Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Η πιάτσα ήτανε πολύ δύσκολη. Και ωραία ήτανε και δύσκολα»: Η Έλενα μιλά για τα βιώματα της σεξεργασίας και της τρανς ταυτότητας
Ενότητα 1
Εφηβικά χρόνια, στρατός και ερωτικές σχέσεις
00:00:00 - 00:19:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα, είμαστε σήμερα εδώ με την Έλενα Ραζή. Το όνομά μου είναι Δημήτρης Τζεβελέκος, είμαι ερευνητής για το Istorima, η συνέντευξη σήμερ…ι δεν ξαναπήγα στο μαγαζί. Και μετά από καιρό… Αυτός ήταν παντρεμένος. Είχε ένα παιδί, ένα ή δύο; Δεν θυμάμαι. Και χωρίσαμε μετά από καιρό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Ζωή στην Ιταλία, επιστροφή στην Ελλάδα και εργασία στην πιάτσα της Συγγρού
00:19:44 - 00:36:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά αφού χωρίσαμε, εγώ λέω: «Θα φύγω στην Ιταλία». Και πραγματικά έφυγα στην Ιταλία. Και πήγα εκεί, με την προοπτική να πάω στην Per ugia …ιωσα εκεί, έμεινα κανά-δυο χρόνια. Τελοσπάντων και μετά από εκεί το μάθανε και οι δικοί μου, με διώξανε από το σπίτι, αυτά ήτανε... άσ' τα!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οικογένεια και περίοδος detransition
00:36:25 - 01:01:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς το μάθανε; Το μάθανε απ’ τη γειτονιά, γιατί με είδαν άτομα στη Συγγρού, νεολαία. Περνούσαν η νεολαία τα βράδια στη Συγγρού. Τότε η Συγγ…λεψα… Πόσα χρόνια έχω σταματήσει; 15 έχω σταματήσει; 14; Εκεί. Έχω σταματήσει την πορνεία, είμαι τώρα… Έχω μπει στα 68, 67 χρονών. Κλειστό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Οι πιάτσες της Αθήνας και ερωτικές σχέσεις
01:01:03 - 01:35:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα ήθελες να μας πεις λίγο για την πιάτσα στη Συγγρού; Η πιάτσα ήτανε πολύ δύσκολη. Και ωραία ήτανε, και δύσκολα. Βέβαια μας θεοποιούσανε, …ύκλος είναι, δόξα σοι ο Θεός, μια χαρά. Αυτά. Έλενα, σ’ ευχαριστούμε πάρα πολύ. Ναι ’σαι καλά. Ήταν φοβερή συνέντευξη. Να ’σαι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΚαλησπέρα, είμαστε σήμερα εδώ με την Έλενα Ραζή. Το όνομά μου είναι Δημήτρης Τζεβελέκος, είμαι ερευνητής για το Istorima, η συνέντευξη σήμερα θα διεξαχθεί στο σπίτι του ερευνητή, στη Βικτώρια, στην Αθήνα και η ημερομηνία είναι 9 Αυγούστου του '22. Έλενα ξεκινώντας, θα ’θελες να μας πεις λίγα λόγια για το πού μεγάλωσες;
[00:00:00]
Μεγάλωσα στο Περιστέρι Αττικής. Το λέμε Αττικής γιατί την εποχή εκείνη έτσι το λέγανε, ήτανε… Δεν ήτανε στην Αθήνα μέσα κι αυτό, ήτανε δήμος και ήτανε και από τότε και λεγότανε Περιστέρι Αττικής, τελοσπάντων. Εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, το 1955, Φεβρουάριο. Το Περιστέρι τότε ήτανε πολύ αραιοκατοικημένο, σαν χωριό ας πούμε, κατά κάποιον τρόπο, κωμόπολη έτσι. Λοιπόν… Εντάξει, μεγάλωσα σε ένα σπίτι, δύο αδέρφια ήμαστε, αγόρια, με τους γονείς… Μπορώ να πω καλά, ευκατάστατοι οι γονείς, ψιλο-ευκατάστατοι, όχι πολύ καλά αλλά καλούτσικα, και μεγαλώνοντας ακόμα καλύτερα. Τελείωσα το σχολείο, το Δημοτικό, στο Περιστέρι πάντα. Πήγα στο Γυμνάσιο, τελείωσα το Γυμνάσιο. Εξατάξιο Γυμνάσιο την εποχή εκείνη και ένας μαθητής μέτριος, γιατί δεν διάβαζα, γι’ αυτό ήμουνα μέτριος, αν διάβαζα, θα ήμουνα καλός. Λοιπόν, βέβαια η ομοφυλοφιλία ήτανε έμφυτη, εντάξει; Τι να κάνουμε τώρα, αυτό. Τώρα δεν μπορώ να το προσδιορίσω, γεννιέσαι, γίνεσαι, σε κάνουνε οι καταστάσεις, το μυαλό σου και τα μάτια όταν παίζουνε από δω και δεξιά και αριστερά και βλέπουνε τώρα και συγκρίνουνε, αγοράκια και κοριτσάκια, τι σε φτιάχνει καλύτερα; Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω. Άλλοι λένε ότι γεννιέσαι ομοφυλόφιλος, άλλοι λένε ότι γίνεσαι στην πορεία ομοφυλόφιλος. Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω, δεν το έχω ψάξει και δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Αυτό. Τώρα η ζωή κύλησε μέχρι τα 18-19 καλά, με κρυφοκαταστάσεις με νεαρούς, κυρίως γειτονόπουλα, κυρίως, όχι ακριβώς, με δυο-τρία γειτονόπουλα θυμάμαι. Και μάλιστα ο ένας πέθανε πρόσφατα από καρκίνο, γιατρός στο επάγγελμα, παιδική μου σχέση, ομοφυλοφιλική σχέση και–
Σχέση χρόνων;
Σχέση, ναι, σχεδόν χρόνων, αλλά μη φανταστείς ότι γινόταν τότε ένας… Γιατί και εγώ ήμουν 13-14 χρονών και αυτός ήταν 15, ένα χρόνο μεγαλύτερός μου. Μη νομίζεις ότι γινόταν ολοκληρωμένος έρωτας, δεν γινόταν, δεν ήταν πρωκτικός κτλ. κτλ. Τότε κάναμε το λεγόμενο «τζιβιτζιλίκι», να το πω έτσι. Εντάξει; Αυτό. Μετά και με έναν άλλον μεγαλύτερο θυμάμαι, αυτός ήθελε, γιατί εγώ ήμουν πιτσιρικάς και αυτός ήθελε να… Αυτός ήταν 18-19, αυτός ήθελε να αυτό, τελοσπάντων, εγώ δεν καθόμουνα με τίποτα. Τελικά, τελοσπάντων, καλά περάσαμε και μ’ αυτόν. Δεν του έκανα το χατίρι ποτέ βέβαια. Και μετά και ένας άλλος, ο οποίος, τον βλέπω ακόμα και σήμερα, ένας γέρος, με κοιλιές, μ’ αυτά. Και καρδιακός και προβληματικός και το ’να, και το άλλο και τον βλέπω και τον συναντάω, γιατί μένει κοντά στη μάνα μου, στο πατρικό μου κοντά. Παντρεμένος, με παιδιά και με ιστορίες και τέτοια και τον συναντάω και λέω: «Αυτός ο καλλονός κάποτε, έγινε έτσι; Και είχα εγώ σχέση μ’ αυτό το πράγμα, είναι δυνατόν;». Κι όμως, ήτανε κούκλος, καλλονός την εποχή εκείνη και σήμερα δεν θυμίζει τίποτα. Αυτοί ήτανε απ’ τη γειτονιά τα άτομα, δηλαδή, από τα κοντινά σπίτια στο πατρικό μου.
Και πώς καταλαβαινόσασταν, από τις ματιές;
Από τις ματιές, τις ματιές. Ναι, παρόλο που δεν φαινόταν κάτι σε εμένα, αλλά ούτε και σε αυτούς, εντάξει; Γιατί και αυτοί ομοφυλόφιλοι ήταν τότε, άσχετα αν παντρεύτηκαν και κάνανε οικογένειες μετά, μην τρελαθούμε, ό,τι μου έκαναν τους έκανα. Εντάξει; Τι κάναμε; Ούτε με πηδάγανε ούτε τίποτα. Φιλιά, αγκαλιές, να το πω ξεκάθαρα; Πλακοψώλι.
Βρίζουμε ελεύθερα.
Ναι, ελεύθερα. Πλακοψώλι, τζιβιτζιλίκι που λέμε σήμερα, κατάλαβες; Αυτό, δεν γινόταν κάτι άλλο. Τα παθητικά μού ήρθαν αργότερα εμένα. Και άλλα πολλά αγόρια, τα οποία γνώριζα μετά στις γειτονιές, πιο κάτω, σε άλλες γειτονιές. Πήγαινα εγώ, ξέρεις, βραδάκι, και σου 'πα, μου 'πες, περπατούσα και για να τους προσεγγίσω, ξέρεις τώρα και τους έκανα: «Ψιτ, ψιτ, ψιτ». Γύρναγε το κεφάλι του αυτός, φερειπείν: «Αχ συγνώμη, σε εσένα φώναξα; Αχ συγνώμη, σου έκανα ψιτ εσένα; Αχ συγνώμη μωρέ, δεν το ’θελα, δεν… Σε πέρασα για γνωστό μου. Είσαι γνωστός μου;». Με κοιτάγανε εκείνοι και καταλαβαίνανε, γιατί τους μίλαγα λιγάκι με σπασμένο το στιλάκι της ομιλίας… Ή θέλανε ή δεν θέλανε. Άλλος μου ’λεγε: «Δεν κεφάρω», άλλος μου ’λεγε: «Άντε γαμήσου, ρε», κατάλαβες; Τέτοια πράγματα. Άλλος ήθελε! Δηλαδή, στους πέντε… Και μάλιστα ξεκινώντας έλεγα: «Θα κολλήσω σε πέντε άτομα, δεν θα θέλουν οι δύο; Θα κολλήσω σε οκτώ άτομα, δεν θα θέλουν...». Οι δύο πάντα, εγώ πόνταρα στους ένα-δύο. Βασικά για έναν πήγαινα, δεν πήγαινα για δύο. «Θα κολλήσω σε πέντε άτομα ή σε επτά άτομα, θα μου κάτσει ο ένας-δύο, αλλά πρέπει να είναι όμορφος, να μ’ αρέσει. Διαφορετικά δεν γίνεται». Τελοσπάντων, να μη στα πολυλογώ, λίγο μεγαλώνοντας μετά, κάτι έκανα τότε, έπαιρνα. Μεγαλώνοντας μετά, πήγα έτσι 17 χρονών και 18, εκεί κοντά σ’ εμένα, στη γειτονιά μου στο Περιστέρι, είναι το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, γνωστό στρατόπεδο. Στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, εκεί ήταν όλοι οι φαντάροι και αυτά και το ένα και το άλλο. Πήγαινα εγώ τα βράδια εκεί, κάτω απ’ τις σκοπιές, στο περπατητό. Είχαν και κάτι ταβερνάκια εκεί, θυμάμαι, που φτιάχνανε σάντουιτς για τον στρατό. Και περνούσα εγώ απέξω εκεί –βέβαια ήμουνα πολύ όμορφο αγόρι, η αλήθεια είναι αυτή– και έκανα λιγάκι έτσι, έσπαγα και λίγο τη μεσούλα, λιγάκι το ξέρεις, λίγο ελαφρώς το περπάτημα, καταλαβαίνανε αυτοί αμέσως. Εκεί παιρνόμουνα ασυστόλως. Ποτέ όμως, ξέρεις, πήδημα, δεν… Αυτό το έκανα με έναν ναύτη, θυμάμαι, στου Σκαραμαγκά. Το πήδημα.
Πού;
Στον Σκαραμαγκά.
Τι είναι αυτό;
Ήτανε ναύτης, υπηρετούσε εκεί στον Σκαραμαγκά, στο ναυτικό.
Οk.
Και περνούσα εκεί ένα απόγευμα και τον είδα και γνωριστήκαμε. Ένα πολύ ωραίο παιδί και αυτός τρελάθηκε μαζί μου, Τελοσπάντων, πήγαμε, κάναμε και αυτός ήτανε που μου πήρε την παρθενιά. Εκεί έκανα πρώτη φορά παθητικό έρωτα, χωρίς να έχω κάνει ποτέ με τους άλλους ενεργητικό. Εγώ δεν έκανα, πάντα πλακοψώλι, τζιβιτζιλίκι που λέμε, με αγκαλιές, φιλιά, χάδια, λίγο ούβε. Το «ούβε» να πω τι είναι;
Καλιαρντό δεν είναι;
Τσιμπούκι, ναι. Το λένε «ούβε», το λέμε «μπονμπόν», το λέμε διάφορα, κατάλαβες;
Να ρωτήσω; Μέχρι τα 17-18, που ήσουν Περιστέρι, σε ψυλλιάστηκε κανένας από σόι ή από–
Όχι, όχι, κανένας.
Κανένας;
Το καμουφλάζ ήτανε πολύ καλό, ναι. Κανένας, κανένας.
Αλλά ήσουνα πολύ τολμηρή!
Ήμουνα, ναι, ναι.
Ποιος εκείνη την εποχή πήγαινε έξω απ’ τα στρατόπεδα και–
Ναι...
Απίστευτο!
Ναι, δεν το έκανα κάθε μέρα αυτό, μη φανταστείς. Αλλά πρόσεξε, διάλεγα όμως, εντάξει; Δεν πήγαινα με τον οποιοδήποτε, μου κολλάγανε πολλοί φαντάροι. Ήτανε κοντά στη γειτονιά μου αυτό, το στρατόπεδο ήταν λίγο πιο πάνω. Και ήτανε κοντά και πήγαινα και διάλεγα εγώ κανά όμορφο αγόρι, ξέρω γω, ναι. Αλλά όλοι λυσσάγανε, θέλανε να γαμήσουνε. Αλλά επειδή, ξέρεις, με [00:10:00]γούσταραν, το γουστάρανε αυτό που κάνανε, θέλανε έστω και αυτά τα χάδια, έστω και αυτές τις αγκαλιές, να τους τον παίξω, τους άρεσαν και αυτά. Δεν ήταν απόλυτο το…
Αλλά δεν ήταν σαν τον ναύτη. Τον ναύτη σε ποια ηλικία τον γνώρισες;
Ο ναύτης ήταν πανέμορφος, μου άρεσε πάρα πολύ και δεν ξέρω πώς με κατάφερε ο μαλάκας αυτός. Με κατάφερε, ναι, ναι. Ένα όμορφο αγόρι, πολύ όμορφο.
Κάπου σε άγγιξε αυτός.
