Mια ζωή με συνταγές, μοναξιά και φουρτούνες: Ένας μάγειρας στα καράβια αφηγείται
Ενότητα 1
Παιδικά χρόνια στο χωριό και εργασία σε εστιατόρια της Αθήνας
00:00:00 - 00:09:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα μας πείτε το όνομά σας; Δεληγιάννης Μιχάλης. Είναι Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022, είμαι με τον κύριο Μιχάλη Δεληγιάννη. Βρισκόμαστε στον …ποιο χρονικό διάστημα να είμαι μεν σε δυσμένεια στη Διοίκηση του σωματείου, αλλά οι ανάγκες το κάνανε να μου πλέκουν εγκώμια. Τέλος πάντων.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 2
Η εργασία ως μάγειρας στα καράβια και η ζωή στο πλοίο
00:09:59 - 00:26:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, τώρα η ζωή μου μέσα στα καράβια. Όπου πήγαινα γινόμουνα αγαπητός από όλους, όπου πήγαινα, σε όποιο καράβι πήγα. Έπιασα αρχιμάγειρα…πτά. Πιο εύκολα γιατί δε δίσταζες να πας στο λογιστήριο και να πεις ότι: «Ξέρετε τίποτα; Έχω ανάγκη, δώστε μου 5.000». Υπέγραφε ο λογιστής.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Tags
Φωτογραφίες και τεκμήρια
Ενότητα 3
Μάγειρας στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός»
00:26:59 - 00:34:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μου είπατε πριν ότι πήγατε στρατιώτης και μετά από αυτό, μπήκατε στο Ναυτικό. Όχι. Γύρισα από στρατιώτης, έπιασα δουλειά στην Αθήνα. Έκανα…αν της είπα ότι φεύγω μου λέει: «Είσαι ο μόνος άνθρωπος προς το παρόν, δεν ξέρω για αργότερα, που με συγκίνησε που μου λέει ότι θα φύγεις».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 4
Επιστροφή στα καράβια, φαγητά, μοναξιά και σύνταξη
00:34:14 - 00:49:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Φύγατε από τον «Ευαγγελισμό» μετά από 5 χρόνια για να πάτε στα καράβια; Ναι, ναι. Με ειδοποίησαν για κάτω. Πήγα και μόλις πήγα, δούλευε το…τες, και απ' τα δύο μέρη, και από τους ναυτεργάτες, και από τους εφοπλιστές. Ευχαριστώ, τίποτα άλλο δεν έχω να πω. Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Δεληγιάννης Μιχάλης.
Είναι Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022, είμαι με τον κύριο Μιχάλη Δεληγιάννη. Βρισκόμαστε στον Ωρωπό. Ονομάζομαι Γεωργία Ζερβογιάννη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Πείτε μου λίγα πράγματα γενικά για τη ζωή σας. Πού μένετε;
Όταν ήμουν εργένης βέβαια;
Τώρα, τώρα.
Τώρα συνέχεια στον Ωρωπό. Μετά τη σύνταξή μου και λίγο διάστημα νωρίτερα από τη σύνταξή μου –βγήκα το ‘82 στη σύνταξη–, από το ’80, μέχρι τα ‘80 ήμουνα στην Αθήνα και έμενα οικογενειακώς. Μετά το ’82 που οπωσδήποτε μαζεύτηκα στον Ωρωπό φτιάξαμε λίγο το σπίτι, μία επισκευή. Αλλά τα έξοδα ήταν τεράστια. Τα παιδιά στο Πανεπιστήμιο. Ο Δημήτρης και ο Γιώργος. Η Μαίρη πήγε αλλά δεν τελείωσε. Τελείωσε, ΚΑΤΕ ήταν τότε. Γνωρίστηκε με τον άντρα της και παντρεύτηκε εν πάση περιπτώσει. Άλλαξε η ζωή τελείως. Και από κει ήρθα σαν συνταξιούχος πια. Το ‘82 βγήκα στη σύνταξη και ήρθα μονίμως και εγκαταστάθηκα εδώ. Πήγαινα καλοκαιράκι σε κάνα ξενοδοχείο εδώ, στου Μαγκλάρα την ταβέρνα περισσότερο που ήταν ένας καλός άνθρωπος, εξαιρετικός. Δούλευα κατά διαστήματα, σε κάνα αρραβώνα, καμία βάφτιση, ναι. Παραπέρα δεν είχα τη διάθεση να… Όχι ότι είχα κόπωση βέβαια αλλά δεν ήθελε και η γυναίκα μου πια. Μου λέει: «Έχεις κουραστεί, έξοδα πολλά δεν έχουμε τώρα». Η σύνταξή μου ήταν όχι ευκαταφρόνητη, ήταν αρκετά καλή. Βγήκα…Ο καλύτερος συνταξιούχος εδώ έπαιρνε 37.000-35 και εγώ έπαιρνα 39 σαν αρχιμάγειρας που βγήκα στη σύνταξη. Έκανα την υπηρεσία μου του αρχιμαγείρου για να μην έχω μειονέκτημα στη συνταξιοδότηση, έπαιρνα καλή συνταξούλα και από κει και πέρα περάσαμε τη ζωή μας μέχρι που την έχασα τη γυναίκα μου.
Να ξεκινήσουμε από την αρχή; Πείτε μου πού γεννηθήκατε;
Τόπος γεννήσεων είναι Φαρακλό Λακωνίας, το χωριό του δήμου Βοιών τότε. Δήμος Βοιών. Ήταν ένας πολιτιστικός τίτλος από το βασιλιά το Βοία, το Βοία. Ο Βοίας, ο βασιλεύς ο Βοίας.
Γεννηθήκατε λοιπόν εκεί. Οι γονείς σας έχουν καταγωγή από εκεί;
Ναι, ναι. Ο πατέρας μου ήταν… Η μητέρα μου νοικοκυρά, όπως συνήθως της εποχής εκείνης, ο πατέρας μου είχε μπλέξει με την Κοινότητα, ήταν Γραμματέας της Κοινότητας και ό,τι μπορούσε βοηθούσε. Τέλος πάντων. Οι δυνατότητες οι δικές μου –εγώ σαν πρωτότοκος– δεν ήταν και τόσο δυνατές για να προσφέρω βοήθεια στους γονείς μου. Και αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το πατρικό και να καταφύγω στην Αθήνα να βρω δουλειά.
Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια πριν φύγετε να πάτε στην Αθήνα; Τι θυμάστε από το χωριό;
Κοίταξε να δεις. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν η πάγια τακτική ενός παιδιού από το χωριό. Πόσο ήμουνα στο χωριό; Όταν ήρθα στην Αθήνα να δουλέψω βρήκα ένα εστιατόριο με τη γνωριμία του πατέρα μου. Ήταν και αυτός χωριανός μας που είχε το μαγαζί στην πλατεία Βάθης. Πήγα εκεί πέρα. Αυτός είχε ζήσει κάποια χρόνια στην Αμερική, είχε λίγα λεπτά, άνοιξε μια ταβερνούλα και με προσέλαβε στο μαγαζί. Όχι αρχιμάγειρα βέβαια. Άλλος ήταν ο αρχιμάγειρας, εγώ ήμουν βοηθός του. Αλλά και από εκεί εισέπραξα γνώσεις, από τον άνθρωπο αυτό.
