσι δεν είναι; Ήτανε... Τέλος πάντων. Το βράδυ… Ενώ δούλευα στο ξενοδοχείο, το βράδυ πηγαίναμε και δουλεύαμε στης Λίτσας Διαμάντη το μπαρ. Ό,τι μας έδινε και η Λίτσα. Και το βράδυ, 10 χιλιόμετρα για να πάμε στο ξενοδοχείο με τα πόδια, απ' την Πόλη στην Άνω Μερά. Αυτές είναι οι δουλειές που έκανα μέχρι κάποια χρόνια. Ήμαστε πιτσιρικάδες. Κατάλαβες; Βάζαμε πέτρες στην τσέπη μας. Βέβαια, ο δρόμος Χώρα-Άνω Μερά είναι 12 χιλιόμετρα και ήτανε με πέτρες. Ήτανε πέτρες, δρόμος τέτοιος, παλιός. Άσφαλτο, όχι. Βάζαμε πέτρες στην τσέπη, γιατί στο δρόμο υπήρχαν σκυλιά. Ναι, ήτανε μια καταδίκη. Αλλά βάσει τα χρόνια ήτανε λίγα και μικρά, δεν μας ένοιαζε. Ούτε το ξενύχτι ούτε τίποτα, δηλαδή μια ζωή, πέρα για πέρα, για πάρτη μας. Πήγα τον πρώτο χρόνο εκεί. Το δεύτερο πήγα σαν τουρίστας και πήγα σ' αυτό το ξενοδοχείο, γνώρισα την ιδιοκτήτρια και εκεί τα καλοκαίρια πήγαινα και δούλευα απ' το '76-'77. Κάνω ένα ντου εδώ στο Μεσολόγγι, μετά απ' αυτή λίγο τη ζωή, και ανοίγω ένα μαγαζάκι, που ήτανε 4 επί 4, 5 επί 5, σε ένα πρατήριο βενζίνης, εκεί, στο συνοικισμό. Ήταν του κυρίου Παπαχρήστου, που έχει τώρα το «Ξενία». Αυτός ήτανε φίλος μου και ίδια ηλικία. Μαζί πήγαμε φαντάροι, μαζί τα ζήσαμε, μαζί. Και μου λέει: «Γιώργο, δεν ανοίγουμε αυτό το...». Είχε έτσι σαν μαγαζάκι, είχε - ξέρεις - τα λάδια, τα έτσι, τα αλλιώς. Όχι προϊόντα για φαΐ. Τότε τι; Δεν είχανε, δεν ήταν σύγχρονα τα βενζινάδικα. Λέω: «Ρε συ Γιάννη, ναι», λέω. «Δεν το ανοίγω;». Πηγαίνω σ’ ένα μαγαζί εδώ, στο Μεσολόγγι, που πούλαγε τέτοια, ραδιόφωνα, πικάπ. Λέω: «Να βάλουμε και λίγο μουσική. Να ακούμε και μουσική». Ο Πουλόπουλος, η Μαρινέλλα, ο Βοσκόπουλος, πρώτο πλάνο. Ουρές στο μαγαζί. Μες στο χώρο του μαγαζιού ήταν 2 τραπέζια, με 3 καρέκλες το καθένα. Αυτό ήταν το μαγαζί. Όλο το πρατήριο, αντίς να πουλάει βενζίνα, έπαιρναν με ποτά. Εκείνη η χρονιά, ήτανε χρονιά που το χρήμα έρεε, με τη Χούντα. Ήτανε 250 φορτηγά απ' όλη την Ελλάδα τότε. Και φτιάξανε… Η Χούντα έφτιασε όλο, για να ποτίζεται όλος ο κάμπος, Νεοχωρίου, Αιτωλικού, Πεντάλοφο, Μεσολόγγι, Νιχώρι, Κατοχή, όλα αυτά. Αρδευτικό έργο. Και έπαιρνε νερό με μια σήραγγα από τη λίμνη του Αγρινίου. Από εκεί, τροφοδοτούσε το νερό και ποτίζεται ο κάμπος. Από τότε, ο κάμπος μας πήρε αξία, γιατί πρώτα δεν υπήρχε. Ήτανε σε κατάσταση… Και είναι… Και ακόμα, ο Νομός είναι πολύ καθυστερημένος. Δηλαδή, είναι παραπεταμένος Νομός. Μια πρωτεύουσα σαν το Μεσολόγγι… Πρέπει, οπωσδήποτε, να το αξιοποιήσουν αυτό το μέρος. Να κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα;
Όπως θέλετε.
Θέλεις;
Βεβαίως, όπως θέλετε.
Να κάνουμε. Έλα.
Συνεχίζουμε.
Στο βενζινάδικο, λοιπόν, είχαν έρθει τόσα φορτηγά, για να δημιουργήσουνε το έργο αυτό. Ήτανε μεγάλο έργο αυτό. Αν δεν το 'φτιανε η Χούντα, δεν υπήρχε θέμα να το φτιάξει κανένας. Τελείωσε. Όπως φτιάσανε και το αποχετευτικό του Μεσολογγίου. Αυτά τα δύο έργα, αν δεν τα φτιάνανε οι χουντικοί, θα 'μαστε πλημμύρα στο νερό. Πάμε παρακάτω, τώρα. Το μαγαζί αυτό μου ξύπνησε φαντασιώσεις εμένα. Κόσμος, λαός! Το βερμούτ έρεε. Όταν, δε, σχολάγανε οι οδηγοί, όλοι αυτοί, μια και υπήρχαν και πολλές γυναίκες, Μεσολογγίτισσες, στο μαγαζί, η σαμπάνια, απ' το βερμούτ, έρεε. Σαμπάνιες, κουτιά ολόκληρα, χωρίς να 'χουμε μπουζούκια. Πουλόπουλο και όλα αυτά τα διάφορα, παλιούς τραγουδιστάς: Διονυσίου, - πώς τη λέγανε; - η Διαμάντη. Ξέρεις! Η εποχή εκείνη, που 'τανε το καλό τραγούδι, το ελληνικό τραγούδι. Ο Βοσκόπουλος, μόλις πρωτοέβγαλε δίσκο, εκεί τον ακούσαμε. Κλαίγαμε απ' τη χαρά μας. Γινόταν γλέντι. Εντωμεταξύ, είχε μια τέντα ο Γιάννης, ο ιδιοκτήτης του βενζινάδικου, Παπαχρήστος, και μου λέει: «Γιώργο, για να μην κάθονται στον ήλιο, θα την κατεβάσω εντελώς την τέντα, κάτω». Και διπλασιάστηκε το μαγαζί και γινότανε χαμός Κυρίου. Λεφτά; Όσοι είχανε αυτοκίνητα, απ' το Αγρίνιο, τους είχα πελάτες. Ήταν τα πρώτα κόκκινα φώτα στον Νομό, μπορώ να πω. Όσοι είχανε, σου λέω, αυτοκίνητα, πλουσιόπαιδα στ' Αγρίνιο, ερ[00:20:00]χόνταν απ' τ' Αγρίνιο εδώ. Γιατί, καλά! Τα χωριά δεν είχαν και τίποτα. Κατάλαβες; Δούλευα μόνο με τους φορτηγατζήδες και τους ντόπιους, οι οποίοι ερχόνταν με τα πόδια εκεί, πάνω. Πόσοι να 'χαν αυτοκίνητα; Δύο; Τρεις εδώ μέσα; Οι Αγρινιώτες ήτανε large πολύ. Σπρώχνανε χρήμα. Γίναν και κάτι ειδύλλια εκεί, παντρευτήκανε, έρωτες. Ναι! Ήτανε λίγο προχωρημένη κατάσταση. Φυσιολογικά δηλαδή. Είδες, μ' είδες, σε είδα, με είδες. Λοιπόν.
Συγγνώμη, γιατί είπατε για την τέντα; Και μέρα γινόταν χαμός στο μαγαζί; Όχι μόνο βράδυ;
Ναι, και το βράδυ! Κατέβαζε την τέντα, κάτω-κάτω.
Και την ημέρα, όμως, λειτουργούσε με αυτόν τον τρόπο;
Απ' το πρωί ήμαστε ανοιχτοί. Φτιάχναμε και καφέδες. Βέβαια, δεν ήτανε υποχρεωτικό, το πρωί, να πάω, πρωί-πρωί. Όταν ξύπναγα. Γιατί, αφού έπρεπε να πάμε… Το βράδυ καθόμαστε μέχρι όσο έπαιρνε. Κατάλαβες; Αλλά και αυτοί που ερχόντανε εκεί, σε μας, ήταν όλοι… Δουλεύαν το πρωί. Και ήταν φορτηγατζήδες. Κατάλαβες; Μέναν οι Αγρινιώτες με τους Μεσολογγίτες. Εντάξει. Είχαμε και κάτι ερωτικά παιχνίδια, αυτά. Όλα γινότανε, παντού γίνονται. Παντρευτήκαν και κάνα δύο τρεις. Όπως και με τους φοιτητάς εδώ, μείνανε πολλές φοιτήτριες, παντρεμένες με Μεσολογγίτες. Καλό ήτανε κι αυτό. Λοιπόν. Τελικώς, δεν με κράτησε το Μεσολόγγι, γιατί πήγα φαντάρος. Έφυγε και ο Γιάννης, γιατί πήγε και αυτός φαντάρος. Αυτός πήγε στο Ναυτικό, εγώ πήγα στο τέτοιο. Εκεί χωρίσαμε σαν... Τι επαγγελματικά; Δεν πλήρωνα ούτε ενοίκια ούτε τίποτα. Ήτανε για τον Γιάννη που έπινε και αυτός κι εγώ, χαρές, παιδικά μυαλά, ωραία ζωή, ανέμελη, ανεύθυνη. Όλα καλά, όλα ωραία. Να φανταστείς, έβγαζα τα παπούτσια μου, για να μπω στο σπίτι. Η μάνα μου, όμως, ήταν ξύπνια και πάντα μου έλεγε: «Τώρα ήρθες;». «Τι να κάνω;», λέω. «Τώρα ήρθα». Λοιπόν, πάμε Αθήνα πάλι. Ξεκίνησα εκεί, με το γεγονός ότι οι φοιτηταί με λάτρευαν τότε, της Ιατρικής Σχολής. Και ήτανε ένα στιγμιότυπο το τέτοιο. Δούλεψα στα λεωφορεία, γιατί ήταν καλά τα λεφτά τότε. Πληρωνόταν όλες οι ώρες, όλα τα νυχτερινά, όλες οι Κυριακές. Δηλαδή, ήταν τίμια η εργασία που… Τώρα, δεν δίνουνε τίποτα στον κόσμο. Όλα αυτά, όμως, που σου είπα, τα νυχτερινά, τα έτσι, τα… Όλα με απεργίες! Η εποχή της απεργίας φτάσαμε. Απεργία για τα ανθυγιεινά, απεργία για τα Σαββατοκύριακα. Εις διπλούν, τότε! Εγώ δούλευα 2 βάρδιες στα λεωφορεία, γιατί δεν είχα 1 λεωφορείο. Πήγαινα όπου είχε έλλειψη. Εφεδρικός, πώς να στο πω; Κατάλαβες; Δηλαδή, αρκεί να 'θελες να δουλέψεις. Ο μισθός τότε; Αυτόνε που έπαιρνα εγώ, ήτανε 4,5; Δεν θυμάμαι, τώρα, να συγκρίνω το χρήμα. Πάντως, αν οι δημόσιοι υπάλληλοι παίρνανε 1,5 χιλιάρικο, εγώ έπαιρνα 4,5 το μήνα. Όταν πήγα να βγάλω σύνταξη, βρήκα βιβλιάριο που έγραφε 42 μεροκάματα το μήνα. Το μήνα 42 μεροκάματα. Γιατί πήγαινα το πρωί. Πήγαινα σε ένα λεωφορείο. Το μεσημέρι, που άλλαζε η βάρδια, μου λέγανε: «Γιώργο, πήγαινε στο τάδε λεωφορείο» ή «Θα 'ρθει να σε πάρει από τη στάση». Δύο βάρδιες. Δεν είχα λόγους να μη δουλέψω. Νέο παιδί ήμουνα τότε. Δεν μ’ ένοιαζε τίποτα. Αλλά τα βρήκα αυτά, τώρα, για να πάρω τη σύνταξή μου. Κατάλαβες; Λοιπόν, να μην στα πολυλογώ, γνώρισα τη Μύκονο. Η Μύκονος ήτανε ένα χωριό, τότε. Όλες οι κινήσεις μας… Δεν είχε ούτε αστικά λεωφορεία. Δεν είχε τίποτα. Είχε 2-3 ταξί. Όλα με τα πόδια! Έφευγες να πας για πάνω; Τράβαγες στα ελέη του Θεού! 1,5 ώρα με τα πόδια. Το ξενοδοχείο είχε λεωφορεία. Έπαιρνε τους τουρίστες και τους πήγαινε στην παραλία, αλλά εμάς δεν μας έπαιρνε. Ξέρεις. Λοιπόν, άνοιξα μια πόρτα στην Αθήνα… Στη Μύκονο. Εκεί, έκατσα 24 χρόνια, στο ίδιο αφεντικό. Μέχρι που έφτασα στο να διοργανώνω τις εκδηλώσεις. Επαφές με καλλιτέχνες, επαφές με εφοπλιστάδες, επώνυμοι πολλοί, δικηγόροι, Αγγελοπουλαίοι, όλοι οι ηθοποιοί. Η Νατάσα Θεοδωρίδου. Η Παπαρίζου, όταν πήρε το πρώτο βραβείο, την έφερε ένας που είχε μπουζουξίδικο στην Αθήνα. Την έφερε για γνωριμία και δημόσιες σχέσεις και για να κλείσει και συμβόλαιο. Σε εμάς ήρθαν τα γλέντια. Θυμάμαι, τότε, η Παπαρίζου, επειδή ήμουνα ταλαντούχος και μ' έβλεπε τσαχπίνη και έτσι διάφορα, λέει : «Θα τον πάρω αυτόνε για τα 10 μπροστά τραπέζια», που δικαιούται. Ο καλλιτέχνης δικαιούται 10 τραπέζια. Οι εισπράξεις του είναι. Έτσι γίνεται τώρα. Για να μη δίνει μετρητά, σου λέει: «Ό,τι πιάσουν τα μπροστινά τραπέζια θα πάρεις». Έτσι γίνεται η συναλλαγή. Δεν το ξέρει ο κόσμος. Λέει: «Θα τον πάρω». Λέω: «Δεν μπορώ να σου πω εγώ τίποτα. Θα ρωτήσεις την αφεντικιά μου». «Δεν τον δίνω», λέει. «Με τίποτα». Λέω: «Χάθηκε η ευκαιρία να ξενυχτάω». Δεν μ’ ένοιαξε καθόλου. Ούτε το 'λαβα και υπόψη μου. Δεν με ένοιαζε τίποτα. Περνούσα καλά εκεί που πήγαινα τα καλοκαίρια. Έκανα έναν κύκλο εκεί, δικό μου. Γνώριζα Ασλάνη, Τσέλιο, Μπίλι Μπο, τότε και πολλούς ξένους διάσημους. Ήτανε… Πώς τους λένε αυτουνούς; Von και De! Πώς να στο πω δηλαδή; Ξέρεις, τώρα! Όχι βασιλιάδες, οι άλλοι, οι γύρω-γύρω.
