«Να ανταλλάσσουμε μαντινάδες, να πιάνουμε ο ένας το χέρι του άλλου, να χορεύουμε!»
Ενότητα 1
Η μύηση στο τραγούδι και τον χορό και η ενασχόληση της νέας γενιάς με την παράδοση
00:00:00 - 00:15:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς λέγεστε; Είμαι η Ευγενία Τόλη-Δαμαβολίτη. Είμαι η Αριστούλα Τόλη για το Istorima. Είναι Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022. Είμαι με την Ευγε…εωρώ. Οι χοροί, τα βήματα, οι ρυθμοί ανά περιοχή της Ελλάδας, όπως τους γνωρίζω εγώ, έχουνε πολλά να μου πούνε για τον πολιτισμό του τόπου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Ο συρτός στον Κίσσαμο, η θέση της γυναίκας και ο παραδοσιακός κρητικός γάμος
00:15:53 - 00:35:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είχαμε μείνει στους ρυθμούς, στην ποικιλομορφία. Έχουνε να κάνουνε και εκφράζουνε, κατά τη γνώμη μου… Μπορεί να πέφτω και πολύ έξω, δεν το …ορέψουν, και μου λέγανε: «Μα δεν ήξερε αυτός να μας παίξει, δεν ήξερε! Δεν τα ’παιζε καλά». Αλλά προσπαθήσαμε να τους ικανοποιήσουμε όλους!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η διδασκαλία του παραδοσιακού κρητικού τραγουδιού και οι συνεργασίες με σπουδαίους μουσικούς
00:35:18 - 00:46:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλεις να πάμε λιγάκι στο κομμάτι το σημερινό και του τραγουδιού και τα σεμινάρια που κάνεις. Ό,τι θέλεις. Ναι, βεβαίως. Σεμινάρια. Να σου … κι η συντροφιά καλεί το. Χίλια καλωσορίσατε, αμάν, σιγά σιγά τα μάτια μου, με τρόπο τα σηκώνω και βλέπω την παρέα μου και την εκαμαρώνω».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Η μύηση στο τραγούδι και τον χορό και η ενασχόληση της νέας γενιάς με την παράδοση
00:00:00 - 00:15:53
[00:00:00]Πώς λέγεστε;
Είμαι η Ευγενία Τόλη-Δαμαβολίτη.
Είμαι η Αριστούλα Τόλη για το Istorima. Είναι Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022. Είμαι με την Ευγενία Τόλη στο Ηράκλειο Κρήτης και σήμερα θα μιλήσουμε για εσένα. Πες μας λίγα λόγια για τη ζωή σου.
Ωραία, λοιπόν, εγώ είμαι παντρεμένη εδώ στο Ηράκλειο. Έχω καταγωγή απ’ την πλευρά της μητέρας μου από τον Πλάτανο Κισσάμου, Δυτική Κρήτη, και απ’ τον πατέρα μου, Γεώργιο Τόλη, από το Κοτσανόπουλο Πρεβέζης. Ο πατέρας μου ήτανε ναυτικός και γι’ αυτόν τον λόγο μεγάλωσα στην Αθήνα, εκεί ήταν η βάση της οικογένειάς μας. Ωστόσο, σαν μοναχοπαίδι, και επειδή η μητέρα μου ήτανε μόνη στα ταξίδια κατά τη διάρκεια της απουσίας του πατέρα μου, μέχρι να πάω στο σχολείο –μέχρι περίπου, δηλαδή, πέντε ετών– το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου το περνάγαμε στο χωριό, στον Πλάτανο. Και από κει έχω τις περισσότερες παιδικές αναμνήσεις, παιδικές φωτογραφίες, τα πάντα εκεί. Mεγάλη επιρροή. Είχα, δηλαδή, σαν έντονη πατρική μορφή στα πρώτα χρόνια της ζωής μου και τον παππού μου, τον Στέφανο Ανδρονικάκη, απ’ την πλευρά της μαμάς. Αναθράφηκα, όμως, στην Αθήνα. Eκεί είχα πολύ έντονη δραστηριοποίηση στους συλλόγους τους τοπικούς των Κρητών κυρίως. Έκανα παρέες με Κρήτες, γλεντούσαμε με πολύ παραδοσιακό τρόπο. Kαι τα χρόνια της εφηβείας, ας πούμε, σμίγαμε και χορεύαμε και τραγουδούσαμε σε κρητικές μελωδίες. Με ενδιέφερε από πολύ-πολύ μικρή ο παραδοσιακός χορός, και από κει πήρα και πολλά ακούσματα της παραδοσιακής μουσικής της υπόλοιπης Ελλάδας. Η επιρροή της Ηπείρου ήταν, δυστυχώς, μικρή, γιατί ο πατέρας μου έλειπε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής μου. Έκανε υπερατλαντικά ταξίδια και έλειπε για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Σπούδασα στην Αγγλία τέσσερα χρόνια. Ασχολούμαι με τη φυσιολογία, αυτό ήτανε το αντικείμενο. Επέστρεψα στην Αθήνα. Δραστηριοποιήθηκα σε χορευτικά συγκροτήματα παραδοσιακών χορών στους Κουρήτες, στο Ελληνικό Κέντρο Λαογραφικών Μελετών και άλλα. Και το 2008 κατέβηκα, τελικά, στο Ηράκλειο της Κρήτης αφού είχα γνωρίσει τον τωρινό σύζυγό μου, και παντρευτήκαμε το 2009. Μετά τον γάμο, και αφού έκανα και το πρώτο μου παιδί, δραστηριοποιήθηκα στο κομμάτι του παραδοσιακού τραγουδιού, του παραδοσιακού κρητικού τραγουδιού, επίσημα. Γιατί ανεπίσημα τραγουδούσα πιο πριν σε παρέες και στους οικογενειακούς κύκλους. Ήτανε κάτι φυσιολογικό για την οικογένειά μας να το κάνουμε αυτό. Και ο παππούς μου τραγουδούσε και μητέρα μου, η αδερφή της, η γιαγιά μου. Γενικά, κάναμε έτσι γλεντάκια μεταξύ μας, πριν αποκτήσουμε κασετόφωνα. Ασχολήθηκα, λοιπόν, επίσημα με το παραδοσιακό τραγούδι, αφού με ανακάλυψε ο Γιάννης ο Παξιμαδάκης που παίζει μπουλγαρί και μπουζούκι και άλλα όργανα εδώ στο Ηράκλειο. Και με ώθησε, ας πούμε, να βγω δημόσια να τραγουδήσω. Στη συνέχεια, έκανα μία συνεργασία με τον Ross Daly. Και από κει και πέρα άρχισα να εμφανίζομαι λίγο πιο τακτικά. Όσο επέτρεπαν, όμως, και οι συνθήκες της οικογένειας. Γιατί από τότε έχω αποκτήσει τρία παιδιά το σύνολο και οι υποχρεώσεις είναι πολλές. Δε νομίζω πως έχω, ουσιαστικά, ποτέ ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι. Δε νιώθω επαγγελματίας, δηλαδή. Δε νομίζω πως είμαι τραγουδίστρια, και το δηλώνω με κάθε ευκαιρία αυτό.
Παρ’ όλ’ αυτά, έχεις κάνει μία δισκογραφική δουλειά.
Έχω κάνει την πρώτη δισκογραφική δουλειά με τον Γιάννη Παξιμαδάκη, που ονομάστηκε «Μπουλγαρί». Θέλαμε να αναβιώσουμε, ας πούμε, την ομορφιά του οργάνου και της απλής ζυγιάς, της απλής μουσικής ζυγιάς. Και εκεί ο Γιάννης παίζει μπουλγαρί και εγώ τραγουδάω. Μόνο αυτό, τίποτα άλλο. Πολύ απλά και λιτά. Είπαμε παλιά παραδοσιακά και αγαπημένα μας τραγούδια, χωρίς πρόβες. Εγώ τότε ήμουνα έγκυος στο δεύτερό μου παιδί. Συναντιόμασταν στο στούντιο και λέγαμε: «Τι θέλεις να παίξουμε», μου έλεγε ο Γιάννης, «σήμερα;». Έλεγα: «Αυτό». Και μπαίναμε στο στούντιο και το γράφαμε. Έτσι, τελείως φυσικά!
