Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Η βύθιση της ακταιωρού «Φαέθων»: Η ιστορία μιας απόρρητης πολεμικής αποστολής μέσα από την αφήγηση του κυβερνήτη
Ενότητα 1
Ο Δ. Μητσάτσος στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων
00:00:00 - 00:09:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα! Λέγομαι Ρενάτα Κώττη - Δόμπρετς, είμαι ερευνήτρια για το Istorima. Eίναι 28 Σεπτεμβρίου 2022 και βρισκόμαστε με τον Δημήτρη Μητ…χα κομματική, δηλαδή δεν έχω σφραγίδα και γι’ αυτό με κράτησε και ο άλλος. Αλλά βέβαια, στο Ναυτικό τότε έγινε ολόκληρο σούσουρο, θυμάμαι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η κατάσταση στην Κύπρο του '63. Μυστική αποστολή από την Ελλάδα. Προχειρότητα στη συντήρηση των πλοίων
00:09:16 - 00:29:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εκείνες τις μέρες, λοιπόν, που γινόταν το σούσουρο ήταν και η εποχή που οι Τουρκοκύπριοι στην Κύπρο... Ήταν, θυμάμαι, Δεκέμβριος, 26 Δεκεμβρ…ανε προφανώς, δεν σταματήσανε, συνέχισαν κι έτσι μείναμε ολομόναχοι, είκοσι δύο άνθρωποι σε αυτό το πράγμα, στο «Φαέθων» νοτίως της Κάσου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι δυσκολίες του ταξιδιού, η άφιξη στη Λεμεσό και οι μάχες στη Μανσούρακαι στα Κόκκινα
00:29:21 - 00:45:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μένοντας, λοιπόν, μόνοι μας και με τους μηχανικούς να προσπαθούν αυτοί από τη δεξιά μηχανή, λέω - άρχισε η αγωνία μπας και συμβεί τίποτα άλλ…«Θα κοιμηθώ λίγο, ρε Τάκη», του λέω, «πάνω εδώ στους χάρτες», μες στην τιμονιέρα στη γέφυρα. «Και όταν πλησιάσουμε», του λέω, «ξύπνησέ με».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η μάχη και η εγκατάλειψη του πλοίου
00:45:28 - 01:01:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ξύπνησα, λοιπόν, ξαφνικά από ένα τρομακτικό θόρυβο και καυσαέρια. Πέρασε από πάνω μας ένα αεροπλάνο. Λέω: «Παιδιά, το αεροπλάνο το είδατε;»…άτω, γιατί κάτω η σφαίρα δεν έχει τη δύναμη. Τέλος πάντων, οι άλλοι βγήκαν έξω. Κάποια στιγμή αισθάνθηκα πια ότι τελειώνει το καλαμπούρι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η νοσηλεία στο νοσοκομείο, η επιστροφή στην Ελλάδα και ο ακρωτηριασμός του χεριού
01:01:06 - 01:12:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ήθελα δηλαδή περίπου είκοσι μέτρα για να βγω έξω, αλλά δεν μπορούσα να κάνω, να κολυμπήσω πιο πολύ. Τέλος πάντων, προσπάθησα όσο γινότανε κα…;», του λέω. «Όχι, όχι», μου λέει, «Σε παρακαλώ, άσε τις φωτογραφίες εκεί που… Στη θέση τους». Έτσι συνέχισα τη ζωή μου και εν συνεχεία ο…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η διαχείριση του γεγονότος από το ελληνικό κράτος, το νέο ξεκίνημα, η εργασία στην "HELMEPA"
01:12:44 - 01:23:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εν τω μεταξύ μου λέει το Ναυτικό ότι: «Κοίταξε, θα πας Αμερική να βάλεις ψεύτικο χέρι, αλλά δεν μας ξέρεις και δεν σε ξέρουμε όσον αφορά την… αυτά θα αλλάξουν, ώστε να δικαιούνται οι Έλληνες να λέγονται Ευρωπαίοι. Συγγνώμη που το λέω έτσι χοντρά, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η σχέση με το πλήρωμα κατά τη διάρκεια της αποστολής
01:23:34 - 01:27:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι σας έλεγε το πλήρωμα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού; Από Ελλάδα - Κύπρο; Από την ώρα που μείναμε ακυβέρνητοι, από εκεί άρχισαν οι ερωτήσ…εν έχει φαΐ τώρα. Τελειώσαμε», «Πώς τελειώσαμε; Με πας για θάνατο και δεν τρώω;». Γι’ αυτό τους άφησα: «Φάτε ό,τι θέλετε. Λίμπα όλα». Αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Η επίσκεψη στα κατεχόμενα, το ετήσιο μνημόσυνο για τους πεσόντες και το αίσθημα της απέχθειας
01:27:56 - 01:38:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι κάνατε, όταν πήγατε κρυφά στα κατεχόμενα; Μου ζήτησε ένας σταθμός, ο «ΣΙΓΜΑ», της τηλεοράσεως και ραδιοφώνου της Κύπρου, να δώσω μία, υ… θέλουν να γεράσουνε. Γέρασες, λοιπόν. Πρέπει να είσαι ευτυχής που γέρασες». «Όχι», λέει. Φαίνεται, είμαι από άλλο ανέκδοτο. Στην υγειά σας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα! Λέγομαι Ρενάτα Κώττη - Δόμπρετς, είμαι ερευνήτρια για το Istorima. Eίναι 28 Σεπτεμβρίου 2022 και βρισκόμαστε με τον Δημήτρη Μητσάτσο στο σπίτι του στην Αθήνα, προκειμένου να ακούσουμε την ιστορία του. Γεια σας.
Η ιστορία η δική μου που ενδιαφέρει το Istorima και φαντάζομαι κι αυτούς που στο μέλλον θα θέλουν να ερευνήσουν διάφορα πράγματα γύρω από την Κύπρο, έχει σχέση με την Κυπριακή Δημοκρατία, ας πούμε, το νησί, το οποίο εγώ βέβαια θα το έλεγα «την κυπριακή τραγωδία». Η σχέση η δική μου με την Κύπρο βέβαια ήταν στα πλαίσια του επαγγέλματος που είχα διαλέξει, γιατί όταν ήμουν δεκαπέντε ετών, λόγω του ότι αφενός προέρχομαι, δηλαδή η καταγωγή μου είναι από τα Ψαρά, και μάλιστα είναι και το όνομα της οικογένειάς μου στη στήλη εκεί που υπάρχει από το Ολοκαύτωμα, ότι οι συγγενείς μου ήταν αξιωματικοί του ναυτικού, ο πατέρας μου είχε μεγάλη μανία με τη θάλασσα. Εν πάση περιπτώσει, μου πέρασαν όλα αυτά, ας πούμε αυτές οι εικόνες, μου πέρασαν μέσα μου μια μεγάλη επιθυμία για καράβια και για τη θάλασσα. Τα καράβια βέβαια ήταν πολεμικά, διότι είχα μάλιστα και έναν θείο, ο οποίος ήτανε ήρωας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν κυβερνήτης υποβρυχίων και είχε βουλιάξει πολεμικά πλοία των Γερμανών και των Ιταλών. Και φυσικά στον πόλεμο ηρωποιείται κάποιος που κάνει κάποιο ανδραγάθημα. Αυτά όλα σε ένα παιδί εκείνη την εποχή, γιατί εγώ γεννήθηκα το 1937, όπως σας είπα, οπότε βέβαια το ‘40 που μπήκαν, ’41, που μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα ήμουν τεσσάρων χρονών, αλλά θυμάμαι. Έχω εικόνα στο μυαλό μου, γιατί με πήγαιναν στο πάρκο, έβλεπα τους Γερμανούς. Είχα δηλαδή εικόνες από τη γερμανική κατοχή και κυρίως βλέποντας ανθρώπους να πεινούν, περνάγαν έξω από το σπίτι, πεθαίναν από την πείνα, έφτασα, λοιπόν, σε ένα σημείο να - και πάρα πολλοί άλλοι στην ηλικία μου - να ταυτίσουν τη λέξη «Γερμανός» με αυτά που βλέπαμε τότε, γιατί ήμασταν μικρά παιδιά. Και επειδή εγώ είδα εν συνεχεία και τον θείο μου που γύρισε από τη Μέση Ανατολή με τα υποβρύχια, κλπ., τέλος πάντων, όλα αυτά με σπρώξανε να θέλω να δώσω εξετάσεις, να μπω στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, πράγμα το οποίο έκαμα και το 1952, μάλιστα στις 26 του μηνός, δηλαδή σαν προχτές, συμπληρώθηκαν εβδομήντα χρόνια από εκείνο το πρωί που μπήκα, που πέρασα την πύλη της Σχολής Δοκίμων στον Πειραιά. Η Σχολή Δοκίμων είναι ισότιμη τώρα με πανεπιστήμια, αλλά τότε ήταν σκέτη μια σχολή που έβγαζε αξιωματικούς για το Πολεμικό Ναυτικό, όπως η Σχολή Ευελπίδων, η Σχολή Ικάρων στην Αεροπορία. Έμεινα εκεί τέσσερα χρόνια, στα οποία διάφορα πράγματα συνέβαιναν. Μου δόθηκε ευκαιρία να ταξιδέψω, γιατί κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε ένα δίμηνο ταξίδι στο εξωτερικό. Έβλεπα άλλες χώρες, άλλους ανθρώπους, πώς ζούσαν. Εν πάση περιπτώσει, ό,τι μπορούσα να αρπάξω, ας πούμε, στις λίγες μέρες που μέναμε στα λιμάνια. Μου άρεσε όμως το επάγγελμα αυτό πάρα πολύ, διότι ακριβώς όπως είχε αυτήν την εναλλαγή, είχε και αυτό που στην κατοχή, στον πόλεμο, είχε αναπτυχθεί στα παιδιά, το ότι δηλαδή κατά κάποιον τρόπο ο πολεμικός ανταγωνισμός θα έλεγα τώρα, γιατί δεν μπορώ να βρω άλλη φράση. Δηλαδή, σαν παιδί δεν καταλάβαινα εγώ τι θα πει πόλεμος. Αυτό που έβλεπα κι αυτό που έδειχναν μάλιστα πολλές φορές στο «ΣΙΝΕΑΚ», υπήρχε τότε ένας κινηματογράφος, που είχε επίκαιρα, όλα αυτά ήταν γερμανικά, διότι ήταν γερμανική κατοχή. Το κράτος δεν υπήρχε, ήταν η Γερμανία. Αλλά η Γερμανία, ποια; Tο αφεντικό η Γερμανία κι εμείς κάτω από τα αφεντικά. Όμως αυτό σε ένα μικρό παιδί έδινε την εντύπωση του ηρωισμού, της γενναιότητας, πράγματα δηλαδή τα οποία στη σημερινή εποχή διστάζω να τα πω και μάλιστα σε μια νέα κυρία, όπως είστε εσείς, διότι οι νέοι άνθρωποι σήμερα - και πολύ σωστά - δεν έχουν τέτοιες παραστάσεις. Κατά συνέπεια, μπορεί να ακούγομαι γραφικός ή ρομαντικός, αλλά μου ζητήσατε να σας πω μια ιστορία που γυρίζει πίσω εβδομήντα χρόνια, δηλαδή πενήντα από το γεγονός που συνέβη στην Κύπρο κι άλλα πόσα ήτανε προηγουμένως. Άρα, λοιπόν, αυτός που με ακούει τώρα ή που με διαβάζει, θα πρέπει να ανεχθεί ότι ο ρομαντισμός μου οφείλεται στην εποχή εκείνη και όχι στη σημερινή φυσικά, έτσι; Βγήκα, λοιπόν, κάποτε από τη Σχολή των Δοκίμων το 1956. Ορκιστήκαμε σημαιοφόροι. Τότε είχαμε βασιλεία στην Ελλάδα. Ήταν ο Παύλος ο βασιλεύς της Ελλάδος, ο πατέρας του Κωνσταντίνου τώρα, ο οποίος μας έδωσε και τα ξίφη. Ήταν ένα άλλο καθεστώς, το οποίο φυσικά μέσα στο Ναυτικό, το οποίο λεγόταν τότε «Βασιλικό Ναυτικό» και όχι «Πολεμικό» όπως τώρα, ούτε λίγο ούτε πολύ αισθανόμασταν ότι είμαστε κάτι το διαφορετικό, ας πούμε, διότι... Στον βαθμό μου έγραφα: «Σημαιοφόρος Δ. Μητσάτσος», Β.Ν. δίπλα. Αυτό το «Β.Ν.» ήταν «Βασιλικό Ναυτικό». Είχε κάποια - για εκείνα τα χρόνια επαναλαμβάνω, για να μην παρεξηγηθώ - κάποια διαφορετική αίγλη. Στη Σχολή Δοκίμων δεν μπαίναν και πολύ εύκολα, γιατί ήταν λίγες οι θέσεις και φυσικά ο ανταγωνισμός ήταν πολύ μεγάλος. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, όταν βγήκα από τη σχολή και ήμουνα σημαιοφόρος, ήμουνα δεκαεννιά ετών. Έτυχε να πάω σε διάφορα καράβια, πέρασα διάφορες σχολές, πήγα στην Αμερική να εκπαιδευθώ σε οπλικά συστήματα του Ναυτικού. Και κάποια στιγμή, επειδή έβλεπα ότι δεν υπήρχε δυνατότητα εξέλιξης στο Ναυτικό, γιατί ήμασταν πολλοί πια οι αξιωματικοί, ήθελαν να πάρουν καράβια οι τότε κυβερνώντες. Λεφτά δεν είχανε, οπότε τους έμειναν οι αξιωματικοί πολλοί χωρίς καράβια. Επομένως τι αξιωματικός θα γινόμουν εγώ και τι ναύαρχος θα γινόμουν, γιατί ήθελα να γίνω ναύαρχος, χωρίς καράβια; Άρα κάποια στιγμή θα με διώχνανε ή θα ‘φευγα. Οπότε σκεπτόμουν να πάω στο Πολυτεχνείο, να φύγω από το Ναυτικό, να πάω στο Πολυτεχνείο, να σπουδάσω, αλλά αυτά τα πράγματα δεν τα έκανα, διότι για να φύγεις από το Ναυτικό, όταν έχεις πάει στο εξωτερικό με έξοδα του κράτους, αναλαμβάνεις την υποχρέωση, αν έμεινες έναν χρόνο έξω, να κάτσεις δύο μετά. Οπότε δεν μπορούσα να φύγω. Στο μεταξύ είχα φτάσει να είμαι, έγινα ανθυποπλοίαρχος, δηλαδή ο δεύτερος βαθμός, πάλι δεν είχε θέσεις να προαχθούμε. Τέλος πάντων, έφτασα να εις το επιτελείο του Αρχηγού Στόλου. Εκεί ήμουν υπασπιστής του αρχηγού. Αρχηγός τότε ήταν ο Θεοφανίδης. Τότε οι κυβερνήσεις εναλλάσσονταν με τις εκλογές και δεν ξέρω αν υπάρχει αυτό τώρα, φαντάζομαι ότι μάλλον θα υπάρχει, διότι δεν αλλάζουμε σαν Έλληνες εύκολα τη νοοτροπία μας, όταν ανέβαινε μια κυβέρνηση, έδιωχνε την ηγεσία κι έφερνε δικούς της. Οπότε εγώ ήμουνα την εποχή που ήταν η Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση, η ΕΡΕ, με πρόεδρο και ιδρυτή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή με βασιλεία στην Ελλάδα, δεξιά κυβέρνηση. Οπότε, ο αρχηγός του στόλου θεωρείτο ότι ήταν της κυβερνήσεως φίλος. Μετά, όμως, έχασε τις εκλογές ο Καραμανλής το ‘64 και ανέβηκε ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο παππούς αυτού που είδατε εσείς, του μικρού, του Γιώργου, ο οποίος ήταν όχι αριστερός, αλλά ήταν κεντρώος. Αλλά τότε επικρατούσε μία άποψη ότι: «Πας μη δεξιός, είναι αριστερός», τέρμα. Ήταν εκτός νόμου το ΚΚΕ. Οπότε, στο Ναυτικό έγινε μεγάλο σούσουρο, διότι, ενώ άλλαξαν όλοι, ο καινούριος αρχηγός που ήρθε, ο ναύαρχος Ρίτσος, ο οποίος ήταν και διοικητής μου παλαιότερα, με κράτησε ως υπασπιστή. Και όλοι άρχισαν να λένε: «Πώς κι έγινε; Αυτός ήτανε με τη δεξιά και τώρα είναι και με το κέντρο;». Αυτό όμως το λέω, διότι θα ήθελα να σας πω ότι - σαν απόδειξη - ότι δεν έχω κομματικές, πολιτικές - πολιτικές πεποιθήσεις μπορεί να έχω, αλλά οι δικές μου οι πεποιθήσεις είναι καθαρώς δημοκρατικές με την έννοια δηλαδή της ελευθερίας, της ισότητας, της ισονομίας. Και όχι επειδή εγώ είμαι άντρας - να, που είναι τώρα της μόδας - όπως έχω εργαστεί σαν Γενικός Διευθυντής σε εταιρείες, σε οργανισμούς, εν πάση περιπτώσει, και σε εταιρείες, δεν έκανα ποτέ διάκριση μεταξύ ανδρός και γυναικός σε περιπτώσεις, στα λεφτά δηλαδή, στον μισθό. Διαβάζω, ακούω ότι οι γυναίκες τις περισσότερες φορές δεν παίρνουν τα ίδια χρήματα, αλλά εγώ προσωπικά αυτά τα πράγματα ποτέ δεν μου άρεσαν. Πίστευα ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι. Δηλαδή δεν είχα κομματική, δηλαδή δεν έχω σφραγίδα και γι’ αυτό με κράτησε και ο άλλος. Αλλά βέβαια, στο Ναυτικό τότε έγινε ολόκληρο σούσουρο, θυμάμαι.
