Αργύρης Μπακιρτζής: «Το να σώσουμε το παρελθόν μας είναι μια άμυνα του τόπου»
Ενότητα 1
Οι σπουδές στην Αρχιτεκτονική, η αρχή της ενασχόλησης με τη μουσική, οι Χειμερινοί Κολυμβητές
00:00:00 - 00:09:01
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022, βρίσκομαι με τον Αργύρη Μπακιρτζή στην Καβάλα, εγώ ονομάζομαι Παρασκευή Μπάκαβου, είμαι ερευνήτρια στο Istor… οπότε ελάχιστα... Θα έλεγα ότι οι Rolling Stones μόνο αρχίσαν το '72, η παρέα τους. Θα υπάρχουν οπωσδήποτε κι άλλα, δεν υπάρχει αμφιβολία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το άνοιγμα στον κινηματογράφο, οι συνεργασίες με τον Τσιώλη και τον Βακαλόπουλο
00:09:01 - 00:17:08
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ο κινηματογράφος πώς προέκυψε; Κοιτάξτε, στη ζωή μου ασχολήθηκα με δυο πράγματα για τα οποία θεωρώ τον εαυτό μου τελείως ακατάλληλο, το τρα…, εκείνον τον καιρό παντρεύτηκα κιόλας και του πήγαμε κι ένα βίντεο, το χάρηκε πολύ. Και στα τέλη Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς μάς άφησε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η εργασία στην Αρχαιολογική Υπηρεσία Καβάλας, τα μνημεία και η διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς
00:17:08 - 00:23:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η δουλειά μου ήταν ως τον Έβρο, δούλευα. Έξι νομούς είχα. Πώς τα καταφέρνατε όλα αυτά τα χρόνια με όλα αυτά τα δρομολόγια, παράλληλα εργαζό…οκουμέντα, καταλάβατε; Στο όνομα ότι… Να γκρεμίσουμε το τζαμί. Αλλά τι θα χάναμε… Θα ‘μασταν εμείς χαμένοι. Να, ένα παράδειγμα σας έφερα...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η ζωή στην Παναγία Καβάλας, το σπίτι στη Θάσο και τα σφάλματα στη διαχείριση των ιστορικών τόπων της πόλης
00:23:16 - 00:33:01
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η εργασία σας εδώ πέρα στην Καβάλα και η ζωή σας στη γειτονιά της Παναγίας, μπορείτε να μου την περιγράψετε λίγο; Η Παναγία έχει το χαρακτη…ς να διεκδικήσουμε μετά τα μάρμαρα του Παρθενώνα απ’ τους Εγγλέζους; Όταν αδυνατούμε να σώσουμε αυτά τα πράγματα; Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Οι σπουδές στην Αρχιτεκτονική, η αρχή της ενασχόλησης με τη μουσική, οι Χειμερινοί Κολυμβητές
00:00:00 - 00:09:01
[00:00:00]Είναι Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022, βρίσκομαι με τον Αργύρη Μπακιρτζή στην Καβάλα, εγώ ονομάζομαι Παρασκευή Μπάκαβου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Αργύρη, μπορείτε να μου πείτε λίγα πράγματα για εσάς;
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη κι έζησα εκεί μέχρι το τέλος των σπουδών μου στο πανεπιστήμιο, στην Αρχιτεκτονική. Θεσσαλονίκη πήγα σχολείο στο 4ο Γυμνάσιο Αρρένων δίπλα, ένα Δημοτικό, το 56ο. Συνέχισα πέμπτη, έκτη στον «Κοραή», τα εκπαιδευτήρια που ο θείος μου ήταν διευθυντής. Μετά, στο Πειραματικό Θεσσαλονίκης έδωσα εξετάσεις, πέρασα, μετά έδωσα εξετάσεις, πέρασα στην Αρχιτεκτονική, τελείωσα σπουδές και πήγα φαντάρος δυόμισι χρόνια, είκοσι οχτώ μήνες, και ακολούθως πήρα υποτροφία απ’ την Ελληνική Εταιρία Προστασίας Περιβάλλοντος και βρήκα θέση στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Τον πρώτο χρόνο… Δυο χρόνια έζησα στη Ρώμη. Τον πρώτο χρόνο παρακολούθησα τα μαθήματα και τις δραστηριότητες του Διεθνούς Κέντρου Αναστήλωσης για την Προστασία των Πολιτιστικών Αγαθών της UNESCO και τον δεύτερο χρόνο, αυτό το θεωρούν και πρώτο έτος το μεταπτυχιακό της Ρώμης, και συνέχισα στο μεταπτυχιακό της Ρώμης, όπου έκανα μια διπλωματική εργασία όταν έπαιρνα το πτυχίο –πήγε πάρα πολύ καλά–, για την Παναγία της Καβάλας. Με την Καβάλα δεν είχα καμιά σύνδεση πιο παλιά, παρά το ότι σε όλα τα καλοκαίρια που ήμουν φοιτητής συμμετείχα σε ανασκαφές στο Οκτάγωνο των Φιλίππων, εδώ κοντά στην Καβάλα, οπότε αυτή είναι η σύνδεσή μου με την Καβάλα. Οπότε όταν τελείωσα και τις σπουδές μου από την Ιταλία, μου ζητήθηκε να πάω στην Αθήνα να δουλέψω στον Παρθενώνα, ήμουν ο δεύτερος αναστηλωτής ο οποίος έπαιρνε πτυχίο στην Ελλάδα. Εγώ προτίμησα να ‘ρθώ, επειδή γνώριζα πολύ καλά τον τόπο και την Παναγία της Καβάλας, την παλιά πόλη, το ιστορικό κέντρο, και τους Φιλίππους, να ‘ρθώ και να εργαστώ εδώ. Αυτό βέβαια ευχαρίστησε και πολλούς ανθρώπους του υπουργείου, γιατί αν πήγαινα θα έπρεπε να πάρω μια πολύ υψηλόβαθμη θέση, γιατί δεν υπήρχαν άλλοι ειδικευμένοι. Οπότε τους απάλλαξα κι από την παρουσία μου. Οπότε ήρθα με ευχές και τα λοιπά από το υπουργείο εδώ, και από τότε δουλεύω στην Καβάλα. Τα πρώτα πέντε χρόνια, από το '75 έως το '80, ήμουνα έκτακτος, δηλαδή πληρωνόμουν με ημερομίσθιο. Δεν ήθελα να μονιμοποιηθώ, αλλά το ‘81, '80-'81, μας είπαν ότι: «Ή μονιμοποιείστε ή φεύγετε». Εγώ επειδή ήμουν ανίκανος να εισπράξω αμοιβές, λόγω χαρακτήρα, έκανα τα χαρτιά μου κι έγινα μόνιμος, αναγνωρίστηκαν και τα προηγούμενα χρόνια και δούλεψα εδώ για τριάντα πέντε χρόνια. Και κάποια στιγμή, το 2010, ήρθε ένα χαρτί χωρίς να το περιμένω: «Ευχαριστούμε για τις υπηρεσίες σας...» και τα λοιπά και τα λοιπά, και από τότε είμαι συνταξιούχος. Η Καβάλα μού επέτρεψε να ασχοληθώ και με μια άλλη δραστηριότητα που την αγαπώ πολύ –δύο μάλλον–, τη μουσική, και μου προσέφερε και πηγές έμπνευσης πολλές, και η ηθοποιία, δηλαδή έχω παίξει στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Είχα τη δυνατότητα Σαββατοκύριακα να φεύγω και να ασχολούμαι με αυτά τα πράγματα. Ή όταν έπαιρνα τις άδειές μου, να κάνω δίσκους... Αυτά.
