«Ελιξίριον», ένα «αλχημικό εργαστήριο» στην οδό Ευριπίδου 41
Ενότητα 1
Η οικογενειακή επιχείρηση στο πέρασμα του χρόνου, τα μπαχάρια και η οδός Ευριπίδου
00:00:00 - 00:21:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία! Είναι 9 Αυγούστου, είμαι η Αναστασία Καραδημήτρη, ερευνήτρια στο Istorima, βρισκόμαστε στην Ακαδημία Πλάτωνος και βρίσκομαι με... …ν. Είναι, απλά, «Να πάρουμε, ας πούμε, κάτι τις και εμείς από αυτό που θα γίνει. Διαφορετικά, αν δεν πάρουμε, δεν υπάρχει λόγος να γίνει».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Μεταβολές στο εμπόριο, η εξέλιξη της Ευριπίδου και η οικογενειακή παράδοση
00:21:52 - 00:47:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και υπήρχε κοσμοσυρροή, να φανταστώ; Ναι, γιατί πολύ απλά δεν υπήρχαν super-market. Το super-market άρχισε να μπαίνει μετά το ’74. Το πρώ…λατινικά τους, είτε με τα τοπωνυμικά τους, είτε με τα κλασικά τους και να μπορώ να το σερβίρω, να δώσω στον εκάστοτε αυτό που ζητάει. Αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η προέλευση των προϊόντων, η αγροτική καλλιέργεια και τα ταξίδια
00:47:41 - 01:04:35
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και αντίστοιχα, να μπορείς να επιλέξεις και από πού θα προμηθευτείς ή θα εισάγεις το εκάστοτε προϊόν. Αυτό είναι ξεκάθαρο, γιατί άπαξ και…ρίζεις, τα λέτε τηλεφωνικά, τα λέτε μέσω email. Ό,τι έχεις να κάνεις, από κει και πέρα, είναι πολύ πιο εύκολο, σε σχέση με την πρώτη επαφή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Τα προϊόντα του εξωτερικού, οι περιπέτειες ενός εμπόρου μπαχαρικών και το «τσάι project»
01:04:35 - 01:32:51
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είπαμε μια ιστορία για ένα ταξίδι κι ένα προϊόν που δεν έπιασε, εν τέλει, στην Ελλάδα, όσο κι αν ήτανε λύση και για τον άνθρωπο και για το …. Τίποτα! Θα σου πω ότι το 2000, που ανανεώθηκε πάλι ο χώρος, τότε, κόστισε 40.000 ευρώ, για να φτάσει εκεί. Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Η οικογενειακή επιχείρηση στο πέρασμα του χρόνου, τα μπαχάρια και η οδός Ευριπίδου
00:00:00 - 00:21:52
[00:00:00]Ωραία! Είναι 9 Αυγούστου, είμαι η Αναστασία Καραδημήτρη, ερευνήτρια στο Istorima, βρισκόμαστε στην Ακαδημία Πλάτωνος και βρίσκομαι με... Μπορείς να μου πεις το όνομά σου;
Περικλής Κονιάρος λέγομαι εγώ. Είμαι ιδιοκτήτης του καταστήματος «Elixir» ή «Ελιξίριο», όπως το λέμε στα Ελληνικά, το οποίο χρονολογείται από το 1948, αλλά εδραιώθηκε στο χώρο αυτόν, στον οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα, από το ’59 και μετά. Το ’48, το είχε ο παππούς, ο οποίος είχε ένα κατάστημα με τα κλασικά της εποχής εκείνης, τα καταστήματα των αποικιακών και της κιγκαλερίας, δηλαδή προϊόντα τα οποία είχαν να κάνουν με την καθημερινότητα των νοικοκυραίων, ας πούμε, της νοικοκυράς, από κλασικά όσπρια, δημητριακά, ρύζια και προϊόντα της εγχώριας αγοράς, τσάι του βουνού, κλασικά προϊόντα, ροφήματα, ας πούμε, φασκόμηλα και τα λοιπά και οτιδήποτε έχει να κάνει με την κουζίνα, ρίγανες, δάφνες, δυόσμους και τα λοιπά και τα λοιπά. Εν συνεχεία, η εξέλιξή του γίνεται ένα μέρος από τον πατέρα μου - Ιωάννης Κόνιαρης - ο οποίος το ανέλαβε από το ’59 και το εξέλιξε, δηλαδή ξέφυγε από αυτή την, ας πούμε, εμφάνιση του χώρου τύπου «Ζήκος», δηλαδή με τα όσπρια, τα δημητριακά και τα λοιπά και εντρύφησε περισσότερο στο κομμάτι των καρυκευμάτων και στο κομμάτι το οποίο είχε να κάνει με το αρωματικό φυτό και το κομμάτι του φαρμακευτικού φυτού, αν θέλουμε να θεωρήσουμε κάποια φυτά από αυτά, τα οποία έχουν να κάνουν με ίαση ας πούμε, όπως είναι το χαμομήλι, το τσάι του βουνού, όπως είναι το φασκόμηλο, όπως είναι η λεβάντα και ούτω καθεξής. Τα χρόνια εκείνα… Μιλάω, τώρα, για τα χρόνια εκείνα του παππού. Οι άνθρωποι ήτανε πολύ πιο λιτοί. Δεν είχαν αυτόν τον υπερκαταναλωτισμό. Ήταν συγκεκριμένα πράγματα στην κουζίνα τους. Να καταλάβεις ότι μπαχαρικά της εποχής εκείνης ήταν πολύ συγκεκριμένα. Υπήρχε η πάπρικα της Αριδαίας, που ήτανε εγχώριο προϊόν, οι ρίγανες, οι οποίες είναι κλασικές, Τριπόλεως, ας πούμε Λαρίσης, Θεσσαλίας και τα λοιπά, κάποιες δάφνες από την Εύβοια, κάποιες δάφνες απ’ την Κόρινθο, κάποια φασκόμηλα από το Αγρίνιο και το Μεσολόγγι και κάποια άλλα προϊόντα, τσάγια του βουνού, από περιοχές Ευβοίας, από περιοχές Κρήτης, από περιοχές Ηπείρου και ούτω καθεξής, δηλαδή τα πράγματα που ουσιαστικά, σαν κωδικοί, κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη δεν ξεπερνούσαν τους 15 με 20 κωδικούς. Αναγκαστικά, λοιπόν, από το ’59 και μετά, επειδή άρχισε να μπαίνει στην αγορά αυτό που λέμε "fashion", ας πούμε, δηλαδή να μπαίνουν τα πράγματα εισαγόμενα, να μπαίνει το μαύρο το πιπέρι… Δηλαδή, να σου δώσω να καταλάβεις, τα πρώτα χρόνια - μιλάμε μέχρι το ’70 - οι άνθρωποι της εποχής εκείνης το πιπέρι το μαύρο το θεωρούσαν too much για την τσέπη τους, πολύ ακριβό. Η κλασική τους συνταγή ήτανε αλάτι, ρίγανη και λίγο πάπρικα. Αυτά βάζαν στα φαγητά τους. Δεν χρησιμοποιούσαν τίποτε άλλο. Δεν φτάναν τα λεφτά, για να πληρώσουνε κάτι πολύ ακριβό. Την εποχή εκείνη, ας πούμε, υπήρχαν κάποιοι χώροι στο Κολωνάκι και κάποιοι χώροι στην Κηφισιά, όπως είναι ο «Φανόπουλος», ας πούμε, ακόμα, στην Κηφισιά, οι οποίοι φέρνανε πιπέρι, μόνο μαύρο, ούτε λευκό, ούτε πράσινο, ούτε ροζ, απλά για τις ελίτ της εποχής εκείνης, δηλαδή αυτοί οι οποίοι έκαναν και ταξίδια στο εξωτερικό, παίρνανε και γεύσεις από 'κει και τα αναζητούσαν και είχαν και το πλεονέκτημα της ευμάρειας, ας το πούμε, να μπορούν να αγοράζουν τέτοια πράγματα. Το αλάτι, να σου δώσω να καταλάβεις, ήταν με τη σέσουλα. Δεν υπήρχε συσκευασμένο αλάτι. Ο «Καλαμαράκης», ας πούμε, τα δύο αδέρφια, τους οποίους τους γνώρισα εγώ αρκετά μικρός με τον πατέρα μου, είχανε μια αποθήκη στην οδό «Πειραιώς» και συσκευάζανε σε μικρά σακουλάκια, τότε, αλάτι και τα δίνανε μόνο στο Κολωνάκι και μόνο στην Κηφισιά, για τις γυναίκες της εποχής εκείνης. Όλοι οι υπόλοιποι αγοράζαν αλάτι από το «Μονοπώλιο», όπως αγόραζε και ο «Καλαμαράκης» από το «Μονοπώλιο», ο οποίος είναι ένας μεγάλος και τρανός επιχειρηματίας. Είναι τα παιδιά του τώρα. Τα αγόραζαν συσκευασμένα μόνο οι ελίτ της εποχής εκείνης. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος τα αγόραζε με το κιλό, σέσουλα, κιλό, τότε οκάδες, μετά γίνανε κιλά και ούτω καθεξής. Άρα, λοιπόν, αντιλαμβάνεσαι ότι εκείνες οι εποχές, μεταξύ ’48 και ’59, ήταν εποχές οι οποίες ήτανε πολύ «πρωτόγονες» - να το πω έτσι - στα θέματα κουζίνας και διατροφικής καθημερινότητας. Το '59 ξεκινά, ας πούμε, μια έξαρση εισαγωγών. Υπήρχε το μαύρο το τσάι, απλά αρχίζει και ξαναμπαίνει στη ζωή των Αθηναίων. Η επαρχία, βέβαια, ακόμα, ζει μέσα σε ένα σκότος, έτσι; Ελάχιστα μπακάλικα της εποχής, τα οποία προμηθεύαμε και εμείς τότε, αρχίζουν και μπαίνουν δειλά-δειλά. «Να πάρουμε και αυτό, μη μας το ζητήσει κανένας» και τα λοιπά. Οπότε, αρχίζει και γίνεται ένα άνοιγμα - να το πούμε - επαγγελματικό, αν και οι εποχές είναι πάρα πολύ δύσκολες, γιατί το ’58 με ’59 υπήρχε μεγάλη αποδήμηση ανθρώπων στο εξωτερικό, λόγω του ότι υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Είχε περάσει ένας πόλεμος, Β΄ Παγκόσμιος. Αντιλαμβάνεσαι ότι εδώ τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Λοιπόν, και ο κόσμος ήτανε σε ένα σοκ, ας πούμε. Δεν ξέρουν τί να κάνουν. Να κάτσουν Ελλάδα, να φύγουν απ’ την Ελλάδα; Υπήρχαν, βέβαια, και προσφορές από το εξωτερικό για χέρια εργατικά και μεγαλύτερους μισθούς και με καλύτερες συνθήκες και κάποιοι από αυτούς φύγαν. Οπότε, υπήρχε μία υποτονική κατάσταση στο θέμα των αγορών και της κατανάλωσης, της ευρείας κατανάλωσης. Όμως, αρχίζει αυτό το πράγμα αλλάζει λίγο την όψη της καθημερινότητας των πολιτών, δηλαδή αρχίζει να λέει ο άλλος «Ας βάλω και λίγο μαύρο πιπέρι στο φαγητό μου». Είχαν λυσσάξει να τρώνε σκέτο μπούκοβο, αυτό που βάζουνε στον πατσά, ας πούμε, να το ρίχνουνε σχεδόν παντού, να το βάζουν, στα κρέατα παντού, τις πάπρικες της Αριδαίας, τις οποίες και τις κατέστρεψε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, με τους υπερδανεισμούς που έκανε στους αγρότες τότε. Φοβερές παραγωγές σου μιλάω τώρα, χιλιάδες τόνοι! Αλλά έφαγε τους αγρότες και τελείωσε το πανηγύρι. Η Ελλάδα η μάνα τρώει τα παιδιά της, τέλος πάντων. Και εν συνεχεία, για να επανέλθουμε στο προηγούμενο, αρχίζουν να εξοικειώνονται με έναν νέο τρόπο γεύσεων, διατροφής και τα λοιπά. Εγώ, ουσιαστικά, δεν έχω γνωρίσει αυτό το κομμάτι, γιατί είμαι πολύ μεταγενέστερος. Είμαι γεννημένος το ’66. Οπότε, αρχίζω και αντιλαμβάνομαι πράγματα, γιατί μικρός δεν μπορούσα να έχω επαφή με τους χώρους… Αρχίζω και αντιλαμβάνομαι πράγματα από το ’78, ’79, ’80, που ήμουν 14-15 χρονών. Και εκεί, αρχίζω να παίρνω τις ιδέες, τις μυρωδιές, τις γεύσεις του χώρου. «Τι γίνεται; Τι τα κάνουν αυτά; Πού τα χρησιμοποιούνε; Γιατί τα παίρνουμε;». Μεγαλωμένος όντας και στην Αθήνα, δεν είχα επαφή με επαρχία. Η επαρχία ήταν κάτι το καλοκαιρινό. Ήταν ένα όνειρο καλοκαιρινό, που πήγαινα, ας πούμε, να κάνω τις διακοπές μου, αλλά έμενα σε αυτό το κομμάτι, στο κομμάτι της θάλασσας, στο κομμάτι της παρέας, των φίλων, των παιδιών και εντάξει, να δεις και 5-10 φυτά, αλλά χωρίς να ξέρεις και τι είναι. Αρχίζω, λοιπόν, από τα 14-15 να εντρυφίζω ελαφρώς, ας πούμε, στο αντικείμενο των εργασιών του πατέρα μου, ο οποίος, σαφώς, είχε αρχίσει και είχε εξελίξει ένα μεγάλο κομμάτι σ’ αυτά, δηλαδή είχε αυξήσει την γκάμα, είχε βάλει κι άλλα πράγματα, με απώτερο σκοπό και την προσέλευση του κόσμου, αλλά και την αλλαγή πλεύσης και την ιδιαιτερότητα του χώρου, σαν κατάστημα. Οριστικά, αρχίζω και μπαίνω, για τα καλά, στην