Ενότητα 2
Η κατάσταση στην Κύπρο του '63. Μυστική αποστολή από την Ελλάδα. Προχειρότητα στη συντήρηση των πλοίων
00:09:16 - 00:29:21
Εκείνες τις μέρες, λοιπόν, που γινόταν το σούσουρο ήταν και η εποχή που οι Τουρκοκύπριοι στην Κύπρο... Ήταν, θυμάμαι, Δεκέμβριος, 26 Δεκεμβρίου του 1900… Έτσι ξεκίνησε δηλαδή, μάλλον νωρίτερα. Δεν έγιναν εκλογές το ’64, πρέπει το ‘63 να έγιναν. Δεν θυμάμαι καλά, αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Σημασία έχει ότι είχε αλλάξει η κυβέρνηση και το 1963, τον Δεκέμβριο, στις 26 Δεκεμβρίου, οι Τουρκοκύπριοι επανεστάτησαν εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης της χώρας, η οποία ήτανε η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία είχε φτιαχτεί το 1960, δηλαδή τρία χρόνια πριν, με κοινή συμφωνία τριών εγγυητριών δυνά[00:10:00]μεων. Η μία ήταν η Μεγάλη Βρετανία, που έχει βάσεις εκεί, η Ελλάδα και η Τουρκία, καθώς και ο πληθυσμός της Κύπρου τότε ήτανε 68… 70… Δεν θυμάμαι τώρα, 68%; Πες, ας πούμε, 80%, όχι, 80 και 20, 80 Έλληνες, 20 Τουρκοκύπριοι. Αυτοί όμως ζούσαν μαζί, στα ίδια χωριά, στις ίδιες πόλεις, πολλοί παντρευόντουσαν και μεταξύ τους. Δεν είχαν κανένα πρόβλημα ουσιαστικό πριν από το 1950… Μάλλον ’49 - ’50, εκεί, που ξεκίνησε η αντιπαλότητα των Ελλήνων, κυρίως των Ελληνοκυπρίων, με τους Εγγλέζους, καθότι ήταν αποικία η Κύπρος. Ζητούσανε ανεξαρτησία. Τότε φτιάχτηκε και μια οργάνωση, ΕΟΚΑ, η οποία ήταν Εθνική Απελευθερωτική Οργάνωση για τους Κύπριους, για τους Εγγλέζους ήταν τρομοκρατική. Όποιους πιάνανε, τους κρέμαγαν με αγχόνες, κτλ. Είχανε γίνει εν πάση περιπτώσει πολλά πράγματα, που στο τέλος πλέον στη Ζυρίχη καθίσαν γύρω από το τραπέζι Τούρκοι για τους Τουρκοκύπριους, Έλληνες για τους Ελληνοκύπριους, Άγγλοι για τα συμφέροντά τους, γιατί έχουν βάση, όπως σας είπα, και απεφάσισαν η Κύπρος να είναι μία δημοκρατία, στην οποία να υπάρχουν τρεις γλώσσες, αγγλική, τουρκική κι ελληνική, να είναι Πρόεδρος της Δημοκρατίας Έλληνας, Αντιπρόεδρος Τούρκος και στη Βουλή και παντού, στη Βουλή όχι, στα κόμματα, συγγνώμη, στις δημόσιες υπηρεσίες να είναι 80% Έλληνες, 20% Τούρκοι, συγγνώμη Τουρκοκύπριοι. Έτσι, λοιπόν, ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, γιατί έτσι οι Κύπριοι θέλανε, που ήταν αρχηγός της Εκκλησίας, έγινε και αρχηγός του κράτους και Πρωθυπουργός. Αντιπρόεδρος, θυμάμαι, ήταν ένας Ντόκτορ Κουτσούκ, Τούρκος και φυσικά η κυβέρνηση είχε μέσα και Έλληνες και Τούρκους. Στις 26 Δεκεμβρίου, λοιπόν, του ‘63 οι Τουρκοκύπριοι ζήτησαν η εκπροσώπηση να είναι 50% - 50%. Εάν γινόταν αυτό, βέβαια, κάποια προβλήματα θα δημιουργούντο, αλλά αυτό εγώ δεν είμαι σε θέση να το κρίνω. Ήταν θέμα καθαρώς των πολιτικών. Σας τα λέω αυτά, για να σας πώς οδηγήθηκε η Ελλάδα, πώς σύρθηκε κατά κάποιον τρόπο στην ένοπλη αντιμετώπιση που θα ακούσετε παρακάτω. Τότε, λοιπόν, οι Τουρκοκύπριοι είχαν όπλα, τα οποία όπλα προφανώς τα είχε δώσει η Τουρκία μυστικά. Υπήρχαν δύο χωριά παραθαλάσσια στο δυτικό μέρος, στο βορειοδυτικό μέρος της Κύπρου, που λέγονταν Μανσούρα και Κόκκινα, στα οποία είχανε κάνει οχυρωματικά έργα οι Τούρκοι, οι Τουρκοκύπριοι. Οπότε από τη στεριά δεν μπορούσες να τα χτυπήσεις, γιατί είχανε τσιμέντα, κλπ. Και εν πάση περιπτώσει είχαν κλειστεί εκεί και ήταν, ας πούμε, δύο κάστρα. Στην Αμμόχωστο, που θα ‘χετε ακούσει, που ακόμα αυτήν τη στιγμή είναι, υποτίθεται, μη κατοικήσιμη πόλη, υπάρχει ένα ενετικό φρούριο, στο οποίο είχαν κλειστεί οι Τουρκοκύπριοι, γιατί φοβήθηκαν με την επανάσταση που ξεκίνησε ότι οι Έλληνες οι πιο πολλοί θα τους σκοτώνανε. Η κατάσταση, λοιπόν, ήταν έκρυθμη πολύ και η Ελλάδα είχε υποσχεθεί να βοηθήσει τους Ελληνοκυπρίους. Επειδή η Τουρκία έστελνε εκεί όπλα κι έστελνε και ανθρώπους και εκπαιδεύαν τους Τουρκοκύπριους, ο Γεώργιος Παπανδρέου ζήτησε και, τουλάχιστον από ό,τι ξέρω εγώ στο Ναυτικό, στέλναμε κάποια πυροβόλα που ήταν αντιαεροπορικά, κάποιους αξιωματικούς να εκπαιδεύσουν κάποιους στον χειρισμό του ηλεκτρονικού μέρους των πυροβόλων, γιατί είχε κάποια ραντάρ ρυμουλκούμενα που τα τράβαγε ένα φορτηγό. Κι όλα αυτά για να εντοπίσουνε τον τουρκικό στόλο, αν ερχόταν από την Τουρκία, που είναι κοντά, να κάνει απόβαση. Εγώ στο επιτελείο δεν ήμουν μόνο του αρχηγού, δεν ήμουν μόνο υπασπιστής του, ήμουνα και αξιωματικός επιχειρήσεων. Οπότε εκ των πραγμάτων έβλεπα όλα τα απόρρητα άκρως απόρρητα σήματα, τα οποία έρχονταν. Και μάλιστα τα σήματα τα οποία είχαν σχέση με το γραφείο του Πρωθυπουργού και τον αρχηγό του στόλου, γιατί - δεν ξέρω τώρα πώς γίνεται - τότε η επικοινωνία ήταν άμεση, δηλαδή οι πολιτικοί έλεγαν: «Θα πάω να πω αυτό στον ΟΗΕ. Μπορείς να το υποστηρίξεις, αν μας χτυπήσουνε;». Γι’ αυτό έπρεπε να υπάρχει αυτή η συνεννόηση. Είχα, λοιπόν, μια πλήρη εικόνα τού τι συνέβαινε στην Κύπρο. Και κάποια μέρα με κάλεσε ο αρχηγός πλέον της Ενώσεως Κέντρου, δηλαδή του Παπανδρέου, ο ναύαρχος Ρίτσος. Θυμάμαι, με έβγαλε στον κήπο του, γιατί το αρχηγείο του στόλου έχει έναν κήπο μπροστά, να μην μας ακούει κανείς και μου είπε: «Χθες το βράδυ το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο», που ήταν τότε έξι ναύαρχοι, τώρα είναι πιο πολλοί, «ο αρχηγός είπε», του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, «μας είπε ότι πρέπει να σταματήσει ο ανεφοδιασμός των Τουρκοκυπρίων, γιατί κάποια μέρα θα γίνει πόλεμος και η κυβέρνηση απεφάσισε να στείλει δέκα χιλιάδες άντρες», τους οποίους το ήξερα ότι τους στέλναμε στην Κύπρο, για να, αν χρειαστεί βοηθήσουν. Ο οπλισμός τους βέβαια ήταν ελαφρύς, δεν ήταν, μόνο όπλα και πολυβόλα, δεν είχαν κανόνια και τέτοια πράγματα, αλλά και πολεμικά πλοία, ώστε αν γίνει κάποια φασαρία, να χτυπήσουν τα πολεμικά πλοία αυτά τα δύο συγκεκριμένα χωριά που σας είπα, τη Μανσούρα και τα Κόκκινα, από τη θάλασσα. Βρέθηκε, λοιπόν, λέει, ένας Κύπριος πάμπλουτος, ο Αναστάσης Λεβέντης, του οποίου οι επιχειρήσεις ήταν στην Αφρική και του οποίου οι ανιψιοί έχουν αυτή την Coca - Cola εδώ στην Ελλάδα. Ο Αναστάσης Λεβέντης λοιπόν, πατριώτης, είπε: «Θα σας δώσω εγώ τα λεφτά». Έδωσε, λοιπόν, τα λεφτά και κάποιος Έλληνας εφοπλιστής έψαξε να βρει καράβια πρώην πολεμικά, γιατί τα πολεμικά κάνουν πάρα πολλά λεφτά. Βρήκε, λοιπόν, δύο γερμανικά περιπολικά, μικρά, ταπεινά, ξύλινα, τα οποία έκαναν κάποιες έρευνες πετρελαίου στην Ερυθρά Θάλασσα απ’ ό,τι είχα ακούσει. Τα αγοράσανε με τα λεφτά του Λεβέντη, τα φέραν στην Ελλάδα και μου είπε αρχηγός, ότι: «Κοίταξε να δεις, ο αρχηγός του Ναυτικού μού είπε ότι πρέπει να βρω έναν αξιωματικό που θα είναι o επικεφαλής των δύο καραβιών και κυβερνήτης του ενός. Και θα βρεθεί κι ένας άλλος ακόμα», που τον βρήκανε βέβαια μετά, τον Πέτση, «κι εγώ», λέει, «αυθόρμητα είπα τον υπασπιστή μου, δηλαδή εσένα. Οι άλλοι ναύαρχοι, επειδή είχαν τύχει να σε είχαν κάποτε», σε άλλες θέσεις που ήταν αυτοί και ήμουν κάτω από τις διαταγές τους, «είχαν καλή εντύπωση για εσένα. Και είπαν αμέσως: "Βεβαίως, με τον Μητσάτσο, αλίμονο!”. Ξέρεις», μου λέει, «ξένες γλώσσες. Δεν έχεις ανάγκη». Ξέρετε, σ’ αυτές τις περιπτώσεις λένε πάρα πολύ ωραία πράγματα, για να… Πώς να το πούμε; Aυτός που ακούει για να αισθάνεται, ότι εν πάση περιπτώσει πραγματικά έχει επιλεγεί. Εγώ θέλω να πιστεύω ότι αυτά ήταν ειλικρινά που μου είπαν. Αλλά ανεξάρτητα αν ήταν ή δεν ήταν, εγώ σαν αξιωματικός του Ναυτικού που μπήκα πολύ νέος, που σας είπα στην αρχή, δεκαπέντε χρονών, και τα ρούφηξα όλα αυτά στη Σχολή Δοκίμων, αισθάνθηκα πραγματικά ότι είμαι κάτι το τελείως διαφορετικό, για να με διαλέξουν εμένα τώρα οι ναύαρχοι, έτσι; Του λέω: «Κύριε Αρχηγέ, ούτε να το συζητάτε», «Δέχεσαι;», μου λέει, του λέω εγώ: «Ούτε να το συζητάτε», λέω, «Φυσικά, δέχομαι. Αλίμονο!». Του λέω: «Πληρώνομαι γι’ αυτήν τη δουλειά». «Ναι», μου λέει, «αλλά, κοίταξε, εκεί που θα πας δεν θα έχεις ούτε στολή, ούτε το όνομά σου, ούτε γαλόνια, ούτε θα σε ξέρουνε. Εκεί θα πας με ψεύτικο όνομα και όλοι σας, γιατί και το πλήρωμα θα είναι από το Ναυτικό, αλλά θα φροντίσεις όλοι να μιλάτε μεταξύ σας με τα ψεύτικα ονόματα και δεν θα έχετε τίποτε που να θυμίζει Ελλάδα και Ναυτικό. Θα είστε Κύπριοι ναυτικοί του Εμπορικού Ναυτικού που, επειδή η πατρίδα σας κινδυνεύει, είχατε την πρωτοβουλία να μπείτε σε αυτά τα δύο καράβια και να πάτε στην Κύπρο. Όποιος σας πιάσει, δεν σας ξέρουμε». Τώρα εγώ ήμουν τότε είκοσι εφτά χρονών. Θα μου πείτε: «Αν σ' το λέγαν τώρα, τι θα έκανες;». Εάν κινδύνευε η Ελλάδα και είχα τη δυνατότητα, η υγεία μου στην ηλικία που είμαι μου επέτρεπε, θα πήγαινα. Άμα το λέω τώρα, λοιπόν, στην ηλικία αυτή, στα είκοσι εφτά τρέχοντας πήγα, έτσι; Πήγα, λοιπόν, και βρήκα - ήμασταν είκοσι δύο στο κάθε καράβι, ήμασταν, λοιπόν, σαράντα τέσσερα άτομα - βρήκα, λοιπόν, τους άλλους σαράντα τρεις, που τους είχαν κάπου μαζέψει, οι οποίοι όμως δεν ξέρανε πού πηγαίνανε. Τους είπα, λοιπόν, ότι εκεί που θα πάμε είναι έτσι κι έτσι. Αλλά αυτή η υπηρεσία που τους είχανε κλείσει, ο διευθυντής της είχε αναλάβει να μην πει τίποτα σε κανέναν. Και με φωνάζει και μου λέει: «Τι έκανες;», μου λέει, «Πήγες και τους είπες την αλήθεια;». Λέω: «Με κλεισμένα μάτια θα τους πηγαίναμε; Στα καράβια δεν θα ήταν μέσα; Τα καράβια πώς θα πάνε στην Κύπρο; Δεν θα πάνε πλέοντας;». Αυτός αρχαιότερός μου βέβαια, έτσι; Ανώτερός μου, πολύ ανώτερός μου. Έγινε ναύαρχος μετά. Μάλιστα, αυτός ήτανε ο διευθυντής της υπηρεσίας που μας έδωσε τα όπλα, γιατί τα καράβια αυτά δεν είχαν όπλα στην Ερυθρά Θάλασσα. Εν πάση περιπτώσει, μου λέει: «Αυτό που έκανες είναι…». Και τι δεν μου έλεγε. Λέω: «Κοιτάξτε, αυτοί οι άνθρωποι είναι νέοι. Προδότες δεν μπορεί να είναι. Τους είπα, όποιος φοβάται, έχει υποχρεώσεις, δεν θέλει, γιατί κάποιοι θα σκοτωθούν ενδεχομένως, κάποιοι θα μείνουν ανάπηροι, κάτι θα γίνει πάντως, γιατί είναι πολεμικά τα πλοία. Δεν πάμε για βόλτα. Να φύγει τώρα. Και μην φοβάστε. Μόνο που αν περάσετε την πόρτα και βγείτε έξω, ξεχάστε ό,τι σας είπα, γιατί κινδυνεύει η πατρίδα σας». [00:20:00]Αλλά δεν έφυγε κανείς. Τους άρεσε που τους μίλησα έτσι, γιατί κανείς δεν τους είχε πει τίποτα. Δεν ξέρανε πού πηγαίνανε. Πήγαιναν σε μια τελετή που τη λέγαν «Παναθήναια». Δηλαδή δεν θέλω να κάνω κανέναν σχολιασμό πάνω σ’ αυτό, αλλά τώρα να πάρεις έναν νέο άνθρωπο, που κάνει τη θητεία του ή που είναι μόνιμος υπαξιωματικός και του λες: «Θα πας σε μια τελετή “Παναθήναια”» ενώ στην ουσία θα του πεις: «Χωρίς το όνομά σου, χωρίς τον βαθμό σου, χωρίς την Ελλάδα, χωρίς τίποτα, με ψεύτικο όνομα θα πας και πιθανόν να πολεμήσεις». Το θεώρησα ότι ήταν τελείως ανέντιμο από την πλευρά τη δική μου σαν επικεφαλής τους. Εν πάση περιπτώσει, δεν έφυγε κανείς και πήγαμε να πάρουμε τα καράβια, τα οποία ήταν πραγματικά δύο ερείπια. Δηλαδή, ήταν ξύλινα και αν έχετε δει βάρκες, που είναι σκεβρωμένες έξω, στην ξηρά από καιρό, τα ξύλα σουρώνουν, στεγνώνουν και οι αρμοί, εκεί δηλαδή που ενώνονται τα ξύλα, ανοίγουν. Οπότε, όπως ήμουνα εγώ μέσα στο καράβι, στην καμπίνα θυμάμαι, κοίταγα έξω κι έβλεπα [Δ.Α.]