Νεαρή νηπιαγωγός ψάχνει δουλειά στα χρόνια της κρίσης
Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε τη συνέντευξη. Καλησπέρα! Σήμερα είναι 17 Νοεμβρίου του 2021, εγώ είμαι η Ευτυχία Βαρδούλη, είμαι Ερευνήτρια του Ιστορήματος και είμαι εδώ πέρα μαζί με την...
[00:00:00]
Ειρήνη Λαζαρίδου.
...είμαι εδώ πέρα μαζί με την Ειρήνη Λαζαρίδου, στο σπίτι της στην Αθήνα. Θα ’θελες, Ειρήνη, αρχικά, να μας πεις λίγα λόγια για τον εαυτό σου;
Ναι, είμαι η Ειρήνη, κατάγομαι από την Έδεσσα, είμαι 30 χρόνων και, αυτήν τη στιγμή, εργάζομαι ως νηπιαγωγός αναπληρώτρια σε δημόσιο νηπιαγωγείο και ταυτόχρονα κάνω τις διδακτορικές μου σπουδές πάνω στην προσχολική εκπαίδευση.
Ωραία! Είμαι σίγουρη ότι έχεις ζήσεις αρκετά πράγματα ως νέα γυναίκα, εργαζόμενη και νηπιαγωγός στα χρονιά της κρίσης. Θα ήθελες να μιλήσουμε για κάποιες από τις εμπειρίες σου και τα βιώματά σου και τις προσδοκίες και τα όνειρά σου, πώς έβλεπες τα πράγματα μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια...
Δώδεκα.
...δώδεκα της κρίσης;
Ναι, ναι.
Αρχικά, θα ήθελες να μας πεις γιατί επέλεξες να γίνεις νηπιαγωγός;
Ναι. Δεν επέλεξα ακριβώς να γίνω νηπιαγωγός. Ήταν όταν έγραψα, τελείωσα με τις Πανελλήνιες. Οι γονείς μου και οι δυο είναι εκπαιδευτικοί, ο πατέρας μου είναι δάσκαλος, η μητέρα μου νηπιαγωγός, όποτε, λόγω του βαθμού που είχα βγάλει, που ήτανε αρκετά, έτσι, τα μόρια, ήταν κάπως σαν να είναι η μόνη επιλογή. Ας πούμε, που μου έλεγαν οι γονείς μου, ότι, εκτός ότι είχα αυτήν την εικόνα τού πόσο ωραίο επάγγελμα είναι, επειδή και οι δύο το αγαπάνε πολύ, και ότι: «Αφού έχεις γράψει τόσο καλά, να πας σε μια σχολή όπως παιδαγωγικό, γιατί μετά έχει αποκατάσταση». Τότε, ήτανε το 2009, που έγραψα εγώ Πανελλήνιες, τα παιδαγωγικά ήτανε η τελευταία χρονιά που ήταν πάρα πολύ υψηλές οι βάσεις. Δηλαδή, έτσι, δάσκαλοι, όλοι οι αριστούχοι που ήμασταν τότε, που είχαν βγάλει 19 και εκεί, είχαν πάει δάσκαλοι. Ε, και οι νηπιαγωγοί ήταν ακριβώς το επόμενο. Εγώ δεν έπιανα τα Δημοτικής Εκπαίδευσης, όποτε δεν το επέλεξα ακριβώς κάπως – όχι μου το επιβάλλανε με άσχημο τρόπο, άλλα ήτανε μια επιλογή άλλων για μένα.
