«Πήγε η γιαγιά μου και πήρε μία νάρκη, νόμιζε ότι οι νάρκες ήταν πιάτα»: Ιστορίες και έθιμα του Καλάμου Αττικής από το 1900 ως τις μέρες μας
Ενότητα 1
Έθιμα του Γενάρη και το αμίλητο νερό
00:00:00 - 00:11:35
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι 19 Αυγούστου 2022, βρισκόμαστε στις Λεμονιές των Αγίων Αποστόλων Αττικής με τον κύριο Δημήτρη Μίχα. Είμαι ο Κοροσιάδης Φώτης, είμαι …όμπους στην κάθε βέργα που θα κάνει το σταφύλι, αφήνουνε τρεις κόμπους. Αυτά με τα έθιμα του Γενάρη, να προχωρήσουμε σιγά-σιγά στο Φλεβάρη;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 2
Έθιμα του Φλεβάρη και η αρβανίτικη φορεσιά
00:11:35 - 00:47:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ο Φλεβάρης... Κάποιες φορές, βέβαια, κάποια από αυτά που θα αναφέρουμε τα έθιμα είναι και μέσα στο Μάρτη... Αναλόγως με το πώς θα είναι το Π…ίκια από μένα, απ' το σπίτι μου...». Και αν δεν χώνευαν και κάποιον στη γειτονιά ή κάποιο συγγενή, λέγανε: «Πήγαινε στο σπίτι του τάδε...».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Ενότητα 3
Έθιμα του Μάρτη και το τοπικό μοναστήρι
00:47:24 - 00:55:32
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να συνεχίσουμε τώρα με το Μάρτη, ίσως έχουμε κάποια άλλα... Όχι ίσως, έχουμε πολλά έθιμα. Θα αναφέρω τώρα ένα εκκλησιαστικό έθιμο. Θα πω λίγ…η μου, δεν τις λένε "κυρίες", ούτε "καλόγριες", που λες. Τις λένε "αδελφές" ή "μοναχές"». Ε τώρα, βέβαια, το γνωρίζω και απευθύνομαι σωστά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 4
Έθιμα του Απρίλη και η επίσκεψη του βασιλιά
00:55:32 - 01:11:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και συνεχίζοντας με τα έθιμά μας, θα περάσουμε στο μήνα Απρίλη. Εδώ, θα μιλήσουμε για τα πασχαλινά έθιμα. Όσα θυμάμαι, όσα ξέρω και όσα συνε… ώρα. Αλλά ξέρω αυτό το περιστατικό με το κρασί, που ήπιε απ' το ποτήρι του προέδρου, φοβούμενος μήπως του έχουν βάλει κάτι μέσα στο κρασί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 5
Έθιμα του Μάη και ο θησαυρός του χωριού
01:11:55 - 01:30:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και συνεχίζουμε την ιστορία μας με τα έθιμα τα αρβανίτικα, κυρίως, του Καλάμου, και αισίως έχουμε φτάσει στο μήνα Μάιο. Από την πρώτη κιόλας…ε στ ο χωριό, δεν ξέρω, έτσι σαν αστεία για να κυκλοφορούνε και αυτοί οι θρύλοι. Δεν ξέρω τώρα τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα σε αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Έθιμα του Ιούνη και μοιρολόγια
01:30:10 - 01:54:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και αφού μιλήσαμε και για το θησαυρό, από τα έθιμα φτάσαμε στο θησαυρό, ας γυρίσουμε τώρα στον Ιούνη... Και αφού μιλήσαμε για το πρωτομαγιάτ…α τα αρβανίτικα μοιρολόγια και τα ελληνικά μοιρολόγια. Ας τα αφήσουμε όλα, όμως, τώρα, γιατί από τα έθιμα του Ιούνη φτάσαμε στα μοιρολόγια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Έθιμα του Ιούλη και οι οπτασίες της Αγίας Κυριακής και της Αγίας Μαρίνας
01:54:12 - 02:21:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και συνεχίζουμε, τώρα, με τον Ιούλη μας. Με τον Ιούλη, τώρα, είναι ένας καλοκαιρινός μήνας, οι άνθρωποι είναι κυρίως στις αγροτικές εργασίες… Αγία Παρασκευή. Πιστεύω ότι και του χρόνου, να είμαστε καλά, ότι πάλι θα συντηρήσουμε την εκκλησία και ότι θα αναβιώσει το πανηγυράκι μας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 8
Έθιμα του Αυγούστου, Άγιος Τιμόθεος και παρατσούκλια μεταξύ γειτονικών χωριών
02:21:41 - 02:48:37
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και με τούτα και με κείνα, φτάσαμε στο μήνα Αύγουστο, τον πιο όμορφο μήνα του καλοκαιριού. Τον Αύγουστο, στο χωριό γιορτάζει το μοναστήρι μα…, τα λέμε «τσαπέλες». Και ερχόμαστε τώρα, αφού που περάσαμε στο... Είπαμε για το μήνα Αύγουστο αρκετά, θα έρθουμε τώρα στο μήνα Σεπτέμβριο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Έθιμα του Σεπτέμβρη και συνταγές
02:48:37 - 03:00:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ο μήνας Σεπτέμβρης, ο τελευταίος... Ή ο πρώτος μήνας του φθινοπώρου είναι; Όχι, είναι ο τελευταίος του καλοκαιριού, νομίζω... Ναι, ναι, γιατ…ρέπει, συγγνώμη, πρέπει να ασχοληθείς πολύ την πρώτη, δεύτερη μέρα, για να τον τρίψεις γρήγορα και για να στεγνώσει καλά, να μην έχει θέμα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 10
Έθιμα του Οκτώβρη και ξεμάτιασμα της άφτρας
03:00:34 - 03:14:40
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και έτσι τελειώσαμε το Σεπτέμβρη και πάμε τώρα στον Οκτώβρη. Σου είπα ότι θα αναφέρω τον τρύγο εδώ, στον Οκτώβρη, γιατί συνήθως, έτσι, στις …ύ ωραίο κρασί. Κάναμε τη γνωστή ρετσίνα, που λένε. Για αυτό τη λένε ρετσίνα, γιατί βάζουν μέσα λίγο ρετσίνι, ρητίνη, δηλαδή, λέγεται σωστά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 11
Έθιμα του Νοέμβρη και «σχολάδες»
03:14:40 - 03:20:35
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και με τούτα και με κείνα, φτάσαμε στο μήνα Νοέμβρη. Το μήνα Νοέμβρη, μαζεύουμε τις ελιές, ακόμη και τώρα. Ξεκινάμε, δηλαδή, το Νοέμβρη, περ…αφέρουμε ότι είμαστε στο Νοέμβρη τώρα και αυτά, της Μεσοσπορίτισσας δεν έκαναν, έτσι, τέτοιες αγροτικές εργασίες αυτή τη μέρα, σταματούσαν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 12
Έθιμα του Δεκέμβρη και το θαύμα της Αγίας Βαρβάρας
03:20:35 - 03:37:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και τώρα, πάμε στο Δεκέμβρη. Είναι του Αγίου Νικολάου στις 6 και στις 4 είναι της Αγίας Βαρβάρας. Αγία Βαρβάρα δεν είχαμε στο Κάλαμο για πολ…και πιστεύω ότι θα συνεχίσουμε να τα βιώνουμε και ότι θα περάσουνε και στις νέες γενιές κάποια από αυτά. Πώς προέκυψε η σχέση σου με τη...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 13
Παλιές οικογενειακές τραγωδίες
03:37:24 - 03:50:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η αγάπη μου για τα έθιμα, για την παράδοση νομίζω ότι ξεκίνησε από τις ιστορίες που μου αφηγούταν η γιαγιά μου, η οποία –μακάρι να την είχες…ε πολύ μικρό παιδί ίσως... Δε νομίζω ότι θα το θυμάται καν ή θα το ξέρει καν ή θα το ξέρανε πια. Αλλά ναι, είναι, έτσι, φοβερές ιστορίες...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 14
Ιστορίες απ' τα χρόνια της Κατοχής
03:50:20 - 04:07:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και για να κλείσουμε, θα σου πω και μία ιστορία που ξέρω, έτσι, από την περίοδο της Κατοχής, θα σου αναφέρω μερικές ιστορίες, που τις ξέρω κ… πάντα καλά. Και γιατί όχι, αν μας δοθεί πάλι ευκαιρία, να ξανακάνουμε κάτι παρόμοιο. Να είσαι καλά. Σου εύχομαι τα καλύτερα. Σε ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είναι 19 Αυγούστου 2022, βρισκόμαστε στις Λεμονιές των Αγίων Αποστόλων Αττικής με τον κύριο Δημήτρη Μίχα. Είμαι ο Κοροσιάδης Φώτης, είμαι Ερευνητής στο Istorima. Δημήτρη, αρχικά, σε ευχαριστώ για τη συνέντευξη. Θες να μας πεις δυο λόγια για σένα;
Καλημέρα, Φώτη μου, εγώ σ' ευχαριστώ πάρα πολύ για την τιμή που μου έκανες να με επιλέξεις να μιλήσω στην έρευνά σου αυτή. Ονομάζομαι Δημήτρης Μίχας, κατάγομαι απ' τον Κάλαμο Αττικής, είμαι 38 ετών. Έχω τελειώσει το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και χάρηκα ιδιαίτερα όταν μιλήσαμε, γιατί το κομμάτι αυτό είναι κάτι που με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Έχω ξαναμιλήσει για τα έθιμα του τόπου μου και χάρηκα ιδιαίτερα όταν μου έγινε η πρότασή σου αυτή. Θα μιλήσουμε σήμερα για τα έθιμα του χωριού μου και αποφάσισα, καθώς είναι πάρα πολλά, να μιλήσουμε για αυτά ξεχωριστά, σε κάθε μήνα, τι έθιμο υπάρχει.
Άρα θέλεις να ξεκινήσουμε από το Γενάρη...
Έτσι πρέπει να ξεκινήσει ούτως ή άλλως ο κύκλος, ναι. Ο μήνας Γενάρης. Από την πρώτη κιόλας μέρα του Γενάρη, έχουμε κάποια έθιμα. Το πρώτο έθιμο, το οποίο γίνεται την Πρωτοχρονιά, ξημερώνοντας, λοιπόν, η πρώτη του Γενάρη, είναι το έθιμο της μπόσκας. «Μπόσκα» ονομάζουμε εδώ –είναι αρβανίτικη λέξη– και ονομάζουμε εδώ την αγριοκρεμμύδα, «μπόσκα», ή αλλιώς, διαφορετικά, λέγεται «βασιλοχτύπι». Είναι, λοιπόν, μια μεγάλη αγριοκρεμμύδα, η οποία έχει ένα τεράστιο κεφάλι στο κάτω μέρος και πάνω έχει πράσινα φύλλα. Ανεβαίνουμε στο βουνό κάθε χρόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και προσπαθούμε να βρούμε μία αγριοκρεμμύδα, η οποία να είναι φυτρωμένη μόνη της στο βουνό μέσα, στο δάσος, όχι μαζί με άλλες, πρέπει να είναι μονή, δηλαδή. Σκαλίζουμε το έδαφος περιμετρικά και τη βγάζουμε και προσπαθούμε, όπως τη βγάζουμε, να μην τη χτυπήσουμε, να μην της κάνουμε, δηλαδή, καμιά πληγή πάνω στο κεφάλι της, στο σώμα της και κάτω να υπάρχουνε ρίζες, να κρέμονται ρίζες, δηλαδή, κάτω απ' το κεφάλι, δηλαδή, να μην έχει βγει χωρίς ρίζες ή με κάποιο χτύπημα. Τη βγάζουμε, λοιπόν, την κρεμμύδα, πηγαίνουμε και σε κάποιο κτήμα που έχουμε ελιές, κόβουμε και μια κλάρα ελιά –την ονομάζουμε θαλιά– και την πηγαίνουμε στο σπίτι, αλλά δεν τη βάζουμε μέσα, την αφήνουμε έξω. Και όταν γίνεται η αλλαγή του χρόνου, το βράδυ, στις 12:00 η ώρα, κάποιος βγαίνει εκείνη την ώρα έξω ή τα ξημερώματα, τέλος πάντων, παίρνει την αγριοκρεμμύδα και χτυπάει έναν-έναν τους άλλους της οικογένειας και τους εύχεται να είναι σιδεροκέφαλοι και καλή χρονιά. Είναι ένα πολύ ωραίο έθιμο, το διατηρούμε ακόμα και τώρα. Και κάθε χρόνο, εγώ ο ίδιος πηγαίνω με τον αδερφό μου στο βουνό και βγάζουμε αγριοκρεμμύδες, όχι μόνο για το σπίτι μας, αλλά και για τους υπόλοιπους συγγενείς μας. Είναι πολύ ωραίο έθιμο και είναι και συμβολικό, αλλά είναι και λίγο αστείο, τέλος πάντων, να κοιμούνται κάποιοι στο κρεβάτι και να μπαίνουν οι άλλοι να τους χτυπάνε στο κεφάλι με την κρεμμύδα. Είναι, όμως, πολύ όμορφο και εγώ κάθε χρόνο το αναβιώνω, έτσι, με τον αδερφό μου, πηγαίνω. Και κάποιοι άνθρωποι, ξέρω, από το χωριό, εδώ, ότι πηγαίνουν και βγάζουνε πολλές σε ποσότητα και τις εμπορεύονται. Δηλαδή, βγάζουν και κάποια χρήματα, το κάνουνε και σαν εμπόριο, σαν εργασία. Είναι ένα... Πώς να το πω; Επιπλέον εισόδημα για κάποιες οικογένειες, πηγαίνουν εκείνη τη μέρα και βγάζουνε κρεμμύδες, πέντε-έξι ημέρες πριν, και τις πουλούν στην αγορά. Να συνεχίσουμε με ένα άλλο έθιμο τώρα. Είναι τα έθιμο του πρωτοχρονιάτικου ψωμιού, είναι η λεγόμενη βασιλόπιτα. Η βασιλόπιτα, όμως, εδώ που υπάρχει, η αρβανίτικη, και δεν έχει καμία σχέση με αυτές που ξέρουμε του εμπορίου, τέλος πάντων, τις βασιλόπιτες, τα τσουρέκια τα πολίτικα, που λένε, τα γλυκά κι αυτά. Εδώ, η βασιλόπιτα είναι ένα απλό ψωμί, το καθημερινό ψωμί που τρώνε οι οικογένειες. Είναι πολύ απλό, έχει μόνο αλεύρι, νερό και μαγιά. 'Ντάξει, τα παλιότερα χρόνια δε χρησιμοποιούσαν μάγια, υπήρχε προζύμι σπιτικό, τώρα βάζουν τη μαγιά. Ποια είναι η διαφορά που έχει από το καθημερινό ψωμί που μπορεί να ζυμώνει μια νοικοκυρά. Είναι ότι στο πάνω μέρος του, στην επιφάνεια του, κεντούνε κάποια κεντίδια, κάποια σύμβολα με το ζυμάρι, τα οποία συμβολίζουν κάτι. Λοιπόν, κάνουν ένα τεράστιο σταυρό στη μέση, πρώτα, και χωρίζουν το ψωμί σε τέσσερα τέταρτα. Και στο κάθε τέταρτο βάζουν διάφορα σύμβολα. Στο ένα τέταρτο βάζουν το χέρι της Παναγίας, δηλαδή, σχηματίζουν με το ζυμαράκι πέντε δάχτυλα. Στο άλλο τέταρτο, βάζουν τα άτομα της οικογένειας, κάνουνε διάφορες μπιλίτσες, δηλαδή, για να συμβολίσουν το κεφαλάκι, αναλόγως πόσα άτομα έχει κάθε οικογένεια και γύρω-γύρω βάζουν μία γραμμούλα για να τα περικλείουν, υποτίθεται, μέσα στο σπίτι. Στο επόμενο τέταρτο, βάζουν τα κτήματα της κάθε οικογένειας και στο τελευταίο βάζουν την καλή χρονιά ή τα χρόνια πολλά. Τα παλαιότερα χρόνια, απ' ό,τι μου έχει πει η μητέρα μου, επειδή ήταν διαφορετικές οι ασχολίες της κάθε οικογένειας, ήταν λίγο διαφορετικά τα σύμβολα, δηλαδή σε κάποια απεικόνιζαν αυτοί που είχαν πρόβατα, τα πρόβατα, τα χωράφια πιο αναλυτικά, γιατί υπήρχαν περισσότερες καλλιέργειες, ή έφτιαχναν, ξέρω εγώ, τον καλλιεργητή επάνω μαζί με το άροτρο... Και όσοι, ξέρω εγώ, ήταν ναυτικοί εδώ στους Αγίους Αποστόλους, κάτω, έφτιαχναν κάποια καράβια. Τώρα έχουν αλλάξει λίγο τα σύμβολα, λόγω του ότι οι περισσότεροι ασχολούνται με άλλες εργασίες, αλλά το έθιμο παραμένει ίδιο και γίνεται κάθε χρόνο. Βέβαια, οι οικογένειες, οι οποίες βρίσκονται σε πένθος, συνήθως δεν κάνουν βασιλόπιτα την Πρωτοχρονιά και τους πηγαίνουν άλλοι συγγενείς, οι οποίοι δεν έχουν πένθος.
Αλλά είχε φλουρί... Φλουρί είχε όμως μέσα, σε κάθε περίπτωση...
Βεβαίως έχει φλουρί, κάθε χρόνο υπάρχει φλουρί και την ώρα που το κόβουμε, πάντα κοιτάζουμε που πηγαίνει, δηλαδή, αν θα πάει στο σπίτι, σημαίνει ότι θα υπάρχει υγεία στα άτομα και ευτυχία και ευημερία. Αν, όπως κοπεί, θα πάει στην Παναγία, στο χέρι της Παναγίας, το αφιερώνουμε στην Παναγία, ότι θα έχουμε την προστασία της όλη τη χρονιά. Αν θα πάει στο τέταρτο, που είναι τα κτήματα, σημαίνει ότι θα έχουμε καλή σοδειά στα κτήματα μας και θα έχουμε καλή, μεγάλη παραγωγή. Και αν θα πάει στην καλή χρονιά ή στο χρόνια πολλά, σημαίνει ότι θα είναι μια καλή χρονιά γενικά και ότι θα ζήσουν πολλά χρόνια τα μέλη του σπιτιού. Καθώς μιλάμε για τα έθιμα του Γενάρη και της Πρωτοχρονιάς, κυρίως, θυμήθηκα τώρα ένα παλιό έθιμο, το οποίο μου το είχε αναφέρει η γιαγιά μου, το οποίο, βέβαια, στις μέρες μας δεν τηρείται πια, όμως το έχω σαν άκουσμα. Και, μάλιστα, όταν το είχα ακούσει πρώτη φορά, με είχε, έτσι, συγκλονίσει, γιατί είναι ένα έθιμο, το οποίο το τηρούσαν στα χρόνια της γιαγιάς μου, αλλά είναι μια ιστορία, τώρα, που θα σας αφηγηθώ λίγο, έτσι, στενάχωρη και λίγο τρομακτική. Είναι το έθιμο με το αμίλητο νερό που στα χρόνια της γιαγιάς μου πήγαιναν και το έπαιρναν από τις πηγές ή από τις δημόσιες βρύσες, γιατί δεν υπήρχε νερό στα σπίτια. Έτσι, λοιπόν, στο χωριό της γιαγιάς μου, το Καπανδρίτι, μία Πρωτοχρονιά βράδυ, μόλις έγινε η αλλαγή του χρόνου στις 12:00 η ώρα, ένας άντρας πήγε στη βρύση να πάρει με το κανατάκι του λίγο νερό για το καλό της χρονιάς. Και καθώς κατέβηκε στη βρύση, συνάντησε μία γυναίκα εκεί και νόμιζε ότι ήταν μια γειτόνισσα του, που την έλεγαν Αντριάνα. Και όπως κατέβηκε και έβαλε το κανατάκι του να γεμίσει στη βρύση –και ήταν μεσάνυχτα και είχε φως μόνο από το φεγγάρι και από τα αστέρια– γύρισε στη γυναίκα αυτή, που καθόταν εκεί στη γωνία με μια στάμνα και της είπε: «Καλημέρα Αντριάνα», αφού είχε περάσει από 00:00 η ώρα, έλεγαν καλημέρα. «Χρόνια πολλά, καλή χρονιά». Η Αντριάνα δεν του μίλησε, όμως, και εκείνος επέμεινε και της είπε πάλι: «Καλημέρα, Αντριάνα, χρόνια πολλά». Εκείνη πάλι δεν του ξαναμίλησε. Τότε ο άντρας τής είπε: «Φαίνεται το έχετε για κακό εσείς οι γυναίκες και το εξετάζετε αυτή τη μέρα να μη μιλάτε», γιατί έπρεπε το αμίλητο νερό που θα 'παιρναν απ' τη βρύση, μέχρι να πάνε στο σπίτι τους από τη βρύση, να μη μιλήσουν σε κανέναν στο δρόμο περαστικό. Για αυτό το λέγαν αμίλητο νερό. Η Αντριάνα, όμως, σύμφωνα με τις διηγήσεις της γιαγιάς μου και κατά το θρύλο και κατά την παράδοση, δεν ήταν η Αντριάνα, ήταν μια γυναίκα νεράιδα, υποτίθεται, που ήταν στη βρύση, που έμοιαζε με την Αντριάνα και θύμωσε που της μίλησε ο άντρας αυτός και «πάλεψε μαζί του», απ' ό,τι μου έλεγε η γιαγιά μου, ακριβώς αυτή την έκφραση, «πάλεψε μαζί του», και του πήρε την ομιλία. Και αυτός ο άνθρωπος γύρισε στο σπίτι του χωρίς ομιλία, «δίχως στόμα», όπως μου έλεγε η γιαγιά μου, αυτή την έκφραση χρησιμοποιούσε, «γύρισε δίχως στόμα», και έκτοτε δεν ξαναμίλησε ποτέ. Οπότε αυτό το έθιμο δεν πρόκειται να το εφαρμόσω ποτέ, γιατί μου έχει μείνει η εμπειρία αυτή, ότι ο άνθρωπος αυτός γύρισε δίχως στόμα. Ένα άλλο έθιμο, που υπάρχει λίγες μέρες μετά την Πρωτοχρονιά, είναι το έθιμο των Θεοφανείων, που παίρνουμε τον αγιασμό... Δύο μέρες γίνεται αγιασμός στην εκκλησία, παραμονή των Θεοφανείων και ανήμερα. Τον αγιασμό τον παίρνουμε την παραμονή των Θεοφανείων, τον βάζουμε μέσα στο σ[00:10:00]πίτι, τον κρατούμε όλο το χρόνο ως φυλαχτό ή τον χρησιμοποιούμε σε κάποιες περιπτώσεις που χρειάζεται. Τον αγιασμό, όμως, που γίνεται την ημέρα των Θεοφανείων, παρόλο που η εκκλησία μας λέει ότι είναι ο μεγάλος αγιασμός και μπορούμε να τον χρησιμοποιούμε και να τον έχουμε στο σπίτι, εμείς εδώ στο χωριό έχουμε την παράδοση να μην τον βάζουμε μέσα στο σπίτι, να τον πηγαίνουμε και να τον ρίχνουμε στα κτήματα, στα δέντρα, στις καλλιέργειες, για να έχουμε καλή σοδειά και μεγάλη παραγωγή. Εδώ ερχόμαστε, βέβαια, σε μία ρήξη η παράδοση με την ορθοδοξία, γιατί ο αγιασμός κανονικά πρέπει να μπαίνει στο σπίτι, αλλά εδώ δεν τον βάζουμε ούτε καν μες το σπίτι, τον αφήνουμε έξω, ρίχνουμε μόνο στις αυλές, στα λουλούδια, στα δέντρα και μετά πηγαίνουμε σε όλα τα κτήματα και ρίχνουμε αγιασμό. Τηρείται ευλαβικά κάθε χρόνο απ' όλες τις οικογένειες, όλοι παίρνουν τον αγιασμό αυτό και πηγαίνουν στα κτήματα τους, συνεχίζεται κανονικά, για να αγιάζονται τα χώματα, τα δέντρα, οι καλλιέργειες και να έχουμε μεγάλη παραγωγή. Και τώρα που μιλάμε για τα κτήματα, να αναφέρουμε και ένα άλλο αγροτικό έθιμο, ότι το κλάδεμα των αμπελιών γίνεται «με το φεγγάρι του Γενάρη». Ξεκινούν όλοι οι αμπελουργοί, όσοι έχουνε αμπέλια ακόμα, πηγαίνουνε και κλαδεύουνε τις μέρες που έχει πανσέληνο, που είναι γεμάτο το φεγγάρι το Γενάρη, να κλαδεύουν τα κλήματά τους. Βέβαια, όχι εξ ολοκλήρου. Κλαδεύουν ένα τμήμα και αφήνουν τρία βλασταράκια, αφήνουν τρεις κόμπους στην κάθε βέργα που θα κάνει το σταφύλι, αφήνουνε τρεις κόμπους. Αυτά με τα έθιμα του Γενάρη, να προχωρήσουμε σιγά-σιγά στο Φλεβάρη;
Ο Φλεβάρης... Κάποιες φορές, βέβαια, κάποια από αυτά που θα αναφέρουμε τα έθιμα είναι και μέσα στο Μάρτη... Αναλόγως με το πώς θα είναι το Πάσχα και η Σαρακοστή πηγαίνουν και τα έθιμα. Κάποια, βέβαια, είναι μέσα στο Φλεβάρη, άλλες χρονιές είναι μέσα στο Μάρτη. Θα ξεκινήσουμε με τα αποκριάτικα μας έθιμα, τα οποία θα τα συναντήσουμε το Φλεβάρη. Συνήθως, η τσικνοπέμπτη μας είναι και το Φλεβάρη, αναλόγως και το πώς θα έρθει το Πάσχα, όπως προανέφερα. Την τσικνοπέμπτη, έχουμε συνηθίσει την τσικνοπέμπτη, σε όλη τη χώρα να ψήνουμε, να υπάρχουν έξω ψησταριές, να υπάρχουν κρέατα, να υπάρχουνε, έτσι, τσίκνα παντού στις γειτονιές, να επικρατεί χαμός, πανικός και αυτά. Όχι ότι εδώ δεν συμβαίνει αυτό, ότι δεν ψήνουνε, ότι δεν είναι έθιμο και εδώ αυτό, η τσικνοπέμπτη, αλλά το τσίκνισμα εδώ είναι λίγο διαφορετικό, από αυτό του ψησίματος έξω, το υπαίθριο, με τα κάρβουνα και τις φωτιές. Εδώ, θα πρέπει η νοικοκυρά, εκτός από αυτό, να κάνει και τσίκνισμα στην κατσαρόλα, δηλαδή τι; Να κάνει μακαρόνια σπιτικά, «σπιτίσια», όπως τα λένε εδώ, ή «γκόγκλιες», είναι δύο διαφορετικά, τα μακριά τα λένε «σπιτίσια μακαρόνια» ή «τσέπιλιες», αρβανίτικα, δεν ξέρω ακριβώς τι σημαίνει, το έχω ακούσει... Οι γκόγκλιες είναι μικρά μακαρόνια, σα σαλιγκαράκια μικρά, που τα κάνουν και αυτά, σπιτικά... Και το τσίκνισμα είναι το τσιγάρισμα που κάνουν με το βούτυρο ή με το λάδι, όταν τα τσιγαρίζουν, δηλαδή, τα καίνε, τα «ζωματάνε», όπως λένε εδώ παραδοσιακά. Δηλαδή, θα πρέπει να γίνει οπωσδήποτε αυτό το τσίκνισμα, όπως επίσης να γίνει κι ένα κοκκινιστό φαγητό πάλι μέσα στο σπίτι, έτσι να βγάλει αυτή τη σάλτσα, τη μυρωδιά μέσα στο σπίτι. Αλλά το κυρίως τσίκνισμα είναι να γίνουν τα μακαρόνια και να ζεματιστούν ή με φρέσκο βούτυρο ή με λάδι και η τσίκνα αυτή που βγάζει το τσιγάρισμα των μακαρονιών, αυτό είναι το τσίκνισμα. Βέβαια, απαραιτήτως θα υπάρχει και ψήσιμο κρέατος, αλλά θα πρέπει να έχει γίνει και το τσίκνισμα αυτό με μακαρόνια. Οι γκόγκλιες, τώρα, που τις θυμηθήκαμε σήμερα, είναι πολύ απλή συνταγή τους, δεν είναι κάτι ιδιαίτερο. Βάζουμε μόνο νερό, αλευράκι και λίγο αλάτι. Η περισσότερη τεχνική είναι στο πώς θα δημιουργηθούν τα μακαρόνια, όχι στο πόσο το ζυμάρι τους... Η συνταγή τους είναι πάρα πολύ εύκολη και απλή, αλλά το θέμα είναι ότι θέλουν πολύ μεγάλη διαδικασία στην προετοιμασία τους και την παραγωγή τους. Δηλαδή, είναι πολύ δύσκολη, ιδίως οι μικρές, που τις λέμε «γκόγκλιες», πρέπει να τις κάνουνε... Ανοίγουνε, ξέρω 'γω, τα ζυμαράκια και τις κάνουνε με το δαχτυλάκι και γίνονται, έτσι, σα μικρά σαλιγκαράκια. Οι γκόγκλιες, λοιπόν, είναι ένα πολύ ωραίο έδεσμα και ανεξαρτήτως Αποκριών, Φώτη μου, θα βάλω μια φορά τη μαμά μου να φτιάξει, να έρθεις να τις δοκιμάσεις, είναι πάρα πολύ ωραίες. Και συνεχίζοντας με τα αποκριάτικα έθιμα, θα πρέπει να αναφερθούμε οπωσδήποτε στο ντιβάνι. «Ντιβάνι» είναι ο παραδοσιακός χορός που γίνεται τις Απόκριες στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ονομάζεται ντιβάνι, προφανώς, επειδή είναι κυκλικός ο χορός, γιατί τη λέξη ντιβάνι τη χρησιμοποιούμε και, γενικά, για το κύκλο. Ας πούμε, όταν καθαρίζουμε τις ελιές γύρω-γύρω από τις κλάρες τους, δηλαδή, από τον κορμό τους και γύρω-γύρω λέμε: «Καθαρίσαμε τις ελιές ντιβάνι σήμερα, τις κάναμε τις ελιές ντιβάνι, τις καθαρίσαμε πολύ καλά». Άρα, λοιπόν, το ντιβάνι δεν έχει καμία σχέση με το παλιό κρεβάτι, που το λέγαν ντιβάνι, έχει σχέση, να κάνει με τον κύκλο, με το άπλωμα, ξέρω 'γω, των ανθρώπων που χορεύουν στην πλατεία, που κυκλώνουν, που περικυκλώνουν όλη την πλατεία. Είναι δημόσιος χορός, δεν γίνεται σε κάποιο μαγαζί ή σε κάποια ταβέρνα ή σε κάποιο καφενείο, γινόταν πάντα έξω... Και η γιαγιά μου μού ανέφερε ότι παλιά έλεγαν: «Αύριο θα χορέψουμε ντιβάνι στην πλατεία, να είσαστε όλοι, να μαζευτείτε όλοι». Παλιότερα, το ντιβάνι γινόταν χωρίς όργανα, χωρίς μουσική, δεν υπήρχανε κάθε χρόνο όργανα, ξέρω... Οπότε, τραγουδούσαν μόνοι τους οι άνθρωποι, πιάνονταν κυκλικά και τραγουδούσαν μόνοι τους. Συνήθως, στο ντιβάνι των Αποκριών χόρευαν κυρίως οι γυναίκες. Όχι ότι αποκλείονταν οι άντρες. Απλά οι γυναίκες... Ήταν και μια ευκαιρία και για κείνες να βγουν από τα σπίτια τους σε ένα χορό. Και οι άντρες χόρευαν, βέβαια, αλλά οι γυναίκες, όταν χόρευαν, λοιπόν, οι γυναίκες και δεν υπήρχαν όργανα –γιατί οι άντρες χόρευαν κυρίως με τα όργανα– οι γυναίκες τραγουδούσανε. Δύο-τρία στην αρχή, πρωτοκορυφαίες του χορού, και μετά ακολουθούσαν οι υπόλοιπες και έπαιρναν το πρώτο στίχο, που τον τραγουδούσαν οι πρώτες, και συνέχιζαν και οι υπόλοιπες, πάλι, με τον ίδιο στίχο. Νομίζω ότι καλό θα ήταν να αναφέρουμε και τη σειρά, πώς χόρευαν στο ντιβάνι. Στην αρχή, ξεκινούσαν οι πιο δυναμικές κοπέλες του χωριού, οι αρραβωνιασμένες ή κάποιες παντρεμένες, στη συνέχεια οι πιο μικρές, πιο μικρές, πιο μικρές, πιο μικρές, μέχρι στο τέλος που έφταναν στα πολύ μικρά κοριτσάκια τα 5, 6, 7 χρονών και μετά πιανόταν και όλα τα υπόλοιπα παιδάκια, η «μαρίδα», όπως έλεγε η γιαγιά μου... Και θα ήταν ωραίο να αναφέρουμε και δύο-τρία τραγουδάκια, αν θέλεις, που τραγουδούσαν στο ντιβάνι. Δηλαδή, ο πρώτος χορός, το πρώτο τραγούδι που έλεγαν, ήταν το «Μπέτε κορίτσια στο χορό», για να ξεκινήσουν να μπαίνουν σιγά-σιγά οι κοπέλες στο χορό... Τραγουδούσαν το: «Μπέτε κορίτσια στο χορό τώρα που έχετε καιρό ύστερα παντρευόσαστε και νοικοκυρευόσαστε». Όταν, λοιπόν, τελείωνε το ένα τραγούδι, αυτό το συγκεκριμένο, υπήρχε ένα δίστιχο για να συνεχίσουν το άλλο τραγούδι. Το τραγούδι αυτό που έλεγαν ήταν το: «Τούτο εσώθη και άλλο βρέστε του χορού τραγούδι πέστε». Ή έλεγαν ένα ακόμα δίστιχο: «Το τραγούδι αυτό τελειώνει ας λαλήσει άλλο αηδόνι» Και το επόμενο τραγούδι, το οποίο έλεγαν, ήταν το: «Παλικάρια ίσα-ίσα όλοι σας σαν τα κυπαρίσσια, του χορού τραγούδι πέστε», για να μπούνε σιγά-σιγά και οι άντρες στο χορό, τους καλούσαν οι γυναίκες μ' αυτό το τραγούδι. Και εκτός από αυτά, τραγουδούσαν και άλλα πολλά τραγούδια και πολλά αρβανίτικα. Δεν ξέρω αν θέλεις να αναφέρουμε και κάνα-δυο αρβανίτικα. Να αναφέρουμε, έτσι; Καλό θα ήταν να αναφέρουμε και μερικά αρβανίτικα, καθώς ο Κάλαμος είναι και αρβανιτοχώρι και έχουμε αρβανίτικη παράδοση. Το πρώτο τραγούδι που τραγουδούσαν είναι το: «Μόι επάρε βάλεσε φλούδα ε πορτοκάλεσε», Που σημαίνει: «Πρώτη του χορού είσαι όμορφη σαν τη φλούδα του πορτοκαλιού». «Φλούδα ε πορτοκάλεσε μπούζα αρραβωνιάρεσε», συνέχιζαν μετά. Δηλαδή, «σαν τη φλούδα του πορτοκαλιού είναι τα χείλη της αρραβωνιασμένης». Και εκτός από αυτό, όμως, τραγουδούσαν και κάποια άλλα τραγούδια, όπως το: «Εμπούκουρ Καλαμιώτεσε μα γιο σι Καμαριώτεσε», δηλαδή, «όμορφη Καλαμιώτισσα, αλλά όχι σαν τη Καμαριώτισσα». Τι είναι τώρα το «Καμάρι», θα με ρωτήσεις... Το Καμάρι, λοιπόν, ήταν, είναι μια περιοχή του χωριού μας, στην οποία βρίσκεται η εκκλησία της Αναλήψεως και υπάρχει και ένα πηγάδι, στο οποίο οι χωριανοί πότιζαν τα ζώα τους στα παλιότερα χρόνια... Το πηγάδι υπάρχει μέχρι τώρα και η ποτίστρα υπάρχει. Αναβλύζει νερό κάθε χρόνο, δεν σταματάει ποτέ και παρά την ξηρασία. Και το Καμάρι και η κορφή του, η τσούκα του Καμαριού, που λέμε, είναι το πιο ψηλό σημείο του χωριού μας... Γιατί λέμε «Καμαριώτεσε», όμως; Γιατί στο Καμάρι υπήρχε παλιότερα μικρός οικισμός. Το χωριό παλιά, ο Κάλαμος, μέχρι και την Επανάσταση του 1821, ναι μεν υπήρχε εκεί που υπάρχει και τώρα, αλλά υπήρχαν και διάφοροι δύο-τρεις άλλοι οικισμοί, και στο Καμάρι ήταν ο μεγαλύτερος οικισμός τότε. Μάλιστα, ξέρω ότι γύρω στο 1950, η γιαγιά μου με την προγιαγιά μου πήγαιναν εκεί και η κουβαλούσαν κεραμίδια και άλλα οικοδομικά υλικά και αγκωνάρια για να χτίσουν κάποιες αποθήκες, ένα πέτρινο φούρνο, τον οποίον τον έχουμε μέχρι και σήμερα στην αυλή μας, υπάρχει... Βέβαια, τότε, είχανε γκρεμιστεί τα χωριά, αλλά ήξερε η γιαγιά μου από τον πεθερό της και από τον προπάππου μας, ότι υπήρχε εκεί οικισμός και για αυτό έχει διασωθεί και το τραγουδάκι αυτό. Και μάλιστα συνέχιζε και έλεγε: [00:20:00] «Εμπούκουρ Καλαμιώτεσε μα γιο σι λιουμασιώτεσε». Στο «λιούμασι», που σημαίνει «ποτάμι» –είναι αρβανίτικη λέξη το «λιούμασι»–, στο λιούμασι υπήρχε ακόμα σε ένα, ένας μικρός οικισμός. Ε και για αυτό έχουν διασωθεί αυτά τα στιχάκια, τα αρβανίτικα, που θέλουν να δείξουν ότι το ένα χωριό έχει πιο όμορφα κορίτσια από τα άλλα. 'Ντάξει, όχι ότι ίσχυε αυτό, απλά τα έλεγαν έτσι και πειρακτικά, ίσως, τις Απόκριες... Τις Απόκριες, που αρβανίτικα ονομάζονται «λίδουρα», και για αυτό υπάρχει και το τραγούδι: «Νάνι ντε τε λίδουρα ντο κοτσέιμ σίγουρα». Δηλαδή, «τώρα τις Απόκριες θα χορέψουμε σίγουρα». Τις Απόκριες, λοιπόν, εκτός από το ντιβάνι, το δημόσιο χορό, γίνονταν και πολλά αστεία πράγματα, όπως διάφορες κηδείες. Έκαναν κηδείες, ξέρω 'γω, αστείες κηδείες, τέλος πάντων... Ο παπάς, ας πούμε, δε φορούσε ράσο, φορούσε ένα μαύρο φόρεμα και μια κατσαρόλα στο κεφάλι για καλυμμαύχι και κάναν διαφορά... Και μάλιστα μου 'χε αφηγηθεί η γιαγιά μου, ότι μία χρόνια, τις Απόκριες, κάποιος είχε ντυθεί παπάς με έναν άσπρο μανδύα και με μία κατσαρόλα... Και μάλιστα, εκείνη τη μέρα γινόταν ένα μνημόσυνο στο χωριό, κάποια κόρη μιας πλούσιας οικογένειας του χωριού, τότε, είχε πεθάνει πριν σαράντα μέρες και είχαν το μνημόσυνο της και, μάλιστα, είχαν φέρει και έναν Δεσπότη στο μνημόσυνο... Και, όπως είχε τελειώσει το μνημόσυνο μετά και έπιναν τον καφέ τους έξω στην πλατεία, εμφανίστηκε ένας ντυμένος παπάς και αντί να πάει, τέλος πάντων, να χαιρετήσει το Δεσπότη, αυτός από μέσα, από το υποτιθέμενο ράσο, ήταν τελείως γυμνός και εμφανίστηκε στο Δεσπότη μπροστά και αντί να τον ευλογήσει, άνοιξε το ράσο και του έδειξε τα γεννητικά του όργανα. Βέβαια, ο κόσμος γέλασε πάρα πολύ. Κρυφά, βέβαια, για να μην τους έβλεπε ο Δεσπότης και ο πρόεδρος του χωριού και αυτά... Ο Δεσπότης ταράχτηκε πάρα πολύ, ήθελε να τον αφορίσει τον παππού αυτόν, αλλά, τέλος πάντων, επενέβη ο πρόεδρος και διάφοροι άλλοι οικείοι της οικογένειας, κάποιοι συγγενείς και του είπαν, τέλος πάντων, ότι είναι και λίγο, κομματάκι χαζός, ενώ άνθρωπος, βέβαια, ήταν πανέξυπνος και πολύ αστείος... Και γλίτωσε, τέλος πάντων, του αφορισμού και της κατάρας που θα το έριχνε ο Δεσπότης και αυτά.
Γινόταν και αναβίωση του αρβανίτικου γάμου;
Ναι, αναβίωση του αρβανίτικου γάμου γίνεται κάθε δύο χρόνια, αλλά, πριν φτάσουμε στον αρβανίτικο γάμο, να σου πω ότι, τις Απόκριες, το πιο ωραίο είναι οι μασκαράδες. Οι μασκαράδες, οι οποίοι και την ημέρα του ντιβανιού ντύνονταν ανά μπουλούκια, ή ένας-δύο-τρεις, με πολύ ωραίες, έτσι, και αστείες εμφανίσεις. «Μουσούνες» ή «μουτσούνες» τούς ονομάζαν από τις μάσκες που φορούσαν, τέλος πάντων, που δεν ήταν μάσκες, βέβαια, όπως αυτές που γνωρίζουμε του εμπορίου που πουλάνε τώρα, ήταν αυτοσχέδιες, δηλαδή, φορούσαν δέρματα ζώων, ή κάλτσες, ή εφημερίδες, ή διάφορες κουκούλες, ή βάφονταν στο πρόσωπο με σουπιά, με τη μελάνι της σουπιάς... Αλλά, κυρίως, με δέρματα ζώων. Και έμπαιναν μες το ντιβάνι και προσπαθούσαν να χαλάσουν λίγο το χορό, να κάνουν αστεία πειρακτικά, να τραβάνε ρούχα από άλλους ανθρώπους... Γιατί, 'ντάξει, οι περισσότεροι στο ντιβάνι ντύνονταν με τις παραδοσιακές φορεσιές, τις αρβανίτικες. Οι γυναίκες με τις αρβανίτικες και οι άντρες με τις φουστανέλες, που λέμε εδώ, τα ρούχα, τα τοπικά... Αλλά αυτοί που έκαναν το περισσότερο γλέντι στο καρναβάλι ήταν οι μασκαράδες. Το έθιμο αυτό γίνεται μέχρι τώρα. Και εγώ πολλές φορές, στην παιδική μου ηλικία, έχω ντυθεί πολλές φορές μασκαράς, δηλαδή, από τη μέρα που ανοίγει το Τριώδιο, μέχρι και τη μέρα που τελειώνει, οποίο βράδυ μπορείς, θέλεις, μπορείς να ντυθείς μασκαράς και να πηγαίνεις επισκέψεις στα σπίτια, όχι μόνο να γυρίζουν, δηλαδή, στις πλατείες ή στους δρόμους μπουλούκια... Αυτό που έκαναν οι μασκαράδες, ήτανε να επισκέπτονται τα σπίτια τα βράδια. Κυρίως, βέβαια, εντάξει, από την αρχή, όπως ανέφερα, του Τριωδίου, ξεκινούσαν τα μπουλούκια με τους μασκαράδες, κυρίως όμως κορυφώνεται την τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς, τις Μεγάλες Απόκριες, που υπάρχει και το τραγουδάκι, «Τις Μεγάλες Απόκριες χορεύουν και γριές με τις βυσσινί ποδιές». Έτσι, είναι αστεία αυτά, πειραχτικά, ότι, και καλά, ξεσηκώνονται ακόμα και οι γριές τις Απόκριες και χορεύουν και εκείνες. Πάρα πολλές φορές έχω ντυθεί μασκαράς με τους συμμαθητές μου, δέκα-δεκαπέντε παιδιά, ακόμη και είκοσι μαζί και πηγαίναμε επισκέψεις στα σπίτια συμμαθητών μας, που δεν ντύνονταν, ή στις γειτονιές. Τώρα, εντάξει, έχει εκλείψει λίγο το έθιμο... Ντύνονται, αλλά με το φόβο ότι μπορεί να 'ναι και κάποιος κλέφτης, οι περισσότεροι πια δεν ανοίγουνε το βράδυ τα σπίτια, ενώ τότε, που ήμουνα εγώ παιδί, άνοιγαν, προσπαθούσαν να ανακαλύψουν ποιος κρύβεται πίσω από τη μάσκα του, ποιος έχει κάνει την πιο ωραία αμφίεση... Και πηγαίναμε στα σπίτια, μας κερνούσανε, κάποιοι μας έκαναν και το τραπέζι, τρώγαμε... Ήταν πολύ ωραίο, το θυμάμαι, έτσι, με πολύ ωραία, με νοσταλγία, μπορώ να σου πω, και με συγκίνηση ίσως, γιατί, 'ντάξει, τώρα να πηγαίνουμε και δεκαπέντε παιδιά μαζί, να προσπαθούμε: «Τι θα ντυθείς εσύ; Τι θα βάλεις εσύ; Φέρε μου μια μάσκα! Φέρε μου μια στολή! Φέρε μου μια μπλούζα! Φέρε μου αυτό!». Ήταν πολύ ωραίο και μακάρι να συνεχιστεί και στις μέρες μας, ήταν πολύ συγκινητικό, έτσι, όμορφο, χαριτωμένο. Και τον αρβανίτικο γάμο, που μου είπες τώρα... Ο αρβανίτικος γάμος νομίζω ότι αναβιώθηκε για πρώτη χρονιά το 2007, αν δεν κάνω λάθος, η το '08... Νομίζω ότι ήταν Γενάρης του '07, ή Φλεβάρης, που αναβιώθηκε, από τον Δήμο τότε Καλάμου, γιατί ήταν τότε Δήμος Καλάμου... Αναβιώθηκε ο αρβανίτικος γάμος. Πλέον, αποτελεί θεσμό της Δημοτικής ενότητας Καλάμου και γίνεται κάθε δύο χρόνια. Τώρα, βέβαια, δυστυχώς, λόγω του κορωνοϊού, κάποιες χρονιές δεν έχει γίνει. Πιστεύω φέτος να γίνει ο αρβανίτικος γάμος, το Φλεβάρη ή το Μάρτη, αναλόγως με το πότε θα πέσουν οι Απόκριες... Και είναι κάτι πολύ όμορφο, μακάρι να είσαι εδώ και εσύ να δεις την αναβίωση φέτος και πολύς κόσμος να έρθει να το δει, είναι μια πολύ ωραία αναβίωση... Γίνεται κανονικά το μυστήριο του γάμου. Εντάξει, βέβαια, δεν γίνεται στην εκκλησία, γίνεται στην πλατεία και ο παπάς, αν υπάρχει, δεν είναι παπάς πραγματικός, είναι ένας ηθοποιός, μαζί με τους άλλους συντελεστές της αναβίωσης. Στόχος μας είναι να αναβιώσουμε κυρίως τα έθιμα, αλλά για να αναβιώσουν τα έθιμα, έπρεπε να υπάρχουνε, να υπάρξει και μία μικρή θεατρική παράσταση, στην οποία γίνεται ο γάμος. Ξεκινάμε με τα έθιμα, με τη γνωριμία των νέων, αν έχουν γνωριστεί μόνοι τους, αλλά κυρίως παρουσιάζουμε τον πιο τυπικό γάμο. Ξεκινάμε, λοιπόν, με το προξενιό, με το σημάδι, τον αρραβώνα, λίγες φασαρίες για την προίκα, για τα κτήματα, τέλος πάντων, για να υπάρχει και κάποιο αστείο στην υπόθεση μέσα, για να γελάσει και ο κόσμος... Εκεί με την προίκα κάποιες φασαρίες, κάποιες αναποδιές, κάποιες ανατροπές, κάποια κουτσομπολιά από συγγενείς, λοιπόν, αυτά... Και φτάνουμε μετά στην εβδομάδα του γάμου, με τα έθιμα, με το στήσιμο του γιούκου. Ο γιούκος είναι η προίκα της νύφης, η κινητή, τα ρούχα της, που τα κάνουμε στοίβα. Ξεκινάμε απ' τα χοντρά ρούχα και φτάνουμε, στο τέλος, στα μαξιλάρια και στο τέλος μπαίνει και η εικόνα στη μέση... Και όλη η οικοσκευή, που είχαν παλιά, ξέρω 'γω, οι σκάφες, στα τέντζερα, τα πιατικά, τα ποτήρια, τα πανέρια... Γίνονται τα κουλούρια του γάμου, τα οποία και αυτά είναι πολύ ωραία ψωμιά, γλυκά όμως αυτή τη φορά. Δεν είναι αλμυρά, είναι γλυκά ψωμιά, είναι σαν τσουρέκι, αλλά πολύ καλύτερο... Δεν ξέρω, τώρα, δεν έχω ακριβώς και πρόχειρη τη συνταγή, αλλά μπορώ να σου πω κάποια πράγματα. Ξέρω ότι έχει μέσα σίγουρα μαγιά, γιατί χωρίς μαγιά δεν γίνεται κανένα ψωμί. Έχει γάλα, αυγά, διάφορα μυρωδικά, κανελογαρίφαλα, μαστίχα, μαχλέπι, βούτυρο, οπωσδήποτε λάδι... Είναι πάρα πολύ ωραία η γεύση του, φανταστική. Το έθιμο με το κουλούρι του γάμου γίνεται ακόμα και στις μέρες μας. Απλά το εξαιρετικό σε αυτό είναι τα περίτεχνα μοτίβα που έχει πάνω, τα... Που γίνονται πάλι με ζυμάρι...