Πώς αποφασίσατε να σπουδάσετε Αρχιτεκτονική;
Κοιτάξτε, ήθελα να γίνω γιατρός, και μάλιστα πέρασα ένατος στην Ιατρική. Γιατί τότε είχαμε τη δυνατότητα να δίνουμε σε διάφορες σχολές. Αλλά εκείνη την εποχή υπήρχε ένας καθηγητής, ο Σάββας, στην Ανατομία στη Θεσσαλονίκη, που τους έκοβε όλους, οπότε είχα γνωστούς οι οποίοι είχαν φτάσει στο πτυχίο και δεν παίρνανε… δεν μπορούσαν να πάρουν πτυχίο. Λέω, θα πάω και θα μπλέξω τώρα με τον Σάββα; Να πάω Αρχιτεκτονική, επειδή πήγαινα... Και εντάξει, είχα κάποιο ενδιαφέρον γι' αυτά τα πράγματα, για το παρελθόν, για την αρχαιολογία, την Ιστορία. Ο αδελφός μου ήταν αρχαιολόγος και είχα μια οικειότητα μ' αυτά. Οπότε έβαλα την Αρχιτεκτονική και πέρασα.
Αγαπημένοι σας αρχιτέκτονες;
Εντάξει. Στην Ελλάδα; Στην Ελλάδα, ο Πικιώνης είναι, εντάξει, ίνδαλμα… Διάφοροι. Πολλοί σπουδαίοι αρχιτέκτονες έχουν περάσει, ναι.
Η μουσική πώς προέκυψε στη ζωή σας;
Η μουσική, όταν έκανα τη διπλωματική μου... Σ’ ένα πάρτι στο πρώτο έτος του πολυτεχνείου, μια παλιά μου συμμαθήτρια απ’ το δημοτικό με την οποία είχαμε ξαναβρεθεί σαν συμφοιτητές στο πολυτεχνείο, έκανε ένα πάρτι και ο αδελφός της έπαιζε ένα μπουζούκι στο πάρτι μέσα σ’ ένα δωμάτιο, 15 χρονών. Εγώ ήμουν τότε 19 χρονών, αισθανόμουν ότι είχα γεράσει, ότι είχα χάσει τη δυνατότητα να ασχοληθώ με τη μουσική. Του είπα: «Κι εγώ ήθελα [00:05:00]να μάθω ένα όργανο, δεν είχα όμως την ευκαιρία, περάσαν τα χρόνια και την έχασα την ευκαιρία». Μου λέει… Αυτός είχε δυο όργανα, μου λέει: «Πάρε το ένα.» Οπότε... «Σ’ το κάνω δώρο». Μου το ‘κανε δώρο, γίναμε και φίλοι, και σιγά σιγά αρχίσαμε να ψάχνουμε διάφορα, δηλαδή ήμασταν απ’ τους πρώτους που ψάχναμε ρεμπέτικους δίσκους 78 στροφών στα παλιατζίδικα. Το σπίτι του Βασίλη ήταν κοντά –στη Θεσσαλονίκη– κοντά στα παλιατζίδικα, και σιγά σιγά ανακαλύψαμε ότι εκεί υπήρχαν παλιοί δίσκοι, αγόρασα τα γραμμόφωνα και αισθανόμασταν ότι ανοίγαμε το κουτί, το μπαούλο με τους θησαυρούς καθώς ακούγαμε σπουδαία τραγούδια τα οποία είχαν χαθεί πια. Αυτό, σας λέω, απ’ το '63-'64, όταν πια δεν υπήρχε καθόλου μόδα για τα ρεμπέτικα, ήταν ξεχασμένα τραγούδια. Και σιγά σιγά, αρχίσαμε να πηγαίνουμε στα διάφορα κέντρα, όταν ακούγαμε ότι είχε έρθει κάποιος παλιός, ο Παπαϊωάννου, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος, η Μπέλλου και διάφοροι άλλοι. Τους παρακολουθούσαμε, κι έτσι αποκτήσαμε μια μεγάλη οικειότητα μ’ αυτά τα πράγματα. Και είχαμε και την ευτυχία, μάλιστα, το '88 να δώσουμε μια συναυλία με έναν μύθο του ελληνικού τραγουδιού, του ρεμπέτικου ελληνικού τραγουδιού, ένας μύθος στην Αμερική, ο Γιώργος Θεολογίτης-Κατσαρός, ο οποίος ήταν και απ’ τους πρώτους, ίσως ο πρώτος Έλληνας ο οποίος έκανε δίσκο εκεί, το «Άιντε σαν πεθάνω στο καράβι» και η «Κακούργα Έλλη» από πίσω. Ενώ θεωρούσαμε πως είχε πεθάνει απ’ το 1950, τελικά ήταν ζωντανός και ήρθε το 1988, σε ηλικία 99 ετών, κι ήταν μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή. Όταν άκουσα ότι δίνει συναυλία στον Πειραιά, αμέσως έτρεξα στην Αθήνα, τον βρήκα, τον γνώρισα, τον είπα: «Πρέπει να ‘ρθετε στη Θεσσαλονίκη». Αυτός είπε: «Ήθελα απ’ το '12 να ‘ρθώ στη Θεσσαλονίκη», γιατί η μαμά του δούλευε στα ανάκτορα, «και άκουγα απ’ τους στρατηγούς ιστορίες για τη Θεσσαλονίκη». Κι έτσι το '88 αξιώθηκε μετά το '12, δηλαδή στα πόσα χρόνια; 76 χρόνια, να ‘ρθεί στη Θεσσαλονίκη. Και δώσαμε μία συναυλία εδώ και περάσαμε… Ήταν μια φανταστική… Φανταστικές μέρες που ζήσαμε μαζί του. Απ’ τις πιο ωραίες της ζωής μου θα ‘λεγα ότι ήταν. Και η συναυλία που δώσαμε, ιστορική.
