Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Η Έλενα Χαραλαμπούδη αφηγείται με μπόλικο χιούμορ πώς έγινε μητέρα, μια ιστορία «που έχει να κάνει με τη ζωή και τον θάνατο»
Ενότητα 1
«Είμαι ένας άνθρωπος που ποτέ δεν πίστευα ότι θα έκανα οικογένεια στα 28 μου»
00:00:00 - 00:17:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Καλησπέρα. Πώς ονομάζεσαι; Είμαι η Έλενα. Είμαι η Έλενα Χαραλαμπούδη. Είμαι 33, είμαι ηθοποιός, ζω στην Αθήνα, στην Κάν…οδρόμιο, δίπλα είναι. Δεν πήγα στο πατρικό μου, γιατί το σπίτι μου το είχα αφήσει στο Παγκράτι, πήγα στην Κάντζα και από τότε μείναμε μαζί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
«Η εγκυμοσύνη μου ήταν μία περίοδος που τη βίωσα με την απόλυτη φυσικότητα»
00:17:23 - 00:29:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μέχρι σήμερα. Ναι, μέχρι σήμερα. Κι έτσι λοιπόν, όπως δεν αποφασίζαμε τίποτα να κάνουμε με τον Λάζαρο, έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε πάρα π…επη, την αυτό. Και κάτω από τα ρούχα της παράστασης ή από τη σειρά «κλακ», αυτό. Και την έκανα χωρίς φόβο και πάθος, γιατί έπρεπε να γίνει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
«Ήταν ένας τοκετός πολύ ιδιαίτερος»
00:29:29 - 01:00:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η θρομβοφιλία όμως, επειδή ακριβώς είναι ένας παράγοντας που κάνει την εγκυμοσύνη υψηλού κινδύνου, ο γυναικολόγος μου ο πρώτος φοβότανε. Κα… Ήθελα να σε ρωτήσω, θυμάσαι μου είπες, αλλά έτσι αυτήν την πρώτη στιγμή που στην ακούμπησαν ή και την πρώτη στιγμή που τη θήλασες; Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
«Πριν τη Φαίδρα, ήμουνα ένα ολόκληρο. Τώρα με τη Φαίδρα είμαι εγώ ένα μισό, η Φαίδρα άλλο ένα μισό, και μαζί κάνουμε ένα ολόκληρο»
01:00:50 - 01:18:57
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όταν μου την ακούμπησαν, ήταν σαν να- δεν μπορώ να στο εξηγήσω. Μπορεί να μην το καταλάβεις, γιατί συνήθως το καταλαβαίνουν όσοι έχουν κάνε…Χρησιμοποιώ, έτσι χρησιμοποιώ κι αυτό ως υλικό της προσωπικότητάς μου. Αυτά. Ευχαριστώ και πάλι. Ευχαριστώ πολύ. Το κλείνω εδώ. Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
«Είμαι ένας άνθρωπος που ποτέ δεν πίστευα ότι θα έκανα οικογένεια στα 28 μου»
00:00:00 - 00:17:23
[00:00:00] Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Πώς ονομάζεσαι;
Είμαι η Έλενα. Είμαι η Έλενα Χαραλαμπούδη. Είμαι 33, είμαι ηθοποιός, ζω στην Αθήνα, στην Κάντζα. Δεν ζούσα πάντα στην Κάντζα. Ζούσα-
Δώσε μου ένα λεπτό να πω κι εγώ τα εισαγωγικά.
Α, τέλεια!
Κι εγώ είμαι η Ειρήνη Μακρή, είμαι Ερευνήτρια για το Istorima. Βρισκόμαστε στην Αθήνα, είναι 11 Φεβρουαρίου του 2022 και ξεκινάμε την ιστορία μας, την ιστορία του τοκετού σου.
Ναι. Πριν αρχίσουμε να σου πω κάποια πράγματα έτσι για μένα. Λοιπόν, είμαι 33, είμαι ηθοποιός, μένω στην Κάντζα. Δεν έμενα πάντα στην Κάντζα, έμενα Παγκράτι, Μετς. Δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι θα μείνω σε ένα τόσο απομακρυσμένο τόπο, που δεν μπορείς να πάρεις τσιγάρα άμα δεν έχεις αμάξι. Πρέπει δηλαδή, ας πούμε, τα πάντα να τα κάνεις με το αυτοκίνητο. Είχα συνηθίσει να είμαι στο κέντρο της Αθήνας, να κατεβαίνω με τις παντόφλες μου και να παίρνω σοκολάτες στις 3:00 το ξημέρωμα! Λοιπόν, γενικά δεν μου άρεσε η όλη φάση προάστια, αλλά γνώρισα τον άντρα μου, κι επειδή τον κάλεσα μια-δυο φορές στο σπίτι μου στο Παγκράτι, και δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τα μηχανάκια κι από τα τρόλεϊ που άκουγε, αλίμονο, αποφάσισε να πάμε εκεί, γιατί είχε και δικό του σπίτι, οπότε μας βόλεψε. Είμαι ένας άνθρωπος που ποτέ δεν πίστευα ότι θα έκανα οικογένεια στα 28 μου. Ότι ποτέ, ότι δεν- και μάλιστα ότι θα παντρευόμουνα στα 28 μου! Κυνηγούσα φοβερά τον έρωτα, μ’ άρεσε πάρα πολύ. Δηλαδή, όλη μου η ζωή και όλα αυτά που έκανα, και οι παραστάσεις που έκανα, και οι περιοχές που βρέθηκα, όλα τα έκανα για τον έρωτα. Δηλαδή, μου άρεσε πάρα πολύ. Έχω βρεθεί στο Εδιμβούργο για έρωτα. Έκατσα 3 μήνες, έπαθα κατάθλιψη από την καταχνιά κι απ’ τη μαυρίλα και απ’ την κατάθλιψη και γύρισα. Αλλά πήγα! Κάποια στιγμή, λοιπόν, αποφάσισα ότι όλο αυτό με κούρασε, να κυνηγάω τον έρωτα κι αποφάσισα να κατασταλάξω και να μην κάνω τίποτα. Και να τρώω όλη μέρα πίτσες, και να βλέπω Φιλαράκια και να ζω για την πάρτη μου. Και να ’χω μόνο φίλους και να κάνω παραστάσεις. Είχα απογοητευτεί πάρα πολύ, και είχα αποφασίσει ότι ήθελα να κυνηγήσω έτσι και λίγο τη δουλειά μου πιο πολύ και πιο σε βάθος, και να κάνω διαφορετικά πράγματα, να συνεργαστώ με διαφορετικούς ανθρώπους. Κι αποφάσισα να πάω για έναν ολόκληρο χρόνο, μπορεί και δύο χρόνια, στην Κύπρο. Με κάλεσε λοιπόν ο Γιάννης ο Καλαβριανός σε μία παράσταση στην Κύπρο, στο ΘΟΚ κι επειδή είμαι και μισή Κύπρια, το θεώρησα πολύ καλή ευκαιρία, γιατί είχα και κάποια ξαδέρφια κάτω και κάποιους συγγενείς. Οπότε λέω «Πολύ ωραία, θα το εκμεταλλευτώ και θα πάω εκεί να ζήσω». Και είχα πάρει την απόφαση να πάω εκεί, με καθαρό πνεύμα πια, με καθαρό μυαλό και γύρω στα 27 μου, και μάλιστα παράτησα όλες τις δουλειές που είχα εδώ τις θεατρικές, γιατί δεν ήθελα να το κόψω στη μέση, και είχα πιάσει δουλειά σε ένα μανάβικο. Και πήγαινα στο μανάβικο, γιατί με βόλευε το ωράριο και τα λεφτά. Και παρόλο που επειδή ήμουνα στο μανάβικο, ήθελα να κάνω και κάτι καλλιτεχνικό ταυτόχρονα. Δηλαδή, δεν ήθελα να αφήσω αυτήν την [Δ.Α.] μέχρι να πάω, τέλος πάντων, στην Κύπρο. Κι αποφάσισα να πάω σε μία ένωση φωτογράφων να με βγάζουνε φωτογραφίες. Και πήγα, λοιπόν, εκεί και υπήρχε μία ομάδα ανθρώπων που με βγάζανε φωτογραφίες. Και ήτανε και γυμνό μάλιστα, ήταν καλλιτεχνικό γυμνό. Δεν είχα κανένα πρόβλημα, είπα «Θα το κάνω κι αυτό». Λοιπόν, και ήταν εκεί κάτι τύποι, ας πούμε, βγάζανε φωτογραφίες. Πολύ ωραία είχα αισθανθεί. Ήτανε πλήρως αντ-αυτό, στην ελληνική φωτογραφική εταιρεία. Τέλος πάντων, είναι ένας σοβαρός σύνδεσμος φωτογράφων κτλ. κτλ. Γνωρίζομαι λοιπόν εκεί, μ’ ένα παιδί το οποίο -μ’ έναν άντρα τέλος πάντων, παιδί δεν το λες- που λεγόταν Λάζαρος, Λάζαρος Βασιλειάδης. Τώρα να σου πω πότε ήτανε, πότε γνωριστήκαμε, ας πούμε. Ναι, Μπράβο! Λοιπόν, γνωριστήκαμε Μάιο. Εγώ Νοέμβρη, Μάιο γνωριστήκαμε, Νοέμβρη θα έφευγα για Κύπρο, είχα ήδη κανονίσει. Μάιο, λοιπόν, γνωριστήκαμε και Οκτώβρη-Νοέμβρη θα έφευγα για Κύπρο. Γνωριζόμαστε εκεί στη φωτογράφιση, με φωτογραφίζει μπούρου, μπούρου, μπούρου. Τον Σεπτέμβρη-
Να μπούμε σ’ αυτό λίγο;
Ναι, ναι, αυτό.
Τη φωτογράφιση.
Α, ναι! Βέβαια, βέβαια, βέβαια! Η φωτογράφιση ήταν ένα καλλιτεχνικό γυμνό. Πολλοί άνθρωποι τριγύρω μου, η αλήθεια είναι ότι δεν τον είχα παρατηρήσει καθόλου. Δεν με ενδιέφερε κανένας βασικά. Είχε κάποιους ωραίους έτσι άντρες μέσα κι αυτά, αλλά εγώ ψιλοχέστηκα, δεν είχα πρόβλημα. Δηλαδή, πήγαινα, ας πούμε, να πάρω το πενηντάρικο που ήτανε της μίας ώρας και να φύγω, ή και 100 μάλιστα, όταν ήτανε γυμνό, και να φύγω. Όμως αυτοί οι άνθρωποι μου στέλνανε μετά τις φωτογραφίες τους, γιατί έτσι είναι η συμφωνία. Μου στέλνανε τις φωτογραφίες και μου λέγανε «Ποια θέλεις να δημοσιευτεί; Να έχουμε τη συναίνεση» και τους έλεγα. Είχανε στείλει οι περισσότεροι, εκτός από τον Λάζαρο, ο οποίος κάποια στιγμή εγώ είχα ξεχάσει αυτήν τη φωτογράφιση. Είχα ξεχάσει αυτό το περιστατικό, είχα ξεχάσει τους ανθρώπους πώς ήτανε, πώς μοιάζανε. Και κάποια στιγμή, από τον Μάιο δηλαδή που έγινε η φωτογράφιση, τον Σεπτέμβρη μου έρχεται ένα μήνυμα, ένα mail, στο e-mail μου. Εγώ τότε με τα e-mail καμία σχέση, τίποτα. Εγώ ήμουνα παιδί του Messenger, παιδί του Tinder, παιδί του WhatsApp, ξέρεις αυτό. E-mail τώρα ουάου! Και βλέπω έτσι ένα e-mail «Γεια σου! Είμαι ο Λάζαρος ο Βασιλειάδης, δεν ξέρω αν με θυμάσαι» κτλ. Στην αρχή τον πήρα για πολύ περίεργο, γιατί μου μίλαγε μέσω e-mail! Μου έστειλε τις φωτογραφίες ότι «Να, αυτό. Κοίτα τη. Θέλω να στείλω τη φωτογραφία σου σ’ αυτόν τον διαγωνισμό στην Ιταλία, ιντερνετικό κι αυτό». «Ναι, βεβαίως». Μου μίλαγε και μου ανέπτυσσε τα ενδιαφέροντά του μέσω email κι αυτό μου φάνηκε πάρα πολύ παράξενο. Δηλαδή, δεν το είχα ξανά, να μιλάω με έναν άνθρωπο μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ήταν σαν να γράφω γράμμα.
Πράγματι.
Λοιπόν, τέλος πάντων, Σεπτέμβριο αρχίζουμε και μιλάμε. Κερδίζει η φωτογραφία μου τον διαγωνισμό, μου στέλνει mail 2:00 η ώρα τα ξημερώματα μία Παρασκευή, την ημέρα που είχα χωρίσει με έναν γκόμενο, μη φανταστείς τώρα, δύο εβδομάδες βγαίναμε, εγώ τον έλεγα γκόμενο. Λοιπόν, είχα χωρίσει και ήμουνα στα πατώματα και το αυτό και λέω «Πω, πω, πάλι δηλαδή, τέλος πάντων, ούτε ένα one stand night δεν μπορώ να κάνω πια. Όλα τα παίρνω σοβαρά». Και είναι λοιπόν αυτός και μου στέλνει 2:00 η ώρα τα ξημερώματα «Κοίτα, ξέρω γω, κέρδισες αυτό». Και μιλάγαμε. Και κάποια στιγμή μου λέει «Θέλεις να κάνουμε μία συνάντηση, γιατί θα ‘θελα να ξανακάνουμε κάποιες φωτογραφίσεις, street photography αυτήν τη φορά, πορτρέτα. Να βγούμε να κάνουμε μία φωτογράφιση. Θέλεις να βγούμε να πούμε τις λεπτομέρειες;». Και λέω «Βεβαίως». Τελειώνω, τέλος πάντων, τη δουλειά μου από το μανάβικο στις 9:00. «Θέλεις να τα πούμε στο Chelsea στο Παγκράτι στις 9:30;». Τότε ήταν στα πάνω του το Chelsea, ήταν με το που άνοιγε, δεν ήταν αυτός ο κακός χαμός με τα καγκούρια γύρω-γύρω. Λοιπόν, και ήταν πολύ ωραία. 9:30; 9:30.Του λέω Πού μένεις;». Μου λέει «Εγώ Παλλήνη, Κάντζα». Λέω «Μάλιστα». Κάποια στιγμή λέω «Πού δουλεύεις;» κι αυτά. Μου λέει «Στην Intracom». «Μάλιστα, στην Intracom. Ωραία». Τίγκα τεχνοκράτης, εντελώς. Αυτό. ΟΚ, ναι, κτλ. κτλ. Έρχεται, λοιπόν. Θυμάμαι ότι γύρισα από τη βάρδια και δεν πήγα καν να κάνω ούτε μπάνιο ούτε τίποτα, έτσι όπως ήμουνα δεν προλάβαινα. Και πήγα 9:30 η ώρα κατευθείαν στο Chelsea, είχα πιάσει λίγο τα μαλλιά μου πάνω κι αυτό. Και πήγαμε στο Chelsea, καθίσαμε. Και πώς είναι, ρε παιδί μου, αυτό το πράγμα που διαβάζεις στα βιβλία και βλέπεις στις ταινίες, ότι με το που τον βλέπεις τον άλλον κάτι σου κάνει; Εγώ ήμουνα γυρισμένη πλάτη και λέει «Καλησπέρα, Έλενα». «Γεια!», ξέρω γω, κάτι μου είπε και γυρίζω και λέω «Μμ! Ναι. Όπα, κάτι αυτό, γεια». Καθόμαστε, λοιπόν, να μη στα πολυλογώ, είναι απ’ αυτά τα ραντεβού που αρχίζουν στις 9:00 και τελειώνουνε στις 2:00. Με πολλή κουβέντα, με κουβέντα για την προσωπική ζωή, για τα βιώματα. Μαθαίνω ότι είναι από τη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, κι έχει έρθει πολύ πρόσφατα εδώ, δηλαδή έχει έρθει το 2001 στην Ελλάδα. Ήτανε μέχρι το 2001 στην Τουρκία. Μεγάλωσε εκεί. Είναι 43 χρονών, 10 χρόνια μεγαλύτερός μου, δεν είχα ποτέ ξανά γκόμενο τόσο μεγάλο, πολύ φυσιολογικός, με μία πρωινή δουλειά 9-5, μ’ ένα μεγάλο αυτοκίνητο Volvo, ξέρεις, μία φαινομενικά φυσιολογική, βαρετή ζωή, που λες «Οκέι». Αλλά, είχε πάρα πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες που μου έλεγε και ήτανε και φωτογράφος. Του άρεσε πάρα πολύ δηλαδή η ομορφιά! Και του άρεσε να φωτογραφίζει, μάλιστα μου άρεσε πάρα πολύ αυτό που είπε και με κέντρισε, μου λέει «Εγώ, μου λέει, θέλω, μου αρέσει, μου λέει, να βγάζω φωτογραφίες στον δρόμο, αλλά δεν θέλω να αποτυπώνω την άσχημη πλευρά των ανθρώπων». Μου λέει «Αισθάνομαι άσχημα να φωτογραφίσω έναν άστεγο. Μου φαίνεται ότι, πώς να στο πω, τον βιάζω, τον… Δεν θέλω να βλέπω την άσχημη πλευρά των ανθρώπων, δεν πιστεύω ότι αξίζει να τη βλέπουμε». Και αυτό ήταν πάρα πολύ ελπιδοφόρο σε μία καταθλιπτικιά που είμαι[00:10:00] από τη φύση μου. Λοιπόν, και μη στα πολυλογώ. Λοιπόν, διαρκεί το ραντεβού μέχρι τη 1:00. Τώρα έχω πλατειάσει πολύ.
