Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Η ζωή ενός αγωνιστή της ΕΠΟΝ
Ενότητα 1
Μνήμες πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η έναρξη του πολέμου και της γερμανικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη
00:00:00 - 00:25:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είμαι ο Μίλτος Μυρώνης. Εγώ ονομάζομαι Νεστορίδης Ιάσονας. Βρισκόμαστε με τον κύριο Μιλτιάδη Μυρώνη, έχουμε Κυριακή, 20/02 του 2021 και …ικούς μήνες ή τη βγάλαμε σε συνέχεια, αρχές του ‘42 πιθανόν, την τρίτη τάξη γυμνασίου, που ήταν πρώτη ουσιαστικά του παλιού, του εξατάξιου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η πείνα και τα συσσίτια στην κατοχή
00:25:02 - 00:36:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μετά αρχίζει η πείνα, η δυσκολία να βρούμε. Εν τω μεταξύ, έρχεται ο θειός μου εμένα από το μέτωπο, έχει ‘ρθει στο σπίτι μας τώρα, έχει ‘…γχους γερμανικούς, Γερμανούς, με συνεργάτες τους, οι οποίοι τα κατάσχεσαν αυτά και —καταλαβαίνεις τώρα— ήτανε... οι δυσκολίες συνεχίζονταν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η ίδρυση του ΠΕΚ, η παρουσία των Γερμανών στην πόλη και ο πληθωρισμός
00:36:25 - 00:46:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αλλά είχε αρχίσει το ‘42 να ανεβαίνει η κατάσταση. Τότε ακριβώς εγώ, εμείς μπήκαμε σε μία οργάνωση απελευθερωτική λεγότανε, Πατριωτικό Ελλην…τοί μαζί τους εκεί πέρα μέσα. Και υπήρχε ακόμη αυτό το βλέμμα, μετά τον άφησαν βέβαια, δεν λογάριαζε. Δρόσος λεγόταν ο γυμνασιάρχης αυτός.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
1942-1943: η δράση αντιστασιακών οργανώσεων στη Θεσσαλονίκη, ο διωγμός των Εβραίων και η ιστορία του Γερμανού λιποτάκτη
00:46:16 - 01:13:26
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Προχωράμε ‘43, προχωράμε και τις τάξεις, κάνουμε εξετάσεις, περνάμε. Το ‘43, ναι, το ‘43 γίνεται η ΕΠΟΝ, τον Φεβρουάριο του ‘43, 23 Φεβρουαρ… φύγανε πάνω, άλλοι παλέψανε. Πάντως τον οπλισμό τον παρέδωσαν στον ΕΛΑΣ τότε εκείνοι εκεί όλον και τότε οπλίστηκε σε μεγάλο βαθμό ο ΕΛΑΣ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Τα γεγονότα πριν την απελευθέρωση, η πορεία στις 26 Οκτωβρίου, η απελευθέρωση και η Θεσσαλονίκη μετά τη Βάρκιζα
01:13:26 - 01:44:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εμείς το '44, '43 είμαι στην ΕΠΟΝ, σε αυτό το κλιμάκιο που είμαστε εκεί. Πιάνεται ένα τμήμα με μία... όχι χειροβομβίδα, με μία βομβίδα που β…. Εβδομήντα-ογδόντα μέλη είχαν εγγραφεί. Έβγαινε ο κλητήρας της κοινότητας: «Ποιος θέλει να γράφει στο ΚΚΕ;» και πήγαινε τότε να γραφούνε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Κατάσκοποι μετά τον πρώτο βομβαρδισμό και η λέσχη της ΕΠΟΝ
01:44:36 - 01:52:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εκείνη την περίοδο γίνεται η συμφωνία της Βάρκιζας στην Αθήνα και εμείς ξέραμε ότι από εδώ θα φύγουμε. Λοιπόν, μας λένε: «Παιδιά, πρέπει να … Και τα συνθήματα ήταν κυρίως ενθαρρυντικά για τον κόσμο και συγχρόνως και να υψώνουν και τον πατριωτισμό του κόσμου. Αυτά είναι για εκεί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η δράση της ΕΠΟΝ στη Θεσσαλονίκη μετά τα Δεκεμβριανά
01:52:48 - 02:08:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα, μετά την απελευθέρωση, είπαμε, εμείς κάναμε τη λέσχη εδώ πέρα μέσα. Ο κόσμος ξαναγύρισε στις δουλειές του, άρχισαν να υπάρχουν δουλειέ…ωριά ειδικά, να γλιτώσουν. Μένανε στα χωριά και τους σκοτώνανε, δεν υπήρχε περίπτωση. Ή σε δέρναν σε βαθμό που αυτό ή σε σκοτώνανε κιόλας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Η ομιλία του Ζαχαριάδη και το δημοψήφισμα του 1946
02:08:00 - 02:18:32
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, είχε γίνει του Άρη του Βελουχιώτη η σφαγή το ‘45-’46, που είχε γίνει εκεί, τότε ήρθε ο Ζαχαριάδης. Ναι, το '45 ήρθε ο Ζαχαριάδης. Ήρ…ντας, φτάνεις σε ένα σημείο και μετά έρχεται και σε σφάζει. Γιατί είχαν παραδώσει και τα όπλα οι δικοί μας, ελάχιστα όπλα είχανε από κάτω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Η έναρξη του εμφυλίου και η ιστορία του Χρήστου Καμενίτσα
02:18:32 - 02:31:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και αρχίζει μετά ο εμφύλιος πόλεμος και αρχίζουν οι εκτελέσεις. Εκείνη τη χρονιά δίνω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, και εξετάσεις στο πανεπιστ…υλακίστηκε, τον βρήκα και αποφυλακισμένο μετά, είχε πάει στην Καβάλα, όπου και πέθανε μετά. Λοιπόν, αυτά είναι για διακοπή τώρα της αυτής.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 10
Η εξορία στον Άη Στράτη, η επιστροφή στη Θεσσαλονίκη και τα γεγονότα της Μακρονήσου
02:31:16 - 02:52:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά τα επεισόδια εκείνα που γίνανε, γίνεται ο βομβαρδισμός... όχι, το ‘48 έγινε. Το ‘47 συνεχίζεται, όλο το ‘47 με αυτά τα πράγματα που γίν…ους πειράξει κανένας. Αυτοί βρέθηκαν, πήγαιναν προς τον Χολομώντα, δηλαδή, και λοιπά, δεν είναι... Και ήτανε μεγάλη δύναμη. Αυτά από εκεί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 11
Η σύλληψη και η μεταφορά στις νέες φυλακές
02:52:12 - 03:02:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά, τον Μάρτη του ‘48 έρχονται στο γραφείο, έρχεται ένας από απέναντι, «Ασφάλεια Αναγνώστου» έγραφε. Το γραφείο του Πάτσα ήταν στην οδό Ρο…, που ήταν... Οι οποίοι ήταν και χτυπούσαν και κάναν καμιά φορά, αλλά εμάς μας σέβονταν πολύ οι ποινικοί, δεν είχε. Αυτά είναι μέχρι εκεί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 12
Η διαδρομή από το Γεντί Κουλέ προς το Μεταγωγών Θεσσαλονίκης, τις φυλακές ανηλίκων και το Μεταγωγών Αθήνας
03:02:02 - 03:12:32
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά από εκεί μας σηκώσαν, να μας πάνε στο Επταπύργιο απάνω. Λοιπόν, στο Επταπύργιο μάς βάζουν στο… Είναι τέσσερις θάλαμοι, τέσσερις πτέρυγε…ν του Μακαρίου στην Αθήνα αυτή και βρέθηκε μ' εκείνους. Πώς βρέθηκε τώρα ο Γιάννης, τι έγινε από εκεί; Δεν ξέρω και γιατί έφτασε εκεί μέσα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 13
Η φυλάκιση στο Καλάμι της Κρήτης, η μεταγωγή στο Επταπύργιο και οι φυλακές της Κέρκυρας
03:12:32 - 03:34:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μάλιστα. Και από εκεί; Από εκεί μας βάλαν στο καράβι και πήγαμε στο Καλάμι της Κρήτης. Με το καράβι, λεγόταν «Καδιώ», στο αμπάρι μέσα. Πήγ… δεύτερο κύκλο από γύρω-γύρω με τοίχους, πιο ψηλά ακόμη από τα αυτά. Αυτά γίνονται το 1950. Το ‘50 είστε στην Κέρκυρα. Στην Κέρκυρα, ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 14
Αναδρομή: Η σύλληψη της ΟΠΛΑ το 1947 και ο συμμαχικός βομβαρδισμός το 1943
03:34:41 - 03:45:32
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι, ξεχάσαμε κάτι για τις δίκες που γίνανε το 1947. Πιάστηκε η ΟΠΛΑ. Πιάσαν τον Σταυρόπουλο, ο οποίος Σταυρόπουλος είχε σκοτώσει τον Κουφίτ…ποιον τρόπο τα ξεχάσαμε, ας πούμε. Θα σου δείξω και τις φωτογραφίες μετά, ίσως θα θυμηθούμε κάτι άλλο εκεί. Λοιπόν, πάμε στην Κέρκυρα τώρα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 15
Οι φυλακές της Κέρκυρας και τα μαθήματα στις φυλακές
03:45:32 - 03:59:08
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να ρωτήσω κάτι πριν την Κέρκυρα; Ναι. Μου το ‘πατε για τον Πούλιο, μου το ‘χατε πει και για άλλους. Ήταν στην ΕΟΝ, πήγε μετά, έγινε— Όχι…απυργίου, τα οποία είναι ακόμα μέσα. Δεν ξέρω αν τα έχεις πάει και τα έχεις δει. Είναι, όπως μπαίνεις μέσα, αριστερά κάτω εκεί, στα κελιά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 16
Μεταγωγή στη Γυάρο, η αθώωση και η επιστροφή στη Θεσσαλονίκη
03:59:08 - 04:08:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, μας φορτώνουν, μας στέλνουν στην Κέρκυρα. Ταξιδεύουμε πάλι με την «Καδιώ», την «Καδιώ» που μας είχε πάει στην Κρήτη, το καράβι, δηλα… ας πούμε, και λοιπά στο σπίτι. Αυτά γίνονται τον Ιανουάριο τώρα του '52 πια. 2 Ιανουαρίου βγήκα από τις φυλακές, κατά τις 15-20 ήμουν εδώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 17
Η θητεία στη Μακρόνησο, η επιστροφή στη Θεσσαλονίκη και η ενασχόληση με το εμπόριο
04:08:20 - 04:53:17
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Δηλαδή, λείπατε από το σπίτι πόσο καιρό; Έλειψα από το '48, του '52, η παρτίδα αυτή. Σε λίγο καιρό μου λένε: «Να τακτοποιήσεις τα χαρτιά σ…ο μια περίοδο, στην κατοχή. Λοιπόν, μπερδεμένα πράγματα τώρα, αυτά για να τα αναλύσεις όλα και να τα πεις, είναι κάθε ένα και μια ιστορία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 18
Η ομιλία και η δολοφονία του Λαμπράκη
04:53:17 - 04:56:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτή η ιστορία πήγε μέχρι το ‘63, οπότε ήρθε ο Λαμπράκης, μίλησε εδώ στη Θεσσαλονίκη. Έγινε μια συγκέντρωση στη Λέσχη Εμποροϋπαλλήλων, γωνία…αγκαράδες και λοιπά. Εκεί είχαμε άλλες ιστορίες εκεί πέρα μέσα. Σταματάμε εδώ πέρα τώρα, γιατί από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι γνωστά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 19
Η περίοδος της χούντας και αναδρομή στη Μακρόνησο. Επίλογος και τραγούδια της εποχής
04:56:33 - 05:09:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έγινε η χούντα, έγιναν αυτά, ας πούμε, και σταματήσαμε, σταμάτησε όλη αυτή η ιστορία, σταμάτησε, κατάλαβες; Όταν έγινε η χούντα πρώτη μέρα, …αφίες, τις οποίες θα σου τις αναλύσω κιόλας εγώ. Ναι. Ωραία. Κύριε Μίλτο, ευχαριστώ πάρα πολύ! Εντάξει, εντάξει, εντάξει. Ευχαριστώ πολύ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Μνήμες πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η έναρξη του πολέμου και της γερμανικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη
00:00:00 - 00:25:02
[00:00:00]Είμαι ο Μίλτος Μυρώνης.
Εγώ ονομάζομαι Νεστορίδης Ιάσονας. Βρισκόμαστε με τον κύριο Μιλτιάδη Μυρώνη, έχουμε Κυριακή, 20/02 του 2021 και είμαστε στον Άγιο Παύλο της Θεσσαλονίκης. Κύριε Μιλτιάδη, γεια σας! Θέλετε να μας πείτε κάποια πράγματα για εσάς;
Βεβαίως. Γεννήθηκα στις 23 Απριλίου του 1928, ημέρα του Αγίου Γεωργίου, στην κλινική στην οποία διευθυντής ήταν ο Πασαλίδης ο Γιάννης, το «Ρωσικό Νοσοκομείο» λεγότανε, γυναικολογικό, που γινότανε οι γεννήσεις τότε. Έτσι μου είπε ο πατέρας μου, ότι με ξεγέννησε ο Πασαλίδης, από τότε ακόμη μου είχε πει. Αλλά τη γέννηση τη δική μου, η οποία έγινε τον Απρίλη, την ακολούθησε ο θάνατος της αδερφής μου, που είχε πεθάνει. Πέθανε όταν βάπτιζαν εμένα. Δηλαδή, εγώ γεννήθηκα και την περίοδο εκείνη περίπου πέθανε η αδερφή μου. Πριν από δύο χρόνια, ένα χρόνο περίπου, είχε πεθάνει ο αδερφός μου, μεγαλύτερος. Πέθαναν και τα δύο τα παιδιά από εντερικά. Εγώ, με σήκωσαν, γεννήθηκα στο σπίτι μου, ένα ομαδικό σπίτι ήταν, με το πηγάδι στο κέντρο και λοιπά, στη γωνία Αγίας Σοφίας με Κασσάνδρου, όπως ανεβαίνουμε την Κασσάνδρου δεξιά, στη διασταύρωση με την Αγίας Σοφίας, στη γωνία εκεί. Μετά αλλάξαμε σπίτι και πήγαμε σε ένα σπίτι λίγο πιο πέρα, στην Ευριπίδου. Εκεί πρέπει να έμενα κάνα δυο χρόνια. Θυμάμαι μερικά, ελάχιστα, πράγματα από εκεί και στη συνέχεια ήρθαμε εδώ, στο σπίτι, στον Άγιο Παύλο, το οποίο το είχε αγοράσει ο μπαμπάς μου, το έκτισε το υπόλοιπο, ήταν μισοκτισμένο, το έκτισε και μείναμε οριστικά από τότε για πάντα εδώ, στον Άγιο Παύλο. Αυτό είναι το ένα μέρος. Εδώ, εκείνο που θυμάμαι είναι οι σεισμοί, οι οποίοι γίναν στη Χαλκιδική. Το 1934, κάπου εκεί, έγινε ένας πολύ μεγάλος σεισμός στην Ιερισσό. Λέγανε για 7-8 ρίχτερ, δεν ξέρω πόσο. Εμείς είχαμε βγει απ' το σπίτι έξω εδώ και κοιμόμασταν στην αυλή. Θυμάμαι βράδυ, μια νύχτα θυμάμαι που κοιμόμασταν εκεί. Περάσανε τα χρόνια, σε συνέχεια γίνανε εδώ οι πρώτες εκλογές. Δεν πειράζει αυτά τα πράγματα που τα αναφέρω, έτσι; Έγιναν οι πρώτες εκλογές, δημοτικές και ήταν η πρώτη φορά που ψηφίζαν οι γυναίκες. Η μητέρα μου ψήφισε για πρώτη φορά εδώ τότε. Η γυναίκα μου καταγόταν από το Πράβι, απ' την Ελευθερούπολη της Καβάλας, ο δε πατέρας μου ήτανε από την Κλεισούρα της Καστοριάς, ήτανε Βλάχος. Η μητέρα μου ήτανε κάτοικος, απόγονη Ελλήνων, θα λέγαμε, όχι βλαχοφώνων, ελληνοφώνων. Τι ήθελα να πω τώρα; Α, εκεί πήραν μέρος... έγιναν οι πρώτες εκλογές, δημοτικές, στις οποίες ο συνδυασμός του πατέρα μου, λεγόταν «Εργατικός Συνδυασμός Εργαζομένων» λεγότανε, κέρδισε τις εκλογές εδώ για Πρόεδρος του Αγίου Παύλου. Σαν πρόεδρο βγάλανε τον… Ένα λεπτό λιγάκι, γιατί σκέφτομαι. Θα σου πω τώρα το όνομα, είναι και γνωστό όνομα, είναι αυτοί που βγάζουν τα γαριδάκια. Πώς λέγονται μωρέ;
Δεν υπάρχει πρόβλημα.
Α, Όχονας. Πρόεδρος εξελέγη ο Όχονας από τη Βαγγελίστρα. Βαγγελίστρα και Άγιος Παύλος ήταν μία κοινότητα. Ο πατέρας μου ήτανε ο πλειοψηφών σύμβουλος. Βγάλαν πρόεδρο και ήταν καπνεργάτης, δούλευε στα καπνά. Έγινε το πρώτο συμβούλιο, το οποίο νίκησε το άλλο, της δεξιάς, το οποίο ήτανε του Λαϊκού Κόμματος τότε. Γίνεται, το ‘34 πρέπει να γίνεται το Κίνημα του Πλαστήρα, ένα κίνημα για την ανατροπή της δεξιάς κυβέρνησης τότε που υπήρχε, της κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος και πιάνουν και στέλνουν εξορία όλο το συμβούλιο πλειοψηφών, το στέλνουν εξορία και το στέλνουν στην Υπάτη για μια περίοδο. Αυτή την περίοδο μάς πήρε ο θείος μου, η πρώτη ξαδέρφη του πατέρα μου και ο άντρας της, μας πήρανε στο σπίτι τους και μείναμε στην Ανάληψη. Ο γιος τους ήταν δικηγόρος, ο θειός του ήταν διευθυντής στο… Πρώτα ήταν Γενικός Επιθεωρητής Σιδηροδρόμων, των γαλλικών σιδηροδρόμων, γιατί οι σιδηρόδρομοι ήταν γαλλικοί τότε, και μετά ήτανε διευθυντής, ήτανε σταθμάρχης και λοιπά σε σταθμό. Μείναμε εκεί μία περίοδο, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο, κάτι μήνες πάντως, ήταν, δεν ήταν πολύ και ο πατέρας μου γύρισε και συνεχίσαμε πάλι. Ο Όχονας παραιτήθηκε από Πρόεδρος και ανέλαβε ο πατέρας μου. Το 1935 γίνεται το δημοψήφισμα για τον βασιλιά. Ήταν το Λαϊκό Κόμμα με τον Τσαλδάρη τότε στην Πρωθυπουργία, Παναγή Τσαλδάρη, γίνεται δημοψήφισμα. Ο πατέρας μου πάει να ψηφίσει στο σχολείο. Ήταν όλοι οι δεξιοί μέσα εκεί, στο εκλογικό τμήμα. Ζητάει ψηφοδέλτιο, υπήρχε μόνο ένα: «Βασιλιάς». Oπότε, βγάζει ο πατέρας μου το πακέτο τα τσιγάρα, γράφει απάνω «ΟΧΙ» και το ρίχνει μέσα από κει. Λοιπόν, τον είχαν σταμπαρισμένο και τον αποκαλούσαν κομμουνιστή. Ο πατέρας μου ήταν κεντροαριστερός. Ήτανε στο κόμμα του Παπαναστασίου ουσιαστικά. Αυτή είναι η πρώτη περίοδος. Γίνεται η δικτατορία. Γίνονται τα γεγονότα του ‘36. Πριν απ' τα γεγονότα του ‘36, γίνεται μία συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς στο Μπεχ Τσινάρ. Το Μπεχ Τσινάρ ξέρεις πού είναι;
Ξέρω, ναι.
Εκεί. Λοιπόν, ήτανε με κήπους τότε, με κούνιες, με αυτά, ήτανε κέντρο εξοχής. Εκεί γίνεται η συγκέντρωση των εργαζομένων, με ψηλά γροθιές και λοιπά, oι εργάτες τραγουδούσαν. Eκεί άκουσα τη διεθνή να τραγουδιέται από τον κόσμο για πρώτη φορά. Εγώ τότε ήμουνα οχτώ χρόνων. Εκεί με είχε σηκώσει ο πατέρας μου εδώ, στον ώμο του, και στις 9 Μαΐου αρχίζει η απεργία των καπνεργατών. Ο πατέρας μου είναι στην εννιαμελή οργανωτική επιτροπή. Κρύβεται, γιατί θέλουν να τον συλλάβουνε. Ήρθαν στο σπίτι να τον βρουν, δεν τον βρήκανε. Ένα βράδυ, δύο, θυμάμαι είχε έρθει κρυφά και έφυγε πάλι, αλλά τον συλλάβανε αμέσως μετά και τον στείλαν για εξορία στο… Θυμάμαι πήγαμε στο καράβι, τους είχαν δεμένους με αλυσίδες στα χέρια και στα πόδια εκεί, όπως ήτανε, στο αυτό του καραβιού, στο... Πώς λέγεται μωρέ το κάτω μέρος του;
Η πρύμνη;
Όχι στην πρύμνη, στο βάθος, στο βάθος, κάτω. Στο… Α την ευχή! Η καρδιά του αυτουνού, που είναι μέσα από κάτω το...
Κατάλαβα τι εννοείτε, αλλά—
Στο αμπάρι! Στο αμπάρι μέσα. Λοιπόν, ξεχνάω τις λέξεις ορισμένες φορές. Αλλά, ώσπου να τον πάνε στην Αθήνα, έγιναν ενέργειες, είχαμε κάτι θείοι, στρατηγοί, το ένα, το άλλο και λοιπά, και τον επέστρεψαν πίσω. Δεν ήτανε, σαν κομμουνιστή τον είχανε πάρει, δεν ήταν κομμουνιστής ο πατέρας μου, ήτανε κεντρώος. Ήρθε εδώ, ξανανέλαβε σαν Πρόεδρος. Οι πρόεδροι τότε δεν ήταν εδώ, ήταν στη δουλειά σου ο Πρόεδρος, δούλευε και ερχόταν το βράδυ και υπέγραφε τα… όταν υπήρχαν, ήταν ελάχιστες αυτές. Τα προβλήματα που υπήρχαν τότε ήταν πάρα πολλά και σοβαρά εδώ. Δεν είχε νερό, δεν είχε φως, δεν είχε πολλά πράγματα δεν είχε η συνοικία. Δηλαδή, για το νερό, ήταν ορισμένες βρύσες, ήταν πέντε-έξι βρύσες σε όλη τη συνοικία και δεν είχε πάντα όλες τις ώρες νερό. Ορισμένες ώρες πήγαινε ο κόσμος, άφηνε τενεκέδες και όταν ερχόταν το νερό, βράδυ αργά δηλαδή, ερχόταν από τη δουλειά του, πήγαινε γέμιζε τους τενεκέδες νερό, για να φέρει. Και καταλαβαίνεις τώρα πώς πλενόμασταν και πώς μαγειρεύαμε εκείνα τα χρόνια. Αυτό είναι για μία πρώτη εικόνα της περιόδου εκείνη. Γίνεται η δικτατορία, τους παύουνε με διάταγμα για λόγους εθνικής ασφάλειας. Τον παύουν τον πατέρα μου. Είναι η πρώτη παύση που του γίνεται από Πρόεδρος του δήμου. Προχωράμε μετά και ερχόμαστε στο ‘40 περίπου. Το '40 οι καπνεργάτες κάνουν την πρώτη τους παιδική εξοχή. Αρχίζουν, αρχίζει και ο Μεταξάς να μιμείται αυτά τα οποία έκαμνε ο Χίτλερ επάνω. Δηλαδή, να κάνει παιδικές εξοχές, να κάνει εκδρομές διάφορες και λοιπά στους εργαζομένους, κοινωνική ασφάλεια, η οποία δεν υπήρχε. Είχανε οι καπνεργάτες μόνο το ΤΑΚ, το Ταμείο Ασφαλίσεως Καπνεργατών, αλλά το ΙΚΑ δεν υπήρχε ακόμη. Το ΙΚΑ το έκανε το ‘37-’38, το έκανε ο Μεταξάς εδώ, το οποίο ήταν έτοιμο, το είχαν ετοιμάσει για να το κάνουν οι άλλοι, αλλά δεν το 'καναν. Λοιπόν και μας στέλναν εξοχή τα παιδιά των καπνεργατών, την τελευταία παρτίδα στο Αγία Αναστασία, στο μοναστήρι εδώ. Ωραία ήταν, πολύ ωραία! Ερχότανε, μας είχανε συνοδεία, όμως, νεολαία του Μεταξά. Ήταν οι νεολαίοι έτυχε να είναι απ' το γυμνάσιο το δικό μας, αυτοί που ήταν, με τις στολές και λοιπά. Αυτοί ήταν η τετάρτη-πέμπτη γυμνασίου, του παλιού, δηλαδή έκτη-έβδομη θα λέγαμε δικιά μας. Εμείς ήμασταν τότε... είχα τελείωσε τη δευτέρα γυμνασίου εγώ και πήγαινα στην τρίτη το ‘40. Λοιπόν, εκεί έγινε και η πρώτη διαδήλωση την οποία είδα εγώ. Ένας... Επιστάτριες είχαμε καπνεργάτριες, οι οποίες είχαν 'ρθει, νέες κοπέλες και λοιπά, και αυτές είχαν τα κορίτσια, σε εμάς ήτανε, δεν θυμάμαι, άντρες ήταν επικεφαλείς, μάλλον της ΕΟΝ πρέπει να ήτανε. Και είχε χτυπήσει ένα της ΕΟΝ ένα παιδάκι και έκαναν διαδήλωση από κάτω: «Θάνατος! Θάνατος!» φώναζαν εκεί πέρα μέσα και αυτός όπως ήταν το γραφείο, τον είδαν εκεί, του 'ριξε δύο σκαμπίλια η αυτή, η μία η επικεφαλής εκεί πάνω. Αυτός λεγόταν Χατζηλίας, Θεόδω[00:10:00]ρος Χατζηλίας, της ΕΠΟΝ. Και θυμάμαι την πρώτη εκδήλωση την οποία κάναμε στη ζωή μου, ας πούμε, σαν παιδάκι. Τελειώνει αυτό το πράγμα και αρχίζουν τα σχολεία μετά, τον Σεπτέμβριο, με καινούργια διάταξη πια, με πολλά εφτάωρα, γιατί το Σάββατο μάς το κάναν διαφώτιση. Ερχόταν η ΕΟΝ να μας κάνει διαφώτιση στα σχολεία μας, σε κάθε τάξη ή όλους μαζί, δεν θυμάμαι τώρα πώς ακριβώς γινότανε, και μας έκαναν διαφώτιση για την πατρίδα, για την Ελλάδα και λοιπά. Δεν ξέρω αν έχεις ακουστά κανένα τραγούδι του καιρού εκείνου. «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα;» και λοιπά. Έτσι ήτανε ένα τραγούδι του... Ποιανού; Του αυτού, δεν θυμάμαι τώρα, ενός γνωστού ποιητή. Το είχανε βάλει. Λοιπόν, χαιρετισμός χιτλερικός και πολλά μεγάλα λόγια για την πατρίδα, για το ένα, για τ' άλλο, το εθνικό μας φρόνημα το είχανε ανεβάσει. Εκείνη την περίοδο είχε γίνει και ο έρανος για την αεροπορία. Έμασαν λεφτά για την αεροπορία τότε. Τότε έκαναν και μία... μας βάλανε να κάνουμε εκθέσεις για την οικονομία με το: «Φασούλι το φασούλι, γεμίζει το σακούλι» και λοιπά, τις παροιμίες. Το έκανε ο Κελαηδός, το ‘κανε και τραγούδι, ο Κηλαηδόνης αργότερα. Γυρίσαμε από την εκδρομή και αρχίσαν τα μαθήματα από την αυτή, 30 Αυγούστου και μετά άρχισαν μαθήματα. Στις 26 Οκτωβρίου τώρα, προπαραμονή, ήταν Σαββάτο, ήταν του Αγίου Δημητρίου. Δεν είχαμε ούτε διαφώτιση ούτε τίποτα, είχαμε στο σπίτι. Και είχε πιάσει ένας αέρας απ' αυτούς τους τρομερούς που βγαίνουν από κάτω, νότιοι. Σήκωσε απάνω από το μπροστινό μας σπίτι, αυτό που βλέπεις εδώ τώρα, μια πολυκατοικία που είναι, ήτανε παράγκα, σήκωσε τη σκεπή ολόκληρη. Οι άνθρωποι μείνανε χωρίς σκεπή το βράδυ. Σηκώνονταν το βράδυ να κάνουν αυτά. Από μας είχε σηκώσει, το δικό μας ήταν με κεραμίδια, αλλά μερικά κεραμίδια ακούστηκαν να πέφτουνε το βράδυ. Αέρας τρομερός, βροχή! Εν τω μεταξύ, μαθήματα πολλά για τη Δευτέρα, γιατί είχαμε οχτάωρο τη Δευτέρα, και απ' τη μία μεριά να διαβάζεις, από την άλλη να έχεις τον καιρό, αυτό το χάλι, ας πούμε, έμεινε η μέρα εκείνη αξέχαστη. Την άλλη μέρα ο κόσμος ανέβηκε στα κεραμίδια και φτιάχνανε τα σπίτια τους, ήταν καλή, λιακάδα. Και τη Δευτέρα ξεκινάμε να πάμε στη δουλειά. Εκεί μπροστά στον Άγιο Παύλο, στην εκκλησία που είναι τώρα, την παλιά του Αγίου Παύλου, είδαμε, είχε λεύκες και είχανε πέσει όλες από τον αέρα κάτω και βλέπαμε τις λεύκες και λοιπά και σαν άκουσα τη λέξη πόλεμος, κάτι εκεί, δεν έδωσα σημασία. Πηγαίναμε για το σχολείο. Το γυμνάσιο μας εμάς ήταν στο παράρτημα στην οδό Ιουλιανού, Αγίου Δημητρίου με Ιουλιανού, εκεί πέρα ήταν το παράρτημα. Λοιπόν, πηγαίνοντας, φτάνοντας στο σχολείο, λέει: «Πόλεμος έγινε, πόλεμος έγινε» και λοιπά. Περιμέναμε εκεί, ήρθε ο γυμνασιάρχης, Δρόσος λεγόταν. Στο παράρτημα είχαμε εμείς αντιγυμνασιάρχη, είχαμε έναν Λαμπριανίδη, έναν θεόμουρλο, λοιπόν ο οποίος ήταν της ΕΟΝ, ήτανε... φορούσε γκέτες, φορούσε αυτά και λοιπά, ήτανε... άσε. Λοιπόν και μας λέει: «Έτσι και έτσι, είναι πόλεμος, είναι αυτό. Πάτε στα σπίτια σας» και κλείσαμε από κει πέρα μέσα. Και σε μια βδομάδα περίπου αρχίζει ο πόλεμος. Έφυγε ο κόσμος, επιστράτευση, κόσμος πολύς. Ο πατέρας μου δεν έφυγε, δεν τον επέστρεψαν, ήταν βοηθητικός, είχε χτυπημένο το χέρι του από εκεί, αλλά και η ηλικία του ήταν τέτοια που —ήτανε το ’40— ήταν σαράντα πέντε χρονών ο πατέρας μου. Τις ηλικίες σαράντα πέντε χρόνων δεν τις είχαν πάρει, είχαν πάρει τις νεότερες από κάτω. Σε πέντε-έξι μέρες μες στη βδομάδα γίνεται ο πρώτος βομβαρδισμός στη Θεσσαλονίκη. Έρχεται εδώ πέρα και λένε ότι μάλιστα επικεφαλής του στόλου των αεροπλάνων που ήρθε εκεί πέρα ήταν ο Τσιάνο, ο γαμπρός του Μουσολίνι. Έχεις ακουστά για τον Τσιάνο; Ωραία. Λοιπόν, έγινε ένας βομβαρδισμός άγριος στο κέντρο της πόλης, χτυπήσανε πολύ άσχημα. Σε μας επάνω εδώ δεν έπεσε κόσμος, δεν έπεσε βόμβες, πέσαν όμως στο κέντρο της πόλης πολλές. Εκεί χτύπησαν αυτοί, στον κόσμο, να τρομοκρατήσουν τον κόσμο και μετά την άλλη μέρα ψάχναμε να βρούμε τα... ορισμένοι κατέβηκαν κάτω να βρούμε τα… Εμείς κατεβαίναμε, όταν έγινε ο βομβαρδισμός και χτυπούσαν οι σειρήνες, σε' ένα υπόγειο δίπλα. Tότε το σπίτι ήταν ξύλινο, ψάξε βρες, αν έπεφτε βόμβα δεν θα έμενε τίποτα εκεί. Αλλά και κάτι άλλα που τα είχαν χαρακτηρίσει καταφύγια, ήτανε δίπατα σπίτια, ήταν... επειδή είχαν τσιμέντο επάνω, τα λέγαν καταφύγια, για να μπει ο κόσμος κάτω, εκεί πέρα μέσα. Λοιπόν, αυτά είναι ο πρώτος βομβαρδισμός, μετά έγινε κι ένας δεύτερος βομβαρδισμός, αν δεν κάνω λάθος, και ακούστηκε μετά για έναν λοχία, ο οποίος τον σήκωσε ο κόσμος στα χέρια και λοιπά, ξέρω ‘γω. Μετά από πολλά χρόνια, δηλαδή μετά το ‘74, όταν έγινε... έπεσε η χούντα και λοιπά, έμαθα από τον βοηθό του Άρη, τον καπετάν Θωμά, ότι ο λοχίας αυτός ήταν ο Άρης Βελουχιώτης. Ήταν στο αντιαεροπορικό εδώ της Βάρνας, το οποίο είχε ρίξει αεροπλάνα ιταλικά. Και κάτι άλλο: είχε γίνει και μία αερομαχία εδώ πέρα κάτω με δικά μας αεροπλάνα, έρανος της αεροπορίας, και είχε γεμίσει ο τόπος, μας το 'χανε ρίξει, κόντρα πλακέ. Ήταν τα αεροπλάνα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τάχα αεροπλάνα πήραμε σύγχρονα εμείς και λοιπά. Τα όπλα τα δικά μας ήταν περισσότερα απ' τη Γερμανία, όπως είχαμε πάρει εμείς, παλιά όπλα βέβαια, δεν είχαμε... ο πόλεμος... Και αρχίζει το έπος της Αλβανίας. Ο κόσμος ενθουσιάζεται, προχωράει. Προχωρούσαν επάνω, χτυπούσαν κάθε φορά οι καμπάνες, κάθε φορά που έπεφτε μια πόλη: «Έπεσε το Αργυρόκαστρο, έπεσε το ένα, έπεσε το άλλο!», χτυπούσαν οι καμπάνες, έρχονταν εκεί. Έγινε ο έρανος για τη φανέλα εκεί μια περίοδο και μετά ξαφνικά γίνεται ο πόλεμος με τη Γερμανία. Πεθαίνει ο Μεταξάς το 3... αυτό και αναλαμβάνει ο Κορυζής, μια άλλη κυβέρνηση, και γίνεται ο πόλεμος με τη Γερμανία την Κυριακή, στις 6 Απριλίου. Ο πατέρας μου ήταν στην Αθήνα, είχανε πάει τότε με το σωματείο στην Αθήνα κάτω για προβλήματα δικά τους συνδικαλιστικά, για το σωματείο των καπνεργατών. Και πρωί πρωί, η ώρα 06:00 το πρωί περνάει ένα αεροπλάνο. Πέφτουνε μερικά αντιαεροπορικά, πολύ ψηλά ένα αεροπλάνο, τίποτα. Βγαίνουν οι εφημερίδες και μαθαίνουμε ότι —η Μακεδονία— και μαθαίνουμε ότι κηρύχτηκε πόλεμος, οι Γερμανοί μας κήρυξαν τον πόλεμο, την Κυριακή στις 6 Απριλίου του 1900... μια ωραία μέρα ήταν, πάρα πολύ ωραία μέρα. Σε τρεις ημέρες, την Τετάρτη, μπαίνουν οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη. Δίπλα, εδώ πέρα, ήταν ένας καθηγητής του πανεπιστημίου, έμενε, ο Σκλαβούνος. Αυτός ήταν της Δασολογίας καθηγητής και μας έλεγε ο καθηγητής εδώ, ανέβαινε στον τοίχο απάνω και μας μιλούσε, λέει: «Δεν είναι δυνατόν σε τρεις μέρες να 'ρθει οι Γερμανοί!». Και όμως μπήκαν οι Γερμανοί σε τρεις μέρες. Στην αρχή ήρθανε τριάντα αεροπλάνα Messerschmitt. Messerschmitt ήταν τα μεγάλα, δεν ήταν τα Stukas. Τα Stukas ήτανε αεροπλάνα τα οποία κάνανε τρομερό θόρυβο, όταν κατεβαίνανε, δημιουργούσαν πανικό, κυριολεκτικά, και πέφτανε έτσι και 'ριχναν και τις βόμβες κάθετα. Πήγαιναν οι μπόμπες καρφωτές και τα πολυβολεία τα οποία ρίχνανε. Σε μας δεν είχαμε τέτοια πράγματα, ήρθανε τα Messerschmitt από πάνω και κάνανε βόλτες γύρω απ' τη Θεσσαλονίκη, απ' την κορυφή. Λοιπόν, οι Γερμανοί μπαίνουνε. Μαθαίνουμε εμείς ότι γίνεται «ντου» κάτω. «Ντου» ξέρεις τι θα πει; Ορμάμε μέσα και παίρνουμε και αρπάζουμε ό,τι βρούμε. Λοιπόν, κατεβαίνουμε, πιτσιρικάδες τώρα εμείς. Τότε εγώ ήμουνα δεκατρία χρονώ, μόλις είχα κλείσει τα δεκατρία τον Απρίλη. Κατεβαίνουμε κάτω. Όταν φτάνουμε στην Αχειροποίητο, πιο κάτω στην Αγιά Σοφιά, μπαίνουν οι Γερμανοί, περνούσαν τα τανκς τα γερμανικά και είδαμε εκείνα τα θηρία, ας πούμε. Τα δικά μας τα τανκς ήτανε κάτι τενεκεδένια κουτιά, θα λέγαμε κανείς. Θηρία, πάνω οι Γερμανοί, μετά είχαν και τα αυτά εδώ που βάζουνε, τα αυτά, πώς τα λένε αυτά τα... για τα μάτια που βάζουν εδώ μπροστά; Λοιπόν, με τα κράνη τους, ας πούμε, και λοιπά. Οι οποίοι σφύριζαν: «Τι γίνεται εδώ πέρα μέσα;», τα τανκς φεύγανε προς το Σώμα Στρατού, πρέπει να πηγαίναν, περνούσαν απ' την Εγνατία. Κάποιοι ήταν εκεί, μάλλον χειροκροτούσανε, μάλλον, μάλλον, μάλλον... Προς τη γωνία είχα δει μία ομάδα ανθρώπων, καμιά δεκαριά-δεκαπέντε. Ο άλλος ο κόσμος κοίταζε σαστισμένος. Εμείς πηγαίναμε τότε, είχαμε να πάμε στο «Modern». Το «Modern», ήταν ένα ζαχαροπλαστείο το οποίο κατά τη διάρκεια του πολέμου έκανε γαλέτες για τον στρατό. Οι γαλέτες ήταν κάτι ψωμάκια ειδικά, τα οποία δεν παθαίνουν ούτε στο κρύο ούτε λοιπά και τα έχεις και άμα τα βρέξεις φουσκώνουν και μπορούσαν να τα φάνε οι φαντάροι. Λοιπόν, όταν φτάσαμε εκεί, η Τσιμισκή ήταν γεμάτη με ψίχουλα από γαλέτες και ξεσηκώναν τους πάγκους αυτοί που ήτανε μέσα, που είχανε πάρει, τους ξεσηκώναμε. Μετά λένε: «Θα πάμε στο Σώμα Στρατού». Εκεί, όταν πήγαμε στο Σώμα Στρατού, είχαν μπει οι Γερμανοί ήδη μέσα και κάποιοι πηδάγαν απ' τα ντουβάρια, φεύγανε. Είχαν κλέψει φακές, αυτά ό,τι βρήκανε από κει και πήρανε και φύγανε. Αυτή ήταν η πρώτη μέρα των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη. Το απόγευμα είχαν έρθει και στη γειτονιά μας, εδώ παρακάτω, στον Άγιο Παύλο. Ήρθε ένα μηχανοκίνητο, τανκς δεν ήτανε πάντως, κάτι άλλο ήταν εκεί, με Γερμανούς στρατιώτες. Λοιπόν, αυτή ήτανε η πρώτη επαφή με τους Γερμανούς που κάναμε στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια, οι Γερμανοί —αν θυμάμαι καλά και θυμάμαι μάλλον ότι έτσι έγινε— στην αρχή κόβανε μάρκα. Είχαν μηχανάκι «τάκα-τάκα», κόβαν μάρκα, για να ψωνίσουν οι Γερμανοί. Ένα νόμισμα το οποίο δεν είχε πέραση μετά, το είχαν εκεί προσωρινά. Πέρναγε υποτίθεται, ας πούμε, και ούτε μάρκα ήτανε, ήτανε χαρτιά τυπωμένα. Μετά άρχισαν να βγαίνουν τα δικά μας τα λεφτά. Όταν έγινε η κυβέρνηση η δικιά μας από κάτω, γιατί η κυβέρνηση η δικιά μας έγινε μετά από δεκαεφτά-δεκαοχτώ μέρες, έπεσε η Αθήνα, δεν έπεσε αμέσως η Αθήνα. Αυτοί προχώ[00:20:00]ρησαν οι Γερμανοί, βρήκαν κάποια αντίσταση σ' ένα σημείο, σταμάτησαν και μετά έγινε η κατάληψη της Αθήνας. Τον Σεπτέμβριο αρχίζουνε τα σχολεία. Α, το καλοκαίρι αρχίζουμε να πηγαίνουμε στη θάλασσα. Οι Γερμανοί έχουν έρθει στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, τον Ιούνιο —προσέχω κάτι, δεν το έχει πει κανείς ποτέ αυτό— γέμισε η αυλή του Γεννηματά —το Νοσοκομείο Γεννηματά το ξέρεις εδώ;—, λοιπόν, η αυλή του ήταν γεμάτη με ράντσα με Γερμανούς και με τα πόδια «έτσι». Ήτανε τραυματίες από την Κρήτη. Όπως κατέβαιναν, τους την είχαν δώσει οι Κρητικοί, είχε γεμίσει με τραυματίες από Γερμανούς από κει μέσα. Αργότερα το σκέφτηκα εγώ, το συνειδητοποίησα αυτό το πράγμα, γιατί είχε γεμίσει εκείνη την περίοδο, ήταν γεμάτο και η αυλή ακόμη. Τώρα σκέψου τι είχε μέσα, ήταν καλοκαιράκι, δεν... Εμείς πηγαίναμε κάναμε μπάνιο και θυμάμαι πηγαίναμε κάναμε μπάνιο στον Λευκό Πύργο και γυρνούσαμε μετά με τα πόδια, πιτσιρικάδες τώρα. Κάναμε μπάνιο στο Βασιλικό Θέατρο που είναι, ακριβώς εκεί, είχανε βάλει τα μπλόκια τότε, για να κλείνει ο πεζόδρομος που είναι σήμερα και μέσα, όμως, υπήρχε θάλασσα και μέσα εκεί στη θάλασσα κάναμε μπάνιο εμείς. Ήταν πιο ρηχά. Και εκεί είχα δει τους Γερμανούς. Στα μπάνια... Οι Γερμανοί απαγόρευσαν την κυκλοφορία το βράδυ και τα γλέντια, ας πούμε, υποτίθεται γινόταν το μεσημέρι. Λοιπόν, πηγαίναμε και κάναμε μπάνιο στο Καραμπουρνάκι τις Κυριακές ή στο «Μιραμάρ». Το «Μιραμάρ» ήτανε... πού να σου πω τώρα; Πού είναι το «Pathé», ο κινηματογράφος;
Δεν γνωρίζω.
Το «Ράδιο Σίτι»;
Ναι, κατάλαβα.
«Pathé» λεγότανε. Λοιπόν, λίγο πιο εδώ μου φαίνεται ήτανε το «Μιραμάρ», μία πλαζ, την οποία πλήρωνες, για να μπεις μέσα και είχε και καμπίνες, μερικές καμπίνες είχε εκεί. Τώρα βάζω λεπτομέρειες τις οποίες δεν έχουνε ακουστεί καθόλου, πουθενά, έτσι; Δεν ξέρω αν χρειάζονται αυτές, αλλά πρέπει, είναι της ζωής του καιρού εκείνου.
Βεβαίως, βεβαίως.
Και δεν τις έχει δώσει σημασία. Κατεβαίναμε με το τραμ τέρμα στο Ντεπό. Από εκεί πηγαίναμε Θεμιστοκλή Σοφούλη με τα πόδια ως το Καραμπουρνάκι. Καραμπουρνάκι ήταν η πλαζ εκεί, είχε [Δ.Α.] στο Καραμπουρνάκι και εκεί είχε γεμίσει τους πρώτους μήνες, τον Ιούνιο κυρίως και τον Ιούλιο, είχε γεμίσει με διάφορα αυτά: εδώ παπάς, εκεί παπάς, παιχνίδια, αυτά, παιχνίδια, χαρτοπαίγνια, διάφορα, πουλούσαν φαντάροι και τα λοιπά. Τάχα φαντάροι απ' το μέτωπο ήταν ορισμένοι. Ορισμένοι ήταν φαντάροι που είχαν έρθει, οι οποίοι δεν είχανε... δεν μπορούσαν να πάνε στις οικογένειές τους, ήτανε απ' την Κρήτη, ήτανε από δω, από κει, δεν μπορούσαν να πάνε κάτω εκεί. Και πηγαίναμε στο… κάναμε το μπάνιο στο αυτό και ξαναγυρνούσαμε πάλι, το τραμ σκαλωμαρία. Ερχόμασταν ως τον Λευκό Πύργο, από τον Λευκό Πύργο απάνω με τα πόδια, εκεί. Αυτή ήταν η περίοδος του καλοκαιριού του 1940 επάνω. Οι Γερμανοί, βέβαια, ήτανε στη Θεσσαλονίκη, την είχαν κρατήσει οι Γερμανοί. Την Αθήνα την είχαν οι Ιταλοί, από κάτω, και τη Δυτική Μακεδονία την είχαν οι Ιταλοί. Οι Βούλγαροι είχανε πάρει την Ανατολική Μακεδονία όλη εκεί πέρα, μέχρι τη Θράκη και ένα μέρος στα σύνορα με την Τουρκία τα είχανε πάρει πάλι οι Γερμανοί, εκεί πέρα μέσα. Έτσι είχε γίνει ο καταμερισμός τότε της Ελλάδος. Τα νησιά τα είχανε οι Ιταλοί, τα δεξιά νησιά, αλλά και τα άλλα, από δω: ήταν η Ρόδος, αυτά και λοιπά, τα οποία ήταν ιταλικά από τότε και είχανε και... νομίζω ήταν οι Ιταλοί σε όλα τα νησιά εκεί. Μετά πήγαν οι Γερμανοί. Αρχίζουν τα σχολεία τώρα, τον Σεπτέμβριο. Οι Γερμανοί έχουν επιτάξει το 3ο Γυμνάσιο, είμαστε στο 3ο Γυμνάσιο εμείς εδώ, το έχουνε πετάξει και δεν ξέρω πού είναι οι μεγάλες τάξεις. Οι μεγάλες τάξεις είναι στο παράρτημα και εμάς μας έχουνε βάλει σ' ένα δημοτικό σχολείο στην Αγίου Δημητρίου. Εκεί που είναι ένας φούρνος στην Αγίου Δημητρίου τώρα; Δηλαδή, στην Αγίου Δημητρίου ήταν το παράρτημά μας απ' την κάτω μεριά. Ιουλιανού με Αγίου Δημητρίου, εκεί δεν είναι ένα σχολείο;
Ναι, ναι.
Εκεί, σ’ εκείνο το σχολείο μας είχανε βάλει. Λοιπόν και πηγαίναμε εκεί εμείς μία περίοδο. Οι κινηματογράφοι αρχίσαν να λειτουργούν, «ο Ορφέας» και λοιπά εκεί. Εκεί αρπάξαμε τις ψείρες. Βέβαια, είχαμε γεμίσει. Όταν ήρθε ο στρατός απ' την Αλβανία, εμάς γέμισε ψείρες. Οι Γερμανοί... σαπούνια τέτοια εξαφανίστηκαν, δεν είχε... σιγά σιγά άρχισαν να εξαφανίζονται διάφορα είδη. Ακόμη δεν άρχισε η μεγάλη πείνα και σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, το σχολείο μας πρέπει να έκλεισε κατά τον Νοέμβριο, πιθανόν να έχει κλείσει το σχολείο, δηλαδή βγάλαμε την τάξη, ας πούμε, σε μερικούς μήνες ή τη βγάλαμε σε συνέχεια, αρχές του ‘42 πιθανόν, την τρίτη τάξη γυμνασίου, που ήταν πρώτη ουσιαστικά του παλιού, του εξατάξιου.
Και μετά αρχίζει η πείνα, η δυσκολία να βρούμε. Εν τω μεταξύ, έρχεται ο θειός μου εμένα από το μέτωπο, έχει ‘ρθει στο σπίτι μας τώρα, έχει ‘ρθει, εμένα έχει πεθάνει η μητέρα μου, ήταν ο πατέρας μου και εγώ μέσα. Ήρθε, την αδερφή της μητέρας μου με την πεθερά του την έφερε στο σπίτι, ήρθε και ο κουνιάδος του, ας πούμε, από το μέτωπο και νοίκιασε και το διπλανό σπίτι και μένανε εδώ πέρα μέσα. Μέναμε εδώ πάνω αυτή την περίοδο. Και ενώ δουλεύανε τρεις στο σπίτι, δούλευε ο πατέρας μου, δούλευε ο θείος μου, δούλευε και η θειά μου, η οποία ήτανε... σε φούρνο δούλευε, άρχισαν να μην έχουνε... Μισοείχανε δουλειά, αλλά άρχισαν να μην υπάρχουν τρόφιμα. Δεν έβλεπες στην αγορά. Μας δώσαν δελτία, για να ψωνίζουμε, πηγαίναμε και ψωνίζαμε στον φούρνο. Αν έφερνε ψωμί, παίρναμε με το δελτίο. Το ψωμί που παίρναμε, είχαμε φτάσει σ' ένα σημείο να παίρνουμε τη μπομπότα, που λέγανε, ήταν ένα κομματάκι τόσο εδώ για έξι άτομα, με τόσο φάρδος από κάτω και δεν ήτανε σαν ψωμί. Ήτανε —άσε, μην συζητάς— χάλι. Αυτό το πράγμα ήτανε για έξι άτομα, τώρα να το φας. Και έπαιρνα και του καθηγητή δίπλα, το οποίο του το έδινα εδώ, γιατί και αυτός ο άνθρωπος, ας πούμε, δεν είχε τη δυνατότητα. Αυτός είχε —μία παρένθεση— είχε παντρευτεί. Λεγόταν Σκλαβούνος. Ο πατέρας του είχε δείξει μια υπέροχη στάση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ήταν πρύτανης, με τους Γερμανούς τότε. Ο ίδιος είχε παντρευτεί μία Εβραίισα, τη γυναίκα του Lessing, ενός από τους φιλοσόφους —έχει εγκυκλοπαίδεια και αυτουνού το όνομα, είναι δυο-τρεις Lessing φιλόσοφοι—, φιλόσοφος, τον οποίο τον δολοφόνησε ο Χίτλερ, Αυστριακός, το ’43. Και τώρα οπωσδήποτε αυτός εδώ έκανε αγώνα, για να κρατήσει τη γυναίκα του, να μην την —είχε τρία παιδιά— να μην την πάρουν οι Γερμανοί, να μην την… Και επειδή είχε φίλο τον Βιζουκίδη, φαίνεται κατάφερε να τη γλιτώσει. Ο Βιζουκίδης ήτανε ο... δεν ξέρω αν έχεις ακούσει γι' αυτόν. Καθηγητής, ο Φον Βιζουκίδη τον έλεγαν ο κόσμος. Ήτανε καθηγητής, νομίζω τον είχανε κάνει και πρύτανη εδώ, στο πανεπιστήμιο. Ήταν στην υποδοχή των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη ο Δήμαρχος, δεν θυμάμαι πώς λεγόταν τότε, ο Φον Βιζουκίδης και ο δεσπότης, μου φαίνεται, είχανε πάει και υποδέχτηκαν τους Γερμανούς στην είσοδο της πόλης, όταν μπαίνανε μέσα εκεί. Λοιπόν, μέχρι τελευταία υπήρχε η οδός Βιζουκίδη στις Σαράντα Εκκλησιές, παρόλο που ήταν δωσίλογος, παρόλο που είχε όλα αυτά τα πράγματα και ευτυχώς επί δημαρχίας Μπουτάρη, νομίζω, κατάφεραν με επιμονή συμβούλων και λοιπά, για να βγάλουν το όνομά του από εδώ πέρα. Δηλαδή, ήταν ντροπή για την πόλη να υπάρχει το όνομα του Βιζουκίδη. Όπως και του... Πώς λεγόταν ο άλλος; Αργυρόπουλος; Όχι. Διοικητής Βορείου Ελλάδος, Χρυσοχόου, Διοικητής Βορείου Ελλάδος επί Γερμανών, το οποίο είχαν οδό Χρυσοχόου, είχαν μέχρι τελευταία και το ξήλωσαν το όνομα και έγιναν και δικαστήρια γίναν για την ιστορία αυτή. Λοιπόν, αυτά είναι εν παρενθέσει τώρα. Έρχεται η πείνα, έρχεται και το κρύο, λείπουνε και τα ξύλα. Όλα αυτά τα πράγματα, τροφοδοσίας του κόσμου, και ο κόσμος να πεθαίνει συνέχεια, γιατί δεν είναι... Σηκώνεται ο κόσμος, αρχίζει να πηγαίνει στα χωριά, να πουλάει πράγματα στα χωριά. Ό,τι βρισκόταν να πουλάει εκεί. Οι Εβραίοι ειδικά, οι οποίοι δεν είχαν επαφές και με τα χωριά, πεινάσαν ακόμη περισσότερο, κυρίως οι φτωχές συνοικίες των Εβραίων. Στον Βαρδάρη ήταν η Ραμόνα, μια περιοχή λεγόταν Ραμόνα, και εκεί ήταν οι φτωχές συνοικίες των Εβραίων. Εκεί γίνεται εκεί. Γι’ αυτούς γράφει και ο Ιωάννου, ο Γιώργος αν έχεις, ο οποίος ήταν συμμαθητής μου ο Γιώργος.
Αλήθεια;
Ναι, εδώ στο 3ο Γυμνάσιο είναι και καταφέραμε στο τέλος να το βάλουμε «Γιώργο Ιωάννου», να ονομαστεί το γυμνάσιο, το 3ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης. Λοιπόν, τελευταία έχει γίνει με το ιστορικό αρχείο του αυτουνού, του Μαλαμίδη. Δεν ξέρω αν τον έχεις ακουστά τον Μαλαμίδη.
Ναι.
Τον γνώρισες;
Το έχω ακουστά το αρχείο.
Ναι, πέθανε ο Μαλαμίδης, έχει πεθάνει. Πέρσι πέθανε από καρκίνο. Λοιπόν, μία τρομερή ιστορία με τους Εβραίους, πεινάσανε πάρα πολύ. Το ‘42 γίνεται ένα συσσίτιο, τα παιδιά των καπνεργατών, το πρώτο που γίνεται, και είμαστε στις Γαλλίδες καλόγριες, μας στέλνουν εκεί. Λοιπόν, εκεί με πηγαίνει η θεία μου, η οποία είχε τελειώσει το σχολείο των καλογραιών. Από εκεί πήγαμε πρώτη μέρα, ήταν Δευτέρα, Φεβρουάριος. Ο χειμώνας έπιασε από τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων και τελείωσε σχεδόν μέχρι όλο τον Ιανουάριο. Ο Φεβρουάριος ήταν με βροχές και ήτανε χάλια, αλλά κρύο. Εγώ έχω δει —μία μέρα, κατεβαίνοντας κάτω— έχω δει -16 βαθμούς τότε. Καταλαβαίνεις τι γινότανε. Κρύο από τη μία μεριά, φαΐ καθόλου από την άλλη, και η ψείρα, η οποία είχε γίνει το κάτι άλλο. Εγώ δεν ήξερα τι θα πει ψείρα και είχε έρθει μία μέρα επίσκεψη ένας θείος μου και είχα μία μπλούζα έτσι σκούρα μπλε και βλέπω βγαίνει ένα άσπρο πράγμα από εδώ, βγαίνει από κει, μπαίνει εκεί. Πηγαί[00:30:00]νω, βγάζω τη μπλούζα μου και τι να δω; Γεμάτο ψείρες μέσα, είχα γεμίσει! Τώρα απ' το σινεμά ήτανε, από... Γιατί και στο σινεμά που πηγαίναμε, γεμάτο ψείρες ήταν κι εκεί πέρα μέσα. Άρχισε η γιαγιά μου να πλένει, να κάνει, να ζεματάει, τις ζεματούσαν περισσότερο. Άσε, μην συζητάς, ώσπου να ξεψειριάσουμε, είδαμε και πάθαμε εκεί πέρα! Λοιπόν, και πηγαίνω πρώτη μέρα τώρα στο συσσίτιο, Φεβρουάριος. Είχε... λέει: «Μην φύγετε —λέει—, από αύριο είναι να μπει —ήταν στον κατάλογο, ήμουν στον κατάλογο, από την επόμενη μέρα θα πήγαινα εγώ—, αλλά περιμένετε, μήπως περισσέψει κάτι». Και πραγματικά περίσσεψε. Κι έφαγα το αρχαιότερο και ωραιότερο φαγητό του κόσμου —έτσι;—, που το έχει γράψει και η ιστορία. Ποιο είναι αυτό;
Ποιο είναι;
Δεν έχεις ακούσει απ' τα θρησκευτικά και λοιπά; Τις φακές. Δεν ξέρεις την εβραϊκή ιστορία; Δεν κάνατε στο σχολείο εσείς την Παλιά Διαθήκη. Ο Ισαάκ είχε δύο παιδιά: τον Ησαύ και τον Ιακώβ. Λοιπόν, ο Ησαύ ήταν ο μεγαλύτερος και θα του 'δινε τα πρωτοτόκια. Ο Ισαάκ δεν έβλεπε όμως —είχε πάθει αυτό που έχουνε... ωχρή κηλίδα φαίνεται είχε βγάλει—, λοιπόν, και η μάνα, για να βάλει τον αυτόν, του έβαλε μία προβιά. Ο ένας ήταν μαλλιαρός, ο άλλος δεν ήτανε μαλλιαρός, ο Ιάκωβος, ο Ιακώβ. Λοιπόν, βάζει τον Ιακώβ την αυτή, ο Ησαύ τι κάνει; Πεινούσε, είχαν φακές, και του λέει: «Ε, να φάω, πεινάω» λέει και λοιπά. «Θα μου δώσεις τα πρωτοτόκια» λέει. «Θα σ’ τα δώσω» του λέει. Λοιπόν, και για ένα πιάτο φακή πούλησε τα πρωτοτόκια. Κι έτσι έχουμε τον Ιακώβ, τον πρόγονο, ας πούμε, των άλλων εκεί πέρα Εβραίων, που ακολούθησαν στην Αίγυπτο μετά. Λοιπόν, και είναι το ωραιότερο φαγητό του κόσμου είναι αυτό. Και είχε φακές εκείνη τη μέρα. Και είχε και μαύρο ψωμί εκείνη τη μέρα. Και είχε και ελιές εκείνη τη μέρα. Και μου δώσανε, έφαγα και είχαμε ένα τενεκεδάκι, αυτό, με καπάκι ήτανε, όχι τενεκεδάκι, ήτανε μία κατσαρολίτσα. Έβαλα, λέω: «Να φέρω και στη γιαγιά μου εδώ», έβαλα και φακές και τις έφαγε η γιαγιά μου. Λέω: «Γιαγιά φάε εδώ τώρα» και πήγαινα κάθε μέρα μετά και τρώγαμε, εκείνη την περίοδο τρώγαμε για μία περίοδο εκεί. Δεν ξέρω πόσους μήνες έφαγα, όχι πολλούς, αλλά μερικούς μήνες, τέσσερις-πέντε μήνες τουλάχιστον. Μετά άρχισε κάπως να στρώνει η αυτή, γιατί παρουσιάστηκε τούτο εδώ το φαινόμενο: Οι Γερμανοί είχανε πάρει όλη τη σοδειά, είχαν αγοράσει όλα τα μαγαζιά, όλες τις σοδειές που είχανε και τις 'στείλαν στη Γερμανία, επάνω και είχε μείνει ο κόσμος και πείνασε, δεν είχε. Την επόμενη χρονιά, αρχίζουν και παρουσιάζονται οι οργανώσεις του ΕΑΜ. Εκεί γίνεται η μεγάλη μεταστροφή στην Πελοπόννησο. Η Πελοπόννησος ήταν το κέντρο των λαϊκών, των δεξιών θα λέγαμε. Η βασιλική οικογένεια και όλοι αυτοί οι κοτζαμπάσηδες και λοιπά ήταν εκεί. Και ήταν όλοι δεξιότατοι. Αλλά τι γίνεται; Πάει το ΕΑΜ και τους λέει: «Μαζέψτε τα!». Οι άλλοι κάναν μία υπηρεσία με απόστρατους αξιωματικούς και δικούς τους ανθρώπους, για να μάσουν τα σιτηρά. Βάλανε γεωπόνους, αυτούς και λοιπά, μια υπηρεσία —δεν θυμάμαι πώς λεγόταν τώρα, θα σ’ το θυμηθώ κάποια στιγμή— και μαζεύανε τα σιτηρά. Και λέγανε τα σιτηρά και λοιπά, οι χωρικοί τα κρύβανε, τους έλεγε: «Kρύψτε τα!». Τα κρύβανε οι άλλοι, τα μάζευαν τα σιτηρά και εκεί άρχισε να γίνεται ο ξεχωρισμός πια του κόσμου. Λέει: «Για σταθείτε, τι κάνετε; Θα μας πάρετε τα φαγητά, να μην έχουμε να ζήσουμε;» και ξεχώρισε και έγινε ο διαχωρισμός από εκεί. Και τη δεύτερη φορά αρχίσαμε να έχουμε λίγο περισσότερα. Άρχισε να έρχεται η βοήθεια απ' το εξωτερικό μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Εδώ ερχόταν ένα καράβι, το «Κουρτουλούς», αν έχεις ακούσει τη λέξη «Κουρτουλούς». Τούρκικο, ερχότανε μέσω του Ερυθρού Σταυρού, ερχότανε και μας έφερνε τότε αρακά, έφερνε ρεβύθια, έφερνε φασόλια, όσπρια μας είχε φέρει. Και μετά βούλιαξε το καράβι, το βουλιάξανε τώρα οι Εγγλέζοι με υποβρύχιο. Δεν ξέρω γιατί, ας πούμε, το βουλιάξανε. Αυτά είναι μέχρι ένα σημείο της κατοχής, έτσι; Μέχρι αρχές του ‘42. Με τα συσσίτια τα οποία έγιναν, εκτός από το δικό μας που ήταν των καπνεργατών, τα παιδιά των καπνεργατών... Και εδώ είναι το περίεργο, δεν θυμάμαι τώρα αν είχαμε και παιδιά Εβραίων, γιατί είχε πάρα πολλούς καπνεργάτες Εβραίους, πάρα πολλοί ήτανε καπνεργάτες. Δεν θυμάμαι την περίπτωση τέτοια. Ίσως και η παρέα να ήταν, γιατί ήμασταν λίγα παιδιά, περιορισμένα εκεί που είχαμε παρεούλες. Πάντως μετά, με κινητοποιήσεις που έγιναν απ' τον κόσμο, άνοιξαν πάρα πολλά συσσίτια για τα παιδιά στη Θεσσαλονίκη. Σε πολλά σχολεία άνοιξαν συσσίτια και τα παιδιά πήγαιναν και τρώγανε, παίρναν το κατσαρολάκι τους και παίρναν το φαγητό και το πήγαιναν στο σπίτι και τρώγανε. Δηλαδή, κάπως άρχισε να ισορροπεί το σύστημα. Η τρομερή πείνα του ‘41, που πέθαινε κόσμος συνεχώς, άρχισε να υποχωρεί. Έφυγε εκείνο το κύμα, με δυσκολίες, βέβαια, στην αγορά και λοιπά, αλλά και με δελτίο. Είχαμε δελτίο αγοράς τότε, δεν υπήρχε… Έπρεπε να πάρεις πόσο ψωμί δικαιούσαι, πόσο από όλα τα είδη.
Έχετε εσείς εικόνα από ανθρώπους που τότε πεινούσανε, ήταν σε άσχημη κατάσταση πολύ;
Ναι, κοίταξε, σου έχω πει και προηγουμένως, που είδα στο συσσίτιο μας απ' έξω. Εμείς ήμασταν στην οδό Καθολικών, το συσσίτιο το γαλλικό. Πίσω απ' την οδό Φράγκων είναι η Φραγκοκλησιά, αν έχεις υπόψη σου, από πίσω είναι η οδός Καθολικών. Εκεί στο χαμηλό ήτανε παλιά και μετά μας πήγανε στο κτίριο το μεγάλο, ένα μεγάλο κτίριο με μεγάλη αίθουσα και τραπεζαρία και τρώγαμε εκεί όλοι μαζί. Εκεί έξω είχε κάδους από σκουπίδια και είδα Εβραίους να τρώνε τις πέτσες από πατάτες, πατατόφλουδες, οι οποίες βρομοκοπούσαν, τις έριχναν εκεί άλλοι μέσα, και τρώγανε και ωμές ακόμη πέτσες, τέτοια πείνα! Είχε πολύ μεγάλη πείνα, ειδικά στις περιοχές των Εβραίων. Και σε δικές μας περιοχές. Η Αθήνα, βέβαια, είχε ακόμη περισσότερο, γιατί δεν είχανε χωριά. Εμείς, πάρα πολλοί δικοί μας φεύγαν στα χωριά και φέρνανε και γινότανε μάλιστα στις επιστροφές έλεγχος από τους Γερμανούς και γίνονταν κατασχέσεις. Δηλαδή, πήγαινε ο άλλος, έπαιρνε ένα τσουβάλι στάρι, για να το φέρει. Πούλαγαν ραπτομηχανές, πουλάγαν ό,τι θέλεις στο χωριό, για να πάρουν αυτά και είχε και ελέγχους γερμανικούς, Γερμανούς, με συνεργάτες τους, οι οποίοι τα κατάσχεσαν αυτά και —καταλαβαίνεις τώρα— ήτανε... οι δυσκολίες συνεχίζονταν.