Ναι, ναι, ναι. Κάτι με άγγιξε με αυτόν. Μετά, τελοσπάντων, τελείωσα–
Αυτόν πού το γνώρισες –συγνώμη– τον ναύτη;
Στον δρόμο, στον δρόμο αυτά. Αυτά που σου λέω τώρα γινόντουσαν στον δρόμο, κανονικά, στο περπατητό. Γύριζα–
Σε τι ηλικία γνώρισες τον ναύτη;
18; 18 χρονών ήμουνα. Είχα τελειώσει το εξατάξιο Γυμνάσιο, μετά πήγα σε μία σχολή αρχιτεκτονικού σχεδίου και γράφτηκα, δημόσια σχολή. Αλλά να κάνω μια παρένθεση εδώ πέρα γιατί… Πήγα σε μία δημόσια σχολή αρχιτεκτονικού σχεδίου στην Κέρκυρα, όχι εδώ, γιατί έτυχε ο πατέρας μου να είναι στην Κέρκυρα, είχε κάποιες υποθέσεις εκεί πέρα και μείναμε 2-3 χρόνια εκεί. Και μάλιστα εκεί πέρα τότε μας βρήκε και ο Αττίλας στην Κύπρο. Αυτό που έγινε στην Κύπρο, ξέρεις, η εισβολή τότε με τη Χούντα, και τελικά διακόπτω εγώ τη σχολή. Πήγα επίτηδες στη σχολή, για να πάρω αναβολή απ’ τον στρατό, για να πάω να σπουδάσω στην Ιταλία μετά, ήθελα εγώ βασικά. Αλλά ήθελα… Τι ήθελα να σπουδάσω; Πολλά ήθελα να σπουδάσω, πολλά και τίποτα. Και τελικά δεν σπούδασα τίποτα. Μ’ άρεσε πολύ η φιλολογία, αλλά το έβλεπα λιγάκι δύσκολο, «πώς θα δίνω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο τώρα;». Και δεν θυμάμαι, τότε ήτανε με εξετάσεις. Με εξετάσεις ήταν τότε, ναι, ναι. Έπαιρνες το απολυτήριο Γυμνασίου, εξατάξιο Γυμνάσιο –Λύκειο σήμερα– και έδινες εξετάσεις στη Φιλοσοφική, κανονικά. Μετά πήγαινες στην Ιταλία, στην Ιταλία δεν έδινες εξετάσεις όμως. Στην Ιταλία μπορείς να πας ή στην Ιατρική ή στη Φαρμακευτική. Εγώ σκεφτόμουνα να πάω, επειδή είχα πολλούς φίλους –φιλενάδες μάλλον– στην Perugia της Ιταλίας, σπουδάζανε Φαρμακευτική τότε, μου έλεγαν: «Έλα εδώ και θα δούμε». Τελοσπάντων, δεν έγινε τίποτε απ’ όλα αυτά. Μετά σκέφτηκα και τον στρατό, να δώσω εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων. Και αυτό, για τη Σχολή Ευελπίδων, ψάχτηκα, εκεί ψάχτηκα. Πήγα σε ένα στρατιωτικό φροντιστήριο να γραφτώ κτλ. και εκεί δεν ξέρω τι μ’ έπιασε για μια στιγμή και λέω: «Πού πας ρε τώρα, ξυπόλυτος στα αγκάθια; Να πας στη Σχολή Ευελπίδων, εντάξει, θα βγεις Ανθυπολοχαγός, μετά θα παίρνεις τους βαθμούς κανονικά. Θα αντέξεις τον στρατό; Εσύ είσαι αυτό που είσαι τώρα, θα αντέξεις τον στρατό; Δεν ξέρω, δεν, δεν…». Τελοσπάντων, μου έφυγε απ’ το μυαλό. Πάμε στην Κέρκυρα, κάνω αυτό, ήμουνα εκεί 19 χρονών, τόσο, διακόπτω και πάω στον στρατό, κόβω και την αναβολή και πάω στρατό και υπηρετώ τη θητεία μου κανονικά. Όλη μου τη θητεία. Τότε υπηρέτησα 28 μήνες.
28 μήνες!
Ναι, ήτανε τότε… Είχε πέσει η Χούντα και ήτανε τότε με την Κύπρο, με τα προβλήματα με την Τουρκία, που είχαμε τα πάρε-δώσε και ανεβοκατέβαινε η θητεία, πότε έγινε εικοσιτετράμηνο, πότε εικοσιοκτάμηνο, και εγώ ήμουνα μέσα στα εικοσιοκτάμηνα.
Σε ποιο μέρος;
Παρουσιάστηκα στην Καλαμάτα, στο 9ο Σύνταγμα Πεζικού, έκατσα 2 μήνες, έκανα τη βασική εκπαίδευση και φεύγω από εκεί και παίρνω ειδική εκπαίδευση και πάω στη Σπάρτη στο ΚΕΕΜ και εκεί γίνομαι –πώς το λένε– οδηγός στα αυτοκίνητα, στα στρατιωτικά αυτοκίνητα, Reo της εποχής εκείνης, κάτι τεράστια θηρία, μεγάλα, τα οποία τα είχανε φέρει… Ήτανε αμερικάνικα, από τον πόλεμο, από της Κορέας. Θηρία αυτοκίνητα. Και μετά πήρα μετάθεση και πήγα στη Θεσσαλονίκη και έκατσα ένα χρόνο στη Θεσσαλονίκη. Και στη Θεσσαλονίκη ήμουνα και οδηγός, αλλά ήμουνα, επειδή είχα τελειώσει εξατάξιο Γυμνάσιο κι αυτά και είχα μια κάποια μόρφωση, με βάλανε και είχα και ένα γραφείο. Είχα ένα… Ξέρεις, έφτιαχνα κάτι χαρτιά, τεχνικό γραφείο ήτανε του Λόχου. Απολύομαι απ' τον στρατό... Και γυρίζω μετά απ’ τη Θεσσαλονίκη, ξαναγυρνάω στη Σπάρτη –εκεί που εκπαιδεύτηκα οδηγός– και με κάνουνε εκπαιδευτή οδηγό. Εκπαίδευα νεοσύλλεκτους εγώ, στην οδήγηση επάνω, στα Reo κι αυτά.
Ένιωθες άνετα μέσα σε όλη αυτή την ψωλαρία;
Πάρα πολύ άνετα, πάρα πολύ άνετα. Και να σου πω, το πώς έκανα ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Αν είχα εκεί μέσα, είχα. Αλλά πρόσεξε πώς είχα. Ομοφυλοφιλικές σχέσεις είχα στο στρατόπεδο, όταν γύρισα σαν εκπαιδευτής οδηγός, διότι κάθε 2 μήνες η σειρά έφευγε. Εγώ εκπαίδευσα 4 με 5 σειρές. Κάθε 2 μήνες η σειρά έφευγε και ερχόντουσαν άλλοι νεοσύλλεκτοι. Τα 2 τελευταία βράδια, διάλεγα κανά δυο-τρία αγόρια που μ’ αρέσανε και τους κόλλαγα εγώ κτλ. Αυτό έγινε. Εντάξει, είχανε καταλάβει και άλλοι μέσα στο στρατόπεδο ότι κάτι συμβαίνει με εμένα, αλλά ήμουνα πολύ σοβαρός, που δεν έδινα δικαιώματα και τέτοια πράγματα. Κοντολογίς, πέρασα καλά στον στρατό, και μάλιστα έκανα και πολλές βολές με τα όπλα και με το Μ1 το τουφέκι, πολλές βολές και με οπλοπολυβόλα και τα πάντα αυτά. Και το έχω και τιμή μου και καμάρι μου αυτό, εντάξει; Γιατί… Θα κάνω μια παρένθεση εδώ πέρα. Μια φορά στη γενική ασφάλεια, παλιά, με είχανε συλλάβει για πορνεία: «Εσείς -μου λέει ένας αξιωματικός- είσαστε άχρηστοι άνθρωποι. Τι θέλετε στην κοινωνία και ζείτε εσείς; Ούτε από στρατό ξέρετε ούτε από τίποτα», λέω: «Τι δεν ξέρω;», του κάνω. «Σε παρακαλώ». Κουβάλαγα πάντα μαζί μου το απολυτήριο στρατού, πάντα, με διαγωγή αρίστη, με Ι1, τα πάντα, οδηγός εκπαιδευτής, τα πάντα. Και μόλις το βλέπει, κατάπιε τη γλώσσα του. Του λέω: «Τι λέει εδώ πέρα, κύριε αξιωματικέ; Εδώ τι γράφει; Πρόσεξε πώς μιλάς σε παρακαλώ, εντάξει; Δεν είμαστε όλοι ίδιοι». Τέλος, αυτό.
Οk.
Είναι μεγάλη, λέμε πολλά.
Όχι, μια χαρά νομίζω.
Τελοσπάντων, απολύθηκα απ’ τον στρατό. Εν τω μεταξύ ανακαλύπτω... Ανακαλύπτω... Το ’ξερα αυτό, αλλά δεν το είχα ποτέ έτσι πει, το έλεγα μόνο στον εαυτό μου. Το ’ξερα εγώ και ο εαυτός μου. Είχα καλή φωνή εγώ. Τραγούδαγα, κατάλαβες; Και όταν απολύομαι απ’ τον στρατό, τα φτιάχνω με ένα παιδί, το οποίο ήταν τραγουδιστής αυτός σε ένα σκυλάδικο, την εποχή εκείνη, στην Ιερά Οδό, στο Αιγάλεω, το λεγόμενο «Ηλιοβασίλεμα». Εκεί μέσα, που λες, τελοσπάντων, πήγαινα και εγώ τα βράδια, τραγούδησα ένα βράδυ εκεί, με βάλανε να πω ένα τραγούδι. Και μου λέει: «Από αύριο θα δουλέψεις, θα έρχεσαι εδώ πέρα να τραγουδάς. Έχεις και ωραία εμφάνιση, είσαι όμορφο αγόρι, εσύ τραγουδάς». Έλεγα βαριά λαϊκά τραγούδια της εποχής εκείνης, Γαβαλά–
Όπως; Τι καλλιτέχνες;
Τι καλλιτέχνης; Τραγουδιστής.
Ναι, ναι, εννοώ τραγούδια ποιων καλλιτεχνών;
Είχα πει του Γαβαλά το… Αχ πώς το λέει τώρα, κάτσε να θυμηθώ… Σωτηρία Μπέλλου. Είπα τραγούδια τώρα… Πρέπει να τα θυμηθώ για να στα πω.
Ναι, ναι, ναι. Εντάξει δεν πειράζει.
Κατάλαβες; Στην πορεία θα τα θυμηθώ, γιατί έχω άλλη ροή τώρα, κατάλαβες τι γίνεται; Οπότε δεν θυμάμαι τα τραγούδια, δεν μου έρχονται. Κάθομαι καμιά δεκαριά μέρες, άρεσα, και αυτός ζήλεψε ο δικός μου, ζήλεψε γιατί είχα καλύτερη φωνή από αυτόν. Και μου λέει: «Κοίταξε να δεις κάτι, ή θα σταματήσεις να τραγουδάς, θα σταματήσεις, δεν θα ξαναέρθεις εδώ, για να συνεχίσουμε να είμαστε μαζί. Διαφορετικά θα φύγω εγώ από εδώ πέρα και συνέχισε να τραγουδάς». Εγώ ήμουνα καψούρα τότε μ’ αυτόν, είχα φάει, την είχα αρπάξει λιγάκι και μ’ έκανε όπως ήθελε. Μ’ έκανε όπως ήθελε... Ναι, στο θέμα αυτό με έκανε όπως ήθελε, γιατί δεν ήθελα να τον χάσω, δεν ήθελα να χωρίσω μαζί του και τα παράτησα, αυτό ήτανε. Και δεν ξαναπήγα στο μαγαζί. Και μετά από καιρό… Αυτός ήταν παντρεμένος. Είχε ένα παιδί, ένα ή δύο; Δεν θυμάμαι. Και χωρίσαμε μετά από καιρό.
Ενότητα 2
Ζωή στην Ιταλία, επιστροφή στην Ελλάδα και εργασία στην πιάτσα της Συγγρού
00:19:44 - 00:36:25
Μετά αφού χωρίσαμε, εγώ λέω: «Θα φύγω στην Ιταλία». Και πραγματικά έφυγα στην Ιταλία. Και πήγα εκεί, με την προοπτική να πάω στην Per[00:20:00]ugia να βρω φίλους, άντε να γραφτώ και σε κανένα Πανεπιστήμιο, να μάθω και τη γλώσσα. Γιατί πρέπει να μάθεις τη γλώσσα πρώτα εκεί πέρα, να μάθεις και την ορολογία και αυτά, για να μπεις στο Πανεπιστήμιο με εγγραφή κανονικά. Δεν έδινες εξετάσεις, δεν ξέρω σήμερα πώς είναι τα πράγματα. Τώρα σου μιλάω πριν από 40 χρόνια και βάλε, πιο πολύ από 40 χρόνια. Αλλά δεν πάω στην Perugia, αλλάζω πορεία, «αλλάζω τα πάντα -που λέει και το τραγούδι-, σε κάνω θεό μου» και πάω στη Νάπολη, την πιο αλήτικη πόλη της Ιταλίας και όλη η μαφία εκεί και όλη η Camorra και δεν συμμαζεύεται. Και εκεί γνωρίζω κάτι τραβεστί, εκεί στις πιάτσες γυρνάγανε κάτι αλανιάρες, κάτι Ναπολιτάνες, Παναγία μου, εγκληματικές. Εγώ χάζεψα, δεν ήξερα, δεν είχα ιδέα! Ότι υπάρχουνε τέτοιοι άνθρωποι που… Και τις κοίταγα σαν χαζός, λέω: «Παναγία μου, τι πράγμα είναι αυτό τώρα;». Με κάτι ψηλοτάκουνα, κάτι άντρες με κάτι άγριες φάτσες και βαμμένες και αυτά. Ήτανε και κάτι όμορφες όμως, αλλά επειδή ήτανε, ξέρεις, τα χρόνια εκείνα, τότε ξεκινάγανε οι τρανς, μη νομίζεις, άντε να είχανε καμιά δεκαετία πριν, αλλά δεν ήτανε, ξέρεις, με τις πλαστικές που είναι σήμερα, προχωρημένα πράγματα, με ριζικές αποτριχώσεις και αυτά. Ξυριζόντουσαν και βάζανε το make-up κτλ. Με πολλά καλσόν στα πόδια για να φαίνεται το πόδι λείο και αυτά, ξέρεις. Αλλά ήταν και εντυπωσιακές και αυτό όχι με εντυπωσίασε, με μάγεψε: «Πω -λέω-, αυτό θέλω να γίνω, ρε πούστη», λέω στον εαυτό μου. Αλλά εν τω μεταξύ μου είχε το ψηλοτάκουνο… Η γόβα, η γόβα μάγευε πάντα τους πούστηδες, αυτό να το ξέρεις, το ψηλοτάκουνο όταν το βλέπανε οι αδερφές, παθαίνανε πλάκα, όλες μας. Και λέω: «Αχ -πάντα το έλεγα-, πώς θέλω να το φορέσω αυτό!». Αυτό το έλεγα πριν γνωρίσω τις τραβεστί στην Ιταλία, πάντα το έλεγα αυτό. Γιατί και μικρά που ήμαστε, ντυνόμαστε, ξέρεις, μασκαράδες τις απόκριες, βρίσκαμε τακούνια να φορέσουμε πάντα. Μας αρέσανε τα τακούνια, εκεί και έλεγα: «Αχ, πώς θα μεγαλώσω να το φορέσω και εγώ αυτό το πράγμα». Αλλά έλεγα με το μυαλό μου τώρα ότι «πώς θα το φορέσω όμως, πώς; Θα είμαι ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο, που θα φοράω τακούνια και θα βγω στους δρόμους; Δεν γίνεται». Δεν ήξερα ότι υπάρχουν τρανς, δεν το ’ξερα. Και τελικά αγάπη μου, εκεί γνώρισα κανά δύο απ’ αυτές, μία Franka τη λέγανε θυμάμαι. Και μου λέει: «Μείνε εδώ πέρα», εντάξει, γίναμε φίλοι. Αυτή… Γνώρισα και ένα τεκνό άλλο μετά, έναν φοιτητή, ο οποίος λούγκρα, όχι τρανς. Αυτός ήταν Ναπολιτάνος, ένα χωριό έξω από τη Νάπολη, γύρω στα 40 χιλιόμετρα. Με πήγε στο σπίτι του. Φίλοι απλά, όχι ότι κάναμε κάτι μαζί, δεν μ’ άρεσε και εμφανισιακά, ήταν ένας κοντός, πολύ έτσι, αυτό… Αλλά είχε ένα φιατάκι αυτοκίνητο, φιατάκι θυμάμαι, 124 τότε. Αυτός σπούδαζε στη Ρώμη, η Ρώμη ήταν από τη Νάπολη πόσο; 230-200 χιλιόμετρα; Πόσο είναι; Κάπου εκεί, δεν θυμάμαι. Και μου έλεγε: "Andiamo a casa mia al villaggio, la casa villaggio". Πήγα στη μάνα του, στη signora Rosa, θεός σχωρέσ' την, δεν ζει πια. Ο αδερφός του ένας «τζαζ» ήταν, ελαφρός, ο πατέρας του ένας τελείως αλλού γι’ αλλού τύπος, σε ένα χωριό, που σε εκείνο το χωριό ήτανε όλοι στη μαφία! Και αν δεν ήταν στη μαφία δηλαδή, με πιστόλια και με ιστορίες, υποστηρίζανε τη μαφία, την Camorra, όλος ο κόσμος εκεί πέρα. Όπου και να πηγαίναμε, είχε μάλιστα κάτι σε ένα διπλανό χωριό, το Baiae –το θυμάμαι σαν και τώρα–, είχε φιέστες, κάνανε, ξέρεις, γιορτές, πανηγύρια και τέτοια πράγματα. Και πήγαινα εγώ μαζί με τον Luigi –Luigi το λέγανε αυτόν– και πηγαίναμε, καθόμασταν εκεί και ήταν τα τραπέζια γεμάτα κόσμο. Και μου έλεγε: "Loro", «αυτός», δεν μου τους έδειχνε με το χέρι του, με ματιές. "Tutti mafia", «όλοι μαφιόζοι -μου έλεγε-, Camorra, Camorra», εγώ του έλεγα: «Και κάτι γριές;», "la donna vecchia?". "Sì, la donna vecchia". «Mία γριούλα;». "Sì, sì Camorra", και αυτή. Μιλάμε και οι γέροι, και οι γριές! Η Camorra είναι ένα συνδικάτο μαφιόζικο, mafia, το οποίο υποστήριζε τους πάντες, ξέρεις, και γέρους, και γριές. Άμα ήταν να παραπονεθείς κάπου, δεν πήγαινες στην αστυνομία, πήγαινες στη μαφία και έλεγες: «Αυτό και αυτό μου συμβαίνει». Τέτοια πράγματα γινόντουσαν. Τελοσπάντων, μην στα πολυλογώ, πηγαίναμε και στη Ρώμη, με το σαραβαλάκι το 124, μέναμε στον δρόμο και σπρώχναμε στην Εθνική, στην Autostrada. Εκεί να δεις πανηγύρια! Και μέχρι να φτάσουμε στη Ρώμη… Εγώ δεν είχα δει ακόμα τη Ρώμη, για πρώτη φορά που την έβλεπα, είχαμε μείνει 2-3 φορές στον δρόμο, έσπαγε το κολάρο μία, μία το ένα, μία το άλλο, σταματάμε σε κάτι αυτά εκεί πέρα, να σπρώχνω εγώ: «Luigi -του έλεγα-, τ θα γίνει;». "Che cosa la macchina? Ma che se la macchina?".