Κεντίδια...
Τα κεντίδια, ναι, τα λουλούδια, όπως λέμε εδώ, γιατί είναι λουλούδια. Οι κλάρες, τις λένε κλάρες. Γίνονται κανονικά και στους γάμους ακόμα και τώρα. Δηλαδή, το Σάββατο, μεθαύριο, θα παντρευτεί μία συμμαθήτριά μου, και χθες είχανε μαζευτεί στο σπίτι της δεκαπέντε γυναίκες για να κάνουν τα λουλούδια, τις κλάρες. Τώρα, κάθε κλάρα συμβολίζει και κάτι διαφορετικό, αλλά είναι όλα παρμένα... Δεν είναι τόσο γεωμετρικά τα στοιχεία, όσο από τη φύση, δηλαδή, κάνουν το κρινάκι, που συμβολίζει την αγνότητα, το λεμονάκι, το πόδι της κότας –που είναι πραγματικά το πόδι της κότας– ένα σχέδιο άλλο, που κάνουνε ένα λουλουδάκι, που το κάνουν με ένα κουμπί από ένα πουκάμισο... Κάνουν το στάχυ, απ' ό,τι θυμάμαι, το λουμινάκι... Το λουμινάκι. Το λουμίνι που ανάβουνε τα καντηλάκια, αλλά το λουμίνι αυτό το φυσικό, όπως είναι, το λουμίνι, που εμείς βέβαια, τώρα, οι νεότεροι, το λέμε «μανιταράκι» το σχέδιο αυτό. Αλλά νομίζω ότι τώρα έχω βγει από τη συζήτηση, γιατί έχω φτάσει στον αρβανίτικο γάμο και τώρα μιλάω για το κουλούρι το γάμου, ναι. Ας επανέλθουμε, λοιπόν, τώρα στο γάμο. Αφού γίνονται και τα κουλούρια του γάμου την Πέμπτη, κάνουμε μετά το γάμο, και μετά ακολουθεί, τέλος πάντων, ο γάμος, το γλέντι του γάμου, το φόρτωμα των προικιών της νύφης, για να πάει στο σπίτι του γαμπρού και ακολουθεί μετά το τραπέζι με το παραδοσιακό φαγητό, που δεν είναι κρέας στο φούρνο ή[00:30:00] στη σούβλα... Το παλιό αρβανίτικο φαγητό ήτανε κρέας κοκκινιστό με μακαρόνια. Αυτό γινόταν στους γάμους. Όχι ότι δεν υπήρχε και κρέας στο φούρνο, αλλά το φαγητό είναι το κρέας κοκκινιστό με μακαρόνια. Αυτό γινόταν στους γάμους, τότε, και αυτό έχουμε ακολουθήσει και εμείς και κάνουμε τώρα στους αρβανίτικος γάμους. Θα σταθώ λιγάκι στην αρβανίτικη φορεσιά, εδώ, αφού είμαστε στον αρβανίτικο γάμο. Η φορεσιά η γυναικεία, η αρβανίτικη, που για μένα είναι μία από τις ομορφότερες που υπάρχουνε στη χώρα. Δεν θέλω, βέβαια, να αμφισβητήσω καμία άλλη φορεσιά, αλλά, 'ντάξει, ως Αρβανίτης και εγώ, θα υποστηρίξω τη δική μας τη φορεσιά ότι είναι η καλύτερη, όπως γίνεται, βέβαια, και σε όλη τη χώρα. Είναι μια όντως πολύ ωραία φορεσιά, έχει πάρα πολλά περίτεχνα κεντήματα, έχει και πολλά χρώματα και είναι, έτσι, μία ζωηρή φορεσιά. Θα ξεκινήσω με το κύριο κομμάτι της. Συγκαταλέγεται, βέβαια, και αυτή στις φορεσιές του τύπου με σιγκούνι, «σιγκούνα» τη λέμε, βέβαια, εμείς εδώ, δεν τη λέμε «το σιγκούνι», τη λέμε «η σιγκούνα». Το βασικό της είναι, λοιπόν, το πουκάμισο, το φόρεμα, δηλαδή, που ονομάζεται «φούντι». Το φούντι σημαίνει «το τέλος», επειδή το κέντημα υπάρχει στο τέλος, κάτω-κάτω, δηλαδή, ξεκινάει συνήθως από το γόνατο και κάτω. Βέβαια, οι οικογένειες, οι οποίες ήταν πολύ πλούσιες για την εποχή, ήταν εύρωστες οικονομικά, οι κόρες τους είχαν και κέντημα και πάνω από το γόνατο... Αναλόγως, δηλαδή, με το πόσο πλούσια ή πόσα χρήματα είχε μία οικογένεια, φαινότανε από τη φορεσιά της κόρης. Δηλαδή, το κέντημα μπορούσε να ήταν και πάνω από το γόνατο, δηλαδή, μπορεί να ξεκινούσε από το μηρό και κάτω ή λίγο πιο κάτω από τη μέση και να έφτανε μέχρι κάτω στον αστράγαλο. Βέβαια, εντάξει, τα περισσότερα φούντια, εδώ στον Κάλαμο, δεν είναι τόσο μεγάλα. Τα πολύ μεγάλα είναι μέχρι το γόνατο και τα υπόλοιπα από το γόνατο και κάτω, μέχρι τον αστράγαλο. Το φούντι είναι ένα πολύ ωραίο κέντημα. Στο τέλος, πάνω-πάνω, καταλήγει σε «πύργους», σε «πυργάκια», έτσι ονομάζονται... Είναι γωνίες, σαν να είναι τρίγωνα, αλλά εδώ λέμε «πύργους», «πυργάκια», και μέσα στο κέντημα με τα πολλά χρώματα υπάρχουν παραστάσεις, οι «νούσιζες», οι νύφες δηλαδή. Δηλαδή υπάρχουν κάποιες κοπέλες σχηματισμένες. Επίσης, υπάρχει η «βελανιδέζα», η βελανιδιά, ο καρπός της βελανιδιάς σε κάποια σημεία και αυτά... Και υπάρχουνε κι άλλα πολλά γεωμετρικά στοιχεία εδώ, κάποια κουτάκια, τετράγωνα, κάποιοι κύβοι... Είναι ένα περίτεχνο σχέδιο, πολύ ωραίο. Το ίδιο σχέδιο με του φουντιού, με πύργους και με τις νούσιζες και με τις βελανιδέζες, υπάρχει και στα κατωμάνικα του μπούστου. Αλλά τώρα να μη σε μπερδεύω, να πάμε τώρα στη φορεσιά έτσι. Αφού, λοιπόν, το πρώτο κομμάτι που θα φορέσει η κοπέλα είναι το φούντι, είναι αμάνικο το φούντι, δηλαδή είναι χωρίς μανίκια, είναι σαν ένα κοντομάνικο, σύγχρονο, απλά είναι φόρεμα χωρίς μανίκια... Μετά, φοράνε το μπούστο, τόνε λέμε «τζάκο» εδώ. Ο τζάκος έχει πανωμάνικα και κατωμάνικα. Τα κατωμάνικα είναι ίδια κατάληξη, με το σχέδιο που υπάρχει στο φόρεμα, στο φούντι. Και εκτός απ' τα κατωμάνικα, υπάρχουν και τα πανωμάνικα, που πιάνουν όλο το μπράτσο του χεριού, τα οποία και αυτά έχουν επίσης πολύ ωραίο κέντημα. Εκεί συνήθως υπάρχει το γαρύφαλλο, είτε σε μικρά-μικρά πολλά γαρυφαλλάκια, είτε σε μεγάλο. Υπάρχει το πέταλο, δηλαδή, του γαρυφάλλου, το σχέδιο, το λένε γαρύφαλλο. Αφού, λοιπόν, φορέσει το φούντι και τον τζάκο, βέβαια πριν από τον τζάκο έχει φορέσει και την τραχηλιά. Δεν είναι πουκάμισο, είναι... Πιάνει μόνο το στήθος της κοπέλας μπροστά, δένει στο λαιμό και πίσω στην πλάτη με κορδόνια, ονομάζεται τραχηλιά. Είναι άσπρη, συνήθως, κόφτη, ή μεταξωτή ή κεντητή, και καλύπτει μόνο το στήθος. Και μετά, μπαίνει ο τζάκος. Στη συνέχεια, μπροστά, δένεται η πόδια, «ποδέα», όπως τη λέγαν στα αρβανίτικα. Η ποδιά είναι κόφτη άσπρη, ή μεταξωτή ή κεντητή με κεντήματα, είτε και βελούδινη με κεντήματα, είτε ακόμη και υφασμάτινη, μπορεί να 'ναι και από ένα καλό ύφασμα. Οι πιο καθημερινές είναι υφαντές στον αργαλειό με διάφορα μοτίβα. Δένει και την ποδιά, κάποιες φορεσιές παλιότερα είχαν και ζωνάρι ή «ζουνάρι», μεταξωτό, υφαντό ή κόκκινο... Εκτός μετά από το ζωνάρι, πάνω από όλα αυτά, μπαίνει η σιγκούνα, το σιγκούνι. Υπάρχουνε δύο-τρεις τύποι σιγκούνας, υπάρχει η κόκκινη που εδώ, στα δικά μας τα μέρη, είναι πιο σπάνια. Η πράσινη, η «κουκουνάρα», όπως τη λένε αλλού, εμείς εδώ πέρα τη λέμε «σαγιάτσα», από το ύφασμα το σαγιάκι, από το οποίο είναι κατασκευασμένη, η οποία είναι με πολλά γεωμετρικά, πράσινα, όμως, και μαύρα και μπλε και καφέ κλωστές και γι' αυτό τη λέμε και «κουκουνάρα»... Η σαγιάτσα, λοιπόν, είναι μία πολύ ωραία σιγκούνα, είναι απ' τα πιο ωραία σιγκούνια εδώ της περιοχής. Τυχαίνει να έχουμε δύο στο σπίτι μας, της προγιαγιάς μου. Και για να συνεχίσουμε με τη φορεσιά... Κυρίως, βέβαια, εδώ, τώρα τα τελευταία χρόνια... Όχι τα τελευταία χρόνια. Από το 1920 και έπειτα, η σιγκούνα που επικράτησε είναι η μαύρη σιγκούνα, που έχει πάνω τις μαργαρίτες ή τις μπαμπακιές, όπως τις λένε σε άλλο μέρος και αυτά. Εμείς εδώ τη λέμε «ελευσινιώτικη» αυτήν εδώ τη σιγκούνα, επειδή υπάρχει και στην Ελευσίνα η ίδια. Έχω ακούσει πολλές φορές που λένε: «Ναι μωρέ, η “λευσινιώτικη”». Είναι μαύρη και έχει άσπρα κεντήματα πολλά μέσα. Είναι ο τύπος που υπάρχει ως επί το πλείστον στα μέρη τα δικά μας πια επικρατήσει. Μετά από τη σιγκούνα, στο κεφάλι μπαίνουνε το μαντίλι, το οποίο είναι, είτε άσπρο, είτε ζαχαρί μονόχρωμο, είτε τώρα –τα τελευταία χρόνια– επικράτησε να υπάρχει το «κλαρωτό». Δηλαδή, είναι μεταξωτό, άσπρο ή ζαχαρί και έχει μέσα κλάρες, λουλούδια. Έχουνε διάφορες ονομασίες, εμείς εδώ τα λέμε «μενιδιάτικα», γιατί τα έφερναν εμπόρισσες από το Μενίδι, απ' ό,τι ξέρω από τη γιαγιά μου και από τη μητέρα μου, που τις πρόλαβε και η μητέρα μου τις εμπόρισσες αυτές. Μάλιστα, τις λέγανε «μαντηλούδες». Τα τελευταία χρόνια, η τελευταία που υπήρχε ήταν η κυρα-Λένη η Μαντηλού. Και ερχόταν στον Κάλαμο με μπόγους –και στα υπόλοιπα χωριά– και έφερνε τα μαντήλια αυτά. Τα κατασκεύαζαν οι μαντηλούδες εκεί, στο Μενίδι, οι τεχνήτρες, και για αυτό τα λέμε «μενιδιάτικα» τα μαντήλια αυτά, έχει μείνει. Μπαίνει, λοιπόν, το μαντήλι πρώτα –αφού έχει μπει το τσεμπέρι μέσα– μπαίνει το μαντήλι και από πάνω η μπόλια, η οποία είναι συνήθως άσπρη, κρεμ ή ζαχαρί, μεταξωτή, μπαίνει από πάνω. Και μετά, ακολουθούν τα διάφορα κοσμήματα που, βέβαια, εντάξει, δεν έχουν όλες οι οικογένειες όλων των τύπων τα κοσμήματα... 'Ντάξει, επικρατέστερα που συνήθως έχουν οι περισσότερες οικογένειες είναι τα κοσμήματα που μπαίνουν στο στήθος, δηλαδή, το γιορντάνι, επάνω, η πλάκα και κάτω ακολουθούν οι άλυσοι με τα φλουριά, «φλωριά» τα λένε εδώ. Και τα γιορντάνια, εδώ πέρα τα λένε «γκιρντάνια», έτσι, είναι λίγο παραφθορές αρβανίτικες. Οι «κατρούμπες», που είναι οι πόρπες που μπαίνουνε στη μέση, που είναι πιο σπάνιες. Στο μέτωπο, τα επιμετώπια κοσμήματα είναι ελάχιστα. Τα ονομάζουνε «ξυλίτσια», ή «ξελίτσια» ή και «ξελίκια». Και μετά, τα βραχιόλια στα χέρια, που και αυτά είναι ελάχιστα, τα λένε «μπεζελίτσες» ή «μπεζελίκια», αρβανίτικα και αυτά. Και, επίσης, υπάρχουνε και κάποια, που ακριβώς δεν είναι κοσμήματα, είναι όμως επιπλέον στη φορεσιά που έχουν πολύ λίγες οικογένειες πια, μετριούνται στα δάχτυλα στο χωριό... Τα «πεσκούλια» είναι κοσμήματα που μπαίνουν στην πλάτη, είναι με κλωστές χρυσές, πολλές, και με κοτσίδες, μαλλιά, και κρεμιούνται στην πλάτη αυτά. Αυτά είναι τα πεσκούλια, τα οποία είναι πολύ ελάχιστα πια στο χωριό, έχουν πολύ λίγες οικογένειες. Ενώ έχουν διασωθεί πάρα πολλές φορεσιές, τα κοσμήματα είναι λιγότερα. Ίσως κάποια κοσμήματα να τα έχουν και εκποιήσει κάποιοι για κάποιες ανάγκες και αυτά. Γιατί, 'ντάξει, κόστιζαν περισσότερα χρήματα και πουλούσαν ίσως τα φλουριά... Δηλαδή, ας πούμε, της γιαγιάς μου η μητέρα, τη φορεσιά της την πούλησε όλη και αγόρασε μία ραπτομηχανή και χτίσαν ένα δωμάτιο σπίτι ακόμα, επιπλέον, γιατί είχαν κάνει έξι παιδιά και δεν έφτανε το ένα δωμάτιο που είχαν. Οπότε, πούλησε όλη τη φορεσιά και τα φλωριά που έπιαναν αρκετά χρήματα, για να μπορέσει να φτιάξει ένα «δωμάτιο σπίτι» ακόμα, όπως μου 'λεγε η γιαγιά μου. Και πήρε και μία ραπτομηχανή για να τους ράβει ρούχα, στα παιδιά. Όπως, επίσης, ξέρω άλλη μία περίπτωση που κάποιοι έχουν κρατήσει την άλυσο, αλλά έχουν κόψει όλα τα φλωριά για να αγοράσουν δίχτυα, για να μπορέσουνε να τα βγάλουν πέρα, επειδή ο άντρας ήταν ψαράς. Αυτά με τη γυναικεία φορεσιά, όχι ότι την αναλύσαμε πλήρως, εντάξει, γιατί θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες για τη φορεσιά την αρβανίτικη... Να πάμε λίγο και στην αντρική. Η αντρική δεν παρουσιάζει μεγάλες διαφορές με τη φορεσιά της υπόλοιπης Ρούμελης, Στερεάς Ελλάδας. Είναι η φορεσιά με τη φουστανέλα. Είναι η φουστανέλα, η γνωστή φουστανέλα που ξέρουμε όλοι, το πουκάμισο από πάνω. Βέβαια, το πουκάμισο εδώ έχει μία διαφορά. Το πουκάμισο εδώ δεν έχει φαρδύ μανίκι, έχει στενό μανίκι, είναι δηλαδή, φαρδύ και φουσκωτό, αλλά κάτω έχει μία μανσέτα και το μαζεύει το μανίκι, δηλαδή, δεν είναι το μανίκι που ξέρουμε, αυτό που απλώνει, της φουστανέλας. Είναι μαζεμένο με μανσέτα και, επίσης, μπροστά έχει ένα κέντημα, συνήθως κοφτό, όπως η τρα[00:40:00]χηλιά που αναφέραμε στη γυναικεία φορεσιά... Έτσι, λοιπόν, έχει και ένα κέντημα και το πουκάμισο του άντρα. Από πάνω έχουμε το γιλέκο, το ζωνάρι, το φέσι το κόκκινο με τη φούντα που μπαίνει στο κεφάλι. Το ζωνάρι μπαίνει στη μέση. Και στα πόδια δεν φοράει τσαρούχια, εδώ, ο Αρβανίτης, έχει γκέτες που ξεκινάνε από κάτω και φτάνουν μέχρι το γόνατο. Τα λέμε «τίρκια» εδώ, τίρκια, οι γκέτες λέγονται «τίρκια». Αυτά. Είναι πιο απλή η φορεσιά. Ίσως κάποιοι να είχαν και δερμάτινη ζώνη στη μέση, σελάχι, ή «σιλάχι» το λέμε εδώ, που έβαζαν τις κουμπούρες, τα μαχαίρια, κάποιο πιστόλι αν είχανε και αυτά. Δεν είχε κάτι άλλο η φορεσιά. Το μόνο που ξέρω, επιπλέον, ότι έχει εδώ η φορεσιά του τσολιά είναι στην πλάτη, την ημέρα που παντρευόταν, η μητέρα της νύφης του έδινε μία καλαμάτα –τις λέμε– ένα μικρό μαντήλι με πολύχρωμα μεγάλα λουλούδια. Όχι, όμως, σαν το κεφαλομάντηλο της γυναίκας. Είναι πολύ μικρότερο σε έκταση απ' το κεφαλομάντηλο, είναι μια μικρή καλαμάτα, τις λέμε «καλαμάτες» εδώ, με λουλούδια μεγάλα. Είτε ήταν άσπρες και είχαν λουλούδια μέσα κίτρινα, κόκκινα, θαλασσιά... Είτε, ξέρω 'γω, άλλο χρώμα λουλούδια, πράσινα, αναλόγως και αυτά. Ξέρω από τη γιαγιά μου, ότι στον πατέρα της είχαν βάλει δύο καλαμάτες τέτοιες. Η μία ήταν άσπρη, ή λίγο κρεμ, με μεγάλα, έτσι, λουλούδια κόκκινα, κίτρινα, χρωματιστά... Και του είχαν και μια μικρή, θαλασσιά, με ψιλά λουλουδάκια. Και μάλιστα, μέχρι και πριν λίγα χρόνια, πριν πεθάνει, γιατί πέθανε το 2016, πάλι μου την είχε αναφέρει αυτήν την ιστορία με τις δύο καλαμάτες, γιατί τότε κάναμε μια έρευνα για τον αρβανίτικο γάμο και την είχα ρωτήσει για τις δύο καλαμάτες και μου είπε: «Ναι, Δημητρό, το θυμάμαι», μου είπε, «ο πατέρας μου είχε δύο καλαμάτες». Και ενώ, όπως είπα πρωτύτερα, είχε πουλήσει και ο πατέρας της τη φορεσιά του με τις φουστανέλες, μαζί με τη μητέρα της για να φτιάξουν το σπίτι, μου είχε πει χαρακτηριστικά ότι οι καλαμάτες υπήρχαν στο σπίτι, δεν τις είχε δώσει τις δύο καλαμάτες ο πατέρας. Προφανώς, πρέπει να τις έχουν πάρει τα αδέλφια της, νομίζω τα αγόρια, τη μία ο ένας και την άλλη ο άλλος. Ίσως και να υπάρχουνε σε κάποιο σπίτι συγγενικό, αλλά δεν τις έχω δει ποτέ, δεν ξέρω. Αλλά αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό στην αρβανίτικη, έτσι, την αντρική φορεσιά, ότι τη μέρα του γάμου τους, στην πλάτη τους κρεμούσαν δύο καλαμάτες, τους έδινε η πεθερά στον άντρα. Αυτό είναι λίγο, έτσι, ίσως μια μικρή διαφορά, δε νομίζω ότι έχει κάποια άλλη διαφορά. Αυτό, ίσως και το μανίκι στο πουκάμισο. Ίσως λίγο και στο γιλέκο, δε ξέρω, τα κουμπιά μπροστά... Ίσως πίσω που κρέμονται τα δύο μανίκια που μπαίνει μέσα στο γιλέκο ή και ο τρόπος που φοριούνται. Γιατί εδώ πέρα, ξέρω ότι το χέρι μπαίνει στου γιλέκου μέσα που έχει τα δύο επιπλέον, μπαίνει μέσα το χέρι, δεν κρέμονται πίσω οι φέρμελες, νομίζω λέγονται «φέρμελες» σε άλλα μέρη. Εδώ δεν τις αφήνουν κρεμαστές, βάζουν τα χέρια μέσα, να μην κρέμονται πίσω. Αυτά με την αρβανίτικη φορεσιά και τα αποκριάτικα έθιμα.
Και το τελευταίο έθιμο του Φλεβάρη...
Και για να κλείσουμε τα έθιμα του Φλεβάρη, ένα έθιμο που γινόταν την τελευταία ημέρα του Φλεβάρη, δηλαδή στις 28 Φεβρουαρίου και κάθε δίσεκτο έτος, στις 29, είναι το έθιμο του διωξίματος των ποντικιών και των άλλων, ξέρω 'γω, μαμουνιών ή ζωυφίων, που έφευγαν από τα σπίτια. Τι είναι το έθιμο με τα ποντίκια; Τα μικρά παιδιά έπαιρναν, ή το πρωί ή το μεσημέρι ή το βράδυ της μέρας εκείνης, στα χέρια τους παλιούς τενεκέδες, τροκάνια από τα ζωντανά τους, κατσαρόλες, τηγάνια, πράγματα, τα οποία θα έκαναν θόρυβο... Γυρνούσαν, λοιπόν, γύρω-γύρω από τα σπίτια τους και γύρω-γύρω απ' τις αυλές τους, απ' τις αποθήκες τους, απ' τις γειτονιές τους, χτυπούσαν όλα αυτά τα... Τους τενεκέδες, τα τροκάνια, για να γίνεται μεγάλος θόρυβος και έλεγαν ένα μικρό τραγουδάκι. Το: «Ίκνι μι ίκνι τσαπί Ντο βένι ντάρα ντε νησί Τσι γιάννι γκρούα περ μαγκί». Δηλαδή, Ίκνι μι, «φύγετε ποντίκια». Ίκνι τσαπί, «να φύγετε τσαπιά», που είναι κάποια άλλα μικρά ζωύφια. Ντο βένι ντάρα ντε νησί, «να πάτε πέρα στο νησί». Τσι γιάννι γκρούα περ μαγκί, «που είναι μια γυναίκα που κάνει μάγια». Δηλαδή, ήθελαν να διώξουν εκείνη τη μέρα, στο τέλος του Φλεβάρη, τα ποντίκια μέσα απ' τις αποθήκες από το στάβλους, από τα σπίτια τους, γιατί τα σπίτια τότε ήταν όλα πετρόχτιστα, ήταν παλιά –υπήρχαν ποντίκια– και ήθελαν να φύγουν μέσα από τα γεννήματά τους και από τις σοδειές τους και να φύγουν τα ζωύφια... Για να φύγουν, λοιπόν, τα ποντίκια από τα σπίτια. Το ξέρω το έθιμο, δεν το έχω κάνει, το έχω κάνει μόνο για πλάκα μια φορά, δύο, με τη μαμά μου και τη γιαγιά μου. Δύο φορές, τρεις, το έχει αναβιώσει ο πολιτιστικός σύλλογος του Καλάμου. Ξέρω, όμως, ότι κάθε χρόνο αναβιώνει σίγουρα στο Καπανδρίτι από τη Δημοτική Ενότητα του Καπανδριτίου ή από τον εκάστοτε σύλλογο. Γίνεται κάθε χρόνο. Έχει γίνει και εδώ, είναι πολύ αστείο, βέβαια. Τις χρονιές που το 'κανε ο σύλλογος, περνούσες στους δρόμους και ακούγαμε: «Φύγετε ποντίκια, φύγετε ποντίκια» και να χτυπάνε κατσαρόλες και να χτυπάνε τενεκέδες και να χτυπάνε κουτιά. Τώρα, εμένα περισσότερο αστείο μου φαίνεται, όμως τότε οι άνθρωποι το πίστευαν, Φώτη μου, και το έκαναν ιδίως... 'Νταξει, τα παιδιά, βέβαια, το κάνανε, λέγανε: «Διώχτε τα ποντίκια». Το κάνανε, βέβαια, και κείνα, πιστεύω, όχι τόσο για να φύγουν τα ποντίκια, όσο ως παιχνίδι για να παίξουνε. Ήτανε μία μέρα του χειμώνα, γιατί τότε ήταν και πιο δύσκολοι οι χειμώνες και πιο βαριοί, όπως λένε οι παλιοί, με πιο πολλά χιόνια, με πιο πολλά κρύα, με πιο πολλή φτώχεια... Και τα παιδιά το έκαναν, τέλος πάντων, το έκαναν ως παιχνίδι, κυρίως, και όχι ως έθιμο, γιατί και στο σχολείο... Ήταν και πιο δύσκολο, τότε, το σχολείο, πιο αυστηρό, πήγαιναν και Σάββατο, απ' ότι ξέρω απ' τους γονείς μου, σχολείο τότε. Πήγαιναν και απογεύματα, γιατί δεν υπήρχε, δεν ήταν μεγάλες οι αίθουσες και χωριζόντουσαν τα παιδιά... Επειδή ήταν δύο οι αίθουσες στο σχολείο εδώ και ήταν το σχολείο, νομίζω, διθέσιο, οι δύο τάξεις οι μεγάλες πήγαιναν απόγευμα στο σχολείο για να μπορέσουν να χωρέσουν. Δηλαδή, η πρώτη και δευτέρα, απ' ό,τι μου αναφέρουν οι γονείς μου, πηγαίνανε πάντα πρωί και μία βδομάδα η τρίτη και τετάρτη πήγαινε απόγευμα, και πήγαινε η πέμπτη-έκτη πρωί. Και μία εβδομάδα η πέμπτη και η έκτη πήγαινε απόγευμα, για να πάει η τρίτη και η τετάρτη πρωί. Πήγαιναν απόγευμα, χωρίς ηλεκτρικό, οι γονείς μου έχουν τελειώσει το δημοτικό σχολείο... Όταν το τελείωσαν, ο Κάλαμος δεν είχε ακόμη ρεύμα. Δηλαδή, η μαμά μου, που τελείωσε το 1963 την έκτη δημοτικού, τότε ήρθαν οι πρώτες κολώνες της ΔΕΗ. Και πηγαίνανε χωρίς ρεύμα, πηγαίνανε με τα φαναράκια, με φακό το βράδυ και γύριζαν. Οπότε, κάτι τέτοιες μέρες, σαν κι αυτή με τα ποντίκια, ήταν μέρες χαράς και ξεγνοιασιάς και περισσότερο, νομίζω, γίνονταν για το παιχνίδι και όχι τόσο ότι ήτανε τόσο αποτελεσματικό. Γιατί, μάλιστα, για τα ποντίκια υπήρχε και ένα ξεμάτιασμα, για να φεύγουν από τα σπίτια, εκτός απ' αυτό που γινόταν εκείνη τη μέρα, που ήταν εθιμοτυπικό, γινόταν σε όλα τα σπίτια... Κάποιες γυναίκες ήξεραν και έκαναν, ξέρω 'γω, και ένα ξεμάτιασμα για να φεύγουν τα ποντίκια... Ξέρω ότι αν είχαν ποντίκι στο σπίτι, έπαιρναν τρεις πετρούλες, μικρές, στο χέρι τους, γύριζαν ανάποδα και τις πετούσαν προς μία άλλη πλευρά και λέγανε: «Φύγετε ποντίκια από μένα, απ' το σπίτι μου...». Και αν δεν χώνευαν και κάποιον στη γειτονιά ή κάποιο συγγενή, λέγανε: «Πήγαινε στο σπίτι του τάδε...».
Να συνεχίσουμε τώρα με το Μάρτη, ίσως έχουμε κάποια άλλα... Όχι ίσως, έχουμε πολλά έθιμα. Θα αναφέρω τώρα ένα εκκλησιαστικό έθιμο. Θα πω λίγα πράγματα για τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Στη γιορτή του Ευαγγελισμού, τώρα εντάξει, γίνεται το πρωί λειτουργία κανονικά στο χωριό και μετά ακολουθεί η μαθητική παρέλαση στην πλατεία του χωριού. Το ωραίο είναι ότι τα παιδιά εδώ στο χωριό μας ντύνονται ακόμα με τις παραδοσιακές φορεσιές, δηλαδή, τα αγόρια φορούν τις φουστανέλες, αν υπάρχουν παλιές στα σπίτια, ειδάλλως αγοράζουν ή νοικιάζουν. Και τα περισσότερα κοριτσάκια φορούν τα αρβανίτικα τα παλιά, που έχουν απ' τις προγιαγιάδες στα σπίτια τους μέσα, στα μπαούλα κλεισμένα. Αυτό που γινόταν τα παλιότερα χρόνια είναι ότι την ημέρα του Ευαγγελισμού, εκτός από τα παιδιά των σχολείων που φορούσαν τις παραδοσιακές φορεσιές, τις φορούσαν ακόμη και οι μεγάλοι. Δηλαδή, μέχρι το '40-'50, το 1940-1950, με τα αρβανίτικα του Ευαγγελισμού ντύνονταν και οι γυναίκες, όχι οι πολύ μεγάλες, οι νεοπαντρεμένες, οι αρραβωνιασμένες, οι μικρές κοπέλες, που ήταν σε ηλικία γάμου... Αλλά, βέβαια, καμία μετά από τη γέννηση του δεύτερου παιδιού της. Δεν τα φορούσαν, έπειτα, τα νυφικά αρβανίτικα, την αρβανίτικη φορεσιά τη νυφική. Θα μου πεις, βέβαια, οι νέες κοπέλες τι φορούσαν, αφού δεν είχαν γίνει νύφες ακόμη; Φορούσαν της μητέρας τους ή της γιαγιάς τους ή της μεγάλης αδελφής τους, θα μπορούσε. Ή κάποιας γειτόνισσας. Γιατί κάποιοι, να, μπορεί να μην είχαν... Ας πούμε, η γιαγιά μου, όταν ήταν κοπέλα, αφού η μητέρα της τα είχε πουλήσει, για να πάει στο ντιβάνι, έπαιρνε της γειτόνισσας της, της Παπαγεωργάκαινας, όπως μου την ανέφερε, χωρίς βέβαια να ξέρω ποια είναι. Αφού η μητέρα της τα είχε πουλήσει τα αρβανίτικα και δεν είχε να φορέσει, έπαιρνε από μια γειτόνισσα ή από μια θεία, ή από μια συγγένισσα άλλη. Έτσι γινόταν και φορούσανε όλοι τα αρβανίτικα και κάποιοι μεγάλοι φορούσαν τις φουστανέλες. Τότε και την ημέρα του Ευαγγελισμού γινόταν ντιβάνι στην πλατεία. Και, παρόλο που υπάρχει το έθιμο εκείνη τη μέρα, αφού είναι Σαρακοστή, να φάμε τον μπακαλιάρο σκορδαλιά, έκαναν και καμιά σούβλα, έκαναν και καμιά συκωταριά... Και έκαναν πάλι μια παρέκκλιση από τα εκκλησιαστικά τους και έτρωγαν και κρέας και συκωταριές, το είχαν έτσι έθιμο, πρωί-πρωί ακόμα, πριν πάνε στην εκκλησία, να κάνουν τη συκωταριά, να πιούνε κι ένα ποτηράκι κρασί οι παπ[00:50:00]πούδες... Και γινόταν πάλι χορός στην πλατεία, μόλις σχολούσε η εκκλησία, δημόσιος χορός, ντιβάνι. Θα έρθω, όμως, γιατί φεύγω από τη σκέψη μου, σε ένα εκκλησιαστικό έθιμο, είπαμε. Εδώ στο Κάλαμο, έχουμε ένα πολύ παλιό μοναστήρι, το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Τώρα είναι γυναικείο μοναστήρι. Από το 1948 και έπειτα, έχει μετατραπεί σε γυναικείο μοναστήρι, βέβαια, παλιότερα, τα πολύ παλιά χρόνια, ήτανε αντρικό μοναστήρι. Δεν ξέρω ακριβώς πότε καταστράφηκε ή πότε... Δεν έχει καταστραφεί, ακριβώς, απλά το μοναστήρι, νομίζω, είχε παρακμάσει για κάποια χρόνια, μέχρι που το 1948 ήρθε μια γυναικεία κοινότητα αδελφών και το έχει απογειώσει πια, συγγνώμη για την έκφραση που χρησιμοποιώ, γιατί δεν ταιριάζει. Αλλά ξέρω ότι του Ευαγγελισμού, επειδή παλιότερα το μοναστήρι ήταν αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ότι την ημέρα εκείνη πολλοί άνθρωποι έφευγαν από το χωριό με τα πόδια, με τα γαϊδουράκια και πήγαιναν να προσκυνήσουν κάτω στο μοναστήρι, γιατί όλοι ήξεραν ότι παλιότερα ήταν αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου... Και μάλιστα πήγαιναν και πάρα πολλά δώρα στο μοναστήρι. Δώρα. Τι δώρα... Αγροτικά προϊόντα και λάδι, καθώς και τα περισσότερα χτήματα του Καλάμου, παλιότερα, ήταν μοναστηριακά, δηλαδή, ανήκαν στο μοναστήρι. Ε και οι παππούδες το ήξεραν και πάντα την ημέρα εκείνη, όχι ότι δεν πηγαίναν κι άλλες ημέρες του χρόνου... Πήγαιναν πολλές μέρες του χρόνου, με αποκορύφωση, βέβαια, την ημέρα στις 6 Αυγούστου, που γιορτάζει το μοναστήρι, που ακόμα και τώρα πηγαίνουμε όλοι οι χωριανοί... Το ευλαβούμαστε πάρα πολύ το μοναστήρι μας, είναι το μοναστήρι μας, βασικά. Αλλά, τότε, την ημέρα του Ευαγγελισμού, είχαν έθιμο να πάρουνε λάδι και άλλα αγροτικά προϊόντα, αλεύρι, σιτηρά και κηπευτικά προϊόντα, ό,τι είχε ο καθένας στο σπίτι του, τρόφιμα, να πάνε στο μοναστήρι να προσκυνήσουν την εικόνα... Βέβαια, δεν υπάρχει εικόνα του Ευαγγελισμού, δεν έχει σωθεί καμία εικόνα του Ευαγγελισμού... Να προσκυνήσουν, όμως, την εικόνα της Παναγίας της Καλαμιώτισσας και να πάνε τα διάφορα τάματα τους και τα αγροτικά προϊόντα. Το μοναστήρι άλλαξε από Ευαγγελισμός της Θεοτόκου σε Μεταμόρφωση Σωτήρος προφανώς επειδή το χωριό σώθηκε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και δεν κάηκε και το θεώρησαν ως θαύμα της Παναγίας και του Χριστού, γιατί το 1824 έγινε μία μάχη στην Αττική. Ξεκίνησε από το Μαραθώνα, συνεχίστηκε στο Καπανδρίτι, αρχηγός εδώ των Ελλήνων ήτανε ο Γκούρας, αλλά η τελευταία μάχη δόθηκε στον Κάλαμο Αττικής και δόθηκε κοντά στο μοναστήρι... Και νομίζω ότι ήτανε ή 6 Αυγούστου που εορτάζεται η Μεταμόρφωση της Σωτήρος ή 8 ή 5 τέλος πάντων, ή 3, δηλαδή ημερομηνίες που είναι πολύ κοντά στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Και καθώς, λοιπόν, η καθοριστική μάχη, η οποία ήταν και νικηφόρα, δόθηκε εδώ στο Κάλαμο και το χωριό δεν κάηκε, ενώ το μοναστήρι υπέστη σοβαρές καταστροφές από φωτιά που έβαλαν εκεί, στο τέλος, οι Τούρκοι, οι Οθωμανοί, επειδή έχασαν... Επειδή το χωριό σώθηκε, νομίζω στη θέση του τιμώμενου Αγίου, μετά τη φωτιά, τέλος πάντων, που υπέστη το τέμπλο, αντί να μπει η εικόνα του Ευαγγελισμού, μπήκε η εικόνα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Και έτσι, λοιπόν, το μοναστήρι άλλαξε από Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και έγινε Μεταμόρφωση του Σωτήρος, για να αποδοθεί τιμή στο Χριστό και στην Παναγία που έσωσαν το μοναστήρι. Όλες οι εικόνες του τέμπλου, οι οποίες διασώζονται μέχρι σήμερα είναι του 1823, '24, '25, οι οποίες κατασκευάστηκαν λίγο μετά από τη μάχη ή λίγο πριν, κάποιες άλλες. Βέβαια, ακόμα και τώρα, πάντα πηγαίνουμε του Ευαγγελισμού στο μοναστήρι. Συνήθως γίνεται αγρυπνία πια, παραμονή, δηλαδή, ξημερώνοντας του Ευαγγελισμού γίνεται αγρυπνία και πάντα έχει πάρα πολύ κόσμο, γιατί πάντα οι χωριανοί θυμούνται, γνωρίζουν από την παράδοση, από τα σπίτια τους, ότι πρέπει εκείνη τη μέρα να κατέβουμε στο μοναστήρι μας, που γιορτάζει. Τώρα, να παρουσιάσω και ένα αστείο περιστατικό, έτσι λίγο για να αλλάξουμε λίγο και τη συζήτηση... Μια φορά, όταν ήμουνα πολύ μικρός, είχα πάει με τη γιαγιά μου, θυμάμαι, μια παραμονή του Ευαγγελισμού... Να πάμε και εμείς τα πράγματα μας με τη γιαγιά και το λάδι. Ήμουν πολύ μικρός, δεν ήξερα ότι τις μοναχές, τέλος πάντων, τους απευθύνονται με τον όρο ή «αδελφή» ή «μοναχή»... Και λέει η γιαγιά μου: «Δημήτρη, δώσε το λάδι». Και λέω: «Γιαγιά, το έδωσα στην άλλη κυρία». Και με σκούντηξε λίγο. Η Γερόντισσα το κατάλαβε, χαμογέλασε, λέει: «Παιδί μου...». Ήμουν πολύ μικρός, δεν μου είπε κάτι. Η γιαγιά μου με μάλωσε, βέβαια, βγαίνοντας και μου 'πε: «Δημήτρη μου, δεν τις λένε "κυρίες", ούτε "καλόγριες", που λες. Τις λένε "αδελφές" ή "μοναχές"». Ε τώρα, βέβαια, το γνωρίζω και απευθύνομαι σωστά.