Οι Χειμερινοί Κολυμβητές πώς ξεκίνησαν; Πώς γνωριστήκατε με τα μέλη;
Οι Χειμερινοί Κολυμβητές, αυτό το παιδί που μου έκανε το μπουζούκι ήταν ο μπουζουξής, κι εγώ μια μέρα που έπαιζα, δεν έμαθα ποτέ να παίζω ιδιαίτερα μπουζούκι, αλλά –καλό μπουζούκι– αλλά ήμουν στους προσκόπους και είχα έναν πρόσκοπο στην ομάδα μου, του οποίου ο μπαμπάς ήταν ένας, ο Μίγκος, ένας απ’ τους καλούς ρεμπέτες, με δισκογραφία και λοιπά. Και απ’ αυτόν έμαθα κάνα δυο τρία τραγούδια. Αλλά βασικά, ο Παπαδάμου ο Ισίδωρος, αυτός που μου χάρισε το μπουζούκι που σας είπα, ο αδελφός της συμφοιτήτριάς μου. Κάναμε πολλή παρέα, πηγαίναμε στα μαγαζιά, αγοράζαμε δίσκους και σιγά σιγά παίζαμε μαζί, αυτός ήταν πολύ καλός παίκτης. Κι όταν έκανα τη διπλωματική μου, μια πανσέληνο, η πανσέληνος του '69, τον Αύγουστο, πήγαινα κάτω στον αρχαιολογικό χώρο, στο Οκτάγωνο των Φιλίππων και σχεδίαζα εκεί, έπαιρνα τα μολύβια μου, τα μπλοκ μου και σχεδίαζα την αναπαράσταση της μορφής, γιατί αισθανόμουν πολύ ωραία όταν είχε φεγγάρι, φανταζόμουν πιο καλά πώς μπορούσε να είναι το κτίριο αυτό. Και είχα μαζί μου κι ένα μπουζούκι και είχα μια μέρα, το βράδυ εκείνο, μία έμπνευση κι έγραψα ένα τραγούδι και αυτό ήταν η αρχή για να αρχίσω να γράφω τραγούδια. Και ήμασταν ο πυρήνας ο αρχικός του συγκροτήματος αυτού που εξελίχθηκε στους Χειμερινούς Κολυμβητές.
Αρχαία συγκροτήματα του πλανήτη, γιατί, να φανταστείτε, απ’ το '65 που αρχίσαμε, το '80 βγάλαμε τον πρώτο μας δίσκο, αλλά απ’ το '65 αρχίσαμε, οπότε ελάχιστα... Θα έλεγα ότι οι Rolling Stones μόνο αρχίσαν το '72, η παρέα τους. Θα υπάρχουν οπωσδήποτε κι άλλα, δεν υπάρχει αμφιβολία.
Ενότητα 2
Το άνοιγμα στον κινηματογράφο, οι συνεργασίες με τον Τσιώλη και τον Βακαλόπουλο
00:09:01 - 00:17:08
Ο κινηματογράφος πώς προέκυψε;
Κοιτάξτε, στη ζωή μου ασχολήθηκα με δυο πράγματα για τα οποία θεωρώ τον εαυτό μου τελείως ακατάλληλο, το τραγούδι και η ηθοποιία. Το τραγούδι προέκυψε όπως προέκυψε, να σας πω μόνο ότι στο γυμνάσιο οι συμμαθητές μου δεν μ’ άφηναν να τραγουδώ, γιατί τους χαλούσα τη χορωδία. Όμως, ξέρω ‘γώ, το πάθος, η αγάπη μου γι' αυτά τα πράγματα με οδήγησε και πολλές φορές αυτά για τα οποία είμαστε ακατάλληλοι είναι αυτά για τα οποία είμαστε κατάλληλοι. Δηλαδή αν ακολουθήσουμε το γιαπωνέζικο Τάο, ό,τι είναι δεν φαίνεται, ό,τι φαίνεται δεν είναι, αυτό για το οποίο είμαστε ακατάλληλοι… Αυτό είναι ένα σλόγκαν που το ακολουθώ πάρα πολύ στη ζωή μου. Δηλαδή, εκεί όπου βλέπω ότι κάτι δεν πάει καλά, σημαίνει ότι εκεί έχει ενδιαφέρον. Δηλαδή αυτό θεωρώ ότι αποτελεί μια πύλη για να δούμε τον εαυτό μας. Λοιπόν, το ίδιο έγινε και στον κινηματογράφο. Θεωρούσα πάντα τον εαυτό μου ακατάλληλο γι' αυτό, γιατί ως μεγάλος κοκκίνιζα, [00:10:00]δηλαδή δεν ήμουν άνετος, δεν ήμουν καθόλου άνετος. Και θαύμαζα πάντα τους κατασκόπους, τους ηθοποιούς και τα λοιπά, επειδή αισθανόμουν ότι εγώ ήμουν τελείως ακατάλληλος. Οπότε προέκυψε ο κύριος Τσιώλης, ήρθε μια μέρα με τον… Με συνέστησε ένας φίλος μου συγγραφέας, ο κύριος Κακίσης, του έβαλε κάτι τραγούδια μου, κι αυτός –σπουδαίος σκηνοθέτης, απ’ τους σημαντικότερους στην Ελλάδα, δεν ζει πια– ο οποίος όταν άκουσε τα τραγούδια μου, ετοίμαζε μια ταινία, αφού είχε περάσει από αρκετές ταινίες οι οποίες ήτανε πολύ εσωτερικές, πολύ δύσκολες, πολύ στενάχωρες, είχε περάσει κι αυτός από δύσκολες καταστάσεις, μ’ εμένα άρχισε να γυρίζει κωμωδίες... Άκουσε τα τραγούδια μου και είπε: «Αυτό θέλω». Και ενώ είχε ψάξει σε πρωταγωνιστές του ελληνικού κινηματογράφου, θυμάμαι, τότε, να βρει πρωταγωνιστή γι' αυτήν την ταινία, δεν του ‘κανε κανείς και ήθελε εμένα. Και τελικά προέκυψε μια συνεργασία μ’ αυτόν. Γυρίσαμε πολλές ταινίες, βέβαια γύρισα και μερικές άλλες, αλλά οι ταινίες με τον Τσιώλη, όπου ήμουν πρωταγωνιστής σε τέσσερις πέντε ταινίες, είναι αυτές που κυρίως γι' αυτές είμαι ηθοποιός. Ήταν πολύ ευτυχισμένες στιγμές, περάσαμε πάρα πολύ ωραία. Πολύ δύσκολος σκηνοθέτης, αλλά ταιριάζαν πολύ τα χνώτα μας, αισθανόμουν ότι όλοι οι ρόλοι ταιριάζαν πολύ σ’ εμένα και ο τρόπος που παίζω πολλές φορές, που μου λένε είναι λίγο παράξενος και τα λοιπά, λέω: «Εγώ παίζω τελείως φυσικά, ακριβώς όπως συμπεριφερόμαστε στην παρέα μου, στη Θεσσαλονίκη, με τον ίδιο τρόπο παίζω». Αυτό ξαφνιάζει πολλούς, αλλά πολλές φορές η πραγματικότητα ξεπερνάει τη φαντασία ή… Εντάξει. Δεν δυσκολεύτηκα και ήμουν και ηθοποιός ο οποίος έβγαζα τις σκηνές, το 80% με την πρώτη λήψη, οπότε επειδή τότε χρησιμοποιούσαμε φιλμ στα γυρίσματα, ήμουν και πολύ οικονομικός. Δηλαδή άλλο είναι να γυρίζεις δέκα φορές για να πετύχεις μια καλή λήψη και άλλο να την πετυχαίνεις με την πρώτη. Αλλά αυτό είναι πολλές φορές και το προνόμιο του ερασιτέχνη. Δηλαδή ο ερασιτέχνης στην αρχή έχει μια δροσιά, αν την πετύχει είναι η καλύτερη λήψη. Αν δεν την πετύχει είναι μια ταλαιπωρία. Ενώ ο επαγγελματίας όσο προχωράει στις λήψεις γίνεται καλύτερος. Ναι. Οπότε πέρασα πολύ ευτυχισμένες στιγμές, μπορώ να πω δηλαδή ότι αισθανόμουν ότι στα γυρίσματα η ζωή ήταν πιο πραγματική απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Ήταν πολύ ευτυχισμένες στιγμές και μου λείπει πολύ ο Τσιώλης και τα γυρίσματά του. Αλλά και ο ίδιος ήταν μια προσωπικότητα γεμάτος οράματα, δηλαδή συγκλονιστικός, συγκλονιστικό άτομο. Βρισκόμασταν συχνά στην Αθήνα, καθόμασταν δέκα ώρες, δώδεκα, και κάναμε σχέδια για το μέλλον, για καινούργιες ταινίες και τα λοιπά και τα λοιπά.