Συμπαθητικός ακούγεται ο Luigi.
Ναι, ναι, ναι. Ένας γέρος, έχω μάθει ότι μετά είχε πέσει στα ναρκωτικά. Και αυτός παντρεύτηκε μια κοπέλα, μια γυναίκα, από τη Νότιο Αμερική, την οποία την αγαπούσε πάρα πολύ και αυτή πήγαινε με το μηχανάκι της μια μέρα –ένα σκουτεράκι είχε– και έπεσε και χτυπάει το κεφάλι της και έμεινε στον τόπο. Από τότε το έριξε στο αλκοόλ αυτός, είχανε φτιάξει μία ωραία μεζονέτα στο χωριό και μένανε εκεί, ο καημένος, αλλά ήταν βέβαια κρυφή, έτσι; Ήτανε αυτό και μετά δεν παντρεύτηκε ποτέ ξανά στη ζωή του, ούτε παιδιά είχε κάνει και τώρα δεν ξέρω τι έχει απογίνει. Είναι πολλά τα χρόνια. Πήγα στην Ιταλία βέβαια κάποια στιγμή, αλλά δεν… Μετά από χρόνια, αλλά δεν… Δεν πήγα από εκεί, δεν ήθελα, όχι, όχι. Τελοσπάντων.
Δεν ήθελες να τον δεις έτσι όπως είναι τώρα;
Δεν ήθελα, δεν ξέρω και αν ζει κιόλας. Μπορώ να πάω βέβαια στο χωριό, θυμάμαι τα πάντα, να πάρω το τρένο από τη Νάπολη, να πάω στο χωριό, τα πάντα, τα πάντα ξέρω, στην Ιταλία όποτε πάω λες και είμαι εδώ. Έχω πάει 4-5 φορές εκεί πέρα. Μετά πήγαινα στη Ρώμη συχνά εγώ. Τελοσπάντων. Στη Ρώμη γνώρισα κι άλλο κόσμο, και τραβεστί και άλλες, γνώρισα και κάτι κορίτσια, μούτζες δηλαδή, γυναίκες, την Ela, κάτι άλλες, ωραίες γυναίκες, Ρωμαίες, μ’ άρεσε πολύ η Ρώμη. «Μείνε εδώ πέρα». «Όχι, θα πάω στην Ελλάδα». Και έρχομαι στην Ελλάδα και με το που έρχομαι στην Ελλάδα, λέω: «Θα πάω στην Πλάκα». Και στην Πλάκα λέω: «Κάτσε, δεν μπορεί να μην υπάρχει κάτι, κανά μπαράκι, κάτι, τίποτα, θα υπάρχει και εδώ πέρα τίποτα». Και πραγματικά… Όχι ψέματα. Όταν γυρνάω από την Ιταλία, ήρθα με το τρένο απ’ τη Ρώμη. Ήρθα από τη Ρώμη, πήγα βόρειο Ιταλία και κατέβηκα απ’ τη Γιουγκοσλαβία, ενωμένη Γιογκοσλαβία τότε, ήτανε μία χώρα η Γιουγκοσλαβία, δεν είχε όπως είναι σήμερα. Και κατεβαίνω Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη είπα: «Ας κατέβω να κάτσω μερικές μέρες Θεσσαλονίκη». Και στη Θεσσαλονίκη θυμάμαι, με το που κατέβηκα, πήγα σε μία στάση, θυμάμαι, λεωφορείου και βλέπω μια αδερφή, έτσι μια ψηλή, με σγουρό μαλλί, μελαχρινή και κουνιστή, λέω: «Τι πράγμα είναι αυτό, μη χειρότερα, πού έπεσα τώρα εδώ πέρα;». Με κατάλαβε αμέσως και μου λέει: «Τι κάνεις;». Ήτανε μία Κύπρια.
Τρανς ή γκέι;
Γκέι, δεν ήταν τρανς, γκέι, αλλά πολύ κουνιστή, γυναικωτή. Και μου λέει... Αυτά ήταν απογευματάκι προς βραδάκι ήτανε, δε θυμάμαι τι εποχή ήταν μωρέ; Καλοκαίρι ήταν, ναι καλοκαίρι ήταν, ναι, ναι. Και μου λέει: «Πάμε σε ένα μπαράκι, ένα ταβερνάκι εδώ κοντά, που συχνάζουνε τεκνά, φαντάροι, θα περάσουμε ωραιότατα». Δεν ήταν ωραία εμφανισιακά αυτή βέβαια, ήταν λίγο άντρας, μικρή σε ηλικία, γύρω στα 27-28. Πιο μικρή ήμουνα εγώ. Και πάμε σε ένα ταβερνάκι, «της Στάσας» λεγότανε, σε κάτι καλαμιές, θυμάμαι, έβαζε λαϊκά βαριά μέσα. «Αμάν -λέω- τι έπαθα εδώ πέρα». Και μια στιγμή βλέπω κανά-δυο τρανς και έρχονται: «Αμάν -λέω-, εδώ είμαστε». Έρχονται οι τραβεστί, τελοσπάντων, γνωρίστηκα μ’ αυτές, κάθομαι 4-5 μέρες στη Θεσσαλονίκη και γυρνάω Αθήνα μετά. Αθήνα πάω στην Πλάκα. Ρώτησα εν τω μεταξύ εκεί πέρα. Μου λέει: «Στην Αθήνα στην Πλάκα θα πας. Στην Πλάκα είναι μαγαζάκια, μπαράκια που συχνάζουνε τρανς». Λέω: «Πού θα τα βρεις;». Δεν ξέρανε αυτοί να μου πούνε ακριβώς, δεν ξέρανε, είχαν ακουστά και αυτές, αλλά δεν ξέρανε τις ονομασίες των μαγαζιών. Και πάω στην [00:30:00]Πλάκα και ρωτάω: «Εδώ πέρα τραβεστί πού υπάρχουνε;». Αγόρι, σε κάτι, ξέρεις, πουστράδικα: «Αχ είναι το "Tammy’s"», μου λέει.
Το "Tammy’s".
Το "Tammy’s". Πήγα στο "Tammy’s", μετά πήγα στο "Rocambolle". Εκεί δεν κάθισα πολύ, δεν μου πολυάρεσε, πολύ τραβεστί, δεν… Πήγαινα σε άλλα μαγαζιά μετά, πήγαινα στα «Ζώδια», πήγαινα στο "Mykonos". Το "Mykonos" ήταν το πιο διάσημο μαγαζί εκεί μέσα. Ερχόντουσαν, μέσα εκεί, από όλο τον κόσμο οι διασημότητες, στο "Mykonos". Ήταν με μια αυλή, ένα παλιό σπιτάκι, με μια αυλή και πανέμορφο, της εποχής εκείνης. Εκεί πήγαινα αρκετές φορές και κάποια άλλα, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους τα άλλα, σε κάποια άλλα, πώς το λέγανε; "No name"; Όχι, δεν θυμάμαι. Κάποιες ντισκοτέκ, ντισκοτέκ τότε ήτανε. Εκεί που πηγαίναμε, πολλά παιδιά, πολλά παιδιά. Και ξεκινάγαμε και αυτά.
Το «Γιάννης bar», μήπως είχε και ένα «Γιάννης»;
Δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι. Ή τον «Υδροχόο» θυμάμαι που πήγαινα. Αυτό ήταν με λαϊκά και τραγούδαγε μέσα μια αδερφή που τον λέγανε Μαρινέλλα και προσποιούνταν τη Μαρινέλλα εκείνη εκεί. Και μάλιστα λέω: «Να πω και εγώ μερικά τραγούδια;», λέω μέσα μου. Και μετά λέω: «Άσ' το δεν λέω, άσ' το, χέστηκα εγώ τώρα για το τραγούδι. Δεν με νοιάζει το τραγούδι πια, εγώ θα γίνω τρανς τώρα. Τέρμα! Ποιο τραγούδι, είσαι καλά; Τραγούδι;». Από εκεί ξεκίνησα. Ντυνόμουνα, νοίκιαζα κάποιες γκαρσονιέρες, στο σπίτι, κάτω στην πλατεία… Ξεκίνησα απ’ την πλατεία Κουμουνδούρου, εκεί είχα την πρώτη μου γκαρσονιέρα. Θυμάμαι το 1979-80; Ή '79 ή '80, ναι, εκεί. Και εκεί ντυνόμουν και έβγαινα για δουλειά. Βγήκα πρώτα στη Συγγρού εκεί, κάτω χαμηλά στη στάση Χρυσάκη λεγότανε, Σκρα εκεί.
Πώς έμαθες για τη Συγγρού;
Από την Πλάκα, απ’ την Πλάκα.
Ποιες γνώρισες εκεί;
Η Θωμαή μέ έβγαλε εμένα, θεός σχωρέσ' την την ψυχούλα της, η Θωμαή, ναι, ναι. Η Θωμαή έχει πεθάνει, το καημένο αυτό. Η οποία Θωμαή σπούδαζε στο πανεπιστήμιο και αυτή και τα παράτησε, δεν θυμάμαι, ή στη Νομική ή στην Πάντειο, νομίζω στην Πάντειο ήταν, τριετής στην Πάντειο. Και τα παράτησε για να γίνει τραβεστί, ναι. Ένα αξιόλογο άτομο, βέβαια μετά είχε πέσει στα… Έπινε πολλά χάπια, τρελαινόταν, έκανε τέτοια πράγματα, παρόλο που ήταν αξιόλογο άτομο. Τελοσπάντων, αυτή με βοήθησε και βγήκα. Γιατί μ’ αυτήν είχαμε γνωριστεί στην πλατεία Κουμουνδούρου τότε, πηγαίναμε εκεί να ψωνίσουμε κανένα τεκνό. Το '79 σου μιλάω και εκεί τη γνώρισα. Φοιτητής ήταν τότε θυμάμαι. Όχι δεν ήταν φοιτητής, ψέματα. Είχε ξεκινήσει, έβγαινε, βαφόταν και φορούσε και ένα φουστάνι και έβγαινε τα βράδια. Αλλά την ημέρα την έβλεπα, ξέρεις, αγόρι ντυμένος και αυτά. Έτσι ήμαστε την ημέρα. Και το βράδυ ντυνόμαστε και βγαίναμε, βαφόμαστε και βγαίναμε. Και μου λέει: «Θα βγεις μαζί μου» και πραγματικά βγήκα κανά-δυο φορές μαζί της, ήπια φυσικά μισό μπουκάλι ουίσκι για να βγω, δεν το συζητάω. Να φορέσω τώρα τα ψηλοτάκουνα, τι πήρα; Πρώτα ήταν χειμώνας θυμάμαι, όταν βγήκα ήταν χειμώνας. Γιατί τα πρώτα μου ρούχα ήταν μπότες, με ψηλά τακούνια, μπότες μέχρι το γόνατο, θυμάμαι ήταν καφετί το χρώμα, έτσι ταμπά, μία φούστα μαύρη μέχρι το γόνατο και μία μπλούζα μαύρη, πάλι με V, έτσι πλεχτή, αυτές τις μπόλικες, ξέρεις. Βάψιμο, περουκίτσα κτλ. Μισό μπουκάλι ουίσκι. Με το που βγαίνω στον δρόμο, ξενέρωσα τελείως, μου έφυγε το ουίσκι όλο, λέω: «Θωμαή, τι θα κάνω τώρα εγώ;». Κα, κα, κα τα γέλια. «Μη φοβάσαι μωρή, προχώρα, χεστήκαμε τώρα». «Δεν μπορώ να λειτουργήσω, είσαι καλά;». «Το πρώτο, δεύτερο βράδυ πάλι μαζί μου -μου λέει-, μη στενοχωριέσαι». Λέω: «Σταμάτα σε ένα μαγαζί να πάρουμε κάτι, δεν γίνεται». Σταματάμε σε ένα ψιλικατζίδικο θυμάμαι και πήραμε ένα μπουκαλάκι μικρό κονιάκ, για να συνεχίσω, δεν μπορούσα να σταθώ, έτρεμα. Ντυμένος γυναίκα για πρώτη φορά στη ζωή μου και να βγω στον δρόμο.
Βγήκες για να πας Συγγρού να δουλέψεις–
Ναι!
Ή για να πας για ποτό, ας πούμε;
Όχι! Για να πάμε στη Συγγρού, ποιο ποτό! Για δουλειά, να βγάλω λεφτά. Και πραγματικά πήγαμε και δεν με πήρε, γιατί ο πελάτης δεν ήθελε και μένα μαζί, ήθελε μονάχα αυτήν. Μου λέει: «Κάτσε εδώ σε μια άκρη και θα γυρίσω γρήγορα». Και έρχεται μία θυμάμαι εκεί πέρα, καλή της ώρα... Δεν θέλω να πω και ονόματα τώρα, εντάξει;
Εντάξει, ναι, ναι.
Καλή της ώρα, γιατί μπορεί να μη θέλει το παιδί. Η οποία ήταν πολύ καλή, μια ψηλή, ωραία τρανς, μακριά μαλλιά, ξανθά, αλλά αυτή έπινε, ήταν αλκοολικιά. Και μου λέει: «Εσύ τι κάνεις, κοριτσάκι μου, καλά είσαι;». Λέω: «Καλά». «Καινούργια;». «Καινούργια». «Ποια σε έβαλε;». «Η Θωμαή». «Δεν σε πειράζει κανείς, μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ». Καλό παιδί, απ’ τα καλά παιδιά, να 'ναι καλά εκεί που είναι. Είναι στη ζωή, είναι μεγάλη σε ηλικία σήμερα, την αγαπώ πάρα πολύ. Αλλά δεν ξέρω, να πω το όνομά της; Δεν θέλω, γιατί μπορεί να μη θέλει. Ένα αξιόλογο άτομο, πολύ αξιόλογο άτομο. Και πραγματικά αυτή και μία φίλη της άλλη, η οποία και εκείνη αλκοολικιά, έπινε, μόλις ερχόταν εκείνη τσάτρα-πάτρα κι αυτά, και εκείνη με βοήθησε. Αυτές οι δύο, οι οποίες ήταν μεθυσμένες, άλλες που ήταν νορμάλ, θέλανε να με διώξουνε, ήρθαν να με διώξουνε: «Μάζευτα, πούστη». «Γιατί μωρέ να φύγει, τι σας έκανε; Α στο διάολο, η πιάτσα είναι δικιά μας, δεν θα την πειράξει καμία». Χωρίς να με ξέρουνε. Τώρα το ποτό μίλαγε; Δεν ξέρω ποιος μίλαγε. Η καρδιά τους μίλαγε; Πάντως με αφήσανε. Γυρίζει η Θωμαή στην πιάτσα: «Έτσι και έτσι». «Είναι τα καλύτερα παιδιά αυτές. Θα τις αγαπάς και θα τις προσέχεις». Πραγματικά. Και στέριωσα εκεί. Στέριωσα εκεί, έμεινα κανά-δυο χρόνια. Τελοσπάντων και μετά από εκεί το μάθανε και οι δικοί μου, με διώξανε από το σπίτι, αυτά ήτανε... άσ' τα!