ιδέα όλου αυτού του χώρου όταν έχω φτάσει ’80-’81, που είμαι περίπου στα 17, στα 18 και αρχίζω και βλέπω τί γίνεται. Στη συνέχεια, δίνω και εξετάσεις στη Γεωπονική, που εκεί, πλέον, πήρα και το βάπτισμα όλου του πυρός, δηλαδή μπήκα γερά μέσα στο έργο. Αυτά ήτανε κάποια πράγματα στα οποία, ουσιαστικά, ας πούμε εκπαιδεύτηκα, μπήκα σε μία καλύτερη, ας πούμε, σε σχέση με τους προηγούμενους, γονέας και παππούς και απλά προσπάθησα, εν μέρει, να αλλάξω λίγο τον τρόπο, συμπεριλαμβανομένου ότι τα τελευταία 30 χρόνια είχε ξεκινήσει ένα μεγάλο ξεκίνημα, αλλαγής τρόπου κουζίνας, σε όλα τα επίπεδα, από εκπομπές στην τηλεόραση μέχρι περιοδικά, μέχρι βιβλία, μέχρι συνταγές απλές, ακόμα και στο πιο φτηνιάρικο, ας πούμε, περιοδικό της αγοράς. [00:10:00] Όλο αυτό δημιούργησε, ας πούμε, ένα μεγάλο ξεκίνημα στον κόσμο, να αλλάξει τον τρόπο σκέψης και να αλλάξει τον τρόπο διατροφής του, πάντα προς το καλύτερο, αλλά με διαφορετικές επιρροές από όλη τη Μεσόγειο και από περιοχές που δεν ανήκουν στην Μεσόγειο. Και από τα άκρα της. Από Ασία, από Νότιο Αμερική, Αμερική και τα λοιπά. Δηλαδή, πριν πολλά χρόνια, σαν παιδί, θυμάμαι ότι υπήρχαν μόνο καλαμάκια-σουβλάκια. Και υπήρχε και doner. Το doner ήταν ένας κιμάς, γύρος ψητός, ο οποίος κοβότανε και ήτανε μοσχάρι. Στην πορεία, αυτό άρχισε να γίνεται κοτόπουλο το καλαμάκι, το doner έγινε γύρος χοιρινός, μπήκε στη ζωή και η πίτα. Ενώ παλιά ήταν μόνο με ένα ψωμάκι και ένα σουβλάκι, αρχίσαν σταδιακά και το βάλαν σε πίτα. Θέλω να δώσω να καταλάβεις και λίγο το κομμάτι της εξέλιξης και της διατροφής, της καθημερινής διατροφής. Οπότε, όλα αυτά δώσανε, ας πούμε, ένα έναυσμα και στις δικές μας τις δουλειές - να το πω έτσι, γιατί δεν είμαι μοναδικός σε αυτόν τον χώρο - να εξελιχθούμε βάσει των τρεχούμενων απαιτήσεων. Δηλαδή, «Τι ζητάει ο κόσμος; Τι προωθείται από τις τηλεοράσεις και από τα περιοδικά; Ποιος είναι ο στόχος όλων αυτών των πραγμάτων;». Είναι η καλυτέρευση ποιότητας ζωής του ανθρώπου, είναι η καλυτέρευση ποιότητας τροφής του ανθρώπου και ίσως είναι και αλλαγής γεύσεων, επειδή ορισμένα πράγματα είχανε μείνει σε μια "flat" κατάσταση. Θέλεις να έχεις και λίγο "balance" στο στόμα σου, στο στομάχι σου και τα λοιπά. Και εκεί, λοιπόν, απλά, εξελιχθήκαμε, ανοιχτήκαμε περισσότερο, δηλαδή ξεφύγαμε από τα βασικά πλαίσια μιας local επιχείρησης και με καθαρά μεσογειακό ταπεραμέντο γεύσεων. Να αρχίζεις να γίνεσαι "fashion", δηλαδή να μπαίνεις, ας πούμε, σε αυτό το κομμάτι που να έχεις και ασιατικό προϊόν, να έχεις και ινδικό προϊόν. Δηλαδή, το κάρι δεν υπήρχε, να σου δώσω να κατάλαβες. Το turmeric δεν το ξέρανε. Αυτό ξεκίνησε να εμφανίζεται από το ’85-’87 και μετά. Στα κοτόπουλα δεν βάζανε curry, ας πούμε. Τα κοτόπουλα, πρώτα, τα περνάγανε λάδι, λεμόνι, τύλιγμα, σούβλα, γκριλ και άντε και 1 φύλλο δάφνης μες την κοιλιά, λίγο αλάτι και that’s all! Και στο τελείωμα πάπρικα, για να ροδίσει, να κοκκινίσει, να φανεί ωραίο. Το κάρι, δηλαδή, άρχισε να μπαίνει στη ζωή μας, ουσιαστικά, από το ’87 και μετά, ’85-’87 και μετά. Μπήκε γερά δηλαδή. Εμφανίστηκε η κιτρινόριζα, εμφανιστήκανε πράγματα που δεν τα γνωρίζαμε. Μπήκε η σκόνη της μουστάρδας, που ενώ στη Γαλλία ήταν must, δηλαδή ήταν το «πρέπει» του καθημερινού Γάλλου, ας πούμε, γιατί αυτοί τα κρέατά τους δεν τα ψήνουν και πάρα πολύ - τα θέλουν λίγο "raw", ας πούμε - βάζαν το σινάπι, γιατί το σινάπι σκοτώνει τα σκουλήκια στο κρέας, οπότε τους βοηθάει να το χωνέψουνε. Μπήκε, λοιπόν, η μουστάρδα. Αρχίσαν, λοιπόν να μπαίνουνε… Κανέλες υπήρχαν πάντα. Η κανέλα είναι ένα προϊόν που διατηρούτανε πάντα, γιατί μην ξεχνάμε ότι γιορτές, τα Χριστούγεννα, όλα αυτά τραβιότανε. Η βανίλια, όμως, την είχαμε ακουστά, αλλά δεν υπήρχε σαν προϊόν φρέσκο. Υπήρχε σαν ένα προϊόν συνθετικό, που ερχόταν τότε, την εποχή εκείνη, από τη Νορβηγία, σε μορφή σκόνης και το οποίο το χρησιμοποιούσαμε ως βανίλια, αλλά ήταν βανιλίνη. Δεν ήταν βανίλια. Σταδιακά, λοιπόν, μπήκε και η βανίλια. Μέσα, λοιπόν, από τη βανίλια τη φρέσκια εμφανίστηκε και το τόνγκα, ένα άλλο αρωματικό, ένας καρπός αρωματικός, αφρικάνικος, ο οποίος έχει μία αίσθηση και μία μυρωδιά κουμαρίνης. Χρησιμοποιείται, πλέον, στα γλυκά, εξειδικευμένα γλυκά, γιατί έχει μία τοξικότητα αυτό. Δεν βάζεις πάρα πολύ. Και αρχίζει, πλέον, ο κόσμος να εξελίσσεται γευσιγνωστικά, δηλαδή να μπαίνει σε άλλα μονοπάτια γεύσεων από τα καθιερωμένα, τα κλασικά, του παππού, της γιαγιάς και του μπαμπά. Η πίτσα μπήκε στη ζωή των Ελλήνων. Μην ξεχνάμε ότι, μεταξύ ’80 και ’87, ανοίγανε πιτσαρίες λες και ήτανε βενζινάδικα, ας πούμε. Όπως και τα video club της εποχής εκείνης. Και γίνεται μία έκρηξη, ας πούμε, συνταγών, γεύσεων, μαγείρων, σεφ. Εμφανίζονται άνθρωποι οι οποίοι δεν τους ήξερες, δεν τους γνώριζε κανένας, αρθρογράφοι, συνταγολόγια και τα λοιπά. Θυμάμαι, ας πούμε, τον Αλέξανδρο, ο οποίος ήτανε και από τους πρώτους που έφερε τη λέξη «Γαστρονόμος», νόμος του γαστρίου, ας πούμε, και ούτω καθεξής. Δηλαδή, αρχίζουν σταδιακά και εμφανίζονται στην τηλεόραση χρυσές συνταγές, τσελεμεντέδες. Αρχίζει ο κόσμος και μπαίνει σε ένα mood «Καινούργια συνταγή αυτή, να τη γράψω, να την κάνω, να την ηχογραφήσω, να την κρατήσω». Και αλλάζει ο τρόπος, γενικώς, της σκέψης και του τρόπου διατροφής. Και εκεί, βέβαια, ή θα τρέξεις με τις ταχύτητες και τις απαιτήσεις της εποχής ή θα παραμείνεις στην πρώτη μικρή «Ζήκος» και θα πεις: «Εγώ εκεί θέλω να μείνω. Δεν θέλω να προχωρήσω παρακάτω. Καλά είμαι εδώ. Είμαι ικανοποιημένος από αυτό που έχω και δεν θέλω περαιτέρω ανοίγματα. Μέχρι εκεί».
Η «Ευριπίδου», σαν δρόμος… Την εικόνα την θυμάσαι; Ήταν ανέκαθεν αυτό που λέμε: «Η παλιά αγορά»;
Εγώ το θυμάμαι, ότι το 1972 ήταν ένας δρόμος γεμάτος ζωή. Καταρχάς, να μην ξεχνάμε ότι το ’70 δεν υπήρχαν super-market. Υπήρχαν μόνο τοπικά μπακάλικα στις αγορές. Στις γειτονιές και στις περιοχές εκτός Δήμου Αθηναίων, δηλαδή Ραφήνα και τα λοιπά, υπήρχαν μόνο μικρομπακάλικα. Το ’70, λοιπόν, που θυμάμαι πολύ ελάχιστα πράγματα, θυμάμαι απλά έναν φωτισμένο δρόμο με λάμπες. Ήταν εκεί οι ξηροκαρπάδες, πάρα πολλοί ξηροκαρπάδες, με φώτα το βράδυ. Κόσμος πηγαινοερχόταν πάνω-κάτω και μπαχαράδικα, δηλαδή είχε μπαχαράδικα και ξηροκαρπάδικα. Τίποτα άλλο. Δεν υπήρχαν ούτε μαγαζιά με αυγά, με τυριά, ούτε με αλίπαστα, ούτε τίποτα. Αυτά ξεκινάγανε, ουσιαστικά, από την «Αθήνας» και πάνω. Από την «Αθηνάς» και κάτω, μέχρι την «Κουμουνδούρου» ήτανε μαγαζιά τα οποία πουλάγανε ξηρούς καρπούς, μπαχαρικά, είδη κιγκαλερίας, που έλεγα προηγουμένως, δηλαδή απλά πράγματα, φτερά για να ξεσκονίζεις το σπίτι σου, κάποια καλάθια που βάζανε προϊόντα μέσα, καλάθια μικρά για μεταφορές. Μην ξεχνάμε ότι το ’70 δεν υπήρχαν πλαστικές σακούλες. Ο κόσμος κυκλοφορούσε με πάνινες σακούλες. Ούτε χάρτινες υπήρχαν. Kαι πιο παλιά, ήταν και χειρότερα τα πράγματα, δηλαδή πιο παλιά, να σου δώσω να καταλάβεις, το κρέας το δένανε με το βούρλο. Το έπιανες με το δάχτυλο και το πήγαινες σπίτι. Το ψάρι ή τα ψάρια τα περνάγανε, με βούρλα, μέσα από τα βράγχια, 5-5, 6-6 και το έπαιρνες έτσι γιατί δεν υπήρχαν σακούλες. Το τρώγανε οι μύγες στο δρόμο, οι σφήκες. Το πήγαινες σπίτι έτσι όμως. Δεν υπήρχανε τσάντες χάρτινες ή πλαστικοποιημένο χαρτί, να το τυλίξει χωνί, να το βάλει μέσα. Το ’70 υπήρχαν οι πάνινες σακούλες, δηλαδή έβγαινε κάποιος να ψωνίσει και είχε μία μεγάλη πάνινη σακούλα κι έβαζε τις ντομάτες του, τα λαχανικά του, τα κρέατά του, ας πούμε, τα οποία τα τυλίγανε, ξέρω 'γω, με εφημερίδες και τέτοια πράγματα, τα χασαπόχαρτα της εποχής κι έτσι πήγαινες σπίτι σου. Και κυκλοφόρησαν οι νοικοκυρές, την εποχή εκείνη, με αυτά, με κάτι πάνινες τσάντες, να ψωνίσουνε, να πάρουν αυτά που θέλουνε να πάρουνε, για να γυρίσουν στα σπίτια τους. Άρα, λοιπόν, ο δρόμος αυτός ήτανε, εξ ανέκαθεν, μπαχαρόδρομος και δρόμος με ξηροκαρπάδες. Και το ίδιο και η «Σοφοκλέους», απ’ την άλλη πλευρά. Η «Σοφοκλέους» είχε λίγο πιο μεγάλους χονδρεμπόρους, ας το πούμε έτσι. Η «Σοφοκλέους», να σου δώσω να καταλάβεις, είχε τον Χατζηαθανασίου. Ήταν μεγαλέμποροι της εποχής εκείνης. Ήτανε ο άλλος, ο Χρηστάκης, ο οποίος είχε τυριά. Μιλάμε για χονδρική τώρα, βαρέλια, όχι 2 κιλά και 3 κιλά. Ήταν ο Βερόπουλος. Από κει ξεκίνησε ο Βερόπουλος, ο οποίος[00:20:00] ήταν ένα υπόγειο και είχε χονδρική. Και ήταν κάνα-δυο-τρεις άλλοι έμποροι, οι οποίοι, τώρα, ούτε τους θυμάται κανείς. Και να τους πω δεν θα τους θυμάται κανένας. Οι δρόμοι, λοιπόν, ήταν αυτοί. Η πλευρά πίσω ήτανε η Λαχαναγορά της Βαρβακείου. Μία άθλια κατάσταση τότε. Υπήρχε ένας τεράστιος λάκκος πίσω, τεράστιος λάκκος, 8-9 μέτρα βάθος και γύρω-γύρω, περιφερειακά απ' αυτό το λάκκο, υπήρχανε τσίγκια από πάνω ή ελενίτ, ας πούμε, της εποχής και εκεί στεγαζόντουσαν τα μανάβικα. Ψαραγορά και Κρεαταγορά ήταν εκεί που είναι τώρα, δηλαδή δεν έχει αλλάξει τίποτα. Αλλά τότε, εκείνη την εποχή, στα μανάβικα δεν υπήρχαν ψυγεία. Ήτανε ένας τεράστιος λάκκος. Είχε ένα συρματόπλεγμα γύρω-γύρω, περιφερειακά, το οποίο το είχε βάλει ο Δήμος τότε. Που αυτός ο λάκκος χρησιμοποιήθηκε μετά και έγινε το υπόγειο γκαράζ του Δήμου και μετά σφραγίστηκε και φτιάξανε γύρω-γύρω, ας πούμε, τα μαγαζιά που βλέπεις. Λοιπόν, έτσι είχαν τα πράγματα. Ήταν μία, έτσι, πρωτόγονη κατάσταση. Έτσι, άγουρα χρόνια. Δεν υπήρχε μέριμνα και δεν υπάρχει ακόμα, δηλαδή, για τίποτα. Τώρα, αν γίνονται κάποια έργα, γίνονται γιατί υπάρχουν συμφέροντα από το έργο. Όχι, ο απώτερος σκοπός δεν είναι να διευκολύνει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι, απλά, «Να πάρουμε, ας πούμε, κάτι τις και εμείς από αυτό που θα γίνει. Διαφορετικά, αν δεν πάρουμε, δεν υπάρχει λόγος να γίνει».