Αλλά είχε αρχίσει το ‘42 να ανεβαίνει η κατάσταση. Τότε ακριβώς εγώ, εμείς μπήκαμε σε μία οργάνωση απελευθερωτική λεγότανε, Πατριωτικό Ελληνικό Κίνημα, ΠΕΚ, λοιπόν στην οποία ήμασταν μια παρεούλα εδώ. Ο ένας είχε επαφή με έναν κάτω και από κει πήρε, έναν πρώην γραμματέα, Πολιτόπουλος λεγόταν, της κοινότητας του Αγίου Παύλου. Ήταν Πελοποννήσιος αυτός. Λοιπόν και έφερνε, μας έφερνε κάτι προκηρύξεις τυπωμένες, σαν από τυπογραφείο, θαυμάσια και λοιπά εκεί και μοιράζαμε προκηρύξεις. Είχαμε φτάσει, καμιά φορά μοιράζαμε μέχρι, σχεδόν μέχρι το «Κουλέ Καφέ» κάτω. Και εκείνο που είχα εγώ με έναν μαζί κάναμε αυτό, γράφαμε —οι δυο μας ουσιαστικά τα μοιράζαμε, γιατί οι άλλοι που μας τα φέρνανε αυτά δεν είχαν ανακατευθεί καθόλου— γράφαμε στους τοίχους: «Θάνατος στους Γερμανούς», «Θάνατος», ό,τι μας ερχότανε γράφαμε εκεί σ' αυτό. Και ήταν δύσκολο να γράψεις τότε, με μπλε μπογιά τα γράφαμε εμείς, γιατί είχε πολλά σπίτια, τα οποία οι τοίχοι τους ήταν ανώμαλοι. Άντε να γράψεις τώρα. Παρόλα αυτά τα καταφέραμε, είχαμε γεμίσει τον τόπο με… και φαινόταν ότι υπάρχει μία γερή οργάνωση, η ΠΕΚ, Πανελλήνιο Ελληνικό Κομιτάτο. Λοιπόν, δεν είχε γίνει η ΕΠΟΝ τότε ακόμη υπήρχαν όμως... υπήρχε το ΕΑΜ, υπήρχε το ΕΛΑΣ, είχε δημιουργηθεί ο ΕΛΑΣ. Τι άλλο ήταν εκείνη την περίοδο τώρα, που κάτι είχα ξεχάσει να σου π. Δεν θυμάμαι. Α! Η στάση μας με τους Γερμανούς που ήταν εδώ. Με τους Γερμανούς... οι Γερμανοί δεν είχαν επαφή καταρχήν με τον κόσμο, μεγάλες επαφές. Ήταν τμήματα τα οποία έρχονταν και φεύγανε ουσιαστικά, εκτός απ' τη gestapo, η οποία ήταν εδώ πέρα. Η gestapo ήτανε στην οδό Τσιμισκή, περίπου στο ύψος μεταξύ Αγίας Σοφίας, λίγο αριστερότερα, απ' την κάτω μεριά του δρόμου, εκεί ήταν περίπου τα γραφεία της gestapo, έτσι. Μετά είχαν τούτο δω, υπήρχαν τα τραμ. Το πρώτο βαγόνι ήτανε μόνο για Γερμανούς, όπως ήταν στην Αμερική για τους μαύρους και λοιπά, απαγορευόταν να μπεις στο τέτοιο. Και υπήρχε ένα παράδειγμα. Εμείς είχαμε έναν γνωστό τον.... πώς λεγόταν μωρέ να δεις; Αχ! Δελή... όχι Δεληδημήτρης, όχι, όχι, όχι. Ο οποίος ήτανε γερμανόφιλος τρομερός. Και πήγε μία μέρα να μπει στο βαγόνι εκείνο. Μπαίνει μέσα, τρώει μια κλωτσιά, βρέθηκε, στο πεζοδρόμιο βρέθηκε, του ‘φυγε, η γερμανοφιλία, του’ φυγε... εκείνη την ώρα. Αυτά είναι μερικά χαρακτηριστικά που γινόντουσαν συνήθως εκείνη την περίοδο. Το ‘42 άρχισε να προχωράει σιγά, άνοιξαν τα σχολεία. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να πηγαίνουμε σχολείο, δηλαδή. Μετά το συσσίτιο ερχόμουν στο σχολείο τώρα ή πριν από το συσσίτιο, είχα και το κατσαρολάκι μαζί, το γέμιζα και ερχόμουνα στο σπίτι μετά, εδώ ετρώγαμε. Α, όχι, τρώγαμε και εκεί, ναι, τρώγαμε και εκεί πέρα μετά. Τι άλλο τώρα μέσα απ' το ‘42 που έγινε, έτσι χαρακτηριστικό; Εν τω μεταξύ, μαθαίναμε τι γίνεται και λοιπά. Πηγαίναμε σινεμά και βλέπαμε εκείνες τις γερμανικές τις[00:40:00] στρατιές να προελαύνουν μες στη Ρωσία, όταν άρχισε ο πόλεμος του ‘41, και να βλέπουμε εκείνες τις χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες των Ρώσων αιχμαλώτων. Είχανε πιάσει τότε πολύ στρατό. Από ό,τι διάβασα μετά κι αργότερα, είχαν γίνει οι εκκαθαρίσεις τότε με τον Τσοχατζέφσκι. Ο Τσοχατζέφσκι ήτανε, αν έχεις υπόψη σου, Υφυπουργός Εθνικής Αμύνης της Ρωσίας, Αξιωματικός του τσαρικού στρατού, ο οποίος πολέμησε στην επανάσταση και πολέμησε... αναδείχθηκε πολύ γερός. Λέγανε ότι είναι ο Ναπολέοντας του 20ου αιώνα, μυαλό τέτοιο. Είχε δει, δηλαδή, αυτός, είχε δει της αποβιβάσεις με αεροπλάνα και βλέποντας αυτός την περίπτωση του Χίτλερ, πώς οπλίζεται και λοιπά, καταλάβαινε ότι πάει για πόλεμο, φαινότανε, δηλαδή, ξεχώριζε αυτό το πράγμα απ' το ‘38. Έκανε τις παραγγελίες του ρωσικού στρατού, τον οπλισμό σε αντιαεροπορικά και σε αντιαρματικά όπλα. Όταν γίνεται η σκευωρία εναντίον του και τον δικάζουνε σε θάνατο και τον εκτελούν στις μεγάλες δίκες της Μόσχας, τότε γυρίζει και η αυτή των οπλισμών και γυρνάνε σε κλασικά πια όπλα, δηλαδή να κάνουν αεροπλάνα και να κάνουν τέτοια. Λοιπόν, αν είχανε τον οπλισμό του Ντοστογιέφσκι δεν θα μπορούσε να περάσει τανκς γερμανικό μέσα, θα τους είχαν ρημάξει οι Ρώσοι. Λοιπόν, δεύτερο γίνεται τούτο εδώ. Με την εκκαθάριση του Τσοχατζέφσκι εκκαθαρίζουνε, γιατί ήτανε και διοικητής, διηύθυνε τη στρατιωτική σχολή της Ρωσίας αυτός, αξιωματικούς πάνω από ταγματάρχη και συνταγματάρχη τους είχαν εξορίσει, τους είχαν εξαφανίσει. Και έβλεπες τώρα να φτάνει λοχαγός και να διοικεί μεραρχία. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί τώρα, καταλαβαίνεις, ένας μέραρχος ήξερε τι θα κινήσει τη μεραρχία, πώς θα την πάει και λοιπά. Ένας λοχαγός δεν μπορούσε να τα ξέρει αυτά τα πράγματα. Και βρέθηκαν οι άνθρωποι και πιάστηκαν χιλιάδες αιχμάλωτοι, πιάστηκαν εκατομμύρια, ένα-ενάμισι εκατομμύριο πιάστηκαν αιχμάλωτοι εκεί πέρα μέσα. Και προχωρούσαν, αφού οι Γερμανοί μέναν έκπληκτοι πώς προχωρούν τόσο εύκολα προς τη Μόσχα και μετά κάναν τη στροφή για κάτω, για το Stalingrad, να πιάσουν για τα πετρέλαια, να κατέβουν κάτω. Αυτά τώρα τα μαθαίναμε, ό,τι μαθαίναμε, από τον κινηματογράφο και κυρίως από το γερμανικό περιοδικό. Λοιπόν, εκείνη την περίοδο έβγαινε κι ένα γερμανικό περιοδικό εδώ, ερχόταν κι εδώ, σε όλη την Ευρώπη έβγαινε το ίδιο περιοδικό, στην ελληνική γλώσσα εδώ, λεγόταν Σύνθημα. Τώρα πώς μας το μοίραζαν δεν θυμάμαι τώρα αυτό, πώς μοιραζόταν αυτό το περιοδικό. Αλλά αργότερα, δηλαδή τα τελευταία χρόνια, είδα μέσα στο περιοδικό τούτο δω: Γάλλοι εθελοντές για το ανατολικό μέτωπο γινόντουσαν Γερμανοί. Ολλανδοί εθελοντές, Βέλγοι εθελοντές, Ούγγροι εθελοντές, όλες, όλες, όλες οι χώρες, πλην της Ελλάδος. Και η Ελλάδα είχε τούτο εδώ το πράμα: το ‘43, μετά, άρχισε τις διαδηλώσεις. Ήδη είχε αρχίσει από το ‘42 ακόμη να γίνονται οι πρώτες διαδηλώσεις και ήταν η μόνη χώρα στην οποία γίνανε διαδηλώσεις την περίοδο της κατοχής, δεν είχε γίνει πουθενά αλλού. Στην Ελλάδα έγινε η πρώτη απεργία το ’41, όταν οι μισθοί —αυτό που ήθελα να σου πω— δεν φτάνανε ούτε για δέκα μέρες. Άρχισε, είχε αρχίσει ο πληθωρισμός. Πληθωρισμός τρομερός δηλαδή, έτσι. Περίπτωση ενός φίλου μου, ο οποίος μας έλεγε, μετά δηλαδή από χρόνια, πήγε να πάρει ένα ζευγάρι παπούτσια. «Πόσο κάνει;» «100... 2.000». Λοιπόν, «Α —λέει— ο άλλος το έχει πιο φθηνά, πάω στον άλλον». Πάει στον άλλον, το βρίσκει 2.500. «Τι λες μωρέ —λέει—, ο άλλος το’ χει δύο από εκεί πέρα». Πηγαίνει στων δύο, το έχει κάνει τρεις. Δηλαδή, σε ελάχιστες ώρες ανέβαιναν οι τιμές με τέτοια ταχύτητα. O πληθωρισμός ήτανε ανεξέλεγκτος από κει κάτω. Το μόνο σταθερό που υπήρχε τότε ήταν η χρυσή λίρα. Όσοι βρίσκανε χρυσές λίρες, είχανε το... Λοιπόν, το ‘42 λοιπόν πέρασε με αυτό τον τρόπο, με προελάσεις του γερμανικού στρατού προς τη Ρωσία και εκεί οι εφημερίδες αυτό δείχνανε τότε που περνούσε. Και εμείς εδώ, είχαν αρχίσει σιγά-σιγά να στήνονται οι οργανώσεις, διάφορες. Και οι οργανώσεις δεν αρχίσαν, για να κάνουμε οργάνωση, αρχίσαν με το να κάνουμε κίνηση για τα συσσίτια, κίνηση για εκείνο, με κινητοποιήσεις του κόσμου σε προβλήματα που ήταν ζωτικά, για τη ζωή, την ίδια τη ζωή των ανθρώπων. Περνάμε το ‘42, εμείς πηγαίναμε σχολείο, εν τω μεταξύ, στο γυμνάσιο. Ξαναγυρνάμε το ‘42 ή το ‘43 στο γυμνάσιό μας, το κεντρικό εδώ πια, και είμαστε —θα σου δείξω και φωτογραφία του... δεν έχω τώρα, θα σου δείξω φωτογραφία, μισογκρεμισμένο, όταν το είχαν... ήταν να το γκρεμίσουν στο τέλος το γυμνάσιο— εμείς ήμασταν στην κάτω τάξη, όπως μπαίνουμε μέσα, αριστερά. Δεν ξέρω αν το θυμάσαι το 3ο, δεν μπορεί να το πρόλαβες. Ήτανε δύο πατώματα, από δύο αίθουσες κάτω, μία κάτω, μία αριστερά και απάνω είχε άλλες δύο αίθουσες, μου φαίνεται, τέσσερις-πέντε αίθουσες, ήταν μεγάλες στο αυτό. Και οι μαθητές ήμασταν περίπου σαράντα-πενήντα παιδιά μέσα σε κάθε τάξη τότε εκεί. Συνεχίζουμε τα μαθήματα, οι καθηγητές δεν είχανε καμία εκδήλωση φανερή εκεί με τους αυτούς. Το μόνο που έγινε τότε, όταν μπήκαν οι Γερμανοί, πήγανε κάτι δικοί μας φαλαγγίτες, φαλαγγίτες ήταν οι της ΕΟΝ, οι αυτοί που ντυνόντουσαν [Δ.Α.] λεγόταν φαλαγγίτες. Και τον πρόδωσε, πρόδωσαν τον γυμνασιάρχη για μασόνο. Λοιπόν, ήτανε μασόνος ο γυμνασιάρχης, ένας αριστοκράτης έτσι, ας πούμε και λοιπά, και τον βάλαν φυλακή μερικούς μήνες και τον κράτησαν οι Γερμανοί φυλακή. Τότε οι Γερμανοί είχανε και το αντιιμπεριαλιστικό, όχι, αντικαπιταλιστικό σύνθημα. Μια μερίδα ήταν του Ρεμ και λοιπά και έτσι είχε προσελκύσει και τον κόσμο της αριστεράς και τον είχανε πάρει αυτοί μαζί τους εκεί πέρα μέσα. Και υπήρχε ακόμη αυτό το βλέμμα, μετά τον άφησαν βέβαια, δεν λογάριαζε. Δρόσος λεγόταν ο γυμνασιάρχης αυτός.
Ενότητα 4
1942-1943: η δράση αντιστασιακών οργανώσεων στη Θεσσαλονίκη, ο διωγμός των Εβραίων και η ιστορία του Γερμανού λιποτάκτη
00:46:16 - 01:13:26
Προχωράμε ‘43, προχωράμε και τις τάξεις, κάνουμε εξετάσεις, περνάμε. Το ‘43, ναι, το ‘43 γίνεται η ΕΠΟΝ, τον Φεβρουάριο του ‘43, 23 Φεβρουαρίου. Είχαμε και γιορτή τώρα, πότε; Σήμερα 22;
Σήμερα 23.
23, σήμερα είναι η γιορτή της ΕΠΟΝ. Η επέτειος... ‘43 μέχρι τώρα, πόσα χρόνια είναι; Ογδόντα...
Είναι εβδομήντα εννιά, αν δεν κάνω λάθος;
Όχι, ‘43, ογδόντα τρία. Α ναι, ογδόντα εννιά, εβδομήντα εννιά. Ογδόντα χρόνια γίνεται του χρόνου. Ναι, βέβαια, από την ίδρυση της ΕΠΟΝ. Ήδη μαθαίνουμε για τα αντάρτικα που μαζεύει, ήδη μαθαίνουμε για τις ήττες που έχει ο Μουσολίνι, γιατί στην αρχή οι Εγγλέζοι τον κυνήγησαν τον Μουσολίνι και κατέβηκε μετά ο Ρόμελ στη Μέση Ανατολή και λοιπά. Και είχε τούτο: «Amico benito —λέγανε, είχε βγει, ας πούμε, κυρίως από φοιτητές βέβαια αυτά βγαίνανε—, Africa finito, passato la fiesta, άσ’ τα και χέσ’ τα». «Passato la fiesta» είναι πέρασε η γιορτή, ας πούμε. Λοιπόν, και είχε αρκετά, έτσι, βγάζανε εκείνο τον καιρό. Αυτό. Μετά κατέβηκε ο Ρόμελ και σάρωσε τους Εγγλέζους. Έφτασε έξω απ' το Κάιρο, έτσι; Είχε φτάσει έξω απ' την Αλεξάνδρεια και εκεί ο κόσμος μάζευε τα πράγματά του για να… καίγανε τα αρχεία και λοιπά οι Εγγλέζοι, γιατί είχαν φτάσει εκεί και άρχισε με τον Μοντγκόμερι μετά. Εκεί πολέμησαν και οι δικοί μας οι... που είχανε φύγει από δω, όχι ο στρατός μόνο, αλλά είχανε φύγει πάρα πολύς κόσμος από τα νησιά και από την Αθήνα ακόμη και από εδώ, και από Θεσσαλονίκη είχανε φύγει. Πήγαιναν Τουρκία και από Τουρκία μετά κατέβαιναν κάτω για τη Μέση Ανατολή. Κι εκεί μπαίνανε στον στρατό και είχανε κάνει έναν σημαντικό στρατό. Είχαμε και το Ναυτικό εκεί πέρα μέσα, όλο σχεδόν το Ναυτικό ήτανε κάτω, στην Αίγυπτο. Είχε ένα τραγούδι που είχε βγει σχετικά: Αγία Κυριακή, Αγία του Φλεβάρη, Αγία Κυριακή. Ήταν ένα καράβι που το λέγαν «Αγία Κυριακή» και λοιπά, που τραγουδούσανε, φεύγανε, έπαιρνε κόσμο από δω, φόρτωνε από τον Πειραιά και τους πήγαινε μέχρι Τουρκία, ας πούμε, τάχα ψαράδικο και λοιπά. Και πήγαινε, πολύς κόσμος που είχε φύγει, είχε πάει εκεί. Kαι ήταν ένα αρκετά γερό σώμα, το οποίο πήρε μέρος και στις μάχες του Ελ Αλαμέιν, το ελληνικό. Μετά το στριμώξανε, έγινε το κίνημα του ‘43 που λένε εκεί και τους… ‘43 ή ‘44. Ναι, το ‘44 πρέπει να έγινε, το ‘44. Λοιπόν, προχωράμε τώρα παρακάτω. ‘43. ‘43, κανένα γεγονός μεγάλο...
Πριν προχωρήσουμε, να κάνω μία ερώτηση;
Ναι.
Στις πορείες, που μου είχατε πει, το ‘42—
Ναι.
Τέλη του ‘42, με τον πληθωρισμό, κατεβαίνετε εσείς;
Όχι. Εμείς δεν είχαμε πάρει... καταρχήν δεν συμμετείχαμε σε μεγάλα κινήματα, σε κινήματα τέτοια. Και εμείς σαν παρέα που ήμασταν εδώ το μόνο που κάναμε σαν αντίσταση ήταν αυτό, γράφαμε στους τοίχους και στην πατριωτική... Πατριωτικό Ελληνικό Κίνημα, ΠΕΚ, Κομιτάτο, Πατριωτικό Ελληνικό Κομιτάτο λεγότανε, μάλιστα, όχι κίνημα. Η λέξη «Κομιτάτο» θύμιζε την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα με το βουλγαρικό κομιτάτο, αυτά και λοιπά. Στην Ανατολική Θράκη —αυτό που ήθελα να σου πω— Ανατολική Μακεδονία, είχανε πάει οι Βούλγαροι και ένας κόσμος δικός[00:50:00] μας άρχισε να φεύγει. Και οι Βούλγαροι κάναν και το κορόιδο, όταν τα ζωηρά στοιχεία να φύγουνε από κει πέρα μέσα, γιατί στην περιοχή εκεί επικράτησε, οι ταμπέλες ήταν βουλγάρικες, τα πάντα, δεν υπήρχε τίποτα ελληνικό. Σχολεία κλείσανε, δεν έμεινε τίποτα από εκεί πέρα μέσα και απλώς αυτοί, ας πούμε, δεν είχαν την πείνα που περάσαμε εμείς, εκείνοι είχανε... Και ήρθαν τότε εδώ στη Θεσσαλονίκη. Είχε γεμίσει από πρόσφυγες από την Καβάλα, απ' τις Σέρρες, απ' τη Δράμα, από όλη την περιοχή εκεί είχε έρθει πάρα πολύς κόσμος. Και από Αλεξανδρούπολη ακόμη είχαν έρθει, γιατί μέχρι την Αλεξανδρούπολη ήταν οι Βούλγαροι, από εκεί και πέρα ήταν οι Γερμανοί, στον Έβρο. Λοιπόν, και είχαμε και στο σχολειό μας, είχαν έρθει πάρα πολλά παιδιά από αυτές τις περιοχές, από αυτές τις χώρες. Ήτανε... η Θεσσαλονίκη γέμισε τότε και όταν άδειασαν τα σπίτια των Εβραίων το ‘43, βάλανε μέσα πρόσφυγες που είχαν έρθει από εκεί. Μπήκαν μόνοι τους, βρήκαν άδεια σπίτια και μπήκαν μέσα και κατοίκησαν εκεί. Το ίδιο έγινε και με τα μαγαζιά μετά των Εβραίων. Το ‘43 ακριβώς αρχίζει η αυτή των Εβραίων. Τώρα δεν ξέρω αν βάλαν το άστρο, το βάλαν το ‘42 ή το βάλαν το ‘43. Τους βάλανε από ένα άστρο κίτρινο εδώ, τους Εβραίους, μεγάλο. Καν αν θα πας καμιά φορά —να πας— στο Μουσείο το Εβραϊκό. Πήγες;
Έχω πάει, ναι.
Τα είδες τα άστρα εκείνα που είχανε και τις αυτές που έχουν εκεί; Ναι. Τα ράβανε. Λοιπόν, όλοι οι Εβραίοι με τα άστρα. Δικοί μας τους πλησίασαν πολλοί. Έχει αναφέρει και ο Μάρκος Βαφειάδης στα απομνημονεύματα... Πήραν εντολή, πλησίασαν —γιατί είχε και Εβραίους κομμουνιστές ας πούμε— τους πλησίασαν να τους πούνε και λοιπά. Πολλοί, ορισμένοι βγήκανε, άλλοι δεν βγήκανε, γιατί ακολούθησαν τους συγγενείς τους, τους φίλους τους, την κατεύθυνση ολωνών. Σου λέει: «Θα πάμε όπου είναι να πάμε, όπου πάει ο λαός μας, θα πάμε κι εμείς» και δεν χωρίσανε. Αυτοί που μείνανε εδώ πέρα γλιτώσανε. Και αρχίζει μετά και ο διωγμός των Εβραίων, των φιλοεβραίων και λοιπά, και συλλήψεις. Τους βάλαν, καταρχήν, μετά τους βάλαν, αφού τους βάλαν τα άστρα, τους χώρισαν σε γκέτο. Ένα γκέτο είχε προς την Τούμπα, ένα είχε στη Ραμόνα, που λέμε. Η Ραμόνα είναι στην Πλατεία Βαρδαρίου, επάνω αριστερά, όπως ανεβαίνουμε για τον Λαγκαδά, ας πούμε, την οδό Λαγκαδά, εκείνο το κομμάτι, μία μεγάλη περιοχή ήταν η Ραμόνα και ήταν κυρίως Εβραίοι, κατοικούσαν εκεί. Αλλά Εβραίους είχε και σε άλλα μέρη της Θεσσαλονίκης, τους πιο εύπορους. Δηλαδή, ήταν στη Βασιλίσσης Όλγας, ωραία σπίτια και λοιπά εκεί, πλούσιοι Εβραίοι, είχε στη Συγγρού, είχε σε πάρα πολλά μέρη άλλα, είχε και Εβραίους έτσι, πιο ομαδικά. Στη Συγγρού ήταν —και είναι ακόμη— η χάβρα η εβραϊκή. Δεν ξέρω, την έχεις δει καθόλου; Έχεις μπει μέσα;
Ναι.
Tην έχεις δει; Ναι. Εγώ την έχω δει απέξω μονάχα, δεν έχω μπει μέσα. Λοιπόν, και αρχίζει μετά η κίνηση των Εβραίων. Αρχίζουν το ‘43 και διώχνουν τους Εβραίους.
Το θυμάστε εσείς;
Εγώ θυμάμαι μία περίπτωση. Ήμουνα εκεί που είναι το άγαλμα του Βενιζέλου περίπου, εδώ στο περίπτερο κοντά, και περνούσε μία φάλαγγα Εβραίων από την ανατολική πλευρά με τα αυτά και φεύγανε προς τα εκεί. Παγωμένοι βλέπαμε εμείς αυτό το πράγμα, δεν μας άρεσε καθόλου. Και πέρναγαν, αυτό ήταν το… Δηλαδή, μας είχε μείνει αυτή η εικόνα. Άλλοι, όμως, που ζούσανε και μέσα στην πόλη, είχανε τις ίδιες... βλέπανε, γιατί είχανε συνάφεια με τους Εβραίους. Οι Εβραίοι ήτανε η ψυχή της αγοράς εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη, ένα μέρος της, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της ήτανε οι Τούρκοι, πριν από την αυτή. Μετά ήταν οι Εβραίοι και μετά ήταν οι Έλληνες, από άποψη πληθυσμού, ας πούμε. Οι Εβραίοι είχαν τα εμπορικά καταστήματα και όλο το εμπόριο στην αγορά, το οποίο διατήρησαν και μετά. Η Θεσσαλονίκη λεγόταν «φτωχομάνα» και λεγόταν φτωχομάνα γιατί; Είχαν ένα αυτό οι Εβραίοι. Τότε οι πωλήσεις σε μεγάλο βαθμό γινότανε... είχανε μαγαζιά και λοιπά. Εκτός από τα μαγαζιά, είχαμε καροτσάκια, αυτά τα μεγάλα τα καροτσάκια, που τα σέρνουμε με το χέρι —αν τα πρόλαβες, πρέπει να τα πρόλαβες αυτά—, στα οποία φόρτωναν βερίκοκα, ας πούμε, έτσι; Τα έπαιρνε πενήντα λεπτά, τα πούλαγε ένα ευρώ, μια δραχμή —έτσι;— την οκά, μια δραχμή η οκά. Μόλις έπιανε το ο Εβραίος, τα υπόλοιπα δεν τα πέταγε ή να τα κάνει οτιδήποτε. Πενήντα λεπτά τα πήρε; Τριάντα λεπτά τα ‘δινε. Κατάλαβες; Δηλαδή, κάτω από το κόστος που είχε πάρει, γιατί ήταν όλο κέρδος πια ήτανε από κει και πέρα. Και αυτό γινόταν σε μεγάλη έκταση και σε πολλά προϊόντα. Είχε ονομαστεί η Θεσσαλονίκη... Σε πολλά, έβλεπες και σε φαγητά και σε τρόφιμα και σε όλα, γιατί δεν υπήρχαν τότε ψυγεία και τέτοια πράγματα να πεις θα τα αποθηκεύσεις. Αλλά ήταν και αυτό των Εβραίων, το οποίο ήταν σημαντικό. Βοήθησε, δηλαδή, τη Θεσσαλονίκη να αποκτήσει το όνομα «φτωχομάνα», γιατί ήταν πραγματικά... μπορούσε να ζήσει ένας φτωχός κόσμος από εκεί.
Και όταν τους είδατε εσείς στην Εγνατία, καταλάβατε, υποψιαστήκατε που τους πάνε;
Φεύγανε για το τρένο, ξέραμε ότι φεύγουνε.
Ξέρετε για πού;
Για πού όχι, δεν ξέραμε πού, φεύγαν. Όχι, νομίζω ήδη λέγανε: «Πάμε, ξέρω’ γω, στο...». Πώς λεγόταν το...
Το Άουσβιτς;
Όχι στο Άουσβιτς, όχι στο Άουσβιτς. «Πάμε στην…». Πώς λεγόταν μία περιοχή εκεί; Κρακοβία! «Πάμε για την Κρακοβία, —λέει τους είπαν— εκεί θα σας κάνουμε κράτος χωριστά, θα είστε μόνοι σας και λοιπά, θα είστε ωραία» κάτι τέτοια πράγματα τους λέγανε. Τους στριμώξαν στα βαγόνια και γινόταν μετά αυτό που έγινε εκεί. Λοιπόν, τότε άρχισαν περισσότερο να δουλεύουνε και οι οργανώσεις και μέσα στην πόλη σιγά-σιγά. Αρχίζουν οι πρώτες διαδηλώσεις. Άρχισαν το ’42, αν δεν κάνω λάθος, 25 Μαρτίου, δεν ξέρω αν βγήκανε, αλλά στις 28 Οκτωβρίου βγήκανε. Από τα πανεπιστήμια άρχισε η κίνηση αυτή. Στεφανώσανε αυτούς και λοιπά. Στην Αγιά Σοφιά είχε γίνει μία δοξολογία και βγήκαν εκεί πέρα. Φώναξε ένας: «Ζήτω η ελευθερία!», ξέρω ‘γω, κάτι συνθήματα μέσα οι φοιτητές και μετά κάνανε διαδήλωση κάτω στην Τσιμισκή. Λοιπόν, αυτά αναφέρονται σε ένα ντοκιμαντέρ που έχει... υπάρχει ένα ντοκιμαντέρ που το αναφέρει αυτό το πράγμα με λεπτομέρειες. Ο Γιάννης ο Τριάρχου τότε τα είχε δώσει περισσότερες πληροφορίες, γιατί ήταν αυτοί που τα οργάνωσαν. Εμείς τώρα δεν είχαμε... τότε εγώ ήμουνα δεκατέσσερα-δεκαπέντε χρονών, ας πούμε, δεν είχαμε καμία αυτή. Το μόνο που κάναμε ότι ακολουθούσαμε αυτό το πράγμα που μας... Όταν γίνηκε η πρώτη διαδήλωση, το ‘44, για την επιστράτευση... Το ‘44 ή το ‘43 ήταν αυτή τώρα; Το ‘43 ήτανε. Το ‘43 γίνεται η πρώτη διαδήλωση για την επιστράτευση. Λοιπόν, 25 Μαρτίου, πριν απ' τις 25 Μαρτίου, έρχονται στον αυλόγυρο του γυμνασίου μας κάτι φοιτητές. Το γυμνάσιό μας το είχανε σκάψει από κάτω και το είχανε κάνει σαν χαρακώματα για τους βομβαρδισμούς, δηλαδή να μπαίνει ο κόσμος εκεί πέρα μέσα. Κατά κάποιον τρόπο, δεν είχε από… έπρεπε να του πέσει η βόμβα πάνω εκεί, για να σκοτωθεί, αλλιώς τη γλίτωνε. Λοιπόν, βγαίνουν απ' τα αυτά κάτι φοιτητές συνεννοημένοι με την οργάνωση των μαθητών, τις μεγάλες τάξεις μέσα εκεί, και αρχίζουν και μας μιλάνε: «Ελευθερία!», το ένα, το άλλο και λοιπά, για τις 25 Μαρτίου. Αυτός που μας μίλησε ήταν ο Σωτήρης… Αχ να δεις πώς λέγεται μωρέ, να πάρει η ευχή! Πολύ γνωστός. Δεν θυμάμαι το όνομα. Καλά, θα το θυμηθώ το όνομα, θα σου πω. Λοιπόν, μας δώσανε μια ζωή στο αυτό. Κατέβηκε ο αντιγυμνασιάρχης επάνω που ήτανε, είχαμε... δεν είχαμε γυμνασιάρχη, κατέβηκε λιγάκι. Φύγανε αυτοί, εντάξει, τελείωσε και μάθαμε μετά ότι κάναν διαδήλωση στο άγαλμα του Βότση και στο άγαλμα του Καρατάσου. Το Καρατάσου είναι απέναντι απ' το πανεπιστήμιο, του Βότση είναι στον Λευκό Πύργο, του Ναύαρχου Βότση. Κι εκεί κάναν εκδήλωση, κάναν διαδήλωση μετά και πήγανε στο σπίτι του Θεοδωρίδη, του καθηγητή της... —ήταν ιστορικός αυτός, καθηγητής πανεπιστημίου— και πήγαν στο σπίτι απ' έξω και τους πέταξε μια ελληνική σημαία αυτός από πάνω, από το μέγαρο. Το σπίτι του ήτανε στο ιπποδρόμιο, Πλατεία Ιπποδρομίου, όχι εκεί που είναι τ' αρχαία, η από δω, πώς λέγεται; Έχει δύο πλατείες εκεί, η μία είναι η Πλατεία Ιπποδρομίου, η άλλη, μια μικρότερη που είναι;
Η Ναυαρίνου;
Η Ναυαρίνου. Όχι, η Ναυαρίνου είναι εκεί που είναι τα ανάκτορα τα παλιά του αυτού.
Ναι, ναι.
Η άλλη είναι Ιπποδρομίου τότε, λέγεται κανονικά. Εκεί ήταν το ιπποδρόμιο. Αυτός ήταν επί της Κισσάβου, τότε λεγόταν ο δρόμος. Ο δρόμος λεγόταν Κισσάβου, έγινε μετά Πολωνίας, μετά έγινε Πρίγκιπος Νικολάου και τώρα είναι Σβώλου. Ο δρόμος αυτός είχε τρεις ονομασίες. Λοιπόν, μάθαμε αυτά τα πράγματα εμείς, αυτά γίνονται 25 Απριλίου. Μετά από λίγο καιρό, έρχονται πάλι οι φοιτητές, ο Βαγγέλης ο Σακελλάρης και ο Σαπέρας. Ο Σαπέρας ο Σωκράτης, όχι Σωτήρης. Ο Σωκράτης ο Σαπέρας, αυτός που μίλησε, ο φοιτητής που σου είπα προηγουμένως, και μας βγάζει λόγο για εναντίον της επιστράτευσης που θέλουν να κάνουν οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί ήθελαν... αυτό που σου έλεγα προηγουμένως, ότι επιστράτευσαν κόσμο και τον στείλαν από όλες τις μεριές, αυτοί θέλανε να κάνουν επιστράτευση τώρα για τη Γερμανία. Λοιπόν, και κάναμε την πρώτη διαδήλωση. Κατέβηκε το γυμνάσιο, μας κλείσανε μέσα οι καθηγητές, ήρθε ο Σακελλάρης επάνω στα κάγκελα: «Πατρίδα, Ελλάδα!» ξέρω ‘γω και λοιπά. Εμείς πήραμε φωτιά! Τότε εμείς ήμασταν στην πέμπτη τάξη του αυτού, δηλαδή τρίτη γυμνασίου ουσιαστικά η πέμπτη τάξη, δηλαδή δεκαπέντε χρονών ήμουνα τότε, και ξεκινήσαμε μετά όλοι μαζί, κατεβήκαμε από την Αποστόλου Παύλου κάτω, βρεθήκαμε στην Πολωνία[01:00:00]ς, ίσια Πολωνίας, βρεθήκαμε στο Διοικητήριο, στη Γενική Διοίκηση. Η Γενική Διοίκηση ήτανε γωνία... το ζαχαροπλαστείο «Αγαπητός», το ξέρεις;
Ναι.
Εκεί πάνω, σ’ εκείνο το κτίριο, στο γωνιακό κτίριο ήταν η Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος, έτσι με… ποιος ήταν τότε διοικητής; O αυτός, με τον οποίο γίνεται τώρα νομίζω... ο Χρυσοχόου, αν δεν κάνω λάθος. Και μαζευόμαστε εκεί πέρα έξω, ξαφνικά κόσμος έγραψε ταμπέλες επάνω σε χαρτιά, χασαπόχαρτα, αυτά τα είχανε, κάτι γκρι τα χασαπόχαρτα, «Ελευθερία!» το ένα, το άλλο, «Κάτω η επιστράτευση!», «Κάτω αυτά» και αρκετός κόσμος μαζεμένος, κυρίως φοιτητές, αλλά από όπου περνάγαμε εμείς, ο κόσμος χειροκρόταγε. Ας πούμε, δηλαδή η διαδήλωση τότε δεν ήταν όπως αυτές που γίνονται τώρα, που περνάει ο κόσμος και δεν δίνει σημασία, ο κόσμος συμμετείχε, γιατί έβλεπε... πραγματικά ανέβαινε το ηθικό του. Σε κάποια στιγμή ήρθανε ένα ειδικό σώμα που είχανε κάνει, η εκατονταρχία. Ήτανε σαν χωροφυλακή, ντυμένοι χωροφύλακες αυτοί, αλλά με όπλα ήταν και λοιπά και ήταν, λέγονταν εκατόνταρχοι. Δηλαδή, ήταν έκτακτοι χωροφύλακες, ας πούμε. Και άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα και λοιπά. Ένα μέρος, όπως αναφέρει ο Στέλιος ο Γεωργιάδης στο βιβλίο του, το πήγανε προς την επάνω... προς την αγορά μέσα, προς το Καπάνι το ρίξαν, από τη γωνία Βενιζέλου με Τσιμισκή που ήμασταν συγκεντρωμένοι. Εμείς είχαμε χωθεί σε κάτι στοές μέσα και λοιπά και βγήκαμε μετά και συνεχίσαμε μία διαδήλωση από Τσιμισκή και φτάσαμε στη Μητρόπολη απ' έξω. Στη Μητρόπολη πήγαμε στον δεσπότη, να διαμαρτυρηθούμε στον δεσπότη και εκεί ήρθε σε κάποια στιγμή, ήρθε ο δεσπότης, τώρα δεν ξέρω πώς, ήρθε η gestapo —gestapo ήτανε η αστυνομία η γερμανική, «πεταλάδες» τους λέγαμε, γιατί είχαν εδώ ένα πέταλο σε μορφή πετάλου, μισοφέγγαρο, ας πούμε, εδώ πέρα που ήτανε gestapo, ξέρω ‘γω τι έγραφε εκεί— και άρχισαν κλωτσιές, αυτά και τα λοιπά. Εκείνη τη μέρα εκεί μας διαλύσανε. Δηλαδή, αυτή η ιστορία ξεκίνησε απ' το πρωί και έφτασα εγώ το απόγευμα αργά στο σπίτι, εκεί μέσα, χωρίς να είμαστε οργανωμένοι πουθενά τώρα, έτσι; Eμείς ανοργάνωτοι. Εγώ, δηλαδή, προσωπικά και άλλοι πολλοί, οι περισσότεροι. Την είχε οργανώσει η ΕΠΟΝ αυτή την ιστορία.
Υπήρχε φόβος εκεί, όταν άρχισαν να πυροβολούν;
Όχι, δεν υπήρξε φόβος, απλώς σκόρπισε, όμως, ο κόσμος, σκόρπισε. Δεν πυροβολούσαν επάνω, πυροβολούσαν στον αέρα αυτοί, δεν έριξαν επάνω. Αυτοί είχανε πάει στην αγορά, γιατί διάβασα, ο Γεωργιάδης έχει γράψει ένα σχετικό βιβλίο. Αυτός ήτανε από τις μεγάλες τάξεις τότε, που ήταν στην οργάνωση μέσα αυτωνών. Λοιπόν, και μάθαμε την άλλη μέρα ότι γίνανε συλλήψεις στα πανεπιστήμια μέσα, ότι πιάσαν φοιτητές και από αυτούς και εκτέλεσαν, νομίζω, φοιτητές μετά. Τους βάλανε στου Παύλου Μελά και έγιναν στις εκτελέσεις μετά που περάσανε από εκεί. Αυτό ήτανε... μας ζωντάνεψε πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό, δηλαδή, εκείνο το καλοκαίρι. Συνεχίσαμε εμείς τη δράση μας πάλι μέσα στην ΠΕΚ και λοιπά, αλλά κατά τον Νοέμβριο του ‘43 έρχεται ένας και μας λέει: «Έτσι και έτσι», λέει για την ΕΠΟΝ και το ένα και το άλλο, ξέρω’ γω. Λέμε: «Να πάμε». Και μαζευτήκαμε εδώ στο Σέιχ Σου, καμιά δεκαριά ήμασταν, όχι μόνο απ' τον Άγιο Παύλο αλλά και από αλλού ήταν εκεί. Επικεφαλής ήταν ένας Φαίδων Αμπατζόγλου, ο οποίος έμενε στο Τσαούς Μοναστήρι, πιο πέρα απ' το Τσαούς Μοναστήρι. Ξέρεις ποιο είναι το Τσαούς Μοναστήρι, έτσι; Το Τσαούς Μοναστήρ είναι μια εκκλησία που είναι Ακρόπολη. Τελειώνουμε με την Ακρόπολη, δεν έχει μία καμάρα εκεί; Αριστερά έχει μία εκκλησία μεγάλη, με αυτή και λοιπά, με αυλή τεράστια και λοιπά. Αυτό Τσαούς Μοναστήρι λεγότανε, το μοναστήρι του Τσαούς, διότι λένε ότι από εκεί ο Τσαούς έβαλε τους Τούρκους μέσα να μπουν στη Θεσσαλονίκη, όταν κατέλαβαν την πόλη. Τι λέγαμε τώρα; Για το—
Για την ΕΠΟΝ λέγαμε—
Ναι—
Που είχατε μαζευτεί στο Σέιχ Σου.
Και ήταν παιδιά από εκείνη την περιοχή και από τον Άγιο Παύλο και λοιπά ήμασταν εμείς και οργανωθήκαμε στην ΕΠΟΝ Και μας λέει: «Κοιτάξτε, εδώ —λέει— υπάρχει μία οργάνωση, η ΠΕΚ —λέει— να κοιτάξουμε —λέει— αν είναι να τους πάρουμε κι εμείς αυτούς μέσα». Δεν είπαμε τίποτα ότι είμαστε της ΠΕΚ, αλλά απλώς έπαψε να λειτουργεί, γιατί ουσιαστικά από εμάς λειτουργούσε. Εν τω μεταξύ, στην ΠΕΚ είχαμε τούτο δω το πράμα, ότι σε μία στιγμή είχανε μία προκήρυξη, είχα διαβάσει... γιατί τις άλλες δεν τις διαβάζαμε, τις πετάγαμε απλώς χωρίς να ξέρουμε. Όταν λέμε προκήρυξη, έναν πάκο τέτοιο προκηρύξεις και μεγάλα τυπωμένα, καλοτυπωμένα αυτά όλα και λοιπά και έλεγε: «Έξω εκείνοι, έξω οι Βούλγαροι, έξω εκείνο, έξω οι Βλάχοι». «Αμάν —λέω—! Τι λέει αυτός για τους Βλάχους; Τι μας λέει αυτός εδώ;». Δηλαδή, μπήκε το ερώτημα, εγώ ήμουνα Βλάχος, ας πούμε. Έξω οι Βλάχοι; Αυτοί ήταν ακροδεξιοί, ας πούμε, και πιθανόν να ήταν και συνεργάτες των Γερμανών. Δηλαδή, η οργάνωση το [Δ.Α.] για τους Γερμανούς. Εκείνη την περίοδο, του ‘42, έγινε και κάτι άλλο το οποίο δεν σου το είπα, ναι. Οι Βούλγαροι θέλαν να έρθουν στη Θεσσαλονίκη. Πήραν εκείνα εκεί τα μέρη, αλλά θέλαν να έρθουν και στη Θεσσαλονίκη μέσα. Και η Αθήνα αντέδρασε, βέβαια, και ήρθε το Εθνικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος εδώ με τον Κατράκη. Ο Κατράκης ήταν τότε σαν ηθοποιός, ήτανε ο Χαλίσκος, ήτανε ο... όχι Χατζίσκος, πώς λεγότανε; Χατζίσκος! Ο Χατζίσκος, ποιοι άλλοι ηθοποιοί τότε ήταν; Mεγάλοι ηθοποιοί, οι οποίοι ήρθαν εδώ πέρα και θυμάμαι είχαμε δει εκεί του Παλαμά... ποιο έργο να δεις ήτανε; Ένα έργο του Παλαμά και, αν δεν κάνω λάθος, αν δεν κάνω λάθος, ήταν και η «Βαβυλωνία». Παίξανε και τη Βαβυλωνία τότε. Έχεις υπόψη σου τη «Βαβυλωνία», έτσι; Δεν ξέρω. Λοιπόν, την είδες στον κινηματογράφο ή την είδες στο θέατρο;
Στον κινηματογράφο την έχω δει.
Στον κινηματογράφο. Στο θέατρο ήταν καταπληκτική, δηλαδή, και να βλέπεις τον Κατράκη τώρα να παίζει μέσα εκεί και λοιπά, ήτανε... Και ήτανε νέος ο Κατράκης, ας πούμε, νέος, αλλά ο Κατράκης ήδη είχε πάρει όνομα από ένα έργο το οποίο είχε παίξει, «Καπετάν Μαρίνος», στον κινηματογράφο και είχε ακουστεί από εκεί πέρα μέσα. Δηλαδή, ήταν ήδη γνωστός μέσα. Αυτοί οι ηθοποιοί, ήτανε οι περισσότεροι οργανωμένοι στην αριστερά, αυτοί οι ηθοποιοί. Ήτανε ο γιος του Βεάκη ο ένας μαζί μ' αυτούς... ποιοι άλλοι ηθοποιοί; Ήταν και γυναίκες, αλλά δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, ποιες ήτανε. Τέλος... είδαμε... Έκαναν την κίνηση αυτή, για να μπορέσουν να σταθούν αυτό. Αργότερα, μετά την κινητοποίηση που έγινε για την επιστράτευση, έγινε και μία κινητοποίηση, την οποία εμείς δεν πήραμε χαμπάρι, για τους Βουλγάρους. Έγινε μία διαδήλωση να μην έρθουν οι Βούλγαροι εδώ πέρα μέσα. Δεν πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη, δεν ξέρω, αλλά είχε αρχίσει τότε και ερχότανε και πολύς κόσμος. Εγώ, όταν δεν είχε σχολείο, ήμουν εδώ στο καφενείο απάνω, το οποίο το είχε πάρει ένας, ο οποίος παντρεύτηκε την αδερφή της μητέρας μου, τη θειά μου. Λοιπόν, Παπαζήσης, ήταν δικό του το μαγαζί. Την είχε και μετά παντρευτήκανε, τη γνώρισε, τη ζήτησε, την αρραβωνιάστηκε. Και εκεί ερχόταν πολύς κόσμος που φοβότανε να μην γίνει ντου κάτω. Το ντου σου είπα τι είναι, όπως βγαίνανε, κλείναν ένα μέρος, Γερμανία κατευθείαν. Αυτούς τους στέλνανε στα εργοστάσια δηλαδή. Λοιπόν, και ερχόταν πολύς κόσμος. Μετά είχαν αρχίσει και κάποιοι βομβαρδισμοί να γίνονται, κάτι λίγοι στην αρχή. Βέβαια, το '43 είχανε αρχίσει γίνανε και οι πρώτοι βομβαρδισμοί. Το '43 άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Και σιγά-σιγά, εκεί γινόντουσαν και κάποιες κουβεντούλες και κάποια αυτή και κάποιοι ήρθανε... Ερχότανε ένας, μεγάλο στέλεχος του κόμματος τότε, ο οποίος αργότερα έγινε και διευθυντής του Ριζοσπάστη, ο Γιάννης ο Χαρατσίδης, λοιπόν, ο οποίος είχε πάντα έναν τόμο, είχε το αυτό του Μαρξ. Πήγαινε πάνω και διάβαζε μέσα στο δάσος, ας πούμε, καθόταν και διάβαζε εκεί Το Κεφάλαιο του Μαρξ, αν θυμάμαι καλά, το είχα δει τότε και κουβεντιάζαμε. Εκεί παίζανε σκάκι, ξέρεις, αυτά, έμαθα σκάκι, έμαθα τάβλι να παίζω με αυτούς εκεί εγώ τώρα. Πιτσιρικάς ήμουνα, αλλά με τους άλλους εκεί είχαμε... και υπήρχε μία οικειότητα. Και ήταν όλος ο κόσμος, βέβαια, ήτανε... δεν υπήρχε άνθρωπος που να είναι συνεργάτης των Γερμανών. Λοιπόν, αυτά είναι για το 1942 και '43. Το '43 κατά τον Σεπτέμβριο, είχαν αρχίσει οι βομβαρδισμοί καλά. Έχω φωτογραφίες από μέρες βομβαρδισμών, θα σου δείξω, που βγήκαμε εμείς βόλτα, δηλαδή, παρέα πάνω, στο αυτό ήμασταν, εδώ. Θα σ’ τις δείξω άλλη μέρα, θα σ’ τις φέρω, αυτό.
Θυμάστε κάποιον βομβαρδισμό;
Ναι, ναι. Όχι μες στην πόλη, όχι μες στην πόλη. Μες στην πόλη έγινε άλλος, έγινε τον Δεκέμβριο, στις 6 Δεκεμβρίου. Λοιπόν, αυτοί γινόταν προς το αεροδρόμιο, προς τα εκεί γινόταν αυτοί οι βομβαρδισμοί. Νομίζω έγινε, όμως, και προς τον Βαρδάρη κάπου, αν θυμάμαι καλά, μπορεί να έγινε και προς τα εκεί. Δηλαδή, προς τον σταθμό και προς το αεροδρόμιο χτυπήσανε αεροπλάνα εγγλέζικα. Μέρα είχαν έρθει και χτυπήθηκε κι ένα αεροπλάνο και είχε πέσει και με αλεξίπτωτο. Και ήρθε ένας Γερμανός, με την τσάντα του και λοιπά, της αεροπορίας, και κάθισε σ' ένα... εκεί είχε ένα μεγάλο, καραγάτς λέγεται, ένα δέντρο —το οποίο το κόψανε, αλλά είναι απ' έξω, τώρα φύτρωσε άλλο ένα, το ίδιο είναι, στο ίδιο σημείο, περίπου εκεί— έκατσε, ήπιε μία λεμονάδα, τι ήπιε ξέρω 'γω, έκατσε εκεί με τις ώρες, έφυγε. Την άλλη μέρα ξαναήρθε και λοιπά. Βέρνερ λεγόταν αυτός. Και μετά είπε στον θείο μου: «Ξέρεις, έρχομαι εδώ για τους αλεξιπτωτιστές. Είμαι υπηρεσία για τους αλεξιπτωτιστές, άμα πέσουν αλεξιπτωτιστές, να μπορέσω να επέμβω» και ερχόταν συνέχεια. Μετά τους ζήτησε να μείνει και μέσα εκεί. Και έμεινε και μέσα εκεί ο Βέρνερ. Και μετά άρχισα να κάνουμε παρέα και μαζί. Ένα ωραίο παιδί ήτανε, ξανθό παιδί και λοιπά. Με έμαθε και μερικά τραγούδια τότε, γερμαν[01:10:00]ικά, λοιπόν.
Θυμάστε κανένα;
Ε, βέβαια. Θυμάμαι λόγια δηλαδή, όχι το τραγούδι: «Das Trinken, das soll man nicht lassen Laß doch die Sorgen zu Haus Trink, trink Brüderlein trink —γερμανικά, όπως τα θυμάμαι από κει δηλαδή— Laß doch die Sorgen zu Haus Trink, trink Brüderlein trink Ziech doch die Stirn nicht so kraus Meide den Kummer und meide den Schmerz Dann ist das Leben ein Scherz». Αυτό ήταν ένα από τα τραγούδια που μας είχε μάθει. Λοιπόν, και μένει εδώ Βέρνερ και αρχίζουμε και κάνουμε παρέα. Λοιπόν, καλό παιδί, χρυσό παιδί. Έρχεται ένα βράδυ, τα Χριστούγεννα περίπου του '43, και μας φέρνει ένα αρνί, «παπ», έτσι. Λέει —πήγε σ’ ένα κοπάδι απάνω, είχε κοπάδια αυτοί—: «Kapitalst —λέει—, πολλά έχουνε». «Ντανγκ» μία, το πήρε, μας έφερε ένα αρνί, ας πούμε, μην συζητάς τι ήτανε. Λοιπόν, μετά αυτός έμπλεξε με παρέες εδώ και δεν μας είπε ο άθλιος ότι είναι λιποτάκτης. Αυτός ήταν λιποτάκτης. Έφυγε η μονάδα του όλη για το ανατολικό μέτωπο και αυτός έμεινε εδώ. Και δεν είπε ότι: «Ρε παιδιά, έτσι και έτσι». Έμπλεξε με παρέα και λοιπά και η παρέα του κάνανε και κάτι λοβιτούρες, κάτι αυτά. Παρέα απ' τον Άγιο Παύλο απάνω, οι οποίοι ήταν εθνικόφρονες μετά όλοι αυτοί και τους… Ο αστυνόμος της περιοχής τούς κατέδωσε στους Γερμανούς. Τους πιάσαν τους Γερμανούς, ήρθαν εδώ, πήραν τον θείο μου και λοιπά, λέει: «Υπηρεσία έκανε, πού να ξέρω εγώ τώρα τι;». Λέει κάτι, τον άφησαν. Αλλά τον πέρασαν στρατοδικείο μετά. Τώρα τι έγινε στο στρατοδικείο ο Βέρνερ; Δεν ξέρουμε. Τον σκοτώσανε; Τον στείλανε στο μέτωπο; Τι κάνανε; Πάντως θα είχε την βγάλει κάνα χρόνο περίπου, γιατί τον πιάσαν το '44 αυτόν. Δηλαδή, αν μας έλεγε εκείνη την περίοδο: «Έτσι, κρύψτε με!», θα μπορούσαμε να τον εκρύψουμε τον αυτόν. Θα μπορούσε κάπου να κρυφτεί, κάπου να πάει. Όπως ήταν και ένας Ιταλός εδώ κρυμμένος, ας πούμε. Γιατί όταν έγινε, το '43, το κίνημα τότε με τους Ιταλούς... Ήταν και αυτό το πράγμα, βέβαια, ξέχασα να σου πω. Οι Ιταλοί, ένα μέρος των Ιταλών, πολύ ελάχιστο, πήγε με τους Γερμανούς. Οι άλλοι λένε: «Εμείς δεν πολεμάμε, η πατρίδα μας σταμάτησε τον πόλεμο, σταματάμε κι εμείς». Τους κλείσαν σ' ένα στρατόπεδο. Πού είναι ο αρχαίος χώρος, εδώ στο εργατικό κέντρο κάτω; Eκεί με σύρματα τους είχαν αυτούς εκεί, αλλά τους βγάζανε και τους φέρναν Κυριακή εδώ πάνω, στο Σέιχ Σου, βόλτα, τους ανέβαζαν στη γραμμή, δηλαδή, τους αυτούς και οι Ιταλοί με τραγούδια, με τέτοια ξέρω ‘γω, ήταν εκεί. Τραγουδούσανε τότε, είχαν κι ένα τραγούδι, το Bella Piccinina. Δεν το έχεις ακουστά; «Oh, bella Piccinina, che passi la matina, Che diventi rossa rossa Se qualcuno per là per là». Αυτά από αυτούς τα είχα ακούσει. Ό,τι θυμάμαι από τότε, δηλαδή, έτσι, είχανε μείνει. Λοιπόν, είχαν και τραγουδάκια ωραία και λοιπά με τους Ιταλούς, αλλά αυτούς τώρα τι τους κάνανε μετά, δεν ξέρουμε από κει κάτω. Άλλοι προσχώρησαν πάνω, στο μέσο, από τη Θεσσαλία κυρίως, προσχώρησαν προς το βουνό, φύγανε πάνω, άλλοι παλέψανε. Πάντως τον οπλισμό τον παρέδωσαν στον ΕΛΑΣ τότε εκείνοι εκεί όλον και τότε οπλίστηκε σε μεγάλο βαθμό ο ΕΛΑΣ.
Ενότητα 5
Τα γεγονότα πριν την απελευθέρωση, η πορεία στις 26 Οκτωβρίου, η απελευθέρωση και η Θεσσαλονίκη μετά τη Βάρκιζα
01:13:26 - 01:44:36
Εμείς το '44, '43 είμαι στην ΕΠΟΝ, σε αυτό το κλιμάκιο που είμαστε εκεί. Πιάνεται ένα τμήμα με μία... όχι χειροβομβίδα, με μία βομβίδα που βρήκε ένας, λοιπόν, και την είδανε πολλοί και λοιπά. Κάποιος τους κάρφωσε, τους πιάσανε. Αυτόν τον έναν τον στείλανε στη Γερμανία και τον άλλον τον πυροβόλησαν. Ο πατέρας του ήτανε άκρως δεξιός, ένας Χρυσικάκης, και τον κάνανε ταγματασφαλίτη. Λοιπόν, αλλά δεν πρόδωσε κανέναν από μας, αμέσως κυνήγησε τους παραπάνω να βρει, αυτόν τον Φαίδωνα που λέγαμε, ο οποίος Φαίδων έφυγε στο βουνό, για να μην τον πιάσουν, τον κυνήγησαν τότε αυτόν.
Ο Φαίδων ήτανε;
Ο επικεφαλής μας, που ήταν εδώ πέρα, που μας είχε μιλήσει για πρώτη φορά στη συγκέντρωση που κάναμε εδώ εμείς.
Μάλιστα.
Η πρώτη φορά που γνωριστήκαμε σαν επονίτες και με τους άλλους. Λοιπόν, στην περίοδο εκείνη, του '44 τώρα πια, αρχές '44, γίνανε οι εκλογές για την εκλογή της ΠΕΕΑ, Πανελλήνια… Η Βουλή του βουνού, η βουλή, εξελέγη η βουλή. Και εμείς εδώ βγάλαμε έναν φοιτητή, τον Μαλέα, τον Γιώργο τον Καφταντζή, αν τον έχεις ακουστά πουθενά. Δεν τον έχεις ακουστά. Ο Γιώργος Καφταντζής ήτανε, λοιπόν… Η συγκέντρωσή μας έγινε στο Τσινάρι, δηλαδή ευθεία κάτω απ' το Διοικητήριο, που ήταν οι Γερμανοί, εμείς ήμασταν τώρα... χιλιόμετρο δεν είναι από κει, δεν απέχει. Εκεί, στην πλατεία του Τσιναριού, βραδάκι, απογευματάκι και βράδιασε μετά, φοιτητές και οργανώσεις μαζί, καμία εκατόν πενήντα-διακόσια άτομα να ήμασταν μαζεμένοι και εγώ, θυμάμαι, φωνάζαμε: «Μαλέας, Μαλέας!», χωρίς να ξέρουμε ποιος είναι ο Μαλέας και λοιπά. Ο Μαλέας ήταν ψευδώνυμο αυτουνού του φοιτητή, τον οποίον ήδη καταζητούσαν, ήθελαν να τον συλλάβουν οι Γερμανοί και μετά πήγε στο βουνό και έγινε βουλευτής στο βουνό, εκεί πέρα πάνω. Όπως φύγανε και πολλοί άλλοι εκεί πέρα μέσα, λοιπόν, στο βουνό. Ο αυτός, παραδείγματος χάρη, ο Άνθιμος Χατζηανθίμου, ο οποίος στεφάνωσε το άγαλμα του Βότση τότε και είχε πάει στο βουνό και γύρισε μετά, το ‘74 απ’ τη Ρωσία, γύρισε αυτός, συνέχισε με το δεύτερο αντάρτικο και πήγε στη Ρωσία μετά. Ήταν κι ένας άλλος, να δεις πώς λεγότανε, τον οποίο τον είχαν συλλάβει τότε, γιατί στεφάνωσε το άγαλμα του Καρατάσου εδώ και τον στείλανε στη Γερμανία σε στρατόπεδο και με την απελευθέρωση, είχε ζήσει αυτός, γύρισε πίσω. Τον γνώρισα τη δεκαετία του ‘75, κάπου εκεί τον γνώρισα αυτόν.
Στο Τσινάρι που μαζευόσασταν, που ήσασταν κοντά στους Γερμανούς, άμα σας παίρνανε χαμπάρι, τι γινότανε;
Κοίταξε, οι Γερμανοί ήταν μακριά από εκεί. Δεύτερον, είχαμε περιφρούρηση από γύρω-γύρω. Tώρα τι πιστόλια είχανε, δεν ξέρω, τι πιστόλια, πιστολάκια θα 'χανε, δεν μπορεί να κατέβουν. Οι Γερμανοί αυτά τα είχαν αναθέσει στα τάγματα ασφαλείας. Λοιπόν, τότε ακριβώς άρχισε και η περίπτωση των ταγμάτων ασφαλείας, να παθαίνουν τη ζημιά. Οπλίστηκε, βγήκε... άρχισε να οπλίζεται ένα μέρος της ΕΛΑΣ. Εμένα μου φέρανε τότε δύο πιστόλια τέτοια, με μήλο, μεγάλα. Λοιπό, τα είχα στο σπίτι μας μέσα, στο πίσω μέρος του σπιτιού μας, είχαμε σκεπαστό, με λαμαρίνα ήτανε και σκεπασμένο όλο αυτό, και εκεί πέρα είχαμε κάτι βαλίτσες, κάτι τέτοια, σε μία βαλίτσα μέσα τα είχα βάλει. Μία μέρα κοιτάζει η γιαγιά μου —γιατί εγώ έμενα εγώ, ο μπαμπάς μου, η γιαγιά μου, η θειά μου και ο θειός μου μέναμε στο σπίτι— κοιτάζει η γιαγιά μου, βλέπει, σου λέει: «Αχ, τι είναι αυτά;» λέει. Εν τω μεταξύ, το ‘χα γεμάτο προκηρύξεις εγώ της ΕΠΟΝ πια. «Και αυτά —μου λέει— τι είναι;» λέει. Λέω: «Πρέπει να τα σηκώσουμε. Λοιπόν, ποιος ξέρει;». Πάμε, σκεφτόμαστε και βρήκαμε ένα μέρος σίγουρο. Εδώ πάνω έχει κάτι αποχωρητήρια στο Σέιχ Σου, κάτω από τα καφενεία. Λοιπόν, λειτουργούσανε μια φορά τον χρόνο, αν λειτουργούσαν, Πρωτομαγιά η καθαρή Δευτέρα, δηλαδή δεν είχε κανένας. Από κάτω ήταν το άνοιγμα και αυτό καθάριζε, όταν πέρναγε νερά μέσα, καθάριζε από εκεί. Αλλά δεξιά και αριστερά ήταν τσιμέντο και δεν είχε τίποτα. Έμπαινα εγώ μέσα εκεί, τα 'βαζα αυτά και τις προκηρύξεις από κάτω και αυτά από πάνω. Μετά μας φέρανε άλλα δύο πιστόλια, μετά μας φέρανε άλλα δύο. Αλλά ήταν πιστόλια χωρίς σφαίρες όλα αυτά. Όταν μας φέραν δύο, κάτι Σμιθ, τρελάθηκα. Όμορφα! Με μύλο ήτανε, κάτασπρα γυαλιστερά, θαρρείς και ήταν ασημένια. Λοιπόν και τα είχα μαζί και καθόμαστε πίσω... πού είναι ο ζωολογικός κήπος; Eκεί ήταν δεντράκια χαμηλά. Και καθόμασταν στα δεντράκια μέσα τώρα και είχαμε βγάλει τα πιστόλια και τα είχαμε με την παρέα, πέντε, έξι, εφτά μαζί, ήμασταν όλη η γειτονιά φίλοι. Και εκείνη την ώρα, όπως καθόμαστε εμείς έτσι, περνάει ένας, έρχεται ένας Γερμανός, πεταλάς, της gestapo, από αυτούς. «Τακ-τακ», ρομπότ, περνάει μπροστά και φεύγει μπροστά —αυτοί... κάτι γυμνάσια, ξέρω 'γω, τι είχαν εκεί πέρα μέσα— και φεύγει προς τα πάνω, προς το βουνό εκεί. Εμείς μείναμε με τα πιστόλια στο χέρι, έτσι εδώ. Δεν είχανε ούτε μία σφαίρα, εν τω μεταξύ, σφαίρα δεν είχανε. Λοιπόν, αυτά τα πιστόλια ήρθαν και μου τα πήρανε τον Οκτώβρη... Όχι, τα πήρανε μία φορά... Χτύπησαν, κάποιον θέλανε να χτυπήσουν, έναν... τον φύλακα των νεκροταφείων της Βαγγελίστρας. Ο οποίος τι έκανε; Κάρφωνε, όταν σκοτωνόταν κανείς δικός μας και λοιπά, κάρφωνε στα τάγματα ασφαλείας και πηγαίνανε και τους συλλαμβάνανε από εκεί πέρα μέσα, όταν γινόταν κάτι ή εκδήλωση ή κάτι τέτοιο, ας πούμε. Λοιπόν, και αναλαμβάνουν... Λέω: «Κοιτάξτε, εγώ δεν σας δίνω πιστόλια, άμα δεν έρθω κι εγώ. Τέρμα, δεν υπάρχει —λέω— περίπτωση». Γιατί μου τα είχανε πάρει και κάνα-δυο φορές άλλες και τα πιστόλια... και εμένα δεν με παίρνανε. Μεταμφιέστηκα εγώ, τι έβαλα; Έβαλα κάτι γυαλιά της γιαγιάς μου, εδώ, χωρίς αυτό, έβαλα τέτοιο, τρίχες τώρα, και ένα παντελόνι, ένα σακάκι, αυτό, που’ χα. Περίμενα, περίμενα, δεν με πήρανε. Εν τέλει πήγανε, την κάνανε τη δουλειά αυτοί και μου τα φέρανε τα πιστόλια. Λέω: «Άλλη φορά πιστόλι δεν ξαναπαίρνετε». Ούτε ξέραν αυτοί πού είναι, κανείς δεν ήξερε πού είναι τα πιστόλια. Εγώ με τον Γιάννη ήμασταν οι δύο, οι δυο μας ξέραμε πού είναι αυτά τα πράγματα. Δηλαδή, δεν υπήρχε περίπτωση να μάθει κανείς τίποτα απολύτως, γιατί καμιά φορά, ξέρεις... αλλά τότε δεν είχαν καρφώματα, δεν υπήρχαν τότε. Μετά έγιναν τα καρφώματα, μετά τον εμφύλιο. Τότε ήτανε… Έγινε και κάτι άλλο στη Θεσσαλονίκη. Ήτανε ελληνικός στρατός εδώ, είχανε έδρα στη Σβώλου, τώρα που λέμε, απέναντι από τον [01:20:00]Μαρινόπουλο. Ήταν η πυροσβεστική, απέναντι ακριβώς ήταν ένα κτίριο, ήταν μέσα εγκατεστημένοι αυτοί, ο ελληνικός στρατός. Ποιος ήταν ο αρχηγός τους να δεις, δεν θυμάμαι τώρα. λοιπόν, αυτοί κάθε μεσημέρι, κάθε πρωί πηγαίνανε κατά τις 10:00 η ώρα, πόσο ήτανε, πηγαίνανε στο εργατικό κέντρο και κάνανε ασκήσεις με τα όπλα: «Περνάει ο στρατός, της Ελλάδος φρουρός» και λοιπά και κάτι αυτά και περνούσανε μία, δυο, τρεις. Μια μέρα, όπως περνάγανε... Η στοά Χορτιάτη δεν την ξέρεις πού είναι, ε; Είναι μόλις στρίβουμε Αγιά Σοφιά, για να πάμε Εγνατίας…
Ναι.
Έτσι, κατεβαίνει η Πλάτωνος, κατεβαίνει κι ένα άλλο δρομάκι. Εκεί, προς τη γωνία. Πού είναι τα αρχαία, που έχει κάτι αρχαία δεξιά επί της Εγνατίας; Εκεί, στη γωνία, από εκεί άρχιζε η στοά Χορτιάτη. Ένα κτίριο ήταν μέσα και μέσα ήταν στοά. Και είχε στοά, είχε μπακάλικα, μανάβικα και λοιπά. Εκεί, όπως περνούσαν αυτοί, αυτοί περνούσανε από τη γραμμή του τραμ επάνω, μέσα στο κέντρο, μάλλον από δίπλα περνούσανε, δεν θυμάμαι ακριβώς, τους πέφτουν δύο χειροβομβίδες. «Μπαμ μπαμ μπαμ» μέσα και γίνεται χαμός. Όπως ερχόντουσαν οι ταγματασφαλίτες εκεί, τους πέφτουν και δύο χειροβομβίδες. Ήδη είχαν αρχίσει οι πιτσιρικάδες να τους μπαίνουνε με τα αυτά, πέρναγε ταγματασφαλίτης μέσα στον δρόμο με τη στολή και λοιπά, πήγαιναν από πίσω «ντανγκ ντανγκ», κάρφωνε μία, δρόμο. Και βλέπανε πιτσιρικά με κοντό παντελόνι, κοντοπαντελονάδες και τρελαίνονταν. Και άρχισαν να μην πατάνε πάνω στις συνοικίες. Λοιπόν, εκείνη τη μέρα τρομοκρατήθηκαν αυτοί, άρχισαν να πυροβολούν και πυροβολώντας από κάτω προς τα πάνω, προς την αυτή, σκοτώθηκε μια κοπέλα προς το «Κουλέ Καφέ» περίπου, Αγία Σοφιά, από κάτω, εκεί πυροβολούσανε και σκοτώθηκε. Ένα άλλο γεγονός το οποίο είχε γίνει μετά ήτανε τούτο δω: με τον τεκέ του Σεϊτάνη. Ο τεκές του Σεϊτάνη πρέπει να 'τανε κάπου στον Άγιο Νικόλα τον παλιό. Τον ξέρεις τον Άγιο Νικόλα, γιατί με αρχαιολογίες πρέπει να έχεις σχέση.
Στην πλατεία Καλλιθέας.
Πλατεία Καλλιθέας, παρακάτω, κάπου εκεί ήτανε ο τεκές του Σεϊτάνη. Εκεί σύχναζαν ταγματασφαλίτες. Λοιπόν, βγαίνοντας το βράδυ, χασίσι και λοιπά, βγαίνοντας το βράδυ, άμα βρίσκαν και κανέναν… Δηλαδή, σκοτώσαν τον πατέρα ενός φίλου μου, όχι εκεί, εδώ, και του βγάλανε τα παπούτσια. Είχε ωραία, ένα ζευγάρι παπούτσια, «ντάνκ», για να του πάρουν τα παπούτσια, έτσι. Λοιπόν και από κει χτυπούσαν κόσμο. Πηγαίνουν και του λένε ο ΕΛΑΣ τότε: «Σεϊτάνη, κλείσ΄ το το μαγαζί και φύγε, θα σε κάνουμε ζημιά!». Σημασία ο Σεϊτάνης. Κατεβαίνει ένα βράδυ, οι οργανώσεις στην πλατεία Καλλιθέας, εκεί που μοιράζουνε τα όπλα, τα έφερε με τσουβάλι ένας και λοιπά εκεί όπως άκουσα [Δ.Α.], πάνε μέσα εκεί, όπως ήτανε, «τάκα τάκα τάκα» τους καθάρισαν και είναι ένα χτύπημα, δηλαδή, γερό. Γι' αυτό το χτύπημα δεν αναφέρει κανείς πουθενά μέσα. Τι άλλο μετά χτύπημα είχε γίνει; Έτσι, γίνανε ορισμένα χτυπήματα, δηλαδή, μέσα στην πόλη γερά, που οι ταγματασφαλίτες είχανε τρελαθεί, ας πούμε. Έγινε ένα άλλο, δεν ξέρω αν αυτός ήταν ο ξάδερφός μου ή όχι, γιατί είχα ένα ξάδερφό εγώ, Μυρώνης και αυτός, ο οποίος γυρνούσε με δύο πιστόλια. Αυτός ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα, αλλά ήτανε θηρίο.