. Πήγα, λοιπόν, στον αρμόδιο αξιωματικό, που είχε αναλάβει την προετοιμασία τους και του είπα ότι: «Αυτά τα καράβια», λέω, «θέλουν φτιάξιμο». Μου λέει: «Εσύ υπό ποία ιδιότητα», λέει, «μου τα λες;». Λέω: «Είμαι ο κυβερνήτης του ενός και είμαι ο διοικητής των δύο». «Αυτά», λέει, «θα γίνουν, άμα θα φύγεις από τα σύνορα», δηλαδή από τα εθνικά νερά της Ελλάδας. Έτσι, με ειρωνικό τρόπο. Λέω: «Κύριε Αντιπλοίαρχε, αν μπουν νερά στον δρόμο, τι θα γίνει;», να πούμε. Λέει: «Θα τα βγάλετε με την αντλία». «Μα, η αντλία είναι πάνω στη μηχανή. Αν σταματήσει η μηχανή; Βάλτε τουλάχιστον μια άλλη αντλία, έξτρα, με μπαταρίες». «Αυτό που σου λέω εγώ!». Αυτός ήταν ο τρόπος αντιμετώπισης της εποχής εκείνης των ανωτέρων ή τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση αυτό που έτυχε σ' εμένα. Αναγκάστηκα λοιπόν να πω στο πλήρωμά μου, να πάει στον ναύσταθμο και να κλέβει όπου βλέπει μπουγέλα, κουβάδες. Είχα γεμίσει κουβάδες το καράβι. Τέλος πάντων, κάποια μέρα, μας είπαν… Μας έδωσαν τα πυροβόλα, τα βάλαμε, τα κρύψαμε κάτω. Το καράβι είχε δύο, τέσσερα, πέντε πυροβόλα. Τα δύο, «Δεν έχουμε πυρομαχικά να σου δώσουμε, θα σ’ τα στείλουμε στην Κύπρο». Τα άλλα τρία, μου δώσαν τα πυρομαχικά, τα 'χαμε… Δηλαδή τις σφαίρες, τα βλήματα. Αλλά χωρίς… Το καράβι δεν είχε απάνω τίποτε, στο κατάστρωμα δεν φαινόταν, αλλά φαινόταν πολεμικό, γιατί ήταν γερμανικά πολεμικά. Το σχέδιό τους ήταν πολεμικό, δεν ήταν εμπορικό. Πάω πάλι σ’ αυτόν τον αντιπλοίαρχο, του λέω: «Να μην τα βάψουνε γκρίζα, γιατί θα μοιάζουν πολεμικά». Πάλι με έδιωξε, ας πούμε, με έναν τρόπο έτσι υποτιμητικό. Τα βάψαν και γκρίζα. Τα καράβια, για να ταξιδέψουν, όπως κι εσείς με αυτοκίνητο ήρθατε ασφαλώς, έχετε το δίπλωμα, την ταυτότητά σας μαζί σας, έτσι δεν είναι; Αν σας πιάσει η αστυνομία δηλαδή, είστε… Θα δώσετε τα στοιχεία σας. Τα καράβια έχουν στοιχεία, δεν μπορείς να πάρεις ένα καράβι και να κυκλοφορείς στο πέλαγος. Πρέπει να έχει σημαία, από ποιο κράτος είσαι, να έχει έναν αριθμό. Παγκόσμιοι αριθμοί υπάρχουν από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό ή από έναν άλλο οργανισμό για τα πολεμικά πλοία, που τον δηλώνεις τον αριθμό του καραβιού και το όνομα. Στον ασύρματο όταν μιλάει, πρέπει να έχει κάποια διακριτικά, όπως λένε, κλήσεως. Δεν μπορείς να λες: «Καλημέρα σας, είμαι το “Αστραπή”», γιατί «Αστραπή» μπορεί να υπάρχουν άλλα δέκα. Υπάρχουν από το Διεθνές Σηματολόγιο, κάποιοι, ας πούμε, το «Charlie Fox το 3», three. Τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε. Δεν είχαμε λοιπόν σημαία, δεν είχαμε όνομα, δεν είχαμε αριθμό, δεν είχαμε διακριτικά κλήσεως. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, έτσι. Ήρθα, λοιπόν. Το όνομά μου εμένα ήταν ψεύτικο. Ήταν δηλαδή: «Δημήτρης Φασίλης, Εμποροκαπετάνιος». Είπα στο πλήρωμα: «Θα με λέτε καπετάν Δημήτρη. Τον ύπαρχο θα τον λέτε καπετάν Παναγιώτη, τον πρώτο μηχανικό “Chief”». Ό,τι λένε στο εμπορικό Ναυτικό, που δεν τα λένε στο πολεμικό. Και ξεκινήσαμε να πάμε στην Κύπρο. Τότε στην Κύπρο υπήρχε ένας στρατηγός, τέλος πάντων, ο οποίος ήταν αρχηγός της ΕΟΚΑ. Όταν γινότανε, ας πούμε, ο πόλεμος με τους Εγγλέζους, που είχαν πριν γίνει δημοκρατία, πριν γίνει κράτος, ο Γρίβας, τον οποίο τον είχανε βάλει εκεί μετά να είναι και ο αρχηγός της Μεραρχίας που είχε στείλει ο Παπανδρέου, δέκα χιλιάδων ανδρών. Αλλά επειδή θα έστελναν και Ναυτικό, έστειλαν κι έναν αντιπλοίαρχο. Τότε ήτανε ο αντιπλοίαρχος Αραπάκης. Αυτός έγινε και αρχηγός του Ναυτικού μετά. Ο Αραπάκης ήταν και κυβερνήτης μου, ο προηγούμενος, σ’ ένα αντιτορπιλικό. Τον ήξερα. Και είναι προς τιμήν του, διότι απ’ ό,τι διαπίστωσα μετά, είχε ζητήσει από το Ναυτικό να ‘ρθεί από την Κύπρο και επειδή ήσαν από τα δύο καράβια, ώστε πηγαίνοντας για την Κύπρο, να είναι κι αυτός μέσα. Λέω «προς τιμήν του», γιατί ήξερε σε τι ερείπια είναι. Το δικό μου, λοιπόν, το καράβι λεγόταν «Φαέθων», δεν ξέρω ποιος το βάφτισε, το άλλο λεγόταν «Αρίων». Το «Φαέθων», λοιπόν, είχε μία μηχανή, δύο μηχανές είχε, η δεξιά μηχανή είχε πρόβλημα και προσπαθούσαν στον ναύσταθμο να τη φτιάξουν αυτήν τη μηχανή. Φύγαμε τελικά από τον ναύσταθμο, τώρα ή 25, ή 26, ή 27 Ιουλίου του ’64, δεν θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία, και φύγαμε και πήγαμε ο ένας πίσω από τον άλλον στην Κρήτη. Ο Αραπάκης ήταν στο «Αρίων». Όταν πηγαίνει ένα καράβι πίσω από το άλλο, δεν κοιτάζεις την πυξίδα, ακολουθείς τον άλλον. Οπότε δεν είδαμε στη διαδρομή πού πηγαίναμε... Δεν προλάβαμε να δούμε κατ’ αρχήν τι όργανα είχε μέσα το καράβι αυτό. Μέσα στο καράβι υπήρχε το συνεργείο τώρα, ένα ιδιωτικό συνεργείο από το Πέραμα. Κι εγώ διερωτώμαι κι έλεγα: «Αφού είναι άκρως απόρρητη αποστολή, πώς μπαίνουν μέσα αυτοί εδώ οι ιδιώτες, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με τον ναύσταθμο;». Τέλος πάντων, δουλεύανε όλη τη νύχτα, φτάσαμε, φύγαμε δηλαδή το πρωί από εδώ, φτάσαμε το απόγευμα στον Άγιο Νικόλα στη Σητεία, στην Κρήτη. Δουλέψανε όλη τη νύχτα, την άλλη μέρα και το απόγευμα λένε: «Το φτιάξαμε». Φύγανε από το καράβι, μας φώναξε ο Αραπάκης, λέει: «Θα ξεκινήσουμε τώρα να πάμε στην Κύπρο, θα πηγαίνω εγώ μπροστά με το “Αρίων”», συνήθως ο αρχαιότερος μπαίνει στον νεότερο κυβερνήτη, «εσύ θα έρχεσαι από πίσω μου», λέει, «δεν θα εκπέμψουμε από το ραδιοτηλέφωνο καθόλου, μην μας ακούσει κανείς». Μακριά, γύρω στα τριάντα μίλια, μας παρακολούθησε ένα αντιτορπιλικό, ο «Αετός», χωρίς όμως, μας είχαν πει, να επέμβει. Δεν θα επενέβαινε, αν συνέβαινε τίποτα. Απλώς θα έβλεπε τι γινόταν. Πώς θα το έβλεπε; Στο ραντάρ, τίποτα άλλο. Η διαταγή που μας δώσανε ήταν γραμμένη στο χέρι. Δεν είχε ούτε ημερομηνία ούτε υπογραφή, τίποτα απολύτως! Και η οποία έλεγε ότι: «Δεν θα μιλήσετε καθόλου, δεν θα εκπέμψετε και αν σας συμβεί κάτι στον δρόμο, θα πάτε σε ένα νησί και θα τηλεφωνήσετε σε αυτό το νούμερο από τον ΟΤΕ». Όταν το διάβασα, αλλά ήταν πια αργά, γιατί ταξιδεύαμε, λέω: «Δηλαδή άμα σταματήσουν οι μηχανές, πώς θα πάω στο νησί; Κολυμπώντας θα πάω;». Εν πάση περιπτώσει, ξεκινήσαμε ένα απόγευμα νωρίς, γύρω στις 16:00, από τη Σητεία. Τώρα όλοι μάς είχανε δει εκεί, έτσι; Δηλαδή το μυστικό το βλέπανε όλοι οι Κρητικοί εκεί. Δύο καράβια πολεμικά, χωρίς όπλα, χωρίς όνομα, χωρίς αριθμούς, χωρίς σημαία, με κάποιους τύπους απάνω που φόραγαν πολιτικά. Τι πράγμα ήταν αυτό; Αλλά ήτανε απόρρητο. Αυτό το τονίζω, γιατί όποιος θέλει να κάνει έρευνα σε αυτά τα πράγματα, να μην ξεχνά ποτέ ότι πάσχουμε εμείς οι Έλληνες από μία δόση επιπολαιότητας, η οποία δυστυχώς φέρνει και την καταστροφή, τόσο στις προσωπικές σχέσεις, όσο και στις επαγγελματικές, αλλά και στις εθνικές. Λυπάμαι που το λέω, αλλά αυτό έχω αντιληφθεί διαβάζοντας - όσο διάβασα - την ιστορία και όσο την έζησα, γιατί θα ακούσετε παρακάτω. Μου λέει, λοιπόν, ο Αραπάκης ότι: «Στον δρόμο δεν θα εκπέμψουμε, αλλά αν σου συμβεί κάτι με τα φώτα στον ιστό απάνω», τα πολεμικά καράβια έχουνε λάμπες που μπορείς να στείλεις σήματα εν πάση περιπτώσει φωτεινά, το άλφα, βήτα κλπ., ολόκληρη κουβέντα μπορείς να κάνεις, αλλά με φώτα, τα οποία δεν φαίνονται, δηλαδή δεν μπορεί να τα βλέπει τώρα κάποιος, «και θα μας εκπέμψεις», μου λέει, «οπότε αν συμβεί κάτι, θα ‘ρθούμε κοντά και θα μας πεις τι ακριβώς συμβαίνει». Ξεκινήσαμε. Μετά άρχισε να φρεσκάρει η θάλασσα. Όταν φτάσαμε περίπου στην Κάσο, κάτω από την Κάσο, εκεί ανοίγει το πέλαγος και από πάνω, από τον βοριά, έρχεται το πράγμα, το κύμα μπόλικο. Τα καραβάκια αυτά μικρά, πρέπει να έχει γύρω στα έξι μποφόρ. Ξαφνικά σταματάει η δεξιά μηχανή. Κατεβαίνουν κάτω οι μηχανικοί να τη φτιάξουνε. Δουλεύει μόνον η αριστερή. Και μετά από λίγο… Εν τω μεταξύ, στέλναμε σήμα, δεν τα είδανε προφανώς, δεν σταματήσανε, συνέχισαν κι έτσι μείναμε ολομόναχοι, είκοσι δύο άνθρωποι σε αυτό το πράγμα, στο «Φαέθων» νοτίως της Κάσου.
Ενότητα 3
Οι δυσκολίες του ταξιδιού, η άφιξη στη Λεμεσό και οι μάχες στη Μανσούρακαι στα Κόκκινα
00:29:21 - 00:45:28
Μένοντας, λοιπόν, μόνοι μας και με τους μηχανικούς να προσπαθούν αυτοί από τη δεξιά μηχανή, λέω - άρχισε η αγωνία μπας και συμβεί τίποτα άλλο, μπας και χαλάσει και η αριστερή. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ πολύ, τέζα και η αριστερή και μείναμε στο σκοτάδι. Ρεύμα δεν υπήρχε. Μόνο φακούς. Η μηχανή, λοιπόν, που σταμάτησε, οι μηχανές που σταμάτησαν, σταμάτησαν και τις αντλίες. Οπότε πώς θα βγάλω τα νερά από μέσα; Τα μπουγέλα, λοιπόν, που έκλεψε το πλήρωμα από τον ναύσταθμο ήταν η σωτηρία μας. Φτιάξαμε, λοιπόν, μια, όπως λέγεται, αλυσίδα και εγώ μαζί. Και χέρι - χέρι - χέρι βγάζαμε τα νερά από το μηχανο[00:30:00]στάσιο, για να μπορούν οι μηχανικοί, γιατί ανέβαινε το νερό μέσα. Γιατί το καράβι, όταν σταματήσουν οι μηχανές, όλα τα καράβια, όλα τα πλωτά μέσα γυρίζουν τη μπάντα τους από 'κεί που είναι ο καιρός. Λοιπόν, ήταν βόρειος ο άνεμος, βόρειο το κύμα, οπότε το καράβι, τακ, γύρισε την αριστερή του πλευρά, γιατί πηγαίναμε προς την ανατολή, οπότε αριστερά γύρισε. Εν πάση περιπτώσει, το κύμα μάς χτύπαγε. Χτυπώντας το κύμα, λοιπόν, έμπαινε από τους αρμούς, που εγώ έβλεπα τις μοτοσυκλέτες, τώρα έμπαινε νερό μέσα, όπως το είχα φανταστεί. Αυτή ήταν πολύ μεγάλη αγωνία, γιατί όπως μας έσπρωχνε το κύμα, μας έσπρωχνε και νότια και νότια και νότια. Και φυσικά δεν ήξερα πού πηγαίναμε, διότι το ραντάρ είχε μόνον, αν θυμάμαι καλά, είκοσι τέσσερα μίλια μάξιμουμ κλίμακα. Δηλαδή μέχρι είκοσι τέσσερα υποτίθεται ότι θα έβλεπες. Αλλά επειδή το «Φαέθων» ήταν χαμηλό καράβι, το ραντάρ ήταν κοντά στη θάλασσα. Όταν είσαι κοντά στη θάλασσα, έχει πολλά παράσιτα και ζήτημα αν βλέπεις στα δεκαπέντε με δεκαέξι μίλια. Δεν βλέπαμε τίποτα, πριν σταματήσει. Όταν σταμάτησε η μηχανή και η αριστερή, δεν είχαμε πλέον ρεύμα, οπότε δεν βλέπαμε τίποτα. Εγώ είχα έναν φίλο αδερφικό, από μωρά παιδιά ήμασταν μαζί, γιατί ήταν και φίλοι οι γονείς μας, ο οποίος ήταν έναν χρόνο μικρότερός μου. Αυτός όμως δεν μπήκε στη Σχολή Δοκίμων. Μπήκε στη Σχολή της Ύδρας, στην Εμποροπλοιάρχων, και εκείνο τον καιρό έκανε τη θητεία του. Και εγώ ήμουν το μέσον του στο Ναυτικό και επειδή ήταν εμποροπλοίαρχος, τον είχαν κάνει έφεδρο σημαιοφόρο. Εγώ, λοιπόν, χρειαζόμουν να πάρω έναν ύπαρχο, έναν δεύτερο δηλαδή αξιωματικό στο καράβι, γιατί δεν υπήρχαν άλλοι αξιωματικοί και μου είπαν: «Θα πάρεις έναν έφεδρο. Ψάξε να βρεις έναν έφεδρο». Του λέω: «Λοιπόν, ρε Τάκη, ξέρεις κανέναν έφεδρο καλό;», να πούμε. Μου λέει: «Θα πάρεις άλλον;», μου λέει, «Είμαστε…». «Ρε συ Τάκη, έχω πει στο Ναυτικό ότι είσαι ξάδερφος. Δεν μπαίνουν ξαδέρφια στο ίδιο καράβι». Τέλος πάντων, να μην σας τα πολυλογώ, πιέσαμε και τους διοικητές, κλπ., και ήρθε μαζί μου ο φίλος μου Τάκης. Και του λέω: «Ρε Τάκη, επειδή εσύ έχεις ταξιδέψει με εμπορικά καράβια και έχεις φάει τη θάλασσα με το κουτάλι, τι κάνουμε τώρα;», του λέω. «Τίποτα», μου λέει, «Παρακαλούμε η τύχη μας να μας επιτρέψει να πάρει μπροστά η μία μηχανή και μετά βλέπουμε». Τέλος πάντων, κάποια φορά πήρε μπροστά η μηχανή, άρχισε να ξημερώνει. Πού ήμασταν; Δεν ήξερα πού ήμασταν. Στεριά δεν υπήρχε γύρω. Το πλήρωμα δεν με ήξερε φυσικά και άρχισε να με ρωτάει: «Πού πάμε, καπετάνιε;». Απαντούσα εγώ ότι: «Να, τώρα θα κάνουμε ένα στίγμα και θα σας πω». Γιατί αν χάσει την εμπιστοσύνη του το πλήρωμα στον καπετάνιο, αυτό ισχύει και στις επιχειρήσεις, αν χάσεις την εμπιστοσύνη στον διευθυντή, έχει τελειώσει η ιστορία, έτσι; Δουλεύεις για ποιον; Εν πάση περιπτώσει, προσπαθούσα να τους εξηγήσω ότι είναι τεχνικό το θέμα και θα λυθεί σε λίγη ώρα. Πράγματι, λοιπόν, μας είχαν δώσει έναν εξάντα. Λέω στον… Ο εξάντας είναι ένα όργανο ναυτιλιακό, που κατεβάζεις τα άστρα ή τον ήλιο και μέσω αυτού - για να μην σας τα μπερδεύω - βγάζεις ένα στίγμα όπως λένε, δηλαδή βρίσκεις τη γεωγραφική σου θέση πάνω στον χάρτη. Δυστυχώς… Του είπα, λοιπόν, του πηδαλιούχου: «Βάστα πορεία 90°». Η «90°» είναι η ανατολή. Βορράς, νότος 180°, 90° ανατολή, 270° δύση. Εμείς πηγαίναμε στην Ανατολή. «Βάστα 90°», γιατί προς τα εκεί ήταν η Κύπρος. «Δεν μπορώ», μου λέει, «να κρατήσω την 90°, διότι δείχνει τη μια φορά 60°, την άλλη 120°». Είχε 30° λάθος η πυξίδα. Του λέω: «Εντάξει, προσπάθησε όσο είναι ανάμεσα στα δύο να