Οπότε από τα παιδικά σας χρόνια ο πατέρας σας ασχολούνταν με την Κοινότητα, η μητέρα σας ήταν νοικοκυρά, είχατε αδέλφια εκεί;
Βέβαια! Καλά τα παιδιά ήταν... Η παιδομανία ήταν πατροπαράδοτη στα χωριά τότε.
Είχατε φίλους εκεί; Πήγατε Σχολείο; Δημοτικό, Γυμνάσιο;
Ναι μέχρι το Ημιγυμνάσιο, δεν υπήρχε δηλαδή άλλο σχολείο πέρα το Ημιγυμνασίου.
Για ποια δεκαετία τώρα μιλάμε;
Μιλάμε για τη δεκαετία ‘38-40. Κατόπιν έγινε ο πόλεμος.[00:05:00]
Θυμάστε πράγματα από τον πόλεμο, από το Δεύτερο Παγκόσμιο;
Βέβαια, καλά τότε οι οργανώσεις, κομματικές οργανώσεις, ΕΠΟΝ και τέτοια.
Είχατε εμπλακεί εσείς;
Οπωσδήποτε. Μα δεν μπορούσες να μείνεις αμέτοχος.
Τι θυμάστε από αυτή την περίοδο;
Κοίταξε να δεις, είναι πράγματα που τα θυμάσαι, μένουν στον εαυτό σου. Δεν έχεις τη διάθεση να τα κοινολογήσεις.
Και φύγατε μετά… Πόσων χρονών φύγατε από το χωριό;
Από το χωριό έφυγα.... Το ‘44 τελείωσε ο πόλεμος, αρχές του ‘45 έφυγα από το χωριό, κατά κάποιο τρόπο σαν διωγμένος.
Γιατί το λέτε αυτό;
Η πολιτική κατάσταση τότε. Παιδιά είχαμε ανακατευτεί σε κάποιες οργανώσεις. Να μην κοινολογούμε την κατάσταση.
Και φεύγετε λοιπόν από το χωριό και πάτε στην Αθήνα.
Ναι, έρχομαι στην Αθήνα.
Πώς είναι οι πρώτες μέρες; Πού εγκατασταθήκατε;
Στο μαγαζί που δούλευα εκεί έμενα το βράδυ. Ήμασταν τρία-τέσσερα παιδιά, τα δυο του ανίψια, αυτού που είχε το εστιατόριο. Ήταν στην πλατεία Κάνιγγος, εκεί στην Κλαυθμώνος. Κλαυθμώνος 9 πρέπει να ήταν. Το "Cecil", έτσι ονομαζόταν τότε. Eντάξει, τα χρόνια δεν ήταν επώδυνα για την ηλικία μου. Κουραστικά χρόνια ήτανε, η μοναξιά επιδρούσε οπωσδήποτε. Αλλά ερχόμενος το τέλος ενός μήνα να πάρω αυτά τα 3 κατοστάρικα, 3,5 για να στείλω… Έπαιρνα 300. Να στείλω τα 290 στους γονείς μου. Τέλος πάντων.
Και πηγαίνετε λοιπόν στο εστιατόριο και ξεκινάτε να εργάζεστε ως;
Στην αρχή ως βοηθός λαντζιέρη, στη λάντζα. Έκανα κάνα εξάρι μήνες, 8 ως λαντζιέρης και ύστερα έπιασα τρίτος μάγειρας. Αυτομάτως αυξήθηκε ο μισθός. Από 3 κατοστάρικα, έπαιρνα 6. Τότε την εποχή εκείνηνα.
Και πόσο καιρό μείνατε εκεί στο εστιατόριο;
Κοίταξε να δεις. Στο εστιατόριο αυτό έμεινα γύρω στους 8-9 μήνες. Από εκεί έφυγα, πήγα σε ένα καλύτερο στο Κολωνάκι στο "Dallis". Ήταν και ζαχαροπλαστείο και εστιατόριο. Βουκουρεστίου και Βαλαωρίτου, τα θυμάμαι αυτά! Έπαιρνα 400 δραχμές τότε μισθό και έμενα και μέσα με την εμπιστοσύνη της κυρίας που το είχε. Κατόπιν δούλεψα εκεί 2 χρόνια. Πήγα στρατιώτης και απολυόμενος από στρατιώτης πήρα το ευεργέτημα να μπορώ να μπαρκάρω να πάω στα καράβια. Είχε και μία ζήτηση το ναυτικό επάγγελμα του μάγειρα. Και το…Πότε ακριβώς; ‘48 δεν θυμάμαι…’49-50 ήτανε; Είχε προβλέψει ο πατέρας μου και μού είχε βγάλει ναυτικό φυλλάδιο. Ναι, είχα βγάλει το ναυτικό φυλλάδιο και κατέβηκα στον Πειραιά. Είχα και δύο μπαρμπάδες που ήτανε σε καράβια μέσα αρκετά χρόνια και περνούσε η γνωριμία τους, όχι το επάγγελμά τους. Και μ' αυτούς, κατά κάποιο τρόπο, με το σωματείο των ναυτομαγείρων, πήγα τρίτος μάγειρας σε ένα βαπόρι. Ο μισθός ήταν πολύ καλύτερος από ό,τι έπαιρνα στη στεριά. Έφτασα να παίρνω τρίτος μάγειρας 2.200 ευρώ. Ευρώ τα λέω, τέλος πάντων. Από κει και πέρα η καριέρα ανέβαινε ανάλογα με τα χρόνια. Εν τω μεταξύ είχα και τη διάθεση και την εμπειρία και την πρόθεση να αναδειχθώ εκεί πέρα. Και έφτασα σε κάποιο χρονικό διάστημα να είμαι μεν σε δυσμένεια στη Διοίκηση του σωματείου, αλλά οι ανάγκες το κάνανε να μου πλέκουν εγκώμια. Τέλος πάντων.
Λοιπόν, τώρα η ζωή μου μέσα στα καράβια. Όπου πήγαινα [00:10:00]γινόμουνα αγαπητός από όλους, όπου πήγαινα, σε όποιο καράβι πήγα. Έπιασα αρχιμάγειρας, έπιασα πρωτοδεύτερος, Α' μάγειρας, έρχομαι προς τα κάτω. Μετά από εκεί ανέβηκα. Από Α' μάγειρας, πρωτοδεύτευρος, αρχιμάγειρας.
Πείτε μου τι θυμάστε... Μπήκατε λοιπόν στα καράβια. Πώς ήταν οι πρώτες μέρες εκεί που δεν ξέρατε τίποτα; Δεν είχατε επαφή ξανά με τα καράβια εσείς;
Δεν είχε σημασία. Σε αγκάλιαζαν οι ίδιοι οι συνάδελφοί σου. Είσαι ένα καλό παιδί, ένας μάγειρας που ξέρει, μαγειρεύει, μαγειρεύει για το πλήρωμα. Κοίταξε να δεις. Γινόμουν αγαπητός κατευθείαν, γινόμουν αγαπητός. Και δυσάρεστος για ορισμένους ανθρώπους που είχαν την κατακραυγή των υπολοίπων. Αν κάποιος έλεγε μια κουβέντα, κάτι. Αλλά είχα και τον τρόπο να συμπεριφέρομαι.