Prima Vista;
Ναι, ναι, κατευθείαν. Ήταν ένα παιχνίδι που κάναμε μεταξύ μας για να δούμε πώς ακούγεται. Σε πολύ φιλικό περιβάλλον. Μετά ο Γιάννης αποφάσισε ότι: «Ρε συ, Ευγενία, έχουμε μαζέψει μερικά τραγούδια που είναι πολύ ωραία, να τα εκδώσουμε!». Λέω: «Πολύ ευχαρίστως». Στη συνέχεια, στην προσπάθειά μου να μάθω περισσότερα τελικά για τη μουσική και το τραγούδι, γνώρισα τον κύριο Ross Daly σε σεμινάρια που πραγματοποιούσε ο ίδιος. Εκεί προέκυψε η συνεργασία μας και η δεύτερη δισκογραφική δουλειά, που είναι το «Όση χαρά έχουν τα πουλιά» σε συνθέσεις δικές του. Πάλι σε παραδοσιακά μοτίβα, είναι συρτά, είναι ταμπαχανιώτικου[00:05:00] τύπου, τέτοια τραγούδια. Και τώρα φέτος, εν καιρώ μάλλον πανδημίας, ολοκληρώσαμε με τον Γιάννη άλλη μία ηχογράφηση το «Μπουλγαρί 2». Και συνεργάστηκα και με τον κύριο Δημήτρη τον Πασπαράκη, που μου έδωσε δύο σκοπούς, ας πούμε, συρτά δικής του σύνθεσης να τραγουδήσω και να συμμετέχω σε μια δουλειά που ετοιμάζει τώρα, μετά από πολλά, πολλά χρόνια που έχει να βγάλει κάτι δημοσίως. Αυτά.
Σε σχέση με το τραγούδι, πώς μυήθηκες; Τι θυμάσαι απ’ όταν τραγουδούσατε μαζί με την οικογένειά σου και χορεύατε;
Θυμάμαι ότι ήτανε η πιο φυσική εξέλιξη και η έκφρασή μας στις κοινωνικές μας συνεστιάσεις. Είτε ήμασταν στο σπίτι και τύχαινε να είμαστε πολλοί άνθρωποι μαζί μαζεμένοι, οικογένεια καλοκαίρι ας πούμε, ή Πάσχα, περιόδους τέτοιες που σμίγαμε πολλοί άνθρωποι μαζί χωρίς συγκεκριμένη αιτία. Αφού θα καθόμαστε στο τραπέζι να φάμε, δεν υπήρχε περίπτωση ο παππούς να μην ξεκινήσει να πει τραγούδι της τάβλας. Και όλη η οικογένεια να ακολουθήσει μετά, γιατί έτσι είναι το εθιμοτυπικό. Στην Κίσσαμο, μετά από το τραγούδι της τάβλας, πάντα έρχεται το συρτό, η μελωδία του συρτού, τραγουδιστά. Που ξανά, η ομήγυρη επαναλαμβάνει ό,τι λέει ο πρώτος. Και έτσι, σιγά σιγά με τις επαναλήψεις, έμπαινα κι εγώ στη διαδικασία να συμμετέχω με την υπόλοιπη οικογένεια. Μεγαλώνοντας άρχισα να παίρνω και πρωτοβουλία. Να τραγουδάω κι εγώ μια μαντινάδα, να τραγουδάω ένα τραγούδι, να κάθομαι δίπλα στον παππού. Ναι, έτσι εξελισσόταν. Ήταν πολύ φυσικό, δηλαδή, να συμμετέχω σ’ όλη αυτή τη διαδικασία, γιατί και η μητέρα μου τραγουδούσε και η αδερφή της, ξαδέρφια… Ήτανε κάτι φυσιολογικό να συμβαίνει, δεν το είχα πολυσκεφτεί.
Έτσι μάθαινες και τους στίχους και τα τραγούδια;
Ακριβώς. Στην Αθήνα πολύ ραδιόφωνο, πολλοί δίσκοι κρητικοί. Ναι, είχαμε μεγάλη αγάπη στους καλλιτέχνες που βγάζανε τότε δουλειές καινούργιες. Πολύ Μουντάκης, πολύ Σκουλά ακούγαμε, Κλάδο. Τον Παπαδάκη τον Γιώργη πάρα πολύ, θυμάμαι…
Και πηγαίνατε στα κέντρα που τραγουδούσανε;
Ε, ναι! Εννοείται! Τα γλέντια τα περισσότερά μας, στην εφηβεία κυρίως που άρχισα να κυκλοφορώ και μόνη μου τώρα, χωρίς τη συνοδεία της μαμάς, με τους φίλους πηγαίναμε στα κρητικά μαγαζιά και γλεντάγαμε. Ή στα σπίτια μεταξύ μας, και ξενυχτούσαμε με μαντολινάκια, λύρες, τραγουδώντας, χορεύοντας. Στις παραλίες πηγαίναμε και βγάζαμε τα όργανα και κάναμε παρέα, θυμάμαι. Αξέχαστες στιγμές! Πολύ όμορφα, πολύ ωραία περάσαμε.
Δηλαδή η παρέα ήταν απ’ ανθρώπους που είχανε την ίδια αγάπη;
Ναι. Και επειδή είχαμε μυηθεί όλοι, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, σ’ αυτόν τον τύπο διασκέδασης, δε μας έκανε και όρεξη πολλή να πάμε σε κλαμπ ή σε μπαράκια, γιατί νιώθαμε ότι δε μας ωφελεί στην επικοινωνία μας. Είχαμε τόσο πολύ ευχαριστηθεί να ανταλλάσσουμε μαντινάδες, να πιάνουμε ο ένας το χέρι του άλλου να χορεύουμε, να καθόμαστε να λέμε ιστορίες, ανέκδοτα, να μας λένε οι γονείς και οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι που συμμετείχανε –γιατί από σπίτι σε σπίτι που σμίγαμε ήτανε μαμάδες, παππούδες, γιαγιάδες–, και περνάγαμε καταπληκτικά! Οπότε τι να σου κάνει μετά να πας σε ένα μπαρ και να στέκεσαι όρθιος με το ποτό να μην μπορείς να αλλάξεις κουβέντα; Έτσι το θεωρούσαμε πιο φυσικό και πιο ωραίο.
Ο χορός πώς; Βέβαια, πάνε μαζί μουσική και χορός.
Μαζί, μαζί, οπωσδήποτε. Στα γλεντάκια αυτά, τα ενδοοικογενειακά που σου περιέγραψα νωρίτερα, η κορύφωση ερχόταν με τον χορό! Αφού είχαμε τραγουδήσει, είχαμε τραγουδήσει, κάποια στιγμή σηκωνόμασταν και χορεύαμε. Πάλι έτσι ακαπέλα, μόνοι μας. Δεν είχαμε οργανοπαίχτες στην οικογένεια, οπότε τραγουδώντας συρτά το ένα μετά το άλλο, κάναμε εμείς και τα τσαμπάκια μας.
Στους συλλόγους, φαντάζομαι, θα υπήρχε και κάποια παράσταση.
Ναι, εκεί πραγματικά… Ναι, είδες; Δεν το σκέφτηκα αυτό, γιατί το θεωρούσα τότε… Μου φαινόταν λίγο πιο ξένο αυτό, να σου πω την αλήθεια. Ντρεπόμουνα, αλλά από πολύ μικρή ήθελε η μαμά μου να ενσωματωθώ στην κοινωνία της Κρήτης. Ήταν το άγχος της το μεγάλο να μην απομονωθούμε, να γίνουμε Αθηναίοι, και από πολύ μικρή με έβαλε στους τοπικούς συλλόγους. Από μικρή μικρή ξεκίνησα στον σύλλογο Κρητών Αργυρούπολης, και μετά που μετακομίσαμε στον σύλλογο Κρητών Ελληνικού. Ναι, εκεί χορεύαμε, κάναμε τις παραστάσεις μας μία, δύο ή τρεις φορές τον χρόνο, ανάλογα τι γιορτή είχαμε. Κρασιού; Είχαμε απλά χοροεσπερίδα, είχαμε κάτι. Εμφανιζόμασταν, βάζαμε και τη φορεσιά από μικρά μικρά, αλλά εκεί ήτανε άλλη κατάσταση. Μου δημιουργούσε ένα άγχος το να εμφανιστώ έτσι με το χορευτικό συγκρότημα, δεν το ευχαριστιόμουν το ίδιο με την παρέα και την οικογένεια. Ήταν, όμως, σημαντικό γιατί απέκτησα ένα κριτήριο[00:10:00]. Κατάλαβα ποιος είναι ο χορός του φαίνεσθαι και ο χορός ο αληθινός που εκφράζεσαι από μέσα σου. Βέβαια, κάποια στιγμή μεγαλώνοντας τελικά αυτά τα δύο έγιναν ένα. Όταν κάτι το κατακτήσεις και σου βγαίνει αυθόρμητα και φυσικά, μετά δεν έχεις άλλη επιλογή απ’ το να εκφραστείς μέσω αυτού. Και επειδή ήμουνα και πολύ έτσι συνεσταλμένο και ντροπαλό παιδί, νομίζω πως ο χορός τελικά και η επικοινωνία μέσω της κίνησης, αυτή η απελευθέρωση που σου προκαλεί η δυνατότητα να αυτοσχεδιάσεις ή να συμμετέχεις σε μία ομάδα, με βοήθησε πάρα πολύ να κοινωνικοποιηθώ και να ανοιχτώ σαν άνθρωπος.