βαστάς! Και τώρα, άμα ανατείλει ο ήλιος, απάνω στον ήλιο, γιατί ο ήλιος ανατέλλει από την ανατολή». Όταν, λοιπόν, ανέτειλε σε λίγο ο ήλιος, μου λέει ο φίλος μου: «Θα κάνω», μου λέει, «ένα στίγμα με τον εξάντα». Παίρνει έναν εξάντα, λοιπόν… Για να κάνεις ένα στίγμα, χρειάζεσαι τον εξάντα, το χρονόμετρο, δρομόμετρο και πυξίδα. Εμείς δρομόμετρο δεν είχαμε, πυξίδα είχε λάθος και πήραμε τον εξάντα. Χρονόμετρο δεν είχαμε. Παίρνει τον εξάντα, μου λέει: «Σπασμένος ο εξάντας». Ήταν σπασμένος, μας είχαν δώσει σπασμένο εξάντα. Με κάποιον τρόπο, εν πάση περιπτώσει, ούτε κατάλαβα πώς το ‘κανε απ’ την αγωνία που είχα, έβγαλε ένα ύψος, ότι το ύψος του ηλίου τώρα είναι τόσες μοίρες. Είχαμε και μαζί μας τα βοηθήματα, τα βιβλία που χρειάζονται. Κάναμε ένα στίγμα. Το στίγμα αυτό τελικά, όταν είσαι στα πελάγη, είναι μια μεγάλη ευθεία, η οποία ευθεία αυτή κόβεται από την πορεία του καραβιού και είναι ή τριάντα μίλια από μια μεριά ή είσαι τριάντα από την άλλη. Για να βρεις το στίγμα, λοιπόν, πρέπει μετά από τέσσερις ώρες, δηλαδή στις 12:00 το μεσημέρι, ξανακατεβάζεις τον ήλιο, βρίσκεις μια άλλη ευθεία, μεταφέρεις την πρώτη, λόγω δρομόμετρου ξέρεις πόσα μίλια έχεις πάει, που εμείς δεν ξέραμε, και όπου κοπούν οι δυο ευθείες, εκεί βρίσκεσαι. Πώς θα γίνει δεύτερο στίγμα στις 12:00 το μεσημέρι; «Ρε συ Τάκη», του λέω, «χαθήκαμε». Τέλος πάντων, συμφωνήσαμε να πηγαίνουμε στον ήλιο. Ο ήλιος όμως ανεβαίνει. Οπότε, όπως ανεβαίνει, στις 12:00 το μεσημέρι εμείς θα πηγαίναμε στον νότο, δεν θα πηγαίναμε στην ανατολή, έτσι δεν είναι; Και όπως καθόμουν στη γέφυρα και έκλαιγα τη μοίρα μου και προσπαθούσα να μην με βλέπουν εκεί το πλήρωμα, να μην χάσει την εμπιστοσύνη του σ' εμένα, βλέπω μια ροδέλα, που υπήρχε πάνω από τον πηδαλιούχο. Τέλος πάντων, ήταν ένα ραδιογωνιόμετρο των Γερμανών. Λέω: «Ρε παιδιά, να το βάλουμε μπροστά!». Το βάλαμε μπροστά και, ω του θαύματος, δούλεψε. Το ραδιογωνιόμετρο, λοιπόν, ακούς ραδιοφάρους. Σε κάθε αεροδρόμιο υπάρχει ένας φάρος, ο οποίος είναι φωτεινός, αλλά τα αεροπλάνα δεν βλέπουν το φως, πρέπει να ακούσουνε και εκπέμπει. Εκπέμπει: «Του-του-του, τα-τα-τα, του-του-του», το καθένα έχει τη δική του ταυτότητα «Μορς». Αυτά είναι τα σήματα «Μορς». Λέει ο χάρτης της Λευκωσίας, ο ραδιοφάρος είναι έτσι. Όπως γυρνάγαμε, λοιπόν, ψάχναμε να βρούμε το «Του-του-του, Τα-τα-τα» της Λευκωσίας. Ξαφνικά το βρήκαμε. Του λέω του πηδαλιούχου: «Θα ακούς συνέχεια αυτό το “Του-του-του” που ακούς», το οποίο σου τρελαίνει τα αυτιά μετά από ώρα, «και θα πηγαίνεις, θα φέρνεις το καράβι έτσι ώστε να μην το χάνεις». Πηγαίναμε, λοιπόν σαν φιδάκι, έτσι; Γιατί… Εν τω μεταξύ δεν είχε και θάλασσα. Είχε λίγο μετριαστεί. Το πλήρωμα δεν είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα. Στα καράβια το ηθικό κρατιέται, όταν τρώει ο άνθρωπος. Εμείς όμως είχαμε μια κουζίνα Izola, θυμάμαι, η οποία ήθελε 220 ρεύμα, αλλά το καράβι δεν είχε 220. Οπότε η κουζίνα δεν δούλευε. Επίσης, χρειάζεται ψυγείο, για να βάζεις μέσα και κάτι να… Δεν υπήρχε ψυγείο. Τρώγαμε, λοιπόν, τι τρώγαμε;- Κάτι κονσέρβες που είχαμε. Εν πάση περιπτώσει, για να το κάνουμε πιο μικρό το πράγμα, επίστευα ότι κάποια στιγμή με τον ραδιοφάρο της Λευκωσίας, όπως πηγαίναμε, πηγαίναμε κατευθείαν για την Κύπρο, άρα θα βλέπαμε το δυτικότερο άκρο της, το φανάρι της Πάφου, και πλέον από 'κεί και πέρα θα πηγαίναμε στη Λεμεσό. Πράγματι, κάποια στιγμή το είδαμε. Λέω στο πλήρωμα: «Είδατε ρε, που σας έλεγα “Mην φοβάστε”;». Λέω λοιπόν σε κάποιον: «Σάλτα κάτω», του λέω, «και έχω μια μπουκάλα ουίσκι. Φέρ’ την απάνω, φέρε και τίποτε ποτηράκια». Λέει: «Δεν έχουμε πολλά», «Φέρε, ρε παιδί, μου όσα έχει», λέω, «να πιούμε και να σηκώσουμε πια την κυπριακή σημαία». Από εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, εμείς γίναμε καράβι. Τι καράβι όμως; Ταυτότητα δεν είχαμε, διακριτικά κλήσεως δεν υπήρχανε. Να μην σ’ τα πολυλογώ, φτάσαμε κάποια στιγμή, αν και τα πολυλογώ, διότι είναι μεγάλη ιστορία, αλλά από αυτήν την ιστορία καταλαβαίνει κανείς και το επίπεδο, ας πούμε, της επιπολαιότητας. Φτάσαμε στη Λεμεσό, δέσαμε, και η εντολή του Αραπάκη ήταν τη νύχτα να βάλουμε τα πυροβόλα. Ποια νύχτα; Βρε άνθρωπε, δεν είχαν κοιμηθεί. Τέλος πάντων, «Την άλλη μέρα», λέω. Την άλλη μέρα ήρθαν κάποιοι Κύπριοι, μας φέρανε κάτι κονσέρβες, κάτι φρούτα, θυμάμαι καρπούζια. Τα στοιβάξαμε τα καρπούζια σε μια βάρκα που είχαμε. Λέω: «Παιδιά, θα τη βγάλουμε τώρα μέχρι να βρούμε πώς θα λύσουμε το πρόβλημα της κουζίνας, έτσι, με τις κονσέρβες». Σε τρεις-τέσσερις μέρες είχαμε φάει τα… Είχαν φαγωθεί τα... Μου λένε λοιπόν οι Κύπριοι: «Καλά, τα φάγατε τόσο γρήγορα;». Μου λέει ο Αραπάκης: «Κάτσε, ρε Μητσάτσο», μου λέει, «θα γίνουμε ρεζίλι στην Κύπρο. Τόσο πεινασμένοι είμαστε;». «Αφού πεινάνε!», του λέω, «Τι θα κάνουμε; Tσίχλα θα μασάνε;». Τέλος πάντων, ήμουν και λίγο εγώ έτσι αντιδραστικός, γιατί άμα θες να είσαι τίμιος, πρέπει να είσαι και αντιδραστικός. Δεν γίνεται να διατηρήσεις την αξιοπρέπειά σου χωρίς να μιλάς! Θα σου τραβάει τη σφαλιάρα ο άλλος και δεν θα λες τίποτα; Αλλά συνήθως, για να κερδίσουμε, το βουλώνουμε κι έτσι ανεβαίνουμε, αν ανεβαίνουμε. Εγώ δεν πιστεύω ότι ανεβαίνουμε. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, βάλαμε και τα πυροβόλα πάνω, να τα δοκιμάσουμε. «Όχι», λέει, «πώς θα τα δοκιμάσουμε; Να δούνε οι ξένοι οι κατάσκοποι, ότι πυροβόλα ρίχνουνε, κλπ.; Θα γίνουμε μαλλιά κουβάρια». «Καλά», λέω. Κάναμε, λοιπόν, περιπολίες. Ο μεν ένας πήγαινε προς τα ανατολικά, εγώ δηλαδή, που ήταν ο ναύσταθμος της Αλεξανδρέττας των Τούρκων, για να βρούμε, λέει, τον τουρκικό στόλο. Και ο άλλος πήγαινε αριστερά, δυτικά, προς τη Μερσίνα και αυτός να βρει τον τουρκικό στόλο, μπας και γίνει η απόβαση. Και κάποια μέρα βρεθήκαμε να βλέπουμε να καίγεται ένα όρος που είχε εκεί, το Τρόοδος, ένα βουνό δηλαδή, πολύ. Δεν κατάλαβα, είδα φωτιά, να πούμε… Πώς μιλάγαμε τώρα με τον Αραπάκη που ήταν ο διοικητής έξω; Μιλάγαμε με το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, το ΡΙΚ. Εκεί δηλαδή που ακούγατε εσείς μουσική, βλέπατε κάποιο ή ακούγατε το ραδιόφωνο, ακούγατε ξαφνικά να λέει: «Πέτρος 1 εδώ, Πέτρος 2». «Πέτρος 1» ήμουν εγώ, «Πέτρος 2» ήταν το άλλο, ο «Αρίων», και «Πέτρος» ήταν ο Αραπάκης, που λέγεται και Πέτρος κιόλας. Λεγότανε, γιατί πέθανε, Θεός συγχωρέσ’ τον. Οπότε, [00:40:00]οι Κύπριοι θα ακούγανε: «Πέτρος 1, Πέτρος 2», σου λέει: «Τι γίνεται τώρα;». Αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο και προσπαθούμε να μην χρησιμοποιούμε λέξεις που να θυμίζουν πόλεμο και τέτοια πράγματα. Πολεμικά πράγματα. Δύσκολο πολύ αυτό! Εν πάση περιπτώσει, την άλλη μέρα μού λένε, λοιπόν, με τις φωτιές: «Άσε τις φωτιές», λέει, «και πήγαινε σε ένα μέρος που λέγεται Ξηρός, ένας όρμος Ξηρός, που έχει μια πόλη εκεί που λέγεται Καραβοστάσι. Πήγαινε εκεί να πάρεις κάποιον που θα σου πει τι να κάνεις». Ξεκινήσαμε νύχτα τώρα, έτσι; Στο μεταξύ βλέπαμε στο ραντάρ ένα, κάποιο ίχνος κάποιου, που σημαίνει ότι ήταν καράβι. Έτρεχα γρήγορα στο σημείο εκείνο και μερικές φορές έβλεπα μπουρμπουλήθρες. Τότε εκεί υπήρχανε και καράβια του έκτου στόλου του αμερικανικού που περιπολούσαν και σοβιετικά υποβρύχια. Δηλαδή ήταν η Κύπρος σαν να ήταν ένα ελάφι, που ήταν γύρω όλοι, ποιος θα πρωτοαρπάξει, ας πούμε. Και μέσα εκεί ήμασταν κι εμείς. Δηλαδή παίζαμε Τζέιμς Μποντ, κάπως έτσι; Μυστικά όλα, ε; Τι μυστικά; Όλοι τα βλέπανε. Και πάω εκεί και βλέπω ένα καΐκι. Δηλαδή βρήκα έναν στόχο στο ραντάρ, πάμε κοντά, ήταν ένα καΐκι. Ακούω μια φωνή. Εν τω μεταξύ οι Κύπριοι μιλάνε μια γλώσσα ελληνική που δεν την καταλαβαίνεις. Αν μιλάνε μεταξύ τους, δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Και αν είναι από την Πάφο… Τέλος πάντων, «Είναι», λέει, «κάποιος που θέλει να έρθει στο καράβι σου και να σου πει τι θα κάνεις». « Έλα δίπλα», λέει. Ήρθα δίπλα. Εγώ τώρα δεν ήξερα, Τουρκοκύπριοι είναι; Κύπριοι είναι;. Ήμασταν οπλισμένοι βέβαια για την περίπτωση που ήτανε... Τον πήρα, λοιπόν, αυτόν. Μου μίλαγε μια γλώσσα που θύμιζε ελληνικά, αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα. «Τι λέει, ρε παιδιά;», λέω, «Καταλαβαίνετε εσείς;». Τέλος πάντων, προσπαθούσε να μου πει να πάω να ρίξω, δηλαδή να βομβαρδίσουμε - νύχτα, έτσι; 03:00 το πρωί, να βομβαρδίσουμε έξω στη στεριά τουρκικά χωριά. Γιατί; Γιατί ήταν ένα ελληνικό, ένα ψιλοτουρκοκυπριακό… Όλα αυτά ήτανε δίπλα. Δεν είχαν χωριστεί ακόμα. Η Κύπρος ήταν ενιαία. «Ρε φίλε», του λέω, «Και πού ξέρω ‘γώ αν είναι ελληνικό το χωριό ή αν είναι τούρκικο;». «Είναι τούρκικο. Τούρκικο». Τέλος πάντων, φώναζε ο άλλος από το ΡΙΚ: «Γιατί καθυστερείτε;». Για να βρω μια μεσοβέζικη λύση, λέω στον Μπέτση: «Ακολούθα με», του λέω, «Και όταν σου πω, ρίξε!». Και πήγα, τα βλήματα, το μεγαλύτερο πυροβόλο που είχαμε έφτανε μέχρι τέσσερις χιλιάδες οχτακόσιες γιάρδες, πες μέτρα. Αν πήγαινες στα έξι, πέφταν στη θάλασσα, δεν φτάνανε στη στεριά. Πήγα, λοιπόν, εγώ στις έξι χιλιάδες γιάρδες, ικανοποίησα τον άλλον ότι ρίξαμε, αλλά δεν… Φτάσαν έξω. Μόλις ξημέρωσε, είχαν γεμίσει ελληνικές σημαίες τα παράλια. Είχαν φοβηθεί οι άνθρωποι: «Μες στη νύχτα μάς ρίχνουνε;». Αυτός δεν ήξερε ότι τα βλήματα δεν θα φτάσουν και σήκωσαν σημαίες. Τέλος πάντων, μετά μου λένε: «Τώρα ήρθε η ώρα να πάμε να χτυπήσουμε τη Μανσούρα, γιατί έξω γίνονται μάχες». Αυτά που έβλεπα εγώ για φωτιά ήτανε οι μάχες που γινόντουσαν από αυτούς τους δέκα χιλιάδες άντρες που είχε στείλει ο Παπανδρέου με τους Τούρκους, Τουρκοκύπριους. Αλλά εγώ το πέρασα για φωτιά, γιατί καιγόταν το δάσος. Και εκεί… Εν τω μεταξύ, όταν ρίξαμε, τα δύο - είχα λοιπόν εγώ τώρα πέντε πυροβόλα, τα δύο δεν είχαν πυρομαχικά και ήταν τα τρία. Τα δύο από τα τρία όταν είπα: «Πυρ!», να ρίξουμε έξω, ρίξανε μόνο μία σφαίρα. Είχανε κάνει λάθος. Αυτός ο κύριος που μου είπε: «Γιατί πήγες και είπες στα πληρώματα ότι θα πάτε στην Κύπρο;», μου είχε δώσει λάθος, οι υπηρεσίες του, πυρομαχικά, που οι δεσμίδες που γεμίζει το πυροβόλο και ρίχνει γύρναγαν αριστερά, ενώ το πυροβόλο που μου δώσανε γέμιζε δεξιά. Οπότε έμπαινε η πρώτη σφαίρα μέσα, οι υπόλοιπες δεν μπαίνανε. Έμεινα, λοιπόν, από τα πέντε πυροβόλα με ένα. Το μεγαλύτερο ευτυχώς. Ειδοποίησα έξω ότι δεν έχουμε πυροβόλα. «Δεν πειράζει», λέμε, «Το ένα». Ρίχναμε, λοιπόν, έξω. Ρίξε, ρίξε, ρίξε, αλλά οι Τούρκοι ήταν πολύ καλά οχυρωμένοι από τη στεριά, οπότε οι Έλληνες είχαν μεγάλες απώλειες και κάποια στιγμή οι Τούρκοι γυρίζουν τα όπλα τους προς τη θάλασσα και έριχναν σ' εμάς. Ευτυχώς δεν φάγαμε καμία, αλλά κάποια στιγμή από τα πυρά τα δικά μας προφανώς χτυπήθηκε κάποια πυριτιδαποθήκη, δεν ξέρω τι θα έγινε έξω, αλλά έγινε μια πολύ μεγάλη έκρηξη, που σημαίνει ότι τη χτυπήσανε κάποια πυρομαχικά. Η μάχη σταμάτησε και μας είπανε: «Συνεχίστε τώρα για τα Κόκκινα», δηλαδή το επόμενο χωριό που σας είπα από την αρχή της αφήγησης. Μόλις πήγαμε κάνα δύο, τρία μίλια, χαλάει η δεξιά μηχανή πάλι του «Φαέθων», του δικού μου πλοίου. Το λέω στον Αραπάκη, μου λέει: «Πήγαινε στο Καραβοστάσι, στον Ξηρό», αλλά ο Ξηρός ήταν δίπλα. Ένα αεροπλάνο δηλαδή από πάνω, όταν πετάει, βλέπει πού πηγαίνεις. Κανονικά έπρεπε να μας είχε στείλει πολύ μακριά, που ήταν η Λεμεσός, ώστε εκεί… Καταρχήν οι Τούρκοι, αν χτύπαγαν εκεί, είναι κατοικημένη περιοχή, είναι λιμάνι, θα ‘ταν κανονικός πόλεμος. Εν πάση περιπτώσει, γυρίζω να πάω στο Καραβοστάσι. Νύσταζα πολύ. Δεν είχα κοιμηθεί όλη τη νύχτα. Λέω στον φίλο μου: «Θα κοιμηθώ λίγο, ρε Τάκη», του λέω, «πάνω εδώ στους χάρτες», μες στην τιμονιέρα στη γέφυρα. «Και όταν πλησιάσουμε», του λέω, «ξύπνησέ με».