Θυμάστε μία τυπική μέρα μέρα μέσα στο καράβι; Τις πρώτες μέρες που ακόμα ήσασταν πιο κάτω στην ιεραρχία πώς ήταν; Ξυπνούσατε το πρωί;
Ναι ερχόταν το παιδί να μας ξυπνήσει. Μια καμπίνα που μέναμε 3-4 άτομα μέσα. Ερχότανε. Ήτανε 2 να ξυπνήσει γιατί οι άλλοι μπορεί να ήταν απογευματινοί. Ήξερε ποιος ήταν ο Μιχάλης ο Δεληγιάννης, ξύπναγε βάρδια. Σηκωνόμουνα, ντυνόμουνα, πλενόμουνα, πήγαινα στην κουζίνα.
Και ξεκινούσατε και φτιάχνατε...
Ναι, ήξερα το πόστο μου, πού θα ήμουν, σε ποιον μάγειρα θα ήμουν υποδεέστερος. Πήγαινα, έκανα τη δουλειά μου. Με αγαπούσαν όλοι γιατί πιάναν τα χέρια μου, δεν ήμουν άπειρος δηλαδή, να κάνω τον τρίτο μάγειρα ή το ΄Β. Στη θέση που μου παραχωρούσε το βαπόρι. Στο βαπόρι περιπέτειες δεν είχαμε, καμία φουρτούνα. Ως εκ θαύματος δεν με ενοχλούσε η φουρτούνα.
Είχατε ζήσει όμως τέτοιες;
Όχι πολύ καιρό. Αλλά δεν έφτανα να κάνω εμετό, να ζαλιστώ και αυτά. Πιανόμουν από κάπου, γιατί περνούσαμε και… Να περνάς τον Ατλαντικό τώρα με 8 και 9 μποφόρ!
Κάνατε μεγάλα ταξίδια; Κάνατε στην Ελλάδα, κάνατε και έξω;
Ναι, μα έξω, περισσότερο έξω. Νέα Υόρκη, το χειμώνα 6 μήνες Καραϊβική κρουαζιέρες –από Νέα Υόρκη– εβδομαδιαίες. Από τέλη Νοεμβρίου-αρχάς Δεκεμβρίου που άρχιζαν οι χειμωνιάτικες κρουαζιέρες, μέχρι το Μάρτιο. 1 μήνα να πάμε... 20 μέρες να πάμε και 20 μέρες να γυρίσουμε, πες 2 μήνες να πούμε. Δηλαδή 5 μήνες τους τρώγαμε κρουαζιέρες και το δρομολόγιο. Το υπόλοιπο ήτανε Πειραιά, Ιταλία, Νέα Υόρκη. Ο υπόλοιπος χρόνος. Εκεί συναντούσες και φουρτούνες κάνα διήμερο μέσα στον Ατλαντικό, στην καρδιά του Ατλαντικού. Κατόπιν εκεί δεν έπιασα αρχιμάγειρας. Μόνο αρχιμάγειρας βάρδιας έκανα, γιατί ήταν οι γεροντόμαγκες που το ‘χαν αγκαλιάσει το βαπόρι, λες και ήτανε δικό τους. Και καλά κάνανε οι άνθρωποι, δεν μου φερθήκανε κανείς δηλαδή… Με βλέπανε και με αγαπούσαν όλοι. Σκοτωνόντουσαν δηλαδή αν έφευγε απ' τη βάρδια τους κανένας μεγαλύτερος θα ‘πιανα εγώ.
Κατεβαίνατε και στα λιμάνια τότε που πηγαίνατε στη Νέα Υόρκη κτλ.;
Στη Νέα Υόρκη όταν πηγαίναμε ήταν marina port. Δηλαδή ήταν port του λιμανιού.
Δηλαδή;
Έμενες 2-3 μέρες, 4 στο λιμάνι. Ωσότου να βγάλεις τους επιβάτες, να βάλεις άλλους. Προπαντός όταν ήταν το χειμώνα που ξεκινούσαμε κρουαζιέρες στην Καραϊβική, μέναμε 5 μήνες κάτω εκεί στη Νέα Υόρκη. Καλά ήταν. Κατόπιν ερχόμασταν στην Ελλάδα. Να κάτσουμε 2 μήνες. Το γραφείο είχε κλείσει για κρουαζιέρες μηνιαίες. Της Μεσογείου κρουαζιέρες. Δεν ξεκουραζόσουνα. Ύστερα σιγά-σιγά ανέβηκα την βαθμίδα την [00:15:00]ιεραρχική, επαγγελματική. Ανέβηκα. Πάντως σε γενικές γραμμές το επάγγελμα του ναυτεργάτη –όχι μόνο του ναυτομαγείρου, του ναυτεργάτη το επάγγελμα– ήταν ένα επίπονο και μοναχικό επάγγελμα. Δηλαδή ένιωθες τις στερήσεις της οικογένειας, του παιδιού. Έφευγες από το σπίτι σου, τους αγκάλιαζες όλους να τους φιλήσεις, ήτανε καλά. Και σε 2 μέρες αρρώσταινε το παιδί σου από κάτι, να πούμε. Και δεν ήξερες τίποτα εσύ. Ζούσες με την ελπίδα της αποχωρήσεως που έγινε. Γι' αυτό και το είχα ονομάσει σε μια επιστολή που είχα στείλει στο σωματείο, «ένα μοναχικό και ακραίο επάγγελμα». Και το 'χε κρατήσει ο Πρόεδρος το γράμμα μου.
Ποιο σωματείο;
Βέβαια, το είχε κρατήσει και το είχε διαβάσει σε συνέλευση. Αυτό λέει το γράφει συνάδελφος σας, και συνάδελφος που τον ξέρετε.
Σωματείο ναυτεργατών;
Ναι, ναι, σωματείο ναυτεργατών βέβαια, των ναυτομαγείρων.
Συμμετείχατε εσείς σε αυτό το σωματείο;
Κοίταξε, δε με θέλανε κοντά, δε με θέλανε τόσο κοντά γιατί έπαιζε ρόλο και η πολιτική μου. Τέλος πάντων. Αλλά δεν μου φερθήκανε και δυσάρεστα.