Η εμπλοκή με την υπόλοιπη Ελλάδα, μέσω του χορού, πώς ήταν;
Ξεκίνησα απ’ το σχολείο, όπου στο σχολείο από το Δημοτικό είχανε φτιάξει οι αγαπημένοι δάσκαλοι τότε ομάδες παραδοσιακού χορού, και εκεί απέκτησα και τα ακούσματα από άλλες περιοχές που τις λάτρεψα, τελικά, περνώντας ο καιρός. Η Μικρά Ασία μου κάνει εντύπωση πάντα, την αγαπούσα πάντα. Μακεδονία την αγάπησα σε μεγάλη ηλικία, μετά που γνώρισα τον Δημητρόπουλο και το ΕΛΚΕΛΑΜ. Εκεί γνώρισα τη Μακεδονία και την ερωτεύτηκα. Τα ποντιακά πάντα με συγκλονίζανε. Δεν ήξερα να τα χορέψω, αλλά όταν κατάφερα τελικά να πιάσω τα βήματα ήτανε φοβερά τα συναισθήματα. Ήμουνα πολύ τυχερή. Νομίζω έχω ζήσει φανταστικές στιγμές μέσα απ’ τον παραδοσιακό χορό και το τραγούδι. Κυρίως τον χορό όμως στην μικρή ηλικία, το τραγούδι ήρθε πιο μετά, επίσημα.
Ανέφερες ότι έζησες καταπληκτικές στιγμές συναισθηματικά. Δηλαδή;
Πραγματικά, νομίζω ότι η παραδοσιακή μουσική και οι χοροί έχουνε πολύ μεγάλη δύναμη. Δεν είναι τυχαίο ότι επιβίωσαν χιλιάδες χρόνια. Για μένα, δεν ξέρω, κάποιοι υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει συνέχεια απ’ την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Εγώ τη νιώθω μέσα απ’ τη μουσική μας και τα τραγούδια και τα βήματα του χορού, εγώ νιώθω μια συνέχεια, νιώθω μία σύνδεση με τον πολιτισμό της αρχαιότητας. Και αυτό που παρατηρούσα, θυμάμαι να σκέφτομαι, σαν έφηβη –που οι έφηβοι, ξέρεις, τα εισπράττουν όλα πολύ πιο συναισθηματικά και πολύ πιο ιδανικά ενδεχομένως, αγνά– παρατηρούσα τους στίχους των τραγουδιών ή τα βήματα και το ύφος, την κορμοστασιά που έπρεπε να έχεις για να εκφράσεις κάτι με τον σωστό τρόπο κατά τόπους. Και σκεφτόμουν ότι μέσα απ’ αυτήν τη μουσική και αυτόν τον χορό ένα αγόρι μπορεί να ανδρωθεί, ένα κορίτσι μπορεί να ερωτευτεί, να γίνει κοπέλα. Μπορείς να προβληματιστείς και να πάρεις ερεθίσματα για την ομορφιά της φύσης. Τα τραγούδια μας περιέχουνε πολύ βαθιά νοήματα. Δε μιλάνε μόνο για αγάπη και έρωτα, μιλάνε για τη μάνα, για τη μητρότητα, μιλάνε για τον θάνατο. Μιλάνε για τις αξίες της ζωής, για την οικογένεια, για τη φιλία. Για το φεγγάρι, για το λουλούδι. Έχουνε πολύ σοφό στίχο μέσα και, σε συνδυασμό με την κίνηση και τη σεμνότητα και την αρχοντιά που βγάζουνε κάποια πράγματα με την απλότητά τους, με συγκλονίζει πάντα! Όταν το συνειδητοποιώ λέω πόσο σπουδαία παράδοση έχουμε και πόσο τυχερή είμαι που γεννήθηκα στην Ελλάδα, τελικά. Έχω το μέτρο σύγκρισης αυτό, γιατί έλειψα και τέσσερα χρόνια στην Ευρώπη για τις σπουδές. Και εκεί, όταν ζεις έξω, πέρα απ’ το να ταξιδέψεις –και ταξίδεψα αρκετά, είχα την ευκαιρία–, όταν ζεις έξω συνειδητοποιείς τελικά ότι η παιδεία που μπορεί να πάρει κανείς μόνο μέσα από το παραδοσιακό τραγούδι και τον χορό, είναι πάρα, πάρα πολύ σπουδαία. Είμαστε πολύ τυχεροί στον τόπο που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε.
Μέσα απ’ τα λεγόμενα θεωρείς ότι είναι σημαντική αυτή η εμπλοκή με την παράδοση και για τα νέα παιδιά.
Το νιώθω μ’ όλο μου το είναι. Και στα παιδιά μου δεν ήθελα… Είχα την αγωνία να μην τους περάσω δικά μου απωθημένα, και επειδή εγώ αγαπώ τον χορό και τη μουσική να τους επιβάλω να τα αγαπήσουν κι αυτά. Δεν ήθελα, λοιπόν, μέχρι κάποια ηλικία να τα πιέσω να κάνουνε πράγματα. Τα έβαζα, όμως, σε κάθε πτυχή της ζωής μου. Και στο κομμάτι του τραγουδιού και στον χορό, τα ’παιρνα μαζί, τα ταλαιπωρούσα, τα ξενυχτούσα, τα, τα… Και βλέπω ότι το εισπράττουν τελικά αυτό το πράγμα και αρχίζουν να δείχνουν ενδιαφέρον. Ναι, το βρίσκω πολύ σημαντικό να εμπλακούν και οι νεότεροι άνθρωποι σ’ αυτό, γιατί έχει πάρα πολλά να τους δώσει. Μπορεί να μην είσαι καλός στο σχολείο, μπορεί να είσαι δυσλεκτικός, μπορεί να έχεις δυσκολία στην ανάγνωση, στα μαθηματικά, στις ξένες γλώσσες, μπορεί να αντιμετωπίσεις μπούλινγκ. Το περιβάλλον της εκπαίδευσης της ελληνικής είναι πολύ ιδιαίτερο. Αυτές τις δυσκολίες δε θα [00:15:00]τις αντιμετωπίσεις στον λαϊκό χορό και τη μουσική, γιατί είναι φτιαγμένο για όλους. Και ο καθένας, με το μέτρο που μπορεί και με την αντίληψη που έχει, θα βγει μόνο κερδισμένος. Δεν έχει να χάσει κάτι με τη συμμετοχή του σ’ όλα αυτά τα πράγματα, μόνο να κερδίσει. Ανάλογα με την ευαισθησία του, ανάλογα τι μπορεί να αντιληφθεί και να καταλάβει.
Βέβαια, μετά μπαίνει και το ταλέντο μέσα σ’ αυτό όλο;
Το ταλέντο, τελικά, είναι το τελευταίο! Το θέμα είναι ότι μαθαίνεις πράγματα άθελα, περνάνε στο υποσυνείδητό σου μέσα από τους στίχους και την κίνηση του χορού. Εκτός του ότι είναι εκπληκτική εκπαίδευση τα βήματα του χορού για το μυαλό, θεωρώ. Οι χοροί, τα βήματα, οι ρυθμοί ανά περιοχή της Ελλάδας, όπως τους γνωρίζω εγώ, έχουνε πολλά να μου πούνε για τον πολιτισμό του τόπου.
Ενότητα 2
Ο συρτός στον Κίσσαμο, η θέση της γυναίκας και ο παραδοσιακός κρητικός γάμος
00:15:53 - 00:35:18
Είχαμε μείνει στους ρυθμούς, στην ποικιλομορφία.
Έχουνε να κάνουνε και εκφράζουνε, κατά τη γνώμη μου… Μπορεί να πέφτω και πολύ έξω, δεν το βλέπω επιστημονικά, αλλά θεωρώ πως εκφράζουνε την εξυπνάδα του λαού και των ανθρώπων που τα έχουνε μες στην κουλτούρα τους. Δηλαδή ένας δύσκολος ρυθμός, ένας χορός πυρρίχιος, πηδηχτός, με δύσκολα βήματα, με κόντρες, δείχνει ότι το μυαλό λειτουργεί μ’ έναν άλλο τρόπο. Είναι πιο εκλεπτυσμένο, είναι αναλυτικό μ’ άλλον τρόπο απ’ ό,τι σε άλλη περιοχή. Εγώ το σχετίζω στο μυαλό μου. Την εξυπνάδα των ανθρώπων και τη νοοτροπία τους και τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα πράγματα, το συσχετίζω πάρα πολύ με τους ρυθμούς και τους χορούς τους και τα βήματα.