Ξύπνησα, λοιπόν, ξαφνικά από ένα τρομακτικό θόρυβο και καυσαέρια. Πέρασε από πάνω μας ένα αεροπλάνο. Λέω: «Παιδιά, το αεροπλάνο το είδατε;» Πεταγόμαστε έξω. Λένε: «Όχι», λέει, «δεν είδαμε τι αεροπλάνα είναι». Κάνω έτσι, βλέπω στο βουνό δύο αεροπλάνα, μακριά πολύ. Λέω: «Εγγλέζοι είναι τώρα; Τι είναι αυτοί;». Εν πάση περιπτώσει, φτάνουμε εκεί, αγκυροβολήσαμε κάπου. Ήταν και δύο μεγάλα φορτηγά, αμερικάνικα ήταν, για να φορτώσουμε mineral από εκεί, μετάλλευμα. Μετά ήρθε και το «Αρίων». Περάσαμε τη νύχτα εκεί. Την άλλη μέρα ήρθανε από τη στεριά με μια βάρκα να πάρουνε τη μηχανή, να πάρουν το κομμάτι της αντλίας που είχε σπάσει. Κι εγώ περίμενα. Μου λέει, λοιπόν, ένας Κύπριος, ήρθε και ένας Κύπριος μαζί που λεγόταν Φιλήτας. Μου λέει: «Καπετάνιε, έρχεσαι να σου κάνω το τραπέζι έξω, αφού δεν έχετε και φαΐ εδώ;». Τέλος πάντων, πήρα και τον φίλο μου τον ύπαρχο, τον Τάκη τον Χρυσούλη, και πήγαμε να φάμε κάπου έξω. Όπως έκατσα στο εστιατόριο εκεί, κάνω έτσι και βλέπω εφημερίδες πεταμένες πάνω σε ένα τραπέζι. Παίρνω μία. Ήταν, κάποιοι τις είχαν τις εφημερίδες, μια εφημερίδα «Η Μάχη» και διαβάζω με μεγάλα γράμματα: «Οι μπουνταλάδες περάσανε το motorship για την ακταιωρό», τορπιλάκατο τα ΄λέγαν τότε, που δεν είναι τορπιλάκατος το «Φαέθων», «και το χτυπήσανε». Διαβάζω ότι το προηγούμενο βράδυ ήταν αυτό που πέρασε από πάνω μας. Και λέω: «Καλά, δεν μας διέκρινε; Να μας φοβίσει ήθελε; Τον Ιταλό γιατί τον χτύπησε; Τον πέρασε για μένα». Οπότε λέω, δηλαδή κατάλαβα ότι η Τουρκία πλέον είχε αποφασίσει να επέμβει. Εφόσον χτυπήσανε καράβι που το πέρασαν για κυπριακό, όπου να ‘ναι… Οπότε, όπως τα διάβαζα, μου φάνηκε ότι άκουγα θόρυβο αεριωθούμενου. Καμιά φορά όταν διαβάζει κανείς πράγματα και φοβάται, αρχίζει να μπαίνει στο κλίμα του φόβου και νομίζει ότι… Βγαίνω έξω στη βεράντα που είχε εκεί πέρα και βλέπω από πάνω ένα αεριωθούμενο ψηλά. Ήξερα τους τύπους των αεριωθουμένων, το οποίο έκανε βόλτες. Είναι αυτά που είναι φωτογραφικά, κατασκοπευτικά, εκπαιδευτικά και θυμίζει μία άσκηση του ΝΑΤΟ σε κάποια εγχειρίδια, την οποία την έκανα πάντοτε, γιατί ήμουνα αξιωματικός πυροβολικού. Και λέω: «Όπου να ‘ναι, πάει να εντοπίσει τους στόχους αυτό και θα ειδοποιήσει τα άλλα μετά, για να γίνει αιφνιδιασμός». Οπότε λέω: «Γρήγορα και», στον Κύπριο, «φύγαμε για το καράβι! Εσύ κάτσε έξω», του λέω του Κυπρίου. Παίρνουμε τη βάρκα να μπούμε μέσα. Λέει και ο Κύπριος: «Θα ‘ρθώ κι εγώ μαζί». Του λέω: «Ρε παιδί μου, τι δουλειά έχεις τώρα εσύ εδώ πέρα; Όπου να ‘ναι μάλλον θα ‘ρθούν τα αεροπλάνα». Τέλος πάντων, «Όχι», λέει, «εσύ ήρθες από την Ελλάδα να βοηθήσεις την πατρίδα μου και δεν θα έρθω εγώ; Θα ‘ρθω κι εγώ». Έρχεται κι αυτός μέσα. Φωνάζω το πλήρωμα, λέω στη βάρκα: «Περίμενε», φωνάζω στο πλήρωμα και λέω: «Θυμάστε», λέω, «τι σας είπα στον ναύσταθμο και στους σαράντα τρεις; Ήρθε η ώρα, πιστεύω, όπου να ‘ναι θα ‘ρθεί η τουρκική αεροπορία. Σε λίγη ώρα μπορεί να μην ζω. Μην φοβηθείτε, λοιπόν, να σας πουν λιποτάκτες. Μπείτε στη βάρκα όσοι φοβάστε και φεύγετε. Και κυρίως εσείς που κάνετε τη θητεία σας. Εγώ είμαι μόνιμος. Ο ελληνικός λαός με πληρώνει για αυτήν την ώρα. Το καράβι έχει μία μηχανή, ένα πυροβόλο και πλέει, άρα είμαι υποχρεωμένος να μείνω και όποιος άλλος θέλει μένει μαζί μου. Όποιος δεν θέλει, φεύγει τώρα». Εδώ, τώρα να μιλήσω σαν αξιωματικός, είμαι πολύ περήφανος γιατί - σαν αξιωματικός - γιατί τα ανθρώπινα συναισθήματα, όπως σας είπα, στις σχολές τις στρατιωτικές σε εκπαιδεύουν, ώστε στην ώρα του φόβου, του κινδύνου, να μπορείς να τα κάνεις στη μπάντα, γιατί αν σκεφθείς εκείνη την ώρα: «Τα καημένα τα παιδιά, κάποια από αυτά σε λίγο θα σκοτωθούν», τότε πηδάς στη θάλασσα και φεύγεις. Άρα πλέον δεν μπορείς να έχεις στρατό που να την κοπανάει και να φεύγει. Σαν, λοιπόν, αξιωματικός είμαι περήφανος, γιατί δεν έφυγε κανείς, έμειναν όλοι. Και μείναν άνθρωποι που είχαν παιδιά, μωρά, τα οποία δεν τα είδαν ποτέ. Δεν τα είδαν, γιατί ο ένας ήταν πολύ μωρό το [00:50:00]παιδί του και δεν πρόλαβε να το μεγαλώσει κι ο άλλος ήταν έγκυος η γυναίκα του που την άφησε. Ήταν νιόπαντροι και το παιδί γεννήθηκε, ενώ αυτός σκοτώθηκε. Εν πάση περιπτώσει μείνανε όλοι. Τους είπα: «Γυρίστε το πυροβόλο στον ήλιο», το μοναδικό που είχαμε, «κι όταν δείτε να έρχονται, θα ανάψουν λαμπάκια. Όταν δείτε τα λαμπάκια, ρίχτε». Στέλνω σήμα στον Αραπάκη ότι: «Επίκειται αεροπορική προσβολή και πείτε μου τι να κάνω». Και μου απαντάει: «Θα περιμένετε πρώτα να βληθείτε και μετά θα απαντήσετε δια των πυροβόλων σας». Ποιων πυροβόλων; Αφού ήξερε ότι εγώ είχα μονάχα ένα. Εν πάση περιπτώσει, λέω: «Να πάρουμε την άγκυρα απάνω». Την άγκυρα δεν μπορούσαμε να την πάρουμε, ήταν… Με τα χέρια την παίρναμε. Οπότε κόψαμε την αλυσίδα, αμολήσαμε την άγκυρα και σε λίγο ήρθανε δύο αεριωθούμενα. Ήξερα που θα ‘ρθούν από τον ήλιο. Ήρθαν απ’ τον ήλιο όντως. Και βλέπω ότι μας ρίξαν πρώτα ρουκέτες. Αυθόρμητα, επειδή φορούσα ένα άσπρο t-shirt κι ένα μπλε σορτς και σανδάλια, λέω: «Με βλέπει με το άσπρο και πάει να με χτυπήσει» και βάζω το κεφάλι μου κάτω από το κάθισμα, που ήταν ξύλινο. Αν είναι δυνατόν το κάθισμα να με προφυλάξει από τις ρουκέτες. Αλλά εν πάση περιπτώσει, για να σας δείξω, δηλαδή, την αντίδραση ενός ανθρώπου που ξαφνικά φοβάται. Εγώ μέχρι τότε έριχνα με τα πυροβόλα από τα καράβια για γυμνάσια, αλλά τώρα ο στόχος ήμουν εγώ. Δεν ήταν τα νησιά και τα διάφορα άλλα αντικείμενα. Όταν το βλέπεις και κατεβαίνει, σιγά - σιγά φτάνεις στο σημείο να βλέπεις και τον πιλότο, διότι έρχεται πολύ κοντά και είναι τρομακτική η σκηνή. Κάνει την πρώτη επίθεση. Δεν… Περάσαν οι ρουκέτες, χτυπήσαν κάπου, ξέρω ‘γώ, δεν κάναν καμία ζημιά ιδιαίτερη. Αυτό το πράγμα συνεχίστηκε. Οπότε εγώ έπρεπε τώρα… Δίνω εντολή στο άλλο καράβι, πριν να ‘ρθούν τα αεροπλάνα: «Φύγε, γιατί εγώ δεν προλαβαίνω να βγω από τον όρμο με μία μηχανή». Γιατί ώσπου να βγω από τον όρμο, θα με είχαν βρει τα αεροπλάνα. «Εσύ όμως φύγε», του λέω, «να πας στη Λεμεσό να διασωθείς». Και έφυγε. Υπήρχαν, λοιπόν, τα δύο μεγάλα φορτηγά και δίπλα τους κρεμάσαν αμερικανικές σημαίες αυτοί μεγάλες, γιατί σου λέει: «Όπου να ‘ναι θα φάμε και εμείς καμία». Αυτοί ήταν πραγματικά του εμπορικού Ναυτικού. Αλλά εγώ έκανα χειρισμούς με τη μία μηχανή γύρω από αυτά, με την ελπίδα ότι δεν θα με χτυπήσουν, αλλά οι Τούρκοι χτυπάγαν ανεξαρτήτως. Τέλος πάντων, δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό το πράγμα. Ήταν τρομερές οι εκρήξεις, ο θόρυβος. Τα πυροβόλα είναι μηχανήματα. Κάποια στιγμή παθαίνουν εμπλοκές. Είχαμε την τύχη να μην πάθει εμπλοκή αυτό το πυροβόλο των σαράντα χιλιοστών μέτρων, το Bofors. Αυτό, όμως, ήταν πίσω. Εγώ ήμουν μπροστά, στη γέφυρα. Οι Τούρκοι ερχόντουσαν πάντα από την ίδια κατεύθυνση, από τον ήλιο. Οπότε το πυροβόλο τούς περίμενε στον ήλιο. Και κάποια στιγμή… Τους είχα πει εγώ ότι: «Όταν αυτός κατέβει, κάποια στιγμή θα σηκωθεί. Την ώρα που πάει να σηκωθεί, εκεί μηδενίζεται η ταχύτητά του. Σε εκείνο το σημείο προσπαθήστε να ρίξετε στα φτερά». Πράγματι, ένα το ρίξαμε. Πήδηξε αυτός με το αλεξίπτωτο, δεν τον σκοτώσαμε. Έπεσε έξω στην ακτή, γιατί είχε προλάβει να πάει ψηλά. Και εκεί τον χτυπήσαν οι Κύπριοι. Εν πάση περιπτώσει, τα πυροβόλα τα οποία είχαμε στείλει δεν έριξε κανένα από τη στεριά. Έμαθα μετά ότι οι Κύπριοι ήταν ακόμα ανεκπαίδευτοι. Πρώτη φορά ακούγανε τέτοια πράγματα. Και έρχεται κάποια στιγμή ο φίλος μου και μου λέει ψιθυριστά, μου λέει: «Κοίταξε, σκοτώθηκε ο πρώτος μηχανικός, σκοτώθηκε κι ένας ναύτης μηχανικός. Είναι και οι δύο νεκροί μέσα στο μηχανοστάσιο με τον δεύτερο μηχανικό», έναν υπαξιωματικό, Ρεμουντάκη. «Έχουμε φωτιά στο πρυμιό μπαλαούρο». «Μπαλαούρο» είναι μια αποθήκη που έχει μέσα χρώματα, σχοινιά. Άμα πάρει φωτιά αυτή, πιάσε τ' αυγό και κούρευ' το μετά που λένε, που λένε τώρα δηλαδή, γιατί τότε δεν τα ξέραμε αυτά. Του λέω: «Κοίταξε, ο μόνος τρόπος τώρα είναι να πάμε στη στεριά. Τη βλέπεις», του λέω, «την προβλήτα;». Υπήρχε μια προβλήτα εκεί, ξύλινη, εγγλέζικη, από την οποία φόρτωναν με βαγονέτα τις μαούνες και ένα ρυμουλκό τις πήγαινε στα καράβια, το μετάλλευμα. «Θα πάω να πέσω, να το ρίξω», του λέω, «δίπλα στην προβλήτα, ώστε το πλήρωμα να φύγει και να κολυμπήσει μπρούμυτα, να βγει έξω, να σωθεί. Αν σκοτωθώ», του λέω, «έχε τον νου σου, αυτό θα κάνεις. Αλλά κάτσε δίπλα μου», του λέω, «να μου λες τα βάθη» που υπήρχαν. Γιατί καμιά φορά έχει έναν λοφίσκο ο βυθός και άμα κάτσεις απάνω εκεί, είσαι πια έτοιμος να γίνεις στόχος, να κάνει σκοποβολή ο άλλος. Πράγματι, λοιπόν… Εν τω μεταξύ κατεβαίνω στη γέφυρα, φωνάζω στη γέφυρα: «Όλο δεξιά πηδάλιο με την αριστερή μηχανή», συγγνώμη, «Όλο αριστερά πηδάλιο με την αριστερή μηχανή» κι έπρεπε να στρίψει δεξιά το καράβι. Το καράβι, όμως, έστριβε... Έπρεπε να στρίψει αριστερά το καράβι με το αριστερά πηδάλιο. Το καράβι, όμως, έστριβε δεξιά. Βλέποντας εγώ ότι στρίβει δεξιά, νόμισα ότι ο πηδαλιούχος δεν ακούει και άρχισα να ουρλιάζω από τον φωταγωγό, γιατί ήταν και οι εκρήξεις. Τίποτα. Το καράβι έστριβε δεξιά. Εγώ, όμως, ήθελα να πάω αριστερά, για να βγω στη στεριά. Τρέχω στην τιμονιέρα. Με το που πάω να κατέβω, βγαίνει ένας ναύτης, λέει: «Θα μας πεθάνουν, θα μας σκοτώσουνε». Αν έβγαινε ένας στο κατάστρωμα και φώναζε: «Θα μας σκοτώσουνε», θα γινόταν πανικός. Οπότε αυθόρμητα σήκωσα το δεξί μου χέρι και του ‘ριξα ένα χαστούκι. Με το που του ρίχνω το χαστούκι, πέφτει κάτω και τον χτυπάει ένα βλήμα. Αλλά πέφτοντας το ‘φαγε ξυστά. Αν ήταν όρθιος, θα είχε μπει τον εγκέφαλό του, γιατί τρύπησε το κράνος και του έξυσε το μάγουλο εδώ. Μετά από χρόνια μου είχε πει ότι είχε πονοκεφάλους. Τρέχω στην τιμονιέρα και βλέπω τον πηδαλιούχο νεκρό απάνω στο πηδάλιο, το οποίο και γύριζε, γιατί με την αριστερή μηχανή το καράβι πήγαινε δεξιά. Εκεί δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο. Έβγαλα τον μακαρίτη τον Νικόλα, τον πηδαλιούχο, και πήρα εγώ το πηδάλιο στα χέρια μου. Και πλέον ο στόχος μου ήταν να φτάσω στην προβλήτα. Η μηχανή η αριστερή πήγαινε πάση δυνάμει, δηλαδή, ό,τι είχε και δεν είχε, γιατί αν σταμάταγε… Το πυροβόλο έριχνε όμως ακόμα. Αλλά κάποιο αεροπλάνο τούρκικο έκανε έναν ελιγμό, που δεν το προβλέπει η άσκηση. Αντί να έρθει από τον ήλιο, ήρθε αντίθετα. Οπότε ήρθε από την πλώρη, για να χτυπήσει τη γέφυρα. Και τραβάει μια ριπή... Στο μεταξύ είχε έρθει δίπλα μου ο φίλος μου και μου ‘λεγε τα βάθη και τρώει τον φίλο μου, σκοτώνεται δίπλα μου, τον νοσοκόμο που κράταγε γάζες, για να δέσει κάτι, ίσως το πόδι μου, γιατί έχω τραυματιστεί και στο πόδι, τον Κύπριο, που ήταν πιο πέρα κι έναν άλλον τον τραυμάτισε. Και μένω εγώ με το χέρι, γιατί πέρασε η σφαίρα από τον αγκώνα μέσα, το χέρι στο πλάι και με το αριστερό χέρι, να τιμονέψω με το αριστερό χέρι, λοιπόν, και με το δεξί πόδι. Εγώ, όμως, δεν πόναγα στο χέρι μου, πόναγα στο πόδι μου πολύ. Και λέω: «Πονάω, φαίνεται, επειδή βάζω δύναμη για το πηδάλιο», αλλά έχω τραυματιστεί. Μια ρουκέτα είχε πάρει όλο το κρέας από κάτω. Απορώ πώς έχω πόδι. Οπότε είχα μια ζώνη, συμπτωματικά, έτσι ελαστική όπως αυτή και βαστώντας με τα πόδια το πηδάλιο, προσπάθησα να δέσω τη ζώνη, να σταματήσω την αιμορραγία, γιατί είχε πολλή αιμορραγία το χέρι, για να προλάβω να βγω έξω. Γιατί λέω: «Μετά, εντάξει, ας πεθάνω, όμως να προλάβω να τους βγάλω». Πράγματι, λοιπόν, έφτασα έξω. Και εν τω μεταξύ δεν πίστευα ότι ήταν νεκρός ο φίλος μου. Νόμιζα… Εκείνη την ώρα νομίζεις, έχεις μια λύσσα να τους φας όλους, να ζήσεις και δεν πιστεύεις ότι γύρω σου γίνεται τέτοια καταστροφή. Είναι σαν, τώρα, σε δύο λεπτά, να με δείτε εμένα εδώ νεκρό, αυτά να έχουν φύγει από εδώ πέρα, να έχουν σπάσει τα πάντα και να είστε μόνη σας. Δεν μπορείς να το πιστέψεις. Λες: «Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει». Δηλαδή το υποσυνείδητό σου δεν σε αφήνει. Και έλεγα: «Ρε μπαγάσα, εγώ αγωνίζομαι ματωμένος κι εσύ κοιμάσαι;», στον φίλο μου. Τα έλεγα εγώ αυτά! Τα άκουσαν κάποιος. Και μου λέει μετά: «Καπετάνιε, του έλεγες τέτοια», «Πάλι καλά», λέω, «που δεν σαλτάρισα». Τέλος πάντων, όταν κάτσαμε έξω, διέταξα εγκατάλειψη πλοίου, που είναι η χειρότερη διαταγή που μπορεί να δώσει ένας κυβερνήτης πλοίου. Του λέω: «Παιδιά, βγείτε έξω στην προβλήτα». Εγώ έμεινα, για να καταστρέψω τα χαρτιά, που έλεγαν «Μητσάτσος», δίπλα «Βασίλης», γιατί αν το πιάνανε οι Τούρκοι, είχε βασανιστήρια και διάφορα. Αλλά δεν μπορούσα να περπατήσω. Είδα ποιοι ήταν νεκροί. Και πάλι θα μιλήσω ρομαντικά, αλλά έτσι είναι η αλήθεια. Εμείς εκείνη την ώρα, εσείς οι γυναίκες δεν έχετε θητεία, αλλά τα αγόρια πάνε, κάνουν τη θητεία τους και οι γυναίκες πηγαίνουν εθελοντικά. Δίνεις έναν όρκο, λοιπόν, που λες ότι θα υπερασπίζομαι τη σημαία μέχρι την τελευταία σταγόνα του αίματός μου. Έτσι ακριβώς συνέβη στον «Φαέθωνα». Οι νεκροί ήταν νεκροί. Εγώ αιμορραγούσα. Το πλήρωμα πήδηξε στη θάλασσα. Δεν κατεβάσαμε τη σημαία. Άμα την κατεβάσεις, σημαίνει ότι παραδίνεσαι. Αλλά οι Τούρκοι φυσικά δεν ακούγαν τέτοια. Οπότε ήθελα να στερεώσω τη σημαία, ώστε λέω: «Θα το κάψουν κάποια στιγμή. Τουλάχιστον το τελευταίο πράγμα που θα καεί να είναι η σημαία».[01:00:00] Έτσι σκεφτόμουν τότε και έτσι σκέφτομαι κι ακόμα, δηλαδή δεν έχω αλλάξει πολύ. Ακούγονται μάλλον ίσως αστεία ή ρομαντικά αυτά που λέω, αλλά εδώ γεννηθήκαμε. Η πατρίδα μας είναι αυτή. Βέβαια, η σημαία δεν ήταν η ελληνική, ήταν κυπριακή, αλλά εκείνη την ώρα πολεμούσες για κάποιον, κάποιον λαό. Και μετά πήδηξα κι εγώ στη θάλασσα και φυσικά στη θάλασσα μού ήταν δύσκολο να κολυμπήσω, γιατί ήτανε μόνο το ένα χέρι και το ένα πόδι, αλλά εν πάση περιπτώσει έφτασα κάτω από την προβλήτα. Οι άλλοι προσπαθούσαν να βγουν έξω. Μετά οι Τούρκοι είδαν ότι ήμασταν κάτω από την προβλήτα και μας πολυβολούσαν πλέον στην προβλήτα που ήταν ξύλινη. Κι όπως η ραπτομηχανή κάνει τις τρύπες: «Κρακ, κρακ, κρακ» και με χτύπησαν στο χέρι εδώ. Ευτυχώς δεν το ‘κοψε, γιατί με το που έβλεπα αυτά έπιανα τη μύτη μου και προσπαθούσα να κατέβω κάτω, γιατί κάτω η σφαίρα δεν έχει τη δύναμη. Τέλος πάντων, οι άλλοι βγήκαν έξω. Κάποια στιγμή αισθάνθηκα πια ότι τελειώνει το καλαμπούρι.