Οπότε θυμάστε τα ταξίδια που κάνατε; Θυμάστε να είστε μέσα στον Ατλαντικό τότε, αρχιμάγειρας;
Ναι, βέβαια. Και στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό περνούσαμε με το «Αυστραλίς» με 72 μαγείρους, 72 μαγείρους! Και ήμουν αρχιμάγειρας! Διοικητικά μονάχα ήταν υπερ-κατόρθωμα το να κρατήσεις, και κάτω από συνθήκες τελείως διαφορετικές. Δοκιμάστηκα και ως πρωτοδεύτερος, ξανάρθα στο βαθμό του Α μαγείρου, Προϊστάμενος μιας βάρδιας. Τεράστια η διαφορά του μισθού. Αγογγύστως τα δεχόμουν αυτά. Ερχόταν ο Πρόεδρος μέσα ή ο Γραμματέας και μου λέει: «Μιχάλη, θα κάνεις μια αγγαρεία, έτσι και έτσι». Εντάξει, εγώ τη σιωπή μου. Είχαμε φουρτούνες, αντιμετωπίσαμε πολλές. Μια φορά με το «Φρειδερίκη», το «Βασίλισσα Φρειδερίκη», ήταν ένα υπερωκεάνιο που ήτανε παλιό σαν σκαρί. Είχε φάει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με το κουτάλι που λέμε. Και είχε βομβαρδιστεί και του είχε κοπεί η πρύμνη 20 μέτρα. 20 μέτρα! Το πρόφτασανε, το πήγανε στο ναυπηγείο, το επιδιορθώσανε. Και έκανα εκεί πέρα... Με μια φουρτούνα στη γραμμή Αυστραλίας που σήκωσε τη βάρκα, τη σωσίβια λέμβο τη σήκωσε όπως ήταν με τα κουπόνια. Και την τουμπάρισε. Και προφτάσαμε σε 10 ώρες και μπήκαμε σε λιμάνι. Το κοντράρισε ο Καπετάνιος. Καλά ήταν τότε την εποχή εκείνη… Δεν ξέρω τώρα τι γίνεται αλλά τότε ήταν όλοι τους, όλοι τους ήταν έμπειροι στη θέση που ήτανε. Είχε ο Χανδρής –από τα περισσότερα υπερωκεάνια που είχαμε ήταν του Χανδρή–, είχε τους καλύτερους καπεταναίους, τους καλύτερους και τους περισσότερους να κάθονται στο γραφείο, να εξυπηρετούνε το γραφείο με μία άλφα δουλειά –ίσα-ίσα να παρευρίσκονται– και να τους έχει για οποιαδήποτε στιγμή τους χρειαζόταν. Αλλά έπαιρναν λεφτά.
Τι θυμάστε από εκείνες τις 10 ώρες;10 ώρες δηλαδή προσπαθούσατε να φτάσετε μέσα στο λιμάνι;
Ναι.
Πώς ήταν εκείνες οι ώρες;
Συνήθεια της δουλειάς. Έφευγες, σχόλαγες από τη βάρδιά σου, πήγαινες, έκανες το μπάνιο σου, πήγαινες ξάπλωνες 2-3 ώρες, σηκωνόσουνα για overtime και ύστερα έμπαινες στην κουζίνα να βοηθήσεις μόνο στο σερβίτσιο, όχι να μαγειρέψεις. Το μαγείρεμα της βάρδιας το είχε κάνει η βάρδια που είχε σηκωθεί. Δηλαδή εάν ήτανε σαράντα μάγειροι και ήτανε… Μένανε οι [00:20:00]σαράντα μάγειροι για την κουζίνα, ήτανε είκοσι και είκοσι. Οι είκοσι μαγείροι που ήτανε η μία βάρδια ήτανε Α΄ μαγείροι, ένας αρχιμάγειρας βάρδιας, πέντε Β΄ μαγείροι, έξι τρίτοι, ξέρω γω, πέντε λαμπεραίοι. Δηλαδή καλύπτανε... Τα είκοσι άτομα αυτά, τα κάλυπτε ένας αριθμός μαγείρων, που καλύπτανε τους είκοσι μαγείρους που χρειαζότανε η βάρδια.
Οπότε κάνατε αυτά τα ταξίδια στο εξωτερικό; Κάνατε και στην Ελλάδα;
Βέβαια, κρουαζιέρες στο Βόρειο Πόλο, Φινλανδία, Φινλανδία.
Πώς ήταν να πηγαίνετε τόσο μακριά;
Τι να έκανες; Δεν μπορούσες να μην πας. Ναυλωνότανε το βαπόρι από μια εταιρεία, ένα τουριστικό γραφείο και η εταιρεία έστελνε... Το «Ακρόπολις» ξέρω γω. Το «Ακρόπολις» ήταν ένα βαπόρι και σύγχρονο και ήταν το πιο αγαπητό για την εταιρεία, ας πούμε, που ήξερε να εξυπηρετεί τους πελάτες. Φέυγαμε και πηγαίναμε να κάνουμε 3 κρουαζιέρες δεκαπενθήμερες. Αμέσως-αμέσως ενάμισης μήνας. Και ένας μήνας η διαδρομή, από εδώ και από εκεί κάναμε 2-3 μήνες. Και ένιωθες και ξεκούραστος. Αλλά το σπίτι σου ήταν η στέρηση. Τι να 'κανες;
Μοναχικό επάγγελμα λέτε;
Μα για αυτό και το είχα ονομάσει έτσι.
Την έχετε αυτή την επιστολή;
Όχι δεν…
Μοναχικό επάγγελμα λοιπόν;
Του ναυτεργάτη γενικά, από Πλοίαρχο μέχρι τον τελευταίο μούτσο, μέχρι τον τελευταίο μούτσο. Ήτανε μοναχικό επάγγελμα. Είχαν το δικαίωμα ο αρχιμάγειρας, ο Καπετάνιος, ο Ίππαρχος, ο πρώτος μηχανικός ξέρω γω, ο πρωτοδεύτερος της μηχανής, να πάρουν τις γυναίκες τους μέσα. Σωζότανε η κατάσταση; Όταν αφήνεις πίσω σου δυο-τρία παιδιά; Τη γυναίκα μου την είχα πάρει μια φορά, δεν μπορούσε να αντέξει τη μοναξιά. Την ένιωθε μοναξιά. Φουρτούνες φάγαμε πολλές. Να πας να ξαπλώσεις και να βάζεις μαξιλάρια στο κρεβάτι σου, να φρακάρεις από τη μία πλευρά και από την άλλη, από το μπουλμπέ και από την πλευρά… Άμα γείρεις θα πέσεις κάτω. Τελος πάντων. Και φουρτούνες. Περάσαμε φουρτούνα τριήμερη απ' τη γραμμή Αυστραλίας και δε βάλαμε κατσαρόλα να μαγειρέψουμε. Σε ατμοκάζανο βράζαμε αβγά συνέχεια και κόβαμε τυρί. Καλάθια –σιδερένια βέβαια, καλάθια– με αβγά βραστά και κομμάτι τυρί και να πηγαίνεις στις καμπίνες, οι καμαρώτοι δηλαδή, που το παίρνανε.
Ποιοι;
Οι καμαρώτοι που ήτανε αυτοί που σερβίρανε. Γιατί έχει κλάδους ο κλάδος της εστίασης. Έχει τους μαγείρους, τους καμαρώτους, res 5.