Καθόλου.
Όχι. Τέλεια. Τέλεια. Και με πάει στο σπίτι μου από κάτω. Μιλάμε όλη η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, έτσι; Τώρα, Παγκρατάρα στα ωραία της! Ανθισμένα τα αυτά, ξέρεις, Οκτώβρης, Σεπτέμβρης προς Οκτώβρη, γλυκός καιρός, έτσι ένα τζινάκι από πάνω, πολύ ωραία φάση το αυτό. Με πάει, λοιπόν, κάτω από την πόρτα. «Καληνύχτα». Λέω τώρα «Γιατί καληνύχτα; Καληνύχτα.». Για κάποιο λόγο, εγώ του δίνω ένα μανταλάκι που είχα μες στην τσάντα μου. Και ήταν ένα μανταλάκι καμηλοπάρδαλη. Και του λέω «Πάρε αυτό να με θυμάσαι». Μετά σκεφτόμουνα «Ρε μαλάκα, πόσο τρελή θα πρέπει να σε πέρασε ο άνθρωπος; Του έδωσες ένα μανταλάκι με σχήμα καμηλοπάρδαλη. Γιατί; Γιατί δηλαδή; Πες μου λίγο, τι το ερωτικό έχει αυτό;». Τέλος πάντων, εξακολουθούμε, λοιπόν, και μιλάμε τις επόμενες μέρες άπειρα. Μιλάμε για πολλά πράγματα μέσα στην καθημερινότητα. Για τέχνη, για μουσική, για διάφορα πράγματα. Μιλάμε, μιλάμε, μιλάμε. Να μη στα πολυλογώ, ο Λάζαρος για τρεις, για -από τον Σεπτέμβρη μέχρι τον Νοέμβρη που έφυγα- ο Λάζαρος μέχρι να φύγω δηλαδή, για ενάμιση μήνα περίπου, βγαίναμε και δεν έκανε τίποτα. Όχι, όχι, βγαίναμε και βγαίναμε κανονικά. Υπήρχε αυτή η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη κι αυτά, και με πήγαινε σπίτι μου, με καληνύχτιζε δια της χειραψίας, σαν τους παππούδες, μου ‘λεγε «Χαίρω πολύ» κι έμπαινα εγώ μέσα, και ήμουνα μετά ο μαλάκας, κι έπαιρνα τις φίλες μου και ούρλιαζα! «Και τι είναι αυτός! Και τι με θέλει, για φίλη; Και τι είναι αυτό, δεν είναι δυνατόν! Μήπως είναι gay; Μήπως έχει, άρχισα κι εγώ κι έλεγα διάφορα. Μήπως έχει γυναίκα στο εξωτερικό; Γυναίκα στην Τουρκία! Κατάλαβες; Και θέλει και γυναίκα εδώ, να γουστάρει και να κάνει». Τέλος πάντων, μου 'λεγε μία φίλη μου η οποία βγαίνει -η Κορίνα η Θεοδωρίδου, η οποία της αρέσουν περισσότερο οι άντρες σ’ αυτό το target γκρουπ, μου λέει «Χμ, χαλάρωσε. Το πάει καλά». Τέλος πάντων, εγώ δεν χαλάρωνα, τα είχα πάρει πολύ άσχημα. Και στο τελευταίο ραντεβού για μένα, βγήκαμε και λέω «Αυτό είναι το τελευταίο ραντεβού. Έτσι και δεν μου την πέσεις, δεν θα ξαναβγώ, δεν θα ξανασχοληθώ. Έλεος, βαρέθηκα». Λοιπόν, και βγαίνουμε, λοιπόν, κτλ. κτλ. στην Πλάκα. Και αφήνει το αυτοκίνητό του στο μετρό της Κάντζας, γιατί κάτι δεν μπορούσε αυτό και είχα εγώ αυτοκίνητο. Κατεβαίνει, λοιπόν, στο κέντρο και του λέω αφού τελειώσαμε «Αυτό, να προλάβεις κι εσύ το μετρό». «Όχι, όχι, μου λέει, δεν πειράζει, θα πάρω ταξί». Δεν παίρνει το μετρό, προλαβαίνει και πάει να πάρει ταξί. Και του λέω «Δεν πειράζει, του λέω, θα σε αφήσω εγώ κάπου». Πεπεισμένη ότι δεν υπάρχει ο τύπος, δεν, δεν! Λοιπόν, δεν μου ταιριάζει εμένα! Δεν μπορώ να περιμένω. Και να μη στα πολυλογώ, μιλάγαμε κατά τη διάρκεια. Aνεβαίνουμε όλη τη Μεσογείων, την ανεβαίνουμε, δεν σταματάω πουθενά για ταξί, ξεχαστήκαμε και φτάνουμε στην Παλλήνη. Μιλάμε πίσσα, σκοτάδι, χωριό! Τίποτα εντελώς. Και να μη στα πολυλογώ, φτάνουμε κάτω από το σπίτι του, 2:00 η ώρα τα ξημερώματα. Μιλάγαμε μέσα στο αυτοκίνητο μέχρι τις 5:00 παρά. Και τι κάνει ο Θεός; 5:00 παρά μ’ ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά, που το βγάζει ενάμιση μήνα, το ‘χει κάτω από το σπίτι του, 5:00 παρά το βράδυ, γυρνάει και μου λέει «Καληνύχτα» και ανοίγει την πόρτα να φύγει. Και λέω έτσι είσαι; Και του πιάνω το μπούτι και του λέω «Τι θα γίνει, ρε Λάζαρε; Θα με φιλήσεις να τελειώνουμε;». Και ποιος είδε τον Τούρκο και δεν τον φοβήθηκε. Και με αρπάζει και με φιλάει και μου λέει «Θα ‘ρθεις πάνω;». Όχι καργιολάκι, δεν θα έρθω τώρα! Ψέματα, ανέβηκα, αλλά δεν ήμουνα έτοιμη για σεξουαλική πράξη, έτσι; Ήμουνα πολύ απεριποίητη στα πόδια, θέλω να σου πω. Και μπήκα στου ανθρώπου μέσα το μπάνιο και βρήκα ξυραφάκι. Και του λέω «Μισό λεπτό, δεν θα κάνω πολύ, επειδή είμαι κι από τη δουλειά κι αυτά. Ένα ντουζάκι». Αργότερα μου είπε ότι του χάλασα την ξυριστική μηχανή. Δεν ήξερα πώς να τη χρησιμοποιήσω. Κι έτσι, λοιπόν, με τον Λάζαρο κολλήσαμε. Αλλά κολλήσαμε δύο εβδομάδες πριν φύγω για Κύπρο. Και μου είχε πει, από την αρχή, ότι επειδή ήταν παντρεμένος 7 χρόνια, είχε σχέση 10 χρόνια με μία κοπέλα από την Αρμενία, που δεν μιλούσε ελληνικά, και είχανε σχέση από απόσταση 7 χρόνια, πηγαινοερχόταν δηλαδή στην Τουρκία και την έβλεπε. Εκείνη δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα. Ήρθε μόνο όταν ο Λάζαρος της ζήτησε να έρθει, και του είπαν οι γονείς της ότι «Για να έρθει η Λίλιαν στην Ελλάδα, θα πρέπει να την παντρευτείς». Και παντρεύτηκε και την έφερε στην Ελλάδα. Και μετά, σε έναν χρόνο μέσα, με τη συγκατοίκηση αποφάσισε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει αυτός ο γάμος και χώρισε, μετά από 2 χρόνια, 3. Και μου είπε, λοιπόν, ξεκάθαρα έτσι από το πρώτο μας βράδυ ότι «Εγώ δεν μπορώ τη σχέση από απόσταση. Δεν μπορώ. Οπότε, αν έχεις σκοπό να μείνεις στην Κύπρο, εγώ δεν μπορώ να μπω στη διαδικασία να το κάνω αυτό. Θέλω κάποιον εδώ. Θέλω να κάνω, να προχωρήσω τη ζωή μου». Τέλος πάντων, πολλά λόγια έχουμε πει όλοι μας. Τελικά, κατάφερε να κάνει και σχέση από απόσταση και να πηγαινοέρχεται. Και μάλιστα δεν μπορούσε να έρθει στην πρεμιέρα μου στην Κύπρο, γιατί μέχρι τότε ήταν Τούρκος υπήκοος, και δεν επιτρέπεται να έρθει από την ελληνική πλευρά, γιατί δεν το αναγνωρίζει η Τουρκία, και ήρθε μέσω τουρκικής πλευράς. Και είχε κανονίσει με όλο το ΘΟΚ, με επίσημη πρόσκληση, χωρίς να το ξέρω εγώ, του ΘΟΚ, ότι αυτός ο άνθρωπος είναι προσκεκλημένος του Θεατρικού Οργανισμού της Κύπρου και ότι φιλοξενείται από εμάς. Δηλαδή, βρήκε τρόπο με συναδέλφους μου, χωρίς να το ξέρω εγώ, και μου έκανε έκπληξη, ήρθε στην πρεμιέρα. Και είχε κάνει χαρτιά. Το πάλευε για 3 μήνες να έρθει. Κι έκανε κανονικά δηλαδή τα χαρτιά του. Και ήρθε στην πρεμιέρα, πολύ ωραία. Πολύ χαρούμενη εγώ, γιατί πρώτη φορά μου ‘κανε ένας άντρας κάτι τέτοιο. Ήταν, λοιπόν, ένας παραμυθένιος έρωτας και αποφάσισα, χωρίς ποτέ να του το πω στην πραγματικότητα, γιατί είχα μια πολύ καλή πορεία στην Κύπρο, είχα θεατρικές παραστάσεις back-to-back, είχα σειρές, έβγαζα τα πιο καλά λεφτά στη ζωή μου που είχα βγάλει ποτέ, ήμουν ανεξάρτητη, είχα το δικό μου σπίτι, αποφάσισα, λοιπόν, ότι θα γυρίσω στην Ελλάδα. Αλλά δεν του είπα ποτέ ότι «Γυρίζω για σένα», γιατί το θεώρησα ότι θα ήτανε βάρος. Και μία που γύρισα από το αεροδρόμιο, μία που πήγαινα αυτό, μία που έμεινα σπίτι του. Δηλαδή, Κάντζα-αεροδρόμιο, δίπλα είναι. Δεν πήγα στο πατρικό μου, γιατί το σπίτι μου το είχα αφήσει στο Παγκράτι, πήγα στην Κάντζα και από τότε μείναμε μαζί.
Ενότητα 2
«Η εγκυμοσύνη μου ήταν μία περίοδος που τη βίωσα με την απόλυτη φυσικότητα»
00:17:23 - 00:29:29
Μέχρι σήμερα.
Ναι, μέχρι σήμερα. Κι έτσι λοιπόν, όπως δεν αποφασίζαμε τίποτα να κάνουμε με τον Λάζαρο, έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε πάρα πολύ μαλακά και πάρα πολύ απλά και πολύ φυσιολογικά τα πράγματα. Κάποια, λοιπόν, στιγμή σαν να το συνεννοηθήκαμε -νομίζω ότι ήτανε το 2017 προς, ναι, το 2017, στα μέσα 2017- κάπως σαν να το συννενοηθήκαμε ότι μπορούμε να κάνουμε παιδί. Ότι θα θέλαμε να κάνουμε παιδί. Θα θέλαμε, βασικά, εγώ δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα κάνω παιδί τόσο νέα, γιατί σκεφτόμουν ότι δεν θα μπορούσα να ακολουθήσω αυτό που κάνω με την ίδια ζέση και τους ίδιους ρυθμούς αν είχα κι ένα παιδάκι, αν είχα οικογένεια. Αλλά είχα πει όμως, ότι αν ποτέ έκανα ένα παιδί, θα ήθελα να είναι «το παιδί αυτουνού». Δηλαδή, όχι απλά να κάνω παιδί, αλλά να ερωτευτώ έναν άνθρωπο και να κάνω το παιδί του. Αυτό. Οπότε ο Λάζαρος πληρούσε πάρα πολλά κριτήρια από αυτά που σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να κάνω το παιδί κάποιου ανθρώπου. Και έτσι μία περίοδο, λοιπόν, εκεί γύρω στα μέσα του, αρχές του 2017, είχα δύο εβδομάδες πάρα πολλά νεύρα, δηλαδή τον Σεπτέμβρη, τον Σεπτέμβρη του ‘17, μπράβο τον Σεπτέμβρη του ‘17 είχα πάρα πολλά νεύρα. Μιλάμε τώρα για γαμοσταυρίδια μέσα στο σπίτι. Δεν υπήρχε! Μιλάμε τώρα για πολύ πράγμα, πολλά νεύρα. Καθυστερούσε η περίοδός μου και λέω «Πω, πω! Τι είναι αυτό τώρα πάλι; Γιατί καθυστερεί; Μάλλον γι' αυτό έχω νεύρα, γι’ αυτό». Ο αδερφός μου, μου λέει «Ρε συ, δεν πας να κάνεις ένα τεστ;». Λέω «Ρε συ, Πέτρο, αποκλείεται». Λέει «Γιατί, λέει, μπορεί». Λέω «Ξέρω γω; Μπορεί. Να πάω». Πηγαίνω, παίρνω ένα τεστ και το ‘χα μία βδομάδα εκεί και καθότανε, δεν το ‘κανα. Το είχα στο ντουλάπι στο σπίτι. Τέλος πάντων, το κάνω ένα Σάββατο πρωί, που θα πηγαίναμε Σαββατοκύριακο Βυτίνα, το θυμάμαι. Και μαζί με τα- εκεί που ετοιμάζαμε τα πράγματα και λέμε, ρε παιδί μου, θα αργήσουμε, θα κάνουμε, θα ράνουμε, γιατί είχαμε ραντεβού με κάτι φίλους μας, τότε μπαίνω και κάνω έτσι στο ντουπ το τεστ, ωραία; Πολύ περίεργο αυτό το τεστ εγκυμοσύνης! Δηλαδή-
Γιατί;
Ε, τίποτα. Γιατί πρέπει να το κατουρήσεις, να, πώς το λεν, να σημαδέψεις. Οι γυναίκες δεν σημαδεύουνε. Δεν είναι ωραία φάση, δεν είναι, δεν είναι βολικό! [00:20:00]Άμα κιόλας δεν έχεις την αγωνία, ξέρω γω, να κάνεις προσπάθειες καιρό κι αυτά, είσαι λίγο τώρα «Τι φάση τώρα; Μας κοροϊδεύει κάποιος; Μας βλέπει καμιά κάμερα;». Αισθάνεσαι λίγο άβολα. Τέλος πάντων, το κάνω, βγαίνει θετικό. Για κάποιο λόγο, το πήρα πολύ φυσιολογικά. Ούτε- χάρηκα πάρα πολύ, δεν υπήρξε φόβος, εκείνη τη στιγμή, κανένας. Ήταν σαν να το περιμέναμε. Ο Λάζαρος χάρηκε πάρα πολύ.