Και συνεχίζοντας με τα έθιμά μας, θα περάσουμε στο μήνα Απρίλη. Εδώ, θα μιλήσουμε για τα πασχαλινά έθιμα. Όσα θυμάμαι, όσα ξέρω και όσα συνεχίζονται μέχρι και τις μέρες μας... Ας ξεκινήσουμε με τα κάλαντα του Λαζάρου. Το πρώτο έθιμο που θα πούμε, λοιπόν, είναι τα κάλαντα του Λαζάρου, τα γνωστά κάλαντα του Λαζάρου, τα οποία υπάρχουν σε όλη τη χώρα, απ' όσο ξέρω και απ' όσο βλέπω και σε ντοκιμαντέρ... Τα κάλαντα του Λαζάρου αναβιώνουν κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, ακόμη και στις μέρες μας, εκεί είναι οι γνωστές «Λαζαρίνες», απ' ό,τι έχω δει σε διάφορα ντοκιμαντέρ, δεν τα ξέρω ακριβώς, δεν θα σου μιλήσω, βέβαια, για αυτά τα έθιμα... Εγώ θα σου μιλήσω για τα αρβανίτικα κάλαντα του Λαζάρου, τα οποία, βέβαια, έχουν σταματήσει εδώ από το '70, κυρίως, που δεν λέγονται... Ίσως και κάποιοι να τα 'λεγαν μέχρι το '80, δε το ξέρω, εγώ έχω γεννηθεί το 1984, δεν τα έχω πει ποτέ ως παιδί. Βέβαια, η γιαγιά μου ανέφερε ότι: «Σήμερα, Δημητρό, λένε τα κάλαντα του Λαζάρου». Εμείς, όμως, δεν είχαμε πάει, ούτε και άλλα παιδιά στην ηλικία μου, δεν τα λέγαμε τα κάλαντα του Λαζάρου. Όμως τα τελευταία χρόνια, τα έχουμε αναβιώσει με τον αρβανίτικο σύλλογο και τα λέμε τα κάλαντα του Λαζάρου κάθε χρόνο και μεγάλοι και παιδιά μαζί... Ντυνόμαστε και με παραδοσιακές φορεσιές, βέβαια όχι τις επίσημες, φοράμε τις απλές καθημερινές. 'Ντάξει, στα χρόνια των γονιών μου –που τα 'λεγαν τα κάλαντα του Λαζάρου οι γονείς μου– δεν φορούσαν τις φορεσιές, φορούσαν τα ρουχαλάκια που είχαν ως παιδιά. Οι γονείς μου και οι δύο τα έλεγαν τα κάλαντα του Λαζάρου και ο πατέρας μου και η μητέρα μου και μάζευαν αυγά. Εκείνη τη μέρα, βέβαια, τα παιδιά μαζεύουν αυγά, δεν μαζεύουν χρήματα, ελάχιστοι δίνουν χρήματα... Ή και γλυκά κάποιοι τους έδιναν, αν είχαν κάποια κουλουράκια, στραγάλια, αμύγδαλα... Αλλά, κυρίως, αυτό που δίνουνε στα κάλαντα του Λαζάρου είναι αυγά. Αυτό, βέβαια, ζητάνε και τα παιδιά στο κάλαντο, που λένε, το αρβανίτικο, να τους δώσουν αυγά. Σηκώνονται το πρωί τα παιδάκια με τις μαμάδες, παίρνουνε τα καλαθάκια, τα μικρά του χεριού, με το χερουλάκι, στολίζουν το χερουλάκι με αγριολούλουδα ή με λουλούδια του σπιτιού και το καλαθάκι γύρω-γύρω επάνω, στην κορυφή, το στολίζουν και αυτό με λουλούδια, και πηγαίνουν για τα κάλαντα του Λαζάρου. Πώς είναι τα αρβανίτικα κάλαντα του Λαζάρου; Είναι: «Τρίτσι τρίτσι λαζαρίτσι Πόλι πούλια ντε πονίτσι Γκρου μόι νούσεζα ερέ Γιέπι Λάζαρι ντι βε Σε ουέρε κου ντο βε Περ μποστάλε μπούραβετ Περ λουστρίνια νούσαβετ Περ κατσάρε πλιάκαβετ». Τι σημαίνει τώρα αυτό. Τρίτσι τρίτσι λαζαρίτσι, «τρίτσι τρίτσι κάνει ο Λάζαρος». Πόλι πούλια ντε πονίτσι, «γέννησε ο κότα στη γωνίτσα», στη γωνιά της, στη φωλιά. Γκρου μόι νούσεζα ερέ, «σήκω νύφη του σπιτιού, καινούργια». Γιέπι Λάζαρι ντι βε, «δώσε στο Λάζαρο δύο αυγά». Σε ουέρε κου ντο βε, «τέτοια ώρα που πηγαίνει», ο Λάζαρος δηλαδή. Περ μποστάλε μπούραβετ, «να αγοράσει μποστάλες στον άντρα, στον νοικοκύρη». Περ λουστρίνια νούσαβετ, «να αγοράσει λουστρίνια, παπούτσια στη νύφη». Περ κατσάρε πλιάκαβετ, «να αγοράσει κατσάρια στη γιαγιά». Δηλαδή, να δώσουν στα παιδάκια αυγά και χρήματα, για να μπορέσουν, και καλά, να αγοράσουν κάποια πραγματάκια, σημαίνει αυτό πιο λαϊκά. Αυτά είναι τα κάλαντα του Λαζάρου τα αρβανίτικα, που λέμε εδώ, στα χωριά τα δικά μας. Εμείς πριν χρόνια, όπως σου είπα και νωρίτερα, τα αναβιώσαμε τα αρβανίτικα κάλαντα του Λαζάρου, είχαμε ντυθεί και με τις παραδοσιακές φορεσιές, τις καθημερινές, μια ομάδα... Ήταν πολύ ωραίο. Κάποιοι, βέβαια, δεν το θυμόντουσαν καθόλου, κάποιοι δε το ήξεραν, κάποιοι μας κορόιδεψαν και λιγάκι. Αλλά δεν πτοηθήκαμε. Το συνεχίζουμε κανονικά κάθε χρόνο. Όμως συγκινηθήκαμε πάρα πολύ σε κάποια σπίτια, που πήγαμε σε μεγάλους ανθρώπους... Χαρακτηριστικά θυμάμαι μια γιαγιά στην πάνω γειτονιά, η οποία βέβαια τώρα δεν ζει, που μόλις χτυπήσαμε την πόρτα και μας άνοιξε, είπαμε: «Να τα πούμε, θεία;». Λέει: «Τι είναι σήμερα, ρε μανάρι μου;». Λέμε: «Του Λαζάρου». Και τα είπαμε και λέει: «Πόσα χρόνια είχα να τα ακούσω, πόσα χρόνια με φέρατε πίσω...». Και πραγματικά, αυτό ήταν πολύ συγκινη[01:00:00]τικό. Και το πιο συγκινητικό ήτανε στη γιαγιά μου, όταν τα είπαμε, η οποία ήταν στο κρεβάτι τότε, η οποία, βέβαια, μας τα είχε πει την προηγούμενη μέρα, αλλά ήταν πολύ συγκινητικό για κείνη, έχουμε βγάλει και κάποιες ωραίες αναμνηστικές φωτογραφίες, τις έχουμε και στο σύλλογο τυπωμένες... Και ήταν πολύ ωραία... Αυτά είναι τα αρβανίτικα κάλαντα του Λαζάρου. Τώρα τα τελευταία χρόνια, κάποια κοριτσάκια, βέβαια πάντα μέσω του συλλόγου, πηγαίνουν. Πηγαίνουν, όμως, και τα λένε, για να μην το αφήσουνε, γιατί τα παιδιά δεν το ξέρουν ότι εκείνη τη μέρα λένε κάλαντα εδώ. Και πάμε στην επόμενη μέρα, στην Κυριακή των Βαΐων, τη γνωστή Κυριακή των Βαΐων, που σε όλη τη χώρα τρώνε μπακαλιάρο σκορδαλιά. Και εμείς, εδώ, τρώμε μπακαλιάρο σκορδαλιά, αλλά κάνουμε και ένα άλλο ωραίο φαγητό. Εδώ, στην περιοχή, την περίοδο εκείνη, υπάρχει σε πολύ μεγάλη αφθονία ένα μικρό ψαράκι που ονομάζεται «μένουλα». Και είναι δύο-τριών ειδών. Είναι η βασική μένουλα, η πιο νόστιμη, και είναι και μια άλλη που τη λέμε «τσέρουλα», που δεν είναι, βέβαια, τόσο πολύ νόστιμη. Τη μένουλα τη μαγειρεύουμε, την κάνουμε μαρινάτη ή σούπα, αλλά την Κυριακή των Βαΐων τη κάνουμε μαρινάτη. Τι είναι το μαρινάτη; Παίρνουμε φρέσκα σκόρδα, μακρόστενα, τα κόβουμε κομματάκια και κρεμμύδια φρέσκα, τα κόβουμε κι αυτά κομματάκια, τα βάζουμε και τα βράζουμε με νερό και μετά τα βάζουμε στο τηγάνι με λάδι και με ξύδι, τηγανίζουμε τα ψάρια και αυτή τη σως που έχουμε κάνει με τα φρέσκα κρεμμύδια και τα φρέσκα σκόρδα, με το λάδι και το ξύδι, περιχύνουμε τα ψάρια από πάνω. Και αυτές τις λέμε «μένουλες μαρινάτες». Οπωσδήποτε, κάθε σπίτι εκείνη τη μέρα, εκτός απ' τον μπακαλιάρο σκορδαλιά, θα έχει και τη μένουλα τη μαρινάτη... Ή κάποιοι την κάνουνε και σούπα. Δεν είναι, βέβαια, τόσο σύνθεση σούπα, είναι, βέβαια, πολύ νόστιμη σούπα της μένουλας, είναι πολύ ωραία, αλλά την Κυριακή των Βαΐων την κάνουμε μαρινάτη, με τα σκόρδα και με τα κρεμμύδια. Και φτάνουμε πια στη Μεγάλη Εβδομάδα, στην οποία, βέβαια... Αυτή είναι η εβδομάδα που αναστενάζουν οι νοικοκυρές, με τις πολλές δουλειές. Οπωσδήποτε, εκείνες τις μέρες, θα ξεκινήσουν τα ασπρίσματα, δηλαδή, τα ασβεστώματα της αυλής, των σπιτιών, των τοίχων, των κήπων, τα βαψίματα στις γλάστρες... Θα γίνει πάντα με κόκκινο χρώμα, συνήθως, ή με κάποιο άλλο χρώμα. Θα έρθουν οι καθαριότητες, τα κλαδέματα, τα φυτέματα λουλουδιών... Βέβαια, θα αναφέρω ότι οι οικογένειες που έχουν πένθος δεν ασπρίζουν, δεν ασβεστώνουν, δεν βάφουν γλάστρες, γιατί αυτό θα σημαίνει ότι είναι μία ένδειξη χαράς και δεν είναι. Ας πούμε, εμένα, για παράδειγμα, η μητέρα μου, τώρα τρία χρόνια που έχει πεθάνει ο πατέρας μου, δεν ασπρίζει την αυλή, ούτε τους τοίχους, ούτε τις αποθήκες, τίποτα. Ούτε βάφει τις γλάστρες κόκκινες, μόνο καθαρίζει την αυλή για να μην είναι βρώμικη και καθαρίζει τα λουλούδια και τα δέντρα της, αλλά δεν ασπρίζει. Γιατί πρέπει να κρατήσει το πένθος, σύμφωνα με το έθιμο. Επίσης, μία μέρα την αφιερώνουνε στους τάφους, στα μνήματα, στο νεκροταφείο, στον Άγιο Νικόλα, επάνω, που είναι το νεκροταφείο του χωριού μας. Θα πάνε σίγουρα να καθαρίσουν τα μνήματα και να ασβεστώσουν και κει τα πεζουλάκια, τους διάφορους τοίχους και αυτά, γιατί και τη Μεγάλη Παρασκευή γίνεται... Πηγαίνουμε και διαβάζουμε τα ονόματα, γίνεται μία επιμνημόσυνη δέηση και για όλους τους νεκρούς, οπότε θα πρέπει να είναι καθαρά, καθαροί και οι τάφοι... Μία μέρα, λοιπόν, αφιερώνεται στο νεκροταφείο. Ε, μία μέρα οι νοικοκυρές την αφιερώνουν στα τσουρέκια και στα κουλουράκια τα πασχαλινά που κάνουν. Τα τσουρέκια τα πασχαλινά, εδώ, τα ονομάζουν, αρβανίτικα, «κωθώνες». Παλαιότερα, που δεν υπήρχαν οι συνταγές, αυτές με τα τσουρέκια, διάφορα, τα πολίτικα, η συνταγή τους ήταν πολύ απλή. Ήταν ακριβώς η ίδια ζύμη με αυτήν που γίνονται τα πασχαλινά κουλούρια και μάλιστα επάνω δεν έκαναν κοτσίδες, τα έκαναν στρογγυλά, έτσι, σαν μεγάλα σαλιγκάρια και πάνω τα έκοβαν με το ψαλίδι. Έκαναν, δηλαδή, περίτεχνα σχέδια με το ψαλιδάκι. Και τη Μεγάλη Πέμπτη ή το Μεγάλο Σάββατο βάφουν και τα κόκκινα αυγά, όπως γίνεται, βέβαια, και σε όλη τη χώρα, δεν είναι, δηλαδή, κάτι διαφορετικό. Την Κυριακή... Την Κυριακή του Πάσχα, εκτός, λοιπόν, από το αρνί που βάζουν στο φούρνο, στα κλήματα, ή στη σούβλα, κυρίως, βέβαια, στη σούβλα, σουβλίζουμε εδώ το κρέας μας και κάνουμε και κοκορέτσι... Να, ας πούμε, πάλι, μια οικογένεια αν έχει πένθος, δεν θα σουβλίσει την πρώτη χρονιά ή και τη δεύτερη ή και την τρίτη. Αν δεν έχουν γίνει τα σαράντα, δεν θα φάει ούτε κρέας, θα φάει ψάρι την Κυριακή του Πάσχα. Αν έχουν γίνει τα σαράντα μπορεί να πάει κάποιο κρέας στο φούρνο της γειτονιάς, καλό όμως θα ήταν... Καλό... Καλό δεν είναι, απλά ως έθιμο γίνεται, συνήθως το ψήνουν μόνοι τους στην κουζίνα του σπιτιού τους, δεν πηγαίνει ούτε καν στο φούρνο το κρέας, γιατί, αν θα πάνε το κρέας, δεν είναι ένδειξη πένθους, και καλά, ότι να, τρώνε, έχουν τραπεζαρία. Σουβλίζουν, κάνουν κοκορέτσια... Ένα ωραίο έδεσμα που έχουμε εδώ είναι οι γαρδούμπες, αλλά δεν είναι οι γνωστές γαρδούμπες, αυτές που κάνουνε σε άλλες περιοχές. Πώς είναι οι γαρδούμπες εδώ. Παίρνουνε τα έντερα και δεν τις γεμίζουν μέσα με εντόσθια άλλα. Παίρνουν χλωρά κρεμμύδια, ολόκληρα, και τυλίγουν γύρω-γύρω το έντερο απ' το κρεμμύδι. Και τα ψήνουν στο φούρνο με λαδορίγανη και πιπέρι και αλάτι. Αλλά είναι διαφορετικά, γιατί συνήθως οι γαρδούμπες είναι χοντρές και μεγάλες και μέσα έχουν εντόσθια, συκώτια και διάφορα. Εδώ, λοιπόν, παίρνουν ένα χλωρό σκόρδο και γύρω-γύρω απ' το σκόρδο τυλίγουν ένα έντερο. Και φτιάχνουν πολλά τέτοια, αυτό είναι μια, έτσι, διαφορετική γαρδούμπα που κάνουν εδώ. Την Κυριακή του Πάσχα, παλιότερα, μετά τον εσπερινό της Αγάπης, ο όποιος γίνεται κανονικά από την εκκλησία μας κάθε χρόνο, ο εσπερινός της Αγάπης, δεν σταματάει αυτό ποτέ... Είναι μια πολύ ωραία λειτουργία, παίρνουνε και τις λαμπάδες τις Ανάστασης και τις ανάβουν άλλοι, είναι ένας μικρός εσπερινός, δεν είναι Θεία Λειτουργία με Κοινωνία, είναι μόνο εσπερινός. Μετά από τον εσπερινό της Αγάπης, γινόταν ντιβάνι πάλι, δημόσιος χώρος. Βέβαια, στο ντιβάνι αυτό ελάχιστοι τα τελευταία χρόνια φορούσαν τις παραδοσιακές φορεσιές, δηλαδή, γύρω στο '50-'60 κάνεις δεν φορούσε πια παραδοσιακή φορεσιά στο ντιβάνι. Μέχρι το '70-'80 γινόντουσαν τα ντιβάνια αυτά της Αγάπης, με όργανα κανονικά πια, χόρευαν όλοι με τα καλά τους, τα επίσημα ρούχα. Το μόνο που, έτσι, υπήρχε διαφορετικό, είναι ότι υπήρχαν κόκκινα αυγά σε πανέρια και τσούγκριζαν όλοι οι χωριανοί μεταξύ τους. Αυτά τα αναλάμβανε, τα τελευταία χρόνια, η κοινότητα τότε Καλάμου που ήταν. Έβαφαν πολλά αυγά, πανέρια, για να τσουγκρίζουν όλοι οι χωριανοί, να κάνουν Χριστός Ανέστη. Και τώρα που θυμήθηκα πάλι τα αυγά, να αναφέρω ότι το βράδυ της Ανάστασης ή την Κυριακή του Πάσχα το πρωί, αφού είχε γίνει το Χριστός Ανέστη, έπαιρναν ένα αυγό κάποιες νοικοκυρές και το έβαζαν πάνω στα εικονίσματα και το κρατούσαν ένα χρόνο ολόκληρο. Κάποιοι το κρατούσαν και εφτά χρόνια, άλλοι τρία χρόνια το ίδιο αυγό. Εμείς το κάναμε πάντα με τη γιαγιά μου με τον αδερφό μου αυτό. Το σπάγαμε, συνήθως, τη Μεγάλη Πέμπτη, εμείς, ή το Μεγάλο Σάββατο, που έβαφε η γιαγιά τα αυγά, και το ανανεώναμε. Και να σου πω, Φώτη μου, ότι δεν μύριζε και αυγουλίλα, γινόταν μέσα σαν χρυσάφι, σαν φίλντισι και μας φαινόταν, βέβαια, περίεργο, εμείς το κοροϊδεύαμε, τη γιαγιά, αλλά να σου πω, από τότε που έχει πεθάνει η γιαγιά, το κάνω μόνος μου. Και μάλιστα, το αυγό το βάζω στα εικονίσματα του σπιτιού της γιαγιάς. Ανοίγω το σπίτι εκείνη τη μέρα και το κρατάω. Και να σου πω τώρα, τα τελευταία χρόνια, έχω τρία πάνω στα εικονίσματα, είδα. Προχθές που μπήκα να πάρω κάτι απ' το σπίτι της γιαγιάς, είδα ότι έχω τρία αυγά επάνω, έχω ξεχάσει, δεν τα 'χω σπάσει τις προηγούμενες χρονιές και τα 'χω κρατήσει. Είναι τρία επάνω. Και φέτος, παρόλο που είχαμε πένθος, γιατί πέθανε ο αδερφός του πατέρα μου, και πέθανε δύο μέρες μετά του Ευαγγελισμού, και είχαμε πένθος... Και να, για την αλήθεια, δεν σουβλίσαμε, ούτε ψήσαμε κρέας, φάγαμε ψάρι, γιατί δεν είχε σαραντίσει την Κυριακή του Πάσχα... Δεν βάψαμε ούτε αυγά, μας φέραν, όμως, από τη γειτονιά αυγά. Μάλιστα, το ένα κατέβηκα και το έβαλα στο εικόνισμα. Οπότε το διατήρησα το έθιμο και φέτος. Και έτσι, τώρα, για να γυρίσουμε πίσω στο ντιβάνι της Αγάπης, μια χρονιά, πολλά χρόνια πριν, δεν ξέρω αν είχε γεννηθεί και ο πατέρας μου με τη μαμά μου. Μπορεί να ήταν κοντά στο 1940κάτι, ή ίσως και πριν το '40, δεν ξέρω ποιος βασιλιάς ακριβώς ήταν... Μια Κυριακή του Πάσχα, απόγευμα νομίζω ή μεσημέρι-απόγευμα, τέλος πάντων, αφού είχαν φάει –ή το πρωί, δεν θυμάμαι ακριβώς τώρα πώς ήταν– ο βασιλιάς ήθελε να επισκεφτεί το Αμφιάρειο ή Αμφιαράειο –είναι πιο σωστά να το λέμε–, τον αρχαιολογικό χώρο που υπάρχει στον Κάλαμο. Και πέρασε στην πλατεία του χωριού με το αυτοκίνητο και γινόταν ντιβάνι. Και τότε ο πρόεδρος σταμάτησε το βασιλικό αυτοκίνητο και τα άλλα της συνοδείας που υπήρχαν και κατέβασε το βασιλιά να γλεντήσει μαζί τους. Μάλιστα, του είπε ο βασιλιάς: «Να κατέβουμε να πιάσουμε μαζί κρασί από το υπόγειο». Και κατέβηκε ο βασιλιάς, πιάσανε μαζί κρασί, λέει, με τον πρόεδρο απ' το υπόγειο και ανεβήκαν πάνω και όταν βάλαν στα ποτήρια, ο βασιλιάς δεν ήπιε από το δικό του ποτήρι, ήπιε από το ποτήρι που είχε πει ο πρόεδρος, φοβούμενος, και καλά, μήπως του έχουν βάλει κάτι στο κρασί και έχουν προσπαθήσει να τον δηλητηριάσουν. Έτσι, μια ιστορία που την ξέρω, που έγινε μια Κυριακή του Πάσχα στο ντιβάνι. Που είχαν έρθει για να πάνε στο Αμφιαράειο, ο βασιλιάς με την οικογένειά του, να το επισκεφτούν, είχαν κάνει μια μικρή εκδρομούλα. Αλλά κατέβηκαν στην πλατεία και χόρεψαν, ήταν ντυμένοι, λέει, πάρα πολύ... Όλες οι γυναίκες του χωριού με τα αρβανίτικα, είχαν μεζέδες, αυγά... Αλλά ήταν, τέλος πάντων, για την εποχή, να έρθει ο βασιλιάς εκείνη τη μέρα, έτσι, πολύ σημαντικό για το χωριό και όλος ο κόσμος πολύ χάρηκε και μικρά παιδιά και γυναίκες που βλέπανε από κοντά το βασιλιά και τη βασίλισσα και τη βασιλική οικογένεια. Όμως, δεν θυμάμαι ποιος ακριβώς βασιλιάς ήταν, δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς την επ[01:10:00]οχή.
Γινόταν, δηλαδή, ντιβάνι και μετά τον εσπερινό της Αγάπης;
Νομίζω ναι. Τότε πια, το ντιβάνι δεν γινότανε... Ο εσπερινός δεν γινόταν και τόσο αργά, γινόταν το μεσημέρι. Γιατί δεν υπήρχαν και φώτα, ήταν διαφορετικές οι συνθήκες που επικρατούσαν. Οπότε, νομίζω, τότε, μόλις έτρωγαν, χτυπούσε η καμπάνα και γινόταν ο εσπερινός. Δηλαδή, 'ντάξει, ήταν και διαφορετικές οι εποχές, δηλαδή, τότε σούβλιζαν πολύ, πολύ πρωί. Δηλαδή, ίσως 10:00-11:00 να είχαν και φάει για μεσημέρι. Γιατί οι άνθρωποι σηκώνονται και 5:00 η ώρα τα ξημερώματα, δεν σηκώνονταν... Ήταν διαφορετικός ο τρόπος ζωής και οι συνθήκες. Οπότε, ο εσπερινός μπορεί να γινόταν και στις 3:00-4:00 το απόγευμα, να γινόταν και στις 2:00 το μεσημέρι, δεν ξέρω πώς ακριβώς γινόταν τότε. Αλλά φαντάζομαι ότι δε θα γινόταν 7:00-8:00 η ώρα το βράδυ, γιατί 7:00-8:00 η ώρα το βράδυ νυχτώνει και δεν υπήρχαν φώτα. 'Ντάξει, μπορεί να άναβαν μια φωτιά στη μέση του χορού, όπως έκαναν στο ντιβάνι των Αποκρεών. Αλλά φαντάζομαι ότι θα γινότανε νωρίτερα η λειτουργία, για να μπορέσει ο κόσμος να διασκεδάσει το απόγευμα που είχε φως, είχε ήλιο, γιατί μιλάμε πια για άνοιξη, δεν είναι, ας πούμε, όπως το χειμώνα... Αλλά φαντάζομαι ότι θα γινόταν πολύ νωρίτερα ο εσπερινός, απ' ό,τι έχει συνηθίσει να γίνεται τώρα, για να μπορέσει. Τώρα, δεν ξέρω τι ακριβώς... Πέρασε και ο βασιλιάς, μπορεί να είχανε ξεκινήσει και στην πλατεία να γινόταν ένα ντιβάνι διαφορετικά, δεν το ξέρω ακριβώς πώς ήταν εκείνη τη μέρα. Πάντως ξέρω ότι γινόταν ντιβάνι στο χωριό και ήρθε ο βασιλιάς και τσουγκρίσαν αυγά και πιάσαν κρασί και πήγε μετά στο Αμφιαράειο. Ή, νομίζω, γυρνώντας απ' το Αμφιαράειο περάσανε. Δεν ξέρω, μπορεί να είχαν έρθει πρωινή βόλτα και να έφευγαν μετά. Δεν το ξέρω ακριβώς πώς ήταν. Πάντως, ξέρω ότι σ' ένα πασχαλινό ντιβάνι, σε ένα γλέντι στην πλατεία, ότι ήρθε ο βασιλιάς και ότι έφαγε και ότι τσουγκρίσανε τα αυγά. 'Ντάξει, δεν κάθισε όλη τη μέρα, κάθισε για μια ώρα. Αλλά ξέρω αυτό το περιστατικό με το κρασί, που ήπιε απ' το ποτήρι του προέδρου, φοβούμενος μήπως του έχουν βάλει κάτι μέσα στο κρασί.
Και συνεχίζουμε την ιστορία μας με τα έθιμα τα αρβανίτικα, κυρίως, του Καλάμου, και αισίως έχουμε φτάσει στο μήνα Μάιο. Από την πρώτη κιόλας μέρα, έχουμε το έθιμο με το πρωτομαγιάτικο στεφάνι. Βέβαια, είναι ένα έθιμο, το οποίο συναντάται σχεδόν... Όχι σχεδόν, σε όλο τον χώρο τον ελλαδικό. Δεν έχει καμία διαφορά. Κάνουμε, λοιπόν, και εμείς εδώ, στον Κάλαμο, το πρωτομαγιάτικο στεφάνι, «πιάνουμε το Μάη», όπως λέμε χαρακτηριστικά... Συνήθως από την προηγούμενη μέρα, δηλαδή, απ' την παραμονή της Πρωτομαγιάς, που πηγαίνουμε στους αγρούς και μαζεύουμε αγριολούλουδα και λουλούδια από τις αυλές μας και κατασκευάζουμε το στεφάνι μας. Παίρνουμε, λοιπόν, μία βέργα από ένα δέντρο που είναι εύκαμπτο και λυγίζει, για να μπορέσουμε να του δώσουμε το σχήμα του στεφανιού... Συνήθως, παίρνουμε μία βέργα από τη λιοφάτα. «Λιοφάτα» εδώ λέμε το δέντρο κουτσουπιά. Το γυρίζουμε, το λυγίζουμε και το δένουμε με σχοινάκι και μετά, σιγά-σιγά, ματσάκια-ματσάκια τα λουλούδια, με τα διάφορα χρώματα, τα δένουμε στο στεφάνι. Συνήθως, σε πολλά τα σπίτια, το κατασκευάζουνε την προηγούμενη, δηλαδή, την παραμονή το στεφάνι και την άλλη μέρα πρωί-πρωί το κρεμάνε στον τοίχο. Απλά το στεφάνι δεν πρέπει να το βάλουνε μέσα στο σπίτι τους ποτέ, το πρωτομαγιάτικο, πρέπει να μένει έξω από το σπίτι, δεν μπαίνει, καλό είναι να μην μπει μέσα καθόλου. Δεν πρέπει να μπει καθόλου μέσα στο σπίτι το πρωτομαγιάτικο στεφάνι, πρέπει να είναι έξω. Και νομίζω ότι... Όχι νομίζω. Το κρατούνε στον τοίχο κρεμασμένο για πενήντα τέσσερις ημέρες, από την 1η του Μαΐου μέχρι και τις 24 του Ιούνη, που είναι το Άι-Γιάννη του Κλήδονα... Θα μιλήσουμε για αυτό, όταν θα φτάσουμε εκεί, όταν θα φτάσουμε στα έθιμα του Ιούνη. Εκτός, λοιπόν, από το στεφάνι την Πρωτομαγιά, φτιάχνουμε και τα μαγιάτικα παξιμάδια. Είναι πάρα πολύ ωραία τα μαγιάτικα παξιμάδια, το κύριο συστατικό τους είναι να έχουνε πάρα πολύ γλυκάνισο μέσα. Δεν ξέρω ακριβώς τη συνταγή, τώρα, για να σου τη δώσω. Η γιαγιά μου τα έβαζε με το μάτι, με το χέρι, με κουπάκια τα μετρούσε, δεν είχε, δηλαδή, μια συνταγή γραμμένη κάπου, που να την τηρούσε ευλαβικά. Τα έριχνε τα υλικά κατά προσέγγιση, δηλαδή με το μάτι της, με κουπίτσες, με κουταλάκια και τέτοια. Πάντως είναι πάρα πολύ ωραία παξιμάδια, έχω τώρα, αυτή τη στιγμή, τη γεύση τους στο στόμα. Να φανταστείς ήταν τόσο, είναι τόσο πολύ ωραία, που έχω ακόμα τη γεύση τους στο στόμα. Δηλαδή, τα περίμενα με πολλή λαχτάρα κάθε χρόνο να γίνουν τα παξιμάδια αυτά. Ένα άλλο έθιμο, αγροτικό, που υπάρχει στο Μάη, είναι το έθιμο με τον πρώτο θερισμό των σανών. Τα σανά είναι τα δημητριακά, τα οποία προορίζονται, κυρίως, για την εκτροφή των οικόσιτων ζώων. Ε, τώρα, δε σπέρνουνε σανά εδώ, στον Κάλαμο. Ίσως κάποιοι, πολύ λίγοι, που διατηρούν ακόμα μερικά οικόσιτα ζώα, δηλαδή, κυρίως, αιγοπρόβατα, αλλά όχι σε μεγάλο αριθμό, λίγα οικόσιτα για τα σπίτια τους, τα οποία τα έχουν τώρα και απομακρυσμένα απ' το χωριό μέσα, απ' τον οικισμό, τα έχουν κυρίως σε περιβόλια ή σε αγροκτήματα μακριά απ' τα σπίτια. Πρέπει αυτές τις μέρες, στη Πρωτομαγιά, κυρίως ανήμερα της Πρωτομαγιάς, να πάνε να κόψουνε μερικά σανά, για το καλό του θερισμού. Το Μάιο γιορτάζει και ο Άγιος Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη στις 21 Μαΐου. Έχουμε ένα πολύ ωραίο εξωκλήσι στη θέση Μποριχτού του Καλάμου. Είναι ένα πανέμορφο μέρος, που έχει πάρα πολύ μεγάλα αιωνόβια πλατάνια και ένα πηγάδι με πολύ ωραίο νερό, καθαρό και άφθονο... Είναι σχετικά καινούργια η εκκλησία αυτή, έχει χτιστεί, δηλαδή, τα τελευταία χρόνια. Ξέρουμε ότι εκεί κοντά υπήρχε, παλαιότερα πάλι, μια εκκλησία, παλιά, μάλλον και Άγιος Κωνσταντίνος, δεν το ξέρω ακριβώς αυτό, αν ήταν ο Άγιος Κωνσταντίνος. Πάντως, υπάρχει πληροφορία ότι σε κάποιο κτήμα μέσα με ελιές ή κάπου εκεί κοντά γύρω, ότι υπήρχαν, ας πούμε, και απομεινάρια από... Όχι απομεινάρια. Νομίζω η Αγία Τράπεζα ότι υπήρχε και για αυτό έγινε μετά η όλη προσπάθεια να χτιστεί ο Άγιος Κωνσταντίνος. Βέβαια, στη θέση που χτίστηκε τώρα ο Άγιος Κωνσταντίνος, δεν υπήρχε παλιά εκκλησία, απλά εξυπηρετούσε εκεί, γιατί ήταν ένας ανοιχτός χώρος, ένα πλάτωμα, σαν πλατεία, και υπήρχε και εκεί το πηγάδι. Είναι κοινοτικός, δηλαδή, χώρος, το πηγάδι εκεί, ποτίζανε παλιά οι τσοπαναραίοι τα πρόβατα τους. Και έγινε εκεί η εκκλησία. Είναι πολύ ωραία εκκλησία, πηγαίνει πάρα πολύς κόσμος. Και μέχρι και πριν δέκα χρόνια, νομίζω, ότι... Όχι νομίζω. Ανήμερα, πολλές οικογένειες που είχαν άτομα, τα οποία είχαν τα ονόματα Κωνσταντίνος ή Ελένη, σούβλιζαν το πρωί έξω απ' την εκκλησία και γινότανε γλέντι, γιορτή, χορός. Ήταν πολύ ωραία. Είχα τύχει μια φορά και ήταν πολύ ωραία, θυμάμαι, έτσι το γλεντάκι μες τη σκιά, με τα τρεχούμενα νερά, γιατί κυλάει και ένα ρυάκι δίπλα... Και, γενικώς, είναι ένας πολύ όμορφος τόπος. Μακάρι να τον επισκεφτούμε και μια μέρα μαζί, να τον δεις και εσύ. Θα σου αρέσει πάρα πολύ. Τώρα, τον Μάιο –ή και Ιούνη κάποιες χρονιές, αναλόγως με το πότε θα είναι το Πάσχα, δηλαδή, θα έρθει το Πάσχα– είναι η γιορτή της Αναλήψεως. Σαράντα μέρες μετά το Πάσχα, έχουμε τη γιορτή της Ανάληψης. Γιορτάζει πάντα στις 5– Στις 5 λέω... Γιορτάζει πάντα σαράντα μέρες μετά από την Κυριακή του Πάσχα. Πέφτει πάντα ημέρα Πέμπτη η γιορτή της Αναλήψεως. Την προηγούμενη μέρα, μάλιστα, Τετάρτη, πηγαίνουμε στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος που έχω μιλήσει πιο πριν για αυτό και σηκώνουμε την Ανάσταση. Δεν γίνεται η λειτουργία αυτή, που τελειώνει το Χριστός Ανέστη στην κεντρική πλατεία, στην Κοίμηση της Θεοτόκου... Έχουμε έθιμο πάντα και πηγαίνουμε στο μοναστήρι και γίνεται την Τετάρτη το πρωί η λειτουργία αυτή, σηκώνουμε την Ανάσταση στο μοναστήρι, είναι πάρα πολύ ωραία. Μας μοιράζουνε και κόκκινα αυγά στο τέλος. Αλλά ας επανέλθω τώρα στο πανηγύρι της Αναλήψεως...
Τι σημαίνει «σηκώνουμε την Ανάσταση»;
Τώρα, ακριβώς, δεν θυμάμαι ποια γιορτή γιορτάζουμε εκείνη τη μέρα. Είναι η τελευταία μέρα που λέμε το Χριστός Ανέστη. Οπότε λέμε «σηκώνουμε την Ανάσταση», γιατί φεύγει υποτίθεται ο Χριστός, ανεβαίνει προς τα πάνω. Η Ανάληψη αυτό είναι, ότι ο Χριστός μετά από τις σαράντα μέρες από την Ανάσταση του, αναλήφθηκε στους ουρανούς. Οπότε σηκώνεται η Ανάσταση ψηλά. Για αυτό το λέμε «σηκώνεται η Ανάσταση». Απλά χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση, γιατί έτσι το λέμε στο χωριό, για να... Ξέρεις, ότι: «Αύριο θα σηκωθεί Ανάσταση στο μοναστήρι», λέμε, «να πάμε στη λειτουργία...». Ας επανέλθω όμως στην Ανάληψη. Τα παλιότερα χρόνια, όταν οι γονείς μου, δηλαδή, ήταν μικρά παιδιά, γινότανε πανηγύρι στην Ανάληψη πάνω, πολλές οικογένειες κοιμούνταν και από βραδύς εκεί, έξω στο ύπαιθρο δηλαδή. Έπαιρναν τα στρωσίδια τους, τα ρούχα τους, οικοσκευή, νοικοκυριό και μαγείρευαν κιόλας εκεί, την άλλη μέρα, και γινόταν μικρό πανηγύρι, με όργανα, με λατέρνες κάποιες χρονιές, έφταναν και κάποιοι μικροπωλητές... Γινόταν ένα μικρό πανηγυράκι. Και έφευγαν από ε[01:20:00]κεί το απόγευμα, μετά, της άλλης μέρας, δηλαδή, ξεκινούσε από την προηγούμενη, της παραμονής το βράδυ, που πηγαίνανε και κατασκηνώνανε εκεί, το πρωί γινότανε η λειτουργία και μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, τρώγανε ανά οικογένειες και μετά ξεκινούσε ο χορός. Από το χωριό, δύο χρονιές ή τρεις με το σύλλογο, τον αρβανίτικο, αναβιώσαμε και το πανηγύρι, δηλαδή, έγινε και χορός, είχαμε και αρνιά ψητά και προβατίνα στη λαδόκολλα... Έγινε ένα πολύ ωραίο γλέντι, αλλά κάθε χρόνο πηγαίνουμε, με αρτοκλασίες, με κεράσματα, με αναψυκτικά, με γλυκά, με λουκούμια... Είναι πολύ ωραία στην Ανάληψη πάνω, είναι ένα πολύ όμορφο μέρος. Έχει... Η εκκλησία έχει φτιαχτεί, δεν είναι η παλιά που ήταν τότε, έχει φτιαχτεί τώρα, υπάρχει ανακαίνιση. Και είναι σε ένα πολύ ωραίο, έτσι, ψηλό λοφάκι και έχει γύρω-γύρω έξι-εφτά αιωνόβια δέντρα, μεγάλα πουρνάρια, κάποια πεύκα, έτσι, και κάποιες... Σαν βελανιδιές είναι, ένα είδος που ευδοκιμεί εδώ. Δυστυχώς, όμως, με το με το χιόνι, με τη Μήδεια, δύο απ' αυτά τα δέντρα, ή τρία, καταστράφηκαν, έπεσαν τελείως, ξεριζώθηκαν απ' το βάρος του χιονιού. Παρόλα αυτά, όμως, δεν χάνει την ομορφιά του ο χώρος και είναι πολύ όμορφα εκεί. Έχει και δίπλα ένα παλιό πηγάδι, πέτρινο, και μία πέτρινη γούρνα, την οποία ο σύλλογος σκέφτεται κιόλας να την ανακαινίσει σιγά-σιγά, να τη φτιάξει, έτσι, λίγο καλύτερα, γιατί έχει μισογκρεμίσει λιγάκι.... Και είναι στα άμεσα σχέδια του συλλόγου να ανακαινιστεί αυτή η γούρνα. Εκεί πάνω, λοιπόν, όπως είπαμε, η Ανάληψη βρίσκεται στο όρος Καμάρι, έτσι το λέμε... Όπως είχαμε πει και πριν, σε κάποιο μήνα, δεν θυμάμαι τώρα σε ποιον, που είχαμε αναφέρει ότι στο Καμάρι υπήρχε παλιότερα οικισμός του χωριού, ο πρώτος οικισμός του χωριού. Δεν ξέρω, τώρα, αν ήταν εκεί τα κεντρικά, νομίζω ότι ο οικισμός ο κεντρικός του χωριού ήταν εκεί που είναι και τώρα ο Κάλαμος. Απλά επάνω στο Καμάρι υπήρχε οικισμός, για αυτό υπάρχει και η εκκλησία, για αυτό υπάρχει και το πηγάδι, για να εξυπηρετούσε τον κόσμο που έμενε εκεί, από νερό. Υπήρχε σίγουρα οικισμός, γιατί υπάρχουνε ερείπια... Όπως ξέρουμε ότι υπήρχε και σε κοντινή απόσταση και άλλη μία εκκλησία, στη θέση Τριάδες. Υπήρχε μία εκκλησία, η Αγία Τριάδα, και για αυτό ονομάζεται η περιοχή Τριάδες... Δεν υπάρχει, βέβαια, η εκκλησία, νομίζω όμως μέσα στο κτήμα κάποιου χωριανού, είχαν βρεθεί και εκεί ερείπια εκκλησίας. Νομίζω είχε βρεθεί μισογκρεμισμένη η Αγία Τράπεζα. Και επειδή η περιοχή λέγεται Τριάδες, έχουμε συμπεράνει ότι ήταν η εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Υπήρχε, λοιπόν, οικισμός εκεί, στο Καμάρι, και το πιο ψηλό σημείο πάνω εκεί λέγεται «τσούκα του Καμαριού», δηλαδή, η κορυφή του Καμαριού, τσούκα. Είναι πάρα πολύ ωραία, έχει μια απίστευτη θέα, πηγαίνουμε πολύ τακτικά με την ομάδα της πεζοπορίας, που έχουμε μια όμορφη ομάδα πεζοπορίας και ανεβαίνουμε... Είναι πάρα πολύ ψηλά, υπάρχει και μία δεξαμενή, βέβαια, νερού εκεί κοινοτική, για να εξυπηρετεί τα ψηλά σημεία του χωριού, αλλά είναι πάρα πολύ ωραία, έχουμε ανέβει πέντε-έξι φορές πάνω εκεί, στην τσούκα του Καμαριού, με τα παιδιά από την ομάδα. Έχει και μία κολόνα ο στρατός, κιόλας, αυτές τις γεωγραφικές, δεν ξέρω αν ξέρεις πώς είναι. Είναι κάποιες τσιμεντένιες κολώνες που έχουνε κάποιες συντεταγμένες πάνω, του στρατού για μπορείς να βρεις κάποια σημεία. Έχει μία απίστευτη θέα, δηλαδή, βλέπει από την πλευρά της εθνικής προς την Αθήνα, όλο, φτάνει, ξέρω 'γω, βλέπεις όλη την Πάρνηθα, την Πεντέλη, προς την Αθήνα, δηλαδή, τον Άγιο Στέφανο, την Πάρνηθα, όλα αυτά, μέχρι την Κηφισιά σχεδόν φαίνεται... Και από την άλλη πλευρά φαίνεται σχεδόν όλος ο Ευβοϊκός. Είναι ένα πολύ όμορφο σημείο και εκεί, μάλιστα, υπάρχει και ένας θρύλος για την περιοχή, ότι είναι κρυμμένος ο θησαυρός του χωριού, εκεί ψηλά, στην τσούκα. Έχει κάτι σπηλιές, υπάρχουν κάποιες σπηλιές, όντως, κάποιες τρύπες μες τους βράχους, που φαντάζομαι θα ζούνε αγρίμια. Αλλά εκεί λένε, μέσα, ότι ζει ένα φίδι πολύ μεγάλο, το οποίο προστατεύει τον θησαυρό αυτό, ότι μπορεί να σε φάει το φίδι αυτό, τέλος πάντων. Και αυτό κανείς δεν μπορεί να το βρει και κάποιοι που το βρήκανε, ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά ένα μαύρο πανί και τους έκρυψε, λέει, το θησαυρό... Ότι ίσως το θησαυρό δεν έχουνε... Ότι ο φύλακας του δεν είναι μόνο το φίδι, ότι είναι ένας γέρος τσιγγάνος ή εδώ, τέλος πάντων, όπως το λένε, αλλά είναι... Είναι ρατσιστικό και δεν ξέρω αν πρέπει να το αναφέρω... Λένε ότι είναι ένας αράπης που φυλάει το θησαυρό και, μάλιστα, έχει μια σιδερένια μαγκούρα, ένα ραβδί, με το οποίο θα σε σκοτώσει αν πλησιάσεις το θησαυρό. Βέβαια, κανείς δεν τα βλέπει, αλλά όλοι λένε ότι τα ακούνε τα λεφτά. Αυτό μου το 'χει πει εμένα και η γιαγιά μου, ότι τα είχε ακούσει με την πεθερά της στη θέση Ρεβυθιά, που είχαν πάει μια φορά να ποτίσουνε τα δέντρα... Ότι πέρασε, λέει, και ακούγανε, λέει, που χορεύαν τα χρήματα. Ότι ακούγαν τα φλώρια, όπως είχαν ξαπλώσει το μεσημέρι ή το πρωί, τέλος πάντων, ακούγαν τα φλουριά σαν να χορεύανε, και καλά, ότι τα είχε πάει βόλτα ο αράπης, συγγνώμη για την έκφραση και πάλι... Είναι, υποτίθεται, ο φύλακας τους και ο βοσκός τους. Ότι τα βγάζει έξω, όπως ο βοσκός βγάζει τα πρόβατα, έτσι βγάζει και τα λεφτά. Και υπάρχει αυτή η δοξασία, τέλος πάντων, αυτός ο θρύλος, ότι τα χρήματα είναι κρυμμένα εκεί, ότι έχουν αυτόν το φύλακα... Και για να γυρίσω τώρα, έτσι, στην ιστορία αυτή με τη γιαγιά μου... Η πεθερά της τής είπε, παρόλο που δεν τα βλέπανε τα χρήματα, τής είπε: «Να ρίξουμε τα ρούχα που κοιμόμαστε πάνω, για να τα πλακώσουμε». Η γιαγιά μου, όμως, φοβήθηκε πολύ, γιατί είχε ακούσει μια ιστορία από τον παππού της στο Καπανδρίτι, ότι κάποιος έριξε μία φορά τα ρούχα –που περάσαν τα χρήματα– και τα 'πιασε, ότι έριξε το ρούχο, είχε πλακώσει κάποια χρήματα και μείνανε μετά... Και ξαναπεράσανε δεύτερη φορά και τα άκουσε. Και ξαναέριξε και τότε τον χτύπησε ο αράπης με τη βέργα και του είπε ότι: «Επειδή είσαι πλεονέκτης, θα σε σκοτώσω, γιατί πήρες μία φορά, δεν πρέπει να πάρεις και δεύτερη». Και η γιαγιά μου, φοβούμενη αυτή την ιστορία που είχε ακούσει παιδί, γύρω στα 1925, δηλαδή, δεν έριξε με την πεθερά της, γύρω στα 1950, τα ρούχα, τα σκεπάσματα για να πλακώσουνε και κείνες κάποιο θησαυρό... Βέβαια, η πεθερά της, επειδή ήταν πολύ έξυπνη, έως πονηρή, θα έλεγα εγώ, της είπε μετά ότι μπορεί να έχουν κολλήσει μερικά χρήματα, αφού περάσανε πάνω στις πέτρες ή πάνω σε κοπριές ζώων, ότι κολλάγανε πάνω στις κοπριές των ζώων. Γυρίσανε, βέβαια, όλα τα κτήματα και γύρω-γύρω για να βλέπανε κοπριές ζώων, αλλά, τελικά, δεν βρήκανε τίποτα. Πάντως η γιαγιά μου επέμενε ότι είχε ακούσει τα φλώρια να χορεύουνε στο δρόμο. Τι να πω; Τέλος πάντων. Δεν ξέρω. Αυτό υπάρχει, τέλος πάντων, ο θρύλος, ότι εκεί πάνω στην τσούκα του Καμαριού, ότι εκεί είναι κρυμμένος ένας πολύ μεγάλος θησαυρός και, τώρα, τα τελευταία χρόνια, κάποιοι απ' το χωριό που είχαν βγει... Όχι τώρα τελευταία... Δεκαετίες πριν, δε ξέρω, κυκλοφορούσαν τελευταία... Πολλοί είχαν μηχανές που έψαχναν θησαυρούς. Όλοι γυρνούσαν εκεί πάνω. Δεν ξέρω, τελικά, αν βρήκε κανένας. Δεν... Πήγαιναν να βρουν, δεν ξέρω, τελικά αν βρήκαν όμως.
Ανιχνευτές μετάλλων...
Μπράβο, ναι, ναι, ναι, πολύ σωστά, ναι, ανιχνευτές μετάλλων. Είχαν πάρει δυο-τρεις απ' το χωριό και πηγαίνανε, είχανε γυρίσει όλο το χωριό πια. Δεν ξέρω. Εκεί που ξέρω σίγουρα ότι βρήκανε χρήματα είναι στην Αγία Παρασκευή, ένα πολύ παλιό Βυζαντινό εξωκλήσι που έχουμε πολύ ψηλά, στην περιφέρεια του Βαρνάβα, για το οποίο θα σου μιλήσω αργότερα, όταν θα φτάσουμε στον μήνα Ιούλιο, για το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής. Εκεί έχουν βρει, νομίζω, δύο φορές. Τη μία φορά είχαν κάνει ένα λάκκο ακριβώς στην είσοδο της εκκλησίας, στην πόρτα, που είχε ένα σκαλάκι και είχαν ξεθάψει ένα παλιό πιθάρι. Και άλλο ένα έχουν ξεθάψει ακριβώς από κάτω απ' την εκκλησία, πιθάρι. Έχω δει εγώ το λάκκο του, τον έχω δει με τα μάτια μου, όταν ήμουν μικρός, μια χρονιά που είχαμε πάει να κάνουμε Πρωτομαγιά στην Αγία Παρασκευή, απέξω στην αυλή της. Είχαμε πάει να σουβλίσουμε με την οικογένεια μου και τα ξαδέρφια μου και τους θείους μου. Είδαμε την τρύπα από το πιθάρι. Ήτανε όσο χωρούσε, δηλαδή, σκαμμένη στο λάκκο μία τρύπα, όσο χωρούσε ένα μεγάλο πιθάρι, και ήταν και μέσα, μάλιστα, χτισμένη με πέτρες και κεραμιδάκια για τη συντήρηση. Βέβαια, ξέρω ότι τα χρόνια τότε έθαβαν πιθάρια, όχι μόνο με θησαυρούς, αλλά και με προϊόντα αγροτικά, είτε για να τα κρύβουνε από επιδρομείς, είτε για να τα συντηρούνε κιόλας μέσα στη γη. Οπότε, 'ντάξει, ας μην είμαστε και σίγουροι ότι έχουν βρει και θησαυρό, δεν ξέρω. Πάντως έναν έχουν βρει σίγουρα μέσα στην πόρτα της εκκλησίας. Είχαν θάψει ακριβώς στην πόρτα στο σκαλάκι της εκκλησίας ένα πιθάρι και το βρήκανε. Πάλι να γυρίσω, όμως, εκεί, στην τσούκα του Καμαριού. Και τώρα, τα τελευταία χρόνια, όταν πήγαινα στο γυμνάσιο, νομίζω, είχε ξεκίνησε πάλι μια ιστορία, ότι κάποιος έφτασε μέχρι πάνω εκεί και ότι βρήκε το θησαυρό και ότι δεν υπήρχε το φίδι μέσα για να τόνε σκοτώσει, ούτε κάνεις φανερώθηκε... Ότι ήταν δυο-τρεις μαζί, τέλος πάντων, και την ώρα που πήγαν να τα πάρουνε, ότι εμφανίστηκε κάτι μαύρο, μαζί, μπροστά τους και τους εξαφάνισε με μιας, λέει, το θησαυρό και, τελικά, δεν κατόρθωσαν να τον πάρουν ούτε και εκείνοι. Τώρα, δεν ξέρω όλα αυτά αν είναι αλήθεια ή όχι. Ή αν είναι στη σφαίρα της φαντασίας του καθενός. Ή εάν και άλλοι το κάνουνε για πλάκα, για να γελάνε στ[01:30:00]ο χωριό, δεν ξέρω, έτσι σαν αστεία για να κυκλοφορούνε και αυτοί οι θρύλοι. Δεν ξέρω τώρα τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα σε αυτό.