Πώς κατάφεραν να σε πείσουνε να κάνεις αυτήν την επιλογή, δηλαδή;
Πολύ εύκολα! Αυτό που σου λέω, δηλαδή μου είχανε πει ήδη, μου έλεγαν οι γονείς μου ότι: «Αυτή η δουλειά είναι πολύ καλή, λόγω του ότι είναι μια δουλειά που σου προσφέρει πολύ χαρά στο βάθος του χρόνου», ότι: «Μπορεί να κουράζεσαι», ας πούμε, «περιστασιακά μέσα στην τάξη, άλλα αυτό που σου αφήνει είναι μια πολύ γλυκιά γεύση». Το θέμα με το ότι: «Θα σε πάρουν αναπληρώτρια, μετά θα διοριστείς, όποτε θα έχεις μετά έναν μισθό σταθερό, έχεις ένα πολύ κάλο ωράριο». Θυμάμαι και τότε την ατάκα που είχε παίξει, ότι: «Εντάξει, και σαν γυναίκα αργότερα που θα έχεις οικογένεια, θα δουλεύεις για λίγες ώρες, δεν θα γυρνάς το απόγευμα σπίτι σου», ξέρεις, υπήρχε και αυτό, δεν ήταν το βασικό επιχείρημα, άλλα ήταν μέσα σε αυτά που μου έλεγαν. Και μάλιστα, ήταν, ας πούμε, κιόλας, θυμάμαι, επειδή εγώ ήθελα να πάω Κάλων Τεχνών και τέτοια, και ήταν εξαρχής ότι: «Δεν μπορείς, να το κάνεις αργότερα», και μου έλεγαν ότι: «Να, αυτό το επάγγελμα θα σου δίνει το περιθώριο, επειδή είναι μέχρι το μεσημέρι και έχεις τις διακοπές σου, μετά θα έχεις το περιθώριο να ασχοληθείς με αυτό που θέλεις, κάτι εξτρά». Πολύ εύκολα είχα πειστεί, μου είχε ακουστεί καλό και, όντως, εντάξει, δεν ξέφυγε από αυτό που μου ‘χανε παρουσιάσει πάρα πολύ.
Πόσο χρόνων ήσουνα όταν σου τα λέγανε όλα αυτά; Δηλαδή, από μικρή ηλικία, ας πούμε, το θεωρούσαν δεδομένο ότι θα ακολουθήσεις αυτό το επάγγελμα;
Όχι, γιατί, ε, είχαν παίξει τότε διάφορα, επειδή, σου λέω, ήμουνα, έτσι, μαθήτρια που τα πήγαινα καλά στο σχολείο, είχαμε συζητήσει και για πολυτεχνεία, άλλα δεν είχα καθόλου στον κύκλο μου άτομα από πολυτεχνεία, έτσι, για να μάθω λίγο τι συμβαίνει σε αυτούς τους κλάδους, οπότε το ‘χα απορρίψει. Το κομμάτι με τις τέχνες είχε απορριφθεί από τους άλλους για μένα. Και μετά, θυμάμαι, δηλαδή, πάλι επειδή είχα... η αδερφή μου είναι μεγαλύτερη και είχε γίνει ήδη μια συζήτηση για αυτήνα, για το κομμάτι των παιδαγωγικών, μετά κάπως, όταν έφτασε και η δική μου ώρα, ήταν σαν να είναι η συνεχεία αυτής της ίδια κουβέντας.
Ναι, και η αδερφή σου, δηλαδή, πήγε προς το παιδαγωγικό–
Δεν πήγε παιδαγωγικό, τελικά, προσπαθούσαν να την πείσουνε και αυτήν, άλλα αυτή πήγε ψυχολόγος. Ήθελε αυτήν τη σχολή και είχε επιλέξει. Αλλά εγώ το είχα ακολουθήσει, δηλαδή η αλήθεια είναι ότι αυτό το πλάνο, το ότι θα δουλεύω και μετά θα μου δώσει ένα περιθώριο να κάνω και άλλα πράγματα, αφού θα έχω τον μισθό μου, νομίζω ήταν αυτό που με έπεισε περισσότερο.
Το κομμάτι των καλλιτεχνικών, που είπες ασχολιόσουν σαν παιδάκι με τα καλλιτεχνικά;
Ναι, ναι, ναι. Είχα... Εκεί συνήθως τα παιδιά που σταματάνε, στο τελείωμα του Δημοτικού, τα περισσότερα, με τα καλλιτεχνικά, εγώ απλά το συνέχισα. Ήταν πάντα κάτι που μου άρεσε. Βέβαια, το να μεγαλώνεις στην επαρχία, τότε η Έδεσσα δεν είχε τίποτα για σχέδιο και τέτοια, για προετοιμασία, τώρα έχουν ανοίξει, αλλά τότε δεν είχε. Έπρεπε δηλαδή και για Αρχιτεκτονική ή για Καλών Τεχνών, έπρεπε να πηγαινοέρχεσαι Θεσσαλονίκη, είχε και ένα δύσκολο κομμάτι, δηλαδή, δεν ήταν και πολύ εύκολο να το επιχειρήσεις. Και μετά, είχα, όταν πήρα το πτυχίο με το καλό –τώρα, βεβαία, πάμε παρακάτω στα χρόνια–, αλλά τότε έκανα και μια προσπάθεια για Καλών Τεχνών. Να τα πάρουμε με την σειρά, ίσως καλύτερα χρονικά ή–
Ό,τι θέλεις μου λες, όπως νομίζεις.