Δεν του είχες πει ότι θα έκανες;
Ναι, ναι! Μα δεν κατάλαβες. Ήμουνα όλη αυτήν τη βδομάδα μες στα νεύρα, και ήτανε δίπλα μου σε όλο αυτό. Και μου λέει «Βρε παιδί μου, μήπως με τις ορμόνες σου; Μήπως κάτι; Να το βρούμε», γιατί είναι και πολύ βοηθητικός ο Λάζαρος γενικά. Και είχε πάρει, ας πούμε, και ο ίδιος τον μπαμπά μου και τους γονείς μου, γιατί είναι κι εκείνοι στον ιατρικό τομέα κι αυτά και τον αδερφό μου «Η Έλενα έχει αυτό κι αυτό», ξέρεις, ναι. Οπότε, ήτανε δίπλα μου σε όλο αυτό, δεν κρατούσαμε τίποτα κρυφό. Και θυμάμαι ότι χαρήκαμε πάρα πολύ. Θυμάμαι ότι πριν να πάμε στη Βυτίνα, κάναμε γύρω όλη την οικογένεια με το αυτοκίνητο να τους το λέμε. Μάλιστα, έχω φυλάξει και το τεστ της εγκυμοσύνης μέσα σε ένα σακουλάκι ΙΚΕΑ τυλιγμένο, απαίσιο, απαίσιο! Λοιπόν, και πριν να φύγουμε, ξέρω γω, για Βυτίνα, λοιπόν, αυτό. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι εκείνη την ημέρα ήταν μέρα χαράς και μία μέρα έτσι πολύ της οικογένειας. Καταρχήν, η μάνα μου έπεσε απ’ τα σύννεφα! Δεν το περίμενε ούτε ο πατέρας μου. Δεν το περίμεναν ότι θα μείνω-
Το θυμάσαι τη στιγμή που τους το είπες;
Βέβαια, βέβαια, βέβαια. Η μάνα μου χάρηκε πάρα πολύ, αλλά ταυτόχρονα, ξέρεις, δεν το περίμενε. Βασικά κανένας δεν περίμενε, ούτε από τους φίλους μου, κανένας δεν περίμενε ότι εγώ θα κάνω παιδί στα 28, 29, πόσο ήμουνα. Κανένας! Γιατί ήμουνα και είμαι τριαλαρί, τριαλαρό. Δηλαδή, δεν- το μόνο μέλημά μου, ας πούμε, με τη Φαίδρα όταν είμαστε μαζί έξω, με την κόρη μου, είναι μην ξεχάσω κάτι. Μην ξεχάσω κάπου το παιδί, μην αυτό. Δηλαδή, κάνω πολύ μεγάλη προσπάθεια για να συγκεντρωθώ. Να ξέρω ότι έχω τα πράγματά της, τα πράγματά μου. Να, τώρα, ας πούμε, κοίταξα την τσάντα μου και λέω «Έχω πάρει την ταυτότητα μαζί μου και την πιστωτική; Είναι μέσα;». Μπορεί να μην είναι, να είναι κάπου αλλού. Οπότε, αυτό που είναι μία ορμή της νιότης, δεν το περίμενε κάποιος ότι θα μπορούσε να είμαι σ’ αυτήν την ωριμότητα, ώστε να έχω υπ’ ευθύνη μου ένα παιδί. Και οι γονείς μου πρώτοι πρώτοι, γιατί ξέρουν πολύ καλά το παιδί τους, έτσι; Και ακόμα και τώρα εκπλήσσονται με τον τρόπο που τη μεγαλώνω. Γιατί η αλήθεια είναι ότι τη μεγαλώνω με πολλή ζέση και με πολλή αγάπη. Κι έχω διαβάσει πάρα πολύ! Και διάβασα και ενημερώθηκα και- εννοώ, ότι το ‘χα μέσα μου τελικά, και δεν το ‘χα ανακαλύψει, έτσι μου λέει ο Λάζαρος. Του λέω «Πρόσεξε τι λες, γιατί εγώ κουνέλα δεν γίνομαι!». Λοιπόν, τέλος πάντων. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι είχαμε χαρεί πάρα πολύ, αλλά θυμάμαι ότι και το ίδιο βράδυ, πηγαίνοντας στη Βυτίνα, ξαπλώνω κι αρχίζω και σκέφτομαι ότι «Α, τέλεια! Πάρα πολύ ωραία, να έχω μωρό κι αυτά. Και τι θα κάνω, όταν θα βγει με το αυτοκίνητο το βράδυ, κι εγώ θα περιμένω το βράδυ να γυρίσει;». Σκεφτόμουνα τέτοια. Κι έπαθα κοκομπλόκο. Η εγκυμοσύνη μου ήταν πολύ- Η εγκυμοσύνη μου ήταν μία περίοδος που τη βίωσα με την απόλυτη φυσικότητα. Ήταν απλά σαν ένα κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Σαν να ήμουνα έτοιμη από πάντα. Συνέπεσε, εν τω μεταξύ, με δύο πολύ σημαντικά γεγονότα στην επαγγελματική μου ζωή. Ήταν η πρώτη φορά που με επέλεξαν να κάνω τηλεόραση. Ήμουνα τότε στον ΑΝΤ1, κι όταν ήμουνα 2 μηνών δεν το ήξερα, γιατί η περίοδός μου πάντα ήταν ασταθής, έπαιζα ήδη στον ΑΝΤ. Και μαθαίνω ότι είμαι έγκυος τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη, τέλος πάντων, αυτό. Και γύρω στον Νοέμβρη, μου λέει ο Θωμόπουλος, ο Βασίλης ο Θωμόπουλος, μου λέει «Έλενα, μου λέει, επειδή τους αρέσεις σαν ρόλος κι αυτά, θέλουν να σου κάνουν, να σου φτιάξουν κάποια ιστορία με τον Κώστα τον Κόκλα, να είσαι η γκόμενά του, αλλά θα χρειαστεί να έχεις λίγο γυμνό. Όχι όμως πρόστυχο, να βγάλεις μία μπλούζα κι αυτά. Δεν θα δείξουν οι κάμερες τίποτα. Απλά και καλά θα δει ο Κώστας αυτό, θα είσαι πλάτη». Κι εκεί του είπα, του λέω «Βασίλη, του λέω, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Να ξέρεις ότι είμαι έγκυος και δεν ξέρω τι κοιλιά θα ‘χω». Μου λέει «Ντάξει, μου λέει, το βλέπουμε». Εν τω μεταξύ, κοιλιά δεν είχα ποτέ. Μόνο στον 8ο μήνα πετάχτηκε μία κοιλίτσα. Πού βγήκε το παιδί 3.200 δεν ξέρω, μάλλον το ‘χα καταπιεί! Οπότε, είχα και μία παράσταση με την Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους και τον Χρήστο τον Δήμα, και πέρασα μία εγκυμοσύνη που δεν τη λες και κλασική εγκυμοσύνη, τύπου να έχω χρόνο για τον εαυτό μου, να χαλαρώσω, να πηγαίνω τα spa μου, να κάνω τις βόλτες μου, να περπατάω, όλο αυτό. Όχι. Ήμουν από το πρωί, σηκωνόμουνα στις 7.30-8:00, πήγαινα για γύρισμα, τελείωνα στις 4:00. Γύρναγα σπίτι, έτρωγα κάτι, αν δεν είχα φάει στο γύρισμα, και πήγαινα 6:00 η ώρα στο θέατρο, και τελείωνα 12:00 η ώρα. Η Φαίδρα, επειδή την κουβαλούσα σε όλη αυτήν τη διαδικασία μαζί μου, την αισθανόμουνα, μερικές φορές, ότι μου ‘λεγε «Άντε, ρε μαμά», ξέρεις. Γινότανε πέτρα η κοιλιά μου καμιά φορά, αν είχε καμία πολύ δυνατή μουσική στο θέατρο. Ξέρεις, έκανε συσπάσεις η μήτρα, και σκλήραινε η κοιλιά, πέτρα! Και με άκουγαν πολλοί συνάδελφοι και ηθοποιοί να λέω «Ηρέμησε, αγάπη μου, ηρέμησε. Θα πάμε σπίτι, θα κοιμηθούμε, θα κοιμηθούμε. Ήρεμα». Της μίλαγα λες και υπήρχε. «Εκεί θα κοιμηθούμε. Να τώρα, τώρα, είναι η δεύτερη πράξη, θα τελειώσουμε. Σε μισή ώρα έχουμε τελειώσει, στο υπόσχομαι, πάμε σπίτι». Ή περίμενα να έρθει η ώρα του γυρίσματος και καθόμουνα. «Αχ Φαίδρα μου, σε παρακαλώ μην το κάνεις αυτό. Λίγο ηρέμησε, βοήθα τη μαμά. Βοήθα τη μαμά!». Αυτό. Ήταν, λοιπόν, έτσι μία ωραία περίοδος. Δηλαδή, δεν την κατάλαβα ότι ήταν εγκυμοσύνη. Κατάλαβα ότι ήταν εγκυμοσύνη και ότι ήταν κάτι σημαντικό και ότι ήταν κάτι σοβαρό για το σώμα μου και για την υγεία μου και για το αυτό, όταν ο πρώτος μου γυναικολόγος μέσα σε μία κουβέντα που κάναμε, τσίμπησε ένα ιστορικό του μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μου, μέσα σ’ όλα αυτά τα κακά της μοίρας του που τον έχουνε χτυπήσει, έχει περάσει κι ένα εγκεφαλικό. Και με ρώτησε «Από τι το πέρασε ο μπαμπάς σου;». Και του είπα ότι είναι θρομβοφιλικός. Και μου είπε «Εσύ έχεις κάνει τεστ για θρομβοφιλία;». Λέω «Είχα κάνει πριν πολλά χρόνια στο Ωνάσειο», γιατί όταν ένας γονιός βρίσκεται θρομβοφιλικός, κάνουν και οι υπόλοιποι της οικογένειας, και η μαμά και τα παιδιά, για να δούνε αν τα παιδιά έχουν κληρονομήσει. Είναι κληρονομικό χάρισμα αυτό. Λοιπόν και λέει «Έχεις κάνει;». Λέω «Ναι, έχω κάνει. Δεν θυμάμαι καθόλου αυτήν την εξέταση να σας πω». Τη βρήκα, τέλος πάντων, πήγα κι έκανα και καινούριες και βρέθηκε ότι είμαι θρομβοφιλική. Οπότε, ο τοκετός μου, όχι ο τοκετός μου, η εγκυμοσύνη μου ξαφνικά θεωρήθηκε υψηλού κινδύνου. Η θρομβοφιλία τι είναι; Η θρομβοφιλία είναι μία ασθένεια, κατά την οποία κάνει θρόμβους το αίμα, έτσι; Κι ευθύνεται εκεί για τα εγκεφαλικά, αλλά σε κατάσταση εγκυμοσύνης είναι ακόμα πιο επικίνδυνη, γιατί στην περίοδο οι γυναίκες χάνουμε αίμα. Αποβάλουμε αίμα. Οπότε, δεν κινδυνεύουμε τόσο πολύ. Στην εγκυμοσύνη συμβαίνει το αντίθετο. Ακριβώς, όπως όταν παίρνεις αντισυλληπτικά. Δεν έχεις περίοδο. Οπότε, δεν αποβάλλεται το αίμα. Οπότε, είναι πολύ πιο πιθανό να κάνει θρόμβωση η γυναίκα. Και ή να κάνει θρόμβωση πάνω στη μήτρα και να χάσει το παιδί ή να κάνει θρόμβωση η ίδια και να πάθει εγκεφαλικό. Γι’ αυτόν τον λόγο οι γιατροί, οι γυναικολόγοι συνιστούν να παίρνεις αντιθρομβωτικά. Ηπαρίνη δηλαδή. Κάθε μέρα. Με ένεση που κάνεις εσύ στον εαυτό σου. Επειδή την έκανε ο πατέρας μου, όταν διαγνώστηκε με θρομβοφιλία, ο πατέρας μου την κάνει αυτήν την ένεση, εφόρου ζωής, κάθε μέρα, γιατί έχει πολύ υψηλά ποσοστά θρομβοφιλίας, οπότε την κάνει κάθε μέρα. Όταν μου το είπε αυτό ο γιατρός μου, ο πρώτος μου γιατρός, έχει σημασία που το λέω, γιατί άλλαξα μετά. Όταν, λοιπόν, μου το είπε αυτό, εγώ έπαθα λίγο πανικό όταν μου είπε ότι για τους υπόλοιπους 7 μήνες θα κάνεις κάθε μέρα μία ένεση. Όταν όμως έβλεπα τον μπαμπά μου κάθε μέρα που το κάνει αυτό το πράγμα, και γύρισε και μου είπε «Να σου πω, μου λέει, κάτι; Δεν είναι τίποτα, στο μυαλό σου είναι. Το κάνεις για να είναι υγιές το μωρό σου, να κρατήσεις το μωρό και να είσαι υγιής κι εσύ. Οπότε σκέψου αυτό. Σκέψου ότι κάνεις καλό σε σένα και το μωρό». Οκέι. Και το έκανα, στην αρχή το φοβόμουνα πάρα πολύ, μετά το έκανα σαν, πώς να σου πω, σαν πρεζάκι! Σαν να ήμουνα χρόνια, ας πούμε, τι να σου πω. Δηλαδή, έκανα κιόλας, έβγαζα το καπάκι, ας πούμε, από την ένεση και κάρφωνα. Σαν να μην υπάρχει αύριο! Δηλαδή, καμιά φορά, ας πούμε, στα γυρίσματα, έλεγα στη βοηθό «Να σου πω, πάω λίγο τουαλέτα». Και την είχα στην κωλότσεπη, την αυτό. Και κάτω από τα ρούχα της παράστασης ή από τη σειρά «κλακ», αυτό. Και την έκανα χωρίς φόβο και πάθος, γιατί έπρεπε να γίνει.