Ναι.
Θείος του, λέει, ο τέτοιος. Αυτοί κάνανε επιχειρήσεις στη Μύκονο, να ξέρεις. Ανοίγανε μαγαζιά. Και αυτή την ώρα η Μύκονος είναι δοσμένη σε ξένες επιχειρήσεις. Έχουμε “Louis Vuitton” τώρα, έχουμε τάδε, έχουμε τάδε. Φύγαν όλοι οι ντόπιοι και οι Έλληνες. Δεν ζυγώνουνε καθόλου εκεί. Ένας Έλληνας έρχεται, κλείνει, φεύγει, χάνει τα λεφτά του όλα. Μόνο οι ξένες εταιρείες δουλεύουνε. Η διασκέδαση έχει απλωθεί σ' όλο το νησί. Δηλαδή, μες στην πόλη δεν έχει τίποτα. Εγώ ήμουνα, όμως, θαμώνας στο μικρότερο μπαράκι του κόσμου, που λέγεται «Θαλάμι». Το «Θαλάμι» δεν το ξέρει κανένας, σχεδόν, τώρα. Μες στο «Θαλάμι», εκείνη την εποχή, πήγαινε ο Ωνάσης, τον έβλεπα μπροστά μου, ο Αλέξανδρος, ο γιος του, η Κάλλας και όλοι οι VIP. Είναι ένα μικρό μαγαζί κάτω από το σημερινό Δημαρχείο της Μυκόνου, λαϊκό μαγαζί και παίζει ελληνικά τραγούδια. Εκεί, την έβρισκα εγώ, όταν είχα να βγω. Δεν μ' άρεσε ποτέ η βαβούρα, ούτε τραπέζια ούτε καρέκλες. Τα 'κανα στα δικά μου μαγαζιά αυτά εγώ. Λοιπόν, μετά απ' αυτή την - δεν μπορώ να τη χαρακτηρίσω - ταλαιπωρία, γιατί εκεί άρχισε να βλέπω και τη ζωή μου, την προσωπική, την ερωτική. Με ένα μεγάλο ερωτηματικό. Τι γίνεται εδώ; Τι παίζω; Τι κάνω; Τι ρόλο βαράω; Κατάλαβες; Εντάξει! Είχα έρωτες με γυναίκες. Η τελευταία φάση που ήμουνα και σχεδόν… Ήμουνα 12 χρόνια μαζί της. 12 χρόνια ήτανε η ακμή ενός άντρα. Δηλαδή απ' τα 27, 25. Κατάλαβες. Χαμένος χρόνος. Χαμένος χρόνος δεν ήτανε, αλλά ήτανε σύμπλεγμα μέσα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Υπήρχαν δύο δυνάμεις. Μια με τράβαγε από 'δω, μια από κει. Άλλα μπορούσε να μου παρέχει μια γυναίκα, άλλα ο άντρας. Εκεί, ξέρω 'γω; Δεν μπορώ να ξέρω τι έγινε και τι γινότανε. Μέσα, ήμουνα και με τους δύο ευχάριστα. Δεν μ' ένοιαζε καθόλου. Σου μιλάω ειλικρινά! Αλλά ποτέ δεν έδωσα και δικαιώματα. Ναι, μεν, είμαι ό,τι είμαι. Δέξου με. Αλλιώ[00:30:00]ς, δεν με νοιάζει. Σ' αρέσω, δεν σ' αρέσω. Και να μην το πεις εσύ, εγώ θα το καταλάβω, αν είσαι αρνητικός απέναντί μου. Έχουνε περάσει τόσος κόσμος απ' τα χέρια μου, που δεν μπορείς να φανταστείς. Πολύς κόσμος. Δηλαδή, όταν έχεις μες στο δικό σου μαγαζί 300 άτομα και να θες να προσέχεις τι γίνεται μες στο μαγαζί σου. Γιατί εγώ είχα μαγαζί. Δεν είχα τσατσάδικο. Κατάλαβες; Κάλυπτα, απόλυτα, τους πελάτες μου. Δεν ζήταγα ποτέ… Μου λέγανε κόσμος, νεαροί, «Κέρασε τις κοπέλες». «Δεν θέλουν», λέω. «Περιμένουνε τη δική τους παρέα». Δηλαδή, δεν έκανα - να το πω λαϊκά; - τσατσιλίκι. Δεν μου άρεσε καθόλου εμένα αυτό. Και για αυτό είχα πολλές γυναίκες φίλες. Δηλαδή, όλες οι γυναίκες με λατρεύουν εμένα. Και ένας λόγος… Και το λένε ακόμα, τώρα, σ' αυτή την ηλικία, ότι «Ο Γιώργος ήταν ο ηθικότερος άνθρωπος με τη νυχτερινή ζωή». Εγώ, όταν είχα τις επιχειρήσεις εδώ, είχα ναυλώσει 2 σκάφη, 2 φορές. Έφερα στο λιμάνι του Μεσολογγίου καράβι, το οποίο πλήρωσα και το μετέτρεψα σε μαγαζί. Δηλαδή, είχα βάλει 200 καρέκλες μέσα, με όσα τραπεζοκαθίσματα, είχα γδύσει το μαγαζί μου από λουλούδια και γλάστρες… Ένα φορτηγό πράγματα. Καθόντανε στην προβλήτα, να τα μεταφέρουν μέσα τα παιδιά, οι υπάλληλοι που είχα. Είχα δέκα υπαλλήλους εγώ. Υπήρχε εποχή. Και πέντε, έξι συμφοιτητάς από κοντά. Λοιπόν, και πήγαμε μέχρι, έτσι, στον Πατραϊκό. Πήγαμε εδώ, πήγαμε δεξιά, πήγαμε αριστερά, φτάσαμε μέχρι το Κρυονέρι, γιατί δεν επιτρεπόταν να πάμε σε νησί. Είναι αυτά τα σκάφη που είναι από κάτω ίσια. Δεν είναι με καρίνα. Κατάλαβες; Είναι - πώς τα λένε αυτά; - που είναι για παραλίες. Δύο φορές έγινε αυτό. Είχε μαζευτεί όλο το Μεσολόγγι. Στην Τουρλίδα βγήκαν όλες οι πελάδες με βεγγαλικά και γινότανε χαμός Κυρίου. Η μουσική τσίτα, δηλαδή είχα πάρει 400 άτομα μαζί μου και γυρίσαμε στις 05:00 το πρωί, 06:00. Χορός; Ατελείωτος. Ήτανε και οι φίλες μου, η Γωγώ η Μαστροκώστα, μαζί με την αδερφή της και τότε αυτές ήτανε κοριτσάκια. Η Γωγώ δεν είχε γίνει τίποτα, αλλά υπήρχε κούκλα. Από τότε, γινότανε πανικός. Πίσω απ’ αυτές τις γυναίκες γινότανε το έλα να δεις. Πού πάμε τώρα; Είχα ανοίξει ρουχάδικο, μόλις πρωτοήρθα στο Μεσολόγγι, το '79. Εκεί, ουρές για τα ρούχα. Εγώ είχα πόρτες στην Αθήνα, έπαιρνα ρούχα πολύ προχωρημένα και γινότανε το έλα να δεις. Εισπράξεις; Στο Θεό. Από εκεί ξεκίνησα όλη την επιχείρηση. Και λέω: «Εδώ είναι ψιλά. Ενώ εδώ είναι αρκετά». Εκεί είναι ο γαύρος, εδώ είναι το ψάρι το καλό. Στη νύχτα. Την άντεχα κιόλας και τελείωσε. Λοιπόν, με τις γνωριμίες που έκανα εγώ στη Μύκονο, από τους πελάτες, είχα πολλές προσκλήσεις. Τώρα, πάμε στο ταξιδιάρικο της υποθέσεως. Με καλούσε ο ένας, με καλούσε ο άλλος. Τότε, τα λεφτά δεν ήτανε και τόσα πολλά. Όταν εγώ έφτασα στο Cape Town, μόνος μου, μου 'χε βγάλει τα εισιτήρια αυτός ο φίλος μου. Συγγνώμη.
Δεν πειράζει.