Και αφού μιλήσαμε και για το θησαυρό, από τα έθιμα φτάσαμε στο θησαυρό, ας γυρίσουμε τώρα στον Ιούνη... Και αφού μιλήσαμε για το πρωτομαγιάτικο στεφάνι, να πούμε και ότι στις 24 του Ιουνίου –που είναι το Άι-Γιαννιού του Κλήδονα ή του Άι-Γιαννιού του Ριγανά ή του Ριζικάρη, όπως λένε σε άλλα μέρη της χώρας– είναι το γενέσιον του Προδρόμου, του Ιωάννη του Προδρόμου, βέβαια, γιορτάζουμε εκείνη την ημέρα, έχουμε το έθιμο να καίμε το πρωτομαγιάτικο στεφάνι. Δεν νομίζω ότι είναι σίγουρα αρβανίτικο έθιμο. Έχω την εντύπωση ότι έχει... Ότι το έχουνε φέρει, νομίζω, εκεί κυρίως οι μικρασιάτες πρόσφυγες, που έχουν έρθει στην περιοχή, εδώ στα χωριά, τα αρβανοτοχώρια... Και ότι από εκεί το έχουν κλέψει, εντός εισαγωγικών, οι Αρβανίτες και το έχουν εντάξει στα δικά τους έθιμα. Δεν νομίζω ότι κάνουν τόσο πολύ με το νερό, που κάνουν σε άλλα μέρη, που παίρνουν τα ριζικά, με τις μοίρες, για να δουν ποιον θα παντρευτούν ή όχι. Ξέρω περίπτωση, πάντως, που δεν πηγαίνουν να πάρουν το νερό για να το βάλουν στο δοχείο, ότι πηγαίνουν σε πηγάδια εδώ, αυτή τη μέρα, με το καθρέφτη και γυρίζουν ανάποδα να κοιτάξουνε ποιον θα παντρευτούνε. Δηλαδή, πάνε στο πηγάδι ανάποδα με την πλάτη, βάζουν τον καθρέφτη από πάνω και βλέπουνε μέσα στο νερό του πηγαδιού. Αυτό έχουν κάνει νομίζω, κάνανε κάποιες φορές την ημέρα του Άι-Γιάννη του Κλήδονα εδώ. Δεν ξέρω, είχα ακούσει μια περίπτωση –η μαμά μου κιόλας μου το επιβεβαίωσε και πρόσφατα που τη ρώτησα– ότι μια κοπέλα το 'χε κάνει, είχε πάει σε ένα πηγάδι να δει ποιον θα παντρευτεί και νομίζω ότι είχε δει ότι πέρασε ένα φέρετρο. Και, μάλιστα, αυτή η κοπέλα σκοτώθηκε μετά από λίγο καιρό. Άλλοι είπαν ότι αυτοκτόνησε, ότι έπεσε απ' την Ακρόπολη... Κανείς ακριβώς δεν έμαθε και στο χωριό, πέρα από τους πολύ οικείους της, τι ακριβώς είχε συμβεί. Πάντως αυτή η κοπέλα πέθανε ανύπαντρη. Και κάποιος μετά διέδωσε απ' την οικογένειά της ότι το είχε δει... Ή και πριν σκοτωθεί μπορεί να το είχαν πει. Ότι είχε δει, λέει, φέρετρο. Είχε πάει το πηγάδι με τον καθρέφτη και είχε δει, λέει, να περνάει ένα φέρετρο. Τώρα, δεν ξέρω αν, τελικά, όλα αυτά είναι κάποια πράγματα αλήθεια ή αν είναι μύθοι του χωριού, ή παραδόσεις ή αν κάποια πράγματα ίσως τα κατασκευάζουν και κάποιοι εντέχνως, για να καλύψουνε και κάποια άλλα πράγματα. Ίσως, δηλαδή, την αυτοκτονία; Αν ήτανε, όντως, αυτοκτονία, να θέλουν να πουν ότι ήταν το ριζικό της... Δεν το ξέρω. Πάντως εδώ, εκείνη τη μέρα, καίμε το στεφάνι, είναι πάρα πολύ αστείο. Και για να μη σβήσει το στεφάνι αμέσως, γιατί έχει λίγα ξερά λουλούδια πια, μαζεύουμε μερικά ξεροφρύγανα και άλλα λουλούδια... Το ανάβουμε το βράδυ του Άι-Γιαννιού, εδώ, όχι την παραμονή που γίνεται σε άλλα μέρη, στις 23, δηλαδή, του Ιούνη. Εδώ το ανάβουμε ανήμερα, το απόγευμα, το βράδυ, προς το τέλος της γιορτής... Ανάβουμε το στεφάνι να καεί και το πηδάμε, δηλαδή, το περνάμε τρεις φορές από τη μία και τρεις φορές από την άλλη, υποτίθεται για να παντρευτούν. Οι νέοι το κάνουν αυτό, για να παντρευτούνε γρήγορα και να 'χουν καλό γάμο. «Πηδούν το στεφάνι του Άι-Γιάννη». Σε άλλες μέρες λένε, «οι φωτιές του Άι-Γιάννη». Ας αφήσουμε, τώρα, το έθιμο με το στεφάνι, 'ντάξει, δεν είναι κάτι άλλο. Και να προχωρήσουμε με το πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων. Η παραλία του Καλάμου έχει το όνομα Άγιοι Απόστολοι Καλάμου, από την εκκλησία, η οποία υπάρχει στους Αγίους Αποστόλους, είναι αφιερωμένη στους 12 Αποστόλους... Προφανώς επειδή ήτανε, είναι παραλιακός ο οικισμός και είναι ένα μικρό ψαροχώρι, έχει κτιστεί η εκκλησία αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους, επειδή ήταν και εκείνοι ψαράδες. Και ξέρω, κιόλας, ότι και στη Σκάλα Ωρωπού, πριν γίνει ο Ωρωπός το κέντρο του δήμου μας, ξέρω 'γω, και ένα μεγάλο αστικό κέντρο... Όταν η Σκάλα ήταν και αυτή ένας πολύ μικρός οικισμός, παραδοσιακός και μικρός, και εκεί η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, πριν, ήταν αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους. Προφανώς επειδή και εκεί ήταν ένας πολύ μικρός ψαρότοπος, ένα μικρό ψαροχώρι και εκεί ήταν αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους, επειδή ήταν ψαράδες. Εκεί, όμως, μετονομάστηκε αργότερα... Οι Άγιοι Απόστολοι έγιναν Άγιος Ανδρέας, απ' τον Ανδρέα Συγγρό, τέλος πάντων, ο οποίος ήτανε κτηματίας της περιοχής και είχε όλο τον Ωρωπό δικό του, είχε το τσιφλίκι του Ωρωπού, ο Ανδρέας Συγγρός.
Ο γνωστός Συγγρός...
Ναι, ναι, ο γνωστός, ο Ανδρέας Συγγρός, απ' τη γνωστή οικογένεια, ο δωρητής που... Ο ευεργέτης, ναι. Ο Ωρωπός, το τσιφλίκι του Ωρωπού, ήταν δικό του, του Ανδρέα Συγγρού. Τέλος πάντων, γυρνάμε στους Αγίους Αποστόλους, τώρα, του Καλάμου. Ναι. Το πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων. 'Ντάξει, τώρα και οι Άγιοι Απόστολοι έχουν αλλάξει μορφή, δεν είναι όπως τότε που ήτανε οι γονείς μου μικρά παιδιά, που είχε, τέλος πάντων, δέκα σπιτάκια, μερικές ξύλινες παράγκες, καλύβες ψαράδων και τρεις-τέσσερις ταβερνούλες... Τώρα πια και οι Άγιοι Απόστολοι ένα τουριστικό κέντρο, μεγάλο, με πάρα πολλούς τουρίστες, με πάρα πολλούς παραθεριστές, με πάρα πολλά σπίτια, με πολλά μαγαζιά... Δεν έχει καμία σχέση. Τότε, λοιπόν, πάλι κατέβαιναν από την παραμονή το βράδυ όλοι οι χωριανοί από το πάνω χωριό, κατασκήνωναν υπαίθρια, πάλι έφερναν τα στρωσίδια τους, τα ρούχα τους, τις οικοσκευές τους και ό,τι άλλο χρειάζονταν για την επόμενη μέρα, να γιορτάσουν το πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων. Κατασκήνωναν γύρω-γύρω απ' την εκκλησία και προς τα κάτω, στα κτήματα του Γκικάκη, επειδή εκεί είχε πλατάνια και άλλα μεγάλα δέντρα και υπήρχε παχύς ίσκιος, για να μπορέσουν να κάτσουν όλη μέρα χωρίς να υπάρχει ήλιος. Και υπήρχαν και νερά τρεχούμενα απ' την εκκλησία, τα οποία υπάρχουν ακόμη και τώρα, απλά τώρα δεν είναι εμφανή, καταλήγουν στη θάλασσα. Αλλά, τότε, τα νερά εκεί ήταν τρεχούμενα, γιατί είχαν όλο διάφορα περιβολάκια, είχε δροσιά και πολύ ίσκιο και κατασκήνωναν εκεί. Ε μόλις σχολούσε η εκκλησία, μετά, κάθε οικογένεια μαγείρευε με την κατσαρόλα της εκεί, στο ύπαιθρο, τρώγαν όλοι, γλεντούσαν, χαίρονταν, ξάπλωναν και το βραδάκι, το απόγευμα, κατέβαιναν στα μαγαζιά της παραλίας, στα οποία γίνονταν πανηγυράκια μετά. Εγώ, 'ντάξει, δεν το 'χω προλάβει αυτό. Τώρα, των Αγίων Αποστόλων γίνεται περιφορά της εικόνας και λιτανεία σε όλο το χωριό, γίνεται μεγάλο παζάρι, εμποροπανήγυρη με πάρα πολλούς πάγκους που πουλάνε τα διάφορα προϊόντα τους, πολιτιστικές εκδηλώσεις, διάφοροι χοροί, ανταμώματα τη μέρα εκείνη. Έχει αλλάξει τελείως το τότε πανηγύρι με το τώρα, δεν έχει καμία σχέση πια. Όμως τότε όλοι το περίμεναν πώς και πώς το πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων, γιατί σήμαινε ότι είχαν τελειώσει οι περισσότεροι και το θερισμό και το αλώνισμα και είχαν τελειώσει με τις αγροτικές αυτές εργασίες, για να κατέβουν στο πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων. Δηλαδή, είχαν τελειώσει το θέρος, όπως ανέφερα, είχαν τελειώσει και το αλώνισμα πάνω στ' αλώνια του χωριού, είχαν πάρει το στάρι, το 'χαν βάλει στις αποθήκες τους και κατέβαιναν τώρα πια για το πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων. Μάλιστα, τις μέρες των Αγίων Αποστόλων, ξεκινούσε και το μάζεμα των πρώτων φασολιών. Εδώ στην περιοχή, ευδοκιμεί το φασόλι τσαουλί, έτσι το λέμε. Και αυτές τις μέρες, των Αγίων Αποστόλων, ξεκινούσε η πρώτη παραγωγή. Όμως, τώρα, θυμήθηκα κάτι που θέλω να το αναφέρω, επειδή είμαστε ακόμη και στον Ιούνη, δεν νομίζω ότι θα υπάρχει και κάποιο θέμα. Είμαστε στον Ιούνη και, κάποιες φορές, της Αναλήψεως πέφτει και Ιούνης δεν πέφτει πάντα Μάιος, γιατί το Πάσχα είναι κινητό, αλλάζει, οπότε είναι όλες αυτές οι γιορτές κινητές. Την ημέρα της Αναλήψεως, κάνουμε συνήθως το πρώτο μπάνιο, το πρώτο καλοκαιρινό μπάνιο. Η γιαγιά μου το 'λεγε ότι της Αναλήψεως γίνεται το πρώτο μπάνιο, γιατί εκείνη τη μέρα ο Χριστός περνάει και στη θάλασσα, για να αναληφθεί στους ουρανούς και περνάει μέσα από σαράντα κύματα, κιόλας, και αγιάζει τα ύδατα και καλό είναι να κάνουμε το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού της Αναλήψεως. Μάλιστα, τώρα, για του λόγου το αληθές, εγώ φέτος το πρώτο μπάνιο το έκανα της Αναλήψεως, το πρώτο μου καλοκαιρινό μπάνιο το έκανα της Αναλήψεως. Και εκείνη τη μέρα παίρνουμε και από τη θάλασσα νερό, μαζεύουμε νερό, αλλά πώς το μαζεύουμε; Με ένα κατσαρολάκι, με ένα παγουράκι, με ένα μπουκαλάκι... Αλλά παίρνουμε νερό από σαράντα κύματα που σκάνε στο γιαλό, όπως έρχονται τα κύματα από μέσα, από σαράντα κύματα και το κρατάμε σαν αγιασμό. Το κρατάμε σαν αγιασμό και αυτό το νερό, το θαλασσινό, και το βάζουμε και μες το σπίτι, αλλά, συνήθως, το έχουμε για να ραντίζουμε γύρω-γύρω τα σπίτια μας και τις αυλές μας, για την υγεία και την προστασία. Και εκτός από το νερό αυτό που παίρνουμε από σαράντα κύματα, μαζεύουμε και την πέτρα τη μαλλιαρή. Για αυτό αναφέρεται ότι της Αναλήψεως λέγεται: «Σήμερα είναι της Μαλλιαρής». Η πέτρα η μαλλιαρή... Τι είναι η πέτρα η μαλλιαρή; Είναι μία πέτρα που έχει ένα φύκι πάνω, που πρέπει να έχει φύκι. Αλλά όχι αυτό το φύκι, το πράσινο, το μαύρο, που ξέρουμε. Ένα φύκι, το λουλουδάκι της θάλασσας, που είναι σαν ά[01:40:00]σπρο-μωβ, σαν ροζ, μωβ-λιλά, ένα πολύ απαλό χρωματάκι. Και παίρνουμε την πέτρα τη μαλλιαρή σαν φυλαχτό, τη βγάζουμε απ' τη θάλασσα, την αποξηραίνουμε μαζί με το μαλλί αυτό, πάνω, το φύκι, για αυτό τη λένε μαλλιαρή, από το φύκι αυτό, που είναι σαν μαλλί. Και τη βάζουμε μέσα στο σπίτι, ως φυλαχτό, τη διατηρούμε όλο το χρόνο, ένα χρόνο ολόκληρο, μέχρι να ξαναέρθει πάλι της Αναλήψεως και να πιάσουμε την επόμενη, την καινούργια. Και γυρίσαμε, έτσι, τώρα πίσω λίγο. Εκτός, λοιπόν, από τα φασόλια που ξεκινούνε τα πρώτα, που είπαμε, τα τσαουλιά, που ξεκινάει η συγκομιδή και το μάζεμα... Τον Ιούνιο ξεκινάμε και το πότισμα στα δέντρα τα ξινά, γιατί ο Κάλαμος έχει πάρα πολλά ξινά δέντρα. Ξινά δέντρα εννοούμε τα λεμόνια, τις λεμονιές, δηλαδή, τις πορτοκαλιές, τις μανταρινιές, γκρέιπφρουτ που υπάρχουν λίγα, περγαμόντα και νεραντζιές, που έχει πολλές. Ξεκινάει το πότισμα κάθε χρόνο, τον Ιούνιο. Εντάξει, γιατί συνήθως ο Μάης είναι ένας μήνας βροχερός, πέφτουν βροχές, οπότε όλοι ξεκινάνε τον Ιούνιο και τα ποτίζουν. Δεν νομίζω ότι ποτίζουνε νωρίτερα. Εγώ θυμάμαι πάντα ότι τα ποτίσματα τα κάναμε όταν κλείναμε το σχολείο, όταν έκλεινε το σχολείο, που κατεβαίναμε πια να μείνουμε και εμείς κάτω στην παραλία από το πάνω χωριό, στο περιβόλι που έχουμε τα ξινά. Και θυμάμαι που τα ποτίζουμε με τη γιαγιά μου κάθε απόγευμα... Όχι κάθε απόγευμα, μια φορά τη βδομάδα ή δύο. Τα απογευματάκια, μεσημεράκια ποτίζαμε με τη γιαγιά τα δέντρα... Αλλά δεν έχω έτσι και τόσο καλές αναμνήσεις από το πότισμα, έτσι, με τα δέντρα, γιατί θυμάμαι ότι, όταν είχα τελειώσει την πρώτη γυμνασίου, νομίζω καλοκαίρι '96-'97, όποτε ποτίζαμε τα δέντρα με τη γιαγιά, όλη μέρα έκλαιγε και μοιρολογούσε... Είχε πεθάνει μια ανιψιά της τότε, του αδερφού της η κόρη, πολύ νέα, 40τοσο χρονών... Και εκεί που ποτίζαμε τα δέντρα, θυμάμαι όλη μέρα έκλαιγε, μωρέ, και μου 'χε κάνει εντύπωση και της λέω: «Βρε γιαγιά, τι λες» της λέω, «τι είναι αυτά όλα που λες;». Και μου είπε: «Είναι μοιρολόγια». Και τη ρώτησα: «Πού τα ξέρεις όλα αυτά, βρε γιαγιά, πώς τα λες; Είναι κάπου γραμμένα, τα 'χεις γράψει;». Και μου είχε πει χαρακτηριστικά ότι «αυτά δεν γράφονται σε βιβλία και χαρτιά, αυτά γράφονται στην καρδιά από το πόνο και απ' τις στεναχώριες». Ναι, μου 'χε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση και, μετά, περνώντας τα χρόνια, κάθισα και έκανα μια καταγραφή, έκανα μια καταγραφή στα μοιρολόγια, παρόλο που συνήθως δεν ήθελε να μου τα λέει, μου 'λεγε: «Άσε με, βρε Δημητρό, τι τώρα θες να σου πω τέτοια πράγματα, τι θέλεις τα καταραμένα», και το ένα και το άλλο, αλλά πάντα την έπειθα και πάντα μου έλεγε. Έχω γράψει γύρω στα τριακόσια ελληνικά και έχω γράψει και καμιά εκατοστή αρβανίτικα, γιατί, 'ντάξει εδώ η περιοχή είναι, όπως έχουμε πει, τα 'χουμε τονίσει, ότι είναι αρβανίτικο το χωριό, είναι αρβανιτοχώρι. Και έχω γράψει και γύρω στα εκατό αρβανίτικα, περίπου. Υπάρχουν τα μοιρολόγια, ακόμα και στις μέρες μας. Κάποιες που είναι πιο μεγάλες και ξέρουνε κάποια μοιρολόγια, αναλόγως με την κηδεία, δηλαδή, κατά πόσο είναι ο νέος ο άλλος και αυτά, ή πόσο κοντινό βαθμό συγγένειας έχεις ή, ξέρω 'γω, αν κάποια μάνα χάσει το παιδί της ή κάποια χήρα, νέα, τον άντρα της, και ξέρουνε, θα πούνε και τώρα, στις μέρες μας, κάποια μοιρολόγια... Βέβαια, τώρα, εντάξει, δεν γίνεται ακριβώς τα έθιμα τα ταφικά ή τις κηδείες, τέλος πάντων, όπως γινόταν παλιότερα. Δηλαδή, ας πούμε, παλιότερα τους νεκρούς, όταν πέθαιναν στα σπίτια, τους ξενυχτούσαν. Νομίζω ότι τελευταίος που ξενυχτήσαμε στο χωριό, νεκρός, είναι ο πατέρας μου, που πέθανε σχεδόν πριν τέσσερα χρόνια. Νομίζω ότι είναι ο τελευταίος που κρατήθηκε στο σπίτι όλο το βράδυ και τον ξενυχτήσαμε με τους συγγενείς. Όχι νομίζω ότι είναι ο τελευταίος, είμαι σίγουρος πια ότι είναι ο τελευταίος που τον κρατήσανε σπίτι. Τώρα πια, κανέναν δεν τον κρατάν στο σπίτι, τους πηγαίνουν κατευθείαν στην εκκλησία και τους κρατάνε μια ώρα στην εκκλησία, οπότε εκεί μπορούν να πούνε τα μοιρολόγια... Δηλαδή, να αναφέρω ένα προσωπικό μου βίωμα, δηλαδή, τώρα πριν πενήντα, εξήντα μέρες που πέθανε μία πρώτη μου ξαδέρφη, η μαμά μου και η αδερφή της μαμάς μου, οι θείες, δηλαδή, της νεκρής, τη μοιρολόγησαν στην εκκλησία. Δεν ξέρω αν πρέπει να πω, να αναφέρω μερικά. Θα ήθελες, Φώτη μου, να αναφέρω μερικά. Είναι πάρα πολλά τα μοιρολόγια, ανάλογα, ας πούμε, και με την ηλικία ή με την περίπτωση ή με την κατάσταση... Δημιουργούνται κάθε φορά από τη μοιρολογίστρα και κάποια εκείνη την ώρα, συνθέτονται... Βέβαια, θέλω να αναφέρω ότι εδώ, στην περιοχή τη δική μας, δεν υπάρχουν επαγγελματίες μοιρολογίστρες, ούτε επαγγελματίες μοιρολογητές, άντρες... Εδώ πηγαίνουν και λένε τα τραγούδια χωρίς να πληρώνονται, συνήθως το αναλαμβάνουν άνθρωποι της οικογένειας αυτό και το κάνουν, ή τέλος πάντων και κάποιες γυναίκες που ξέρουν. Και αυτά... Και έχουν το θάρρος εκείνη την ώρα ή κάποιος συγγενής τους λέει: «Θα πείτε δυο τραγούδια, που ξέρετε να πείτε εσείς;». Δηλαδή, 'ντάξει, πρέπει να σου δώσουν και το ελεύθερο, δεν μπορείς να πας και να αρχίσεις να τραβιέσαι και να φωνάζεις και να ουρλιάζεις, χωρίς να σου δώσουν την άδεια οι συγγενείς, ξέρω 'γω, και αυτά. Γιατί έχουν υπάρξει και φορές που κάποιοι, τέλος πάντων, είπανε: «Να πούμε δυο τραγούδια στο νεκρό;». Και κάποιοι συγγενείς το απαγόρευσαν, δηλαδή, είπαν ότι: «Δεν χρειάζεται στο δικό μας νεκρό», ή δεν του ταιριάζουν, τέλος πάντων, και αυτά. Εμένα η γιαγιά μου, επειδή είχε χάσει πολλούς δικούς της ανθρώπους, από πολύ μικρή, αλλά και επειδή, όταν ήταν παιδί, δεν ήταν μόνο έθιμο... Ήταν τυπικό; Ήταν απαραίτητο; Δεν ξέρω. Τα είχε μάθει τα τραγούδια. Ήξερε πάρα πολλά τραγούδια και αυτά. Και εκείνη και η αδελφή της, θυμάμαι τη θεία τη Φώτω, τη συγχωρεμένη, και κείνη πια. Ήξεραν πάρα πολλά τραγούδια και τραγουδούσαν όλους τους νεκρούς συγγενείς. Δηλαδή, έχω τύχει πολλές φορές. Είναι δυσάρεστο το... Έτσι, άμα το βλέπεις, είναι λίγο οδυνηρό, αλλά 'ντάξει, επειδή έχω εγώ και κάποιες τάσεις, αυτές τις λαογραφικές, μου άρεσε και να... Δηλαδή, όταν το είδα, ας πούμε, και πραγματικά μπροστά στο νεκρό να μοιρολογούν... Όχι μου άρεσε, απλά εντάξει, το ολοκλήρωσα σαν εικόνα, από το να τ' ακούω, ξέρω 'γω, στο σπίτι να τα λέει, και με το να τους τραγουδάει μπροστά. Τώρα, όπως ανέφερα, είναι πάρα πολλά τα μοιρολόγια, αναλόγως, ανάλογα, λοιπόν, με την περίσταση ή με την ηλικία ή με τη συγγένεια... Δηλαδή, αλλά θα πούνε όταν θα πεθάνει ένα νέο παιδί, ανύπαντρο, άλλο ένας παντρεμένος, άλλο ένας παππούς, άλλο ένας μεγάλος... Βέβαια, υπάρχουν και κάποια τα οποία είναι κοινά και αναφέρονται σε όλες τις περιπτώσεις και σε όλες τις ηλικίες και σε όλες τις καταστάσεις. Αυτό που θα πρέπει να αναφέρω είναι ότι είναι συνήθως τετράστιχα τα μοιρολόγια, δηλαδή αποτελούνται από τέσσερις στίχους και κάθε στίχος επαναλαμβάνεται δύο φορές απ' τις μοιρολογίστρες. Και κάποια, βέβαια, είναι και δίστιχα. Τα περισσότερα έχουν ομοιοκαταληξία, το 95%. Μην πολυλογώ, όμως, ας αναφέρουμε μερικά μοιρολόγια. Ας ξεκινήσουμε, τώρα, με τα ελληνικά πρώτα. Συνήθως, ένα από τα μοιρολόγια, με τα οποία ξεκινάνε σε όλες τις περιπτώσεις, είναι το «Στου χάρου τις λαβωματιές». Είναι τετράστιχο και είναι το εξής: Στου χάρου τις λαβωματιές, ο πρώτος στίχος. Βοτάνια δεν χωρούνε, ο δεύτερος. Ούτε γιατροί γιατρεύουνε, ο τρίτος στίχος. Ούτε και άγιοι δε βοηθούνε, ο τέταρτος τοίχος. Ο κάθε στίχος, λοιπόν, αναφέρεται από τη μοιρολογίστρα δύο φορές, δηλαδή, λέει: «Στου χάρου τις λαβωματιές, και ξανά πάλι, μετά στου χάρου τις λαβωματιές βοτάνια δεν χωρούνε βοτάνια δεν χωρούνε ούτε γιατροί γιατρεύουνε ούτε γιατροί γιατρεύουνε ούτε και άγιοι δε βοηθούνε ούτε και άγιοι δε βοηθούνε». Βέβαια, δεν τα λένε έτσι, και αυτά, υπάρχει ένας ρυθμός, μαζί με το κλάμα, με τον οποίον τραγουδιέται το τραγούδι. Ας αναφέρω, τώρα, ένα, ας πούμε, τραγούδι που λένε σε νέο, συνήθως, ανύπαντρο, που στους ανύπαντρους, κιόλας, βάζουν, έβαζαν, τουλάχιστον παλιότερα, νομίζω και τώρα, έβαζαν και στέφανα στο κεφάλι των ανύπαντρων παιδιών. Ένα τραγούδι από αυτά είναι το: «Έβαλες διπλό στεφάνι το ταίρι σου τι το 'χεις κάνει. Και υποτίθεται ότι απαντούσε, μετά, ο νεκρός και έλεγε: Εγώ θα παντρευτώ το Χάρο και τη μαύρη γης κουμπάρο». Και ένα ακόμα: «Βγάλε τα στέφανα από το κεφάλι γιατί τα βλέπει η μανούλα του και τήνε πιάνει ζάλη». Αυτά είναι, ξέρω 'γω, για νέο, που δεν έχει παντρευτεί. Επίσης, για ανθρώπους, ξέρω 'γω, που έχουν αρρωστήσει πάρα πολύ και έχουν περάσει πολύ καιρό στα νοσοκομεία... Υπάρχει το τραγούδι το: «Πάρε γιατρέ τα γιατρικά και σύρε στη δουλειά σου τον πόνο[01:50:00] που 'χω στην καρδιά δεν γράφουν τα χαρτιά σου». Ή το: «Φωτιά θα βάλω στους γιατρούς και σε όλα τα νοσοκομεία που στο μικρό κορμάκι σου δεν βρήκαν θεραπεία». Ή το, ξέρω 'γω, ακόμα, το: «Άσπρα φορούνε οι γιατροί άσπρα και οι νοσοκόμες και σένα το κορμάκι σου το φάγαν οι βελόνες». Γιατί είναι, τέλος πάντων, άνθρωποι που έχουν ταλαιπωρηθεί από αρρώστιες μέσα σε νοσοκομεία. Υπάρχουν και τα πιο κλασικά, που τα λένε σε όλους, τα πιο εύκολα, το: «Πώς θα κοιμηθείς στο χώμα δίχως πάπλωμα και στρώμα». Και, υποτίθεται, απαντάει ο νεκρός και λέει το: «Στρώμα θα 'χω το κασάκι πάπλωμα μου το καπάκι». Αυτά είναι απ' τα πιο απλά και απ' τα πιο εύπεπτα, που κάποιοι τα κοροϊδεύουν και λίγο, που δεν είναι, έτσι, πολύ, απ' τα δυνατά. Ή, ξέρω 'γω, στους γονείς, άλλοι που λένε ότι... Σε ανθρώπους άξιους που δούλευαν: «Τα χέρια σου τα αξία τα πολυδουλεμένα τώρα πώς καταδέχονται να είναι σταυρωμένα». Για να δείξουν ότι αυτός ο άνθρωπος, που ήταν τόσο γερός και δυνατός και εργατικός, τώρα πώς τα χέρια του καταδέχονται να είναι, ξέρω 'γω, σταυρωμένα, ή να μην δουλεύουν. Να, τώρα, ξεκινήσαμε τη συζήτηση και μου έρχονται πολλά. Ας πούμε, σε νέους ανθρώπους, που έχω ακούσει κιόλας τη γιαγιά μου σε κάποια ανίψια της, έτσι, μερικά οδυνηρά ότι... Το: «Χριστέ μου σε παρακαλώ και σου ζητώ τη χάρη τα νιάτα που μου έδωσες γιατί τα πήρες πάλι». Ή το: «Δεν λυπήθηκες τα νιάτα που θα σ' τα σκεπάσει η πλάκα δεν λυπήθηκες το σώμα που θα το φάει το μαύρο χώμα». Κι αν συνεχίσω, θα πω πάρα πολλά, δεν ξέρω αν πρέπει να αναφέρω τόσα πολλά, έτσι, γιατί είναι και στενάχωρα... Και υπάρχουνε και πάρα πολλά αρβανίτικα που, 'ντάξει, δεν τα θυμάμαι και όλα απέξω, τα 'χω γράψει. Έτσι, θυμάμαι το: «Μόι βιολέτα ιμούρατε Τσι μπασίτε ούλιετε Τσι μπασίτε κέπουρ Φλιε η μος εβντέκουρ». Αυτό σημαίνει: Μόι βιολέτα ιμούρατε, δηλαδή, «βιολέτα μου σκούρα», σκούρο χρώμα, το μωβ της βιολέτας. «Βιολέτα μου, σκούρα». Τσι μπασίτε ούλιετε, λέει: «Γιατί κρατάς τα μάτια κλειστά;». Τσι μπασίτε κέπουρφλιε, ναι, «γιατί τα κρατάς κλειστά τα μάτια σου;». Φλιε η μος εβντέκουρ, δηλαδή, «κοιμάσαι ή μήπως, τελικά, έχεις πεθάνει;». Αναρωτιέται, δηλαδή, ο μοιρολογητής μπροστά στο νεκρό, που συνήθως είναι νέος, για αυτό λέει και «βιολέτα», κυρίως σε γυναίκα, αν έχει όντως πεθάνει ή αν ζει. Επίσης, αναφέρονται, ξέρω 'γω, άλλα αρβανίτικα μοιρολόγια... Ξέρω 'γω, το: «Κυπαρίσσι ντε πλατέ Φρίτι έρα ε ρα πουρδέ». Δηλαδή, συνήθως το λένε σε άντρες αυτό, ότι: «Ήσουν κυπαρίσσι της πλατείας και φύσηξε ο αέρας με πολύ μεγάλη δύναμη και σε έριξε κάτω». Ή τραγούδια, ξέρω 'γω, για το νεκροταφείο του χωριού, αναφέρουν, δηλαδή: «Ντε σι Νικόλα ντα τε πραρ Ντο φυτέβ νι πορτοκάλ». Δηλαδή, «στον Άγιο Νικόλα που είναι τα πουρνάρια, εμείς σήμερα θα φυτέψουμε μια πορτοκαλιά». «Ντε σι Νικόλα ντα τε σκιντ Ντο φυτέβ νι τριανταφύλλ». Δηλαδή, «στον Άγιο Νικόλα που είναι τα σχοίνα» –τα σκίντα που τα λέμε εμείς, αρβανίτικα–, «εμείς σήμερα θα φυτέψουμε μία τριανταφυλλιά». Ή και μια άλλη παραφθορά: «Ντε σι Νικόλα ντα τε πρέρε Καμβανί νι περιστέρε». Ότι: «Στον Άγιο Νικόλα, που είναι τα πουρνάρια, εμείς σήμερα θα πάμε ένα περιστέρι». Πάρα πολλά, Φώτη μου, που θα μπορούσαμε να μιλάμε πολλές ώρες για τα αρβανίτικα μοιρολόγια και τα ελληνικά μοιρολόγια. Ας τα αφήσουμε όλα, όμως, τώρα, γιατί από τα έθιμα του Ιούνη φτάσαμε στα μοιρολόγια.