Η θρομβοφιλία όμως, επειδή ακριβώς είναι ένας παράγοντας που κάνει την εγκυμοσύνη υψηλού κινδύνου, ο γυναικολόγος μου ο πρώτος φοβότανε. Και με είχε τρομοκρατήσει κι εμένα. Ότι συνήθως οι εγκυμοσύνες που είναι θρομβοφιλικές, τέλος πάντων, οι γυναίκες που έχουν θρομβοφιλία δεν φτάνουν σε φυσιολογικό τοκετό. Άρχισε αυτό να μου το λέει από πάρα πολύ νωρίς. Εγώ δεν ήθελα να ακούω τέτοια πράγματα, γιατί με άγχωνε. Του λέω «Θα δούμε». Επίσης μου έλεγε ότι «Θα πρέπει να το πάρουμε όσο πιο νωρίς γίνεται, δηλαδή τύπου 37-38, ώστε σε περίπτωση που[00:30:00] αρχίζει και μεγαλώνει επικίνδυνα το παιδί να μη σου προκαλέσει πρόβλημα». Δεν μου άρεσε αυτό το πράγμα. Ήτανε, δηλαδή, φαινότανε ότι ήτανε δικός του φόβος. Ήτανε πολύ καλός επιστήμονας. Μάλιστα τώρα έμαθα πρόσφατα ότι πέθανε πριν ένα χρόνο. Πολύ καλός επιστήμονας, πραγματικά. Να ‘ναι καλά, εκεί που είναι. Με φόβιζε. Δηλαδή, δεν μου έδινε αυτοπεποίθηση. Και ήμουν ένας άνθρωπος ο οποίος ήμουνα μικρό κορίτσι, είχα μία πολύ έντονη δραστηριότητα, και δεν με βοηθούσε ώστε να το περάσω όμορφα αυτό. Με άγχωσε, λοιπόν. Και μου ’πε ότι «36-37 βδομάδες, θα πρέπει να στο πάρω, για να μη μεγαλώσει». Κι εγώ μπήκα στη διαδικασία και λέω «36, άρα θα μπει σε θερμοκοιτίδα το παιδί; Δηλαδή, θα ξέρω από τώρα, ότι το παιδί θα μπει σε θερμοκοιτίδα;». Και τρελαινόμουνα. Οπότε, επειδή πήγα, βρέθηκα σε ένα μαιευτικό κέντρο, τέλος πάντων, και βρέθηκα με μία μαία, γιατί αποφασίσαμε με τον Λάζαρο να κάνουμε αυτά τα μοντέρνα, ομάδες γονιών που περιμένουν παιδιά και τέτοια, κύκλους και «Είμαι η Έλενα, είμαι ο Λάζαρος» και τέτοια. Συνάντησα, λοιπόν, τη μαία μου, που είναι κι ένας φοβερός άνθρωπος. Είναι η Κατερίνα Γεωργακούλα, η οποία έπιασε το άγχος μου μέσα στους κύκλους σεμιναρίων που κάναμε, και μου λέει «Τι γίνεται;». Της λέω «Το και το». Δεν, το και το, της λέω «Δεν τα πάω πολύ καλά με τον γιατρό». Κι επειδή είχα επιλέξει να είναι η Κατερίνα η μαία μου, που θα με συνοδεύσει στον τοκετό μου. Εκείνος δεν είχε δική του, οπότε μου έδωσε το ελεύθερο «Κάνε ό,τι θες. Εγώ έχω μία γυναίκα, αλλά αν θέλεις να έχεις δική σου, καλώς». Δεν έκανα πλάνο τοκετού, απλά ήθελα τη συγκεκριμένη μαία, γιατί μου έδινε ηρεμία, μου έδινε αυτοπεποίθηση, μ’ άρεσε πολύ. Όταν, λοιπόν, η Κατερίνα μπήκε στη διαδικασία να μιλήσει με τον γυναικολόγο, δεν της άρεσε. Και μου το είπε με όλη την ειλικρίνεια που την διακατέχει και μπράβο της. Και μου είπε «Θέλεις να δεις κι άλλους δυο-τρεις γυναικολόγους;». Και της λέω «Κατερίνα, μη με βάζεις σε αυτήν τη διαδικασία τώρα στον 7ο μήνα, δεν μπορώ!». «Μην ανησυχείς, μου λέει, πολλές γυναίκες το έχουνε πάθει αυτό, μέχρι τελευταία στιγμή ν' αλλάξουν γυναικολόγους. Να βρεις τουλάχιστον έναν γυναικολόγο, ο οποίος να μη σε αγχώνει και να μη σου λέει ότι πρέπει να πάρει το παιδί τώρα, γιατί αλλιώς θα- να μην αφήσει το παιδί να μεγαλώσει κι άλλο. Μα ίσα-ίσα, αν βλέπουμε σε μία εγκυμοσύνη θρομβοφιλική ότι το παιδί μεγαλώνει, σημαίνει ότι είναι καλά μέσα στη μήτρα». Λοιπόν, με πείθει, λοιπόν, και βλέπουμε άλλους δυο-τρεις, και βλέπουμε κι έναν γιατρό, τον Σταμάτη τον Στουρνάρα, ο οποίος τύχαινε και ήταν και γυναικολόγος στο Ασκληπιείο της Βούλας, που δουλεύει κι ο μπαμπάς μου εκεί. Έχει πάρει σύνταξη τώρα φέτος ο μπαμπάς μου, αλλά ο μπαμπάς μου είναι 25-30 χρόνια στο Ασκληπιείο. Κι έτυχε και πήγα εκεί. Και όταν το είπα στον μπαμπά μου «Α καλά, λέει, φοβερός, εξαίρετος επιστήμονας, φοβερός άνθρωπος, γλυκύτατος!». Και του λέω «Ναι, έτσι μου φάνηκε κι εμένα». Και αποφάσισα, λοιπόν, να συνεχίσω με τον Σταμάτη. Ο οποίος Σταμάτης ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος ήταν πάρα, πάρα, πάρα πολύ ήρεμος. Είχε ένα ιατρείο, το οποίο έμοιαζε με σπίτι. Δεν έμοιαζε καθόλου με ιατρείο. Είχε πάρα πολύ, έτσι φιλική προσέγγιση, πολύ μαλακή προσέγγιση και μου είπε ότι «Εγώ, μου λέει, θα κάνουμε, μου λέει, έναν τοκετό, όπως τον φαντάζεσαι εσύ. Στο μαιευτήριο, γιατί δεν μπορείς να είσαι στο σπίτι, λόγω της θρομβοφιλίας, δεν γίνεται. Αλλά θα το κάνουμε μαζί, όπως το φαντάζεσαι εσύ». Πολύ ωραία, πολύ καλά, πήγαιναν όλα χαλαρά. Κάναμε και τον γάμο μας, όσο ήμουν 8 μηνών έγκυος. Πότε παντρεύτηκα, δεν θυμάμαι. Κοίταξε να δεις τώρα ήταν- Α, 18 Μαρτίου! 18 Μαρτίου. Κάναμε έναν γάμο στην γκαλερί Τούντα στο κέντρο, στο, θα σου πω, στο Urban 48, σ’ ένα μπαράκι. Και φόρεσα το νυφικό της μαμάς μου. Ναι, γιατί το έχει ράψει η γιαγιά μου. Κι έκανα απλά μία μεταποίηση στην κοιλιά. Αυτό. Γιατί, μη φανταστείς για 8ο μήνα δεν είχα πολύ κοιλιά. Και κάναμε έτσι κι ένα ωραίο πάρτι. Πολύ ωραία, πάρτι ήτανε. Αυτά, πολύ χαλαρά, πηγαίναν όλα πολύ καλά. Έρχεται το καλοκαίρι, πολύ ωραίο το καλοκαίρι ως έγκυος, σταμάτησα και τη δουλειά. Άρχισα επιτέλους να κάνω μπάνιο στη θάλασσα για να αυτό. Μπαίνω στον μήνα μου, λοιπόν, 9 μηνών, κι ένα βράδυ, μετά από δύο μέρες αφού μπήκα στον μήνα μου, έχουμε μετακομίσει στο κάτω σπίτι της μαμάς μου, στη Γλυφάδα, στο πατρικό μου, γιατί ο Λάζαρος έλειπε πάρα πολλές ώρες στη δουλειά, και γιατί αν ήμουνα στην Κάντζα, στο χωριό, και αν με έπιαναν οι πόνοι ποιος θα με βοηθούσε; Οπότε, κάτσε κάτω από τη μανουλίτσα, άμα γίνει κάτι! Λοιπόν, το προηγούμενο βράδυ του τοκετού, τρώω δύο πίτσες ολόκληρες Domino’s, μόνη μου. Μιλάμε για 2 πίτσες, έτσι; Όχι αστεία. Πείνα, πάρα πολlλή πείνα! Λοιπόν, πού να ‘ξερα ότι θα έτρωγα για μία εβδομάδα, γιατί δεν θα ξανάτρωγα; Τρώω, λοιπόν, δύο πίτσες στην καθισιά μου και πέφτω σαν το μοσχάρι και κοιμάμαι. Να μην μπορώ πουθενά την κοιλιά μου να τη βάλω. Ούτε αριστερά ούτε δεξιά, να βρίζω τον Λάζαρο, να κάνει ζέστη ελεεινή στη Γλυφάδα, πώς να στο πω, όχι ιδρώτας, υγρασία! Να μην ξέρω που να τ’ αυτό, δηλαδή, άσε με! Τέλος πάντων, κάποια στιγμή το πρωί ετοιμάζεται ο Λάζαρος και πηγαίνει στη δουλειά. Τότε δούλευε στην Intracom ακόμα, τώρα έχει δική του εταιρεία. Κι ετοιμάζεται κουτσά-στραβά, αυτό. Ξύπνησε και άρχισε να- Εγώ νιώθω έναν πόνο, τρομερό! Τύπου όμως, πώς να στο πω, σαν κολικός, σαν να θέλεις, ας πούμε, να πας στην τουαλέτα και δεν μπορείς, σαν να έχεις στουμπώσει και να θες να πας και να μην πηγαίνεις. Και λέω ο μαλάκας είναι από τις πίτσες που έφαγα, την προηγούμενη μέρα. Δεν υπάρχει. Είχε και μανιτάρια. Δηλαδή, τι το ’θελα; Και πάω στην τουαλέτα. Προσπαθώ. Ο Λάζαρος ντυνότανε ταυτόχρονα μέσα. Και προσπαθούσα, ξαναπροσπαθούσα, ξαναπροσπαθούσα. Μετά πάω προς το κρεβάτι διπλωμένη στα δύο. «Πω, πω, Λάζαρε, του λέω, δεν μπορώ, πονάω πάρα πολύ, το έντερό μου». Ηλίθια, εν τω μεταξύ, μία κοιλιά μέχρι πάνω, έτσι; Δεν μου πήγε το μυαλό μου ότι μπορεί να γεννάω. Παίρνω τη μάνα μου τηλέφωνο στο από πάνω σπίτι. Παίρνει ο Λάζαρος, λέει «Κυρία Μαίρη, η Έλενα πονάει πάρα πολύ η κοιλιά της». «Πού, λέει, δώσ’ τη μου». Η μάνα μου τώρα, παλιά καραβάνα. «Δως τη μου», λέει. «Έλα, μαμά». Μου λέει «Τι έπαθες, παιδί μου;». Λέω «Τίποτα, εδώ ο Λάζαρος ετοιμάζεται κτλ. Προσπάθησα να πάω τουαλέτα, είχα μάλλον βαρυστομαχιάσει». Μου λέει «Μάλιστα. Έρχεται και φεύγει ο πόνος;». «Ναι, της λέω, δεν είναι συνεχόμενος, είναι, έρχεται μία-». «Γεννάς ηλίθια!». Τέλειο. Της λέω «Ωραία μου το λες!». Κατεβαίνω κάτω, η βαλίτσα ήταν έτοιμη, του λέω «Λάζαρε, του λέω, γεννάω μάλλον. Μη φύγεις για το αυτό». Κι αρχίζει ένας πόνος, Ειρήνη, φριχτός! Να θέλω να φάω τον τοίχο! Τον τοίχο να φάω, να μην μπορώ πώς να βολευτώ, να κάθομαι στα τέσσερα. Εν τω μεταξύ, όλες οι στάσεις που κάναμε με τις μαίες, με αυτό, στον βρόντο! Τίποτα να μη με ικανοποιεί. Να μην μπορώ να κάτσω πουθενά! Να μην μπορώ να κάτσω έτσι, γιατί με πόναγε από κάτω, να μην μπορώ να είμαι όρθια. Τίποτα, τίποτα, δεν έβρισκα ησυχία πουθενά. Παίρνω τη μαία μου, μου λέει «Γεννάς, ναι. Έχω άλλο τοκετό». «Αμάν, λέω, πω ρε πούστη, ήθελα φυσιολογικό τοκετό! Να! Δεν πήγαινα με το ραντεβού μου, ωραία, ωραία, κανονισμένα; 8:15 μπαίνεις, 9:00 γεννάς, γεια σας».
Τελείωσε.