Πώς το μάθανε;
Το μάθανε απ’ τη γειτονιά, γιατί με είδαν άτομα στη Συγγρού, νεολαία. Περνούσαν η νεολαία τα βράδια στη Συγγρού. Τότε η Συγγρού ήταν διάσημη. Ήταν, ξέρεις, κάτι το πρωτόγνωρο για την κοινωνία και κατέβαινε η νεολαία: «Πού θα πάμε το βράδυ; Στη Συγγρού!». Και έπεσα πάνω σε άτομα, ρε πούστη να πούμε, γείτονες που με γνωρίσανε, ναι, με γνωρίσανε… Και μαθεύτηκε στη γειτονιά. Τους είδα εγώ! Και χέστηκα πάνω μου με το που τους είδα. Τελικά, εντάξει έφυγα, το μάθανε μετά οι δικοί μου, το μάθανε, το μάθανε. Έφυγα αναγκαστικά, έφυγα απ’ το σπίτι, δεν το άντεξα, δεν μπορούσα δηλαδή να μείνω στο σπίτι, δεν γινότανε.
Σου είπαν κάτι;
Ναι, ναι. Ο πατέρας μου μού την είπε στην ψύχρα: «Σε είδανε ντυμένο γυναίκα». Αισθάνθηκα πάρα πολύ άσχημα, πάρα πολύ άσχημα… Τελοσπάντων, έφυγα από το σπίτι–
Ο αδερφός δεν σε στήριξε;
Χειρότερος ακόμα ο αδερφός μου.
Α, στο καλό.
Βέβαια. Μεγαλύτερός μου 3 χρόνια ο αδερφός μου. Δε με στήριξε, όχι, όχι. Ακόμα και η μάνα μου, ήταν σκληρή απέναντί μου. Και η μάνα μου. Έμαθα μετά από χρόνια, κάτι θείες μου –μου το είπανε κάτι ξαδέρφες μου–, ότι κάτι θείες μου, αδερφές της μάνας μου, οι οποίες με μεγαλώσανε και αυτές, στην ίδια γειτονιά όλοι ξέρεις, λέγανε: «Το παιδί! Δεν κάνει να το αφήνουμε έτσι, πρέπει να το δεχτούμε». Αλλά εγώ τότε που… «Να με δεχτούνε». Μετά από χρόνια αυτά, όταν ξεκίνησα εγώ το τραβεστιλίκι, μετά ήμουνα στις δόξες μου, είχα προχωρήσει πολύ εγώ. Είχα κάνει ψιλο-κάποιες πλαστικές στο πρόσωπό μου, είχα κάνει ριζικές αποτριχώσεις, είχα κάνει σιλικόνη στήθος, με τα βυζιά, πράγματα… Πήγαινα για το τελευταίο στάδιο, να κάνω την επέμβαση αλλαγής φύλου, την οποία δεν έκανα ποτέ, δεν ήθελα. Όχι ότι παρεξηγώ, ο καθένας κάνει ό,τι θέλει στη ζωή του και καλώς το κάνει. Όλες μου οι φίλες εμένα, όλες μου οι φίλες, είναι εγχειρισμένες. Εγώ πάντως ήταν να το κάνω, δεν ξέρω. Μέσα μου δεν. Κάπου δεν ήθελα, κάπου δεν ήθελα, δεν ξέρω γιατί. Να σου πω και κάτι άλλο; Πάντα στο μυαλό μου ήταν και το θέμα… Αγαπούσα πολύ την οικογένεια εγώ, από μικρό παιδί, αγαπούσα πολύ τα παιδιά, τα λάτρευα τα παιδιά. Και πάντα έλεγα στον εαυτό μου: «Ναι μεν είσαι ομοφυλόφιλος, θα τα καταφέρεις, όμως να κάνεις ένα παιδί ή και δύο; Σε μια χώρα που βλέπεις…». Και τα χρόνια εκείνα δύσκολα. «Πού, πώς; Πούστης, είναι δυνατόν; Αυτά δεν γίνονται, ρε φίλε». Αλλά μέσα μου πάντα ήταν αυτό, ναι μεν ομοφυλόφιλος, ναι μεν ακόμα και τραβεστί και αυτά, ναι μεν, δεν μου έφευγε από το μυαλό, ένα περίεργο πράγμα. Η ομοφυλοφιλία τα έκανε αυτά. Η ομοφυλοφιλία σού στερεί το δικαίωμα να κάνεις οικογένεια, τέλος. Τώρα θα μου πεις, θα με ρωτήσεις: «Αν γύριζες τον χρόνο πίσω και πήγαινες [00:40:00]εκεί στα 17-18 χρονών, που γύριζες με τους ναύτες και με τους φαντάρους και με όλα αυτά και τα ωραία…». Θα έμενα με τους ναύτες και με τους φαντάρους. Θα μου πεις, σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που τα παρεξηγούν όλα. Ναι… Δεν ξέρω… Αλλά αν γύριζα τον χρόνο πίσω, δεν θα γινόμουνα αυτό που είμαι σήμερα, όχι, σε καμία περίπτωση. «Τι θα έκανες όμως, αφού λες ότι είσαι σε μια χώρα που τα παρεξηγούν και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα απ’ όλα αυτά». Ένας ομοφυλόφιλος δεν μπορεί να ζήσει τώρα, κακά τα ψέμματα, με μια γυναίκα και να συμβιώσει με μια γυναίκα. Εκτός και αν η γυναίκα ξέρει και γουστάρει, άλλο αυτό. Εκεί αλλάζει το πράγμα. Οι περισσότεροι ομοφυλόφιλοι, οι οποίοι παντρεύτηκαν στην πορεία –γιατί τους πάντρεψαν οι γονείς τους, γιατί, γιατί, για την κοινωνία και όλα αυτά τα καραγκιοζιλίκια–, παντρεύτηκαν και πήραν στον λαιμό τους τις κοπέλες, οι οποίες κοπέλες δεν ξέρανε τίποτα και κάνανε και παιδιά, και μετά όταν χωρίσανε και μαθεύτηκε ότι ο πατέρας είναι πούστης, μετά ήρθε όλο το μεγαλείο. Η μοναξιά, η δυστυχία και το ένα και το άλλο, αυτά τα ξέρεις. Αυτά τα είχα κατά νου, στο μυαλό μου εγώ, αυτά τα πράγματα. Θα μου πεις: «Τι θα έκανες, άμα γύριζες το χρόνο πίσω;». Ναι, δεν θα γινόμουνα εγώ τραβεστί, σε καμία περίπτωση, σήμερα. Που πρόσεξε, πέρασα πολύ καλά στη ζωή μου, εντάξει; Πέρασα σταριλίκια, γιατί ήμουνα και όμορφη εγώ. Όχι να το παινευτώ, αλλά ήμουνα. Άμα θέλεις να σου δείξω και φωτογραφίες να δεις ή και να τις περάσεις και μέσα, δεν έχω πρόβλημα. Λοιπόν, πέρασα πάρα πολύ καλά, και λεφτά, και διασκέδαση, και αυτά, και σπίτια, και αυτοκίνητα, και τα πάντα, πάνω απ’ όλα πολλά λεφτά. Θα έφευγα στο εξωτερικό, στην ηλικία εκείνη, αφού το πρώτο βήμα έγινε, πήγα στην Ιταλία. Θα μου πεις: «Στην Ιταλία ήταν καλύτερα απ’ την Ελλάδα, στο θέμα της ομοφυλοφιλίας, τα χρόνια εκείνα;». Όχι, όχι. Μπορούσες να διαλέξεις όμως πού θα πας. Γιατί ήμουν νέο παιδί, έβραζε το αίμα μου, δεν ήμουνα καμιά κουνίστρα, καμιά, ξέρεις, «χρυσό μου» και αυτά. Προσποιούμουν απλώς, για να προσελκύσω, να δελεάσω και αυτά. Θα μπορούσα να πάω στην Αμερική, να βρω ένα ωραίο μέρος, όπως είναι η Καλιφόρνια, το Σαν Φρανσίσκο ή στη Μασαχουσέτη, στη Βοστόνη και τα πέριξ, που οι ομοφυλόφιλοι τότε, εκεί πέρα τα χρόνια εκείνα, έχαιραν άκρας υγείας, παντρεμένοι, με παιδιά, με αυτά, οι γυναίκες τους ξέρανε τα πάντα, αυτό. Δεν το εστίασα εγώ εκεί τότε, να πω: «Ξέρεις, θα πάω εκεί». Έγινε αυτό που έγινε τελοσπάντων, ήτανε να γίνει. Αλλά εάν –το επαναλαμβάνω– μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, όχι, δεν θα γινόμουνα ούτε τραβεστί.
Γιατί όμως;
Δεν ξέρω γιατί, αγαπάω πολύ τα παιδιά, αγαπάω πολύ την οικογένεια. Τώρα δεν παρεξηγώ τίποτα, για όνομα του Θεού, εντάξει; Ούτε ομοφυλόφιλους ούτε τίποτα. Αλλά η ομοφυλοφιλία σού στερεί… Θα μου πεις τη μοναξιά; Ναι, οι ομοφυλόφιλοι αισθάνονται μοναξιά. Δεν θέλουν να το παραδεχτούν, αλλά αισθάνονται, κακά τα ψέμματα, μη λέμε τώρα μαλακίες, τελείωσε. Και με ένα τεκνό να είσαι, πόσο θα μείνετε, έναν χρόνο, δύο χρόνια; Μετά θα βρεις κάποιον άλλον και μετά άλλον και μετά άλλον. Μετά περνάνε τα χρόνια και έρχεται το γήρας, τι κάνεις; Θα μου πεις: «Αν έχεις παιδιά, θα σε κοιτάξουνε; Ή τα ανίψια σου ή οτιδήποτε;». Όχι, δεν λέω αυτό. Έχεις όμως μία ικανοποίηση, αισθάνεσαι μία ισορροπία. Όταν έχεις ένα παιδί, λες φέρ' ειπείν: «Αχ, έχω ένα παιδί τώρα, εντάξει». Όμως το παιδί αυτό, μπορεί να μη σε θέλει, μπορεί να μάθει, μπορεί οτιδήποτε, εντάξει το καταλαβαίνω και αυτό, αλλά θα μου πεις: «Το εγώ σου, εκείνη τη στιγμή… Καλύπτεις μέσα σου τις ανάγκες που έχει το εγώ σου». Μπορεί να είναι και αυτό. Σημασία έχει ότι θες να κάνεις κάτι και δεν μπορείς να το κάνεις, όταν είσαι ομοφυλόφιλος. Δηλαδή, αυτό που θες να κάνεις... Γιατί πιστεύω ότι πάρα πολύ ομοφυλόφιλοι αγαπάνε τα παιδιά, εξ ου και βλέπεις ότι θέλουν να κάνουν και τεκνοθεσίες σήμερα, με τους γάμους, με όλα αυτά κτλ. Άρα αγαπάνε τα παιδιά. Μέσα τους, κατά βάθος, θα θέλανε να ήτανε δικό τους το παιδί αυτό που θα υιοθετήσουν, να το είχανε κάνει αυτοί με κάποια γυναίκα. Εκτός και αν είσαι πολύ πλούσιος, όπως είναι ο Ricky Martin και δε συμμαζεύεται ή διάφοροι άλλοι, οι οποίοι πληρώνουν μια γυναίκα με πολλά λεφτά και κάνουν ένα παιδί και χεστήκανε μετά. Και αυτό γίνεται. Εμείς δεν διαθέταμε τόσα πολλά λεφτά, ούτε ήμαστε διάσημοι άνθρωποι, όπως ο άλλος στην Αγγλία, πώς το λένε τον τραγουδιστή; Τον ξεχνάω.
Ο Elton John;
Ο Elton John, μπράβο, ο οποίος και αυτός έκανε ένα παιδί, δύο; Πόσα έχει κάνει;
Θα έλεγα δύο σίγουρα.
Μπράβο, και πληρώνει. Και νομίζω και ο δικός μας εδώ πέρα, ένας πώς το λένε; Ένας–
Ο Φώτης;
Όχι, ο πώς το λένε, ο παρουσιαστής, ένας… Τον ξεχνάω. Το έχει πει ξεκάθαρα και ο ίδιος. Πλήρωσε γυναίκα και έκανε ένα παιδί. Τελοσπάντων. Άρα τους καίει μέσα τους το θέμα του παιδιού. Δεν το παραδέχονται όμως πολλοί, οι περισσότεροι. «Όχι εγώ…». Τι πάει να πει: «Είμαι περήφανος»; Περήφανος είμαι γιατί είμαι άνθρωπος. Τι πάει να πει «είμαι περήφανος που είμαι ομοφυλόφιλος»; Εγώ δεν το δέχομαι αυτό. Η ομοφυλοφιλία εμένα προσωπικά, με το μυαλό που είχα... Όχι με το μυαλό που είχα, με την… Τώρα σου βγάζω τα εσώψυχά μου, πρόσεξε, φίλε. Η ομοφυλοφιλία, σε εμένα προσωπικά, που αγαπούσα τα παιδιά και την οικογένεια, μου έκανε κακό, μεγάλο κακό. Και μπορώ να σου πω ότι τη μισώ κιόλας την ομοφυλοφιλία. Αν μπορούσα να το ισοπέδωνα. Αλλά δεν γίνεται, γιατί η ομοφυλοφιλία υπάρχει από τον καιρό που δημιουργήθηκε ο άνθρωπος. Δεν υπάρχει, δεν γίνεται. Η ομοφυλοφιλία είναι έμφυτο, δηλαδή, από τον καιρό που δημιουργήθηκε η ζωή. Δεν ξέρω πώς δημιουργήθηκε η ζωή. Θεός την έκανε; Φύση την έκανε; Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω εγώ. Η ομοφυλοφιλία υπάρχει από τότε όμως, τελείωσε, σε κάθε ζωντανό οργανισμό, υπάρχει ομοφυλοφιλία.
Οπότε τη μισείς επειδή ήταν σαν καταδίκη, ότι δεν θα–
Όχι καταδίκη.
Ότι δεν θα κάνεις οικογένεια;
Δεν μπορούσες να κάνεις, ναι, αυτό που μέσα σου πραγματικά ήθελες. Κατάλαβες τι γίνεται; Μέσα αυτό που πραγματικά ήθελες. Ήθελες να κάνεις οικογένεια, ναι, αυτό το πράγμα. Σαν αγόρι, σαν νεαρός, παρόλο που πήγαινες με αγόρια, ήθελες μέσα σου να κάνεις… Αυτό όμως δεν σε άφηνε να προχωρήσεις, δεν σε άφηνε να λειτουργήσεις όπως έτσι, δηλαδή, να βρεις μια κοπέλα και αυτά. Δεν γινόταν να βρεις μια κοπέλα, έπρεπε να της συζητήσεις: «Εγώ είμαι έτσι, θα κάνουμε σεξ, δύο φορές, πέντε, δέκα, να κάνουμε ένα παιδί ή δύο παιδιά, αλλά να ξέρεις, μετά εγώ θα πηγαίνω με άντρες». Και να σε δεχτεί η κοπέλα αυτή, όχι να την πάρω εγώ την κοπέλα αυτή και να της πω: «Ξέρεις κάτι; Έλα εδώ»–
Να τη φλομώσω στο ψέμα.
«Είμαι μάγκας εγώ και αυτά», στο ψέμα και την κοπέλα να την παρασύρεις, να κάνεις ένα παιδί μαζί της, δύο και μετά από χρόνια να μαθευτεί ότι την κατάστρεψες την κοπέλα. Την κατάστρεψες, γιατί την κατάστρεψες, είναι γεγονός αυτό. Άλλο να ξέρει η κοπέλα–
Βέβαια.