Μου 'χε βγάλει το εισιτήριο. Αλλά με τι; Με ένα χιλιάρικο πήγα στο Cape Town. Πώς θα γυρίσω; Και αν δεν τα βρω καλά εκεί; Πρέπει να γυρίσω στον προορισμό μου. Λοιπόν, αυτά γινότανε Σεπτέμβριο με Οκτώβριο, πριν πιάσω δουλειά στα ρουχάδικα στην Αθήνα. Δηλαδή, ήτανε ένα double face. Λοιπόν, πήγα Γερμανία, πήγα Ιταλία. Γνώρισα τον La Stampa, αυτόν με την εφημερίδα “La Stampa” της Ιταλίας. Πρώτη εφημερίδα τότε. Ταξίδεψα, μαζί του, μια εκδρομή μέχρι το… Στο Νότιο μέρος της Κέρκυρας; Ποιο νησάκι είναι; Εδώ το 'χω! Δεν μπορώ. Τέλος πάντων, θα το θυμηθώ. Είχε ένα σκάφος, μεγάλο. Γνωριστήκαμε σε μια ντισκοτέκ, “Bora Bora”, στην Κέρκυρα, που δούλευα. Και πήγαμε μια εκδρομή. Χάθηκα 2 μέρες. Τ' αφεντικό εκεί, στην Κέρκυρα, είχε παλαβώσει. Λέει: «Πάει! Τον πνίξαν αυτόν». Κι εγώ πέρναγα ζωή χαρισάμενη.
Στην Κέρκυρα πώς καταλήξατε; Και τι κάνατε;
Πήγα, μια σεζόν, να δουλέψω εκεί. Μη με ρωτήσεις πριν πόσα χρόνια. Λοιπόν, παίρνω απόφαση μετά, αφού πέρασα όλα αυτά τα εξωτερικά, τα τέτοια, στο Ντουμπάι, στο τέτοιο... Με πηγαίνανε καζίνο! Κάθε ένας τα βίτσια του τα 'βγαζε πάνω μου. Πάμε καζίνο. Φεύγαμε από δω, φεύγαμε απ' την Αθήνα, πηγαίναμε… Τζάμπα τα έξοδα, για να πάνε στο καζίνο οι φίλοι μου στην Τουρκία. Πληρωμένα τα ξενοδοχεία, όλα. Αρκεί να παίζεις μέσα στο καζίνο. Με παίρνανε κι εμένα μαζί. «Δεν βαριέσαι», λέω. «Πάω κι εγώ βόλτα». Εγώ δεν διέθετα χρήματα. Ούτε τίποτα. Εκεί; Εκεί, έβλεπες όλους τους τραγουδιστάδες της Ελλάδος. Κι ας κάναν εδώ τις παρθένες. Δηλαδή, αυτοί ήτανε χειρότεροι απ' όλους. Βίτσια πολλά είχανε. Μη νομίζεις ότι είναι απλοί άνθρωποι, «χαχαχα» και «λαλαλα». Τα ξέρεις κι εσύ, νομίζω. Εν πάση περιπτώσει, έγινε η περιπέτεια της ζωής μου σ’ όλα αυτά, όπου πήγα στο εξωτερικό. Και μετά, αποφάσισα… Είπα… Πρόσεξε να δεις! Έβαλα στο νου μου «Θα πάω στη Μύκονο, θα δουλέψω, ό,τι tips...». Γιατί, πλέον, σοβάρεψα λίγο. Λέω: «Τι κάνω τώρα;». Υπαλληλίκι, δεν το μπορούσα, δεν το 'θελα, δεν το αυτό. Και λέω: «Ό,τι tips μαζέψω. Θα χαλάσεις, Γιώργο, όλα τα λεφτά, ό,τι θέλεις να ψωνίζεις, αυτά που παίρνεις απ' το... Και όλα τα tips, θα τα βάλεις μια αποταμίευση, να πας στην πατρίδα σου». Ενώ χάρηκα όλη τη ζωή μου, από δικηγόρους, αυτοί τώρα που παίζουν σοβαρό ρόλο, τους τάισα εγώ. Κούγια, τον άλλονε, τον άλφα, τον βήτα, όταν ήτανε καλά με το μοντέλο αυτό. Εκεί τρώγανε σε μένα. Τι να σου πω; Δηλαδή… Νατάσα Θεοδωρίδου, Άντονι Κουίν. Στον τέτοιονε τον σερβίραμε, στο ξενοδοχείο με τους 4 ορόφους. Τότε, γυριζόταν μια ταινία. Δεν ξέρω ποια ήτανε. Όχι «Ζορμπάς». Ζακλίν Μπισέ είχαμε. Αυτά ήταν τραγικά ονόματα της εποχής. Δηλαδή, ήτανε ονόματα βαρβάτα. Είχε έρθει ο Βοσκόπουλος με τη Λάσκαρη τότε και τους σερβίραμε εμείς εκεί. Αυτά είναι της Μυκόνου.
Εσείς με όλο αυτόν τον κόσμο είχατε και επικοινωνία;
Βέβαια! Το πρώτο χέρι ήμουνα εγώ. Όταν δεν είχαμε εκδηλώσεις, εγώ ήμουνα υπεύθυνος εστιατορίου. Και μέσα στο σκάφος, τον Αγγελόπουλο, τον γέροντα… Ο άλλος δεν τον ζύγωνα. Δεν ερχόταν στο μαγαζί μας. Αυτός που ήταν ανάπηρος. Αυτός μόνο σε μας έτρωγε. Και τα πηγαίναμε εκεί. Κι είχε ένα σκάφος, τεράστιο. Είχε 3 ορόφους, με ασανσέρ μέσα, γιατί ήτανε στο καρεκλάκι. Μια τηλεόραση - τότε- 75 ιντσών. Ένας τοίχος ολόκληρος. Εμείς τα χάσαμε. Θα σου πω και ένα απ' τα καλύτερά μου. Θα σου πω μιαν άλλη εκδήλωση. Φεύγουμε απ' τον Αγγελόπουλο τώρα και πάμε σε μια που τη γνώρισα σ’ ένα κλαμπ. Πολύ χρήμα. Ο άντρας της σαν σκαντζόχοιρος. Σου μιλάω ειλικρινά. Δεν έχω δει ασχημότερο άντρα. Είχε, κάπου, 15 καράβια. Να φανταστείς, το κεράσι… Της βγάζαν το κουκούτσι της αφεντικίνας. Ο δεύτερος δεσμός της ξέρεις ποιος ήτανε; Αλβανός βοηθός μαγείρου. Είδες το χρήμα και ο ξεπεσμός; Βοηθός μαγείρου. Δηλαδή, τέντζερες έπλενε. Και πιάτα, ξέρω 'γω, τι έκανε εκεί; Κουζίνα. Το φαντάζεσαι τώρα; Γυναίκα με τρεις Φιλιππινέζες και 24 κάμερες είχε η βίλα. Δεν μπορούσες να κουνήσεις χέρι. Γιατί δεν λέω τα μυστικά του επαγγέλματος. Για την επιχείρηση που δούλευα. Τα μυστικά τα δικά μου τα 'ξερα εγώ και η αφεντικίνα μου. Για να κλείσω τη δουλειά, έκανα 2 μήνες. Αυτή είχε φτιά[00:40:00]ξει την καινούρια βίλα. Δηλαδή, νεοφερμένη στη Μύκονο. Και ήθελε να κάνει μια δεξίωση. Εκεί, ήρθανε όλο το ανφάν γκατέ. Ζήταγε μέχρι πηρούνια ασημένια και κουτάλια. Αυτά δεν γίνονται ούτε για… Δεν ήθελε άσπρα τραπεζομάντηλα. Λέω: «Άσπρα τραπεζομάντηλα έχουμε εμείς. Δεν έχουμε τίποτα άλλο». Και πήγε και έφτιαξε δικά της. 300 άτομα ήτανε η δουλειά. Είχε χώρο άπλετο. Έβλεπε την Ψαρού απέναντι, το σημερινό… Αυτό το… Την Ψαρού, την περιοχή, που…Τα 'χω χάσει τώρα. Δεν ξέρω. Πώς το λένε, μωρέ, το μαγαζί το ακριβό, στην Ψαρού; Τέλος πάντων, θα το θυμηθώ. Που έχει και στο Ντουμπάι; Δεν το ξέρεις;
Όχι.
Είσαι κι εσύ σαν κι εμένα. Λοιπόν, αυτή ήτανε ιδιότροπη, αλλά εγώ την πήρα πρέφα απ' την αρχή. Δεν ήθελα, όμως, να τη χάσω. Ήταν πολύ το λεφτό για την επιχείρησή μου, που δούλευα. Τελικώς, της έσπρωξα το καλύτερο μενού και το οικονομικότερο για εμάς. Ξεκίνησε τέτοιο. Παίρνω το προσωπικό μου, κουβάλαγα 2-3 μέρες τα σκεύη μου, τα έτσι μου, τις στρογγυλές τραπεζαρίες αυτές. Δώδεκα άτομα, δεκαπέντε, ξέρω 'γω τι, όλα αυτά. Υπαίθριο το πάρτι, γύρω-γύρω από μια πισίνα, μεγάλη, οικόπεδο μεγάλο. Μέτρησα τις κάμερες, γιατί έπρεπε να τις… Κάνω μια μικρή κουβέντα με το προσωπικό μου, γιατί είχα τόσα άτομα προσωπικό, 10-12 άτομα. Λέω: «Παιδιά, δεν θα πιείτε ούτε ένα ποτό. Απ' όπου είναι, θα 'ρθει η στιγμή που θα πιούμε». Λέω: «Μας παρακολουθούνε μέχρι την τουαλέτα». Εγώ έκανα τη δουλειά μου που ήθελα. Βρήκα τρόπο για να κερδίσει. Και καταλαβαίνεις τώρα τι εννοώ. Βέβαια! Δέκα σαμπάνιες δεν δικαιούμαστε εμείς; Παραπάνω. Να πάρουμε 30.000-40.000. Αφού καράβια είχε αυτή, θα τα πληρώσει. Μαζευτήκαμε, στρώσαμε. Ήθελε ένα τμήμα με ψαρικά και θαλασσινά και ένα τμήμα με κρεατικά. Ήρθε όλο το ανφάν γκατέ της Ελλάδας, όλοι οι λωποδύτες, όλοι οι εργοστασιάρχες. Εγώ είχα και το θράσος και τους ρώταγα. Γιατί τους έλεγα και το φαΐ, πώς είναι κατασκευασμένο, πώς αυτό. Κατάλαβες; Γιατί το θέλανε, εκείνη την ώρα, να τους το κόβεις και να τους το σερβίρεις. Δεν καθότανε στα τραπέζια. Ήταν σα μπουφές. Αλλά έκοβες το κρέας εκείνη την ώρα. Κατάλαβες. Λοιπόν, που λες, μαζεύτηκε όλη η σάρα και η μάρα. Τους ήξερα. Δηλαδή, γνώριζα όλο το χρήμα της Ελλάδος. Να το ξέρεις. Ο φτωχότερος πρέπει να 'ταν, ξέρω 'γω… Ποιότητα; Μηδενική. «Παιδιά»… Λέω στα παιδιά μου, «Παιδιά, ούτε το πρωί, στις 10:00, δεν θα τελειώσουμε εδώ». Αφού φάγανε, ήπιανε, αρχίσανε, βάραγε η μουσική, όλα καλά, όλα ωραία. 