Μπορείτε να μου περιγράψετε μία αγαπημένη στιγμή που έχετε από τα γυρίσματα; Μία ιστορία που σας αρέσει να τη λέτε συχνά;
Απ’ τα γυρίσματα… Ναι. Είναι πάρα πολλές οι ωραίες στιγμές που περάσαμε, ναι. Θα σας πω από την πρώτη ταινία κάτι. Ήμασταν στο Γαλαξίδι και πηγαίναμε προς την Πάτρα, και σκεφτήκαμε... Υπήρχε μια σκηνή όπου εγώ και ο συμπρωταγωνιστής μου, ο μακαρίτης ο Λάζαρος ο Ανδρέου, ένας σπουδαίος ηθοποιός, ήμασταν ένα ντουέτο που έκανε μια περιοδεία για να βρούμε μια υποτιθέμενη απιστία της γυναίκας μου και τα λοιπά. Προτείναμε στον σκηνοθέτη, χαράματα 5.00 η ώρα, να γυρίσουμε μία σκηνή μ’ έναν δικό μας τρόπο, εμπνεόμενοι απ’ την ταινία του Μπομπ Φος, «Η παράσταση τελειώνει». Και κάναμε ένα σκετσάκι, το οποίο το παίξαμε εμείς μ’ έναν δικό μας τρόπο, πολύ σουρεαλιστικό, πολύ παράλογο, αλλά και πολύ ωραίο. Ο Τσιώλης το δέχτηκε αλλά μετά χτυπιόταν, γιατί σκέφτηκε ότι δεν είχε τρόπο να συνδέσει αυτό που είχαμε γυρίσει, αυτό το σκετς με την υπόλοιπη ταινία. Οπότε έγινε κόλαση. Και μας ανακοίνωσε ότι: «Διακόπτω τα γυρίσματα για δύο μέρες, μου καταστρέψατε την ταινία», και τελικά ήταν βέβαια η σκηνή η οποία στο φεστιβάλ, όπου πήραμε το Βραβείο της Καλύτερης Ταινίας, ήταν η σκηνή η οποία έσκισε, ήταν καταπληκτική. Μία άλλη φορά με έδιωξε απ’ το γύρισμα, είχαμε γυρίσει την περισσότερη ταινία, έμενε ένα 10-20%, και του είπα κάτι, διαφώνησα μ’ έναν τρόπο και μου λέει: «Σε απολύω». Στο μεταξύ είχαμε γυρίσει όλη την ταινία, είχε πάρα πολλή πλάκα. Και μου έλεγε εμένα να λέω, να εξηγώ σε επαγγελματίες ηθοποιούς, καλούς, πώς να παίξουν, αν είναι δυνατόν! Κι εγώ λέω, τώρα… Διάφορα ευτράπελα.
Η συνεργασία σας με τον Βακαλόπουλο πώς ήταν;
[00:15:00]Ο Βακαλόπουλος ήταν πολύ αγαπητός φίλος. Γνωριστήκαμε, ερχόταν στις συναυλίες μας και πολλές φορές καθόταν στο μπαρ και φώναζε διάφορα. Όταν εγώ μιλούσα, φώναζε, συμφωνούσε, έκανε και τα λοιπά, και γνωριστήκαμε κάποια στιγμή και κολλήσαμε. Και όποτε πήγαινα στην Αθήνα έμενε στο σπίτι μου. Δεν είχε αδελφό και με ένιωθε κάπως σαν αδελφό του ο Χρήστος. Βγαίναμε τα βράδια, ήμασταν πολύ κολλητοί, δηλαδή δεν χρειαζόταν και να μιλάμε ή μιλούσαμε πολύ. Εντάξει, ήταν ένας διανοούμενος πολύ ενδιαφέρων, αλλά ήταν πολύ καλό παιδί. Ταιριάζαμε, ήμασταν και οι δύο Αιγόκεροι. Και τα... Βγαίναμε τ’ απογεύματα, τα βράδια, βρίσκαμε τον Παπαγιώργη τον συγγραφέα. Συνήθως αυτόν βρίσκαμε τα βράδια και καθόμασταν στον «Ένοικο», ένα γνωστό μπαρ στην Καλλιδρομίου, ή τον βοηθό του Σταύρου του Τσιώλη, τον Μιχαλογιαννάκη. Αυτή ήταν η παρέα μας. Τον Λάγιο μια φορά, διάφορους. Και όταν ο Τσιώλης θα έκανε την πρώτη ταινία, τον «Έρωτα στη χουρμαδιά», κατέβηκα από Θεσσαλονίκη για να πάρω τον Βακαλόπουλο... Όχι, το «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε», τη δεύτερη ταινία μας. Κατέβηκα για να πάμε στην Τρίπολη, γιατί το γύρισμα έγινε σε δυο χωριά στο Μαίναλο, πάνω απ’ την Τρίπολη, και μου λέει Βακαλόπουλος, ο οποίος ήταν... είχαν γράψει μαζί το σενάριο και τα λοιπά, συζητούσαν τη σκηνοθεσία, και κάποια στιγμή ο Τσιώλης είχε φοβερές εκρήξεις, τον είπε κάτι, και ο Χρήστος λέει: «Με έδιωξε». «Καλά», του λέω, «είσαι τρελός; Τι σ’ έδιωξε; Άντε, ετοίμασε τα πράγματά σου και πάμε». Και πήγαμε βέβαια στην Τρίπολη και ήταν σαν να μην είχε γίνει τίποτα, κι ήταν ένα ευτυχισμένο καλοκαίρι, θα ‘λεγα, ο Χρήστος πέρασε πάρα πολύ ωραία. Κάναμε μπάνιο γυμνοί στον Λούσιο, το ποτάμι κάτω, δηλαδή τι να σας πω, κάτω απ’ το Μαίναλο, στιγμές πολύ ευτυχισμένες, πάρα πολύ ωραίες. Και το καλοκαίρι ήταν το τελευταίο της ζωής του. Ναι. Μας άφησε τον Γενάρη αφού παίχτηκε στο φεστιβάλ, έσκισε. Του πηγαίναμε τα νέα, εκείνον τον καιρό παντρεύτηκα κιόλας και του πήγαμε κι ένα βίντεο, το χάρηκε πολύ. Και στα τέλη Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς μάς άφησε.