Τι σημαίνει αυτό;
Res 5 ήταν που σερβίρανε σαλάτες, τυριά, αυτά. Η κουζίνα είχε το κυρίως πιάτο, το φαγητό, οι καμαρώτοι ήτανε που τα σερβίρανε στην τραπεζαρία και στις καμπίνες που εξυπηρετούσαν τους επιβάτες. Ήταν το λογιστήριο στα μεγάλα υπερωκεάνια, τα 2-3 «Ελληνίς», «Αμερικανίς», «Αυστραλίς», «Βικτώρια». Ποιο άλλο; Ήτανε… Οι λογιστές ήταν από πέντε και πάνω. Το «Αυστραλίς» είχε δεκαοχτώ λογιστές στο λογιστήριο. Κατόπιν είναι η κουβέρτα, που είχε από Καπετάνιο, είχε εφτά-οχτώ καπεταναίους, πρώτο-δεύτερο, δύο Ιππάρχους και τους άλλους. Ήταν Ανθυποπλοίαρχοι και αυτά να πούμε. Ναύτες. Είχε 1δεκαπέντε-δεκαοχτώ ναύτες. Κατόπιν είχε καμαρώτους. Οι καμαρώτοι περνάγανε τους διακόσιους. Το «Αυστραλίς» είχε 606 πλήρωμα. Πλήρωμα! Άνθρωποι που εργαζόντουσαν στο βαπόρι. [00:25:00]600 άτομα. Έπαιρνε μέχρι 2.600 επιβάτες.
Εσείς δουλεύατε κυρίως σε μεγάλα τέτοια υπερωκεάνια;
Όχι για πολύ καιρό. Έκανα 3-4 χρόνια.
Τα περισσότερά σας χρόνια πού δουλεύατε;
Σε μικρότερα βαπόρια. Κρουαζιερόπλοια και τέτοια. Δηλαδή πώς να σου πω; Για να μείνω ξέμπαρκος στο λιμάνι του Πειραιά, πώς να σου πω, δεν έμεινα κατ΄ ανάγκη, γιατί δεν με θέλανε είτε για…
Όταν ήσασταν λοιπόν μέσα στο καράβι πώς μπορούσατε να επικοινωνείτε με τη σύζυγο και την οικογένειά σας;
Δύσκολο, δύσκολο. Καμιά φορά στο τηλέφωνο –αν συνέβαινε κάτι– έπαιρνες. Δε σε δίνανε κιόλας, νομίζεις ότι… Ένιωθες την απομόνωση, την ένιωθες.
Στέλνατε γράμματα;
Και γράμματα και έξω που φτάναμε, γιατί οπωσδήποτε κάθε μέρα βρισκόσουν σε λιμάνι. Μα 2 ώρες, μα 5, μα 1 ώρα, μα 6, βρισκόσουν, οπότε μπορούσες να πεταχτείς να κάνεις ένα τηλέφωνο στο σπίτι σου. Δε θα πήγαινες σήμερα, θα πήγαινες αύριο, μεθαύριο. Και πάντα κυνηγούσαμε ξέρω γω να βγούμε, να τηλεφωνήσουμε σε λιμάνια που είχε ευχέρεια να πάρεις τηλέφωνο. Κουραστικό επάγγελμα ήταν αλλά δε μπορούσες να κάνεις διαφορετικά. Ήταν πιο εύκολα τα λεπτά. Πιο εύκολα γιατί δε δίσταζες να πας στο λογιστήριο και να πεις ότι: «Ξέρετε τίποτα; Έχω ανάγκη, δώστε μου 5.000». Υπέγραφε ο λογιστής.
Μου είπατε πριν ότι πήγατε στρατιώτης και μετά από αυτό, μπήκατε στο Ναυτικό.
Όχι. Γύρισα από στρατιώτης, έπιασα δουλειά στην Αθήνα. Έκανα αρκετά χρόνια.
Τι κάνατε αυτά τα χρόνια;
Στα εστιατόρια. Στο ναυτικό πήγα… Είχε γεννηθεί ο Γιώργος. Εκεί συνάντησα τις πρώτες οικονομικές δυσκολίες. Πήγα στον «Ευαγγελισμό».
Δουλεύτε δηλαδή στον «Ευαγγελισμό»;
Ναι σαν μάγειρας. Στα μαγειρία. Έκανα τεσσεράμισι χρόνια στον «Ευαγγελισμό».
Θυμάστε πότε;
Το ‘55 έφυγα από τον «Ευαγγελισμό». Το ’55, αρχές του ’55. Τότε με ειδοποίησαν από το σωματείο των ναυτομαγείρων.
Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια στον «Ευαγγελισμό»;
Καλά ήτανε. Λίγα τα λεφτά, οικονομική δυσχέρεια αυτό ήτανε. Και ήτανε δύσκολο να βρεις δουλειά και έξω, έπρεπε να πας βραδινή δουλειά. Ήτανε, στον «Ευαγγελισμό» ήτανε μία βδομάδα πρωινός και μία βδομάδα απογευματινός, οπότε δεν μπορούσες να… Και κατά την εκμετάλλευση του αρχιμαγείρου, ένας Βίδας ήταν, καλή του ώρα, καλός άνθρωπος, εξαιρετικός άνθρωπος αλλά κι αυτός κοιτούσε τις ανάγκες του. Δηλαδή όταν πήγα και έπιασα δουλειά στον «Ευαγγελισμό», καμία εβδομάδα, δεν ένιωθα δηλαδή τόση συμπόνια, τόση αγάπη. Και πήγα από ένα άνθρωπο που δεν περίμενα ποτέ ότι θα μιλούσε για μένα. Και στη βδομάδα απάνω είδα τη διαφορά, τη στροφή που έκανε ο αρχιμάγειρας, ένας Βίδας Μιχάλης. Αν ζει καλή του ώρα! Πιο καλός αυτός από τον άνθρωπο που είχε ενδιαφερθεί, που γνώριζε ένα μπάρμπα μου. Δεν ξέρω πώς του είχε φερθεί αυτός, τέλος πάντων. Κοίταξε να δεις. Όπου πήγαινα, όπου πήγαινα δεν διέθετα παχιά λόγια. Έδειχνα σε λίγο διάστημα τι μπορώ να κάνω, μέχρι πού μπορώ να φτάσω με τις γνώσεις μου και όχι να τις δείξω σαν φιγούρα. Και από εκεί αποσπούσα την εκτίμηση. Και εγώ όλα αυτά τα πρόσφερα γιατί ήμουνα πατέρας, είχα παιδάκι.
Πώς ήταν η επικοινωνία σας με τους άλλους μάγειρες;[00:30:00]
Συναδέλφους; Αρκετά καλή. Αρκετά καλή. Είχα μέσα μου το σκουλήκι της κοινωνικοποίησης.