Θες να μας μιλήσεις λίγο για τον κισσαμίτικο συρτό, μιας που τον έχεις πολύ στο μυαλό σου;
Κισσαμίτικος συρτός, αχ, αυτός ο συρτός! Ναι, ο κισσαμίτικος συρτός είναι ο πιο αγαπημένος και πιο διαδεδομένος χορός στην περιοχή της Κισσάμου. Συρτό το λένε στην Κίσσαμο, γενικά στα Χανιά παραγγέλνεις συρτό να χορέψεις, στην υπόλοιπη Κρήτη παραγγέλλουν Χανιώτη. Αυτό λέει πολλά. Συρτός, ωστόσο… Εντάξει, τα τελευταία χρόνια και οι ερευνητές τον κατοχυρώνουν ότι ξεκίνησε, λέει, από την Κίσσαμο και δεν ξέρω εγώ τι… Τα βρίσκω λίγο υπερβολικά αυτά τα πράγματα, γιατί συρτοί πολύ όμοιοι, πολύ παρόμοιοι υπάρχουν και σε άλλα νησιά γειτονικά. Και στη Ρόδο και στην Κάρπαθο αντίστοιχα, και σε άλλα νησιά. Γενικά, θεωρώ πως είναι ένας χορός, τα βήματα προσομοιάζουν λίγο-πολύ όλο το Αιγαίο. Είναι κοινά με τα συρτά της υπόλοιπης Ελλάδας. Στην Κίσσαμο, ωστόσο, αυτό που θυμάμαι εγώ –και δε μ’ αρέσει τώρα ο τρόπος που βλέπω χορευτικά συγκροτήματα να τον αποδίδουν τον χορό– είναι, καταρχήν, ότι είναι κυκλωτικός, δεν είναι στατικός. Δεν είναι στον τόπο τα βήματα. Είναι τα πατήματα σταθερά και στη γη, όντως «σερτά» ως επί το πλείστον, και έχουνε κάποιες εξάρσεις ας πούμε, που εκτοξεύονται και απογειώνονται οι άνθρωποι, αλλά για πολύ, πολύ λίγο. Πολύ σεμνός και πολύ τεχνικός χορός, πολύ αγαπημένος. Είναι μαγική αυτή η συσχέτιση που έχει το βήμα με τη μελωδία. Που και αυτό σε πολλές περιοχές δεν το ξέρουν. Τώρα οι χοροδιδάσκαλοι, βέβαια, το διδάσκουν πλέον, και είναι πολύ σημαντικό αυτό γιατί σε βοηθάει και στο αυτοσχεδιαστικό κομμάτι. Και τον μουσικό βοηθάει και τον χορευτή πάρα πολύ αυτός ο συντονισμός των μετρημένων βημάτων στη μετρημένη μελωδία. Αλλά εμένα μ’ αρέσει πάρα πολύ το ήθος του χορού, η απόλυτη δημοκρατία που εκφράζεται μέσα απ’ τον χορό. Ότι όλοι μπορούν να είναι πρώτοι και ο καθένας από λίγο, και όλοι μαζί ίσοι. Είναι εξαιρετικό αυτό το ότι ο καθένας θα μπει πρώτος να χορέψει, και θα αφήσει τη θέση του μετά και θα πάει τελευταίος για να αναλάβει την ευθύνη του να προσέχει όλους τους υπόλοιπους. Η θέση που δίνεται στη γυναίκα, που δεν είναι όπως στην Ανατολική Κρήτη, δεν την βάζουν πρώτη εύκολα. Εντάξει, τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται και αυτό, αλλά δεν ήθελε και η γυναίκα να εκτίθεται στην πρώτη θέση. Εγώ με μεγάλες γυναίκες που χόρεψα ή που τις ρώτησα, δεν θέλανε, θέλανε να είναι στη δεύτερη θέση. Θέλουν να έχουν έναν άντρα μπροστά και να χορεύουν δεύτερες. Νιώθαν ότι εκεί αρμόζει περισσότερο η θέση τους. Είναι και κάτι για το οποίο συζητήσαμε νωρίτερα, με τη μητριαρχική κοινωνία των Χανίων, που ενώ είναι έντονα μητριαρχική, η γυναίκα είχε αυτή την εξέχουσα θέση μέσα στο σπίτι, χωρίς να προκαλεί την κοινωνία με οποιονδήποτε τρόπο ή να εκθέτει τον σύζυγό της. Δηλαδή σε όλα τα εκτός σπιτιού, ο σύζυγος, ο άντρας, ήτανε πρώτος. Στο σπίτι μέσα κυρίαρχη θέση είχε η γυναίκα και ήτανε η πρώτη. Και τη σεβότανε και ο άντρας και τα παιδιά και όλοι. Αυτό εκφράζεται και στον χορό τον συρτό της Κισσάμου. Το ίδιο πράγμα, η θέση η τιμητική [00:20:00]είναι η δεύτερη. Γι’ αυτό και τη νύφη τη χορεύουνε όλοι, περνάνε από την πρώτη θέση και η νύφη είναι δεύτερη. Η νύφη είναι το τιμώμενο πρόσωπο, και είναι στη δεύτερη θέση και τους κρατάει όλους να χορέψουνε. Είναι όλα πολύ έντονα συμβολικά, και έχουν να κάνουν με την τοπική κοινωνία νομίζω.
Πρέπει να σε ρωτήσω για τον γάμο σου, γιατί μόλις αναφερθήκαμε στον χορό της νύφης. Θέλεις να μας δώσεις την εικόνα; Πώς έγινε ο δικός σου ο γάμος;
Ο δικός μου ο γάμος έγινε πολύ γρήγορα, Αριστούλα. Ήτανε πολύ όμορφος γάμος, γιατί οργανώθηκε σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα –έτσι το αποφασίσαμε με τον σύζυγό μου– και μας βοήθησαν όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς μας. Ήταν ένας μεγάλος γάμος χιλίων οχτακοσίων καλεσμένων επίσημα, και ανεπίσημα κι άλλων, όπου δεν υπήρχε ούτε ένας επαγγελματίας για να μας σερβίρει, για να μαγειρέψει, για να ετοιμάσει, για να στρώσει. Όλοι ήταν φίλοι και συγγενείς, που τους χρωστάμε… Εντάξει, δεν μπορούμε να ξεπληρώσουμε ποτέ αυτήν τη χαρά που μας έδωσαν και την υποστήριξη! Αυτό, λοιπόν, όλο έδωσε μία αίσθηση οικειότητας και συντροφικότητας και ομαδικότητας στη διαδικασία του γάμου, που μας συνεπήρε. Επίσης, αποφασίσαμε να τον κάνουμε παραδοσιακό. Τι σημαίνει τώρα παραδοσιακός; Τι ξέραμε κι εμείς από παραδοσιακούς γάμους; Εγώ, τουλάχιστον, μεγάλωσα σε γάμους που γίνονταν στην εκκλησία και πηγαίναμε μετά σ’ ένα μαγαζί και χορεύαμε και τρώγαμε και πίναμε όλοι μαζί. Σε μεγάλη ηλικία έζησα μερικούς προγάμους, που ήτανε πιο κλειστού περιβάλλοντος. Και εκεί άκουγα και τα τραγούδια, έβλεπα μερικές διαδικασίες. Ωστόσο, δεν είχα ζήσει παραδοσιακό-παραδοσιακό γάμο απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Ψάξαμε, λοιπόν, με τον σύζυγό μου, διαβάσαμε βιβλία, κοιτάξαμε από δω, ρωτήσαμε από κει… Είπαμε θέλουμε να κάνουμε παραδοσιακό γάμο. Θα βάλουμε φορεσιές παραδοσιακές και θα κάνουμε όσα πιο πολλά από τα εθιμοτυπικά που μπορούμε να βρούμε και να εκτελέσουμε, να τα πραγματοποιήσουμε. Μέσα σ’ όλα αυτά, λοιπόν, οργάνωσα κι εγώ τις φίλες μου όλες που αναμειγνύονται με τα πολιτιστικά δρώμενα, με χορούς κτλ., και τους λέω: «Ωραία, θα ’ρθετε από νωρίς, θα βάλουμε φορεσιές στον γάμο. Αφού θα ντυθώ κι εγώ με φορεσιά, να βάλετε και εσείς φορεσιές που είστε καλεσμένες μου. Και θέλω να μου τραγουδάτε». Συγκέντρωσα, λοιπόν, στίχους, συγκέντρωσα τραγούδια, συγκέντρωσα μελωδίες, ετοίμασα υλικό και εκτελέσαμε όλη αυτή τη διαδικασία, την ιεροτελεστία της προετοιμασίας της νύφης, με τραγούδια του γάμου παραδοσιακά. Το ίδιο έγινε και απ’ την