Ενότητα 2
Μεταβολές στο εμπόριο, η εξέλιξη της Ευριπίδου και η οικογενειακή παράδοση
00:21:52 - 00:47:41
Και υπήρχε κοσμοσυρροή, να φανταστώ;
Ναι, γιατί πολύ απλά δεν υπήρχαν super-market. Το super-market άρχισε να μπαίνει μετά το ’74. Το πρώτο super-market, που έγινε στην Αθήνα, ήτανε στη «Λεωφόρο Αλεξάνδρας». Το έκανε ο Μαρινόπουλος το πρώτο. Και σιγά-σιγά, άρχισαν να μπαίνουν και άλλοι στο παιχνίδι. Μπήκανε οι Βερόπουλοι, οι Σκλαβενιτέοι. Ήτανε 2 αδέρφια που γυρνάγανε με τα ποδήλατα και αγοράζανε απ’ τον πατέρα μου, αγοράζαν από τον έναν, από τον άλλον. Αλλά πέσανε στην περίοδο της Χούντας. Τα δύο αδέρφια, ευνοούμενοι, ας πούμε, οι οποίοι, βέβαια, ήταν και νοικοκυραίοι, δεν ήτανε τσαπατσούληδες, να πάρουνε τα λεφτά και να τα φάνε. Γιατί υπήρξαν κι άλλοι που βρέθηκαν έτσι, με ας πούμε «καλά δόντια», αλλά τα καταστρέψανε, τα καταφάγανε. Οι Σκλαβενιτέοι, λοιπόν, γυρνάγανε και ψωνίζανε. Μέσα από την αγορά παίρνανε, φτιάχνανε φακελάκια μικρά, τα πουλάγανε, ας πούμε, καρτέλες και τα λοιπά. Έτσι ξεκινάγανε κάπως. Γιατί μιλάμε ότι είχαν περάσει έναν πόλεμο, έναν πόλεμο ο οποίος ήτανε καταστροφικός για τη χώρα, με μία οικονομία τελειωμένη, που προσπαθούσε να δώσει, πάλι, ώθηση, ξεκίνημα για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της. Μία οικονομία στηρίζεται, πάντα, από το εμπόριο. Δεν στηρίζεται από τίποτα άλλο. Εκεί, λοιπόν, ήταν το τρικ το μεγάλο. Το εμπόριο ήτανε, μεν, μια άνθηση οικονομική, αλλά η μεγαλύτερη άνθηση, οικονομική, την έκανε η ανοικοδόμηση των Αθηνών. Εκεί, πέσαν τα πρώτα λεφτά. Γκρεμίσαν τα νεοκλασικά και κάναν πενταόροφες. Γκρεμίσανε αυτά τα «ποιήματα», ας πούμε, που για να τα φτιάξεις, θέλεις πολλά εκατομμύρια και φτιάχναμε ντουβάρια. Κι εκεί, υπήρξε μια άνοδος οικοδομική. Η οικοδομική άνοδος έφερε χρήμα, γιατί το οικοδομικό μεροκάματο είναι υψηλό, οπότε το υψηλό μεροκάματο αρχίζει και φέρνει λεφτά. Τα λεφτά δίνουν το πλεονέκτημα της μεγάλης αστυφιλίας, να κατεβούν οι αγρότες από τις επαρχίες και να μείνουν στις πόλεις. Υπήρχε, τέλος πάντων, ένας φαύλος κύκλος, ο οποίος γύρναγε τα χρήματα από την επαρχία στην Αθήνα και η Αθήνα στην επαρχία. Αυτό το πράγμα. Και έτσι, ξεκινάει, ας πούμε, να ξαναφορτώνει, ας πούμε. Κατά τρόπον τινά, η Αθήνα, και γενικότερα η Ελλάδα, να παίρνει τα πάνω της μέσα από αυτό το φαύλο κύκλο. Οι αγρότες με τα αγροτικά προϊόντα πουλάγανε, αγοράζανε σπίτια στην Αθήνα, κάποιοι που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, γιατί δεν γουστάραν και την αγροτιά. Πούλαγαν τα κτήματα, τα παίρναν κάποιοι που είχανε πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις, μεγαλοτσιφλικάδες, οπότε κατά συνέπεια, λοιπόν, αυτός έφευγε, φυγαδευότανε στο κέντρο της πόλης. Με τα λεφτά τα οποία έπαιρνε, αγόραζε ένα σπίτι κι άλλο ένα, για να παίρνει το ενοίκιο, μέχρι να βρει τι δουλειά θα κάνει και τα λοιπά. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Τέλος πάντων, ξεφύγαμε από το θέμα, αλλά όλη αυτή η περίοδος… Εκείνη ήταν μία δύσκολη περίοδος. Και σταδιακά, άρχισε η Βαρβάκειος να αλλάζει χρώμα, με τα χρόνια. Δηλαδή, αφού πέρασε ο Μπέης, ο Δήμαρχος, τότε, των Αθηνών, εν συνεχεία, εάν δεν κάνω λάθος, μπήκε η Μελίνα. Μετά τη Μελίνα, μπήκε ο Έβερτ, μετά τον Έβερτ μπήκε ο Αβραμόπουλος, εν συνεχεία μπήκε η Μπακογιάννη, μετά τη Μπακογιάννη εμφανίστηκε ο Καμίνης και ο Κακλαμάνης. Ο καθένας έβαζε ένα μικρό λιθαράκι και αποσκοπούσε, ας πούμε, στην καλύτερη ποιότητα ζωής των Αθηναίων. Και βέβαια, διορθωνότανε, σταδιακά, η περιοχή. Οι περιοχές εκεί, στο Κέντρο, ήτανε μαύρες περιοχές. Δεν ήτανε περιοχές που μπορούσες να κυκλοφορήσεις βράδυ. Ήτανε day zones. Η νύχτα ήτανε ζόρικη. Τrafficing, drug dealers και ούτω καθεξής. Επίτηδες τα κάνανε αυτά, για να μπορέσουν να υποβαθμίσουν τις περιοχές και να τα αγοράσουνε κάποιοι επιτήδειοι, έξυπνοι και να κάνουνε, μετά, εις τετραπλούν τα έσοδά τους. Τέλος πάντων, αυτός ο δρόμος έχει αλλάξει πάρα πολύ από τότε, δηλαδή έχει χάσει το βασικό της στοιχείο. Έχει μείνει το βασικό της στοιχείο από τη «Σωκράτους» και πάνω. Και από τη «Σωκράτους» και κάτω, αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις να κάνεις... Όχι ότι έχεις να κάνεις εσύ. Ότι δεν ανταποκρίνεται στην ελληνική ζώνη. Ανταποκρίνεται στην ασιατική ζώνη. Ανταποκρίνεται σε Μπαγκλαντεσιανούς, Πακιστανούς, σε Ινδούς, σε Τούρκους, σε Αφγανούς, σε Μαροκάνους και ούτω καθεξής.
Πάνω σε αυτό που λέγαμε, μια έτσι γενική ερώτηση, δηλαδή ποιες είναι οι διαφορές στο χρόνο από την εικόνα εκείνη που περιέγραψες της «Ευριπίδου», με σήμερα;
Τεράστια! Υπάρχει αλλαγή προσώπων, καταρχάς, στο εμπόριο. Οι κληρονόμοι των προηγούμενων καταστημάτων δεν ασχολήθηκαν με το αντικείμενο αυτό, δηλαδή κάποιων τα παιδιά γίνανε δικηγόροι, κάποιων άλλων γίνανε πολιτικοί μηχανικοί, κάποιοι άλλοι φύγαν στο εξωτερικό, γιατί θεωρούσαν ότι η χώρα αυτή δεν τους πάει, δεν τους βγάζει και κάποιοι άλλοι, ας πούμε, εγκλωβιστήκανε σε μία πραγματικότητα επαγγελματική άλλη, κάνοντας άλλες δουλειές ή αποφασίσανε να μην ξανασχοληθούν με αυτό το αντικείμενο, διότι αυτό το αντικείμενο δεν τους βγαίνει. Άρα, λοιπόν, δεν υπήρχε συνέχεια. Και εφόσον δεν υπάρχει συνέχεια και υπάρχει κενό, το κενό αυτό, πάντα, καλύπτεται από κάποιον, δηλαδή κάποιος θα βρεθεί να καλύψει αυτή την τρύπα, ας πούμε, που δεν καλύπτεται. Γιατί μην ξεχνάμε και την κρίση του ’81, η οποία ήταν μεγάλη κρίση, σοβαρή κρίση σε όλα τα μέτωπα. Και στα εφοπλιστικά μέτωπα. Είχα κάτι γνωστούς, τότε, που είχαν καράβια και τα λοιπά και τα πουλάγανε έτσι. Αλλά και στο εμπορικό κομμάτι, πάρα πολλά μαγαζιά κλείσανε, δηλαδή βρεθήκανε να μην υπάρχει νόημα, καν, να κρατήσεις μία επιχείρηση. Για ποιο λόγο να την κρατήσεις; Όταν γνωρίζεις ότι, σήμερα, τα παιδιά σου, ας πούμε, σπουδάζουνε ή το αντικείμενο των σκέψεων και των θέσεων τους δεν έχει καμία σχέση με αυτό που εσύ κάνεις, δεν έχεις κανένα λόγο να κρατήσεις κάτι που δεν έχεις κάπου, να του δώσεις συνέχεια. Άρα, λοιπόν, το παράταγες. Και σιγά-σιγά, όσο νεκρώνει μία περιοχή, δηλαδή κλειστό μαγαζί, κλειστό μαγαζί δίπλα, κλειστό μαγαζί δίπλα και όλη αυτή η περιοχή αρχίζει και κλείνει… Δηλαδή, κάποτε, η «Μενάνδρου» ήτανε όλα κλειστά μαγαζιά. Αλλάζει η όψη της και από πλευράς του ότι φοβάσαι να περάσεις. Τι να κάνεις σε έναν δρόμο γεμάτο κλειστά μαγαζιά; Και κατά δεύτερον, εκεί, καταλαμβάνεται από υποβαθμισμένη κοινωνία, δηλαδή διακινητές ναρκωτικών, διακινητές γυναικών, παράνομο, λαθραία τσιγάρα, λαθραία ρούχα, λαθραία κινητά, κλεμμένα προϊόντα και αυτό το πράγμα δημιουργεί μία υποβάθμιση. Όταν υποβαθμίζεται, λοιπόν, μια πε[00:30:00]ριοχή, αυτομάτως, η αξία της περιοχής αυτής, σε σχέση με το πριν, είναι downtown. Δηλαδή, αν ένα μαγαζί, τότε, έχει ένα ενοίκιο, ξέρω 'γω, 7-8 κατοστάρικα ευρώ τώρα, την εποχή εκείνη μπορεί να έχει 80, 90, 100 χιλιάδες νοίκι το μήνα. Πάει ο άλλος και του λέει… Επειδή ο άλλος, που το έχει, έχει απελπιστεί, γιατί δεν ενοικιάζεται, λόγω όλης αυτής της «πλέμπας» που κυκλοφορεί απέξω, πάει ο άλλος και του λέει: «Να στο νοικιάσω με 20.000;». Και του λέει: «Έλα πάρτο! Προκειμένου να πληρώνω δημοτικά τέλη, πάγια, Εφορία το χρόνο ακίνητης περιουσίας και τα λοιπά, πάρτο!». Αυτομάτως, αυτός εδραιώθηκε. Αυτόν δεν τον ενοχλεί το ότι γίνεται απέξω διακίνηση, γιατί και στη χώρα του αυτό το χάος υπάρχει. Άρα, λοιπόν, κερδίζει έδαφος. Αυτομάτως, έρχεται δίπλα να νοικιάσει παρόμοιο χώρο, με πάλι υποβαθμισμένο ενοίκιο και χωρίς αέρα πλέον, διότι ένα μαγαζί, που είναι 5-6 χρόνια κλειστό, τι να ζητήσεις; Για ποια πελατεία να ζητήσεις αέρα; Για ένα μαγαζί που δεν έχει, πλέον, πελατεία; Για τη δραστηριότητα που δεν υπάρχει; Και το ότι δεν υπάρχει και εμπορικό ύψος στην περιοχή; Εμπορικό ύψος εννοώ να υπάρχουν και άλλα μαγαζιά απέναντι, δίπλα, δεξιά-αριστερά, να υπάρχει κίνηση και τα λοιπά.
Δηλαδή, συγκριτικά, έχουνε μείνει τα μισά μαγαζιά;
Συνολικά, είμαστε όλοι και όλοι καμιά δεκαριά, όλοι μαζί, άμα τους μαζέψεις.