Τα πάντα και να το δεχτεί, ναι. Τελοσπάντων.
Τώρα που λέμε για οικογένεια–
Ναι.
Αφού έφυγες απ’ το σπίτι, ξαναμίλησες ποτέ μαζί τους;
Ναι, τώρα μιλάω κανονικά μαζί τους. Ναι, ξαναγύρισα. Μετά από χρόνια. Μετά από χρόνια, ναι, ξαναγύρισα. Γιατί, ένα ωραίο πρωί, πάνω στο απόγειο της δόξας μου, σηκώνομαι και πάω στον καθρέφτη και κοιτάζομαι και λέω: «Πω πω βρε πούστη, σε βαρέθηκα να σε βλέπω έτσι συνέχεια. Με αυτό το ξανθό, μακρύ μαλλί, μ’ αυτές τις βυζάρες, μ’ αυτά τα αυτά, με το 'να, με τ' άλλο. Ξανάγινε ρε άντρας στην εμφάνιση, μπορείς να το κάνεις; Είσαι μάγκας να το κάνεις;». Και το έκανα φίλε.
Απίστευτο.
Και πάω και κάνω. Κλείνω ραντεβού στον Βουκύδη –καλή του ώρα– και του λέω: «Θοδωρή, θέλω να μου βγάλεις τα βυζιά». Και πάω και μου βγάζει τα βυζιά, και χωρίς νάρκωση κιόλας. Και μόλις μου τα βγάζει, του λέω: «Τελείωσες;». Μου λέει: «Ναι, τελείωσα». Και με χτύπαγε στο μάγουλο, έτσι μου 'κανε. Και του λέω: «Αχ ξαλάφρωσα, ρε Θοδωρή». Κουρεύομαι κτλ., βάφω τα μαλλιά μου σκούρα και τι κάνω; Τίποτα.
Και δεν δούλευες λογικά;
Όχι. Ξαναβγαίνω στη Συγγρού, φόραγα περούκες, βαφόμουν, καθόμουν σε κάτι άκρες, σε κάτι γωνίες να μη βλέπουνε, πίσω, από τα πισινά, έφυγα από τα μπροστινά, ξέρεις, μπροστά από την πίστα τη μεγάλη. Έκατσα κάνα 2-3 χρόνια τελοσπάντων, για να βγάλω τα προς το ζην, εντάξει; [00:50:00]Έβγαζα, έπαιρνα κάνα-δύο και έφευγα.
Αυτές εκεί τι σου είπανε;
Πούλησα το αυτοκίνητό μου...
Τι σου είπανε οι τρανς στη Συγγρού;
Τίποτα, εξαφανίστηκα.
Δεν αναρωτήθηκαν;
Εκτός από φίλες μου κολλητές, εντάξει; Οι κολλητές, η Νικόλ ήξερε τα πάντα. Η φίλη μου η Νικόλ, η οποία… Αυτή που είχε δώσει συνέντευξη στην «Αυγή», είναι κολλητή μου 35 χρόνια, αδερφή μου. Αυτή ήξερε, η Στεφανία ήξερε, η μακαρίτισσα, η Μπέττυ ήξερε, όχι η Μπέττυ η Βακαλίδου, μία άλλη Μπέττυ. Η Στεφανούλα ήξερε, Θεός σχωρέστην, ναι, αυτές ξέρανε. Ο Ζορζέτ ο φίλος μου ήξερε, αυτοί ξέρανε. Εντάξει, είχα και μια ψιλοαδυναμία και στη μάνα μου και έμεινα έτσι, χωρίς να αυτό, δηλαδή: «Τώρα -λέω- τι να κάνω; Είναι ευκαιρία τώρα να υιοθετήσω ένα παιδί. Αφού έγινα έτσι, ας το κάνω». Και τρέχω στα βρεφοκομεία, πάω και κάνω εξετάσεις σε έναν γενετιστή, για το σπέρμα μου. Μου λέει: «Άσ' το, ξέχνα το». Έκανα εξέταση σπέρματος και μου λέει ο γιατρός: «Άσ' το, γιατί είναι από κιρσοκήλη. Δεν είναι -μου λέει- από ορμόνες και τέτοια. Είναι -μου λέει- από την κιρσοκήλη». Γιατί στους όρχεις έχουν κιρσοκήλη πολλοί άντρες και έπρεπε να κάνω την επέμβαση τότε, που ήμουνα 20-22-23 χρονών και έπρεπε να την κάνω. Το ήξερα εγώ ότι έχω κιρσοκήλη και δεν την έκανα, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί το… Αλλά μου λέει ο γιατρός, ο γενετιστής αυτός με στέλνει σε έναν άλλον γιατρό, στο Κολωνάκι θυμάμαι, έναν γιατρό με αρχίδια, πολύ καλό γιατρό, ο οποίος μου λέει: «Κοίταξε να δεις κάτι, τώρα δείχνει έτσι, αλλά μπορεί αργότερα να επανέλθεις, μη νομίζεις ότι αυτό. Όχι, όχι». Αλλά εγώ δεν το κυνήγησα, το άφησα έτσι: «Ξαναέλα -μου λέει ο γιατρός-, θα κάνουμε μια ειδική θεραπεία, αλλά κάποια στιγμή μπορεί το σπέρμα σου να γίνει γόνιμο».
Να επανέλθει.
Να επανέλθει. Το οποίο ήταν να το καταψύξω, εντάξει; Άμα γινότανε, να το καταψύξω, για να το έχω. Πρόσεξε τι σου λέω τώρα, εντάξει; Πιάνεις τι σου λέω, δηλαδή, καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω. Και πάλι το αφήνω, λέω από μέσα μου: «Άσ' το, τι να μπεις στη διαδικασία τώρα αυτή και χρονοβόρα είναι και λεφτά...». Και πιάνω, πάω στα βρεφοκομεία, πάω εκεί, ρωτάω, μπαίνω μέσα. Αντρική εμφάνιση, εντάξει; Αντρική... Μία λεσβία φαινόμουν στο πρόσωπο, αλλά φορούσα αντρικό παντελόνι, αντρικό πουκάμισο, παπούτσια, όσο μπορούσα τη συμπεριφορά μου τη μάζευα, να φαίνομαι όσο μπορώ. Βέβαια καταλαβαίναν: «Λεσβία είναι τώρα αυτή; Τι είναι αυτό το πράγμα;», λέγανε. «Ή πούστης». Τελοσπάντων, εκεί μου είπανε, κάτι μου λέει μια ψυχολόγος, μια αυτό, πώς το λένε... Αυτή ήτανε μια ψυχολόγος και τέτοια, ήτανε για τα παιδιά–
Κοινωνική λειτουργός.
Κοινωνική λειτουργός, μπράβο. Με πήρε στο γραφείο της –καλή ώρα– και μου λέει: «Κοίταξε να δεις κάτι, εδώ έχω γύρω στα 100 παιδιά, τα 80 είναι άρρωστα, να το ξέρεις αυτό. Έχουνε προβλήματα, άλλα είναι με σύνδρομο down, άλλα έχουνε λίγο καρδιά, άλλο έχει το ένα, άλλο έχει τα ματάκια του. Και αγόρια, και κορίτσια. Τα 20…». Όχι δεν μου το είπε ακριβώς, δεν το είπα καλά. Δεν μου είπε: «Έχουμε 100 παιδιά». «Το 80% -μου λέει- των παιδιών που έχουμε εδώ μέσα, έχουνε πρόβλημα. Το 20 είναι σε καλή κατάσταση, άριστη κατάσταση, είναι υγιέστατα, αλλά έχουνε αυτώσει προς υιοθεσία, έχουνε πάρει τον δρόμο της υιοθεσίας. Αλλά μπορείτε να πάρετε ένα παιδάκι τέτοιο ή με σύνδρομο down ή με οτιδήποτε άλλο ή κάποιο με καρδιά. Αυτό όμως... Τι οικονομική κατάσταση έχετε; Kαταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Ναι μεν τα αγαπάτε, ναι μεν αυτό…». Βέβαια, εγώ δεν είχα καλή οικονομική κατάσταση τότε, δεν ήμουνα καλά, δεν το συζητάω αυτό, και στο νοίκι έμενα. Μου λέει: «Μπορείτε να γίνετε ανάδοχος γονέας, θα το πάρετε το παιδί, θα επιβλέπουμε και εμείς. Δεν θα υιοθετηθεί το παιδί κανονικά, θα το επιβλέπουμε και εμείς κάθε τόσο, θα ερχόμαστε από το σπίτι να σας βλέπουμε». Εγώ δεν είχα δικό μου σπίτι τότε, με ενοίκιο. Έπρεπε να έχω δικό μου σπίτι. Μου λέει: «Θέλετε να πάμε μέσα να σας δείξω τα παιδάκια;». Λέω: «Όχι». Γιατί θα έμπαινα μέσα και θα στενοχωριόμουνα. Θα τα έβλεπα, θα με βλέπανε και αυτά, θα ερχόντουσαν κοντά μου και θα με έπιανε αυτό και λέω: «Όχι, θα το σκεφτώ και μια άλλη φορά που θα έρθω, θα πάμε». Βγαίνοντας έξω να φύγω, μου λέει αυτή: «Κοιτάξτε να δείτε κάτι, το καταλαβαίνω, σας στενοχώρησα, γιατί είναι λίγο δύσκολο». Λέω: «Όχι, εντάξει». «Υπάρχει -μου λέει- και άλλος δρόμος που μπορείτε να κάνετε αυτό το πράγμα, ξέρετε. Να αγοράσετε ένα παιδί απέξω. Είτε από τσιγγάνους, είτε από… Γίνονται πάρα πολλά τέτοια απ’ ό,τι ξέρουμε και εμείς. Ψαχτείτε να το κάνετε αυτό, γιατί εδώ πέρα είναι μεγάλη ταλαιπωρία και χρονοβόρο. Και σε ορφανοτροφείο να πάτε, που είναι μεγαλωμένα παιδιά- γιατί αυτά ήταν μωρά, αυτά ήταν μωρά που σου λέω-, θα ταλαιπωρηθείτε και πάλι και ένα παιδί να το πάρεις 10 χρονών, τι θα...;». Ντάξει. Τελοσπάντων, το άφησα έτσι. Μετά από καιρό, μου την ξανάδωσε και έγινα πάλι τρανς. Αυτό. Ήθελα να πάω στην Αμερική, γιατί; Στην Αμερική ήθελα να πάω… Ήταν να πάω σε ηλικία 12 χρονών στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη, γιατί; Γιατί εμένα όλο μου το σόι, όλη μου η οικογένεια, οι παππούδες και αυτά, ήταν στην Αμερική, αυτό δεν το είπαμε. Ήταν στην Αμερική, στην Αλάσκα. Είχανε πάει το 1900. Τότε στην Αλάσκα φτιάχνανε τα τρένα, εκεί, 1910, κάπου εκεί πέρα, φτιάχνανε τότε τις γραμμές των τρένων στην Αλάσκα, ήτανε πολιτεία των ΗΠΑ, ό,τι είχε γίνει πολιτεία των ΗΠΑ. Και πήγαν εκεί τα σόγια μου, εκεί πάνω και δουλεύανε, οι παππούδες και αυτά, ο παππούς και είχε αυτός μια πολυκατοικία. Γιατί σκοτώθηκε ένας παππούς εκεί πέρα, ένας αδερφός, o γαμπρός του παππού και πήραν μεγάλη αποζημίωση από την εταιρεία, την Amtrak, την αμερικάνικη, αυτή των σιδηροδρόμων στην Αμερική. Και φτιάξανε μια πολυκατοικία εδώ στα Εξάρχεια, έχω και εγώ εκεί μέσα κληρονομήσει. Μια πολυκατοικία έχουμε εκεί, στα Εξάρχεια, όλοι συγγενείς είμαστε, άλλοι στην Αμερική, άλλοι εδώ. Ήρθε μια θεία από την Αμερική τότε, στη Νέα Υόρκη έμενε χρόνια, ερχόταν, μ’ αγαπούσε πάρα πολύ εμένα αυτή. Πρώτη ξαδέρφη του πατέρα μου. Καθηγήτρια, βιολόγος, δεύτερη γενιά Ελληνοαμερικανίδα, η οποία δίδασκε σε αμερικανικά κολέγια, όχι πανεπιστήμια. «Σπύρο, άσε το παιδί να το πάρω. Σπύρο, άσε το παιδί να το πάρω. Θα το σπουδάσω, θα το σπουδάσω εγώ». Ο πατέρας μου δεν μ’ άφηνε. Ήτανε η τύχη μου, ρε πούστη, να γίνουν όλα αυτά, να γίνουνε, κατάλαβες; «Άσε το παιδί Σπύρο, να το πάρω στην Αμερική. Θα σπουδάσει μαζί μου». Καθηγήτρια αυτή τώρα, πρόσεξε. Είχε τρία παιδιά, ξαδέρφια μου, καλή τους ώρα, μεγάλοι άνθρωποι τώρα, 70 και. Δεν μ’ άφησε ο πατέρας μου να πάω στην Αμερική. Ήμουν 12 χρονών, δεν μ’ άφησε. Στην θεία μου, την πήρα τηλέφωνο εγώ, μετά από πολλά χρόνια, δεν ήξερε τίποτα για εμένα, μιλάγαμε στο τηλέφωνο και της είπα ότι είμαι τραβεστί. Αυτή η γυναίκα, μου λέει: «Εντάξει, ok, είσαι αυτό που είσαι -μίλαγε και σπαστά Ελληνικά-, αλλά κάποια στιγμή θα βρεις ένα καλό κορίτσι να παντρευτείς. Δεν πειράζει, και αυτά συμβαίνουνε». Αλλά μόλις της είπα: «Θεία, ξέρεις κάτι;». Όχι στο ίδιο τηλεφώνημα, ένα άλλο τηλεφώνημα, μια άλλη μέρα που την ξαναπήρα, και της λέω: «Θεία ξέρεις κάτι; Αποφάσισα να έρθω στην Αμερική, τα κλείνω όλα εδώ πέρα, τα πουλάω ό,τι… Ξενοικιάζω σπίτια, πουλάω αυτοκίνητα και έρχομαι στην Αμερική». «Όχι -μου λέει-, δεν θα έρθεις τώρα στην Αμερική, θα πουλάς το κορμί σου εδώ πέρα, άμα θα έρθεις, στη Νέα Υόρκη. Και δεν θέλω εγώ τέτοια πράγματα εδώ». Κατάλαβες τι μου είπε; Τι το ’θελα και εγώ να της πω ότι είμαι τρανς; Μαλακία. Τελικά… Τώρα στενοχωρέθηκα λιγάκι, γιατί τη θεία μου την αγαπούσα πάρα πολύ, πιο πολύ και απ’ τη μάνα μου μπορώ να σου πω. Αυτή την Αμερικανίδα. Τελοσπάντων, τελικά πέθανε, δεν το ήξερα ότι πέθανε, είχε καρκίνο, γιατί κάπνιζε πάρα πολλά τσιγάρα. Κάπνιζε 5 πακέτα τη μέρα. Πέθανε σε ηλικία 79 χρονών από καρκίνο και όταν της μίλησα τελευταία φορά, της λέω: «Θεία, δεν μ’ αγαπάς», της λέω. "Oh no", μου κάνει. «Σ’ αγαπώ, σε λατρεύω αλλά δε διάλεξες καλά να κάνεις στη ζωή σου, εγώ σ’ αγαπώ σε λατρεύω όμως». Μίλησα με την κόρη της, μετά από 3-4 μήνες, δεν θυμάμαι πόσο και μου λέει: «Η μαμά πέθανε», μου κάνει. Με στενοχώρησε πάρα πολύ. Δεν πήγα ποτέ στην Αμερική, το πιστεύεις αυτό; Αυτό. Ήτανε μία φάση δύσκολη για μένα αυτό. Αν πήγαινα στην Αμερική, σε ηλικία 12 χρονών, θα ήταν άλλη η ζωή μου, εντελώς διαφορετική. Ο πατέρ[01:00:00]ας μου δεν μ’ άφησε όμως. Έχει πεθάνει ο πατέρας μου εδώ και πολλά χρόνια, εδώ και 25 χρόνια έχει πεθάνει, από καρκίνο. Δεν του το συγχώρεσα ποτέ που δεν μ’ άφησε να πάω στην Αμερική, γιατί ενδόμυχα τον θεωρώ υπεύθυνο γι' αυτό που έγινε στη ζωή μου. Γιατί αν τότε με άφηνε, όταν τελείωσα το δημοτικό σχολείο, να πάω στη Νέα Υόρκη, θα ήταν εντελώς διαφορετική η ζωή μου, εντελώς. Τελοσπάντων, ήτανε για να γίνει φίλε, ήτανε για να γίνει, δεν πειράζει. Και σήμερα είμαστε… Δεν δουλεύω πια, έχω σταματήσει με την πορνεία, έχω σταματήσει, πέρασα–
Πόσα χρόνια;
Από το… Δούλεψα… Πόσα χρόνια έχω σταματήσει; 15 έχω σταματήσει; 14; Εκεί. Έχω σταματήσει την πορνεία, είμαι τώρα… Έχω μπει στα 68, 67 χρονών. Κλειστό.