Ενότητα 5
Η νοσηλεία στο νοσοκομείο, η επιστροφή στην Ελλάδα και ο ακρωτηριασμός του χεριού
01:01:06 - 01:12:44
Ήθελα δηλαδή περίπου είκοσι μέτρα για να βγω έξω, αλλά δεν μπορούσα να κάνω, να κολυμπήσω πιο πολύ. Τέλος πάντων, προσπάθησα όσο γινότανε και κάποια στιγμή το νύχι του μεγάλου δακτύλου, του δεξιού μου ποδιού έξυνε την άμμο. Αλλά δεν μπορούσα να πατήσω! Δεν είχα τη δύναμη να πάω δηλαδή πιο μπροστά, ώστε να πατήσω στον βυθό. Και λέω: «Για κοίτα, ρε παιδί μου, θα πεθάνω από το μήκος του ποδιού μου». Δηλαδή αν είχα τη δύναμη να πάω ένα μέτρο πιο μπροστά, αυτά τα -πόσα; Σαράντα εκατοστά το πόδι μου; - θα μου επέτρεπαν τουλάχιστον να πατήσω, να μην πνιγώ. Αλλά ευτυχώς ένα παιδί μέσα από την προβλήτα από κάτω που ήταν βατραχάνθρωπος, τον είχα στο καράβι, πήδηξε μέσα και με τράβηξε και με βάλαν σε μια αποθήκη. Μπήκαμε εν πάση περιπτώσει μετά, μαζεύτηκαν όλοι σε μια αποθήκη κάτω από την προβλήτα. Υπάρχει τώρα η προβλήτα ακόμα. Η προβλήτα τότε εγώ την άφησα οριζόντια με ράγες επάνω για τα βαγονέτα. Όταν πήγα στα κατεχόμενα πλέον κρυφά και την είδα, θα σας δείξω φωτογραφία είναι, έχει γίνει καμπύλη από τις ναπάλμ βόμβες που ρίξανε και κάψαν και το «Φαέθων». Στο νοσοκομείο που πήγαμε δεν ήξερα… Είπα λοιπόν: «Βγείτε έξω, ρε παιδιά, βρείτε κάνα αυτοκίνητο». Βρήκαμε ένα φορτηγό. Ούτε ξέραμε τώρα αν ο φορτηγατζής ήταν Τούρκος, Έλληνας, τι ήτανε. Και ένας αστυνομικός, Τουρκοκύπριος ή Ελληνοκύπριος; Δεν είχαμε ιδέα. Αλλά απεδείχθη ότι ήταν Έλληνες και μας πήγανε στο νοσοκομείο της αμερικάνικης εταιρείας που είχε την εκμετάλλευση του μεταλλεύματος, σε ένα μέρος που λέγεται Πεντάγια, λίγο έξω από το Καραβοστάσι, όπου εκεί με βάλανε στο πάτωμα μαζί με έναν άλλον υπαξιωματικό κι εκεί μιλάγαμε, ακόμα μίλαγα εγώ, γιατί ήταν ζεστό το τραύμα. Ήταν, λοιπόν, μία - μιλάγαν όλοι αγγλικά. Ήταν, λοιπόν, μία αδελφή από την Αφρική, μαύρη, καλόγρια, καθολικιά από το ντύσιμό της. Της φώναξα, λοιπόν, και της είπα: «Παρακαλώ, πες στον γιατρό -αγγλικά- να κοιτάξει τους τραυματίες, δηλαδή είμαι εγώ, είναι ο άλλος δίπλα μου, εγώ», που είμαστε χειρότερα τραυματισμένοι, «και να κάνει κάτι, γιατί θα αρχίσουμε να πονάμε σε λίγο». Πάει αυτή, κάτι του λέει, δείχνει ο γιατρός, λέει: «Ποιος είναι;», λέει, «ο καπετάνιος;». Έδειξε εμένα. Και από ό,τι έπιασα, είναι σαν να της είπε: «Άσ’ τον να πεθάνει, γιατί στα χάλια που είναι δεν έχει μέλλον». Αυτή με είδε ότι εγώ, το κατάλαβε ότι το άκουσα και έρχεται κοντά μου και μου λέει: «Μην σε νοιάζει», μου λέει, «θα πάνε όλα καλά». Της λέω: «Σε παρακαλώ, δεν θέλω να πεθάνω, να πούμε». Εκείνη την ώρα ακούμε ένα αεροπλάνο από πάνω, περνάει, τον ίδιο θόρυβο που είχα ακούσει, όταν ήμουν ξαπλωμένος στο γραφείο με τους χάρτες και αρχίζαν οι εκρήξεις. Με το που περνάει το αεροπλάνο, πέφτει επάνω μου αυτή. Με τις εκρήξεις που γίνανε, οι σοβάδες από το ταβάνι πέφτανε απάνω μας. Μου λέει αγγλικά: «Αν είναι να πεθάνουμε, θα πεθάνουμε μαζί», μου λέει, «μην φοβάσαι». Αυτό μου ζέστανε την ψυχή μου, γιατί ήμουνα ολομόναχος. Θυμόμουνα, ξέρω ‘γώ, τον πατέρα μου και τη μάνα μου στην κατοχή που πέφταν απάνω μου, όταν γινόταν βομβαρδισμός, για να με γλυτώσουν. Έτσι πιστεύαν οι άνθρωποι. Εν πάση περιπτώσει, ακούω τον γιατρό και άρχισε να βρίζει άγρια ελληνικά. Της λέω της αδερφής: «Μιλάει ελληνικά αυτός;», «Έλληνες είναι», μου λέει, «Ελληνοκύπριοι», μου λέει. «Πες το, ρε κοπέλα μου, δηλαδή Ελληνοκύπριοι είστε εδώ μέσα;». Λέω, λοιπόν, στο πλήρωμα: «Τα ελληνικά ονόματα δώστε. Τουλάχιστον αν πεθάνουμε εδώ, να πεθάνουμε σαν Έλληνες». Να μην πεθάνουμε, καπετάν Βασίλης; Ποιος θα με αναγνώριζε μετά; Με χειρούργησε, λοιπόν, αυτός ο γιατρός. Με χειρουργούσε πέντε ώρες. Έχω εδώ πέρα ένα σημάδι στο πόδι. Μου λέει: «Θα σε πονέσω», μου λέει, «λίγο. Θα σου βάλω έναν σωλήνα με ορό στο πόδι. Αλλά το αεροπλάνο κατέστρεψε τα εργαλεία μέσα με την έκρηξη που έγινε και δεν μπορώ να βρω… Και πρέπει να το κόψω», μου λέει, «το πόδι σου με ξυραφάκι από αυτά που ξυριζόμαστε. Θα σε πονέσω», μου λέει, «και με μια τσιμπίδα να τραβήξω όλη τη φλέβα, για να σου βάλω μέσα τον ορό». Είχαν αρχίσει οι πόνοι όμως τότε, δυσβάσταχτοι πόνοι, του λέω: «Εδώ πέρα χάνομαι…». Ούτε κατάλαβα το ξυράφι, τίποτα. Το λέω αυτό, για να σας δείξω πόσο άγρια ήταν τα πράγματα, γιατί οι Τούρκοι βομβάρδιζαν πλέον και την ξηρά. Κάψαν ανθρώπους, με βόμβες ναπάλμ χτύπησαν νοσοκομεία, ενώ υπάρχει η διεθνής νομοθεσία που λέει τι γίνεται στον πόλεμο, για να είναι πιο, εντός εισαγωγικών, «ευπρεπής» ο πόλεμος. Πόλεμος και ευπρέπεια βέβαια δεν γίνεται. Αλλά εν πάση περιπτώσει, υπάρχει αυτή η συνθήκη της Γενεύης. Εν πάση περιπτώσει, αφού με χειρουργήσαν, μου λέει η αδερφή, τέλος πάντων φόραγα ένα δαχτυλίδι κι έναν σταυρό και το ρολόι, «Θα σου τα πάρω», μου λέει, «αυτά. Θα σε πάει τώρα στο χειρουργείο να σε χειραγωγήσουν». Πήγα στο χειρουργείο. Ο γιατρός προσπαθούσε, πέντε ώρες με χειρουργούσε απ' ό, τι έμαθα αργότερα, πολύ αργότερα. Ανδρέας Δημητριάδης λεγόταν ο γιατρός. Μετά, με παίρνουν την άλλη μέρα, με πηγαίνουν στο νοσοκομείο στη Λευκωσία κι εκεί οι Τουρκοκύπριοι χτυπάγανε κι εκεί πέφτανε σοβάδες. Τέλος πάντων, εκεί εγώ πια ήμουνα μεταξύ κώματος και ξύπνιου και κάποια στιγμή ήρθε - δηλαδή Σάββατο μας χτύπησαν, Κυριακή με πήγαν στη Λευκωσία, Δευτέρα πρωί, με ξύπνησε αυτή η αδελφή που ήρθε να μου φέρει το ρολόι, τον σταυρό και το δαχτυλίδι. Λέω: «Πού; Πώς ήρθες;», «Πέρασα», μου λέει, «μέσα», από εμπόλεμες ζώνες πέρασε. Δεν ήθελε να πιστεύω, επειδή είναι μαύρη, ότι ήταν κλέφτρα. Με εντυπωσίασε πολύ αυτή η γυναίκα! Με φίλησε, θυμάμαι, στο μέτωπο, έκανε τον σταυρό της και μου λέει: «Σου εύχομαι να ζήσεις. Θα γυρίσω πίσω», μου λέει, «γιατί με χρειάζονται». Και γύρισε πίσω στην Πεντάγια. Αν γύρισε. Μετά, οι Τούρκοι… Στο διπλανό δωμάτιο ήταν ο Τούρκος αεροπόρος, ο οποίος τη νύχτα πέθανε. Την άλλη μέρα ήρθαν οι Τούρκοι επίσημα και τον πήρανε με τελετές, κλπ., γιατί ήταν εκεί η Τουρκική Δύναμις Κύπρου σύμφωνα με τις συμφωνίες. Η Τουρκική Δημοκρατία, ξέχασα να σας πω ότι κάθε μια εγγυήτρια δύναμη είχε εκεί συμβολικά στρατό. Χίλια άτομα η Τουρκία, που λέγεται ΤΟΥΡΔΥΚ, Τουρκική Δύναμις Κύπρου. Η Ελλάδα είναι η ΕΛΔΥΚ, Ελληνική Δύναμις Κύπρου με άλλα χίλια άτομα, αλλά οι Εγγλέζοι έχουν τις βάσεις τους, οπότε δεν χρειαζότανε να έχουνε. Η ΤΟΥΡΔΥΚ, λοιπόν, που ήταν εκεί επίσημα, πήρε το πτώμα και ήρθε η τουρκική αεροπορία. Προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο, μουσική έπαιζε, τιμές, κλπ. Του έχουνε κάνει μνημεία και τον πήρανε. Εμάς το βράδυ της Δευτέρας, 23:00 η ώρα, μας βάλανε τη νύχτα μέσα σε ένα νοσοκομειακό, μας πήγαν στο αεροδρόμιο και με της British Airways το αεροπλάνο, της "BA" λεγόταν τότε, μας φέραν στην Αθήνα. Το αεροπλάνο πήγε μέχρι την Αίγυπτο. Κάναμε ώρες να φτάσουμε, γιατί είχε πει η Τουρκία ότι: «Όποιος πάρει το πλήρωμα, μάθουμε ότι… Θα κατεβάσουμε το αεροπλάνο στην Τουρκία», για να μας συλλάβουν. Και το είπε ο πιλότος, ο Εγγλέζος. Εν πάση περιπτώσει, μας φέραν εδώ, κατέβηκαν οι επιβάτες, εγώ ήμουνα σε φορείο, πήγε πιο πέρα το αεροπλάνο, έβγαλε το πλήρωμα, που ήταν με πιτζάμες το πλήρωμα. Είχε μπει στο αεροπλάνο με πιτζάμες. Και μας πήγανε, αυτούς τους πήγανε στο Ναυτικό Νοσοκομείο της Αθήνας που είναι στο Μαράσλειο κι εμένα με πήγανε και με έκρυψαν στο Ναυτικό Νοσοκομείο του Πειραιά με μία νοσοκόμα κι έναν ναύτη φρουρό. Αυτό δεν λειτουργούσε στη Ζέα. Το χέρι μου ήτανε χειρουργημένο μέσα σε γύψο, απάνω είχε καρφιτσώσει ο Δημητριάδης, τι ακριβώς είχε κάνει και λειτουργούσε υπό την έννοια ότι ήταν ζεστό. Εκεί οι γονείς μου επέμεναν στο Ναυτικό να με πάρουν να με πάνε στον Ευαγγελισμό. «Όχι, όχι, είναι απόρρητο. Εμείς! Μην σας νοιάζει!», κλπ. Δεν ήρθε κανείς να με δει. Και την Τρίτη, Τετάρτη, προς Τετάρτη βράδυ, άρχισε να μυρίζει το δωμάτιο. Μύριζε σαν ψοφίμι. Την Πέμπτη το πρωί ήταν πολύ άσχημα και κοιτάζω το τελευταίο δάχτυλο. Ήταν μπλε. Τότε με πή[01:10:00]ραν αμέσως. Είχα πάθει γάγγραινα. Δεν ήρθε κανείς να ανοίξει τον γύψο. Με πάνε στο νοσοκομείο των Αθηνών κατευθείαν στο χειρουργείο. Προσπαθήσαν εν πάση περιπτώσει εκεί. Προσπαθούσαν μέχρι τη Δευτέρα. Δευτέρα πρωί μου λέει η μάνα μου: «Ξέρεις, θα σου χειρουργήσουν το δάχτυλο, αυτό το μπλε». Εγώ ψέλλιζα, ήμουν ουσιαστικά δηλαδή, λίγα λόγια έλεγα, αλλά θυμάμαι που της είπα: «Μην με κοροϊδεύεις», της λέω, «θα το κόψουν το χέρι, διότι έτσι γίνεται πάντα. Το κόβουνε πάνω από το σημείο που έχει εμφανιστεί η γάγγραινα, γιατί αν δεν το κόψουνε και μπει η γάγγραινα μέσα, έχεις πεθάνει». Εν πάση περιπτώσει, τα συναισθήματα τα οποία είχα ήτανε τρομακτικά. Εν τω μεταξύ, ήρθε το πλήρωμα, ήρθαν τρεις από το πλήρωμα, κι αυτό είναι πολύ συγκινητικό, με τον επικεφαλής του πυροβόλου, τον Κοφινά, και μου φέρανε κάποια λουλούδια, αγριολούλουδα, διότι τα ‘χαν μαζέψει από τον Υμηττό τη νύχτα που βγήκαν κρυφά, γιατί δεν είχαν λεφτά να μου ψωνίσουν. «Μας πάνε», μου λέει, «τώρα στον ναύσταθμο, οπότε δεν θα σε ξαναδούμε ποτέ και σε ευχαριστούμε που μας έσωσες. Και πάρε αυτά τα λουλούδια». Πρέπει να τα ‘χατε κρατήσει. Εκεί, στο νοσοκομείο ήταν άγρια τα πράγματα, αλλά εγώ είχα αποφασίσει να μην αντιληφθεί κανείς ποτέ τα συναισθήματά μου, διότι δεν ήθελα κανείς να μου δείξει οίκτο. Γιατί όπως θα έχετε προσέξει, αν το έχετε προσέξει, γιατί μπορεί μην να το έχετε δει, στην Ελλάδα τώρα που είναι, στην Αθήνα παντού, που είναι γεμάτοι οι δρόμοι με αυτοκίνητα υπάρχουν και κάποιες ράμπες, που είναι για τα καροτσάκια, τα μωρά, για τους ανάπηρους. Εκεί παρκάρουν αυτοκίνητα, όμως. Άρα, λοιπόν, ένας ανάπηρος δεν μπορεί με το καροτσάκι να κυκλοφορήσει εύκολα. Αυτό γίνεται τώρα. Τα προηγούμενα χρόνια τους κρύβανε τους αναπήρους. Ήταν ντροπή για μια οικογένεια να έχει έναν ανάπηρο. Τα ήξερα εγώ αυτά και το μόνο που κάναν είναι να δείχνουν οίκτο στον ανάπηρο. Λύπη μεγάλη. Εγώ μετά από αυτά που έκανα, έχοντας πολεμήσει, λύπη από κανέναν δεν θέλω. Έρχεται η μάνα μου, λοιπόν, και μου λέει: «Παιδί μου, αυτά…», όταν το κόψανε, «Μην με αγγίζεις», της λέω, «Μάνα. Είμαι όπως ήμουνα». «Όχι, παιδί μου», μου λέει, «εμείς…». «Κανείς σας δεν θα με αγγίζει», της λέω. Πάω σπίτι, είχε μαζέψει ο πατέρας μου τις φωτογραφίες που ήμουνα με δυο χέρια. «Τι έκανες, ρε μπαμπά;», του λέω. «Όχι, όχι», μου λέει, «Σε παρακαλώ, άσε τις φωτογραφίες εκεί που… Στη θέση τους». Έτσι συνέχισα τη ζωή μου και εν συνεχεία ο…
Ενότητα 6
Η διαχείριση του γεγονότος από το ελληνικό κράτος, το νέο ξεκίνημα, η εργασία στην "HELMEPA"
01:12:44 - 01:23:34
Εν τω μεταξύ μου λέει το Ναυτικό ότι: «Κοίταξε, θα πας Αμερική να βάλεις ψεύτικο χέρι, αλλά δεν μας ξέρεις και δεν σε ξέρουμε όσον αφορά την Κύπρο. Δεν θα έρθεις σε επαφή με το πλήρωμα. Έχουν φύγει όλοι, έχουν διασκορπιστεί. Δεν υπήρξε ποτέ “Φαέθων”. Και δεν υπήρξες ποτέ σε πόλεμο». «Κι αν με ρωτήσουν», λέω, «για το χέρι;», «Σε έκρηξη». Μου λέει ο πατέρας μου, ο πατέρα μου ήταν δικηγόρος, αλλά δούλευε στην Τράπεζα, στην Αθηνών, και η μάνα μου. Μου λέει…. Πήγαμε στην Αμερική, λοιπόν, μαζί με τον πατέρα μου, θυμάμαι. Και 28 Ιουνίου είναι τα γενέθλιά μου και μου έφερε ένα κουτί, που νόμιζα ότι ήταν σοκολατάκια. Του λέω: «Βρε μπαμπά, σοκολατάκια, μα τώρα;», «Άνοιξέ το», μου λέει. Το ανοίγω - το έχω πάνω - είναι ένα βυσσινί βιβλίο ενός καθηγητού του “MIT” της Βοστώνης, του Thomas, "Analytic Geometry and Calculus". «Τι είναι αυτό, ρε μπαμπά;», του λέω. Λέει: «Το μέλλον σου». «Ποιο μέλλον μου, ρε μπαμπά;», του λέω, «Πλάκα μου κάνεις; Μου φέρνεις στην αναλυτική γεωμετρία και ανάλυση μαθηματική, να το κάνω τι;». «Άκουσε», μου λέει, «παιδί μου, η ζωή του ανθρώπου είναι ένα βιβλίο, όταν γεννιέται, λευκό και κάθε μέρα γράφουμε από μία σελίδα. Εσύ έφτασες είκοσι εφτά χρονών, σήμερα τα κλείνεις τα είκοσι εφτά και τώρα οι σελίδες είναι άγραφες από 'δώ και πέρα. Ό,τι έγραψες, έγραψες. Ξέχασέ το. Δεν σου είπαν να τα ξεχάσεις; Ξέχασέ τα! Και ξεκίνα σαν να γεννήθηκες σήμερα». Δηλαδή σήμερα… «Σήμερα έφτασες σε αυτήν την ηλικία», σαν να γεννήθηκες, θέλει να μου πει, όπως είσαι, με ένα χέρι. «Τι θα κάνεις από 'δώ και πέρα στη ζωή σου; Το Ναυτικό θα σε πληρώνει, θα σε προάγει, αλλά δεν θα έχεις το Ναυτικό. Σου είπαν: "Δεν σε ξέρουμε". Θα παίρνεις τον μισθό σου, θα παίρνεις του βαθμούς σου, αλλά τι θα είσαι; Από είκοσι εφτά χρονών θα κάθεσαι; Κάτι πρέπει να κάνεις. Τι θα ήθελες να κάνεις; Εγώ, επειδή ασχολήθηκες με τεχνικά πράγματα, σου