Γιατί δεν το ‘κανα; «Έχω άλλο ραντεβού, μου λέει, έχω άλλο τοκετό με τον Σταμάτη. Ευτυχώς, μου λέει, Παναγιούδα μου, τον έχουμε στο ΜΗΤΕΡΑ. Οπότε, θα σας έχω και τις δύο διπλανά και θα σας παίζουμε μπαλίτσα». Και λέω «Έρχομαι». Μέχρι να πάμε στο ΜΗΤΕΡΑ από τη Γλυφάδα, γιατί είχαμε κάνει, το είχαμε χρονομετρήσει, αλλά εκείνη την ημέρα είχε πορεία, έτσι; 25 Ιουνίου, είχε πορεία και δεν μπορούσαμε να πάμε. Και πάμε απ’ του διαόλου τη μανούλα. Κι εγώ να ουρλιάζω. Μπαίνω πίσω, ο μπαμπάς μου με τον Λάζαρο στο αυτοκίνητο του μπαμπά μου, οδηγούσε ο μπαμπάς μου, η μαμά μου στο πίσω αυτοκίνητο, για κάποιον λόγο κονβόι. Δεν κατάλαβα ποτέ πώς έγινε αυτό. Εγώ από πίσω να ουρλιάζω, να θέλω να πεταχτώ απ΄ έξω από το αυτοκίνητο, να μην μπορώ να κάνω τίποτα. Φτάνουμε στο μαιευτήριο, μπαίνουμε μέσα. Εν τω μεταξύ, ο Λάζαρος, Χριστέ μου, είχε καλέσει όλους μου τους φίλους ταυτόχρονα. Εγώ ούρλιαζα κι ο Λάζαρος «Ελάτε, ελάτε!» όλοι απ’ το Ωδείο, όλο το έτος! Είχανε σκάσει με μπαλόνια κι εγώ να βρίζω σαν τον λιμενεργάτη. Δεν έχω προλάβει να πάρω τίποτα. Δηλαδή, έφυγα με τη βαλίτσα, αλλά ήμουνα μ’ ένα φουστανάκι γκρι και με κάτι παντόφλες. Μπαίνω λοιπόν μέσα στο- όχι με κάτι παντόφλες Βirkenstock. Λοιπόν, ό,τι βρήκα εκείνη την ώρα, ό,τι με βόλεψε. Λοιπόν, μπαίνω λοιπόν, στο μαιευτήριο, κρύο! Κρύο! Δεν μου το έχει πει κανένας ότι έχει τόσο air condition μέσα. Κι αρχίζουνε κάτι κρυάδες και του λέω «Λάζαρε, του λέω, βγάλε τα παπούτσια σου, δως μου τις κάλτσες σου, δεν μπορώ». Και με βάζουνε μέσα στο δωμάτιο τοκετού, τέλος πάντων. Βλέπω όλο αυτόν τον κόσμο απ’ έξω, λέω «Παιδιά, δεν μπορώ, δεν μπορώ τώρα να το κάνω αυτό. Αφήστε με! Περιμένετε εδώ, τα λέμε σε λίγο». 9:00 η ώρα, 8:30-9:00 η ώρα το πρωί. Μπαίνουμε στο δωμάτιο του τοκετού. Να μην μπορώ αυτήν την πράσινη τη ρόμπα που σου βάζουνε. Θες να είσαι μέσα, ας πούμε, θες να σκίσεις το δέρμα σου,[00:40:00] και βάζουνε αυτήν την ωραία τη ρομπίτσα, που από πίσω είναι αυτό. Τη βγάζω εντελώς, και είμαι με τις κάλτσες του Λάζαρου, αυτές τις μπασκετικές. Και να συνεχίζω να βρίζω σαν λιμενεργάτης. Να έρχεται, τέλος πάντων, η μαία μου, να με καθησυχάζει, μου λέει «Πήγαινε, μου λέει, λίγο στην τουαλέτα». Της λέω «Θέλω να ‘μαι γυμνή». «Όπως θες, μου λέει, θα είσαι. Δεν με πειράζει καθόλου. Πήγαινε, μου λέει, λίγο μέσα στην τουαλέτα, κάτσε λίγο στην τουαλέτα, προσπάθησε να ενεργηθείς, προσπάθησε λίγο να κάνεις τσίσα, γιατί βοηθάει κτλ. να χαλαρώσεις». Φρικτός πόνος από παντού, να με πονάνε όλα μου τα κόκκαλα, το μυαλό μου, τα μάτια μου. Δεν μπορούσα να αρθρώσω κουβέντα. Όταν πέρναγε λίγο ο πόνος, μπορούσα να πω στον Λάζαρο «Φέρε μου λίγο νερό». Το clue ποιο είναι; Ότι δεν μπορούσα να πάρω επισκληρίδιο, γιατί δεν είχαν περάσει οι απαραίτητες ώρες από την τελευταία ένεση ηπαρίνης που είχα κάνει, την προηγούμενη μέρα. Γι’ αυτό στο δεύτερο παιδί, ραντεβού! Ωραιότατο! Και δεν μπορούσα να πάρω επισκληρίδιο. Γιατί κάνει αντίδραση, τέλος πάντων. Δεν μπορούσα να πάρω. Λέω «Εντάξει, το 'χω! Ηθοποιός είμαι, έχω κάνει αναπνοές, θα το περάσουμε». Κι αρχίζω και σπρώχνω. Από τις 9:00 το πρωί. Είχα πολύ μικρή διαστολή, είχα τύπου 2 εκατοστά διαστολή. Και μου λέει ο Σταμάτης με την Κατερίνα «Έχουμε δρόμο. Μάζεψε δυνάμεις. Θα σου δώσω λίγο κάτι». Μου έδωσε, δεν θυμάμαι, έτσι λίγο, όχι ηρεμιστικό. Τι μου έδωσε να δεις; Κάτι, δεν θυμάμαι, μπορεί και να μη μου έδωσε τίποτα, μπορεί να το θυμάμαι έτσι. Απλά να ήταν η εξάντληση από τον πόνο και να νομίζω ότι μου έδωσε κάποιος κάτι, με βοήθησε. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά όμως ότι έστειλα τον Λάζαρο να μου πάρει κάτι να φάω, γιατί δεν είχα φάει πρωινό, και το γαϊδούρι κάθισε δύο ώρες και μίλαγε με τους φίλους μου, κι έτρωγε το φαγητό μου! Του λέω, γιατί τον παίρνω μετά τηλέφωνο «Πού είσαι; Έχω παραγγείλει ένα γαμωτόστ, πού είσαι;». «Εδώ είμαι, ρε αγάπη μου, είμαι με τα παιδιά εδώ. Πήγα κι αγόρασα γλυκά. Να μην τους κεράσω; Τόση ώρα περιμένουνε;». «Είσαι στα καλά σου; Φέρε μου το σάντουιτς!». Και μετά Παναγία μου. Λέει «Πώς είσαι;». Του λέω «Καλύτερα». Jekyll, Hyde, δεν υπήρχε. Το πιο αστείο περιστατικό ήταν που μπήκε η κυρία μέσα, που σου αλλάζει τα- έχει μία κυρία μέσα που μπαίνει. Ρε παιδί μου, είναι το δωμάτιο του τοκετού και είσαι μόνος σου. Έχει κάτι μηχανήματα αριστερά-δεξιά και μια τουαλέτα, πολύ ωραίο δωμάτιο, όλα καλά. Και κατά καιρούς μπαίνουν διάφοροι τύποι. Μπαίνουν μέσα διάφοροι άνθρωποι που δεν τους ξέρεις, που είναι οι υπάλληλοι του νοσοκομείου, κάτι κάνουνε. Ήρθε μία καθαρίστρια να αλλάξει το, εκείνη την ώρα, το τέτοιο. Εγώ γυμνή, ολόγυμνη. Λέει «Συγγνώμη, να περάσω;». Λέω «Περάστε». Εγώ με το τέτοιο ορθάνοιχτο! Λοιπόν, και στα τέσσερα μερικές φορές. Προσπαθούσα να κάνω αυτό. Λοιπόν, άλλαξε τον κάδο των απορριμμάτων. Μετά μπήκε ένας άλλος, έλεγξε τα air condition. Τέλος πάντων, με είδε όλο το νοσοκομείο, δεν είχα πρόβλημα. Όταν μπήκε η κυρία και μου είπε κι ήμουνα στην τουαλέτα και ούρλιαζα από τον πόνο και μου λέει «Σας φέρνω, λέει, καινούρια ρόμπα». «Δεν θέλω τη γαμορόμπα! Δεν τη θέλω! Φύγε!». Λέει ο Λάζαρος «Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Δεν σου φταίει η γυναίκα». Του λέω «Φύγε κι εσύ, φύγετε, του λέω, θέλω μόνο την Κατερίνα». Και ήρθε η Κατερίνα και μου λέει «Τα πας πολύ καλά, σιγά-σιγά έχεις περισσότερη διαστολή, ηρέμησε, θα κατέβει το μωρό». Κι αρχίζει, λοιπόν, κι αρχίζει επιτέλους αυτός ο τοκετός, γύρω στις 06:00 η ώρα το απόγευμα. Οι φίλοι μου είναι απ’ έξω ακόμα! Δεν είχαν τίποτα να κάνουν εκείνη την περίοδο, δεν είχε κανένας δουλειά, ήταν απ’ έξω, ούτε πρόβες ούτε τίποτα. Ήταν όλοι απ’ έξω. Λοιπόν, αρχίζει, λοιπόν, ο τοκετός. Και δώσ' του να σπρώχνω. Η διπλανή γυναίκα είχε γεννήσει, θέλω να σου πω. Λοιπόν κι αρχίζει ο τοκετός και σπρώχνω. Κι έρχεται και ο Σταμάτης κι αρχίζω και σπρώχνω. Έχω δει ταινίες. Έχω δει βασικά ταινίες. Δεν έχεις ξαναδεί και σκέφτεσαι ότι είναι όλα αυτά πολύ ειδυλλιακά. Και ήταν ειδυλλιακά, γιατί ήτανε πολύ ζεστά, πολύ όμορφα, είχα τον Λάζαρο δίπλα. Ο Σταμάτης ήτανε πολύ έτσι ήπιος. Μιλάγανε σιγά, για κάποιο λόγο, άκουγες γυναίκες να ουρλιάζουνε, αλλά δεν άκουγες ένα πανικό, ας πούμε. Δεν υπήρχε κάποιος πανικός, ήταν όλα πάρα πολύ ήρεμα. Και απλά έσπρωχνα. Η αλήθεια είναι ότι δεν καταλάβαινα τίποτα. Δηλαδή, δεν καταλάβαινα αυτό που λένε «Κατεβαίνει το παιδί, κατεβαίνει, κατεβαίνει, κατεβαίνει». Έσπρωχνα, έσπρωχνα, έσπρωχνα, αλλά έσπρωχνα πάρα πολύ! Δηλαδή, έσπρωχνα όντως, έκανα πολύ μεγάλη προσπάθεια. Κάποια στιγμή, λοιπόν, όταν έτσι ήτανε στις τελευταίες εξωθήσεις, δηλαδή κάποια στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάτι γίνεται, ότι κατεβαίνει προς τα κάτω. Και μάλιστα μου έλεγε ο Σταμάτης ότι «Καταλαβαίνω ότι το παιδί το πιάνω». Δηλαδή, έπιανε το κεφάλι του, γιατί έβαλε το χέρι, μου λέει «Το πιάνω το κεφάλι του, έχει κάπου, πώς το λένε, κάπου έχει πιαστεί. Κάπου σε κάποιο κόκκαλό σου, βρίσκει κόκκαλο και δεν- Θέλει λίγο ακόμα σπρώξιμο για να τη βοηθήσεις». Γιατί χτύπαγε, μάλλον η ανατομία του σώματός μου, χτύπαγε το παιδάκι. Και μάλιστα γεννήθηκε με ένα εδώ, ας πούμε καρουμπαλάκι, τόσο εδώ, που αργότερα απορροφήθηκε, αλλά φαινότανε, το καταλάβαινα ότι το παιδί κάπου κολλάει. Δηλαδή, το ‘βλεπα κατέβαινε, έριχνα τη σπρωξιά, κατέβαινε και μετά σαν μην πήγαινε. Εν τω μεταξύ, τα νερά δεν μου ‘χανε σπάσει, γιατί αυτό συμβαίνει στους τοκετούς. Πολλές φορές τα νερά δεν σπάνε. Εμένα ποτέ δεν μου σπάσανε τα νερά. Κάποια άλλη στιγμή, λοιπόν, αυτό γίνεται τεχνητά, για να μπορέσει να επισπευσθεί ο τοκετός, γίνεται τεχνητά. Τα νερά, λοιπόν, εγώ, για κάποιο λόγο δεν μου σπάγανε. Οπότε, κάποια στιγμή, λοιπόν, μου σπάνε τα νερά. Μου βάζουν ένα εργαλείο που ‘ναι, μου σπάνε τα νερά. Συνεχίζω να σπρώχνω, αρχίζει και γίνεται πιο εύκολο το πράγμα, και νιώθω ότι κατεβαίνει. Και μου λένε, λοιπόν, είναι πολύ ωραία. Ο Λάζαρος με κρατάει πολύ ζεστά, με κρατάει αγκαλιά. Του λέω «Μην τολμήσεις και κοιτάξεις από κάτω, θα σε σκοτώσω». Είναι πολύ ωραία. Συνεχίζω πονάω, αλλά ταυτόχρονα ανυπομονώ κιόλας. Δηλαδή, έχω ταυτόχρονα τον πόνο, αλλά έχω μια απίστευτη ανυπομονησία. Έχω τεράστια αυτοπεποίθηση στον εαυτό μου, ότι το κάνω καλά και πάμε καλά, και κάποια στιγμή λοιπόν, κάνει ο Λάζαρος ένα έτσι, γιατί του 'πα να μην κοιτάξει, αλλά κοίταξε, και λέει «Α! Βλέπω ένα χεράκι! Βλέπω ένα χεράκι!». Και κάνει ο Σταμάτης, λέει «Αυτό δεν είναι χεράκι». Και παγώνει το σύμπαν γύρω μου. Τους βλέπω όλους ξαφνικά να καταπίνουνε τη γλώσσα τους! Και να σταματάει το ειδυλλιακό τοπίο και να μου λένε. Να ακούω τον Σταμάτη να λέει «Φωνάξτε τη Διευθύντρια μαία». Η Κατερίνα που ήταν η μαία μου, και ήταν πολύ έμπειρη μαία, ήτανε πίσω. Ήταν στο περιστατικό, αλλά λίγο πιο εκεί. Και λέει «Τι γίνεται; Τι έγινε εδώ;». Μπαίνει η Διευθύντρια μαία και λέει «Μάλιστα, πρόπτωση ομφάλιου λώρου». Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Ο Λάζαρος λίγο τα ψιλοπαίζει. «Δηλαδή, τι γίνεται;». Λέει «Πρέπει να πάρουμε, πρέπει το παιδί να βγει τώρα. Πρέπει τώρα, τώρα, τώρα, να βγει το παιδί! Φέρτε, λέει, φέρτε, για να ακούμε το παιδί», αυτό το που έχουνε, καρδιο-
Καρδιοτοκογράφο.