Ενότητα 3
Η εργασία στην Αρχαιολογική Υπηρεσία Καβάλας, τα μνημεία και η διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς
00:17:08 - 00:23:16
Η δουλειά μου ήταν ως τον Έβρο, δούλευα. Έξι νομούς είχα.
Πώς τα καταφέρνατε όλα αυτά τα χρόνια με όλα αυτά τα δρομολόγια, παράλληλα εργαζόμενος στην Αρχαιολογική Υπηρεσία Καβάλας και με το πήγαινε έλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη;
Θεσσαλονίκη και Αθήνα τα Σαββατοκύριακα, από Παρασκευή έως Δευτέρα δεν ήταν λίγο, μπορεί να ‘παιρνα και καμιά μέρα παραπάνω άδεια. Και στην άδειά μου την κανονική... Δυο χρόνια είχα και μια εκπαιδευτική άδεια, οπότε και τότε μπόρεσα να κάνω και μερικά πράγματα παραπάνω. Αλλά είχαμε και τον χρόνο, γιατί δίναμε καμιά δεκαριά συναυλίες τον χρόνο το πολύ, οπότε δεν ήταν δύσκολο. Εμείς ήμασταν και συγκρότημα που δεν κάνουμε πρόβες, πηγαίνουμε κατευθείαν και παίζουμε. Οπότε, εντάξει, οι ταινίες, έπαιρνα την κανονική μου άδεια στις ταινίες. Εντάξει, δεν είχα πρόβλημα. Ταξίδια έκανα πάρα πολλά γιατί κι εδώ είχα έξι νομούς και συνέχεια ήμουν στους δρόμους. Δηλαδή ήταν… Στον Έβρο πήγαινα πάρα πολύ συχνά, είχα διάφορα έργα εκεί, την Κοσμοσώτειρα των Φερών, ένα σπουδαίο βυζαντινό μνημείο, το τζαμί του Βαγιαζήτ στο Διδυμότειχο, τον πύργο του Πυθίου, του Κατακουζηνού, διάφορα έργα. Στην Ξάνθη πήγαινα πολύ συχνά. Μπορώ να πω μάλιστα ότι η Ξάνθη είναι το έργο για το οποίο είμαι πιο πολύ περήφανος απ’ όλα. Δηλαδή αν έχω συνεισφέρει κάτι στον τόπο μου, στην πατρίδα μου, είναι ότι το 1975... Όλα τ’ άλλα τα θεωρώ, θα μπορούσε και κάποιος άλλος να τα κάνει, εντάξει, έφτιαξα κάτι μουσεία, ωραία νομίζω είναι, στη Θάσο και στην Αμφίπολη, αλλά αυτό που έγινε στην Κομοτηνή είναι μοναδικό. Όταν πρωτοήρθα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, μου ήρθε ένα έγγραφο με το οποίο ζητούσαν την κατεδάφιση της παλιάς πόλης της Ξάνθης στην ουσία, χαράζοντας ένα καινούργιο ρυμοτομικό. Πήγα εγώ στην Ξάνθη και είδα έναν καταπληκτικό τόπο, είδα μια καταπληκτική παλιά πόλη που τη θεώρησα ένα φοβερό… ότι θα ‘ταν τρομερή αμαρτία να τη χάναμε. Και υπήρχε μία λυσσαλέα αντίδραση, θέλανε πολύ να το κατεδαφίσουν, και μάλιστα είχε κι ένα πολιτικό ενδιαφέρον αυτό, γιατί τότε η αντίστοιχη Νέα Δημοκρατία είχαν ξεσηκωθεί για να εφαρμοσθεί αυτό το σχέδιο, δηλαδή ο δήμαρχος, οι βουλευτές, εφημερίδες της Θεσσαλονίκης... Είχαν πιάσει τον πατέρα μας, γιατί ο αδελφός μου ήταν προϊστάμενος στην Υπηρεσία τότε, για ένα φεγγάρι, ότι: «Τα παιδιά σου θα μας καταστρέψουν...» και τα λοιπά και τα λοιπά. Αλλά μας βοήθησε πολύ ένας φίλος του Καραμανλή του τότε, του παλιού Καραμανλή, ο κύριος Θανόπουλος, ο οποίος ήταν νομάρχης τότε στην Ξάνθη και βοήθησε, και βοήθησε κι ένας άλλος ο οποίος δεν ξέρω αν ήταν χουντικός, πάντως ήταν διορισμένος στην Υπηρεσία Ασφαλείας του υπουργείου Εξωτερικών τότε, το '75, αμέσως ύστερα απ’ τη χούντα. [00:20:00]Οπωσδήποτε ήταν, μπορεί και χουντικός, μπορεί και δεξιός, αλλά οπωσδήποτε απ’ τη δεξιά πτέρυγα. Βοήθησαν πάρα πολύ αυτοί στο να σωθεί η παλιά Ξάνθη, γιατί τους είπα ότι αν χαθεί η παλιά Ξάνθη θα χαθούν τα ντοκουμέντα ότι εδώ υπήρχε ελληνισμός. Κι αυτό τους έκανε πολύ ευαίσθητους και στην ουσία, δηλαδή, καταλαβαίνετε, βοήθησαν πάρα πολύ αυτοί οι άνθρωποι. Και μάλιστα πολλές φορές δίνω αυτό το παράδειγμα και στη Θεσσαλονίκη, στη Βασιλική Οδό που καταστρέφονται αυτά τα αρχαία με το τέτοιο, ότι αισθάνομαι ότι και πάρα πολλοί από τη Νέα Δημοκρατία θα ντρέπονται και θα λυπούνται που καταστρέφονται αυτά τα αρχαία. Δεν νομίζω ότι είναι θέμα πολιτικό δηλαδή. Κακώς αυτό το θέμα πολιτικοποιείται. Το να σώσουμε το παρελθόν μας είναι μια άμυνα του τόπου, κι αν δεν τα σώσουμε θα σηκωθούν και θα μας εκδικηθούν κάποια στιγμή. Είναι πολύ κρίμα. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα. Εδώ δίπλα στη γειτονιά μας υπάρχει ένα τζαμί, το Χαλίλ Μπέη ή Κουτούμπ τζαμί που σημαίνει «πόλος». Είναι το κέντρο της παλιάς πόλης. Η πόλη μας είναι απ’ τα αρχαϊκά χρόνια, τον 7ο π.Χ. αιώνα έχει κομμάτια, βυζαντινά, ρωμαϊκά και τα λοιπά, και οθωμανικά πάρα πολλά βέβαια. Λοιπόν αυτό το τζαμί θέλαν να το κατεδαφίσουνε. Εγώ άκουσα ότι στην Ιταλία... Είχα ρίξει τον μιναρέ του τζαμιού το '71, και κάποιο παιδί που είχε σπουδάσει στην Ιταλία, ένας καθηγητής του στη Φλωρεντία τον ρώτησε: «Εσείς είστε απ’ την Καβάλα όπου κατεδάφισαν ένα τζαμί το '71;» Δηλαδή τίποτα δεν ξεφεύγει. Λοιπόν, άκουσα από κάτι παππούδες ότι στη θέση του τζαμιού υπήρχε η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Οπότε είχα το νου μου, γιατί ήξερα ότι τα νεότερα μνημεία χτίζονται πάνω σε παλαιότερα. Οπότε είχα το νου μου και κάποια στιγμή μπορέσαμε και κάναμε μία τομή, μάλλον σκάψαμε έναν γωνιακό τοίχο με κάτι εργάτες του Δήμου που κάναν δίπλα ένα