Ενώ πιο παλιά;
Ήτανε καμιά σαρανταριά. Άλλοι φύγανε, άλλοι μετακομίσανε, άλλοι πήγαν στον Πειραιά, άλλοι κάνανε, αποκλειστικά, τις χονδρικές και κράτησαν ένα χώρο κάπου εκτός Αθηνών και κάνουν μόνο χονδρική. Ασχολούνται, δηλαδή, μόνο με το κομμάτι της χονδρικής, να δίνουνε σε ξενοδοχεία, να δίνουν σε εστιατόρια σε μεγάλες ποσότητες. Και έχουμε μείνει εμείς, ας πούμε, που έχουμε κρατήσει. Κρατάμε, δηλαδή - να στο πω έτσι - τις επάλξεις τώρα. Είμαστε 5-6, 10 μαγαζιά, που προσπαθούμε να κρατάμε αυτό το χρώμα, αυτή την ιδιαιτερότητα, το άρωμα της περιοχής και γενικότερα όλη αυτή την όψη, ας πούμε, του παλιού. Αλλά αυτό δεν κρατιέται, δηλαδή αυτό θέλει βοήθεια. Όχι απαραίτητα μόνο από την Πολιτεία. Θέλει βοήθεια γενικά, δηλαδή θέλει να ενταχθεί η κοινωνία σε μία πραγματικότητα, να αντιληφθεί ότι ο χώρος αυτός, εάν δεν αναζωογονηθεί, θα πεθάνει, διότι μην ξεχνάς ότι η εμπορική δράση έχει περάσει και σε ένα άλλο, ας πούμε, status. Υπάρχει το e-shop. Δεν είσαι υποχρεωμένος να κατεβαίνεις μέχρι εκεί. Και οι καραντίνες, και γενικότερα ο κορονοϊός, αλλάξανε άρδην τη στάση των αγορών των πολιτών, δηλαδή όταν του λέγαν του αλλουνού «Δεν θα βγεις έξω ή, για να πας εκεί, θα πρέπει να έχεις πάσο ή θα πρέπει να έχεις, ας πούμε, πιστοποιητικό ή θα πρέπει να στείλεις “SMS”, για να πας μέχρι εκεί ή να κάνεις αγορές out of the shop», κάποιοι μπήκαν στο mood «Και γιατί να τρέχω εγώ μέχρι εκεί κάτω; Να παίρνω μετρό, να μπαίνω μες στο μετρό με τις μάσκες, να μπαίνω στο λεωφορείο με τις μάσκες, ή ταξί, να είμαστε 2-3 άνθρωποι εκεί μέσα και να φτάνει εκεί κάτω να ψωνίσω κάποια πράγματα, που μπορώ άνετα με έναν απλό υπολογιστή, αν όχι με το κινητό μου το τηλέφωνο, να δώσω μια παραγγελία online κι αν δεν έχω και λογαριασμό ψηφιακό να του πω: “Στείλτα μου αντικαταβολή να στα πληρώσω στο χέρι”. Αυτόματα, αρχίζει ερημώνει ένα τοπίο. Αρχίζει και ερημώνει και μια περιοχή. Δεν έχει και την ανάλογη έπαρση που είχε, γιατί η ευκολία του να κάνεις online αγορές σε βάζει σε μία άλλη υπόσταση. Το ότι δεν χρειάζεται να χαλάσεις χρήματα για να μετακινηθείς, το ότι δεν χρειάζεσαι να περάσεις όλη αυτή την ταλαιπωρία του να μπω στο μετρό, να κατέβω στη τάδε στάση, να βγω από τη στάση, να περπατήσω 100 μέτρα με τα πόδια, να κουβαλάω μετά τις τσάντες στα χέρια, να μπω στο μετρό ή στο λεωφορείο ή στο τρόλεϊ και να χρειαστεί να περπατήσω μετά από την τελευταία στάση μέχρι το σπίτι μου, αλλά 100 μέτρα και να ξαναπεράσω, ας πούμε, συμπεριλαμβανομένων όλων αυτών και όλες τις συνθήκες τις καιρικές που μπορεί να έχει. Θες να έχει ζέστη; Θες να έχει κρύο; Θες να έχει βροχή; Αέρα; Ο άλλος κάθεται μπροστά στο γραφείο, στην κουζίνα του σπιτιού του, έχει ένα λάπτοπ αναμμένο, μπαίνει σε διάφορα site, διαλέγει τι θέλει να ψωνίσει και ψωνίζει online. Άρα, λοιπόν, υπάρχει και το άλλο κομμάτι των αγορών, αλλά μετά, από κει πέρα, αρχίζουμε και χάνουμε όλο το χρώμα. Βιβλία μπορείς να διαβάσεις, ας πούμε, και από το ίντερνετ, βιβλία μπορείς να διαβάσεις και στη βιβλιοθήκη των Αθηνών, βιβλία μπορείς να διαβάσεις και στο «Πολιτεία», άμα μπεις μέσα ή στο “Public”. Είναι διαφορετικό, όμως, να διαβάζεις και να μυρίζεις ένα βιβλίο και να ακουμπάς την υφή του φύλλου και είναι διαφορετικό, απλά, να κάνεις το δάχτυλο πάνω σε μία οθόνη και γυρνάς τη σελίδα. Τα ίδια γράμματα θα διαβάσεις, αλλά δεν θα έχεις την ίδια αίσθηση. Έτσι; Τώρα, το πόσο ρομαντικός είναι ο κόσμος και το πόσο θέλει να κρατήσει αυτό τον ρομαντισμό είναι κάτι το οποίο δεν μπορώ να το καθορίσω εγώ. Θα το καθαρίσουν οι ίδιοι, κατά πόσο τους ενδιαφέρει να κινηθούν να περπατήσουν. Οπότε, ξαναγυρνάμε. Είναι αυτό που λέει, «Μηδέν εις το πηλίκο κάτω και το άλλο ψηφίο». Ξαναγυρνάμε, λοιπόν, στο αρχικό κομμάτι, του ότι δεν θα αλλάξει. Είναι ορισμένα πράγματα που έχουνε, όπως οι αυτοκρατορίες. Έχουνε τα ups και τα down τους. Το εμπόριο μπορεί να αρρωσταίνει, αλλά δεν πεθαίνει. Αλλάζει πρόσωπο όμως. Το αν αλλάξει πρόσωπο το εμπόριο ή αν αλλάξει γενικώς πρόσωπο όλη αυτή η κατάσταση, θα αλλάξει και αυτά θα είναι απλές αναμνήσεις ασπρόμαυρος κινηματογράφος. Θα λες: «Κάποτε, μίλαγα με έναν τύπο που έχει ένα τέτοιο μαγαζί και ήταν έτσι και έτσι το 2022 και μου έλεγε αυτά τα πράγματα. Τώρα, έχουμε 2030 και δεν υπάρχει τίποτα από αυτό». Είναι αυτό που είπα, «ασπρόμαυρες φωτογραφίες παλιού ελληνικού κινηματογράφου».
Αναφέρεστε σε «αλχημικό εργαστήριο», εργαστήριο ως προς ποια άποψη;
Η λέξη «ελιξίριο» και «elixir» είναι αλχημιστική λέξη. Βασικά, έχει ρίζες αιγυπτιακές, άλλα και ταυτοχρόνως και ελληνικές. «Έλιξ» είναι αυτό που μακραίνει ουσιαστικά, κάτι που σου μακραίνει. Η λέξη «ελιξίριο» ή «elixir», όπως το λέγανε στα Λατινικά, είναι το προϊόν, το φυτό το ξηρό, το σκεύασμα, ας πούμε, το οποίο, πίνοντας το ή χρησιμοποιώντας το, σου «ανοίγει» το μάκρος της ζωής και της υγείας, να το πω έτσι. Λόγω του ότι χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ από τους αλχημιστές, ναι, μπορείς να το θεωρήσεις σαν αλχημιστική λέξη και συνάμα σαν αλχημιστικό εργαστήρι, αλλά χωρίς να ασχολείται και με τα αλχημιστικά, γιατί γενικώς η λέξη «αλχημιστής» σημαίνει πάρα πολλά πράγματα. Μην ξεχνάς ότι οι αλχημιστές πεθαίνανε για πλάκα, γιατί προσπαθούσανε να μετατρέψουν ευτελή υλικά σε χρυσό. Παίρναν τον υδράργυρο, ας πούμε, και τον ανακατεύανε με το μόλυβδο και με το χαλκό, μη γνωρίζοντας ότι ο υδράργυρος είναι τοξικός, έχει πτητικότητα και εισπνέοντας τον πεθαίνεις, μη γνωρίζοντας ότι ο μόλυβδος είναι καρκινογόνος, μη γνωρίζοντας ότι ο χαλκός, τα οξείδια του χαλκού μπορούν να σε τρελάνουν. Μην το πάμε, δηλαδή, καθόλου προς τα εκεί, γιατί δεν έχουμε καμία σχέση με αυτό το κομμάτι. Απλά, μπορεί να το χρησιμοποιήσεις σαν slang, μία λέξη κλειδί για να δώσεις μία άλλη υπόσταση του χώρου.
Και εσύ την τέχνη αυτή την προσέγγισες πιο πολύ από την οικογενειακή παράδοση ή μέσα από τις σπουδές;
Κοίταξε! Η οικογενειακή παράδοση σου δίνει τα πρώτα βήματα. Είναι σαν να σου φορέσουμε ένα ζευγάρι καλά καινούργια παπούτσια, να περπατήσεις. Τα πόδια μεγαλώνουν όμως. Θέλουνε πιο μεγάλα ας πούμε υποδήματα. Τα υπόλοιπα ήτανε μία λατρεία που είχα πάνω σε αυτό, συμπεριλαμβανομένων και των σπουδών, που οι σπουδές, βέβαια, να πούμε και την αλήθεια, δεν είναι σπουδές οι οποίες αντικατοπτρίζουν κάτι τέτοιο. Γενικώς και οτιδήποτε έχει να κάνει με ίαση, ανεξαρτήτου αν είναι ανθρώπινη, αν είναι σε κτηνιατρικό[00:40:00] επίπεδο ή αν είναι σε φυσικό επίπεδο, χορηγείται και χρηματοδοτείται, καθαρά, από μεγάλα φαρμακευτικά trust. Άρα, ουσιαστικά, ένας γεωπόνος, ένας γιατρός, ένας κτηνίατρος γίνεται δούλος κάποιων φαρμακευτικών εταιρειών, για να μπορέσει, αφενός μεν, να αποθεραπεύσει κάτι, αφετέρου δε για να κερδίσουν αυτοί και αυτός να είναι επικυρωμένος ως επιστήμων. Δηλαδή, δεν υπάρχει γεωπόνος ο οποίος… Μπορεί να υπάρχει, αλλά ίσως να είναι αυτό που λέμε σε σκόπευτρο, να τον παρακολουθούνε όλοι. Δεν υπάρχει, ας πούμε, γεωπόνος ο οποίος να ασχολείται με φυτικούς και φυσικούς τρόπους της αποθεράπευσης φυτών, δηλαδή θα σου δώσω ένα πολύ απλό πράγμα, να καταλάβεις. Τα παλαιότερα χρόνια υπήρχανε οι γιατροί και υπήρχαν φαρμακοτρίφτες. Δεν υπήρχαν φαρμακοποιοί. Η λέξη «φαρμακοποιός» σημαίνει «ποιώ φάρμακα», κατασκευάζω φάρμακα. Αυτοί ήταν γνωστές των φαρμάκων και των ουσιών, απλά τη συνταγή της σύστασης που θα έφτιαχναν την έφτιαχνε ο γιατρός. Και ο φαρμακοποιός τι έκανε; Όταν έμπαινες μέσα σε ένα φαρμακείο, «φαρμακοτριφείο» - να το πω έτσι - και του έλεγες: «Μου έδωσε ο γιατρός αυτή τη συνταγή, να μου τη φτιάξεις», πρώτα από όλα ο φαρμακοποιός έπρεπε να σε ζυγίσει, γιατί είχε πλήρη ευθύνη του τι μπορεί να πάθεις. Δηλαδή, εγώ, που είμαι 150 κιλά, δεν μπορώ να πάρω το ίδιο φάρμακο που εσύ είσαι 50 ή 40 ή 60. Εγώ πρέπει να πάρω τριπλάσια δόση σε σχέση με σένα, που είσαι πολύ χαμηλότερη στα κιλά. Τώρα, απλά, βάζουνε αντενδείξεις τα κουτιά. Σου βγάλε μία αναφυλαξία; Είναι μέσα στις αντενδείξεις. Δεν φέρει καμία ευθύνη κανένας. Σου χτύπησε το συκώτι; Ναι, το γράφω στις αντενδείξεις, ότι μπορεί να σου ενοχλήσει το συκώτι. Αντιλαμβάνεσαι ποιες είναι οι διαφορές του τότε με το σήμερα; Αντιλαμβάνεσαι ότι τότε δεν υπήρχανε φαρμακοβιομηχανίες, για να παράγουνε έτοιμα σκευάσματα; Υπήρχανε φαρμακαποθήκες οι οποίες είχανε τα πρωτεύοντα, τα πρωτογενή. Εν συνεχεία, ο φαρμακοτρίφτης έλεγε, ας πούμε, «Θέλω υπερμαγγανικό κάλιο». Το υπερμαγγανικό κάλιο, επί τη ευκαιρία, ήτανε ένα από τα καλύτερα προϊόντα, το οποίο το χρησιμοποιούσαν στα maison de paste, τα μπουρδέλα, για να πλένονται οι γυναίκες από κάτω, για να μη δημιουργούνται μυκητιάσεις. Το ίδιο κάναν και οι άντρες. Αυτό έχει εξαφανιστεί. Υπάρχει, αλλά με χαρτί. Παραδείγματος χάριν, ήθελε λοιπόν ο φαρμακοποιός υπερμαγγανικό κάλιο. Το έβρισκε στη φαρμακαποθήκη, το οποίο το χρησιμοποιούσε με κάτι άλλο και θα έφτιαχνε ένα σκεύασμα, κατά τη συνταγή του γιατρού. Ο γιατρός δεν του έλεγε πόσα γραμμάρια θα βάλει. Ο γιατρός του έγραφε «Θέλω να μου βάλεις από αυτό, από αυτό και αυτό, να μου κάνεις ένα μείγμα». Και αυτός τι έκανε; Βάση του βάρους, καθόριζε το πόσο που πρέπει να πάρεις την ημέρα για να γίνεις καλά. Αυτά δεν υπάρχουν τώρα. Ο φαρμακοποιός είναι υπάλληλος της “Merck”, της “Glaxo”, της “Bayer”, “Smithkline” and “Beecham” και ούτω καθεξής. Δεν ασχολείται να φτιάξει κάτι. Κάποιοι, ακόμα, υπάρχουν, αυτοί που κάνουν τα ομοιοπαθητικά, οι οποίοι και αυτοί είναι στο μάτι του κυκλώνα, διότι ενοχλούν. Οι ομοιοπαθητικές θεραπείες είναι εξαιρετικές, αρκεί αυτός που θα την κάνει να είναι συνετός εγκεφαλικά, να καταλαβαίνει τι κάνει, γιατί δημιουργεί και κρίσεις, αλλά υπάρχουν κάποιοι που, ακόμα, ασχολούνται με αυτό το κομμάτι. Τέλος πάντων για να μην τα πολυλογούμε, στο κομμάτι το δικό μου υπήρχε ένα πάθος. Θεωρώ ότι η Γεωπονική, απλά, μου έδωσε καθοδηγήσεις του τι είναι το καθένα, ταξιανθίες, οικογένειες, ασθένειες και τα λοιπά, αλλά έμεινα σε αυτό. Δηλαδή, δεν μπήκα στο πώς μπορώ να το θεραπεύσω. Έμεινα πιο πολύ σε αυτό το κλασίκ, ας πούμε, στο παραδοσιακό. Βέβαια, για μένα αυτό δεν είναι γεωπονία. Για κανέναν δεν είναι. Δεν είναι γεωπονία αυτό, δηλαδή άμα δεν ξέρεις να θεραπεύσεις. Έχω αποσυρθεί πολλά χρόνια τώρα, έτσι; Έχω τελειώσει το ’75, οπότε αντιλαμβάνεσαι ότι έχω μία αποχή γύρω στα 27 χρόνια. Άρα, λοιπόν, δεν ξέρω τι γίνεται τώρα. Απλά, αναγνωρίζω τι φυτό είναι αυτό, τι καλλιέργεια είναι αυτό, τι οικογένειας, τι συστατικά έχει αυτό μέσα; Μέσα από αυτό ψάχτηκα και λίγο παραπάνω, να δω αν βοηθάει κάπου, αν δίνει κάτι, αν δεν δίνει, αν είναι αδιάφορο ή απλά αν είναι καλλωπιστικό και that’s all. Μέχρι εκεί. Δηλαδή, δεν μπορώ να θεωρήσω τον εαυτό μου γεωπόνο. Μπορώ να θεωρήσω ότι σπούδασα, αλλά δεν είναι τίποτα. Γιατί άλλοι συνάδελφοί της εποχής της δικής μου εξελιχθήκανε, κάνανε έρευνες, κάνανε καλλιέργειες, εντός και εκτός Ελλάδος, εντρυφήσανε σε άνυδρες καλλιέργειες, εντρυφήσανε σε καινούργιες ποικιλίες, όχι GMO, όχι τροποποιημένες, καινούργιες ποικιλίες, αύξηση των ποικιλιών με φυσικούς ή μη φυσικούς τρόπους. Αυτοί προχωρήσανε. Εγώ έμεινα πίσω. Έμεινα σε αυτό δηλαδή, να ξέρω τι έχω, τι είναι αυτό που μου ζητάει ο άλλος. Γιατί μπαίνει μέσα ο άλλος και σου λέει: “Echinacea purpurea”. Και άμα δεν ξέρεις, τον κοιτάς σαν να χαμογελάει ο βάτραχος, ας πούμε. Πρέπει να ξέρεις τι θα του δώσεις κι αν έχεις να του δώσεις, να του δώσεις. Αν δεν έχεις, να του πεις: «Δεν έχω. Ψάξτε το αλλού». Έχω μείνει σε αυτό το κομμάτι, να γνωρίζω τα φυτά είτε με τα λατινικά τους, είτε με τα τοπωνυμικά τους, είτε με τα κλασικά τους και να μπορώ να το σερβίρω, να δώσω στον εκάστοτε αυτό που ζητάει. Αυτά.