Στην ΕΠΟΝ και αυτός;
Στον ΕΛΑΣ Στον εφεδρικό ΕΛΑΣ κατευθείαν. Λοιπόν και εμείς ήμασταν, μισοήμασταν εμείς, ας πούμε, αυτός ήταν... Λοιπόν και λένε ότι ήταν ταγματασφαλίτης με τ' άλογο και λέει: «Να το, αεροπλάνο, αεροπλάνο», ήταν εγγλέζικο αεροπλάνο, γυρνάει ο ταγματασφαλίτης, «μπαμ» μία του ρίχνει, παρ’ τον κάτω. Λοιπόν, είχε ρίξει αρκετούς, γι' αυτό και μετά είχε φύγει στο Μπούλκες επάνω και λοιπά, άλλη ιστορία εκείνη μετά. Λοιπόν, ήταν τρομοκρατημένοι, γίνεται κι αυτό το γεγονός τώρα εκεί πέρα και άρχισαν σιγά-σιγά να μην αυτώνουν. Στην Τούμπα εν τω μεταξύ είχαν γράψει στους τοίχους τότε: «Eδώ Stalingrad, εδώ Stalingrad!», γιατί είχε γίνει η μάχη του Stalingrad. Στη δε μάχη του Stalingrad, ξέχασα να σου πω, στο σινεμά εμείς βλέπαμε πώς κατέλαβαν οι Γερμανοί το Stalingrad. «Κατελήφθη το Stalingrad, κατελήφθη το Stalingrad, κατελήφθη το Stalingrad», το Stalingrad δεν κατελήφθη. Και μετά μάθαμε ότι την πάθανε στο Stalingrad, το μάθαμε όλοι ας πούμε αυτό, ότι η νίλα η μεγάλη των Γερμανών εκεί. Και η Τούμπα: «Εδώ Stalingrad» ας πούμε. Και κάνουν επίθεση μία Κυριακή κατά τον Αύγουστο του '44 με πολυβόλα και λοιπά και Γερμανοί μαζί και ταγματασφαλίτες στην Τούμπα. Τώρα τα παιδιά εκεί ήταν με πιστόλια, δεν ήτανε... και ο ξάδερφός μου μαζί και σηκώθηκαν, φύγανε μέσα από τα χωράφια εκεί, πέρασαν και βγήκανε στο βουνό και στη Χαλκιδική, στον ΕΛΑΣ μετά, κανονικά στον ΕΛΑΣ μπήκανε. Το ίδιο πράγμα μετά, κατά τον Οκτώβρη, πήγαν να το κάνουνε στη Νεάπολη, να χτυπήσουν τη Νεάπολη. Λοιπόν, έρχονται εδώ, εγώ ήμουνα με πυρετό στο σπίτι. Λέει: «Πιστόλια». «Αμάν ρε παιδιά!» λέω. Εγώ ήμουνα χάλια, με πυρετό, είχα ελονοσία τότε. Όταν μ’ έπιανε ο πυρετός, ήτανε... «Θα πάτε στον Κωνσταντινίδη τον Κώστα —έναν φίλο εδώ—, θα πας να τα πάρεις από κει πέρα». Πήγαν, τα πήρανε και μετά το μεσημέρι, κατά τις 15:00 η ώρα, 16:00, έρχεται εδώ πέρα μέσα χτυπάει ένας: «Ο Μυρώνης! Πού είναι ο Μυρώνης;». Mπαίνει μέσα ένας μεθυσμένος γείτονας. «Πού είναι ο Μυρώνης; —λέει— Ποιες είναι αυτές εκεί;», ήτανε κάτι ρούχα σκεπασμένα, κάτι [Δ.Α.], τα ρίχνει τα ρούχα. «Ωχ αμάν —λέω—, ταγματασφαλίτης —λέω—, ο κόπανος είναι ταγματασφαλίτης». Εγώ το πιστόλι το ένα το είχα εδώ πέρα, το έφερνα. Αλλά και να το είχα, τι θα το έκανα; Δεν είχα σφαίρες μέσα, χωρίς σφαίρες ήτανε. Τις σφαίρες τις κρατούσαν, αλλού τις είχανε τις σφαίρες. Λοιπόν: «Πού είναι ο Μυρώνης; Ποιος είσαι εσύ;». Λέω: «Μυρώνης». «Την ταυτότητά σου» μου λέει. «Πω ρε —λέω—, ταγματασφαλίτης είναι. Να το, εγώ είμαι» λέω. Βγαίνει αυτός απ' έξω, ξαπλώνει στην αυλή μας έξω, εκεί φωνές: «Μυρώνη! Έλα, να ‘τοι, επάνω!», ξέρω ‘γω. Την κοπανάω εγώ από την αυτή και αρχίζει αυτός να γυρίζει στη γειτονιά και ο κόσμος από δίπλα του. Και σε μία στιγμή λέω: «Εγώ είμαι ο γιος του Μυρώνη» και λοιπά. «Αυτός είναι; Εσύ είσαι ο γιος του Μυρώνη; Να σε αγκαλιάσω!». «Xραπ» και άρχισε να με φιλάει και να με πηγαίνει προς τα πέρα, προς το σπίτι του. Αυτός έμενε προς τα πάνω εκεί. Λοιπόν και σε μία στιγμή, εκείνη τη στιγμή, βλέπουμε έρχεται μια περιπολία του ΕΛΑΣ, ΕΛΑΣ με περιπολία κανονική. Έχει γίνει η μάχη στη Νεάπολη εκείνη τη μέρα. Αυτός είχε βρει τον πατέρα μου και είχε ενθουσιαστεί, που του είπε ο πατέρας μου ότι έγινε η μάχη της Νεάπολης και λοιπά, και απ' το μεθύσι, μέθυσε και ήρθε στο σπίτι εδώ να δει και από κει πέρα έλεγε: «Θα σκοτώσω δέκα σήμερα, θα κάνουμε» και εμείς νομίζαμε ότι... Και πήγανε στη Νεάπολη να κάνουνε το ίδιο πράγμα που κάναν στην Τούμπα. Πάνε οι ταγματασφαλίτες, ορμάνε οι ταγματασφαλίτες, οργανωμένοι καλά εκεί, τους περιμένανε και με άλλον οπλισμό πια, όχι μόνο με αυτά και τους αρχίζουν... τους κυνηγάνε. Τους πέταξαν από τα κάστρα της Παναγίας Φανερωμένης. Από εκεί φύγανε κακήν-κακώς, σκοτώσανε και αρκετούς ταγματασφαλίτες και τέρμα η ιστορία. Ελευθερώνεται η Νεάπολις, οι Συκιές, η Άνω Πόλις, «Κουλέ Καφέ» και πάνω, από Κασσάνδρου και πάνω, όλες οι περιοχές αυτές, ο Άγιος Παύλος, η Βαγγελίστρα, κάτω, οι Σαράντα Εκκλησιές είναι Γερμανοί. Οι Σαράντα Εκκλησιές είχαν ένα φυλάκιο εδώ οι Γερμανοί με πολυβολεία και λοιπά, στημένο εκεί. Ξαφνικά, γίνεται οι γειτονιές μας ένα πράγμα αυτό, γίνεται στρατόπεδο ΕΛΑΣ. Πότε βρέθηκε τόσος κόσμος, ποτέ βρέθηκαν αυτοί όλοι! Επιστρατεύτηκαν, κατευθείαν εθελοντές και λοιπά και όπλα μακρύκαννα και λοιπά. Βρέθηκαν και όπλα, ήρθαν και όπλα μέσα και λοιπά και οπλίζεται όλη αυτή η περιοχή. Ένα βράδυ έγινε τούτο δω. Πιάσανε μια ομάδα δικιά μας, παιδιών, στη Βαγγελίστρα, Αγία Φωτεινή και λοιπά, επονίτες και πάνε να τους εκτελέσουνε στην… Πού είναι η Γεωπονική Σχολή; Πού είναι η Μαθηματική Σχολή εδώ; Εκεί ήταν γιαπιά αυτά όλα από κάτω, λοιπόν, και δίπλα ήταν γιαπί από την αυτή. Και βάζουν το πολυβόλο οι Γερμανοί να τους εκτελέσουν. Ο ένας από αυτούς, ο Βαγγελιστριώτης —να δεις πώς λεγότανε, το ξέρουμε και το όνομα δηλαδή, άμα χρειαστεί μπορεί να βρεθεί το όνομα, δεν το θυμάμαι τώρα— είχε μία χειροβομβίδα μαζί του. Βγάζει τη χειροβομβίδα, τους την πετάει μία και το βάλαν στα πόδια. Όλα τα παιδιά γλίτωσαν, όλοι. Οι Γερμανοί σου λέει επίθεση είναι και άρχισαν να πυροβολούν και από το πολυβολείο. Αρχίζει και από δω τότε, από παντού, από όπου ήτανε, να ρίχνουν προς το πολυβολείο, «ντανγκ, ντανγκ, ντανγκ, ντανγκ». Οι Γερμανοί φοβήθηκαν, σου λένε στρατός ολόκληρος έχει κατέβει, στρατός ολόκληρος. Δεν ξέρανε πόσοι ήτανε και ποιοι ήταν αυτοί που πυροβολούσανε και έγινε, ας πούμε, μία αψιμαχία, θα λέγαμε, εκεί πέρα μέσα, σ' αυτό το πράγμα. Ήταν ένα από τα επεισόδια τα οποία γίνανε λίγο καιρό πριν απ' την απελευθέρωση, γιατί σε λίγες μέρες πια αρχίζουμε και κάνουμε την πρώτη διαδήλωση. Ή στις 26 ή στις 28 Οκτωβρίου του ‘46 κατεβαίνουμε από δω πέρα μαζικά πια. Α! Φεύγει πρώτα μία ομάδα δικιά μας από δω, οπλισμένη. Περνάει Αποστόλου Παύλου, εκεί τους στεφανώνουν, για ΕΛΑΣ τους πέρασαν, για στρατό. Έρχεται, εν τω μεταξύ, κατεβαίνει άλλο, πιο μπροστά απ' αυτό, μετ' από αυτό, μάλλον πιο μπροστά από αυτό. Έρχεται μία ομάδα ανταρτών. Μας ειδοποιούν από εδώ ότι έρχεται μία ομάδα ανταρτών και έμεινε στο καφενείο. Τρέχουμε εκεί πέρα μέσα, τους βλέπουμε. Ήτανε αντάρτες από τη Χαλκιδική, είχαν έρθει. Είχανε και γουρουνοτσάρουχα, που λέει ο λόγος, ακόμη κάποιοι άνθρωποι, δεν είχανε ντύσιμο καλό. Εκεί άκουσα τότε τα τραγούδια, έτσι. «Τάγματα ασφαλείας Βούλγαροι Γερμανοί και αυτοί οι παουτζήδες μας κλέβουν το ψουμί Ιμπρός παιδιά —χωριάτικα, έτσι— χτυπάτε γερά, χτυπάτε τους φασίστες για την ελευτεριά Μας τίμησαν κουπέλες, μας…». Δεν θυμάμαι παρακάτω τα άλλα λόγια, αυτό θυμάμαι εκεί που τραγούδησαν αυτοί τότε το τραγούδι. Λοιπόν, ήρθε κι ένας καπετάνιος μακεδονομάχος, ο οποίος ήταν φύλακας εδώ των φυλακών, χάρηκε, είδε αντάρτες και αυτός, αντάρτης και ο ίδιος ήταν παλιά. Λοιπόν, μετά ήρθαν σε επαφή αυτοί με τη δικιά μας ομάδα, συγχρόνως όμως την άλλη μέρα ή δύο μέρες αργότερα κατεβαίνει από πάνω, αρχίζει και κατεβαίνει ο στρατός απ’ το Επταπύργιο, από ψηλά δηλαδή, απ’ το Ασβεστοχώρι, κατεβαίνουν και περνάνε απ' την Ακρόπολη. Εκεί βγαίνει ένας που ήταν γραμματέας μας τότε στην ΕΠΟΝ που [Δ.Α.] εκείνες τις μέρες, μετά έγινε δεξιός, λοιπόν και βγάζει λόγο. Τι λόγο; Πέρναγαν... κατέβαινε συντάγματα, συντεταγμένα πια και με στολές και με αυτά κατεβήκανε μέσα στην πόλη. Δηλαδή, αυτά πρέπει να έγιναν γύρω απ' τις 26-25 Οκτωβρίου, κάπου εκεί, του '44. Του ’46, 26 Οκτωβρίου, κατεβαίνουμε εμείς στη διαδήλωση. Περνάμε Αγίου Δημητρίου... όχι, Κασσάνδρου. Κασσάνδρου, κόβουμε Κασσάνδρου, όλη την Κασσάνδρου εκεί. Σε ένα μέρος είχαν σκοτώσει κάποιοι Γερμανοί, σταματήσαμε, στεφανώσαν και λοιπά, τι έκανε το αυτό... Οι ταγματασφαλίτες σκότωσαν μάλλον. Κατεβαίνουμε στο Διοικητήριο. Στο Διοικητήριο μπροστά ήταν οι ηθοποιοί του Κρατικού Θεάτρου —είχε μία πλατειούλα το Διοικητήριο από κάτω, την οποία… εκεί που είναι τα αρχαία τώρα, ήταν πλατειούλα αυτή, με μάρμαρο μέσα στρωμένη— και απήγγειλαν εκείνη την ώρα ο Χατζίσκος και ο Βεάκης, μου φαίνεται, και μία ηθοποιός... ποια ήταν; Πολύ γνωστή μωρέ, δεν θυμάμαι, όχι η Αρώνη, μια άλλη ήτανε εκεί, που… από τις γνωστές ηθοποιούς τότε. Κατεβήκαμε κάτω, Βενιζέλου και πάμε για προς τον Λευκό Πύργο, Τσιμισκή. Στα «Ηλύσια» μπροστά, εκεί σε μία πλατειούλα... δεν κάνει στον κινηματογράφο «Ηλύσια»; Ξέρεις πού είναι ο «Ηλύσια», έτσι; Έρχεται ένας γείτονας από εδώ πέρα, λέει: «Έχει κανείς κανένα πιστόλι;». Εγώ είχα ένα πιστολάκι, εν τω μεταξύ, το οποίο το είχαμε κρυμμένο από τον θείο μου από την Αλβανία που είχε έρθει και το ‘χαν ξεχάσει και το πήρα εγώ μετά και το είχα μαζί μου εκείνο. Να, τόσο ήτανε. Λοιπόν, λέει: «Τι γίνεται;», λέει: «Ταγματασφαλίτης εδώ πέρα». Και με έναν άλλον μαζί τρέχω πού είναι από εκεί, στρίβουμε από τα «Ηλύσια» απέναντι Μητροπόλεως, το δρομάκι που κόβει κάτω, ένα-δύο-τρία στενά, ένας με μια καμπαρντίνα ήτανε, μπαίνει σ' ένα σπίτι. Μπαίνω κι εγώ μέσα από πίσω του με το πιστόλι: «Ψηλά τα χέρια —του λέω—, βγες έξω!». Βγαίνουμε έξω, αυτός, ψηλά τα χέρια αυτός, οι άλλοι δύο έχουν τα χέρια εδώ, γιατί δεν έχουν τίποτα. Οι δύο ήταν μεγάλοι οι άλλοι. Λοιπόν, τον βγάζω έτσι εγώ με τα χέρια ψηλά και παρκάρει εκεί ένα ποδήλατο με έναν Γερμανό ναύτη. Έχει ένα πιστόλι τέτοιο ο Γερμανός εδώ. Αυτοί φορούσανε στολή μπλε σκούρα με δίκοχο, όχι όπως οι άλλοι, ίσως να είχαν και το άλλο, αλλά είχαν και το δίκοχο. Δεν ξέρω αν ήταν της στεριάς ναύτες αυτοί ή ήτανε των καραβιών. Ίσως των καραβιών να είχαν άλλα. Λοιπόν, μου φαίνεται τέτοια είχαν και αυτοί σε δίκοχο, αλλά σε μπλε χρώμα, μπλε σκούρο. Και κοιτάζει ο ναύτης, περνάμε από δίπλα του δηλαδή έτσι με τον αυτόν εκεί και ο ναύτης κάθεται και κοιτάει σαν χαζός. Τον παίρνω, τον πηγαίνω, τον πάμε στην Ιπποδρομίου, εκεί που λέμε, γωνία με Σβώλου. Εκεί μετά, ήταν το αστυνομικό τμήμα, το 3ο Αστυνομικό Τμήμα είχε γίνει μετά. Απ' έξω ήτανε Ρώσοι, Μογγόλοι ήτανε, Μογγόλοι, οι οποίοι είχαν έρθει να παραδοθούν μετά, είχανε φέρει τέτοιους. Είχανε πάει με τους Γερμανούς αυτοί, τους είχανε πάρει οι Γερμανοί και τους είχαν μαζί. Και αυτοί ήρθαν και παραδόθηκαν και άφησαν τα γυαλιά τους και λοιπά εκεί και τα όπλα τους εκεί πέρα μέσα και περίμεναν κάτω. Επάνω ήταν το τμήμα της… Είχε κατέβει, δηλαδή, η δικιά μας, οι Γερμανοί ακόμη μέσα στην πόλη τώρα, είχε κατέβει η πολιτοφυλακή η δικιά μας. Δηλαδή, η αστυνομία η δικιά μας. Τον ανεβάζουμε πάνω αυτόν στην αυτή. Λέει: «Εγώ δεν έχω τίποτα», ξέρω ‘γω. Λέει: «Τι έκανε;». Λέει: «Έτσι και έτσι και έτσι» είπε ο ένας ο αυτός, «Με τους ταγματασφαλίτες εκείνους» και ξέγω 'γω τι. Τι ήταν τώρα δεν ξέρω ακριβώς λεπτομέρειες. Γυρνάμε εξήντα χρόνια πίσω, μετά απ' αυτό. Α! μετά από λίγες ημέρες έρχεται ένας φίλος μου, ο Πετρόπουλος ο Ηλίας. Έχεις ακουστά για τον Ηλία τον Πετρόπουλο; Είναι ένας τύπος ιδιόμορφος και καθηγητής πανεπιστημίου, σε γαλλικό πανεπιστήμιο έχει κάνει και εδώ, αλλά ήτανε εριστικός τύπος, εριστικός πολύ, επαναστάτης αλλά εριστικός. Λοιπόν, «Τι ψάχνετε;» του λέω. Λέει: «Μίλτο μήπως είδες... ψάχνω —λέει— τον πατέρα μου» λέει. Με τη μητέρα του μαζί, λέει: «Χάθηκε ο πατέρας μου» και λοιπά. Λέω: «Ρώτα εδώ πέρα, θα σου πούνε». Ήταν το Φρουραρχείο, ας πούμε, εδώ στον Άγιο Παύλο. Εν τέλει, δεν τον βρήκε. Μετά, ήμασταν μαζί, συμμαθητές, ερχότανε ο Πετρόπουλος, διάβαζε πολύ, πάρα πολύ, και ο πατέρας του ήταν δημοτικός υπάλληλος και τον βάλανε αυτόν μετά στους κήπους στη ΧΑΝ, στον κήπο εκεί, να είναι επιστάτης, ας πούμε, στον κήπο μέσα. Αυτή ήταν η δουλειά του. Λοιπόν και εκεί έγραψε κάτι βιβλία τότε, είχε γράψει ένα βιβλίο για τη γλώσσα που έχουνε οι πούστηδες, ας πούμε, γι' αυτά και λοιπά, επειδή σύχναζαν τέτοιοι εκεί, έγραψε τέτοια πράγματα, περίεργα πράγματα έγραφε, κάτι περίεργα αυτά. Αλλά διάβαζε, όμως, πολύ, πάρα πολύ. Μου είχε δώσει και διάβασα την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης, του Κορδάτου. Έχεις ακουστά για τον Κορδάτο; O συγγραφέας της αριστεράς τότε και λοιπά, δεν ήταν ιστορικός, αλλά ήταν δικηγόρος, ας πούμε, και έγραψε πολλά πράγματα, τα οποία άλλα ήταν σωστά, αλλά δεν έχει σημασία, για τον καιρό τους ήταν επαναστατικά. Λοιπόν, μετά από χρόνια, πριν από δεκαπέντε-είκοσι χρόνια περίπου, τώρα, συζητώντας μ' έναν φίλο, ο οποίος ήταν γείτονάς του, έτσι, με τον Πετρόπουλο και λοιπά: «Μου ήρθε μία ιδέα». «Αμάν ρε συ —λέω—, ο πατέρας του ήτανε». Ήτανε ακριβώς όπως τον είχα εγώ παιδί, με μία καμπαρντίνα προς το άσπρο, το ίδιο στυλ με τον Πετρόπουλο μετά. Τότε πήγε το μυαλό μου εμένα ότι μπορεί να ήτανε αυτός, γιατί εξαφανίστηκε, τον φέραμε εμείς εδώ και πάει, τον φέρανε εκεί, τον φέρανε κι εδώ και εξαφανίστηκε αυτός. Δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ από εκεί πέρα μέσα. Τον σκοτώσανε, τον είχαν συλλάβει εγώ δηλαδή. Και ήμασταν φίλοι με τον Πετρόπουλο, συνέχεια, δηλαδή, και κουβεντιάζαμε και και και... και βιβλία μου 'φερνε και ένα βιβλίο μάλιστα έχω ακόμη εδώ, ενός Γάλλου ποιητή τα αυτά. Δεν θυμάμαι τώρα το βιβλίο, το έχω σταμπαρισμένο, λέει: «Ηλίας Πετρόπουλος». Λοιπόν—
Το έμαθε αυτό ο Πετρόπουλος;
Ο Πετρόπουλος είχε πεθάνει. Από χρόνια είχε πεθάνει. Θα του το ‘λεγα. Θα του το ‘λεγα εγώ, αλλά έχει πεθάνει πολλά χρόνια και είχα και να τον δω πολλά χρόνια, γιατί είχε πάει στο Παρίσι αυτός. Γύρναγε με μία χλαμύδα, ήτανε ιδιόρρυθμος, ας πούμε, τύπος.
Εσείς πώς νιώσατε, όταν το καταλάβετε ποιος ήτανε;
Κοίταξε, το κατάλαβα μετά από εξήντα χρόνια εγώ, δεν το ήξερα. Τότε πιάσαμε έναν ταγματασφαλίτη. Ποιος ήταν τώρα αυτός, ποιος δεν είναι, ούτε ξέραμε. Εγώ τον άφησα εκεί, με ευχαρίστησαν, σηκώθηκα, έφυγα, πήγα στη διαδήλωση στη συνέχεια. Μετά κάναμε και άλλη μία διαδήλωση και μετά γίνεται η μεγάλη διαδήλωση της απελευθέρωσης, στις 30 Νοεμβρίου, ίσως να ήταν και καμιά μέρα πιο πριν, δεν ξέρω. Για τις 30 λένε. Κατεβήκαμε από το πρωί εδώ και εμείς μείναμε πίσω απ' τα λουτρά «Παράδεισος». Εκεί συνέχεια ήμασταν, μέχρι την ώρα που φύγαμε, ξέρω ‘γω, το απόγευμα, πότε φύγαμε, ούτε είχαμε συναίσθηση ώρας κι αυτά, δεν είχαμε τότε, ενώ η γιορτή έγινε στην Αγιά Σοφιά, η τελετή. Είχανε κάνει εκεί μνημείο, είχανε και αυτά εκεί πέρα μέσα και λοιπά. Από εμάς μπροστά πέρασαν μονάδες του ΕΛΑΣ, είχανε περάσει, γιατί η Θεσσαλονίκη τότε, βάσει της συμφωνίας της Βάρκιζας... του Ρίμινι, νομίζω, είχανε κάνει, πού είχανε κάνει συμφωνία; Στην Ιταλία. Όχι, δεν ήτανε στο Ρίμινι, όμως, ήτανε σε μία πόλη της Ιταλίας. Τεργέστη, όχι, Τεργέστη δεν ήτανε. Στην οποία συμφωνήσανε ορισμένα πράγματα: να μην μπει ο ΕΛΑΣ στην Αθήνα και να και να μην μπει και στη Θεσσαλονίκη. Τώρα γιατί την υπέγραψαν οι δικοί μας αυτή τη συμφωνία, δεν μπορώ να καταλάβω. Γιατί θα ήταν τα πράγματα διαφορετικά, αν δεν γινόταν. Στη Θεσσαλονίκη, όμως, τη σπάσανε την ιστορία αυτή και κατέβηκε ο ΕΛΑΣ μέσα εδώ, στην πόλη και πραγματικά περάσαμε ωραία. Δεν χύθηκε ούτε σταγόνα αίμα, ανεξάρτητα τι έγινε μετά ή οτιδήποτε, δεν χύθηκε σταγόνα αίμα, ενώ στην Αθήνα κατασκοτωθήκανε. Αν έμπαινε ο ΕΛΑΣ απ' την πρώτη στιγμή, θα είχαν εξαφανιστεί. Γιατί εδώ είχανε μαζευτεί οι χωροφύλακες και αυτοί της εκατονταρχίας και άλλοι, μέσα στη ΧΑΝ. Απ' έξω τους περικύκλωσε ο ΕΛΑΣ και μερικές χιλιάδες ίσως κόσμος από εκεί. Και κάναν… Αυτοί ήταν οπλισμένοι μέσα και τους κάνανε να παραδοθούνε. «Δεν θα πάθετε τίποτα, δεν θα πάθετε» και λοιπά. πήγανε μέσα ορισμένοι δικοί μας, μιλήσανε μαζί τους και τους πείσανε να παραδοθούν. Παραδόθηκαν, ορισμένους τους αφήσανε και ορισμένους, όταν πιάσαν οι άλλοι στην Αθήνα, πήραν και αυτούς σε στρατόπεδο και τους πήγαν σε ένα στρατόπεδο, έξω, στην Καρατζόβα, μου φαίνεται, πάνω, σε ένα χωριό εκεί. Και η Θεσσαλονίκη πέρασε... έβγαλε κανονικά. Μπήκε η πολιτοφυλακή, η οποία ήταν η απόλυτη τάξη, ας πούμε, μέσα στην αυτή. Το μόνο που ήταν, ότι δεν είχαμε νομίσματα, όπως και στην Αθήνα δεν είχανε νόμισμα ακόμη. Μετά απ' αυτό. Χρειάζεται και ιστορία μετά από αυτό; Βέβαια, χρειάζεται, βέβαια. Εκείνη την περίοδο κάναμε εμείς τότε μία εκδήλωση στο στρατιωτικό θέατρο, το οποίο είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο εδώ και δίπλα ήταν το στρατιωτικό θέατρο, μία εκδήλω[01:40:00]ση της ΕΠΟΝ, με γιορτή και λοιπά. Είχαν αρχίσει, όμως, τα Δεκεμβριανά κάτω. Προηγούμενα είχαμε κάνει μία εκδήλωση, προτού αρχίσουν τα Δεκεμβριανά, στο Επταπύργιο μέσα, στις φυλακές, όχι στις φυλακές, στο αναρρωτήριο των φυλακών, στο νοσοκομείο θα λέγαμε των φυλακών, με ποιήματα και λοιπά, με τραγούδια, με αυτά. Είχαμε κάνει μία γιορτή της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ μαζί, και του τακτικού ΕΛΑΣ και του... μαζί είχαμε κάνει, το ίδιο και εκεί. Συγχρόνως, όχι [Δ.Α.]. Τι άλλο είχε γίνει τότε που παρουσιάστηκε; Δεν είχαμε προβλήματα καθόλου, δεν είχαμε τότε. Γίνεται η συμφωνία της Βάρκιζας και μαθαίνουμε ότι έρχεται ο ΕΛΑΣ. Έρχονται οι ελασίτες απ' έξω. «Να πάμε να τους δούμε» λένε κάποιοι. Μιλάμε τώρα απ' τα κεντρικά γραφεία πια της ΕΠΟΝ, τα οποία είναι στην οδό Καρπολά. Καρπολά 3, από κάτω έχει μία καφετέρια, μου φαίνεται, εκεί, έτσι; Καρπολά 3 ήτανε ή Καρπολά 9; Καρπολά 9, από κει ερχόταν τα νούμερα. Και πηγαίνω με το σήμα της ΕΠΟΝ εγώ στον Βαρδάρη, μαζί με περικυκλώνουν μια ομάδα μπουραντάδες. «Μπουραντάδες» λέγαμε τον στρατό τον οποίον είχαν φέρει αυτοί από κάτω. Όχι, πριν από αυτό. Άσε, ας βάλουμε αυτό. Έρχονται μια ομάδα τέτοια, οι οποίοι θέλουν να με μαχαιρώσουνε. Είναι ένας αξιωματικός, ο οποίος πρέπει να ήτανε απ’ το γυμνάσιο το δικό μας αυτός, ανθυπολοχαγός, απ’ τις μεγάλες τάξεις και τους λέει: «Αφήστε τους» και με άφησαν και έφυγα. Θα με είχανε μαχαιρώσει εκεί. Ερχόντουσαν απ' έξω οι ελασίτες και τους μαχαιρώνανε, όταν ερχόντουσαν απ' έξω. Μεμονωμένοι, δηλαδή, ήταν που ερχόντουσαν από εκεί. Την πρώτη μέρα, όμως, που μπήκανε αυτοί μέσα στην πόλη, έγινε τούτο εδώ. Αποβραδίς είχαμε συγκέντρωση εδώ και ο αντιπρόεδρος της λαϊκής επιτροπής του Αγίου Παύλου έβγαζε λόγο αποβραδίς εδώ. Την άλλη μέρα... Αυτός είχε ένα μαγαζί στην Εγνατία, κάτω στην Κολόμβου, στοά Κολόμβου. Ξέρεις πού είναι η Κολόμβου;
Nαι.
Εκεί ήταν η στοά Κολόμβου, μέσα. Απ' έξω είχα τον φίλο μου, τον Γιάννη, ο οποίος πούλαγε πιατικά και είχα πάει να δω τον Γιάννη εγώ. Βλέπω έρχεται ο στρατός, περνάει ένας λόχος στρατού και λοιπά και από πίσω κάποιοι με σημαίες και βλέπω κι αυτόν τώρα με μία σημαία ελληνική τρέχει πίσω απ' τον στρατό, που ήταν πρόεδρος της λαϊκής επιτροπής. Πριν από αυτό... Βέβαια, έχουμε άλλες ιστορίες εμείς, τα παρέλειψα, έφυγα. Η ΕΠΟΝ. Στην ΕΠΟΝ έρχεται ένας... Καταρχήν, ο Γιάννης ο Καρατζίδης, μας μαζεύει μία μέρα και έρχεται να μιλήσει —σαν κομματική οργάνωση πια— να μιλήσει, να αναλύσει την κατάσταση. Και αναλύει την κατάσταση ο Γιάννης, τίποτε άλλο, είναι θεωρητικός αυτός, εντάξει και λοιπά. Μετά έρχεται ο άλλος, ο Φάνης, ένας Φάνης, μεγάλος κι αυτός, παλιός κομμουνιστής, και ακούει Μυρώνης. Λέει: «Μυρώνης ποιος; Εσύ είσαι;», «Ναι». Λέει: «Του Βασίλη ο γιος; Και της Ελενίτσας;». «Ναι». Η μητέρα μου ήτανε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, στη νεολαία του στην αρχή, αλλά μετά πέθανε τριάντα πέντε χρονών, πέθανε φυματική, μέσα εκεί είχε πεθάνει. Αλλά είχε αφήσει... ας πούμε, την ήξεραν καλά. Μου λέει: «Έλα εδώ —μου λέει— να δεις» και κάνουμε μια συνέλευση του κόμματος στο σχολείο του Αγίου Παύλου, το παλιό σχολείο. Ήτανε νοικιασμένο κτίριο. Λοιπόν, εκεί τους έκανε μια ανάλυση αυτός, μ' έναν άλλον μαζί εκεί και τώρα τους λέει: «Παιδιά κοιτάξτε να δείτε, εμείς είμαστε κομμουνιστές, είμαστε καθαροί». Είχανε πάρει κάτι λάδια, ήταν μία οργάνωση, ΕΟΧΑ λεγότανε, Ελληνική Οργάνωση Χριστιανών, ξέρω 'γω, και λοιπά, σαν Ερυθρός Σταυρός και είχε πάρει κάτι λάδια και τα κατέσχεσε ο ΕΛΑΣ, το ΕΑΜ τότε, και τα μοίρασαν. Μοιράσαν τα λάδια αυτά, μεγάλα βαρέλια, στον κόσμο. «Θα γράψετε πάνω τόσο από κει, τόσο πήρε ο ένας, τόσο πήρε ο άλλος, να είμαστε καθαροί, να ξέρει ο κόσμος ότι τόσα πήραμε, τόσα δώσαμε». Αυτοί είχανε βάλει χέρι, κάποιοι μέσα: «Εμείς, που είμαστε κομμουνιστές; Εμείς που είμαστε αυτό και εμείς θα μας πεις έτσι; Και πώς θα κάνεις;». «Καθίστε φρόνιμα —τους λέει—, έτσι είναι η περίπτωση και έτσι γίνονται τα πράγματα. Δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλει ο καθένας. Θα μετράμε αυτά που πρέπει, να είναι σωστά. Ο κόσμος να ξέρει ότι εμείς είμαστε τίμιοι, δεν πάμε να φάμε». Λοιπόν, μια φασαρία και λοιπά. Φύγανε αυτοί, μου λέει ο Φάνης: «Τα είδες; —λέει— Έχεις να δεις και άλλα πολλά», μου λέει αυτός, ο Φάνης. Και πραγματικά, αυτοί οι περισσότεροι μετά γίνανε εθνικόφρονες. Εβδομήντα-ογδόντα μέλη είχαν εγγραφεί. Έβγαινε ο κλητήρας της κοινότητας: «Ποιος θέλει να γράφει στο ΚΚΕ;» και πήγαινε τότε να γραφούνε.
Εκείνη την περίοδο γίνεται η συμφωνία της Βάρκιζας στην Αθήνα και εμείς ξέραμε ότι από εδώ θα φύγουμε. Λοιπόν, μας λένε: «Παιδιά, πρέπει να πάρετε μια λέσχη από κάτω, να κάνετε μια λέσχη, ένα γερμανικό λυόμενο». Και το παίρνουμε το ένα το λυόμενο, στο Σιντριβάνι ήτανε, το μισό που ήταν εκεί. Πώς τα κατάφεραν, το φέρανε εδώ, το δέσανε και λοιπά. Ήταν ένα ωραίο πράμα, κτίριο, το οποίο το κάναμε λέσχη της ΕΠΟΝ στον Άγιο Παύλο. Και μετά, προσπάθησαν αργότερα να μας το βάλουν φωτιά μερικές φορές. Κι εμείς το δώσαμε στο σχολείο και έγινε σχολείο, γιατί σχολείο... δεν υπήρχε σχολείο και το χρησιμοποιούσαν για σχολείο μερικά χρόνια, ώσπου να χτίσουν αυτό εδώ επάνω. Ξέχασα για τον πόλεμο. Την πρώτη μέρα, μετά τον βομβαρδισμό, ξεχύθηκε ένας κόσμος να βρει κατασκόπους. Κατάσκοπος εδώ, κατάσκοπος εκεί, ότι υπήρχαν κατάσκοποι, οι οποίοι, υποτίθεται, δίναν αυτά. Ο πατέρας μου ανέβηκε.. δούλευε σε ένα καπνεργοστάσιο του Μοσκώφ, το οποίο είναι στο… «Πάνθεον» κινηματογράφος» υπάρχει σήμερα;
Δεν είμαι σίγουρος.
Το άγαλμα του Κωνσταντίνου που είναι στην πλατεία του Βαρδαρίου, μπροστά ήτανε, όπως ήταν εκεί, μπροστά ήταν ο κινηματογράφος «Πάνθεον». Δίπλα, πιο πέρα, επί της Δωδεκανήσου, ήταν ένα μεγάλο εργοστάσιο, πολύ μεγάλο εργοστάσιο, καπνεργοστάσιο, στο οποίο δούλευε. Ο μπαμπάς μου ανέβηκε στην ταράτσα, για να δει μήπως έπεσαν οι βόμβες εδώ πάνω. Με το που ανέβηκε στην ταράτσα και λοιπά, τρέξαν άλλοι: «Κατάσκοπος!», δηλαδή σε τέτοιο βαθμό. Εδώ ένα παιδάκι... που τότε ήρθανε οικογένειες να μείνουν εδώ. Σου είπα για μια οικογένεια που ήρθε εδώ πέρα συγγενείς μας και μέναν στο κρεβάτι πάνω. Μας είχε μάσει η μητέρα, ας πούμε, των παιδιών και ήτανε... δεν θυμάμαι πώς λεγόταν η μητέρα, αλλά τα παιδιά λεγόταν... η Μαίρη, ήταν η μεγάλη, μεγαλύτερη από μένα, ήταν ο Στέφανος, ήτανε και δύο κοριτσάκια ακόμη, δεν θυμάμαι πώς λεγόταν τώρα τα ονόματά τους. Ήτανε τέσσερα άτομα κι ένας εγώ πέντε. Μας αγκάλιαζε και άρχιζε: «Ο Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά», ό,τι προσευχές υπήρχανε! Αυτοί ήταν άνθρωποι πάρα πολύ της εκκλησίας και έλεγε συνέχεια αυτά. Δύο παιδιά ακόμη που είχε αυτή ήταν στη δουλειά, έμεναν στην δουλειά, ο Μανώλης και ο Στέφανος. Όχι, ο Μανώλης και ο... όχι Στέφανος, ο Στέφανος ήταν εδώ. Ένας άλλος, ο οποίος μετά πήγε στην Αμερική. Λοιπόν, εκείνη τη μέρα, λοιπόν, ήταν και μία οικογένεια εδώ πέρα δίπλα, δεν θυμάμαι, συγγενείς με τη μητέρα και με τη γιαγιά ενός φίλου του Σιωμάδη, του Γιώργου του... ο οποίος ήταν στρατηγός, τώρα αποστρατεύτηκε σαν στρατηγός και λεγόταν Χανδρούλης αυτό το παιδί, ήτανε πρόσκοπος. Οι πρόσκοποι φορούσανε μια στολή με τα κοντά παντελόνια. Ήτανε νέος, αλλά ήτανε γεροδεμένο παιδί, δηλαδή δεν έδειχνε για δώδεκα ή για δεκατρία χρονών, έδειχνε για δεκατέσσερα-δεκαπέντε. Και τον βλέπει ένας εκεί πέρα, ήμασταν... συγκεντρωθήκαμε προς την πλατεία, τρέχανε εκεί ο κόσμος και λοιπά: «Κατάσκοπος!». Παίρνει ένα τσεκούρι και τρέχει ένας Καραμανλής. «Καραμανλήδες» λεγόταν αυτοί που ήταν... από την Τουρκία που είχαν έρθει και μιλούσαν και βαριά. «Θα σε σκοτώσω —λέει—, σταμάτα». Το παιδί, εν τω μεταξύ, από τον φόβο του είχε σταματήσει, δεν μίλαγε. Ήταν ξανθός, έμοιαζε σαν Γερμανός να είναι. Λοιπόν, είχε φτάσει ένας πανικός τέτοιος. Κατασκόπους, κατασκόπους, βλέπανε όλοι κατασκόπους οι οποίοι βγαίνανε πάνω στο αυτό. Αυτό που γίνεται και τώρα στην… Είδα χθες στην τηλεόραση, με την... Πώς λέγεται μωρέ η πρωτεύουσα της Ουκρανίας; H πρωτεύουσα η...
Τώρα κόλλησα κι εγώ.
Κόλλησα! Η... Α, στην ευχή, το Κίεβο! Στο Κίεβο είδα να πιάνουν ανθρώπους και να τους χτυπάνε κάτω και λοιπά και ήτανε περαστικοί, απλώς ήταν, πήγαιναν... δεν ξέρω πού πήγαιναν. «Τα χαρτιά σας», τους είχαν πιάσει αστυνομία. Δηλαδή, ένας πανικός παρόμοιος παρουσιάζεται σ' αυτές τις περιπτώσεις πάντα εκεί κι ένας κόσμος που φεύγει και που φεύγει και που φεύγει και δεν ξέρει πού να πάει. Από εδώ έφυγε πολύς κόσμος τότε, από μέσα από την πόλη, γιατί ειδικά, στο κέντρο της πόλης που βομβαρδίστηκε άσχημα. Εκεί θυμάμαι είχε πέσει μία βόμβα τότε στου Χαριτάντη την κλινική, που λένε. Η Χαριτάντη κλινική είναι απέναντι από τα λουτρά «Παράδεισος», γωνία με Εγνατία, το κτίριο, που από κάτω είναι ο Γερμανός. Μία άλλη είχε πέσει στην Κόκκινη Εκκλησιά, πιο δίπλα, πάνω σε μία πολυκατοικία πάλι, σ' ένα σπίτι, δεν είχε πολυκατοικίες τότε.
Ποια χρονιά όλα αυτά;
Αυτά γίνονται το ‘40, την πρώτη μέρα των βομβαρδισμών, που βομβάρδισαν οι Ιταλοί, στην οποία λένε ότι ήτανε ο Τσιάνο, ήτανε επικεφαλής του στόλου των αεροπλάνων που είχαν έρθει τότε εκεί. Τον οποίο Τσιάνο, ξέρεις, τον σκότωσε μετά ο Μουσολίνι, τον γαμπρό του. Λοιπόν, αυτά είναι για την περίοδο εκείνη. Τώρα γυρνάμε στην περίοδο του ‘30...
Του ‘40;
Από τον Νοέμβρη και πριν την απελευθέρωση. Εμείς εκείνη την περίοδο σου είπα ότι πήραμε τη λέσχη από την Καμάρα, ένα γερμανικό λυόμενο και το φέραμε πάνω και κάναμε μία λέσχη, την οποία την κάναμε λέσχη της ΕΠΟ[01:50:00]Ν. Γινόταν κάθε βράδυ εκεί πέρα χαμός: τραγούδια, χορός, θέατρο, παίζαμε και κάτι νουμεράκια, παίζαν τα παιδιά.
Τι παίζατε;
Κωμωδίες... ήταν ένας, παρουσίαζε τον Αρμένο, τώρα δεν ξέρω τι παρουσίαζε, κάτι εκεί πέρα. Και είχαμε ένα ζευγάρι, παίζαν δύο αυτοί. Καταπληκτικοί, πάρα πολύ ωραίοι!
Και εσείς παίζετε;
Όχι, παίζανε τα παιδιά αυτά. Εγώ, κοίταξε, ήμουνα αφοσιωμένος εκεί και χαμένος τελείως. Δεν έχω συναίσθηση χώρου, χρόνου, ώρες και λοιπά, αν έτρωγα στο σπίτι, πότε έτρωγα στο σπίτι, ούτε θυμάμαι, καθόλου, τίποτα από εκείνη την περίοδο. Ήταν μία περίοδος, δηλαδή, ζωντανή, πάρα πολύ ζωντανή.
Οι δικοί σας σάς λέγανε τίποτα; Σας ψάχνανε;
Όχι, όχι, δεν είχανε. Είχα με τον πατέρα μου εγώ, είχα μία απόλυτη ελευθερία. Δηλαδή, μια φορά με βρήκε, είχαμε κάνει μία… Στην επέτειο της ΕΠΟΝ το ‘43, το ‘44 πρέπει να ήτανε, έναν χρόνο, δηλαδή, από την επέτειο της ΕΠΟΝ, γράψαμε στην οδό Κασσάνδρου. Αποστόλου Παύλου με Κασσάνδρου, πού είναι το τρίτο γυμνάσιο τώρα εκεί; Eκεί που είναι τώρα το γυμνάσιο, στη γωνία Αποστόλου Παύλου με Κασσάνδρου. Εκεί συγκεντρωθήκαμε, καμία τριάντα-σαράντα παιδιά ήμασταν, υπήρχε ένα σύνθημα, ένα τραγούδι, υπήρχε η φρουρά η οποία φυλούσε και γράψαμε από εκείνη την περιοχή μέχρι εκεί. Εγώ είχα μία σακούλα με τη μπογιά, μπλε μπογιά εδώ πέρα μέσα. Είχα μία καμπαρντίνα μπλε σκούρα, είχα και τη μπογιά στο χέρι. Και έριχνε ένα ψιλό ψιχάλισμα, ψιλό, άχνα από ψιχάλισμα. Γράψαμε εκεί αρκετά, προχωρήσαμε στην Κασσάνδρου, σχεδόν όλη, δεν φτάσαμε βέβαια μέχρι το Διοικητήριο που είναι οι Γερμανοί, αλλά πιο εδώ είχαμε φτάσει. Και φρουρούσε, υπήρχε και η φρουρά της παράταξης. Λοιπόν, όταν γύρισα το βράδυ, την άλλη μέρα το πρωί ο πατέρας μου μού λέει: «Πού ήσουνα;». «Σινεμά». «Σινεμά, ε; Το βάφανε το σινεμά;». Είχε πέσει η μπογιά η άλλη απάνω στη μπλε την καμπαρντίνα τη δικιά μου και ήτανε καταμπλέ. «Να προσέχεις —μου λέει—, δεν έγινε και τίποτα». Ο πατέρας μου δεν μου έλεγε ποτέ: «Μην κάνεις» ή «Μη δεν κάνεις» ή τίποτα, δεν...
Το σύνθημα, που είπατε ότι λέγατε, ποιο ήτανε;
Το σύνθημα ήταν ένα τραγουδάκι. «Έλα και απόψε το βράδυ που είναι βαθύ το σκοτάδι», ήταν αυτό, έδειχνε ότι είναι ησυχία, ας πούμε, και λοιπά. Αν υπήρχε κάτι, θα λέγαμε κάτι άλλο. Δεν παρουσιάστηκε κάτι. Αυτό είναι μία από τις βραδιές, ας πούμε, αλλά ήτανε μαζική. Ενώ παλιά στο ΠΕΚ, που ήμουνα εγώ, Πατριωτικό Ελληνικό Κομιτάτο, γράφαμε οι δυο μας ό,τι θέλαμε, εκεί ήταν οργανωμένα αυτά τα πράγματα, με πολύ κόσμο, με συνθήματα τα οποία ήταν προκαθορισμένα και τα γράφανε πάνω στους τοίχους. Και τα συνθήματα ήταν κυρίως ενθαρρυντικά για τον κόσμο και συγχρόνως και να υψώνουν και τον πατριωτισμό του κόσμου. Αυτά είναι για εκεί.
Τώρα, μετά την απελευθέρωση, είπαμε, εμείς κάναμε τη λέσχη εδώ πέρα μέσα. Ο κόσμος ξαναγύρισε στις δουλειές του, άρχισαν να υπάρχουν δουλειές, χρήμα δεν υπήρχε. Θυμάμαι μια περίοδο είχαμε... Δεν θυμάμαι, κάτι, κάτι βγάζανε, εισιτήρια του τραμ, δεν ξέρω, κάτι χρησιμοποιούσαν για εισιτήριο. Βέβαια, εγώ δεν είχα ανάγκη από χρήματα, γιατί δεν ξόδευα τίποτα λεφτά. Δεν ξέρω τώρα πώς περνούσαν οι άλλοι, αλλά πρέπει να βολευότανε. Ήταν περίοδος που εδώ σαν κράτος ήτανε το ΕΑΜ, ενώ στην Αθήνα κάτω ήτανε η κυβέρνηση, η άλλη κάτω. Αρχίζουν μετά τα Δεκεμβριανά. Με τα Δεκεμβριανά αρχίζουν κι έρχονται και πρόσφυγες από Αθήνα. Έρχονται μερικοί, δηλαδή, κυνηγημένοι και λοιπά, ήρθαν προς τα εδώ μερικοί. Κάναμε και έναν-δυο φίλους, ας πούμε, εκεί. Εκεί τώρα, στην Αθήνα έγιναν οι μάχες, βγήκαν και κάτι τραγούδια εκεί. Έτσι; Είχε παραδείγματος χάρη ένα για τον Σκόμπι. Σκόμπι ήτανε ο αρχηγός του στρατού του αγγλικού. «Το βρακί του Σκόμπι είναι όλο κόμποι και αν λυθούν οι κόμποι θα φανούν του Κόμπι οι μεγάλοι του πολιτικοί». Κάτι τέτοια δηλαδή είχανε. Και είχανε και το άλλο μετά: «Μας πήραν την Αθήνα, λαλούν λαλούν λαλούν —αυτό ήτανε ισπανικό τραγούδι, από τον εμφύλιο τον ισπανικό— μας πήραν την Αθήνα, λαλούν λαλούν λαλούν μας πήραν την Αθήνα, ζουν τριαλαλούν μας πήραν την Αθήνα —όχι— Κάπα Κάπα Έψιλον, Κούκου Κούκου Ε μας πήραν την Αθήνα, μόνο για έναν μήνα λαλούν λα —στάσου— Μας πήραν την Αθήνα, λαλούν λαλούν λαλούν μας πήραν την Αθήνα, λαλούν λαλούν λαλούν μας πήραν την Αθήνα, μόνο για έναν μήνα λαλούν λαλούν λαλούν», έτσι; Kάπως εκεί τώρα ερχόταν το τραγούδι αυτό. Tώρα δεν θυμάμαι περισσότερες λεπτομέρειες. Ήτανε της εποχής εκείνης, ας πούμε, είχε βγει. Βέβαια, δεν την πήραν για έναν μήνα, την πήρανε για χρόνια την Αθήνα οι αυτοί τότε, οι Εγγλέζοι. Τι άλλο μετά; Εμείς εδώ, συνεχιζόταν η ζωή, ενώ κάτω ήταν στην αυτή, εδώ συνεχιζόταν η ζωή, ας πούμε, σχεδόν κανονικά. Δεν υπήρχε, δηλαδή, τίποτα το ιδιαίτερο. Από εδώ ξεκίνησε μία... το 30 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, νομίζω, να πάει να δώσει μάχη στην Αθήνα. Έφτασε μέχρι τη Λαμία. Έδωσε μία γερή μάχη με τους Εγγλέζους εκεί, γιατί ήταν οργανωμένο Σύνταγμα, κανονικά, με κανόνια, με όλα και λοιπά, τους άλλαξε τον αδόξαστο, αλλά μετά έγινε ανακωχή. Προτού γίνει η Βάρκιζα, έγινε ανακωχή και μετά η συμφωνία της Βάρκιζας. Οπότε, άρχισαν να παραδίδουνε τα όπλα ο ΕΛΑΣ και ήρθε κι εδώ και σου είπα την περίπτωση, που ήρθανε οι αυτοί, το πρώτο που κάναν αυτοί ήταν να πάνε... Η ΧΑΝ, τη ΧΑΝ την είχαμε κάνει λέσχη της ΕΠΟΝ, όλη η ΧΑΝ. Ήταν ένα τεράστιο πράγμα εκεί, και είναι τεράστια η ΧΑΝ, και εκεί πέρα έγινε η κεντρική λέσχη της ΕΠΟΝ, την οποία κατέλαβαν αυτοί, μόλις ήρθαν. Εκείνη τη μέρα πήγαμε εμείς να διαμαρτυρηθούμε, μία ομάδα απ' τα κεντρικά γραφεία της ΕΠΟΝ, καμιά τριανταριά-σαράντα ήμασταν. Τραγουδώντας πήγαμε εκεί, είδαμε ήτανε φτιαγμένο όλο το μέρος και φεύγοντας... Πού είναι, για να σου πω τώρα, να καταλάβεις, πηγαίνοντας για τα «Ηλύσια» επί της Τσιμισκή, είχε έναν φούρνο, όχι... Πού είναι ένα μεγάλο καφενείο εκεί πέρα στην παραλία; Ποιο είναι; H «Αστόρια»; Όχι η «Αστόρια», προς τον Λευκό Πύργο απέναντι. Είναι ο κινηματογράφος ο...
Κατάλαβα που λέτε, εκεί στο πάρκο.
Στο πάρκο, λίγο πιο πέρα, εκεί, ήταν ένας φούρνος. Και εκεί έρχεται ένας με ένα πολυβόλο, μπουραντάς, στρατιώτης του αυτού, να μας πυροβολήσει. Μπαίνει ένας Εγγλέζος στη μέση, πήγε έτσι και τον σταμάτησε. Ήρθε να μας χτυπήσει στα ίσια, κατευθείαν, όπως ήμασταν εμείς. Και τον πήρε ο Εγγλέζος και τον έδιωξε από εκεί. Δηλαδή, γινόταν τέτοια πράγματα. Εμείς έχουμε... τότε τα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι στην παραλία, το ξενοδοχείο «Αστόρια». Είναι το τελευταίο μέρος στην Αγιά Σοφιά, κάτω, με την παραλία αριστερά. Δεξιά ήταν ένα άλλο ξενοδοχείο, στο οποίο ήταν τα γραφεία του ΕΑΜ εκεί. Εκεί έγινε μία μεγάλη συγκέντρωση τότε στην απελευθέρωση και ήρθε από το βουνό ο Πέτρος ο Ανταίος, από τους ηγέτες του ΕΑΜ, Γιαννακόπουλος λεγότανε, ο οποίος μας μίλησε. Εκεί πέρα μέσα πήγα σε μεγάλη συγκέντρωση επονιτών που μίλησε αυτός. ήρθε από το βουνό, κατευθείαν όπως ήρθε από το βουνό, πρέπει να ήταν τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης, δηλαδή τον πρώτο μήνα, προτού αρχίσουν τα Δεκεμβριανά ακόμη. Και κάτι άλλο ακόμη που έγινε. Η πρώτη μας μεγάλη συνέλευση που έγινε, επονιτών, ήταν εδώ στα λουτρά του Ισλαχανέ. Τα λουτρά του Ισλαχανέ είναι στη γωνία Αποστόλου Παύλου με Αθηνάς. Εκεί ήτανε λουτρά τούρκικα, χαμάμ και μέσα εκεί μαζευτήκαμε και είχαμε τότε η ΕΠΟΝ. Και πολλοί από την Άνω Πόλη, βέβαια, μετά την απελευθέρωση είπαμε. Και εκεί γινόταν ομιλίες διάφορες. Εγώ άκουγα τώρα κι έβλεπα, άκουγα θαυμάσια πράγματα, δηλαδή: «Εμείς κάναμε εκείνο, εκείνο κάναμε» και λοιπά. Μπροστά στα δικά μας ήταν τίποτα, ας πούμε, ούτε βγήκα να μιλήσω, τίποτα, απλώς άκουγα την περίπτωση και έμεινα έκπληκτος, ας πούμε, από τη δράση των αλλωνών, οι οποίοι τα παραλέγανε, εδώ που τα λέμε, ορισμένοι, τα παραφουσκώνανε εκεί: «Εμείς κάναμε εκείνο, κάναμε εκείνο». Ήτανε... Εμείς είχαμε τη δράση που είχαμε, αλλά γι' αυτήν δεν βγήκε κανείς να μιλήσει, για την περιοχή τη δικιά μας. Προχωράμε μετά παραπέρα. Πάμε στην απελευθέρωση, στη μέρα 25 Μαρτίου, τώρα δεν θυμάμαι, του ‘45. Εμείς δεν είχαμε γιορτάσει τη γιορτή της ΕΠΟΝ, γιατί είχαμε ακόμη τα γεγονότα. Ήτανε... Η Βάρκιζα έγινε στις 15 Φεβρουαρίου, 23 ήτανε η αυτή, δεν είχαμε και γιορτάσαμε τη γιορτή της ΕΠΟΝ νομίζω στον Μάρτιο, 24-25 Μαρτίου ή 4-5 Μαρτίου. Φύγαμε από δω, κατεβήκαμε κάτω, είχανε και παιδιά. Πρέπει να ήταν 25 Μαρτίου, γιατί ήταν μια κοπέλα, η Ζαχαρούλα, ήταν ντυμένη τσολιάς η ίδια. Και εμείς μετά προχωρήσαμε, πήγαμε στην… Ξενοδοχείο «Tobacco Hotel». Tο ξέρεις το «Tobacco Hotel»; Τέρμα της Αντιγονιδών με Αγίου Δημητρίου, επί της Αγίου Δημητρίου είναι το ξενοδοχείο αυτό. Ήταν ένα καπνεργοστάσιο. Εκεί ήτανε —και εκεί ήτανε— γραφεία της ΕΠΟΝ. Λοιπόν, μιλήσαμε εκεί και λοιπά. Φεύγοντας από εκεί —είναι η λαχαναγορά αριστερά, η παλιά λαχαναγορά, αν την έχεις υπόψη σου, και η ηλεκτρική της ΔΕΗ—, εκεί στη ΔΕΗ μπροστά, βγαίνουν δύο-τρεις με πολυβόλα αυτοί και ρίχνουνε. Η Ζαχαρούλα που ήταν μπροστά κάνει μία έτσι και τα πολυβόλα φεύγουνε πάνω και τρυπάνε στα κεπέγκια των μαγαζιών. Ήταν τα μαγαζιά, τα μανάβικα, θα λέγαμε, εκεί. Ήταν γιορτή όμως, κλειστή μέρα ήτανε, πρέπει να ήταν 25 Μαρτίου μάλλον. Λοιπόν, εκείνη τη μέρα κόψανε το πόδι —γιατί έγινε και παρακάτω επεισόδιο ή εκεί ήτα[02:00:00]ν τώρα, δεν ξέρω πού ακριβώς είχε γίνει— μιας επονίτισσας. Το πόδι της κόπηκε από εδώ πάνω, την οποία επονίτισσα τη γνώρισα, την είδα μετά από πόσα χρόνια —‘44, ‘63-‘64— μετά, σε μία εκδήλωση που είχε έρθει ο Θεοδωράκης στον σταθμό. Είχαμε κάνει γλέντι στην αίθουσα του σταθμού και την είδα και ήρθε με τις πατερίτσες αυτή η επονίτισσα. Λοιπόν—
Ποιοι ήτανε αυτοί που πυροβολούσανε;
Μπουραντάδες, στρατός, του στρατού, ας πούμε, ήτανε. Κοίταξε, τα τάγματα ασφαλείας είχανε γίνει... πήγαν, τους είχαν μαζέψει οι Εγγλέζοι αυτούς που σώθηκαν και τους βάλανε στον στρατό και τους ονόμαζαν στρατιώτες, οι οποίοι βρίσκαν ευκαιρία και χτυπούσαν μετά συνέχεια. Ήθελαν να δημιουργήσουν και εδώ μια κατάσταση αλά Αθήνα, να δημιουργήσουν θύματα. Λοιπόν, γίνονται επεισόδια, αρκετά τέτοια είχανε γίνει. Αυτά γίνονται τα ‘45, προτού ακόμη... Ήδη έχουν αρχίσει, μας φέρνουν έναν γραμματέα του ΕΑΜ, Δάμπασης, από την Κατερίνη, τον οποίο τον σκότωσαν οι ταγματασφαλίτες. Είχαν έναν καπετάνιο του ΕΛΑΣ, τον Νικηφόρο και λοιπά, τον σκοτώσανε. Δηλαδή, είχαν αρχίσει να κάνουν δολοφονίες σε χωριά και σε μέρη που μπορούσαν να χτυπήσουνε. Σε εμάς, εδώ η οργάνωσή μας είχε τη λέσχη, είχε κόσμο, δηλαδή μιλάμε η λέσχη γέμιζε κάθε βράδυ, νεολαία, δεν είχε... φουλ νεολαία εκεί. Κάνανε μια-δυο απόπειρες να την κάψουνε. Πήγανε από το κάτω μέρος και βάλαν φωτιά και μετά στο τέλος εμείς, μετά από κάνα δυο-τρεις μήνες την παραδώσαμε, για να γίνει σχολείο. Γιατί θα μας την καίγαν σίγουρα την παράγκα από κει. Ήτανε γερμανική παράγκα, ωραιότατη όμως. Λοιπόν, είχαμε όλο τέτοια επεισόδια: ξυλοδαρμούς, κάψιμο λεσχών της ΕΠΟΝ. Ήρθαν, χτύπησαν μία λέσχη δικιά μας που την είχαμε στο Ρετζίκι. Εγώ ήμουν τότε, για μια περίοδο ήμουν όχι γραμματέας, γραμματέας ήταν ο Γκουτζουλίδης ο Μίμης, εγώ ήμουνα δεύτερος γραμματέας της ΕΠΟΝ τότε εδώ πάνω. Δηλαδή, όταν λέμε εδώ, από δω μέχρι το Ρετζίκι. Όχι, το Ρετζίκι λέω, το... Πώς λέγεται μωρέ εκείνη η περιοχή; Mετά το Τσαούς το μοναστήρι. Το Τσαούς το μοναστήρι το ξέρεις—
Η Μονή Βλατάδων.
Δεν το ξέρεις. Ε;
Η Μονή Βλατάδων, το ‘χαμε πει…
Μονή Βλατάδων, ναι, μέχρι πιο πέρα από κει. Εκεί είχαμε τη λέσχη μας εμείς, αφού είχαμε παρατήσει αυτήν εδώ και ήρθανε και την κάψανε. Και πήγαμε, διαμαρτυρηθήκαμε στον διευθυντή της αστυνομίας. Η αστυνομία ήτανε εκεί που ήταν τα γραφεία του ΚΚΕ, στο «Αστόρια», μπήκε μέσα η αστυνομία μέσα. Και ήταν διοικητής ένας Ξανθόπουλος, ένας γεμάτος έτσι άνθρωπος και λοιπά και είχαμε επικεφαλής έναν Βενέτη εμείς, δεν ήξερα πώς λεγόταν, ένας φοιτητής ήταν, ας πούμε, ξανθός και εμείς μαζί. Και ήρθε, μας έλεγε αυτός, λέει: «Μην ακούτε αυτούς, δεν έχουν καμία σχέση με την Ελλάδα. Αυτοί είναι επαγγελματίες, εσείς είστε έτσι» και λοιπά. Τώρα μας συμβούλευε εμάς της επιτροπής από κει πέρα μέσα. Και μας λέει: «Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά. Για τον Δημητρόφ μιλάνε —λέει— και λοιπά αυτοί εκεί». Λοιπόν, θυμάμαι την περίπτωση αυτή. Αυτόν τον φοιτητή τον ξαναείδα μετά από σαράντα χρόνια περίπου, τριάντα, όταν γύρισε απ' τη Σοβιετική Ένωση, απ’ τη Ρουμανία, τον γνώρισα. Όχι τον γνώρισα, δεν τον γνώρισα, θα σου πω πώς έγινε. Λοιπόν, είχε γίνει φαλακρός αυτός. Όταν γύρισε από κει, ήταν φαλακρός και είχε μία γυναίκα με δύο-τρία παιδιά που είχαν έρθει τότε. Τη γυναίκα του τη γνώρισα, με αυτόν δεν κουβεντιάσαμε, ενώ γνωριστήκαμε μαζί, δεν ήξερα ότι είναι αυτός και μετά τον βρήκα, τον πήρα χαμπάρι, αλλά ήτανε αργά πια. Τον είχαμε χάσει. Λοιπόν, είχαμε συνέχεια τέτοια επεισόδια. Δηλαδή, σπάζαν λέσχες και λοιπά. Εμείς, η οργάνωση η δικιά μας έβαλε έναν μέσα στην οργάνωση του... Οργανωμένοι δε αυτοί, είχαν τη ΒΕΝ, Βασιλική Εθνική Νεολαία, με πιστόλια. Βάλαμε έναν και μας έδινε πληροφορίες μέσα. Και λέει: «Απόψε θα χτυπήσουν την τάδε λέσχη». Μία λέσχη είχαμε στην Ακρόπολη, προτού πάμε στην εκκλησία του Ταξιάρχη, λίγο πιο πάνω ήταν μία λέσχη, εκεί. Οπότε, μαζεύονται οι δικοί μας βράδυ, τους περιμένουν. Μόλις ήρθαν αυτοί, άρχισαν να τραγουδάνε: «Τον βασιλιά, έτσι θέλαμε, τον φέραμε -και λοιπά- τον βασιλιά» ξέρω ‘γω και τους πλακώνουν στο ξύλο οι δικοί μας. Πάνω από δω κυριαρχούσαν ουσιαστικά οι δικοί μας όλη την πόλη. Θυμάμαι μια άλλη περίπτωση. Στο κέντρο της πόλης, έκανε ένα ντου ένας λόχος, θα λέγαμε, παιδιών, απ' την Τούμπα: «Ένας είναι μόνο ο σκοπός μας, θάνατος στον φασισμό». Απ' την Τσιμισκή περάσανε, έπεσε ξύλο εκεί με αυτούς, τους εξαφάνισαν. Οι δικοί μας, δηλαδή, κυριαρχούσαν, όταν κατεβαίνανε. Και τώρα γίνεται και μία άλλη διαδήλωση μεγάλη, κάναν αυτοί, στην πλατεία Ελευθερίας. Ήρθε ο Υπουργός, τον οποίον είχαν διορίσει από την Αθήνα, ένας Φλωρινιώτης ήταν, δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του, στην πλατεία Ελευθερίας. Μαθαίνουμε εμείς ότι πήγανε να σπάσουν τα γραφεία του κόμματος, πριν γίνει η συζήτηση αυτή που σου λέω με τον… που μας σπάσαν τη λέσχη, προηγουμένως είχε γίνει αυτό το επεισόδιο. Εμείς ήμασταν προς το Διοικητήριο. Κατεβαίνουμε ποτάμι από εκεί πέρα μέσα, κόσμος, πολύς κόσμος, είχαμε σχεδόν… Πρέπει να ήτανε γιορτή τώρα, 25 Μαρτίου ήταν, δεν θυμάμαι ποια γιορτή ήταν. Λοιπόν και κατεβαίνουμε όλοι προς τα κάτω. Κόβουνε κλωνάρια από δέντρα ορισμένοι και φτάνουμε Αγίας Σοφίας, κατεβήκαμε τη Βενιζέλου, στρίβουμε Αγίας Σοφίας και φτάνουμε στο —περνάμε την Αγιά Σοφιά— φτάνουμε στη Μητρόπολη κοντά. Εκεί στη Μητρόπολη μάς σταματάνε, κάπου πέφτει μια χειροβομβίδα μέσα, αλλά δεν είχαμε θύματα, όμως, θύματα δεν είχαμε, κάτι πυροβολισμοί και λοιπά και μετά ήρθαν οι νάνοι. Οι Εγγλέζοι είχαν κάτι στρατιώτες από —«νάνους» τους λέγαμε— ήταν από την Ινδονησία, από κει πέρα, δεν ξέρω πού ήταν, και περνάμε εμείς στην παραλία τώρα και κάνουμε διαδήλωση απ' την παραλία, απ’ τη γωνία αυτή, της Αγίας Σοφίας με αυτό. Μπαίνουμε στην παραλία, φτάνουμε στον Λευκό Πύργο και γυρνάμε πίσω Τσιμισκή. Γυρνώντας Τσιμισκή, θυμάμαι μία σκηνή τώρα, δύο σκηνές. Μία, βλέπω αυτοί γυρνούσαν τότε από τη δικιά τους διαδήλωση, απ' την πλατεία Ελευθερίας και ήτανε κάτι νεαροί και λοιπά εκεί και βλέπω έναν να τους δέρνει, να πλακώνει και να τους ρίχνει ξύλο. Εκεί πέρα ήταν ένας θείος μου, ξάδερφος του πατέρα μου. Τον βλέπω εκεί πέρα, ήτανε με το ΕΑΜ δηλαδή. Και ένα άλλο, ήτανε μέσα απ' το τραμ... περνούσε το τραμ γεμάτο με αυτούς και έφευγε προς τα ανατολικά και έκανε ένας με το πιστόλι. Σταματάνε το τραμ, τον κατέβασαν με την καμπαρντίνα, έγινε της μουρλής, τον πλάκωσαν στο ξύλο άσχημα αυτόν με τον πιστόλι. Δηλαδή, είχαμε τέτοια επεισόδια, αλλά εμείς κυριαρχούσαμε σε όλη αυτή την περίοδο μέσα στην πόλη τουλάχιστον. Λοιπόν—
Τα επεισόδια άρχισαν από τη Βάρκιζα και μετά, έτσι;
Μετά τη Βάρκιζα γίνονται αυτά τα πράγματα τώρα, μετά τη Βάρκιζα. Δηλαδή, όσο προχωράμε, γίνονται μετά τη Βάρκιζα. Ο Υπουργός που μίλησε ήτανε ο Μόδης εκείνη τη μέρα, ο Μόδης, λεγόταν. Προχωράμε τώρα. Γίνεται η συνέλευση στο κόμμα στο θέατρο του Λευκού Πύργου, δίπλα στο Βασιλικό Θέατρο, που είναι εδώ, υπήρχε ένα θέατρο, το παλιό του Λευκού Πύργου, που εκεί γίνονταν από τη δεκαετία του ‘20 ακόμη, ίσως και παλιότερα, οι δεξιώσεις της πόλης. Μετά είχε γίνει θέατρο αυτό. Λοιπόν, εκεί γίνεται η συνέλευση του Κομμουνιστικού Κόμματος, στην οποία ο Ζαχαριάδης μίλησε για το κόμμα και λοιπά και είπε αρκετά πραγματάκια, είπε εκεί, σαν να άφησε και υπονοούμενα για το αντάρτικο. Μιλάμε το ‘46 γίνεται αυτό το πράγμα, μέσα εκεί πέρα. Και μετά πραγματικά αρχίζει να δουλεύει, γιατί φεύγανε κυνηγημένοι πάρα πολλοί, στα χωριά ειδικά, να γλιτώσουν. Μένανε στα χωριά και τους σκοτώνανε, δεν υπήρχε περίπτωση. Ή σε δέρναν σε βαθμό που αυτό ή σε σκοτώνανε κιόλας.