σπίτι, και βρήκαμε ένα αρχιτεκτονικό μέλος βυζαντινό. «Α», λέω, «εδώ έχουμε μνημείο». Και πράγματι, σκάψαμε και βρήκαμε μια πολλή σημαντική εκκλησία, παλαιοχριστιανική, σε τρεις φάσεις, την οποία οι Οθωμανοί, το 1391 που ήρθαν, την κάνανε τζαμί και η οποία κατεδαφίστηκε το 1900 πια, λόγω παλαιότητος. Βέβαια, κοιτούσε την ανατολή η εκκλησία, και το τζαμί βέβαια κοιτούσε ανατολή, φτιάξανε κι έναν μιναρέ. Μετά χτίσανε ένα καινούργιο τζαμί, το σημερινό, το 1900, πολύ ωραίο τζαμί κι αυτό, το οποίο όμως κοιτάζει πια τη Μέκκα. Αλλά καταφέραμε, μπορέσαμε και διατηρήσαμε την εκκλησία, στο υπόγειο φτιάξαμε ένα δάπεδο από τζάμι, από κρύσταλλο χοντρό και ένα κομμάτι της εκκλησίας είναι στο εξωτερικό του τζαμιού, κι έτσι έχουμε μια εκκλησία, την οποία, αν κατεδαφιζόταν το τζαμί και κάνανε ένα πάρκινγκ όπως ήθελαν, δεν θα ‘ξερε κανείς ότι εδώ υπήρχε εκκλησία και θα λέγανε όλοι και θα έβγαινε στην ιστορία ότι εδώ υπήρχε ένα τζαμί το οποίο οι Έλληνες κατεδάφισαν. Και μάλιστα, πολύ σημαντικό είναι, είχε έρθει ο κύριος Κορρές, ο Μανόλης, ο οποίος είναι πολύ καλός καθηγητής στην Αρχιτεκτονική, και μου είπε ότι τα μάρμαρα στο προστώο του τζαμιού είναι από αρχαίο δημόσιο κτίριο. Δηλαδή, από κτίριο κλασικών χρόνων. Ήταν πάρα πολύ σημαντικό. Δηλαδή θα χάνονταν όλα αυτά τα ντοκουμέντα, καταλάβατε; Στο όνομα ότι… Να γκρεμίσουμε το τζαμί. Αλλά τι θα χάναμε… Θα ‘μασταν εμείς χαμένοι. Να, ένα παράδειγμα σας έφερα...
Ενότητα 4
Η ζωή στην Παναγία Καβάλας, το σπίτι στη Θάσο και τα σφάλματα στη διαχείριση των ιστορικών τόπων της πόλης
00:23:16 - 00:33:01
Η εργασία σας εδώ πέρα στην Καβάλα και η ζωή σας στη γειτονιά της Παναγίας, μπορείτε να μου την περιγράψετε λίγο;
Η Παναγία έχει το χαρακτηριστικό ότι ενώ είναι πάρα πολύ κοντά στην Καβάλα, είναι σαν να ζεις σε μια άλλη πόλη. Αυτό είναι πάρα πολύ ευχάριστο και θεωρήσαμε ότι είναι πολύ ωραίο τα παιδιά μας να μεγαλώσουν σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, να πηγαίνουν στο σχολείο ανάμεσα από δυο πλευρές με σπίτια παλιά, πολύ όμορφα και τα λοιπά, και να ‘ναι σε μια αυλή ενός σχολείου που βλέπει την απεραντοσύνη της θάλασσας, απέναντι απ’ τη Θάσο. Εκεί μεγάλωσαν, παίζοντας μπάσκετ ή στο σχολείο, στα διαλείμματα, και τα παιδιά μας ήταν πολύ ευτυχισμένα. Αυτό, αλλά και για μας είναι πολύ ωραίο, γιατί ήταν ένα… πολύ ωραία γειτονιά, με τους γείτονες έχουμε πολύ καλή σχέση. Να σας πω μόνο ότι αυτό το σπίτι που αγοράσαμε, το είχε αγοράσει πριν κάποιος κύριος Μοσκώφ, τορναδόρος απ’ τη Γερμανία είχε έρθει, ο οποίος ήταν ανιψιός του γνωστού Μοσκώφ, όχι… Ναι, της οικογένειας Μοσκώφ, γνωστή καπνεμπορική εταιρία. Η οικογένεια που ασχολούνταν με τα καπνά, και εν τέλει αυτός πήγε στη Γερμανία, βιβλιοφάγος και τα λοιπά, και όταν πήρε σύνταξη, ήρθε στην Καβάλα με η γυναίκα του τη Γερμανίδα και αγόρασαν αυτό το σπίτι για να περάσουν εδώ τη σύνταξή τους, τα τελευταία τους χρόνια. Αλλά η Γερμανίδα φρικάρισε που έβλεπε τις γυναίκες να κάθονται στις αυλές, στις πόρτες και τα κλειδιά… Δηλαδή... Εγώ όταν έκανα τη διπλωματική μου πήγαινα σε σπίτια όπου είχαν αφήσει τα κλειδιά πάνω στις πόρτες κι αυτοί είχαν φύγει στη Γερμανία. Δηλαδή αφήνανε τα κλειδιά για να πηγαίνουν οι γείτονες για να ποτίζουν τα λουλούδια και τα λοιπά. Δηλαδή η [00:25:00]Γερμανίδα δεν το άντεξε αυτό, κι έτσι αποφάσισαν να πουλήσουν το σπίτι, κι έτσι βρέθηκα εγώ. Αν δεν υπήρχαν αυτοί κι αυτό το σπίτι δεν θα ‘μενα στην Καβάλα. Και περνάμε πολύ ωραία, έχουμε πολύ ωραίες παρέες, έχουμε την παρέα της θάλασσας παράδειγμα, εγώ πηγαίνω στον φάρο και κάνω μπάνιο, η γυναίκα μου πηγαίνει στα πετραδάκια, έχουμε διαφορετικές παρέες, πάμε σε διαφορετικές θάλασσες, να μην είμαστε κι όλη τη μέρα μαζί. Λοιπόν, και οι παρέες αυτές είναι καταπληκτικές, ακόμα και τον χειμώνα, μαζευόμαστε, ψήνουμε, τσίπουρα και τα λοιπά. Κι εδώ έχουμε μια πολύ ωραία αυλή, έχω ένα μπαχτσεδάκι, φτιάχνουμε τσίπουρο σ’ ένα χωριό εδώ της Καβάλας, έχω κάνει κουμπαριές, βρήκα φίλους από Θεσσαλονίκη παλιούς, που δουλεύουν εδώ, έγιναν σώγαμπροι και τα λοιπά. Και εντάξει, η ζωή είναι πολύ ωραία. Βέβαια εγώ ποτέ δεν εντάχθηκα στην κοινωνική ζωή της Καβάλας, είμαι λίγο από απόσταση, γιατί έχω πάρα πολλές δουλειές. Δεν είχα καιρό πολύ να κυκλοφορώ και να βγαίνω, δεν μου αρέσουν πολύ και τα καφέ και τα λοιπά, αλλά έχω αγαπητούς φίλους και κουμπάρους. Αλλά έχω πάρα πολλές δουλειές να κάνω. Οπότε, εντάξει. Και μπορώ να πω μάλιστα ότι είμαι απ’ τους ανθρώπους που στην πανδημία ήταν –σε εισαγωγικά– ήμουν κάπως «ευχαριστημένος», γιατί μπόρεσα να κάνω μερικά πράγματα που δεν θα ‘βρισκα ποτέ καιρό να κάνω. Δηλαδή, να γράψω πάρα πολύ, να φτιάξω δίσκους, να φτιάξω τραγούδια, τα οποία είναι δύσκολο όταν στην καθημερινότητα έχεις πολλά πράγματα να κάνεις. Οπότε, μια χαρά.