Ενότητα 7
Έθιμα του Ιούλη και οι οπτασίες της Αγίας Κυριακής και της Αγίας Μαρίνας
01:54:12 - 02:21:41
Και συνεχίζουμε, τώρα, με τον Ιούλη μας. Με τον Ιούλη, τώρα, είναι ένας καλοκαιρινός μήνας, οι άνθρωποι είναι κυρίως στις αγροτικές εργασίες, οι περισσότεροι στον Κάλαμο παλαιότερα είχαν περιβόλια, παρήγαγαν αγροτικά προϊόντα και τα πουλούσαν στην αγορά. Ακόμα και τώρα, πολλές οικογένειες ασχολούνται με τα περιβόλια. Θα μιλήσουμε, τώρα, εμείς για τα τρία πανηγύρια που έχουμε τον Ιούλιο. Αν και τον Ιούλιο έχουμε πολλά εξωκλήσια στο που γιορτάζουν, δηλαδή, έχουμε και εξωκλήσι των Αγίων Αναργύρων, τώρα, που εορτάζει, έχουμε το εξωκλήσι της Αγίας Κυριακής, έχουμε ένα πολύ όμορφο εξωκλήσι της Αγίας Άννας, από τα παλαιότερα, είναι το 1890-1880. Μάλιστα, αυτό το φροντίζω με την οικογένειά μου, προσωπικά, κάθε χρόνο, για τη γιορτή της Αγίας. Έχουμε την Αγία Μαρίνα, τον Προφήτη Ηλία, την Αγία Παρασκευή –που θα μιλήσουμε εκτενέστερα για το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής–, αλλά έχουμε όλα τα εξωκλήσια αυτά, που γιορτάζουν στο χωριό. Θα ξεκινήσω τώρα με της Αγίας Κυριακής, όχι τόσο για να πω για το πανηγύρι, γιατί 'ντάξει, πέρα από εσπερινός και την άλλη μέρα πανηγύρι, δεν γίνεται κάτι ιδιαίτερο, γιατί έχει χτιστεί τα τελευταία χρόνια η εκκλησία της Αγίας Κυριακής. Είναι σίγουρα το τελευταίο εξωκλήσι που χτίστηκε, δηλαδή, είχε χτιστεί μετά το 2000. Νομίζω ότι τα θυρανοίξια είχαν γίνει το καλοκαίρι του 2003, δηλαδή, είναι μία εικοσαετία νομίζω η Αγία Κυριακή που υπάρχει, η εκκλησία της στο χωριό. Όμως σ' το αναφέρω, γιατί θέλω να σου αναφέρω το πώς χτίστηκε η εκκλησία της Αγίας Κυριακής. Η Αγία Κυριακή υπήρχε εκκλησία της στο Κάλαμο από τα πάρα πολύ παλιά χρόνια, αλλά είχε γκρεμιστεί. Πώς το ξέρουμε εμείς ότι υπήρχε εκεί η εκκλησία της Αγίας Κυριακής; Το ξέρουμε από το τοπωνύμιο. Την περιοχή εκεί που έχει χτιστεί και τώρα η Αγία Κυριακή, αλλά και εκεί που υπήρχε η παλιότερη, τήνε λέμε «Σινεντίελα». «Σένε ντίελ» στα αρβανίτικα σημαίνει «Αγία Κυριακή». Και για αυτό, κάποιος παπάς που είχε έρθει μετά τα χρόνια έλεγε: «Πώς το ξέρετε εσείς», λέει, «ότι είναι εδώ, ότι υπήρχε εδώ, η εκκλησία της Αγίας Κυριακής;». «Μα», λέει, «παπά μου, πώς το λέμε “Σινεντίελα”; Δεν το λέμε “Σινεντίελα”; Αγία Κυριακή, λοιπόν». Ο προπάππους μου, Χρήστος Μίχας, μάλιστα, επειδή ήτανε βοσκός, τσοπάνης, είχε πρόβατα στο βουνό, ήξερε από τον πατέρα του και από τους παππούδες του, πού ήταν ακριβώς τα ερείπια της παλιάς Αγίας Κυριακής. Υπήρχαν κάποια γκρεμίσματα, τα ήξεραν, δηλαδή, όλοι οι χωριανοί. Και, μάλιστα, αν ένας ιερέας άλλαζε στο χωριό, ο προκάτοχος του τον ενημέρωνε ότι, εκτός από τα ξωκλήσια αυτά που υπάρχουν, ότι υπάρχει και το γκρέμισμα της Αγίας Κυριακής. Νομίζω ότι η εκκλησία αυτή γκρέμισε ή από σεισμό... Αλλά έχω την εντύπωση ότι βούλιαξε από κάποια πλημμύρα, από έντονη βροχόπτωση, επειδή εκεί πάνω τα χώματα κιόλας δεν είναι τόσο σταθερά, είναι πηλόχωμα, είναι άσπρο χώμα, αλλά είναι πηλός, άσπρο-γκρι. Είναι πηλόχωμα, νομίζω βούλιαξε από κάποια πλημμύρα, μεγάλη, από κάποια νεροποντή, βούλιαξε η εκκλησία της Αγίας Κυριακής. Και μάλιστα, μέχρι να χτιστεί η Αγία Κυριακή, αυτό, δηλαδή, θέλω να αναφέρω, η καινούργια εκκλησία, λένε ότι η Αγία Κυριακή εμφανιζότανε εκεί πάνω, στην περιοχή του Σινεντίελα, που είναι κοντά στο Καμάρι, δηλαδή είναι στο δρόμο μεταξύ Καλάμου και Καπανδριτίου... Εμφανιζότανε με τη μορφή μιας γυναίκας ψηλής, μαυροφόρας ή μιας γριάς, πάλι με μαύρα. Την έχουν συναντήσει πάρα πολλοί άνθρωποι αυτή τη γριά, τη γυναίκα ή τη γριά ή τη μαυροφόρα, αναλόγως, δεν ξέρω με τι μορφή εμφανιζόταν στον καθένα, τέλος πάντων, διαφορετική. Πάρα πολλοί χωριανοί και πολλοί παραθεριστές, μάλιστα... Την είχαν συναντήσει και τα ξαδέρφια μου, τα πρώτα, μια φορά. Σε κάποιους έκανε οτοστόπ, κάποιους τους έδιωχνε, σε κάποιους δεν έμπαινε ποτέ στο αυτοκίνητο... Σε έναν-δύο, μάλιστα, είχε μπει και τους είχε πει ότι: «Δε θέλω να βρίζετε, να βλαστημάτε τα Θεία». Σε κάποιους άλλους, είχε πει ότι: «Θέλω να φτιάξετε το σπίτι μου». Σε κάποιον, ενώ ήταν συνοδηγός, εμφανίστηκε μετά στο πίσω κάθισμα. Σε κάποιον άλλον εμφανίστηκε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου. Κάποιοι την είχαν δει στα φανάρια, χαμηλά προς το Καπανδρίτι... Άλλοι είχαν δει μια οπτασία πάνω στα φανάρια να κάθεται. Και λένε ότι είναι, ότι ήταν η Αγία Κυριακή. Πάντως, από τη μέρα που έχει χτιστεί η εκκλησία, κανείς δεν έχει ξαναναφέρει ότι του έχει εμφανιστεί αυτή η οπτασία ή ότι εμφανίζεται αυτή η γυναίκα πια με τα μαύρα στο δρόμο ή ότι κάθεται στις άκρες του δρόμου ή ότι κάνει νοήματα ή ότι δεν εμφανίζει το πρόσωπο της ή ότι φοράει το μαντήλι και αυτά. Από τότε που χτίστηκε η εκκλησία της Αγίας Κυριακής –που έγινε με έρανο από όλους τους χωριανούς και από δωρεές και απ' όλα αυτά– δεν έχει εμφανιστεί πάλι η Αγία Κυριακή. Αν ήταν η Αγία Κυριακή ή, τέλος πάντων, δεν ξέρω, δ[02:00:00]εν μπορώ να κρίνω, δεν θέλω κιόλας να μπω σε αυτό το... Σε αυτή τη διαδικασία. Αλλά μέχρι να χτιστεί η εκκλησία πάνω, εμφανιζόταν μια γυναίκα... Το ανέφερε πάρα πολύς κόσμος, την είχαν δει πάρα πολλοί. Τώρα πια, δεν έχει ξαναναφερθεί, δεν ξέρω να σου πω. Να πάμε, τώρα, στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας. Η Αγία Μαρίνα είναι μια εκκλησία χτισμένη στους Αγίους Αποστόλους, κάτω. Η περιοχή λέγεται και Αγία Μαρίνα. Είναι κτισμένη πραγματικά πάνω σε ένα βράχο, μες στη θάλασσα. Ίσως είναι, 'ντάξει, να μην πω η ωραιότερη τοποθεσία του Καλάμου, να πω ότι είναι μία απ' τις ωραιότερες τοποθεσίες. Είναι ένα εκκλησάκι σχεδόν στο χείλος του γκρεμού, πάνω στη θάλασσα, σε ένα βράχο, σαν να ξεκόβει ένας βράχος και είναι χτισμένη. Και γύρω-γύρω έχει πάρα πολλά πεύκα. Είναι ένα απίστευτο το κτήμα της Αγίας Μαρίνας, νομίζω ότι υπάρχει και συμβόλαιο για το κτήμα της Αγίας Μαρίνας και στην κοινότητα, είναι 17 στρέμματα σύνολο. Γιατί υπάρχει –τώρα δεν ξέρω γιατί το ανέφερα αυτό, το ξέρω ως πληροφορία και το αναφέρω– υπάρχει και συμβόλαιο και 17 στρέμματα δάσους και απ' την από πάνω πλευρά του δρόμου. Είναι η ωραιότερη ίσως τοποθεσία, της Αγίας Μαρίνας, στο Κάλαμο, γιορτάζει 17 Ιούλη. Έχει πάρα πολλές σπηλιές στην Αγία Μαρίνα, που δεν τις ξέρουν οι περισσότερες, έχει τρεις σπηλιές από κάτω απ' το ιερό της, που είναι πάνω στο βράχο στη θάλασσα... Είναι τρεις σπηλιές. Η μία κάτω-κάτω, που φτάνεις μέχρι κάτω στη θάλασσα, την έχουνε φτιάξει και έβαζαν παλιά οι ψαράδες βάρκα μέσα, τοποθετούνταν βάρκα. Στις άλλες δύο μέσα έχω πάει, η μία χάλασε, όμως, νομίζω με τα χρόνια ότι έπεσε λίγο ο ένας βράχος και έχει χαλάσει λίγο. Η άλλη υπάρχει. Τώρα, να σου αναφέρω μία, έτσι, πολύ ωραία ιστορία, που δεν σ' την έχω πει αυτές τις μέρες. Ο προπάππους μου, ο Χρήστος Μίχας, τον έπιασε χιόνι μια φορά με τα πρόβατα, κάτω χαμηλά στο Φανό, στο Βλαστό, στην περιοχή του Βλαστού κάπου ήτανε, είχε τα πρόβατα κάτω χαμηλά... Και ξαφνικά, ενώ ο καιρός δεν έδειχνε για χιόνι, ξαφνικά έφερε μία μεγάλη χιονοθύελλα και άρχισε να το στρώνει. Να γυρίσει ψηλά εκεί που είχε το μαντρί του, πάλι σε μία σπηλιά, στο Αμφιάρειο τα έβαζε τα πρόβατα –είναι μία σπηλιά, έτσι, σα λαξευμένη, δεν ξέρω, τώρα, αν είχαν λαξεύσει το βράχο οι αρχαίοι, είναι πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο, είναι απ' την κάτω πλευρά του αρχαιολογικού χώρου– την είχε φτιάξει, βέβαια, ο προπάππους μου αυτή τη σπηλιά, δηλαδή, είχε βάλει απέξω κλαριά, είχε κάνει, τύπου, ένα μαντρί, την είχε φτιάξει το στέγαστρο... Αλλά υπάρχει, έχω πάει δύο φορές εκεί. Τη μία φορά είχα πάει με το θείο μου, τον αδελφό του πατέρα μου. Που ο θείος μου, όταν ήταν μικρός, πήγαινε με τον παππού του εκεί στο μαντρί. Και του βαρούσε στρούγκα, όταν άρμεγε τα πρόβατα, έτσι το λεν, δηλαδή, έβαζε ένα-ένα τα πρόβατα, για να τα αρμέξουνε. Και υπήρχε ένα μονοπατάκι καθαρό και είχαμε πάει τότε. Τώρα, επιχείρησα, μετά από πολλά χρόνια, ξαναπήγα με τον αδερφό μου μία φορά να τη δω, αλλά είδα ότι έχει γκρεμίσει από πάνω, ένας βράχος έχει πέσει, και έχει αλλάξει η όψη της, αλλά έχει κλείσει και τελείως το μονοπάτι, δεν μπορείς να περάσεις εύκολα. Δεν μπόρεσα, δηλαδή, να πάω. Πήγα μόνο από την πάνω πλευρά και τη φωτογράφισα λίγο. Έχω και κάποιες φωτογραφίες, έτσι, στο κινητό μου περασμένες. Τέλος πάντων. Για να γυρίσω στην ιστορία, αυτό, με την Αγία Μαρίνα και το παππού. Τον έπιασε χιόνι, δεν μπορούσαν να ανεβούν τα πρόβατα απ' το πολύ χιόνι μπροστά και, ενώ ήταν χαμηλά, έτσι, θυμήθηκε ότι υπήρχε σπηλιά στην Αγία Μαρίνα και σκέφτηκε να τα βάλει εκεί, για να τα προφυλάξει απ' το χιόνι, επειδή θα ακολουθούσε το παραλιακό δρόμο, που δεν είχε τόσο πολύ χιόνι ακόμα πιάσει και ήταν και ισάδα. Μπροστά ήτανε, λέει, μια θύελλα φοβερή, απ' ό,τι μου ανέφερε και ο θείος μου και η γιαγιά μου, που τους τα είχε αφηγηθεί ο προπάππους μου –γιατί εγώ δεν τον γνώρισα– είχε, λέει, μια θύελλα φοβερή εκείνη την μέρα... Ήταν απόγευμα, μεσημέρι προς απόγευμα. Και σκέφτηκε, τα πήγε, τα έφερε στην Αγία Μαρίνα. Το μπροστινό κριάρι, ο μπροστάρης του κοπαδιού, τέλος πάντων, κατόρθωσε και οδήγησε το κοπάδι, μαζί με τον παππού, και τα έφερε, φτάσαν στην Αγία Μαρίνα. Και τα έβαλε στις δυο-τρεις σπηλιές μέσα και στα βράχια κρύφτηκαν, τέλος πάντων, τα πρόβατα. Αλλά το βράδυ, όταν κοιμήθηκε, το πρώτο βράδυ ή το δεύτερο –δεν θυμάμαι αν ήταν το πρώτο ή το δεύτερο βράδυ– του εμφανίστηκε η Αγία Μαρίνα, ως οπτασία, και του είπε: «Να φύγεις», του είπε, «από δω και να τα πάρεις τα πρόβατα, γιατί εδώ είναι τόπος ιερός και τα πρόβατα μου 'χουν γεμίσει με κοπριές στο σπίτι μου, ότι μου 'χουν λερώσει την αυλή μου». Έτσι ανέφερε ο προπάππους, εγώ δεν το έχω ακούσει από το στόμα του, όμως η γιαγιά μου και ο θείος μου μου το έχουν αναφέρει πολλές φορές ως ιστορία, ότι ο παππούς έφερε τα πρόβατα εκεί, αλλά ότι η Αγία Μαρίνα δεν ήθελε να ανέβουν τα πρόβατα γύρω-γύρω από την εκκλησία και να λερώνουν τον χώρο. Μια ιστορία, έτσι, οικογενειακή και αυτή. Εμείς, οικογενειακά, την ευλαβούμαστε πολύ την Αγία Μαρίνα, λόγω του ότι έχουμε εδώ το σπίτι και το μαγαζί, δίπλα. Η γιαγιά μου την ανέφερε ως «κοπέλα μου και γειτόνισσά μας», την προσφωνούσε πάντα έτσι και όχι «Αγία Μαρίνα». Ως «κοπέλα μου και γειτόνισσά μας». Και για πολλά χρόνια, πριν τώρα ανακαινιστεί και φτιαχτεί η Αγία Μαρίνα –γιατί, κοίτα, μέχρι το 1970 ήταν και το νεκροταφείο των Αγίων Αποστόλων– κάποιος, κάθε βράδυ, από την οικογένεια πάντα θα πήγαινε να ανάψει τα καντήλια της Αγίας Μαρίνας, κάθε μέρα, το βράδυ, κυρίως, είτε η γιαγιά μου, είτε η προγιαγιά μου, είτε ο πατέρας μου, είτε ο θείος μου... Και αργότερα και εγώ, με τον αδελφό μου, με τη γιαγιά μου, σχεδόν βράδυ, παραβράδυ πηγαίναμε να ανάψουμε τα καντήλια της Αγίας Μαρίνας, για να μη μένει σβηστή τη νύχτα. Αλλά τα παλιότερα χρόνια, πάντα ένας το βράδυ θα πήγαινε να ανάψει το καντήλι, έστω, της Αγίας Μαρίνας, για να μην είναι σβηστή το βράδυ η γειτόνισσά τους, να έχει κάποιο φως. Και ερχόμαστε, τώρα, στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής. Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής είναι ένα πολύ παλιό, μικρό ναΐδριο, είναι σταυροειδής με τρούλο, είναι βυζαντινή εκκλησία, πρέπει να ανήκει στο 10ο αιώνα, είναι πάρα πολύ παλιά. Και είναι κατασκευασμένη εκεί πάνω με υλικά της περιοχής. Και έχουμε σκεφτεί, τώρα, με μια ομάδα εθελοντών, που πηγαίνουμε κάθε χρόνο και την καθαρίζουμε και τη συντηρούμε, να κάνουμε και κάποιο έγγραφο στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, μήπως μπορέσουμε και την αναστηλώσουμε, γιατί έχει σίγουρα και τοιχογραφίες, οι οποίες, βέβαια, είναι καλυμμένες με ασβέστη. Όμως, νομίζω, ότι ο ασβέστης συντηρεί, τελικά. Και θέλουμε να την αναδείξουμε, δηλαδή, να φτιάξουμε λίγο... Δηλαδή, να φύγει και ο ασβέστης έξω, να φανεί η δομή της, η αρχιτεκτονική, τα βυζαντινά σχέδια που έχει... Τέλος πάντων, 'ντάξει, αυτά έχουν κυρίως να κάνουνε με την Εφορεία αρχαιοτήτων και με τα αρχιτεκτονικά και με τα εκκλησιαστικά... Ας γυρίσω εγώ, τώρα, στα εθιμικά με την Αγία Παρασκευή. Η Αγία Παρασκευή δεν ανήκει στον Κάλαμο. Η περιφέρεια εκεί πάνω, η κτηματική, είναι της Δημοτικής ενότητας Βαρνάβα, πια, που βέβαια ανήκει στο δήμο Μαραθώνα και όχι στο δήμο Ωρωπού, που ανήκει ο Κάλαμος. Όμως, οι προπαππούδες μας –αυτή την ιστορία την έχω ακούσει πολλές φορές από τη μητέρα μου και από τον πατέρα μου– ήθελαν την εκκλησία αυτή, τη συγκεκριμένη, δεν ξέρω για ποιο λόγο, και έφτασαν με τους Βαρναβιώτες μέχρι στα δικαστήρια. Και την εκκλησία αυτή την κέρδισαν οι Καλαμιώτες, οι πρόγονοι, και, μάλιστα, για να πάρουμε εμείς την Αγία Παρασκευή –και ένα πολύ μικρό κτήμα που έχει γύρω-γύρω, που θα 'ναι 2-3 στρέμματα όλο κι όλο– τους δώσαμε τη μισή περιοχή της Λιμνιώνας. Η Λιμνιώνα είναι μία από τις ωραιότερες παραλίες που έχει ο Κάλαμος. Ίσως είναι η ωραιότερη. Είναι ένα μικρό φυσικό λιμανάκι, ένας μικρός κόλπος, όρμος, και, μάλιστα, η μισή ανήκει στην κοινότητα Βαρνάβα. Για να πάρουμε, λοιπόν, εμείς την Αγία Παρασκευή, νομίζω ότι οι παππούδες παραχώρησαν τη μισή Λιμνιώνα, γιατί ήθελαν, δεν ξέρω τόσο πολύ, πώς την ευλαβούνταν την Αγία Παρασκευή και ήθελαν τόσο πολύ αυτό το ξωκλήσι. Δηλαδή, για να φτάσουμε εμείς πάνω στο ξωκλήσι, γιατί είναι πολύ ψηλά στο βουνό, είναι πάνω στο βουνό, «Ζεστάνι» το λέμε αρβανίτικα, δεν ξέρω ακριβώς τι σημαίνει, δεν είχα ρωτήσει... Και μια που γίνεται τώρα αυτή η συνέντευξη και το ανέφερα, καλό θα είναι να το σημειώσω και να ρωτήσω κάποια στιγμή τους πιο μεγάλους, τώρα, τι σημαίνει το «Ζεστάνι». Τέλος πάντων, είναι πάνω στο όρος Ζεστάνι ή Ζαστάνι –το αναφέρουν και έτσι– είναι πάρα πολύ παλιό ξωκλήσι, όπως αναφέραμε, του 10ου αιώνα. Μάλιστα, στην αυλή της μέσα υπάρχει και πηγάδι με πόσιμο νερό, είναι κρύσταλλο το νερό, πολύ παγωμένο. Υπάρχει μία μικρή πέτρινη γούρνα, στην οποία πότιζαν τα ζωντανά τους. Υπάρχουν τρία μισοκατεστραμμένα κελιά, πολύ μικρά κελλάκια δίπλα, τα οποία τώρα, βέβαια, έχουνε χαθεί μες τα αγριόχορτα και στη βλάστηση. Αλλά υπάρχουν τρία κελλάκια κατεστραμμένα. Αυτό μας δείχνει ότι ίσως ήταν ένα πολύ μικρό μοναστηράκι εκεί ή ότι ασκήτευαν κάποιοι μοναχοί. Και, επίσης, υπάρχει και ένα μικρό φρούριο με τεράστια βράχια, όπως είναι τα Κυκλώπεια Τείχη. Σίγουρα θα υπήρχε πάνω εκεί κάποιο παρατηρητήριο, γιατί υπάρχουν πολλά τέτοια στην Αττική, τα οποία τα είχαν οι Αθηναίοι, για να ελέγχουνε τον Ευβοϊκό Κόλπο και κυρίως τους Ερετριείς απέναντι, με τους οποίους ήτανε και η Αθηνά σε ρήξη, σ[02:10:00]ε έριδα, λόγω του ότι και η Ερέτρια ήταν μια μεγάλη ναυτική δύναμη της εποχής και υπήρχε κάποιος ανταγωνισμός. Αλλά, επειδή εδώ πέρα η Αττική όλη ήτανε, τέλος πάντων, ανήκε στην Αθήνα –'ντάξει και ο Ωρωπός, πολλές φορές τον είχαν καταλάβει οι Αθηναίοι τον Ωρωπό– υπάρχει ένα μικρό τείχος κυκλώπειο επάνω, στην Αγία Παρασκευή, στην αυλή της Αγίας Παρασκευής, που πρέπει να είναι ένα μικρό παρατηρητήριο, ένα μικρό φρούριο. Όλοι, όμως, λέγανε οι παππούδες: «Αυτό είναι αρχαία». Είναι αρχαία, είναι αρχαία, γιατί υπάρχουν ακριβώς ίδια τείχη στο χώρο του Αμφιαρείου, κάτω στο... 'Ντάξει, το «Αμφιάρειο» εμείς το λέμε, βέβαια το σωστό, επειδή το όνομα είναι Αμφιάραος, να είναι «Αμφιαράειο» και όχι «Αμφιάρειο», αλλά εδώ στο χωριό το λέμε, «κάτω στο Αμφιάρειο, κάτω στα αρχαία». Αλλά υπάρχουν ακριβώς οι ίδιες πέτρες στην αυλή της Αγίας Παρασκευής με αυτές που υπάρχουν στο Αμφιάρειο. Είναι όπως βλέπουμε τα κυκλώπεια τείχη στις Μυκήνες, είναι ακριβώς αυτές οι ίδιες. Προφανώς, υπήρχε κάποιο μικρό παρατηρητήριο εκεί πάνω, επειδή βλέπεις πολύ, έχει πάρα πολύ καλή θέα σε όλο τον Ευβοϊκό κόλπο, υπήρχε κάποιο οχυρό. Και αργότερα, επειδή συνήθως στα αρχαία πάνω δεν γίνονται και μετά οι εκκλησίες οι βυζαντινές; Έγινε και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Υπάρχουν και τα κελλάκια δίπλα, που μαρτυρεί ότι σίγουρα υπήρχε κάποιο μικρό μοναστηράκι εκεί, αφού υπήρχε και το νερό με το πηγάδι και θα μπορούσαν να συντηρηθούν. Τι να αναφέρουμε, λοιπόν, για το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής; Στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, Φώτη μου, μέχρι και πριν λίγα χρόνια, πηγαίναμε αποβραδίς και κοιμόμαστε εκεί. Σε αυτή, λοιπόν, την εκκλησία, έχω κοιμηθεί και εγώ ως παιδί, δύο ή τρεις φορές την παραμονή, το βράδυ εκεί, για να ξυπνήσουμε το πρωί να είμαστε εκεί. Γιατί παλιότερα, επειδή έκαναν ολόκληρο ταξίδι να ανέβουνε οι άνθρωποι με τα πόδια ή με τα ζώα που ανέβαιναν το μονοπάτι –δεν υπήρχε ούτε δρόμος, τώρα υπάρχει δρόμος, χωματόδρομος ναι μεν, αγροτικός, δηλαδή, δρόμος, αλλά υπάρχει δρόμος και πηγαίνουμε άνετα, τον καθαρίζει κάθε χρόνο και η Δημοτική ενότητα Καλάμου– ανέβαιναν τότε το μονοπάτι από την Αγκώνα, απ' τον Χιλιαπόταμο, απ' τον Άγιο Γιάννη, ξέρω και τη διαδρομή περίπου... Υπήρχε ένα πολύ μικρό μονοπάτι, στο οποίο ανέβαινε ένα ζώο μόνο και οι άνθρωποι με τα πόδια. Δεν μπορούσαν, τώρα, να πάνε την παραμονή και να φύγουν πάλι και να ξανανέβουν το πρωί για τη Θεία Λειτουργία... Οπότε, ανέβαιναν την παραμονή και έκαναν εσπερινό, ο οποίος γίνεται και τώρα με μεγάλη λαμπρότητα, ενώ ανήμερα δεν έχει καθόλου κόσμο, θα σ' τα πω αργότερα αυτά για το πώς είναι τώρα στις μέρες μας... Ανέβαιναν την παραμονή και έπαιρναν πάλι τα ψητά τους, δηλαδή, αυτά που θα σούβλιζαν την άλλη μέρα εκεί, αν σούβλιζαν, αλλά κυρίως έπαιρναν τις κατσαρόλες, γιατί τότε, κυρίως, έκαναν το κρέας κοκκινιστό, τα παλαιότερα χρόνια. Τις κατσαρόλες τους, τα φαγητά τους, τα καρπούζια τους, τα κρασιά τους, τα καρβέλια, τα στρωσίδια, τα ρούχα που θα φορούσαν και αυτά. Ανέβαιναν την παραμονή, ανέβαινε και ο πάπας –κι ο παπάς κοιμόταν εκεί στο ύπαιθρο– στρώνανε όλοι κάτω τα υφαντά τους, στρωσίδια και τα ρούχα τους, για να κοιμηθούνε το βράδυ εκεί, αφού γινόταν ο εσπερινός. Γινότανε, λοιπόν, πρώτα ο εσπερινός, τρώγανε μετά όλοι, έπιανε ο χορός, υπήρχανε όργανα, κλαρίνα, βιολιά... Ξέρω 'γω, τις τσαμπούνες εδώ τις λένε τουλούμια, επειδή είναι απ' τα ζώα κατασκευασμένες, ίσως κάποια λατέρνα... Αυτά. Γινότανε χορός μέχρι το πρωί, μετά κοιμόντουσαν. Το πρωί σηκωνόντουσαν, γινόταν η λειτουργία, ξανατρώγανε πάλι και το απόγευμα έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής. Έχω ζήσει δύο παραμονές βράδυ. Βέβαια, τη μία που πήγαμε, απ' τα τελευταία χρόνια, που ήμουνα πιο μεγάλος, στο γυμνάσιο θυμάμαι, γιατί τη μία ήμουνα στο δημοτικό και δεν θυμάμαι τόσο καλά... Στο γυμνάσιο ή στο λύκειο, όταν πήγαμε με τους γονείς μου... Πήγαμε πολύ αργά εμείς, δεν πήγαμε το βράδυ που έγινε ο εσπερινός, δηλαδή, πήγαμε αργά, τη νύχτα φτάσαμε... Όχι, όχι. Την τελευταία φορά που λες, Φώτη μου, ναι, σίγουρα ή γυμνάσιο ή στο λύκειο θα ήμουνα που ανεβήκαμε, αργά όμως, με τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, γιατί έχουμε τη δουλειά εδώ, την ταβέρνα. Και ανεβήκαμε αργότερα. Δεν είχε καμία σχέση με αυτό που είχα βιώσει ως παιδί. Δηλαδή, πήγαμε και ήτανε, νομίζω, ή δύο ή τρία ζευγάρια μεγάλων ανθρώπων, οι οποίοι ήδη κοιμούνταν, ας πούμε, πάνω στα αγροτικά, είχαν στρώσει κάτω. Θυμάμαι και εμείς ότι είχαμε πάρει στρώμα και στρωσίδια και είχαμε κοιμηθεί... Εγώ με τον αδερφό μου στην καρότσα, στο αγροτικό, στα στρωσίδια... Και οι γονείς μου μέσα στα καθίσματα είχαν κοιμηθεί, δεν είχε κόσμο, ενώ περιμέναμε ότι θα 'χε κόσμο και αυτά... Είχε πια αρχίσει να φθίνει το πανηγύρι και αυτά. Δεν είχε κόσμο, δηλαδή, πολύ, είχε αρχίσει να τελειώνει. Ε το πρωί ξυπνήσαμε, ανέβηκε και ο παπάς, ήρθαν και κάποιοι άλλοι και έγινε η λειτουργία, όμως θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι είχα χαρεί, γιατί εκεί στη γούρνα, στα νερά, που ήταν γεμάτη, πάντα θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, ήταν ένας συγχωριανός μας, ο οποίος έκοβε τα πρώτα του σταφύλια... Ενώ τα σταφύλια, συνήθως, τα πάνε τα πρώτα στο μοναστήρι, στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, που διαβάζουν τα σταφύλια, αυτός έφερνε πάντα, θυμάμαι, δύο καφάσια μεγάλα, κλούβες που λέμε εδώ, σταφύλια και –φαγουριανά, βρώσιμα, δηλαδή, επιτραπέζια σταφύλια– και τα έφερνε και τα μοίραζε στους χωριανούς... Και έτσι, μοσχοβολούσαν, τα θυμάμαι, πωπώ σα να τα τρώω τώρα, έτσι την έχω την ανάμνηση. Και μία άλλη συγχωριανή μας, η οποία, αντί να φέρνει άρτους –γιατί η μαμά μου πάντα ζυμώνει, ζύμωνε, τότε που πηγαίναμε, άρτους σπιτικούς στην Αγία Παρασκευή– μία άλλη συγχωριανή έφερνε τσουρέκια. Δεν έκανε άρτους, έφερνε τσουρέκια, αυτά τα γεμιστά με τη σοκολάτα... Πωπώ και μου φαινόταν όταν ήμουνα μικρός, έλεγα: «Μαμά, σε παρακαλώ πήγαινε να πάρεις και άλλο ένα κομματάκι και άλλο ένα κομματάκι...». Ναι, ναι, ναι, αυτό, δηλαδή, ας πούμε, μου έχει λείψει τώρα... Ας πούμε, φέτος που πήγα, ενώ όλοι μου το λέγανε ότι ανήμερα δεν έχει καθόλου κόσμο, δηλαδή, τύχαινε κάποιες χρονιές να είναι μόνο ο παπάς και ο ψάλτης και ένα-δύο άτομα, ανήμερα. Γιατί την παραμονή που πήγαμε, έρχεται σχεδόν όλο το χωριό. Έχει αρτοκλασία, κεράσματα, αναψυκτικά, γλυκά, σπανακόπιτες, πηγαίνουν όλοι. Αλλά το πρωί που γίνεται η λειτουργία, δεν πάει κανείς. Βέβαια, τώρα θα μου πεις, και έτσι είναι και το σωστό, έχει αλλάξει και ο τρόπος ζωής, δεν είναι όπως παλιά, στα χρόνια των γονιών μου, που όλοι είχαν αγροτικές δουλειές και τις άφηναν εκείνη τη μέρα και πήγαινε όλο το χωριό εκεί... Γιατί ήτανε και έτσι η ζωή τους, ότι αυτή ήταν η μόνη τους διασκέδαση, τα πανηγύρια και η μόνη τους έξοδος. Τώρα πια, όταν πέφτει η καθημερινή, όλοι δουλεύουν το πρωί, πηγαίνουν στις δουλειές τους. Τι να τους πουν, ότι: «Δεν πάμε, γιατί πρέπει να πάμε στο πανηγύρι...». Εγώ, όμως, επειδή το καλοκαίρι, 'ντάξει, έχουμε την ταβέρνα, εκτός απ' την παραμονή το βράδυ –γιατί φέτος κάναμε και μια μικρή ανακαίνιση στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, δηλαδή, αγοράσαμε καινούργιες εικόνες, καινούργια καντήλια, τήνε βάψαμε όλη, την ασπρίσαμε και είχα ανέβει με την ομάδα και την παραμονή και είχαμε κάνει αρτοκλασία και κεράσματα– ανέβηκα και το πρωί. Και πραγματικά, ήταν έτσι όπως μου το 'χαν πει, δηλαδή, ήτανε μόνο ο ιερέας, ο ιεροψάλτης, εγώ και νομίζω ήτανε και άλλα έξι άτομα, δηλαδή, δεν ήμαστε ούτε δέκα άτομα σύνολο, με τον ιερέα και τον ιεροψάλτη. Όμως, την Αγία Παρασκευή την αγαπούν όλοι οι χωριανοί και ανεβαίνουνε και το χειμώνα σε ανύποπτο χρόνο πολλοί, να ανάψουν τα καντηλάκια, ίσως άλλοι πάνε κάνουν και ένα πικνίκ έξω στην αυλή της που είναι πολύ ωραία, γιατί έχει μια απίστευτη θέα στον Ευβοϊκό. Δεν ξέρω αν την έχεις επισκεφτεί και εσύ... Την έχεις επισκεφτεί, την έχεις επισκεφτεί και εσύ, οπότε ξέρεις για τι μιλάμε. Είναι μια απίστευτη τοποθεσία, πανέμορφη, γαληνεύεις εκεί πάνω. Να κάτι που δεν το κάνουμε εμείς τώρα, που, ενώ η ομάδα μας είναι πολύ ενεργή, η εθελοντική αυτή, και τη φροντίζουμε πολύ, δεν κάνουμε κάτι που κάνανε μέχρι και πριν δέκα χρόνια, ίσως δεκαπέντε, κάποιες γυναίκες μεγάλες. Ανέβαιναν κάθε χρόνο τη Μεγάλη Παρασκευή στην Αγία Παρασκευή επάνω, άναβαν τα καντήλια και κρεμούσανε και στον τοίχο ή στις εικόνες και μερικά στεφάνια, πλαστικά, με λουλούδια, όπως κρεμάνε τη Μεγάλη Πέμπτη και τη Μεγάλη Παρασκευή στον Εσταυρωμένο στεφάνια... Ανέβαιναν και κρέμαγαν στεφάνια. 'Ντάξει, δεν μου άρεσαν καθόλου αυτά τα στεφάνια –θα το πω τώρα, είναι έτσι και λίγο αστείο–, τα θεωρούσα πάρα πολύ κιτς αυτά τα στεφάνια...
Τα πλαστικά...
Τα πλαστικά. Και έτσι, όλες αυτές οι εικόνες και για αυτό πέρσι ή πρόπερσι τα πέταξα όλα, γιατί... Τα κορίτσια της εθελοντικής ομάδας, βέβαια, δεν συμφωνούσαν με αυτό. Και μου 'παν: «Όχι, γιατί θα θυμώσουν οι θείες που τα 'χουν φέρει και θα πουν...». Αλλά τους είπα εγώ θα πάρω το ρίσκο και τα πέταξα, γιατί δεν μπορούσα να τα βλέπω αυτά τα πλαστικά στεφάνια στους τοίχους κρεμασμένα. Και τα πετάξαμε τώρα. Και φέτος αλλάξαμε και τις εικόνες, τη φροντίσαμε, την κάναμε έτσι και έχω πολύ μεγάλη χαρά. Και τώρα, που θα τελειώσει το καλοκαίρι και θα 'χουμε περισσότερο χρόνο, είπαμε πάλι το Σεπτέμβρη να ανέβουμε πάλι μία μέρα να τη φροντίσουμε την εκκλησία...
Γιατί να μην είναι σαν τα μαγιάτικα στεφάνια; Να μην τα πλέξουνε...
Κάνουμε στεφάνια στην εικόνα της... Είχαμε κάνει φέτος ένα πάρα πολύ όμορφο στεφάνι, το 'χαμε πλέξει γύρω-γύρω στην εικόνα της, με βασιλικό και με κατιφέδες, τα γαρυφαλλάκια τα καλοκαιρινά, τα πορτοκαλί και τα κίτρινα του καλοκαιριού. Αλλά, 'ντάξει, τώρα θα έχει ξεραθεί, αλλά θα το αφήσουμε πάνω στην εικόνα. Τα πλαστικά, μωρέ, τα έπαιρναν –όπως παίρνουνε στο νεκροταφείο που πάνε τη Μεγάλη Παρασκευή πλαστικά και κρεμάνε στα μνήματα– έτσι έπαιρναν αυτά, επειδή ήταν πιο εύκολα και τα κρεμούσαν εκεί στο[02:20:00]ν τοίχο. Αλλά τα έχω εξαφανίσει, να ξέρεις, όπως και πολλά άλλα παλιά. 'Ντάξει, όχι ότι τα 'χω πετάξει, δεν είμαι και βέβηλος. 'Ντάξει, τα στεφάνια τα πλαστικά τα πέταξα, αλλά κάποιες εικόνες και κάποια εκκλησιαστικά αντικείμενα πολύ φθαρμένα και παλιά, τα έχουμε τοποθετήσει σε μία άκρη στο ιερό του ναού, μέσα σε ένα κουτί που μας έχει δώσει ο ιερέας. Αλλά, τώρα, έχει αλλάξει τελείως όψη, δηλαδή, αν σου δείξω φωτογραφίες, αφού ξέρεις και εσύ το χώρο, πώς ήταν πριν και αυτά, θα το καταλάβεις και ο ίδιος. Αυτά με την Αγία Παρασκευή. Είναι όντως πολύ όμορφο το ότι συνεχίζουν ακόμη και ανεβαίνουν... Και ανεβαίνουν, ξέρεις, πολλοί νέοι. Και πιο νέοι από μένα και παιδιά πολλά και πιο μεγάλοι και αυτά... Ανεβαίνουν και οι μεγάλοι, οι παππούδες και αυτά... Και, μάλιστα, φέτος συγκινήθηκα, είδα και μερικές γιαγιάδες πολύ μεγάλες, 85-90, και όλοι οι χωριανοί τις χάρηκαν και είπαν όλες οι καημένες ότι: «Ανεβήκαμε φέτος, γιατί του χρόνου μπορεί να μη ζούμε και να μην ξανανέβουμε». Ανεβαίνουμε, όμως, στην Αγία Παρασκευή όλοι οι χωριανοί...
Αναβιώνεται με κάποιο...
Αναβιώνεται, ναι, ναι, ναι, αναβιώνεται σίγουρα. 'Ντάξει, δεν γίνεται, βέβαια, το τραπέζι που γινόταν παλιά με τα όργανα, με τα φαγητά, με τους χορούς, με τα γλέντια, αλλά αναβιώνεται... Υπάρχουν και αρκετοί νέοι που το θέλουνε. Κάθε χρόνο λέμε μήπως κάνουμε μετά κάποιο ψήσιμο... Παλαιότερα έχει γίνει κάνα-δύο χρονιές με τη Δημοτική ενότητα Καλάμου, έψησαν, χόρεψαν... Απλά, δεν κοιμούνται πια το βράδυ εκεί, κανείς, φεύγουν όλοι. Και το πρωί δεν ανεβαίνουνε παρά ελάχιστοι. Αυτά με την Αγία Παρασκευή. Πιστεύω ότι και του χρόνου, να είμαστε καλά, ότι πάλι θα συντηρήσουμε την εκκλησία και ότι θα αναβιώσει το πανηγυράκι μας.
Ενότητα 8
Έθιμα του Αυγούστου, Άγιος Τιμόθεος και παρατσούκλια μεταξύ γειτονικών χωριών
02:21:41 - 02:48:37
Και με τούτα και με κείνα, φτάσαμε στο μήνα Αύγουστο, τον πιο όμορφο μήνα του καλοκαιριού. Τον Αύγουστο, στο χωριό γιορτάζει το μοναστήρι μας, το 'χω αναφέρει πολλές φορές μέχρι στιγμής. Το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που πλέον είναι ένα στολίδι για το χωριό μας. Η αδελφότητα εκεί το έχει ανακαινίσει πάρα πολύ όμορφα και του έχει δώσει, έτσι, μια πολύ μεγάλη αίγλη. Είμαστε πολύ χαρούμενοι που το μοναστήρι είναι τόσο πολύ ενεργό στις μέρες μας και έχει φτάσει σε αυτό το σημείο, σε αυτό το επίπεδο. Γιατί η αδελφότητα η γυναικεία ξεκίνησε το 1948. Μέχρι τότε περίπου, δεν θυμάμαι από πότε, βέβαια, μέχρι και το 1948 ήτανε σχεδόν ερειπωμένο... Αν και ξέρω ότι και την περίοδο της Κατοχής ζούσαν κάποιες μοναχές μία ή δύο ή ένας παπάς, ή ένας καλόγερος... Δεν θυμάμαι ακριβώς, το 'χω ακούσει από μία γιαγιά, όχι απ' τη γιαγιά μου, από μια γιαγιά εδώ απ' το χωριό, ότι στην περίοδο της Κατοχής, νομίζω, ζούσε μία μόνο καλόγρια εκεί, η οποία είχε και ένα πρόβλημα αναπηρίας στο ένα πόδι, δεν ξέρω, ακριβώς... Αυτή έκανε καμίνια εκεί κοντά στην περιοχή και την επισκεπτότανε κάποιες φορές και το ξέρω. Τέλος πάντων, το μοναστήρι, πάλι, ήρθε η αδελφότητα κανονικά το 1948, γυναικεία πια αδελφότητα, γιατί παλιότερα ήταν αντρικό μοναστήρι. Και ήρθε το 1948 η αδελφότητα η γυναικεία και ξεκίνησε τη συντήρηση του μοναστηριού και την ανακαίνιση του, γιατί τότε που ήρθανε ήταν σχεδόν ερειπωμένο, είχε μόνο, δηλαδή, την εκκλησία –το ναό– και μερικά κελλάκια παλιά. Και ίσως κάποιες αποθήκες και κάποιους στάβλους, δεν υπήρχε κάτι άλλο. Τώρα, 'ντάξει, το μοναστήρι είναι πάρα πολύ όμορφο, είναι πολύ καλά ανακαινισμένο, πολύ συντηρημένο δυναμικά, έχει πάρα πολλά κελιά, έχει πολλούς χώρους, έχει γίνει συντήρηση και στους παλιούς χώρους... Ας έρθουμε, όμως, τώρα, στα έθιμα της γιορτής. Τα παλιότερα χρόνια, από την παραμονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ερχόντουσαν και εδώ το γειτονικό χωριό, το Μαρκόπουλο, οι Μαρκοπουλαίοι, στη γιορτή του μοναστηριού μας. Τώρα, όμως, δεν έρχονται, γιατί έχουν κάνει δική τους εκκλησία Μεταμόρφωση του Σωτήρος ή Αγιά-Σωτήρω, όπως λέμε και εμείς εδώ. Γιατί και εμείς το μοναστήρι δεν λέμε «η Μεταμόρφωση του Σωτήρος», λέμε, «κάτω στην Αγια-Σωτήρα». Έχουνε, λοιπόν, και οι Μαρκοπουλαίοι πια φτιάξει τη δική τους εκκλησία και δεν έρχονται τώρα στο μοναστήρι, ενώ παλιότερα ερχόντουσαν την παραμονή και κοιμόντουσαν έξω όλοι, στο ύπαιθρο, γύρω-γύρω από το μοναστήρι. Περνούσανε μέσα από το χωριό με τα ζώα όλοι και κατασκήνωναν γύρω-γύρω το μοναστήρι, για να είναι στην πανήγυρη. Ε τώρα, όμως, δεν έρχονται πια, 'ντάξει, τώρα δεν κατασκηνώνει και κανείς γύρω-γύρω απ' το μοναστήρι.
Γινόταν πανηγύρι, δηλαδή, μέσα στο μοναστήρι;
Όχι, όχι, δεν γινότανε πανηγύρι με όργανα και τέτοια, γιατί γινόταν στην πλατεία. Το πανηγύρι το κεντρικό, το παραδοσιακό, του Καλάμου, με τα όργανα, είναι στις 5 και 6 Αυγούστου, παραμονή και ανήμερα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Αλλά πανηγύρι με κομπανίες, με όργανα, δηλαδή. Στο μοναστήρι, όμως, ερχόντουσαν οι Μαρκοπουλαίοι από το βράδυ και κοιμόντουσαν, ή τρώγανε την άλλη μέρα έξω, στην ύπαιθρο, που μαγείρευαν με τις κατσαρολίτσες τους ή έψηναν στο ύπαιθρο και ξαναέφευγαν πάλι το απόγευμα εκείνης της μέρας. Όχι, μέσα στο μοναστήρι δεν γινόταν πανηγύρι. Δεν ξέρω αν επιτρέπεται κιόλας και μέσα στα μοναστήρια να γίνονται και πανηγύρια...
Οπότε πήγαιναν για τη λειτουργία...
Πηγαίναν για τη λειτουργία, ναι, ναι, ναι. Και έτρωγαν, όμως, έξω. Το πανηγύρι γινόταν στην πλατεία, στο χωριό, στον Κάλαμο επάνω, παραμονή και ανήμερα το βράδυ. Τώρα, πηγαίνει πάρα πολύς κόσμος πια, δηλαδή, επειδή τώρα είναι και τουριστικό μέρος ο Κάλαμος, τα αυτοκίνητα δεν ξέρω, δηλαδή, μέχρι πού φτάνουνε την παραμονή ιδίως, το βράδυ. Δεν ξέρω πόσος κόσμος το επισκέπτεται, πάρα πολύς κόσμος. Έχει και ανήμερα το πρωί, έχει λιγότερο, βέβαια, κόσμο. 'Ντάξει, γιατί, όπως έχουμε πει, πια στις εκκλησίες το πρωί δεν μπορεί να πηγαίνει όλος ο κόσμος, λόγω των συνθηκών και των εργασιών τώρα πια. Όμως είναι πολύ ωραία, εγώ συνήθως πηγαίνω το πρωί, γιατί το απόγευμα δεν μπορώ λόγω της δουλειάς, εδώ, του μαγαζιού. Πηγαίνω πάντα ανήμερα... Και πηγαίνω και άρτους και σταφύλια, παρόλο που τώρα δεν έχουμε αμπέλι, η μαμά μου το κρατάει το έθιμο και μου φτιάχνει πάντα και ένα πανεράκι με τα πρώτα σταφύλια, που τα ευλογούνε εκεί ιερείς και ο Δέσποτας που έρχεται από τη Μονή Πεντέλης, γιατί το μοναστήρι ήταν μετόχι... Όχι ήταν, είναι μετόχι της μονής Πεντέλης, ακόμα... Αλλά σταφύλια, τώρα πια, δεν φέρνει κανένας, μόνο εγώ και οι αδελφές έχουν συνήθως ένα-δύο πανέρια σταφύλια που τα μοιράζουν μετά στον κόσμο. Αυτά με το πανηγύρι του μοναστηριού. Τώρα, το πανηγύρι στην πλατεία, τα τελευταία χρόνια δεν γίνεται. Όταν ήμουνα, όμως, μικρός, πάντα γινόταν. Αυτά είναι ιδιωτικά, βέβαια, τα πανηγύρια, δεν είναι κοινοτικά ή δημόσια και αυτά, γίνονται από κάποιους ιδιώτες, μαγαζιά, φέρνουνε κάποιες κομπανίες ορχήστρες. Δηλαδή, όπως το λέγανε παλιά: «Φέρανε όργανα». Ή λέγανε: «Απόψε έχει όργανα στο τάδε μαγαζί». Και πήγαινε όλο το χωριό. Το αστείο ξέρεις ποιο είναι... Ότι, ενώ όλοι το μεσημέρι τρώγανε ψάρι, γιατί του Σωτήρος υποτίθεται τρώμε ψάρι... Όχι υποτίθεται. Τρώμε ψάρι, γιατί το δεκαπενταύγουστο, από πρώτη ως 15 Αυγούστου γίνεται νηστεία για της Παναγίας. Του Σωτήρος, επειδή είναι μεγάλη γιορτή, δεσποτική, τρώμε ψάρι. Ε το μεσημέρι όλοι τρώγαν ψάρι στο σπίτι και το βράδυ, στο πανηγύρι, τρώγαν κρέας. Αφού είχε ψητά, είχαν ψητά στο... Έχει αλλάξει το πανηγύρι, όμως, τώρα δεν γίνεται έτσι. Τώρα, αν γίνει πανηγύρι, κάνουν όλοι με σουβλάκια και με ποτά. Ενώ τότε, θυμάμαι, ότι ήταν κατατεθέν το αρνί, η αγγουροντομάτα και η φέτα. Αυτό σέρβιραν στα πανηγύρια, εντάξει, όχι το σέρβιραν, το πουλούσαν, δηλαδή... Υπήρχε αυτό το έδεσμα, τέλος πάντων, το αρνί στο φούρνο, η αγγουροντομάτα και η φέτα. Με πλαστικά πιρουνάκια, με πλαστικά ποτηράκια και μπύρες. 'Ντάξει, υπήρχε και τα οινοπνευματώδη, αλλά όχι, έτσι, τόσο πολύ, όπως τώρα. Και χόρευε ο κόσμος με νούμερα, δηλαδή, δεν μπορούσαν να σηκωθούνε όλοι να χορέψουν. Δεν ήταν το πανηγύρι ανοιχτό για όλο τον κόσμο, ότι τα όργανα ήταν πληρωμένα, και χόρευαν όλοι μαζί, μόλις, όποτε ήθελε... Χορεύαν όλοι με νούμερα, δηλαδή, έκλειναν θέση και για να χορέψουν, πέταγαν «χαρτούρα», δηλαδή χρήματα, στην ορχήστρα, στην κομπανία, όσα χρήματα θέλανε ο καθένας. Δεν μπορούσανε, δεν είναι όπως τώρα, που τα όργανα τα πληρώνει αυτός που κάνει το πανηγύρι και είναι ελεύθερος ο χορός για όλους. Τότε που ήμουνα εγώ μικρός, παίρνανε νούμερο και έλεγε: «Τώρα θα χορέψει το νούμερο 3, το νούμερο 7, το νούμερο 15». Και όσο πιο πολλή χαρτούρα πέταγε αυτός που χόρευε, δηλαδή, πιο πολλά χρήματα –τα πέταγε πάνω στην ορχήστρα, τα έπαιρνε η ορχήστρα– τόσο πιο πολλή ώρα τον αφήναν να χορέψει.
Ή τον ξαναφωνάζανε...
Όχι, δεν τον ξαναφωνάζανε, απλά τον κρατούσαν πολύ. Εκτός αν είχε πάρα πολλή ουρά που... Αλλά, εντάξει, συνήθως τελείωνε το πανηγύρι και 10:00 η ώρα το πρωί, ξεκινούσε 11:00-12:00 το βράδυ και τελείωνε 10:00 το πρωί, 8:00, 9:00, 10:00. Αναλόγως. Ναι, τότε είχε με χαρτούρα, τώρα είναι ανοιχτά τα όργανα, ελεύθερα, ο χορός δημόσιος για να χορέψουνε όλοι. Αλλά τώρα, τα τελευταία χρόνια, δεν έχει γίνει, μωρέ, πανηγύρι, δεν είχε γίνει και κάποιες χρονιές, επειδή είχαν πεθάνει και πολλοί άνθρωποι απ' το χωριό και υπήρχαν πολλά πένθη και σου λέει δεν θα βγει κανείς στο πανηγύρι... Το σταμάτησαν έτσι. Και μια χρονιά που ήτανε να γίνει, τώρα πριν δύο-τρία χρόνια, την ημέρα εκείνη έπιασε φωτιά στο χωριό και ακυρώθηκε το πανηγύρι. Και έτσι, τώρα[02:30:00], πέντε-έξι χρόνια σίγουρα δεν έχει γίνει καθόλου. Το ίδιο γινότανε και το Δεκαπενταύγουστο, πάλι, γιατί η κεντρική εκκλησία στην πλατεία του χωριού είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Οπότε, είχαμε πάλι πανηγύρι 14 και 15 στην πλατεία του χωριού, γινότανε πάλι πανηγύρι, και όχι μόνο ένα, γινόντουσαν σε τρία-τέσσερα μαγαζιά, υπήρχανε ορχήστρες. Ή σε ένα μαγαζί απ' την κάτω πλευρά και σ' ένα μαγαζί απ' την πάνω πλευρά... Ή σε δύο μαγαζιά απ' την κάτω πλευρά και σε ένα από την πάνω. Γιατί απ' την κάτω πλευρά έχει, σε κάποια σημεία, περισσότερο χώρο για να στήσουνε τραπέζια... Όχι, βασικά, από την πάνω έχει περισσότερο κόσμο, αλλά στην κάτω έχει και μπροστά απ' την εκκλησία. Οπότε, στήνανε τραπέζια και καρέκλες σχεδόν σε όλη την πλατεία γύρω-γύρω, έκλεινε και ο δρόμος, δεν μπορούσε να περάσει και κανείς, κανένα αυτοκίνητο... Και γινόντουσαν δύο και τρεις κομπανίες, κάποιες φορές, όταν ήταν οι γονείς μου μικροί, μου έχουν πει ότι μπορεί να υπήρχαν και τέσσερις κομπανίες, δηλαδή, τέσσερις ορχήστρες... Ε, και ο κόσμος επέλεγε πού θα πάει. 'Ντάξει, κάποιοι... Εντάξει, τώρα κάποιοι ήταν με κάποιους συγγενείς, κάποιοι ήταν φίλοι, κάποιοι ήταν γείτονες, οπότε θα πηγαίναν στο αντίστοιχο μαγαζί. Ή κάποιοι πήγαιναν το ένα βράδυ, της παραμονής, στο ένα πανηγύρι και το άλλο βράδυ στο άλλο, για να πάνε και στους δύο, για να μην παραπονιέται και κανείς. Και τότε, γινότανε τρία βράδια, δηλαδή, γινόταν στις 14, στις 15 και στις 16. Γιατί στις 16 γιορτάζει ο Άγιος Τιμόθεος, που είναι τοπικός άγιος, είναι πολιούχος του χωριού μας, και γιορτάζει στις 16 Αυγούστου. Την άλλη μέρα από την Κοίμηση της Θεοτόκου, γιορτάζουμε τον Άγιο Τιμόθεο, επίσκοπο Ευρίπου, δηλαδή, στους βίους έτσι απαντάται, ως Άγιος Τιμόθεος επίσκοπος Ευρίπου, ο εκ Καλάμου και ιδρυτής της Μονής Πεντέλης, της γνωστής Μονής Πεντέλης που ξέρουμε. Την έχει ιδρύσει ο Άγιος Τιμόθεος. Έχουμε ένα πολύ όμορφο εξωκκλήσι του Αγίου Τιμοθέου στη θέση Στέρνα ή Πλατάνια, εκεί είναι και η κεντρική βρύση του χωριού, είναι λίγο πιο έξω από το χωριό, μεταξύ του χωριού και της παραλίας, δηλαδή, μεταξύ Καλάμου και Αγίων Αποστόλων. Σε μια πολύ όμορφη ρεματιά, θέση, πάνω στον κεντρικό δρόμο, είναι η κεντρική βρύση του χωριού, εκεί. Και έχει χτιστεί εκεί και το εξωκκλήσι του Αγίου Τιμοθέου. Να πούμε λίγα πράγματα για τον Άγιο Τιμόθεο; Είναι ο τοπικός μας άγιος, κατάγεται απ' τον Κάλαμο Αττικής, είχε γεννηθεί εδώ το 1510, ο πατέρας του ήτανε ο ιερέας του χωριού. Ακριβώς δεν ξέρουμε ποιο ήταν το κοσμικό του όνομα. Κάποιοι έλεγαν ότι καταγόταν από την οικογένεια Προβατάρη, κάποιοι έλεγαν ότι κατάγεται από την οικογένεια Παπαγγελή, χωρίς όμως να ευσταθούνε αυτά, απλά ο καθένας τώρα το έλεγε... Ίσως είναι και λόγια κάποιων οικογενειών για να δείξουν ότι έχουν συγγένεια με τον άγιο. Δεν ξέρουμε για το κοσμικό του όνομα. Εγώ όμως, Φώτη μου, επειδή το ψάχνω και το κοιτάζω, μια μέρα στο Βικιπαίδεια, που το ξανακοίταξα τώρα πρόσφατα, είδα ότι γράφουν ότι το όνομά του ήταν Τάσος Καλαμιώτης. Και αμέσως εδώ ενημέρωσα έναν Αρχιμανδρίτη που έχουμε, που κατάγεται από το Κάλαμο, σχετικά νέο... Όχι σχετικά, και καινούργιος Αρχιμανδρίτης είναι και νέο παιδί είναι, είναι και μικρότερος από μένα... Και έχει και το όνομα του Αγίου Τιμοθέου, όχι... Και κοσμικά και λαϊκό όνομα και ως Αρχιμανδρίτης κράτησε αυτό το όνομα. Γιατί τον είχαν τάξει οι γονείς του στον άγιο Τιμόθεο και έχει αυτό το όνομα. Και του το είπα και μου λέει: «Δεν το ξέρω αυτό, Δημήτρη μου», μου λέει, «όμως θα το κοιτάξω». Και μάλιστα, επικοινώνησε με τη Μονή Πεντέλης, που ήταν εκεί ο Άγιος Τιμόθεος, ήτανε ιδρυτής της μονής Πεντέλης και υπάρχουν κάποια χειρόγραφα και αρκετά στοιχεία για τον βίο του. Και μίλησε και με τον... Δεν ξέρω, τώρα, τι θέση, ακριβώς, έχει εκεί ο μοναχός, με τον οποίο μίλησε, για να μάθει. Και του είπε ότι δεν ευσταθεί αυτό. Δεν ξέρω, όμως, τώρα πώς υπάρχει αυτό στο «Βικιπαίδεια», αναφέρεται το Τάσος Καλαμιώτης. Δεν ξέρω πώς, ποιος το έγραψε, πού το βρήκαν, πώς το έβαλαν. Να έχει σχέση, τώρα, επειδή έχουμε και έναν ήρωα της Επανάστασης με το επώνυμο Καλαμιώτης; Δεν σου 'χω μιλήσει για τον Ίωνα Καλαμιώτη, θα σου μιλήσω στο τέλος, μάλλον, της συνέντευξης, για να μην πηγαίνω απ' το ένα θέμα στο άλλο. Τέλος πάντων, δεν το ξέρουμε ακριβώς ποιο ήταν το λαϊκό το όνομα, εδώ, από ποια οικογένεια του χωριού κατάγεται ακριβώς, ξέρουμε μόνο ότι τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε απ' τον πατέρα του, όπως προανέφερα, που ήταν ο ιερέας του χωριού. Δεν ξέρουμε ακριβώς πού συνέχισε τις σπουδές του, ίσως στην Αθήνα... Πάντως ή θείος του ήταν ο επίσκοπος Ωρεών στη Χαλκίδα ή γνωστός του, πνευματικός του πατέρας, δεν ξέρω ακριβώς... Και τον πήρε μαζί του στους Ωρεούς και εκεί συνέχισε τις σπουδές του. Και μετά, εκάρη νομίζω και μοναχός, συνέχισε εκκλησιαστική ζωή, έγινε επίσκοπος Ωραιών, αργότερα, στη θέση του επισκόπου Ωραιών, όταν εκείνος απεβίωσε, κοιμήθηκε, δηλαδή –γιατί για τους ιερωμένους χρησιμοποιούν αυτή την έκφραση– όταν κοιμήθηκε. Και μετά, έγινε και επίσκοπος Ευρίπου, δηλαδή, στη Χαλκίδα έγινε επίσκοπος Ευρίπου ο Άγιος Τιμόθεος. Αρκετά μεγάλη θέση. Νομίζω ότι είναι σαν Μητροπολίτης, τώρα πια στις μέρες μας... Τότε ήταν ο επίσκοπος, δεν ξέρω ακριβώς τότε, πώς είναι ακριβώς και οι τίτλοι της εκκλησίας, δεν το ξέρω ακριβώς, πάντως έγινε ο επίσκοπος Ευρίπου στη Χαλκίδα, στον «Ευρεπόντε», όπως το αναφέρουν... Και είχε πάρα πολύ καλές σχέσεις, ξέρω, με τη γυναίκα του Πασά εκεί στη Χαλκίδα, γιατί μιλάμε για την περίοδο της Τουρκοκρατίας πια. Είχε πολύ καλές σχέσεις με τη γυναίκα του Πασά. Και μάλιστα, όταν ήρθε σε ρήξη με τον Πασά, εκεί στον Εύριπο και με τους άλλους Οθωμανούς αξιωματούχους, γιατί, νομίζω, κάποιο φιρμάνι ή κάποιος νόμος για την εκκλησιαστική περιουσία, νομίζω προσπαθούσανε να πάρουνε κάποια κτήματα εκεί στη Χαλκίδα ή στην Εύβοια, που άνηκαν στην εκκλησία, οι Οθωμανοί, και ήρθαν σε μεγάλη ρήξη και τον κυνήγησαν τον Άγιο Τιμόθεο. Τον ενημέρωσε, νομίζω, η γυναίκα του Πασά και του είπε ότι: «Πρέπει να φύγεις». Ότι: «Κινδυνεύει πολύ η ζωή σου η ίδια». Όχι μόνο τα κτήματα ή η εκκλησιαστική περιουσία. «Καλό θα ήταν», του είπε, «να φύγεις». Και με μια μικρή συνοδεία, ο Άγιος Τιμόθεος έφυγε κρυφά από τη Χαλκίδα και πέρασε απέναντι από τη Χαλκίδα, εδώ, στο Κάλαμο πάλι, στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Έμεινε για ένα μικρό διάστημα εδώ, δεν ξέρω πόσο ήταν το διάστημα. Πάντως ξέρουμε σίγουρα ότι έμεινε στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που τότε ονομαζόταν Μονή Καλολιβαδίου, αφιερωμένο, όπως έχουμε πει, στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Επειδή τότε είναι και η περίοδος που ανακαινίστηκε το μοναστήρι, το 1550-1570 περίπου, έχουμε συνδέσει ότι ο Άγιος Τιμόθεος έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην ανακαίνιση και στην αναστήλωση της Μονής. Δεν είναι ακριβώς ο ιδρυτής της, αλλά έπαιξε, νομίζω, ιδιαίτερα ενεργό ρόλο στο να ανακαινιστεί πάλι το μοναστήρι πλήρως και να αναστηλωθεί. Αφού έμεινε για αρκετό διάστημα εδώ, μετά πέρασε, νομίζω, στο πεντελικό όρος σιγά-σιγά, ανέβηκε προς τα εκεί. Δεν ξέρω αν πέρασε και απ' το Μαραθώνα, από την πλευρά, αυτά... Και βρήκε, νομίζω, την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης είναι; Δε ξέρω... Ή της Βρεφοκρατούσας. Νομίζω, αν δεν κάνω λάθος, της Βρεφοκρατούσας. Τη βρήκε εκεί στην Πεντέλη και ίδρυσε τη Μονή Πεντέλης, τη γνωστή Μονή Πεντέλης. Είχε βοηθήσει πολύ τον κόσμο τη περίοδο της Τουρκοκρατίας, έχτισε και διάφορες εκκλησίες και βοηθούσε τους Αθηναίους σε περιόδους κρίσεων ή εξεγέρσεων ή προβλημάτων που είχανε με τους Οθωμανούς διοικητές. Έκανε μεγάλο έργο φιλανθρωπικό και στο μοναστήρι περιέθαλπε πολλούς ανθρώπους, κατατρεγμένους και φτωχούς και αρρώστους... Αλλά, νομίζω, μετά πάλι, επειδή το μοναστήρι είχε πολλά κτήματα προς τη πλευρά των Μεσογείων, πάλι ήρθε εκεί σε ρήξη με τους κατοίκους των Μεσογείων... Μάλιστα, είχε και μία βάρκα και ψάρευε και του μισοκάψανε τη βάρκα. Και μετά έφυγε, τέλος πάντων, και πέρασε απέναντι στη Τζια με αυτή τη βάρκα τη μισοκαμένη, με μία συνοδεία... Τέλος πάντων. Η γιαγιά μου μού έλεγε ότι ο πεθερός της, που είχε ακούσει απ' τον παππού του, ότι πέρασε, λέει, με την καμένη βάρκα στη Τζια από τα Μεσόγεια, απ' το Λαύριο, τέλος πάντων, δεν ξέρω πώς ακριβώς... Και ότι για πανί, λέει, έβαλε το ράσο του. Λέγανε εδώ στο χωριό, το αναφέρανε, έτσι, περισσότερο ως παράδοση, ως θρύλος, ότι, παρόλο που ήταν μισοκαμένη η βάρκα, δεν βούλιαξε. Και έφυγε και μάλιστα δεν είχε πανί και έβαλε, λέει, το ράσο του ως πανί. Και κατάφερε και πέρασε απέναντι στην Τζια. Και εκεί κοιμήθηκε ο Άγιος Τιμόθεος, στη Τζια. Μετά ενταφιάστηκε εκεί στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, που είχε ιδρύσει κιόλας στη Τζια. Όμως έγινε αν[02:40:00]ακομιδή των λειψάνων του, ήρθαν τα λείψανα στη Μονή Πεντέλης, τα φυλούσαν, νομίζω, στην Αγία Δύναμη, στην Αθήνα, αλλά τότε, στην Επανάσταση, τα ανακαλύψανε και τα κάψανε... Έχει σωθεί μόνο η κάρα του Αγίου Τιμοθέου, η οποία υπάρχει στη Μονή Πεντέλης και τη φιλοξενούμε συνήθως εμείς... Όχι στη γιορτή του, ανήμερα του Αγίου Τιμοθέου, γιατί πηγαίνει στη Μονή Πεντέλης... Τη φιλοξενούμε στη Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στο μοναστήρι, την κάρα τη φέρνουν από τη Μονή Πεντέλης, για να την προσκυνήσει ο κόσμος. Έχουμε λίγα οστά στο Κάλαμο, έχουμε ένα μικρό... Ένα μικρό... Δεν ξέρω πώς ακριβώς λέγεται, τώρα μου διαφεύγει η λέξη, μια μικρή λειψανοθήκη, πού υπάρχουν μερικά οστά του Αγίου Τιμοθέου και του Αγίου Πολυδώρου. Υπάρχουν εδώ στην εκκλησία μας. Έχουμε, όμως, αυτά τα μικρά τμήματα οστών του αγίου Τιμοθέου, η κάρα, όμως, φιλοξενείται στη Μονή Πεντέλης, είναι μόνιμα εκεί και σε κάποιες γιορτές της στέλνουνε και εδώ στο Κάλαμο, που είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του Αγίου, για να την προσκύνα ο κόσμος.