πλευρά του γαμπρού, πιο αυθόρμητα όμως. Μουσικοί και φίλοι πήγανε από κοντά και του λέγανε μαντινάδες. Ο σύζυγός μου είναι Μυλοποταμίτης στην καταγωγή, οπότε εκεί έχουνε την κοντυλιά πολύ έντονη. Τραγουδούσανε, λοιπόν, εκεί, τον ετοίμαζανε, τον ντύνανε. Εμένα, αντίστοιχα, μου λέγανε τα γυναικεία τραγούδια που λέγανε παλιά οι γυναίκες στους γάμους, τα πιο μελοδραματικά. Τα τραγούδια του αποχωρισμού και των ευχών. Ήτανε μαγικές οι στιγμές. Πραγματικά, ήτανε μαγικές οι στιγμές! Και με συγκίνησε το γεγονός ότι ενώ είχα προετοιμάσει τις φίλες μου για να μου τραγουδήσουν, στην πορεία όλοι οι καλεσμένοι, που παρευρέθηκαν στο ντύσιμο το δικό μου, συμμετείχαν και επαναλάμβαναν μαντινάδες. Ήρθε θεία του συζύγου μου και σταμάτησε το μαγείρεμα, που ετοίμαζε το πιλάφι του γάμου, για να ’ρθει να μου τραγουδήσει. Θυμήθηκαν οι θείες και οι γειτόνισσες τα έθιμα τα παλιά από τα νιάτα τους, και έβγαλαν από τα μπαούλα τα υφαντά τους και τα έπλυναν και τα φρέσκαραν και στόλισαν τα σπίτια και στόλισαν τα στενά του χωριού. Και η μεγάλη έκπληξη, βέβαια, για μένα, ήτανε στο σπίτι που θα ντυνόμουν ότι η θεία, που θα με φιλοξενούσε, ετοίμασε τον παστό, τον νυφικό παστό. Για τον οποίο εγώ είχα μόνο διαβάσει, δεν τον είχα δει ποτέ μου και ούτε περίμενα ότι θα τον δω. Έβαλε, λοιπόν, η θεία από την προηγούμενη ημέρα ένα λευκό σεντόνι στον τοίχο του σαλονιού, όπου θα ντυνόμουνα, και έβαλε τις ελεύθερες εγγονές της και τις ανιψιές της να μου τον στολίσουμε με άνθη, με καρπούς και με τον βάτο. Που είναι παγανιστικά έθιμα αυτά, εντελώς. Ξεκάθαρα παγανιστικά. Και συμβολίζουν στην ουσία την ευχή για ευγονία, για ευκαρπία, αλλά δείχνουνε και τις δυσκολίες που θα έχει ο έγγαμος βίος στην ουσία με τον βάτο, με τα αγκάθια. Ήτανε συγκλονιστικό! Τελικά, αφού εκτελέσαμε και το εθιμοτυπικό το ρεθεμνιώτικο, που έρχεται η συντροφιά του γαμπρού με το μπαϊράκι για να με πάρει, και τραγουδάει έξω απ’ το σπίτι κι εμείς τους απαντάμε από μέσα και τελικά ανοίγουμε την πόρτα για να συναντηθούμε και να πάμε μαζί περπατώντας στην εκκλησιά. Θεωρώ πως όλοι οι καλεσμένοι, όπως και εμείς, είχανε τόσο συγκινηθεί από την ιεροτελεστία τελικά, που ήτανε απόλυτα συγκεντρωμένοι στο μυστήριο. Ήμασταν δεκάδες, μπορεί και εκατοντάδες άνθρωποι στον αυλόγυρο της εκκλησίας και δεν ακουγόταν σε όλο το μυστήριο, που κράτησε πάνω από μία ώρα, αναπνιά[00:25:00]. Ήτανε συγκλονιστικό! Εγώ δεν το είχα ξαναζήσει, τουλάχιστον. Δεν ξέρω αν το βίωσα έτσι μόνο εγώ, αλλά νομίζω πως όλοι έτσι το βίωσαν. Και στο βίντεο του γάμου που έβλεπα μετά, πραγματικά η συγκέντρωση των ανθρώπων και η συγκίνησή τους ήτανε φοβερή. Πιστεύω μ’ όλη μου την καρδιά ότι είχε να κάνει με αυτό η προετοιμασία που έκαναν τα τραγούδια και οι διαδικασίες του παραδοσιακού γάμου. Που τελικά συμμετείχε όλος ο κόσμος, και όχι μόνο οι πέντε άνθρωποι που είχαμε ορίσει εμείς ότι θα θέλαμε να εκτελέσουν αυτά τα πράγματα. Πολύ όμορφο, πολύ ωραίες στιγμές.
Έγινε στην πλατεία του χωριού το γλέντι;
Ναι, στον Άγιο Βλάση, που είναι ένα χωριό δεκαπέντε λεπτά νότια του Ηρακλείου. Στο πάνω χωριό, στο σπίτι του αδερφού του, ντύθηκε ο σύζυγός μου. Στο κέντρο του χωριού, σε μία θεία του, ντύθηκα εγώ. Οι καλεσμένοι όλοι ανεβοκατέβαιναν απ’ το ένα σπίτι στο άλλο και παρακολουθούσαν τις διαδικασίες. Και τελικά, περπατήσαμε μέχρι την εκκλησία μαζί και κατεβήκαμε πάλι με τα πόδια στην πλατεία του χωριού. Όπου κι εκεί όλες οι εργασίες είχαν γίνει από τους φίλους μας και τους συγγενείς μας. Δεν υπήρχε κανένας που να είναι ξένος, που να είναι επί πληρωμή, ας πούμε, παρών στον γάμο μας. Το ευχαριστηθήκαμε απ’ την αρχή μέχρι το τέλος!
Ήτανε πάρα πολλά τα άτομα, και άκουσα πριν ότι στην αλλαγή ήρθαν και άλλοι τριακόσιοι.
Ναι, οι προσκλήσεις επίσημα ήτανε χίλιες οχτακόσιες, οι καταγεγραμμένοι προσκεκλημένοι. Είχανε στρωθεί χίλια εξακόσια κάτι τραπεζοκαθίσματα στην πλατεία του χωριού. Επειδή οι γάμοι όλο το καλοκαίρι… Εμείς παντρευτήκαμε 26 Ιουλίου του 2009. Γάμους το καλοκαίρι έχουμε πολλούς. Κάποιοι, λοιπόν, έρχονται στο μυστήριο, κάθονται για λίγο στο τραπέζι, φεύγουνε μετά. Κάποιοι άλλοι έχουνε πάει σε άλλες υποχρεώσεις και έρχονται αργότερα. Οπότε στην αλλαγή αυτή πάνω, ήρθανε τουλάχιστον άλλοι τριακόσιοι και τουλάχιστον διακόσα άτομα ήρθανε ακάλεστα. Δεν τους είχαμε καλέσει είτε γιατί ξεχάσαμε είτε γιατί θεωρήσαμε ότι είναι μακρινοί και δε θέλαμε να τους υποχρεώσουμε, και ήρθανε μόνοι τους γιατί ήθελαν να συμμετέχουν στη χαρά μας. Και μας συγκίνησαν πάρα, πάρα πολύ.
Φαντάζομαι όλα τα σερβιρίσματα, το κρέας, το πιλάφι, όλο αυτό το γαστρονομικό κομμάτι πρέπει να ήταν σε αφθονία.
Ήτανε σε αφθονία, ναι. Εντάξει, υπερβάλουμε λίγο εμείς στην Κρήτη τώρα με τα φαγητά που προσφέρουμε, αλλά ήτανε τόση η χαρά μας… Τι να σου πω. Δεν ήτανε μονό το σερβίρισμα την ημέρα του γάμου, ήταν όλες οι διαδικασίες πριν. Σκέψου ότι οι χωριανοί και τα ξαδέρφια του Κώστα έσφαξαν τ’ αρνιά, τα ετοίμασαν, τα έκοψαν, τα έψησαν, τα σέρβιραν, τα μάζεψαν μετά, καθάρισαν. Οι γυναίκες του χωριού, την επόμενη ημέρα, για οχτώ συνεχόμενες ώρες πλένανε και αλλάζανε βάρδιες μεταξύ τους για να καθαρίσουνε τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα. Γιατί δε θέλαμε να βάλουμε πλαστικά στην πλατεία, θέλαμε να τιμήσουμε τους καλεσμένους μας και να τους προσφέρουμε το γυάλινο πιάτο και το μεταλλικό μαχαιροπίρουνο και το γυάλινο ποτήρι να πιουν το κρασί τους. Και αυτό είχε, βέβαια, συνέπειες! Αλλά με τι χαρά συμμετείχανε όλοι ακόμα και στη λάντζα –τα ’μαθα εγώ μετά– ήτανε συγκλονιστικό. Ναι, τα φαγητά ήτανε πολλά, ήτανε τόσο όσο όμως. Δε μας περίσσεψαν πράγματα τελικά, γιατί ήταν πολλοί οι καλεσμένοι.