Το σπίτι που έχετε στη Θάσο;
Για το σπίτι στη Θάσο, είναι στο Μεγάλο Καζαβίτι, στο Άνω Καζαβίτι. Είναι ένα πολύ ωραίο σπίτι του 1800 περίπου. Εντάξει, τα παιδιά έχουν δεθεί πάρα πολύ μαζί του, κι εμείς βέβαια. Έχουμε εκεί... Έχουμε περάσει πολύ ευτυχισμένες στιγμές, τα καλοκαίρια πηγαίναμε πάντα, οι γονείς μου τα τελευταία τους χρόνια, κάθε καλοκαίρι το περνούσαν εκεί, στο σπίτι μας αυτό, τα αδέλφια μου και τα λοιπά, είναι ένα κέντρο αυτό το σπίτι. Να φανταστείτε ότι κάποια χρονιά είχαμε στην αυλή το Πάσχα ογδόντα άτομα. Κι όποιος ξένος ερχόταν νόμιζε πως ήταν κουρμπάνι κι ερχόταν και τρώγαν κι αυτοί. Δηλαδή ψήναμε αρνιά, αποβραδίς είχαμε σφάξει τ’ αρνιά και τρέχαν τα αίματα σε κάτι σκάφες. Είχε έρθει, θυμάμαι, ένας μελετητής, καθηγητής Θεολογίας, ο κύριος Ζεγκίδης, είχε περάσει ένα βράδυ, το Μεγάλο Σάββατο και μας είπε: «Εδώ είναι σαν να ‘ναι τεκές». Δεν είχαμε και φώτα ακόμα και όπως τρέχανε τα αίματα μέσα στις σκάφες απ’ τα αρνιά που θα ψήναμε την άλλη μέρα, ήταν κάτι μυσταγωγικό, έτσι, πολύ παράξενο. Παντρευτήκαμε εκεί βέβαια, μες στον χειμώνα. Έχουμε ζήσει πάρα πολλά, τι να σας πω. Γνώρισα τον μπάρμπα Σταύρο Καραμανιώλα, έναν λαϊκό ποιητή εκεί, απ’ το χωριό αυτό, με τον οποίο συνδεθήκαμε, μελοποίησα τραγούδια του, μου έδωσε δικά του τραγούδια, τα βάλαμε σε δίσκους μας, κατεβήκαμε στην Αθήνα, δώσαμε συναυλίες μαζί, τον αγάπησε πολύς κόσμος σ’ όλη την Ελλάδα. Πολλά, πολλά, τι να σας πω.
Τώρα πού σας αρέσει να περνάτε τον ελεύθερό σας χρόνο;
Kοιτάχτε, ελεύθερο χρόνο... Η ζωή μου είναι εδώ, οπότε έχω προσαρμοστεί εδώ. Τον χειμώνα στο Καζαβίτι πια είναι πολύ κρύο, έχουμε ζοριστεί και οικονομικά όλοι μας, το σκέφτεσαι να πάρεις το αυτοκίνητο και να πας εκεί, άντε να ζεστάνεις το σπίτι απ’ την αρχή, πού να το ζεστάνεις. Πηγαίνουμε μόνο όταν κάνουμε το πανηγύρι μας, στις 8 Ιανουαρίου, τον άλλο καιρό θα πάμε σπάνια. Αλλά απ’ την άνοιξη και μετά, μπορούμε και το... και για δυο τρεις μέρες, όποτε ευκαιρούμε, παίρνουμε το μηχανάκι και πηγαίνουμε πάνω, δεν χρειάζεται να πάρουμε το αυτοκίνητο. Α! Και πολλές φορές παίρνουμε το αυτοκίνητο για να κουβαλήσω ξύλα, γιατί εκεί έχω ωραία ξύλα ελιάς και τα φέρνω εδώ για να τα καίμε στο τζάκι. Βέβαια και στην Αθήνα πηγαίνω σχετικά συχνά και μ’ αρέσει πολύ η Αθήνα, απ’ την άποψη ότι αισθάνομαι στην Αθήνα μια πολύ καλύτερη συμπεριφορά πολλές φορές απ’ τους ανθρώπους απ’ ό,τι στη Θεσσαλονίκη, γιατί οι άνθρωποι είναι... πιο πολύ τους έχει χτυπήσει η ζωή, την έχουν… Στην Αθήνα βλέπω είναι πιο καλή η συμπεριφορά. Αλλά και η Θεσσαλονίκης σιγά σιγά στρώνει, γιατί κι αυτοί την έχουνε φάει τώρα. Η ζωή δυσκολεύει. Έχω πάρα πολλούς φίλους στην Αθήνα, πηγαίνουμε συχνά για συναυλίες και όταν πηγαίνουμε για συναυλίες φροντίζω και μένω και μερικές μέρες. Δηλαδή, αδελφικούς φίλους πια έχω στην Αθήνα. Και μ’ αρέσει πολύ, γιατί... Όταν πας για λίγο, η Αθήνα είναι πολυέξοδη. Επειδή είναι όλα μακριά πρέπει να έχεις αρκετά χρήματα. Όταν πηγαίνεις για λίγο τα κάνεις όλα, αλλά όταν μένεις πολύ καιρό είναι λίγο δύσκολα, αν και προσαρμόζεσαι πάλι, θα μου πείτε. Και Θεσσαλονίκη βέβαια, γιατί εκεί είναι όλοι οι φίλοι μου, τα αδέλφια μου… Και Θεσσαλονίκη, είναι ο τόπος μου, τι να σας πω. Μου είναι πολύ αγαπητή η Θεσσαλονίκη, είναι όλα συγκεντρωμένα, αυτό είναι πολύ καλό στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή όπου θες να πας, δεν χρειάζεσαι τηλέφωνο όπως στην Αθήνα, να δώσεις ραντεβού, στη Θεσσαλονίκη χτυπάς κουδούνια, δηλαδή από πάντα εμείς χτυπούσαμε κουδούνια.