01:00-01:30, γίνεται ένας πανικός, γυρίζει ο καιρός και μαζεύουμε όλα τα τραπέζια. Τα μισά μες στην πισίνα και τα ποτήρια και τα πιάτα και τα τραπεζομάντηλα φτάσανε στην Ψαρού. Αυτό έγινε 01:30. Διέλυσε το πάρτι. Είχε, όμως, ένα αίθριο και μείνανε οι εκλεκτοί του. Εκεί, ρώταγα εγώ. Γιατί αυτοί το μάθανε πρώτα το όνομά μου, γιατί το 'χαν ανάγκη. Γιατί «Στον Γιώργο θα ζητήσουμε αυτό, στον Γιώργο θα πούμε...». Διέλυσε ώρα 01:30 το κλαμπ, η γιορτή της. Δηλαδή, δεν έχεις δει πανικό. Όταν είχε βάλει 8 μποφόρ, φεύγανε όλο με τα πιάτα και τα τέτοια. Διέλυσε το πάρτι. Μαζευτήκαν καμία εβδομηνταριά-ογδόντα κάτω από ένα αίθριο, έτσι λίγο καλυμμένο. Είχε πολλά καθιστικά στο ύπαιθρο, καναπέδες χτιστούς, μαξιλάρες. Εκεί, γίνηκε λίγο νταραβέρι μέχρι τις 03:00. Εντωμεταξύ, τα παιδιά είχανε μαζέψει τα πάντα και το πάρτι τελείωσε. Στοίχισε κάπου 120.000. Αυτό το στιγμιότυπο, τέρμα. Λοιπόν, όταν πήγα μια χρονιά, την τελευταία χρονιά, που συνειδητοποίησα τι πρέπει να κάνω στη ζωή μου, λέω: «Ό,τι λεφτά πάρω, θα τα χαλάω απ' τη μισθοδοσία μου και όλα τα tips…», γιατί εγώ έπαιρνα 70% στα tips, ενώ τα παιδιά παίρναν το υπόλοιπο. Σαν προϊστάμενος τμήματος, έπαιρνα εγώ το tips. Ό,τι tips μάζευα, τα 'χωνα κάτω απ' το κρεβάτι μου. Δηλαδή, τα 'φτιαχνα χοντρά. Αυτό έγινε το '87. Μάζεψα 32.000, θυμάμαι, τότε. Και με 32.000 ήρθα και άνοιξα το ρουχάδικο εδώ, στο Μεσολόγγι, σαν μόνιμη επιχείρηση. Όταν είδα εγώ ότι γινότανε χαμός στο μαγαζί, λέω: «Τώρα, είναι ευκαιρία να ενδυναμώσεις την υπόθεσή σου». Έβλεπα ότι τα κλαμπ ήταν γεμάτα. Λέω: «Ψαθάς είμαι εγώ. Άμα ανοίξω ένα μπαρ, θα πάρω τη μερίδα του λέοντος, αλλά δεν θα αναμειχθώ μες στο χώρο τους». Λέω: «Θα πάω λίγο παράμερα εγώ». Και όλα τα μαγαζιά μου ήτανε παράμερα απ' την πιάτσα. Κατάλαβες; Δηλαδή, τι γινόταν εκεί; Δεν μ’ ένοιαζε. Εμένα με ένοιαζε να γεμίσει το μαγαζί. Και όπως το γέμιζα. Έκανα αυτές τις εκδηλώσεις, που σου είπα, με τα καράβια, με τα αυτά, με τις επιδείξεις, έκανα στο «Ξενία». Μοντέλα από Αθήνα, πληρωμένα όλα. Δηλαδή, ναι μεν, έπαιρνα χρήμα, αλλά έσπρωχνα και χρήμα, για να μπορέσω να ικανοποιήσω αυτά τα θέλω μου. Δηλαδή, δεν είχα όμως έπαρση, ότι «Εγώ είμαι». Αφού να φανταστείς, είχα πάρει αυτοκίνητο και δεν είχα δίπλωμα. Και για να πάω να γεμίζω το μαγαζί, γιατί πήγαινα, έπαιρνα και παραγγελίες από γυναίκες «Γιώργο, θέλω μια τουαλέτα για το γάμο μου. Θέλω μια τουαλέτα, για να πάω… Θα αρραβωνιαστώ». Είχα τεράστιο γούστο. Αν δεν μ' άρεσε ένα ρούχο, δεν το πουλούσα. Της έλεγα «Βγάλτο». «Είσαι… Δεν, δεν. Θα πάμε σε άλλο level». Κατάλαβες; Δηλαδή, ήμουνα παντού ειλικρινής. Δεν ήμουνα να σπρώξω τα ρούχα. Αφού ακόμα, αυτή τη στιγμή, που έχουνε περάσει 40 χρόνια, μου λέει μια «Έχω φούστα από σένα. Τη φοράω μες στο σπίτι». Δηλαδή, και σου λένε τέτοια πράγματα και ανατριχιάζεις. Φτάνεις σε ένα σημείο και λες: «Έπα! Τι γίνεται εδώ;». Τώρα, θα σου πω και ένα δικό μου, το οποίο, εκεί για κάπου, μ' άρεσε. Ήτανε το άλλο στενό, που είμαστε εμείς τώρα εδώ, το άλλο δρομάκι. Εκεί, είχα το ρουχάδικο. Από εκείνη τη μεριά, πηγαίναν τα παιδιά στο σχολείο, που είναι το Δημοτικό, που ήτανε στο μουσείο τώρα. Τα παιδάκια πηγαίνανε, ξέρεις, μπουλούκια-μπουλούκια, συμμαθητές μαζί. Εντωμεταξύ, είναι πόλη. Δεν είναι κίνδυνος. Απ' την Α΄ Δημοτικού πηγαίνανε μόνα τους. Τώρα, τα πάνε όλοι με αυτοκίνητα, με έτσι. Εντάξει, έχουνε και δίκιο, βέβαια, ο κόσμος. Και περνάει ένα μικρό, Α΄ Δημοτικού, μαζί με κάτι άλλα παιδιά, και μου λέει: «Κύριε Γιώργο;». «Ναι, παιδί μου». Λέει: «Η μαμά μου ήτανε με κάτι φίλες και είπανε ότι είσαι ο ομορφότερος στο Μεσολόγγι». Στη ζωή μου, ε; Εκεί δα, μου άρεσε, αλλά δεν τράβαγε η ομάδα. Δεν με ένοιαζε εμένα. Δεν έκανα καθόλου για κανέναν. Μόνο για πάρτη μου. Μπορεί να 'μαι και νάρκισσος. Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το χρησιμοποιήσω αυτό απόλυτα. Αλλά δεν είμαι νάρκισσος, γιατί είμαι ενεργός στον έρωτα. Ήμουν. Κατάλαβες; Γιατί ο νάρκισσος είναι λίγο «Κοίτα εδώ τι γίνεται!». Χαϊδεύεται μόνος του, ξέρεις. Γιατί όλα αυτά τα έζησα κάτω, στη Μύκονο. Σου είπα ότι μπορώ να καταλάβω. Με 10 κουβέντες που θα μου πεις, μπορώ να καταλάβω τι ρόλο βαράει ο καθένας. Έχω σερβίρει από τον φτωχότερο μέχρι και τον μεγαλύτερο. Κατάλαβες; Ο Αγαπητός, ένας εφοπλιστής. Δηλαδή, τα λέω αυτά γιατί για μένα είναι χαρακτηριστικά αυτά. Εγώ ήμουνα ένας υπάλληλος στο ξενοδοχείο. Τι ώρα; Καθίσαμε και κουβεντιάζαμε… Για πες μέχρι ποια ώρα! 07:30 το πρωί. Ήρθε να φάει με την οικογένειά του και έμεινε αυτός εκεί. Και έκ[00:50:00]ατσα κι εγώ, γιατί δεν είχε και πολλή δουλειά ή είχανε φάει, γιατί 01:00 δεν ερχόταν να φάνε. Μέχρι τις 07:30 το πρωί συζήταγα με τον Αγαπητό. Εγώ το λέω το όνομα. Με καράβια ήταν αυτός. Και έλεγα από μέσα μου «Τι θέλω εγώ, τώρα, μ' αυτόν τον πλούσιο;» και τέτοια. Δεν ζήτησα ποτέ δουλειά από κανέναν. De facto! Μπορεί να μην είχα μία στην τσέπη μου, αλλά δεν καταλάβαινε κανένας τι συνέβαινε. Λοιπόν, φτάνουμε στο τέτοιο και ερχόμαστε στο '79. Ανοίγω τα ρούχα, λεφτά πολλά. Το εβδομήντα κάτι… Το '79, κάνω εγκαίνια, Παραμονή Χριστουγέννων. Πανηγύρι. Ξεπούλησα. «Πρώτη μου δουλειά είναι να πάρω ένα αυτοκίνητο». Κατάλαβα εγώ πώς θα κυλήσει η δουλειά. Παίρνω ένα αυτοκίνητο, ένα “Opel” τότε. Να που δεν είχα δίπλωμα! Απ' τους πολλούς που γνώριζα εδώ πέρα, έλεγα: «Πάμε, όλα πληρωμένα - λέω σε ένα φίλο μου - να πάμε στην Αθήνα να ψωνίσουμε, να γεμίσουμε το αυτοκίνητο ρούχα και να γυρίσουμε πίσω;». Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε αυτοκίνητο, αλλά είχε δίπλωμα. Ήτανε τόσο καλός μαζί μου, που κάθε Σάββατο φεύγαμε και γυρίζαμε την Κυριακή το βράδυ, με τις παραγγελίες μας και με τα καινούρια κομμάτια που βγαίνανε στην Αθήνα. Πήγαινε σφαίρα το μαγαζί. Μετά, μου ‘ρθε η ιδέα να ανοίξω ένα μπαρ, αφού γινότανε κι εδώ… Το μπαρ; Άλλα χρήματα εκεί. Έβαλα ντεκορατέρ μέσα, αγάλματα, κακό. Ήτανε… Μιαν Ακρόπολη είχα φτιάξει. Δηλαδή, όλο κολώνες ήτανε. Ό,τι γωνίες υπήρχανε, τις είχα φτιάξει κολώνες με κιονόκρανα πάνω, δίχρωμο. Οι κολώνες άσπρες, αγάλματα μέσα και τέτοια. Κηδεία το μαγαζί, κόσμος, λαός! Μετά, λέω: «Ας ανοίξω!». Τα χρόνια περνάγανε, τα ερωτικά πηγαίνανε καλά. Άμα παίζεις κάποιο ρόλο και είσαι μαγαζάτορας, πολύ εύκολα γίνονται όλα. Έτσι δεν είναι; Και αποφάσισα και ανοίγω ένα μπαρ. Το μπαρ αυτό γινότανε πολύς κόσμος. Φεύγω, πάω στην Αθήνα υπεύθυνος σε ένα μπουζουξίδικο, στην Κηφισιά.