συνιστώ να πας στο Πολυτεχνείο». «Πώς θα πάω, ρε μπαμπά», του λέω, «στο Πολυτεχνείο; Εδώ δεν θυμάμαι, να πούμε, ούτε την προπαίδεια κι εσύ μου λες…». Τέλος πάντων, να μην το τραβάμε πολύ, ξεκίνησα να πάω στο Πολυτεχνείο, αλλά τότε μου απηγόρευσαν. Δηλαδή τι; Το Πολυτεχνείο, μου είπε ο πρύτανης ότι: «Δεν μπορούμε να σε πάρουμε, διότι απαγορεύει το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, γιατί είσαι εν ενεργεία αξιωματικός». Και τώρα η ταυτότητά μου είναι εν ενεργεία αξιωματικού. Άμα τη δείτε, είναι με στολή. «Μόνο αν επιτρέψει», λέει, «το Ναυτικό». Πήγα στον αρχηγό του Ναυτικού, λοιπόν, τον ναύαρχο Αυγέρη και του είπα: «Κύριε Αρχηγέ, θέλω να πάω στο Πολυτεχνείο», «Είσαι καλά;», μου λέει, «Στην ηλικία αυτή στο Πολυτεχνείο», «Ναι», του λέω. Λέει: «Θα πας στο Πολυτεχνείο;», λέω: «Μάλιστα». «Απαγορεύεται», μου λέει. Λέω: «Γιατί απαγορεύεται;». «Γιατί είσαι», μου λέει, «εν ενεργεία αξιωματικός και είναι παράνομο». Τότε δεν κρατήθηκα και του είπα: «Κύριε αρχηγέ, να σας κάνω μια ερώτηση», λέω, «με όλο το σεβασμό. Όταν πολέμαγα στην Κύπρο, ήταν νόμιμο ή παράνομο; Διότι η Ελλάδα δεν είχε πόλεμο. Οι Έλληνες εκείνη την ώρα ήταν στις παραλίες και κάναν μπάνιο, στις 8 Αυγούστου του ‘64. Κι εγώ ήμουν αιμόφυρτος χάμω. Και ο γιατρός έλεγε: “Άσ' τον να πεθάνει ήρεμος”. Ήταν νόμιμο αυτό ή παράνομο, κύριε Αρχηγέ;». «Καλά, καλά», μου λέει, «θα υπογράψω εγώ ένα χαρτί. Αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη». Τσιμπάω το χαρτί όπως ήμουν. Πάω στο Πολυτεχνείο και έκατσα πέντε χρόνια εκεί, σπούδασα. Στο μεταξύ, στην Αμερική όταν ήμουνα, ο ναυτικός ακόλουθος, ήταν η γιορτή του Κωνσταντίνου τον Μάιο και είχε κάνει μια δεξίωση στην Ουάσιγκτον και κάλεσε τον πατέρα μου κι εμένα να πάμε κι εμείς, μέναμε στη Φιλαδέλφεια. Πήγαμε. Είχε καλέσει, λοιπόν, εκεί τους Ναυτικούς ακολούθους των υπολοίπων πρεσβειών και με βάζουν να καθίσω σε μια ροτόντα με έναν επισμηναγό Τούρκο γεμάτο παράσημα. Εγώ φόραγα φυσικά σακάκι με το μανίκι στην τσέπη. Δεν φόραγα στολή. Αλλά με συνέστησαν ως υποπλοίαρχο του Ναυτικού. Σύμμαχοι είμαστε, έτσι; Η Τουρκία είναι στο ΝΑΤΟ. Λέω: «Αυτά τα παράσημα», λέω, «επειδή η Τουρκία δεν είχε πόλεμο ποτέ, πού τα πήρες;», του λέω. Λέει: «Ήμουνα ο ένας από τους πιλότους του σμήνους που βούλιαξε το κυπριακό καράβι πέρσι το καλοκαίρι». Λέω: «Ποιο καράβι;», του λέω εγώ. «Καλά», λέει, «δεν πήρες χαμπάρι; Ολόκληρη μάχη έγινε. Ένα περιπολικό είχαν οι Κύπριοι εκεί και το χτυπήσαμε». Αυτός με χτύπησε εμένα δηλαδή. «Δεν έχω μάθει», του λέω, «τίποτα». Λέει: «Στο χέρι», μου λέει, «πώς;», λέω: «Μια έκρηξη στον ναύσταθμο», «Έκρηξη; Δεν άκουσα τίποτα». Κι άρχισε να γελάει. Όταν γέλασε αυτός, γέλασα κι εγώ. Και κάτσαμε όλο το βράδυ τώρα, οι δυο μας, μην λέγοντας τίποτα φυσικά ούτε αυτός ούτε εγώ. Και με ρωτάγανε μετά οι άλλοι αξιωματικοί: «Πώς το άντεξες;». Πήγα να τους πω: «Πώς αντέχω να είμαι στην Ελλάδα με αυτά που γίνανε; Όχι τον Τούρκο». Ο Τούρκος τη δουλειά του έκανε, έτσι δεν είναι; Όταν μου λέει δηλαδή η πατρίδα μου: «Δεν σε ξέρουμε και δεν μας ξέρεις». Τέλος πάντων, τελείωσε το Πολυτεχνείο, πήγα να πάρω διαβατήριο, δεν μου δίνανε. Μετά βρήκα δουλειά στην Izola, πήγα στην Izola,. Εκεί μου είπαν ότι: «Έχετε μεγάλη πείρα, κύριε Μητσάτσο, αλλά ο μισθός σας θα είναι του νεαρού μηχανολόγου, του… Είκοσι δύο χρονών». Εγώ ήμουν τριάντα τριών. «Δεν πειράζει», λέω, «Εντάξει». Αλλά αφοσιώθηκα σε αυτές τις δουλειές, γιατί μου άρεσε πάντα. Δεν ήθελα ποτέ να μου κάνουν παρατήρηση. Ιδιαίτερα δε έχοντας πολεμήσει, έχοντας έξι νεκρούς και έναν τον Κύπριο, εφτά, στη συνείδησή μου, δεν ήθελα κανείς ποτέ να με προσβάλει. Το θεωρούσα δηλαδή ότι ήταν σαν να προσέβαλαν και τη μνήμη αυτών των ανθρώπων, γιατί αυτοί πολέμησαν κάτω από εμένα. Ήμουνα, λοιπόν… Ούτε ο τελευταίος τεχνίτης δεν ήταν όπως ήμουν εγώ. Αλλά αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση, καλή εντύπωση και έβγαλα ένα πολύ ωραίο όνομα στην - τη λένε - πιάτσα. Αλλά εγώ πάντα ήμουν ένας αξιωματικός του Ναυτικού μέσα μου, όπως και τώρα που σας μιλάω. Και κάποια μέρα δούλευα στα ναυπηγεία, εκπροσωπούσα τη ναυπηγική βιομηχανία στο εξωτερικό. Ήμουνα στο Διοικητικό Συμβούλιο στα Ναυπηγεία Ελευσίνος και από εκεί ο Λιβανός, ο εφοπλιστής, άκουσε ότι υπάρχει κάποιος ο οποίος δεν φοβάται και μιλάει ελεύθερα. Ήθελε κάποιον που να μην έχει σχέση με κόμματα, για να φτιάξει έναν οργανισμό μαζί με τους ναυτικούς. Τώρα, πλοιοκτήτες και ναυτικοί παρέα; Τέλος πάντων. Που θα ήταν για την προστασία των θαλασσών από τη ρύπανση των πλοίων. Και μου ζήτησε να αναλάβω να το φτιάξω εγώ. «Τι είναι αυτό το πράγμα;», είπα. Λέει: «Είναι η Ελληνική Ένωση Προστασίας Θαλάσσιου Περιβάλλοντος ή, από τα αγγλικά, “HELMEPA”, "Hellenic Marine Environment Protection Association"». Λέω: «Πλάκα μου κάνετε;», όταν με ρώτησαν. «Όχι», λέει. [01:20:00]Είδα και τον Λιβανό, αλλά ο Λιβανός ήταν Αμερικανός. Όπως η Αμερικανίδα προηγουμένως, δεν ντράπηκε να σας σερβίρει, και ο Λιβανός το ίδιο έκανε. Έχουν άλλη νοοτροπία οι Αμερικανοί, είναι πιο απλοί, είναι τελείως πιο απλοί. Μου λέει: «Δεν με εμπιστεύεσαι;», λέω: «Προσωπικά, κύριε Λιβανέ, εσάς φυσικά σας εμπιστεύομαι, αλλά ξέρω τους συναδέλφους σας από τα ναυπηγεία. Ξέρω τους ναυτικούς. Είναι δυνατόν ποτέ, εσείς με τα λεφτά και οι ναυτικοί που είναι οι εργαζόμενοι να σώσετε τις θάλασσες από τη ρύπανση τη δικιά σας; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα». «Γίνονται», μου λέει, «φτάνει ο άνθρωπος να πειστεί». «Και ποιος θα τους πείσει;». Λέει: «Εσύ». «Εγώ; Εγώ», του λέω, «αν τολμήσω να τα πω αυτά, η Ένωση Εφοπλιστών θα με βάλει στη μηχανή του κιμά. Την έχετε δει», λέω, «ποτέ; Μητσάτσο και θα βγω λουκάνικο από την άλλη μπάντα». «Μαζί», μου λέει, «θα μπούμε». Τέλος πάντων, έκατσα για οχτώ μήνες δοκιμαστικά, αλλά μετά μού άρεσε πολύ ο Λιβανός. Και προσπάθησα να φτιάξω έναν οργανισμό που να διαφέρει από την πραγματικότητα την ελληνική, δηλαδή να τον λαμβάνουν υπόψη τους στο εξωτερικό, να τηρεί αυτά που λέει. Και γι’ αυτό συνεργάστηκα με την αμερικανική ακτοφυλακή, με τη σοβιετική ακτοφυλακή, με τις ευρωπαϊκές, αυτοί που ελέγχουν τα πλοία, ώστε τα πλοία, που ήταν μέλη της "HELMEPA" και πέρναγαν από σεμινάρια οι αξιωματικοί, κλπ., να βλέπαν οι ίδιοι ότι διαφέρουν. Δηλαδή ότι οι άνθρωποι το είχαν πιστέψει. Δηλαδή έλεγα στους αξιωματικούς αυτούς, πήγαινα και μίλαγα εγώ στα σεμινάρια που κάναμε, που ήταν εθελοντικά: «Ρε παιδιά, οι εφοπλιστές έχουν πολλά λεφτά. Εσείς παίρνετε τον μισθό σας. Κι εγώ τον μισθό μου παίρνω στην “HELMEPA”. Αλλά ελάτε να σας εξηγήσω τι συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Όταν λέτε ότι πετάτε τα πετρέλαια, που τα πέταγα εγώ στο Πολεμικό Ναυτικό, κάτω από τη θάλασσα υπάρχει ένας κόσμος από τον οποίο εξαρτόμαστε», που δεν το ήξερα, τα διάβασα μετά, «οπότε καταστρέφουμε την ίδια μας τη ζωή». Ο άλλος, λοιπόν, όταν του το λες αυτό και του το εξηγείς με αυτόν τον τρόπο, το δέχεται και πάει να το εφαρμόσει στα καράβια. Και αυτό το βλέπουν οι ξένοι. Οι ξένοι είναι πάρα πολύ προηγμένοι στην προστασία του περιβάλλοντος. Εδώ εμείς… Εσείς γνωρίζετε καλύτερα από μένα, είστε νέα κοπέλα, περιφέρεστε πιο πολύ, εννοώ στην κοινωνία, από ό,τι εγώ. Αυτό όμως το δέχτηκαν οι παλαιοί πλοιοκτήτες. Αυτοί όμως κάποια μέρα φύγανε και πήρανε τα παιδιά τους τις εταιρείες. Τα παιδιά έχουν άλλη νοοτροπία και κάποια μέρα μού είπαν πριν από δύο χρόνια: «Παραιτήσου, γιατί θέλουμε να φτιάξουμε μια καινούργια “HELMEPA”, με την οποία εγώ διαφωνώ». Αλλά η ζωή τα έχει αυτά και αυτά όλα σας τα είπα μήπως αυτοί που θα τα διαβάσουν ή θα τα ακούσουν κάποια μέρα, να ξέρουν όλοι ότι ανά πάσα στιγμή κάποιος μπορεί να γίνει ανάπηρος. Δεν έχει σημασία το πώς. Μπορεί να γίνει, μπορεί να συμβεί κάτι. Να μην φοβούνται, να σηκώσουν το κεφάλι και να απαιτήσουν. Να μην φοβούνται οι νέοι άνθρωποι. Κι αν πάθουν και κάποια ζημιά, να ξέρουν ότι η ζωή τους ανήκει και σ' εκείνους. Δηλαδή η κάθε κυρία και ο κάθε κύριος που παρκάρει στη ράμπα, για μένα είναι εγκληματίας. Ή τους βλέπω στον «Βασιλόπουλο», παρκάρουν εκεί που λέει: «Ανάπηρος». Και τη βλέπεις και βγαίνει η άλλη με το παιδάκι. Τι μαθαίνεις σ’ αυτό το παιδάκι; Ελπίζω ότι κάποια μέρα αυτά θα αλλάξουν, ώστε να δικαιούνται οι Έλληνες να λέγονται Ευρωπαίοι. Συγγνώμη που το λέω έτσι χοντρά, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα.
Τι σας έλεγε το πλήρωμα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού;
Από Ελλάδα - Κύπρο; Από την ώρα που μείναμε ακυβέρνητοι, από εκεί άρχισαν οι ερωτήσεις: «Θα την βρούμε την Κύπρο;», «Θα φτάσουμε στην Κύπρο;». Έβλεπες δηλαδή την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα του καθενός που ρώταγε. Κι εμένα η δική μου η δουλειά ήτανε να τους διαβεβαιώνω ότι… Γιατί βλέπαν και τα νερά που μπαίναν μέσα. Σκοτάδι, θάλασσα, κουνούσε. Άλλοι κάνανε εμετό, άλλοι είχαν πέσει χάμω. Εν τω μεταξύ δεν γνωριζόντουσαν μεταξύ τους, γιατί τους είχαν πάρει από διαφορετικές υπηρεσίες. Και στο καράβι είχανε κάτσει μόνο ώρες ή δύο μέρες, ξέρω ‘γώ, το πολύ. Δεν υπήρχε δηλαδή ενιαίο πνεύμα. Οπότε ο καθένας έκανε μια ερώτηση ανάλογα με τον φόβο του. Και εγώ που ήμουν ο δέκτης των ερωτήσεων έπρεπε στον καθένα να δίνω μια ανάλογη απάντηση με τις δυνατότητες που είχε να την καταλάβει και να την αποδεχτεί. Αυτό κράτησε αρκετά, μέχρι την ώρα που είδαμε το Φανάρι της Πάφου και ανοίξαμε τη μπουκάλα με το ουίσκι.
Δηλαδή; Θυμάστε ένα παράδειγμα;
Παράδειγμα συγκεκριμένο όχι, γιατί όποιος πέρναγε απ’ τη γέφυρα του καραβιού και τύχαινε να με βλέπει, λέει: «Καπετάνιε, τι έγινε; Θα την βρούμε την Κύπρο;», σε αυτό το στυλ. Και καθόμουν τώρα εγώ και εξηγούσα στον καθένα ή έκανα τον αδιάφορο. Κυρίως όμως το βάρος το είχε περισσότερο και ο φίλος μου που ήταν ο δεύτερος μετά από εμένα και ο οποίος λόγω του ότι ήταν του Εμπορικού Ναυτικού ήταν πιο πολύ, όχι ήταν πιο πολύ, ήταν πολίτης. Τη θητεία του έκανε. Εγώ δεν ήμουν πολίτης. Εγώ είχα πάει από μικρός και το ύφος μου δεν άλλαζε. Πώς να το πω; Είναι δύσκολο, όταν έχεις συνηθίσει σε μία νοοτροπία και σε έναν τρόπο συμπεριφοράς, αυτόν δεν μπορείς εύκολα να τον αλλάξεις. Δεν μπορούσα εγώ να γίνω Εμποροκαπετάνιος τώρα, επειδή διέταξε το Ναυτικό! Αυτά είναι τρελά πράγματα. Ούτε είχα διδαχθεί κατασκοπευτικό ρόλο ποτέ στη ζωή μου. Οπότε αυτό που ζητάτε, για παράδειγμα, είναι εγώ ο ίδιος τι ένιωθα. Εγώ ένιωθα πάρα πολύ άβολα. Ένιωθα ότι - πώς να το πούμε; - οι άνθρωποι μέσα στο καράβι θα λέγανε: «Αυτός δεν ξέρει τι του γίνεται. Πώς μας άφησε να μπούμε εδώ πέρα μέσα; Εδώ μπάζουμε νερά. Δεν υπάρχει ρεύμα, δεν υπάρχει φαΐ, δεν υπάρχει ψυγείο, δεν υπάρχει κουζίνα! Πού πάμε δηλαδή; Πού μας πάει; Θα μας πνίξει!». Αυτό το «Θα μας πνίξει» εγώ προσπαθούσα να καταπολεμήσω με τον τρόπο μου. Οπότε μεγαλύτερο παράδειγμα απ’ αυτό δεν υπάρχει. Έγινε αυτό μετά βέβαια. Φυσικά, πρόσεξα πάρα πολύ τη συμπεριφορά μου απέναντί τους. Να τρώνε ελεύθερα ό,τι θέλουν. Έξω να βγουν, να πάνε πού; Δεν θέλαν κιόλας να βγούνε. Αλλά ο τρόπος ήταν… Προσπάθησα να διατηρήσω ένα πνεύμα φιλικής παρέας, στην οποία βέβαια υπάρχουν κάποιοι κανόνες. Αλλά οι κανόνες αυτοί είναι τι; Ότι: «Παιδιά, μέχρι ενός ορίου, να μην το διαλύσουμε κιόλας», αυτό το στυλ. Δύσκολη δουλειά ήταν πολύ. Ένα παράδειγμα, όμως, που θυμάμαι, που ξέχασα να σας το πω, μες στη θάλασσα, όπως ήμουνα ανάσκελα και πέφταν οι σφαίρες γύρω από πάνω από την προβλήτα που πυροβολούσαν, ήτανε δύο ναύτες δίπλα, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, που ο ένας δεν ήξερε μπάνιο και ο άλλος που ήξερε φόραγε σωσίβιο. Και του έλεγε: «Βοήθα με!», αυτός που δεν είχε. Οπότε λέω σ’ αυτόν που φόραγε το σωσίβιο: «Βγάλ' το, ρε, το σωσίβιο και δώσ’ του το!», και λέει «Μάλιστα, κύριε κυβερνήτα». Να μου πει εμένα: «Μάλιστα» που ήμουνα πτώμα μες στη θάλασσα, σημαίνει ότι τον είχα κερδίσει σαν άνθρωπο. Αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα. Το λέω, μάλιστα, και στη Ναυτική Σχολή Πολέμου, που είναι ανώτεροι αξιωματικοί σπουδαστές. Τους λέω: «Δεν σας το λέω αυτό για να με χειροκροτήσετε, αλλά να το θυμάστε, ότι ο άνθρωπος από κάποια λεπτά σημεία κερδίζεται». Ένα λεπτό σημείο είναι, όταν πεινάει, να φάει. Όταν, λοιπόν, του λες: «Τέρμα, δεν έχει φαΐ τώρα. Τελειώσαμε», «Πώς τελειώσαμε; Με πας για θάνατο και δεν τρώω;». Γι’ αυτό τους άφησα: «Φάτε ό,τι θέλετε. Λίμπα όλα». Αυτά.