Και πώς γιορτάζεται εδώ η ημέρα αυτή;
Η ημέρα αυτή πώς γιορτάζεται... Την παραμονή γίνεται εσπερινός στο εξωκλήσι του, που συμμετέχει σχεδόν όλο το χωριό με αρτοκλασία και την άλλη μέρα το πρωί, στις 16 Αυγούστου, που είναι και η κοίμηση του, γίνεται πανηγυρική Θεία Λειτουργία. Συνήθως, έρχεται πάντα και ο Μητροπολίτης, ο Δεσπότης και αυτός που είναι τώρα Αττικής, δηλαδή, είναι... Όχι όλης της Αττικής, ο Δεσπότης στον οποίο ανήκει η ενορία μας. Είναι Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου, Ωρωπού και Μαραθώνα. Και έρχεται πάντα ο Δεσπότης ή αντιπρόσωπος του Μητροπολίτη μας και έρχεται ίσως κάποιες... Όχι... Και κάποιες φορές έρχεται και αντιπροσωπεία και από τη Μονή Πεντέλης και γίνεται πανηγυρική Θεία Λειτουργία. Τα τελευταία χρόνια, όμως, γίνεται κάτι πολύ ωραίο. Ανήμερα της Παναγίας, δηλαδή το απόγευμα, στις 15 του Αυγούστου, παραμονή του Αγίου Τιμοθέου, γίνεται λιτανεία της εικόνας του. Από το κεντρικό ναό, από την πλατεία του χωριού, απ' την Κοίμηση της Θεοτόκου, πηγαίνουμε με τα πόδια την εικόνα του κάτω στο ξωκλήσι του. Είναι περίπου μισή ώρα με τα πόδια, τρία τέταρτα, αναλόγως, ναι. Και μεταφέρουν την εικόνα του από την κεντρική εκκλησία, μέχρι το εξωκλήσι του. Δεν γίνεται κάποια ιδιαίτερη εκδήλωση, δηλαδή, με χορούς ή κάποια άλλη πολιτιστική εκδήλωση, μόνο η λιτανεία της εικόνας γίνεται και, συνήθως, ή και την παραμονή και ανήμερα, έξω από το ναό, εκτός από την αρτοκλασία που κάνουν οι διάφοροι πιστοί, οι διάφορες οικογένειες, γίνονται και κεράσματα από τους συλλόγους της περιοχής. Ή, ξέρω 'γω, και κατά τη λιτανεία της εικόνας, συνοδεύουν την εικόνα και κάποια παιδιά ντυμένα με τις παραδοσιακές φορεσιές. Αυτά γίνεται, δεν γίνεται κάτι άλλο. Και πέρα, τώρα, απ' τα εκκλησιαστικά έθιμα, θα αναφέρω και για τη παραγωγή των σύκων, καθώς ο Κάλαμος έχει τεράστια παραγωγή σε σύκα. Παλιότερα, που η οικονομία του Καλάμου στηριζόταν στην αγροτική καλλιέργεια, τα σύκα σχεδόν είχαν τον πρώτο και κύριο λόγο. Μάλιστα, οι Καλαμιώτες φέρουν και το προσωνύμιο «σ’κομαΐδες» ή «σ’κομαϊδιάρηδες», έτσι μας αποκαλούν από τα άλλα χωριά, επειδή ο Κάλαμος είχε πάρα, πάρα πολλά σύκα... Και περνούσαν οι παππούδες, πηγαίναν με τα ζώα και τα πουλούσαν, έφταναν μέχρι και το κέντρο της Αθήνας και πουλούσαν τα σύκα τους. Εντάξει, κυρίως, στα βόρεια προάστια, δηλαδή, πηγαίναν στο Μαρούσι, στα Βριλήσσια, στα Μελίσσια, εδώ στην Ερυθραία, στο Διόνυσο, στην Εκάλη, στην Κηφισιά. Περνούσαν με τα μουλάρια, με τα γαϊδουράκια, με τα άλογα και έβαζαν τα σύκα στα κοφίνια και διαλαλούσαν την πραμάτεια τους και τα πουλούσαν. Τώρα, θα σου αναφέρω και ένα αστείο περιστατικό. Ένας αδελφός του προπάππου πήγαινε και αυτός με τα σύκα. Πέρναγε, λοιπόν... Συγκεντρώνονταν όλοι μαζί κάπου, είχαν ένα μέρος που ξαπόσταιναν με τα ζώα και με τα σύκα και κοιμόντουσαν –ή αν πηγαίνανε το βράδυ ή απ' το απόγευμα, για να πουλήσουν την άλλη μέρα– κοιμόντουσαν κάπου όλοι μαζί σε κάποιο ύπαιθρο, όλοι οι μανάβηδες, οι χωριανοί. Και κείνος είχε πάει και τα πουλούσε στην Κηφισιά εκεί, στο Μαρούσι, δεν είχε πουλήσει τίποτα. Του λέει... Τέλος πάντων, γυρίζουν το μεσημέρι, το απόγευμα, ήτανε και ένας γαμπρός του –και είχε παντρευτεί μια αδερφή του, μια αδελφή άλλη, του προπάππου μου, δηλαδή– του λέει: «Τα πούλησες ρε τα σύκα;», του λέει. Λέει: «Δεν έχω πουλήσει κανένα». «Καλά», του λέει, «ρε, τι φωνάζεις;». «Φικ! Φικ! Φικ!». «Φικ» είναι τα σύκα στα αρβανίτικα. Αυτός, λοιπόν, φώναζε «φικ», δεν έλεγε: «Σύκα, ωραία σύκα». Του λέει, λοιπόν, ο γαμπρός, του λέει: «Είσαι τρελός; Θα πουλήσεις τα σύκα; Καταλαβαίνουνε αρβανίτικα ο κόσμος στην Κηφισιά και στο Μαρούσι και στην Αθήνα; Φικ, φικ, φικ». Λέει: «Τι να φωνάζω; Φικ». Και μάλιστα φώναζε «φικ, φικ, φικ» και, επειδή δεν έπαιρνε κάνεις, δεν αγόραζε κανείς, βλαστημούσε κιόλας. Δεν θέλω τώρα να βλαστημήσω και να το πω, έλεγε: «Φικ...». Και δεν φώναζε «σύκα». Του λέει: «Πας καλά», του λέει, «ρε», ο άλλος, «Τι φωνάζεις και βλαστημάς κιόλας. Θα φωνάζεις, κρύα σύκα, ωραία βασιλικά σύκα», για να ξεπουλήσει. Τέλος πάντων, άκουσε τη συμβουλή του και τελικά ξεπούλησε. Αλλά ναι, ο Κάλαμος έχει μεγάλη παραγωγή σύκων. Ακόμη και τώρα, πολλές οικογένειες έχουνε πάρα πολλές συκιές και ασχολούνται επαγγελματικά, τα πουλούν στις λαϊκές αγορές και αυτά. Κάνουν... Υπάρχει μεγάλη παραγωγή ακόμα. Δηλαδή, σχεδόν... Όχι, όλοι έχουμε πάρα πολλές συκιές, απλά δεν ασχολούμαστε όλοι πια επαγγελματικά. Έχει πάρα πολλές συκιές το μέρος, δεν ξέρω.
Και οι σ'κομαΐδες είναι και αυτό το τοπικό έδεσμα...
Ναι, ναι, ναι, ναι, η σ'κομαΐδα είναι αυτό το τοπικό έδεσμα, που είναι σαν ένα μεγάλο μπιφτέκι μαρμελάδας, κάπως, για να καταλάβουνε τι είναι η σ'κομαΐδα... Είναι σύκα, τα οποία τα κόβουνε ψιλά κομματάκια, τα ζυμώνουμε μαζί με κάποια μυρωδικά και με κάποια μπαχαρικά, ίσως, και αρωματικά. Και τα κάνουν σαν ένα μεγάλο μπιφτέκι, τα ψήνουνε κιόλας και τα αποξηραίνουν. Και είναι σαν μεγάλους κεφτέδες, ξέρω 'γω, έτσι, και τα τρώνε. Και από αυτό, απ' τις πολλές σ'κομαΐδες που κάνανε εδώ και από τα πολλά σύκα, μας λένε «σ’κομαϊδιάρηδες» ή «σ’κομαΐδες» τους Καλαμιώτες, έχουμε αυτό το παρατσούκλι, τέλος πάντων, το προσωνύμιο. Μας αναφέρουν έτσι από τα γειτονικά μας χώρια. Εκτός, όμως, από τα σύκα και τις σ'κομαΐδες...
Τα οποία γειτονικά χωριά έχουνε άλλα παρατσούκλια;
Ναι, δηλαδή, ας πούμε, το Καπανδρίτι τους λέμε «κατσουλάδες» εμείς, επειδή φορούσαν... Επειδή έκανε πολύ κρύο και φορούσανε κάπες με τις κουκούλες στο κεφάλι. Τις λέμε «κατσούλες», έτσι, στα αρβανίτικα. Κατσούλα. Και τους λέμε «κατσουλάδες». Τους Μαρκοπουλιώτες, τους λέμε «γιακοίμηδες», δεν το ξέρω από τι είναι ακριβώς, αλλά τους λέμε έτσι τους Μαρκοπουλαίους, «γιακοίμηδες», το 'χω ακούσει απ' τον πατέρα μου που το λένε. Τους Βαρναβιώτες τους λέμε «μαχαιροβγάλτες», επειδή είχανε συνέχεια μαχαίρια πάνω και προκαλούσανε συνέχεια φασαρίες. Και τους λέμε «μαχαιροβγάλτες». Αυτά, τώρα, και δεν ξέρω για όλα το χωριά. Α, απ' το Πολυδένδρι, απ' το Μάζι, τους λέμε «κουφούς», επειδή, λέει, δεν ακούνε καλά, ότι δεν ήταν καλό το νερό τους εκεί και ότι... Το λένε «Κουφοχώρι». Κουφοχώρι. Τους λέμε έτσι. Να αυτά, τώρα, 'ντάξει, δεν ξέρω και για όλα τα χωριά να σου πω. Ξέρω, ας πούμε, πιο πολύ για το Καπανδρίτι που είμαστε, έτσι, πολύ κοντινά και είμαστε σε μια κόντρα αιώνια. Τους λέμε «κατσουλάδες» εκεί. Ναι, αυτοί μας λένε «σ’κομαϊδιάρηδες» ή «σ’κομαΐδες». Εκτός, λοιπόν, όμως, απ' τις σ'κομαΐδες –να γυρίσουμε πάλι πίσω– κατασκευάζουμε και ξερά σύκα, αποξηραμένα, αυτά που υπάρχουν και στο εμπόριο. Εντάξει, επειδή παλαιότερα δεν είχαν αλλιώς να τα αποξηράνουν, τα κρεμούσαν σε κλωστές, τα έκαναν σα κολιέδες με σύκα, δηλαδή. Αυτά τα λένε τσαπέλες, τα σύκα τα ξερά που τα περνάνε σε σχοινάκια, έτσι, στρογγυλά, τα λέμε «τσαπέλες». Δεν τα λέμε κάπως... Τα αποξηραμένα, ας πούμε, σύκα, τα περασμένα σε κλωστούλα, τα λέμε «τσαπέλες». Και ερχόμαστε τώρα, αφού που περάσαμε στο... Είπαμε για το μήνα Αύγουστο αρκετά, θα έρθουμε τώρα στο μήνα Σεπτέμβριο.
Ο μήνας Σεπτέμβρης, ο τελευταίος... Ή ο πρώτος μήνας του φθινοπώρου είναι; Όχι, είναι ο τελευταίος του καλοκαιριού, νομίζω... Ναι, ναι, γιατί νομίζω ότι ο Ιούνιος πιάνεται στην άνοιξη; Πώς πάει; Απρίλης, Μάιος, Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβρης. Δεν είναι καλοκαίρι; Πιάνεται ως φθινόπωρο; Ο πρώτος του φθινοπώρου; Το καλοκαίρι πιάνεται Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος. Μάλιστα. Τέλος πάντων. Ο Σεπτέμβρης είναι ένας πολύ γλυκός, όμως, μήνας και επιτρέπει, παρόλο που όλοι τον έχουμε συνδυάσει, έτσι, με τα σχολικά μας χρόνια, που κάναμε ότι έρχονται τα πρωτοβρόχια και ότι πέφτουνε τα φύλλα και φεύγουνε τα χελιδόνια, είναι ένας πολύ ωραίος μήνας και ευνοεί πάρα πολύ τις καλλιέργειες, γιατί έχει να γίνει και μεγάλη συγκομιδή, τώρα, σε πολλά αγροτικά προϊόντα. Το πρώτο που γίνεται είναι το τίναγμα στις αμυγδαλιές και στις καρυδιές. Συνήθως, μετά απ' του Σταυρού ξεκινάει, έχουν αυτό το έθιμο εδώ, να γίνει η λειτουργία του Σταυρού στις 14 του Σεπτέμβρη. Ανήμερα του Σταυρού, πηγαίνανε στην εκκλησία τον βασιλικό απ' όλα τα σπίτια. Ξέρεις, πηγαίναμε βασιλικό στην εκκλησία του Σταυρού, ακόμα και τώρα, μοιράζει βασιλικό. Έτσι κάναν όλοι, κόβαν απ' το σπίτι, απ' τους κήπους, απ' τις αυλές βασιλικό, τον πήγαιναν απ' την παραμονή στην εκκλησί[02:50:00]α ή και το πρωί και τον ευλογεί ο παπάς και μετά τον μοιράζει στα σπίτια. Τον μοιράζει στους εκκλησιαζόμενους και το παίρνουν στα σπίτια τους, γιατί με αυτό το σταυρό... Το σταυρό, λέω... Τον βασιλικό, τον βάζανε πάνω στο προζύμι. Την ημέρα του Σταυρού, νομίζω, πιάναν το προζύμι της χρονιάς. Μ' αυτό που ζύμωναν όλο το χρόνο, τότε δεν υπήρχε μαγιά. Έπιαναν το προζύμι, το πιάνανε την ημέρα του Σταυρού και πάνω έβαζαν τον βασιλικό αυτό, για να φουσκώσει. Όπως και του Σταυρού, πηγαίνανε και στην εκκλησία μία πετσέτα ή ένα πανάκι γεμάτο με στάρι. Το στάρι που θα έσπερναν, που θα έσπερναν τα σιτηρά τους. Πήγαιναν στάρι στην εκκλησία για να το ευλογήσει. Και κάθε οικογένεια πήγαινε ένα δεματάκι στάρι, μία πετσετούλα διπλωμένη και την έπαιρνε μετά. Τέλος πάντων, μετά από τη γιορτή του Σταυρού, ξεκινάμε και τινάζουμε τις αμυγδαλιές και τις καρυδιές. Ωραίο είναι και αυτό, έχει πάρα πολύ πλάκα. Τα τινάζουμε. Παλιά δεν υπήρχανε... Τώρα... Τις τίναζαν χάμω και όλη μέρα μαζεύαν από κάτω. Τώρα, τις στοιβάζουν με τα ελαιόπανα, αυτά που στρώνουμε για τις ελιές και τα τινάζουμε εκεί, και τις καρυδιές και τις αμυγδαλιές, ναι. Τα τινάζουμε, τα μαζεύουμε, μετά τα καθαρίζουμε, γιατί έχουν φλούδα απέξω και τα αμύγδαλα και τα καρύδια... Και για κάποιες μέρες, δεν ξέρω για πόσες μέρες, τα βάζουμε μετά στον ήλιο να στεγνώσουνε, για να ψηθούνε καλά. Τώρα, πόσες μέρες ακριβώς, μη με ρωτήσεις, αυτό δεν το ξέρω, δε το θυμάμαι. Ούτε και το 'χω υπολογίσει, ούτε και το 'χω μετρήσει, ούτε έχω ρωτήσει και τη μητέρα μου. Η μάνα μου τα βλέπει κατά προσέγγιση, επειδή έχουμε ακόμη δύο αμυγδαλιές εδώ στο περιβόλι και δύο καρυδιές και τα μαζεύουμε, ακόμη, τα τινάζουμε... Τα βάζει, μετά, σε ταψιά ή σε πανέρι και τα βγάζει, δεν ξέρω για πόσες μέρες, στον ήλιο, για να ξεραθούνε καλά, να ψηθούνε. Εκτός από το τίναγμα των δέντρων αυτών, έχουμε και τον τρύγο, ο οποίος, 'ντάξει, βέβαια εδώ, στον Κάλαμο, δεν γίνεται... Ξεκινάνε κάποιοι προς τα τέλη του Σεπτέμβρη. Γίνεται κυρίως τον Οκτώβρη. Θα σου πω γιατί. Και αργούνε να ψήσουνε περισσότερο τα σταφύλια, γιατί είμαστε στη βορειοανατολική Αττική, δεν είμαστε χαμηλά, είναι και πιο ορεινό μέρος ο Κάλαμος, το πάνω χωριό, που είναι τα αμπέλια, που ευδοκιμούνε. Και ξεκινάμε μετά, ξεκινάμε προς τα τέλη του Σεπτέμβρη, στις αρχές του Οκτώβρη. Οπότε, για τον τρύγο θα σου μιλήσω στο μήνα Οκτώβρη, δεν θα σου μιλήσω τώρα. Παλιότερα κιόλας, οι περισσότερες κοπέλες, εδώ απ' το χωριό –και αρκετοί άντρες, αλλά κυρίως κοπέλες– στο τρύγο πήγαιναν εργάτριες στα Μεσόγεια. Όχι μόνο από τον Κάλαμο, απ' τα περισσότερα εδώ αρβανιτοχώρια, τα βορειοανατολικά, πήγαιναν εργάτριες ένα μήνα στο τρύγο στα Μεσόγεια, που εκεί, 'ντάξει, η ρετσίνα των Μεσογείων και η παραγωγή είναι γνωστή πανελλαδικά. Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις. Ναι, η ρετσίνα Μεσογείων είναι πάρα πολύ γνωστή. Και, τώρα, πριν γίνουνε τα αεροδρόμια, η Αττική Οδός και όλα αυτά, που βγάλαν τα περισσότερα αμπέλια και εκεί, τα Μεσόγεια είχανε τεράστια παραγωγή κρασοστάφυλων, έκαναν πολύ μεγάλη, αφού, σου λέω, πήγαινε σχεδόν το μισό χωριό εδώ απ' τον Κάλαμο και δουλεύαν εργάτριες τα κορίτσια. Ένα μήνα σχεδόν τρυγούσανε εκεί. Πήγαινε μία αδελφή της μαμάς μου, συγχωρεμένη πια, η θεία μου η μία, εργάτρια, δηλαδή, και τα τελευταία χρόνια... Μέχρι, ας πούμε, το '65-'70 πήγαιναν, μετά σταμάτησαν. Και η γιαγιά μου πήγαινε απ' το Καπανδρίτι. Η γιαγιά μου, βέβαια, πήγαινε πριν την Κατοχή εργάτρια, δηλαδή, είναι πολλά χρόνια αυτό, που πήγαιναν εργάτες στα Μεσόγεια. Και πολλοί άντρες πηγαίναν και πολλοί απ' την Εύβοια πέρναγαν απέναντι στα Μεσόγεια. Οι άντρες, βέβαια, πήγαιναν στα πατητήρια, πατούσαν τα σταφύλια τότε με τα πόδια, δεν υπήρχαν μηχανές. Στα πατητήρια και πατούσανε και με τα μαγγάνια, τα στιφτίρια που λένε, δούλευαν. Αλλά, ναι, πηγαίνανε πάρα πολλοί και οπότε για αυτό δεν τρυγούσαν εδώ το Σεπτέμβρη, γιατί οι περισσότεροι έλειπαν, κιόλας, ήτανε στην εργατιά, στα Μεσόγεια. Εδώ τρυγούσανε συνήθως τον Οκτώβρη. Τώρα, θα σου πω κάποια πράγματα που φτιάχνουμε το Σεπτέμβρη, για να τα έχουμε για το χειμώνα, να ξεχειμωνιάσουμε το χειμώνα, για το μαγείρεμα. Φτιάχνουμε τοματοχυμό και πελτέ. Τώρα, ο τοματοχυμός... Θα σου πω αυτόν που φτιάχνει η μαμά μου, γιατί υπάρχουν διάφορες παραλλαγές. Η μαμά μου τον τρίβει ή στον τρίφτη ή στο μίξερ, τώρα πια, γιατί παλιότερα τον έτριβε στο τρίφτη, τις ντομάτες τις έτριβε στο τρίφτη, τον κλασικό τον τρίφτη που ξέρουμε. Τώρα, που τα τελευταία χρόνια, που έχει το μίξερ, το βάζει στο μίξερ. Τη βράζει τη ντομάτα. Μετά, τον χυμό αυτό που τρίβει, το βράζει με λίγο αλάτι μόνο. Ντομάτα μόνο με αλάτι. Δεν ξέρω, τη βράζει, νομίζω, μία ώρα και μετά την εμφιαλώνει σε μπουκάλια της μπύρας. Αφού βράζει, βάζει μέσα, γεμίζει το μπουκάλι, πάνω-πάνω βάζει λίγο ελαιόλαδο και μετά παίρνει, έχει καπάκια, έχει ένα μηχάνημα και αυτά... Και σφραγίζει τα μπουκάλια, δηλαδή, κάνει παρασκευή τοματοχυμού. Άλλοι κάνουν και πελτέ. Τον πελτέ, νομίζω, τον κόβουν κομματάκια μικρά με χοντρό αλάτι και τον αφήνουν, τον αφήνουν και ψήνει μόνος του, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά και γίνεται χυμός. Άλλοι τα κάνουνε σε βάζα, όπως είναι, ξέρω 'γω, το μέλι ή η μαρμελάδα, σε τέτοια βάζα, γυάλινα, αλλά εκεί μπορεί να βάζουν και λίγο συντηρητικό, νομίζω. Η γιαγιά μου, δηλαδή, που το έβαζε σε βάζα και σε μπουκάλια του κρασιού με φελλούς, έβαζε και λίγο συντηρητικό. Το αγόραζε στο φαρμακείο. Και άλλοι, τώρα πια, επειδή έχουν καταψύκτες μεγάλους όλοι στα σπίτια τους, απλά τα τρίβουν, τη ντομάτα, και τη βάζουνε ή σε σακουλάκια ή σε μπολάκια χωρίς τίποτα, ούτε λάδι, ούτε συντηρητικό, ούτε λάδι, ούτε να τη βράζουν, τη βάζουν ωμή. Και όταν μαγειρεύουν κάθε μέρα, το χρησιμοποιούνε. Η μαμά μου, όμως, κάνει τα μπουκάλια, το έχει μάθει στην οικοκυρική, νομίζω, όταν πήγαινε, που ήταν μαθήτρια στο δημοτικό, και κάνει ακόμη ευλαβικά, αυτή τη συνταγή τηρεί. Επίσης, το μήνα Σεπτέμβριο, κατασκευάζουμε χειροποίητες χυλοπίτες, οι οποίες, αναλόγως την ποσότητα που κάνεις και τα μαγειρέματα, μπορεί να σε κρατήσουν και για όλο το χρόνο. Πώς γίνονται οι χυλοπίτες; Η ζύμη τους γίνεται με γάλα, προμηθευόμαστε εδώ φρέσκο γάλα από ανθρώπους που έχουνε ζώα οικόσιτα. Με γάλα, με αυγά σπιτικά, γιατί έχουν κότες οι περισσότεροι. Με αλεύρι, νερό και λίγο αλάτι. Αυτή είναι η ζύμη για τις χυλοπίτες. Τις ζυμώνουν και σε μια μεγάλη ζύμη και μετά τη χωρίζουμε σε μικρά μπαλάκια και ανοίγουνε φύλλα. Και κάθε φύλλο που ανοίγουνε, τις κόβουνε. Αναλόγως πώς θέλουνε. Πιο φαρδιές, πιο μακριές, πιο μικρές, τετράγωνες μικρούλες, αναλόγως όπως θέλουνε. Δεν τις κόβουνε πολύ μικρές, γιατί συνήθως τις κάνουνε μεγάλες, για τις κάνουν συνοδευτικό σε κρέατα, σε κοτόπουλα ή και τις μαγειρεύουνε μόνες τους, όπως κάνουμε, ξέρω 'γω, τη μακαρονάδα, αντί για μακαρονάδα, κάνουμε χυλοπίτες με τυρί και κόκκινη σάλτσα. Μία μέρα, θυμάμαι, κόβαμε συνέχεια χυλοπίτες, εγώ, ο αδερφός μου, η γιαγιά μου και η μάνα μου, όταν είμαστε μικροί, γιατί έκανε πολύ μεγάλη ποσότητα η γιαγιά μου, γέμιζε ένα μαξιλάρι σχεδόν. Γιατί πρέπει να τις ξεράνεις κιόλας μετά. Τις κόβαμε και τις ξεραίναμε δύο-τρεις μέρες, απλώναμε, ξέρω 'γω, τραπεζαρία ολόκληρη, σκεπάζαμε από πάνω με τούλι, με... Κάτι κουρτίνες είχε, θυμάμαι, η γιαγιά μου, πολύ ψιλές, που τις είχε μόνο και μόνο για τις χυλοπίτες, τις κρατούσε ευλαβικά και τις σκέπαζε με αυτές. Γιατί πρέπει να παίρνουν αέρα και να στεγνώσουνε. Και, θυμάμαι, όλη μέρα κόβαμε και ένας καθόταν εκεί, για να μην πάνε μύγες, να μην πάνε κουνούπια, να μην πάνε ζωύφια. Όλη μέρα να ξεραθούνε οι χυλοπίτες, μέχρι να στεγνώσουν, έτσι λέγανε, να στεγνώσουν οι χυλοπίτες, να μην ξινίσουνε, να μη χαλάσουνε... Και παρακαλούσε, κιόλας, να 'χει και λίγο αέρα, λίγο βοριαδάκι, όσο πιο γρήγορα στεγνώσουνε, τόσο πιο καλά. Και εκτός από χυλοπίτες, κατασκευάζουμε και τραχανά. Εδώ, βέβαια, δεν κάνουμε τραχανά ξινό, κάνουμε μόνο γλυκό, το σταρένιο, με το γλυκό. Τον οποίο και το χειμώνα τον μαγειρεύουμε κοκκινιστό, δηλαδή, το κάνουμε σούπα μαζί με ντομάτα, δεν τον κάνουμε άσπρο ή με γάλα που τον κάνουν σε άλλα μέρη. Τον γλυκό τραχανά, εδώ, το μαγειρεύουμε με ντομάτα, δεν τον κάνουμε σούπα... Σούπα, δηλαδή, αλλά τον κάνουμε κοκκινιστό, δεν το κάνουμε άσπρο με λεμονάκι, που τον κάνουν άλλου, τον κάνουμε με ντομάτα τον γλυκό τραχανά, τον μαγειρεύουμε. Είναι τα συστατικά του, πάλι, γάλα σπιτικό και στάρι κομμένο, το πλιγούρι, που εμείς εδώ το λέμε «μπουλγούρι», παραφθορά μάλλον αρβανίτικη είναι και αυτό το, απ' το «πλιγούρι» που το λέμε «μπουλγούρι», δηλαδή, είναι κομμένο σιτάρι. Κομμένο σιτάρι, γάλα και λίγο σιμιγδάλι βάζουνε μέσα, χοντρό. Τον βάζουνε στην κατσαρόλα, τον ανακατεύουν, το ανακατεύουν καλά, ώσπου πήζει μες την κατσαρόλα και γίνεται μία μάζα ολόκληρη. Και μετά, τόνε βγάζουνε... Πολλοί το τρώνε και εκείνη τη μέρα έτσι ώμο, όπως είναι, το γάλα μαζί με το στάρι και το ελάχιστο σιμιγδάλι, είναι πολύ ωραίος. Και λίγο αλατάκι ίσως να βάζουνε μέσα, είναι πολύ ωραίο έτσι. Και αυτό το κόβουνε κομμάτια, το τρώνε ολόκληρες μπάλες. Και μετά το παίρνουμε και το μοιράζουμε, το χωρίζουμε σιγά, σιγά, σιγά, σιγά, σιγά, σιγά, το απλώνουμε, όσο πιο πολύ μπορούμε μικρό. Και τον τρίβουμε και τον τρίβουμε και τον τρίβουμε και τον τρίβουμε και τον απλώνουμε, γιατί πρέπει να τόνε κάνεις γρήγορα, θέλει πολλή προεργασία... Και έχουν τα κόσκινα, τα παλιά και τις σίτες και τις κρησάρες και τον περνάνε μέσα και τόνε τρίβουνε, τόνε τρίβουνε, όσο πιο ψιλός γίνεται, για να μην ξινίσει. Δηλαδή, θέλει πολλή δουλειά να ασχοληθείς και εκεί. Και πάλι τον τραχανά για πολλές μέρες τον έχουμε απλωμένο πάλι. Και σιγά-σιγά και μετά και στον ήλιο τόνε βγάζουνε, όταν γίνεται πολύ ψιλός, μικρός, έτοιμος για μαγ[03:00:00]είρεμα. Τόνε βγάζουνε πολλές μέρες στον ήλιο, πάλι, για να μην ξινίσει ο τραχανάς και να διατηρηθεί. Γιατί, ξέρεις, δεν έχει συντηρητικά μέσα, έχει γάλα και σπιτικά αυγά, που δεν είναι... Και μένει και εκτός ψυγείου, έτσι; Συντηρείται έξω, σε ντουλάπι, στη συντήρηση, δεν μπαίνει σε ψυγείο. Όπως και τα μακαρόνια, 'ντάξει, όπως και τα μακαρόνια, αλλά τα αποξηραίνεις, αλλά πρέπει, συγγνώμη, πρέπει να ασχοληθείς πολύ την πρώτη, δεύτερη μέρα, για να τον τρίψεις γρήγορα και για να στεγνώσει καλά, να μην έχει θέμα.
Και έτσι τελειώσαμε το Σεπτέμβρη και πάμε τώρα στον Οκτώβρη. Σου είπα ότι θα αναφέρω τον τρύγο εδώ, στον Οκτώβρη, γιατί συνήθως, έτσι, στις 2-3 Οκτώβρη ξεκινούσε εδώ ο τρύγος. Εν τω μεταξύ, μωρέ, σήμερα έχω βγάλει μία άφτρα στο χείλος, εδώ, το κάτω, στο στόμα μου και έτσι με ενοχλεί λιγάκι. Αλλά, παρόλα αυτά, θυμήθηκα τώρα το ξεμάτιασμα της άφτρας. Όταν ήμουνα, τέλος πάντων, μικρός δεν τα πίστευα αυτά και γελούσα, αλλά τώρα που, έτσι, ασχολούμαι με την παράδοση μου φαίνονται όλα πολύ χαριτωμένα, όμορφα και δείχνουν, ξέρω 'γω, και την ανάγκη του κόσμου να έχει κάποια πράγματα την τότε εποχή, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει κάποια πράγματα και να γιατρέψει και αυτά. Δεν ξέρω αν θέλεις να σ' το πω. Είναι πολύ μικρό, έτσι, και χαριτωμένο. Το ξεμάτιασμα της άφτρας ή της κάφτρας, δηλαδή, τα μικρά σπυράκια που βγάζουμε στο στόμα μέσα ή στη γλώσσα, κυρίως στη γλώσσα, τα ξεμάτιαζαν. Τι έκαναν; Πήγαιναν σε μία γυναίκα που είχε μακριές κοτσίδες... Εντάξει, βέβαια, τότε όλες οι γυναίκες είχαν κοτσίδες, πλεγμένες, πλεξούδες... Και αυτοί κάτω-κάτω στην κοτσίδα βάζανε λίγο μέλι και άλειφαν το σημείο που είχε, έτσι, στην άφτρα πάνω στο στόμα με την κοτσίδα και το μέλι. Σ' το έβαζαν σαν φάρμακο. Και υπήρχε και ένα ξεμάτιασμα που έλεγε: «Φύγε άφτρα φύγε κάφτρα έρχεται η θεια με τη βυσσινί πόδια άφτρα κάφτρα στο βουνό και δροσιά στη γλώσσα μου». Αυτό είναι το ξεμάτιασμα της άφτρας, αλλά γινότανε μαζί με τη πρακτική με την κοτσίδα και το μέλι, μαζί, δηλαδή, σου έβαζαν και πάνω στο σημείο που υπήρχε η άφτρα ή η κάφτρα, το μικρό σπυράκι, δηλαδή, το σπιθουράκι, σου έβαζαν πάνω και λίγο μέλι. Αλλά με την κοτσίδα, δε σ' το έβαζαν με το χέρι ή με κουτάλι, βούταγαν τα μαλλιά στο μέλι και σου βάζανε αυτό το φάρμακο, έκαναν, και έλεγαν και αυτό το μικρό ξεμάτιασμα της άφτρας. Αλλά ας έρθουμε τώρα στο τρύγο. Πώς ξεκινάει ο τρύγος; Πριν ξεκινήσει ο τρύγος, λοιπόν, αφού έχει γίνει όλο το διάστημα ή... Με το αμπέλι, τέλος πάντων, η προετοιμασία. Δηλαδή, έχουν γίνει τα κλαδέματα, έχουν γίνει τα θειαφίσματα, έχουν γίνει τα αργολοΐσματα... Θα μου πεις τι είναι το «αργολόισμα», τώρα. Το αργολόισμα είναι όταν πας και σπας μερικά βλαστάρια και μερικά φύλλα, δηλαδή, όταν το ξεβλαστώνεις, δηλαδή, του σπας πάνω-πάνω τα βλαστάρια και του ανοίγεις λίγο τα φύλλα, για να μπορέσει μέσα πια, μετά, να δυναμώσει το σταφύλι, ο καρπός. Όχι να δυναμώνουν συνέχεια τα βλαστάρια και να αποκτάει πολλά φύλλα, πρέπει μετά να δυναμώσει ο καρπός, το σταφύλι, τα τσαμπιά. Οπότε, σπάνε τα βλαστάρια για να πάρουν τους χυμούς μετά, τα σταφύλια. Και το ξεφυλλίζουνε, δηλαδή, το ξεφύλλισμα για να το βλέπει καλά ο ήλιος, να το ψήσει. Αυτό είναι το αργολόισμα και το ξεφύλλισμα. Αφού, λοιπόν, φτάνει ο καιρός για το τρύγο, πρώτα τι γίνεται... Παλιότερα, όσοι είχαν πατητήρια, τα περισσότερα, βέβαια, σπίτια είχαν πατητήρια δικά τους. Βέβαια, κάποιες οικογένειες είχανε τρία ή τέσσερα πατητήρια στις αυλές, δηλαδή, δεξαμενές και προυλάκια... Θα μου πεις πάλι τι είναι το «προυλάκι» τώρα. Το προυλάκι είναι, όπως είναι χτισμένο το πατητήρι που πατάνε τα σταφύλια με τα πόδια, κάπου έχει μία μικρή τρύπα ή μια μικρή σωλήνα για να πέφτει ο μούστος. Και το πουλάκι είναι σαν ένα μικρό πηγαδάκι, χτιστό, που πέφτει μέσα εκεί ο μούστος. Και τον τραβάνε μετά με τους κουβάδες ή με τις μπότσες που έλεγαν παλιά, έτσι, ένα σημείο μέτρησης, σιδερένιοι κουβάδες... Και το ρίχνανε, μετά, μέσα στα βαρέλια ή στα δοχεία ή στα πιθάρια που αποθήκευαν το μούστο για να γίνει κρασί. Ε κάποιες οικογένειες, 'ντάξει, είχανε δύο-τρία πατητήρια και προυλάκια και πήγαιναν άλλοι, που δεν είχαν, και πατούσαν εκεί και ή πλήρωναν σε χρήματα ή έδιναν, αναλόγως πόσο μούστο έβγαζαν, έδιναν ένα καζάνι ή δύο καζάνια ή μισό καζάνι. Συνήθως ένα καζάνι δίναν, το «μαγγανίτικο» λέγανε, αυτό που έβγαινε το τελευταίο, που πατούσαν στο στιφτήρι, στο μαγγάνι, που λένε, που πατούσαν τα τσαμπιά για να βγούνε οι τελευταίοι χυμοί του κρασιού. Τέλος πάντων, ξεκινούσε ο τρύγος με το καθάρισμα των πατητηριών. Τα πατητήρια. Και με το πλύσιμο των κοφινιών. Κοφίνια είναι τα καλάθια, τα καλαμένια, ξέρεις, τα πλεγμένα. Τα έβγαζαν τα κοφίνια από τα πατητήρια ή απ' τις αποθήκες, τα έπλεναν, γιατί ένα χρόνο σχεδόν ήτανε αχρησιμοποίητα. Κάποιοι, 'ντάξει, μπορεί να τα χρησιμοποιούσαν και στις ελιές, στο μάζεμα των ελιών, αλλά, συνήθως, στις ελιές εδώ χρησιμοποιούσαν τα τσουβάλια. Είχαν τσουβάλια, τις έβαζαν τις ελιές σε τσουβάλια, δεν τις έβαζαν στα κοφίνια. Κάποιοι, βέβαια, μπορεί να χρησιμοποιούσαν και τα κοφίνια, ελάχιστοι. Τα 'χαν, όμως, ένα χρόνο μες την αποθήκη. Εντάξει, συνήθως τα είχαν όρθια ανάποδα, για να μην μπορούν να μπουν ποντίκια και στήσουν φωλιές μέσα. Γιατί, ξέρεις, αν τα βάλουν όρθια τα κοφίνια και είναι ο πάτος κάτω, μπορεί να μπει οτιδήποτε μέσα. Τα έβαζαν, λοιπόν, ανάποδα, για να μην μπορεί να μπει κάποιος μέσα. Και συνήθως έκαναν και παταράκια και τα έβαζαν στοίβες, το ένα πάνω στο άλλο, για να μην είναι... Να μην έχουν θέμα και να πιάνουν και λίγο χώρο μες τις αποθήκες. Έπλεναν, λοιπόν, τα κοφίνια και τα πατητήρια τα καθάριζαν, τα έπλεναν και τα άσπριζαν, καθαρίζαν τα βαρέλια, που θα έμπαινε πάλι το κρασί, τα ξεφούντωναν... Το ξεφούντωμα είναι ότι ανοίγουν μπροστά και τα ξεφουντώνουν, δηλαδή, βγάζουν τον έναν πάτο από τους δύο και το πλένουν όλο μέσα, το καθαρίζουνε... Ερχόταν και ο βαρελάς κάθε χρόνο στο χωριό, αν κάπου έχανε, αν κάπου έτρεχε, μετά για να τα κλείσει με κερί, όταν τα ξεφουντώνει, ή με άλλο υλικό... Και στο τέλος, πριν μπει ο μούστος μέσα, τα στιφάρουμε τα βαρέλια, τα στιφάραμε παλιά τα βαρέλια. Το «στιφάρισμα» τι είναι; Τα πλένουμε με αρωματικά χόρτα, δηλαδή, βάζουμε το καζάνι και βράζει με νερό. Και βάζαμε μέσα τι; Άγριο θυμάρι, αγριορίγανη, μάραθο, μαράχι το λέμε εμείς εδώ, όχι... Το κλαδάκι, που μυρίζει πάρα πολύ ωραία, κάνει και ένα κίτρινο λουλούδι. Πεύκο, καρυδιά, σμύρτα, τις μυρτιές τις λέμε σμύρτα εδώ. Αυτά νομίζω. Εμείς, εδώ στο μαγαζί, επειδή έχουμε και λεμονιές και πορτοκαλιές και μανταρινιές βάζαμε και μία κλάρα τέτοια μέσα. Αυτά, λοιπόν, είναι το στιφάρισμα. Το βράζαμε και παίρναμε το νερό αυτό, το σουρώναμε με τούλι, για να μην πέσουνε μέσα, από τα αρωματικά, σπόροι και το ρίχναμε μες τα βαρέλια και τα κουνούσαμε, τα πλέναμε. Και μετά το ανοίγαμε, για να φύγει το βαρέλι. Δεν πρέπει να μείνει μέσα αυτό, να μείνει μόνο το άρωμα στο ξύλο, και καλά, για να γίνει αρωματικό το κρασί. Αλλά κάποιοι, παλιά, βάζανε πάρα πολύ τέτοιο μέσα και έπαιρνε μυρωδιά το κρασί από αρωματικά χόρτα. Θέλει λίγο, να το κουνήσεις πολύ γρήγορα το βαρέλι και αμέσως να το ανοίξεις να φύγει. Αυτό είναι το στιφάρισμα. Τώρα δεν το κάνει κανείς, βέβαια. Κανείς δεν... Όσοι βάζουνε κρασί, κανείς δεν τα στιφάρει τα βαρέλια. Τώρα πια, δεν έχουν και βαρέλια ξύλινα, έχουν οι περισσότεροι πλαστικά ή ανοξείδωτα πια. Οπότε δεν χρειάζεται στιφάρισμα. Και ερχόμαστε τώρα στη μέρα του τρύγου. Αναλόγως πόσα αμπέλια υπάρχει... Εντάξει, συνήθως μία-δύο μέρες κρατάνε, κρατάει ο τρύγος εδώ, δεν έχουν και πολλά αμπέλια, κάθε οικογένεια ένα-δύο αμπέλια έχει. Αναλόγως και τι σταφύλι, πόσο σταφύλι, υπάρχει ποσότητα, ή μία ή δύο μέρες κρατάει ο τρύγος εδώ. Και μία μέρα το πάτημα. Τώρα, να σου πω, Φώτη μου, την αλήθεια, κάνεις δεν πατάει και στο πατητήρι το παραδοσιακό, εκτός απ' αυτούς που έχουνε. Πάμε στα πατητήρια τα... Που υπάρχουν κάποια επαγγελματικά, δηλαδή, στιφτήρια, όπως υπάρχει το ελαιοτριβείο για τις ελιές. Πάμε σε ιδιώτη και τα πατάμε. 'Ντάξει, αυτοί που έχουνε κάποια πιο... Που διατηρούνται καλά, φαντάζομαι ότι θα μπορούν να τα πατάνε στα σπίτια τους ακόμη. Όχι φαντάζομαι, τα πατάνε στα σπίτια τους. Αλλά οι περισσότεροι, τώρα, πάνε...