Και πάνω στο τραπέζι, τι είχε;
Στο τραπέζι βγάλαμε… Στον στολισμό στην αρχή είχε τα ξεροτήγανα απ’ τα Χανιά. Τα παρήγγειλε η μαμά από το Καστέλι και τα έφερε. Τα τοποθετήσαμε σε κάθε πιάτο πάνω. Είχαμε τις κουλούρες του γάμου, που είναι το γλυκό ψωμί που σερβίρουν εδώ κυρίως, στην περιοχή Ηρακλείου-Ρεθύμνου το έχουν αυτό. Εμείς στα Χανιά έχουμε το γλυκό το παξιμάδι, το οποίο δεν είναι ψημένο δεύτερη φορά, οπότε είναι σαν ψωμί με το γλυκάνισο. Εδώ είναι διαφορετικό λίγο. Αλλά το είχαμε και αυτό στο τραπέζι. Είχαμε τον στολισμό μας με τις πήλινες γλάστρες με τον βασιλικό και το αρισμαρί. Είχαμε το κρασί μας, το κρασί του παππού μου εμφιαλωμένο. Το ετοίμαζε για τον γάμο πολλά, πολλά χρόνια, περίμενε την εγγόνα. Σερβίραμε το πιλάφι το παραδοσιακό το βραστό, το αρνί. Μετά βγάλαμε ψητό με πατάτες, και στο τέλος καρπουζάκι. Αυτό ήταν το μενού.
Τοπικά προϊόντα όλα;
Ναι, όλα, όλα. Δεν είχαμε κοκακόλες και τέτοια. Νερό, Ζελίτα και Μπυράλ.
Ήθελα να ρωτήσω, για παράδειγμα, στο κομμάτι αυτό της προετοιμασίας, είδα τις φωτογραφίες του γάμου και είδα πάρα πολλές κουλούρες στολισμένες με ιδιαίτερη…
Ναι. Το εθιμοτυπικό τώρα αυτό, που και αυτό είναι παγανιστικό, η κουλούρα του γάμου η μία, η ξομπλιαστή που λένε, την κάναμε παραγγελία –γιατί εμείς δεν είχαμε κάποια θεία ή συγγενή να ξέρει να τη φτιάχνει– για να την κάνουμε δώρο στον κουμπάρο μας[00:30:00]. Αυτή είναι καταπληκτική, είναι ζυμωτή. Δεν τρώγεται μεν. Είναι με αλάτι μπόλικο για να μην την τρώνε τα μαμούνια. Την αποξηραίνεις και την έχεις στολίδι στο σπίτι. Και έχει πάνω καρπούς, σταφύλια, φίδια, που είναι σύμβολο στην Κρήτη, του δράκου, της προστασίας. Είναι θετικό σύμβολο το φίδι και ο δράκος στην Κρήτη, δεν ξέρω σε άλλες περιοχές. Πουλιά… Καταπληκτική δουλειά, είναι έργα τέχνης. Αυτά τα πράγματα που φτιάχνουν οι γυναίκες και τα ’χουνε διασώσει είναι καταπληκτικά. Είχαμε, λοιπόν, την κουλούρα αυτή μαζί μ’ ένα ασημοσκαλιστό μαχαίρι για τον κουμπάρο μας. Και μετά είχαμε και την έκπληξη, την κουλούρα την ξομπλιαστή που μου έφερε η θεία μου η Ρήνα, να ’ναι καλά, από την Ήπειρο. Γιατί και στην Ήπειρο, στα μέρη του πατέρα μου, έχουν αντίστοιχο έθιμο. Μία ψωμένια κουλούρα στολισμένη, μεγάλη, που έπρεπε να τη σταυρώσω στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να τη σπάσουμε με τον άντρα μου να δούμε ποιος θα κερδίσει το μεγαλύτερο κομμάτι. Ότι αυτό θα είναι το φύλο του πρώτου παιδιού, λένε. Είχαμε πολλή πλάκα, γιατί η κουλούρα αυτή ήτανε ζυμωτή στο χέρι, ήτανε πυκνό το ζυμάρι, δεν έσπαγε… Γελάσαμε πολύ μέχρι να τα καταφέρουμε με τον Κώστα.
Ας πάμε τώρα στο κομμάτι του γλεντιού.
Το γλέντι, ναι.
Ξεκινάει το γλέντι του γάμου.
Λοιπόν, το γλέντι του γάμου. Αφού κατεβήκαμε από την εκκλησία και ο κόσμος είχε ήδη σερβιριστεί να φάει… Γιατί στην εκκλησία απ’ έξω έγινε και η χαιρετούρα. Περνάνε ένας-ένας να μας χαιρετήσουν και να μας ευχηθούν, και να φιλήσουν τα στέφανα που είχαμε στο κεφάλι μας. Αυτό δεν το ’χα ξαναδεί. Μας φόρεσε τα στέφανα στο τέλος του μυστηρίου ο ιερέας και μας είπε: «Αυτά θα τα φοράτε στη χαιρετούρα, γιατί θα τα φιλάει ο κόσμος». Και όντως, οι μεγαλύτεροι κυρίως σε ηλικία δε μας σταυροφιλούσαν ή να μας κάνουν χειραψία, έπρεπε να σκύψουμε να φιλήσουν τα στέφανα του γάμου στο κεφάλι μας. Μέχρι να περάσει όλος αυτός ο κόσμος, που ήτανε παρόντες στον γάμο, πέρασε τουλάχιστον μία ώρα, δύο. Δεν ξέρω, δεν είχα συναίσθηση εγώ εκείνη τη στιγμή. Οι καλεσμένοι είχαν κατέβει ήδη στην πλατεία, είχανε ξεκινήσει να τρώνε. Μπαίνοντας, λοιπόν, στην πλατεία χαιρετίσαμε εμείς και ξεκίνησε ο χορός της νύφης. Στον χορό της νύφης είχαμε, επίσης, πολλή πλάκα, γιατί είναι ένα έθιμο που το ’χουμε εμείς πολύ έντονα στην Κίσσαμο, στα Χανιά γενικότερα. Στην περιοχή του Ηρακλείου, όμως, δεν το είχανε. Ας πούμε, το σόι του συζύγου μου δε χορεύουνε τη νύφη συρτό. Εγώ όμως είχα θέσει βέτο στον Κώστα και του είχα πει: «Συγγνώμη, δε γίνεται να παντρευτώ και να μην κάνω τον χορό της νύφης! Θέλω να με χορέψουν όλοι!». Και τους είχε βάλει, λοιπόν, ο Κώστας στη σειρά και τους είχε εξηγήσει το έθιμο και τους έλεγε: «Θα μπείτε, θα κάνετε έναν κύκλο, θα βγείτε. Εγώ θα σας κάνω νόημα». Τους είχε βάλει στη σειρά με ηλικία, με βάση τη συγγένεια και τα λοιπά, και τους έλεγε: «Τώρα πήγαινε εσύ! Τώρα πήγαινε εσύ!». Και με χορέψανε πραγματικά όλοι! Και μπήκανε στην ομπρός μερά άνθρωποι, που μας έλεγαν τα παιδιά τους μετά ότι δεν τους είχανε δει ποτέ να χορεύουν πρώτοι. Ήτανε πάρα πολύ τιμητικό για μένα. Το ευχαριστήθηκα όσο τίποτα.
Πόση ώρα μπορεί να διήρκησε αυτός ο χορός;
Ήτανε κάτι λιγότερο από δίωρο. Στα Χανιά κάνουμε ξεχωριστούς χορούς. Έπρεπε να με χορέψει πρώτα το σόι του γαμπρού, δεύτερο χορό το σόι του κουμπάρου και οι καλεσμένοι του κουμπάρου, και τρίτο χορό το σόι το δικό μου, της νύφης. Εμείς τώρα, επειδή ήτανε οι προσκεκλημένοι οι δικοί μου πολύ λιγότεροι και του Κώστα οι συγγενείς και φίλοι δεν το ’ξεραν το έθιμο καλά, κάναμε έναν ενιαίο χορό όλοι. Και ο κουμπάρος μας Κοζανίτης, οπότε και αυτός δεν είχε καλεσμένους πολλούς που να χορεύουν και να μπορούνε να συμμετέχουν μ’ αυτόν τον τρόπο. Έτσι, λοιπόν, όλοι μαζί κάναμε έναν χορό. Πρώτα το σόι του Κώστα, μετά με χόρεψε ο κουμπάρος και οι συγγενείς οι δικοί μου και οι καλεσμένοι στο τέλος.
Ποιοι μουσικοί ήτανε στον γάμο σας;
Έπαιζε λύρα ο Αλέξανδρος ο Παπαδάκης, τραγουδούσε ο Βασίλης ο Σταυρακάκης, λαούτο και τραγούδι ο Μιχάλης ο Σταυρακάκης, το Τατάκι, και μας έκανε την τιμή να παρευρεθεί στον γάμο μας ο κύριος Μαρκογιάννης. Πήρε το λεωφορείο με τη γυναίκα του απ’ το Ρέθυμνο και ήρθανε, και έπαιξε για κάμποση ώρα. Έμεινε μέχρι τα ξημερώματα στον γάμο, δεν έφυγε, συμμετείχε μέχρι τέλους, και μετά ξαναπήρε το λεωφορείο να φύγει, να γυρίσει στο Ρέθυμνο.
Άρα το γλέντι διήρκησε μέχρι τα ξημερώματα;
Ήταν εξαιρετικό το γλέντι, πραγματικά μέχρι το πρωί. Στην κυριολεξία. Δηλαδή ξημέρωνε και ακόμα ήταν ο κόσμος στην πλατεία.