Το μαγαζί, όμως, εδώ, συνέχισε να υπάρχει;
Ναι. Όχι, όχι. Συγγνώμη! Έκλεισε το μαγαζί. Φεύγω. Πάω υπεύθυνος σε ένα μπουζουξίδικο. Από εκεί, πέρασαν η Βανδή, η Νατάσα Θεοδωρίδου. Είχαμε τον Μίμη Πλέσσα. Στην Κηφισιά, δίπλα από του ΟΤΕ. Πρέπει να δουλεύει αυτό το μαγαζί σαν επιχείρηση, σαν χώρος. Είχαν έρθει όλο το Μεσολόγγι. Εγώ large. «Βάλε ένα μπουκάλι εκεί, κέρασε τα παιδιά, λεβέντες». Κουμάντο. Λεφτά; Τεράστια πιάναμε. Να που εκεί μ' αγάπησε η ιδιοκτήτρια. Και τότε, αρχίζει το μεγάλο δράμα της ζωής μου. Είχα αλλάξει κι αυτοκίνητο. Πήρα ένα καινούριο αυτοκίνητο, πολυτελείας. Η αφεντικίνα δούλευε σ' εμάς, στα μπουζούκια, στην Κηφισιά. Ήτανε μεγάλο το ποσό. Ήτανε 150.000.000 το ενοίκιο, τη σεζόν. Εκεί, ερχόταν αυτή, κάθε βράδυ, και έπαιρνε το 20% απ' την επιχείρηση, απ' την είσπραξη μαγαζιού. Για να γίνει απόσβεση του ενοικίου. Αν βγάζαμε πιο πολλά, τα 'παιρνε. Δεν ξαναρχότανε. Αν της χρωστάγαμε, της δίναμε μιαν επιταγή και τελείωνε η σεζόν και καθαρίζαμε. Τα ενοίκια έτσι δίνονται στα μπουζούκια. Κατάλαβες; Έρχεται εκεί, παίρνει τόσο %, 20%. Λοιπόν, κι εκεί έβαλα πολλούς Μεσολογγίτες μέσα, τους είχα τακτοποιήσει σε δουλειές, εκεί. Ξέρεις. Παίρναμε πολλούς χορούς. Ήταν προσιτό το πρόγραμμα. Εκεί, στο συγκεκριμένο μαγαζί, γυριζότανε, τότε που έβγαινα στην τηλεόραση. Τα πρωινά γυριζόνταν τα επεισόδια. Μαζί με τη Γωγώ τη Μαστροκώστα, η οποία ήτανε κολλητή μου φίλη και την αγαπάω αφάνταστα ακόμα. Έχουμε φιλίες, έχουμε αγάπες, έχουμε, έχουμε, έχουμε. Λοιπόν, έχω φίλη τη Μοιραράκη, έχω φίλο τον τέτοιονε, έχω φίλο τη Βίσση, έχω φίλο… Δεν μ' απασχολεί καθόλου. Οι “Ferrari” εδώ είχανε έρθει 2 φορές, 3 “Ferrari”. Βούιζε το Μεσολόγγι, δεν ήξερα πού να τις βάλω. Γκρέμισα έναν τοίχο, εκεί, για να μπούνε μέσα. Να τις σιγουρέψουνε ο κόσμος. Πήγαμε στο Κρυονέρι και φάγαμε. Λοιπόν, αδιάφορα όλα. Μπορούσα να… Έκανα και κάτι, έτσι, ιδιόρρυθμα πράγματα με την οικονομική δυνατότητα που είχα. Είχα 2-3 σπίτια. Ο Θεός να με 'σχωρέσει. Ναι, μωρέ, εντάξει! Ό,τι μπορούσα έκανα. Δεν τα άφηνα όλα. Δεν ήμουνα χύμα. Είχα συναισθήματα. Προχώραγα. Είχα φαντασία, έβλεπα, ξεσήκωνα, μάθαινα. Μέχρι την τελευταία στιγμή μαθαίνει ο άνθρωπος. Στον έρωτα δεν μπορούσα να τα καταφέρω. Δεν ήξερα τι μου γινόταν εκεί. Εκεί, ήτανε μπέρδεμα. Υπάρχουν εδώ τρεις, μια οικογένεια, που είχα - χωρίς να ξέρω όμως - πήγα με τη μάνα, την κόρη και τον πατέρα. Χωρίς να ξέρω. Σου ορκίζομαι. Δεν περιαυτολογώ. Δεν σου λέω για μένα. Κατάλαβες; Δηλαδή, είναι γεγονότα που τα ‘χω σημειωμένα, συνταράξανε το μυαλό μου. Και λέω: «Τι έκανα;». Δηλαδή, ήταν τραγικά μερικά πράγματα. Δεν ξέρω. Εντάξει! Προέχει ο έρωτας για τις ηλικίες αυτές. Συμφωνείς εσύ; Λοιπόν, συμφωνώ κι εγώ. Και γι’ αυτό στα λέω, μερικά στιγμιότυπα. Τώρα, εντάξει! Τα άλλα είναι δεύτερα πράγματα. Δεν μπορώ να μιλήσω και ανοιχτά, αλλά δεν προκαλώ, δεν θέλω. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Πρώτον, είμαι ηθικός σαν χαρακτήρας και Χριστιανός. Είμαι θεοφοβούμενος. Και το λέω και καμαρώνω. Λοιπόν, ξεκίνησαν από εδώ από εκεί. Πήγα εγώ, εγκατέλειψα όλα εδώ. Λέω: «Πάω για Αθήνα». Πάω για Αθήνα, κάθομαι 3 χρόνια. Ξανά-μανά εγώ εδώ.
Λέγατε και ότι στο μαγαζί αυτό σας αγάπησε η-
Η ιδιοκτήτρια.
Ναι, και είπατε ότι ξεκίνησε από τότε, κάτι αρνητικό. Είπατε ότι ξεκίνησε κάτι αρνητικό. Δεν θυμάμαι πώς το χαρακτηρίσατε.
Όχι αρνητικό. Μπελάς ήτανε. Γιατί δεν είχε αυτοκίνητο αυτή. Την πήγα μια μέρα. Της λέω: «Θέλετε να σας πάω εγώ σπίτι;». Στο Ψυχικό έμενε η κυρία, στο Παλιό Ψυχικό. Την πρώτη φορά χάθηκα στο Ψυχικό. Έφερνα σβούρες μόνος μου, για να βγω. Αφού την άφησα, δεν μπόραγα να βγω μετά. Ούτε «Κηφισίας» να βρω, τίποτα. Έφερνα γύρα. 06:30 έφτασα σπίτι μου, 07:00 το πρωί. Εντάξει! Εκεί, ήτανε μια περίοδος… Δεν ήτανε ότι μ' αγάπησε. Αφού ήταν παντρεμένη, είχε παιδιά, είχε τέτοια. Μου 'δινε ένα χαρτζιλίκι παραπάνω. Δεν ξέρω τι γινόταν τότε, αλλά δεν ήτανε… Εγώ είχα επιλογές, είχα στόχους ψηλούς, ψηλούς ως προς την εμφάνιση μιας γυναίκας. Εδώ είμαστε out. Δεν ήτανε… Δεν ήτανε. Ήτανε για γέλια το έργο. Ήτανε 140-150 κιλά. Και αρχίσαν, τώρα, και με πηγαίναν στο ψιλό. «Τι ανάγκη έχεις εσύ, ρε Γιώργο; Έχεις την αφεντικιά γκόμενα». Αυτά που γίνονται στα μαγαζιά και στα τέτοια. Και ρώταγα «Εσύ θα πήγαινες μ' αυτή;», «Ούτε να το βλέπω». «Λοιπόν, γιατί με κατηγορείτε έτσι άδικα κι εμένα;». Έκατσα εκεί 2-3 χρόνια κι εκεί ήμουνα, έτσι, ανέμελος, γνωριμίες, κακό, ιστορίες. Καλά! Με κυκλοφορούσε αυτή στα καλύτερα. Τρώγαμε. Γλυφάδες, κέρατα, φαγητά, “Hilton”. Στο παραμύθι εγώ. Με κυνήγαγε στη Μύκονο, αλλά είχε μανία με το τέτοιο. Έπαιζε χαρτιά πολλά σε λέσχες. Την πήγαινα σε λέσχη και μου ‘λεγε: «Θα 'ρθεις να με πάρεις». Κατάντια. Μια μέρα, λιποθύμησε και την πήγα στο «Υγείας». Και έκατσε 4 μέρες μέσα. Μανία! Όλα τα λεφτά πρέπει να τα έπαιζε, που 'παιρνε. Γιατί έφευγε με 2-3 εκατομμύρια. Και μετά, όταν άρχισα και έβαλα αυτό, ήρθα εδώ, έφτιαξα αυτά που σου είπα, έφτιαξα τα μαγαζιά, 1, 2, 3, 4. Τέσσερις επιχειρήσεις. Περνάγαν τα [01:00:00]χρόνια. Το παιχνίδι το ερωτικό υπήρχε. Δεν μ' ένοιαζε. Είχε πολύ πράγμα. Ό,τι ήθελα έκανα. Ζούσα τη ζωή μου. Αισίως, έφτασα σε αυτή την ηλικία που είμαι. Δεν τη λέμε ε; Τη λέμε;
Όπως θέλετε.
Δεν τη λέμε, δεν τη λέμε. Είμαι λίγο μικρότερος από τότε. Είμαι 81. Να 'μαι καλά, ε;
Βέβαια.
Μπράβο. Θες τι άλλο να σου πω;
Θέλω να μου πείτε… Μου αρέσει πολύ η ιστορία με τα καράβια, με το πάρτι. Να μου πείτε λίγο παραπάνω! Πώς ήταν, τι μουσική έπαιζε;
Ελληνικά παίζαμε. Ελληνικά και ξένα. Ανεβαίναν απάνω στα τραπέζια. Σου λέω! Είχε μετατραπεί δάσος. Δάσος το τέτοιο, το καράβι. Όλο εκεί που έπαιρνε… Απ' το Ρίο-Αντίρριο πήρα καράβι. Όλο αυτό που μπαίναν τα αυτοκίνητα, είχε γίνει μαγαζί. Με μπαρ μέσα, με τα πάντα. Μουσική, ηχεία, κακό, κόσμος, λαός, καθισμένοι όλοι. Φεγγαράδα είχε. Ήτανε μέρα Αγίου Παντελεήμωνος. Ντάλα καλοκαίρι! Ήτανε καταπληκτικά! Άρεσε πάρα πολύ. Έκανα και δεύτερη χρονιά, πάλι τα ίδια, ίδια διαδρομή, ίδια πράγματα. Έκανα πολλές εκδηλώσεις μες στο καλοκαιρινό μαγαζί. Θα σου πω μιαν εκδήλωση τώρα, που δεν μπορεί να τη φανταστεί άνθρωπος. Είπα ότι είχα γενέθλια και έκανα ένα πάρτι, τούρτα-πάρτι, τούρτα-πάρτι.
Τι θα πει αυτό; Γενεθλίων εννοούμε;
Ναι. Λοιπόν. Τι διαολεμένο μυαλό είχα τότε! Πάω σε έναν ζαχαροπλάστη. Λέω: «Θα φτιάξεις 20 κιλά σαντιγί. Και θα φτιάξεις και μια τέτοια...». Είχα φτιάξει ένα σαν έλκηθρο, που τα κρατάνε 2 μπροστά, 2 πίσω, τους βασιλείς. Λέω: «Θα φτιάξεις ένα σκελετό με τούρτα». Έφτιαξε αυτό το σκελετό. Λέω: «Σήκωσέ την από εδώ με γλυκό, από εδώ με γλυκό, μακρόστενη». Και ήτανε έτσι. Γδύνω 4 γκαρσόνια μου, απ' τη μέση και πάνω και πάω στο πίσω μέρος της κουζίνας απ' το μαγαζί. Και μπαίνω μέσα σ' αυτό το τετράγωνο. Βάζει ασημόχαρτο απάνω μου κι αρχίζει και γαρνίρει εμένα μέσα στο… Και μ’ έφτιαξε τούρτα. Ο κόσμος περίμενε. Η σαντιγί… Την είχαμε βάλει σε πιάτα, πλαστικά και τα είχαμε έτοιμα μέσα, να τα μοιράσουμε στον κόσμο. Και όπως σταματάει η μουσική - καλοκαίρι τώρα -, σταματάει η μουσική και έρχεται μια πελάτισσα, με ένα πριόνι, να κόψει την τούρτα. Και όπως ακουμπάει το μαχαίρι, εγώ βγαίνω μέσα απ' την τούρτα. Τα 'χασε όλος ο κόσμος. Δηλαδή, ήτανε μια τρέλα. Και μετά, μοιράζω και τέτοιο και πλακωθήκαμε στη σαντιγί, πάρτι-σαντιγί τότε. Τότε, ήτανε η μόδα που γινότανε όλο πάρτι, πάρτι με άσπρα, πάρτι με μαύρα, πάρτι… Ξέρεις! Τέτοια. Εγώ διάλεγα πάρτι πολύ προχωρημένα. Μια δόση το 'χα φτιάξει όλο το καλοκαιρινό μαγαζί σαν δάσος. Είχα κόψει καλαμιές, είχα κόψει δέντρα ολόκληρα. Ήτανε τίγκα από δέντρα μέσα. Το 'χα χτίσει. Με αυτοκίνητα. Κουβαλάγαν το προσωπικό όλοι. Τους άρεσε και αυτωνώνε. Και πέρναγα πάρα πολύ ωραία.