Είναι δύσκολη διαδικασία το...
Ναι. Καταρχάς, άμα δεν έχεις μηχανή, πρέπει να τα πατήσεις με τα πόδια τα σταφύλια πρώτα. Εγώ, όταν ήμουνα παιδί, εμείς πατούσαμε στου γείτονα, ένα πολύ παλιό πατητήρι, πολύ ωραίο, στης οικογένειας Παπαγγελή. Το αναφέρω και το όνομα, δεν ξέρω αν είναι κακό που το αναφέρω. Είχανε πολύ παλιό πατητήρι, έτσι, στρωμένο με πλάκες, κάτω, με πέτρες, λείο, πολύ ωραίο. Πατούσαμε. Υπήρχε και το προυλάκι που έτρεχε μέσα το... Πατάγαμε με τα πόδια. Πολλοί πατάγαν με τα πόδια και μετά, αφού πατάγαμε με τα πόδια, τα κάναμε και στοίβα τα τσάμπουρα στη γωνία και βάζαμε πάνω τη σβάρνα... Η σβάρνα τι είναι; Ένα παλιό εργαλείο που σβαρνίζανε τα δημητριακά, τα σβόλια στα κτήματα, δηλαδή, τις μπάλες από πέτρα για να τα κάνουν λεία, τη λένε «σβάρνα» ή «σανίδα». Ήτανε μία σανίδα και βάζαν τα τσάμπουρα στοίβα και βάζαν πάνω αυτή και μας βάζανε και καθόμαστε, ώστε απ' το βάρος να φύγει τελείως ο μούστος. Και τα τελευταία τσάμπουρα τα βάζουν στο μαγγάνι. Το μαγγάνι είναι το στιφτήρι, που τα βάζουνε μέσα και τα στύ[03:10:00]βουνε και κατεβαίνει κάτω η πρέσα και τα πατάει, πατάει και τα γυρίζουν, έτσι, έχει σίδερα, έχει δύο μοχλούς και τα γυρίζουν... Θέλει πολλή δύναμη για να το δουλέψεις το μαγγάνι. Όλη μέρα, μία-δύο μέρες δουλεύανε στο πατητήρι για να βγει το κρασί.
Για σας πώς ήταν να μπαίνετε και να...
Ε καλά, είναι πολύ ωραία αίσθηση, τώρα, να είσαι μικρό παιδί και να είσαι ξυπόλητος και να πατάς σταφύλια και να τα ζουλάς και να τρέχει ο μούστος και χαίρεσαι. 'Ντάξει, τώρα εμείς και πολύ πλάκα κάναμε, πάρα... Παιχνίδι κάναμε, πάρα ότι βοηθούσαμε. Καλά, όχι ότι δεν βοηθούσαμε, βοηθούσαμε, αλλά πιο πολύ εμείς παίζαμε. Αλλά τον περιμέναμε τον τρύγο, τότε αυτόν, έτσι, με ανυπομονησία κάθε χρόνο. Και όλο το βράδυ παίζαμε έξω, μετά, που είχαν ανάψει τα καζάνια, να πλύνουν τα βαρέλια ή που ανάβανε καζάνι για να «κόψουμε μούστο»... Θα μου πεις τι είναι «κόβω το μούστο». Ο μούστος, για να το βράσεις, να τον κάνεις μουσταλευριά ή μουστοκούλουρο, τον καθαρίζουνε, τον «κόβουνε», έτσι το λένε, «κόβω το μούστο», επειδή, μάλλον, έχει πολύ οινόπνευμα, δεν ξέρω τι, και αυτά...Το μούστο... Και έχει και μία, έτσι, βγάζει μία... Τον «κόβουνε», δηλαδή, τον βάζουν και βράζει και του ρίχνουνε μέσα άσπρο χώμα ή στάχτη, που την έχουνε καθαρίσει, όπως κάνουν το σταχτόνερο, την αλισίβα, που λέμε, που βάζουνε και στα γλυκά. Βάζουνε ή άσπρο χώμα ή στάχτη και το ρίχνουνε μέσα, όταν έχει βράσει... Δεν ξέρω, ακριβώς, τη διαδικασία όταν το ρίχνουνε. Και μετά το αφήνουν και κατασταλάζει. Και αυτό που μένει κάτω-κάτω, τη στάχτη και τη βρωμιά, μένει στην κατσαρόλα και παίρνουνε πάνω το καθαρό και κάνουνε μετά το μούστο. Κρατάμε το μούστο και κάνουμε μουσταλευριά και μουστοκούλουρα, κρατάμε όλο το χρόνο. Τον κόβουν το μούστο, δηλαδή, τον καθαρίζουνε. Φτάνει σε σημείο βρασμού και του ρίχνουνε μέσα σαν καθαριστικό ή στάχτη ή άσπρο χώμα. Εμείς άσπρο χώμα ρίχνει η μητέρα μου, ακόμα και τώρα που έχουμε λίγα κλήματα και τα στύβουμε μόνοι μας, για να κάνουμε λίγο μούστο, έτσι για το καλό, για μουσταλευριά και αυτά, τον κόβει με άσπρο χώμα. Το βγάζω εγώ στο βουνό, πηγαίνω και το σκαλίζω, σε ένα σημείο που ξέρω, που είναι καθαρό, που δεν περνάνε άνθρωποι, ούτε, ξέρω 'γω... 'Ντάξει, ίσως κάποια ζώα να περνάνε, αλλά είναι καθαρός. Τον διαλέγω, ένα σημείο, άσπρο, τον φέρνω, τον κοσκινίζει, να μην έχει πέτρες, να μην έχει βρωμιές, τον καθαρίζει, τον περνάει δύο-τρεις φορές από το κόσκινο... Και ρίχνει μια χουφτίτσα χώμα. Δηλαδή γίνεται, είναι τόσο άσπρο, που νομίζεις ότι πέφτει αλεύρι μέσα στο μούστο και όχι χώμα. Και το ρίχνει μέσα στο χώμα, αυτό φουσκώνει, συνέχεια, φουσκώνει και βγάζει πάνω αφρούς, τη βρωμιά που έχει ο μούστος, δηλαδή, μέσα, όπως τον πατάς... Προφανώς, δηλαδή, βράζει αυτό, βράζει, τον ξαφρίζουν, το ξαφρίζουν και βγάζουν τη βρωμιά του. Και μετά το χώμα κάτω κατασταλάζει, μένει κάτω και παίρνουν τον καθαρό μούστο και τον διατηρούνε. Αυτό. Αλλά, ναι, εμείς, για να γυρίσω πίσω, έτσι παίζαμε όλη νύχτα εκεί έξω απ' τα πατητήρια, που ανάβαν τα καζάνια και τα βαρέλια, αυτά, μέναν οι στάχτες, μετά ψήναμε εκεί, παίζαμε, ψήναμε κάτι φύλλα, νομίζαμε ότι ψήναμε κρέατα και αυτά. Ναι, γιατί υπήρχαν δύο-τρεις φωτιές έξω στην αυλή απ' τα καζάνια και εμείς πηγαίναμε και παίζαμε. Ωραία εμπειρία είναι αυτή του τρύγου. Τώρα, τα τελευταία χρόνια, τρυγάμε, αλλά γίνεται διαφορετικά, δηλαδή, τρυγάμε... Ούτε στιφάρουμε, ούτε μαγγανίζουμε, ούτε τίποτα. Παίρνουμε έτοιμο το μούστο, τον βάζουμε... Πηγαίνουμε στη χημικό μετά, μας δίνει, αν θέλει ζάχαρη ή όχι, μας δίνει και το μεταμπισουλφί που βάζουμε, ένα συντηρητικό μέσα για να βράσει. Παλαιότερα, βάζανε και ρετσίνι μέσα, κάνανε ρετσίνα. Και εδώ κάναμε ρετσίνα. Αλλά τώρα δεν ξέρω αν χτυπάει και κανείς πεύκα, για να παράγει ρητίνη. Παλιά ρίχναμε μια κουταλιά της σούπας μέσα, ρετσίνι, δύο, αναλόγως πόσες οκάδες –γιατί τα μετράγαμε και στις οκάδες τα βαρέλια– πόσο, 'ντάξει, πόσα λίτρα χωρούσε μέσα μούστο, ρίχναμε, αναλόγως, και μια κουταλιά της σούπας, δύο, ρετσίνι. Τώρα, όμως, κανείς δεν κάνει ρετσίνα, νομίζω, έτσι. Έχει εκλείψει, νομίζω, η ρετσίνα. Παλιότερα, εδώ, οι δικοί μου και για το μαγαζί ρετσίνα φτιάχναν, δηλαδή ρίχναμε ρετσίνι μέσα στο κρασί πάντα και κάναμε πολύ ωραίο κρασί. Κάναμε τη γνωστή ρετσίνα, που λένε. Για αυτό τη λένε ρετσίνα, γιατί βάζουν μέσα λίγο ρετσίνι, ρητίνη, δηλαδή, λέγεται σωστά.
Και με τούτα και με κείνα, φτάσαμε στο μήνα Νοέμβρη. Το μήνα Νοέμβρη, μαζεύουμε τις ελιές, ακόμη και τώρα. Ξεκινάμε, δηλαδή, το Νοέμβρη, περιμένουμε... Αν είναι κάποιες πρώιμες, που ψήνονται, δηλαδή, πολύ νωρίς, πολύ πρώιμα, δηλαδή, είναι σε προσηλιακά μέρη που τα χτυπάει πολύ ο ήλιος, μπορεί κάποιοι να ξεκινήσουν και τέλος του Οκτώβρη το πρώτο μάζεμα, για να μην πέφτουνε κάτω οι ελιές. Αλλά, συνήθως, ξεκινάμε αρχές Νοέμβρη, όλοι ή γύρω στα μέσα Νοέμβρη άλλοι. Εμείς, συνήθως, ξεκινάμε λίγο πριν, δύο-τρεις μέρες πριν από τη γιορτή των Ταξιαρχών, δηλαδή, γύρω στις 5 με 6 Νοεμβρίου ξεκινάμε τις ελιές και αν υπάρχει πολύ μεγάλη παραγωγή, φτάνουμε μέχρι και τον Δεκέμβρη. Και κάποιοι, αν έχουνε, που έχουνε πάρα πολλές ελιές... Και 'ντάξει, βέβαια, δεν παίζει σημασία τόσο με το πόσο... 'Ντάξει, έχουν σημασία και το πόσες ρίζες μπορείς να έχεις, αλλά με το πόσο κρατήσει έχουν οι ελιές, δηλαδή, πόσο φορτωμένες είναι, δηλαδή πόσο καρπό έχουν τη χρονιά εκείνη. Αυτό λέμε: «Έχουνε βάστήξει οι ελιές;», δηλαδή, «έχουνε κρατήσει καρπό πάνω τους». Χρησιμοποιούμε αυτήν την έκφραση. Κάποιοι μπορεί να περάσουν και τις γιορτές των Χριστουγέννων, δηλαδή, να μαζέψουνε και μετά το Γενάρη, αν έχουνε πάρα πολλές ή αν τις έχουνε ξεκινήσει, έτσι, πιο αργά. Τα παλιότερα χρόνια, δεν υπήρχαν ούτε πανιά, ελαιόπανα, δηλαδή, ούτε τίποτα. Τις τίναζαν τις ελιές με βέργες, με κλαδιά, και τις μάζευαν από κάτω όλη μέρα, μάζευαν κάτω. Κυρίως οι γυναίκες, και οι άντρες, αλλά οι γυναίκες, μάζευαν γύρω-γύρω απ' την ελιά, από κάτω, όλη μέρα. Εδώ στην περιοχή, έχουμε πολλές θρούμπες, την ελιά θρούμπα που λέμε, ευδοκιμεί πολύ. Είναι πολύ ωραίες οι παλιές. Βέβαια, τώρα έχουμε φυτέψει πάρα πολλές νέες ποικιλίες, όπως υπάρχουνε πάρα πολλές σε όλη τη χώρα. Έχουν φέρει, κυρίως, Μεγάρων, «μεγαρίτικες» τις λέμε, μία ποικιλία Μεγάρων, κορωνέικες πολλές τώρα έχουνε φέρει και από την Κρήτη και από την Κορώνη, και μανάκι, είναι και αυτές ποικιλίες πελοποννησιακές, που έχουνε φυτέψει. Αλλά μαζί με αυτές, υπάρχουν και οι παππουδικές, οι λαδοελιές, που λέμε εμείς, οι παλιές, η Αθηναϊκή ελιά έχουμε εμείς εδώ. Τη λέμε λαδοελιά, γιατί κάνει πολύ καλή απόδοση σε ποσότητα λαδιού, δηλαδή μπορεί να κάνουμε και 3 κιλά ελιές, 1 κιλό λάδι. 4 κιλά ελιές, 1 κιλό λάδι, αυτό είναι μια πολύ καλή ποσόστωση που μας έρχεται. Που λες, παλιότερα, τις μάζευαν έτσι, τώρα, 'ντάξει, έχουμε ελαιόπανα, στρώνουμε κάτω ελαιόπανα, έχουμε... Μετά υπήρχαν τα χτενάκια, τώρα έχουν βγει τα μηχανήματα που τις τινάζουνε απευθείας, που δουλεύουνε με μηχανάκια για τις ελιές, ραβδιστικά. Είναι ραβδιστικά μηχανήματα που τις ραβδίζουνε και πέφτουνε πολύ γρήγορα. 'Ντάξει, με το χέρι δουλεύουν και αυτές, αλλά δεν είναι όπως παλιά, που τις τινάζουμε με βέργες ξύλινες ή με τα χτενάκια μία-μία-μία κλάρα. Τώρα πέφτουνε πιο γρήγορα με τα μηχανήματα αυτά οι ελιές. Αλλά όχι, έχει μεγάλη καλλιέργεια ο Κάλαμος σε ελιές, έχουνε πολλές ελιές. Και εμείς προσωπικά έχουμε πολλές ελιές και φέτος είναι πολύ φορτωμένες, δηλαδή, θα έχουμε καλή παραγωγή. Εκτός από τις ελιές, όμως, το μήνα Νοέμβριο, παλιότερα, γινότανε και το ζευγάρισμα των αγρών για τη σπορά των δημητριακών, των σιτηρών. Και, μάλιστα, τα χρόνια εκείνα, τις ημέρες –αυτό, βέβαια, το τηρούμε και τώρα– τις ημέρες, ξέρω 'γω, που γιορτάζουνε ή είναι οι διάφορες εκκλησίες εδώ του χωριού ή οι μεγάλες γιορτές Αγίων, εδώ τις λέμε «σχολάδες», από το σχόλη, λέμε: «Σήμερα είναι σχόλη». Δεν πηγαίνουμε στις αγροτικές εργασίες, καθόμαστε, συνήθως, στο σπίτι. Δηλαδή, ας πούμε, κυρίως το Νοέμβρη, της Παναγίας, που είναι τα Εισόδια της Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου –που τη λένε και Παναγία Μεσοσπορίτισσα, επειδή είναι η Παναγία που γιορτάζει μέσα στη σπορά– απαγορευότανε να δουλεύουν οι γεωργοί, δεν πήγαιναν να σπείρουν εκείνη τη μέρα ή να οργώσουν τα χωράφια ή να ζευγαρίσουν. Το ίδιο, ας πούμε, το κάνουμε και εμείς τώρα. Βέβαια, της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας, επειδή δεν ζευγαρίζουμε τώρα, κάποιες φορές πηγαίνουμε στις ελιές, να σου πω την αλήθεια. Βέβαια, μπορεί, επειδή η μαμά μου τα εξετάζει –έτσι το λένε εδώ στο χωριό, δηλαδή, τα πιστεύει ακόμη, τα τηρεί, τα «εξετάζει»– μπορεί να πάμε μετά τις 10:00-11:00, που έχει σχολάσει η εκκλησία. Δηλαδή, και στην εκκλησία να μην έχουμε πάει, μπορεί να ξεκινήσουμε λίγο αργότερα τη δουλειά εκείνη τη μέρα, δηλαδή να έχει γίνει λειτουργία το πρωί και μετά να πάμε. Όπως, ας πούμε, του Αγίου Νικολάου, της Αγίας Βαρβάρας, του Αγίου Σάββα, είναι ένα τριήμερο, δηλαδή, είναι 4-5-6 Δεκέμβρη. Στις 4 είναι της Αγίας Βαρβάρας, 5 είναι του Αγίου Σάββα και 6 του Αγίου Νικολάου. Συνήθως δεν πηγαίνουμε εκείνη τη μέρα στις αγροτικές εργασίες. Εν τω μεταξύ, την ημέρα της Αγίας Βαρβάρας ρίχνει και κεραυνούς συνήθως. Και το έχουν ένα, έτσι, ως.. Ότι δεν πρέπει να πάμε να κάνουμε αγροτικές εργασίες τη μέρα εκείνη. Εν τω μεταξύ, τις μέρες που είναι οι σχολάδες, τώρα που το θυμήθηκα να σ' το αναφέρω και αυτό, δεν βάζουν και μπουγάδα. «Σήμερα είναι σχό[03:20:00]λη». Και καμιά φορά, με τις αδερφές της, η μαμά λέει: «Καλά», λέει, «σήμερα έπλυνες; Καλά, δεν είναι σχόλη σήμερα;». Λέει: «Τι σχόλη;». Λέει η θεία μου: «Πωπώ, το ξέχασα». Λέει: «Καλά, ούτε την καμπάνα δεν άκουσες το πρωί, ούτε τίποτα;». Έτσι, όταν είναι σχόλες μέρες, δηλαδή γιορτές μεγάλες, δεν πλένουνε, κιόλας, δεν κάνουνε βαριές δουλειές. Οπότε, έτσι, αποφεύγανε και τις αγροτικές εργασίες μέσα στο μήνα. Ας πούμε, κυρίως, επειδή αναφέρουμε ότι είμαστε στο Νοέμβρη τώρα και αυτά, της Μεσοσπορίτισσας δεν έκαναν, έτσι, τέτοιες αγροτικές εργασίες αυτή τη μέρα, σταματούσαν.
Και τώρα, πάμε στο Δεκέμβρη. Είναι του Αγίου Νικολάου στις 6 και στις 4 είναι της Αγίας Βαρβάρας. Αγία Βαρβάρα δεν είχαμε στο Κάλαμο για πολλά χρόνια. Νομίζω η Αγία Βαρβάρα, τώρα που έχουμε, που είναι εδώ, πιο πάνω λίγο, δηλαδή είναι μεταξύ χωριού και παραλίας, είναι εδώ κοντά στο μαγαζί μας... Είναι εδώ στη θέση, στα περιβόλια, στη θέση Ρίζες ή Λαγομούντρα, έτσι λέγεται, Ρίζες. Δεν ξέρω, τώρα, γιατί το λένε «Ρίζες» ακριβώς. «Λαγομούντρα» το ξέρω, επειδή είχε πάρα πολλούς λαγούς παλιά η περιοχή και ότι, και καλά... «Λαγομάνδρα» κιόλας είναι το σωστό, ότι ήταν η μάντρα του λαγού, η μάντρα, ότι ήτανε... Πώς λέμε μάντρες, «στις στρούγκες, στις στάνες»... Μάντρα. Ότι είχε πολλούς λαγούς. Τώρα, «Ρίζες» δεν ξέρω, τώρα, από ποια... Τι ρίζα, προφανώς, υπήρχε και το λένε «Ρίζες». Νομίζω χτίστηκε το '70, το '70τόσο, δεν ξέρω πότε χτίστηκε. Πολύ την ευλαβούμαστε και την Αγία Βαρβάρα, γιατί είχε γίνει και ένα θαύμα της Αγίας Βαρβάρας. Έβρεχε πάρα πολύ εκείνο το βράδυ, την παραμονή της Αγίας Βαρβάρας, και έριχνε κεραυνούς, μπουμπουνητά, αστραπές και έπεσε, Φώτη, σε ένα σπίτι ενός συγχωριανού μας, ένας κεραυνός και τι έγινε... Ήτανε το σπίτι πάνω, τώρα δεν ξέρω, ένα-δύο δωμάτια και από κάτω ήταν το υπόγειο. Και η μαμά μου τότε πήγαινε σχολείο, στο δημοτικό σχολείο, και μου το έχει αφηγηθεί πολλές φορές, το ξέρω. Το έχει γράψει και ο παππάς, βέβαια, στην ιστορία του ενοριακού ναού που γράφει για τα ξωκλήσια... Έβρεχε πάρα πολύ, έριχνε κεραυνούς και αστραπές και σε ένα σπίτι, λοιπόν, ενός συγχωριανού μας, έπεσε ένας κεραυνός μες το σπίτι, τρύπησε το σπίτι, πέρασε από κάτω στο υπόγειο και άναψε φωτιά στο υπόγειο. Τα γεννήματα, τα στάρια, τα σανά, τα κιούπια με τα λάδια, όλα κάηκαν, τα ζώα έσκασαν, νομίζω, από τον κεραυνό και απ' τη φωτιά. Και από πάνω, στο σπίτι, ήτανε ο πατέρας, η μητέρα, νομίζω, ο γιος, που ήταν μικρός και ένα μωρό, κοριτσάκι, που το 'χαν στην κούνια. Και τι έγινε. Έπεσε απ' το εικονοστάσι η εικόνα της Αγίας Βαρβάρας και έκλεισε την τρύπα και δεν ανέβηκε η φωτιά στον πάνω όροφο που ζούσαν οι άνθρωποι και δεν έπαθαν τίποτα. Και στον τοίχο, στον τοίχο του σπιτιού εκεί, που ήταν τα εικονίσματα και έπεσε ο κεραυνός και έπεσε εικόνα και έκλεισε την τρύπα, σχηματίστηκε η μορφή της Αγίας Βαρβάρας. Και το κοριτσάκι, που ήταν μωρό στην κούνια, το 'χουν βαφτίσει Βαρβάρα. Αυτό έγινε της Αγίας Βαρβάρας και το ξέρω, μου το έχει αναφέρει... Και η μαμά μου, μάλιστα, πήγανε με το δάσκαλο του χωριού, όχι εκδρομή, πήγαν επίσκεψη στο σπίτι αυτό και είδανε σχηματισμένη την εικόνα της Αγίας Βαρβάρας. Η μορφή της Αγίας Βαρβάρας είχε σχηματιστεί στον τοίχο. Πέρα, δηλαδή, ότι έπεσε η εικόνα της από το εικονοστάσι και έκλεισε την τρύπα, που θα έφερνε τη φωτιά από το υπόγειο και δεν πήρε φωτιά ο πάνω όροφος, που ζούσε η οικογένεια, είχε σχηματιστεί στον τοίχο η εικόνα της Αγίας Βαρβάρας με τα χέρια ανοιχτά. Δεν ξέρω για πόσα χρόνια υπήρχε, μετά, 'ντάξει, νομίζω γκρεμίσαν το παλιό σπίτι οι άνθρωποι, έφτιαξαν καινούργιο ή το ασπρίσαν κάποια στιγμή και χάθηκε αυτό. Αλλά, ναι, υπάρχει αυτό ως περιστατικό πραγματικό. Και η κοπέλα είναι βαφτισμένη Βαρβάρα και έρχεται και αυτή κάθε χρόνο εκεί με τη μητέρα της, η οποία ζει, 95 χρόνων, αλλά ζει η γιαγιά... Και έρχονται κάθε χρόνο και εκείνες στην Αγία Βαρβάρα. Αφήνουμε, λοιπόν, τώρα τη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας και πάμε στη γιορτή του Αγίου Νικολάου. Ο Άγιος Νικόλαος είναι μια εκκλησία που έχουμε στο νεκροταφείο του χωριού μας, είναι ο κοιμητηριακός ναός. Είναι βυζαντινός ναός, ανήκει στην Παλαιολόγεια περίοδο, είναι δύο εποχών, είναι ο ένας του 14ου, το παλιό, πιο παλιό μέρος του ναού είναι του 14ου και το καινούργιο είναι του 15ου, νομίζω, αιώνα. Είναι... Δεν έχει τρούλο, ούτε ριχτή στέγη, είναι με τρουλοκαμάρα, είναι ένας τύπος άλλος της βυζαντινής εκκλησίας, που δεν έχει τρούλο στρόγγυλο, είναι σαν να έχει τρούλο ορθογώνιο, για αυτό το λένε τρουλοκαμάρα, γιατί κάνει και την καμάρα από κάτω και είναι ορθογώνιος, είναι τύπος, τώρα 'ντάξει, δεν είμαστε και ναοδόμοι... Εγώ, 'ντάξει, επειδή έχω τελειώσει το Ιστορικό-Αρχαιολογικό και τα 'χω διδαχτεί αυτά, ξέρω. Είναι τύπος με τρουλοκαμάρα. Έχει και μερικές τοιχογραφίες πολύ καλά διατηρημένες, αλλά, δυστυχώς, πολύ λίγες. Αλλά διατηρείται πάρα πολύ καλά «Η γέννηση του Χριστού», είναι μια πολύ ωραία τοιχογραφία. Και διατηρείται και η μισή «Σταύρωση του Χριστού» πάνω από την πόρτα. Είναι μια φανταστική εκκλησία βυζαντινή, καλό θα 'ταν να την επισκεφτούν, όσοι μπορούν. Τι θα αναφέρω, τώρα, για τη γιορτή του Αγίου Νικολάου... Πηγαίναμε κανονικά, δεν γίνεται εσπερινός, γίνεται μόνο ανήμερα η γιορτή. Και πηγαίνουμε με αρτοκλασία, αυτοί που γιορτάζουν. Όμως τα πολύ παλιά χρόνια, τα χρόνια των παππούδων και των παππούδων και ίσως και πιο παλιά ακόμα, την ημέρα του Αγίου Νικολάου, επειδή γιόρταζε ο Άγιος και επειδή ήταν στο νεκροταφείο, οι νοικοκυρές συνήθιζαν, πήγαιναν κόλλυβα, έκαναν κόλλυβα για τους νεκρούς τους. Αυτό γινόταν και σε άλλα χωριά, δηλαδή, ξέρω από τη γιαγιά μου, και στο Καπανδρίτι, που έχουν κοιμητηριακό ναό τον Άγιο Δημήτριο, και αυτοί εκεί στο χωριό τους, είχαν έθιμο την ημέρα που γιόρταζε ο Άγιος... Νομίζω ότι το κάνουν πια σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, το έχω δει και σε ένα χωριό στην Εύβοια... Βέβαια, και αυτό είναι πάλι αρβανιτοχώρι, δε ξέρω μήπως το κάνουν στα αρβανιτοχώρια και δεν το κάνουν αλλού... Την ημέρα, λοιπόν, που γιορτάζουν οι εκκλησίες τους, οι κοιμητηριακοί ναοί, έχουνε συνήθειο να πηγαίνουνε κόλλυβα, είχαν συνήθειο να πηγαίνουν κόλλυβα για τους πεθαμένους. Όμως, η μαμά μου δεν το θυμάται ακριβώς και δεν είχα ρωτήσει και τη γιαγιά μου. Η μαμά μου δεν το θυμάται. Κάποιος ιερέας τους το άλλαξε και τους είπε ότι: «Δεν είναι σωστό να φέρνετε το στάρι για τους πεθαμένους την ημέρα που γιορτάζει ο Άγιος». Την ημέρα που γιορτάζει ο Άγιος ή κάνουν αρτοκλασία ή κάνουν ένα πιατάκι στάρι για τη μνήμη του Αγίου, για τη γιορτή του Αγίου. Τους είπε, λοιπόν ότι: «Δεν είναι σωστό να φέρνετε κόλλυβα για τους πεθαμένους, γιατί σήμερα είναι χαρμόσυνη μέρα, είναι η γιορτή του Αγίου, η μνήμη του Αγίου. Δεν πρέπει να φέρνετε κόλλυβα για τους πεθαμένους σας». Και το καθιερώσανε να γίνεται η λειτουργία για τα κόλλυβα, να μην τελειώσει το έθιμο, αλλά να διατηρηθεί, απλά να μη γίνεται την ημέρα της μνήμης του Αγίου στις 6 Δεκεμβρίου... Το κάνουμε συνήθως τρεις-τέσσερις μέρες πρωτύτερα. Δηλαδή, το κάνουμε στις 2, στις 3, στη 1. Όποτε βολεύει και τον ιερέα, δηλαδή. Και πηγαίνουμε τα κόλλυβα για τους πεθαμένους. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια, εγώ πηγαίνω με τη μητέρα μου και τη θεία μου, γιατί έχουμε πολλούς νεκρούς, τώρα και τον πατέρα μου πια... Και πηγαίνουμε, αλλά πολύ λίγες οικογένειες πια έρχονται, δηλαδή, ζήτημα αν είναι δέκα πιατάκια στάρι και δέκα πανεράκια με κουλουράκια και άρτους. Δεν έρχεται, αλλά το έθιμο, όμως, διατηρείται, δηλαδή, ο ιερέας την κάνει τη λειτουργία και πάντα αναφέρει ότι: «Στις 2 του μήνα θα κάνω και τη λειτουργία στο νεκροταφείο για τους παππούδες». Απλά ξέρω ότι τα παλιά χρόνια, το στάρι το πήγαιναν την ημέρα της μνήμης του Αγίου και το πήγαιναν για τους νεκρούς τους, δηλαδή, μόλις τελείωνε η λειτουργία της μνήμης του Αγίου, δηλαδή, η πανηγυρική Θεία Λειτουργία, η πρωινή, καθότανε και μετά και διάβαζε όλα τα ονόματα των νεκρών, δηλαδή, έκανε την επιμνημόσυνη δέηση. Τώρα, λοιπόν, για να μη γίνεται ανήμερα της γιορτής του Αγίου, άλλαξε και γίνεται τρεις-τέσσερις μέρες νωρίτερα, απευθείας λειτουργία μόνο για τους παππούδες, τους κεκοιμημένους. Όμως διατηρείται αυτό. Μετά από τη γιορτή του Αγίου Νικολάου, έχουμε τη γιορτή της Αγίας Άννας, στις 9 Δεκεμβρίου. Είναι το γενέθλιο της Θεοτόκου, δηλαδή, η Αγία Άννα στις 9 Δεκεμβρίου γέννησε την Παναγία μας. Εγώ επειδή έχω γενέθλια στις 9 Δεκεμβρίου και την έχω και προστάτιδα την Αγία Άννα, επειδή όμως το εξωκλήσι της που έχουμε επάνω στο Γιάρωνα –ή στη θέση Μυρτιά– μπορεί να αναφέρθηκα και προηγουμένως σε αυτό, δεν το θυμάμαι ακριβώς τώρα... Δεν γιορτάζει στις 9 Δεκεμβρίου, γιορτάζει στις 25 Ιουλίου, που είναι η κοίμηση της Αγίας Άννας. Πηγαίνω πολύ τακτικά εκεί, στην Αγία Άννα, και τη φροντίζω και το καλοκαίρι και με τη μητέρα μου τη συντηρούμε και την ασπρίζουμε και την καθαρίζουμε και φτιάχνουμε και ένα πολύ όμορφο στεφάνι στην εικόνα της με αγριολούλουδα ή με λουλούδια του σπιτιού. Την ευλαβούμαι πολύ. Βέβαια, τώρα, τα τελευταία χρόνια, στο χωριό, γίνεται... Όχι, πάντα γινότανε και της Αγίας Άννας στις 9 Δεκέμβρη λειτουργία... Γίνεται αγρυπνία. Από παραμονή και πηγαίνω. Αλλά στο εξωκλήσι της πηγαίνω πάντα και ανήμερα στις 9 Δεκεμβρίου και ανάβω τα καντηλάκια, αλλά η λειτουργία γίνεται το καλοκαίρι που είναι η κοίμηση της. Είναι πολύ όμορφο το μέρος εκεί πάνω, είναι από τις πιο παλιές εκκλησίες, είναι του 1890 χτισμένη. Έχει μια πανέμορφη θέα, βλέπει στα βουνά, αυτούς τους πρόποδες της Πάρνηθας, που υπάρχουν προς την πλευρά των Α[03:30:00]φιδνών... Είναι πολύ ωραία, δηλαδή είναι δίπλα στη «Μαύρη Νόρα», έτσι το λέμε εμείς εδώ το βουνό και είναι πολύ όμορφο μέρος. Και μετά από την Αγία Άννα έχουμε, βέβαια, και πολλές σχολάδες το Δεκέμβρη. Φτάνουμε πια στα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα πώς γιορτάζονται εδώ στο Κάλαμο... Ε όπως γιορτάζονται και σε όλη τη χώρα, φαντάζομαι. Εντάξει, από πριν, την ημέρα των Χριστουγέννων, παρασκευάζουνε τα παραδοσιακά γλυκά. Το κυρίως αρβανίτικο γλυκό είναι η δίπλες, τις οποίες εδώ τις λέμε «ντιντραστέδες»... Αρβανίτικα, οι δίπλες είναι «ντιντραστέδες» ή «ντιντραστές». «Κάνατε», λέει, «ντιντραστέδες, κάνατε ντιντραστέ;». Η γιαγιά μου έτσι έλεγε της μάνας μου. «Γεωργία, έφτιαξες καμία ντιντραστέ να φάμε;». Τις δίπλες, τις οποίες τώρα τις τυλίγουνε γύρω-γύρω, όπως γίνεται στα ζαχαροπλαστεία, ενώ παλιότερα τις κάνανε φιόγκους ή σα πεταλούδες ή πολύ μεγάλες σα φύλλα, που τις λένε «φουστανέλες». Τις τηγανίζουνε στο λάδι, τηγανητές γίνονται. Ε, τώρα, τη συνταγή ακριβώς δεν την ξέρω. Ξέρω ότι βάζουνε πάλι αυγά, αλεύρι, αλισίβα, σταχτόνερο δηλαδή, φτιάχνουν σταχτόνερο και βάζουν σταχτόνερο... Βάζουν λίγο ξύσμα λεμονιού η πορτοκαλιού, ίσως λίγο κονιάκ, λίγο αλατάκι και φτιάχνουνε τη ζύμη και κάνουν τις δίπλες. Και επίσης, φτιάχνουνε και μελομακάρονα. Που βέβαια, τα μελομακάρονα νομίζω είναι περισσότερο ανατολίτικο γλυκό και έχει έρθει εδώ στα μέρη τα δικά μας με τους πρόσφυγες. Δεν φτιάχνουμε, δεν φτιάχνουμε καθόλου κουραμπιέδες εδώ, ενώ σε άλλα μέρη, αρβανιτοχώρια, κάνουνε κουραμπιέδες. Εδώ, το σήμα κατατεθέν που κάνουν και σε γάμους και σε αρραβώνες είναι οι δίπλες. Τις φτιάχνουν, λοιπόν, τα γλυκά απ' τις προηγούμενες μέρες. Σίγουρα έχουνε σφάξει το χοιρινό, αν έχουνε... Και τώρα κάποιοι κάνουν ακόμη χοιρινά για τα Χριστούγεννα. Παλιότερα κάθε σπίτι είχε το χοιρινό του οπωσδήποτε, γιατί τα Χριστούγεννα φτιάχνουμε πηχτή. Δεν ξέρω αν ξέρεις τι είναι η πηχτή. Είναι το γουρουνοκέφαλο, που το κόβουνε και το κάνουνε, το πήζουνε στην κατσαρόλα και γίνεται σαν ζελές, αλλά είναι πηχτό και το κόβουν με το μαχαίρι. 'Ντάξει, δεν βάζουν όλο το κεφάλι, με το μυαλό και τα κόκκαλα και αυτά... Βάζουνε το κρέας. Εντάξει, κάποιοι μπορεί να βάλουν και τη γλώσσα και τα μάτια, αλλά δεν βάζουν, ας πούμε, τα αυτιά ή κόκκαλα ή τα δόντια... Το καθαρίζουνε, το βράζουνε, το σπάνε και βάζουν το ψαχνό. Και επειδή έχει πολύ λίπος και ξύγκι, το βγάζουνε, όπως το βράζουνε, του βάζουνε και λίγο λεμόνι και σκορδοστούμπι, που λέμε, που κάνουμε με το σκόρδο και το λεμονάκι μια σαλτσούλα, το ρίχνουνε μέσα και το σκόρδο και το λεμονάκι και το αφήνουν έξω στο κρύο και πήζει αυτό, γίνεται ένα πηχτό ζελές. Δηλαδή, το κόβεις μετά με το μαχαίρι και το τρως. Αυτή είναι η πηχτή, το γουρουνοκέφαλο, δηλαδή. Εκτός απ' την πηχτή, φτιάχνουνε και χειροποίητα λουκάνικα. Και το βασικό φαγητό που τρώμε την ημέρα των Χριστουγέννων εδώ, είναι το χοιρινό με σέλινο. Το χοιρινό σελινάτο. Όχι ότι δεν φτιάχνουνε, ξέρω 'γω, κάποιες οικογένειες αρνί ή κατσίκι στο φούρνο με πατάτες ή γαλοπούλα τώρα πια, φτιάχνουν πάρα πολλοί τη γαλοπούλα, τη γεμιστή όμως, η γαλοπούλα η γεμιστή. Εδώ είναι ξενικό έθιμο, δεν είναι δικό μας έθιμο. Γαλοπούλες είχαν όλα τα σπίτια, και τότε και πάντα είχανε τα Χριστούγεννα γαλοπούλα, αλλά οι περισσότεροι την έκαναν κοκκινιστή. Η μητέρα μου το διατηρεί, ας πούμε, το έθιμο αυτό ευλαβικά, φτιάχνει πάντα χοιρινό με σέλινο, την πηχτή και τη γαλοπούλα κοκκινιστή με χοντρά μακαρόνια. Ή αν μπορεί, κάνει μακαρόνια σπιτικά. Εκτός αυτού, άλλο έθιμο που έχουμε είναι ότι φτιάχνουμε χριστόψωμο. Όπως σου μίλησα για τη βασιλόπιτα, τη «βασίλα», που κάνουμε την Πρωτοχρονιά, φτιάχνουμε και το χριστόψωμο τα Χριστούγεννα, απλά, δεν βάζουμε φλουρί, όμως στο χριστόψωμο, όπως βάζουμε στη βασιλόπιτα, τη «βασίλα», ούτε κάνουμε τόσα πολλά κεντήματα με τα ζυμαράκια από πάνω, τα περίτεχνα, όπως κάνουμε στο πρωτοχρονιάτικο ψωμί. Κάποιοι δεν κάνουν καθόλου, κάνουνε σχέδια, βάζουν μόνο σουσάμι ή κάνουν σχέδια με το ποτήρι. Με το ποτήρι, δηλαδή, γύρω-γύρω παίρνουν ένα ποτήρι ανάποδα και κάνουνε κύκλους, κύκλους, κύκλους, κύκλους και μένει. Ή κάνουνε σχέδια γύρω-γύρω με μία σπάτουλα μαγειρική, κάνουν γραμμές γύρω-γύρω, γύρω-γύρω, γύρω-γύρω, γύρω, γραμμούλες... Και βάζουν επάνω το σουσάμι μόνο. Συνήθως όμως, και στο χριστόψωμο βάζουν στη μέση ένα καρύδι, ένα αμύγδαλο και κάνουν ένα σταυρό ζυμαρένιο ή κάνουν και τέσσερα «χι» γύρω-γύρω, δηλαδή, μικρούς σταυρούς ή «χι» για τα χρόνια πολλά. Βάζουν ένα σταυρό στη μέση και τέσσερα «χι», έτσι τα 'λεγε η γιαγιά μου. «Θα κάνω... Δε θα κάνω μόνο σταυρό», της έλεγε της μάνας μου, «το μονό», γιατί ένα μονό κάνανε, ενώ στη βασιλόπιτα κάνανε διπλό σταυρό ή το κάνουν σε σχήμα καρδιών... «Θα κάνω, θα ρίξω και τέσσερα “χι” μέσα», έριχνε στα τέσσερα κομμάτια, έριχνε τέσσερα «χι». Ή έβαζε και τέσσερα αμύγδαλα και καρύδια γύρω-γύρω. Κάνουμε και το χριστόψωμο, το οποίο το κόβουμε την άλλη μέρα. Η λειτουργία ξεκινούσε τα χρόνια εκείνα στις γύρω στις 5:00 το πρωί, τα ξημερώματα, 4:00-5:00 χτυπούσε η καμπάνα. Οπότε, γύρω στις 8:00 είχε σχολάσει. Και έχουμε έθιμο 8:00 η ώρα, μόλις γυρίσουμε απ' την εκκλησία, να φάμε. Κάνουμε το πρώτο τραπέζι στις 8:00-9:00 η ώρα, ακόμη και τώρα. Βέβαια, η μητέρα μου δεν έρχεται τώρα πια εκκλησία τα Χριστούγεννα, επειδή είναι χήρα, δεν πηγαίνει στις γιορτές τις μεγάλες, αυτές. Πηγαίνω εγώ και, όταν γυρίζω από την εκκλησία, συνήθως πάντα έχει ψήσει στο σπίτι... Αυτό κάναμε και τότε. Μπριζόλες χοιρινές και λουκάνικο, τα ψήνουνε πρωί-πρωί, και κάνουν το πρώτο τραπέζι. Όχι ότι τρώμε κανονικά, δηλαδή, ότι σκάμε απ' το φαγητό, αλλά θα πάρουμε σίγουρα ένα μεζέ εκείνη την ώρα. Δηλαδή, μπορεί να γυρίσουμε απ' την εκκλησία και να μην πιούμε καφέ και να φάμε, ξέρω 'γω, τα γλυκά, τα πρωινά που πρέπει να φάμε –γιατί υποτίθεται ότι έχει γίνει και η νηστεία σαράντα μέρες και έχουν μεταλάβει όλοι και τρώνε τα γλυκά, τις δίπλες που δεν είναι νηστίσιμες, γιατί τα μελομακάρονα είναι νηστίσιμα– μπορεί να φάνε απευθείας το κρέας, το λουκάνικο, να πιούνε το κρασί για τα χρόνια πολλά. Σίγουρα θα γίνει ένα μικρό τραπέζι σε κάθε οικογένεια πρωί-πρωί και μετά, το μεσημέρι, τρώνε κανονικά το μεσημεριανό, το γιορτινό τραπέζι. Αλλά το πρωί πάντα, στα περισσότερα σπίτια, έχουν ψήσει χοιρινές μπριζόλες και λουκάνικο και παίρνουν ένα μεζέ για το καλό. Σίγουρα θα γίνει αυτό μετά τη λειτουργία γίνεται, στους περισσότερους γίνεται ακόμη αυτό. Απαραιτήτως γίνεται το τραπέζι αυτό. Νομίζω ότι τελειώσαμε με τα έθιμα των μηνών, όχι ότι δεν υπάρχουν άλλα, υπάρχουνε πολλά έθιμα ακόμα σε κάθε μήνα, αλλά, 'ντάξει, δεν μπορούμε να τα βάλουμε όλα μαζί σε μία συνέντευξη. 'Ντάξει, θεωρώ ότι είπαμε τα πιο αντιπροσωπευτικά και, κυρίως, προσπάθησα να σου αναφέρω αυτά, τα οποία τηρούνται μέχρι τις μέρες μας, δηλαδή, όχι αυτά που έχουν εκλείψει, αυτά τα οποία γίνονται, τηρούνται και τα βιώνουμε, τα βιώνω και εγώ ακόμα, μέχρι τώρα, ο ίδιος και πιστεύω ότι θα συνεχίσουμε να τα βιώνουμε και ότι θα περάσουνε και στις νέες γενιές κάποια από αυτά.
Πώς προέκυψε η σχέση σου με τη...