Θα ήθελες να μας πεις λίγο για την πιάτσα στη Συγγρού;
Η πιάτσα ήτανε πολύ δύσκολη. Και ωραία ήτανε, και δύσκολα. Βέβαια μας θεοποιούσανε, για την εποχή εκείνη, του '80-'85-'83-'90, εκεί μέσα, '92-'95, όλα αυτά τα χρόνια ήτανε ένα μεγαλείο. Δηλαδή, μεσουρανούσαμε οι τραβεστί, αυτό είναι γεγονός. Μας θεωρούσανε, ξέρεις, κάτι το απλησίαστο, το άπιαστο, κάτι το–
Σας εξωτικοποιούσανε.
Θεαματικό, θεαματικό, ναι, πολύ θέαμα, αλλά ωραίο θέαμα. Περνούσανε και μας κοιτάγανε σαν χαζοί, άντρες και γυναίκες, παρέες ολόκληρες. Ειδικά Παρασκευές και Σάββατα, ουρές αυτοκίνητα, μέχρι το πρωί, χαμός, χαμός, χαμός… Λατρείες, λατρείες, ναι, ναι. Πολλά λεφτά, πάρα πολλά λεφτά, δουλειά πολλή.
Πόσο ήτανε μια βίζιτα τότε;
Δεν θυμάμαι τώρα τιμές, τι να σου πω. Χιλιάρικα ήταν τότε, δραχμές ήτανε, δεν θυμάμαι να σου πω ακριβώς. Ήτανε καλές τιμές, παίρναμε καλά λεφτά και στο αυτοκίνητο μέσα, στις καβάντζες πηγαίναμε ή στα ξενοδοχεία ή όποια είχε δωμάτιο ενοικιασμένο εκεί κοντά. Κυρίως ξενοδοχεία πηγαίναμε, στην παραλιακή κάτω πολλά ξενοδοχεία και τέτοια. Και βγάζαμε πολλά λεφτά, πολλά λεφτά. Εγώ μπορώ να πω δεν ήμουνα πολύ της δουλειάς εγώ, είμαι λίγο τεμπέλα, όχι τεμπέλα, σιχαινόμουνα. Είχα βέβαια και πολύ καλή εμφάνιση, εδώ που τα λέμε, και διάλεγα κιόλας. Δεν πήγαινα με οποιονδήποτε. Αν πήγαινα, θα είχα 4-5 πολυκατοικίες σήμερα, αν ήμουν στη δουλειά, δηλαδή, μπάστακας και δούλευα. Ήμουνα, αγάπη μου, εγώ «δος ημίν σήμερον». Και μου τα έλεγε ένας θείος μου, Ελληνοαμερικανός, έτσι μου έλεγε πάντα –θεός σχωρέσ' την ψυχούλα του, αδερφός της θείας μου της Chris, που ήταν στη Νέα Υόρκη, ο οποίος πέθανε αλκοολικός, στην Αθήνα, στα Εξάρχεια, στην πολυκατοικία μας– και μου έλεγε: «Νίνο -Νίνο με έλεγε-, Νίνο δος ημίν σήμερον. Άσε το αύριο». Λοιπόν, αυτή ήμουνα και εγώ. Έβγαζα πολλά λεφτά, κανόνιζα, θα πάω στα μπουζούκια, θα περάσω καλά, να βρω τους πιο ωραίους νεαρούς, να πάω να κάνω το κέφι μου, στο σπίτι μου. Σπίτια μεγάλα πάντα, 100 τετραγωνικά, 90, πάντα μεγάλα διαμερίσματα, με τα κρεβάτια μου, με τις κρεβατοκάμαρές μου. Παρόλο που δεν μάζευα κόσμο στο σπίτι, δεν ήμουν τέτοιο άτομο, να μαζεύω φίλους, όχι. Τεκνά πήγαινα, ναι. Λεφτά, μπουζούκια, μπαράκια, ντυσίματα, σε ρούχα και αυτοκίνητα. Μ’ αρέσανε πολύ και τα αυτοκίνητα. Άλλαξα αρκετά αυτοκίνητα και άλλες μάρκες κτλ. Και κάποια ταξίδια που έκανα και στην Ευρώπη, αυτά. Η πιάτσα όμως ήταν και δύσκολη, είχε και δυσκολίες στις πιάτσες. Είχε και περιστατικά που μας πειράζανε άσχημα, βρίζανε. Περνάγανε και άτομα τα οποία βρίζανε, δεν ξέρω τι απωθημένα είχανε και τι αυτό ή πετάγανε και αντικείμενα. Κατάλαβες;
Δεν σας πείραζαν και οι μπάτσοι;
Ναι, η αστυνομία τότε, όχι… Μας πήρε το Ηθών και περνάγαμε αυτόφωρα, αυτό. Δεν μας πειράζανε με την έννοια… Ξυλοδαρμούς και αυτά; Όχι, όχι, δεν είχαμε τέτοια πράγματα.
Μόνο αυτόφωρα.
Αυτόφωρα, μας πιάνανε, ξέρεις, εκεί που καθόσουνα, με τα πολιτικά ερχόντουσαν, με τα αυτοκίνητα, σε παίρνανε: «Έλα μέσα, αυτόφωρο». Και την άλλη μέρα… Και εκεί ταλαιπωρία βέβαια, γιατί έμενες όλη νύχτα στη Γενική Ασφάλεια, στα μπουντρούμια, εκεί στα αυτά, μέσα στα κελιά, μέσα στις βρώμες και μέσα σ’ αυτά και το πρωί μας πηγαίνανε όλες μαζί εκεί στα δικαστήρια, μας περνάγανε από τη σήμανση πολλές φορές. Έχω περάσει εγώ από εκεί! Μου έχουνε φορέσει βραχιολάκια πάρα πολλές φορές στο χέρι.
Είχες βρεθεί και με Πάολα και με Αλόμα;
Με την Αλόμα πολλές φορές, τη μακαρίτισσα. Με την Αλόμα κάναμε και λίγο παρέα, την κακομοίρα τότε. Όχι ότι ήμαστε... Κολλητές ποτέ δεν ήμασταν, αλλά τα πρώτα χρόνια εκεί, ναι, λίγο την υποστήριζα, με κάτι κινήσεις που έκανε έτσι… Πώς το λένε;
Με τα καλλιστεία;
Όχι, όχι με τα καλλιστεία. Με τις κινήσεις που έκανε, αυτές τις… Πώς το λένε, ρε παιδί μου;
Τις πολιτικές και τις διαδηλώσεις;
Κάτι τέτοιο, ναι, ναι. Συνδικαλιστικές, κάτι τέτοιο. Αυτό ναι, με τα καλλιστεία όχι. Παρόλο που μου είχε πει να λάβω μέρος, δεν έλαβα ποτέ, δεν ήθελα. Τα άλλα κορίτσια πήγανε και καλά κάνανε, εγώ δεν ήθελα, δεν μ’ άρεσε. Πήγα και τα είδα, πήγαινα και τα έβλεπα όμως, αλλά για να λάβω μέρος, όχι. Και μια φορά μου είχε πει: «Έλα στα καλλιστεία -και μίλαγε έτσι λίγο περίεργα η Αλόμα-, σου υπόσχομαι θα σε βγάλω Σταρ Ελλάς». Λέω: «Να ’σαι καλά -του λέω- άσε τα σταριλίκια, άσε τις μαλακίες τώρα. Σε μένα άσ' τα αυτά». Άλλες πήγανε, γίνανε... Και φίλες μου πήγανε, ναι.
Πήρανε κανένα τίτλο στα καλλιστεία;
Δεν πήρανε, όχι. Η Στεφανία η καημένη δεν πήρε το μανάρι μου. Πέθανε από ναρκωτικά, μια κούκλα.
Σε τι ηλικία;
Πόσο ήταν η Στεφανία τότε; Αν ζούσε σήμερα η Στεφανία, θα ήταν 50 και. Δεν θυμάμαι πόσο, έχει πεθάνει εδώ και 25 χρόνια.
Πολύ μικρή τότε.
Ναι, ναι, μικρή ήτανε. Θα ήτανε 50 και, ήτανε εικοσιπεντάρα, 26-27; Εκεί. Μια κουκλάρα.
Έπαιζαν πολλά ναρκωτικά στη Συγγρού;
Ναι, ναι, μπλέξανε πολλές. Και εγώ τα δοκίμασα όλα, αλλά μία φορά. Δεν μ’ άρεσε κανένα απ’ αυτά. Για να δω πώς είναι. Και τα χάπια και αυτά, όλα, αλλά: «Μακριά» είπα. Άντε ρε, μακριά απ’ αυτά. Δεν με φτιάχνανε, αν με φτιάχνανε μπορεί και να συνέχιζα, δεν ξέρω. Αφού ήπια πρέζα, ηρωίνη, μυτιά. Μου έδωσε μία –θεός σχωρέσ' την, έχει πεθάνει, πρεζού αυτή– μία μυτιά και 2 μέρες ήμουν να πεθάνω. Με βρήκαν μέσα στο αυτοκίνητό μου τάβλα, πάνω στο τιμόνι και πώς δε με κλέψανε, πώς, πώς, πώς, στην πιάτσα πάνω. Και με βρήκανε τεκνά, διάφοροι νεαροί και με περισώσανε, ναι. Ήμουν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση από την… Ήτανε, δεν ξέρω, η ηρωίνη ήταν καθαρή; Και ήπια μια μυτιά, ξέρεις, πολύ λίγο, απ’ τη μύτη μου, όχι ενέσιμο, με τη μύτη. Και πήγα –2 μέρες– και είχα ένα γκόμενο την εποχή εκείνη και μόλις με πήγαν στο σπίτι, φώναζε: «Τι πράγματα είναι αυτά, ρε μαλάκω; Τι κάνεις; Αφού δεν αντέχεις τέτοια πράγματα». «Ρε Γιάννη -του λέω-, έτσι και έτσι, δεν ήξερα». 2 μέρες μιλούσα έτσι, επί 2 μέρες, δηλαδή έπαθα πλάκα, έτσι; Με μία μυτιά. Δεν το ξαναέβαλα στο στόμα μου, εννοείται. Και κόκα και 5-6 φορές είχα πιει, αυτό πελάτες με είχανε κεράσει. Οι πελάτες πίνανε σχεδόν όλοι. Σχεδόν όλοι... Αυτοί οι φραγκάτοι, ξέρεις. Λοιπόν, τώρα μη σου πω για πελάτες επώνυμους, δεν θέλω να πω τέτοια πράγματα, δεν γουστάρω, εντάξει; Έχω πάρει και επώνυμους, έχω πάρει και αυτά. Πολλά έχουνε συμβεί τέτοια.
Τι ήθελα να ρωτήσω τώρα...
Ρώτα.
Για τα γκομενικά, πώς ήταν τα γκομενικά, ενώ έκανες αυτή τη δουλειά; Ήταν εύκολα;
Κοίταξε να δεις–
Ήτανε πελάτες τα γκομενάκια; Οι σχέσεις–
Όχι, όχι, πελάτης μου δεν ήταν κανένας. Τα γκομενικά μου ήταν, ξέρεις, σε μπαράκια τους γνώριζα, στα μπουζούκια, από δω, από κει. Σε μπαράκια κυρίως. Γιατί ήμουν πολύ μπαρόβια, μ’ άρεσαν τα μπαράκια να πηγαίνω, και σε συνοικιακά μαγαζιά, ξέρεις, Περιστέρι, Αιγάλεω, στα Λιόσια, Κορυδαλλό, Νίκαια, Πειραιά, παντού. Και μετά, τα καλά clubs της παραλιακής τότε, το Κολωνάκι, πήγαινες "Spartacus", "Buzios", στον «Βυθό», πολλά μαγαζιά, το "Bo", τι έχω κάνει εκεί μέσα. Στο "Alekos bar", στον Κάλαμο–
"Alekos[01:10:00] bar".
"Αlekos bar".
Στο "Factory" είχες πάει του Βαλλιανάτου;
Στη Μύκονο τι έχω κάνει. Στη Μύκονο έχω πάνω στην μπάρα, στο "Pierro’s", που χορεύω, έχω φωτογραφίες, που χορεύω με τα βυζιά έξω και χορεύω oriental, με τον φίλο μου τον Ζορζέτ. Και ήτανε μάλιστα εκεί πέρα και μαζεμένοι και κάποιοι διάσημοι, απ’ ό,τι θυμάμαι ήταν, ναι, ξένοι.
Πω, πω…
Πολλά, πολλά τέτοια. Σαντορίνη το ίδιο. Είμαι πολυφωτογραφημένη, γιατί τα φλας από κάτω, της πουτάνας γινότανε. Έβγαζα και oriental, έκανα και τέτοια. Τα έκρυβα πολύ καλά από κάτω, τα γεννητικά όργανα, με 2-3 κιλοτάκια και τα τράβαγα προς τα πάνω και τα πέταγα όλα, με το κιλοτάκι έμενα και χόρευα το «9 ½ Εβδομάδες» μες στον «Βυθό» και γινόταν της πουτάνας. Στην παραλιακή, γινόταν το έλα να δεις. Ναι, είχα και καλό σώμα τότε, εντάξει; Τώρα έχω αδυνατίσει πάρα πολύ. Κοντεύω και 70 χρονών, ρε φίλε, κάτσε. Τότε ήμουν στρογγυλεμένη, από τις ορμόνες και αυτά, το σώμα ήταν πολύ ωραίο. Με μέση δαχτυλίδι και αυτά, τα στήθια, μεγάλα βυζιά. Και τώρα σκέφτομαι να πάω να τα ξανακάνω πάλι, μου περνάει από το μυαλό να κάνω lifting. Ο Βουκύδης θα μου πει: «Έχεις τρελαθεί τελείως!», θα μου πει.
Ζει ακόμα αυτός;
Ναι, μια χαρά. Και να ζει, να πάει 100 χρονών. Τον αγαπώ πάρα πολύ. Και μάλιστα με τη Νικόλ είναι πάρα πολύ φίλοι, τη φίλη μου. Ναι, μιλάνε συχνά στο τηλέφωνο. Και ναι, σκέφτομαι να πάω να κάνω ένα lifting, το σκέφτομαι, να κάνω ένα lifting και παράλληλα να κάνω και βυζιά πάλι, αλλά τώρα να μπω στη διαδικασία να με ναρκώσουν και να μου χωρέσουν τις σιλικόνες από κάτω; Αλλά έμαθα ότι τα κάνουνε ενέσιμα τώρα, είναι με κάποια αυτά, που αμέσως στα φουσκώνει εκείνη τη στιγμή και είναι μάλιστα και φτηνά, με 1,5 χιλιάρικο; Αλλά κρατάνε 4 χρόνια, 3 χρόνια; Μετά ξεφουσκώνει, είναι κάτι σαν το υαλουρονικό, πώς τα λένε αυτά; Κάτι τέτοιο, λοιπόν.
Είναι προσωρινό.
Είναι προσωρινό για 1-1,5 χρόνο, δεν ξέρω ακριβώς πόσο. Το οποίο είναι και αβλαβές στον οργανισμό. Όχι ότι η σιλικόνη είναι βλαβερή, δεν είναι. Αλλά λέω τώρα εγώ, εντάξει; Ότι θα ξανακάνω. Αλλά για ποιο λόγο να κάνω βυζιά; Αφού δεν με ενδιαφέρουν, ούτε με τεκνά να πάω, ούτε με…
Μπορεί να θες να το κάνεις για σένα.