Άλλα πάρτι;
Τι να σου πω τώρα; Πάρτι;
Θυμάστε;
Καλά! Με τα άσπρα δεν είχε επιτυχία. Να στο πω το μυστικό. Ερχότανε και άλλοι, με άλλα χρώματα. Δεν ήτανε εξοικειωμένη η κοινωνία τότε - μη νομίζεις - το '80, '82, που γινόταν αυτά. Αυτά ήταν δικά μου πράγματα, που τα 'βλεπα στη Μύκονο. Και τα αντέγραφα εδώ. Αλλά εκεί γινότανε… Αυτό. Μια φορά, στη Μύκονο… Χριστούγεννα ήτανε. Όχι Χριστούγεννα! Ντάλα καλοκαίρι ήτανε. Τι Χριστούγεννα λέω; Και κάναμε Χριστούγεννα-πάρτι, το μαγαζί μας. Είχαμε φέρει έναν ντεκορατέρ και μετέτρεψε όλο το χώρο, χιονισμένο, με τέτοια και είχε φέρει κάτι φτερά αυτός, πολύ ωραία φτερά. Δεν ξέρω για ποιο λόγο τα 'φερε. Και τα 'χε μες στο δωμάτιό του. Μου λέει η αφεντικίνα: «Θα πάμε στο πάρτι;», μου λέει. «Θα πάμε. Γιατί να μην πάμε;», λέω. Γιατί είχε κι άλλο μαγαζί, το οποίο ήταν σκέτο χοροπηδάδικο και φαγάδικο. Πολλή δουλειά. Εκεί, γνώρισα την πλούσια, που έκανα το πάρτι. Εκεί μέσα τη γνώρισα. Και μου 'πε τον καημό της. Και τότε, μένανε και στο σκάφος, γιατί γινόταν η βίλα. Και ακολούθησε, μετά, το πάρτι. Ήταν ωραία κοπέλα αυτή. Ο άντρας της σκαντζόχοιρος. Το ‘χουμε πει. Λοιπόν, πού μείναμε;
Στο Χριστούγεννα-πάρτι.
Χριστούγεννα πάρτι! Ούτε αυτό μ’ έφτιαξε τίποτα. Λέω: «Θα ντυθώ άγγελος. Θα πάρω τα φτερά». Φοράω ένα παντελόνι, άσπρο κι ένα πουκάμισο άσπρο. Και δένω και τα φτερά και πήραμε απ' το ανθοδοχείο του ξενοδοχείου, που έχουμε λίλιουμ. Βάναμε συνήθως τα άσπρα, αυτά σαν κρίνους. Και πήγαμε εκεί, στο πάρτι, με φτερά εγώ. Την άλλη μέρα, το πρωί, σε ποδοσφαιρική εφημερίδα, στο σαλόνι της εφημερίδος, στη μέση δηλαδή… Έγραφε για τα αθλητικά από 'δω, γιατί ήταν αθλητική εφημερίδα. Και από 'δω «Ο Γιώργος ο Ψαθάς με την αφεντικιά του». Και έγραφε «Άλλοι στη Μύκονο διασκεδάζουν και άλλοι παλεύουν για το πρωτάθλημα». Η εφημερίδα. Και είχε… Την έχω την εφημερίδα ακόμα! Και είχε σαλόνι μέσα η εφημερίδα. Την έχω σπίτι μου. Και σε κορνίζα. Δηλαδή, κάναμε παλαβομάρες. Πώς να στο πω; Δηλαδή, σ' έπαιρνε το ρεύμα της Μυκόνου. Δεν είχε να… Έχω ένα μπουκάλι ουίσκι, το οποίο γράφει “Mr. Psathas”. Ήτανε από την εταιρεία, γιατί κάθε χρόνο η εταιρεία με τα ακριβά ουίσκι, σου έλεγε: «Κάνεις τόση κατανάλωση! Θέλω να μου δώσεις 10 ονόματα, 15, για να στείλω διαφημιστικό, να το δώσεις στους καλούς πελάτες σου». Κι έβαλα κι εγώ το όνομά μου. Κι έχω ένα ουίσκι, “Johnny Walker” μαύρο και γράφει “Mr. Psathas” επάνω. Δηλαδή, όλα τα λεφτά και οι διαφημίσεις πέφτουνε στα νησιά. Η επαρχία είναι παραμελημένη. Αλλά είναι άλλη η ζωή. Έχουμε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο στη Μύκονο, που δεν συγκρίνεται με καμία άλλη χώρα. Πώς να στο πω; Δηλαδή, φαγητά; Δεν το συζητώ. Πρώτοι στον κόσμο είμαστε σε κουζίνα. Πρώτοι στον κόσμο! Το χρήμα; Ρέει. Ένα πάρτι κάνανε. 4 Ρώσοι; 5; Κλείσανε το μαγαζί όλο. «Πόσο θα πάρετε;». Λέμε: «Ό,τι κατανάλωση κάνετε και θα μας δώσετε και 15.000». Μόνο που θέλανε δύο χορεύτριες, τσιφτετέλι, τέτοιο. Αυτές, τουρκοειδής ο χορός. Τίποτα δεν ήτανε. Πίνανε βότκα αβέρτα. Του πήραμε καμία 35.000 και πήγαν στο καλό τους. Περάσαν ωραία ο κόσμος. Μόνοι τους. Έτσι θέλανε. Δεν ξέρω, τώρα, αν κάνανε κόκα και τέτοια και διάφορα. Άσχετος σ' αυτά τα πράγματα εγώ. Ο λεγόμενος «ξενέρωτος». Έτσι μας εκφράζουν όσοι δεν κάνουν τσιγάρα. Και φτάσαμε, αισίως, να 'μαστε κάτοικοι Μεσολογγίου και είμαι υπερήφανος γι’ αυτό, που είμαι από 'δω. Η ζωή μου είναι ένα κομμάτι, αυτή που σου είπα τώρα. Οι λεπτομέρειες… Είναι αυστηρώς ακατάλληλο το έργο. Εντάξει;
Βεβαίως.
Θέλεις να πούμε άλλα; Τίποτα άλλο; Ρώτησε με.
Θέλω να ρωτήσω, για τα μαγαζιά που είχατε εδώ.
Ναι.
Τα μπαρ, εννοώ. Μου περιγράψατε το ένα, αυτό με τις κολώνες μέσα. Μου περιγράψατε και το άλλο, στο βενζινάδικο, που απ' ό,τι κατάλαβα ήταν παλιότερα.
Ναι, εκείνο ήτανε ναι, πολύ παλιότερα.
Και τα άλλα που είχατε;
Τα άλλα ήταν τα ρούχα.
Ναι.
Και τ’ άλλο ήταν το καλοκαιρινό, που σου είπα με την τούρτα.
Μάλιστα.
Ήτανε καλοκαίρι. Και ετούτο, το κάτω.
Το κάτω τι ήταν;
Μπαρ.
Τι στυλ;
Ελληνάδικο! Ελληνάδικο. Το ξεκίνησα και καφέ, αλλά κουραζόμουνα. Δεν μπορούσα να κάθομαι μέχρι το τέτοιο. Το 'κοψα τον καφέ κι έγινε ελληνάδικο. Μου 'δωσε πολλά λ[01:10:00]εφτά κι αυτό. Ήτανε… Δηλαδή, είχαν κλείσει όλα τ’ άλλα, μπορώ να σου πω. Όλη την περιοχή την εξουσίαζα. Δεν μ' ενδιαφέρανε οι Μεσολογγίτες απόλυτα. Μπορεί να 'ναι κακό γι’ αυτό, αλλά εμένα δε με ενδιαφέρανε. Όταν έχεις δει τόσα πράγματα στη ζωή σου, τόση χλιδή, έχεις φάει το κουταλοπήρουνο και το μαχαίρι και το πηρούνι που χρησιμοποιούσα εγώ τότε, όταν έτρωγα… Μου 'χει μείνει και συνήθεια. Ακόμα, στο σπίτι μου θέλω πηρούνι και μαχαίρι. Κι ας είναι χόρτα. Κατάλαβες; Δεν ξέρω! Τι να σου πω τώρα; Δεν επηρεάστηκα καθόλου απ' τη ζωή. Ούτε τι ήμουνα, αν ήμουνα έτσι… Έδινα χαρά όμως! Πρώτος ξεκίναγα το χορό. Ανέβαινα πάνω στη μπάρα, εγώ, με οποιαδήποτε κοπέλα. Δεν ντρεπόμουν. Ήμουνα πελάτης. Δεν ήμουνα ιδιοκτήτης. Εδώ, ερχόταν και μου κάναν παράπονα. «Δώσαμε πολλά». «Πόσα δώσατε;». «200». «Πάρε 150, κοπέλα μου, και φύγε». Δηλαδή, δεν ήμουνα γύφτουλας. Ήμουνα large, ήμουνα αφεντικό. Έπαιρνα 24 γλάστρες, τ' Αϊ-Γιαννιού φερ' ειπείν, και τις έδινα, στις γιορτές, στους πελάτες μου. Γιατί είχα πελάτες μεγάλους ανθρώπους. Δεν είχα λιανόπαιδα πολλά εγώ. Είχα πελάτες μεγάλης ηλικίας. Όλοι οι πολιτικοί περάσανε από εδώ, της Περιφέρειας. Αθλητές; Εκατομμύριο. Της ηλικίας μου αθλητές. Όχι, τώρα. Γιατί ήμουνα και Παναθηναϊκός. Ερχότανε όλοι οι φίλοι μου. Κυράστας! Ο μακαρίτης, πέθανε. Δοντάς. Χίλιοι δυο. Μίχος, του Ολυμπιακού. Αυτούς τους είχα όλους πελάτες εγώ. Δηλαδή, ερχότανε καλός κόσμος. Είχαν μια σιγουριά σε μένα. Ό,τι όνομα κι αν έβαζα στα μαγαζιά μου, «Πάμε στον Γιώργο τον Ψαθά». Δεν λέγαν τίποτα άλλο. Δεν λέγανε: «Πάμε στο τάδε». «Πάμε στον Γιώργο τον Ψαθά». Με τους φοιτητάς είχα ανοίξει μια μικρή τράπεζα. Με τον Ψαθά. Τα κοριτσάκια και τα αγοράκια αυτά θέλαν να πάνε στο χωριό τους καμιά φορά, στα μέρη τους. «Γιώργο, δω' με 25 ευρώ, για να πάρω το λεωφορείο». «Ναι». «Δω' με 20». «Πάρτα! Δεν τα θέλω». Ερχόνταν να μου τα δώσουνε. Ερχόνταν τα παιδάκια. «Θα πάω σπίτι και θα μου τα δώσει η μάνα μου! Θα στα φέρω». «Ναι, ό,τι θέλετε». Όποιο κορίτσι μου ζήτησε δουλειά, φοιτήτρια, δεν της είπα όχι. Καταλάβαινα, όμως, ποια κάνει για service, ποια κάνει για τσιφτετέλια. «Άστηνα εδώ. Δεν τη νοιάζει αυτή για σερβιτόρα. Αυτή θέλει να κάνει μόστρα». Το καταλάβαινα δηλαδή, την ψυχολογούσα, την ένιωθα, ότι δεν το 'χει το πράγμα. Και πάντα, έβρισκα λύση. Δεν την έδιωχνα. Ανέβηκες επάνω στη μπάρα; Ήπιες ένα ποτό από μένα; Πάρε και ένα δεκάρικο, μόλις έφευγες. Και ποια δεν θα το 'κανε; Κοριτσάκια κι αυτά, 20 χρονών. Σεβασμός όμως, ε; Ξέρεις τι σέβαση τα 'χα; Γιατί αυτά τα παιδιά με βοηθούσανε εμένα. Εμένα ήτανε η παραγωγή μου, αυτοί που βγάζαν τα λεφτά. Δεν ήταν μόνο το ταμείο, εγώ. Και εσύ άντε, για πέταμα. Είχα πάρει αυτοκίνητο σε προσωπικό, σε μια μόνιμη κοπέλα, δική μου, αδερφή μου, που τη λέω εγώ. Αυτοκίνητο! Και μου 'λεγε: «Θα στα δίνω». Τυπικά μου τα 'δινε. Αλλά δεν της τα 'παιρνα όλο το μεροκάματο. «Πάρε 15 και τα άλλα 15 για εκεί». Και ξέρεις πότε έκανε -πώς το λένε; - το απελευθερώθηκα από πάνω μου, απ' την Εφορία; Πέρυσι, γιατί το 'χει το αυτοκίνητο ακόμη. Εγώ φορολογούμουν ακόμη για το αυτοκίνητο, αλλά δεν μ' ένοιαζε τίποτα. Σιγά τώρα! Μισό αυτοκίνητο “Fiat” ήτανε. Πόσο να 'ταν η Εφορία παραπάνω; Μόλις το πούλησε, πήρε την κυριότητα. Τώρα το θυμήθηκα. Λοιπόν, ακούω.