Θυμάστε ιστορίες που είχατε ζήσει μαζί;
Κοίταξε να δεις. Όπου μπορούσα να προσφέρω τη βοήθειά μου την πρόσφερα. Όταν… Τώρα αυτά είναι…Μία άλλη κοπέλα, Ποζιάδου λεγότανε. Ήταν Προϊσταμένη στο διαιτολογικό τμήμα. Δεν ξέρω πώς η κοπέλα αυτή έτυχα της εκτίμησής της, είχε γνωρίσει όμως τη γυναίκα μου και τον πιτσιρικά. Και ήτανε ένας μάγειρας, δεν ξέρω γιατί είχανε παρεξηγηθεί, ούτε με ενδιέφερε να μάθω. Και με φωνάξανε στη Διευθύνουσα. Ξέρεις, στα μεγάλα νοσοκομεία η Διευθύνουσα είναι πάνω από το Διευθυντή. Γενική Διευθύνουσα. Να δεις πώς λεγότανε; Τέλος πάντων. Ολιγόλογη, σοβαρή, ένα τουπέ που... Όχι τη σεβόσουνα, τη φοβόσουνα. Με φωνάζουν, έρχεται μια νοσοκόμα που την είχε στο γραφείο της. Λέει: «Ποιος είναι ο Δεληγιάννης;». Λέω εγώ: «Τι συμβαίνει;». Λέει: «Σε θέλει, σε ζητάει η Διευθύνουσα». Κόπηκα εγώ. Η Διευθύνουσα; Είχα κανένα τριάρι χρόνια στον «Ευαγγελισμό», δεν έχω κάνει τίποτα. Έψαχνα το παρελθόν. Λέω δεν έχω κάνει τίποτα που να είναι επιλήψιμο. Πάω κάτω, περίμενα απέξω λίγο. Βγαίνει μια άλλη κοπέλα, λέει: «Είναι κανένας εδώ που να λέγεται Δεληγιάννης;». Λέω εγώ. Λέει: «Έλα μέσα, σε θέλει η Διευθύνουσα». Πάω μέσα με όλο το σεβασμό. Λέω: «Αδελφή Διευθύνουσα, Δεληγιάννης». Λέει: «Κάθισε». Εγώ πού να καθίσω; Καθόμουν στα καρφιά. «Έλα εδώ -μου λέει-, δεν τρέχει τίποτα». Μου λέει: «Άκουσε, σε ετοιμάζω για μία θέση. Το Διαιτολογικό -μου λέει- έχει μείνει χωρίς μάγειρα». «Δεν ξέρω, εγώ δεν σας ρώτησα τίποτα». «Θα τον αντικαταστήσεις». Λέω: «Θα τα καταφέρω;». «Ξέρω 'γω αν θα τα καταφέρεις ή όχι;». Εκεί στο Διαιτολογικό μαγείρευες με τα γραμμάρια και το νερό που έβαζες στα… Δηλαδή απόλυτη διαιτολογία, απόλυτη. Το έβανες απάνω στα μάτια, και έριχνες εδώ 15 δράμια, εκεί 20. Τέλος πάντων. Ήταν το διαιτολόγιο πραγματικό να πούμε. Ναι.
Το Διαιτολόγιο αυτό ήταν μέσα στον «Ευαγγελισμό»;
Μέσα στον «Ευαγγελισμό», ήταν ένα τμήμα στην κουζίνα. Άλλαζε μία κουζίνα σαν αυτή εδώ, πώς είναι η βεράντα και είχε καμιά σαρανταριά τόσα σκεύη που τα βανες εκεί πάνω και έλεγες, ήξερες για ποιον είναι το καθένα, για ποιο κρεβάτι, για ποιο θάλαμο. Και έπρεπε να φτιάξω. Σε 2-3 μέρες ήμουνα εξπέρ. Ήρθε κάνα δυο φορές η Διευθύνουσα. Πέταγε, πέταγε. «Ξέρω τι κάνω», μου λέει και με χτύπησε στην πλάτη. Όταν της είπα ότι φεύγω μου λέει: «Είσαι ο μόνος άνθρωπος προς το παρόν, δεν ξέρω για αργότερα, που με συγκίνησε που μου λέει ότι θα φύγεις».
Φύγατε από τον «Ευαγγελισμό» μετά από 5 χρόνια για να πάτε στα καράβια;
Ναι, ναι. Με ειδοποίησαν για κάτω. Πήγα και μόλις πήγα, δούλευε το καράβι αυτό. Πηγαίναμε στα νησιά Πάρο, Νάξο. Έδεσε για επισκευή. Κάθισα για κάνα δύο μήνες και ύστερα ξεκινήσαμε. Εντάξει από κει και πέρα πήγα καλά.
2 μήνες λοιπόν περιμένατε να επιδιορθωθεί;
Ναι να κάνει τις επισκευές του το βαπόρι και από εκεί αν σε πάρει. Αλλά μας πήραν, εντάξει.
Κάνατε εκπαίδευση συγκεκριμένα για το πλοίο;
Όχι, όχι. Τίποτα. Κοίταξε. Το επάγγελμα του μαγείρου στα [00:35:00]βαπόρια ήτανε πάγιο. Πέτυχες, πέτυχες. Δεν πέτυχες, δεν πέτυχες. Σου δίνανε τα παπούτσια στο χέρι και τελείωσε η υπόθεση. Πράγμα που δεν το υπέστην ποτέ.
Πώς ήταν λοιπόν όταν πήγατε και δεν είχατε ιδέα απ' τα καράβια;
Μόνο καμιά φορά που ταξίδευα να 'ρθω στον Πειραιά για κάποια δουλειά, μόνος μου στον Ωρωπό εδώ. Όχι όχι, με την Αθήνα δεν είχα δουλειά. Όταν ήρθα, ήρθα για να βρω δουλειά στην Αθήνα, ντάξει.
Οι πρώτες μέρες στο πλοίο κύλησαν ομαλά, κύλησαν εύκολα;
Κοίταξε να δεις, ωσότου να προσαρμοστείς στο πλήρωμα, να σε μάθει το πλήρωμα, να δούνε τη γεύση του φαγητού, πώς μαγειρεύεις και αυτά, έχεις ένα άγχος. Αλλά κάπου στηρίζεσαι και στα όσα ξέρεις. Και βλέπεις και από τη συμπεριφορά. Πρώτη, δεύτερη, τρίτη μέρα, πέμπτη... Σε μία εβδομάδα μέσα. Ήτανε και βαπόρια που κάθε 2 μέρες ήτανε στο σπίτι του ο άλλος, δεν τον ενδιέφερε και τόσο το φαγητό. Οπότε πήγα καλά. Κατόπιν πέρασε μια περίοδος 1-2 μήνες υπό αυτές τις συνθήκες, κατόπιν πήγα σε ένα κρουαζιερόπλοιο που ήταν πολύ καλύτερα, έκανες τη βάρδια σου. Και λίγο πιο κουραστικό αλλά καλό.
Γιατί ήταν πιο κουραστικό;
Είχες περισσότερα να προσφέρεις. Σου ζητούσαν περισσότερα να προσφέρεις, πράγματα τα οποία εγώ δεν τα υστερούμουν δηλαδή. Ήταν εις γνώσιν μου όλα, και τα ορεκτικά που θα φτιάχναμε και τα πιάτα που θα σερβίραμε, πρώτο, δεύτερο, τρίτο. Πώς να σου πω; Ήμουνα γνώστης της καταστάσεως, τι θα συναντούσα. Πήγα σαν να ήμουνα, να είχα δουλέψει σ' αυτά. Και από συζητήσεις που κάναμε με συναδέλφους δεν απείχα. Ήταν καλά, 'ντάξει.
Θυμάστε πιάτα συγκεκριμένα που κάνατε στο καράβι; Θυμάστε συνταγές;
Όχι αυτά τα πράγματα δεν...