Καρδιοτοκογράφο, ούτε καν τα θυμάμαι, τα ‘χω ξεχάσει. «Λοιπόν, καρδιοτοκογράφο, φέρτε καρδιοτοκογράφο. Δεν ακούμε το παιδί, δεν μπορούμε να το ακούσουμε. Δεν ακούμε το παιδί». Κι εγώ να ακούω ότι «Δεν ακούμε το παιδί και πρέπει να το πάρουμε τώρα. Πάμε» κι αυτό. Κι αρχίζει και βαράει ένας κόκκινος συναγερμός, ένα «Βββ» μέσα στα χειρουργεία και σκάνε πέντε επιπλέον, έξι, δεν θυμάμαι πόσοι μπήκανε, και ανοίγει διάπλατα η πόρτα του δωματίου του τοκετού και με μεταφέρουνε. Πώς είναι, ρε παιδί μου, οι ασθενείς που έχουνε κομμένα πόδια, και με μεταφέρουν έτσι όπως είμαι, σε ένα άλλο φορείο χωρίς κρεβάτι, χωρίς στρώμα, με μεταφέρουνε. Γιατί είναι κρεβάτι χειρουργείου. Με μεταφέρουνε. Και με βγάζουν από του Λάζαρου από την αγκαλιά, χωρίς να πούνε τίποτα, ούτε σε μένα ούτε σ’ εκείνον τι θα γίνει, πώς, τι θα γίνει. Και αρχίζει ένα τρεχαλητό απίστευτο, μέσα στους διαδρόμους. Με παίρνει δηλαδή από το δωμάτιο τοκετού. Ο Λάζαρος είχε μείνει παγωτό, σύξυλος, όλοι τρέχανε προς εμένα, ο Λάζαρος είχε μόνος του ο κακομοίρης, χωρίς να του πει κανένας τίποτα. Δηλαδή, δεν πρόλαβα να δω τον Λάζαρο καν. Απλά με σηκώσανε πέντε από το τέτοιο, και με βάλανε σε ένα φορείο, κι άρχισαν να τρέχουνε. Την ώρα που τρέχανε προς κάπου, δεν φανταζόμουνα εγώ τι είναι, η διευθύντρια μαία, τη δική μου μαία και τον δικό μου γιατρό τους έχασα από το οπτικό μου πεδίο, έβλεπα άλλους άγνωστους ανθρώπους γύρω μου, η Διευθύντρια μαία σηκώνεται πάνω, πηγαίνει πάνω στο φορείο την ώρα που ήμουνα εγώ, στα τέσσερα. Κάθεται στα τέσσερα μπροστά μου και συνεχίζει και ουρλιάζει «Δεν ακούμε το παιδί, καρδιοτοκογράφο». Και μου λέει «Σταμάτα να σπρώχνεις! Σταμάτα να σπρώχνεις! Δεν πρέπει να βγει το παιδί έξω, γιατί πέθανε. Δεν πρέπει να βγει έξω, γιατί πέθανε! Μη σπρώχνεις!». Και βάζει το χέρι της και μου κρατάει το παιδί μέσα, με το χέρι της μέσα στον κόλπο μου, κανονικότατα. Και ανοίγει μία πόρτα, διάπλατα, χειρουργείου άλλη και λέω «Μαλάκα, αυτό είναι. Πέθανα. Αυτό είναι. Θα πεθάνω, θα πεθάνει και το παιδί, θα κάνω άλλο. Εντάξει, δεν πειράζει, δεν πειράζει. Είναι σίγουρο ότι θα πεθάνει το παιδί μου, είναι σίγουρο». Και με πηγαίνουνε, με βάζουνε κάπου, κατεβαίνει η μαία, η Διευθύντρια μαία, και ξαφνικά εμφανίζεται η Κατερίνα από δίπλα μου, τη θυμάμαι και μου λέει «Μην κοιτάς». Της λέω «Γιατί;». «Μην κοιτάς» κι εμφανίζεται ο Σταμάτης[00:50:00] που έχει βάλει όπως-όπως μία μπλούζα χειρουργείου και μου σπάει ένα μπουκάλι betadine πάνω από τη κοιλιά μου. Μου το σπάει. Δεν μου το άνοιξε και μου το άλειψε, μου το σπάει! Δεν άνοιγε το γαμημένο το betadine και μου το σπάει. Μου το ’σπασε με τα χέρια του. Γίνομαι μέχρι- betadine μέχρι εδώ τον λαιμό, η Κατερίνα προσπαθεί να μου κάνει το κεφάλι έτσι να μη δω και δεν το είδα, δεν το άκουσα, το ένιωσα το νυστέρι. «Χρατς!». Το’ νιωσα. Ακόμα τη νιώθω αυτήν τη χαρακιά. Ακόμα τη νιώθω. Αυτό το «Χχχ» αυτό που λένε «Μ’ έκοψε! Μ' έκοψε, ρε! Μ’ έκοψε, μ’ έσκισε στα δύο. Νιώθω ότι κάποιος με κόβει». Και προσπαθούσε η Κατερίνα να μην δω τίποτα, για να μην πανικοβληθώ χειρότερα. Γιατί όπως θυμάσαι, δεν είχα επισκληρίδιο. Οπότε, ένιωσα τα πάντα. Σε όλες του τις εκφάνσεις και σε όλο του το- την ένταση. Κι εκείνη την ώρα, η αναισθησιολόγος μάλλον από αριστερά μου, μου έχωσε σε ένα σωληνάριο εδώ που μου 'χανε βάλει, επισκληρίδιο. Επιτέλους, γιατί είχανε περάσει οι ώρες. Αλλά εγώ δεν άκουσα κλάμα μωρού. Και κοιμήθηκα. Δηλαδή, άκουσα, ένιωσα το «Χρατς» και μετά κοιμήθηκα. Κι όταν ξύπνησα, ξύπνησα μέσα σε ένα κρύο δωμάτιο. Δεν υπήρχε κανένας γύρω μου. Έτσι ξυπνάς όταν έχεις ολική αναισθησία, γιατί είναι ολική αναισθησία αυτό όταν σου κάνουν χειρουργείο. Μάλλον έτσι. Δεν έχω κάνει ποτέ ξανά ολική αναισθησία. Μια φορά στις αμυγδαλές μου, αλλά δεν το θυμάμαι, ήμουνα πολύ μικρή. Και αχνοάκουγα κάποια βήματα, αχνοφαινόντουσαν κάποιοι άνθρωποι και θυμάμαι το πρώτο πράγμα που είπα ήτανε «Ζω;». Μου απάντησε κάποιος «Ναι, ναι», γέλαγε. «Ωραία. Η Φαίδρα ζει;», γιατί ήξερα ότι θα την ονομάζαμε Φαίδρα, πολύ πιο πριν. «Ναι, βέβαια. Είναι έξω με τον μπαμπά της. Είναι πολύ καλά, είναι πολύ γλυκούλα και είναι πολύ ήρεμη, είναι έξω με τον μπαμπά της». «Μάλιστα». Κι ήταν ο Σταμάτης που μου μιλούσε και μου λέει «Πέρασε, μου λέει, ήταν μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Είσαι καλά. Σου έκανα καισαρική αναγκαστικά, γιατί έπρεπε να το κάνω, γιατί το παιδί θα πέθαινε, επειδή δεν είχε σφυγμούς. Δηλαδή, μου λέει, έπαθες, μου λέει, κάτι, που συμβαίνει στις 8.000 γεννήσεις». Του λέω «Τέλεια! Πολύ τυχερή!». Και μου λέει «Το παιδί σου όμως είναι καλά, σου έκανα καισαρική, αλλά σε έραψα για να κάνεις φυσιολογικό τοκετό άμα θέλεις δεύτερο, να ξέρεις». Και του λέω «Ήμουνα σίγουρη, Σταμάτη, ότι θα το κάνεις αυτό. Αλλά θέλω να σου πω, την επόμενη φορά δεν θα κάνω, στο λέω από τώρα». Τέλος πάντων, κρύωνα πάρα πολύ, ήμουνα πολύ μόνη μου, αισθανόμουνα πάρα πολύ μόνη μου, γιατί ήμουνα μόνη μου. Ήθελα πολύ τη μαμά μου. Βασικά ήθελα πολύ τη μαμά μου. Δεν ήθελα τον Λάζαρο, ήθελα πολύ τη μαμά μου. Κι όταν βγήκα έξω, άκουγα τη Φαίδρα έκλαιγε, ούρλιαζε, ούρλιαζε. Και θυμάμαι που την έφερε, η μαμά μου είχε- ήταν με δάκρυα στα μάτια, είχαν κατατρομάξει όλοι, και πέσανε πάνω μου σαν να τύπου «Πω, πω, σώθηκε!». Δηλαδή, τρομερό. Αυτό. «Όλα καλά τώρα! Ξέχνα τα! Όλα καλά περάσανε!». Κι έκλαιγα κι εγώ, γιατί τους είπα ότι αισθάνθηκα απίστευτη μοναξιά, που ήμουνα συνέχεια με ανθρώπους γύρω μου. Πάντα ήμουν με ανθρώπους γύρω μου, πάντα σε όλη μου τη ζωή. Με φίλους πολλούς, με οικογένεια, μια δεμένη οικογένεια. Τι να σου πω; Δηλαδή, σε γέλια και χαρές ήμασταν όλοι μαζί. Κι ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που ήμουν εντελώς μόνη μου. Και το θεώρησα πάρα πολύ άδικο αυτό να συμβεί σε μένα. Αλλά όταν έφεραν τη Φαίδρα, η Φαίδρα έκλαιγε πάρα πολύ. Ήταν ένα μωρό που- απλά ένα στόμα που ούρλιαζε και με το που την έβαλαν εδώ, έσκασε το άθλιο, έσκασε με το που μου ‘βαλαν εδώ. Και με κοίταγε με αυτά τα μάτια. Και κατάλαβε ότι «Επιτέλους, μαμά, ήρθες! Πού είσαι τόσες ώρες; Μ’ είχε αυτός εδώ ο άνθρωπος;». Οπότε, ήταν ένας τοκετός πολύ ιδιαίτερος. Οι φίλοι μου ακόμη έξω. Είχαν τρομάξει πάρα πολύ. Μετά έβλεπα τα μηνύματα που έχουμε σε ένα γκρουπ κοινό, και ξέρεις, μου στέλνανε όλοι καρδούλες. Ήταν πολύ ωραίο, γιατί στην αρχή μού στέλναν φωτογραφίες χαρούμενες, ξέρω γω, όλοι και ξαφνικά, σταμάτησαν οι φωτογραφίες και μου στέλνανε «Κουράγιο, σε σκεφτόμαστε, είμαστε εδώ, είμαστε απ’ έξω, είμαστε ακόμα εδώ». Αυτό. Γέννησα 9:00 η ώρα το βράδυ; 9-9.30. Η πλάκα είναι, όταν μετά το αφηγήθηκα ήταν ο Λάζαρος, ο οποίος έλεγε «Πότε έγιναν όλα αυτά; 9 πάρα τέταρτο σε πήρανε, 9 πάρα 10 είχες γεννήσει». Θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις. Εγώ το βίωσα λες και ήταν μία αιωνιότητα. Δεν θα μου χαλάς την αίσθηση. Λέει «Πότε πρόλαβαν; Μία που σε πήρανε, μία που άκουσα το κλάμα της Φαίδρας». Του λέω «Να ’σουνα εσύ εκεί να ’βλεπες».
Είναι αρκετά 5 λεπτά.
Ήταν αρκετά μάλλον. Μάλλον ήταν 5 λεπτά. Κανείς δεν θα μάθει, κανείς δεν μου είπε, κανείς δεν. Ξέρεις, μετά δεν μείναμε σε αυτό, αλλά, ήτανε πολύ ωραία. Μετά κύλησαν όλα πολύ ομαλά. Βέβαια τις πρώτες μέρες, τις πρώτες 5 μέρες, είχα ένα τεράστιο κενό, που λέμε μεταξύ συρμού και αποβάθρας, γιατί πήγαινα για φυσιολογικό, δηλαδή έγινε, με ράψανε και από κάτω και σαν καισαρική. Γιατί ήτανε και τα δύο ανοιχτά. Δηλαδή, άνοιξε από κάτω, ήταν στην τελευταία εξώθηση, πώς να στο πω; Βγήκε δηλαδή ο ομφάλιος λώρος, αυτό είναι πρόπτωση ομφάλιου λώρου. Κανονικά ο ομφάλιος λώρος δεν πρέπει, πρέπει να βγαίνει μετά το παιδί. Αν βγει πριν το παιδί, είναι επικίνδυνο για να πάθει καρδιακή προσβολή, σε πολύ λίγα δευτερόλεπτα. Λοιπόν, αλλά δεν αισθανόμουνα, ξέρεις, μου ‘λειπε ένα κομμάτι πολύ σημαντικό. Μου ‘λειπε ένα κομμάτι. Γιατί ακόμα και στην καισαρική που κάνεις, δεν κοιμάσαι. Σου κάνουν επισκληρίδιο από δω και κάτω, και βλέπεις το μωρό να βγαίνει. Εγώ δεν είδα ποτέ μωρό να βγαίνει. Δεν άκουσα ποτέ κλάμα. Δεν το ’νιωσα ποτέ να βγαίνει από μέσα μου. Οπότε είχα ένα κενό. Αυτό μου έκανε έτσι μία μικρή, μου προσέθεσε μία μικρή απογοήτευση και μία μικρή θλίψη. Νομίζω ότι πέρασα ξυστά από την επιλόχειο, τις πρώτες μέρες, αλλά επειδή είχα ένα φανταστικό υποστηρικτικό περιβάλλον, και ο Λάζαρος είναι ένας άνθρωπος ο οποίος είναι πολύ ταλαιπωρημένος στη ζωή του, κι έχει μάθει να στέκεται πολύ ώριμα σε τέτοιες καταστάσεις, επειδή ακριβώς έχει ταλαιπωρηθεί πολύ, με βοήθησε με πολλή ηρεμία και με πολλή κατανόηση να το ξεπεράσω και να μου πει ότι «Το καταλαβαίνω». Ότι «Προετοιμαζόσουνα αρκετό καιρό για κάτι που θα το βίωνες με χαρά και με αυτό, αλλά να ξέρεις ότι είναι καλά η Φαίδρα, είσαι καλά εσύ, είμαστε καλά όλοι, είσαι εδώ, έχεις γάλα, θηλάζεις». Αυτό μου λέγαν όλοι συνέχεια. Βοήθησε και το γεγονός ότι ήταν καλοκαίρι και, ξέρεις, βγαίναμε έξω και κάναμε βόλτες. Οπότε, σιγά-σιγά, επανέκτησα την ψυχολογία μου και ξέχασα το κομμάτι ότι υπήρχε ένα κενό. Και δεν μπορούσα να συνδεθώ με το παιδί. Αυτό αισθανόμουνα. Ότι κόπηκε αυτό που λέμε ο ομφάλιος λώρος, δεν τον είδα να κόβεται, δεν το ένιωσα. Αυτό. Και απομόνωσα αυτήν την ιστορία, κράτησα αυτήν την εμπειρία. Αν με ρωτάς αν θα ξαναέκανα παιδί, θα ξανάκανα. Δεν ξέρω αν θα ξαναέκανα φυσιολογικό τοκετό. Δεν ξέρω. Μπορεί τώρα να το λέω, μπορεί τώρα να μην είμαι έτοιμη. Αλλά αν περάσω μία εγκυμοσύνη δεύτερη, και είμαι στην τελική ευθεία για να γεννήσω, μπορεί ν' αλλάξω γνώμη. Αλλά τώρα νομίζω ότι θα το πήγαινα όσο πιο safe και όσο πιο κότα γίνεται. Δηλαδή, αισθάνομαι όσο πιο κότα υπάρχει. Αυτό. Και κάθε φορά που μου λένε, που με παίρνουν οι φίλες μου και μου λένε «Αχ! Θα κάνω τοκετό στο σπίτι». «Μμ, να σου πω τι μου συνέβη;».
«Κάτσε, κάτσε».
Κάτσε, κάτσε. Ναι, όχι. Θα σου πω ότι γίνονται και πράγματα τα οποία δεν μπορείς να τα αντιμετωπίσεις. Δηλαδή, μου το είπανε ότι αν συνέβαινε, αν υπήρχε τοκετός στο σπίτι, δεν θα ήταν καλά τα πράγματα για το παιδί. Δεν θα ‘τανε καλά, γιατί ξέρεις. Αυτό.
Σπουδαία ιστορία.
Αυτά. Παράξενη.
Ντάξει, είναι συγκλονιστική. Θέλω να πω είναι-
Ναι, γιατί έχει να κάνει με τη ζωή και τον θάνατο. Γιατί αυτό είναι τελικώς οι ιστορίες, αυτό που έχουν ενδιαφέρον. Όλες οι ιστορίες έχουνε μέσα και τη ζωή και το θάνατο, ταυτόχρονα. Και είναι αυτό μια ιστορία, που είναι ακριβώς αυτό που είπα. Δηλαδή, άνοιξε η πόρτα του χειρουργείου που δεν ήξερα τι είναι. Δεν ήξερα τι με περιμένει εκεί, είχα την απόλυτη μοναξιά. Δεν μου ‘λεγε κανένας τίποτα. Γιατί θα κάτσει τώρα να μου εξηγήσει τι γίνεται; Τώρα καίγεται ο κώλος μας. Κάνω αυτό που πρέπει, ως γιατρός. Γι’ αυτό και η δική μου η μαία μού είπε «Εγώ, μου λέει, αυτό, γι' αυτό, μου λέει, έκανα πίσω και απλά σε βοήθησα υποστηρικτικά. Δεν μπορούσα να σε βοηθήσω κάπως αλλιώς. Γιατί αυτό το ‘χα διαβάσει μόνο στα βιβλία». Η Διευθύντρια της Μαιευτικής, που ήταν η διευθύντρια του ΜΗΤΕΡΑ, το ΄χε συναντήσει άλλη μία φορά στα χρόνια της. Και ήτανε 45 χρονών, δηλαδή ήταν μεγάλη, εννοώ ότι ήταν πολλά χρόνια στο επάγγελμα, ήταν 20 χρόνια στο επάγγελμα. Αυτό.[01:00:00] Είναι μια ιστορία που έχει να κάνει με τη ζωή και τον θάνατο. Είναι αυτό που λες «Ρε παιδί μου ΟΚ, θα χάσω ένα παιδί, αλλά θα κάνω άλλο». Και ξέρεις, εκείνη την ώρα το σκέφτεσαι, αλλά εκείνη την ώρα το σκέφτεσαι, γιατί μετά μπορεί να μην έλεγα το ίδιο αν την είχα χάσει. Αυτά που λες.
Ήθελα να σε ρωτήσω-
Τι ζώδιο είναι ο Λάζαρος!
Ναι. Η μικρή είναι, η Φαίδρα είναι Καρκίνος;
Ναι. Καρκίνο με ωροσκόπο Σκορπιό. Δεν τα ξέρω, μου είπαν ότι είναι κάτι φοβερό και τρομερό.
Καλώς τα δέχτηκες!