Και αντίστοιχα, να μπορείς να επιλέξεις και από πού θα προμηθευτείς ή θα εισάγεις το εκάστοτε προϊόν.
Αυτό είναι ξεκάθαρο, γιατί άπαξ και δεν ξέρεις να διαλέγεις ποιότητες, την έχεις πατήσει από την πρώτη στιγμή.
Και στο μαγαζί από πού μπορούμε να βρούμε προϊόντα;
Μπορείς να βρεις προϊόντα και από την ευρωπαϊκή ήπειρο, δηλαδή υπάρχουν ορισμένα πράγματα, ας πούμε, τα οποία δεν μπορεί να τα έχει όλα η Ελλάδα. Η Ελλάδα έχει μία μεγάλη γκάμα φυτών, αλλά δεν έχει εργατικό δυναμικό να μπορέσει να συλλέξει, συμπεριλαμβανομένου ότι, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, η αποθάρρυνση και η νομοθεσία, πλέον, απαγορεύει τη συλλογή άγριας βλάστησης. Σχετικά με το τι μπορείς να βρεις τον χώρο, υπάρχει μια μεγάλη γκάμα από φυτά, τα οποία είναι εγχώρια, αλλά ταυτοχρόνως, επειδή η ζήτηση έχει ανοίξει, αναγκάζεσαι, εκ των πραγμάτων, να φέρεις και προϊόντα από το εξωτερικό, δηλαδή και από την ευρωπαϊκή ήπειρο και από την Ασία, αλλά και από τη Νότια Αμερική, που είναι πλούσια, ας πούμε, λόγω του Αμαζονίου. Αλλά πέραν αυτού, υπάρχουν και προϊόντα τα οποία ήταν άγνωστα μέχρι πριν από 5-10 χρόνια, ξέρω 'γω, στην Ελλάδα, τα γνωστά superfoods, που υπάρχουν, πλέον, και κυκλοφορούν. Η Ελλάδα έχει μία μεγάλη γκάμα φυτών, αλλά δυστυχώς δεν έχει μεγάλο εργατικό δυναμικό. Και συν των άλλων ότι πάρα πολλοί, επειδή είναι αρχαία γνώση και επειδή ένα μεγάλο ποσοστό αυτών δεν έχουν εξελιχθεί να γίνουν είτε βιολόγοι, είτε γεωπόνοι, είτε να μπουν σε μία διαδικασία να ασχοληθούν λίγο με το αγροτικό κομμάτι, αλλά σε επιστημονικό επίπεδο, δηλαδή να μην είναι αυτό που λέμε: «Τι έκανε ο πατέρας μου; Μπαμπάκια; Μπαμπάκια θα κάνω και εγώ», δηλαδή να παρακολουθήσουν σεμινάρια, να βρουν καινούργιες καλλιέργειες και τα λοιπά, οι περισσότεροι τα έχουν παρατήσει αυτά τα πράγματα. Κατά συνέπεια, λοιπόν, δεν υπάρχει εργατικό δυναμικό, να μπορείς να έχεις πράγματα και προϊόντα είτε από την άγρια φύσ[00:50:00]η και πανίδα είτε σε αυτό που λέμε πλαισιωμένες καλλιέργειες. Στην άγρια πανίδα, δυστυχώς, έχουν περάσει πάρα πολλοί νομοί, με τα μνημόνια, που απαγορεύουνε, και με αυστηρές ποινές και πρόστιμα γερά, τη συλλογή φυτών από περιοχές που κάποτε θεωρήθηκαν natura. Τώρα, που καήκανε, δεν είναι τίποτα, γιατί βάζουνε ανεμογεννήτριες. Τα λέω και αυτά, γιατί τα γνωρίζεις και εσύ. Απαγορεύεται να κόψεις να βγάλεις και χόρτα για πάρτη σου. Δεν θα παρεκτραπώ, να μπω στην διαδικασία του “Codex Alimentarius”, που έχει περάσει, υπόγεια, ένας νόμος του 1700, επί Αυστροουγγαρίας, το οποίο μιλάει, ουσιαστικά, για το διατροφικό κώδικα και το οποίο συμπεριλαμβάνει, ας πούμε, σημεία και τέρατα. Aλλά θα πω το απλό και το σύνηθες, ότι αυτή τη στιγμή δεν έχεις δικαίωμα. Έτσι και σε πιάσει το Δασαρχείο να κόβεις τσάι του βουνού. Όχι 1 μάτσο ή 2-3… Πες ότι κόβεις 10 μάτσα, ρε παιδί μου, να πάρεις για το σπίτι σου, να μοιράσεις στη μάνα σου, να δώσεις στον αδερφό σου, στην αδερφή σου, σε έναν γνωστό συγγενή, κάτι φίλους και τα λοιπά. Σου έχει πάρει το αμάξι, σου έχει κόψει ένα πρόστιμο τουλάχιστον 5.000 ευρώ, έχεις πάει αυτόφωρο και θα το ξανασκεφτείς να το ξανακάνεις στη ζωή σου αυτό το πράγμα. Άρα, λοιπόν, αυτό το κομμάτι της συλλογής και της περισυλλογής άγριων φυτών είναι παρελθόν. Το Κράτος θέλει λεφτά. Και τα λεφτά τα θέλει να έχεις οργανωμένες καλλιέργειες. Μία οργανωμένη καλλιέργεια για τη χώρα είναι κάτι ανήκουστο. Δεν είμαστε Γάλλοι αγρότες, ούτε Ολλανδοί αγρότες, ούτε Ιταλοί αγρότες, που έχουνε ένα know-how βαθύ, γιατί είναι αρχέγονες αγροτικές οικογένειες, με γνώση, με σπουδαίες. Εδώ, μιλάμε για μία αγροτιά η οποία είναι παρακμάζουσα. Ουσιαστικά, αυτό το Κράτος είναι παράλυτο από παντού, για να τα λέμε τα πράγματα με το όνομα τους. Υπάρχει μία παραλυσία από πλευράς κυβερνήσεων και λαού. Τα 'χουνε γράψει στα παλιά τους τα παπούτσια όλοι. «Να βάλω εγώ τώρα, να κάνω εχινάκεια;». Έχουνε μάθει στο μεροκάματο, ξέρεις, «Πόσα θα πάρω την ημέρα;». Ο αγρότης δεν έχει μεροκάματα. Δουλεύει στη γη γιατί την αγαπάει τη γη και περιμένει από αυτήν. Αυτοί νομίζουν ότι είναι οικοδομή, ότι θα πάνε το πρωί. Οι νέες γενιές, οι οποίες για αυτό τους βλέπεις και γίνονται σερβιτόροι σε καφετέριες, γι' αυτό τους βλέπεις και πάνε και δουλεύουνε ξενοδοχοϋπάλληλοι, γιατί έχουν το καθημερινό τάκα-τούκα. Πέφτει. Ενώ στο κτήμα δεν έχει να σε πληρώσει κάποιος. Είσαι με τον καιρό, να παλεύεις με το χώμα και με το φυτό, να μην πάθει τίποτα. Και να περιμένεις από αυτό το φυτό να σου φέρει καρπούς. Και αυτοί οι καρποί θα σου φέρουνε και κάποιο εισόδημα. Αυτοί δεν μπορούν να το συνειδητοποιήσουν αυτό το πράγμα, διότι έχουν μάθει σε έναν άλλο τρόπο εργασιακού status, το οποίο σου λέει: «Εγώ θα περιμένω, τώρα, 6 μήνες, να γίνουν οι ντομάτες, να πουλήσω ντομάτες; Θα κάθομαι εγώ να ποτίζω 6 μήνες ντομάτες, για να γίνουν ,να πάρω λεφτά; Πάω να δουλέψω στο ξενοδοχείο, να μου δίνει 50 ευρώ τη μέρα και τελείωσε το πανηγύρι και να έχω την ασφάλειά μου και να έχω τα ρεπό μου, να 'χω την άδειά μου». Γιατί στο χωράφι δεν έχει ρεπό. Ούτε άδεια παίρνεις. Είσαι από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και βάρδα να μην έχεις κακή καλλιέργεια. Κακές καλλιέργειες είναι το κλίμα. Το αμπέλι είσαι όλο το χρόνο πάνω στο κλίμα. Δεν υπάρχει μέρα να μην πας. Δεν είναι ελιές, που πας Οκτώβρη-Νοέμβρη-Δεκέμβρη-Γενάρη και «Γεια σας. Πάμε ξανά του χρόνου». Και άντε να κάνεις μία λίπανση και ένα όργωμα και το κλάδεμά τους και «Γεια σας». Το αμπέλι είσαι όλο το χρόνο από πάνω. Να το ξεχορταριάσεις, να το καθαρίσεις, να το κόψεις και να κάνεις μεταφυτεύσεις, να το ξεφυλλίσεις, για να παίρνει αέρα, για να μπορεί να κάνει τους καρπούς, να μην τραβάνε τα φύλλα, να πουλήσεις τα φύλλα, να πουλήσεις τις αγουρίδες, αφού θα πουλήσεις τις αγουρίδες και τα λοιπά, να φτάσεις στην περίοδο της συγκομιδής, που πληρώνεσαι αδρά λεφτά και να έρχεται ο έμπορος και να σου λέει: «40 λεπτά το κιλό το σταφύλι!» Και άντε βγάλε εσύ λεφτά μετά και κάνε εσύ προκοπή. Πρέπει να έχεις τεράστιες εκτάσεις.