Για μένα, ναι, μα το lifting θα το κάνω για μένα, δεν το συζητάω αυτό. Ένα τράβηγμα θέλω να… Όχι, ένα ελαφρό τράβηγμα, όχι βλεφαροπλαστικές και τέτοια, ένα ελαφρό τράβηγμα, έτσι να σηκωθούν λίγο τα μήλα, αυτό που λέμε, τίποτα άλλο. Τώρα για το στήθος, δεν ξέρω, όπως μου τη δώσει εκείνη τη στιγμή είναι. Είμαι και της στιγμής άτομο εγώ. Δεν μ’ αρέσει να προγραμματίζω. Κατάλαβες, μπαμ-μπαμ.
Τη Νικόλ πώς τη γνώρισες, αν επιτρέπεται;
Τη Νικόλ τη γνώρισα μέσω μιας φίλης μας, μιας άλλης τραβεστί, ναι. Την οποία την είχα βγάλει εγώ στην πιάτσα, με είδε και εντυπωσιάστηκε. Ήταν πολύ όμορφη η Νικόλ σαν αγόρι, είχε σπουδάσει κομμωτής και μόλις με είδε, τρελάθηκε. Φορούσα κι εγώ τη φούστα κι ήταν κι αυτή... Δεν βγήκε Συγγρού, βγήκε στο Κολωνάκι, στις πιάτσες του Κολωνακίου βγήκε.
Δηλαδή είχε πιάτσα και το Κολωνάκι;
Ναι, ναι. Είχε στη Βουκουρεστίου, είχε στη Σίνα, εκεί στη… Ναι, ναι, είχε, είχε.
Και γιατί κάποιος–
Στη Βουκουρεστίου βγαίνανε οι χειρουργημένες εκεί πάνω, με τα αυτοκίνητα, βγαίνανε πολλές εκεί. Και εκεί νομίζω στη Σίνα και κάτι άλλους δρόμους, λίγο πιο κάτω, βγαίνανε οι αχειρούργητες, οι τραβεστί ας πούμε και αυτά.
Η Σίνα αυτή είναι στη Συγγρού;
Η Σίνα, όχι, η Σίνα είναι στο Κολωνάκι, η οδός Σίνα. Συγγρού πηγαίνανε μόνο [Δ.Α.] που λέμε, οι αχειρούργητες. Μετά βγήκανε και χειρουργημένες, μετά από χρόνια βγαίνανε και αυτές. Γιατί εντάξει και στο μπουρδέλο δεν το αντέχανε. Να η Νικόλ δεν το άντεχε το μπουρδέλο με τίποτα, δεν το άντεχε, γιατί έπαιρνε πολλά λεφτά στη Συγγρού. Με 2-3 πελάτες έβγαζε πολλά λεφτά. Γιατί να πάμε στο μπουρδέλο; Εγώ πήγα στο μπουρδέλο κάποτε να δουλέψω και σου λέω, με ταλαιπώρησε πάρα πολύ αυτό. Γιατί δεν μπορούσα τώρα συνέχεια από πίσω να παίρνεις τριάντα άτομα. Δεν γίνεται.
Πόσο έκατσες στο μπουρδέλο;
Εγώ; 2-3 βράδια, 2-3 μέρες. Και εκεί θυμάμαι, την εποχή εκείνη –το '85 σου μιλάω τώρα–, την εποχή εκείνη οι πιο πολύ πελάτες ήταν φαντάροι. Και να θέλουν όλοι αυτοί. Και εγώ τους το έλεγα, έβγαινα στο σαλόνι και έλεγα: «Τσιμπουκάκι, κωλαράκι, δεν έχει μουνάκι». Όχι «δεν έχει μουνάκι», δεν το έλεγα αυτό, αλλά καταλαβαίνανε.
Ναι, ναι, ναι.
Μωρέ, με παίρνανε σχεδόν όλοι. Σχεδόν όλοι! Και εκεί γνώρισα και ένα τεκνό, έναν πολύ όμορφο λοκατζή θυμάμαι, τα έφτιαξα μαζί του. Ο μόνος που από πελάτη τον έκανα γκόμενο.
Ο μόνος πελάτης;
Ο μόνος πελάτης. Δηλαδή από πελάτες δεν είχε ποτέ. Όλοι μου οι γκόμενοι ήταν εκτός δουλειάς, δεν ήταν αυτό. Αυτόν τον είχα, ναι. Αλλά επειδή ήταν πάρα πολύ όμορφος, ναι, τα έφτιαξα μαζί του, απ’ την Κόρινθο ήταν θυμάμαι.
Κράτησε αυτή η σχέση;
Όχι, όχι. Κάνα χρόνο; Όχι, όχι. Γιατί παράλληλα, μετά τα έφτιαξα με έναν αεροπόρο, με έναν σμηνίτη, με τον οποίο κράτησε 7 χρόνια.
Α, στο καλό!
Ναι. Δεν μέναμε μαζί, δεν τους ήθελα εγώ σπίτι να μένουμε μαζί, γιατί εγώ ξέρεις τι γίνεται; Στο σπίτι μου, ήθελα να βγαίνω τα βράδια. Μετά τη δουλειά, μία στα μπουζούκια, σου λέω, πήγαινα στα μπαρ, από δω, στα κλαμπ. Μετά έκανα άλλες γνωριμίες, δεν ήμουνα. Ήμουνα πουτανάκι, δηλαδή, ήμουνα πουτανάκι με την έννοια, ξέρεις, γούσταρα να πηγαίνω με πολλούς άντρες. Δηλαδή-
Αδάμαστη, ρε παιδί μου!
Ναι Δηλαδή να έχω ναι μεν δεσμό, αλλά ήθελα και άλλα τεκνά να πάω, να κάνω το κέφι μου. Σ’ αγαπάω φίλε, σ’ εκτιμάω μέσα μου, είσαι ωραίο παιδί, σε γουστάρω, έχουμε δεσμό –δεν τους το έλεγα αυτό βέβαια, 'ντάξει;– αλλά θέλω να σου πω. Αλλά πήγαινα και με άλλους, δεν γινότανε. Δεν ήμουνα τίμια σ’ αυτό, όχι, όχι, όχι.
Μεγαλύτερος έρωτας;
Ο μεγαλύτερος έρωτας, που τον αγάπησα, αυτός ήτανε ένας φαντάρος, τον οποίο –δεν ήμουνα τραβεστί τότε, δεν είχα γίνει ακόμα, όχι– υπηρετούσε στον Ασπρόπυργο. Ναι, αυτόν τον γνώρισα στην πλατεία Κουμουνδούρου, πήγαινε. Έκανα βόλτες εγώ εκεί πέρα καμιά φορά, όχι κάθε μέρα, πήγαινα όμως συχνά, γιατί έμεναν και άλλα παιδιά, ομοφυλόφιλοι, ψαχνόμαστε για φαντάρους, για ναύτες και γι' αυτά. Και μόλις τον βλέπω... Ήταν ένα σουβλατζίδικο την εποχή εκείνη θυμάμαι, εκεί απέναντι από τη στάση των λεωφορείων, γιατί ήταν η αφετηρία εκεί των λεωφορείων που πηγαίνανε για τον Ασπρόπυργο, για το Σκαραμαγκά οι ναύτες και αυτά. Και ήταν ένα σουβλατζίδικο θυμάμαι εκεί πέρα στη γωνία και έτρωγε σουβλάκι. Και μόλις το βλέπω και με βλέπει και αυτός… Σταμάτησε καταρχήν να τρώει, κατέβασε το χέρι του και με κοίταγε έτσι. Ήμουνα ωραίο αγοράκι. Και τον κοιτάω και εγώ και μένουμε και οι δύο λιγάκι… Κοιταζόμαστε...
Κεραυνοβόλος.
Κεραυνοβόλο ήταν αυτό. Δεν κράτησε πολύ με τον Σάκη. Ένας πανέμορφος νεαρός, ένας κούκλος, με ένα σώμα, με ένα πρόσωπο, κάτι χείλια… Δεν κράτησε πολύ, κανά εξάμηνο;
Αλλά ήταν παθιασμένο.
Ήταν παθιασμένο. Έσβησα τσιγάρα στα χέρια μου, πήγαινα στο στρατόπεδο και έκανα μαλακίες. Βγήκαν κάποιοι γνωστοί του, φίλοι του έξω και μου λέγανε: «Φύγε, θα τον καταστρέψεις». Ναι, είχα τέτοια.
Ήταν παθιασμένο.
Παθιασμένο πάρα πολύ.
Παράφορο!
Ναι, παράφορο. Τι εκδρομές πηγαίναμε, τι τα πάντα, έπαιρνε έξω… Αφού την κοπάναγε απ’ το στρατόπεδο για να είναι μαζί μου. Τώρα πώς ξαφνικά αυτό το πράγμα, ρε φίλε, ξαφνικά εξαφανίστηκε από προσώπου γης; Δεν ξέρω.
Μετά τους 7 μήνες λες.
Ναι. Και πήγαινα στο στρατόπεδο εγώ και λέω: «Τι συμβαίνει; Σας παρακαλώ τον Σάκη τον τάδε». Και είχε πέσει σύρμα ότι… Και είχε έρθει, θυμάμαι, ένας φίλος του και μου λέει: «Σε παρακαλεί πάρα πολύ... φύγε, φύγε. Σε λίγο καιρό θα απολυθεί, φύγε, δεν θέλει να καταστραφεί. Μου είπε να σου πω "φύγε"». Λέω: «Γιατί δεν έρχεται να μου το πει ο ίδιος; Να τον δω, να βρεθούμε κάπου έξω, να τα πούμε. Βλέπει, είμαι σε πολύ άσχημη κατάσταση». Άσ' το καλύτερα, δεν θέλω να το συζητήσω αυτό άλλο. Ήτανε πολύ οδυνηρό. Με τον Σάκη ήτανε πάρα πολύ οδυνηρό, με πείραξε πάρα πολύ. Δεν ήμουνα τραβεστί τότε, μετά από καιρό έγινα.
Μετά απ’ αυτό, τον ξαναείδες κάποια στιγμή;
Όχι, ποτέ.
Ποτέ;
Όχι, ποτέ, ποτέ, ποτέ. Όχι. Ναι, τον Σάκη τον είχα πολύ έτσι… Ήτανε πιο μικρός από μένα, ναι, πιο μικρός από μένα ήταν ο Σάκης. Ήταν τότε 20 χρονών, 21, εγώ ήμουν 24; Κάτσε να θυμηθώ τις χρονολογίες ακριβώς. Ήταν όταν είχα απολυθεί από τον στρατό… Είχαμε 2-3 χρόνια διαφορά, 23 ήμουνα; [01:20:00]Ναι εκεί, ό,τι είχα απολυθεί απ' τον στρατό. Και χωρίζω από τον Σάκη, γνώρισα τον τραγουδιστή, μετά. Τον οποίο δεν τον αγάπησα, καθόλου. Μ’ άρεσε πάρα πολύ, ήταν καψούρα, ξέρεις. Με τον Σάκη δεν ξέρω, έπαθα πλάκα με τον Σάκη, γιατί μου είχε δώσει υποσχέσεις, ότι «δεν θα χωρίσουμε ποτέ, ότι είμαστε ο ένας για τον άλλον», καταλαβαίνεις τώρα. Ένας κούκλος. Τα είχε όλα, εκτός από μεγάλη ψωλή. Ήταν κανονικό, μπορώ να πω. Τώρα εξαρτάται πώς το λέει ο καθένας κανονικό. Όχι δεν ήταν μεγάλη ψωλή, με την έννοια, ξέρεις, του ψωλαρά που λέμε, της μπάρας, όχι. Αλλά ήταν πανέμορφος νεαρός και αντράκι. Και μου είχε δώσει υποσχέσεις ότι θα ζήσουμε μαζί, ούτε καν για τραβεστί και τέτοια πράγματα, σαν αγόρι, σαν ομοφυλόφιλοι. Και του έλεγα: «Να φύγουμε, να πάμε στο εξωτερικό». «Ναι, αυτό θα κάνουμε. Θα δούμε πώς θα γίνει, όταν απολυθώ». Να φύγουμε να πάμε στο εξωτερικό, γιατί ξέραμε εδώ πέρα ότι… Λέγαμε τέτοια και ο ίδιος μου τα έλεγε: «Μπορούμε να ζήσουμε έξω, να κάνουμε τη ζωή μας». Τώρα ο Σάκης είναι μεγάλος άνθρωπος, πόσο είναι ο Σάκης τώρα; 67 είμαι εγώ, 64 πρέπει να είναι; 63-64. Με παιδιά, με εγγόνια. Όπως μου λέει μια φιλενάδα μου, το συζητούσαμε μια μέρα και της λέω: «Αχ τα τεκνά μας, της εποχής εκείνης, οι παιδαράδες μας, τι να κάνουνε τώρα; Εβδομηντάρηδες είναι όλοι». Και γυρίζει και μου λέει αυτή: «Με τα παιδιά τους, με τα εγγόνια τους και ευτυχισμένοι άνθρωποι. Σαν εσένα και εμένα τις δυστυχισμένες;». Είχε απόλυτο δίκιο, μην τρελαθούμε τώρα. Της λέω: «Μωρή, θα ήθελες να έχεις εγγόνια;», της λέω. «Δεν θα ’θελα;», μου λέει. Τελοσπάντων. Άλλο.
Από τις τρανς του '80 και του '90, της πιάτσας, κρατάς επαφή με κάποιες ή έχουν χαθεί ή έχουν πεθάνει;
Του '80, ναι, πολλές έχουν πεθάνει, έχουν πεθάνει αρκετές. Γνωστές, άλλες ήταν φίλες, ναι, έχουν πεθάνει αρκετές. Από ναρκωτικά κυρίως, ναι. Άλλες τα έχουν παρατήσει. Έχουν γίνει ξανά άντρες στην εμφάνιση και έχουν πάει στα χωριά τους, έχουν εξαφανιστεί–
Θα ’θελες να το συζητήσουμε λίγο αυτό; Πώς το κάνουν;
Αυτό, εντάξει, είναι αρκετές που το έχουν κάνει.
Δηλαδή αφήνουν όλη αυτή την τρανς ταυτότητα πίσω–
Ναι.
Και πάνε στα χωριά τους.
Και πάνε στα χωριά τους και ναι, αυτό έχει γίνει, σε ορισμένες. Άλλες έχουν φύγει στο εξωτερικό, απ’ ό,τι έχω ακούσει. Υπάρχουν και άτομα που τα παρατήσανε και φύγανε έξω. Υπάρχουν και άλλοι που τα παρατήσανε και παντρεύτηκαν, με γυναίκες.
Μετά τη Συγγρού, ας πούμε;
Μετά τη Συγγρού.
Α, στο καλό.
Ναι. Δεν ξέρω για την τύχη τους, τι έχουν απογίνει, αλλά έτσι έχω ακούσει. Πολλές φύγανε στο εξωτερικό. Πολλές... Κάποιες φύγανε στο εξωτερικό. Αντρική εμφάνιση και φύγανε. Μαύρη πέτρα, αυτό. «Φεύγω, εξαφανίζομαι»–
«Μάζεψα λεφτά απ’ τη Συγγρού και φεύγω τώρα».
Ναι, δεν ξέρω αν μάζεψαν λεφτά. Αλλαγή τρόπου ζωής και μακριά απ’ όλα αυτά, να μη θυμούνται, να μην, να μην, προφανώς. Άλλοι γύρισαν στα χωριά, και μάλιστα μία πρόσφατα μου έστειλε. Έμαθε από το διαδίκτυο και αυτά: «Αχ αγάπη μου». Στο χωριό, με τη μαμά της ζει. Τα είχε παρατήσει. Κούκλα. Τα είχε παρατήσει και αυτή και τώρα τη βλέπω, ξανά πάλι έτσι γυναικωτή, έτσι και αυτά, σαν και εμένα. Μεγαλοκοπέλα και αυτή. Άλλες τώρα δεν ξέρω, άλλες υπάρχουν ακόμα, οι οποίες είναι μεγαλωμένες βέβαια, τα έχουν παρατήσει, δεν δουλεύει καμία πια, δεν νομίζω απ’ το 1980. Είναι μεγαλωμένες τώρα αυτές. Έχουνε κάποιο εισόδημα, από κανένα ενοίκιο που μπορεί να εισπράτουν, όπως εγώ φερ’ ειπείν, γιατί εγώ εισπράττω κάποια ενοίκια. Άλλες έχουνε κάποια επιδόματα, δεν ξέρω τι έχουνε. Δεν έχουμε συντάξεις εμείς, αυτό είναι το κουλό, κατάλαβες; Το άσχημο. Αυτό είναι το άσχημο. Βέβαια τώρα μπορεί να παίρνει κάποια αυτά τα 460 του υπερήλικα. Πώς το λένε, παίρνουν μία σύνταξη, 460 ευρώ; Για ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουνε, ξέρεις, σύνταξη, δεν έχουν ένσημα και όταν συμπληρώσεις τα 67 σου χρόνια, σου δίνει μια σύνταξη το κράτος. Επίδομα σε μορφή σύνταξης, κατά κάποιον τρόπο.