Ναι, δηλαδή προσπάθησα και να το πάω προς τα εκεί, ακόμα το προσπαθώ, έτσι, να το κατευθύνω προς τα εκεί που θέλω, άλλα τότε η λογική μου έλεγε περισσότερο το να πάω σε κάτι που θα βρω δουλειά, που θα έχω αποκατάσταση. Βέβαια, τα πράγματα ήρθαν διαφορετικά, γιατί μετά, με το που και ο τελευταίος ΑΣΕΠ που έμπαιναν έτσι νηπιαγωγοί, είχε γίνει το 2008, έναν χρόνο πριν περάσω εγώ στο πανεπιστήμιο, και, τελικά, δεν ξανάγινε ΑΣΕΠ, μας άλλαξαν το σύστημα. Εγώ πρώτη φορά ως αναπληρώτρια δούλεψα πέρυσι, δηλαδή 29 χρόνων, και αυτό που μέτρησε για να με πάρουν, τελικά, ως αναπληρώτρια ήταν το μεταπτυχιακό μου. Δηλαδή, αν δεν είχα κάνει αυτά που έκανα μετέπειτα, δεν θα δούλευα πάλι τώρα. Δηλαδή, δεν είναι όπως νομίζαμε το 2009 ότι θα είναι η εργασία και η πορεία ούτε ξέρουμε πότε θα διοριστούμε, είναι, δηλαδή, πολύ πιο ρευστά τα πράγματα απ’ ό,τι ήτανε τότε.
Το 2009 ήταν η χρονιά που τελείωσες το σχολείο;
Ναι, ναι, που μπήκα πανεπιστήμιο.
Που έδωσες Πανελλήνιες και μπήκες πανεπιστήμιο. Σε ποια σχολή μπήκες ακριβώς;
Μπήκα στο Προσχολικής Εκπαίδευσης του Βόλου. Ήθελα Θεσσαλονίκη, γιατί ήταν, έτσι, η πόλη όνειρο είναι για τους Εδεσσαίους, το να πάνε Θεσσαλονίκη, αλλά δεν πέρασα, την έχασα για πολύ λίγα μόρια κιόλας. Πολύ μεγάλη στεναχώρια. Είχαν περάσει και όλοι οι φίλοι, παρέα όλοι ήταν Θεσσαλονίκη, είχαμε εκεί ήδη και το σπίτι της αδερφής μου που ήταν φοιτήτρια, όποτε έζησα ένα μικρό δράμα όταν πέρασα Βόλο, άλλα, τελικά, ενώ σκεφτόμουνα, έτσι, για 10% μετά, να φύγω και αυτά, ο Βόλος με κέρδισε 100%, δηλαδή δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξω πόλη. Μέχρι εκεί λίγο την αρχή του πρώτου έτους το σκεφτόμουνα, άλλα μετά δεν το απέρριψα σαν ιδέα να φύγω. Ο Βόλος είναι πολύ ωραία πόλη για φοιτητική... τουλάχιστον για μένα που πέρασα πολύ ωραία. Και η σχολή, κι έτσι όπως την αξιολογώ τώρα, γιατί έκανα και προπτυχιακό και μεταπτυχιακό και το δικτατορικό τώρα το κάνω στο ίδιο Τμήμα, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, εμένα με κάλυψε πολύ σαν σχολή, ίσως περισσότερο από αυτά που άκουγα που έκαναν στο Προσχολικής στη Θεσσαλονίκη, που είναι πιο παραδοσιακά.