Λοιπόν, είχε γίνει του Άρη του Βελουχιώτη η σφαγή το ‘45-’46, που είχε γίνει εκεί, τότε ήρθε ο Ζαχαριάδης. Ναι, το '45 ήρθε ο Ζαχαριάδης. Ήρθε ο βασιλιάς ήρθε και ο Ζαχαριάδης όμως. Μάλλον ήρθε ο Ζαχαριάδης πρώτα και μετά ήρθε ο βασιλιάς. Ο βασιλιάς ήρθε με το δημοψήφισμα. Και γίνεται μία υποδοχή εδώ στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή είχε πάει στην Αθήνα πρώτα, και στη Θεσσαλονίκη γίνεται μία υποδοχή στην πλατεία Ελευθερίας. Είναι η πλατεία γεμάτη με κόσμο, κατεβαίνει ο Ζαχαριάδης. Ήρθε με το καράβι, χαμός έγινε εκεί πέρα. Εμείς είχαμε κατέβει με τη χορωδία, ήμασταν η χορωδία της ΕΠΟΝ. Ξέχασα να σου πω, είναι η χορωδία της ΕΠΟΝ, μια πολύ ωραία χορωδία με μαέστρο τον Χατζημιχάλη, λοιπόν, στην οποία ήμασταν όλο το ‘45 και το ‘46 συνέχεια εκεί. Και εκεί έγινε μετά και το θέατρο της ΕΠΟΝ, στο οποίο είχα πάρει μέρος κι εγώ σαν κομπάρσος, θα λέγαμε, σχεδόν σαν κομπάρσος. Λοιπόν, και εκείνη την υποδοχή ήταν ο Ζαχαριάδης, τον οποίον είχαμε το τραγούδι, δεν ξέρω αν το έχεις ακούσει καμιά φορά. Ζαχαριάδη αγωνιστή, δεν το ξέρεις; «Ζαχαριάδη αγωνιστή βαρβαρότητας γκρεμιστή μπράτσα χίλια σένα φρουρούν λογισμοί σε σένα πετούν μπράτσα χίλια σένα φρουρούν λογισμοί σε σένα πετούν. Με τιμή κρατάς τη σημαία μας Και στον φασισμό υψώνεις τον κομμουνισμό με τιμή κρατάς τη σημαία μας και με φασισμό υψώνεις τον κομμουνισμό». Αυτό ήτανε το... Μετά άρχισαν να πηγαίνουν επιτροπές στα γραφεία της ΕΠΟΝ που ήτανε. Γραφεία της ΕΠΟΝ, γραφεία του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ ήτανε σε ένα, στο κτίριο στη Γκαρμπολά. Λοιπόν, πήγαμε επιτροπή εμείς και ήτανε κι ο γραμματέας της ΕΠΟΝ, ο πρόεδρος της ΕΠΟΝ, ο Γεωργαλάς, ο καθηγητής Γεωργαλάς. Εμείς είχαμε μία ανθοδέσμη για [02:10:00]τον Ζαχαριάδη και πήγαμε στον Γεωργαλά πρώτα και την ανθοδέσμη την είχε κρυμμένη ένας από πίσω του και μετά τη δώσαμε στο Ζαχαριάδη. Πήγαμε στον Ζαχαριάδη, μας μίλησε ο Ζαχαριάδης και λοιπά. Ήταν ένας τύπος ο οποίος πραγματικά ήταν συμπαθητικός, πολύ έτσι επικοινωνιακός με τον κόσμο, ας πούμε, πολύ αυτό, λαϊκός, ωραίος. Αλλά του είχανε ψάλλει ήδη χορωδία, γιατί εγώ την κοπάνησα εκείνη τη μέρα απ' τη χορωδία, πήγα κάτω, δεν κρατιόμουνα και είχα πάει στην υποδοχή. Οπότε δεν μπορούσα να πάω μέσα, γιατί είχε πολύ κόσμο. Είχε γεμίσει η πλατεία του εργατικού κέντρου μετά με κόσμο όλη και αυτοί ήταν απ' έξω. Λοιπόν και εκεί του ψάλλανε το Ζαχαριάδη είσαι αγωνιστής του Ζαχαριάδη. Τώρα, καταλαβαίνεις, ένα κόμμα που είχε ο Ζαχαριάδης που ήταν της τάξης του δεν ξέρω πόσο τοις εκατό, ελάχιστα ας πούμε, βρέθηκε σ' ένα τεράστιο... Και εκεί λέω και το άλλο εγώ το αυτό, ότι κληρονόμησε μία τεράστια περιουσία και την έπαιξε στο καζίνο και την έχασε ο Ζαχαριάδης. Γιατί τράβηξε... αυτό που δεν κάναν οι Ιταλοί, το έκανε ο δικός μας εδώ. Και οι Ιταλοί μπήκαν στο αυτό, τους προκάλεσαν και λοιπά, για να ξεκινήσουν αντάρτικο και να τους εξαφανίσουνε και δεν το κάνανε, με τον Τολιάτι, γιατί είχαν επικεφαλής τον Τολιάτι όμως. Εμείς δεν είχαμε την ανάλογη ηγεσία και την πατήσαμε. Εκτός αν είχαν εντολή τέτοια οι δικοί μας να κάνουν αυτό το πράγμα, που δεν πιστεύω. Οι περισσότεροι ήτανε οι φευγάτοι, που είχανε βγει στο βουνό και από κει ξεκίνησε οι πρώτες αψιμαχίες μετά με τους άλλους, από το Λιτόχωρο πρώτα και μετά σιγά-σιγά σε όλη την αυτή άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος. Η ζωή συνεχιζόταν. Είχαν αρχίσει τα σχολεία. Το ‘46 εμείς πήγαμε στην τελευταία τάξη, στην ογδόη τάξη. Μας φέραν έναν αυστηρό γυμνασιάρχη, ήρθε μάλλον, δεν μας τον φέρανε, ο Χατζηανδρέου ο οποίος ήταν φιλόλογος. Εγώ ήμουνα δεύτερος γραμματέας της ΕΠΟΝ πάλι. Είχαμε γραμματέα, την πρώτη χρονιά, το ‘45, είχαμε τον Καμιτάκη, ο οποίος όταν έμαθε ότι ήρθε —Καμιτάκης ήταν ο γραμματέας της ΕΠΟΝ— όταν έμαθε ότι ήρθε ο Χατζηανδρέου, την κοπάνησαν, πήγαν σε άλλο γυμνάσιο αυτοί, φοβήθηκαν. Και είχαμε γραμματέα τότε έναν Γιαγκουνίδη, τον Χάρη, Γιαγκουνίδης Θεόφιλος. Λοιπόν και ήρθε, ήμασταν δύο τμήματα, από τριάντα πέντε τμήματα, εβδομήντα άτομα ήμασταν περίπου, πόση ήταν η έκτη τάξη. Ο γυμνασιάρχης αυστηρότατος, πάρα πολύ αυστηρός. Όποιον σήκωνε για μάθημα τον έβαζε πάνω. Είχαμε και τον συμμαθητή, τον Ιωάννου, τον Γιώργο τον Ιωάννου, όπως είχαμε συμμαθητή και τον Ηλία τον Πετρόπουλο, που σου είπα, ο οποίος ήτανε και αυτός μετά που εξαφανίστηκε ο πατέρας του και λοιπά και τον είχα συλλάβει εγώ, χωρίς να ξέρω εγώ ακόμη τι γινόταν. Λοιπόν, με σηκώνει μια μέρα στο αυτό, εμείς... πήγαινα εγώ για μαθηματικός τώρα. Με σηκώνει στο μάθημα ο καθηγητής, λέω —φιλόλογος τώρα, δεν δίναμε σημασία—, λέω: «Κοιτάξτε, δεν βρήκα —λέω—, ακόμη δεν πήρα βιβλία», γιατί τα βιβλία τα βρίσκαμε από την αγορά, δεν ήτανε... «Αν νομίζεις ότι είναι δικαιολογία —μου λέει—, κάτσε κάτω». Για μένα ήτανε τρομερό αυτό το πράγμα. Κάναμε Αντιγόνη και αρχίζω την Αντιγόνη που λες και διαβάζω και διαβάζω. Με σηκώνει μία μέρα και όταν σε σήκωνε στο μάθημα, σε έβαζε στο πρώτο θρανίο, το άδειαζε και καθόσουν στο θρανίο. Αυτός στην έδρα, εσύ στο θρανίο. Του διάβασα την Αντιγόνη. Μου λέει: «Εσύ την έκανες;» Λέω: «Εγώ». Κατέβηκα, συγχαρητήρια και λοιπά. Ήξερε ότι δεν είναι από μετάφραση αυτό, ότι ήταν δικά μου πέρα για πέρα. Διάβασα, αλλά μου άλλαξε τον αδόξαστο εκείνη τη χρονιά. Δηλαδή, αντί να διαβάζω μαθηματικά, διάβαζα περισσότερο τα αρχαία. Συγχρόνως είχαμε και τις κινητοποιήσεις. Κάναμε μία κινητοποίηση το ‘46, ήταν η αποχή για τις εκλογές και θα γινότανε μία συγκέντρωση δικιά μας στην πλατεία Αριστοτέλους. Ήταν 25 Μαρτίου και είχαμε γιορτή στο σχολείο. Λοιπόν, εμείς κολλούσαμε στον κόσμο απ' έξω, όπως βάζουν στις εκκλησίες αυτά που βάζουν, είχαμε βάλει: «Aποχή, αποχή, αποχή, αποχή, αποχή» και πήγε ένας καθηγητής, δεξιός, ας πούμε, και του λέει ο γυμνασιάρχης: «Κύριε Ευαγγελίδη, βλέπω και εσείς —λέει— της αποχής;». Ήταν της εκκλησίας αυτός, [Δ.Α.] όχι άλλος». Λοιπόν, εμείς ήμασταν τώρα μαζεμένοι, συνεννοηθήκαμε ένα πράγμα: όσοι έχουν ποιήματα να τα κάνουνε αυτά. Και αρχίζει πραγματικά, βγαίνει ένας θυμάμαι: «Είδα τη Νίκη τη μεγάλη, τη Νίκη τη θαυματουργή, την είδα εμπρός μου να προβάλλει» πάει το ποίημα, πάει το ποίημα, τελειώνουν τα ποιήματα γρήγορα, τελειώνει η γιορτή. Κατεβαίνουμε μπροστά στο Γυμνάσιο Αγίου Δημητρίου, μια σημαία μπροστά και τραβάμε και καθηγητές μαζί, πολλοί καθηγητές δικοί μας, και πάμε στη συγκέντρωση της αποχής στην πλατεία Αριστοτέλους. Γυμνάσια, κόσμος και λοιπά εκεί και μας μίλησε ο Οθωναίος, ένας στρατηγός Οθωναίος, ο οποίος ήταν επικεφαλής του κινήματος για την αποχή τότε. Λοιπόν, η αποχή, η οποία έγινε, έδειξε 9%. Λοιπόν, μες στις πόλεις εμείς κυριαρχούσαμε, στα χωριά κάναν αυτοί ό,τι θέλανε, στον στρατό κάνανε ό,τι θέλανε. Στον στρατό είχανε... βγάλανε μονοκούκι. Τώρα τι έγινε και μες στις πόλεις; Επιτροπές και λοιπά ήταν όλα δικά τους αυτά, δεν είχαμε εμείς αντιπροσώπους και τέτοια. Καταλαβαίνεις, βγάλαν το αποτέλεσμα που ‘θελαν αυτοί και λέγανε: «Το 6%, το 6%. Να το 6%». Ναι. Αρχίζει, μετά από λίγες μέρες αρχίζει και το αντάρτικο στο Λιτόχωρο. Και ξεκίνησαν σιγά-σιγά και οι πρώτες εκτελέσεις, αρχίζει να δουλεύουνε αυτά. Εμείς ακόμα είμαστε νόμιμοι, είμαστε στη Γκαρμπολά. Η χορωδία μας δουλεύει, ετοιμάζει προγράμματα, δίνουμε μια συναυλία στον κινηματογράφο «Ηλύσια», μια ωραία συναυλία με τραγούδια και με κομμάτια κλασικά, γιατί είχαμε χορωδία και ορχήστρα συγχρόνως από νεολαίους, από νέους της ΕΠΟΝ. Ετοιμάζουν και μια θεατρική παράσταση το Στον Βυθό του Γκόρκι, ένα έργο. Σκηνοθέτης ήταν ένας φοιτητής πάρα πολύ δυνατός, γιατί είχε δουλέψει στο θέατρο. Ξέχασα να σ’ το πω αυτό, στην κατοχή οι φοιτητές είχανε κάνει ένα θεατρικό σχήμα, το οποίο το διηύθυνε ο Κατράκης εδώ, ο Μάνος Κατράκης, και εκείνοι από εκεί πέρα ήταν παρμένοι αυτοί, όπως και ένα μέρος της χορωδίας ήτανε από τη φοιτητική χορωδία. Και ετοιμάζουμε να δώσουμε παράσταση. Αρχίζουμε στο «Παλλάς» να κάνουμε τις πρώτες πρόβες, στο θέατρο «Παλλάς». Ξέρεις πού είναι το «Παλλάς»; Στην παραλία κάτω εκεί. Λοιπόν, το αντάρτικο έχει αρχίσει σιγά-σιγά, ανεβαίνει. Αρχίζουν να κάνουν τις πρώτες συλλήψεις, εξορίες, όχι σε μεγάλη έκταση, αλλά κάνουνε συλλήψεις. Καλούνε και παίρνουν φαντάρους. Α, γίνεται το δημοψήφισμα. Εκείνη την περίοδο γίνεται και το δημοψήφισμα και εγώ έχω τούτο δω. Έχω τελειώσει το γυμνάσιο, πηγαίνω και δουλεύω σε έναν δικηγόρο, στον θειό μου, στον Μπάτσα, ο οποίος είναι δημοκράτης, χριστιανοδημοκράτης στην ουσία, έτσι; Χριστιανός δημοκράτης, χριστιανοσοσιαλιστής, όχι χριστιανοδημοκράτης. Πηγαίνω το πρωί φροντιστήριο, 07:00 με 9:00 φροντιστήριο, 09:00 πηγαίνω στο γραφείο, δουλεύω μέχρι το απόγευμα. Το βράδυ ερχόμαστε εδώ πέρα, γράφουμε τους τοίχους και λοιπά, γιατί θα γίνει το δημοψήφισμα και όλα τα άλλα. Θα αρχίσει το δημοψήφισμα. Και παρουσιάστηκε μία δράση που συλλαμβάνουνε, στέλνουν στον στρατό και στέλνουν και εξορία κάποιους και μένουν οι οργανώσεις χωρίς αυτό. Πιάνουν και μας βάζουν εμάς σαν οργάνωση του κόμματος για όλη την περιοχή από εδώ πέρα μέσα, τον Άγιο Παύλο, και είχαμε μία δράση, ας πούμε, στις εκλογές αρκετά καλή επάνω. Γίνεται το δημοψήφισμα, βγαίνει ο βασιλιάς με δεν ξέρω πόσο τοις εκατό, τον βγάλανε τον βασιλιά στις εκλογές, και επιστρέφει και ο βασιλιάς. Τα πράγματα αρχίζουν και εντείνουν, όσο πάει ζωηρεύει η κατάσταση. Κλείνουν τα γραφεία μας εμάς κάτω στην Τσιμισκή. Φεύγει ένας κόσμος, αρχίζει και φεύγει για το βουνό και άλλοι εξαφανίζονται σε εξορίες, φυλακές και λοιπά, και άλλοι απομακρύνονται, γιατί φοβούνται, ας πούμε. Ένας κόσμος απομακρύνεται, γιατί φοβήθηκαν. Δηλαδή, βρεθήκαμε απροετοίμαστοι, μετά από έναν πόλεμο και ένα αντάρτικο βρεθήκαμε ξανά σε ένα καινούργιο πόλεμο που ξαναρχίζει. Είναι ένας λαός ο οποίος δεν ήταν προετοιμασμένος να φτάσει εκεί, έτσι; Μια ηγεσία αποφάσισε να πάει εκεί πέρα, την σπρώξαν να πάει, την πάτησε ουσιαστικά η ηγεσία, γιατί οι Εγγλέζοι είχανε πείρα πάνω σε αυτά τα πράγματα και ξέρανε πώς να σε οδηγήσουνε να την πατήσεις κανονικά μέσα εκεί. Προκαλώντας, προκαλώντας, προκαλώντας, φτάνεις σε ένα σημείο και μετά έρχεται και σε σφάζει. Γιατί είχαν παραδώσει και τα όπλα οι δικοί μας, ελάχιστα όπλα είχανε από κάτω.
Και αρχίζει μετά ο εμφύλιος πόλεμος και αρχίζουν οι εκτελέσεις. Εκείνη τη χρονιά δίνω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, και εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Είχαμε να πάμε στο φροντιστήριο, να πάμε στο αυτό και εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Λοιπόν, ήταν αδύνατον. Βάλαν ένα θέμα... Τη Φυσική την ήξερα όλη, δεν ήξερα ηλεκτρισμό, δεν είχα διαβάσει καθόλου. Πού να προλάβεις; Μας βάλαν ηλεκτρισμό. Τίποτα εγώ. Μαθηματικά έγραψα, Έκθεση έγραψα, αλλά περνούσα τον επόμενο χρόνο, πέρασα... Αυτοί με τους βαθμούς που είχαμε, θα περνούσαμε, αλλά ήμουν εξορία πια και όταν γύρισα από εκεί, ήταν αδύνατον να παρακολουθήσω, γιατί είχα άλλα πράγματα. Λοιπόν και αρχίζει μετά η δική μας η δράση. Τότε με παίρνουν εμένα απ' την οργάνωση από δω, απ' το κόμμα και με βάζουνε σε μία οργάνωση στρατού και σωμάτων ασφαλείας. Την ονόμαζαν αυτοί, δεν ξέρω εμείς πώς την ονομάζαμε, Κομμουνιστική Οργάνωση Στρατού, κάπως έτσι. Ήτανε μία σύνδεση με την λόχο διοικήσεως της 11ης Μεραρχίας νομίζω ή της 10ης Μεραρχίας, δεν ξέρω ποιας μεραρχίας ήτανε, με την οποία είχε έρθει σε επαφή οι δικοί μας στρατιωτικοί και το κόμμα από κάτω. Και παίρναν οπλισμό απ' αυτούς. Yπεύθυνος αποθήκης ήταν ένας δεξιός, βέβαια, εκεί, ο οποίος πούλαγε τις χειροβομβίδες, θυμάμαι, τότε σε μας ένα εικοσάρικο τη μία τις χειροβομβίδες. Λοιπόν, εγώ απλώς ήμουνα πήγαινε εδώ και πήγαινε εκεί. Δεν είχα, δηλαδή, κανένα πόστο ειδικό, απλώς θα μετέφερνα και θα έβλε[02:20:00]πα πέντε-δέκα ανθρώπους, ας πούμε, όταν χρειαζότανε, τις γιάφκες που είχανε πει αυτοί, στις οποίες θα πήγαινα εγώ να κάνω οτιδήποτε. Αυτά γίνονται τέλη του ‘46. Αρχές του ‘47 περιλαβαίνω εγώ δύο χειροβομβίδες από την οδό Βενιζέλου —στο Καραβάν Σαράι, λίγο πιο πάνω, στη σειρά του Καραβάν Σαράι, Βενιζέλου, λίγο πιο πάνω— και τις πηγαίνω σε μία γιάφκα σε μια κοπέλα στην… όχι Παπαναστασίου. Ο άλλος ο δρόμος πώς λέγεται από κάτω, δίπλα, παράλληλος απ' την Παπαναστασίου;
Κωνσταντινουπόλεως;
Κωνσταντινουπόλεως. Λοιπόν, Κωνσταντινουπόλεως. Της δίνω τις χειροβομβίδες στην κοπέλα και φεύγω. Σε λίγες μέρες, μετά από λίγες μέρες, πέφτουνε δυο χειροβομβίδες στους αεροπόρους. Κάθε πρωί οι αεροπόροι απ' το ξενοδοχείο πήγαιναν στο αεροδρόμιο, με τα αεροπλάνα χτυπούσαν τους αντάρτες. Λοιπόν και τους πέφτουνε δυο χειροβομβίδες εκεί, τους ρημάξανε και λοιπά. Σκοτώθηκαν αεροπόροι και λοιπά και πιάστηκαν αυτοί. Ένας από αυτούς που είχαν πετάξει τις χειροβομβίδες πιάστηκαν, ένας-δύο. Λοιπόν, εγώ κατά κάποιον τρόπο φοβήθηκα. Λέω: «Κοίταξε να δεις, εγώ δεν κάθομαι. Στο βουνό, θα φύγω» και ζητάω να φύγω στο βουνό. Μου λένε: «Εντάξει, θα φύγεις στο βουνό» και ετοιμάζουμε μία αυτή για έξω. Ετοιμάζω, έχω και έναν ξάδερφό μου, ο οποίος είχε έρθει από τον πρόδρομο του πρώτου τάγματος της Μακρονήσου. Αυτούς τους είχαν στείλει στην Κρήτη, τους είχαν σαπίσει στο ξύλο τότε με το δημοψήφισμα, αρνήθηκαν να πάρουν ψηφοδέλτιο, αυτό που τους δίναν για τον βασιλιά και μετά, επειδή ήρθε μια η επιτροπή του ΟΗΕ, τον Φεβρουάριο τους απολύσανε προσωρινά, για να τους ξανασυλλάβουν αργότερα. Του λέω: «Έτσι κι έτσι». Αυτός ήταν αντάρτης στο πρώτο αντάρτικο, Μανώλης, πρώτος μου ξάδερφος, Μανώλης Πούλιος, απ' του πατέρα μου το σόι. Λέω: «Μανώλη, έτσι και έτσι, φεύγουμε για πάνω». «Έγινε» μου λέει. Και αυτός είχε πείρα τώρα και σαν αντάρτης και λοιπά. Δίνουμε ραντεβού, μας κλείνουν ραντεβού στου Χαριλάου. Βρισκόμαστε καμιά δεκαριά όλοι μαζί εκεί, ποιοι ήταν [Δ.Α.], περιμένουμε να έρθει τον σύνδεσμο να μας πάρει. Έρχεται ο σύνδεσμος, προχωράμε και τρέχει μ' ένα ταξί ένας άλλος, μας προλαβαίνει: «Προσέξτε έχει μπλόκο! Μην βγείτε, θα σας πιάσουνε». Φεύγουμε από εκεί και χάνουμε την επαφή. Και ερχόμαστε σε άλλη πια περίοδο. Έρχεται και μας... επικεφαλής μας... Εγώ τώρα είμαι από την οργάνωση την άλλη, έχω φύγει του στρατού πια, δεν είμαι καμιά φορά, έχω φύγει από κει. Είμαι στην οργάνωση τώρα η οποία ετοιμάζεται για μεταφορά. Έρχεται ένας, ο Καλλίνικος, και μου συστήνει έναν σιδηροδρομικό και μου λέει: «Με αυτόν εδώ θα πηγαίνεις, θα του παραδίνεις στον σταθμό ανθρώπους που θέλουν να φύγουν στο βουνό». Λοιπόν, Καλλίνικος λεγόταν, απ' τη Χαριλάου και ο άλλος λεγόταν Βιδενμάγερ. Βρεθήκαμε μετά από χρόνια, δεν ήξερα πώς λεγότανε, τίποτα. Πραγματικά, έπαιρνα εγώ —τότε δούλευα και στο γραφείο ακόμη— την εφημερίδα το ΦΩΣ, δεξιά εφημερίδα, εδώ, κοστούμι, είχα και τους... ένας-δύο κάθε φορά, τους πήγαινα στον σταθμό, τους περιλάβαινε αυτός μέσα για εργάτες. Τους στέλνανε με το... κάναν τις σιδηροδρομικές γραμμές, πού είναι η Δοϊράνη, η λίμνη; Προς τη Δοϊράνη κοντά, να δεις πώς λεγόταν το μέρος… Δεν θυμάμαι το μέρος τώρα. Πήγαιναν εκεί, είχε τσαντίρια στα οποία δουλεύαν εργάτες. Ποιος έμπαινε, ποιος έβγαινε, κανείς δεν έπαιρνε χαμπάρι, πότε φεύγαν, πότε ερχόντουσαν, εργάτες οι οποίοι κάνανε τις γραμμές, περνούσαν τις γραμμές του τρένου. Από εκεί ερχόταν ο σύνδεσμος, τους έπαιρνε, φεύγανε κατευθείαν επάνω στο… ποιο βουνό είναι εκεί πέρα; Στη Δοϊράνη; Ένα βουνό μεγάλο. Πώς λεγόταν; Να πάρει η ευχή; Τα ξεχνάω. Θα μου ‘ρθει, θα το θυμηθώ. Και φεύγανε εκεί, αυτό γινότανε.
Να κάνω μία ερώτηση;
Ναι.
Εσείς είχατε ξεκινήσει να φύγετε για το βουνό;
Ναι, αυτό τώρα. Τώρα στέλνω εγώ... Μου λέει: «Προτού φύγεις, να στείλουμε αυτούς εδώ» οι οποίοι έπρεπε να φύγουν οπωσδήποτε πάνω.
Ωραία—
Επειγόντως—
Ωραία—
Λοιπόν, και στέλνουμε ανάλογα πια να τους πηγαίνω εγώ εκεί σ' αυτόν, σύνδεσμος. Ένα πρωί —εν τω μεταξύ, συνεννοούμασταν με το τηλέφωνο με αυτόν, με τον Καλλίνικο— Ένα πρωί παίρνω τηλέφωνο, που λες, τον Καλλίνικο και ακούω μία άλλη φωνή, μου λέει: «Έλα, έλα, έλα από δω πέρα», ξέρω ‘γω και λοιπά. Εγώ δεν ήξερα πού θα πάω, ήταν προς το Χαριλάου απ' ό,τι έμαθα, λέω: «Κάτι δεν πάει καλά εδώ πέρα». Διαβάζω στην εφημερίδα: «Συνελήφθη στο Χαριλάου», τους πιάσανε. Αυτόν δεν τον πιάσανε, διέφυγε, πιάσανε τη γιάφκα, όμως, από κει πέρα μέσα. Κατάλαβα ότι πιάστηκαν, πραγματικά έχασα την επαφή. Τελείωσα από κει πέρα μέσα και τελείωσε η ιστορία αυτή. Θα 'χα φύγει, δηλαδή, και δεν έφυγα ούτε εγώ ούτε ο ξάδερφός μου. Εν τω μεταξύ, τον ξάδερφό μου τον είχα πει: «Πρόσεξε τώρα —επειδή είχε έρθει από κάτω και είναι να φύγουμε— κόψε επαφή —λέω— με οργάνωση, με οτιδήποτε υπάρχει. Δεν πας πουθενά, πλέον είμαστε, για να φύγουμε πάνω». Και πραγματικά τον ξάδερφό μου τον πιάνουν απ' την οργάνωση και του λένε να οργανωθεί και λέει: «Όχι, δεν οργανώνομαι». Αυτή ήταν η εντολή που είχε πάρει. Θα σου πω γιατί, δηλαδή, το λέω αυτό τώρα. Φεύγει, εμείς συνεχίζουμε, τώρα πια στην οργάνωση εδώ, με τη δικιά μας οργάνωση, γιατί δεν σταμάτησα να έχω επαφή με τη γειτονιά. Κάναμε μια διαδήλωση. Ήρθε η επιτροπή του ΟΗΕ στο Επιμελητήριο το Βιομηχανικό, κάτω. Αυτά γίνονται τον Φλεβάρη του ‘47. Ήρθε η επιτροπή —Φλεβάρης, κάπου εκεί, μπορεί να ήταν και Μάρτης, δεν αποκλείεται— και εμείς θέλουμε να κάνουμε μια διαδήλωση, να πάμε. Πραγματικά από όλη τη Θεσσαλονίκη οι οργανώσεις συγκεντρωνόμαστε και δεν υπάρχει κατευθυντήρια αυτή και κάνουμε βόλτες. Όλοι γύρω... Εγώ είμαι τώρα μπροστά στο Αλκαζάρ, κάνω μία βόλτα. Έρχεται από απέναντι μια περίπολος —εν τω μεταξύ, η χωροφυλακή το έχει πάρει χαμπάρι, ξέρει ότι θα γίνει— απέναντι είναι μία περίπολος. Έρχεται ένας χοντρός ανθυπασπιστής. Ωπ, —κατευθείαν— άρχισε να μην κάνει την κίνηση. Έρχεται κατευθείαν, προχωράει επάνω μου και μου λέει: «Μου δίνεις να ανάψω;». «Ναι». Κάπνιζα εγώ. Λέει: «Πρόσεξε, από πίσω σου φαίνεται το πλακάτ, μου λέει αυτός ο αξιωματικός της χωροφυλακής, έτσι; Είχα το παλτό εγώ και από κάτω φαινόταν το πλακάτ που είχα μέσα. Λοιπόν, εν τέλει λέμε: «Τι θα κάνουμε ρε παιδιά, θα κατέβουμε;» και σηκωνόμαστε πάμε προς τα κάτω εκεί πέρα. Φτάνουμε Τσιμισκή, Αριστοτέλους και Κομνηνών τώρα. Το επιμελητήριο είναι στη μέση. Φτάνουμε εκεί στην Τσιμισκή καμιά διακόσιοι-τριακόσιοι-τετρακόσιοι; Eρχόντουσαν κι άλλοι. Οπότε, εκείνη τη στιγμή γίνεται ένα μπλόκο αριστερά και δεξιά και ακούγεται ένας, ο Διοικητής της Ασφαλείας, Υποδιοικητής Σκουλαρίκης: «Σαν πολλοί δεν γίνατε εδώ πέρα μέσα; Πιάστε τους!» λέει. Εκεί ήταν η συγκοινωνία, με έναν μαζί που ήμασταν εγώ από τον Άγιο Παύλο από εδώ, μπαίνουμε σε ένα λεωφορείο μέσα, «κραπ». Ήταν η στάση του λεωφορείου, μπαίνουμε στο λεωφορείο και φεύγουμε, πάμε μια στάση παρακάτω στο «Τιτάνια» και γυρνάμε από εκεί να δούμε τι γίνεται. Βλέπουμε ότι τους έχουν πιάσει αυτούς και τους οδηγάνε... Πού είναι το «Ιανός»; Λίγο πιο πάνω είχε κάτι σταμνάδικα τότε εκεί πέρα μέσα, κάτι «σταμνάδικα» λέγανε. Είχανε, κάνανε στάμνες, αυτά, πήλινα αυτά, μεγάλα, πουλούσαν και τσιμέντα, βέβαια, αυτά τα πράγματα. Και τους πιάσαν και τους χώνουν μέσα εκεί στο αυτό, μεγάλη έκταση δηλαδή, ήτανε ασκέπαστος χώρος. Και τους βάζανε μέσα εκεί πέρα η ασφάλεια αυτούς που πιάσανε, από εκεί πέρα μέσα τους στέλνανε όλους για εξορία. Βλέπουμε εμείς αυτό, σηκωνόμαστε να φύγουμε και φτάνουμε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Το ξέρεις; Ο ΟΤΕ απ' τη μία μεριά, απ' την άλλη δεν έχει ένα κτίριο, όπως κοιτάμε αριστερά;
Ναι.
Είναι το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Ένα κτίριο πιο δω, λέμε μέσα: «Να βγάλουμε τα πλακάτ». Μπαίνουμε σε μια πολυκατοικία μέσα, χωρίς αυτό ήτανε, χωρίς είσοδο δηλαδή κανονική, δεν είχε... μπαίνουμε, το σκίζουμε και φεύγουμε. Λοιπόν, μόλις στρίβουμε τη γωνία, μια περίπολος «παπ»: «Ποιοι είσαστε, πού πάτε;». «Απ' τη δουλειά γυρνάμε και πάμε». Μας αφήσανε να περάσουμε. Αν είχαμε το πλακάτ, καθαρίζαμε την ιστορία. Η ιστορία του πλακάτ τώρα. Μου λέει ένας φίλος μου, ο οποίος έμενε εκεί μέσα, συμμαθητής μου, ερχόταν στο γραφείο που δούλευα στον Πάτσα, μου λέει: «Δεν ξέρεις τι έγινε χθες σε μας». Λέω: «Τι έγινε;», «Βρήκανε —λέει— ένα σκισμένο πλακάτ». «Αμάν —λέω—, πού;» «Εκεί». «Αμάν! Και τι έγινε;». «Ήρθε η αστυνομία, πλάκωσαν αυτοί και λοιπά», «Και τι κάναν;», «Βάλαν την υπηρέτρια να πάει μπροστά στο υπόγειο να ψάξει και αυτοί από πίσω πηγαίνανε. Δεν πήγε μπροστά κάνεις και έγινε ολόκληρη αναστάτωση». Λοιπόν, κάτι άλλο που σου είπα τώρα. Σταματάμε. Ξαναγυρίζουμε πάλι σε κάτι, σε μια επιστροφή. Σου είχα πει τότε που χτυπήσανε ο ΕΛΑΣ έναν τεκέ που πίνανε το χασίσι, τους ταγματασφαλίτες.
Στον Άγιο Νικόλαο.
Στον Άγιο Νικόλαο. Α, ωραία! Στον Άγιο Νικόλαο τον ορφανό.
Ναι.
Έτσι. Λοιπόν, όταν γύρισε ο ΕΛΑΣ, ένας ελασίτης με το ψευδώνυμο «Τίγρης»... Aυτονομάστηκε Τίγρης; Τον λέγανε Τίγρη; Ήτανε τα μάτια του αλλήθωρα, έτσι το ένα και το άλλο πήγαινε, και το ένα του το χέρι ήταν εδώ πέρα, είχε μια αναπηρία και ήταν το χέρι του έτσι, το δάχτυλό του εδώ. Λοιπόν παιδευότανε, έπιασε γκόμενα τη γυναίκα αυτουνού που σκοτώθηκε, την… Δεν ξέρω πώς τη λέγανε τώρα. Με τη φιλενάδα της σε μία ταβέρνα τα λέγανε και παινευότανε αυτός πώς σκότωσε κάποιον κάπου. Αντάρτης ήταν και αυτός, αυτός είχε κατέβει αντάρτης τώρα και τα ‘λεγε τον... πριν γίνουν τα Δεκεμβριανά και όλα τ' άλλα. Αλλάζει η κατάσταση και τον πιάνουν, που λες, και τον στέλνουν... Αυτός λεγόταν Καμενιτσάς Χρήστος, ο αντάρτης. Λοιπόν, του στέλνουνε χαρτί, τον συλλαμβάνουνε και τον δικάζουν εις θάνατον, γιατί εσκότωσε άγνωστο σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Αυτή ήταν η κατηγορία: σκότωσε άγνωστο σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Τον γνώρισα στη φυλακή μετά εγώ αυτόνα, τον Καμενιτσά, και από κει διασταύρωσα την περίπτωσή του, ας πούμε, με αυτήν που είχε γίνει εκεί πέρα μ[02:30:00]έσα, λεπτομέρειες. Ο οποίος έζησε και έζησε γιατί; Δεν είχε κανένα μέσο, δεν είχε καμιά γνωριμία και ήταν ο φάκελός του πεσμένος. Συνήθως οι φάκελοι που ήτανε για αυτούς που εκτελούσανε ήταν ορισμένοι φάκελοι, έλεγε: «Τον τάδε» και λοιπά, τον έβαζε ο άλλος τον φάκελο μπροστά, για να τον γλιτώσει κατά κάποιον τρόπο —έπαιρναν λεφτά και έκαναν αυτό το πράγμα— και όταν γινότανε... «Βάλατε εκτέλεση», παίρνανε όπως ήτανε τους φακέλους και ρίχνανε τις παρτίδες [Δ.Α.]. Αυτός ήταν κάτω-κάτω, δεν τον είδε κανείς, έτσι. Μια φορά στη φυλακή μάς τιμώρησαν όλους, κόψιμο αλληλογραφίας και λοιπά. Αυτός δεν είχε ούτε αλληλογραφία, τίποτα, δεν είχαν να τον τιμωρήσουν με τίποτα, ας πούμε, τον Χρήστο.
Σε ποια φυλακή αυτό;
Στο Καλάμι της Κρήτης. Λοιπόν, μ' αυτόν τον Καμενιτσά εκεί μετά παίξαμε θέατρο. Αυτός είχε δουλέψει μια περίοδο στη Βέμπο, ήτανε μαραγκός, και τον βάζανε και σε καμιά σκηνή και λοιπά και τον είχε κολλήσει με το θέατρο και αγράμματος ήτανε, δεν ήτανε αυτό. Είχε ταλέντο ο μπαγάσας, ήτανε κωμικός και που τον έβλεπες γελούσες καμιά φορά και του άρεσε και παίζανε. Και μετά αποφυλακίστηκε, τον βρήκα και αποφυλακισμένο μετά, είχε πάει στην Καβάλα, όπου και πέθανε μετά. Λοιπόν, αυτά είναι για διακοπή τώρα της αυτής.
Ενότητα 10
Η εξορία στον Άη Στράτη, η επιστροφή στη Θεσσαλονίκη και τα γεγονότα της Μακρονήσου
02:31:16 - 02:52:12
Μετά τα επεισόδια εκείνα που γίνανε, γίνεται ο βομβαρδισμός... όχι, το ‘48 έγινε. Το ‘47 συνεχίζεται, όλο το ‘47 με αυτά τα πράγματα που γίνονται. Το ’47 έρχονται και μας συλλαμβάνουν εμάς, βράδυ, σχεδόν όλη την οργάνωση, όλη την οργάνωση, και μας στέλνουν εξορία στον Άη Στράτη. Λοιπόν, μας πάνε στο 4ο Αστυνομικό Τμήμα το οποίο ήταν πού ήτανε η Καρπολά από τη μια μεριά, απ' την άλλη μεριά ήταν το κτίριο αυτό, που ήταν η αστυνομία εκεί πέρα μέσα. Πάμε στον Άη Στράτη.
Από πού; Με τι φύγατε;
Μας στείλανε με αρματαγωγό, μας φορτώσαν σε αρματαγωγό χίλια άτομα.
Από δω, από Θεσσαλονίκη.
Από τη Θεσσαλονίκη χίλια άτομα και πήγαμε με αρματαγωγό εκεί. Μόλις ανοίγει η μπουκαπόρτα... Μας είχανε πει: «Άη Στράτη πάμε» και λοιπά οι ναύτες και λοιπά. Οι ναύτες και ο καπετάνιος δικάστηκαν μετά και σε θάνατο, αυτός ο καπετάνιος του πλοίου, αν δεν κάνω λάθος, για τον οποίο έχει μια ιστορία ο Παπανδρέου. Τον ζήτησαν τότε να δοθεί χάρη γι' αυτόν τον αξιωματικό και αυτός δεν υπέγραψε, ήταν φίλοι, ήταν στο εξωτερικό αυτός και λέει: «Υπογράψανε άλλοι γι' αυτό» και λοιπά, δεν είχε υπογράψει. Τέλος πάντων, ήταν ο Ανδρέας ο Παπανδρέου. Ανοίγει η μπουκαπόρτα και βλέπουμε φοινικόδεντρα και αραπάκια. «Πού είμαστε ρε; Στην Αφρική είμαστε —λέω—; Αφού στον Άη Στράτη». Μας κατέβασαν με το… κατεβήκαμε κάτω και πήγαμε στο νησί μέσα. Τα αραπάκια αυτά τα γνώρισα μετά, γιατί τους έκανα μάθημα εγώ εκεί και έπαιρνα ένα αυγό. Ένα αυγό μου δίνανε τη μέρα εκεί, τους έκανα μάθημα στο σπίτι. Ήταν ο Γιώργος και η Αθήνα, με Αηστρατηνό πατέρα κι ένας ξάδερφός τους, από το Κονγκό τώρα ήταν; Aπό κάποια χώρα της Αφρικής.
Από πού είπατε;
Απ' το Κονγκό, απ' την Αφρική και λοιπά, αραπάκια κανονικά. Λοιπόν, τι έγιναν τώρα αυτά τα παιδιά δεν ξέρω. Ο Άη Στράτης... οι άντρες λείπανε απ’ το χωριό και ήταν κυρίως μόνο γυναίκες. Oι άντρες ήτανε οι περισσότεροι ναυτικοί στο εξωτερικό ή σε χώρες άλλες, Αφρική και τέτοια πηγαίνανε. Εκεί μείναμε κάτω απ' την εκκλησία εμείς, στα πρόθυρα της εκκλησίας, όπως ήμασταν απ' τον παρέα Άγιο Παύλο, καμιά δεκαριά ήμασταν από δω. Έχω και φωτογραφία του αντίσκηνου που ήμασταν μετά, γιατί μετά μας φέρανε αντίσκηνα και πηγαίναμε σε αντίσκηνα. Θα σου δώσω και τις φωτογραφίες μια μέρα να τις βγάλεις αυτές.
Από το ταξίδι εκεί πέρα θυμάστε τίποτα, απ' το καράβι;
Αν θυμάμαι λέει; Αν θυμάμαι. Κοίταξε, από το ταξίδι... μπήκαμε μέσα, κοιμηθήκαμε, το βράδυ δεν είχε… Την άλλη μέρα φτάσαμε εδώ, στον Άη Στράτη, δεν ήταν μεγάλο το ταξίδι. Εκεί, εμείς βολευτήκαμε εκεί, άλλοι μέναν έξω στην ύπαιθρο, στα δέντρα από κάτω είχανε… Και μετά ήρθε μία παρτίδα από τη Μακρόνησο, τότε μάθαμε ότι έγινε η Μακρόνησος, φαντάροι απ' το 1ο Τάγμα της Μακρονήσου, για να στήσουν σκηνές. Ήδη εμείς τις είχαμε στήσει, αλλά με τους φαντάρους αυτούς, μείναν εκεί πέρα αρκετό καιρό, ας πούμε, και γλιτώσανε οι άνθρωποι, αλλά μετά πήγανε πάλι ξανά στη Μακρόνησο, τους πήγανε πάλι εκεί. Και ήταν ένα παιδί από την περιοχή τη δικιά μας, απ' το «Κουλέ Καφέ» δηλαδή ήτανε, ο Περικλής θυμάμαι, αν δεν κάνω λάθος, τον λέγανε. Φοιτητής ήταν αυτός της Ιατρικής. Λοιπόν, εκεί καθίσαμε περίπου τρεις-τέσσερις μήνες, στον Άη Στράτη και μετά έγινε αμνηστία. Εν τω μεταξύ, έγινε μία χορωδία, έγινε ένα θέατρο μεγάλο. Εκεί ήταν ο γιος του Πασαλίδη.
Του Πασαλίδη του γιατρού;
Του γιατρού, ναι, του Πασαλίδη, ναι. Πώς λεγόταν μωρέ να δεις; Ένα καλό παιδί, χειρουργός. Αυτός χειρούργησε τη γυναίκα μου χωρίς να… έτυχε στην κλινική που πήγε η γυναίκα μου να είναι χειρουργός αυτός και τη χειρούργησε αυτός, σκωληκοειδίτη. Ήταν ένας γιος ενός άλλου γιατρού, του Περρή, φοιτητής και αυτός Ιατρικής, ο οποίος ένα ωραίο παιδί, έπαιζε κιθάρα, τραγουδούσε και αυτός είχε λευχαιμία και θα πέθαινε, το ήξερε, δηλαδή, αυτό το πράγμα και πραγματικά πέθανε. Όχι εκεί, απολύθηκε και πέθανε. Ήταν ένας άλλος γιατρός, ο οποίος ήταν ο πρώτος που έκανε... τότε τα νεφρά τα κάναν εγχείρηση και τα βγάζανε. Αυτός έβγαζε την πέτρα απ' τα νεφρά,. Ήταν ο πρώτος που άρχισε να βγάζει πέτρα απ' το νεφρό με εγχείρηση και όχι το νεφρό, όταν έγιναν στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή δεκαετία του ‘50 μιλάμε τώρα. Δεν θυμάμαι και το όνομά του, ο Γιάννης ο… Τέλος πάντων, πολύ καλός ουρολόγος, ας πούμε. Απ’ τους καλύτερους, αυτός ήταν στη Γενική Κλινική, χειρουργούσε. Είχε κόσμο, γιατί ήρθε μετά κι άλλο καράβι, ήρθε και άλλο ένα καράβι με χίλιους, ήρθε κι άλλο. Και εκεί γίνεται τούτο δω το πράγμα: μας αποκλείσαν στο νησί, αποκλειόταν να έρθει καράβι και λοιπά, αλλά αρχίσαμε... μείναμε από τρόφιμα. Έρχεται η θάλασσα, λιμάνι δεν είχε και όταν ήρθαν τα πρώτα καράβια —καΐκι, όχι καράβια— με αλεύρι και με τέτοια, για να κάνουμε, γιατί είχαμε εμείς αρτεργάτες και τα κάνανε... εμείς τα μαγειρεύαμε. Καταλαβαίνεις, να φορτώνεις απ’ το καΐκι στη βάρκα και να τα φέρνεις. Αυτοί που φόρτωναν ήτανε λιμενεργάτες δικοί μας, ευτυχώς. Τα τσουβάλια και λοιπά τα βγάλανε έξω, μαγειρεύανε. Πηγαίναμε δε εμείς αγγαρεία, θα λέγαμε, σε ένα μέρος του νησιού. —από τη μία μεριά εκεί το νησί ήταν ξερό. Το ένα μέρος εκεί είχε δάση στον Άη Στράτη— και φέρναμε κορμούς δέντρων, χοντρά κομμένα αυτά, και τα είχαμε τη φωτιά για τα μαγειρεία που δουλεύαμε εκεί. Λοιπόν, εκεί ήτανε μια παρέα που ήτανε Αθηναίοι. Δεν ξέρω αν ήταν και ο Μπιθικώτσης, αυτοί ήταν με τα μπουζούκια και λοιπά παίζανε, αλλά ήταν ένας ηθοποιός, ο οποίος είναι πασίγνωστος στον κινηματογράφο για δεύτερους ρόλους. Έπαιζε τον βαρύ, τον μάγκα, ένας ωραίος ηθοποιός, πάρα πολύ ωραίος και ήτανε εκεί. Φέρανε όμως και κόσμο... Πιάσανε έναν, το αφεντικό αυτού του ξαδέρφου μου, του Μανώλη που σου λέω, που ήμασταν... που θα φεύγαμε στο βουνό. Ο ξάδερφός μου δούλευε σε ένα αλλαντοπωλείο, το «Βέρμιο», κυρίως τυριά είχανε αυτοί, στην Ερμού, στη μία είσοδο της στοά Μοδιάνο, στην επάνω, επί της Ερμού. Ένα απ’ το καλύτερο αλλαντοπωλείο ήταν της περιοχής εκείνης και ήταν ειδικευμένος και έκανε και τυριά. Αυτός ήτανε και στο βουνό. Από εκεί έφυγε, απ' το «Βέρμιο» είχε φύγει. Το αυτό λεγόταν «Βέρμιο». Και το αφεντικό, το οποίο ήταν ένας δεξιός, δεν λογάριαζε τίποτα, ας πούμε, και είχε τσακωθεί με τον χωροφύλακα της περιοχής και τον στείλαν και τον φέρανε και αυτόν εξορία, τον μπάρμπα… Πώς λεγόταν δεν θυμάμαι τώρα, τον γνώρισα μετά, γιατί ερχότανε και στο μαγαζί μας μετά τον πόλεμο, μετά τον εμφύλιο. Εκεί ήτανε ο Ζουράρις, ανάμεσα στον κόσμο που ήρθανε, ο πατέρας του Ζουράρι, γιατρός, σεξολόγος, ο μοναδικός τότε ήταν σχεδόν στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ο Τομανάς και ο Μανώλης ο Οικονομίδης που είχανε τον «Ευκλείδη» το φροντιστήριο. Αυτοί είχαν το φροντιστήριο «Ευκλείδης» τότε, το καλύτερο φροντιστήριο σχεδόν μπορώ να σου πω στη Θεσσαλονίκη, και επειδή ήμασταν αρκετοί και απ' το φροντιστήριό του και άλλοι αυτοί, κάναμε εκεί... ανοίξαμε φροντιστήριο και κάναμε μαθήματα στον Άη Στράτη, για το πανεπιστήμιο δηλαδή. Μας κάνανε τη Φυσική, ο ένας ήταν καθηγητής φυσικής και ο άλλος ήταν της χημείας, αυτοί οι δύο. Και Μαθηματικά μας κάνανε οι ίδιοι. Τι άλλο είχαμε τώρα απ' τον Άη Στράτη; Είχαμε και τούτο δω το πράγμα με τα σκυλιά. Είχε κάτι κοπρόσκυλα ο Άη Στράτης, όλη μέρα ξάπλα ήτανε. Το βράδυ μονάχα ξυπνούσαν λιγάκι απ’ τη ζέστη, δηλαδή, και από αυτό ήταν όλο ξάπλα. Εμείς... πού βρήκε ο ένας της παρέας μας, ας πούμε, κόπρος μεγάλος αυτός ήταν, βρήκε έναν πατσά, να κάνουμε πατσά. Απέναντί μας ήταν ένα σαν οικόπεδο, ας πούμε, χαλάσματα εκεί. Είχαμε βάλει εκεί, μαγειρεύαμε κάτι για να φάμε. Και πήρε τον πατσά, τον έβαλε εκεί να τον βράσει. Το βράδυ τον αφήσαμε, πήγαν τα σκυλιά το βράδυ, τον χύσανε τον πατσά. Την άλλη μέρα τον κάναμε εμείς, τον φάγαμε βέβαια, αλλά μας έπιασε ένα κόψιμο και τρέχαμε στα αποχωρητήρια. Ήταν σε καμιά διακόσια μέτρα απόσταση κάτι αποχωρητήρια που είχε του χωριού εκεί και τρέχαμε ποιος θα προλάβει να φτάσει απ’ το… Ήτανε πατσάς αρνίσιος, κατσικίσιος, κάτι τέτοιο, δεν ήτανε πατσάς κανονικός δηλαδή. Τι άλλο μετά είχαμε εκεί; Είχαμε την εκκλησία. Κυριακή πρωί ερχόντουσαν, πολύ πρωί, και μαζεύαμε εμείς τα πράγματα, γιατί ήταν στην είσοδο απ' έξω της εκκλησίτσας, στα προστύλια της εκκλησίας. Είχε αρκετά, καμιά εφτά-οχτώ, δέκα μέτρα. Ήμασταν καμιά εικοσαριά, είκοσι πέντε άτομα εκεί, μαζεύαμε τα ρούχα μας, τα αυτά μα[02:40:00]ς, για να μπει ο κόσμος, να κάνει εκκλησία. Και πέταξαν οι δικοί μας μία χορωδία μέσα. Εκεί άκουσα πρώτη φορά συμφωνική χορωδία εκκλησιαστική σε πολυφωνία. Ένα πράγμα υπέροχο! Υπάρχει και τώρα ακόμη, υπάρχουν δηλαδή αυτές, αυτά που ψέλνει ο ψάλτης δηλαδή. Πάρα πολύ ωραία! Και ψέλναν εκεί. Μετά, όταν άρχισαν να έρχονται τα καράβια, θυμάμαι, ανεβήκαμε εμείς επάνω… Α, τότε δεν υπήρχε τσιγάρο, με την αυτή εκεί μέσα δεν υπήρχε καθόλου τσιγάρο. Δηλαδή, για να βρεις τσιγάρο, έπρεπε να το πάρεις απ' τη μαύρη αγορά στο χωριό μέσα που πουλούσαν. Και πουλούσαν 50 λεπτά το τσιγάρο. 50 λεπτά είναι σαν να δίνεις, ξέρω ‘γω, σήμερα 50 δραχμές, 50 ευρώ, 10 ευρώ ένα τσιγάρο, έτσι; Κι εκεί έμαθα να καπνίζω. Ενώ τσιγάρα είχαμε στο σπίτι μας, είχαμε αυτά και ούτε έδινα σημασία ποτέ, εκεί έμαθα να καπνίζω και έγινα καπνιστής, δηλαδή, εκεί πέρα μέσα, εκείνη την περίοδο. Τι άλλο; Α, μετά μας στείλανε μία επιτροπή. Έγινε στο Στρασβούργο... έκανε κάτι δηλώσεις ο Πορφυρογένης για τη Διακυβέρνηση του Βουνού, για κάτι τέτοιο. Λοιπόν, και στείλανε μία επιτροπή να μας εξετάσει αν δεχόμαστε ή όχι αυτό το πράγμα, αν συμφωνάμε. Περάσαμε εμείς ένας-ένας από την επιτροπή: «Όχι», «Όχι», «Όχι» και λοιπά, τελείωσε. Ορισμένοι, όμως, μπορεί να είπανε και «Ναι» και να φύγανε και να τους διώξανε. Γίνεται η κυβέρνηση, πέφτει η κυβέρνηση, γίνεται η κυβέρνηση Σοφούλη και δίνει αμνηστία στους αντάρτες και σε αυτούς που θέλουν να παραδοθούν και απ’ την εξορία σε παιδιά, σε νέους και σε γυναίκες, λοιπόν, και σε παιδιά. Και εμάς μας φορτώνουν σ' ένα καράβι, απολύομαι κι εγώ. Ο μπαμπάς μου διενήργησε μέσω της Λέσχης Φιλελευθέρων εδώ πέρα μέσα και λοιπά, βάλανε και το όνομά μου και απολύομαι. Και μας βάζουν σε ένα καράβι, σ' ένα καΐκι. Πάμε στο Μούδρο, για να φορτώσουμε, θα φόρτωναν κάτι. Το Μούδρο της… Α, στην ευχή! Το νησί μωρέ, είναι η Λέσβος. Πιο πάνω ποιο είναι; Η Λήμνος! Απ’ τη Λήμνο. Το Μούδρο είναι το λιμάνι της Λήμνου, ένα οχυρό λιμάνι ήταν, το είχανε χρησιμοποιήσει στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι Εγγλέζοι εκεί. Και πάμε εκεί και βλέπουμε, είχε εξορίστους, παλιότερους από μας, οι οποίοι είχανε τη λέσχη τους, είχανε τα ζώα τους και λοιπά. Για μας σφάξανε μία αγελάδα, αλλά δεν χρειάστηκε τίποτα, ένα βόδι, ξέρω ‘γω τι σφάξανε, μοσχάρι, αλλά δεν χρειάστηκε, γιατί είχε εστιατόριο. Και πήγα και αγόρασα και έφαγα από το εστιατόριο, δηλαδή τίποτα. Μια πάστα έκανε 50 λεπτά, θυμάμαι την πάστα τότε και το τσιγάρο που έκανε... Είχε πάστες ζαχαροπλαστείου. Έφαγα πάστα, έφαγα, πήγα ξάπλωσα κάπου από μία βάρκα, μόνος ήμουνα. Παρέα δεν είχα, δηλαδή, υπήρχανε γνωστοί, αλλά δεν ήταν έτσι παρέα. Και ξάπλωσα από μία βάρκα. Το βράδυ κοιμηθήκαμε. Το βράδυ μάς φορτώσανε και πρωί-πρωί-πρωί φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Όλη νύχτα ταξιδέψαμε και φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Λοιπόν...
Στον Άη Στράτη, δηλαδή, ήταν διαφορετικά απ' τη Λήμνο.
Απ' τη Λήμνο; Τεράστια διαφορά! Εκεί είναι αριστοκρατία, δεν είχανε... Εμείς είχαμε πείνα και τέτοια. Αυτοί ήτανε... είχανε λέσχη, είχανε φαγητά. Ήταν οι πρώτοι που πήγαν εκεί και ήτανε και σε σπίτια αυτοί, μένανε σε σπίτια, νοικιάζαν σπίτια, ας πούμε, πληρώνανε σπίτια και μένανε εκεί.
Εσείς πού μένατε στον Άη Στράτη;
Μετά μας είχανε φέρει αντίσκηνα και μέναμε σε αντίσκηνα.
Τα οποία πώς ήτανε; Χωρούσε ένα άτομο; Παραπάνω;
Όχι, τα αντίσκηνα ήταν μεγάλα, χωρούσαν καμιά δεκαριά άτομα, χωρούσαν. Θα σ’ το δείξω, θα σ’ το δείξω, το έχω σε φωτογραφία και είμαστε και όλοι μαζί παρέα φωτογραφία εδώ, στο αντίσκηνο.
Τις φωτογραφίες πώς τις βγάζετε;
Είχε φωτογραφίες, επιτρεπόταν. Βέβαια. Στον Άη Στράτη είχε, όπως είχε και στη Μακρόνησο φωτογραφίες.
Να πάρετε και κάμερα, δηλαδή, μαζί σας;
Όχι εμείς. Α, δεν ξέρω αν είχαμε εμείς κάμερες ή όχι, αλλά ήτανε τραβηγμένες φωτογραφίες κανονικά. Είχανε μαζί μηχανές, δεν μας κάναν έρευνα για αυτά τα πράγματα, όχι, τίποτα. Στις φυλακές ήταν οι έρευνες που γινότανε, σε βγάζανε τα πάντα εκεί.
Και φτάνετε Θεσσαλονίκη.
Και φτάνω στη Θεσσαλονίκη. Και εγώ ξαναρχίζω πάλι στη δουλειά μου και οργανώνομαι πια στην ΕΠΟΝ αυτή τη φορά.
Να ρωτήσω και κάτι για τη δουλειά που είπαμε πριν.
Ναι.
Στο δικηγορικό γραφείο τι ακριβώς κάνατε;
Εγώ έκανα γραφομηχανή εκεί πέρα μέσα, λοιπόν.
Μου είχατε πει και μία ιστορία—
Θα σου πω. Εκεί τώρα, έρχομαι σε σύνδεση με την ΕΠΟΝ και περνάω από stencil σε ειδικό αυτό που είναι σαν… πάνω σ' αυτό τυπώνονταν ο πολύγραφος. Τα έγραφα επάνω στο stencil και όπως έμπαινε αυτό από κάτω και βάζαν το… με τον πολύγραφο, ο πολύγραφος είναι σανίδι [Δ.Α.], επάνω πανί χοντρό με μελάνι επάνω. Λοιπόν και βάζεις το χαρτί, έβαζες το χαρτί και το αυτό και τυπωνόταν το χαρτί, πατούσες από πάνω με το αυτό και τυπωνόταν αυτό το πράγμα το... που είχα πατήσει εγώ το stencil. Δηλαδή, οι προκηρύξεις της ΕΠΟΝ τις έβγαζα εγώ κατά κάποιον τρόπο, τις δακτυλογραφούσα εγώ, τις γράφανε άλλοι. Ο γραμματέας της ΕΠΟΝ ήταν φίλος μου, ήταν ο Μιχαλόπουλος ο Θανάσης, ο οποίος δεν ξέρω αν ζει ο Θανάσης, γιατί η ΕΠΟΝ πιάστηκε μετά. Αυτοί πρέπει να πιάστηκαν το ‘49, πρέπει να πιάστηκαν. Εμείς ήμασταν μέσα και εγώ μάλιστα το είχα δει στο Μεταγωγών Πειραιώς ήμουνα, είδα που πιάστηκαν και λέω: «Αμάν θα μου φέρουν και μένα τώρα», αλλά δεν μίλησε κανείς για μένα από εκεί. Όπως στην άλλη που μας πιάσαν εμάς, θα σου πω τώρα πώς έγινε. Εκεί κάποιος άλλος είχε μιλήσει και μας βουτήξαν όλους εμάς τότε εκεί. Λοιπόν, γυρίζω και αρχίζω πια την επαφή με την ΕΠΟΝ από κει πέρα μέσα, έτσι. Τότε γίνεται και ο βομβαρδισμός, αρχές του ‘48, γιατί γύρισα εγώ τον Οκτώβριο του ‘47. Δουλεύω και κατά τον Φεβρουάριο γίνονται τα γεγονότα της Μακρονήσου τα οποία τα διαβάζουμε. Σφάξανε τον κόσμο εκεί πέρα μέσα. Έχεις υπόψη σου πώς έγινε στη Μακρόνησο;
Θέλετε να τα πείτε λίγο;
Από ό,τι ξέρω και από αφηγήσεις τις οποίες έχω ακούσει και λοιπά. Ήτανε, στη Μακρόνησο ήτανε τρία τάγματα, το 1ο το 2ο και το 3ο. Το 3ο Τάγμα ήταν Διοικητής ο Σκαλούμπακας. Είχε ξεκινήσει από δω, απ' τη Θεσσαλονίκη, δεν ξέρω από πού ακριβώς, από δεξιά ήταν, αριστερά, δεν θυμάμαι από πού ήταν, αλλά είχαν αρχίσει από εδώ τα βασανιστήρια και πήγε έτοιμο, φτιαγμένο σχεδόν κάτω εκεί, με βασανιστήρια. Λοιπόν, εκεί είχανε σαν μέθοδο —καλά θα τα πούμε αυτά για τη μέθοδο αργότερα, θα δεις, θα σου πω— είχαν το 3ο Τάγμα το οποίο ήταν οι τραμπούκοι, θα λέγαμε, μέσα εκεί. Ήταν το 1ο Τάγμα δίπλα ακριβώς, όταν λέμε διπλά μερικά χιλιόμετρα πιο δω ήταν τότε. Δηλαδή, όπως βλέπουμε τη Μακρόνησο τώρα απέναντι, γωνία πάνω είναι το 4ο Τάγμα. Εκεί πάνε... μόνο εξορίστους βάλανε μετά. Έβλεπες το 2ο Τάγμα κατευθείαν, στο κέντρο ήταν το 1ο Τάγμα και στην άκρη ήταν το αυτό και στην πιο άκρη ήταν η ΦΟΥΜ, Στρατιωτικές Φυλακές Μακρονήσου, στην άκρη-άκρη τελείως, το κάτω άκρο της Μακρονήσου. Δεν ξέρω αν το ‘χεις δει καμιά φορά σε χάρτη τη Μακρόνησο, ένα πολύ μακρό αυτό είναι, νησί. Λοιπόν, τι λέγαμε τώρα; Για τι λέγαμε προηγουμένως;
Για τα γεγονότα της Μακρονήσου.
Α! Αυτοί στο 1ο Τάγμα ήταν οι εκλεκτοί, ας πούμε, δηλαδή απόφοιτοι γυμνασίου και πάνω, φοιτητές αυτοί και λοιπά. Ήταν κι ένας φίλος μου, ο οποίος ήταν μέσα και αυτός στο 1ο Τάγμα, και πέθανε τώρα τελευταία με τον κορονοϊό. Έχει πεθάνει πέρσι, ενενήντα έξι χρονών αυτός πέθανε. Τους πάνε για την εκκλησία, δεν ξέρω πού τους πάνε. Κάτι κάνουν εκεί, κάτι αρνούνται, κάτι, κάτι, κάτι έγινε εκεί πέρα μέσα, τους την έχουν στημένη και αρχίζουν να πυροβολούν. Τους οδηγούν προς τη θάλασσα. Πυροβολούνε συνέχεια πάνω και ρίχνουνε, περνάει κι από τη θάλασσα περιπολικό, μιλάνε ότι έγινε στάση. Καλά, αυτοί ήταν άοπλοι, τι στάση να κάνεις τώρα; Οι άλλοι ήταν οπλισμένοι από δίπλα. Έρχεται και απ' τη θάλασσα το αυτό, τους βάζουν με τα πολυβόλα και λοιπά και σπάσανε κόσμο. Σκοτώσανε, πόσους σκότωσαν εκεί, δεν μπορεί να ξέρει κανείς ακριβώς. Πιάσαν ορισμένους, τους πέρασαν στρατοδικείο. Εγώ τώρα αυτά τα ‘χω μάθει και από φυλακή μετά, από φυλακισμένους που δικάστηκαν και ήρθαν εκεί, και από αφηγήσεις, ας πούμε, άλλων για τη Μακρόνησο. Και διαλύσαν και το 1ο Τάγμα και το κάνανε και αυτό, ας πούμε, το σπάσαν. Και σε κάθε τάγμα είχανε κι από ένα σύρμα που λένε, τους βάζουν στο σύρμα. Δηλαδή, σε μία χαράδρα μέσα ή σ' ένα ειδικό μέρος απομονώνουν αυτούς που δεν κάνουν δήλωση, έτσι; Kαι ήταν δύσκολο να μην κάνεις δήλωση, δηλαδή, ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Οι άνθρωποι αυτοί που άντεξαν εκείνα το τρομερά βασανιστήρια ήτανε το κάτι άλλο! Έχει περιπτώσεις, ας πούμε, τρομερές! Και είναι και... δεν μπορούν να περιγραφούνε και η κατάσταση. Εκείνο το οποίο κάνανε ήταν τούτο δω: να σε βάλουν πρώτα να κάνεις δήλωση. Tο πρώτον, έτσι; Aφού έκανες δήλωση μέσα, σε έβαζαν να πειθαρχήσεις με τους άλλους, να φωνάζεις κι εσύ: «Όπλα θέλουμε», όπλα για να παν να πολεμήσουν έξω τους αντάρτες. Να φωνάζεις διάφορα συνθήματα, να ορμάς κι εσύ, όταν ορμούσαν οι άλλοι να χτυπήσουνε κάποιους εκεί πέρα μέσα. Δηλαδή, γινόταν ένα πράγμα σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, σιγά μέχρι να σε κάνουν αλφαμίτη, να πάρεις το αυτό και να αρχίσεις να χτυπάς κι εσύ από κει κάτω. Δεν πέτυχε σε μεγάλο βαθμό και αυτό φάνηκε και μετά στις εκλογές του ‘50. Όταν γίναν οι εκλογές του ‘50, εκεί έγινε ο χαμός, στη Μακρόνησο. Αν θες να σου πω και γι' αυτό, έτσι;
Μετά, δεν πειράζει. Να συνεχίσουμε από το—
Ναι, γιατί εγώ μετά στη Μακρόνησο έκανα, ας πούμε, αλλά έκανα σε μια άλλη περίοδο με γελοιογραφία αυτών που κάναν αυτοί. Σπάζανε κόσμο, παρόλα α[02:50:00]υτά δηλαδή. Προσπαθώντας να μιμηθούν αυτά που κάναν οι άλλοι, γιατί δεν τολμούσαν να κάνουν επεισόδια. Και όταν κάναν επεισόδια σε εμάς και μας χτύπησαν εμάς, έγινε ντόρος στην Αθήνα: «Χάλασε ο κόσμος», «Ξαναγεννιέται η Μακρόνησος» και λοιπά και τρομοκρατήθηκαν, το σταμάτησαν αμέσως.
Θα φτάσουμε κι εκεί—
Ε;
Θα φτάσουμε—
Θα φτάσουμε ναι, ναι—
Εκεί. Άρα είσαστε στη Θεσσαλονίκη, έχετε γυρίσει—
Ναι και γίνεται αυτό το πράγμα, έτσι; Το ‘43, κατά τον Φλεβάρη, έρχεται ένα τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού, από τη Δυτική Μακεδονία έρχεται, από πού κατέβηκε, φτάνει εδώ στο —πώς λέγεται;— στο Δερβένι. Ξέρεις πού είναι το Δερβένι, έτσι; Στήνουν ένα κανόνι και ρίχνουν μερικές βολές στη Θεσσαλονίκη μέσα. Στη Θεσσαλονίκη γίνεται πανικός, αστυνομικά τμήματα και λοιπά αδειάζουνε, τρεις και πέντε τους πήγε. Σου λέει: «Μπήκαν οι αντάρτες μέσα» και φεύγουνε. Και μετά από δύο μέρες γίνεται ο χαμός με τούτο εδώ. Αυτοί ήρθαν εδώ, πυροβόλησαν και ξεκίνησαν, φύγαν, να περάσουν, να πάνε Χαλκιδική. Και στον κάμπο μέσα εκεί τους περιλαβαίνουν τα αεροπλάνα την άλλη μέρα και τους άλλαξαν τον αδόξαστο. Και συλλάβανε πάρα πολλούς. Όταν συλλάβανε, εγώ έτρεξα, είδα εκεί στην οδό Δωδεκανήσου, τους περνάγανε με λεωφορεία μέσα τους αυτούς, τους αντάρτες πιασμένους και λοιπά. Είχαν συλλάβει πάρα πολλούς εκεί πέρα μέσα. Όσους, δηλαδή, δεν μπορούσαν αυτό… Ένα μέρος έφυγε, βέβαια, πήγε στη Χαλκιδική, αλλά δεν έφτασε αυτή η δύναμη, η οποία έπρεπε να πάει εκεί πέρα κάτω. Αργότερα, βρήκα έναν από αυτούς που ήτανε και στο κανόνι που χτυπήσανε. Το ‘74 μιλάμε, όταν γυρίσανε δηλαδή απ' έξω, μετά τη μεταπολίτευση, όταν γυρίσανε. Και μου είπε πώς έγινε αυτό το πράγμα, από εκεί πώς χτυπήσανε. Και εμείς λέγαμε: «Κοίταξε να δεις, βρήκανε στόχο» και λοιπά, είχαν χτυπήσει προς το λιμάνι κοντά κάπου εκεί πέρα μέσα στην αυτή. «Να χτυπήσανε αμέσως», ενώ ήτανε τυχαία η αυτή τους. Κακώς, δηλαδή, έγινε ένα λάθος μεγάλο, έκαναν εκεί, που αν περνάγανε και πήγαιναν από κείνη τη μεριά, δεν μπορούσε να τους πειράξει κανένας. Αυτοί βρέθηκαν, πήγαιναν προς τον Χολομώντα, δηλαδή, και λοιπά, δεν είναι... Και ήτανε μεγάλη δύναμη. Αυτά από εκεί.