Ενότητα 8
Η επίσκεψη στα κατεχόμενα, το ετήσιο μνημόσυνο για τους πεσόντες και το αίσθημα της απέχθειας
01:27:56 - 01:38:33
Τι κάνατε, όταν πήγατε κρυφά στα κατεχόμενα;
Μου ζήτησε ένας σταθμός, ο «ΣΙΓΜΑ», της τηλεοράσεως και ραδιοφώνου της Κύπρου, να δώσω μία, υποτίθεται, συνέντευξη για το περιβάλλον στα κατεχόμενα. Το «υποτίθεται» ήταν γιατί ήθελαν να μου πάρουν μια συνέντευξη για, αυτό που κάνετε εσείς τώρα, δηλαδή να το κάνω εγώ εκεί που βγήκα αιμόφυρτος. Στο ίδιο ακριβώς σημείο. Εκεί έφαγα μιάμιση ώρα στον ήλιο και με πήγανε, ο σταθμός, και είπε στους Τούρκους ότι: «Να γυρίσουμε μια εκπομπή θέλουμε γύρω από το περιβάλλον. Και γι’ αυτό ανεβαίνουμε». Αλλά οι Τούρκοι ήξεραν, δεν ήξεραν, δεν έχω ιδέα, αλλά οι Τούρκοι είναι, πάντα τους λέμε βλάκες, είναι αρκετά έξυπνοι, διότι στο διαβατήριό μου δεν βάλαν σφραγίδα, ότι μπήκα στο βόρειο μέρος. Σ’ ένα χαρτάκι τη βάλανε, για να μην έχω προβλήματα, υποτίθεται, με την Ελλάδα μετά. Και εκεί πήγα και στην προβλήτα κοντά και όλα αυτά τα πράγματα και φάγαμε αρκετή ώρα μες στον ήλιο, καλοκαίρι. Και μου είπε ο Ανδρέου, έτσι λεγόταν ο δημοσιογράφος, ένας πολύ καλός δημοσιογράφος, μου είπε ότι: «Του χρόνου που θα»… Γιατί κάθε χρόνο κάνανε, από μια εποχή κι ύστερα, ετήσιο μνημόσυνο στα μνήματα των έξι νεκρών, που ήταν θαμμένοι στο - πώς λέγεται; - στο νεκροταφείο της Λευκωσίας, Κωνσταντίνου και Ελένης. Είχα πάει εγώ εκεί και ήταν σε ελεεινή κατάσταση και είπα στον - και θα σας στείλω και φωτογραφίες της κηδείας. Και είπα σε έναν παπά που ήταν εκεί, του λέω: «Δεν ντρέπεσαι; Αυτοί οι άνθρωποι 'χάσαν τη ζωή τους, για να είσαστε ελεύθεροι και εσύ τους έχεις έτσι;». «Εγώ δεν είμαι από εδώ», λέει, «εγώ είμαι από την Κατερίνη». Εξαίρετο παιδί. «Του χρόνου», μου λέει, «θα δεις εδώ μνήματα που δεν τα έχεις δει ποτέ σου. Θα έρθεις όμως στο μνημόσυνο», «Ζωντανός ή νεκρός», του λέω, «εδώ θα είμαι». Πράγματι, λοιπόν, κάθε χρόνο πήγαινα. [01:30:00]Είχε κατορθώσει να πείσει, έλεγε στα κόμματα: «Έχε υπόψη σου, ο αντίπαλός σου θα έρθει αύριο στο μνημόσυνο. Κοίτα μην δεν έρθεις;». Τακ, έτρεχαν όλοι. Μέχρι και ο Πρόεδρος Δημοκρατίας. Δηλαδή, το έκανε εθνικό μνημόσυνο και μπράβο του. Και τώρα έχει σπουδάσει, είναι νομικός στη Λευκωσία, ναι, ο Παναγιώτης. Εκεί, λοιπόν, που είχα πάει τότε, μου είχαν πάρει αυτήν τη συνέντευξη, αλλά μου πήραν και από την «Καθημερινή», η κόρη ενός συναδέλφου μου από το Ναυτικό. Πώς τη λέγανε; Αφροδίτη, νομίζω, Μαγγοπούλου. Και είχε στείλει εκεί πέρα, νομίζω ο κύριος Παπαχελάς είχε στείλει. Αλλά δεν έγραψε τίποτε η κάμερα. Μία ώρα μού πήραν συνέντευξη, δεν έγραψε τίποτα στη δεύτερη χρονιά. Στην πρώτη χρονιά μού πήρε ο «ΣΙΓΜΑ». Μου λέει ο Ανδρέου: «Του χρόνου», που δεν έγραψε η κάμερα, «θα το δεις», μου λέει, «θα το δείξουμε στις τηλεοράσεις, για να τιμήσουμε την ημέρα της μάχης». Πηγαίνω στις 8 Αυγούστου. «Τι γίνεται, ρε παιδιά; Πού είναι αυτό που είπε ο Ανδρέου;». Λέει: «Πέθανε ο Ανδρέου», «Πότε πέθανε ο Ανδρέου;», «Πριν από δύο μήνες», «Και πού είναι αυτό;», «Δεν βρήκαμε τίποτα». Τον επόμενο χρόνο πηγαίνω, μου λέει η Μαγγοπούλου: «Σας παρακαλώ, να σας πάρω μια συνέντευξη;», «Εντάξει», λέω. Καθίσαμε εκεί στα μνήματα. Γι’ αυτό λέω ότι ήταν πολύ καλά τα μνήματα. Και έλεγα, έλεγα, έλεγα. Αλλά εκεί, η λάμπα αναμμένη, κόκκινη. Μετά όταν γυρίσαμε πίσω, πέρασε καιρός, την παίρνω τηλέφωνο, της λέω: «Τι έγινε; Δεν βλέπω τίποτα», του λέω, «που θα παίζατε». «Δεν έγραψε τίποτα», μου λέει, «η κάμερα». Οπότε η γυναίκα μου λέει: «Την επόμενη φορά δεν πάμε, γιατί την επόμενη φορά μπορεί να χαθείς κι εσύ. Ξέρω ‘γώ;». Αν είναι συμπωτικά αυτά, συμπτώσεις, αλλά εκείνη για πλάκα το είπε, για καλαμπούρι. Έτσι ξέρω πώς έγινε η προβλήτα.
Πιο πριν δεν την είχατε επισκεφτεί την Κύπρο;
Όχι, δεν μπορούσα να πάω. Απαγορευόταν. Η δικτατορία δεν με άφηνε να πάω στην Κύπρο. Άλλο;
Εσείς, όταν την επισκεφθήκατε, πέρα από τη συνέντευξη που πήγατε να δώσετε, πώς νιώθατε;
Όχι, την πρώτη φορά που πήγα στην Κύπρο, νομίζω το 2000 ήτανε, αν δεν κάνω λάθος, εγώ πήγα στην Κύπρο για να φτιάξουμε την Κυπριακή Ένωση Προστασίας Θαλάσσιου Περιβάλλοντος. Έχω φτιάξει στο στυλ της "HELMEPA" με το ίδιο καταστατικό περίπου τις ενώσεις, "TURMEPA" στην Τουρκία, "BRITMEPA" στη Μεγάλη Βρετανία, "NARMEPA", North America στην Αμερική, "UKMEPA" στην Ουκρανία στην Οδησσό, "URUMEPA" στο Μοντεβιδέο στην Ουρουγουάη και "CYMEPA" στην Κύπρο. Αυτή ήταν η δεύτερη, η πρώτη ήταν η "BRITMEPA". Μετά ήταν η "CYMEPA" και πήγα στην Κύπρο. Και τότε πήγα και είδα τα μνήματα. Τότε, θα μου πείτε, πώς πήγα; Πήγα χωρίς να ζητήσω την άδεια κανενός. Πριν δεν ήμουνα Γενικός της "HELMEPA" και δεν μπορούσα... Δηλαδή, στα ναυπηγία, ήμουνα στο Διοικητικό Συμβούλιο στην Ελευσίνα δεν μπορούσα τώρα να δημιουργήσω πρόβλημα. Αλλά εδώ που ήμουνα ανεξάρτητος κατά κάποιον τρόπο, για να λογοδοτήσω σε Διοικητικό Συμβούλιο δεκατεσσάρων πλοιοκτητών και του εκπροσώπου των ναυτικών της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας, είπα: «Το πολύ, πολύ να με απολύσουν. Άλλο τι; Τι να μου κάνουνε;». Όταν είσαι όμως στο Διοικητικό Συμβούλιο μιας εταιρείας που ελέγχεται από το κράτος, θα σου πει: «Κάτσε, ρε φίλε. Μας εκθέτεις κι εμάς, γιατί είμαστε κυβέρνηση». Έπρεπε να πάρω, λοιπόν, άδεια από την κυβέρνηση. Δεν πήρα από κανέναν άδεια. Εν τω μεταξύ είχαμε μπει, ήμασταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εδώ κυκλοφορούμε τώρα με ταυτότητες. Οπότε δεν χρειάστηκε να δει κανείς, να πάρω άδεια. Διαβατήριο είχα, γιατί πρώτα δεν είχα διαβατήριο, τα παλιά χρόνια. Και όταν πήγα, αισθάνθηκα πολύ άσχημα υπό την έννοια ότι είχα φύγει από εκεί υπό συνθήκες άσχημες και δεν είχα πάει όλα αυτά τα χρόνια. Και αναζήτησα πού είναι θαμμένοι οι άνθρωποι και πήγα. Το χειρότερο, όμως, που αισθάνθηκα, που δεν σας το είπα, είναι πώς αισθάνθηκα, όταν με πήραν τηλέφωνο κάποιος από το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού και μου είπε ότι: «Φέρνουμε τα οστά των ανδρών του πληρώματός μας αύριο στην Ελλάδα με διαταγή του υπουργού Εθνικής Αμύνης, του Καμμένου». Αυτός το έβγαλε στην επιφάνεια και μιλάμε τώρα μαζί. Αν δεν ήταν ο Καμμένος, δεν θα μιλάγαμε τώρα, γιατί ήταν απόρρητο. Αυτός σταμάτησε το απόρρητο και μπράβο του. Εγώ δεν τον ήξερα κιόλας τον άνθρωπο. Μάλιστα, όταν με παρασημοφόρησε, του είπα: «Πλάκα μού κάνεις τώρα; Πας να πάρεις ψήφους τώρα εσύ», «Όχι, όχι», μου λέει. Εν πάση περιπτώσει, γιατί έγινε τελετή στην κυπριακή πρεσβεία. Με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε: «Αύριο έρχονται… Να πάτε», μου λέει, «με το C - 130 αύριο στην Κύπρο, αν θέλετε, που θα είναι και ο υπουργός, να παραλάβετε τα οστά των ανδρών του πληρώματός σας και να τα φέρετε στην Ελλάδα». Λέω: «Αύριο; Πόσες μέρες», λέω, «το ξέρετε;», λέει: «Γι’ αυτό σας πήραμε τώρα, γιατί είναι αύριο». Λέω: «Εσείς ξέρετε πού είμαι τώρα;», λέει: «Πού είσαστε;», «Στη Μελβούρνη», λέω, «είμαι, στην Αυστραλία. Πώς θα έρθω αύριο;». Τότε ένιωσα σιχαμάρα. Ρε φίλε, με παίρνεις τηλέφωνο την προηγουμένη, ρε ξεφτίλα; Ξεφτίλα. Ξεφτίλα. Πολλή ξεφτίλα. Με παίρνεις την προηγουμένη; Και πού ξέρεις εγώ πού είμαι; Μπορεί να είμαι και στο νοσοκομείο. Πάρε λίγες μέρες πριν και προειδοποίησέ με. Όχι, τίποτα. «Αύριο!». Αυτή είναι δυστυχώς ένα πολύ μεγάλο μέρος της μάστιγας της γραφειοκρατίας της Ελλάδος. Άλλο;
Πώς είναι να το έχετε ζήσει όλο αυτό και μέχρι πρότινος...
Μέχρι το 2016 κράτησε η σιωπή...
Να είναι κρυφό...
Αυτό το είπαν και οι δύο υπουργοί, ο υπουργός Εθνικής Αμύνης της Ελλάδας και της Κύπρου, όταν τιμήσαν το πλήρωμα και παρασημοφόρησαν εμένα στην πρεσβεία το '16, που είπαν ότι: «Σας ζητούμε συγνώμη για την υπομονή που κάνατε τόσα χρόνια». Κοιτάξτε, όταν αισθανθείς από κάποια στιγμή μια απέχθεια, μετά δεν σε ενοχλεί. Και η απέχθεια είναι λόγω αηδίας. Και η αηδία είναι όταν πήγαινα στους αρχηγούς του ναυτικού και τους έλεγα, κάθε φορά που αλλάζανε: «Φωνάξτε τους γονείς των νεκρών σε ένα κλειστό δωμάτιο. Πείτε τους: "Ευχαριστούμε πάρα πολύ για τη θυσία των παιδιών μας"», «Είναι απόρρητο!». Μα, τι θα πει «απόρρητο»; Ο άλλος έχασε το παιδί του! Όταν βλέπεις τέτοια πράγματα, για να κρατήσει ο άλλος τα γαλόνια του, από 'κεί και πέρα τι αισθάνεσαι; Εσείς τι αισθάνεστε που δεν φοράτε γαλόνια; Δεν αισθάνεστε μια αηδία, μια απέχθεια; Εάν το νιώθεις αυτό, μετά λες: «Άι σιχτίρ», να πούμε. Συγγνώμη για το «άι σιχτίρ». Με συγχωρείτε για το «άι σιχτίρ». Πειράζει που τα λέω έτσι; Έτσι ήθελε ο Λιβανός να πάω στη "HELMEPA". Αλλά τα νέα παιδιά δεν θέλανε να είμαι έτσι τώρα. «Τώρα θα λες ό, τι σου λέμε εμείς». Δεν γίνεται αυτό μ' εμένα. Βρήκανε μια κυρία τώρα εκεί πέρα. Δεν ξέρω τι κάνει. Δεν ασχολούμαι. Γιορτάζουν τα σαράντα χρόνια στις 13 Οκτωβρίου στο Ζάππειο και είχαν το θράσος να με καλέσουν. Και φυσικά εγώ απήντησα ότι: «Ευχαριστώ για την πρόσκληση, αλλά δεν πρόκειται να έρθω», αφού τα τριάντα οχτώ είμαι εγώ. Τι γιορτάζουν τα σαράντα; Μπορείτε να μου πείτε εσείς τι καταλαβαίνετε; Γιορτάζουν σαράντα χρόνια επιτυχούς λειτουργίας, που τα τριάντα οχτώ είμαι εγώ. Να πάω να κάνω τι; Έτσι να κάθομαι, όπως άλλοι τριακόσιοι, πεντακόσιοι, πόσοι είναι και να βλέπω τι; Να βλέπω τι δηλαδή; Δεν μπορώ να πάω. Εσείς θα πηγαίνατε; Μπράβο! Συγχαρητήρια! Γιατί κάποιοι μου λένε: «Πήγαινε», μου λέει, «δεν ξέρεις τι γίνεται». «Τι να γίνεται, ρε;», λέω. Αυτά είναι, κυρία Ρενάτα, τα κόλπα. Ωραία δεν είναι; Βαριά ιστορία, ε; Δύσπεπτη. Την πέρασα όμως. Με βλέπετε πολύ εξουθενωμένο από την πίεση της ιστορίας; Δηλαδή ερείπιο; Γιατί είμαι και ογδόντα πέντε χρονών. Δεν είμαι παιδάκι. Δεν νομίζω. Αυτό προσπαθώ το μήνυμα να δώσω, «Μην φοβάσαι, ρε παιδί μου, μην φοβάσαι. Ο φόβος θα σε κάνει να…». Βλέπω τους συνομήλικούς μου: «Γεράσαμε». «Κάτσε, ρε φίλε, δεν ήθελες να γεράσεις; Δεν θέλει αυτό το κοριτσάκι να γεράσει; Όλοι θέλουν να γεράσουνε. Γέρασες, λοιπόν. Πρέπει να είσαι ευτυχής που γέρασες». «Όχι», λέει. Φαίνεται, είμαι από άλλο ανέκδοτο. Στην υγειά σας.
Φωτογραφίες

Άγημα
Πίσω και αριστερά βρίσκεται ο Δ.Μητσάτσος.

Τα δύο πλοία, «Φαέθων» κ ...

Ώρα μάχης

Ώρα μάχης
Η ακταιώρος «Φαέθων» ανατινάζεται.

Μεατφορά τραυματία
Ο τραυματίας που μεταφέρεται είναι ο Δ.Μητ ...

Η προβλήτα (1)

Η δημοσίευση στο LIFE magazine.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η ελληνική κυβέρνηση έστειλε στην Κύπρο τo 1964 απόρρητη πολεμική αποστολή και συγκεκριμένα δύο ακταιωρούς, τις «Αρίων» και «Φαέθων». Σε κακή κατάσταση και με ζημιές που δεν είχαν επισκευασθεί πλήρως, τα δύο πλοία αναχώρησαν για την Κύπρο. Διοικητής των δύο και καπετάνιος του ενός υπήρξε ο Δημήτρης Μητσάτσος, ο αφηγητής μας. Ο ίδιος ανακαλεί στη μνήμη του την αποστολή και αφηγείται υπό ποιες συνθήκες το πολεμικό πλοίο «Φαέθων» αναχώρησε από την Ελλάδα και πώς τελικά κατέληξε να καταστραφεί και να καεί από τους βομβαρδισμούς της διένεξης που ακολούθησε με τους Τουρκοκύπριους.
Αφηγητές/τριες
Δημήτρης Μητσάτσος
Ερευνητές/τριες
Ρενάτα Κώττη - Δόμπρετς
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
27/09/2022
Διάρκεια
98'
Σημειώσεις Συνέντευξης
1. Το podcast της ιστορίας με τίτλο «Δεν υπήρξε ποτέ "Φαέθων"» βραβεύτηκε στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης.
2. Oι φωτογραφίες έχουν τραβηχτεί από τον James "Jim" Pringle (AP/Photo) και έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό LIFE
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η ελληνική κυβέρνηση έστειλε στην Κύπρο τo 1964 απόρρητη πολεμική αποστολή και συγκεκριμένα δύο ακταιωρούς, τις «Αρίων» και «Φαέθων». Σε κακή κατάσταση και με ζημιές που δεν είχαν επισκευασθεί πλήρως, τα δύο πλοία αναχώρησαν για την Κύπρο. Διοικητής των δύο και καπετάνιος του ενός υπήρξε ο Δημήτρης Μητσάτσος, ο αφηγητής μας. Ο ίδιος ανακαλεί στη μνήμη του την αποστολή και αφηγείται υπό ποιες συνθήκες το πολεμικό πλοίο «Φαέθων» αναχώρησε από την Ελλάδα και πώς τελικά κατέληξε να καταστραφεί και να καεί από τους βομβαρδισμούς της διένεξης που ακολούθησε με τους Τουρκοκύπριους.
Αφηγητές/τριες
Δημήτρης Μητσάτσος
Ερευνητές/τριες
Ρενάτα Κώττη - Δόμπρετς
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
27/09/2022
Διάρκεια
98'
Σημειώσεις Συνέντευξης
1. Το podcast της ιστορίας με τίτλο «Δεν υπήρξε ποτέ "Φαέθων"» βραβεύτηκε στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης.
2. Oι φωτογραφίες έχουν τραβηχτεί από τον James "Jim" Pringle (AP/Photo) και έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό LIFE