Μετά από χρόνια που το θυμάσαι, πώς νιώθεις;
Ευφορία νιώθω ακόμα. Θεωρώ πως ήταν από τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μου, ακούω νύφες και αγχώνονται και: «Ωχ, και τι θα γίνει;». Εγώ ήμουνα τόσο ευτυχισμένη, τόσο ήρεμη… Τι να σου πω. Φέραμε και κλαρίνα να παίξουνε για το σόι του πατέρα μου. Δεν ήταν όμως γνωστοί, δεν ήταν από την Αθήνα, γιατί ο γάμος οργανώθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και ήτανε κλεισμένοι. Δεν μπορούσαμε να τους κατεβάσουμε, ήταν και τα έξοδα πολλά. Βρήκαμε, λοιπόν, κάποιους ανθρώπους από δω στο Ηράκλειο που παίζανε[00:35:00], μας είπαν ότι παίζανε ηπειρώτικα. Ωστόσο, δεν παίζανε πολύ ηπειρώτικα τελικά, παίζανε πιο πολύ θεσσαλικά. Και μου κάνανε παράπονα μετά, που ήτανε μερακλήδες το σόι του πατέρα μου, θέλαν να χορέψουν, και μου λέγανε: «Μα δεν ήξερε αυτός να μας παίξει, δεν ήξερε! Δεν τα ’παιζε καλά». Αλλά προσπαθήσαμε να τους ικανοποιήσουμε όλους!
Ενότητα 3
Η διδασκαλία του παραδοσιακού κρητικού τραγουδιού και οι συνεργασίες με σπουδαίους μουσικούς
00:35:18 - 00:46:52
Θέλεις να πάμε λιγάκι στο κομμάτι το σημερινό και του τραγουδιού και τα σεμινάρια που κάνεις.
Ό,τι θέλεις. Ναι, βεβαίως. Σεμινάρια. Να σου πω ότι στο Ηράκλειο, όταν πρωτοήρθα και έψαχνα να βρω μία ομάδα να συμμετέχω για να χορεύω, ως επί το πλείστον. Γιατί αυτή ήταν η ιδιότητά μου. Ήθελα να χορεύω κάπου για να κοινωνικοποιηθώ και ήτανε το χόμπι μου, αυτό που μου άρεσε. Βρήκα τον Μανώλη τον Παπαδάκη, που ήτανε συνομήλικός μου, μπορεί και λίγο μικρότερος. Με τη γυναίκα του είχανε ανοίξει το «Χορωδείον» και προσπαθούσανε να σώσουν πράγματα και να διδάξουν κυρίως από την Κεντροανατολική Κρήτη. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα από τον Μανώλη, και πολύ ωραία παρέα κάναμε μ’ όλα τα παιδιά που ήταν εκεί. Κάποιους τους γνώρισες στο γλέντι με τον Σγουρό. Ο Μανώλης ήτανε ο πρώτος που μου πρότεινε να διδάξω τραγούδι για να βοηθήσω την ομάδα, επειδή εκείνος ενσωμάτωνε το τραγούδι μέσα στις παραστάσεις του μαζί με τον χορό. Και μου ζήτησε να τον βοηθήσω και να ξεκινήσω να διδάσκω. Το έκανα, λοιπόν, με πολλή χαρά, γιατί ήταν το περιβάλλον εκεί κλειστό και φιλικό. Μετά που άρχισα να βγαίνω λίγο πιο πολύ προς τα έξω ότι τραγουδάω και να τραγουδάω δημόσια, και μετά κυρίως τη γνωριμία μου και τη συνεργασία με τον κύριο Ross Daly, μου πρότεινε εκείνος να ξεκινήσω να διδάσκω, πλέον, στον «Λαβύρινθο». Στον θεσμό που έχει στο Χουδέτσι σαράντα χρόνια τώρα, και προσπαθεί να διαδώσει τη τροπική μουσική. Ήταν μεγάλη μου τιμή. Είχα τρομερό άγχος, γιατί εκεί ήξερα ότι φέρνει κορυφαίους μουσικούς να διδάξουν, και του ’λεγα: «Ρε συ Ross, εγώ δεν ξέρω», του λέω, «μουσική. Τι θα πάω να κάνω δίπλα σε τέτοιες προσωπικότητες που φέρνεις;». «Όχι», μου λέει, «αυτό που ξέρεις, αυτό θα διδάξεις!». Με βοήθησε πάρα πολύ, και πίστεψε σ’ αυτό που μπορούσα να κάνω. Είχε πολλή πλάκα, γιατί τον πρώτο χρόνο που μου πρότεινε να διδάξω… Εγώ είχα ωστόσο μείνει έγκυος στην Ειρήνη μου, στο τρίτο παιδί, και δεν του το είχα πει ότι είμαι έγκυος. Ήμουνα δύο μηνών, τριών, και ήταν να διδάξω το επόμενο καλοκαίρι, και του λέω: «Ross, πότε θα είναι τα σεμινάρια;». Μου λέει «Τότε». Του λέω: «Δύσκολο μάλλον, γιατί εγώ θα είμαι με το μωρό στην αγκαλιά». Έτσι την πρώτη χρονιά εκείνη δε δίδαξα. Την επόμενη –το 2016 ήταν αυτό–, την επόμενη, όμως, πήγα με το μωρό στον μάρσιπο, και μία βδομάδα εκεί κάναμε τριαντάωρα σεμινάρια κρητικού τραγουδιού. Ήτανε συγκινητικό να βλέπεις την ανταπόκριση μουσικών, που είχαν έρθει απ’ όλο τον πλανήτη, από Αυστραλία, από Ευρώπη, από Αμερική. Το ενδιαφέρον που δείχνανε για την τοπική μας μουσική, που είμαστε μια κουκκιδίτσα, ας πούμε, στον χάρτη. Και το πόσο συγκινούνταν με τον στίχο και τις μελωδίες, και πόσο το θαύμαζαν και ήθελαν να το να το ψάξουν σε βάθος… Μου ’δωσε φτερά αυτή η εμπειρία. Από τότε συνεχίζω να διδάσκω κάθε χρόνο. Συνέχισα και στον Μανώλη ταυτόχρονα στο Χορωδείο, έτσι στο φιλικό αυτό πλαίσιο. Για τους Κρήτες μουσικούς, ή τραγουδιστές, νομίζω πως είναι λίγο παράταιρο να διδαχτούν το παραδοσιακό τους τραγούδι, γιατί όλοι μαθαίνουν βιωματικά ακόμα. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουνε γλέντια πολλά, έχουν όλοι συγγενείς, φίλους, παππούδες, γιαγιάδες που κάτι ξέρουν, κάτι τραγουδάνε. Το ζούνε στους γάμους, το ζούνε στις χαρές. Οπότε, ναι, η ανταπόκριση του τοπικού κοινού στο να έρθει να μάθει να τραγουδάει –και ειδικά από μία γυναίκα– παραδοσιακά κρητικά τραγούδια –που είναι μια, κακά τα ψέματα, ανδροκρατούμενη κατάσταση– είναι λίγο μυστήριο. Είχα, λοιπόν, λίγα άτομα να συμμετέχουν, αλλά με πάρα πολλή όρεξη. Και κορίτσια. Βέβαια. Άντρας κανείς για αρχή! Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει και άντρες να δείχνουν ενδιαφέρον ή παιδιά, αγόρια, και θέλουν να μάθουνε, να διδαχτούν σε μία αίθουσα παραδοσιακό τραγούδι. Είναι πιο εξοικειωμένοι με το να διδάσκονται όργανα, παραδοσιακά όργανα. Ναι, αυτό γίνεται εδώ και δεκαετίες. Τραγούδι, όχι. Αλλά τώρα τα τελευταία χρόνια, αφού έχουμε 2022, μετά από οχτώ χρόνια, πλέον, και μετά τον κορονοϊό και την απομόνωση και την απομάκρυνση, και αφού διαδόθηκαν πολύ και τα διαδικτυακά μαθήματα –γιατί δε σταματήσαμε με τον Λαβύρινθο, συνεχίσαμε διαδικτυακά όλο αυτό το διάστημα–, αρχίζει να αλλάζει το πράγμα. Βλέπω ότι πλέον δεν είναι μόνο η παγκόσμια μουσική κοινότητα, που ενδιαφέρεται για το ύφος και τη μουσική της Κρήτης, είναι και οι ντόπιοι που αρχίζουν να το βλέπουν λίγο διαφορετικά, στο κομμάτι τραγούδι, βέβαια.