Τώρα στη Συγγρού, η πιάτσα υπάρχει ακόμα;
Υπάρχει αλλά δεν βγαίνει καμία, πολύ λίγες βγαίνουνε.
Λίγες ε;
Ναι, εγώ δεν ξέρω καμία πια εκεί κάτω. Είναι καινούργια τα παιδιά αυτά που βγαίνουνε, μικρές προφανώς στην ηλικία, οπωσδήποτε, αλλά από παλιές καμία. Όχι, όχι.
Καμία ε;
Καμία δεν βγαίνει, όχι. Πολλές φορές έχω σκεφτεί να βγω κανένα βράδυ, αλλά λέω: «Φοβάμαι, τώρα πού να πάω εγώ εκεί κάτω». Καταρχήν θα αισθανθώ άσχημα, σαν καινούργια. Δεν μπορώ να στηθώ εγώ τώρα, να κατέβω με το αυτοκίνητό μου. Δεν κατεβαίνω απ’ το αυτοκίνητο, με τίποτα, γιατί δεν υπάρχει καμία. Δηλαδή, θα πάω σε μία πιάτσα και στη δικιά μου ή σε άλλες πιο πάνω, πιο κάτω, πιάτσες της εποχής εκείνης, δεν θα είναι καμία. Και θα βρεθώ εκεί πέρα τώρα, με το αμάξι μου εκεί πέρα, ολομόναχη, δεξιά θα κοιτάω, δεν θα δω τίποτα και θα βάλω τα κλάματα. Θα θυμηθώ τις παλιές, θα θυμηθώ τον κόσμο, τις φιλενάδες μου, οι οποίες είναι οι πιο πολλές… Άλλες έχουν πεθάνει, άλλες τα έχουν παρατήσει, δεν ξέρω πού βρίσκονται. Και θα βάλω τα κλάματα, αυτό θα γίνει. Θα θυμηθώ εκείνη την εποχή, που ζούσαμε μαζί, η μία φώναζε την άλλη: «Μαρή τι έκανες; Έβγαλες μπαλαμό;» ή–
Τι σημαίνει αυτό;
Ναι, αν πήρα πελάτη. «Μωρή, δεν έχει δουλειά», όλα. Πιάναμε το κουσκούς, ξέρεις, αυτά, όλη αυτή η κατάσταση. Βέβαια υπήρχανε και ίντριγκες μεταξύ μας και αυτά, αλλά στα δύσκολα ήμασταν ενωμένες όμως, πάρα πολύ ενωμένες. Αυτό είναι γεγονός, όλα κι όλα, έχω να το λέω αυτό. Όταν γινότανε κάτι στη Συγγρού, η μία να τρέξει να υποστηρίξει την άλλη: «Φύγετε! Έρχεται το Ηθών», ξέρεις, με ταξί, με αυτοκίνητα, περνούσαν και φώναζαν: «Φύγετε, το γκραντέ!». Το «Γκραντέ» ήταν το Ηθών.
Το Γκραντέ.
Ναι, ναι, το Ηθών: «Φύγετε, τζάστε, τζάστε, το Ηθών!». Ή άμα γινόταν με τσόλια, μαζευόμασταν όλες και τους πλακώναμε, τους σπάγαμε τα αυτοκίνητα, τους κάναμε τέτοια πράγματα, ναι. Υπήρχε αλληλεγγύη μεταξύ μας. Υπήρχανε βέβαια, ξέρεις, και οι ψιλοκαβγάδες μεταξύ μας–
Οι ανταγωνισμοί.
Οι ανταγωνισμοί πάντα υπήρχαν. Και πού δεν υπάρχουν αυτά. Σε όλες τις δουλειές. Εμείς, σε πληροφορώ, είμαστε οι πιο αγαπημένες. Από άλλες δουλειές ή στον δημόσιο τομέα και τον ιδιωτικό τομέα, στα γραφεία, που η μία πάει να βγάλει το μάτι της αλληνής. Εμείς δεν είμαστε έτσι, φίλε. Εμείς ήμαστε πιο ενωμένες, πιο αγαπημένες. Μπορεί να βριζόμαστε, μπορεί να κάναμε αυτά, ξέρω γω, στην πιάτσα πάνω ή να τσακωνόμαστε για τους πελάτες ή και για γκόμενους ακόμα, αλλά μέχρι εκεί. Η μία πόναγε την άλλη, αυτό είναι γεγονός. Έχω να το λέω. Και εκεί αισθάνομαι υπερηφάνεια.
Σε ποια σημεία της Συγγρού είχε πιάτσες τότε; Δηλαδή, αν πάει κάποιος στη Συγγρού, πού είναι;
Από πάνω μέχρι κάτω, μέχρι το τέρμα, μέχρι το Ωνάσειο και κάτω απ’ το Ωνάσειο ακόμα, και στην παραλιακή κάτω είχε. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα, απ’ ό,τι έχω ακούσει, που μου λένε διάφορες, δεν υπάρχει τίποτα πια.
Πρέπει να έχει λίγες, κάπου, αραιά.
Κάπου πρέπει να έχει λίγες και απ’ ό,τι έχω ακούσει, κάπου ψηλά πάνω, προς τα ψηλά, εκεί που είναι οι «Κούκλες», κάπου στο θέατρο, που είναι το μπαρ οι «Κούκλες». Κάπου εκεί νομίζω. Νομίζω ότι βγαίνουνε μερικές. Αλλά για κάτω χαμηλά που βγαίναμε εμείς, όχι.
Οι «Κούκλες» πότε άνοιξαν;
Είναι πολλά χρόνια.
Και τότε που δουλεύατε ήταν ανοιχτά ή άνοιξαν–
Ναι, ναι, ήταν, ήταν. Εγώ που δούλευα, ναι, ήταν ανοιχτά. Πριν τις «Κούκλες», ήταν ένα άλλο. Το "Strass", πριν τις «Κούκλες», κοντά στις «Κούκλες» εκεί, ένα μπαράκι. Εκεί ήταν ένα ωραίο μαγαζάκι αυτό, πολύ ωραίο.
Οπότε πηγαίνατε, ας πούμε, για ένα ποτό, πριν βγείτε για δουλειά;
Ναι, ναι, ναι. Πηγαίναμε και αυτά. Στο "Strass" πήγαινα συχνά εγώ. Στις «Κούκλες» δεν πολυπήγαινα, λίγες φορές, πολύ λίγες. Στο "Strass" πήγαινα. Το "Strass" μ’ άρεσε. Το είχε μια φίλη μας, μια τραβεστί.
Τώρα υπάρχουν τρανς μπαρ εδώ;
Δεν ξέρω, μόνο οι «Κούκλες» είναι, απ’ ό,τι ξέρω. Δεν υπάρχει κάτι άλλο. Την εποχή εκείνη είχε πάρα πολλά. Την εποχή εκείνη χαμός. Και ταβερνάκια, και ουζερί, και παντού τραβεστί, πουτάνες, φαντάροι, τσόλια, ανακατεμένος ο ερχόμενος. Γύρω-γύρω απ’ την Ομόνοια, όλα τα στενά ήταν γεμάτα από μπαράκια και ταβερνάκια της εποχής εκείνης και ουζερί, που τα είχαν κάτι μάγκες και κάτι αυτά. Εκεί μέσα σύχναζαν όλο τραβεστί, πούστηδες, τεκνά, φαντάροι, πουτάνες, ο χαμός του χαμού. Ωραία χρόνια. Πέρναγες απ’ την Ομόνοια και άνοιγε η ψυχή σου. Όλη νύχτα, στα στενά μέσα. Από δω από κει, μα τι ωραία χρόνια, ρε φίλε! Τι ωραία!
Και άλλη καύλα.
Ναι! Τα χρόνια της καύλας, αυτά είναι τα χρόνια της καύλας.
Το πιστεύω.
Ναι, περάσαμε πολύ καλά. Όσο γι’ αυτό, δηλαδή αυτό που [01:30:00]διάλεξα να κάνω τελοσπάντων, και το γούσταρα εκεί, ήμουνα τυχερή που έζησα την καλή εποχή των τραβεστί. Ήταν πραγματικά η καλή εποχή τότε. Ήμαστε κάτι το πρωτόγνωρο τότε, πρωτοσταριλίκι, αυτό που το γούσταρε πολύ ο κόσμος, πάρα πολύ το γούσταρε. Μας γουστάρανε! Το θεωρούσαν και τιμή τους, πολλά τεκνά, πολλά τεκνά, να κυκλοφορούν με τραβεστί. Ναι, βέβαια, είχαμε και τέτοια. Είχα περιστατικά και δικά μου και σε μένα, που το θεωρούσαν τιμή τους και καμάρι τους να με κυκλοφοράνε σε μαγαζιά στο Περιστέρι, βέβαια. Τεκνά, νεαροί τώρα, εικοσιπεντάρηδες και αυτά, έτσι; Το είχανε τιμή τους και καμάρι τους, να έχουν την τραβεστί δίπλα τους, βέβαια. Για να βλέπουν οι φίλοι τους και ο κόσμος. Ήμασταν πολύ της μόδας τότε, πάρα πολύ.
'80-'90 ε;
Ναι, μέχρι '95; Μέχρι 2000; Μέχρι εκεί; Δεν μπορώ να το προσδιορίσω, κάπου εκεί μέσα πάντως. Αυτή η εικοσαετία κοντά πιστεύω. Ξεκινήσανε από το '73-'74; Δεν θυμάμαι πότε ξεκίνησαν οι τρανς, απ’ ό,τι μου έχουν πει οι παλιές, που μου τα έχουν πει, δηλαδή, ξεκίνησαν γύρω στα 6-7 χρόνια πριν από εμένα, κάπου εκεί. Τελοσπάντων, εντάξει, καλά περάσαμε.
Θα ’θελα να ρωτήσω, πώς έγινε η επανασύνδεση με τη μαμά; Πώς ήταν η πρώτη συζήτηση; Ήταν τα 2-3 χρόνια που είχες βγάλει βυζιά;
Ναι, ναι, ναι, τότε, τότε. Μία ξαδέρφη μου μας έφερε, την οποία αγαπώ πάρα πολύ, τη λατρεύω, γιατί τη μεγάλωσα κι εγώ, έχουμε 15 χρόνια διαφορά. Πρώτα ξαδέρφια είμαστε, οι μανάδες μας αδερφές. Τα σπίτια μας είναι πάρα πολύ κοντά, τα πατρικά. Η οποία σήμερα –θα κάνω μια παρένθεση– είναι ανύπαντρη αυτή, είναι 51 χρονών και είναι έγκυος σε πληροφορώ. Γεννάει τον άλλο μήνα, 28, και είμαι πολύ ευτυχισμένη εγώ και βγάζει έναν κούκλο, ένα αγοράκι, κατάλαβες; Ένα πανέμορφο. Και μου λέει: «Το παιδί αυτό είναι για όλους μας!». Αυτή η κοπέλα, αυτή η ψυχούλα, πρώτη μου ξαδέρφη, αδερφή μου, πρώτη μου ξαδέρφη, λατρεμένη. Και να το παιδί που δεν γέννησα. Έρχεται τον άλλο μήνα. Κάνω το σταυρό μου. Δόξα σοι ο Θεός. Αν και δεν είμαι πολύ της θρησκείας, πιστή πολύ, λέω: «Δόξα τω Θεώ», γιατί πιστεύω ότι μπορεί και να το στέλνει ο Θεός αυτό το πράγμα. Μάλλον, δεν ξέρω, τι να πω, δεν… Κατάλαβες; Όλα καλά, τον άλλο μήνα γεννάει. Και μου λέει: «Το παιδί αυτό είναι για όλους μας». Είναι και για μένα. Και αισθάνομαι μία ευτυχία, αυτή τη στιγμή, γιατί είμαστε μαζί… Και μάλιστα θυμάμαι όταν γεννήθηκε, ήμουν 15 χρονών εγώ, τη φέρανε στο σπίτι, γεννητούρι και έπρεπε να της αλλάξουν το αίμα, γιατί δεν ξέρω κάτι είχε, δεν ξέρω τι είχε τότε σαν γεννητούρι που ήταν και της αλλάξανε το αίμα όλο. Και της είχανε βάλει το αίμα από εδώ πέρα, κάποιον ορό δεν ξέρω εγώ, τι ακριβώς. Στο κεφαλάκι της, εδώ στο κούτελο, εδώ πέρα και είχε μια ψιλοπληγίτσα, κάτι σαν, ξέρεις. Και όταν το φέρανε στο σπίτι, που το είδα για πρώτη φορά το μωρό, που το φέρανε στο σπίτι, το μάτι μου έπεσε στην πληγίτσα και βάζω τα κλάματα, 15 χρονών. Και να φωνάζω: «Αχ το μωρό, το μωρό μας, θα πεθάνει. Φοβάμαι μην πεθάνει, φοβάμαι να μην πεθάνει». Και της το λέω ακόμη και σήμερα και μ’ αγκαλιάζει και με αυτώνει αυτή, κατάλαβες; Αδυναμία της έχω, μεγάλη, μεγάλη αδυναμία. Είναι η κόρη που δεν είχα, προφανώς, κάπως έτσι είναι. Και ο εγγονός έρχεται.
Θα ’θελα να κλείσουμε μ’ αυτό, γιατί είναι τόσο όμορφο.
Ναι, ο εγγονός που έρχεται και τον περιμένω πώς και πώς. Τον άλλον μήνα έρχεται. Και μάλιστα χθες ήμουν εκεί και έβαζα το χέρι μου στην κοιλιά και κλωτσάει, ξέρεις, κάνει τέτοια πράγματα: «Αλήτη μου -του λέω-, αλήτη μου». Ναι, ναι, ένας χαριτωμένος. Και τον βλέπουμε και στις φωτογραφίες, ξέρεις, βγάζει ο γιατρός, με τα monitor και τις ιστορίες και αυτά. Ναι, τα υπερηχογραφήματα. Ένας κούκλος, ένας κούκλος είναι, δόξα σοι ο Θεός, μια χαρά. Αυτά.
Έλενα, σ’ ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Ναι ’σαι καλά.
Ήταν φοβερή συνέντευξη.
Να ’σαι καλά.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Έλενα, τρανς γυναίκα και πρώην ντάνα, μιλά για τη γεμάτη περιστατικά, δόξα και λεφτά ζωή της στις πιάτσες της Συγγρού. Έπειτα, αποκαλύπτει και πιο ενδόμυχες πτυχές της, όπως μία ιδιαίτερη περίοδο detransition που επέλεξε και τη σχέση αγάπη-μίσους που έχει με τις ταυτότητές της, πιστεύοντας πως η αυθεντική έκφρασή της της στέρησε το όνειρο της οικογένειας.
Αφηγητές/τριες
Έλενα Ραζή
Ερευνητές/τριες
Δημήτρης Τζεβελέκος
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/08/2022
Διάρκεια
95'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Έλενα, τρανς γυναίκα και πρώην ντάνα, μιλά για τη γεμάτη περιστατικά, δόξα και λεφτά ζωή της στις πιάτσες της Συγγρού. Έπειτα, αποκαλύπτει και πιο ενδόμυχες πτυχές της, όπως μία ιδιαίτερη περίοδο detransition που επέλεξε και τη σχέση αγάπη-μίσους που έχει με τις ταυτότητές της, πιστεύοντας πως η αυθεντική έκφρασή της της στέρησε το όνειρο της οικογένειας.
Αφηγητές/τριες
Έλενα Ραζή
Ερευνητές/τριες
Δημήτρης Τζεβελέκος
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/08/2022
Διάρκεια
95'