Με τους ντόπιους τι σχέσεις είχατε; Καλές; Κακές; Τους Μεσολογγίτες.
Δεν θα εκφραστώ, αλλά δεν θα τ' ακούσει και κανένας. Ήταν ιδιότροποι. Είναι ιδιότροποι και απαιτητικοί. Χωρίς να υπάρχει… Χωρίς να υπάρχει, όμως, αντικείμενο. Δηλαδή, τι; Εγώ πούλαγα στο μαγαζί μου, κάθε μέρα, 1-2 κιλά αυγοτάραχο. Ποιο μαγαζί σερβίρει αυγοτάραχο; Πληρωμένο βέβαια. Εγώ. Ποιος έχει ανοίξει σαμπάνιες δίκιλες; 2 κιλά. Εδώ, δεν ανοίγανε σαμπάνια για πόσιμη, για βρώσιμη σαμπάνια. Όχι «πουφ», αυτές που σκάνε στα σκυλάδια. Σαμπάνια-σαμπάνια! “Moet”. Δίκιλες πούλαγα. 500 ευρώ η δίκιλη. Αλλά έκοβα κι ένα μπαστούνι αυγοτάραχο και έπαιρνα και ένα πενηντάρι από εκεί. Δεν το χάριζα. Αλλά το μαγαζί είχε παροχές. Έκανα Αποκριές και έπαιρνα 30 κιλά χαρτοπόλεμο. Και το μοίραζα στον κόσμο, για να γίνει νταβαντούρι. Γιατί έτσι γουστάριζα εγώ! Ξόδευα λεφτά. Στολισμός; Πανάκριβος. Κάθε χρόνο και αλλαγή φώτα. Και φώτα καλά! Στο κάτω μαγαζί, αυτό που είμαστε τώρα - η ώρα η καλή! - άλλαξα τρεις φορές φωτισμό, δηλαδή πολυελαίους, πότε κλασικούς, πότε, ξέρεις! Το 1930. Τα οποία τα 'χω αυτά, όλα τα τέτοια. Πολυελαίους είχα, χυτό κρύσταλλο, 1,5 μέτρο, κατέβαινε κάτω. Με φώτα μέσα. Γύρω-γύρω κρύσταλλα. Τόσο! 1,5 μέτρο μάκρος. Κατάλαβες; Απλίκες, 10 απλίκες, 15 είχα γύρω-γύρω. Δηλαδή, λούσο πολύ. Κρεβάτι ανατολίτικο είχα μέσα, μια σεζόν. Με τούρκικα τέτοια, που 'χα φέρει, στρωσίδια, με βελούδα μωβ και τέτοια. Μαξιλάρες και καθότανε εκεί κάτω ένα τραπέζι μπροστά στο… Θα στο δείξω κάποια στιγμή, όταν βρεθούμε οι δυό μας, που είχα το κρεβάτι.
Αυτά όλα από Αθήνα τα φέρνατε;
Καλά, τα τούρκικα τα πήρα γνήσια, τα 'χα. Έχω ακόμα σπίτι μου. Ακριβά. Το κρεβάτι το 'χω κι αυτό. Δεν το χρησιμοποιώ, το 'χω. Ό,τι μπορούσα, πήρα. Όλα τ' άλλα τα 'δινα. Βέβαια, μια μεταπώληση έγινε. Εμένα μου στοίχισε 10.000.000 το κάτω μαγαζί. 10.000.000. Ζεστά! Βέβαια, μέσα στους 3 μήνες, τα 'βγαλα τα λεφτά μου. Αλλά ήτανε μέσα «Πάτα με, να σε πατώ!». Τι να χορέψεις; Η κουζίνα γεμάτη. Να μην μπορείς να κινηθείς. Αυτό γινότανε πολύ καιρό. Δηλαδή, να περιμένουν απ' έξω, μες στο κρύο και μες στο χιόνι, να βγούνε πέντε, να μπούνε δέκα. Ήταν υπέροχα όλα αυτά τα χρόνια. Πέτυχα σαν επαγγελματίας. Πέτυχα. Νιώθω ικανοποιημένος απ' τη ζωή. Τα όνειρά μου ήταν κάπου αλλού, αλλά δεν το 'κανα το διάβημα. Δεν μπόρεσα να το πραγματοποιήσω. Μπορεί να μην πετύχαινα, τότε, σαν ράφτης. Εδώ, ο Αλιάγας… Τον ξέρεις τον Αλιάγα; Λοιπόν, ο Αλιάγας, ο πατέρας του ήτανε ράπτης. Και πήγε στην Ιταλία και έπεσε επάνω στη “Dior”. Εγώ ήθελα να γίνω σαν τον Τσέλιο, ξέρεις, τέτοια. Σαν τον Νίκο & Τάκη. Μόδιστρος ήθελα να γίνω. Δεν το πέτυχα, γιατί ήταν η βιοπάλη. Είχε σχολή εκεί και δεν είχα τον τρόπο. Είχα τη βιοπάλη, είχα την καθημερινότητά μου. Ήθελα να δουλεύω. Οι σχολές ήτανε βράδυ, όλες αυτές. Βελουδάκης, τότε. Ήσουν αγέννητη. Εγώ πρόλαβα και το «Μινιόν», μάνα μου. «Μινιόν», Λαμπρόπουλο. Αυτά μαγαζιά κλάσης. Λοιπόν, κάπου εδώ σταματάμε.
Να κάνω μια τελευταία ερώτηση;
Πολλές.
Θα μου πείτε για την τηλεόραση που είχατε κάνει; Τι κάνατε.
Η Γωγώ έκανε μια εκπομπή… Θα σου πω κι ένα άλλο στιγμιότυπο απ' τη ζωή μου. Όταν κάναμε την εκπομπή, εμπεριείχε και καλλιτέχνες, αλλά διαλογής. Δεύτερες, όχι φωνάρες. Ασχέτως αν γίνανε φωνάρες. Λοιπόν, τι με ρώτησες;
Τι εκπομπή ήταν;
Ήτανε… «Ντάλα Καλοκαίρι» τη λέγανε. Στο «Κανάλι 5». Ήτανε πανελλαδικής εμβέλειας το «5». Έγινε μετά… Κάτι έγινε. [01:20:00]Ο ίδιος ο επιχειρηματίας. Ήτανε καλοκαιρινή εκπομπή, που – είδες - που βάζουνε σφήνα. Η εκπομπή λεγόταν «Ντάλα Καλοκαίρι» με τη Γωγώ Μαστροκώστα. Η Μαστροκώστα, τότε, μεσουρανούσε. Η Μαστροκώστα είχε ένα βιογραφικό τεράστιο σαν - πώς τη λένε; - περσόνα. Κατάλαβες; Δηλαδή, ήτανε με δημοσιογράφους. Πολλοί τη θέλανε. Εκπομπές που την είχανε ακριβοπληρωμένη. Τότε, ήτανε και είναι πάρα πολύ ωραία κοπέλα. Δηλαδή, εγώ το κατάλαβα ότι είναι ωραία κοπέλα, γιατί κι αυτή έκανε παρέα μαζί μου. Στο λέω. Κολλάγαμε σαν χαρακτήρες. Είχαμε και τα προσωπικά μας όμως, να ξέρεις. Τα λέγαμε. Γιατί εγώ, όταν είχα κι εγώ μια περίπτωση ερωτική, για να μη δώσω δικαιώματα στο Μεσολόγγι, πήγα και νοίκιασα σπίτι στο Μποχώρι, στο Ευηνοχώρι. Για να μη δώσω στην οικογένειά μου και δη στο τέτοιο. Δεν έχει σημασία τι είμαι. Δεν προκαλώ όμως. Δεν προκαλούσα. Και λέω στη μάνα μου, γιατί έμενα τότε με τη μάνα μου. Γιατί όλα τ' άλλα τ' αδέρφια μου είχαν παντρευτεί. Είχα, εφτά αδέρφια ήμαστε. Κατάλαβες; Λοιπόν, και δεν ήθελα να δώσω δικαιώματα εδώ και μετακόμισα στο Ευηνοχώρι. Έμεινα 7 χρόνια εκεί, γιατί ο δεσμός κράτησε 7 χρόνια. Θα στην πω αυτή σε προσωπικό στυλ. Λοιπόν, η Γωγώ - που λες - έφτασε εκεί που έφτασε… Τίμια έφτασε. Ασχέτως αν βγαίνανε βλακείες. Έκανε ό,τι κάνανε όλες, αλλά ήταν ηθική. Ήτανε ντόμπρα. Λίγο στα οικονομικά ήτανε σφιχτή και γι' αυτό πρόκοψε. Δεν είχε βίτσια, δεν είχε χαρτιά, δεν είχε «Κοιτάτε εδώ τι γίνεται!». Κατάλαβες; Ήταν σκληρή στο οικονομικό της. Και καλά έκανε. Το λέω εγώ. Γιατί κάναμε τις γιορτές μαζί. Έμπαινε σε μαγαζί η Γωγώ και μέναν μ' ανοιχτό το στόμα όλοι στην Αθήνα. Πήγαινα κι εγώ κοντά της. Κατάλαβες; Δηλαδή, πήγαινε για να πάρει 1 χιλιάρικο τότε. Την καλούσε ένα μαγαζί και της έδινε 1,5 χιλιάρικο, 2, 1. Ανάλογα! Ξέρεις, για μόστρα. Αυτό που κάνουν όλες σήμερα. Το ίδιο έκανε κι αυτή. Στην τηλεόραση πήρε λεφτά. Πήρε λεφτά, γιατί ήταν έξυπνη. Να το ξέρεις αυτό. Δεν καταλάβαινε τίποτα η Γωγώ. Μόνο εμένα φοβότανε. Μόνο εμένα. Εμένα μ' είχε δεξί της χέρι. Δηλαδή, την αγαπάω λες και είναι αδερφή μου. Πώς να σ' το πω; Καίτοι έχουμε τεράστια διαφορά ηλικίας. Ξέρω την προσωπική της ζωή, ξέρω ποιον είχε, ποιον αυτό. Από 'δω, μ’ ένα παιδάκι είχε γνωριστεί, εντάξει. Και εξάλλου, τι σημασία έχει, τώρα, με ποιον πάει και γιατί πάει. Εγώ είμαι πολύ αλλού, είμαι πολύ ελεύθερος άνθρωπος. Δεν θα μ' ακούσεις να πω, ξέρω 'γω «Μωρέ αυτή δεν είναι». Κάνω και με αυτή και μ' αυτόν και με το… Τι πρότυπα θα δείξει στον κόσμο; Εγώ, σου μιλάω ειλικρινά, είμαι τώρα 80 χρονών και ξες τι σεβασμό δίνω στο Μεσολόγγι; Και στη ζωή μου δηλαδή, για μένα. Άμα μου μιλήσει κανένας άσχημα, το φυλάω εγώ. Του τη λέω την ώρα που πρέπει. Ή τον κάνω ρόμπα μες στον κόσμο. Δεν έχω πει κακό για Μεσολογγίτη. Ο Νίκος ο Κορδόσης με ξέρει, που για μένα είναι πρότυπο ανθρώπου. Τον λατρεύω. Και που λες, ήμουνα 7 χρόνια εκεί. Τη μάλωνε η μάνα της, κατέβαινε στο σπίτι μου. Τη μάλωνε τη μεγάλη η μάνα του, ερχόταν στο σπίτι μου. Γιατί είναι δύο αδερφές, και οι δύο εξίσου όμορφες. Ευτυχώς, παντρεύτηκε η κοπέλα και είναι τόσο καλά, τόσο ευτυχισμένη. Δεν παίρνει άλλο, δεν παίρνει άλλο. Χάρηκα πάρα πολύ για αυτή τη γυναίκα. Τι με ρώτησες;
Στην εκπομπή, τι κάνατε;
Α! Στην εκπομπή. Θα σου πω στιγμιότυπα. Τίποτα δεν κάναμε. Εγώ έλεγα ότι ένα πότο πίνει… Όταν είχαμε καλλιτέχνες, έφτιαχνα ένα κοκτέιλ και έλεγα: «Ο Πανταζής πίνει, πάντα, αυτό». Κι έλεγα τη συνταγή. Εγώ ήμουνα λίγο. Πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η Γωγώ. Είχε ζώδια, είχε καλλιτέχνες, είχε διάφορα. Φέρνανε εκεί, ξέρω 'γω, τι. Όλα αυτά γυριζότανε στο μαγαζί στην Κηφισιά. Λοιπόν, και μια μέρα ήρθε η Νατάσα Θεοδωρίδου. Και ο Σφυράκης. Αυτή ήτανε μεγάλη γκάφα που έπαθα. Ενώ αυτοί περιμένανε… Εγώ ήμουνα, τώρα, υπεύθυνος του μαγαζιού, γιατί ήταν μέρα. Δεν ήτανε… Ήμουνα υπεύθυνος του μαγαζιού και τους καλλιτέχνες τους κερνάγαμε έναν καφέ, μια πορτοκαλάδα, ό,τι θέλανε. Και λέω… Νόμιζα ότι η Νατάσα ήταν η γκαρσόνα. Ναι, σου λέω. Και λέω: «Κοπελιά». Η Νατάσα πρωτοφερμένη εδώ. Αφού σου είπα, φέρνανε δεύτερες φωνές. Ξέρεις. Δεν φέρνανε, τώρα, μεγάλες φίρμες. Εκεί, η εκπομπή ήτανε μόνο για 2 μήνες, καλοκαίρι. Και λέω: «Κοπελιά, φτιάξε έναν καφέ στον κύριο Σφυράκη». Λέει: «Δεν είμαι εγώ…». Σου μιλάω ειλικρινά, τέτοια γκάφα δεν την έχω πάθει ποτέ στη ζωή μου. Πότε να την ξέρω εγώ; Νεοφερμένη ήταν τώρα. '93 ήρθε η Νατάσα εδώ. Το '95, το '93 ήρθε στην Αθήνα. 20 χρόνια, 22 έχει εδώ. Εδώ έκανε τη δισκογραφία. Πού να την ξέρω εγώ; Ήτανε πρώτο όνομα, λέει, στη Θεσσαλονίκη. Εδώ, πού να το ξέρω εγώ; Την είχα και σπίτι μου; Και τον Σφυράκη. Πού τον ήξερα εγώ τον Σφυράκη; Ο Σφυράκης ήτανε ένα ανατέλλον αστέρι. Είπε ένα τραγούδι κι έφυγε. Αυτά τα νεότερα απ' τη ζωή μου. Άλλη ερώτηση.