Μετά, τον Μάρτη του ‘48 έρχονται στο γραφείο, έρχεται ένας από απέναντι, «Ασφάλεια Αναγνώστου» έγραφε. Το γραφείο του Πάτσα ήταν στην οδό Ρογκότη. Η οδός Ρογκότη είναι Βενιζέλου, παραλία, δίπλα είναι η Ρογκότη και η Μητροπόλεως, σ’ εκείνο το στενό είναι το γραφείο στο οποίο είναι ο Πάτσας, στον δεύτερο όροφο είμαστε εμείς. Έρχεται ένας εκεί, μου λέει: «Ένας Μιλτιάδης;» λέει. Μιλτιάδης υπάρχει ένας που τον ήξερα απ’ το απέναντι το γραφείο, απ’ τον απέναντι δρόμο δηλαδή. Λέω: «Μιλτιάδης —λέω— είναι πάνω», δικηγόρος Μιλτιάδης. Λέω: «Δικηγόρος Μιλτιάδης είναι πάνω, αλλά Μιλτιάδης είμαι κι εγώ». Εγώ δεν είχα ψευδώνυμο, ας πούμε, Μιλτιάδης απ' την οργάνωση του ‘56 τώρα. Μετά από καμιά ώρα περίπου —και μας είχαν και γραμμένο ένα stencil , για να έρθουν να το παραλάβουν—, βλέπω μπαίνουνε δύο μέσα ασφαλίτες. Ο Πάτσας ήτανε εκεί. Λέει: «Τι θέλετε;». Λέει: «Εσάς θέλαμε κάτι» και λοιπά. Κάθονται εκεί, πιάνω εγώ, ανοίγω το συρτάρι, πιάνω τα κομμάτια, τα σκίζω, τα βάζω μέσα στον κάλαθο των αχρήστων εκεί πέρα μέσα. Λοιπόν, λέει: «Μιλτιάδης —λέει— εσύ;», «Ναι» και λοιπά. «Να κάνω ένα τηλεφώνημα», κάνει ένα τηλεφώνημα, ήρθανε, με βάλανε σε ένα τζιπ, στην ασφάλεια. Ασφάλεια, Γενική Ασφάλεια όμως, όχι στην άλλη την ασφάλεια. Η Γενική Ασφάλεια είχε πιάσει την ΟΠΛΑ, μία απ’ τις παράνομες οργανώσεις. Η άλλη είχε πιάσει την Μαζική Λαϊκή… Την... πώς λεγόταν; Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα, την άλλη οργάνωση, πιο πλατιά απ' την ΟΠΛΑ. Η ΟΠΛΑ ήταν η στενή, η οποία ΟΠΛΑ… Έτσι, αυτός που τη σκότωσε ήταν αυτός που σου είπα με το επεισόδιο των Σαράντα Εκκλησιών, ο Σταυρόπουλος, ο οποίος χτυπήσαν τον φύλακα τότε των φυλακών, των νεκροταφείων, που σου είχα πει, και τον είχαν χτυπήσει στο δάχτυλο. Αυτός τώρα πήγε και σκότωσε τον Κουβίτσα και μάλιστα τον οποίον ήρθαν και τον πιάσανε... όχι, τον είχαν πιάσει αυτόν. Απ' τον Άη Στράτη ήρθαν και συλλάβανε μερικούς που ήτανε στην ΟΠΛΑ ή στη Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα. Είχαν έρθει «τσάκα τσάκα» συλλάβαν κάποιους χωρίς να ξέρουμε ποιοι και γιατί είναι. Αυτό γίνεται το καλοκαίρι του ‘47. Λοιπόν, έρχονται, πάμε στην ασφάλεια, με κρατάνε εκεί, με κρατάνε. Με ανεβάζουν επάνω ο Υποδιοικητής και ο Διοικητής. Διοικητής ήταν ο Μουσχουντής και Υποδιοικητής ήταν ένας Τσώνος. Λοιπόν, μου λέει: «Τι είσαι και λοιπά;». Λέω: «Εξορία ήμουνα, στην ΕΠΟΝ ήμουνα» και λοιπά. Λέει: «Αυτά τα ξέρουμε, για τα άλλα θα μας πεις». Λέω: «Ποια άλλα;». Λέει: «Για τα αυγά». «Ποια αυγά —λέω—; Α —λέω—, για τα αυγά; Μωρέ έτσι πείτε μου» λέω. Είχα έναν φίλο, πουλούσε αυγά στη στοά Μοδιάνο, εκεί που ήταν το «Βέρμιο», αυτό, απ' έξω είχε τα αυγά και πήγαινα εκεί πολλές φορές και κουβεντιάζαμε με αυτόν. Λέω: «Εκεί». «Άσε —λέει— αυτά τα αυγά!» και λοιπά, βγάζει μια χειροβομβίδα, μου τη χώνει μες στο στόμα, έτσι. «Αυτά τα αυγά λέω!». «Αυτά —λέω— δεν ξέρω τίποτα εγώ». «Δεν ξέρεις, δεν ξέρεις και λοιπά, εντάξει. Τα πήρες από εκεί και τα πήγες εκεί!». Μόλις μου είπε αυτό: «Τα πήρες από κει», κατάλαβα. Αυτός από εδώ ήταν που ήξερε πού τα πήρα και πού τα πήγα. Δηλαδή, ο πάνω από μένα είχε μιλήσει. «Καλά —του λέω— εγώ αυτό, παλιά —λέω— αυτό και δεν ήταν χειροβομβίδα, ήτανε προκηρύξεις —λέω-—, εγώ πήρα, δεν πήρα χειροβομβίδες. Προκηρύξεις —λέω— αυτά ξεχάστηκαν» λέω. «Όχι» λέει. Και πιάστηκα μετά. Την κοπέλα την πήραν: «Από δω τα πήρες, εκεί τα πήγες». Πιάσανε και την κοπέλα, πιάσανε και μένα, πιάσανε και άλλους.
Οι δύο χειροβομβίδες που είχατε πάει τότε στην Κωνσταντινουπόλεως, στην—
Εγώ ήτανε για τις χειροβομβίδες, ήταν κι άλλα πράγματα όμως, υπήρχανε. Λοιπόν, αυτός είχε... τι έγινε τώρα; O επικεφαλής μας, που λεγόταν ο Ηλιόπουλος, είχε σπάσει. Πάνω απ' τον Ηλιόπουλο ήταν ένας άλλος νεαρός, ο Φώτης, ο Φώτης… Πώς λεγόταν το επίθετό του; Δεν το ξέρω. Λοιπόν, ούτε για Φώτη τον ήξερα εγώ, τον ήξερα... Δεν θυμάμαι πώς λεγόταν τώρα... Γαβριηλίδης, Γαβριηλίδης, ναι. Η οργάνωση αυτή είχε διαλυθεί. Ο λόχος διοικήσεως αυτός της αυτής είχε μετατεθεί και είχε πάει κάπου στην Κοζάνη, προς τα πού τον είχαν πάει, και δεν υπήρχαν, είχαν δηλαδή... και αυτός είχε μείνει απ' έξω, ο άλλος. Ο άλλος πιάστηκε, γιατί κάποιος λοχίας, Μανωλόπουλος, έσπασε στη Μακρόνησο και βγήκε και ομολόγησε κι αυτά τα πράγματα και ήρθαν και τον πιάσανε τον Ηλιόπουλο. Τον δικάσανε μία φορά, πλήρωσαν και τον άφησαν ελεύθερο τον Ηλιόπουλο. Λοιπόν, βγαίνει κάποιος άλλος, ξαναμιλάει, δεν ξέρω τώρα πώς ακριβώς έγινε η ιστορία αυτή, και μας πιάνει και μας βγάζει... Αυτή τη φορά έσπασε ο ίδιος, την πρώτη φορά δεν μίλησε, και μας πιάνει ξανά και μας βγάζει όλους εμάς. Λοιπόν, κατεβάζουν τους στρατιώτες από τον λόχο διοικήσεως εκεί. Αυτούς τους χτυπήσανε στη στρατονομία και λοιπά εκεί πέρα. Δεν τους φέρανε μαζί μας σε επαφή, μόνο στο δικαστήριο ήρθαμε σε επαφή. Αυτοί αθωώθηκαν όλοι στο δικαστήριο και εμείς δικαστήκαμε, δύο δικάστηκαν σε θάνατο, αυτός ο Ηλιόπουλος με έναν άλλον, και ένας, ο Τζαβάρας και εγώ δικαστήκαμε από είκοσι χρόνια. Και οι άλλοι αθωώθηκαν, αλλά πλήρωσαν. Πρέπει να πλήρωσαν αρκετά λεφτά, λίρες, δεν είχε λεφτά τότε, λίρες δίνανε σ' αυτούς. Δεν είχε τόσα λεφτά, τόσες λίρες, 50 λίρες, 100 λίρες, ξέρω ‘γω, πόσο δίναν εκεί μέσα. Και είχανε βγει και ευτυχώς και αυτοί δεν εκτελέστηκαν σε θάνατο που ήταν, αλλά ζήσανε μέχρι τέλους. Ο Ηλιόπουλος μέχρι τέλους, είχε γίνει εργολάβος μετά, ξέρω ΄γω, εκεί πέρα. Και ο άλλος, ο Παύλος, δεν ξέρω τι έγινε. Ο Παύλος ήταν ανθυπασπιστής του στρατού στο τεχνικό μέρος, μαραγκός μου φαίνεται ήταν, και έζησε και εκείνος, ας πούμε, εντάξει. Αλλά από μας, ας πούμε, έγινε αυτό το πράγμα. Δηλαδή... και μάλιστα εγώ θα μπορούσα να την είχα γλιτώσει, γιατί επενέβησαν κάτι γνωστοί και λοιπά στον επίτροπο τότε, αλλά στο δικαστήριο επάνω μου λέει ο Πρόεδρος: «Εδώ —μου λέει— θα τα πεις όλα». «Καλά —του λέω— εγώ εδώ τα είπα στην ασφάλεια, δεν θα τα πω εδώ;» λέω. Ωχ, τι ήταν εκείνο εκεί, «νταν, νταν», μας κοπάνησαν είκοσι χρόνια. Δεν πειράζει.
Δεν φοβόσασταν καθόλου με τη χειροβομβίδα στο στόμα, με το δικαστήριο—
Κοίταξε, όταν μπήκα στη χειροβομβίδα, κάθισα σ' ένα λεωφορείο. Τα λεωφορεία τότε είχανε στο τέρμα κάτι θέσεις από εκεί ως εδώ, κάθονταν τρία-τέσσερα άτομα. Λοιπόν, και είχα καθίσει εγώ πίσω, για να βλέπω. Μία χειροβομβίδα εδώ και μία χειροβομβίδα εδώ, τις είχα στις τσέπες. Χειμώνας ήτανε, έκανε κρύο. Σε μία στιγμή έρχεται και κάθεται δίπλα μου ένας νωματάρχης, σε μια στάση ανέβηκε. Σε άλλη στάση ανεβαίνει ένας αξιωματικός του στρατού, δεν ξέρω τι ήταν, αξιωματικός ήταν πάντως. Με βάλαν στη μέση τώρα. Να βγάλω τη χειροβομβίδα, λέω, να την πετάξω τώρα, τι κάνω; Τώρα από δω πέρα να τη βγάλω να την… Να πάμε όλοι μαζί. Σε λιγάκι βλέπω κατεβαίνει ο ένας από κάτω. Μετά βλέπω κατεβαίνει και ο άλλος στην άλλη στάση. Έμεινα μόνος. Λέω: «Τώρα ή μου την έχουν στημένη αλλού ή δεν ξέρω τι γίνεται». Κατεβαίνω με προφύλαξη, κάνω κόλπα και λοιπά. Βλέπω δεν παρακολουθεί κανείς, πήγα τις έδωσα στο σπίτι στην κοπέλα και σηκώθηκα κι έφυγα, αυτό είναι. Αλλά ότι φοβήθηκα, δεν χωράει συζήτηση, ας πούμε, ότι φοβήθηκα αυτή τη... έτσι. Φοβήθηκα, αλλά εκείνη την ώρα όλα για όλα, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις αλλιώς, θα τα πετάξεις, δεν είναι... Αυτό ήταν η περιπέτεια, αυτή, ας πούμε, της χειροβομβίδας, κατάλαβες;
Στην ανάκριση που... δεν μου είπατε ότι σας βάλανε μία χειροβομβίδα στο στόμα;
Ναι, έβαλε χειροβομβίδα, δεν την έσκασε τη χειροβομβίδα. Την έβαλε έτσι απλώς, για να μου πει: «Μια ίδια χειροβομβίδα...». Αυτές ήταν οι Mills, οι εγγλέζικες ας πούμε, από αυτή μου έβαλε στο στόμα. Λέω: «Τι δουλειά έχω εγώ μ' αυτά;» λέω, έτσι. «Για τα αυγά» λέει. Αυγά λένε... τις χειροβομβίδες τις λέγαν αυγά, κατάλαβες; Λοιπόν, το ουσιώδες είναι ότι [03:00:00]τη γλιτώσαμε, γιατί έπεσε χρήμα και εκεί και στην αστυνομία. Γιατί η κοπέλα που πήρε τις χειροβομβίδες, απαλλάχθηκε, την αθωώσανε και μια σειρά άλλη που ήτανε, ένας ράφτης, ένας τσαγκάρης, ξέρω ‘γω και λοιπά, αυτοί, αθωώθηκαν όλοι αυτοί. Οι άνθρωποι πλήρωσαν τα μαλλιοκέφαλά τους απ’ ό,τι φαίνεται σε αυτή την ιστορία. Και εμείς με τα δικαστήκαμε, μας πήγανε στις νέες φυλακές. Μετά ήμασταν στο παράρτημα νέων φυλακών. Μας είχαν στην ασφάλεια καταρχήν κάνα δυο μήνες, στα υπόγεια της ασφάλειας. Ασφάλεια ήτανε πίσω απ' την Αγιά Σοφιά, ο δρόμος Πολωνίας που αρχίζει —ο πώς τον λένε—, πρώτος, δεύτερος δρόμος ήτανε τρίτο, το υπόγειο κάτω, στο υπόγειο ήμασταν εκεί. Είχε ένα σαν φεγγίτη επάνω, φαινόταν από εκεί στον δρόμο κάτι. Δεν φαινόταν τίποτα. Απλώς έμπαινε αέρας, δηλαδή, από εκεί. Εκεί καθίσαμε κάνα-δυο μήνες περίπου και μετά μας πήγαν στο παράρτημα νέων φυλακών, απέναντι απ’ την ηλεκτρική εταιρεία στην Αγίου Δημητρίου, σ' ένα καπνεργοστάσιο και μετά που δικαστήκαμε, μας πήγαν στις νέες φυλακές. Καθίσαμε κάνα δυο μήνες στις νέες φυλακές, έναν μήνα.
Νέες φυλακές πού ήτανε;
Οι νέες φυλακές ήτανε Κασσάνδρου, που τελειώνει η Κασσάνδρου, μετά το Διοικητήριο, πίσω μέρος, σε 300 μέτρα δεξιά, όπως πάμε προς τα δυτικά, εκεί είναι σχολείο τώρα, έχει γίνει νομίζω, είναι σχολείο εκεί πέρα. Εκεί ήταν οι νέες φυλακές. Εκεί ήταν κυρίως ποινικοί κρατούμενοι, αλλά εμείς ήμασταν μια μερίδα από εδώ, οι κρατούμενοι ήταν από την άλλη μεριά, οι ποινικοί, οι κρατούμενοι από κει.
Με τους ποινικούς πώς τα πηγαίνατε;
Κοίταξε, οι ποινικοί εδώ καλά δεν… Στις άλλες φυλακές μας σέβονταν οι ποινικοί, δεν είχανε… Αλλά ήταν και ορισμένοι που ήταν καθάρματα, που ήταν... Οι οποίοι ήταν και χτυπούσαν και κάναν καμιά φορά, αλλά εμάς μας σέβονταν πολύ οι ποινικοί, δεν είχε. Αυτά είναι μέχρι εκεί.
Ενότητα 12
Η διαδρομή από το Γεντί Κουλέ προς το Μεταγωγών Θεσσαλονίκης, τις φυλακές ανηλίκων και το Μεταγωγών Αθήνας
03:02:02 - 03:12:32
Μετά από εκεί μας σηκώσαν, να μας πάνε στο Επταπύργιο απάνω. Λοιπόν, στο Επταπύργιο μάς βάζουν στο… Είναι τέσσερις θάλαμοι, τέσσερις πτέρυγες. Μία... το 1-2 είναι πάνω-κάτω ένας θάλαμος, το 3-4 είχε βομβαρδιστεί με τους βομβαρδισμούς, δεν υπήρχε, ήταν άδειο. Μετά ήταν τα συνεργεία και μετά ήταν το 5-6 και το 7-8. Αυτοί ήταν οι θάλαμοι που ήτανε γύρω γύρω. Και εμείς ήμασταν στο 7-8. Την πρώτη φορά, νομίζω, ήμουν κάτω στο 7 και μετά τη δεύτερη φορά που ξαναπήγα, το ’50 μετά εκεί, ήταν στον επάνω όροφο, στο ίδιο πάλι μέρος, στο 8 εκεί. Εκεί όταν πήγα τη δεύτερη φορά, ήτανε και ο Αναγνωστάκης, όμως στο 1-2 ήταν αυτοί μέσα. Μέχρι το Επταπύργιο φτάσαμε τώρα, έτσι; Λοιπόν, στο Επταπύργιο καθίσαμε οκτώ... Σεπτέμβριο αν πήγαμε, Αύγουστο πήγαμε μάλλον, Αύγουστο πρέπει να πήγαμε. Μείναμε μέχρι τον Οκτώβριο περίπου, Νοέμβριο, και μετά μας κάνουν μια μεταγωγή για τις φυλακές ανηλίκων στην Αθήνα, στην Κηφισιά. Λοιπόν—
Το Επταπύργιο πώς ήτανε;
Το Επταπύργιο ήταν πολύς κόσμος, πολύς κόσμος ήτανε. Δεν μπόρεσα να δω πολλά πράγματα εκεί στο Επταπύργιο, γιατί έκατσα και λίγο καιρό, δεν έκατσα πολύ καιρό δηλαδή. Από εκεί πέρα μετά μας παίρνουν και πάμε στις φυλακές των ανηλίκων. Εκεί ήτανε μία κατάσταση προμακρονησιώτικη, θα έλεγε κάνεις. Εκεί ζητάγανε δήλωση, έπεφτε ξύλο, έγινε αυτό μέσα. Εκεί με χτυπήσαν εμένα, μας είχαν βάλει σε ένα θάλαμο και με πήγαν μετά στον δεύτερο θάλαμο, ήταν ο μεγάλος θάλαμος. Ήμασταν καμιά εικοσαριά-τριάντα παιδιά, ας πούμε, μέσα εκεί. Στον άλλον θάλαμο ήταν λιγότεροι εκεί, ήτανε πιο αυτοί. Επειδή αυτοί ήτανε, πρέπει να ήταν αυτοί, όχι ποινικοί, πρέπει να ήταν πολιτικοί κρατούμενοι, αλλά ήτανε αυτοί οι οποίοι δέρνανε και κάνανε. Ένας Καρδαμίτσας, ένας δεν θυμάμαι το όνομά του τώρα, δεν θυμάμαι πώς λεγότανε, το ήξερα, το ξέχασα δηλαδή και δυο-τρεις ποινικοί, ας πούμε, οι οποίοι είχαν και τα πιτσιρίκια και τα είχαν ρημάξει, ας πούμε, τα βιάζαν δηλαδή με... Εκεί πιτσιρίκια, δεκατέσσερα-δεκαπέντε χρονών παιδιά δηλαδή, που ήταν ανταρτάκια και ήταν και τελείως ανταρτάκια μέσα από κει. Εμένα με πήγαν σ' έναν θάλαμο εκεί, με βάλανε, με χτύπησαν, με βάλαν και τιμωρία στον θάλαμο και με είχανε... Δίπλα σε κάθε θάλαμο είχε μία βούτα. «Βούτα» λέγεται ένα δοχείο, έτσι ήτανε, στο οποίο κατουρούσανε. Με βάλανε εκεί πέρα δίπλα και όποιος ερχότανε, έριχνε και μια κλωτσιά, «μπαμ-μπαμ-μπαμ-μπαμ» συνέχεια, όλη τη νύχτα. Είχαν γίνει τα πλευρά μου κατάμαυρα από το αυτό. Λοιπον, πήγα στον γιατρό. Εν τω μεταξύ, ο πατέρας μου είχε φίλο έναν υπουργό του Μεταξά, τον Υπουργό Εργασίας, τον Δημητράτο. Αν έχεις ακουστά Δημητράτου Βιοτεχνία, Δημητράτος με τα έπιπλα, προς την Πλαστήρα είναι, στην οδό Πλαστήρα, ήταν αριστερός αυτός, αλλά όχι κομμουνιστής. Ήταν αριστερός και ο πατέρας μου ήταν φίλοι τότε μαζί και ήταν συνδικαλιστές, συνδικαλιστής. Και όταν τον κάλεσε ο Μεταξάς, αυτός νόμιζε ότι πήγε να τον συλλάβει και ο Μεταξάς τον έκανε —ήτανε από την Κεφαλλονιά, ήταν αυτός— τον έκανε Υπουργό Εργασίας αυτόν. Δέχτηκε αυτός και ήταν Υπουργός Εργασίας και ήταν μετά δεξιός, ας πούμε. Πήγαν στη Μέση Ανατολή, κάτω είχε πάει και γύρισε και λοιπά. Και ο πατέρας μου είχε φίλο τον Δημητράτο τότε και κατά κάποιο τρόπο, δεν με προχώρησαν περισσότερο για ξύλο και τέτοια, γιατί δεν σήκωναν και περισσότερα. Και μετά από δύο μήνες περίπου, μόλις τελειώνει το αυτό, γιατί είχα κλείσει εγώ τα είκοσι, μας κάνουν μια μεταγωγή και μας στέλνουν στο Καλάμι της Κρήτης καμιά εικοσαριά-τριάντα από το αυτό. Οι μεταγωγές μεσολαβούνταν από μεταγωγά. Δηλαδή, όταν μας πήγαν από δω, πήγαμε στο Μεταγωγών Αθηνών, το οποίο ήταν η φρίκη μεταμορφωμένη. Είχαμε και το δικό μας το Μεταγωγών εδώ, στο οποίο μείναμε εμείς κάνα μήνα, ενάμιση μήνα, είχαμε μείνει εδώ στο Μεταγωγών το δικό μας, αλλά δεν ήταν τόσο χάλια εκεί. Aν και εδώ έφτανε να ‘μαστε και διακόσια άτομα ακόμη, αλλά είναι ακόμη εδώ το Μεταγωγών. Ξέρεις πού είναι; Στην οδό Φιλίππου. Δεν είναι Μεταγωγών τώρα, είναι αποθήκη ξυλείας, κάτι τέτοιο. Μπορεί καμιά μέρα να περάσεις να το δεις και αν θες, να το φωτογραφίσεις κιόλας αυτό το πράγμα, πώς ήταν το Μεταγωγών Θεσσαλονίκης εκεί πέρα μέσα. Εκεί ήμασταν καμιά εκατόν πενήντα-διακόσιοι. Εκεί, όσο ήμασταν εμείς εκεί κρατούμενοι, προτού πάμε στο παράρτημα νέων φυλακών, πέρασε η οργάνωση του ΕΑΜ, πέρασε η ΕΑΜ στο ΚΚ, πέρασαν οι Λαϊκοί Εκδικητές, τρεις-τέσσερις οργανώσεις περάσαν από κει. Και με όλους αυτούς, επειδή εμείς ήμασταν εκεί και αυτοί φεύγανε μετά, εμείς μείναμε αρκετό καιρό, γίναμε φίλοι. Εκεί μέσα συνέβη κι ένα άλλο επεισόδιο. Ένα πρωί ακούσαμε πυροβολισμούς: «Αλτ, αλτ, αλτ, αλτ», ξέρω ‘γω, «μπαμ, μπαμ, μπαμ» και λοιπά και μετά μάθαμε, μου είπε ο Ηλιόπουλος, ότι αυτός που σκοτώθηκε ήταν ο επικεφαλής μας, ο Γαβριηλίδης ο Φώτης, ο οποίος περνούσε, είχε χάσει τον σύνδεσμο και λοιπά, και περνούσε τυχαία από εκεί και τον φώναξαν και σταμάτησε. Τώρα μήπως τον είχαν συλλάβει και τον σκότωσαν και το κάναν αυτό, για να φανεί ότι πέρασε και σκοτώθηκε έτσι; Δεν αποκλείεται να είχε γίνει αυτό, να τον σκότωσαν, δηλαδή, και μετά να είπαν ότι έγινε αυτό το πράγμα. Αυτό δεν μπόρεσα να το μάθουμε καμία φορά, γιατί ούτε και συγγενείς βρήκαμε αυτουνού ούτε ψάξαμε, δηλαδή, για αυτά τα πράγματα, ούτε ψάξαμε καθόλου. Όπως κι εγώ με τον Ηλιόπουλο, δεν έκατσα ποτέ να του πω: «Τι μας έκανες!» όλα αυτά τα χρόνια. Ερχότανε μετά και στο μαγαζί ερχόταν και λοιπά και είχε γίνει και ΚΚΕ ο Ηλιόπουλος, γιατί όσοι αμαρτήσανε, ας πούμε, κατά κάποιο τρόπο περάσανε και στο ορθόδοξο κόμμα, για να τα έχουν εντάξει με τον Θεό μετά θάνατον.
Το Μεταγωγών στην Αθήνα είπατε ήτανε φρίκη.
Το Μεταγωγών ήτανε φρίκη. Ήτανε φρίκη! Ένας μεγάλος θάλαμος, ένας-δύο ήτανε, και ήταν ο κόσμος μαζεμένος. Επάνω είχε ένα σαν υπόγειο και πάνω ήταν ένα σαν παράθυρο κι εκεί άραζε το αυτοκίνητο της αστυνομίας, φορτηγό, και καμιά φορά αμολούσε καπνούς. Και κάναν σεντόνια μέσα, με σεντόνια για να αναπνεύσουνε μέσα εκεί ο κόσμος μέσα εκεί, θυμάμαι την περίπτωση. Μία φορά πήγαμε εκεί και μια φορά, όταν μας γυρνούσαμε, ξαναπεράσαμε από κει, όπως και από το Μεταγωγών Πειραιώς. Το Μεταγωγών Πειραιώς τελείως διαφορετικό, άρτσι μπούρτσι ήταν εκεί πέρα. Εκεί είχε και σαν αυλή και σαν αυτά έξω, έβγαινες ας πούμε, είχε περιθώρια. Εκεί, στο Μεταγωγών Πειραιώς είδα τότε, το ‘49, μία μεταγωγή που είχα κάνει από αυτές ότι πιάστηκε η ΕΠΟΝ στη Θεσσαλονίκη. Και τότε λέω: «Τώρα έχεις μια καταδίκη, αν σε περάσει και δεύτερη από εκεί, πας σε θάνατο σίγουρα, 1000%». Λέω: «Τώρα θα με βουτήξουν» και λοιπά. Δεν μίλησε κανείς, ούτε καν με ανέφεραν εμένα και τελείωσε, δηλαδή ήταν στα υψηλά κλιμάκια και δεν ήταν από χαμηλά, γιατί πολλοί από κάτω δεν άντεξαν, μιλούσανε: «Πες τα εκείνα, πες τα εκείνα» και λοιπά, λέγανε κάποιοι.
Δηλαδή, όταν σας είχαν πιάσει για τις χειροβομβίδες, δεν είχανε μάθει ότι ήσασταν στην ΕΠΟΝ;
Το ξέραν ότι είμαστε στην ΕΠΟΝ... Όχι, τότε; Όχι, ούτε για αστεία! Ούτε για αστεία δεν το είχαν... έτσι; Αν έλεγα ότι είμαι και στην ΕΠΟΝ τώρα... ζητώ και καήκαμε! Έτσι;
Αυτή η κοπέλα που της είχατε πάει τις χειροβομβίδες;
Αυτή δεν ήτανε, καμιά σχέση δεν είχε. Τώρα, κοίταξε, αυτό μιλάμε ‘46-’47 γίνεται αυτή η ιστορία.
Ναι.
Μας πιάσαν το ‘48, έτσι; Εγώ το ‘48 είμαι στην ΕΠΟΝ και τότε δεν ήμουνα στην ΕΠΟΝ, ήμουνα στο Κομμουνιστικό Κόμμα ήμουνα τότε, ας πούμε, όταν έγιναν εκείνα εκεί τα πράγματα. Λοιπόν, στην ΕΠΟΝ που είμαι τώρα —είμαι στην παράνομη ΕΠΟΝ πια, εδώ που είναι παράνομη και δουλεύει—, στην ΕΠΟΝ υπήρχε τότε και ένας άλλος, ο Βαρθολομαίος —πώς λεγότανε;— γραμματέας του ΕΑΜ, ο οποίος ήτανε θρασύτατος. Στο αμάξι του αστυνομικού διευθυντή είχε βάλει τις προκη[03:10:00]ρύξεις του ΕΑΜ, του Δημοκρατικού Στρατού, δεν ξέρω ποιο ήταν τότε, ας πούμε, και όπως έφευγε το αμάξι, αμόλαγε προκηρύξεις. Όταν τον πιάσανε, όμως, έκατσε και τ' αμόλησε όλα. Λοιπόν, τον γνώρισα εγώ στις φυλακές των νέων φυλακών. Μου λέει ο Μέντζος τότε... ο Μέντζος ήταν γραμματέας του ΕΑΜ, αυτός δεν ήταν γραμματέας; Ναι, γενικός ήτανε, επικεφαλής και αυτουνού δηλαδή. Ή γραμματέας του κόμματος ή γραμματέας του ΕΑΜ ήταν ο Μέντζος. Και μου λέει: «Ρε συ —λέει— πιάσ’ τον αυτόν και πες του να αναιρέσει αυτά που έχει πει τουλάχιστον». Τον έπιασα, «Ναι, ναι, ναι». μόλις έβλεπε ασφάλεια αυτός, παρέλυε ο Βαρθολομαίος. κάπως έτσι... όχι Βαρθολομαίο δεν τον λέγανε, κάπως έτσι, ένα τέτοιο όνομα είχε περίπου. Λοιπόν και τον αθώωσαν εκείνον, δεν τον δικάσανε, ενώ άλλους τους δικάσανε σε θάνατο από τις οργανώσεις εκείνες. Και ήταν και οι Λαϊκοί Εκδικητές, απ' τις οργανώσεις που πέρασαν μέσα εκεί. Εκεί γνώρισα αρκετά παιδιά, ήταν όλοι νέοι αυτοί και ήτανε και ήτανε και ο Χρόνης ο Μίσσιος, τον ήξερες, τον έχεις ακουστά τον Χρόνη τον Μίσσιο;
Ναι.
Ναι. Ο Χρόνης ο Μίσσιος ήτανε καμιά δεκαεφτά χρονών τότε, ήταν ο Φάνης, παρέα ήταν αυτοί οι δυο τους. Ήταν ο Γιάννης ο Δρουσιώτης επικεφαλής τους τον οποίον τον είχαν κάνει πενικιλίνη. Ο Δρουσιώτης ήτανε φοιτητής της Γεωπονικής, Κύπριος. Και τον είχαν κάνει... το μαρτύριο της πενικιλίνης ήταν σου τύλιγαν χέρια και πόδια, με σχοινί, σ’ τα δένανε με σπάγκο, ξέρω ‘γω πώς έγινε, και μετά από ένα διάστημα άρχιζες και γινόσουνα... έχανες τις αισθήσεις σου, έχανες τα πάντα και μπορούσες να μιλήσεις, να κάνεις. Και άντεξε ο Γιάννης, πολύ είχε αντέξει τότε, ήταν παλικάρι, πολύ γερό παιδί. Δικάστηκε σε θάνατο, αλλά δεν τον εκτέλεσαν και εξαιτίας αυτού δεν εκτέλεσαν και τους άλλους που είχαν δικαστεί σε θάνατο, γιατί αυτός είχε αγγλική υπηκοότητα. Ήταν Κύπριος και δεν σήκωνε και σου λέει: «Να δικάσουμε τώρα τον αρχηγό, να αφήσουμε τον αρχηγό και να κρεμάσουμε τους άλλους;». Τους άλλους τους αφήσανε, ας πούμε, και δεν εκτελέστηκε κανείς από τους άλλους, τους Λαϊκούς Εκδικητές. Αυτή ήταν ομάδα νέων παιδιών οι οποίοι είχαν κάνει αρκετή δράση. Δράση, δηλαδή, σε τι πράγματα; Σε γραψίματα και σε αυτά, δεν είχανε άλλη, πολεμική δράση. Ο Γιάννης ο Δρουσιώτης, όμως, όταν έγινε το πραξικόπημα του Μακαρίου και λοιπά, βρέθηκε με την ΕΟΚΑ κάτω και με τον Σαμψών και με τους άλλους. Δηλαδή, ο Σαμψών ήταν αυτός ο οποίος έκανε το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου στην Αθήνα αυτή και βρέθηκε μ' εκείνους. Πώς βρέθηκε τώρα ο Γιάννης, τι έγινε από εκεί; Δεν ξέρω και γιατί έφτασε εκεί μέσα.
Ενότητα 13
Η φυλάκιση στο Καλάμι της Κρήτης, η μεταγωγή στο Επταπύργιο και οι φυλακές της Κέρκυρας
03:12:32 - 03:34:41
Μάλιστα. Και από εκεί;
Από εκεί μας βάλαν στο καράβι και πήγαμε στο Καλάμι της Κρήτης. Με το καράβι, λεγόταν «Καδιώ», στο αμπάρι μέσα. Πήγαμε μέχρι το Ηράκλειο μία χαρά. Από το Ηράκλειο, για να πας στα Χανιά μετά, είχε ένα κύμα περίεργο. Έτσι πήγαινε το αυτό, μας πήγαινε το καράβι έτσι. Άρχισαν να κάνουν εμετό όλοι μέσα στο αυτό. Λοιπόν, εγώ την έβγαζα καλά. Είχα ένα κουτί τόσο, με βιτάμ ήτανε, σαν βιτάμ, βιτάμ πρέπει να ήτανε, και έτρωγα αυτό. Σε μία στιγμή κάνει εμετό ένας από πάνω από την κουκέτα, που ήταν ξύλινες κουκέτες, κάνει μία μέσα στο αυτό. Κοιτάζω, ένα κομμάτι εμετό βγάζω εγώ. Εν τω μεταξύ, με είχε ψοφήσει ο ένας από δίπλα μου, να πηγαίνουμε στο αποχωρητήριο, να κάνει εμετό συνέχεια. Ψοφήσαμε, μας πάνε στο Καλάμι. Το Καλάμι είναι στα Χανιά απ' έξω. Είναι το Μούδρο, το λιμάνι των Χανίων, από το Μούδρο απ' έξω, παλιά φυλακή τουρκική. Ένα κτίριο, χαλάσματα γύρω γύρω, μας στήνουνε σ' έναν τοίχο, λέω: «Τι έγινε, θα μας εκτελέσουν τώρα; Τι κάνουν αυτοί εδώ;». Περνάμε μέσα και για να μπεις μέσα στο προαύλιο της φυλακής, κατεβαίνεις, περνάς μια πόρτα τόσο χαμηλή. Σκύβεις από κάτω, για να περάσεις μέσα. Αυτό ήταν τούρκικο, Ιτζεδίν λεγόταν η φυλακή αυτή, Ιτζεδίν, και είχανε αυτό το έθιμο, να περνάς μέσα, να σκύβεις, δηλαδή, όταν μπαίνεις μέσα εκεί. Και είναι μία πολύ μεγάλη φυλακή εκεί. Δεν ξέρω αν έχεις δει τις Μέρες του ’36 του Αγγελόπουλου, αν το είδες το έργο. Δεν το είδες. Τα πέτρινα χρόνια, δεν ξέρω αν τα είδες μετά, Τα Πέτρινα χρόνια; Oύτε. Εκεί γυρίστηκαν, οι φυλακές Τα πέτρινα χρόνια του Αγγελόπουλου και Τα πέτρινα χρόνια —ποιανού ήτανε μετά, που γυρίστηκαν εκεί πέρα μέσα— σε αυτές τις φυλακές. Λοιπόν, είναι ένα Γ, σχημάτιζε η φυλακή. Εδώ είχε δύο πατώματα, τρία, εδώ είχε δύο πατώματα, το ένα πάτωμα είναι θάλαμος και πάνω είναι η χωροφυλακή, ο πέμπτος θάλαμος λεγόταν αυτός. Σε αυτόν μας πηγαίνουν εμάς. Και εδώ ήτανε σαν εργαστήρια παλιά, ήταν εγκαταλειμμένα όλη αυτή η περιοχή εκεί. Πλατεία μεγάλη, μία ελιά στη μέση, η οποία ακόμη υπάρχει η ελιά αυτή. Έχω φωτογραφίες απ' το Καλάμι, μας αφήσανε το Πάσχα του ‘50 και φάγαμε έξω και έχω και φωτογραφίες, βγάλαμε και φωτογραφίες από κει πέρα μέσα. Θα σ’ τις δείξω και αυτές. Και εκεί πέρα μέσα αρχίζει, μπαίνουμε μέσα εμείς τώρα ξημερώματα, ανοίγει η πόρτα. Αυτοί ξέρανε, είναι μελλοθάνατοι όλοι σχεδόν οι κρατούμενοι. Τους είχαν φέρει από την Αίγινα αυτούς και σου λέει: «Για εκτέλεση ήρθανε». Και μας βλέπουν μέσα ένα τσούρμο κατσαπλιάδες, πιτσιρικάδες εμείς, «τάκα τάκα τάκα» μέσα εκεί, ησυχάσαν οι άνθρωποι. Στρωθήκαμε και μετά πήραμε και εμείς... Αυτοί είχανε ράντσα, όλοι, ατομικά δικά τους. Γράψαμε κι εμείς από το σπίτι, μας στείλανε ράντσα και είχαμε ράντσα, ας πούμε, και κοιμόμασταν σε ράντσα όλοι. Τις βαλίτσες μας, με τα πράγματά μας, με τα κιλίμια μας, με τα αυτά. Εγώ είχα μια βελέντζα, την οποία έσερνα παντού, και στην εξορία το είχα και λοιπά, πολύ με έσωσε η βελέντζα αυτή. Την έστρωνα από κάτω πάντα, είχα και από πάνω καμιά κουβέρτα και λοιπά και τελείωνε. Εκεί στο Καλάμι η ζωή ήτανε πιο στρωμένη, οργανωμένη, δηλαδή, πολύ οργανωμένη. Εμείς είχαμε θαλαμάρχη τον Μπέκιο τον Σπύρο, του οποίου ένα βιβλίο μου το 'φαγαν, όχι μου το 'φαγαν, το έδωσα και το έχασε ο Μαλαμίδης ο Μάνος. Δεν τον ξέρεις τον Μαλαμίδη. Είχε αρχείο και αυτός, ένα αρχείο ιστορίας και πέθανε πέρυσι από καρκίνο, έχει πεθάνει. Καθηγητής Φιλολογίας ήταν αυτός, συνταξιούχος και δούλευε πάρα πολύ στα... συλλέκτης. Ακόμη το μαγαζί του υπάρχει, αλλά είναι μέσα τα πράγματα όλα, ό,τι έχει συλλέξει, καταπληκτικά πράγματα, βιβλία, ό,τι, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Αλλά λόγω κληρονομιάς, μείναν εκεί πέρα και δεν ξέρω τι θα γίνει στο τέλος.
Νομίζω μου τον έχετε αναφέρει πάλι.
Ναι. Λοιπόν, και θαλαμάρχη είχαμε τον Μπέκιο εμείς, είχαμε… Ποιον άλλον έτσι; Μετά ήρθανε ο Αμπατιέλος. Ο Αμπατιέλος, μέλος του... πρόεδρος των ναυτεργατών, παρασημοφορημένος από την Αγγλία. Αυτός ήταν ναυτεργάτης και συνδικαλιστής. Οι Έλληνες στον πόλεμο αρνήθηκαν να μπουν στα καράβια στα πολεμικά, γιατί από την Αμερική μέχρι εδώ να ‘ρθεις, τους βούλιαζαν τα καράβια και ήτανε ζήτημα ζωής και θανάτου. Και πήγε ο Αμπατιέλος από την Αγγλία και ξεσήκωσε τους Έλληνες, τους πήρε, μπήκαν σε καράβια και όταν πήγε στην Αγγλία, τον παρασημοφόρησε η κυβέρνηση η αγγλική για ηρωισμό τον Αμπατιέλο, τον οποίο τον δίκασαν μετά σε θάνατο αυτοί μέσα, λοιπόν, εδώ. Αυτό έγινε, δηλαδή, στην κατοχή, τη γερμανική κατοχή. Μέσα στους αυτούς είχαμε και ναυαγό, ο οποίος είχε κάνει είκοσι μέρες ναυαγός από καράβι που του είχανε βουλιάξει, ναυτεργάτη. Είχαμε πολλούς ναυτεργάτες μέσα στον θάλαμο τον δικό μας, που ήμασταν εκεί, αλλά και σε άλλους θαλάμους είχε ναυτεργάτες. Ο ένας, ο γερο-Γκότση τον λέγαμε εμείς, ήταν με άσπρα μαλλιά, να ‘ταν πενηντάρης. Πάνω από τριάντα τους λέγαμε γέρους μέσα εμείς εκεί, ο οποίος είχε κάνει είκοσι μέρες, είχε κάνει στο Καλάμι. Λοιπόν, εκεί στο Καλάμι ήρθανε και μας κάνανε μια μέρα... ζητάνε, καλούν πέντε-έξι ονόματα, έξι ονόματα ή εφτά ή οχτώ, δεν ξέρω πόσοι ήτανε, για να τους εκτελέσουν. Βγήκανε αυτοί έξω απ' όλες τις ακτίνες, απ' τη δικιά μας δεν ξέρω αν βγήκε κάνεις ή αν ήταν από τις άλλες ακτίνες, από τους άλλους θαλάμους, και τραγουδήσανε και χορέψαν. Λοιπόν, το τραγούδι ήτανε —δεν ξέρω αν το έχεις ακούσει καμιά φορά—: «Απόψε θα πλαγιάσουμε, σε πράσινο χορτάρι, θα δώσει και θα πάρει το γλέντι μας παιδιά Εμπρός μη χάνουμε καιρό κι ας μπούμε αράδα αράδα Ελλάδα μας Ελλάδα αστέρι του ουρανού Ελλάδα μας, Ελλάδα δεν φεύγεις απ’ το νου Ας έρθει ο χάρος για να δει με τι κορμιά θα μπλέξει Ας έρθει να διαλέξει και ας μπει στη μαύρη γη». «Εμπρός μη χάνουμε καιρό, Ελλάδα, Ελλάδα» και λοιπά, ας πούμε. Έτσι, ακόμη το λέω αυτό το πράγμα και καταλαβαίνεις τι συγκίνηση είχαμε εμείς εκείνη την ώρα, όταν γινόταν αυτό το πράγμα. Να σε πάρουν για εκτέλεση και να τους βλέπεις να τραγουδάνε τους ανθρώπους αυτούς. Ήταν τρομερό. Κάναμε απεργία πείνης. Και ήρθε ο δεσπότης της Κρήτης και άλλοι και μας υποσχέθηκαν ότι δεν θα ξαναγίνει εκτέλεση στην Κρήτη μέσα και λοιπά. Το πετύχαμε αυτό το πράγμα, δηλαδή, και πραγματικά δεν έγινε εκτέλεση, αλλά ήτανε μία[03:20:00] συγκλονιστική στιγμή εκεί. Η ζωή μας μετά στο Καλάμι σχεδόν συνεχίστηκε με τούτο εδώ: προσπαθούσαμε να περάσουμε το αυτό. Βγαίνανε κάποιοι εκεί πέρα μέσα, ένας —ποιος τώρα ήτανε;— ένας δικηγόρος —δεν θυμάμαι— και άλλοι και κάνανε διάφορα αστεία νουμεράκια και λοιπά. Λέω: «Ρε παιδιά, βγείτε, ας πούμε, κάντε εσείς κάτι από εδώ πέρα μέσα. Τώρα εμείς είμαστε μεγάλοι, ας πούμε». Μεγάλοι, τριαντάρηδες, τριάντα πεντάρηδες ήταν οι περισσότεροι. Και αρχίσαμε, άρχισα εγώ να κάνουμε κάτι νούμερα του Σαρλό, θυμάμαι, πώς λεγόταν, ο κουρέας, αυτά, ξέρω ‘γω και λοιπά. Και αρχίσαμε σιγά-σιγά να στρώνουμε θεατράκι. Το θεατράκι που στήναμε εμείς μετά έγινε ένα θέατρο και το ‘49 ή το ‘50 παρουσιάσαμε σκηνή, μεγάλη σκηνή. Όλοι πια αυτοί είχαμε καθίσει και παίξαμε του Ψαθά ή Το στραβόξυλο ή το Εαυτούλη μου. Νομίζω ένα α'ό τα δύο παίξαμε εκεί στα αυτά. Και ήταν ο Μητσάκης. Έχεις ακούσει για τον Μητσάκη; Ο Μητσάκης είναι φιλόσοφος, ζει ακόμη, καθηγητής σε πανεπιστήμιο και δίδασκε Φιλοσοφία της φυσικής, των φυσικών επιστημών, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων νομίζω. Και ήταν και αυτός τότε φοιτητής, νεαρός φοιτητής εκεί πέρα μέσα ήτανε. Μετά είχε έρθει ο Αμπατιέλος, ήρθε μια σειρά στελέχη και ήρθε και ένας, ο Παπαδομιχελάκης ο Στέλιος, ο οποίος ήταν της κεντρικής επιτροπής του παλιού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο οποίος ήταν και στην παρέα τη δικιά μας. Δηλαδή, μέσα εμείς είχαμε παρέες και τρώγαμε και είχαμε κανονίσει να υπάρχουνε δέματα, λεφτά και επισκεπτήρια και υπήρχαν και άλλοι που δεν είχαν τίποτα. Κανονίζαμε να είναι όλοι μαζί, ενισχύαμε το φαγητό μας, δηλαδή, αυτό που μας είχαν, το συσσίτιο, ενισχύαμε το άλλο. Μαγείρους είχαμε κανονίσει να έχουμε δικούς μας στα μαγειρεία. Οπότε, τα φαγητά τα περιποιούνταν κάπως διαφορετικότερα, δηλαδή, και με αυτό τον τρόπο, δηλαδή, ουσιαστικά ζούσαμε σαν αυτό και ένα μέρος των χρημάτων, ας πούμε, υποτίθεται το δίναμε εκεί. Εγώ τα έδινα όλα τα χρήματα, ό,τι χρήματα είχα τα έδινα εκεί πέρα μέσα, δεν υπήρχε περίπτωση. Τα έδινα, για να καλύπτουμε όλες τις ανάγκες. Τώρα εγώ τι χρήματα να κάνω και τι; Ένα τσιγάρο που είχα, που κάπνιζα, τίποτα άλλο.
Πάλι ήτανε και ποινικοί και πολιτικοί στην Κρήτη.
Μόνο πολιτικοί κρατούμενοι.
Μόνο πολιτικοί;
Μόνο πολιτικοί κρατούμενοι ήμασταν εκεί. Οι ποινικοί ήταν σε άλλη ακτίνα μετά, σε άλλη περιοχή και εκεί μετά βάζανε αυτούς που κάνανε δήλωση, τους βάζανε από εκείνη τη μεριά, με τους ποινικούς μαζί.
Τσιγάρα στη φυλακή στην Κρήτη από πού παίρνατε;
Αγόραζες. Είχανε, είχανε, αγόραζες. Δηλαδή, τσιγάρα έβρισκες, ας πούμε, και άλλα πράγματα, έτσι. Εδώ, παραδείγματος χάρη, στο Επταπύργιο ήταν ένας Παντελής μπακάλης, στον οποίον στέλναν και αγόραζαν, τους τα πήγαινε πράγματα μέσα ο μπακάλης και είχε οικονομήσει λεφτά. Έγινε πάμπλουτος, είχε πάρει και λεωφορείο μετά δικό του και λοιπά ο Παντελής, ο μπακάλης απ' έξω. Γιατί είχε εφτακόσιους-οχτακόσιους πελάτες είχε μόνιμους που ψώνιζαν από εκεί πέρα μέσα: τσιγάρα, το ένα, το άλλο, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Γιατί δεν… Με το φαΐ ειδικά το Επταπύργιο ήταν δράμα, δεν... πολύ χάλια ήταν. Στην Κρήτη είχαμε πιο στρωμένο και το φαγητό και όλα ήταν διαφορετικά, τελείως διαφορετικά. Και μετά ξαφνικά, μία περίοδο βλέπω μια παρτίδα εκεί, μαζευόταν σε ένα μέρος και κουβέντιαζε. «Βρε αμάν τι γίνεται; Τι γίνεται;». Ρωτάμε τον ένα, φίλος μας ήταν: «Τι γίνεται;». Λέει: «Κάνουμε γαλλικά, μαθαίνουμε γαλλικά». Ήταν ένας αξιωματικός της αεροπορίας, κρατούμενος και αυτός, δικός μας και τους δίδασκε γαλλικά. Λέει: «Άμα τελειώσω, θα έρθω μέσα, να σας πάρω εγώ» μου λέει. Και μας περιλαβαίνει τρεις: εμένα, έναν Θεοδώρου και έναν Στολίδη, τους τρεις μαζί μας περιλαβαίνει αυτός, ο οποίος ήταν καθηγητής, φιλόλογος, που μας έκανε μάθημα. Και αρχίζουμε γαλλικά. Πω ρε τι ήταν εκείνο εκεί το πράγμα! Να μαθαίνουμε τρακόσιες λέξεις τη μέρα, τρομερό πράγμα! Διάβασμα! Και σαν βιβλία έχουμε ένα... Μετά την έκτη γυμνασίου έχουνε αυτοί ένα λύκειο, τι έχουνε οι Γάλλοι, courier, Πέμπτη, Τετάρτη και λοιπά. Πω ρε παιδί μου, κάτι πράγματα! Να έχεις τώρα βιβλία του Μολιέρου, οι κωμωδίες του Μολιέρου, να διαβάζεις, όχι το βιβλίο αυτό, τα βιβλία αυτά ήταν χωριστά. Στο βιβλίο ήταν ένα κομμάτι του Ντιντερό, ταυρομαχία, ένα τέτοιο κομμάτι και να βγάζεις τρακόσιες άγνωστες λέξεις, με όλα τα παράγωγα η λέξη, με όλα, κάθε λέξη με τα παράγωγά της. Και γραμματική. Γραμματική με θετικούς, αρνητικούς τύπους, με όλα, τα πάντα, όλες τις πτώσεις, όλα τα αυτά. Κάναμε ένα πράγμα, δηλαδή, μας βγήκε το λάδι. Όχι μας βγήκε, με ευχαρίστηση το κάναμε αυτό το πράγμα, το απορροφούσαμε. Χωρίς προφορά, χωρίς γαλλική προφορά. Λοιπόν και αρχίζαν μετά να έρχονται και βιβλία. Εμένα μου ήρθε το Larousse, το μικρό λεξικό το Larousse τότε εκεί πέρα μέσα, το οποίο ήταν υπέροχο, ας πούμε. Όχι, μου ήρθε στην Κέρκυρα το Larousse, δεν μου ήρθε εκεί, στην Κέρκυρα το χρειάστηκα. Και πηγαίναμε πάρα πολύ καλά. Εκεί που αρχίσαμε τις… Κάναμε μία γιορτή το Πάσχα, κάναμε το Πάσχα μια γιορτή. Θα σου δείξω και τις φωτογραφίες, που βγήκαμε όλοι φωτογραφία μέσα εκεί, έχουμε ένα Μακεδόνες χωριστά, έχουμε Σαλονικοί-Μακεδόνες χωριστά, έχουμε όλοι μαζί που τρώμε στο τραπέζι και οι διακόσιοι-τρακόσιοι, πόσοι ήμασταν εκεί πέρα μέσα. Αλλά μου έρχεται μια μεταγωγή και με φέρνουν στο Eπταπύργιο. Ο πατέρας μου έβαλε τα αυτά και λοιπά και ζήτησε να μεταφερθώ στο Eπταπύργιο. Κι εγώ μου κακοφάνηκε που ήρθα στο Eπταπύργιο, εδώ πέρα. Και ξαναγύρισα το καλοκαίρι του ‘50 στο Eπταπύργιο, εδώ.
Του ‘50.
Ε; Του ‘50.
Ωραία.
Το καλοκαίρι του ‘50 στο Eπταπύργιο. Λοιπόν, μου κακοφάνηκε, γιατί είχαμε άλλο τρόπο ζωής. Και έρχομαι εδώ στο Eπταπύργιο και βλέπω τώρα έναν άλλον τρόπο ζωής, τελείως διαφορετικό. Όπως σου είχα πει για τον Λογοθέτη, που είπε: «Βλέπετε αυτόν τον θάλαμο; Μένουν τριάντα άτομα και λοιπά, τριάντα έξι άτομα, μπορείτε να φανταστείτε;», μέναμε εκατόν είκοσι άτομα εμείς επάνω στο 7. Το ίδιο γινόταν και σε όλους τους θαλάμους δηλαδή, φουλ, φουλαρισμένα εντελώς. Τροφή; Μην συζητάς. Γινότανε της κλοπής, φαγητά που δεν τρωγόταν. Ψώνιζαν, υπήρχε ο Παντελής ή σου στέλναν απ' τα σπίτια. Είχαμε πάρα πολλούς Σλαβομακεδόνες κρατούμενους, οι οποίοι είχανε κάνει σκουφάκια, είχαν πλέξει και είχανε και γαλότσες αυτές. «Τάκα τάκα τάκα, άκουγες, ανέβαιναν εκείνα τα σκαλιά και τους άκουγες συνέχεια «τάκα τάκα τάκα» με τα σκαλιά. Τα κάναν, για να μην χαλάνε παπούτσια και να έχουνε... μέσα λέει φυλακή σου λέει είμαστε, με τις γαλότσες θα τη βγάζουμε. Λοιπόν, προσπαθώ να στρώσω... Α, περνάω από την… Στα εργαστήρια εκεί που μας βάζουν, μόλις μπήκαμε στη φυλακή, μας βάζουν στα εργαστήρια και έρχεται κόσμος να ρωτήσει. Εμείς τώρα είμαστε με μαλλιά, αλλιώς, διαφορετικά, γιατί αυτοί νομίζω ήταν κουρεμένοι, αν δεν κάνω λάθος, αν δεν κάνω λάθος, και με έναν αέρα. Εγώ είχα το αυτό με περιοδικά γαλλικά, τα οποία τα είχα περάσει στις φυλακές εκεί πέρα και τα είχα, ας πούμε, τα περιοδικά κανονικά. Λοιπόν, θυμάμαι ήταν ένα-δύο, ένα μικρό περιοδικό ήταν, έβγαινε τότε, το ‘χανε και στα αγγλικά έβγαινε και στα ελληνικά έβγαινε αυτό το περιοδικό, το βγάζαν οι Εγγλέζοι. Εκεί είχα διαβάσει, μέσα στα περιοδικά αυτά, το 1984 του Όργουελ, όχι όλο, αλλά περίληψη του έργου είχε μέσα. Δηλαδή, 1948 το έγραψε, το ανέστρεψε, το έκανε '84 και το ‘49 εγώ διάβασα στο περιοδικό το αυτό ή αρχές ‘50 αν ήτανε, είχα διαβάσει την αυτή του Όργουελ εκεί πέρα μέσα, στο βιβλίο αυτό. Βγαίνει ο φύλακας και, ήταν ένας από δω από τον Άγιο Παύλο αυτός, ο Μπαρμπαλιάς, λοιπόν, τα βγάζει αυτά: «Τι τα βγάζεις αυτά;» του λέω. Τώρα, εν τω μεταξύ οι άλλοι από το εργαστήριο, καινούργιοι ήρθανε και λοιπά... Ήταν τα εργαστήρια, οι ραφτάδες, οι κουρείς, ήταν οι μαραγκοί, τσαγκαράδες και λοιπά. «Τι γίνεται; [Δ.Α.]». Λέω: «Από εκεί ερχόμαστε, απ' το Καλάμι» ξέρω ‘γω και λοιπά, τα έβγαζε αυτός. Τα βάζω από εκεί. «Αυτά είναι —λέω— ελεγμένα, ήρθαν από φυλακές». «Μα!». «Τίποτα —λέω— δεν υπάρχει, βάλ’ τα εκεί». Ξαναβάλ’ τα εκεί, ξανά, είδα ότι... με άλλον αέρα. «Τι γίνεται ρε παιδιά, πώς πάτε εδώ πέρα —λέω—; Τι κάνετε;». Και κάτι, πώς ήρθε η κουβέντα, τους λέω: «Κοίταξε να δεις, κάνουν αντιδήλωση —λέω—. Αυτοί που κάναν αντιδήλωση, κάνουν αντιδήλωση». «Πώς γίνεται;» «Α, πας μέσα, λες: “Κάνω αντιδήλωση” και τελειώνει η υπόθεση —λέω—. Δεν υπάρχει... μπορεί να γίνει. Τι, θα σου κάνουν τίποτα; Δεν μπορούν να σου κάνουν τίποτα». Αυτοί τι είχαν κάνει τότε; Τους μελλοθάνατους... είχανε μαζέψει μελλοθάνατους οι οποίοι είχαν κάνει δηλώσεις, για να τους σώσουν τάχα τη ζωή. Δεν σώζανε, κανέναν δεν σώζανε, αλλά το ‘49 σταμάτησαν οι εκτελέσεις με απόφαση και του ΟΗΕ. Τότε σταμάτησε ο εμφύλιος, σταμάτησαν και οι εκτελέσεις. Οπότε, αυτοί, όμως, συνέχεια κάναν το ίδιο το βιολί, με τους μελλοθάνατους το τραβούσαν. Λέει: «Γίνεται;». «Πώς δεν γίνεται ρε παιδιά, θα κάνετε —λέω— αυτό το πράγμα, δεν υπάρχει». Και πηγαίνουν την άλλη μέρα, πάνε δοκιμαστικά καμιά δεκάρια και κάνουν δήλωση, αντιδήλωση. Την άλλη μέρα πάλι είκοσι. Την άλλη μέρα τριάντα. Γίνεται σειρά και εκεί που ήταν η φυλακή φουλ με αυτό, γυρίζει το τελείως αντίθετο. Δηλαδή, εγώ ήμουνα η σταγόνα που έπεσε πάνω, που ήταν έτοιμος αυτός ο κόσμος, και απλώς «τακ, τακ» ακούμπησε αυτή η σταγόνα και έγινε όλο αυτό το πράγμα. Και η φυλακή αλλάζει. Αλλάζει η φυλακή, παίρνουν έναν άλλον αέρα μέσα και λοιπά, παίρνουνε και οργανώνουνε και μία απεργία. «Παιδιά —τους λέω—, η απεργία...». Εμείς κάναμε μαθήματα απεργίας τώρα κάτω στο Καλάμι και ξέραμε, την απεργία την κάνεις μετρώντας διάφορες συνθήκες. Την κάνεις, για να πετύχεις καταρχήν, δεν την κάνεις απλώς μόνο για διαμαρτυρία, την κάνεις και για να πετύχει αυτό που θες να πετύχεις. Τι συνθήκες εξωτερικές υπάρχουν, τι εσωτερικές, τι το ένα, τι το άλλο. Και τους λέω: «Παιδιά, δεν είναι για απεργία τώρα, τι να κάνουμε;». Γιατί δεν είναι έτοιμο και το υλικό, το υλικό τώρα το έφερες από τη μια μέρα στην άλλη. Βάλθηκαν να κάνουν απεργία και πραγματικά αυτό έγινε. Έρχονται μια μέρα, μας μαζεύουνε εμάς τριάντα άτομα, μάς πάνε στο αναρρωτήριο και πάνε στους υπόλοιπους, τους λένε: «Τι θέλετε;». «Αυτό το πρόβλημα και αυτά και αυτά και αυτά». Βάλαμε όλα τα προβλήματα, τα οποία είχαμε, ζήτημα φαγητού, τι, τι, τι... και τι δεν ήτανε, πυκνότητας και λοιπά. «Θα τα λύσουμε». «Τάκα, τάκα», λύσαμε την απεργία αυτή. Εμείς ήμασταν στο αναρρωτήριο τώρα των φυλακών και συνεχίζουμε την απεργία πείνης. Έρχεται η ασφάλεια, μας κάνει ανακρίσεις. Α, μας βάζουν στα μπουντρούμια μέσα. Μας βάζουν στα μπουντρούμια και είμαστε μέσα ο Βαγγέλης ο Καραμιχάλης, είμαστε καμιά… Γεμίζουμε τα μπουντρ[03:30:00]ούμια όλοι τέσσερα-πέντε άτομα στο καθένα στα μπουντρούμια αυτά. Έχουμε μαζί μας και τον Βιτάλ, έναν Εβραίο γιατρό, ο οποίος ήτανε δικασμένος σε θάνατο αυτός, είχε δικαστεί, με την Κομμουνιστική Οργάνωση της Θεσσαλονίκης, φαντάρος όντας, ήταν φαντάρος και τους δικάσαν εκεί. Αλλά επειδή έγινε το Ισραήλ μετά και λοιπά, πήγε στο Ισραήλ, γλίτωσε μετά τη φυλακή. Έρχεται η ασφάλεια, μας κάνει ανακρίσεις, γιατί κάνουμε αυτό και λοιπά, ξέρω ‘γω. Λέει: «Γιατί κάνεις;», λέμε: «Τι κάνουμε;». «Υπάρχει αυτό το πράγμα, γίνεται αυτό στη φυλακή, γίνεται αυτό το όργιο», «Έτσι κι έτσι, για αυτό κάναμε εμείς». «Όχι, κάποιοι σας υποκινούν, υποκινείτε» ξέρω ‘γω. Μας πιάνουν, όπως είναι από εκεί, και μας στέλνουν κατευθείαν μεταγωγή. Αφού κάναμε εννιά μέρες απεργία πείνας, συνεχίζουμε, μας βάζουν σ' ένα τρένο και μας πάνε στο Μεταγωγών Πειραιώς. Εκεί συνεχίζουμε την απεργία και υπάρχουν εξόριστοι τώρα εκεί. Λένε: «Τι κάνετε τώρα απεργία; Tρελαθήκατε; Η απεργία τελείωσε, την κάνατε εκεί». Και μας φέρνουν ένα τέτοιο, ένα κεσέ μεγάλο γιαούρτι, που βάζουν τα γιαούρτια, δεν τα πρόλαβες αυτά, τα γιαούρτια σε κάτι τέτοια κεσέδες τα πουλούσαν, μας φέρνουν ένα τέτοιο με ρύζι. Παραγγέλνουνε, που λες, και έρχεται ένα ρύζι. «Να φάτε ρύζι —λένε— τώρα, να μην πάθετε καμία ζημιά μετά την απεργία». Και φάγαμε ρύζι, για να μην πάθεις εντερικά, μην πάθεις καμιά ζημιά στα έντερα. Το ρύζι είναι... μαλακώνει, βοηθάει στα έντερα. Λοιπόν, και μετά μας φορτώνουν σε ένα καράβι και μας πάνε στην Κέρκυρα. Λοιπόν, στην Κέρκυρα είμαστε σε... Πρέπει να ήτανε καλοκαιράκι τώρα, ίσως Αύγουστος να 'ταν, ήταν Ιούλιος, ήταν τώρα... δεν θυμάμαι τι. Όχι καλοκαίρι, πρέπει να ήταν Σεπτέμβριος, γιατί κάναμε την απεργία εμείς και λοιπά, μετά έγινε αυτό, αλλά ήτανε καλός καιρός, πολύ καλός καιρός. Εγώ το βγάζω, τις χειροπέδες, τις έβγαζα, τις έβαζα, ήμουνα δεμένος με τον θειό μου μαζί. Αυτόν που σου είχα πει, που είχα δει στη διαδήλωση τότε και λοιπά; Eίχε δικαστεί τότε με τη Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα και ήτανε είκοσι χρόνια, ξέρω ‘γω, πόσο δικασμένος κι αυτός. Για τον ύπνο, ας πούμε, πάρε τη χειροπέδα, κοιμήσου, κοιμάμαι εγώ. Περνούσαμε... Την άλλη μέρα, μαζεύτηκε ο κόσμος και έλεγε ο επικεφαλής της αστυνομίας: «Τους βλέπετε αυτούς —λέει—; Δεκατέσσερις μέρες απεργία πείνης έχουν κάνει». Το λέει με περηφάνια, δηλαδή, ο επικεφαλής της αστυνομίας. Μαζεύτηκε κόσμος κι εμείς... δώσ’ του και εμείς τραγούδι από εκεί κάτω, «Λουλούδια ο κόσμος επλημμύριζε, έλα και μύριζε» και λοιπά και θυμάμαι τραγουδούσαμε αυτά τα τραγούδια. Φτάσαμε στην Κέρκυρα και στην Κέρκυρα μετά αρχίζει άλλη ζωή. Μας μοιράζουν σε ακτίνες, όπως ήμασταν σε διάφορες ακτίνες, γιατί η Κέρκυρα είναι... έχει αυτό το σχήμα εδώ και κάθε γωνία είναι και από μία ακτίνα, από δυο ακτίνες: μία είναι από δω και μία από δω. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι εφτά, οχτώ, δέκα ακτίνες έχει η Κέρκυρα. Δηλαδή, σε πέντε μέρη είναι χωρισμένη και στο κέντρο είναι —της φυλακής, όπως είναι αυτό στρογγυλό ακριβώς— στο κέντρο είναι το αρχιφυλακείο, διευθυντής και λοιπά στο... Και γύρω-γύρω εδώ, από γύρω-γύρω υπάρχουν κάγκελα σε κάθε αυτό. Κάθε ακτίνα είχε το ένα μέρος εδώ και το ένα μέρος εδώ, ήταν η αυλή, που είχε την αυλή. Είχε κελιά μέσα η φυλακή και είχε ένα από κάτω για αέρα και ένα ψηλά για φως. Στην Κέρκυρα είχε προηγηθεί ένας αγώνας, πριν από κάνα χρόνο περίπου, όταν γίναν οι εκτελέσεις. Κράτησε είκοσι μέρες, απεργία πείνης είκοσι μέρες είχε κρατήσει και επικεφαλής ήταν ο Βύρων ο Καραμιχάλης, ο Βύρωνας, Καραμιχάλης λεγόταν, το επίθετό του, Καραβαγγέλης, Καραβαγγέλης, ο οποίος ήταν μαζί μας και στη... Τον είχαν στείλει πειθαρχική απ' την Κέρκυρα εκεί. Και αυτός είχε αναλάβει και αυτός έκανε τις διαπραγματεύσεις, όντας απεργός πείνας και λοιπά και λύθηκε η απεργία. Δεν θυμάμαι πώς λύθηκε τότε, είχε λυθεί με κάποιο συμβιβασμό τον οποίο έκανε η κυβέρνηση, για τις εκτελέσεις, δηλαδή, είχανε μπει. Λοιπόν, εγώ ήμουν τότε στη δεύτερη ακτίνα. Η πρώτη ήτανε σαν Μεταγωγών, θα λέγαμε, εκεί, δεν ξέρω τι ήταν εκεί, σαν πρώτο αυτό το είχανε. Ήμουνα στη δεύτερη ακτίνα και από εμάς πέρα ήταν το νοσοκομείο. Είχε κελιά, κάθε κελί... το βράδυ μάς τα κλείναν τα κελιά, ένας διάδρομος επάνω, ένας κάτω και κελιά. Εκεί είχε κάνει και ο Ζαχαριάδης κρατούμενος, στις φυλακές της Κέρκυρας ήτανε. Θεωρούνταν, ας πούμε, πιο σίγουρες και πιο... που δεν μπορούσες να δραπετεύσεις και πραγματικά δεν μπορούσες να δραπετεύσεις, γιατί είχε και έναν δεύτερο κύκλο. Αυτό απάνω, όπως ήτανε, είχε και έναν δεύτερο κύκλο από γύρω-γύρω με τοίχους, πιο ψηλά ακόμη από τα αυτά. Αυτά γίνονται το 1950.
Το ‘50 είστε στην Κέρκυρα.
Στην Κέρκυρα, ναι.
Ενότητα 14
Αναδρομή: Η σύλληψη της ΟΠΛΑ το 1947 και ο συμμαχικός βομβαρδισμός το 1943
03:34:41 - 03:45:32
Ναι, ξεχάσαμε κάτι για τις δίκες που γίνανε το 1947. Πιάστηκε η ΟΠΛΑ. Πιάσαν τον Σταυρόπουλο, ο οποίος Σταυρόπουλος είχε σκοτώσει τον Κουφίτσα, τον αρχηγό της ασφάλειας. Τον έπιασε η Γενική Ασφάλεια, εκεί που πιάσανε και εμάς μετά. Η Γενική Ασφάλεια ήταν για τους κλέφτες ουσιαστικά, αλλά έκανε και την άλλη δουλειά. Η Ειδική Ασφάλεια έδρευε στην οδό Κισσάβου, λεγόταν τότε, Σβώλου σήμερα. Η Ειδική Ασφάλεια, όμως, ήταν εδώ πέρα, στο Τρίτο Σώμα Στρατού από κάτω, από πίσω, λοιπόν, από δίπλα από το Τρίτο Σώμα Στρατού, εκεί που είναι η ΕΡΤ3, δηλαδή, πιο πέρα λιγάκι. Πιάστηκε τότε η οργάνωση της ΟΠΛΑ, πιάστηκε και η οργάνωση της Μαζικής Λαϊκής Αυτοάμυνας. Λοιπόν, στην οργάνωση της ΟΠΛΑ μ' αυτούς που πιάστηκαν ήταν αυτοί που πέταξαν τις χειροβομβίδες στους αεροπόρους τότε. Μέσα σε αυτούς ήτανε και ο Φαίδων, ο πρώτος μου καθοδηγητής με την ΕΠΟΝ, ο Φαίδων, ο οποίος τον είχαν κυνηγήσει, είχε πάει στο βουνό επί κατοχής και μετά ήτανε κανονικά εδώ στην πόλη και ήταν στην οργάνωση. Και μάλιστα, θέλαμε να μας βάλει εμείς στην ένωση, θέλαμε να μας βάλει στην ΟΠΛΑ και μας, αλλά δεν έτυχε να μας βάλει, δεν έτυχε δηλαδή. Ίσως επειδή βρεθήκαμε σε άλλη οργάνωση εμείς, δεν ξέρω πώς έγινε αυτό. Στη Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα ήταν τρία πρώτα μου ξαδέρφια, δύο πρώτα μου ξαδέρφια και ένας θειός μου. Λοιπόν, ο ένας ήταν πρώτος ξάδερφος της μητέρας μου, της αδερφής της μητέρας μου γιος, ο άλλος ήτανε αυτός ο Μανώλης, ο ξάδερφός μου, ο οποίος θέλαμε να φύγουμε μαζί στο βουνό, του πατέρα μου και ο τρίτος ήτανε πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, ο Πάτσας ο Ζήσης. Ο ένας ήταν ο Σιδεράκης, ο ξάδερφός μου, της μητέρας μου, και ο άλλος ήτανε Πούλιος Μανώλης του πατέρα μου, με αυτόν που θα φεύγαμε στο βουνό. Αυτόν τον Πούλιο τον είχα πει εγώ τότε, όταν ήρθε από κάτω, από κει: «Φεύγουμε για το βουνό, σταμάτα. Δεν έχεις καμία επαφή». Πηγαίνουν και τον πλησιάζουν κάποιοι απ’ τη γειτονιά —να πω το όνομα τώρα, δεν βαριέσαι, Βασίλης— ο Βασίλης, ας πούμε —να μην πω και το επίθετό του— και του λέει: «Να οργανωθείς». Και λέει αυτός: «Όχι, δεν οργανώνομαι», γιατί είχε εντολή να φύγει απάνω. Όταν πιάστηκε ο Βασίλης, στην ουσία ομολόγησε: «Ποιον, ποιον, ποιον και τον Πούλιο τον είπα να οργανωθεί και αρνήθηκε». Τον πάνε στην ασφάλεια, στο 1ο Αστυνομικό Τμήμα, τον ανακρίνουν τον Πούλιο κι ο Πούλιος λέει: «Όχι, δεν μου είπαν τέτοιο πράγμα ποτέ. Τίποτα, δεν ξέρω τίποτα, δεν είπα τίποτα, δεν ξέρω τίποτα». Κράτησε μια στάση τρομερή, δηλαδή, ο Πούλιος. Και τον δικάζουν στο δικαστήριο, προτείνει ο επίτροπος εις θάνατον. Τον πρότειναν να οργανωθεί, δεν οργανώθηκε. Προτείνει εις θάνατον και δικάστηκε ισόβια ευτυχώς.
Του Πούλιου του πρότειναν να οργανωθεί.
Του πρότειναν να οργανωθεί. Αυτή ήταν η κατηγορία και αυτός αρνήθηκε.
Η κατηγορία ήταν ότι του πρότειναν, δηλαδή, όχι ότι δέχτηκε;