Η αγάπη μου για τα έθιμα, για την παράδοση νομίζω ότι ξεκίνησε από τις ιστορίες που μου αφηγούταν η γιαγιά μου, η οποία –μακάρι να την είχες γνωρίσει και να μπορούσε να μας έδινε μία συνέντευξη– ήταν πολύ καλή στο να διηγείται, έτσι, ιστορίες και αυτά, είχε ταλέντο φυσικό και γνώριζε και πάρα πολλά πράγματα, ήταν γνώστης πολλών πραγμάτων παραδοσιακών. Εν τω μεταξύ, πάρα πολλά έθιμα, αυτά, τα 'χω βιώσει ο ίδιος, ούτως ή άλλως, αφού συνεχίζονται και μέχρι τις μέρες μας. Εν τω μεταξύ, μου άρεσαν πάντα, έτσι, τα παραδοσιακά, οι φορεσιές και αυτά, είχα, έτσι, ένα πάθος από μικρός. Τα λαογραφικά ιδιαιτέρως μου αρέσουνε πάρα πολύ. Και έτσι... Τα μυθιστορήματα, η λογοτεχνία... Και έχω σπουδάσει και το ιστορικό-αρχαιολογικό, έχω ασχοληθεί με το αντικείμενο και, μάλιστα, έχω κάνει μεταπτυχιακό στην ιστορία του νέου Ελληνισμού πάνω στους Αρβανίτες. Και έκανα, μάλιστα, έρευνα στο υποθηκοφυλακείο Καπανδριτίου, έκανα έρευνα σε πάρα πολλά προικοσυμβόλαια, σε προικοσύμφωνα, σε δωρεές ένεκα γάμου και μελέτησα ιδιαίτερα την κοινωνία την αρβανίτικη μέσα από τα... Έβγαλα πάρα πολλά συμπεράσματα για την αρβανίτικη κοινωνία, για το πώς δρούσε, πώς ενεργούσε, πώς σκεφτόταν και ποιες πρακτικές ακολουθούσε κατά τη διάρκεια τέλεσης των γάμων των παιδιών. Τα έγγραφα ήταν πάρα πολύ παλιά, είναι από το 1830-1840 μέχρι το 1900. Γιατί, 'ντάξει, τότε, μετά την απελευθέρωση, δημιουργήθηκαν και ειρηνοδικεία και υποθηκοφυλακεία, ούτως ή άλλως. Και μελέτησα πάρα πολλά, έτσι, έγγραφα και είδα ότι οι Αρβανίτες, παρόλο που είναι σκληροί άνθρωποι και δύσκολοι και αυτά και οι αρβανίτικες κοινωνίες σκληρές, ότι, παρόλο που ήταν και ανδροκρατούμενες κοινωνίες, όπως οι παλαιότερες κοινωνίες, ότι σέβονταν τις γυναίκες, παρόλο που ήταν πολύ αυστηροί και ότι τις κόρες τους τις προίκιζαν κανονικά, ότι δεν τις αδικούσαν και ότι τις προίκιζαν και τις κόρες αντίστοιχα, όπως και τους γιους. Δεν αδικούσαν τα παιδιά τους, ήτανε δίκαιες κοινωνίες. Μπορεί να ήταν σκληρές κοινωνίες, να ήταν αυταρχικές κοινωνίες, αλλά ήταν δίκαιες ως προς τη διανομή της πατρομητρικής περιουσίας. Και τώρα, που 'χουμε τελειώσει με τα έθιμα, θα ήθελα να σου αναφέρω, έτσι, μερικές οικογενειακές ιστορ[03:40:00]ίες, οι οποίες είναι αρκετά ενδιαφέρουσες... Ο προπάππους μου, ο πατέρας του παππού μου, δηλαδή, από την πλευρά του πατέρα μου, σε μια συμπλοκή, εδώ στο χωριό, σκότωσε άθελά του ένα παιδί. Θα σου πω πώς έγινε η συμπλοκή. Ήταν γύρω στο 1925 περίπου, απ' όσο ξέρω. Και ήτανε σε ένα μαγαζί στην πλατεία... Γιατί έτσι τα ανέφεραν τα παλιά, δεν έλεγαν: «Είχαν βγει στην πλατεία». Γιατί λέγαν «πλατέα», κιόλας, αρβανίτικα, ή «πλατέ». Λέγανε: «Είχες πάει πάνω απ' τα μαγαζιά απόψε; Στα μαγαζιά, είχες βγει στα μαγαζιά;». Τέλος πάντων, είχε βρεθεί ένα βράδυ σ' ένα μαγαζί, χειμώνας καιρός, τότε σχεδόν 5:00 η ώρα νύχτωνε, δεν υπήρχε και φως ηλεκτρικό, δεν υπήρχε τίποτα. Είχαν λάμπες μέσα, που τις άναβαν, πετρελαίου, τις έλεγαν «λουξ», έτσι άκουγα που τις έλεγαν, «λάμπες λουξ», τις κρεμούσαν στη μέση στα μαγαζιά για να βλέπουνε ή λυχνάρια ή φανάρια, για να μπορούν να βλέπουν οι θαμώνες των, συγγνώμη, οι θαμώνες των καταστημάτων. Και έγινε μια συμπλοκή, αρπάχτηκαν μεταξύ τους με κάποιον άλλον, ήταν και κάποιος άλλος απ' το χωριό, ο οποίος έδενε και το ζωνάρι του, το άφηνε μακρύ συνέχεια, αυτό που λένε «μη σου πατήσουν το ζωνάρι για να μη γίνει φασαρία», υπήρχε αυτή η έκφραση. Αυτός, έτσι, όλο δημιουργούσε συμπλοκές, όλο έριδες, όλο φασαρίες έκανε και είχαν και μία μακρινή συγγένεια με τον προπάππου μου... Και αρπαχτήκανε στα χέρια, έγινε μία φασαρία και, επειδή ο προπαππούς μου ήταν ο πιο κοντός απ' όλους, τον πλάκωσαν, τον έβαλαν κάτω στο πάτωμα, τέλος πάντων, τους τίναξε... Κάποιος έριξε, τώρα, ένα ποτήρι, μια πιστολιά, δεν ξέρω, γιατί είχαν και πιστόλια και μαχαίρια στα σιλάχια τους όλοι, στις δερμάτινες ζώνες. Σπάει τη λάμπα λουξ, δεν υπήρχε φως, δεν βλέπανε τίποτα, ήταν σκοτάδι. Και όπως τους τίναξε, έτσι, σπρωχτήκανε ο ένας με τον άλλον και αυτά, έβγαλε το μαχαίρι απ' το σιλάχι για να αντιμετωπίσει αυτόν απέναντί που 'χαν μαλώσει... Και το 'κανε προς τα πίσω για να πάρει φόρα, να του ορμήσει, βέβαια... Και ακριβώς από πίσω ήταν ένα άλλο παιδάκι, 17 χρονών, και δεν τον έβλεπε, ήταν σκοτάδι πλήρως και τον σκότωσε. Τον σκότωσε, Φώτη μου, άθελά του, δεν ήθελε να το σκοτώσει αυτό το παιδί. Δικάστηκε, βέβαια, ήταν παντρεμένος, είχε και τον παππού μου μωρό και άλλο ένα αγόρι, μεγαλύτερο. Πήγε, όμως, στις αγροτικές φυλακές. Δεν ξέρω πόσα χρόνια έκανε στη φυλακή, δεν τον γνώρισα εγώ, αλλά, γενικώς, μετά από αυτό, είχε αγριέψει λιγάκι. Ξαναγύρισε, βέβαια, μετά, έκανε άλλα εφτά-οχτώ παιδιά, δεν έχει να κάνει αυτό. Αλλά ζούσε πάντα στο βουνό, στα πρόβατα, δεν πολύ-ερχόταν στο χωριό. Στα γεράματά του πια γύρισε στο χωριό, έτσι. Γύριζε στο χωριό κάθε δεκαπέντε μέρες, κάθε μήνα, ξέρεις, για να κουρευτεί, να ξυριστεί, να πλυθεί και αυτά. Ζούσε στο βουνό, τα τελευταία χρόνια μετά γύρισε. Δεν ξέρω πώς ήταν η ψυχολογία του, αν το έφερε βαρέως, όχι ότι χάθηκε από τον κόσμο, προς Θεού, ο άνθρωπος έχει κάνει άλλα... Εννιά αδέλφια, νομίζω, ήταν σύνολο παππούς μου. Οπότε είχε κάνει... Τα δύο παιδιά, νομίζω, είχε, όταν πήγε στη φυλακή. Όμως, ο παππούς μου, ο γιος του, σκοτώθηκε στον πόλεμο, είναι αγνοούμενος πολέμου ο παππούς μου. Είναι στον Εμφύλιο πόλεμο, τώρα δεν έχει σημασία να αναφέρω σε ποια πλευρά ή όχι ήταν, γιατί νομίζω ότι στον Εμφύλιο πόλεμο και οι δύο πλευρές τελικά ήταν χαμένες. Όσον αφορά, δηλαδή, τον απλό λαό, μιλάω εγώ, δεν με ενδιαφέρει για τους πολιτικούς ή όχι. Νομίζω και οι δύο πλευρές ήταν χαμένες στον κόσμο, ότι όλοι θρήνησαν θύματα, χωριά κάηκαν, περιουσίες καταστράφηκαν, οικογένειες χωρίστηκαν... Σκοτώθηκε στον πόλεμο. Και μία αδερφή του παππού μου, επίσης, δούλευε καθαρίστρια σε ένα ξενοδοχείο και σκοτώθηκε και εκείνη, γλίστρησε από κάποιο όροφο και σκοτώθηκε. Και κάποιοι από την πλευρά, ας πούμε, του παιδιού, που είχε σκοτώσει ο παππούς μου, ίσως το θεώρησαν ως θεία δίκη, ότι τιμωρήθηκε για το έγκλημα που είχε κάνει τότε. Βέβαια, το είχε κάνει άθελά του, γιατί δεν ήθελα να σκοτώσει. 'Ντάξει, εκείνοι, βέβαια, μπορεί να μην το δέχονται ως απάντηση, γιατί και εκείνοι έχασαν το παιδί τους... Το θεώρησαν ως θεία δίκη, ότι τιμωρήθηκε για το παιδί που είχε σκοτώσει, που σκοτώθηκαν δύο παιδιά του, ένα στο πόλεμο και ένα σε ατύχημα. Μάλιστα, να σου αναφέρω ένα περιστατικό, που μου το 'χει πει η γιαγιά μου, ότι, όταν είχε χαθεί ο παππούς μου στον πόλεμο, μία μέρα η γιαγιά μου είχε πάει στη βρύση του χωριού, τη πάνω βρύση, να πάρει νερό. Και, όπως ανέβαινε το μονοπάτι, γιατί ήταν αρκετά ανηφορικό, με τη στάμνα στην πλάτη και αυτά, ανέβαινε και μια γιαγιά με μαύρα, ξυπόλητη κιόλας, δεν είχε ούτε καν παντόφλες, με μία μεγάλη στάμνα και αυτή και δεν μπορούσε να ανέβει. Και της λέει η γιαγιά μου –δεν τη γνώριζε, γιατί η γιαγιά μου είχε έρθει η νύφη απ' το Καπανδρίτι– της λέει: «Θεια, δώσε μου τη στάνα, να σου την ανεβάσω εγώ μέχρι πάνω στο δρόμο». Και της την ανέβασε μέχρι πάνω στο δρόμο η γιαγιά μου και η γιαγιούλα αυτή την ευχαρίστησε και της είπε: «Σε ευχαριστώ πολύ, κορίτσι μου», μάλιστα, στα αρβανίτικα της είπε: «Ουράτενε το κες, βάιζα ζαΐμε», δηλαδή, «την ευχή μου να έχεις, κορίτσι μου». Και της είπε: «Δε σε ξέρω, μωρέ μανάρα μου, ποια είσαι;». Λέει: «Δεν είμαι από δω, θεια, είμαι νύφη», της λέει, «είμαι απ' το Καπανδρίτι. Είμαι νύφη του τάδε». Και της είπε η γιαγιά χαρακτηριστικά, αυτή η γριούλα εκείνη την ώρα: «Α μωρ' κορίτσι μου», της είπε, «εσύ τα πλέρωσες;». Γιατί ήταν η μάνα του παιδιού που είχε σκοτώσει ο πεθερός της γιαγιάς μου. Η γιαγιά μου δεν της μίλησε εκείνη την ώρα, της είπε, της πήγε τη στάμνα μέχρι πιο πέρα, μέχρι το σπίτι της, δεν ξέρω τι. Όμως όταν γύρισε στο σπίτι, ρώτησε τη γιαγιά, δηλαδή, την πεθερά της στο σπίτι. Της λέει: «Στη βρύση», λέει, «ήταν μία γιαγιά έτσι, της κουβάλησα τη στάμνα και μένει κάπου εκεί και μου είπε αυτή την κουβέντα». «Α», της λέει, «κορίτσι μου, σου 'πε αυτή την κουβέντα, γιατί ο πεθερός σου είχε σκοτώσει το παιδί της. Και σου 'πε αυτή την κουβέντα». Η γιαγιά μου, 'ντάξει, δεν ξέρω τώρα αν το έβαλε στο μυαλό της ότι ήταν θεία δίκη ή όχι, γιατί, επειδή ο παππούς μου ήταν αγνοούμενος πολέμου, ήταν ατελώς θύμα πολέμου, και μπορεί μία ελάχιστη περίπτωση να ζούσε, η γιαγιά μου μέχρι που πέθανε, τον περίμενε να γυρίσει. Ποτέ δεν το παραδέχτηκε βαθιά μέσα της ότι είχε πεθάνει, πάντα πίστευε ότι θα γυρίσει. Μέχρι το τέλος της ζωής της, 'ντάξει, που πέθανε πριν έξι χρόνια, 98 χρόνων, επειδή ο άντρας της ήταν μικρότερος, ήταν πέντε-έξι χρόνια νεότερος της, πίστευε ότι θα γυρίσει. Πάντα πίστευε... Δηλαδή, νομίζω ότι και για αυτό έζησε τόσα πολλά χρόνια και άντεξε τα διάφορα προβλήματα, τις κακουχίες, την πολλή δουλειά που έκανε, έτσι, την κούραση, τη στεναχώρια... Νομίζω άντεξε, επειδή στο μυαλό της είχε ότι θα γυρίσει ο άντρας της, ότι κάποια στιγμή θα γυρίσει. Και έτσι, η καημένη γύριζε από εκκλησία σε εκκλησία, είχε πάει όλα της τα χρυσαφικά σε τάματα, είχε καταφύγει σε πολλά, με λαμπάδες, τενεκέδες έστελνε, λάδια. Είχε πάει μέχρι, με την πεθερά της, σε δύο υπνωτίστριες, τότε στην εποχή που ήτανε κάποιοι Άγιοι, σαν την Αγία Αθανασία, που πηγαίναν άλλοι στην Αθήνα, που υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι, τέτοια... Τέλος πάντων, είχε πάει σε πολλά, προκειμένου, μήπως γυρίσει... Στον Ερυθρό Σταυρό, σε ξένους, σε παλιούς πολεμιστές, ακόμη και σε αντάρτες είχε πάει, σε άλλα χωριά να ρωτήσει, μήπως τον είχε δει κάποιος, να μάθει. Στα Μεσόγεια, σε κάποιους που ήταν μαζί... Και σε κάποιους, βέβαια, εδώ απ' το χωριό που ήτανε μαζί, αλλά ήτανε σε άλλους λόχους, τέλος πάντων, απ' τον παππού μου, σε άλλες ομάδες. Τέλος πάντων, να μην το αλλάζω, έτσι για να σου πω αυτή την ιστορία, την... Θα σου αναφέρω, όμως, τώρα, που δεν σ' το 'χω πει αυτό πάλι... Ότι αυτός που δημιούργησε τη φασαρία, τη συμπλοκή, που ήταν ξάδερφος του προπάππου μου, που σου είπα ότι άφηνε και το ζωνάρι μου μακρύ, για να κάνει φασαρίες... Ότι και αυτός πήγε από σκοτωμό, τον σκότωσαν. Αυτός ήταν περιβόητος, έκανε όλο φασαρίες στην πλατεία, δεν σεβόταν τίποτα, δημιουργούσε προβλήματα συνέχεια... Τόνε σκότωσε ο γαμπρός του για ένα κτήμα. Και αυτός πήγε τελικά από σκοτωμό, από δολοφονία και για αυτόνε στο χωριό, Φώτη μου, είπανε μετά ότι τιμωρήθηκε, γιατί δημιουργούσε πολλές φασαρίες, ξυλοδαρμούς και τέτοια και ίντριγκες και φασαρίες και μαλώματα και αυτά. Τον σκότωσε ο πεθερός του, ο γαμπρός του, συγγνώμη –γιατί αυτός ήταν ο πεθερός– ο γαμπρός του για ένα κτήμα. Και τον σκότωσε, μάλιστα, εν ψυχρώ, του είχε στήσει καρτέρι, δηλαδή, δεν έγινε...
Εν θερμώ...
Εν θερμώ, ότι έγινε πάνω στη συμπλοκή. Είχανε μαλώσει πριν και μετά πήγε ο άλλος, πήρε το όπλο, του 'στησε καρτέρι και τον σκότωσε. Και μάλιστα, αφού τον είχε πυροβολήσει από μακριά, πήγε και του 'δωσε τη χαριστική βολή πολύ κοντά. Ναι. Και αυτός είχε κάνει σε αγροτικές φυλακές, ο γαμπρός. Βέβαια, και εκεί υπάρχει πάλι, μετά, μια συνέχεια τραγική, ότι ο γαμπρός αυτός, που σκότωσε τον πεθερό του, μετά από χρόνια, ο γιος του κρεμάστηκε μες το σπίτι, αυτοκτόνησε. Δεν ξέρω, τώρα, ακριβώς πώς... Αν, τελικά, υπάρχει θεία δίκη, αν υπάρχει μοίρα, αν είναι αλληλένδετα τα γεγονότα, το ένα με το άλλο... Ή απλώς αν είναι τυχαία περιστατικά, τα οποία έρχονται το ένα με το άλλο... Απλά, ξέρεις, το μυαλό σου μετά πλάθει ιστορίες, προσπαθεί να δει αν είναι τυχαία... Δεν ξέρω αν είναι και τόσο τυχαία να συμβαίνουν το ένα με τον άλλον. Ίσως είναι μια αλυσίδα ή το ένα έφερε το άλλο. Αν το σκεφτείς, δηλαδή, ο πεθερός σκοτώνει τον γαμπρό, ξέρω 'γω, και μετά το παιδί του αυτοκτονεί...
[03:50:00]
Σημαδεύει ένα θανατικό, τέλος πάντων...
Ναι, δεν ξέρω τι. Βέβαια, το παιδί δεν ξέρω αν είχε γεννηθεί τότε που ο πατέρας είχε σκοτώσει τον παππού του. Δεν το ξέρω αν είχε γίνει αυτό, θα 'τανε πολύ μικρό παιδί ίσως... Δε νομίζω ότι θα το θυμάται καν ή θα το ξέρει καν ή θα το ξέρανε πια. Αλλά ναι, είναι, έτσι, φοβερές ιστορίες...
Και για να κλείσουμε, θα σου πω και μία ιστορία που ξέρω, έτσι, από την περίοδο της Κατοχής, θα σου αναφέρω μερικές ιστορίες, που τις ξέρω και από τη μαμά μου και απ' τον μπαμπά μου και απ' τη γιαγιά μου και απ' τους θείους μου, δηλαδή, που τις συζητούσαμε πολύ, αυτά. Και θυμάμαι, είχαμε κάνει και μία έρευνα στο σχολείο, στο γυμνάσιο όταν ήμουνα, και είχαν δώσει και κάποιες άλλες γιαγιάδες συνέντευξη. Εγώ δεν είχα πάρει από τη γιαγιά μου, γιατί η γιαγιά μου, μωρέ, ήξερε πάρα πολλά πράγματα και τα έλεγε, αλλά ντρεπόταν να τα... Έτσι δημόσια. Αφού να φανταστείς, τώρα και που κάνουμε την αναπαράσταση του αρβανίτικου γάμου και έχω γράψει τα τέσσερα-πέντε σενάρια, τα περισσότερα είναι ιστορίες που μου 'χει αφηγηθεί η γιαγιά μου. Και η γιαγιά μου, έγραφα τις ιστορίες, και συνεχίζαμε και μου 'λεγε παρακάτω και παρακάτω και γράφαμε. Και όλα αυτά τα λαογραφικά που έχω και τα τραγούδια που έχω, τα μοιρολόγια, που προαναφέραμε, και του γάμου, έχω πάρα πολλά ξεματιάσματα... Όλα αυτά μου τα 'χει πει και τα 'χω γράψει. Βέβαια τα 'χω γράψει στο χαρτί, δεν την κράτησα συνέντευξη, αλλά τα έχω, έχω πολύ μεγάλο αρχειακό υλικό. Τώρα, στην περίοδο της Κατοχής. Ήτανε στο Καπανδρίτι, γιατί εκεί υπήρχε πόστο γερμανικό, «κομαντατούρ», που λέγαν τότε, τις λέγανε, «κομάντο ντι πιάτσα», τις λέγαν οι Ιταλοί, δηλαδή είχε φρουρά Ιταλών και Γερμανών. Δεν είχε ο Κάλαμος, είχε στο Καπανδρίτι. Είχαν επιτάξει ένα ή δύο σπίτια και είχαν εγκαταστήσει φρουρά εκεί. Οι Ιταλοί, νομίζω, ήταν εδώ, γιατί στην Αθήνα, νομίζω, οι Ιταλοί ήταν. Βέβαια, και Γερμανοί υπήρχαν, αλλά υπήρχε φρουρά από Ιταλούς. Ήτανε στο σπίτι του νονού της γιαγιάς μου, απ' ό,τι θυμάμαι, ήτανε η φρουρά των Ιταλών και των Γερμανών, είχανε, εκεί, επιτάξει το σπίτι και είχαν εγκατασταθεί εκεί. Και έκαναν περιπολίες σε όλα τα γύρω χωριά. Εκεί, λοιπόν, τι έγινε. Νομίζω κατέβηκαν οι πατριώτες, οι αντάρτες, δηλαδή, και τους σκότωσαν τους Ιταλούς, τους πήραν, τους φέρανε εδώ στο Κάλαμο, τάχα μου και αυτά, ότι: «Δεν θα σας σκοτώσουμε». Οι Ιταλοί λένε όλοι ότι ήταν και πάρα πολύ, αυτό, δεν ήταν σαν τους Γερμανούς, ήταν χαρούμενοι, όλοι είχαν μαντολίνα, τραγουδούσαν... Έκλεβαν και γάτες και κάνα πρόβατο και κάνα τέτοιο, τα μαγείρευαν, τα έτρωγαν και αυτά... Ξέρω 'γω, η γιαγιά μου έλεγε «καλό μαντζαρία, καλό μαντζαρία», ότι λέγαν οι Ιταλοί, για να το φάνε ότι κάποιοι και αυτά. Τέλος πάντων, τους πήραν οι αντάρτες από εκεί, από το σπίτι, δεν ξέρω, τους έφεραν εδώ, στο Κάλαμο. Στην αρχή, τους είχαν σε κάποιο μαγαζί, τελικά τους σκότωσαν, τους εκτέλεσαν και τους έχουνε ρίξει κάτω στην Κινέττα, έτσι το λέμε, ένα μέρος κάτω στην παραλία, λέγεται «Κινέττα» ή «Γκινέττα», από ένα χορταράκι που βγάζει, που το λένε έτσι, που το τρώνε πολύ και τα ζώα, τα μουλάρια, τα άλογα και αυτά... Και υπήρχε ένα αυλάκι, επειδή εκεί είναι υδροβιότοπος, έχουμε και τις νεροτριβές εκεί με πολλά νερά. Υπήρχε ένα αυλάκι και τους σκότωσαν και τους ρίξανε εκεί μέσα. Στο αυλάκι αυτό τους εκτελέσανε και τους ρίξανε εκεί μέσα, Φώτη μου, τους σκεπάσανε με καλάμια, με βούρλα και με τέτοια και αυτά, για να μην τους βρουν οι Γερμανοί. Ξέρω μετά, από τη γιαγιά μου, ότι οι Γερμανοί στο Καπανδρίτι το κάψανε το σπίτι του νονού της, για παραδειγματισμό και τιμωρία που πήρανε τους Ιταλούς, τέλος πάντων, οι αντάρτες από κει. Το κάψανε το σπίτι όλο. Και νομίζω αρπάξανε και κάνα-δυο γειτονικά, γιατί είχανε πάρα πολλά ρετσίνια στις αποθήκες και επεκτάθηκε η φωτιά πολύ γρήγορα. Και εδώ στο Κάλαμο, ήρθανε οι Γερμανοί και παραλίγο να είχαν εκτελέσει όλο το χωριό, αλλά πέσανε πάνω ο πρόεδρος και οι υπόλοιποι και αυτά και δεν τους βρήκανε ποτέ εκεί που τους είχανε ρίξει στην Κινέττα, κάτω στη χαράδρα, τους Ιταλούς, που τους είχανε κρύψει εκεί μέσα... Δεν είναι χαράδρα, δηλαδή, σκέψου σε ένα κάμπο, σαν να είσαι σε έναν υδροβιότοπο, ήταν ένα αυλάκι περίπου κάνα-δυο μέτρα βάθος, δεν είναι... Αφού λέγανε παλιά ότι, μετά από χρόνια, ασπρίσαν τα κόκκαλα, ότι φαινόντουσαν τα κόκαλά τους. «Άσπρισαν τα κόκαλα των Ιταλών». Εν τω μεταξύ, εκεί, σε αυτό το δρόμο... Είναι παραλιακός, πας προς την Αγκώνα, έχουνε σκοτωθεί τρία-τέσσερα παιδιά εδώ απ' το χωριό, σε τροχαία. Και μετά, κάποιοι απ' τους παππούδες είπαν ότι καλό θα ήταν μήπως πήγαιναν εκεί να θάβαν αυτά τα κόκκαλα καλύτερα, να κάνανε μια επιμνημόσυνη δέηση των Ιταλών, ξέρω 'γω, κάτι μήπως, και καλά... Το συνδυάσανε, και καλά, ότι μπορεί να είχε τύχει, λόγω ότι είχαν σκοτωθεί αυτοί οι άνθρωποι εκεί και είχανε πεταχτεί έτσι, μέσα σε ένα λάκκο σκεπασμένοι με κλαριά και με καλάμια...
Δεν έχουν ανασυρθεί οι σωροί, δηλαδή...
Νομίζω ότι δεν έχουν ανασυρθεί. Αν δεν κάνω λάθος, νομίζω πως όχι. Ξέρω ότι... Η μαμά μου μού 'χε πει ότι κάποιον άλλον είχαν σκοτώσει εκεί, τώρα, νομίζω, οι αντάρτες... Ή κάποιον αντάρτη σκοτώσανε οι δεξιοί, δεν το ξέρω. Και για πολλά χρόνια, υπήρχε εκεί ένα καντηλάκι. Αυτό πέρα απ' τους Ιταλούς, εκεί κοντά στη θέση Ρόσα, είναι πολύ κοντά το ένα με το άλλο. Και ερχόταν η μάνα του με μια αδερφή του ή με τη γυναίκα του, δεν θυμάται η μάνα μου, ήταν πολύ μικρό παιδί τότε, γύρω στο '60 που ερχόντουσαν. Με μαύρα, λέει, ήταν αυτές οι δύο γυναίκες. Τις είχανε δει και είχε ρωτήσει τη μάνα της, γιατί πηγαίναν εκεί –και η μάνα μου είχανε κοντά ένα αμπέλι μικρό– και πηγαίναν, μαζεύαν τα αχλάδια. Και τις είχανε δει και είχε ρωτήσει και της είχε πει: «Τον είχανε σκοτώσει», αλλά τώρα δεν θυμάμαι... Τώρα, οι Γερμανοί τον είχαν σκοτώσει, οι αντάρτες τον είχαν σκοτώσει, οι δεξιοί είχαν σκοτώσει έναν αντάρτη... Ακριβώς δεν την ξέρω αυτή την ιστορία, πάντως είχαν σκοτώσει και έναν άλλον εκεί. Σ' αυτόν υπήρχε ένα μικρό καντηλάκι. Τώρα, δεν ξέρω, δεν υπάρχει. Δεν ξέρω ποιος είχε γίνει, μες τον πόλεμο είχε γίνει; Αυτό δεν το ξέρω. Πάντως τους Ιταλούς, νομίζω, ότι δεν έχουν ανασυρθεί τα... Δεν θα υπάρχει, βέβαια, πια και τίποτα τώρα, νομίζω, έτσι; Μετά από ογδοντατόσα χρόνια που 'χε γίνει αυτό, δεν θα υπάρχει και τίποτα. Ξέρω, όμως, ότι τους αντάρτες τους ψάχνανε πολύ επίμονα οι Γερμανοί και, μάλιστα, ένα βράδυ ήτανε στην πλατεία οι αντάρτες, στο χωριό σ' ένα καφενείο, και γλεντούσανε, αφού τους είχανε σκοτώσει τους Ιταλούς και έχει γίνει αυτό. Γινότανε γλέντι. Αλλά τι γινότανε, θα σου πω. Επειδή ερχόντουσαν πολύ τακτικά στο χωριό οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και παίρνανε πολλούς και τους πηγαίνανε στην Κηφισιά ή άλλου και δουλεύανε σε καταναγκαστικά έργα ή τους παίρνανε, επειδή οι περισσότεροι ήταν γραμμένοι στον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ εδώ στο χωριό, σχεδόν όλο το χωριό ήταν γραμμένο στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, στους καταλόγους, είτε ήταν αριστεροί, είτε ήταν δεξιοί, την περίοδο της Κατοχής ήταν όλοι γραμμένοι στον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Και είχανε βάλει στο ύψωμα του χωριού φύλακες που κρατούσανε σκοπιά και μόλις βλέπαν ότι ερχότανε γερμανικό αυτοκίνητο ή ιταλικό ή ότι κατέβαινε συνοδεία, σφυρίζανε και ένας χτυπούσε την καμπάνα στο Προφήτη Ηλία, που είναι στο ύψωμα του χωριού και μετά ο άλλος χτυπούσαν την κεντρική καμπάνα και φωνάζαν: «Έρχονται οι Γερμανοί», εξαφανιζόντουσαν όλοι, κρυβόντουσαν σε αποθήκες, στο βουνό, σε σπηλιές, δηλαδή, φεύγανε για να μην τους πάρουνε... Ερχόντουσαν, ξέρω 'γω, οι Ιταλοί, χτυπάγανε πάλι: «Έρχονται οι Ιταλοί!» Εξαφανιζόντουσαν όλοι. Ερχόντουσαν πάλι οι αντάρτες. Χτυπάγαν την καμπάνα: «Έρχονται οι αντάρτες». Και οι άντρες εξαφανιζόντουσαν οι περισσότεροι από τα σπίτια, για να μην τους πάρουν, μη τους εκτελέσουν, μη σκοτώσουνε, μην κάνουνε... Είχανε κάνει αυτό το σύστημα, είχανε κάποιον που φυλούσε και χτυπούσαν την καμπάνα για να μπορέσει να εκκενωθεί γρήγορα το χωριό. Και γινότανε αυτό, συνήθως, και... Τώρα δεν θυμάμαι, κάτι άλλο ήθελα να σου πω και σ' το ανέφερα αυτό, αλλά ξέρω ότι φεύγαμε... Ναι. Λοιπόν, γινότανε το γλέντι και μάθαν ότι έρχονται οι Γερμανοί και πάει, τρέχει γρήγορα ο πρόεδρος και τους κρύψαν από κάτω στο υπόγειο. Τους κρύψαν στο υπόγειο του μαγαζιού, από κάτω, μες στα βαρέλια, πίσω στα πιθάρια και αυτά... Και ήρθαν οι Γερμανοί με άλλους Ιταλούς... Και τι να κάνανε και αυτά... Ο Πρόεδρος εκεί, ο μαγαζάτορας, κατευθείαν, τα μαζέψαν, όπως τα μαζέψαν, και τους στήνουνε μία τραπεζαρία, για να τους καλοπιάσουνε, για να τους κάνουνε... Και από πάνω ήταν, τώρα, οι Γερμανοί και από κάτω ήταν οι αντάρτες, που είχαν σκοτώσει τους Ιταλούς. Καταλαβαίνεις τώρα πόσο εύκολο ή εύθραυστο ήταν να τους ανακαλύψουν και να καεί όλο το χωριό. Αλλά, ευτυχώς, δεν κάηκε το χωριό. Και θα σου πω και μία τελευταία ιστορία και θα κλείσουμε. Πάλι από την Κατοχή. Μεταξύ Καλάμου και Καπανδριτίου, εδώ πάνω, στη θέση Ούλμπερι, υπήρχε ένα οχυρό. Ήτανε το οχυρό. Ήταν ένα οχυρό, δεν ξέρω τώρα, αν το 'χαν φτιάξει οι Γερμανοί, αν υπήρχε το οχυρό από τον ελληνικό στρατό. Πάντως, υπήρχε ένα οχυρό και μία αποθήκη και, όταν έφυγαν οι Άγγλοι, –γιατί ήταν οι σύμμαχοι εδώ τότε, που ήτανε το ελληνοαλβανικό έπος, ήταν οι σύμμαχοι– άφησαν πάρα πολλά πράγματα. Και τέλος πάντων, την αποθήκη τη βρήκαν οι Γερμανοί ή την είχαν οι Γερμανοί, τώρα ακριβώς, δεν το ξέρω. Και πήγανε να... Ή μία αποθήκη είχαν στο Καπανδρίτι ή στα οχυρά πάνω, νομίζω, στα οχυρά, όμως, πάνω ήταν... Είχαν πάρα πολλά πράγματα μέσα, ζάχαρη, καφέδες, αλεύρι, τα 'χανε συγκεντρώσει μετά οι Γερμανοί, είχαν μείνει στους Γερμανούς αυτά. Η αποθήκη, η ζάχαρη, οι καφέδες, αλεύρι, φαγητά, όσπρια, ζυμαρικά, εργαλεία, είχαν τα πάντα όλα μέσα στην αποθήκη. Όπως είχαν αφήσει πάρα πολλά, ξέρω, στα... Όπως φύγα[04:00:00]ν οι Άγγλοι, όταν ερχόντουσαν οι Γερμανοί, στην οπισθοχώρηση των Άγγλων –που έφυγαν οι Άγγλοι όταν έσπασε το μέτωπο– και μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, οι Άγγλοι σύμμαχοι υποχώρησαν πάρα πολύ. Είχαν αφήσει πάρα πολλά πράγματα στα Κιούρκα, στις Αφίδνες, που ήταν ο σταθμός. Και πήγε όλο το χωριό, πλιάτσικα τα γύρω-γύρω, είχε πάει και η γιαγιά μου με μια ξαδέρφη της, με μια φίλη της και πήραν από μία νάρκη. Η γιαγιά μου νόμιζε ότι οι νάρκες ήταν πιάτα. Τα 'χαν περάσει σα πιάτα. Πήγαν όλα τα κορίτσια που ήταν ανύπαντρα: «Μωρ' τι πιάτα ωραία ήτανε», λέγαν, «τι πιάτα ωραία». Και είχανε πάρει όλοι από δύο νάρκες, ότι για να παίρνανε πιάτα. Και φτάσαν οι Γερμανοί στο σταθμό των τρένων, γιατί σε πάω από τη μία ιστορία στην άλλη, φτάσανε στο σταθμό του τρένου και τους είπανε: «No, nο, nο, kaputt, kaputt», ότι: «Θα σκοτωθείτε». Αυτά σ' τα αναφέρω, όπως μου τα λέει η γιαγιά μου, όπως μου τα 'λεγε. Δεν ξέρω αν είναι σωστές οι εκφράσεις ή σωστές οι λέξεις, αλλά το «καπούτ» νομίζω είναι ότι «θα σκοτωθούν»... «Kaputt, kaputt», τους λέγανε, «no, no, no», και καταλάβανε μετά ότι δεν ήταν... Και μετά μάθαν από καιρό ότι αυτά δεν ήταν πιάτα, που νομίζαν η γιαγιά μου, «τι ωραία πιάτα», ότι ήταν νάρκες. Όπως ξέρω, ας πούμε, ότι προσπαθήσανε με την είσοδο τους, τον Απρίλη του '40, που ήρθανε, να βομβαρδίσουνε το τρένο στις Αφίδνες. Και ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα δεν ανάψανε ούτε καντήλια στην εκκλησία. Και Ανάσταση κάνανε χωρίς φως, γιατί βομβαρδίσανε, αλλά ευτυχώς δεν έπεσε η βόμβα ούτε στο Καπανδρίτι, ούτε στα Κιούρκα, ούτε στο σταθμό του τρένου. Έπεσε κάτω, στα αμπέλια, μου 'χει πει η γιαγιά μου. Και μετά είχαν πάει όλοι οι χωριανοί να δούνε και είχε ανοίξει, όπως είχαν σκάσει βόμβες απ' το αεροπλάνο, είχαν ανοίξει τεράστιοι λάκκοι, λέει, τους οποίες τους είχανε διατηρήσει για πολλά χρόνια, τους λάκκους αυτούς. Είχανε διατηρηθεί. Αλλά τώρα για να σε γυρίσω στην τελευταία ιστορία... Φύγαν οι Γερμανοί και είπανε: «Κάνεις να μην πλησιάζει στην αποθήκη, να πάρει τα πράγματα», γιατί, δεν ξέρω, δεν είχαν αφήσει φρουρό οι Ιταλοί, δε ξέρω πώς έγινε. Τέλος πάντων, τη σπάσανε την αποθήκη, γιατί ο κόσμος πεινούσε, είχε ξεκινήσει η Κατοχή. Με την πείνα, τη σπάσαν την αποθήκη, Φώτη, κουβαλήσαν απίστευτα πράγματα. Μερικοί δεν ξέρω πόσα τσουβάλια ζάχαρη κουβαλήσανε και πόσα τσουβάλια αλεύρι. Και πήγε και ο αδελφός της γιαγιάς μου, ο θείος ο Γιάννης ο συγχωρεμένος, με έναν παιδικό του φίλο, εκεί, το Δημήτρη, το Μήτσο, δεν θυμάμαι το επώνυμό του, δεν το κρύβω, αλήθεια σου λέω. Δεν θυμάμαι. Με τον Μήτσο. Αυτός φυλούσε τα πρόβατα μαζί με τον αδερφό της γιαγιάς μου και, μάλιστα, αγαπούσε και τη μικρότερη αδερφή της γιαγιάς μου, τη θεία Φώτω, τη συγχωρεμένη και κείνη. Όχι ότι είχανε σχέση μεταξύ τους, απλά αυτός την αγαπούσε. Και επειδή έκανε παρέα με το θείο το Γιάννη, ήθελε να τη ζητήσει, τέλος πάντων, τη θεία Φώτω, απ' ό,τι ξέρω απ' τη γιαγιά μου. Η οποία θεία Φώτω ήταν μία κούκλα στα νιάτα της, έχω και μια φωτογραφία της, έτσι, της εποχής εκείνης, που ήτανε μία πανέμορφη γυναίκα. Τέλος πάντων, πήγαν και πήρανε ο ένας φτυάρι και ο άλλος ένα γκασμά ή μία άξινα, αυτά προλάβανε. Και αυτοί που είχανε κλέψει τα τρόφιμα, όταν γυρίσανε οι Γερμανοί, είπαν ότι τα έκλεψε όλα ο Μήτσος, αυτό το παιδί, για να γλιτώσουνε. Και αυτοί τι κάνανε τη νύχτα, για να γλιτώσουν, να μην τους βρουν τη ζάχαρη; Τη ρίξανε όλη μέσα στο πηγάδι της αυλής τους. Τη ζάχαρη, το αλεύρι, τα ρίξαν. Τη ζάχαρη, γιατί είχαν κλέψει πάρα πολλή ζάχαρη, τη ρίξανε όλη μέσα στο πηγάδι τη νύχτα, την αδειάσαν όλη μέσα στο πηγάδι της αυλής. Η γιαγιά μου ακόμη τους κατηγορούσε, πιστεύω, μέσα της και μου 'λεγε ότι: «Μέχρι τώρα, Δημητρό, αν παν να πιάσουν αυτοί πηγάδι στην αυλή τους, ακόμη γλυκό θα βγαίνει από τη ζάχαρη που 'χανε κλέψει». Και είπανε, λοιπόν, στους Γερμανούς, στο διερμηνέα, ότι την έκλεψε ο Μήτσος τάδε. Πάνε οι Γερμανοί στο σπίτι του και, Φώτη μου, ήταν ο πατέρας του εκεί. Η γιαγιά μου μού 'λεγε ότι δεν είχε, ούτε καν σπίτι δεν είχαν αυτοί οι άνθρωποι, ήτανε πιο φτωχοί, είχανε... Δηλαδή, τι σπίτια, τότε όλοι πέτρινα σπίτια είχαν, από ένα δωμάτιο. Αυτοί είχαν ένα σπίτι, είχαν τα πρόβατα δίπλα και είχαν ένα σπίτι, έτσι, με κλαριά από πάνω στη σκεπή, σαν μαντρί, δηλαδή, μέναν όλοι μαζί... Ούτε καν σπίτι, είχε ένα παλιόσπιτο, μου 'λεγε η γιαγιά μου. Και του λένε οι Γερμανοί: «Ο γιος σου, ο Δημήτρης, πού είναι;». Λέει: «Είναι στα πρόβατα εκεί». Του λέει: «Πήγαινε να τον φωνάξεις, γιατί θα σου βάλουμε φωτιά να σου κάψουμε το σπίτι, άμα δεν τόνε φέρεις. Γιατί θα σε σκοτώσουμε εσένα». Και αυτός ο ευλογημένος, αντί να –έλεγε η γιαγιά μου– να κάτσει, λέει, στο σπίτι και να του το καίγανε το σπίτι, θα πήγαινε κάπου αλλού να μείνει, πήγε και έφερε το παιδί στο χωριό. Και τον πήραν αυτόν, που είχε πάρει μία άξινα και ένα φτυάρι, νομίζω, Φώτη μου, μόνο, και τον επήγανε στη Μαλακάσα, τον βασανίσανε πάρα πολύ και τον δέσανε στο πλατάνι στην πλατείας της Μαλακάσας, που έχει κάτι πλατάνια και τον μαστιγώνανε, λέει, αλύπητα, τον βασανίσανε πάρα πολύ. Δεν ξέρω γιατί έγινε στη Μαλακάσα και, δεν ξέρω, είχαν εκεί φρουρά, τον πήγανε για να παραδειγματίσουν για κάτι άλλο... Πάντως, μου έλεγε η γιαγιά μου, ότι βγήκανε, λέει, οι γυναίκες από τη Μαλακάσα –τους το λέγανε μετά οι γριές– οι μανάδες και ουρλιάζανε, είχανε βγάλει τα κεφαλομάντηλά τους –γιατί τότε οι γυναίκες φορούσαν όλες μαντήλα στο κεφάλι– είχανε λύσει, λέει, τις πλεξούδες και τραβάγαν τα μαλλιά τους και ζήταγαν από τους Γερμανούς έλεος, να μην τόνε σκοτώσουνε. Τόνε βασάνισαν, όμως, λέει, πάρα πολύ. Τον βασανίσανε πάρα πολύ και, στο τέλος, τον κρεμάσανε, τον απαγχονίσανε. Και βγήκανε λέει, οι γυναίκες εκεί και ούρλιαζαν και έπεσαν στο δρόμο και τον τραγουδούσαν και μοιρολογούσαν και τραβούσαν τα μαλλιά τους και ζητούσαν έλεος απ' τους Γερμανούς... Δεν τα κατάφεραν, όμως, τον κρεμάσαν το παιδί αυτό και μετά από, δεν ξέρω πόσο καιρό μπορεί να έμενε εκεί κρεμασμένος στον πλάτανο, πήγανε μια συνοδεία ο πατέρας του, με τον πρόεδρο του χωριού και παρακάλεσαν και φέρανε το σώμα του στο Καπανδρίτι και, μου 'χε πει η θεία η Φώτω, είχανε βγάλει και ένα στιχάκι στο Καπανδρίτι για το Δημήτρη αυτό. Νομίζω ότι το θυμάμαι, το 'χω κάπου γραμμένο, δεν το 'χω μπροστά μου, αλλά νομίζω ότι το θυμάμαι... Που έλεγε: «Οι Γερμανοί μπλοκάρανε όλο το Καπανδρίτι και πιάσανε το φίλο μας τον άτυχο Δημήτρη Ευθύς τόνε κρεμάσανε πέρα στη Μαλακάσα οι εχθροί του το θελήσανε να τόνε δουν στην κάσα». Αυτό μου το έχει πει η θεία η Φώτω, μου το 'χε αφηγηθεί, δεν ξέρω αν υπήρχε κι άλλο στιχάκι, αυτό θυμάμαι τώρα και σου το αναφέρω. Αυτή ήταν η τελευταία μας ιστορία.
Δημήτρη, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτά που μου αφηγήθηκες...
Εγώ σ' ευχαριστώ πάρα πολύ, που μου έδωσες την ευκαιρία να μιλήσω για τα ήθη και τα έθιμα τα αρβανίτικα και να θυμηθώ παλιές ιστορίες, που μου έχουν αναφέρει, η γιαγιά μου κυρίως και οι γονείς μου. Να είσαι καλά, σου εύχομαι καλή επιτυχία σε ό,τι κι αν κάνεις. Να είσαι πάντα καλά. Και γιατί όχι, αν μας δοθεί πάλι ευκαιρία, να ξανακάνουμε κάτι παρόμοιο. Να είσαι καλά. Σου εύχομαι τα καλύτερα.
Σε ευχαριστώ.
Περίληψη
Ο κύριος Μίχας, ιστορικός με μεταπτυχιακό στις αρβανίτικες κοινότητες και ταβερνιάρης, δίνει μια διεξοδική και πολύπλευρη προσέγγιση της ζωής στα αρβανιτοχώρια της ανατολικής Αττικής. Δομώντας τη συνέντευξη ανά μήνα, αναλύει τα έθιμα, τις αγροτικές εργασίες, τη θρησκευτική και λαϊκή παράδοση, όπως αυτά λαμβάνουν χώρα κατά την διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους. Παράλληλα, διανθίζει την αφήγησή του με γλαφυρές περιγραφές χιουμοριστικών επεισοδίων, δοξασιών, παρουσίαση συνταγών, τραγουδιών, μοιρολογιών και ξεματιασμάτων, στα αρβανίτικα ή τα ελληνικά, προβάλλοντας τους ιστορικούς δεσμούς που συνδέουν το χθες με το σήμερα μέσα στο ιστορικό συνεχές. Τέλος, αφηγείται μερικά τραυματικά περιστατικά του παρελθόντος που αφορούν την τοπική κοινότητα, αλλά και ιστορίες από τα χρόνια της Κατοχής.
Αφηγητές/τριες
Δημήτριος Μίχας
Ερευνητές/τριες
Φώτης Κοροσιάδης
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/08/2022
Διάρκεια
247'
Περίληψη
Ο κύριος Μίχας, ιστορικός με μεταπτυχιακό στις αρβανίτικες κοινότητες και ταβερνιάρης, δίνει μια διεξοδική και πολύπλευρη προσέγγιση της ζωής στα αρβανιτοχώρια της ανατολικής Αττικής. Δομώντας τη συνέντευξη ανά μήνα, αναλύει τα έθιμα, τις αγροτικές εργασίες, τη θρησκευτική και λαϊκή παράδοση, όπως αυτά λαμβάνουν χώρα κατά την διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους. Παράλληλα, διανθίζει την αφήγησή του με γλαφυρές περιγραφές χιουμοριστικών επεισοδίων, δοξασιών, παρουσίαση συνταγών, τραγουδιών, μοιρολογιών και ξεματιασμάτων, στα αρβανίτικα ή τα ελληνικά, προβάλλοντας τους ιστορικούς δεσμούς που συνδέουν το χθες με το σήμερα μέσα στο ιστορικό συνεχές. Τέλος, αφηγείται μερικά τραυματικά περιστατικά του παρελθόντος που αφορούν την τοπική κοινότητα, αλλά και ιστορίες από τα χρόνια της Κατοχής.
Αφηγητές/τριες
Δημήτριος Μίχας
Ερευνητές/τριες
Φώτης Κοροσιάδης
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/08/2022
Διάρκεια
247'