Εδώ όταν θα πας σε κάποιο γλέντι και σε δουν από κάτω να είσαι, θα σου πούνε να ανέβεις και να πεις ένα τραγούδι[00:40:00], έτσι;
Όχι πάντα. Συμβαίνει, όμως, πολλές φορές. Άμα τύχει να γνωριζόμαστε πιο πολύ με τους μουσικούς που παίζουνε, θα με καλέσουν μερικές φορές. Εκεί, βέβαια, με πιάνει πανικός. Ανεβαίνω πάνω και λέω: «Δε θυμάμαι τίποτα! Δεν ξέρω γιατί με καλέσατε εμένα εδώ πάνω να τραγουδήσω!». Ούτε στίχους θυμάμαι ούτε μελωδίες. Παίζουν τραγούδια και δεν τα αναγνωρίζω. Δεν είμαι για το πάλκο. Τελικά, είμαι της παρέας. Το λέω και το πιστεύω! Και στα σεμινάρια έχει πολλή πλάκα, γιατί πάντα στην εισαγωγή μου τους λέω: «Εγώ δεν είμαι μουσικός, είμαι συλλέκτης τραγουδιών και μίμος». Έχω μάθει μιμούμενη άλλους ανθρώπους να τραγουδάω. Ό,τι, όμως, ξέρω, προσπαθώ να το περάσω. Και παρόλο που δεν έχω μουσικές γνώσεις και δεν ξέρω να τους εξηγήσω πράγματα τεχνικά πάνω στο τραγούδι, τους το διδάσκω με τον τρόπο που μπορώ να το αναλύσω εγώ μες στο κεφάλι μου, ας πούμε, και με τον τρόπο που το διδάχτηκα για ένα διάστημα απ’ τον κύριο Χρόνη Αηδονίδη. Στην Αθήνα, αφού τελείωσα τις σπουδές μου και επέστρεψα και ήμουνα πλέον εργαζόμενη, εντόπισα εντελώς τυχαία σ’ ένα ωδείο ότι θα δίδασκε ο κύριος Χρόνης. Και επειδή λάτρευα και τη μουσική της Θράκης και της Μακεδονίας, θα δίδασκε Μακεδονία-Θράκη, λέω: «Αυτό δεν πρέπει να το χάσω!». Πήγα, λοιπόν, δύο ήτανε ή τρία χρόνια και παρακολούθησα τα μαθήματα που έκανε εκεί. Και εκείνος ήταν εντελώς βιωματικός, τραγουδούσε. Το ’κοβε κομμάτι-κομμάτι και έπρεπε να επαναλάβουμε, να μιμηθούμε στον βαθμό που μπορούσε ο καθένας τους κελαηδισμούς της φωνής του. Πολύ ωραία εμπειρία. Κάπως έτσι προσπαθώ να το κάνω και εγώ. Όσο πιο απλό γίνεται και φυσικό, για να το εισπράττει και αυτός που ξέρει μουσική αλλά και αυτός που δεν ξέρει. Μπορεί, όμως, με το αυτί να μιμηθεί και να μάθει.
Παρ’ όλ’ αυτά, είναι κάτι που εκφράζεσαι μέσα απ’ αυτό;
Ναι, οπωσδήποτε. Αισθάνομαι καλά. Το συζήταγα και με τον γιο μου πρόσφατα, μάλιστα. Ό,τι και να ’χω –ένταση, στεναχώρια, μεγάλη χαρά–, όταν θα ξεκινήσω να τραγουδάω, έρχομαι σε μία αρμονία. Ισορροπώ. Τραγουδάω πολύ, μόνη μου μες στο σπίτι. Σφουγγαρίζω, μαγειρεύω, τραγουδάω!
Είναι διέξοδος το τραγούδι;
Βγαίνει πολύ φυσικά. Με εκφράζει. Μελετάω και πολύ μ’ αυτόν τον τρόπο. Όταν κάτι μ’ ενδιαφέρει και μ’ αρέσει, το μελετάω προσπαθώντας να το μιμηθώ. Οπότε τραγουδάω μόνη μου πολύ…
Υπέροχα. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη.
Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ.
Για όσα μου είπες και μοιράστηκες μαζί μας. Θα ήθελες να σκεφτείς κάποια δυνατή εμπειρία από ένα γλέντι στην Κρήτη ενδεχομένως; Από κάτι που να το θυμάσαι και να λες: «Κοίτα να δεις τι κάναμε τότε!».
Ένα γλέντι στην Κρήτη, μια δυνατή εμπειρία… Δεν έχω κάτι να ξεχωρίσω, ειλικρινά. Έχω μόνο να θυμηθώ την απόλυτη ευτυχία, αυτήν τη νιρβάνα, ας πούμε, στην οποία βρισκόμουνα στιγμές μετά από ένα ωραίο γλέντι. Που είχε να κάνει πάντα και με το ποιους ανθρώπους είχα πλάι μου. Να έχω ανθρώπους που αισθάνομαι δίπλα τους ασφάλεια, που τους αγαπώ, μ’ αγαπούν και σεβόμαστε ο ένας τον άλλο και ξέρω ότι εκτιμάνε αυτό που ακούνε, ή αυτό που χορεύουνε, όπως το νιώθω και εγώ. Με τον ίδιο τρόπο. Θεωρώ μεγάλη ευλογία ότι είχα την τύχη να έχω φίλους που είχαν αυτά τα χαρακτηριστικά και μοιραστήκαμε πολύ δυνατές στιγμές γλεντιού. Δεν έχω να ξεχωρίσω γλέντι με κάποιον συγκεκριμένο καλλιτέχνη. Έχω να ξεχωρίσω στιγμές με φίλους, που ήτανε πολύ δυνατές, είτε ήτανε σε γλέντι επίσημο είτε ήτανε ιδιωτικά στην αυλή, στο μπαλκόνι του σπιτιού που παίζαμε και τραγουδούσαμε μαζί. Ήταν το ίδιο δυνατές οι στιγμές και ευγνωμονώ που είχα την ευκαιρία να τις ζήσω. Μακάρι να ’χουνε και τα παιδιά μας τέτοιες ευκαιρίες. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για την παρέα.
Εγώ ευχαριστώ.
Θα ήθελες να μας πεις κάποιο τραγούδι;
Πολύ ευχαρίστως. Να πούμε ένα τραγούδι. Τραγούδια τα λέγανε στα μέρη τα δικά μας, δεν τα λέγανε ριζίτικα. Ένα τραγούδι που θυμάμαι τον παππού, ήταν από τα πρώτα που έλεγε πάντα στο τραπέζι, της ταύλας το τραγούδι. «Αφήσετε τσ’ αθιβολές και τα ροζοναμέντα να πουν τραγούδι του σκαμνιού, να πουν τραγούδι του σκαμνιού, την ταύ[00:45:00]λα να πρεπίσει, γιατί κι η ταύλα θέλει το κι η συντροφιά καλεί το. Χίλια καλωσορίσατε, αμάν, σιγά σιγά τα μάτια μου, με τρόπο τα σηκώνω και βλέπω την παρέα μου και την εκαμαρώνω».
Φωτογραφίες

Το μπαϊράκι του γάμου

Το τραπέζι του γάμου
Οι κουλούρες και τα ξεροτήγανα στο τραπέζι ...

Το γλέντι του γάμου
Ο χορός της νύφης.

Μαθαίνοντας χορό το 1981

Ευγενία Τόλη-Δαμαβολίτη
Από την προετοιμασία της ως νύφη. Διακρίνε ...
Περίληψη
Η Ευγενία Τόλη-Δαμαβολίτη ζει και εργάζεται στην Κρήτη. Με καταγωγή από την Κίσσαμο και την Πρέβεζα και μεγαλωμένη στην Αθήνα, αφηγείται στιγμές από τη ζωή της με επίκεντρο την παραδοσιακή μουσική και τον χορό. Αναφέρεται στη μύηση στο τραγούδι και τον χορό από την οικογένεια και τις παρέες, καθώς και στις εμπειρίες που αποκόμισε από τους πολιτιστικούς συλλόγους. Τέλος, μιλά για τα έθιμα που πραγματοποιήθηκαν στον γάμο της στην Κρήτη.
Αφηγητές/τριες
Ευγενία Τόλη-Δαμαβολίτη
Ερευνητές/τριες
Αριστούλα Τόλη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/08/2022
Διάρκεια
46'
Περίληψη
Η Ευγενία Τόλη-Δαμαβολίτη ζει και εργάζεται στην Κρήτη. Με καταγωγή από την Κίσσαμο και την Πρέβεζα και μεγαλωμένη στην Αθήνα, αφηγείται στιγμές από τη ζωή της με επίκεντρο την παραδοσιακή μουσική και τον χορό. Αναφέρεται στη μύηση στο τραγούδι και τον χορό από την οικογένεια και τις παρέες, καθώς και στις εμπειρίες που αποκόμισε από τους πολιτιστικούς συλλόγους. Τέλος, μιλά για τα έθιμα που πραγματοποιήθηκαν στον γάμο της στην Κρήτη.
Αφηγητές/τριες
Ευγενία Τόλη-Δαμαβολίτη
Ερευνητές/τριες
Αριστούλα Τόλη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/08/2022
Διάρκεια
46'