Δεν δέχτηκε. Και είπε ότι δεν δέχτηκε. Αλλά τι; Είχε πλούσια δράση, γιατί στον στρατό αρνήθηκε να... με τον βασιλιά, ήταν στο βουνό, είχε κάνει και λοιπά, ήταν κομμουνιστής, άρα ρίχ' του. Λοιπόν, τον ξάδερφό μου, όμως, τον άλλον, τον Σιδεράκη, τον δίκασαν εις θάνατο. Εκείνος ήταν στην ΕΟΝ, νεολαία του Μεταξά. Ο μπαμπάς του ήταν ακροδεξιός, βασιλικός, τον καιρό εκείνο, φανατικός, και αυτός ήταν φανατικός της νεολαίας του Μεταξά, με εθνικά ζητήματα και λοιπά. Γίνεται... δίνει στο πανεπιστήμιο, γράφεται στο πανεπιστήμιο, έρχεται ο πόλεμος, η κατοχή. Αυτός είναι δεκαοχτώ-δεκαεννιά χρονών τώρα ακόμη, δεν πάει για φαντάρος, αλλά είναι με την ΕΟΝ και μαζεύουνε ρούχα τότε, μαζεύανε κάλτσες, ξέρω ‘γω, για τους φαντάρους. Δηλαδή, πέφτει με δύναμη σαν εθνικόφρονας μεγάλος ο αυτός. Αρχίζουν τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο, αρχίζει, ας πούμε, και αρχίζει η κατοχή και βλέπει. Κι εκεί οργανώνεται στην ΕΠΟΝ ο Τάκης. Ήτανε στο κατηχητικό, είχε γραφτεί στο κατηχητικό και το κατηχητικό τούς έκανε μια δουλειά. Αυτοί μόλις οι φοιτητές άρχισαν λιγάκι να τρώνε κάπως, άρχισαν να κάνουν και μερικές —τους κάναν και κατήχηση— και μερικές ερωτήσεις και δεν θυμόντανε και τους κόβανε και το φαγητό. Το λέει και ο Ιωάννου στο βιβλίο του αυτό μέσα. Λοιπόν, κόβανε το φαγητό, δεν έχει φαγητό. Αυτό, βέβαια, στην κατοχή, γιατί και μετά στην κατοχή γινόταν το ίδιο. Το συσσίτιο του κατηχητικού ήτανε γωνία Αγίας Σοφίας με... Πώς λέγεται ο δρόμος, που ήταν μία τράπεζα, μέχρι τελευταία ήταν μία τράπεζα; Στην... όπως κατεβαίνουμε απ’ την Εγνατία, μέχρι την Αγιά Σοφιά, στην πόρτα της Αγίας Σοφίας δηλαδή, απ’ την απάνω μεριά, στη γωνία ήταν η τράπεζα. Εκεί ήταν το κατηχητικό, λοιπόν, και επάνω ήταν τα γραφεία του κατηχητικού. Εκεί οργανώνεται και σηκώνεται και φεύγει στο βουνό. Στο βουνό πάει στη Σχολή Αξιωματικών στου Σαράφη, στο βουνό επάνω και βγαίνει ανθυπολοχαγός σε δυο μήνες, πόσο έγινε εκεί και λοιπά και ήτανε από τα παλικάρια. Όταν γύρισε μετά, ήταν οργανωμένος σε μεγάλο βαθμό και συλλαμβάνεται εκεί που τελείωσε το πανεπιστήμιο, είχε δώσει και τα πτυχιακά του. Έτοιμος, δηλαδή, για να γίνει δικηγόρος ήτανε κανονικά. Συλλαμβάνεται και δικ[03:40:00]άζεται εις θάνατον. Και μ' αυτούς μάλιστα έτυχε τούτο δω: επειδή ήταν να εκτελεστούν καμιά τριανταριά-σαράντα μαζεμένοι, τη χώρισαν στα δύο και τους μισούς τους αφήσανε, αυτούς, ενώ τους ξεσήκωσαν για εκτέλεση, δεν τους πήγανε και εμείς κατά κάποιον τρόπο χαρήκαμε. Και την άλλη μέρα τους εκτέλεσαν. Το δε βράδυ, πήγαν έξω απ' το σπίτι του, αυτός έμενε στην Καπετάν Άγρα. Ξέρεις πού είναι η Καπετάν Άγρα; Προς την Αγίου Δημητρίου, στην αρχή της Αγίου Δημητρίου, επάνω εκεί ένας δρόμος. Σε ένα σπίτι το οποίο είχε παράθυρα επάνω κόκκινα, πράσινα παραθυράκια, αυτά τα τζάμια, τζάμια ήτανε. Και το βράδυ κλαίγανε στο σπίτι και πήγαν απ' έξω και πυροβόλησαν οι βενίτες, ας πούμε, «ντανγκ, ντανγκ» και μέχρι τελευταία υπήρχαν και οι σφαίρες στο ταβάνι που είχανε πάει μέσα. Λοιπόν, αυτό είναι ένα κομμάτι. Εμείς κατά τη διάρκεια της δίκης, κάναμε προσπάθειες να βρούμε, να σώσουμε επαφές και λοιπά. Ήμουνα ήδη στην ΕΠΟΝ, είχα γυρίσει απ’ την εξορία του '47 και μιλάμε τώρα η δίκη γίνεται. Αρχίζει Νοέμβρη, Δεκέμβρη του '47 γίνονται αυτές οι δίκες. Και προσπαθούμε... Και εκτέλεσαν πάρα πολλά παιδιά τότε και πάρα πολλούς γνωστούς. Να σκεφτείς αυτούς, όταν πήγα ψάχνοντας τα αρχεία των εφημερίδων στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, όταν πήγα και άνοιξα τις σελίδες αυτές, θαρρείς και έφαγα ένα χτύπημα, ας πούμε, έτσι εδώ. Πετάχτηκα πίσω, τόσο πολύ δυνατά! Όλα τα γνωστά πρόσωπα, τα οποία είχαν εκτελεστεί. Από εδώ, απ' τη γειτονιά μας, από παντού αν θέλεις. Ήταν ένας, ο Τάκης ο Μπούκας, ο Τάκης Μπανούσης λεγότανε, Μπούκας το λέγαν το παρατσούκλι του, ήταν απ' αυτούς που είχαν χτυπήσει τότε τους ταγματασφαλίτες στον τεκέ μέσα. Ήταν ο Ησαΐαδης, ένας καθηγητής που είχαμε στο γυμνάσιο εμείς, Εμμανουηλίδης, ένα χρυσό παιδί, καθηγητής Μαθηματικών ήταν ή Φυσικής, δεν θυμάμαι. Νέος είχε έρθει στο γυμνάσιό μας και εκτελέστηκε και αυτός. Δηλαδή, ήτανε από μια περιοχή εδώ στο «Κουλέ καφέ» περίπου, Ταξιάρχη, «Κουλέ καφέ» και λοιπά. Ό,τι καλύτερο είχαμε στην περιοχή εκείνη πέρασαν με τη δίκη αυτή, εκτελέστηκαν πάρα πολλοί, τη δίκη της μαζικής αυτοάμυνας. Και μετά πιάστηκα εγώ σε συνέχεια, κατά τον Φεβρουάριο-Μάρτιο. Και μετά έχουμε τη συνέχεια, τις δικές μου, των φυλακών τα οποία έχω συζητήσει. Κάτι άλλο το οποίο ξέχασα. Πάμε πίσω, το '43. Έγινε ο μεγάλος βομβαρδισμός εδώ. Ήμουν άρρωστος με πυρετό, πάλι, ελονοσία και στις 5 ή στις 6, μάλλον 5 ήτανε, Δεκεμβρίου του 1943, το βράδυ χτυπάνε οι σειρήνες και γίνεται... έρχονται αεροπλάνα. Η Θεσσαλονίκη, βράδυ τώρα, γεμίζει με φώτα. Ρίχνανε αλεξίπτωτα —πώς το λένε;— ασετιλίνη, ασετιλίνες και φέγγουν οι ασετιλίνες και δείχνει όλη η Θεσσαλονίκη. Βγαίνουμε εμείς τώρα και βλέπουμε, στην πόρτα μας καθόμαστε στο σαλόνι, ανοιχτή η πόρτα βέβαια, και βλέπουμε όλη την πόλη τώρα να έχει γίνει γεμάτη με φώτα, να έχει γεμίσει απ' τον ουρανό φώτα. Κι αρχίζει ο βομβαρδισμός. Βομβαρδίζουν προς τον σταθμό και κάνουν ένα λάθος —λένε— προς τη Νεάπολη. Η Νεάπολη ήταν παράγκες συνέχεια, στο τέρμα Νεαπόλεως, που είναι, όλο παράγκες, παράγκες, παράγκες. Σαν τρένα τους φάνηκαν, τι τους φάνηκαν αυτοί, σαν... και βομβάρδισαν εκεί. Κράτησε αρκετή ώρα ο βομβαρδισμός αυτός, χτύπησαν πολλοί και γύρω απ' τον σταθμό τα σπίτια και λοιπά πάθανε ζημιά και άνθρωποι δικοί μας. Ο σταθμός... ήταν ο παλιός σταθμός εκεί, δεν ήταν ο καινούργιος. Την άλλη μέρα —γι' αυτό πρέπει να ήταν μάλλον παραμονή του Αγίου Νικολάου, πρέπει να ήταν, γιατί εγώ νόμιζα ότι ήταν 6 του μηνός— την άλλη μέρα ήταν του Αγίου Νικολάου, 6 του μηνός, και δεν είχαμε σχολείο, πρέπει να μην είχαμε σχολειό. Γιατί αντί να πάω σχολείο, θα πήγαινα, ας πούμε, στο γυμνάσιο, πήγαμε και είδαμε τους βομβαρδισμούς. Εγώ έγινα καλά, ας πούμε, πέρασε και ο πυρετός, πέρασαν όλα και είδαμε... γινόταν αρραβώνας στις Συκιές, σε μονώροφο με τσιμέντο, μπετόν επάνω, ας πούμε, ένα καφενείο, στο οποίο μάλιστα είχανε διώξει τον καφετζή, λένε: «Φύγε εσύ, εμείς μόνοι μας», γιατί έτσι γινόταν τα πάρτι τότε, αλλά γινόταν αρραβώνα. Και είδαμε, μας έδειξαν το πόδι της νύφης, από δω και κάτω με το παπούτσι μαζί κομμένο, ένα κομμάτι του ποδιού. Είχαν γίνει κομμάτια αυτοί, έπεσε βόμβα πάνω και τους έκανε λιώμα, όσοι ήταν στον αρραβώνα. Το κάναν και τραγούδι μετά γι' αυτό το... Είχανε κάνει και τραγούδι για τον αρραβώνα και λοιπά.
Ποιο τραγούδι;
Δεν θυμάμαι ακριβώς. «Και έπεσε σε μια αρραβώνα», κάπως έτσι έλεγε το τραγούδι, «Βόμβες πολλές —ξέρω 'γω— και έπεσαν σε μία αρραβώνα», κάτι τέτοιο. Λοιπόν, μετά πήγαμε στη Νεάπολη και είδαμε και εκεί κορμιά φουλ, κάτω στις παράγκες και λοιπά σκοτωμένοι νέοι άνθρωποι και λοιπά, πάρα πολλοί σκοτωμένοι. Ήτανε μία μέρα έτσι με συννεφιά και σαν... χωρίς να βρέχει, βέβαια, αλλά με συννεφιά ήταν η μέρα θυμάμαι εκείνη εκεί, πολύ έτσι έντονα. Αυτό το παραλείψαμε να το πούμε για το '43, γιατί και άλλα γεγονότα γίνανε τέτοια, τα οποία κατά κάποιον τρόπο τα ξεχάσαμε, ας πούμε. Θα σου δείξω και τις φωτογραφίες μετά, ίσως θα θυμηθούμε κάτι άλλο εκεί. Λοιπόν, πάμε στην Κέρκυρα τώρα.
Να ρωτήσω κάτι πριν την Κέρκυρα;
Ναι.
Μου το ‘πατε για τον Πούλιο, μου το ‘χατε πει και για άλλους. Ήταν στην ΕΟΝ, πήγε μετά, έγινε—
Όχι ο Πούλιος, ο Σιδεράκης.
Ο Σιδεράκης, λάθος.
Ναι.
Ότι πολλοί πήγαιναν απ' τη μία στην άλλη πολύ εύκολα.
Κοίταξε, η νεολαία εκείνη είχε ανεβάσει το εθνικό αυτό, «Η πατρίδα μας» και λοιπά, έτσι. Και όπως ήτανε αυτός ο κόσμος, αρχίζει ο πόλεμος, αρχίζει η Αλβανία, ενθουσιάζεται ο κόσμος, βλέπει ότι νικάμε, ότι πραγματικά είμαστε στη θέση αυτή και καταλαβαίνεις ότι θέλει να αντισταθεί. Βλέπει ξαφνικά να πλακώνει και η Γερμανία, για να μπορέσει να τα βγάλουν πέρα. Αποτέλεσμα ήτανε αυτός ο κόσμος να εξεγερθεί μέσα. Έβλεπε ότι ενώ ήμασταν νικητές, βρεθήκαμε νικημένοι και πήρανε μέρος πάρα πολλοί από αυτούς στην αντίσταση, πάρα πολλοί από αυτούς που πήγανε στην αντίσταση.
Και μου ‘χατε πει και το αντίθετο, ότι πολλοί από την Γκαρμπολά, από την ΕΠΟΝ, γίνανε μετά εθνικόφρονες.
Όχι, δεν γίνανε πολλοί απ' την Γκαρμπολά εθνικόφρονες, όχι. Απ' την Γκαρμπολά, κοίταξε, στη Μακρόνησο και λοιπά, σε διάφορα μέρη, σπάσανε κάποιοι. Κάποιοι αλλά όχι πολλοί. Α, να σου πω για τον Θύμιο, ναι. Στη δίκη αυτή —άσε θα γυρίσουμε εκεί στη δίκη, πίσω— στη δίκη αυτή πιάστηκε και ο Θύμιος Ιωαννίδης. Μένει στην πλατεία Καλλιθέας, έμενε. Ήτανε ακτιδικός του ΚΚΕ, δηλαδή θα λέγαμε, είναι οι κόβες και είναι οι ακτίδες παραπάνω και μετά είναι η επιτροπή πόλης σε ιεραρχία. Λοιπόν, αυτός ήταν ακτιδικός, στέλεχος μεγάλο, φανατικός σε τρομερό βαθμό. Έριχνε ξύλο, γιατί αν σε έβλεπε και διαφωνούσες καμιά φορά, όχι εσένα, αλλά αν έβλεπε έναν αντίπαλο και λοιπά, μέχρι ξύλο έπεφτε, τέτοιο πράγμα. Πιάνεται ο Θύμιος, που λες, τότε και προδίδει. Και προδίδει και προδίδει και προδίδει, σε βαθμό που τον βγάζαν βόλτα στην παραλία η ασφάλεια, μήπως δει κάνα γνωστό να τον πιάσει. Η αυτή είναι, όταν έμενα με κάναν τη σύνδεση με το με την οργάνωση τη στρατιωτική, είχε έρθει στο σπίτι μου ο Θύμιος κι ένας άλλος. Ο Θύμιος με ξέχασε. Ήταν ένα περιστατικό που έγινε μια φορά —κατάλαβες;— και δεν με έβγαλε εμένα στη φόρα. Θα είχα βγει ίσως από τότε, από εκείνη τη φορά εγώ. Δηλαδή, θα ‘βγαινε ότι με σύνδεσε, τίποτα άλλο δεν ήξερε και αυτός, δεν ήξερε τίποτα, απλώς ήταν να με δείξει σ' αυτόν, να με συνδέσει με αυτόν με τον οποίο έπρεπε να με συνδέσει. Μετά τον Θύμιο τον στείλανε... δεν τον φυλάκισαν, βέβαια, βγήκε, πήγε στην Κορέα, πολέμησε σαν αξιωματικός και τελευταία ήτανε σταθμάρχης σε κάτι ΚΤΕΛ έξω. Αυτό ήταν για το Θύμιο τον Ιωαννίδη. Υπάρχουν κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις ορισμένες ανθρώπων, οι οποίοι πολλοί λύγισαν, δεν αντέχανε, αλλά πολλοί πρόδωσαν, όμως, ορισμένοι πρόδωσαν κι εκεί βγήκανε οργανώσεις ολόκληρες. Κι αυτό δείχνει και την ανετοιμότητα που είχε το κίνημα, για να πάει. Δηλαδή εμένα, εγώ τώρα πήγα με χειροβομβίδες. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν με πιάναν. Δεν ξέρω τι θα γινότανε. Δεν είμαι βέβαιος να πω ότι: «Εγώ θα έκανα εκείνο, θα έκανα το άλλο». Δηλαδή, ένας ανέτοιμος κόσμος, για να πολεμήσει, βρέθηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Και είναι τρομερά δύσκολο. Βλέπω τώρα αυτό που γίνεται και στην Ουκρανία αυτή την περίοδο. Πάει ένας κόσμος να πάει να πολεμήσει για την πατρίδα και λοιπά και θα τους τσαλακώσουν άσχημα αυτούς, αν πολεμήσουνε. Δεν πιστεύω, γιατί αποφεύγουνε... Οι άλλοι αν θέλαν τώρα να παίρναν το Κίεβο, θα το είχανε πάρει, θα το κάνανε λιώμα και τελείωσε η υπόθεση. Δεν υπάρχει περίπτωση. Δεν θέλουν να το πάρουν το Κίεβο οι άλλοι, έτσι; Δεν είναι καλό κουμάσι κι ο Πούτιν, έτσι; Δεν είναι καλό κουμάσι ο Πούτιν, αλλά και οι άλλοι, ας πούμε, δεν ξέρω αν έχεις δει φωτογραφία με χιτλερική σημαία. Τους έχεις δει του Αζόφ; Τους έχεις δει τους αζοφίτες; Με χιτλερική σημαία και λοιπά, παραστρατιωτική, ενσωματωμένη στον στρατό οργάνωση, η οποία έσφαξε πάρα πολύ κόσμο, δηλαδή στις περιοχές αυτές έκανε ζημιά. Κάψανε σαράντα δύο άτομα τότε, όταν κάναν την ανατροπή του προέδρου της αυτής, κάψανε μια αποθήκη, στην οποία μέσα ήταν σαράντα δύο αυτοί και τους κάψανε όλους. Αυτοί ήτανε... προκαλούσαν, δηλαδή, σε βαθμό μεγάλο. Τέλος πάντων, δεν έχει... ήθελα να πω για την ανετοιμότητα την οποία είχε το κίνημα το δικό μας, για να φτάσει σε αγώνες αυτής της μορφής, να κάνεις τέτοιο αγώνα, μετωπικό δηλαδή, με έναν αντίπαλο, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο είχε πίσω του έναν με πείρα. Είχε τους Εγγλέζους, οι οποίοι ξέρανε τι ακριβώς θα σο[03:50:00]υ κάνουνε, γιατί τα είδανε στις Ινδίες, τα ξέρανε αυτοί από διάφορες χώρες, τις επαναστάσεις, και τα ξέραν πώς θα τα αντιμετωπίσουν. Λοιπόν, πάμε στην Κέρκυρα;
Πάμε στην Κέρκυρα.
Λοιπόν, στην Κέρκυρα καθίσαμε περίπου έναν χρόνο και κάτι εκεί. Από τις πρώτες δουλειές που κοιτάζαμε εκεί να κάνουμε ήτανε μαθήματα και ψυχαγωγία. Είχε μία... στην αυλή με βόλεϊ και παίζαμε βόλεϊ, εκεί δεν είχε για περισσότερο να κάνεις. Ψυχαγωγία κάναμε μ' έναν ιδιόμορφο τρόπο, ο καθένας απ' το κελί του και είχαμε ένα πρόγραμμα. Είχαμε έναν τραγουδιστή, μια καταπληκτική φωνή, μπάσος. Όταν τραγουδούσε αυτός, το νοσοκομείο απέναντι της Κέρκυρας, που ήταν εκεί, βγαίνανε στα αυτά, για να ακούσουν τη φωνή του. Επιδέξιος λεγόταν, απ' τον Βόλο. Ήτανε ράφτης αυτός και ήταν... Επιδέξιος ήταν το όνομά του, το επίθετο δεν θυμάμαι πώς λεγόταν [Δ.Α.] στα κάτω κελιά. Η Κέρκυρα είχε φυλακές δύο πατώματα κάθε ακτίνα, ακτίνα λεγόταν αυτή που είχαμε. Εγώ ήμουνα στο επάνω και κάτω και είχε, είπαμε, ένα παραθυράκι κάτω, απ’ την κάτω μεριά —όχι παράθυρο, ένα άνοιγμα—, για να μπαίνει αέρας και ένα άνοιγμα επάνω. Μετά από χρόνια, μετά τις χούντες και λοιπά, αυτά τα πράγματα τα κάνανε παράθυρα, μάλλον πριν απ’ τις χούντες ακόμη τα είχανε κάνει παράθυρα. Είχαν ανοίξει παράθυρα κανονικά, δηλαδή, εκεί πέρα. Εκεί τι άλλο μετά είχαμε ιδιαίτερο στην Κέρκυρα; Δεν είχαμε, απλώς είχαμε οργανώσει μια ζωή μέσα στην ακτίνα, αλλά δεν επικοινωνούσαμε εύκολα με τις άλλες ακτίνες. Ήτανε... η επικοινωνία δεν ήτανε να βγούμε όλοι μαζί, να βρεθούμε και λοιπά, ήσουν στην ακτίνα σου και λοιπά. Θυμάμαι μια φορά είχαμε πάει, μας επέτρεψαν και πήγαμε στην Θήτα ακτίνα. Εκεί ήτανε κρατούμενοι... τα στελέχη ας πούμε. Εκεί ήτανε και ο Κύρκος, κρατούμενος μια περίοδο. Τον Κύρκο τον γνώρισα. Πήγα να πάρω ένα βιβλίο τότε, μου είχε έρθει δέμα το Larousse το λεξικό και είχε επισκεπτήριο [Δ.Α.] άκουσα έλεγε ο Κύρκος. Εκεί τον άκουσα, μιλούσε πάρα πολύ ωραία σε αυτόν που του 'κανε επισκεπτήριο: «Εμείς κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε εδώ, έτσι; Δεν έχουμε το τι έκανε ο ένας και το τι δεν έκανε ο άλλος ή τι είπε ο ένας και τι είπε ο άλλος. Δεν μας ενδιαφέρει αυτό το πράγμα. Μας ενδιαφέρει για μας εδώ». Κάτι τέτοια έλεγε και τον γνώρισα. Εκεί είδα και τον Βιδενμάγερ, λοιπόν, αυτός ο οποίος μας έκανε τη μεταφορά, που του πήγαινα τους φαντάρους και τους έπαιρνε με το τρένο και τους πήγαινε για το βουνό, για το Πάικο. Όχι Πάικο. Πάικο λεγόταν; Όχι Πάικο δεν λεγόταν το βουνό, στη Βουλγαρία μωρέ. Να πάρει η ευχή! Πολύ μεγάλο βουνό, είναι στα σύνορα Δοϊράνης-Βουλγαρίας αυτό, πιάνει όλα τα βόρεια σύνορά μας. Τέλος πάντων, θα το θυμηθώ. Λοιπόν, ο Βιδενμάγερ ο Πρόδρομος τον είδα στο επισκεπτήριο. Του λέω: «Με θυμάσαι;» και λοιπά. «Όχι, όχι, όχι, δεν ξέρω τίποτα, δεν σε ξέρω». Αυτοί είχαν πιαστεί με την ομάδα των σιδηροδρομικών αργότερα, τους είχανε πιάσει. Είχε συλληφθεί μία οργάνωση σιδηροδρομικών και τους είχαν συλλάβει κι αυτούς. Μετά ήμασταν φίλοι αχώριστοι με τον Πρόδρομο, όταν απολυθήκαμε απ' τις φυλακές δηλαδή, γιατί αυτός ήτανε σε άλλη ακτίνα. Έμενε στην πέμπτη, μου φαίνεται, εγώ ήμουνα στη δεύτερη τότε, δεν επικοινωνούσα. Κάτι άλλο ιδιαίτερο στην Κέρκυρα μετά εκτός από το… Αρχίσαμε μαθήματα και εγώ άρχισα να κάνω... Ενώ στην Κρήτη κάναμε μαθήματα —δεν σου έχω πει αν κάναμε στο Καλάμι— κάναμε μαθήματα οι πάνω σε μας, εμείς στους παρακάτω. Εμείς κάναμε μαθήματα δημοτικού, θα λέγαμε. Εγώ έκανα Ελληνικά, Γεωγραφία και Ανθρωπογεωγραφία εγώ. Δηλαδή, Γεωγραφία με σύγκριση με τα προϊόντα, τα αυτά, κάτι τέτοια, ας πούμε, μία είδος Γεωγραφία, η οποία ήταν διαφορετική από αυτή τη συνηθισμένη που έκαναν στα σχόλια και αυτά. Και μετά κάναμε και εξετάσεις. Βέβαια! Ήταν ο θάλαμος, είχαμε τις βαλίτσες ο καθένας επάνω και μπήκαν τα θέματα, τα οποία γράφανε τις εξετάσεις. Αυτό έγινε... πρέπει να έγινε την άνοιξη του '50 περίπου αυτή η δουλειά.
Στο Καλάμι.
Στο Καλάμι. Και είχε πλάκα που είχαμε πάρα πολλούς στον θάλαμο απ' τα περίχωρα της Αθήνας, αρβανιτοχώρια και μιλάγανε αρβανίτικα [Δ.Α.] και λοιπά. Και ήταν ένας, δάσκαλος ήταν αυτός, επικεφαλής μας, είχαμε δυο δασκάλους επικεφαλής μας, ο ένας ο Παριανός, λεγόταν Παριανός, και τους έκανε παρατηρήσεις: «Μιλάτε μεταξύ σας» και λοιπά, ξέρω ‘γω. Ήταν ωραία η αυτή. Λοιπόν, με πιάσαν μία φορά τα παιδιά εκεί, τους έκανα μάθημα. Μου λένε: «Δάσκαλε βρωμάς». Με παίρνουνε, που λες, σηκωτό, με βάζουνε μέσα στο αυτό, στον καμπινέ, είχε μέσα μπάνιο ένα μέρος εκεί κι έναν τενεκέ νερό. «Αν δεν κάνεις μπάνιο, δεν βγαίνεις από δω» μου λέει. Εκεί ήμασταν χάλια ορισμένοι, δηλαδή εγώ τουλάχιστον ήμουν από τους πιο βρώμικος. που λέγανε. Δεν είχα και πολλές καλές σχέσεις με τα πλυσίματα, όπως και στη Μακρόνησο αργότερα. Λοιπόν, στην Κέρκυρα τώρα κάναμε το αυτό. Εγώ έκανα Μαθηματικά και άρχισα, γιατί ήμουνα για Μαθηματικά να πάω στο πανεπιστήμιο τότε που θα πήγαινα και που έδωσα εξετάσεις και άρχισα από απλά Μαθηματικά, από του δημοτικού, ας πούμε, και προχωρούσαμε στην Άλγεβρα, παραπάνω. Και εφάρμοσα ένα σύστημα, βγήκε μόνο του το σύστημα, ήταν και μεγάλοι βέβαια, το παρακάτω μάθημα να το βγάζουν αυτοί. Πάνω στη συζήτηση και στα δεδομένα προχωρούσαμε και βγάζαμε το παρακάτω μάθημα. Ήταν ένα πράγμα, δηλαδή, συμμετείχανε οι μαθητές στη δημιουργία του επόμενου μαθήματος και ήταν ένα σύστημα πάρα πολύ ωραίο. Δηλαδή, ένας από αυτούς, ας πούμε, ήτανε, ήρθε και εδώ στη Θεσσαλονίκη μετά, Βεκίδης Απόστολος λεγότανε, ο οποίος είχε γίνει μαθηματικός καλός. Δηλαδή, στην Άλγεβρα και σε αυτά τα πράγματα, τα πήγαινε θαυμάσια.
Εσείς το είχατε ακούσει αυτό κάπου το σύστημα ή σας βγήκε από μόνο σας;
Βγήκε μόνο του αυτό το πράγμα, αυτό το πράγμα βγήκε μόνο του. Και είναι τρομερά αποδοτικό, διότι όταν καταφέρεις τον μαθητή να τον κάνεις να συμμετέχει είναι μεγάλη υπόθεση. Είχαμε έναν καθηγητή εμείς στο γυμνάσιο, μάς είχε έρθει, Ξύδης λεγότανε και μιλούσε και χωριάτικα, ήτανε Στερεοελλαδίτης και ήταν χημικός. Και μας έκαμνε τη Χημεία, μας την έκανε διαφορετικά. Με έναν τρόπο που οι τελευταίοι μαθητές, οι τελευταίοι, τα «κούτσουρα» που λέγαμε, πήγαιναν εκεί πέρα και παρακολουθούσαν. Έκαμνε πειράματα και στη συζήτηση επάνω γινότανε αυτό, Δηλαδή, έναν τρόπο... Δεν με ενέπνευσε αυτό το πράγμα, αλλά ήταν ένα πράγμα που πραγματικά το είδα μετά και λειτούργησε πάρα πολύ καλά σ' αυτούς που ήτανε οι τελευταίοι, οι αδιάφοροι. Γιατί εμείς κάναμε Χημεία, Φυσική και λοιπά όπως, ξέρεις, στο γυμνάσιο από το βιβλίο. Τρεις σελίδες θεωρία και δυο σελίδες για... Πειράματα δεν κάναμε, ενώ στο εξωτερικό γενικά κάνουν το πείραμα και έχουν και τη θεωρία που βγαίνει από εκεί πέρα μέσα. Λοιπόν, τέλος πάντων, αυτά είναι. Κάναμε κάτι σκετσάκια μετά, στον διάδρομο καμιά φορά παίζαμε κάνα σκετσάκι θεατρικό, εκεί, πάνω στο αυτό, στην Κέρκυρα. Και μετά ξαφνικά μια μέρα μάς παίρνουν από την Κέρκυρα και μας λένε: «Μεταγωγή», «Πού;», «Για τη Γιούρα». Και μας πάνε στη Γιούρα.
Πριν πούμε για τη Γιούρα, να σας ρωτήσω. Εμένα μου είχε πει ο κύριος... ο εισαγγελέας που είχε κάνει την έρευνα για το-
Ναι, ο... για το Επταπύργιο.
Ναι. Ότι το Γεντί Κουλέ κι η Κέρκυρα ήτανε οι χειρότερες φυλακές. Εσείς περάσατε κι απ' τις δύο.
Άλλο πράγμα το Γεντί Κουλέ, τελείως διαφορετικό, άλλης μορφής χειρότερο ήταν. Κοίταξε, η Κέρκυρα ήτανε… Πιο απομονωμένος ήσουν στην Κέρκυρα, δηλαδή είχε κελιά, ενώ το Επταπύργιο είχε θαλάμους. Δηλαδή, μέσα σε ένα θάλαμο ήσανε, εκατόν είκοσι ήμασταν εμείς τότε, ήταν τριάντα, που λένε αυτοί, τριάντα-σαράντα, ξέρω ‘γω πόσο ήταν αργότερα. Λοιπόν, υπήρχε μία επαφή με τον κόσμο. Στο κελί, αν ήσουνα μόνος ή αν ήσουνα δύο, εξαρτάται ή αν ήσουν τρεις ή τέσσερις, που συνήθως δεν ήταν τρεις ή τέσσερις. Το κελί, όπως έκλεινε, ήταν ένα δωμάτιο στενό, λίγο στενότερο από δω, τόσο πρέπει να ‘τανε αυτό, ψηλό μέσα και είχε μία πόρτα. Στην πόρτα ήτανε ένα ημισέληνο το οποίο το βράδυ το κλείναν. Δηλαδή, από εκεί έμπαινε αέρας και είχε ένα φως επάνω το οποίο και το βράδυ αυτό έσβηνε, ένα φωτάκι δηλαδή, έσβηνε αυτό. Το φως ήταν αναμμένο όλη μέρα, δηλαδή, εκείνο εκεί. Αλλά αυτό ήταν στα κελιά. Δηλαδή, εκεί που ήσουν τιμωρία ή που ήταν οι μελλοθάνατοι, εκεί που πηγαίνανε. Αυτά είναι τα κελιά του Επταπυργίου, τα οποία είναι ακόμα μέσα. Δεν ξέρω αν τα έχεις πάει και τα έχεις δει. Είναι, όπως μπαίνεις μέσα, αριστερά κάτω εκεί, στα κελιά.
Λοιπόν, μας φορτώνουν, μας στέλνουν στην Κέρκυρα. Ταξιδεύουμε πάλι με την «Καδιώ», την «Καδιώ» που μας είχε πάει στην Κρήτη, το καράβι, δηλαδή, που ήταν... που είχαμε πάει τότε στο Καλάμι της Κρήτης. Με το ίδιο καράβι πάμε για τη Γιούρα τώρα.
Από την Κέρκυρα ή περνάτε απ' το Μεταγωγών;
Όχι. Απ' την Κέρκυρα μας πήγαν με καράβι στον Πειραιά, Μεταγωγών Πειραιώς και απ' το Μεταγωγών Πειραιώς, ναι, απ' το Μεταγωγών Πειραιώς πήγαμε με την «Καδιώ» στη Γιούρα. Είχε μία τρικυμία, να πηγαίνει το καράβι έτσι, να κάνουν όλοι εμετό κι εγώ με τον Κοέν, με τον Βιτάλ να είμαστε και να τραγουδάμε όρθιοι. Ούτε τρικυμία, ούτε τίποτα μ' έπιασε, ούτε αυτό, ήμασταν μία χαρά. Αλλά είχα φάει ψωμί κι ελιά, είχα φάει ψωμί κι ελιά, ας πούμε, και το ίδιο και ο Βιτάλ. Μας πάνε στη Γιούρα και εκεί μας χωρίζουν σε ομάδες. Πρώτο όρμο, δεύτερο όρμο, τρίτο όρμο. Είχε τέσσερι[04:00:00]ς όρμους η Γιούρα. Τέταρτος ήταν εργατικός, είχε σταματήσει τότε, το '50, αυτός κι εμείς πήγαμε στον δεύτερο όρμο. Ο Βιτάλ πήγε στον πρώτο. Στον πρώτο στέλνανε τα στελέχη, ας πούμε, γιατρός ήταν αυτός και λοιπά. Και στον πρώτο πηγαίνανε γενικότερα, πηγαίναν και οι ποινικοί, οι περισσότεροι ήταν στον πρώτο όρμο και ήταν και ο μεγαλύτερος όρμος στη Γιούρα. Εκεί καθόμαστε ένα διάστημα. Μόλις πήγα εκεί, η φήμη μου έφτασε, γιατί ασχολούμουν με το θέατρο και μ' αυτά. Λοιπόν, γίνεται μια επιθεώρηση εκεί, τυπική επιθεώρηση. Παίξαμε μία επιθεώρηση σε αντίσκηνο μέσα και ήρθε το επιτελείο των ηθοποιών απ’ το μεγάλο θέατρο και με είδε και μένα. Μου λέει κατευθείαν: «Θα παίξουμε». Και παίξαμε τον Ποπολάρο του Ξενόπουλου, το έχεις υπόψη σου το έργο; Το οποίο το έχει παίξει δεν ξέρω ποιος ηθοποιός τώρα, δεν θυμάμαι το όνομά του, ένας μάπας, ας πούμε, τέλος πάντων. Και με βάζουν να παίξω τον ρόλο του Ποπολάρου εγώ. Αυτό γίνεται τώρα Νοέμβριο με Δεκέμβριο του '50. Με τα μούτρα εγώ εκεί. Στη σκηνή που μένω είναι σκηνάρχης και δήμαρχος είναι ο ξάδερφός μου ο Μανώλης που είχε δικαστεί σε ισόβια. Δήμαρχος θα πει είναι υπεύθυνος καθαριότητας, μεγάλη υπόθεση, πάρα πολύ μεγάλη. Στη Γιούρα είχανε κάνει τούτο δω το πράγμα: τα αντίσκηνα και λοιπά τα έπαιρνε ο αέρας, δεν έμενε τίποτα, τα έσκιζε ο αέρας. Και εμείς όταν ήμασταν εκεί, είχε γίνει ένα αυτό και είχε σκίσει μία από τις μεγάλες σκηνές, την είχε κόψει στη μέση ο αέρας, να έτσι. Φέρανε μικρότερες σκηνές, στις οποίες μέναν περίπου καμιά δεκαριά άτομα, πέντε και πέντε δέκα. Τις χτίσανε γύρω-γύρω, ενώ είχανε μπαμπού στις σκηνές αυτές όλες, ήταν απ' την έρημο, ας πούμε, από κάτω. Βάζανε μπαμπού, σε μας βάζανε ξύλα, καυσόξυλα, τα είχανε φτιάξει τα παιδιά εκεί και χτίζανε έναν τοίχο τόσο ψηλό, έμπαινες μέσα σε… κτισμένο, μέσα πέρναγες με διάδρομο. Η σκηνή απ' έξω και με τα μπαμπού αυτά, δεμένα με τα ξύλα αυτά, όχι τα μπαμπού, με τα ξύλα, τα καυσόξυλα τα γερά, κοντά τέτοιες αυτές, είχανε φτιάξει γύρω-γύρω όλες τις σκηνές και άντεχαν. Τις είχανε κτίσει, δηλαδή, μέσα και για το αυτό. Και πάνω όπως ήταν αριστερά και δεξιά και με τον διάδρομο στο κέντρο, αριστερά έστρωναν τα στρώματά τους που είχανε ορισμένοι, γιατί όλοι κουβαλούσαμε μαζί μας αυτά και δεν μας έφερναν και τίποτα, το ίδιο και η άλλη πλευρά από κει. Εγώ είχα... δεν έτρωγα φασόλια. Στην Κέρκυρα είχα κάνει εξετάσεις και είχα αμοιβάδες και με είχαν βάλει στη δίαιτα. Δίαιτα θα πει ότι κάθε Κυριακή κρέας και κάθε μέρα γάλα, ενώ οι άλλοι 'παιρναν τσάι. Το γάλα αυτό το παίρναμε και το κάναμε όπως ήταν ζεστό, γλυκό και γιαούρτι, εγώ. Το κάναμε, ρίχναμε το γιαούρτι μέσα και το κάναμε γιαούρτι όλο το γάλα μέσα και τρώγαμε όλοι μαζί όπως ήμασταν, τρεις μαζί ήμασταν στον θάλαμο και οι τρεις μαζί τρώγαμε το γιαουρτάκι μας και λοιπά, εντάξει. Φασόλι δεν έβαζα στο στόμα μου καθόλου, δεν μου άρεσαν τα φασόλια. Και πάμε στη Γιούρα και να τρώμε μεσημέρι φασόλια, βράδυ φασόλια. Κλεινόταν το νησί, δεν είχαν, άδειαζαν οι αποθήκες, ό,τι είχε έτρωγες. Εκεί άρχισα να τρώω φασόλια πια. Λοιπόν, εν τέλει γίνονται οι πρόβες για το θέατρο, προχωράμε, είχε ηθοποιούς και απ' το Κρατικό Θέατρο τότε, ένα-δύο ηθοποιούς, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Αλλά ήτανε ένας ο οποίος έπαιζε πάρα πολύ ωραία, Λυριτζής, του Λυριτζή... Αν έβλεπες ΣΚΑΪ —στο ΣΚΑΪ ήταν, σε ποιο σταθμό ήτανε;— μαζί με τον Οικονόμου —ήταν στο MEGA, μου φαίνεται, μαζί εκεί—, ο Λυριτζής και ο Οικονόμου. Ο Λυριτζής ήταν φοιτητής εδώ και τον γνώρισα και μου είπε ότι ήταν θειός του ο Λυριτζής εκείνος στο θέατρο εκεί πέρα μέσα. Έπαιζαν πάρα πολύ ωραία, δηλαδή είχα δει κάτι, ένα-δύο έργα δικά τους. Είχα δει την Κυρά της θάλασσας του Ίψεν τότε και δεν θυμάμαι πάλι, άλλο. Είχανε παίξει προηγουμένως, δηλαδή, στη μεγάλη σκηνή, η οποία ήτανε δυο-τρεις χιλιάδες ακροατήριο, όλος ο όρμος ήταν ακροατήριο μέσα. Και εκεί παίξαμε και το αυτό. Εν τω μεταξύ, τι γίνεται; 14 Δεκεμβρίου σε εμάς γίνεται η δίκη, αναθεώρηση της δίκης μας εδώ σε τακτικό δικαστήριο και μου 'ρχεται το διάβημα ότι αθωωθήκαμε.
Ως ΕΠΟΝ;
Στο δικαστήριο που δικάστηκα. Με την οργάνωση αυτή, την κομμουνιστική οργάνωση στρατού και λοιπά, για αυτή την οποία δικάστηκα. Αθωωθήκαμε όλοι. Θεωρήθηκε δεδικασμένο για τυπικούς λόγους, δηλαδή, και μας αθώωσαν. Και τώρα έρχεται 14 Δεκεμβρίου, έρχεται για τη δίκη, έρχεται το τηλεγράφημα μετά από μέρες και πρέπει να φύγω. Εγώ είναι να παίξω τώρα, 25 Δεκεμβρίου θα παίζαμε το έργο. Ω ρε αγωνία τώρα! Μην τυχόν και μου έρθει και φύγω νωρίτερα! Εν τέλει τα κατάφερα ευτυχώς, λέω: «Τα κατάφερα» και ήρθαν αργότερα. Και παίζω το έργο από εκεί πέρα μέσα, τώρα πώς το έπαιξα και πώς δεν έπαιξα, δεν μπορώ να κρίνω τον εαυτό μου, έτσι; Γιατί εκείνο που μας ενδιέφερε βασικά ήταν να λέμε τα λόγια, αλλά δεν ήταν να πεις τα λόγια, έπρεπε να κάνεις και αυτό, είχαμε σκηνοθέτη, είχαμε αυτό. Τώρα τι ακριβώς έκανα, δεν θυμάμαι σ' αυτό το έργο. Αλλά ήτανε, έτσι ας πούμε, κορύφωμα τώρα να παίξεις σε δύο χιλιάδες ακροατήριο και να παίξεις θέατρο χωρίς μικρόφωνα, χωρίς τέτοια βέβαια, έτσι; Σε συνέχεια βάζουν ένα άλλο να παίξουν, μια κωμωδία και λοιπά εκεί, στην οποία ήθελα να παίξω εγώ. Μου λέει: «Θα φύγεις, πού θα πας; Εμείς τώρα, θα το αφήσεις στη μέση» και πραγματικά 2 Ιανουαρίου ήρθε η αυτή και φεύγουμε, 2 Ιανουρίου. Και πηγαίνουμε σε καράβι και πάμε στη Ραφήνα. Λάδι η θάλασσα και ενώ πηγαίνοντας με τρικυμία στη Γιούρα πήγαμε μία χαρά, εκεί στην αυτή μου έρχεται να κάνω εμετό. Ζαλίστηκα στο λάδι. Κι εκεί βγαίνω στην Αθήνα. Μας παίρνουνε και πάμε στον Πειραιά, στον Πειραιά, στα Βούρλα. Τα Βούρλα παλιά ήτανε μπουρδέλα αυτό και το είχανε κάνει φυλακή. Εκείνη η περιοχή ήταν κλεισμένα κατά κάποιον τρόπο και έγινε και η δραπέτευση μετά το '54 των Βούρλων, αν έχεις ακουστά για τη δραπέτευση. Δεν έχεις ακουστά. Λοιπόν, μας πάνε στα Βούρλα, για να πάρουμε αυτά. Μας πάνε στο... Όχι, στο τμήμα Μεταγωγών. Εκεί έρχεται ένας κύριος και μου λέει: «Μυρώνης, Μυρώνης». «Εγώ είμαι» λέω. Λέει: «Είμαι θείος σου». Της μητριάς μου ο αδερφός, τον αδερφό του πεθερού του, ο οποίος ήταν ΕΠΕΚ τότε, του Πλαστήρα το κόμμα. Λοιπόν, ήταν στην κυβέρνηση ο Πλαστήρας, είχανε πάρει τα πάνω —αριστεροί ήταν αυτοί δηλαδή—, αλλά είχανε πάει εκεί πέρα στην ΕΠΕΚ. Λοιπόν, «Έρχομαι κι εγώ —λέει— μαζί σου». Πάμε στα Βούρλα, για να πάρω απολυτήριο κανονικά από φυλακή. Παίρνω απολυτήριο, με πάνε στην ασφάλεια. Αυτός εκεί, κολλητός ο Φώτης. Λοιπόν, μπαίνω μέσα στην ασφάλεια, μου κάνει μια ανάκριση τώρα ένας, ο Κουβάς, ο οποίος αργότερα ήτανε και με τη χούντα αυτός ο Κουβάς, ακουστός. Λέει: «Είσαι εκείνο και λοιπά, είσαι αυτό, θα γράψω» λέει, κάτι με ρώτησε δεν θυμάμαι τι. Α! Μας είχανε κάνει πρόταση στη Μακρόνησο... Όχι, όχι, μετά έγινε η Μακρόνησος. Κάτι μου ‘πε εκεί πέρα, δεν θυμάμαι, μου λέει: «Θα γράψω επικίνδυνος κομμουνιστής». «Γράψε ό,τι θες —του λέω—, δεν με νοιάζει, ό,τι θες γράψε» του λέω εκεί. Εν τω μεταξύ είχε ένα [Δ.Α.], μπαίνει και κλείνει την πόρτα έτσι, να μην ακούγεται. Βγαίνω από εκεί πέρα, πάμε στα Βούρλα, παίρνω το απολυτήριο. Κάπου εκεί έγινε, δεν θυμάμαι τώρα το μπέρδεμα πώς ακριβώς έγινε, με την ασφάλεια και λοιπά. Με βγάλαν απ' την Αθήνα γιατί; Aν ερχόμουν στη Θεσσαλονίκη, κατευθείαν από εδώ τους στέλνανε, κατευθείαν εξορία στον Άη Στράτη. Απολύονταν απ' τη φυλακή και πήγαιναν εξορία στον Άη Στράτη. Με έβγαλαν απ' την Αθήνα, οπότε δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα. Βγαίνω από εκεί, με κρατάει τώρα, γνωρίζω και τον αδερφό της —δεν τον ήξερα εγώ— τον αδερφό της μητριάς μου, με τη γυναίκα του, τα παιδιά του και λοιπά και με περιποιήθηκαν οι άνθρωποι πάρα πολύ. Και πήρα το τρένο μετά από κάνα δυο μέρες, έκατσα δυο-τρεις μέρες στην Αθήνα, πόσο έκατσα εκεί, πήρα το τρένο και ήρθα εδώ στη Θεσσαλονίκη. Χαρές, ας πούμε, και λοιπά στο σπίτι. Αυτά γίνονται τον Ιανουάριο τώρα του '52 πια. 2 Ιανουαρίου βγήκα από τις φυλακές, κατά τις 15-20 ήμουν εδώ.
Ενότητα 17
Η θητεία στη Μακρόνησο, η επιστροφή στη Θεσσαλονίκη και η ενασχόληση με το εμπόριο
04:08:20 - 04:53:17
Δηλαδή, λείπατε από το σπίτι πόσο καιρό;
Έλειψα από το '48, του '52, η παρτίδα αυτή. Σε λίγο καιρό μου λένε: «Να τακτοποιήσεις τα χαρτιά σου τώρα για τον στρατό». Μου 'ρχεται χαρτί για τον στρατό και τον Ιούνιο πάμε για φαντάροι. Είμαστε καμιά δεκαριά, δέκα-δώδεκα από δω, δεκαπέντε, από την Καπουτζήδα, από δω μέσα. Είναι και ο θείος μου αυτός, ο Πάτσας που ήμασταν μαζί και στην Κέρκυρα μ' αυτόν. Στο ίδιο κελί μέναμε στην Κέρκυρα. Ο θειός μου, ένα παιδί από εδώ, Εκμεκτσίογλου, ένας Ποντικάκης ήτανε, αρκετοί από δω πάνω και πάμε κατευθείαν για την Κόρινθο. Λοιπόν, μας βάζουν σε ένα βαγόνι —μέσω του στρατού πηγαίναμε— σ' ένα βαγόνι που έμπαινες μέσα άσπρος κι έβγαινες μαύρος και... Βαγόνια, δηλαδή, φορτηγά. Δεν είχαν τίποτα μέσα άλλο, καθόσουνα κάτω, στο αυτό. Πάμε στην Αθήνα, από εκεί το Μεταγωγών μάς φορτώνουν στο τρένο για την Κόρινθο. Δεν ξέρω αν έχεις πάει, είναι ένα τρένο στο οποίο μπορείς να κατέβεις και με τα πόδια να περπατήσεις, πήγαινες δηλαδή, ανέβαινες και πάνω, ξέρω ‘γω. Έτσι γινόταν η μεταφορά ως εκεί. Πάμε στην Κόρινθο, μείναμε μια μέρα εκεί. Το μεσημέρι φτάσαμε και τα λοιπά και την άλλη μέρα το πρωί περνάμε απ' την Κόρινθο. Μας περνάνε εκεί, μας ξεντύνουνε τελείως και αλλάζαμε και ρούχα και περνάμε απ’[04:10:00] τους γιατρούς. Περνάμε απ' τους γιατρούς, μου λέει: «Δεν ντρέπεσαι;». Λέω: «Τι να ντραπώ;» λέω, εγώ νόμιζα επειδή ήμασταν τέτοιοι. Λέει: «Που έκανες φυλακή». «Γιατί να ντραπώ εγώ; Να ντραπούν αυτοί που με βάλαν» λέω. Ερώτηση, «παπ» πάει, κάτι τέτοιες έριχνα καμιά φορά. Εντάξει, μπαίνω εκεί. Σε δύο μέρες κατευθείαν Μακρόνησο. Ενώ οι άλλοι κάνανε δεκαπέντε μέρες, είκοσι μέρες, κάναν και γυμνάσια εκεί στην Κόρινθο. Εμείς τίποτα, ούτε όπλο ήταν να πάρεις ούτε τίποτα, κατευθείαν σε δυο μέρες μας φορτώνουνε. Λέει: «ΒΕΤΟ» λέει και λοιπά. Λέγανε ορισμένα παιδιά δεν ξέρανε τι είναι. Λέω: «Βιτάμ ρε παιδιά, δεν λέει ΒΕΤΟ, βιτάμ λέει. Κάτι τέτοια λέει τώρα το χαρτί. Μεταφερόμαστε στο βιτάμ, για το βιτάμ —λέω— θα είναι. Έτσι». Πάμε στο ΒΕΤΟ και μας κατεβάζουν στο 2ο Τάγμα, 2ο Ειδικό Τάγμα Οπλιτών, έτσι λεγόταν το 2ο Τάγμα. Το Α είναι ΑΕΤΟ και το ΓΕΤΟ ήταν το Ειδικό Τάγμα Οπλιτών, ΓΕΤΟ, ΑΕΤΟ, ΒΕΤΟ και δίπλα ήταν οι φύλακες, ΣΦΟΥΜ, Στρατιωτικές Φυλακές Μακρονήσου. Λοιπόν, μας κατεβάζουν από το... πάμε στο Λαύριο με φορτηγά αυτοκίνητα, μας πάνε στο... κατεβαίνουμε στο τάγμα, μας βάζουν σε κάτι... είχανε θαλαμίσκους, είχανε κάνει, μικρούς, λαμαρίνα επάνω και καμιά εικοσαριά φαντάροι, μια διμοιρία ίσως να ήταν μέσα δεκατέσσερα ή και λιγότερη μπορεί να ήταν. Δεν θυμάμαι. Τη μία μέρα μας πάνε εκεί, την άλλη μέρα μας ανεβάζουν πάνω και περνάμε απ' το 2ο Γραφείο. Περνάμε απ' το 2ο Γραφείο, με ρωτάει ο αυτός εδώ... Τώρα εμείς από εδώ προτού φύγω, πέρασα εγώ από την ΕΔΑ και μου λένε: «Το κορόιδο, πρόσεξε μην κάνεις αυτή, πας στρατοδικείο. Θα φυλάγεσαι όσο μπορείς, να μην πας άσκοπα». Εντάξει. Λοιπόν, μας κάνουν να γράψουνε... Α όχι, στον στρατό γράψαμε, στον στρατό το γράψαμε, εκεί, για τον εμφύλιο πόλεμο και λοιπά: «Δεν ξέρω, ήμουν φυλακή». Τελείωσε. Ενώ εγώ ήμουν μέλος του εμφυλίου πολέμου. «Δεν ξέρω ήμουν φυλακή. Δεν ξέρω». Πάμε εδώ πέρα, ήταν ένας Μητρόπουλος του Α2, ανθυπολοχαγός, έφεδρος. Λοιπόν, ανάκριση: «Τι έκανες εκεί, τι γίνεται;». «Δεν ξέρω». «Τι είσαι;». «Άνθρωπος, έτσι, στρατιώτης», ξέρω ‘γω, το ένα, το άλλο. Ήταν μ' έναν άλλον, συζήταγε δίπλα. «Τους βλέπεις —λέει—; Δεν απαντάνε, δηλαδή δεν ξέρουν ν' απαντήσουν, δεν ξέρουν τίποτα» και λοιπά. Εγώ το κορόιδο, είπε, είπε, είπε αρκετά αυτός, εντάξει, έφυγα. Όλοι περάσαμε από εκεί. Το βράδυ έρχονται και μας παίρνουνε ξανά στο διοικητήριο. Εκεί ήτανε χτισμένα αυτά τα σπιτάκια κάτω, είχε ένα άγαλμα —τι άγαλμα είχε τώρα, λιοντάρι είχε, ξέρω ‘γω, είχαν ένα λιοντάρι, κάτι είχαν εκεί δεν θυμάμαι, στην είσοδο του τάγματος— και ψηλά ήταν μία βίλα μεγάλη. Εκεί έμενε ο διοικητής. Λοιπόν, μας πάνε σ' ένα μέρος εκεί, έφευγαν ένας-ένας, λέω: «Τώρα εδώ θα πέσει το πατατράκ». Και δεν ξαναερχότανε, όποιος έφευγε, δεν ξαναερχόταν πίσω. Εν τέλει, έρχεται η σειρά μου, μπαίνω μέσα σε μία αίθουσα μεγάλη και ήταν γύρω-γύρω όλο αξιωματικοί και εγώ στη μέση. «Παρουσιάσου!». «Στρατιώτης τάδε». «Σκατά!» μου λέει ο διοικητής. Ο διοικητής λεγόταν Τασόπουλος Δημήτριος ή Μίμης. Θα σου πω μετά για αυτόν, έχει κι άλλη ιστορία. Λοιπόν και μου αρχίζουν ερωτήσεις, διάφορες ερωτήσεις. Μου λένε μία ερώτηση, εκεί που έγινε το πατατράκ το μεγάλο: «Τι είσαι εκεί;», «Στρατιώτης». «Τι είσαι εκεί;», λέω: «Στρατιώτης είμαι». «Δεν μου λες, η Βόρειος Ήπειρος είναι ελληνική;». Λέω: «Να κάνω κι εγώ μια ερώτηση», λέω. «Όχι, όχι», λέω: «Ναι». «Η Κύπρος είναι ελληνική;». «Χαχαχα» αυτοί. «Έχεις πάθει —λέει— αυτό μικρός —πώς το λένε— εγκεφαλικό;» λέει, ξέρω ‘γω, πώς το λένε το... Λέει: «Να σε ρωτήσω —λέει—, γιατί;». «Στην Κύπρο έγινε δημοψήφισμα;», «Ναι». «Ωραία, έγινε δημοψήφισμα ελληνικό. Άμα γίνει κι εκεί δημοψήφισμα, θα πούμε». Λέει: «Θα πολεμήσεις;» λέει. «Βεβαίως —λέω—, είτε από Ανατολή είτε από Δύση —λέω— θα πολεμήσω». «Κοκκίνισε ο τόπος —λέει—, πάρ' τε τον από δω!». Με κατεβάζουν κάτω, είχαμε πάρει κι όπλο εμείς, μας δώσαν το όπλο, το παραδίδουμε εκεί. Φεύγουμε και τραβάμε ψηλά τώρα στην… Και άλλοι μαζί ήτανε, δεν θυμάμαι πόσοι άλλοι ήταν μαζί εκεί και τραβάμε ψηλά, ήταν εκεί το σύρμα που λένε. Ένας τοίχος, ένα φως απ' έξω, μας κάναν έρευνα, πήραν τα πιρούνια, ξέρω ‘γω, κάτι πήραν, δεν θυμάμαι, τα πιρούνια τα παίρναν, νομίζω, από κει. Μπαίνω μέσα απ' τον τοίχο εκεί, είχε όλο αντίσκηνα. Περιμέναν οι άλλοι από κει μέσα. «Ρε Μίλτο!» ξέρω ‘γω, ο άλλος... ήτανε κρατούμενοι που ήμασταν μαζί στις φυλακές.
Στην Κέρκυρα; Πού;
Στη... διάφορες φυλακές, λοιπόν, ένα-δύο παιδιά γνωστά από κει. Μου λέει ένας: «Εδώ θα 'ρθεις, μαζί μου» και λοιπά. Πηγαίνω με έναν σε ένα... αντίσκηνα και έμενε ανά ένας ή ανά δύο, ανάλογα ας πούμε. Ήτανε καμιά ογδοντάρια αυτοί, μπήκαμε κι εμείς καμιά δεκαπενταριά-είκοσι, πόσοι ήμασταν, γίναμε καμιά εκατοστάρια μ' αυτούς εκεί πέρα μέσα. Μας βγάζανε, κάναμε αφανές το πρωί, μαζεύαμε αφανές, χόρτα ειδικά που τα χρησιμοποιούν —ξέρω ‘γω πού τα χρησιμοποιούσαν αυτοί— στους φούρνους και λοιπά, μπορεί στον φούρνο να καίγονταν. Σαν τσαλιά, ας πούμε, σαν αυτά ήτανε. Έρχεται μια μέρα, μας κάνουν... γίνεται ένα επεισόδιο. Μας βάζουν κάτω, αυτός του 2ου Γραφείου τώρα, ο Μητρόπουλος, και δεν ξέρω, μας κάνανε... Όπως κατεβήκαμε, ήμασταν από τον ύπνο, μας σήκωσαν έτσι με τα σώβρακα και λοιπά, κατεβήκαμε στη χαράδρα εκεί μέσα. Η χαράδρα ήτανε ίσιωμα, ας πούμε, αλλά χαμηλά έπεφτε και οι σκηνές ήταν έτσι, επάνω ερχόταν. Μας κάναν διάφορα εκεί, ξέρω ‘γω. Τίποτα, δεν δώσαμε σημασία και μετά λέει: «Θα πείτε...». Α! «Να προσκυνήσετε —λέει— στον [Δ.Α.] Θεό». Λέει ένας από εκεί πέρα, λέει: «Στον Βούδα;». Στον Μάο Τσε Τούνγκ ήθελε να πει ο άλλος, γιατί είχε γίνει... το '49 είχε πέσει η Κίνα και από εκεί είμαστε '52 τώρα. Λοιπόν, πάμε να φύγουμε, λένε: «Πέσ' τε καληνύχτα, για να φεύγετε». Προχωράνε μερικοί, λένε καληνύχτα. Λέει ένας: «Δεν λέω καληνύχτα». Λέει ο άλλος: «Δεν λέω καληνύχτα», «Δεν λέω καληνύχτα». «Τι λέτε ρε —λέω—, θα δώσουμε μάχη για την καληνύχτα;» λέω. Μπαίνω εγώ: «Καληνύχτα!» λέω. [Δ.Α.] όλοι και αρχίζουν και περνάνε όλοι μετά: «Καληνύχτα». Αυτοί, σου λέει, εδώ άμα τους κάνουμε ένα ζόρι, θα σπάσουν όλοι με την καληνύχτα. Μετά μαθαίνει, έρχεται ένας στρατηγός εκεί, μας βλέπει, λέει: «Πότε βγήκες απ' τη φυλακή εσύ; Βγήκατε από τη φυλακή —λέει— και τους ξαναβάλατε πάλι φυλακή; Κάτω —λέει—, μέσα!» και μας κατεβάζουν με τον στρατό μέσα. Λοιπόν, κατεβαίνουμε κι εμείς με τον στρατό, με όπλα τώρα πια αυτή τη φορά, όπως ήμασταν, σε θαλάμους μέσα και αρχίζουμε και κάνουμε γυμνάσια. Εμείς ήμασταν, μόνο εμείς, καμιά δεκαπενταριά. Ήμασταν δεκαπέντε-είκοσι, πόσοι ήμασταν, μια διμοιρία.
Πού κάνατε τη θητεία σας.
Η οποία... ναι, τη θητεία μας, οι οποίοι κάναμε και γυμνάσια. Γυμνάσια τι ήτανε; Μπρος-πίσω, «Κάν' τε αυτά, αυτά». Δεν είχε να πυροβολείς, να κάνεις. Σε μια στιγμή με πιάνει από κάτω. Έβγαζα αίμα, όχι μόνο ευκοίλια, αίμα. Και άλλοι το πάθανε αυτό. Είχε χαλάσει μια δεξαμενή, ήταν σκουριασμένη και είχαμε πιει νερό από εκεί, γιατί νερό πίναμε από δεξαμενές. Δεν έφερνε το καράβι. Όπως και στη Γιούρα, από δεξαμενές ήταν το νερό που παίρνανε. Λοιπόν, πάνε στο νοσοκομείο κάποιοι. Εγώ δεν πάω στο νοσοκομείο, από ένστικτο. Κάτω είχε καψιμί. Καψιμί ήτανε σαν σούπερ μάρκετ, ας πούμε, και είχε σταφύλια και όλα ήταν σε πολύ χαμηλές τιμές. Και ήθελα σταφύλια. Δεν μπορούσα να φάω τίποτα κι έτρωγα σταφύλια μόνο. Πήρα σταφύλια κι έτρωγα σταφύλια. Και καθάρισε από μέσα, από αίμα που έβγαζε, καθάρισε και καθάρισε καλά. Πήγα στο νοσοκομείο, να δω τους άλλους που τους είχανε βάλει στο νοσοκομείο, οι άλλοι με τα χάπια. Οι γιατροί ήταν κρατούμενοι και αυτοί, νέοι, ας πούμε, και αυτοί, αλλά είχανε κάνει δήλωση, ας πούμε, τα παιδιά. Λέω: «Κι εγώ —λέω— είχα. Έτσι και έτσι». «Σταφύλι —λέει—, έφαγες σταφύλια —λέει—; Με αυτό είναι... κάνουν ευκοίλια». «Ναι, αλλά έγινα καλά —λέω— από εκεί». Και πραγματικά μου πέρασε αυτό, άρχισα έτρωγα εγώ κανονικά. Καθίσαμε μια περίοδο, οπότε έρχεται μία άλλη ΕΣΣΟ, έρχεται μια παρτίδα ακόμη μεγάλη. Ανάμεσά τους ήταν και ο Γιάννης ο Βούλτεψης. Την έχεις τη Βούλτεψη; Ο πατέρας της. Ο Γιάννης, ένας σπουδαίος άνθρωπος ήτανε τότε. Λοιπόν, μας ξαναπαίρνουν, μας βάζουν σ' ένα κελί εκεί, επάνω σ' ένα —όχι σ' ένα κελί— σ' ένα αντίσκηνο και δεν ξέρω γιατί, μας πήγαν εκεί πέρα μία φορά και μετά μας κατέβασαν πάλι κάτω. Τον Γιάννη τον κάναν ιδιαίτερα καψόνι, επειδή ήταν δημοσιογράφος και τον κάναν ιδιαίτερο καψόνι, του κάναν και εικονική εκτέλεση, μου φαίνεται. Νομίζω του κάναν και κάτι τέτοιο. Τον βάλαν, «Έλα ρε δημοσιογράφε, να καθαρίσεις τα αποχωρητήρια» και τον βάλανε να καθαρίσει αποχωρητήρια, ξεφτίλα δηλαδή. Και πηγαίνουμε πάλι ξανά και γινόμαστε τώρα ακόμη περισσότεροι, γιατί ήρθε κι άλλη παρτίδα, μας κόλλησε εκεί κάτω στο αυτό. Μέσα στο είναι... γνωριζόμαστε με τα παιδιά όλα εκεί πέρα μέσα, είναι... πολλοί έχουν τελειώσει πανεπιστήμιο, διάφορες σχολές, ας πούμε, και λοιπά και απλοί, ας πούμε, δεν είχαν... και του δημοτικού και γυμνασίου και όλοι. Σε μια περίοδο, έρχεται ο Οκτώβρης και θα έρθει μια καινούργια ΕΣΣΟ. Πέφτει η κυβέρνηση και πάνε για εκλογές. Έχουμε έφοδο. Έρχεται ένας στρατηγός, ο Πεζόπουλος, ο οποίος μας καλεί και πάμε όλοι μαζί στο διοικητήριο. Όχι μας καλεί, μας κουβαλάνε στο διοικητήριο έναν-έναν. Λοιπόν, ήταν ένας χοντρός έτσι, κατακόκκινος απ' την τσατίλα του. Ήμασταν εμείς τ[04:20:00]ώρα καμία εκατό είκοσι άτομα είμαστε όλοι εκεί. Βρίσκει ένα χωριανό, δύο χωριανούς του. Αυτός ήταν από τη Στερεά Ελλάδα, απ' τη Λαμία, από κει κάπου, από ένα χωριό από εκεί πέρα έξω. Λοιπόν, ο ένας ήταν δικηγόρος, είχε τελειώσει δικηγόρος, ο Μπρακατσούλας. Αργότερα έγινε νομάρχης με το ΠΑΣΟΚ και τώρα ακόμη ζει ο Μπρακατσούλας. Λοιπόν και λέει, μας βγάζει έναν λόγο, άρχισε να μιλάει για Καιάδα και τέτοια. Κατάλαβα τώρα τι θα μας πει αυτός εδώ, θα μας πει για τους... που τους πέταγαν στον Καιάδα. Και λέει: «Κάθε κομμουνιστής είναι καλός, όταν είναι ένα μέτρο κάτω απ’ τη γη». Αφού είπε πολλά, πολλά, πολλά, λέει: «Αυτόν εδώ, τον έναν —τον μπαρμπα- Κώτσο τον λέγαμε εμείς, ήταν καμιά τριανταριά χρονών, μπαρμπα-Κώτσο τον λέγαμε, χωριανό του— θα του δώσετε δυο μέρες περιθώριο να σκεφτεί. Αυτόν —λέει— στη γη από κάτω —λέει—, να μην ζήσει ούτε ώρα —λέει—, να πεθάνει!» για τον Μπρακατσούλα. Βγαίνουμε έξω και βγαίνει κι ο διοικητής τώρα. Μας έχει, βράδυ-βράδυ πια είναι και λέει: «Τ’ ακούσατε ρε πούστηδες; —έτσι, μ' αυτή τη φράση— θα σας γαμήσω!» λέει. Αδαμαντοκόλλητα τα είχε, ήτανε στρατηγός αυτός για, λοιπόν, ο Πετσόπουλος, στρατηγός. Και πραγματικά, αρχίζει από την άλλη μέρα το ξύλο. Έρχονται εκεί και μας δέρνουν το βράδυ, μας κατεβάζουν το βράδυ, στον ύπνο, όπως κοιμόμασταν, «χραπ», κατευθείαν κάτω. «Όπως είστε, με τα σώβρακα», «πατ, πατ», ξύλο, όλους μαζί. Τον Μπρακατσούλα, όμως, κι έναν άλλον ο οποίος είχε ‘ρθει, Γιαννίκος τότε λεγόταν, τους κάνανε μαύρους στο ξύλο. Ήταν η 28η ΕΣΣΟ που είχε έρθει τότε μ' αυτούς, 27η ΕΣΣΟ. Εμείς ήμασταν 26η, η επόμενη από εμάς ήταν. Και είχε φέρει πολύ κόσμο από τις φυλακές. Ξέραν ότι θα γίνουμε διακόσιοι-τριακόσιοι, τάγμα θα γινόμασταν, αν ερχόταν αυτός ο κόσμος. Και τι κάνουν τώρα; Δέρνουν εμάς και φέρνουν κι αυτούς επάνω. Και τους βλέπεις, ας πούμε, τώρα αραδιασμένους να σπάζουνε και να λέει: «Είμαι ο τάδε και λοιπά». Λέει: «Φτου σας, πες: "Φτου σας, φτου σας"» και λοιπά, μας έλεγε διάφοροι απ' αυτοί. Ανάμεσα απ' αυτούς ήταν ένας φίλος μου στενός, όχι στενός φίλος, φίλος, έτσι λεγόμασταν τότε, απ' την ΕΠΟΝ, ο οποίος είχε δικαστεί σε μία από τις δικές, εκείνες τις μεγάλες. «Είμαι ο Στέλιος Παναγιωτόπουλος και λοιπά και λοιπά. Είστε Βούλγαροι, είστε Βούλγαροι, είστε Βούλγαροι», κάτι τέτοια. Λοιπόν και άλλοι κράτησαν, πολλοί, όμως, από αυτούς κράτησαν αρκετά. Τώρα αυτοί ήταν ντυμένοι φαντάροι και εμείς ήμασταν κάτω, μας χτυπάγανε. Σπάσαν κι από μας και μας κάνανε τούτο εδώ: μας είχαν και τρέχαμε κάτω. Και διαμαρτυρήθηκαν οι γιατροί και λένε: «Προσέξτε, γιατί θα έχει... επειδή έχει πρόβατα και τέτοια, μπορεί να πάθουν την τάδε αρρώστια, ξέρω 'γω, και μπορεί να πάθουμε τίποτα. Μην το κάνετε αυτό το πράγμα», ας πούμε. Αλλά δεν... σημασία αυτοί. Λοιπόν, ένα βράδυ καλεί αυτούς που ήτανε κάτω, μας χωρίζουν σε δύο κατηγορίες: πάνω από το γυμνάσιο, απόφοιτοι γυμνασίου και πάνω, και οι άλλοι. Καλεί τους άλλους χωριστά στο διοικητήριο. Εμείς καθόμαστε, κουβεντιάζουμε και λέμε: «Παιδιά είναι έτσι και έτσι η κατάσταση. Όποιος είναι να φύγει ας φύγει, αλλά τουλάχιστον μην μας τυραννάει», γιατί όταν έσπαζε κανένας, συνέχιζαν αυτοί παρακάτω, παρακάτω και τραβούσε μια ώρα, δυο ώρες τραβούσε η ιστορία, κατάλαβες; Δεν ήταν ξύλο, το ξύλο το μακρονησιώτικο το παλιό, δεν ήταν εκείνο το ξύλο, ήταν απομίμηση εκείνου του ξύλου που τρώγαμε εμείς, κατάλαβες; Έπεφτε ξύλο, αλλά ούτε αυτοί που βαρούσαν ήταν οι αλφαμίτες εκεί ούτε… Ήταν άλλο υλικό, δεν ήταν υλικό που θέλαν να μας δείρει δηλαδή. Με το ζόρι, δηλαδή, και αυτοί κάναν τη δουλειά τους. Λοιπόν, εν τέλει λέμε: «Παιδιά τελείωσε, να το ξεκαθαρίσουμε αυτό το πράγμα» και έρχεται μια δεύτερη φουρνιά, τρίτη φουρνιά. Μια βραδιά, που λες, έρχεται εκεί πέρα, ξανά τα ίδια ο Μπρακατσούλας και αυτοί είναι κλεισμένοι, σ' ένα αυτό, τους έχουνε κλεισμένους, γιατί έχει παραμορφωθεί απ' το ξύλο που έχει φάει και ο άλλος, ο Γιαννίκος, από δίπλα, σε δύο αυτά. Εν τω μεταξύ, μας βγάζουν εμάς για δουλειά. Εκείνη τη μέρα, τι μου ‘ρθε εμένα, τραγουδούσα: «Κόψε λιγάκι τη φούστα σου, πανάθεμά τα γούστα σου». Και το ‘λεγα. Ο δεκανέας που ήταν εκεί, ένας χοντρός: «Πώς λέγεσαι;». «Έτσι». «Εντάξει —λέω— τώρα για ξύλο είμαστε, εντάξει, δεν πειράζει». Εγώ συνέχισα. Ξανά: «Πώς λέγεσαι;». «Το έγραψες —του λέω—, ξαναγράψ’ το πάλι, δεν πειράζει». Το βράδυ, που λες, που αρχίζει το ξύλο, με φωνάζουνε. Είχε γίνει ένα... της μουρλής εκείνο το βράδυ. Φώναζαν από δω, ένας επάνω λέει: «Κύριε διοικητά...». Δεν ήρθε ο διοικητής εν τω μεταξύ, ήρθε ο υποδιοικητής, όχι ο Τασόπουλος, ήρθε ένας Τασιόπουλος, άλλος, ο οποίος δεν ήτανε αυτού του στιλ. Λοιπόν, έρχεται, λέει: «Ο Τρακαδάς —λέει— δεν κατεβαίνει». «Γιατί; Γιατί δεν κατεβαίνεις Τρακαδά;», για να φάει ξύλο δηλαδή, έτσι; «Έκανε αιμόπτυση» λέει. «Και εις ανώτερα!» του λέει αυτός. «Παρομοίως!» του κάνει ο άλλος από κει πάνω. Αρχίζουμε πια και τους σπάζουμε εμείς τώρα στην αυτή. Λέμε: «Παιδιά όταν πέφτει αυτό, θα φωνάζετε, θα τσιρίζετε όλοι σας», έτσι. Λοιπόν, χτυπάνε, χωρίσαν δυο κατηγορίες: τους απόφοιτους και τους από δω. Λοιπόν, φώναζαν, πέφτει ξύλο εκεί, φωνάζαμε εμείς, έπεφτε ξύλο από δω, φώναζαν οι άλλοι. Τα χάσανε. Εγώ σε μια στιγμή είμαι πάνω. Είναι ένας Πολυχρονιάδης από τη Μυτιλήνη, χοντρός. Επάνω στον αυτόν είναι ένας δικηγόρος, Γκρινιάτσος, ένα καλό παιδί, πολύ καλό παιδί και ένας —πώς λεγόταν να δεις, το ξέχασα τώρα— ο οποίος ήταν χτυπημένος στο κεφάλι από ξύλο που είχε φάει πάλι τώρα. Κι εγώ κάθομαι από πάνω, τους κρατάω τα κεφάλια αυτωνών κι εγώ κάθομαι, κολλάω από πάνω. Έρχονται από πάνω και βαράνε. Προχωράνε, τίποτα εμείς, εκεί. «Μπαμ, μπαμ, μπαμ, μπαμ», ρίξανε σε μένα επάνω, ρίχνανε, έπεφτε εκεί. Δεν έπεφτε ξύλο γερό, δεν ήταν να πεις: «Αμάν θα πάθω κάτι». Δεν πάθαινες τίποτα. Βαρούσαν «τάκα-τάκα» με τα ζωνάρια, χτυπούσαν με γκλοπ. Λοιπόν, εκείνο το βράδυ τους σπάσαμε. Εν τω μεταξύ, σπάμε πλάκα τώρα, φωνάζει αυτός, γιατί είχαμε τον άλλον, τον Θανάση, τον... πώς λεγόταν μωρέ αυτός που είχε πάθει το αυτό; Και λέει: «Αμάν, μου έρχεται να κατουρήσω!». Και λέει ο άλλος από κάτω: «Αμάν —λέει—, μην κατουρήσεις κιόλας, να πάθουμε κανένα ρεζιλίκι —λέει— από εδώ μέσα» λέει αυτός ο χοντρός. Το είχαμε ρίξει στην πλάκα. Και οι άλλοι το ίδιο από εκεί και γίνεται... αυτό το βράδυ σπάσανε κυριολεκτικά το τέτοιο. Έξω γράφουν οι εφημερίδες πια, ξεσπάνε οι εφημερίδες, ήτανε η Μάχη, που έβγαινε τότε. Η Αυγή δεν υπήρχε εκείνη την περίοδο. Ήταν η Μάχη... Είχε βγει και Η Αυγή, είχε βγει και Η Αυγή, βέβαια. Το '52 βγήκε ή το '54; Tο '52, ήδη υπήρχε και Η Αυγή. Αλλά βγάζουν η Μάχη και οι άλλες εφημερίδες οι δημοκρατικές: «Η Μακρόνησος ξαναγεννιέται» και λοιπά και γίνεται ντόρος. Και σε λίγες μέρες έρχεται ένας συνταγματάρχης, μας καλεί εμάς στη διοίκηση: «Τι συμβαίνει;». «Αυτό και αυτό και αυτό και αυτό και αυτό και αυτό και αυτό». «Μάλιστα». Βγάζει έναν λόγο. Λεγότανε... Κοίταξε τώρα, ονόματα που τα θυμόμουνα μέχρι τελευταία, δηλαδή, τώρα έχουν αρχίσει και φεύγουνε. Ο συνταγματάρχης αυτός... Λοιπόν, Λασπιάς, συνταγματάρχης Λασπιάς. Πιάνει τον διοικητή, μας βγάζει έναν λόγο και λέει: «Λίγο πριν το σκοτάδι, έρχεται το φως», ξέρω ‘γω, κάτι τέτοια μας είπε εκεί και λοιπά. Μας έκανε μια πρόταση μονάχα: «Όποιος θέλει να πάει στη Βουλγαρία, να πάει στη Βουλγαρία, να δηλώσει, να τον στείλουμε στη Βουλγαρία». Αστεία λες τώρα; Λοιπόν—