Ούτε μέσα ούτε τίποτα.
Ναι.
Η ενασχόλησή μου με το παρελθόν με οδήγησε σε ένα συμπέρασμα, ότι εδώ στην Ελλάδα είμαστε πολύ χαζοί από μια άποψη που δεν προστατεύουμε τις αρχαιότητες όπως πρέπει. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Εδώ, η Καβάλα, όταν κάναμε τη διπλωματική ήταν δύο κοπέλες που κάνανε εδώ την παλιά πόλη [00:30:00]διπλωματική και μου δώσανε... Η μια έγινε καλόγρια, η άλλη δεν ξέρω τι έκανε, έγινε επαγγελματίας αρχιτέκτονας. Και μου δώσανε κάποια στιγμή το αρχείο αυτό των φωτογραφιών, του 1969, και ετοιμάσαμε ένα βιβλίο για την παλιά πόλη, ένα χοντρό βιβλίο. Και η δική μου η συμμετοχή, ένα κομμάτι του βιβλίου, ήτανε... έκανα μια αντιπαραβολή με φωτογραφίες απ’ το ίδιο σημείο λήψης το '69 και το 2003. Δηλαδή ύστερα από τριάντα πέντε χρόνια. 2004. Κι είναι τρομακτική η διαφορά. Στην παλιά πόλη. Καταλαβαίνεις, στην υπόλοιπη πόλη πόσο μεγαλύτερη. Η αλλαγή η μεγάλη στην Καβάλα έγινε τα χρόνια… τα τελευταία χρόνια της χούντας, το '70-'74. Αλλά και η Καβάλα επειδή ήταν μια καπνούπολη, είχε πάρα πολλές καπναποθήκες, γύρω στις εξήντα, εβδομήντα καπναποθήκες. Εδώ έχουν μείνει αρκετές, αλλά είναι απροστάτευτες, δεν τις εκμεταλλεύονται, εκτός από πολύ λίγες. Ορισμένες τις έχουν εκμεταλλευτεί και είναι πολύ ωραίες, έγινε κάτι, ας πούμε, κάτι, ένα εμπορικό κέντρο, ένα πνευματικό κέντρο... Θα μπορούσαμε, δηλαδή, η Καβάλα αν κρατούσε τον χαρακτήρα της και την εικόνα της που είχε το 1969, έφτανε σε αυτό το συμπέρασμα, θα μπορούσε να πουλάει… Και για πολύ λίγα χρήματα μερικοί την καταστρέψανε. Θα μπορούσε να πουλάει την εικόνα της και να είναι μία πλούσια πόλη, μόνο με την εικόνα της. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Μόνο, η μοναδική πλατεία της πόλης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, της Οθωμανοκρατίας, ήταν η Πλατεία Μιλιέτ. Δηλαδή πίσω από το Εργατικό Κέντρο, η πλατεία του Εργατικού Κέντρου. Μια καταπληκτική πλατεία που γύρω γύρω έχει καπναποθήκες και κτίρια γραφείου, είναι από πολύ μεγάλες καπνεμπορικές εταιρίες, απ’ την Αυστρία, απ’ την Ουγγαρία, από διάφορα μέρη της Ευρώπης. Λοιπόν, αυτή η πλατεία, που ήταν η μοναδική πλατεία, σας λέω, στα χρόνια εκείνα και υπάρχει καταγεγραμμένη σε διάφορα βιβλία, με διάφορες μεθοδεύσεις καταφέρανε και τη χαρακτήρισαν ιδιωτική και την πήρε κάποιος εργολάβος, δηλαδή είναι κάτι εξωφρενικό, πώς στην Ελλάδα συμβαίνουν αυτά τα πράγματα. Κι έχουμε ντοκουμέντα. Εδώ γινόταν η… αυτές οι συγκεντρώσεις των καπνεργατών στον μεσοπόλεμο, με χιλιάδες κόσμο, υπάρχουν φωτογραφίες και τα λοιπά. Και μεθοδεύσεις και ψέματα και κλοπές κτηματολογίων απ’ το Πρωτοδικείο και διάφορα άλλα σκάνδαλα, τα οποία βέβαια δεν ξέρω πώς πνίγονται, πώς τα καταφέρνουμε και καταστρέφουμε ακριβώς το παρελθόν του τόπου μας. Αλλά και στη σημερινή ομορφιά, δηλαδή αυτή η πλατεία σήμερα στην Καβάλα θα μπορούσε να ‘ναι κάτι που θα πρόβαλλε πάρα πολύ την πόλη. Ένα παράδειγμα σας λέω και ένα συμπέρασμα που έφτασα. Κι είναι πολύ κρίμα και γι' αυτό λυπάμαι πάρα πολύ και για ότι στη Θεσσαλονίκη δεν καταφέραμε να σώσουμε τη Βασιλική Οδό. Γιατί ό,τι και να μου πούνε, αν ήμασταν άξιοι γι' αυτό, πώς να διεκδικήσουμε μετά τα μάρμαρα του Παρθενώνα απ’ τους Εγγλέζους; Όταν αδυνατούμε να σώσουμε αυτά τα πράγματα;
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Φωτογραφίες

Ο Αργύρης Μπακιρτζής
Περίληψη
Ο Αργύρης Μπακιρτζής δεν χρειάζεται συστάσεις. Ιδρυτικό μέλος του μακροβιότερου ελληνικού συγκροτήματος, των Χειμερινών Κολυμβητών, ηθοποιός στον κινηματογράφο και αρχιτέκτονας. Ο κύριος Αργύρης αφηγείται με λίγα λόγια τη ζωή του και μιλά για τις ενασχολήσεις του, με κύρια εστίαση στην εμπειρία του από την εργασία στην Αρχαιολογική Υπηρεσία Καβάλας.
Αφηγητές/τριες
Αργύρης Μπακιρτζής
Ερευνητές/τριες
Παρασκευή Μπάκαβου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/03/2022
Διάρκεια
33'
Περίληψη
Ο Αργύρης Μπακιρτζής δεν χρειάζεται συστάσεις. Ιδρυτικό μέλος του μακροβιότερου ελληνικού συγκροτήματος, των Χειμερινών Κολυμβητών, ηθοποιός στον κινηματογράφο και αρχιτέκτονας. Ο κύριος Αργύρης αφηγείται με λίγα λόγια τη ζωή του και μιλά για τις ενασχολήσεις του, με κύρια εστίαση στην εμπειρία του από την εργασία στην Αρχαιολογική Υπηρεσία Καβάλας.
Αφηγητές/τριες
Αργύρης Μπακιρτζής
Ερευνητές/τριες
Παρασκευή Μπάκαβου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/03/2022
Διάρκεια
33'