Ποιο ήταν το πιάτο που κάνατε πιο πολύ; Πιο συχνά;
Κοίταξε να δεις, πάντα προείχε το ψητό κρέας. Όχι το ψητό της σχάρας, το ψητό του φούρνου. Από κει και πέρα οι γαρνιτούρες που έφτιαχνες, τα χορταρικά, πώς τα έφτιαχνες, πώς εσύ έπρεπε να του αποδόσεις μια γεύση ή μια οσμή που να είναι διαφορετικό. Να είναι και εύπεπτο αλλά να είναι και… Να έχει μια οσμή που να φαίνεται στο φαγητό. Αυτά. Από κει και πέρα, τα πάντα διαιωνίζονται ανάλογα με το μυαλό που διαθέτεις.
Εσείς τις συνταγές που κάνατε πού τις είχατε μάθει;
Στις αρχές; Περισσότερο στα εστιατόρια. Γιατί στα εστιατόρια κοίταξε να σου πω. Χωρίς να παίζουμε με λόγια, έφτιαχνες 5 κατσαρόλες φαγητό. Γιατί έλεγε... Πήγαινε το γκαρσόνι, ερχόταν και του είχες παραγγείλει εσύ μουσακά ξέρω γω, ή του ‘χες παραγγείλει σπανάκι με μοσχαράκι, ή του ‘χες παραγγείλει ένα άλλο, μπριάμ, κάτι άλλο. Δηλαδή όλα αυτά τα πράγματα εσύ τα επεξεργαζόσουν ύστερα μέσα εκεί που πήγες, που ήταν 2 πιάτα μόνο. Όλα αυτά τα πράγματα τα χόρευες μες στο μυαλό σου και από εκεί έβγαζες ένα συμπέρασμα. Ποιο φαινόταν πιο καλύτερο; Αυτό ή αυτό; Άλλοι δεν είχανε την νοοτροπία να σκεφτούνε. Και ζούσανε κοντά σου και βλέπανε τι έκανες. Δεν κρυβόσουνα, να το θεωρείς ότι είναι δικό σου πιάτο. Και κάπου έπαιρνες και μια εικόνα διάδοσης. Έχω κάνει με το Μιχάλη, με το Μαστρομιχάλη εκεί πέρα. Ναι, αυτά.
[00:40:00]Ποιο είναι το πιο αγαπημένο σας πιάτο που σας άρεσε να κάνετε περισσότερο;
Καλά, αυτό δεν ήταν ήταν ένα. Ήτανε πολλά πιάτα που αγαπούσα. Σαν κύριο ελληνικό πιάτο, ήταν η λατρεία μου ο μουσακάς. Μου άρεσε, μου άρεσε να το φτιάχνω και να το σερβίρω το πιάτο αυτό. Και στο πιάτο αυτό γεννούσα, πώς να σου πω; Τεχνικές άλλες. Να βάλω τη μελιτζάνα από κάτω, να βάλω την πατάτα από πάνω να απορροφήσει κάποια υγρά, να φτιάχνω τον κιμά τελείως διαφορετικό. Είχα πολλά. Και το παστίτσιο ωραίο ήτανε. Από κει και πέρα κάναμε ογκρατέν ρολό. Έφτιαχνες τη μαγιά, μακαρόνια με ό,τι ήθελες να ρίξεις μέσα, ή κοτόπουλο ή γαλοπούλα, ή μοσχαράκι, χοιρινό, όλα ψιλοκομμένα και τα ρολάριζες μετά με τα μακαρόνια, σε φύλλο. Και τα έψηνες έτσι. Αφού ήταν μαγειρεμένα όλα δεν χρειαζόσουνα πολύ για να ψηθεί. Κατάλαβες; Έφτιαχνες μια ωραία σάλτσα βελουτέ και το σερβίριζες και χαιρόταν ο άλλος να το φάει. Βγαίνανε από κει, από το μυαλό σου, βγαίνανε πολλά πράγματα.
Δεν υπήρχαν τότε βιβλία μαγειρικής που ακολουθούσατε;
Υπήρχαν πολλά. Υπήρχαν. Ήταν ο Γαΐτης πρώτα από όλα, το καλύτερο βιβλίο. Ήταν ο Κόκκινος. Εκείνα τα βιβλία που δεν ήθελα, δεν έκανα κέφι ήταν τα αγγλικά. Πώς να σου πω; Χόρτο όλο.
Πώς επικοινωνούσατε με τους υπόλοιπους ναυτικούς που δεν ήταν Έλληνες; Μιλούσατε Αγγλικά;
Ξέρεις πόσοι αυτοί είχανε έρθει στο βαπόρι και τους έδωσα μενού; Εγγλέζοι μαγείροι. Τους έδωσα στοίβες τα μενού, απ' τα δικά μου. Δεν τα ‘χα βγάλει εγώ τα μενού αυτά. Πηγαίνανε στο γραφείο και το γραφείο τα τύπωνε και τα έστελνε μέσα. Και έπρεπε εγώ να ξέρω πώς φτιάχνονται αυτά, να πούμε. Ήταν ένα ρώσικο που ήρθε στη… Όχι στη Γουατεμάλα, στη Γουαδελούπη; Μια πολιτεία της… Από τα κράτη εκεί κάτω. Και ήτανε ρώσικο. Και ήρθε και μου ζήτησε μενού. Την έφερε ο λογιστής. Μου λέει: «Μαστρομιχάλη έτσι και έτσι.» Λέω: «Σου είπα εγώ όχι ρε;» Λέει: «Μήπως σου κακοφανεί, μήπως...;»
Του δώσατε τις συνταγές σας; Του δώσατε τα μενού;
Της έδωσα τα μενού. Τσάτρα-πάτρα, Αγγλικά, Ελληνικά, Ρωσικά, ό,τι καταλάβαινε ο ένας τον άλλο.
Πώς ήταν όταν μετά από τόσα χρόνια στα καράβια –σχεδόν 30 χρόνια–, βγήκατε στη σύνταξη;
Κοίταξε να σου πω. Είχα τη διάθεση ακόμα 2-3 χρόνια, γιατί δεν ήμουνα μεγάλος να πω ότι… Αλλά η γυναίκα μου ήτανε, πώς να σου πω... Μοναξιά. Μοναξιά. Ήτανε η μοναξιά. «Εγώ -μου λέει- πότε θα σε δω κι εγώ σαν άντρα μου στο σπίτι μας;». Λέω: «Εντάξει ρε γυναίκα, θα το αποφασίσω». Πέρασε κανά πεντάμηνο, εξάμηνο πήγα κατέθεσα τα χαρτιά. Εν τω μεταξύ, συννενοήθηκα με το σωματείο. «Δώσε μου λίγο», ο Πρόεδρος, «νωρίς δεν βγαίνεις στη σύνταξη;». Λέω: «Τι να κάνω; Δεν έχω ανάγκη τόσο, να πούμε». Η σύνταξη ότι αυτή θα πάρω…Μου είχανε βγάλει εν τω μεταξύ… Είχα ρωτήσει. Βγήκα... Σου είπα με πόσα βγήκα. Δεν υπήρχε άλλος εδώ που να παίρνει τόσα λεφτά σύνταξη. Εν πάση περιπτώσει, βγήκα στη σύνταξη. Κάθε καλοκαίρι ένα μήνα φεύγαμε από δω. Της το 'ταξα. Όλα τα νησιά τα ‘χαμε γυρίσει. Ύστερα αρρώστησα κιόλας, από κει και πέρα [00:45:00]άρχισε ο κατήφορος, δυστυχώς.