Αν είστε ευχαριστημένος.
Απ' τη ζωή; Πώς να μην είμαι ευχαριστημένος; Σου μιλάω ειλικρινά! Έχω 3.500 ακόλουθους στο τέτοιο. Έχω τα τηλέφωνά τους, περνάει ο καιρός, είμαι πολύ ευχαριστημένος. Δεν περίμενα και τίποτα άλλο. Ο κόσμος ερχότανε να περάσει καλά. Δεν ερχόταν για μένα απόλυτα. Είχε μια σιγουριά, όταν είσαι σε ένα γνωστό μαγαζί και γνωρίζεις τ' αφεντικό. Μπορείς να πεις: «Αυτός μου πιάνει τον ποπό!». Δεν θα λάβεις θέση; Όταν ξέρεις ένα μαγαζί… Τώρα, πόσο ευχαριστημένος να 'ναι; Γιατί και το περιβάλλον. Βγαίνεις το πρωί, νέκρα. Πού να πας; Όπου και να πας, χειρότερο το μαλλί τους απ' το δικό μου, πιο άσπρο. Σε πιάνει κατάθλιψη. Βγαίνω, κάνω τα τέτοια μου, πίνω κανένα τσιπουράκι το πρωί. Βράδυ, πλέον, το 'χω βαρεθεί. Δεν κάνω τίποτα. Μιλάω με τους δικούς μου, με παίρνουν οι αδερφές μου τηλέφωνο, τις παίρνω. Ανθρώπινη ζωή κάνω, μια χαρά όλα. Τι περιμένεις, όταν είσαι 80 χρονών; Δεν περιμένεις τίποτα. Προς το παρόν, είμαι υγιής, περπατάω, αυτοσερβίρομαι και μπορώ να κάνω τις δουλειές μου και τη ζωή μου. Μια χαρά. Η μοναξιά δεν παλεύεται, αλλά πολλές φορές δεν θες και κανέναν, γιατί μετά συνηθίζεις. Έχω μια γυναίκα εκεί, που έρχεται μια φορά τη βδομάδα, κάνει καμιά δουλειά εκεί, δωμάτιο-δωμάτιο. Σήμερα, αυτό, την άλλη βδομάδα το άλλο και γυρίζει η δουλειά έτσι. Σιδερώνει. Τι άλλο μπορεί να μου κάνει; Βάζει μια σκούπα… Τι άλλο; Τα άλλα τα φροντίζω εγώ στον εαυτό μου. Πηγαίνω, ψωνίζω, κοινωνικός είμαι. Ακόμη, βοηθάω ανθρώπους. Βοηθάω ανθρώπους. Δόξα τω Θεώ, να με έχει ο Θεός καλά. Τίποτα άλλο, λέω. Δεν χάνεσαι με 100 ευρώ και με 200. Μην πάρω ένα ζευγάρι παπούτσια. Δεν βαριέσαι; Και να πάρω τώρα ρούχα… Άσε που είμαι άρρωστος με τη μόδα! Γιατί είναι το βάσανό μου. Ήταν το όνειρό μου. Αλλά δεν πραγματοποιήθηκε. Πραγματοποιήθηκε σε άλλη κατηγορία. Είμαι γεμάτος. Είμαι γεμάτος και δοξάζω το Θεό που είμαι γεμάτος. Μπορεί να μην έπραξα καλά σε πολλά σημεία, μπορεί να ήμουνα λίγο υπερβολή. Όχι σ' αυτά που λέω εγώ. Μπορεί να 'χω μετανιώσει, μπορεί να 'χω… Έπρεπε να γίνει έτσι και δεν έγινε έτσι. Έγινε αλλιώς. Το 'κανα όμως. Αφού δικό μου είναι το λάθος, δικό μου είναι και το αποτέλεσμα. Έτσι δεν είναι; Η ζωή είναι [01:30:00]τόσο κοντά με το θάνατο. Να το ξέρεις. Σ' αγαπώ πολύ, ευχαριστώ πολύ που με προτίμησες να εκφραστώ. Και εκφράστηκα πολύ αληθινά και δεν υπάρχει καμία υπερβολή σε αυτά που σου είπα. Να 'σαι ευλογημένη από μένα. Σε ευχαριστώ πολύ.
Εγώ ευχαριστώ, διπλά, μέσα απ' την καρδιά μου.
Ήτανε μεγάλη μου τιμή και τον αγαπώ πολύ τον Νίκο. Συγκινούμαι, κορίτσι μου.
Εγώ σας ευχαριστώ.
Σ' αγαπάω αφάνταστα. Μπορεί να μου 'κανες και καλό. Μπορεί, μπορεί. Γιατί μπορεί να μην βρήκαμε καμία άκρη μεγάλη χρονολογικά, να πέσαμε λίγο έξω. Είναι ένα τέταρτο της ζωής μου αυτό. Τα άλλα δεν θέλω να εκτεθώ.
Δεν χρειάζεται.
Σου είπα ότι μια φάση της ζωής μου που θα στην πω προσωπικά. Δεν θέλω να το κάνω. Όχι ότι μπορεί να αυτό. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Όταν φτάνεις σ’ αυτά τα χρόνια και νιώθεις καλά, τι σε ενδιαφέρει τι θα πούνε και τι δεν θα πούνε; Συμφωνείς;
Συμφωνώ.
Και όποιος έχει κουράγιο, ας έρθει να μου τα πει προσωπικά, να του τα πω κι εγώ λίγο, έτσι; Δεν βγάζω κακία, αλλά άμυνα είναι αυτή. Έτσι δεν είναι; Όταν έχεις θράσος, θα σ' απαντήσω με θράσος. Εδώ, με ξέρει όλη η λαϊκή, καλέ. «Γιώργο» και «Γιώργο». Οι Γύφτισσες, οι Τσιγκάνοι «Γιώργο» και «Γιώργο» και «Γιώργο». Καλύτερα ξέρουν εμένα παρά τον Δήμαρχο. Εγώ, προσωπικά, νιώθω ότι πέρασα καλά στη ζωή μου. Σ' αγαπάω πολύ, ματάκια μου.
Ευχαριστώ τρομερά.
Τα καλύτερα στη ζωή σου, τα καλύτερα.
Να είστε καλά.
Είσαι στα χρόνια μικρό κορίτσι. Προχώρα όπως θες και σου εύχομαι καλή επιτυχία.
Ευχαριστώ.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Γιώργος Ψαθάς έζησε στην Αθήνα, στο Μεσολόγγι και στη Μύκονο. Στην Αθήνα, δούλεψε ως εισπράκτορας και στη Μύκονο, πολλά χρόνια, ως υπάλληλος στον χώρο της εστίασης. Στο Μεσολόγγι άνοιξε ένα πρωτότυπο μπαρ σε ένα βενζινάδικο, αργότερα ένα μαγαζί με ρούχα και στη συνέχεια άλλα επιτυχημένα νυχτερινά μαγαζιά. Διοργάνωνε ξεχωριστά πάρτι και ήταν γνωστός στην ευρύτερη περιοχή του Μεσολογγίου. Κάποια στιγμή, μάλιστα, έλαβε μέρος σε μια τηλεοπτική εκπομπή. Μας ταξιδεύει στις μνήμες του από τα χρόνια της επαγγελματικής του δραστηριοποίησης.
Αφηγητές/τριες
Γιώργος Ψαθάς
Ερευνητές/τριες
Δήμητρα Καρέτσου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/11/2022
Διάρκεια
92'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σημείωση της ερευνήτριας: Η εκπομπή της Γωγώς Μαστροκώστα, στην οποία αναφέρεται, λεγόταν «Ντάλα Μεσημέρι» και όχι «Ντάλα Καλοκαίρι».
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Γιώργος Ψαθάς έζησε στην Αθήνα, στο Μεσολόγγι και στη Μύκονο. Στην Αθήνα, δούλεψε ως εισπράκτορας και στη Μύκονο, πολλά χρόνια, ως υπάλληλος στον χώρο της εστίασης. Στο Μεσολόγγι άνοιξε ένα πρωτότυπο μπαρ σε ένα βενζινάδικο, αργότερα ένα μαγαζί με ρούχα και στη συνέχεια άλλα επιτυχημένα νυχτερινά μαγαζιά. Διοργάνωνε ξεχωριστά πάρτι και ήταν γνωστός στην ευρύτερη περιοχή του Μεσολογγίου. Κάποια στιγμή, μάλιστα, έλαβε μέρος σε μια τηλεοπτική εκπομπή. Μας ταξιδεύει στις μνήμες του από τα χρόνια της επαγγελματικής του δραστηριοποίησης.
Αφηγητές/τριες
Γιώργος Ψαθάς
Ερευνητές/τριες
Δήμητρα Καρέτσου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/11/2022
Διάρκεια
92'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σημείωση της ερευνήτριας: Η εκπομπή της Γωγώς Μαστροκώστα, στην οποία αναφέρεται, λεγόταν «Ντάλα Μεσημέρι» και όχι «Ντάλα Καλοκαίρι».