Έχεις ασχοληθεί με την αγροτική καλλιέργεια;
Κοίταξε! Στο Πανεπιστήμιο μας υποχρεώνανε τα καλοκαίρια να πάμε να δούμε, ας πούμε. Στη Νεμέα, μία φορά, είχαμε πάει και μαζεύαμε σταφύλια, για να δούμε και πώς γίνεται η συγκομιδή και τα λοιπά. Ασχολείσαι, θέλοντας και μη. Είναι όπως όταν σπουδάζεις γιατρός. Θα περάσεις και από το νεκροτομείο μια βόλτα. Κάπως έτσι είναι κι αυτά. Μελλοντικά μου σχέδια είναι αυτά, να ασχοληθώ με τη γη, αλλά όχι επί του παρόντος. Βασικά, με ενδιαφέρει να κάνω κάτι που όχι μόνο να αποφέρει κέρδος. Να είναι smart. Δηλαδή, δεν πάω να βάλω ντομάτα, πιπεριά, αγγούρι, μελιτζάνα, μαρούλι, μπρόκολο, ραπάνι και παντζάρια, ούτε αρακάδες και μπάμιες και τέτοια πράγματα. Να κάνεις κάτι το οποίο να είναι έξυπνο από πλευράς ότι θα το πουλήσεις γρήγορα, θα έχει απορρόφηση και συνάμα θα είναι και έξυπνο παραγωγικά, να μη σε κουράσει. Γιατί άμα σε κουράσει και σου καίγεται και δεν πιάνει και είσαι υποχρεωμένος να τα κλαδεύεις, για να τα ξαναφέρνεις εκεί που είναι και ξανά μανά καινούργια φυτώρια και δώστου πάρτου και να μοσχεύματα και να το ένα και το άλλο, μετά αρχίζεις και λες: «Άντε από δω χάμω! Θα φάω εγώ τη ζωή μου εδώ μέσα, στο κωλοχώραφο, για να μπορώ να σταθώ στα πόδια μου;». Θέλει δουλειά. Βασικά, τα πάντα, αν δεν τα αγαπήσεις, δεν στέκονται δίπλα σου, από σπίτι μέχρι σχέση και από κτήμα μέχρι επαγγελματική σταδιοδρομία. Δεν το αγαπάς και το κάνεις μόνο για τα λεφτά; Δεν θα τα πάρεις πότε. Θα 'σαι εκεί, στη μιζέρια και θα παιδεύεσαι να σηκώσεις λίγο κεφάλι. Άπαξ και το αγαπήσεις και παθιαστείς, θα σου αποφέρει χρήματα, θα σου αποπληρώσει τους σκοπούς. Έτσι θεωρώ και έτσι νομίζω.
Άρα, με βάση της πείρας και του Πανεπιστημίου επιλέγατε τα προϊόντα. Κάνατε ταξίδια ο ίδιος;
Έχω κάνει πολλά ταξίδια. Έχω πάει σε όλη τη Βόρεια Αφρική, δηλαδή από Μαρόκο μέχρι Αίγυπτο, Βηρυτό, Συρία. Όταν ήταν στα καλά της η Συρία βέβαια, όχι τώρα. Τουρκία, Γαλλία, Ισπανία, Κεντρική Αμερική, Ινδία, Κίνα. Μέχρι εκεί. Δεν πήγα, βέβαια, σε άλλα μέρη, ας πούμε Ρωσία και τα λοιπά, που και αυτοί έχουνε μία γκάμα, ας πούμε, προϊόντων. Εντάξει! Είναι και θέμα. Πρέπει να βρεις τις κατάλληλες πηγές, γιατί ο χρόνος μπορεί να φαγωθεί και σε άχρηστη πληροφορία και σε άχρηστο αντικείμενο προϊόντων. Υπάρχουν παραγωγοί και παραγωγοί.
Και όλα αυτά τα ταξίδια ήτανε για να βρείτε τα προϊόντα που χρειαζόσασταν;
Όλα τα ταξίδια αυτά τα έκανα, βασικά, και για εμπειρία και για γνώση και για γνωριμίες και για αναγνώριση ειδών και για αναγνώριση ποιότητας και για αναγνώριση του τι έχεις να παίρνεις από δω, του τι έχεις να λαμβάνεις, το ποσό καλό είναι αυτό το προϊόν να το φέρεις στη χώρα σου. Γιατί υπάρχουν και προϊόντα που τα έφερα στη χώρα και δεν πήγανε. Φύγανε, δηλαδή, στον κάδο. Άρα, θα έπρεπε να κάνεις, λοιπόν, κάποια ταξίδια, για να μπορέσεις να εντρυφήσεις στα αντικείμενα των προϊόντων των οποίων θα φέρεις. Σου λέω! Έχει τύχει, ας πούμε, να φέρω πράγματα τα οποία δεν πήγανε και τα πετάξαμε. «Τα πετάξαμε»… Δεν τα χρησιμοποιήσαμε, τα βάλαμε στην άκρη, παλιώσανε, φύγανε. Γιατί άλλα έχεις στο νου σου εσύ και άλλα έχει στο μυαλό του ο κόσμος, παραδείγματος χάριν ένα προϊόν στην Ταϊλάνδη. Υπάρχει μία καλλιέργεια η οποία λέγεται «Soap Nuts». Eίναι κάποιοι καρποί, λοιπόν, οι οποίοι είναι σαν φουντούκια μεγάλα. Τους έβαζες μέσα στο πλυντήριο και αυτοί αφρίζανε και καθάριζαν τα ρούχα βιολογικά, χωρίς να αφήνουν αποτυπώματα στη φύση, χωρίς να δημιουργούνται, ας πούμε, αλλεργίες στα ρούχα και στο δέρμα και χωρίς να τους πετάς. Δεν ήταν μίας χρήσεως. [01:00:00]5-6 φορές. Προώθηση! Φέραμε κιλά, να τα δίνουμε δώρο σε κάποιους να τα δοκιμάσουμε, να τα πάρουν στο σπίτι του. Όταν, όμως, έχει μάθει στο “Dixan” και στο “Skip”, δεν θα τραβήξεις. Στο τέλος, χαρίζαμε. «Πάρτε, παιδιά! Βάλτε τα στο πλυντήριο». Άμα έχεις παρωπίδες στο κεφάλι, δεν αλλάζει τίποτα. Και μιλάμε για ένα πολύ έξυπνο προϊόν, για πάρα πολύ καλό προϊόν. Και ταυτοχρόνως, ενώ σε άλλες χώρες του εξωτερικού, όπως Ολλανδία, Δανία, Αγγλία και Γαλλία, παίζανε σφαίρα, στην Ελλάδα δεν παίξανε καθόλου. Γιατί η Ελληνίδα έχει μάθει στο “Tight”, στο “Omo”, το “Dixan” και το “Ariel” και σου λέει: «Θα βάλω και να μου βουλώσει κάνα πλυντήριο και μετά να μου βουλώσουν τα φίλτρα; Και ποιος θα μου τα καθαρίσει εμένα αυτά;». Ενώ το άλλο δεν του κάνει τέτοια προβλήματα, άσχετα που μπορεί να του δημιουργήσει καρκινώματα και να δημιουργήσει εκζέματα στις ευαίσθητες περιοχές. Τέλος πάντων, σου έδειξα ένα παράδειγμα, ότι μπορεί να τύχει να φέρεις κάποιο προϊόν που μπορεί να φλασάρεις και να πεις: «Τι είναι αυτό; Θα κάνει πάταγο!». Όχι απαραίτητα μόνο για να κερδίσεις, να ανοίξεις έναν καινούργιο δρόμο. Και να βρεθείς αντιμέτωπος σε μία καταστροφή, ας πούμε. Φέραμε, τότε, 4 τόνους σαν αρχή. Δεν πουλήσαμε ούτε 10 κιλά. Όλα φύγανε δώρο. «Πάρτε!». Τα χαρίζαμε. «Τι να τα κάνουμε;». «Πάρτε! Βάλτε τα στο πλυντήριο!». «Τι να τα κάνουμε; Τώρα, η γυναίκα μου δεν τα ξέρει αυτά. Θα μπλέξουμε τώρα. Μη μου τα δίνεις. Άστα, κράτα τα», μου ‘λεγε. Τέτοια πράγματα.
Και πώς ανακαλύψατε αυτό το προϊόν;
Σε μία περιοχή στην Ταϊλάνδη. Κάποια στιγμή, είδα κάποιον στο δρόμο να πλένει με αυτά και του λέω: «Τί είναι αυτά;». Στα Αγγλικά τώρα. Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Είχαμε έναν μεταφραστή; Πού να ξέρω, τώρα, Ταϊλανδέζικα; Μου λέει: «Λέγονται “σαπουνόκαρποι” και τα χρησιμοποιούνε εδώ, τοπικά και πλένουνε ρούχα και τα λοιπά”». Λέω: «Για να δω πώς το πλένει το ρούχο». Το ‘χε βάλει και σε πλυντήριο αυτός και τα έπλενε. Λέω: «Πού θα τα βρούμε αυτά;». Μου 'πε αυτό, ότι υπάρχουν κάτι κτήματα και τα καλλιεργούνε. Επισκεφτήκαμε τα κτήματα, μίλησα με έναν άνθρωπο εκεί, πολύ καλή τιμή, πάρα πολύ οικονομική τιμή, 1 δολάριο το κιλό. Άντε! Με τα μεταφορικά πήγαινε 2,5. Εμείς τα δίναμε, τότε, 3,5 ευρώ, να κερδίσουμε 1 ευρώ στο κιλό, τον κόπο μας, τα ταξίδια μας. Δεν πήγε. Έφτασε στο zero, στο nothing. Δεν σημαίνει πάντα, δηλαδή, ότι ένα ταξίδι επαγγελματικό ή μία καινούργια εξερεύνηση θα κερδίσεις. Μπορεί να κερδίσεις, μπορεί να βρεθείς και προ εκπλήξεων, να πεις: «Την πατήσαμε εδώ. Άντε ξανά φτου κι από την αρχή». Πάντως, η διαδικασία γενικότερα, ας πούμε, είναι να κάνεις κάποιες εξορμήσεις είτε να ψαχτείς, εγκυκλοπαιδικά, το πού βγαίνει και εν συνέχεια, αν θες να είσαι πολύ πιο επαγγελματίας, να επισκεφτείς τον εμπορικό ακόλουθο της πρεσβείας της χώρας εκείνης και να του ζητήσεις το book των παραγωγών, το book των χονδρεμπόρων και τα λοιπά, που είναι υποχρεωμένοι να σου το δώσουνε. Ή να το κάνεις αυτό που λέμε σόλο, να πας εκεί, να βρεις την παραγωγή, να μιλήσεις μαζί τους, «Τι, πώς και γιατί», να πάρεις την τιμή σου και από 'κει και πέρα να ξεκίνησες να κάνεις κάτι καινούργιο. Έχει ένα τρεξιματάκι. Αυτά τα ξεκινήματα δηλαδή. Το κάνεις μία φορά, άντε το κάνεις άλλη μία-δυο. Μετά, άμα βάλεις τη ρέγουλα σου, δεν χρειάζεται να 'σαι συνέχεια πέρα-δώθε. Σε ξέρει, σε γνωρίζει, τον γνωρίζεις, τα λέτε τηλεφωνικά, τα λέτε μέσω email. Ό,τι έχεις να κάνεις, από κει και πέρα, είναι πολύ πιο εύκολο, σε σχέση με την πρώτη επαφή.
Ενότητα 4
Τα προϊόντα του εξωτερικού, οι περιπέτειες ενός εμπόρου μπαχαρικών και το «τσάι project»
01:04:35 - 01:32:51
Είπαμε μια ιστορία για ένα ταξίδι κι ένα προϊόν που δεν έπιασε, εν τέλει, στην Ελλάδα, όσο κι αν ήτανε λύση και για τον άνθρωπο και για το περιβάλλον. Αντίστοιχα, άλλο ταξίδι που, πραγματικά, ανακαλύψατε κάτι και το φέρατε και ήταν επικερδές;
Όλα τα υπόλοιπα, εκτός κάνα-δύο που δεν είχαν αντίκτυπο. Γιατί πολλά προϊόντα τα οποία θέλεις να φέρεις σε μία χώρα, εάν δεν υπάρχει λόμπι της φυλής αυτής στη χώρα, δεν έχεις κατανάλωση. Δηλαδή, να πας στο Μεξικό και να φέρεις, ας πούμε, πιπεριές Ancho, Serrano, Guindilla, Jalapeno, Habanero. Έχεις μεξικανούς στη χώρα αυτή εδώ, να μπορέσουν να καταναλώσουνε; Θα μου πεις: «Έχω μεξικάνικο restaurant». Πόσα να σου καταναλώσουνε; Αυτοί τις πιπεριές εκεί τις τρώνε με τις μπύρες. Μπορεί να φάνε και 3 και 4 πιπεριές ο καθένας. Εδώ, έχεις το ανάλογο λόμπι, το οποίο να πάρει το προϊόν αυτό και να το σηκώσει; Όχι! Άρα, ζυγίζεις τα πράγματα. Όταν αρχίζουν και εκθειάζουν συνταγές και μπαχαρικά, αντιλαμβάνεσαι ότι πρέπει να ανοίξεις την γκάμα σου, για να μπορέσεις να προλάβεις να καλύψεις κάποιες άλλες συνταγές που έρχονται. Διότι, ως γνωστόν, τα θέματα πληροφόρησης, σε όλο το επίπεδο, είναι «Ο κλέψας του κλέψαντος». Κάποιος βλέπει μία συνταγή στο εξωτερικό, τη βουτάει και την κάνει δικιά του με μια μικρή παραλλαγή. Άρα, λοιπόν, θα πρέπει να έχεις προλάβει, να τρέξεις, να καλύψεις αυτό το κενό συνταγής, της οποίας θα υπάρξει μία σχετική ζήτηση, διότι οι πολίτες και η κοινωνία είναι πρόβατα. Ό,τι βλέπουν, θέλουν την επόμενη μέρα να πάνε να το πάρουνε, ανεξαρτήτως αν μπορούν να το φτιάξουνε. Κατά συνέπεια, λοιπόν θα πρέπει να έχεις προλάβει, να έχεις τρέξει 2 βήματα μπροστά, ούτως ώστε να το 'χεις αυτό, στην επόμενη ζήτηση να είσαι έτοιμος. Αναγκάζεσαι εκ των πραγμάτων. Γενικά, δεν είχα αποτυχίες πάρα πολλές. Να το πω και αυτό. Μα, να σου πω και κάτι; Αν δεν έχεις και αποτυχίες, δεν ψήνεσαι. Δηλαδή, αν δεν φας και 2-3 χαστούκια στη ζωή, για να καταλάβεις και μετριάζεις και να μην είσαι αυτό που λέμε «αιθεροβάμων», «Θα το φέρω αυτό. Πρέπει να φέρω και αυτό». Εάν δεν φας τα χαστούκια σου, δεν ισιώνεις. Εκτός και αν είσαι τόσο ονειροπόλος και νομίζεις ότι όλα τα πράγματα θα σου 'ρθουνε δεξιά. Δεν γίνεται, δεν μπορείς να τα έχεις όλα!