Αυτό μου είπανε! Δεν ξέρω παιδιά, αλλά ισχύει ότι είναι, έχει ένα φοβερό ταπεραμέντο σαν παιδί. Έχει πολύ ισχυρή προσωπικότητα. Δεν της την παίρνεις εύκολα.
Ήθελα να σε ρωτήσω, θυμάσαι μου είπες, αλλά έτσι αυτήν την πρώτη στιγμή που στην ακούμπησαν ή και την πρώτη στιγμή που τη θήλασες;
Ναι.
Ενότητα 4
«Πριν τη Φαίδρα, ήμουνα ένα ολόκληρο. Τώρα με τη Φαίδρα είμαι εγώ ένα μισό, η Φαίδρα άλλο ένα μισό, και μαζί κάνουμε ένα ολόκληρο»
01:00:50 - 01:18:57
Όταν μου την ακούμπησαν, ήταν σαν να- δεν μπορώ να στο εξηγήσω. Μπορεί να μην το καταλάβεις, γιατί συνήθως το καταλαβαίνουν όσοι έχουν κάνει ένα παιδί. Εγώ πάντα, πριν τη Φαίδρα, ήμουνα ένα ολόκληρο. Τώρα με τη Φαίδρα είμαι εγώ ένα μισό, η Φαίδρα άλλο ένα μισό, και μαζί κάνουμε ένα ολόκληρο. Η σχέση που έχει η μαμά με το παιδί, δεν έχει καμία σχέση με τη σχέση που έχει ο μπαμπάς με το παιδί. Εγώ όταν αγκαλιάζομαι ακόμα και τώρα με τη Φαίδρα, και κοιμόμαστε μαζί, έχω μία ηρεμία ψυχής, δηλαδή έχω την απόλυτη γαλήνη. Έχω, νιώθω σαν να είμαι σε ένα προστατευτικό, σαν μια προστατευτική φούσκα. Οπότε, όταν μου τη φέρανε, κούμπωσε. Ήταν σαν κούμπωσε πάνω μου. Κούμπωσε. Δηλαδή, ήτανε σαν κάτι να ‘λειπε και «κλακ» ήρθε. Γι’ αυτό και ηρέμησε κι εκείνη. Δηλαδή, το πρόσωπό της ηρέμησε. Σταμάτησε να κλαίει με το που ακούμπησε, με το που με μύρισε. Σαν τα ζώα. Πρώτη φορά που τη θήλασα, πολύ περίεργη αίσθηση. Καθόλου ειδυλλιακή έτσι όπως την παρουσιάζουνε, δεν είναι καθόλου εύκολο, καθόλου όμορφο. Σαν να λέμε- Δείχνουν κάθε φορά στις εικόνες του θηλασμού κάτι ήρεμες μαμάδες με πανέμορφα μαλλιά, αυτό και- Όχι, δεν είναι έτσι. Τα δοντάκια του μωρού, δεν έχει δόντια, έχει κάτι ούλα τα οποία είναι σαν ξυράφια, και οι ρώγες σου ακόμα είναι πολύ μαλακές. Δεν έχουνε σκληρύνει για να μπορούνε να αντέξουνε σ’ αυτό το κρατσάνισμα που σου κάνει το παιδί. Αλλά είναι τρομερή αίσθηση. Δηλαδή, νιώθεις μία, ένα, ένα κράτημα όταν μπαίνει για πρώτη φορά. Δεν ξέρεις ούτε εσύ ούτε το παιδί που σου παν' τα τέσσερα. Μαζί το βρίσκετε, είστε ένα δίδυμο πια. Και η κάθε μαμά με το κάθε παιδί έχει τον δικό της ρυθμό στο θηλασμό. Είναι μια ομάδα οι δυο τους και μαζί θα το βρούνε. Δεν το βρίσκει ο ένας ξεχωριστά. Δηλαδή, όσο και να ήθελα εγώ να θηλάσω, αν δεν ήθελε η Φαίδρα δεν θα- Ή και να ήθελε η Φαίδρα και να μην ήθελα εγώ, δεν θα μπορούσαμε να το βρούμε κάπου στη μέση. Οπότε, τις πρώτες φορές δεν κατέβαινε εύκολα το γάλα μου. Αλλά αυτή η αίσθηση -μετά όταν άρχισε να κατεβαίνει το γάλα μου-, αυτή η αίσθηση που το μωρό πίνει, τραβάει γάλα από το στήθος είναι κάτι το μοναδικό. Είναι κάτι το συγκλονιστικό. Θα έκανα άλλα 10 παιδιά μόνο και μόνο για να τα θηλάσω! Δηλαδή, θα ήμουνα εύκολα αυτό που λέγαν στα χωριά, που είχανε στα χωριά αυτό που λένε, τις τροφούς, ας πούμε. Θα ήμουν εύκολα τροφός. Είναι ένα φοβερό πράγμα. Να φανταστείς όταν ήμουνα στους πρώτους μήνες, εγώ την ξύπναγα για να θηλάσει. Εκείνη δεν ξύπναγε. Το παιδί είχε φάει, γούσταρε, κοιμότανε. Εγώ όμως ήθελα να νιώθω αυτό, είναι ηδονιστικό. Είναι πολύ- Νιώθεις, δίνεις ζωή σε έναν άλλον άνθρωπο. Νιώθεις αυτό ακριβώς. Είναι πολύ ωραίο συναίσθημα. Δύσκολο, πολύ κόπο, θέλει πολλή προσπάθεια, θέλει πολλή υπομονή. Εκεί δηλαδή μία γυναίκα δοκιμάζεται πολύ η προσωπικότητά της και η αντοχή της. Δεν δοκιμάζεται ούτε στην εγκυμοσύνη ούτε στον τοκετό. Πιστεύω ότι ο θηλασμός είναι πολύ κομβικό σημείο για την προσωπικότητα της γυναίκας. Το πώς θα το αντιμετωπίσει. Δεν είναι για όλους τους ανθρώπους ο θηλασμός, κι εγώ πιστεύω ότι δεν πρέπει να πιέζουμε τις γυναίκες ούτε να θηλάσουν απαραίτητα αλλά ούτε και να μη θηλάσουνε. Ό,τι τους βγει. Αυτό.
Η πρώτη στιγμή που είδες τον Λάζαρο με τη Φαίδρα;
Πολύ αστείο, γιατί είναι copy-paste. Εγώ είχα μία απλή συμμετοχή. Είναι πολύ- ήταν σαν να είναι ένα μωρό, ήταν σαν ένα μωρό Λάζαρος. Ενήλικο όμως. Δηλαδή το πώς βλέπεις, ρε παιδί μου, σε κάποιες ταινίες, B movies, που έχουνε βάλει στο πρόσωπο του ενήλικα του άντρα το πρόσωπο του μωρού, είναι ακριβώς αυτό. Ήταν τρομακτικό το πόσο ίδιοι ήτανε. Μ’ αρέσει πάρα πολύ όταν, μ’ άρεσε όχι όταν τον- Καταρχήν, εγώ κάπως σαν να ήμουνα λίγο πιο έτοιμη από τον Λάζαρο. Ήξερα πώς να την πιάσω, ήξερα πώς να της αλλάξω πάνα, ήξερα πώς να της συμπεριφερθώ. Πώς να την τοποθετήσω στο καρεκλάκι του φαγητού, πώς να την τοποθετήσω στο καρεκλάκι, να την ακουμπήσω κάτω για να κοιμηθεί. Ήξερα πώς να τη γυρίσω για να κοιμηθεί, ήξερα πώς να την κάνω να ρευτεί. Για κάποιο λόγο ερχότανε φυσικά. Ο Λάζαρος ήτανε λίγο ατσούμπαλος. Είναι έτσι κι αρκετά μυώδης κι αυτά, κι ήτανε ένα πλασματάκι τόσο δα, ας πούμε, κι ήτανε λες και κουβαλούσε αβγά. Πάρα πολύ αστείο. Λέω «Βρε αγόρι μου, κράτα την!». Μου λέει «Είναι τόσο λιλιπούτεια, θα τη σπάσω». «Τι θα τη σπάσεις; Κράτα το το παιδί». Και τον έμαθα πολλά. Και ο Λάζαρος ήταν πολύ, φοβότανε πάρα πολύ την όλη διαδικασία. Δηλαδή, εγώ ήμουνα λίγο πιο σκυλί του πολέμου, μετά τις πρώτες φορές, ας πούμε. Είπαμε «Τώρα, πάμε!». Επίσης επιλέξαμε, πολύ σημαντικό κι αυτό, και μας άρεσε πολύ, σε κάποια νοσοκομεία έχεις τη δυνατότητα να ζητήσεις rooming in. Σε λίγα νοσοκομεία, νομίζω στο ΙΑΣΩ και στο ΜΗΤΕΡΑ, δεν είμαι σίγουρη, στο ΜΗΤΕΡΑ γίνεται. Τι σημαίνει το rooming in; Είναι ότι παίρνεις το παιδί μαζί σου, το έχεις συνέχεια. Δεν στο παίρνουνε και στο φέρνουνε όταν είναι να θηλάσει. Και μου λέγαν εκεί, η μάνα μου «Ε, όχι βρε παιδί μου, θα την έχεις αυτό, ξεκουράσου τις πρώτες μέρες». Aυτό. Τους λέω «Παιδιά, τους λέω, κοιτάξτε να δείτε. Επειδή εγώ έχω σκοπό να μείνω στην Κάντζα, που είναι λίγο απομακρυσμένα και να αυτό, και θέλουμε να βρούμε, θέλω να βρω τους ρυθμούς μου με τον Λάζαρο». Οπότε τι κάναμε; Την πήραμε, λοιπόν, μαζί μας και την είχαμε συνέχεια μαζί. Δεν μας την- Την παίρνανε μόνο, όταν ήταν να την εξετάσει παιδίατρος. Δηλαδή, εμείς την αλλάζαμε στο μαιευτήριο, από τις πρώτες ώρες, εμείς την αλλάξαμε. Εμείς την ταΐζαμε, εμείς την κοιμίζαμε. Όλα τα κάναμε οι δυο μας.
Τη θυμάσαι την πρώτη μέρα που περάσατε οι τρεις σας;
Στο σπίτι ή στο μαιευτήριο;
Στο μαιευτήριο αρχικά.
Κοίταξε να δεις. Η πρώτη μέρα στο μαιευτήριο, επειδή ήμουνα από φάρμακα, είχα πάρει και μια ολική νάρκωση, έτσι; Μου βάλανε και μορφίνη μπόλικη, γιατί έκαναν και μία επείγουσα καισαρική. Οπότε, έκοψε όπου βρήκε. Δεν είναι ότι το πήρε αλφάδι, έτσι; Έκοψε, όπου βρήκε! Προσπάθησε ο άνθρωπος. Καλά το πήγε, χαμηλά-χαμηλά είναι, εντάξει. Δεν είναι κανένα εδώ, ας πούμε! Καλά το πήγε, αλλά όχι, όχι πολύ καλά, δηλαδή ωραία τομή, αλλά θέλω να σου πω ότι ήμουνα με μορφίνη, με ισχυρά παυσίπονα, για μία μέρα τουλάχιστον. Οπότε, είχα ένα dizzyness, μία ζάλη. Οπότε, δεν καταλάβαινα πολύ τι γινότανε, κι ο Λάζαρος το πήρε πολύ πάνω του, την πρώτη μέρα και τη δεύτερη, μέχρι να μπορέσω να σηκωθώ. Η καισαρική είναι κάτι δύσκολο, επειδή ανοίγει το σώμα σου ξαφνικά. Μπαίνει αέρας μέσα απότομα, και όταν κλείνει, μένει ο αέρας μέσα. Οπότε, όλες οι έγκυες, όλες οι εγκυμονούσες, όλες οι γυναίκες αν σου πούνε, αν σου αφηγηθούνε την ιστορία του τοκετού τους κι έχουνε κάνει καισαρική, θα σου πουν ότι νιώθουνε έναν πόνο στα πλευρά. Ή αριστερά πίσω ή δεξιά στην ωμοπλάτη. Αυτό είναι επειδή έχει περάσει αέρας, κι έχει πάει πάνω, πάνω, πάνω, πάνω, στο πιο ψηλό σημείο του σώματος. Και είναι σαν να έχεις, ένας πόνος λες κι έχεις το χειρότερο νευροκαβαλίκεμα. Δεν μπορείς να κουνήσεις το χέρι σου. Και φαινόταν παράξενο, γιατί αυτό μου το ’πε ο μπαμπάς μου, γιατί είναι φυσικοθεραπευτής. Η μαμά μου δεν είχε κάνει καισαρική ποτέ, είχε φυσιολογικούς τοκετούς. Οπότε, δεν είχαν τη γνώση της καισαρικής, ήμουνα η μόνη στην οικογένεια. Ούτε η νύφη μου, η γυναίκα του αδελφού μου, έκανε καισαρική, με φυσιολογικό τοκετό. Οπότε, όταν ήρθε ο μπαμπάς μου να με βοηθήσει, του λέω «Μπαμπά, πονάει πάρα πολύ το χέρι μου! Πίσω η ωμοπλάτη μου, δεν μπορώ να σηκώσω το παιδί». Μου λέει «Είναι γι αυτό, επειδή έχει περάσει αυτό. Σιγά-σιγά θα φύγει ο αέρας, θα πάει στο αίμα, σιγά-σιγά μου λέει, θα περάσουν δυο-τρεις μέρες». Αυτό.
Ουάου, αυτό δεν το’ χα καθόλου υπόψη μου. Πώς άλλωστε θα μπορούσα;
Ούτε κι εγώ. Οπότε, ήταν πολύ ωραίες οι πρώτες μέρες. Δηλαδή, ανέλαβε αρκετά ο Λάζαρος μέχρι να μας συνδέσει λίγο με τη Φαίδρα. Ανέλαβε λίγο τον συνδετικό κρίκο. Είναι και τώρα, είναι ο ενδιάμεσος. Είναι, είναι, είναι ο ενδιάμεσος. Είμαστε εμείς τα δύο άκρα, και είναι αυτός ο ενδιάμεσος ο κακομοίρης, μες στη μέση.
Και η πρώτη μέρα που πήγατε στο σπίτι;
Η πρώτη μέρα που πήγαμε στο σπίτι το δικό μου ή της μαμάς μου; Γιατί τον πρώτο καιρό μείναμε, τον πρώτο μήνα, μέχρι να πάρω τα πάνω μου, γιατί ο Λάζαρος[01:10:00] εργαζότανε. Γιατί στον ιδιωτικό τομέα, η άδεια πατρότητας είναι μία μέρα! Στη Σουηδία, παρεμπιπτόντως, γιατί έχω φίλους στη Σουηδία, είναι ένα χρόνο η άδεια μητρότητας, άλλον έναν χρόνο ξεχωριστό, άσχετο, η άδεια πατρότητας! Δηλαδή δύο χρόνια σερί. Κατάλαβες; Μία ο ένας, μία ο άλλος. Και όταν έχεις δίδυμα, είναι δύο χρόνια! Δηλαδή, δύο και δύο, τέσσερα!
Λογικό!