Αυτό με τη Βουλγαρία γιατί;
Μας λέγαν Βούλγαρους για.
Γιατί, από πού προέκυψε;
Ε;
Από πού προέκυψε;
Να πάμε στη Βουλγαρία;
Όχι, να σας λένε Βούλγαρους.
Α, το Βουλγάρους ήτανε το σύνθημά τους: «Έξω Βουλγαρία» και λοιπά και τραγούδια είχανε. Λοιπόν, και αρχίζει μετά, βλέπουμε τον ανεβάζει και τον κατεβάζει τον αυτόν, κατέβαινε-κατέβαινε με τ' αμάξι ο διοικητής. Έλεγχος στις αποθήκες, έλεγχο από δω, από εκεί, λούφα μεγάλη, όπου εθνικόφρων και κλεψιά μέσα. Αυτό σίγουρο. Τον πιάσαν τον διοικητή, που λες, τον Τασόπουλο. Τι έγινε τώρα, δεν ξέρω. Ο Λασπιάς ήταν διοικητής εκεί, μετά έγινε στρατηγός. Όταν έγινε η χούντα, συλλάβανε και τον Λασπιά, τον στρατηγό, και τον στείλανε εξορία σε ένα χωριό στην Ακαρνανία και λοιπά, εκεί. Έτσι; Αυτόν ο οποίος μάς έκανε τις ανακρίσεις, ο οποίος ήταν πρόεδρος στρατοδικείου στις Σέρρες πάνω. Δηλαδή, είχε περάσει από στρατοδικείο αυτός, ήταν πρόεδρος του στρατοδικείου, είχε σκοτώσει κόσμο κατά κάποιον τρόπο, αλλά από εκεί και μετά δεν επέτρεψαν να γίνει αυτό το πράγμα. Τον συλλάβανε και αυτός που τον συνέλαβε ήταν ο Τασόπουλος, ο οποίος Τασόπουλος ήρθε εδώ στη Θεσσαλονίκη και ήτανε ο υπεύθυνος των υπηρεσιών της χούντας εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Αυτός ανέτρεψε το πραξικόπημα του βασιλιά εδώ στη Θεσσαλονίκη, όπως λένε, ο Τασόπουλος. Σε αυτουνού τα χέρια πέθανε ο Τσαρουχάς. Έχεις ακούσει για τον Τσαρουχά; Ο Τσαρουχάς ήτανε γραμματέας του ΕΑΜ στην κεντρική επιτροπή της ΕΔΑ και στην κεντρική επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Λοιπόν, τον βασάνισαν, τον είχανε πιάσει, όταν με τη χούντα φεύγανε για την Αθήνα αυτοί. Τότε, όταν έγινε ο διαχωρισμός του ΚΚΕ με το ΚΚΕ εσωτερικού, ο Τσαρουχάς είχε ταχθεί με το ΚΚΕ εσωτερικού τότε. Πήγαιναν στην Αθήνα κι έτσι τους είχανε προδώσει κάποιους και τους πιάσαν στον Πλαταμώνα, μαζί, όλους μαζί, μια παρτίδα ολόκληρη. Λοιπόν και στα χέρια του πέθανε ο Τσαρουχάς. Και γι' αυτόν δικάστηκε. Από τους λίγους που δικάστηκαν τότε ήταν και ο Τασόπουλος. Δικάστηκε, γιατί σκοτώσαν τον Τσαρουχά τότε, για τον φόνο του Τσαρουχά.
Ο Τασόπουλος ή ο Τασιόπουλος;
Τασόπουλος, Τασόπουλος. Τασιόπουλος ήταν ο υποδιοικητής, ο οποίος εχάθηκε, δεν... Λοιπόν, μετά το ξύλο πο[04:30:00]υ μας είχανε ρίξει, αλλάζει η διοίκηση κι έρχεται ένας διοικητής, αντισυνταγματάρχης —πώς λεγότανε;— κι ένας αντισυνταγματάρχης Καστρίτης. Ο Καστρίτης ήταν απ' τη Θεσσαλονίκη. Το κάτι άλλο! Το κάτι άλλο, τελείως διαφορετικά. Αυτά γίνονται τώρα τον Νοέμβριο του '52.
Το κάτι άλλο, καλύτερα ή χειρότερα;
Καλύτερα, τελείως διαφορετικά. Ο ένας... είναι η κόρη του συμμαθήτρια μ' έναν φοιτητή που είχαμε εμείς της Ιατρικής εκεί και πολύ γνωστός. Και έλεγε, ας πούμε: «Τι να τους κάνουμε, τι να τους κάνουμε; Δεν λέει να κάνει κάνεις καμιά δήλωση απ' αυτούς». Μας είχανε πάει, από εκεί μας μετάφεραν και μας πήγαν στο 4ο Τάγμα. 4ο Τάγμα είναι η κορυφή της Μακρονήσου, εδώ, επάνω. Εμείς ήμασταν το 2ο εδώ, το 1ο, το 3ο και η ΣΦΟΥΜ, οι Στρατιωτικές Φυλακές, κάτω. Λοιπόν και είμαστε μια... περνάμε, έχουμε τα μαγειρεία τα δικά μας εκεί πέρα, τα αυτά, δικός μας ο μάγειρας, όλα αυτά τα ρυθμίζουμε εμείς από κει. Είμαστε απομονωμένοι. Και το μόνο που κάνουμε είναι, εδώ ήταν οι εξόριστοι και μαζεύαμε τα σύρματα. Τα κάναμε σε δέματα τα σύρματα, τα οποία θα φορτωθούν αργότερα εκεί πέρα, θα φορτωθούν αργότερα. Καθόμαστε μερικούς μήνες εκεί και την άνοιξη κάνουμε μια πορεία από εδώ και ερχόμαστε εδώ. Μας φέρνουν στο 3ο Τάγμα, το οποίο 3ο Τάγμα είχε παράγκες μεγάλες και είχε κι ένα αναρρωτήριο ψηλά. Μας βάζουν στις παράγκες, σε δύο παράγκες, μου φαίνεται μπήκαμε, όλοι μαζί, δύο παράγκες τεράστιες ήτανε, λαμαρίνα πάνω. Και είχε και προς τη θάλασσα, στη μεριά της θάλασσας, σαν μαγειρείο, όχι... σαν αίθουσα φαγητού, σαν τραπεζαρία, ας πούμε. Ένα μεγάλο κτίριο εκεί, σε τολ μέσα, στο οποίο είχε και τραπέζια, τρώγαμε εκεί. Μάλλον είχε ένα τραπέζι μονοκόμματο, μεγάλο, ένα ή δύο-τρία έτσι, από αυτά που καθόσουνα. Λοιπόν και ήταν τα μαγειρεία κάτω εκεί πέρα. Εμείς εκεί αρχίσαμε να ψαρεύουμε. Ήμασταν όλη μέρα στην ακτή. Κάναμε μία άλλη δουλειά μετά. Εκεί είχανε κτίρια εγκαταλελειμμένα, των αξιωματικών που έμενε το 3ο Τάγμα που ήταν εκεί. Κάναμε διάρρηξη με τον Χρόνη μαζί, τον Μίσσιο, και παρεούλα ένα παράθυρο θα ανοίγουμε, μπήκαμε μέσα, είχε κάτι τραπεζομάντηλα μεγάλα, λερωμένα με κρασί, τεράστια, άσπρα. Τα παίρνουμε, τα κόβουμε και κάνουμε παντελονάκια. Δύο ομάδες, τη μία βαμμένη και τ' άλλα άβαφα και κάνουμε δυο ομάδες ποδοσφαιρικές και παίζουμε μπάλα. Κάτω εκεί έχουμε σαν γήπεδο εκεί μπροστά, υπάρχει, και παίζουμε μπάλα. Την περνάμε κοτσάνι, κανονικά. Αρχίζουμε το ψάρεμα, έρχεται η φρουρά και μας ζητάει ορισμένους που ήταν ψαράδες να πάνε μαζί τους, για να βγουν το βράδυ σαν πυροφάνι από την ξηρά. Και βγαίνανε με αυτά —ξέραν αυτοί, νησιώτες ήτανε—, βγαίναν και κάνανε με αυτό ψάρια. Πιάναν ψάρια, δηλαδή, και τρώγανε. Εμείς πιάσαμε μια μέρα έναν ροφό μεγάλο. Ήτανε μεσημέρι, πηγαίναμε να φάμε και ν' αποσυρθούμε. Είχανε ρίξει το αγκίστρι τα παιδιά και πάνε εκεί και τον βλέπουν τέζα, τεντωμένο. Λέει: «Έπιασε ψάρι», τραβάνε, τίποτα. Κατεβαίνει ο ένας, ήταν βουτηχτής, κατεβαίνει κάτω, ήταν ένας ροφός μεγάλος και τον πιάνει από δω και τον βγάζει επάνω. Και είχαμε γεύμα, κάναμε το ψάρι, αντί για συσσίτιο, κάναμε το ψάρι και φάγαμε το ψάρι. Ένα τέτοιο πράγμα ήτανε, δέκα-δεκαπέντε κιλά, πόσο ψάρι ήταν εκεί, όσοι αυτό φάγαμε εκεί. Εγώ πάλι πήγαινα με τον θειό μου, αυτό τον Πάτσα, ήμασταν μαζί φαντάροι τώρα μ' αυτόν, και αυτός ψάρευε, είχε μανία με το ψάρεμα. Αγκίστρι με δέκα αγκίστρια βρήκαμε και να 'ρχονται χάνοι από κάτω, αυτά. Η Μακρόνησος επειδή είχε —εκατό χιλιάδες κόσμος είχε περάσει από εκεί— είχε ρεύματα πολλά και είχε πάρα πολύ ψάρι. Ρίχναμε κιούρτους. Κιούρτος είναι καλάθια τέτοια, από σύρμα, τα κάναμε εμείς. Κάτω λαμαρίνα, μέσα φαγητό πηγμένο, λαμαρίνα, ένα αυτό επάνω κι ένα κομμάτι από κολοκύθα ή ξύλα, κάτι βάζαμε πάνω, που να είναι για να το τραβάμε. Ερχόταν σαργοί, είναι σαν τις τσιπούρες είναι αυτά τα... έτσι; Mπαίνανε μέσα και δεν ξαναβγαίναν, όποιος έμπαινε μέσα, έμενε εκεί. Και ήταν όπως είναι στην κονσέρβα, πατημένα τα ψάρια, μεγάλα ψάρια έτσι και βγάζαμε αβέρτα ψάρια και τρώγαμε, όλοι μαζί τρώγαμε ψάρια εκεί. Για μια περίοδο την περάσαμε έτσι. Οπότε, μετά ξαφνικά, άλλαξε το καθεστώς πάλι. Αλλάζουν οι διοικητές, ήρθε άλλος διοικητής για... δεν ξέρω πόση περίοδο είχαν έρθει αυτοί και με αυστηρότερα μέτρα. Ήθελε να μας κάνει σαν στρατό. Άρχισε να κάνουμε γυμνάσια, τάχα γυμνάσια, μας έβγαζε το μεσημέρι, μετά το φαγητό, να πάμε να δουλέψουμε. Έφεραν άλλον διοικητή, μας φέρνουν λοχαγό, έναν λοχαγό άλλον πάλι. Ο λοχαγός αυτός λεγότανε Βύνιος και στην αρχή άρχισε και να κλωτσάει και να κάνει μερικούς [Δ.Α.] και λοιπά. Αλλά είδε σιγά-σιγά ότι ήμασταν άλλη πάστα εμείς. Δεν ήμασταν από τη συνηθισμένη που ήξερε. Είχαμε μέσα τώρα μαζί μας δικηγόρους, είχαμε μια παρτίδα... ήταν οι γιατροί σε μας. Είχε γίνει... κάλεσαν γιατρούς τότε και αυτοί που ήταν εξόριστοι είχαν πάρει άδεια και δεν πήραν χαμπάρι ότι τους είχαν καλέσει αφετηρία και μετά τους στείλαν κατευθείαν, ας πούμε, τους επιστράτευσαν τους στείλαν στη Μακρόνησο σαν ανυπότακτους. Τακτοποιήθηκαν οι άνθρωποι αργότερα. Και εμάς μας παίρνουνε, μας χωρίζουν, όταν ήρθε αυτό το πράγμα, και μας πάνε πάνω στο αναρρωτήριο. Κάτω αφήσανε τους αγράμματους, ας πούμε, θα λέγαμε και μας βάλανε εμάς στο αναρρωτήριο, το οποίο αναρρωτήριο είχε ντους επάνω, είχε αυτά κι εμείς αρχίζαμε και η υδροφόρα δεν προλάβαινε να κουβαλάει νερό, για να κάνουμε ντους εμείς επάνω εκεί στο αυτό. Δηλαδή, περνούσαμε εμείς, όχι καλύτερα ας πούμε, αλλά ήταν διαφορετικά οι συνθήκες, δεν ήταν η παράγκα που σε έκαιγε μέσα. Εκεί στην παράγκα ήρθε να με δει μία μέρα ένας αξιωματικός με έναν άλλον του 2ου Γραφείου από το 1ο Τάγμα. Λεγότανε... Α ρε γαμώτο, ονόματα τα οποία τα θυμόμουν μέχρι τώρα, αυτά ήταν γραμμένα εδώ, ήτανε... χρειαζόταν πάντα να γράφει κανείς. Θυμάμαι το όνομα, θα το θυμηθώ πάλι. Και μίλησε με τον Μπρακατσούλα και με τον Γκρινιάτσο, τους δυο δικηγόρους, και μίλαγαν και αγγλικά. Και τους μίλησαν και λοιπά εκεί διάφορα, έκανε ερωτήσεις. Αυτός ο αξιωματικός, όταν έγινε η χούντα και έπειτα, τον συνέλαβε η χούντα και τον είχε χώσει μέχρι εδώ μέσα στο χώμα, βασανιστήρια γερά. Ήταν βασιλικός, του βασιλιά, ας πούμε, και λοιπά.
Μέχρι τον λαιμό;
Μέχρι τον λαιμό, μέσα στο χώμα. Τον είχαν κάνει πολύ γερά και αυτόν και τον αδερφό του. Και ο αδερφός του αξιωματικός ήτανε. Θέλησαν να κάνουν κίνημα τώρα στη Βέροια, κάτι εκεί έγινε. Δεν θυμάμαι το όνομά του τώρα. Πέθανε, πρέπει να πέθανε αυτός μάλλον. Ήταν ανήσυχος και είχε έρθει... ερχόταν να μάθει και από εμάς, ρωτούσε να μάθει. Δεν έκανε, δηλαδή, τον έξυπνο. Λοιπόν, καθίσαμε αρκετή περίοδο εκεί. Ο Βύνιος, ο λοχαγός μας, ο οποίος στην αρχή ήταν άγριος, μας έκανε και κάτι καψόνια καμιά φορά. Μας έβαλε να έχουμε το βράδυ, εκεί που ήμασταν στο αναρρωτήριο, να έχουμε νυχτοφύλακα. Πώς λέγεται ο νυχτοφύλακας; Φρουρά της νύχτας, ας πούμε, πώς λέγεται; Αυτόν που τον έχουν εκεί. Λοιπόν, εμείς τι κάναμε; Το ρίχναμε στον ύπνο, βάζαμε στην πόρτα δυο-τρεις τενεκέδες, αν μπει μέσα, θα τον πάρει χαμπάρι ο φύλακας πού είναι. Αυτός μπήκε μια μέσα, πήρε τις αρβύλες κι έφυγε, ο λοχαγός ο ίδιος. Την άλλη μέρα ψάχνανε να βρούνε αρβύλες ορισμένοι από κει πέρα μέσα. Λοιπόν, στα Χριστούγεννα θυμάμαι πήγαμε και του είπαμε τα κάλαντα. Μια ομάδα, τέσσερις-πέντε μαζί, πάμε και του λέμε τα κάλαντα. Αυτός ήταν γεροντοπαλίκαρο, Βύνιος λεγότανε. Βγάζει και μας δίνει ένα κατοστάρικο: «Πάρ' τε ρε μαγκούφηδες, να κάνετε ταμπάκο», έτσι. «Πάρ' τε ρε μαγκούφηδες να κάνετε ταμπάκο». Μια μέρα ήμασταν σ' έναν βράχο από κάτω, θυμάμαι, δυο-τρεις πόσοι ήμασταν εμείς. Πάνω απ' τον βράχο ήτανε ο Βύνιος με τον ταγματάρχη που είχε έρθει, ο οποίος ταγματάρχης ήτανε συνεργάτης των ταγμάτων ασφαλείας, ένα κάθαρμα, λοιπόν, και τον έβριζε τον Βύνιο τον είχε πολύ… γιατί δεν έφερνε αποτέλεσμα. Λοιπόν, τον είπε, τον είπε και έφυγε εκείνος. Και μετά βγήκαμε εμείς από κει και μας λέει: «Τ’ ακούσατε ρε;» λέει. «Το ακούσαμε» λέμε, τίποτα. Ξέχασα να σου πω κάτι άλλο, ότι προτού γίνουν αυτά τα γεγονότα, είχαμε βρει ένα καπέλο αξιωματικού. Κάπου το είχαμε βρει πεταμένο και το είχαμε. Λοιπόν, το έκανε ένας πλάκα, ο Πολυχρονιάδης, μετά το έκανα εγώ πλάκα. Και όταν ερχόταν καινούργιοι, τους έκανα εγώ τον αξιωματικό και πήγαινα εκεί, ένα πουλόβερ τώρα πάνω φορούσα, το αυτό, δεν φαινότανε αν είσαι αξιωματικός, αν δεν είσαι. Το καπέλο έδειχνε ότι είσαι αξιωματικός. Και τους έκανα πλάκα. Δηλαδή: «Πες τον όρκο, πες το ένα, πες το άλλο», ξέρω ‘γω, κάτι εκεί πέρα τους έλεγα εκεί, δεν θυμάμαι. Και ο ένας μου λέει: «Εγώ είμαι ο τάδε, εγώ είμαι ο Γιαννούλης», ξέρω ‘γω, πώς μου είπε το όνομά του. Δεν έδωσα σημασία. Μετά από χρόνια που πέρασε, μας είχαν στείλει τότε και χαφιέδες μέσα, για να δουν τι κάνουμε [04:40:00]εμείς, αν έχουμε οργάνωση, αν δεν έχουμε οργάνωση, κατάλαβες; Λοιπόν, την περίοδο εκείνη πεθαίνει ο Στάλιν, όταν είμαστε στο αναρρωτήριο, τον Μάρτη του '53. Εμείς μέχρι κλαίγαμε, χάσαμε τον ηγέτη. Όπως είδες που έκαναν στην Κορέα που πέθανε και έκλαιγε ο κόσμος, χάσαν τον ηγέτη, σχεδόν αυτό το πράγμα ήτανε για μας εκείνη την περίοδο. Γιατί μέχρι τότε έτσι ήμασταν και έτσι πιστεύαμε ότι μπορεί να είναι η κατάσταση. Λοιπόν, μετά το '52, το '54 , αρχές '54 τώρα —το '53 το βγάλαμε όλο εκεί— το '54, αρχές, πηγαίνουμε πάλι στο 2ο Τάγμα, αλλά αντί να μας πάνε κάτω, μας πάνε στον λόχο διοικήσεως, πάνω. Τα κτίρια δικά μας και λοιπά, με τάβλι μέσα, με καψό, με όλα, τα πάντα εκεί, καψιμί. Είμαστε διαφορετικά, με διοικητή τον Βύνιο τώρα επάνω. Εκεί γίνεται μία κλεψιά, δεν ξέρω τι είχε γίνει εκεί πέρα, και λένε «Αυτή η φρουρά —λέει—, από εκεί θα τα πήρανε». «Ακούστε ρε —λέει, τους λέει—, εκεί κανένας δεν υπάρχει κλέφτης. Από εδώ είναι οι κλέφτες» τους λέει. Έτσι, γι' αυτούς. Τέτοιο πράγμα ήτανε, δηλαδή μας είχε αγαπήσει ο Βύνιος σε βαθμό τρομερό. Δηλαδή, μας είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και μας είχε πού και πού. Το Πάσχα μας δώσανε αρνιά, τα ψήσαμε εκεί, ανοίξαμε φωτιά να γιορτάσουμε το Πάσχα όπως οι φαντάροι όλοι, με ρετσίνες, με τέτοια και λοιπά. Την περάσαμε καλά. Και μετά από έναν μήνα περίπου απολυθήκαμε, το '54, από τη Μακρόνησο.
Ο Μίσσιος ήτανε κι αυτός θητεία τότε που μου είπατε ότι ήσασταν—
Ήρθε και στη Μακρόνησο μετά. Στη Μακρόνησο έχω μια φωτογραφία εγώ με τον Μίσσιο μαζί και μάλιστα την είδα μια φορά, ένα βράδυ στην τηλεόραση. Βλέπω είχε ένα αυτό, τον Μίσσιο και μένα δίπλα, οι δυο μας, ας πούμε, μάς έχει η τηλεόραση για αυτό. Αυτή τη φωτογραφία εγώ την είχα, όμως, και την έχω, κάπου την έχω τη φωτογραφία εγώ αυτή με τον Μίσσιο που είμαστε. Ο Μίσσιος ήταν μικρότερος από μένα και ήταν και τελείως αγράμματος. Τελείως όταν λέμε, είχε βγάλει το δημοτικό το παιδί. Διάβασε μέσα και παντρεύτηκε και μία φιλόλογο. Αυτή τον… η... να δεις πώς λεγόταν μωρέ; Από τη Θράκη, Θρακιώτισσα, μια ωραία κοπελίτσα, η οποία πρέπει να ζει ακόμη στην Αθήνα και πρέπει αυτή να τη βοήθησε. Αυτή μετά είχε μπει στην ΕΡΤ επί… Αυτά για τη Μακρόνησο.
Για τον Μίσσιο λέγαμε και για—
Ναι. Α! Ήταν και κάτι άλλο στη Μακρόνησο. Όταν ήμασταν στο 2ο Τάγμα στην αρχή, είχαμε και πολλούς ναύτες, τέσσερις-πέντε ναύτες και είχε πλάκα. Μπορούσε οι μισοί από όσοι ήμασταν να ντυθούμε ναυτικά. Οι ναύτες είχαν πολλές στολές μαζί τους, καλοκαιρινές, κοντά παντελόνια, μακριά παντελόνια, αυτά διάφορα και λοιπά. Και είχε πλάκα και είχανε πολλή... πλάκες είχαν ορισμένοι από αυτοί. Ήταν ένας, ο Θύμιος, πολύ έτσι... μετά είχαμε λιγότερους πλακατζήδες. Α, ήθελα να σου πω τούτο εδώ με τους χαφιέδες. Α, ναι. Για τον χαφιέ σου είπα, ήταν και ο Παντελής τότε εκείνη τη μέρα. Ένας ναύτης ήτανε αυτός που μου είπε: «Εγώ είμαι ο τάδε» που είπε. «Αυτός —σου λέει— αξιωματικός είναι, αυτός θα ξέρει, για μένα ποιος είμαι». Γι' αυτό μου λέει: «Εγώ είμαι ο τάδε» του έφυγε. Το ουσιώδες είναι ότι δεν κάναν τίποτα, κάναν μια βλακεία κάναν αυτοί τότε. Και μαζί μας είχαν ένα ιεχωβά, ένα παιδί που το είχε βάλει κάποιος εκεί, για να... Έτσι κι αλλιώς αυτοί αρνούνται να πάρουν όπλα και τους στέλναν φυλακή. Λοιπόν, τον είχε βάλει μαζί μας, που δεν είχαμε όπλα, και ήρθαν οι άλλοι να αλλάξουνε και να πουν ότι: «Κάποιος έκανε δήλωση, έφυγε, πήραμε κάποιον». Βγήκε και μετά τον πήρανε φυλακή το παιδί από κει. Μας έστησαν και μία κατηγορία εμάς τότε, ένα με τον Σαντιξή, ο διοικητής της στρατιωτικής φυλακής, του οποίου περνούσανε... από εμάς μπροστά περνούσαν, για να παν στις φυλακές, μπροστά από τον δρόμο του 3ου Τάγματος και σήκωναν γροθιές οι δικοί μας και ξέρω ‘γω, ενώ δεν είναι καν το ίδιο πράγμα και τον πήραν τον έναν τον δικό μας και τον δίκασαν. Τον πήγαν για φυλακή και λοιπά [Δ.Α.] στρατοδικείο τον Σαντιξή. Ο οποίος Σαντιξής μετά είχε άλλη περιπέτεια μετά και ο διοικητής αυτός, των στρατιωτικών φυλακών, όταν βγήκα έξω κι έγινα χρυσοχόος και γύρναγα και λοιπά, πούλησα στη γυναίκα του ένα δαχτυλίδι εγώ. Και μαθαίνω ότι —και είδα και τη φωτογραφία του— ότι ήταν αυτός, ας πούμε, κοντά στο νοσοκομείο το αυτό, το αντικαρκινικό, εδώ το…
Θεαγένειο.
Κοντά εκεί πέρα έμενε αυτός, ναι, ο αξιωματικός. Δεν θυμάμαι τώρα κιόλας πώς λεγόταν, το όνομά του. Τον Μάη ή τον Ιούνιο του ‘53.
Απολυθήκατε τότε.
Από τον στρατό. Μας πήραν τις αρβύλες. Εμείς κρατάγαμε, μας άλλαζαν αρβύλες κάθε δυο χρόνια. Μας είχαν αλλάξει, τις είχα καινούργιες. Μας δώσαν κάτι ασβεστωμένες την ώρα που φεύγαμε. Μας πήγαν τις αρβύλες αυτές και ο ένας μάς έδινε το κίτρινο απολυτήριο. Το δικό μας ήταν κίτρινο, έλεγε: «Τρίτης κατηγορίας οπλίτης» και λοιπά για εμάς. Και μου λέει: «Πάρ’ το, να δούμε τι θα κάνεις» λέει ένας αξιωματικός εκεί, ο οποίος μου είχε μία... «Μωρέ δώσ’ το εδώ —του λέω— τώρα». Το απολυτήριο στο χέρι και φύγαμε, πήγαμε στην Αθήνα. Εκεί μείναμε μια βραδιά, στην Αθήνα, δεν σου λέω λεπτομέρειες εκεί. Μπήκαμε στο τρένο, ήρθαμε Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη, με το που ήρθα εγώ εδώ πέρα, ο κόσμος, ας πούμε —α, ναι απ' τον στρατό—, οι φίλοι μας και λοιπά ξανά πάλι παρέα βρεθήκαμε κι εγώ άρχισα να δουλεύω. Όχι να δουλεύω, να βοηθάω στο καφενείο του θείου μου εδώ, στα Χίλια Δέντρα, στο Σέιχ Σου. Οπότε κάπως, κάπως αφού άρχισα να βολεύομαι εκεί πέρα, περνάει η ασφάλεια. Σε λίγες μέρες έρχονται μας συλλαμβάνουν απ' το σπίτι πάλι. Μας πάνε στα κρατητήρια του 4ου Αστυνομικού Τμήματος. Γκαρμπολά, εκεί είναι το αστυνομικό τμήμα, το 4ο. Είχε έρθει ο Τίτο και μας είχανε βάλει προληπτικά, για να μην δολοφονήσουμε τον Τίτο εμείς. Ήρθε επίσκεψη στην Αθήνα. Λοιπόν, μας κράτησαν περίπου μια εβδομάδα. Μόλις έφυγε ο Τίτο, Κυριακή απόγεμα θυμάμαι, μας αμόλησαν κι εμάς, μας απολύσανε. Εγώ είχα αρραβωνιαστεί, προτού πάω φαντάρος, είχα αρραβωνιαστεί εδώ μία γειτόνισσα, του φίλου μου του Γιάννη την αδερφή. Η μάνα της είδε ότι... σου λέει: «Έφυγε απ' τη μία εξορία, ξανά πάλι και λοιπά», ξέρω ‘γω, άρχισε να γκρινιάζει ξέρω ‘γω, και αυτό χωρίσαμε. Με χώρισαν, δεν χώρισα —έτσι;— από κει πέρα. Και εγώ ήμουνα στο καφενείο επάνω και συνέχισα κατά κάποιον τρόπο εκεί να βοηθάω και να κάνω και το γκαρσόνι λιγάκι εκεί. Οπότε, περνάει μια μέρα η ασφάλεια και λέει στον θείο μου: «Κοίταξε να δεις, εγώ..», ο διοικητής της ασφαλείας, να δεις πώς λεγόταν τώρα, δεν θυμάμαι το επίθετό του και του λέει: «Κοίταξε να δεις, εγώ όταν έρχομαι από δω, δεν θέλω να τον βλέπω αυτόν εδώ». Ο θείος μου φοβήθηκε τώρα, μου λέει: «Έτσι κι έτσι». Λέω: «Άσ’ το, δεν θα έρχομαι». Καθόμουνα στο σπίτι μια μέρα, δυο μέρες, τρεις μέρες, περνούσαν, διάβαζα στο σπίτι, τι να έκαννα; Μου λέει ο πατέρας μου: «Πήγαινε μια βόλτα μωρέ πουθενά! Βρε πήγαινε μια βόλτα, πήγαινε κάπου. Να, πήγαινε στον Κυριάκο!» σε αυτόν που σου έδειξα, τον Εκμεκτσόγλου. Αυτός έμενε παρακάτω, εδώ στα σκαλάκια, στην πλατεία Τερψιθέας που λέμε, λίγο πιο πάνω. Λοιπόν, πήγα στο σπίτι του, ο Κυριάκος δεν ήταν, ήταν η μαμά του, μία... Αυτοί ήταν Καραμανλήδες, από την... Καραμανλήδες λέγαμε τους... που είναι από τη Mικρά Ασία. Η κυρα-Μαρία. Μου κάνε καφέ, κυρα-Μαρία και λοιπά, συζητούσαμε. «Τι κάνει ο Αλέκος;» λέω, ο αδερφός του αυτουνού. «Α —λέει—, ο Αλέκος είναι μια καλή δουλειά, χρυσοχόος —λέει—, ήρθε από τη φυλακή —λέει— ένας φυλακισμένος. Ανάβει φώτα, σβήνει φώτα —λέει—, παίρνει ογδόντα δραχμές τη μέρα». «Αμάν —λέω—, κυρα-Μαρία! Τι είναι αυτό;» του λέω. Ογδόντα δραχμές τη μέρα ξέρεις τι θα πει; Τότε το μηνιάτικο ήταν οχτακόσια-εφτακόσια, πόσο... τον μήνα να πάρεις, ήταν μεγάλη υπόθεση. Λέω: «Πες του να μου πει εμένα». Τον λέει, που λες, και με περιλαβαίνει Τι κάναν αυτοί; Κάνανε καδένες χρυσές. Αυτός ήταν φυλακισμένος, είχε αποφυλακιστεί. Είχε μάθει τη δουλειά στην Αθήνα από έναν φίλο του και κουμπάρο του κι άνοιξε εδώ εργαστήριο για πρώτη φορά με καδένες στην Αθήνα, δεν είχε χειροποίητες καδένες, αυτές τις χρυσές που κάνουνε. Έχουν χαλκαδάκια και μαζεύουμε τα χαλκαδάκια κομμένα, έτοιμα τα χαλκαδάκια και λοιπά και ένα-ένα τα χαλκαδάκια ενώναμε. Κάθε αλυσίδα την πληρωνόμασταν με το κομμάτι. Τώρα πενήντα λεπτά ήταν το κομμάτι, κάτι τέτοιο μου φαίνεται, δεν θυμάμαι. Λοιπόν, οι πιτσιρικάδες ήταν όλοι μικρότεροι, δεκαπέντε-δεκαέξι χρονών, εγώ ήμουν είκοσι πέντε-είκοσι έξι χρονών τότε. Εν τέλει, σιγά-σιγά άρχισα να βγάζω κανένα μεροκάματο, κανένα εικοσάρικο, δηλαδή, την ημέρα και λοιπά. Ήταν μεγάλη υπόθεση. Ο αυτός μετά, Παυλάκης λεγότανε, Στέλιος Παυλάκης, είχε κάνει ένα κορίτσι. Με έβαλε να του βαφτίσω εγώ την κόρη του, έγινα κουμπάρος και μετά με έβγαλε πλασιέ να πουλάω κοσμήματα. Ο αδερφός του ήταν χοντρέμπορας, χονδρικής κι αυτός πήρε κοσμήματα μετά απ' τον αδερφό του και με έβαλε να πουλάω εκεί με δόσεις. Λοιπόν, εγώ τώρα δεν ήμουνα... ήμουνα πολύ βαρύς στις ομιλίες με τον κόσμο και λοιπά, αλλά ευτυχώς ήρθε ένα παιδί που το βοήθησα εγώ. Όταν ήμουν στο καφενείο γκαρσόν τότε, αυτός έμενε εδώ πέρα, Ζέρβας λεγότανε, Χρήστος, και τους είχα... Ήρθε ένας φίλος μου ο οποίος... ο συνεργάτης μου, αυτός που είχαμε δικαστεί μαζί, ο Ηλιόπουλος, είχε... πουλούσε γλυκά με δόσεις, κουτάκια γλυκά, σπιτιού, αυτά τα κουταλιού και μου είπε για μένα. Δεν πήγα εγώ και πήγε το παιδί αυτό. Και αυτός έμαθε γλυκά, ας πούμε, και είχε πιάσει πελατεία σιγά, με δόσεις, έδινε γλυκά με δόσεις και λοιπά και δούλευε καλά. Οπότε, μου φέρνει αυτός την πελατεία του και πήγαινα στην πελατεία τη δικιά του και πουλούσα εγώ κοσμήματα, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά και έγινα χρυσοχόος. Λοιπόν, στην αρχή είχαμε ένα στέκι σ' ένα μαγαζί στην Εγνατία. Εκεί που είναι τώρα —τι να σου πω τώρα;— εκεί που είναι... γωνία, Εγνατία 59, που είναι το… αυτά που σκάβουν, τ' αρ[04:50:00]χαία που σκάβουνε, απ' την επάνω μεριά, προς τη γωνία, προς την εκκλησία κοντά. Το πρώτο κτίριο προς την εκκλησία γωνία με τη Χαλκέων είναι εκεί. Λοιπόν, ένα, δύο, τρία, τέσσερα μαγαζιά. Ανοίξαμε μαγαζί, εκεί πέρα ήταν το στέκι. Μετά γκρεμίζεται αυτή η οικοδομή. Εμείς έχουμε πάει, εν τω μεταξύ, στο Καραβάν Σαράι κι ανοίγουμε ένα δικό μας μαγαζάκι. Λοιπόν, ένα μικρό, μια τρυπούλα, μέσα σε μια στοά στο Καραβάν Σαράι, στην πίσω είσοδο εγώ με τον Μανώλη τον Πολίτη, τον συνέταιρό μου. Γίναμε συνεταίροι, μάλλον όχι συνεταίροι, ο καθένας είχε τη δουλειά του. Απλώς νοικιάζαμε το ίδιο μαγαζί. Λοιπόν, μετά από ένα διάστημα... Αυτή γίνεται η ιστορία το ‘58. Το ‘58 γίνονται εκλογές και το ‘59 αρχίζει μία τρομοκρατία και αρχίζουν να μας παρακολουθούν. Κι έρχονται έξω από το μαγαζί τώρα. Εμείς πουλάγαμε με δόσεις, βέβαια γυρίζαμε συνοικίες και πουλούσαμε, και έρχονται και έρχεται ένας της ασφαλείας για μένα, ένας για τον Μανώλη. Συγχρόνως έρχεται και ο Αλέκος ο Παπαλέξης, τρίτος, ο οποίος αυτός είχε αρχίσει από μένα ξεκίνησε, ήμασταν μαζί, που βγήκαμε όλοι μαζί απ’ τη Μακρόνησο. Και ο Αλέκος αρχίζει χοντρική, βρήκε κάτι λεφτά και τον βοήθησε ο Παυλάκης ν' αρχίσει και έκανε χοντρική κι αυτός έγινε πάμπλουτος μετά και πάρα πολλά λεφτά έχει οικονομήσει. Πολλά λεφτά έβγαλε με την χονδρική. Γιατί ήταν διαφορετικά, ενώ εμάς, εμείς είχαμε τα κυνηγητά, είχαμε και τα φέσια που μας βάζανε ο κόσμος εύκολα. Γιατί μετά άρχισε στο μαγαζί το δικό μας, όταν ερχόταν κανείς, του πήραν τα στοιχεία η ασφάλεια. Έβγαινε απ' έξω, του έπαιρναν τα στοιχεία και λοιπά και καταλαβαίνεις τώρα και φέσια πέσανε από δω και αυτά. Και εμείς αγωνιζόμαστε να σταθούμε τώρα κι όχι μόνο, δεν είχαμε και κεφάλαια, χωρίς κεφάλαιο ουσιαστικά. Ο Παυλάκης έφυγε στην Αθήνα για ειδικούς λόγους αυτός. Μετέφερε και το εργαστήριο του εκεί. Μάλλον το εργαστήριο δεν το μετέφερε, πήγε ο ίδιος στην Αθήνα και μετά ξαναγύρισε και ξανάνοιξε πάλι εκεί, στη Θεσσαλονίκη. Και αυτή η ιστορία τράβηξε μέχρι το ‘63. Νοικιάσαμε ένα μεγαλύτερο μετά. Ήρθε και ο αδερφός του Παπαλέξη, απολύθηκε απ' τη φυλακή κι είχαμε έναν ασφαλείας και ένας άλλος, ο Ματράκας ο Βασίλης που ήμασταν μαζί στην Κέρκυρα. Ένας ήτανε ασφαλίτης για τον Ματράκα, ένας ασφαλίτης ήτανε για τον Τάκη τον Παπαλέξη, ένας ήτανε για τον Αλέκο τον Παπαλέξη, ένας ήταν για τον Μανώλη τον Πολίτη κι ένας ήταν για μένα. Πέντε στη γωνία της στοάς, της πόρτας, ας πούμε, ουσιαστικά, καθόταν αυτοί και μέσα όποιος έμπαινε στο μαγαζί, του παίρναν τα στοιχεία, του παίρνανε, καταλαβαίνεις, και του λέγαν: «Μην ξαναπατήσεις από δω». Λοιπόν, αυτά έγιναν εκλογές του ‘61.
Όλοι αυτοί είχαν υπογράψει;
Κανένας από αυτούς δεν είχε υπογράψει, ήμασταν... Γι' αυτό είχαμε ασφαλίτες. Άμα είχαμε υπογράψει, δεν υπήρχε πρόβλημα, ας πούμε, αυτό. Λοιπόν, οι άλλοι είχαν βγει από τις φυλακές μετά, δηλαδή εγώ ο Μανώλης και ο Παπαλέξης... Εγώ βγήκα πρώτος, μετά βγήκε ο Παπαλέξης και ο Μανώλης από τη Μακρόνησο και μετά ήρθε ο αδερφός του Παπαλέξη, μια άλλη οικογένεια, μια άλλη ιστορία αυτή, μεγάλη ιστορία. Απολύθηκε ο αδερφός του από τις φυλακές, απολύθηκε κι ο Ματράκας απ' τις φυλακές της Κέρκυρας, τον οποίο τον είχα συναντήσει εγώ και τον είχα γνωρίσει στις φυλακές της Κέρκυρας, ο οποίος ήταν συμμαθητής του Μανώλη του Πολίτη, όμως, στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, το οποίο ήταν γυμνάσιο μια περίοδο, στην κατοχή. Λοιπόν, μπερδεμένα πράγματα τώρα, αυτά για να τα αναλύσεις όλα και να τα πεις, είναι κάθε ένα και μια ιστορία.
Αυτή η ιστορία πήγε μέχρι το ‘63, οπότε ήρθε ο Λαμπράκης, μίλησε εδώ στη Θεσσαλονίκη. Έγινε μια συγκέντρωση στη Λέσχη Εμποροϋπαλλήλων, γωνία Βενιζέλου με Ερμού, το κτίριο εκείνο. Μέσα στο κτίριο... είχε προηγηθεί μια πορεία ειρήνης με τον Λαμπράκη στην Αθήνα, στην οποία συλλάβανε όλους κι έμεινε ο Λαμπράκης μόνος και τη μαραθώνια πορεία την έκανε απ' τον Μαραθώνα πηγαίνοντας για την Αθήνα. Τον συλλάβανε και αυτόν μετά, άλλα είχε προχωρήσει μόνος του με το σήμα και λοιπά κι έκανε παγκόσμιο θόρυβο, είχε κάνει αυτή η ιστορία του Λαμπράκη. Εμάς, καταλαβαίνεις τώρα, μας είχε ενθουσιάσει. Ήρθε, λοιπόν, να μιλήσει ο Λαμπράκης. Με τον θειό μου τον Πάτσα μαζί, ο οποίος θειός μου... Όχι αυτός, πρώτος ξάδερφος αυτουνού, στον οποίο δούλευα εγώ στο δικηγορικό του γραφείο, ήτανε στο κίνημα ειρήνης αυτός, ο Πάτσας. Λοιπόν, δεν έπαψε ποτέ να είναι δικός μας και μετά επί χούντας πήγε και εξορία. Τώρα γιατί εμπλέχτηκε με την περίπτωση Λαμπράκη τώρα αυτός. Ο Λαμπράκης, αυτός και ένας... ποιος άλλος ήταν δεν θυμάμαι, τρεις μαζί. Α και ο... της ΕΔΑ ο γραμματέας, ένας δικηγόρος. Ο Πάτσας, αυτός ήταν δικηγόρος. Λοιπόν και ήρθε πάνω, μίλησε ο Λαμπράκης εκεί. Από κάτω αυτοί πετούσαν πέτρες, «μπαμ, μπαμ», στα κλειστά τα παντζούρια, χτυπούσαν στα παντζούρια επάνω οι πέτρες και λοιπά. Μίλησε ο Λαμπράκης, ο οποίος αφού μας μίλησε, είπε τούτο δω... Να δεις πώς το είπε, με τι κατέληξε η ομιλία του, έτσι, για τους ειρηνοποιούς: «Οι ειρηνοποιοί, υιοί Θεού κληθήσονται», οι ειρηνοποιοί, αυτοί που είναι... Έχει ένα κομμάτι, απ' το Ευαγγέλιο, δηλαδή, παρμένο μέσα αυτό το πράμα. Βγήκε έξω ο Λαμπράκης, τον σκότωσαν. Εμείς δεν πήραμε χαμπάρι μέσα, γιατί μας είχανε κλεισμένους. Βγάλαν μια παρτίδα και μετά κλείσανε και περιμέναμε εμείς μέσα, τραγουδούσαμε, ήμασταν εκεί ήμασταν αποφασισμένοι—
Δεν είχατε καταλάβει τίποτα;
Αν γινόταν έξω, θα βγαίναμε και θα κάναμε φασαρία εμείς, θα τους χτυπούσαμε, δηλαδή, τους άλλους. Δεν θα καθόμασταν έτσι. Ήμασταν τόσο και νέοι, ας πούμε, κατά κάποιον τρόπο, δεν σήκωνε αυτό. Απ' έξω είχε μαζευτεί, όμως, όλη η αλητεία, είχε έρθει απ' όλη τη Θεσσαλονίκη, είχαν μαζέψει αυτοί τους τραμπούκους και λοιπά, για να κάνουν αυτό το πράμα. Βγαίνουμε έξω, διαλυμένα απάνω και όταν έρχομαι στο σπίτι, ακούω από το ραδιόφωνο ότι σκοτώθηκε ο Λαμπράκης. Εμείς δεν ξέραμε. Λοιπόν, μετά από αυτό το πράγμα γίνεται η Νεολαία Λαμπράκη και αρχίζουν τα πράγματα κι αλλάζουνε. Σταμάτησε η παρακολούθηση η δικιά μας πια. Πιάσανε... παρακολουθούσαν άλλα πράγματα πια, τους νέους, γιατί βρέθηκαν χιλιάδες νέοι, βρέθηκαν ξαφνικά μες στο κίνημα. Όχι οι παλιοί, γνωστοί, που ήμασταν εμείς, που πηγαίναμε και είχαμε... όλο το βάρος σηκώναμε. Πέρασαν αυτοί, οπότε μας δεν μπορούσαν πια να μας παρακολουθήσουν, ήταν αδύνατον να μας παρακολουθήσουν. Εκεί φτάνει η ιστορία.
Εσείς συνεχίσατε να ασχολείστε και με τη Νεολαία Λαμπράκη;
Εγώ δεν μπήκα στη νεολαία, ήμουνα στην ΕΔΑ μέσα. Ήμουνα μεγαλύτερος, δηλαδή, ας πούμε, θεώρησα τον εαυτό μου μεγαλύτερο και δεν ήμουνα στη Νεολαία Λαμπράκη, ενώ άλλοι της ηλικίας μου ήτανε στην Νεολαία Λαμπράκη, ας πούμε. Λοιπόν, ήμασταν στην ΕΔΑ και εμείς μετά την οργάνωση με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις: χρυσοχόοι, οι τσαγκαράδες και λοιπά. Εκεί είχαμε άλλες ιστορίες εκεί πέρα μέσα. Σταματάμε εδώ πέρα τώρα, γιατί από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι γνωστά.
Ενότητα 19
Η περίοδος της χούντας και αναδρομή στη Μακρόνησο. Επίλογος και τραγούδια της εποχής
04:56:33 - 05:09:23
Έγινε η χούντα, έγιναν αυτά, ας πούμε, και σταματήσαμε, σταμάτησε όλη αυτή η ιστορία, σταμάτησε, κατάλαβες; Όταν έγινε η χούντα πρώτη μέρα, εμάς ήρθαν να μας συλλάβουνε. Φύγαμε εμείς απ' το μαγαζί, ειδοποιήσαμε, ήρθε η γυναίκα μου, ήρθε ο πατέρας μου στο μαγαζί και με τον συνεταίρο μου μετά βρεθήκαμε, του λέω: «Δρόμο τώρα, πάμε να κρυφτούμε και να δούμε τι θα γίνει, τι θα κάνουν οι άλλοι», από κει πέρα μέσα. Κρυφτήκαμε εμείς κάνα μήνα, ενάμιση μήνα, δύο μήνες περίπου και μετά μας ειδοποίησαν και μας είπαν: «Μπορείτε να πάτε στο μαγαζί, δεν θα αυτό και λοιπά», ότι «Δεν θα ανακατευτείτε πουθενά» και κάναμε, ας πούμε, αυτή την υποχώρηση, που λέμε, δεν θα ανακατευτούμε πουθενά. Και δεν ανακατευτήκαμε, λέει, επίσημα. Μας συλλάβαν, όμως, μετά αργότερα για άλλη περίπτωση. Μας συλλάβανε για την οργάνωση των μικρομεσαίων, τέλη του… 1η Νοεμβρίου του ‘47 και μας άφησαν στις 14, όχι 14... την 1η Δεκεμβρίου του ‘47 πάλι. Είχαμε ετοιμάσει δικαστήριο και λοιπά, αλλά ήτανε σπασμένη. Ήταν μια οργάνωση την οποία είχε οργανώσει η ασφάλεια με χαφιέδες, την πάτησαν οι μικρομεσαίοι και εμείς ειδοποιήσαμε τον κόσμο αυτόν: «Προσοχή, γίνεται εκείνο το πράγμα». Εγώ έκανα την αυτή να πάω στον χαφιέ τον ένα, δεν ήξερα ότι είναι χαφιές και να του πω: «Κοίταξε να δεις, άμα θέλεις οργάνωση...» εμείς είχαμε δεσμό με την οργάνωση τώρα πια, την παράνομη οργάνωση, των αυτών που κρυβόταν. Οπότε ήρθαν, μας συλλάβαν εμάς.
Πότε, είπατε, σας συλλάβανε;
1η Νοεμβρίου του ’47, λοιπόν, για στρατοδικείο. Αλλά τι γίνεται τώρα; Ο ένας είχε έναν θείο στρατηγό της χωροφυλακής. Του λέει: «Όταν θα σας λένε, θα λέτε το όνομα Δημητρίου». Ο Δημητρίου ήταν αυτός ο χαφιές. Είχε μαγαζί στην Ιουστινιανού με δέρματα, λοιπόν, τον οποίον τον νομίζαμε εμείς ότι είχε έρθει σαν να ήταν δεξιός, αλλά ήρθε συνδικαλιστικά και δούλευε μαζί μας και στην οργάνωση να τον εντοπίσουμε, να τον προφυλάξουμε, ότι: «Είναι παγίδα, ας πούμε και λοιπά, μην πάτε εκεί». Και εγώ του είπα και το άλλο: «Αν θέλεις οργάνωση» ξέρω ‘γω, εκεί την πάτησα, ας πούμε. Όταν μου κάναν ανακρίσεις, μου λένε: «Τι έκανες;». «Δεν έδωσα τίποτα». Λέει: «Τι, πόσα έδωσες;». «Δεν έχω δώσει τίποτα, ούτε δεκάρα. Να ψάξετε, αν βρείτε από αυτούς που νομίζετε ότι έχετε πληροφορίες, να μου πείτε». Εν τέλει, ξέρω ‘γω και λοιπά, λέει: «Όχι —λέει— για κάποια οργάνωση που είπες». Κατάλαβα αμέσως ότι αυτός ήτανε, τον έπιασα αμέσως. «Σε ποιον είπα —λέω— τέτοιο πράγμα εγώ; Δεν είπα εγώ σε κανέναν τέτοιο πράγμα». Δεν θέλαν να το φανερώσουν αυτοί, κατάλαβα αμέσως ότι ήταν αυτή η ιστορία. Το ουσιώδες ήταν θα μας πηγαίνανε στρατοδικείο, αλλά ο θείος του ενός ήταν στρατηγός της χωροφυλακής και του λέει: «Άμα σας πουν τίποτα —γιατί τα είδε αυτός—, θα αναφέρεις το όνομα Δημητρίου μέσα, λέγε Δημητρίου». Ο Δημητρίου ήταν αυτός που ήταν, αυτός και λοιπά, γιατί έπαιξε ηγετικό ρόλο αυτός ο Δημητρίου, ο άνθρωπος της ασφαλείας δηλαδή, για να γίνει η οργάνωση αυτή. Την οποία τι την ήθελαν; Θα περνάν [Δ.Α.] αυτοί, θα λέγανε: «Πιάσαμε μια οργάνωση ακόμη» και θα τραβάγανε. Καμιά τριάντα-σαράντα άτομα ήταν περίπου στην ιστορία αυτή. Τι γίνεται όμως; Μαθαίνουν αυτοί ότι θα γίνει αυτό του βασιλιά, το πραξικόπημα του βασιλιά, και μας αμολάν όλους, μας αφήνουν. Βγαίνοντας εμείς μαθαίνουμε ότι είναι να γίνει του βασιλιά κίνημα. Εμείς το μαθαίναμε, αυτοί το ξέραν δηλαδή. Και πραγματικά γίνεται το κίνημα του βασιλιά, κατεστάλη και αυτός ο οποίος κατέστειλε το κίνημα του βασιλιά ήτανε αυτός που μας χτύπησε στη Μακρόνησο, ο Τασόπουλ[05:00:00]ος. Αυτός που είχε βάλει τότε... Μόλις έγινε η χούντα συνέλαβε αυτόν τον... που σου είχα πει, τον αντιστράτηγο που έγινε στρατηγός μετά, τον συνταγματάρχη, τον Λασπιά, σου έχω πει την περίπτωση, σου την έχω αναφέρει. Λοιπόν, αυτός είναι που κατέστειλε το κίνημα εδώ. Στη διάρκεια της χούντας στα χέρια του πέθανε ο Τσαρουχάς, της Καίτης Τσαρουχά ο πατέρας που λέμε. Ήτανε μεγάλο στέλεχος του... στην κεντρική επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος ήτανε ο Τσαρουχάς. Πήγαιναν για την Αθήνα, αυτοί είχανε τότε με το ΚΚΕ εσωτερικού θα πηγαίνανε και στην Αθήνα και τους είχε προδώσει ένας και τους πιάσανε όλους μαζί και τον βασάνισαν. Αυτός ήταν καρδιακός και πέθανε στα χέρια του Τασοπούλου. Και γι' αυτό το πράγμα ο Τασόπουλος είναι απ' τους λίγους που δικάστηκαν τους χουντικούς τότε στρατιωτικούς, που δικάστηκαν τρία-τέσσερα-πέντε χρόνια φυλακή. Έχει πεθάνει, μου φαίνεται τώρα, έχει πεθάνει ο Τασόπουλος.
Και μου είχατε πει είχε γίνει και ιστορία με τη Μακρόνησο. Είχε ακουστεί ότι σας δέρναν και είχε γίνει—
Ναι, τότε είχε γίνει θόρυβος μεγάλος, γράψαν οι εφημερίδες και λοιπά και σταμάτησαν. Δεν σου είπα την περίπτωση; Ότι ήρθε άλλος αξιωματικός, άλλοι αξιωματικοί ήρθαν επάνω, μας πήγανε εμάς στον τέταρτο, μας φέρανε εδώ και βγάζαμε τα σύρματα των εξορίστων, που ήταν τότε, παλιά εξόριστοι. Και μετά μας πήραν από δω και μας φέρανε στο 2ο Τάγμα, στο 1ο Τάγμα και μετά πήγαμε στο 3ο. Και στο 3ο ήταν άδειο τελείως αυτά, είχε αδειάσει η Μακρόνησος και μείναμε στις παράγκες εκεί. Σ’ το έχω αναφέρει, μου φαίνεται.
Γι' αυτό ήθελα να ρωτήσω, ο κόσμος έξω... είχανε γίνει διαμαρτυρίες, είχε γίνει τίποτα, όταν μαθεύτηκαν...
Οι εφημερίδες γράψανε μονάχα, αλλά αυτούς τους ενδιαφέρει και το εξωτερικό, γιατί είχε γίνει τότε... είχανε πάρει στο εξωτερικό όλοι για το τι γινόταν στη Μακρόνησο και λοιπά. Δεν ήτανε τυχαίο, δηλαδή, αυτό, είχαν γίνει βασανιστήρια. Στη Μακρόνησο αυτοί κατάλαβαν ότι την πάτησαν όταν έγιναν οι εκλογές του ‘51, του ‘50 ή του ’51. Όταν έγιναν οι πρώτες εκλογές εκεί, πάθαν νίλα στη Μακρόνησο. Εκεί που μάθανε να τους χειροκροτούν οι φαντάροι και λοιπά, είδαν ότι ξαφνικά οι φαντάροι ψήφισαν όλοι απ' την άλλη μεριά, κεντρώα δημοκρατικά κόμματα και το κόμμα της αριστεράς, δεν θυμάμαι πώς λεγότανε. Δημοκρατική Παράταξη μου φαίνεται, κάπως έτσι λεγόταν τότε εκεί. Να το σταματήσουμε εδώ; Εντάξει.
Ό,τι θέλετε. Να κάνω και δυο ερωτήσεις—
Ναι.
Που τις έχω κρατημένες από πριν.
Ναι.
Το ένα είναι για τη δουλειά που μου είχατε πει στον θείο σας, στο δικηγορικό γραφείο. Εκεί πέρα τι ακριβώς κάνατε;
Στο δικηγορικό γραφείο;
Nαι.
Κοίταξε, ήμουνα γραμματέας του, ας πούμε, υπάλληλος, γραμματέας. Εγώ έγραφα στη γραφομηχανή τις προτάσεις που μου έδινε και λοιπά, γιατί έγραφε προτάσεις για τα δικαστήρια και τις έγραφα εδώ. Συγχρόνως είχα αρχίσει κι έβγαζα και λεφτά, γιατί ερχόταν κι άλλοι δικηγόροι και τους έγραφα τις προτάσεις αυτωνών και έβγαζα και ένα καλό χαρτζιλικάκι από εκεί πέρα μέσα.
Μου είχατε πει μία ιστορία... Νομίζω ότι βοηθούσατε και τους Εβραίους;
Εκεί ήταν ένα γραφείο που ήταν οι Εβραίοι, ο σύλλογος των Εβραίων επανελθόντων, νέοι άνθρωποι. Αυτοί είχαν την οργάνωσή τους φαίνεται, που στέλναν για την Παλαιστίνη, κάτω. Επειδή, όμως, είχε πάρα πολλές υποθέσεις ο θείος μου, ίσως από αυτούς να έπαιρνε, αλλά είχε κι άλλους πελάτες Εβραίους, οι οποίοι είχανε κληρονομικά και ερχόταν, ας πούμε, οι αυτές και έβγαζε τα γενεαλογικά δέντρα. Γιατί δεν ήταν απευθείας ο γιος του τάδε να πάρει το σπίτι εκείνου. Ο γιος του τάδε, που παντρεύτηκε την τάδε και που είχε εκείνο, που είχε εκείνο και λοιπά, κάνανε το δέντρο ολόκληρο ο θείος μου κι έβγαζε και διεκδικούσαν να πάρουν το μερίδιο που ήταν απ' τα σπίτια των αλλωνών που είχαν πεθάνει, αφού πιστοποιούνταν ο θάνατος αυτωνών στο τάδε στρατόπεδο και λοιπά που πέθαναν. Δηλαδή, είχε μια αρκετή πελατεία τέτοια, Εβραίων.
Που ήτανε και σπίτια τα οποία ήταν κατειλημμένα;
Ένα μεγάλο μέρος της Θεσσαλονίκης ήτανε σπίτια τα οποία είχαν πάει περίπατο. Άσε που τα είχαν καταλάβει και λοιπά, αυτό είναι άλλο. Μαγαζιά και σπίτια και τέτοια είχαν γίνει...
Θυμάστε έτσι κανένα περιστατικό με κάποιον, κάποια υπόθεση που…
Εβραίων όχι, συγκεκριμένη δεν θυμάμαι. Θυμάμαι που ερχόταν ένας Εβραίος, νομίζω δικηγόρος ήταν αυτός, Λεβί, αλλά δεν θυμάμαι λεπτομέρειες καθόλου.
Κάτι άλλο, μου είχατε πει για τη μητέρα σας—
Ναι—
Ότι είχε πεθάνει από φυματίωση—
Ναι, ναι.
Ήτανε στο σανατόριο;
Όχι, καθόλου. Εδώ, στο σπίτι πέθανε.
Και πώς... ποια ήταν η αντιμετώπιση, ας πούμε, τότε; Το κρύβατε ότι έχετε άνθρωπο με φυματίωση στο σπίτι;
Δεν κρύβαμε, τίποτα δεν κρύβαμε. Έκανε θεραπεία στο Ταμείο Ασφαλίσεως Καπνεργατών, ΤΑΚ λεγότανε, στην κυρία Μπαγιατάκη, γιατρός ήταν, φυματιολόγος αυτή και έκανε στο σπίτι θεραπεία. Τι θεραπεία τότε; Kάτι αυτά έκαμνε, κάτι φάρμακα της έδινε, κάτι εισπνοές έκανε και λοιπά. Tώρα τι είδους καρκίνος ήταν δεν ξέρω. Εμείς ήμασταν στο ίδιο σπίτι, μαζί μέναμε, στο ένα δωμάτιο δηλαδή, όχι σ' ένα σπίτι, στο ίδιο σπίτι, με τον μπαμπά μου κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι. Oύτε ο μπαμπάς μου κόλλησε τίποτα ούτε εγώ κόλλησα τίποτα. Πιθανόν να είχαν δημιουργηθεί αντισώματα, δεν ξέρω, σε αυτό το πράγμα. Δεν αποκλείεται να είχαμε δημιουργήσει αντισώματα και κρατήσαμε.
Μάλιστα. Να σας ρωτήσω και για το τέλος και δεδομένης της εξορίας και της φυλακής και όλα αυτά.
Ναι.
Μετανιώσατε ποτέ για τίποτα;
Κοίταξε, δεν μπορεί να μετανιώσω. Να μετανιώσω γιατί; Aν έκανα κάτι κακό, θα έλεγα έκανα κάτι κακό. Όταν πήγα στον στρατό, σου είπα εκεί, μου λέει ο... Ήμασταν γυμνοί, οι γιατροί μας εξέταζαν, μου λέει: «Δεν ντρέπεσαι λίγο;». «Γιατί —λέω— να ντραπώ;». Λέει: «Ήσουν φυλακή». «Να ντραπούν αυτοί που με βάλανε!», κατευθείαν τον κάρφωσα εκεί πέρα. Δεν ένιωθα αυτό, γιατί ήμουνα φυλακή, προς Θεού δηλαδή! Εμείς νιώθαμε περήφανοι, γιατί ήμασταν φυλακή γι' αυτό το πράγμα. Το νιώθαμε διαφορετικά. Δεν... Θα πεις, δεν ξέρω τι θα γινόταν, αν ήμουνα έξω. Δεν ξέρω τι θα γινόταν. Εγώ πήγαινα για καθηγητής, γιατί ήδη είχα αρχίσει από δω, παρέδινα μαθήματα σε Μαθηματικά. Είχα ένα σύστημα, όχι ένα σύστημα καλό, είχα πάρει από το φροντιστήριο που μας δίνανε και τα Μαθηματικά έτσι τα είχα με ευκολία. Και έδινα και καλά, εύκολα τα μαθήματα αυτά. Πιθανόν να πήγαινα σε κανένα φροντιστήριο, δεν θα διοριζόμουνα από κει αλλά [Δ.Α.]. Όταν βγήκα από κει, ήταν ο Τομανάς και ο... είχαν τον Ευκλείδη αυτοί, ο Μανώλης ο Οικονομίδης και ο Τομανάς και ο Στεργίου. Ο Στεργίου ήταν δεξιός, ο Οικονομίδης και ο Τομανάς ήταν εξόριστοι, στον Άη Στράτη τους είχαν στείλει και τους δύο τότε και τους έφερε πίσω πάλι ο Στεργίου, του οποίου ο γιος είναι σ' ένα ιδιωτικό εκπαιδευτήριο είναι, όχι εκπαιδευτήριο, απ' τις σχολές τις ΙΕΚ, κάτι τέτοιο, σε μια σχολή από αυτές είναι ο Στεργίου, ο γιος του Στεργίου. Ο γιος ήταν μαθηματικός. Λοιπόν και μου είπαν τότε... Δεν μπορούσες να πας στο πανεπιστήμιο, δεν σε δέχονταν καταρχήν, δεν σε δέχονταν, αν δεν είχες πιστοποιητικό φρονημάτων, αλλά και ούτε καν σκεφτόμουνα σχεδόν το πώς θα ζήσεις, ας πούμε, άμεσα από δω. Γι' αυτό και η ασχολία μου δεν ήταν εμένα να γίνω επαγγελματίας, να με ξέρουν όλοι, στέλεχος του κόμματος και λοιπά, για να τραβήξω. Εγώ έδωσα αυτό που έπρεπε να δώσω, γιατί νόμιζα ότι έτσι έπρεπε. Δεν γινότανε αλλιώς. Όχι ότι έπρεπε να γίνω ο άλφα ή ο βήτα μέσα εκεί, γι' αυτό απέφευγα να παίρνω και τα πόστα, δεν ήθελα πόστα, δεν μ' άρεσαν τα πόστα να τα έχω. Μου άρεσε να είμαι έτσι απλά μέσα στον όλο κόσμο, δηλαδή, να είμαι και εγώ μέσα εκεί έτσι. Έτσι ίσως να ήταν και ο τύπος μου αυτός, δεν ξέρω.
Λοιπόν, μου είχατε πει και για ένα τραγούδι που λέγανε οι αντάρτες απ' τη Χαλκιδική.
Ναι, όταν ήρθαν εδώ στο Σέιχ Σου μία διμοιρία, θα λέγαμε, ανταρτών, κάθισαν στο καφενείο. Τους κέρασε ο Παπαζήσης εκεί και οι αντάρτες τραγούδησαν όλο μαζί δύο τραγουδάκια που είχα ακούσει από αυτούς τότε. Το ένα ήτανε αυτό που θα σου πω τώρα: «Στον κόσμο να δείξουν πως είμαστε αρχαίων ηρώων παιδιά του Διάκου του Ανδρούτσου και του Λεωνίδα την τόλμη και ορμή κρύβουμε μες στην ψυχή για τη λευτεριά και για το λαό ορμάτε με θάρρος και μ’ ενθουσιασμό για τη λευτεριά εμπρός στη φωτιά και πέρα για πέρα τινάξτε τα δεσμά! Aντάρτες λεβέντες μας δείχνουν τον δρόμο μας δείχνουν τον δρόμο για τη λευτεριά αυτοί προχωράνε με όπλα στους ώμους γι' αυτό και εμείς θα τραβήξουμε μπροστά». Κάπως έτσι είναι. Το άλλο, δεν το θυμάμαι τα λόγια του εκεί πέρα καλά. Έτσι. Αυτό είναι ένα τραγούδι και το άλλο ήτανε το… Δεν το έχω ξανακούσει κι αυτό πουθενά αλλού: «Τάγματα ασφαλείας —αυτοί ήταν απ' τη Νιγρίτα και λοιπά, από εκείνη την περιοχή ήταν, Χαλκιδική και Νιγρίτα— τάγματα ασφαλείας Βουλγάροι-Γερμανοί και αυτοί οι παουτζήδες μας κλέβουν το ψωμί εμπρός παιδιά χτυπάτε γερά χτυπάτε τους φασίστες για την ελευτεριά ατίμησαν κοπέλες και κάψαν χωριά Σκοτώσανε-». Δεν θυμάμαι το άλλο παρακάτω, τα λόγια, κάπου εκεί ήτανε αυτό το τραγούδι. Δεν ξέρω αν βρέθηκε πουθενά, αν υπάρχει πουθενά, δεν νομίζω.
Ωραία. Μάλιστα, νομίζω έχουμε τελειώσει.
Ναι, ναι, ναι.
Άμα δεν θέλετε να πούμε και κάτι άλλο.
Οπότε θα κοιτάξω μετά... Θα 'ρθεις μια μέρα να κοιτάξουμε και τις φωτογραφίες, τις οποίες θα σου τις αναλύσω κιόλας εγώ. Ναι.
Ωραία. Κύριε Μίλτο, ευχαριστώ πάρα πολύ!
Εντάξει, εντάξει, εντάξει.
Ευχαριστώ πολύ!
Φωτογραφίες