Ποιο είναι το πιο δυσεύρετο προϊόν που, έτσι, έχει τύχει να αναζητάτε;
Υπάρχουν πολλά δυσεύρετα προϊόντα, τα οποία είναι πανάκριβα, με πάρα πολύ μικρή ζήτηση, έως ελάχιστη, και τα κόστη είναι τεράστια, ας πούμε amber. Tο amber βγαίνει από τα κόπρανα του φυσητήρα της φάλαινας. Είναι μία βοηθητική ρητίνη που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Τις πρώτες 3 μέρες βρωμάει στις παραλίες της Nέας Γουινέας και την τέταρτη και προς την πέμπτη μέρα μοσχοβολάει και τα μαζεύουν και τα πουλάνε. Λέγεται “ambergris” αυτό, κανονικά. Είναι σαν πέτρωμα, δηλαδή δεν είναι πέτρωμα. Είναι μαλακό πέτρωμα. Άμα το πατήσεις καλά, είναι μαλακό. Ο μόσχος, ο πραγματικός ο μόσχος και όχι αυτό που πουλάνε το συνθετικό, προέρχεται από τα γεννητικά όργανα ενός ελαφιού στο Θιβέτ. Δεν θέλω να σου πω τιμές τώρα, γιατί θα σου πέσουν τα δόντια, δηλαδή θα πεις: «Υπάρχουν άνθρωποι που αγοράζουν αυτά τα πράγματα;». Ναι, υπάρχουνε. Υπάρχουνε αρωματοποιοί που τα πληρώνουνε αδρά, διότι τα χρειάζονται, γιατί θέλουν να κάνουν εξισορροπητές. Γιατί, ουσιαστικά, είναι καταλύτες σε ένα άρωμα, το σηκώνουν, το κατεβάζουν και ούτω καθεξής. Λοιπόν, αυτό είχε απαγορευτεί. Απαγορεύεται, γιατί σκοτώνανε τα ζώα αυτά. Κατά την περίοδο της γονιμοποίησης, το αρσενικό εκκρίνει από τους αδένες του αυτή την οσμή και αυτοί πήγαιναν και το χτύπαγανε, το σκοτώνανε και του κόβαν τα γεννητικά του όργανα, για να πάρουνε το εκχύλισμα. Και το ίδιο συμβαίνει και με τον κροκόδειλο, ας πούμε. Εκεί, υπάρχει ο μαύρος ο μόσχος. Ο κροκόδειλος του Νείλου. Σκοτώνουν τους κροκόδειλους, για να παίρνουνε το μαύρο το μόσχο. Και ούτω κ[01:10:00]αθεξής. Υπάρχουν πολύ ακριβά πράγματα. Όπως υπάρχει μία εταιρεία, ας πούμε, στην Ελβετία, που πληρώνει σπάνια δηλητήρια 10.000 το γραμμάριο, η οποία αυτή εταιρεία τα στέλνει σε φαρμακευτικές. Πας εσύ με 2 γράμματα δηλητήριο και σου δίνει 20.000, αλλά σπάνια δηλητήρια. Όχι άμα πας της μέλισσας ή της σφήκας. Από φίδια, από τοξικά έντομα και τα λοιπά. Υπάρχουνε έξυπνες δουλειές. Το θέμα είναι πόσο μπορείς να τις φτάσεις, για να τις πάρεις. Ένα γραμμάριο δεν μαζεύεται εύκολα, όπως καταλαβαίνεις, γιατί αυτά που σου δίνει μέσα που τσιμπάει είναι χιλιοστά του γραμμαρίου.
Είχατε ζήσει, έτσι, άλλες περιπέτειες προς αναζήτηση βοτάνων;
Εντάξει! Κοίταξε να σου πω κάτι! Αυτά μπορεί να συμβούν σε 1-2 ταξίδια στις αρχές. Μετά, αρχίζεις και επικεντρώνεσαι σε αυτό που θες να κάνεις, δηλαδή δεν χαραμίζεις τους χρόνους σου, τώρα, να τρως από δω και από κει. Εξάλλου, αυτά τα ταξίδια πρέπει να είναι σύντομα και καθοριστικά, δηλαδή δεν κάθεσαι, τώρα, να κάνεις διακοπές, πας 1-2 μέρες, 3 μέρες. Έχεις κεντράρει πού θες να πας, τι θες να πας να κάνεις. Γιατί και αυτά είναι έξοδα, τα οποία επιβαρύνουν το προϊόν. Δεν θες ένα προϊόν να το αγοράσεις 5 και να το πουλάς 25. Δεν γίνεσαι ανταγωνιστικός. Στην αρχή, βέβαια, κάνα-δυο φορές, εντάξει, okay, αλλά μετά, σταδιακά, αρχίζεις και λες: «Εδώ, πρέπει να γίνω κεντραρισμένος». Αλλά άμα βλέπεις ανθρώπους οι οποίοι ήτανε χαβαλέδες, «Γεια σας φεύγουμε». Δεν χάνεις χρόνο για το χαβαλέ. Ή άτομα τα οποία κοιτάνε να σε αρπάξουν, να σε δαγκώσουν και να σου δώσουν ό,τι να ‘ναι. Ή άτομα τα οποία δεν ασχολούνται με CIF και ασχολούνται με FOB. Ας πούμε, να! Τη δεύτερη φορά έπαθα αυτή τη φάση με την Αίγυπτο. Φόρτωσα κάποια πράγματα από την Αίγυπτο και ενώ έχουμε συμφωνήσει θα μου τα στείλει CIF - CIF σημαίνει παράδοση στο λιμάνι του Πειραιά - αυτός μου έλεγε: “Yes, sir! Yes of course, CIF” και τα πάει στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας και μου τα αφήνει στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, το κοντέινερ. Και περιμένω μία μέρα και περιμένω δύο μέρες να μου στείλουν τα χαρτιά. Ποια χαρτιά; Και τον παίρνω τηλέφωνο και του λέω: «Πού είναι;». «Στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας». Του λέω: «Tι δουλειά έχουν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας;». Λέει: «Eμένα η δουλειά μου είναι μέχρι εκεί». «Τι είπες; Δεν συμφωνήσαμε CIF;». Δεν καταλάβαινε τι σημαίνει CIF. Λέει: «Όχι, εγώ δεν έχω καμία δουλειά». Και αναγκάστηκα να ξαναπάρω αεροπλάνα, να κατέβω Αλεξάνδρεια, να πάω στο λιμάνι μόνος μου, να βρω μεταφορική που θα μου κάνει το shipping, να τα φορτώσω εγώ, όχι εγώ, οι εργάτες εκεί, να το πάνε στο βαπόρι και να ξαναγυρίσω στην Αθήνα. Αυτά είναι έξτρα κόστη. Και να περιμένω το βαπόρι να κατέβει στην Αθήνα και να πάω να το ξαναεκτελωνίσω εγώ και να πάρω τα πράγματα. Αυτές είναι οι ατυχίες. Ατυχίες θες να το πεις; Ηλιθιότητα εκ μέρους του τύπου που το έπαιζε ότι «Εγώ ξέρω»; Μετά, από κει και πέρα, δεν το ξανακάνεις αυτό. Του λες: “CIF?”. “CIF!”. «Nαι, ποια είναι η μεταφορική; Ποια είναι η ναυτιλιακή που θα μου τα φορτώσει; Ποιος αναλαμβάνει το cargo; Δεν ξέρεις; Καληνύχτα σας, γεια σας φεύγουμε. Πάμε στον επόμενο». Δεν χάνεις τον χρόνο σου, τώρα, να σπας τα νεύρα σου δηλαδή. Καταλαβαίνεις ότι έχεις να κάνεις με ανθρώπους που είναι αλλού. Αυτά στις αρχές. Μετά, τα πράγματα τα βάζεις σε μια τάξη. Ξέρεις τι σημαίνει DOD, ξέρεις τι σημαίνει CIF, ξέρεις τι σημαίνει FOB, τα πάντα. Υπάρχει και περίπτωση που θα σου πει ο άλλος να σου κάνει ένα εμπόρευμα και θα σου πει FOB και να πεις “Οkay, FOB. Θα το αναλάβω εγώ». Εκεί, το συνειδητοποιείς όμως και ξέρεις ότι εξαρχής το προϊόν αυτό είναι να το κάνεις εσύ. Δεν έχει καμιά δουλειά αυτός. Το ξέρεις όμως. Όχι να σου λέει “CIF” και μετά σου λέει: «Είναι στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας και πήγαινε να ξεφορτώσεις εσύ!».
Για τους πελάτες θα ήθελα να ρωτήσω, δηλαδή φαντάζομαι έχει έρθει στο μαγαζί από όλο τον κόσμο.
Καταρχάς, ο χώρος αυτός είναι must στα travel guides. Ή στο “Trip Advisor”. Είναι αυτό που λέμε: «Kατεβαίνεις στην Αθήνα; Πρέπει να περάσεις να το δεις». Είχε έρθει ο Τζέιμι Όλιβερ στο μαγαζί, είχε κάνει γύρισμα, όταν έκανε εκπομπή για την Ελλάδα. Έχουν περάσει σεφ, να μην πω ονόματα, Λάζαρου, Παρλιάρος, σε περιοδικά. Πάρα πολλοί. Έτσι, τώρα μην λέω ονόματα. Έχουν περάσει ηθοποιοί, έχουν περάσει τραγουδιστές. Κάποτε, ψώνιζε ο Χατζιδάκις από 'κει. Έχει περάσει ο Μάνος ο Κατράκης από κει. Εγώ ήμουνα παιδί βέβαια. Έχουνε μπει η Δέσπω Διαμαντίδου, ψώνιζε η σύζυγος του Αβέρωφ, του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας. Ερχόταν με τον οδηγό της, τον προσωπικό οδηγό της και κατέβαινε και ψώνιζε. Έχουν περάσει πάρα πολύς κόσμος, και ανώνυμοι και επώνυμοι και απλοί λαϊκοί άνθρωποι. Kαι ο Θανάσης ο Βέγγος έχει περάσει από κει και ο Νίκος ο Φέρμας έχει περάσει από κει και ο Σαββόπουλος ο Διονύσης είχε κατέβει με την Άσπα, μία φορά με τον εγγονό του εκεί πέρα. Δεν τραβάω φωτογραφίες, δεν κρατάω τέτοια πράγματα, γιατί θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ ιδιωτικό και ίσως και εκμεταλλεύσιμο. «Ήρθε στο μαγαζί μου ο τάδε, να τραβήξω και μια φωτογραφία, να τον έχω εκεί καρφιτσωμένο». Δεν τα κάνω αυτά τα πράγματα. Το ξέρουν αυτοί που έχουν έρθει. Και βέβαια έχουν μπει ξένος κόσμος! Έχουν κατέβει σεφ από την Αμερική, έχουν κατέβει σεφ από τη Γαλλία. Είχα, ας πούμε, έναν Ιταλό, ο οποίος ήτανε μορφή. Έχει φύγει από την ζωή. Ο Dan Farinacci. Ένας από τους καλύτερους σεφ που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Και πού δεν είχε δουλέψει αυτός ο άνθρωπος! Στα καλύτερα ξενοδοχεία του κόσμου, σε κρουαζιερόπλοια στην Καραϊβική, στο Τόκιο, στο Κατάρ, στη Νότια Αφρική, στον Καναδά, στη Νέα Υόρκη σε πεντάστερα ξενοδοχεία. Ήτανε ο προσωπικός μάγειρας του “Ristοrante Da Lorenzo”, παλιό εστιατόριο, πολύ καλό, στο Κολωνάκι. Και πολύ καλός ο Lorenzo που τα είχε τότε αυτά. Είχε 5-6 εστιατόρια αυτός. Και ούτω καθεξής. Tώρα, ας πούμε, μην λέω πολλά για τον καθένα ξεχωριστά. Απλά, ο κόσμος είναι ποικιλόμορφος. Δεν είναι μόνο σεφ, μόνο ελίτ και τα λοιπά. Ο χώρος μου είναι ανοιχτός για όλο τον κόσμο. Δεν έχουμε αυτό που λέμε «πόρτα», «Εσύ δεν μπαίνεις, εσύ μπαίνεις». Είναι ένα κατάστημα “Public”, που μπορεί να μπει ο οποιοσδήποτε, να πάρει ό,τι θέλει, να αναζητήσει ό,τι μπορεί και ό,τι ψάχνει, πάντα με την προοπτική ότι αυτό που θα πάρει, αφενός μεν, θα πρέπει να υπάρχει και αφετέρου θα πρέπει να είναι εγκεκριμένο από μένα, να είναι φρέσκο. Γιατί υπάρχουν πάρα πολλά μαγαζιά που δεν πουλάνε, τους ξεμένουνε πράγματα και τα σπρώχνουνε. Ο καταναλωτής δεν είναι πάντα γνώστης. Να τα λέμε κι αυτά. Δεν μπορεί να ξέρει πώς είναι ένα προϊόν. Μπορεί να το έχει δει φωτογραφικά, μπορεί να το έχει δει οπτικά, αλλά υπάρχουν κάποια πράγματα που εγώ και κάποιοι σαν και μένα ξέρουμε να αναγνωρίσουμε αν αυτό είναι φετινό ή αν αυτό είναι προπέρσινο. Αυτά τα προϊόντα να έχεις υπόψη ότι η διάρκεια ζωής τους είναι 1 χρόνο, max 15 μήνες. Δεν είναι αιώνια, δεν είναι μούμιες. Για να μπορέσει, τουλάχιστον, το συγκεκριμένο να κάνει κάτι, να έχει δυναμική, να έχει απόδοση. Άμα δεν έχει δυναμική, αρχίζει μετά και χάνει την υπόστασή του σαν προϊόν και σαν αντικείμενο χρήσης.
Συνολικά, ποσά χρόνια είσαι, τώρα, μέσα σε αυτό το μαγαζί;
Γύρω στα 30; Κοντεύω τα 30.