Λογικότατο. Λοιπόν, οπότε πήγαμε την πρώτη φορά, που ήμασταν στο σπίτι της μαμάς μου, η αλήθεια είναι τον πρώτο μήνα είχα τον νου μου απλά να ταΐζω τη Φαίδρα, να την αλλάζω και να την κοιμίζω. Βρήκαμε όμως τα πατήματά μας. Ήθελα δηλαδή να φύγω. Εννοώ ότι μου προσέφερε την ασφάλεια το ότι κάποιος έχει να την ταΐσει, όχι να την ταΐσει, κάποιος έχει να την κοιμίσει, ας πούμε, να πάω να κάνω ένα μπάνιο ή να μπω στην τουαλέτα, ας πούμε, να κάνω τσίσα μου, που ακόμα είναι πολύ δύσκολο να έχεις μια απομόνωση στην τουαλέτα. Δεν αισθανόμουνα ότι ήμουνα στον χώρο μου, δεν είχα βρει τα πατήματά μου. Όταν πήγα, λοιπόν, στο σπίτι που ήταν όλο από την αρχή εξοπλισμένο και μας περίμενε, πολύ ωραία και πολύ καλά, εκεί τότε χαλάρωσα. Και βρήκαμε τα πατήματά μας μόνοι μας, και μετά πήγε κι ο Λάζαρος δουλειά, κι εγώ καθόμουνα με τη Φαίδρα και-
Την ξενάγησες, ας πούμε; Τι κάνατε όταν μπήκατε;
Την πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο, στο δωμάτιό μας το μεγάλο. Ναι, της είπα όταν φύγαμε από το σπίτι του παππού και της γιαγιάς και είπαμε «Τώρα θα μπούμε στο αμάξι, κάνε γεια στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Θα ερχόμαστε εδώ πάρα πολλά Σαββατοκύριακα, γιατί η γιαγιά μαγειρεύει καλά, και θα πάμε τώρα στο σπίτι». Και κοιμότανε η Φαίδρα στο αυτοκίνητο, κοιμότανε πάρα πολύ, κι ακόμα κοιμάται το παιδί. Οπότε, με το που ξύπνησε και πήγε στο καινούριο σπίτι, χάλασε λίγο η ρουτίνα του ύπνου της, επειδή είχε συνηθίσει τις εικόνες, τις μυρωδιές, τον θόρυβο του σπιτιού, ξέρεις, άλλο σπίτι, άλλος θόρυβος, έπαθε λίγο ένα ταράκουλο το παιδί. Αλλά της είπα ότι «Αυτό είναι το σπίτι μας, εδώ θα μένουμε, εδώ μένουμε. Αυτό είναι το δωμάτιο της μαμάς και του μπαμπά, αυτό είναι το δωμάτιό σου που σου φτιάξαμε, αλλά θα το επισκεφτείς αργότερα που θα είσαι λίγο πιο μεγάλη. Θα μένεις μαζί με τη μαμά». Αυτό. Δηλαδή, ήτανε πολύ φυσιολογικά. Γενικά, μίλαγα στη Φαίδρα όπως της μίλαγα κι όταν ήτανε στην κοιλιά μου. Σαν να ήτανε όπως είναι τώρα. Δηλαδή «Τώρα ο μπαμπάς θα ξυπνήσει, θα πάει στη δουλειά, θα μείνουμε μόνες μας» ή «Θα πάμε, ξέρω γω, θα σε βάλω στο αυτοκίνητο, θα πάμε βόλτα να πάμε για καφέ, να βγούμε με τη φίλη μας. Α! κοίτα τι ωραία παρκάραμε. Βρήκαμε να παρκάρουμε, yay!». Αυτό. Το παιδί κοιμότανε. Δεν άκουγε, αλλά εγώ μίλαγα μόνη μου. Αλλά κατάλαβα ότι με ακούει. Πάντα με άκουγε. Γιατί όταν άρχισε να μιλάει η Φαίδρα, έλεγε πάρα πολλές από τις λέξεις που της μίλαγα τους πρώτους μήνες. Πολλές από τις λέξεις. Δηλαδή, τα παιδιά ρουφάνε. Είναι σφουγγάρια από την πρώτη στιγμή. Αυτό. Κι ήταν πολύ ωραία. Επίσης, την πρώτη στιγμή που την έκανα μπάνιο ήταν φανταστική. Γιατί εγώ έχω τρέλα με το, με τα, έτσι όχι, με τα ritual σκηνικά, με τις διαδικασίες. Όταν βιάζομαι να κάνω ένα ντους, θα βιαστώ να κάνω ένα ντους. Αλλά όταν πω ότι θέλω να κάνω ένα μπάνιο, θα κάνω τα πάντα. Θα κάνω αποτρίχωση, θα βάλω τις κρέμες, θα βάλω, θ’ ανάψω κεριά, θα βάλω Barry White. Λοιπόν, θα το κάνω όλο! Λοιπόν, όποτε έχω χρόνο. Οπότε, τι κάναμε με τη Φαίδρα; Της ανάβαμε κεριά, της βάζαμε μία playlist στο Spotify φανταστική, που λέγεται «Songs of Birdland» και είναι τραγουδάκια για πολύ, πολύ, πολύ μωρά, αλλά σε τζαζ εκτελέσεις, πολύ ωραίες. Και μου είχε δείξει η μαία μου η Κατερίνα μία κίνηση που την παίρνεις απ’ το σβέρκο και τη βάζεις, βάζεις όλο το χέρι μέσα στο μπανάκι με το παιδί, και το κάνεις σαν να κάνεις μια βαρκούλα. Ξέρεις, κάνεις το χέρι σου σαν να είναι μια βαρκούλα και κάθεται αυτό εδώ. Εγώ το ‘κανα με μεγάλη ευκολία, ο Λάζαρος φοβότανε. Αλλά εμένα μ’ άρεσε πάρα πολύ, κι έβλεπες το παιδί που χαλάρωνε. Δηλαδή, έβλεπες μέσα, γιατί είναι επιστροφή στη μήτρα, έτσι; Τα παιδιά έχουν ακόμα τη θύμηση αυτή, της κοιλιάς και του νερού στην κοιλιά πολύ, πώς το λένε, την κουβαλάνε για πολλούς μήνες μετά από τη γέννα τους. Οπότε, με το που έμπαινε στο νερό η Φαίδρα, αμολιότανε. Δηλαδή, κι έβλεπες, ας πούμε ένα μωρό, τα μωρά έχουνε λίγο αυτήν τη συστολή, και με το που έμπαινε στο νερό, χαλάρωνε. Κι ήτανε, κοιμότανε. Κοιμότανε μες το νερό. Έχω βίντεο τη Φαίδρα που κοιμάται μέσα στην πισίνα. Της έχουμε το σωσίβιο, τέλος πάντων, και κάθεται μέσα στο σωσίβιο, και είναι έτσι η Φαίδρα και κοιμάται. Και είναι από κάτω τα πόδια, πλέουν από κάτω, και κοιμάται. Οπότε, ήμουνα πολύ αυστηρή με το θέμα του μπάνιου, με το ότι «Τώρα θα κάνουμε μπάνιο. Κλείνουμε κινητά και ακίνητα, το κάνουμε, το φχαριστιόμαστε. Ένα μισάωρο θα πάρει, είμαστε εδώ, από πάνω και μιλάμε σιγά και το αυτό». Ήταν πολύ ωραία. Της άρεσε δηλαδή πάρα πολύ το μπάνιο.
Και το πρώτο ήταν επεισοδειακό;
Όχι, δεν ήταν καθόλου επεισοδειακό. Απλά ήταν επεισοδειακό, γιατί φοβόμασταν ότι είχαμε ακούσει ότι «Τα παιδιά ουρλιάζουνε, δεν τους αρέσει» και είδαμε τη Φαίδρα που απλά μπήκε μέσα, κυρία και χαλάρωσε, και άπλωσε τα πόδια της. Κι έκλεινε τα μάτια, ας πούμε, έπεφτε, έγερνε πίσω, ας πούμε, και ήταν πολύ ωραία εμπειρία. Επίσης, ωραία εμπειρία είναι κι όταν τρώει πρώτη φορά ένα παιδί. Όταν τρώει κάτι διαφορετικό εκτός από το γάλα.
Τι έφαγε;
Ε, τίποτα, που έχει τις στερεές τροφές. Που έφαγε μπανάνα. Αλλά εμένα, επειδή μου άρεσε πάρα πολύ ο θηλασμός, ήμουνα πάρα πολύ εγωίστρια, κι αισθανόμουνα πολύ αποτυχημένη που το παιδί μου δεν ήθελε πια το γάλα μου, και ήθελε την μπανάνα του. Πέρασα εκεί ένα ψιλοσόκ. Γιατί κι όταν σταματάει ο θηλασμός, επίσης είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός για το σώμα της γυναίκας, για την ψυχοσύνθεσή της. Γιατί οι ορμόνες της γυναίκας και όλο το σύστημα, ακόμα και στην εγκυμοσύνη και στον θηλασμό, δουλεύουν οι μηχανές στο φουλ, δηλαδή για να προσφέρουν στο παιδί. Τα μαλλιά σου είναι τέλεια, το δέρμα σου είναι τέλειο, οι σκέψεις σου είναι πανέμορφες. Είσαι στην πιο λαμπερή και όμορφή σου εκδοχή. Και με το που θα σταματήσει ο θηλασμός, είναι σαν ένα οικοδόμημα που καταρρέει. Εγώ έχασα πάρα πολλά μαλλιά, τούφες πέφτανε, τα μαλλιά μου από σγουρά αφρικανικά, γίνανε ίσια, κι έπαθα ένα τύπου «Τώρα γιατί το παιδί μου, ας πούμε, δεν θέλει το στήθος μου άλλο, ας πούμε, και θέλει την μπανάνα;». Κι εκεί πήγε ο Λάζαρος για άλλη μία φορά και είπε «Κορίτσια, ηρεμία. Είναι ένα φυσιολογικό στάδιο, θα το περάσουμε κι αυτό. Το παιδί απλά θα φάει! Τελείωσε. Εσύ δεν έχεις άλλο γάλα να δώσεις. Το παιδί απλά θέλει να φάει, πεινάει. Πολύ φυσιολογικά. Βρες έναν άλλο τρόπο». Ξέρεις, η μάνα μέχρι εκείνη τη στιγμή, πιστεύει ότι φροντίζει το παιδί της με το να το θηλάζει. Κι όταν της φεύγει αυτή η ιδιότητα λες «Όπα, τώρα πώς το φροντίζω; Πώς; Δεν εξαρτάται εντελώς από μένα, εξαρτάται κι απ’ τον άλλον. Ωπ!». Εκεί.
Πω, πω!
Σε ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ!
Εγώ σε ευχαριστώ!
Ήταν πάρα πολύ ωραία η ιστορία σου.
Αλήθεια; Σου άρεσε;
Ναι! Πάρα, πάρα πολύ!
Εντάξει.
Ήταν φανταστική.
Εύχομαι να, να τη- να, ξέρεις.
Ήτανε βουτιά, δηλαδή με πρόλαβες σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις. Δεν έχω. Ήτανε πράγματα τα οποία ρωτούσα και σε άλλες ιστορίες και, ξέρεις, δηλαδή αυτή η στιγμούλα, αυτή, αυτή, αυτή και περνούσες απ’ το ένα στο άλλο.
Ναι.
Χωρίς καμία πίεση.
Ναι.
Ειλικρινά, ευχαριστώ που το μοιράστηκες.
Εγώ, εγώ σε ευχαριστώ. Μ’ αρέσει πολύ να λέω αυτήν την ιστορία γιατί είναι πολύ- Είναι πολύ "πραγματικένια" ιστορία. Είναι "πραγματικένια". Εννοώ ότι και γι' αυτό χρησιμοποιώ αυτό το πραγματικένια και όχι το πραγματική, γιατί είναι αυτό. Εννοώ ότι, όπως η Μαρία που γέννησε μέσα στο αυτοκίνητο, κι αυτό μπορεί να συμβεί. Το θέμα είναι τι κρατάς, πώς το θυμάσαι και πώς είδες τον εαυτό σου μέσα σ’ αυτό. Γιατί είμαι κι ηθοποιός, και νομίζω ότι αυτό είναι το υλικό μας. Είναι υλικό μου πια αυτή η εμπειρία.
Ναι, είναι.
Όπως κι άλλες εμπειρίες είναι. Χρησιμοποιώ, έτσι χρησιμοποιώ κι αυτό ως υλικό της προσωπικότητάς μου. Αυτά.
Ευχαριστώ και πάλι.
Ευχαριστώ πολύ.
Το κλείνω εδώ.
Ναι.
Φωτογραφίες

Μπαμπάς και κόρη μετά το ...
Μπαμπάς και κόρη μετά τον τοκετό.

Η μικρή Φαίδρα
Η μικρή Φαίδρα.

Η Έλενα με την κόρη της ...
Η Έλενα με την κόρη της μετά τον τοκετό.

Η Φαίδρα μόλις έχει γενν ...
Η Φαίδρα μόλις έχει γεννηθεί.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Έλενα αφηγείται την ιστορία της γέννησης της κόρης της. Μια εντελώς "πραγματικένια" ιστορία ζωής και θανάτου που τη διαμόρφωσε. Υπέρμαχος του έρωτα από πάντα, γνώρισε τον σύζυγό της κι έζησε το παραμύθι που είχε ονειρευτεί. Η εγκυμοσύνη ήρθε ομαλά και κύλησε όμορφα, μέχρι που διαγνώστηκε με θρομβοφιλία και κατατάχθηκε αυτόματα σε υψηλού κινδύνου. Δεν πτοήθηκε όμως ούτε στιγμή! Συνέχισε να δουλεύει και να προσέχει μέχρι τη μέρα του τοκετού. Κι εκεί έρχονται τα πάνω-κάτω. Ξεκινάει ο φυσιολογικός της τοκετός, αλλά προκύπτει πρόπτωση ομφάλιου λώρου. Το μωρό κινδυνεύει να πεθάνει, ο φυσιολογικός τοκετός πρέπει να διακοπεί και η Έλενα χειρουργείται εσπευσμένα. Η κόρη της γεννήθηκε υγιής με μόνο απόκτημα ένα μικρό καρούμπαλο. Το κενό μνήμης που είχε από τη γέννηση της μικρής Φαίδρας γεφύρωσε ο σύζυγός της κι έκτοτε ξεκίνησε η μαγική περίοδος του θηλασμού και της σύνδεσης μαμάς και κόρης.
Αφηγητές/τριες
Ελένη Χαραλαμπούδη
Ερευνητές/τριες
Ειρήνη Μακρή
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/02/2022
Διάρκεια
78'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Έλενα αφηγείται την ιστορία της γέννησης της κόρης της. Μια εντελώς "πραγματικένια" ιστορία ζωής και θανάτου που τη διαμόρφωσε. Υπέρμαχος του έρωτα από πάντα, γνώρισε τον σύζυγό της κι έζησε το παραμύθι που είχε ονειρευτεί. Η εγκυμοσύνη ήρθε ομαλά και κύλησε όμορφα, μέχρι που διαγνώστηκε με θρομβοφιλία και κατατάχθηκε αυτόματα σε υψηλού κινδύνου. Δεν πτοήθηκε όμως ούτε στιγμή! Συνέχισε να δουλεύει και να προσέχει μέχρι τη μέρα του τοκετού. Κι εκεί έρχονται τα πάνω-κάτω. Ξεκινάει ο φυσιολογικός της τοκετός, αλλά προκύπτει πρόπτωση ομφάλιου λώρου. Το μωρό κινδυνεύει να πεθάνει, ο φυσιολογικός τοκετός πρέπει να διακοπεί και η Έλενα χειρουργείται εσπευσμένα. Η κόρη της γεννήθηκε υγιής με μόνο απόκτημα ένα μικρό καρούμπαλο. Το κενό μνήμης που είχε από τη γέννηση της μικρής Φαίδρας γεφύρωσε ο σύζυγός της κι έκτοτε ξεκίνησε η μαγική περίοδος του θηλασμού και της σύνδεσης μαμάς και κόρης.
Αφηγητές/τριες
Ελένη Χαραλαμπούδη
Ερευνητές/τριες
Ειρήνη Μακρή
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/02/2022
Διάρκεια
78'