Ήταν δύσκολο και για τη γυναίκα σας να είναι χωρίς εσάς τόσα χρόνια.
Ναι, 99% ήτανε παράγοντας αυτός, με ανάγκασε.
Όταν βγήκατε στη σύνταξη και μετά, τι ήταν αυτό που σας έλειπε από τη ζωή του ναυτικού;
Πολλά, πολλά. Μπορώ να σου πω ότι η ρουτίνα του βαποριού. Η ρουτίνα του βαποριού. Μου είχε γίνει συνήθεια. Πήγα 1-2 καλοκαίρια, πήγα και δούλεψα στο Μαγκλάρα. Την παρακάλεσα. Λέω: «Ρε γυναίκα». «Πήγαινε -μου λέει-, αφού θα έρχεσαι το βράδυ στο σπίτι». Αλλά η ρουτίνα του βαποριού, η μοναξιά του βαποριού μου ‘λειψε. Δεν ήμουνα μεγάλος να πω ότι γέρασα και… Αλλά και ο τρόπος που χειριστήκαμε τη σύνταξή μου ήταν ευνοϊκός για τη γυναίκα μου. Κι ήμασταν οι 2 μας.
Πόσων ετών ήσασταν όταν βγήκατε στη σύνταξη; Πότε βγήκατε στη σύνταξη;
Το ’82. Είμαι 97 τώρα, σκέψου.
Στο βαπόρι τι ήταν αυτό που –μετά από χρόνια που σκέφτεστε–, τι ήταν αυτό που σας άρεσε περισσότερο;
Κοίταξε να δεις. Δημιουργείς κάποιους φίλους. Φίλους, βέβαια όχι… Εν πάση περιπτώσει φίλοι καλοί. Είχα, πώς να σου πω… Ήμουνα προσιτός. Σε όλα τα ντεπάρμεντα που πήγαινα… Τώρα, αρχιμάγειρας να σε καλάει ο λογιστής στο σαλόνι απάνω, που απαγορευόταν κανονικά να καθίσω μαζί του, με τη γυναίκα του, με το παιδί του, με το Διονυσάκη, ένα λεβεντόπαιδο, καλό παιδί. Ένιωθες πώς να σου πω... Λίγο αναπτερωμένο τον εγωισμό σου. Ένιωθα ευχαριστημένος, 'ντάξει.
Και αυτό που σας δυσκόλεψε περισσότερο μες στο πλοίο τι ήταν μετά από τόσα χρόνια, που ήταν το πιο δύσκολο πράγμα μέσα στο πλοίο;
Να συνηθίσω τη μοναξιά. Να συνηθίσω τη μοναξιά. Ξέρεις τι είναι να σχολάς από την κουζίνα, να τελειώνεις δηλαδή, να κάνεις έναν έλεγχο τα πράγματά σου, τα ψυγεία να κλείσεις και αυτά –γιατί δεν εμπιστευόμουνα, ήξερα τι κρύβεται πίσω μου– και να πας στην καμπίνα σου να κλειστείς και να βλέπεις ένα χαρτόνι με 4-5 φωτογραφίες που είχα κολλήσει; Από κει και πέρα τα συνηθίζεις όλα. Λες «αυτή είναι η ζωή μου». Σαν συμπλήρωμα των όσων έχω πει, θα 'θελα να πω: Όποιος ακούει τη συνέντευξη αυτή, θα τον συμβούλευα να ακολουθήσει– και έχει τη δυνατότητα– να ακολουθήσει το επάγγελμα του ναυτεργάτη. Οποιουδήποτε κλάδου. Οποιουδήποτε κλάδου! Να αναβιώσουμε όλοι μαζί, ζωντανοί και πεθαμένοι, το επάγγελμα αυτό. Γιατί είναι προσοδοφόρο για την τσέπη του κάθε ανθρώπου, με ένα καλό νοικοκυριό πίσω του. Με ένα καλό νοικοκυριό πίσω του, το επαναλαμβάνω. Να αναβιώσει το επάγγελμα του ναυτεργάτη. Εφοπλιστές υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Και καλοί εφοπλιστές, και σκάρτοι εφοπλιστές, και τυχοδιώκτες, και απ' τα δύο μέρη, και από τους ναυτεργάτες, και από τους εφοπλιστές. Ευχαριστώ, τίποτα άλλο δεν έχω να πω.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Φωτογραφίες

Πτυχίο αρχιμάγειρα
Το πτυχίο του κύριου Μιχάλη που έλαβε το 1 ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Μιχάλης Δεληγιάννης έζησε σχεδόν 30 χρόνια μέσα στα καράβια, δουλεύοντας ως αρχιμάγειρας. Έφυγε από ένα χωριό της Λακωνίας για την Αθήνα για να βρει δουλειά και στράφηκε στον τομέα της μαγειρικής. Ξεκίνησε από χαμηλά, μέσα στα εστιατόρια της Αθήνας, για να περάσει από όλες τις ιεραρχικές βαθμίδες της κουζίνας. Δούλεψε για χρόνια στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», υπεύθυνος για το διαιτολόγιο των ασθενών, μέχρι που του ανοίχτηκε ο δρόμος για να δουλέψει στα καράβια και τα κρουαζιερόπλοια. Έζησε φουρτούνες μέσα στη θάλασσα αλλά για εκείνον η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η μοναξιά και η απόσταση από την οικογένειά του.
Αφηγητές/τριες
Μιχάλης Δεληγιάννης
Ερευνητές/τριες
Γεωργία Ζερβογιάννη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/06/2022
Διάρκεια
49'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Μιχάλης Δεληγιάννης έζησε σχεδόν 30 χρόνια μέσα στα καράβια, δουλεύοντας ως αρχιμάγειρας. Έφυγε από ένα χωριό της Λακωνίας για την Αθήνα για να βρει δουλειά και στράφηκε στον τομέα της μαγειρικής. Ξεκίνησε από χαμηλά, μέσα στα εστιατόρια της Αθήνας, για να περάσει από όλες τις ιεραρχικές βαθμίδες της κουζίνας. Δούλεψε για χρόνια στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», υπεύθυνος για το διαιτολόγιο των ασθενών, μέχρι που του ανοίχτηκε ο δρόμος για να δουλέψει στα καράβια και τα κρουαζιερόπλοια. Έζησε φουρτούνες μέσα στη θάλασσα αλλά για εκείνον η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η μοναξιά και η απόσταση από την οικογένειά του.
Αφηγητές/τριες
Μιχάλης Δεληγιάννης
Ερευνητές/τριες
Γεωργία Ζερβογιάννη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/06/2022
Διάρκεια
49'