Και ποια είναι μια από τις χαρακτηριστικές στιγμές που έχετε ζήσει εκεί μέσα, είτε κάποια επαφή με κάποιον πελάτη είτε κάτι που σας είχε κάνει εντύπωση;
Κοίταξε να σ[01:20:00]ου πω! Ο κάθε πελάτης έχει την ιδιαιτερότητά του. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τους πελάτες. Υπάρχουνε στρυφνοί πελάτες και ξινοί πελάτες, υπάρχουν αυτό που λέμε οι ψαγμένοι, υπάρχουν οι «πολυξερίδηδες» που δεν ξέρουνε τίποτα, υπάρχουν οι ανίδεοι, οι οποίοι ψηλαφίζουν τοίχο-τοίχο τις αγορές, υπάρχουν οι άνθρωποι που έχουν μία γνώση, αλλά όχι όσο θα έπρεπε και υπάρχουν και κάποιοι οι οποίοι είναι αυτό που λέμε «Ξεκινάω τώρα, προσπαθώ να μάθω» και ακούνε κιόλας, δηλαδή στήνουν αφτί, να δουν τι θα τους πεις. Γενικώς, αυτή η δουλειά είναι δουλειά για ακροβάτες. Θέλει να είσαι με όλους, να στέκεσαι, δηλαδή, με όλους, αυτό που λέμε «Μέχρι κεραίας». Δηλαδή, να σέβεσαι και αυτόν που δεν ξέρει και αυτόν που ξέρει και αυτόν που το παίζει ότι ξέρει και οτιδήποτε άλλο υπάρχει. Υπάρχει και η σνομπαρία. Μην ξεχνάμε! Υπάρχει κι αυτή η κατηγορία των σνομπ. Εγώ συνεργάζομαι με πάρα πολλούς χώρους, φαρμακευτικούς, με τον “KORRE”. Έχω συνεργαστεί με την “APIVITA”, έχω συνεργαστεί με πολλούς χώρους, και με το “STAR” και τα λοιπά και τα λοιπά. Πρέπει να είσαι ακροβάτης. Πρέπει να σέβεσαι την πολιτική και τη στάση του άλλου. Δεν είμαι από αυτούς που λέει ότι ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Αυτή είναι μία αρχαία μαλάκια, η οποία, ίσως, ακούστηκε τα πρώτα χρόνια της μεγάλης πεινάς και για να μη διώχνεις τους πελάτες. «Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Πρέπει να τον κρατάς». Όχι! Υπάρχουν και οι μαλάκες, οι οποίοι είναι άνευ διαπραγμάτευσης. Υπάρχουν άτομα, δηλαδή, τα οποία δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθείς ούτε δευτερόλεπτο μαζί τους και προκαλούνε το αίσθημα του καυγά, δηλαδή προσπαθούν να σε βάλουν στο δικό τους mood, για να τσακωθείς μαζί τους. Τους αποφεύγω. Δεν τους χρειάζεσαι αυτούς. Δεν μπορείς να προκαθορίσεις το πελατειακό σου κοινό. Είσαι ένα μαγαζί ανοιχτό και μπορεί να μπει ο καθένας. Αυτός, ο καθένας που μπαίνει εκεί μέσα, αξίζει το σεβασμό, ανεξαρτήτως αν είναι τρόμπας, αν είναι ευγενής, αν είναι ευφυής ή αν είναι πολυξερίδης.
Θυμάμαι μια άλλου είδους ιστορία που μου είχατε πει, με τον κύριο με το εκκρεμές.
Εντάξει! Έχουμε και αυτούς που λέμε “paranormal activities”, παραφυσικές δραστηριότητες! Κοίταξε να σου πω κάτι! Η Γερμανία, όπως και η Αυστρία και η Ελβετία, σφύζει από αυτό που λέμε oracles, μαγεία, παραφυσικό και όλα αυτά τα παραφράζουσα, ας το πούμε. Αυτός, τώρα, προφανώς, ήθελε να πάρει τις δονήσεις από το κάθε προϊόν, γιατί το κάθε προϊόν έχει δόνηση. Και ο καφές έχει δόνηση και το νερό έχει δόνηση και το φυτό έχει δόνηση. Το εκκρεμές, κάποιοι που έχουν πάρα πολύ ευαίσθητη, ας πούμε, συχνότητα, βάσει της ακτινοβολίας που έχουνε λαμβάνουμε σήματα. Και βάσει του σήματος που λαμβάνουν, αναγνωρίζουνε αν αυτό το προϊόν είναι okay or is not okay. Όλα τα πετρώματα έχουνε vibes, όλα τα φυτά έχουνε vibes, τα πάντα έχουνε vibes, τα πάντα. Ο χαλαζίας, άμα το βάλεις στο χώρο σου, σου καθαρίζει το χώρο. Επίσης, ο μολδαβίτης… Υπάρχουν άνθρωποι που τον αντέχουν και υπάρχουν και άνθρωποι που δεν τον αντέχουνε. Ο μολδαβίτης είναι ένα πέτρωμα που ανακαλύφθηκε στη Μολδαβία, στον ποταμό της Μολδαβίας, το οποίο λέει ότι είναι πέτρωμα εξωγήινο και έχει ραδιενεργά ισότοπα. Μία φίλη μου κόντεψε να πνιγεί ένα βράδυ. Τον είχε σε μια απόσταση 1,5 μέτρου, τέτοια πετραδάκια μικρά και κόντεψε να της κοπεί η ανάσα. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει και τα πήγε στο υπόγειο, 3 ορόφους κάτω, για να μπορέσει να κρατηθεί. Τέλος πάντων, για να μπούμε στον Γερμανό, αυτός λοιπόν ερχόταν και μου 'λεγε: «Έχεις, ας πούμε, “Buprenex”;». «Έχω». «Μπορώ να το δω;». «Ναι». Το 'βαζε μπροστά, έβαζε το εκκρεμές, «Πολύ ωραίο!». «Έχεις “Dragons Blod”;». «Έχω». «Μπορώ να το δω;». «Ναι». «Πολύ καλό, βάλε μου». «Έχεις “Copal”;». «Έχω». «Μπορώ να το δω;». «Ναι». «Όχι αυτό»! «Αυτό», μου 'λεγε. «Μην μου βάλεις από αυτό. Θα μου βάλεις από αυτό». Ο τύπος, τώρα, αυτός έγραφε βιβλία για τα λιβάνια. Έγραφε κάποιες προσωπικές, ας πούμε, εμπειρίες που είχε με τα λιβάνια και τα λοιπά και τα μέτραγε με το εκκρεμές. Τι να του πεις τώρα αυτουνού; Ψώνιζε ο άνθρωπος. Είχε αυτήν την θεωρία, ότι αυτό το πράγμα πρέπει να είναι έτσι για να το πάρω. Εάν δεν μου κάνει η δόνηση, δεν το παίρνω. Τέλος! Έχουμε και αυτές τις κατηγορίες ανθρώπων. Προτιμώ τους απλούς, κανονικούς ανθρώπους, τους καθημερινούς, οι οποίοι και μπορείς να μιλήσεις, γιατί με αυτούς δεν μπορείς να μιλήσεις. Είναι σε άλλη συχνότητα.
Να πούμε και λίγο για το project με το τσάι.
Τον Οκτώβρη του ’19, φτιάξαμε τον πάνω χώρο, με προοπτική να είναι ένας χώρος αποκλειστικά με ποικιλίες τσαγιού και ένα σημείο που να μπορεί κάποιος να δοκιμάζει 1-2 τσάι που θέλει να αγοράσει. Όχι να σερβίρουμε τσάι προς πώληση. Είναι σαν δοκιμαστήριο τσαγιού, δηλαδή θέλω να πάρω, ας πούμε, Dragon Pearls. «Μπορώ να δοκιμάσω Dragon Pearl;». «Βεβαίως! Θα σου βάλουμε να το δοκιμάσεις, να το πιείς, με προοπτική ότι το παίρνεις». Αυτό που θες να πάρεις, θα το δοκιμάσεις. Δυστυχώς, όμως, το ’21, ξεκίνησε το κόλπο με τις καραντίνες, πράγμα το οποίο το «κατεδαφίστηκε». Τον έχουμε έτοιμο τον χώρο. Δηλαδή, δεν επέτρεψε, ουσιαστικά, να μπορέσει να εξελιχθεί αυτό όπως θέλαμε και βέβαια απαγορεύτηκαν και οι συναντήσεις, ας πούμε, και τα λοιπά. Ήθελα να πάρω, να κάνω κάποιες ομιλίες αργότερα, μία αναφορά ενός βιβλίου, μία παρουσίαση κάποιου καινούργιου προϊόντος και τα λοιπά. Αλλά αυτά τα 2 χρόνια μπήκαν σε μέγγενη, οπότε μπήκε σε δευτερεύουσα μοίρα. Τώρα, δεν ξέρω από τον Οκτώβριο, αλλά επειδή φαντάζει λίγο, ίσως, ακόμα νωθρό, γιατί ακούω άλλα τώρα, θέλουν καινούργια εμβόλια, θέλουν να τα δοκιμάσουν τα καινούργια εμβόλια. Όποιος δεν το κάνει, θα πέσουνε lockdown και καραντίνες. Δεν ξέρω τι να πω για το θέμα του πάνω. Δεν μπορώ να πω τίποτα. Είναι πάρα πολύ ρευστά τα πράγματα και πολύ αβέβαιο το μέλλον. Άρα, ό,τι και να πω, θα είναι ουτοπία.
Ωραία, και για να κλείσουμε, να πούμε συμπερασματικά ποια είναι η φιλοσοφία πίσω από το “Elixir”;
Η φιλοσοφία πίσω από το “Elixir” είναι ένας χώρος ο οποίος προσδοκούσε και προσδοκεί στην καλύτερη και πιο φυσική ποιότητα ζωής και συνάμα στην ωραιοποίηση της καθημερινότητας. Δηλαδή, κάθε μέρα να είναι κάτι διαφορετικό, όχι απαραίτητα μέσα από ένα ρόφημα ή μέσα από ένα μπαχάρι ή από ένα μείγμα ή από κάτι άλλο. Να επαναφέρουμε την παλιά τάξη πραγμάτων στην καθ[01:30:00]ημερινότητά μας, με προοπτική και σκοπό την καλύτερη ποιότητα ζωής. Όλο αυτό, βέβαια, έχει να κάνει με το τι δίνεις, τι παίρνεις, τι πουλάς, τι σε ενδιαφέρει και πού θες να φτάσεις. Για μένα, θεωρώ ότι έχει δρόμο αυτό ακόμα κι ότι ανάγεται στο ενδιαφέρον του να κάνω και κάτι παραπάνω από αυτά που υπολογίζω στην ανταπόκριση του κόσμου. Μπορεί να θέλω να κάνω χίλια δύο πράγματα, αλλά αν αυτό το πράγμα που θέλω να κάνω δεν βλέπω μία έστω μικρή ανταπόκριση, δεν έχεις λόγο να το συνεχίσεις, να το πας παρακάτω. Για ποιο λόγο; Όλο αυτό, δηλαδή, θα ανταποκριθεί αναλόγως το κάλεσμα και την ανταπόκριση. Γιατί, το τι θέλεις με το τι σου έρχεται είναι η Ανατολή με τη Δύση. Θα δείξει και το πώς θα εξελιχθούν οι συγκυρίες των όλων των οποίων τρέχουν.
Ο χώρος ήταν πάντα έτσι, ξύλινος;
Την εποχή την παλιά, ήταν όλα ντουλάπια αυτά, χωρίς τζάμια και τα βάφανε με ρεπουλίνες. Το θεωρούσανε πολύ άσχημο να φαίνεται το ξύλο. Ήταν η «βλαχιά» της εποχής, να το πω έτσι. Παίρνανε ρεπουλίνες κόκκινες, πράσινες, τα βάφανε με χρώματα. Ο μαραγκός, που το ανέλαβε να το φτιάξει τότε, έβγαλε αίμα, δηλαδή φαντάσου ότι αυτός ο τύπος τα έκαιγε αυτά με το γκαζάκι και τα ‘ξυνε με σπάτουλα, για να φύγουνε. Τα έξυσε ένα-ένα, μετά με σβούρες να φύγει, να εμφανιστεί το παλιό το ξύλο και να τα περάσει με εμποτισμού βερνίκια και να ξηλώσει τους ταμπλάδες, να βάλει τζάμια, για να φαίνεται τι έχει μέσα. Τίποτα! Θα σου πω ότι το 2000, που ανανεώθηκε πάλι ο χώρος, τότε, κόστισε 40.000 ευρώ, για να φτάσει εκεί.
Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η οδός Ευριπίδου είναι ένας από τους ιστορικότερους και πιο ευωδιαστούς δρόμους της Αθήνας, ένας χώρος παραδοσιακού εμπορίου, με καρυκεύματα και μπαχαρικά απ' όλες τις γωνιές του κόσμου. Στον αριθμό «41» βρίσκει κανείς το «Ελιξίριον», κατάστημα που χρονολογείται από το 1948. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση, που από γενιά σε γενιά εξελίχθηκε σε ένα αλχημικό εργαστήριο χρωμάτων, αρωμάτων και γεύσεων και εξακολουθεί να κοσμεί μέχρι και σήμερα τον «μπαχαρόδρομο» της Αθήνας. Ο Περικλής Κονιάρος, ιδιοκτήτης του καταστήματος, μας ταξιδεύει πίσω στα χρόνια του παππού του και του πατέρα του, όταν η «Ευριπίδου», ο δρόμος με τα μπαχαράδικα και τα ξηροκαρπάδικα της πόλης, ήταν γεμάτος ζωή.
Αφηγητές/τριες
Περικλής Κονιάρος
Ερευνητές/τριες
Αναστασία Καραδημήτρη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/08/2022
Διάρκεια
92'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η οδός Ευριπίδου είναι ένας από τους ιστορικότερους και πιο ευωδιαστούς δρόμους της Αθήνας, ένας χώρος παραδοσιακού εμπορίου, με καρυκεύματα και μπαχαρικά απ' όλες τις γωνιές του κόσμου. Στον αριθμό «41» βρίσκει κανείς το «Ελιξίριον», κατάστημα που χρονολογείται από το 1948. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση, που από γενιά σε γενιά εξελίχθηκε σε ένα αλχημικό εργαστήριο χρωμάτων, αρωμάτων και γεύσεων και εξακολουθεί να κοσμεί μέχρι και σήμερα τον «μπαχαρόδρομο» της Αθήνας. Ο Περικλής Κονιάρος, ιδιοκτήτης του καταστήματος, μας ταξιδεύει πίσω στα χρόνια του παππού του και του πατέρα του, όταν η «Ευριπίδου», ο δρόμος με τα μπαχαράδικα και τα ξηροκαρπάδικα της πόλης, ήταν γεμάτος ζωή.
Αφηγητές/τριες
Περικλής Κονιάρος
Ερευνητές/τριες
Αναστασία Καραδημήτρη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/08/2022
Διάρκεια
92'