Καλάμι, Πάσχα 1950

Θεσσαλονίκη, 1954, Μετά ...
Από αριστερά προς δεξιά: Μπαλακανάκης Κώστ ...

Θεσσαλονίκη, 1943
Η παρέα από τον Άγιο Παύλο. Από αριστερά π ...

Θεσσαλονίκη, 1945
Ο Μίλτος Μυρώνης (Δεξιά) με τον Λάζαρο Κού ...

Θεσσαλονίκη, 1945
Από αριστερά προς δεξιά: Γιάννης Μάλαμας, ...

Θεσσαλονίκη, 1938
Φωτογραφία από τη σχολική θεατρική παράστα ...

Άη Στράτης 1947
Ο αφηγητής (τρίτος από τα αριστερά) μαζί μ ...

Άη Στράτης 1947
Το πίσω μέρος της φωτογραφίας με τα ονόματ ...

Μακρόνησος, 1953
Ο Μίλτος Μυρώνης (Δεξιά) με τον Χρόνη Μίσσ ...

Μακρόνησος, 1953

Μακρόνησος, 1953

Μακρόνησος, 1953

Μακρόνησος, 1953

Μακρόνησος, 1953

Καλάμι, Πάσχα 1950
Φωτογραφία με όλους τους Μακεδόνες κρατούμ ...

Καλάμι, Πάσχα 1950

Μίλτος Μυρώνης
Ο αφηγητής
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Μίλτος Μυρώνης γεννιέται στη Θεσσαλονίκη το 1928. Κατά την περίοδο της κατοχής οργανώνεται με του φίλους του από τη γειτονιά στην ΠΕΚ, ενώ αργότερα προσχωρεί στην ΕΠΟΝ. Κατά τον εμφύλιο βρίσκεται αρχικά εξόριστος στον Άη Στράτη, ενώ περνάει από μια σειρά τόπων εξορίας και φυλακών, για να καταλήξει και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Μέσα σε αυτά τα χρόνια γίνεται μάρτυρας σημαντικών ιστορικών γεγονότων, από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης μέχρι τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ενώ συναντά και συναναστρέφεται μερικές από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής, από τον Γιώργο Ιωάννου και τον Ηλία Πετρόπουλο, μέχρι τον Νίκο Ζαχαριάδη και τον Χρόνη Μίσσιο.
Αφηγητές/τριες
Μιλτιάδης Μυρώνης
Ερευνητές/τριες
Ιάσονας Νεστορίδης
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/02/2022
Διάρκεια
309'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Μίλτος Μυρώνης γεννιέται στη Θεσσαλονίκη το 1928. Κατά την περίοδο της κατοχής οργανώνεται με του φίλους του από τη γειτονιά στην ΠΕΚ, ενώ αργότερα προσχωρεί στην ΕΠΟΝ. Κατά τον εμφύλιο βρίσκεται αρχικά εξόριστος στον Άη Στράτη, ενώ περνάει από μια σειρά τόπων εξορίας και φυλακών, για να καταλήξει και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Μέσα σε αυτά τα χρόνια γίνεται μάρτυρας σημαντικών ιστορικών γεγονότων, από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης μέχρι τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ενώ συναντά και συναναστρέφεται μερικές από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής, από τον Γιώργο Ιωάννου και τον Ηλία Πετρόπουλο, μέχρι τον Νίκο Ζαχαριάδη και τον Χρόνη Μίσσιο.
Αφηγητές/τριες
Μιλτιάδης Μυρώνης
Ερευνητές/τριες
Ιάσονας Νεστορίδης
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/02/2022
Διάρκεια
309'