Όταν ήσουνα 18 χρόνων και μαθαίνεις ότι επιτελούς έχεις περάσει σε κάποια σχολή κτλ., τι ήταν η πρώτη σου αντίδραση, ποια ήταν;
Πω πω, τι χαρά εκείνη η μέρα! Νομίζω ήταν η πρώτη χαρά, είναι εκεί πέρα που βγαίνουν οι βαθμοί, που βλέπεις το αποτέλεσμα του κόπου σου. Γιατί εγώ και σαν παιδί τότε το είχα ζήσει με πολύ άγχος για τις βαθμολογίες και να γράψω καλά, να είμαι εντάξει απέναντι στους καθηγητές, έτσι, δεν ξέρω, το είχα πάρει πολύ προσωπικά το ζήτημα, χωρίς λόγο, τώρα έτσι όπως το σκέφτομαι, τόσο άγχος, ας πούμε, αν θα τα καταφέρουμε. Και μετά, η δεύτερη μεγάλη χαρά ήταν όταν είχαν βγει οι βάσεις, το περίμενα πώς και πώς, ήξερα, βέβαια, πού θα περάσω, δηλαδή το υπολογίζαμε και ήξερα πού θα είμαι. Θυμάμαι είχαμε φύγει μετά να βρούμε σπίτι... Τι ωραία, ωραίες μέρες! Είναι εκεί που, ρε παιδί μου, που ξεκινάει η ζωή σου ως μεγάλος, που νιώθεις ότι επιτέλους θα φύγεις, θα έχεις το δικό σου σπίτι, ότι επιτελούς... Ήθελα να φύγω και απ’ την Έδεσσα, γιατί δεν, η Έδεσσα, έτσι, κάπως με εγκλώβιζε, δεν μου άρεσε πολύ, δεν είναι και χωριό, αλλά είναι μια μικρή κοινωνία πολύ και είχα πολλά, έτσι, στόχους να μπω σε ομάδες, να κάνω πράγματα... Λίγα, τελικά, έγιναν από αυτά, ό,τι μπόρεσα στη πορεία, γιατί και η σχολή... Η σχολή λίγο στην αρχή με είχε απογοητεύσει, ειδικά, δηλαδή, στο πρώτο έτος που είχαμε αυτούς τους τόμους: «Εισαγωγή Παιδαγωγική», όλα αυτά, «Εισαγωγή Ψυχολογία», πολύ, πολύ... κάτι τόμοι, έτσι, πολύ θεωρία. Εγώ δεν μπορώ γενικά το να μαθαίνω απέξω, ας πούμε, έτσι, μεγάλα θεωρητικά κομμάτια, δεν είναι το ατού μου, γι’ αυτό δεν είχα πάει θεωρητική κιόλας, είχα πάει από θετική. Και πάω στη σχολή και είναι σαν να πρέπει να διαγράψεις ό,τι έκανες, τώρα, δύο χρόνια στο Λύκειο από τη δική μου την κατεύθυνση. Σε ένα πλαίσιο που διάβαζα, θυμάμαι, εκεί και μαζί με τις παρέες και οι υπόλοιποι, που ήταν από θεωρητική, διαβάζανε και κατευθείαν τα λέγανε απέξω, κι εγώ να πρέπει να κάτσω να κάνω σχεδιάγραμμα, να τα γράψω με λεξούλες που θα θυμάμαι για να τα πω με δικό μου τρόπο. Και απορούσα, δηλαδή, πραγματικά, το πρώτο έτος ιδιαίτερα και λίγο πιο μετά, απορούσα τι έκανα εκεί μέσα. Δεν ένιωθα ότι μου ταίριαζε σαν σχολή, δεν είχε και αυτό που περίμενα και που άκουγα, έτσι, από άλλα παιδιά, που ήταν πιο πολύ στα πολυτεχνεί[00:10:00]α, που είχανε αυτές τις εργασίες τις ομαδικές, πιο πρακτικές, πιο... μου φαινόντουσαν πιο δημιουργικά αυτά που κάνανε, είχανε πιο πολλές ομάδες φοιτητικές, είχαν κινηματογράφου, είχαν χορού, υπήρχε γενικά, έτσι, μια κίνηση που δημιουργούσες δέσιμο με άλλους. Ενώ η δική μας σχολή είναι μια περίεργη σχολή, που είναι ήδη ανταγωνιστικά μέσα, είναι ένα κλίμα που επικρατεί και ανάμεσα στους νηπιαγωγούς, νομίζω, αργότερα και στην... όταν πια δουλεύουνε. Ναι, δεν με είχε καλύψει προς αυτό το κομμάτι... Μετά, σιγά σιγά, είχαμε ξεκινήσει, είχα χωθεί και σε ομάδες από άλλα τμήματα, σε κάτι ομάδες, ας πούμε, για ταινίες, σε μια ομάδα με χοροθέατρο, είχαμε κάνει μια ομάδα ποίησης, ας πούμε, το Προσχολικής, κάτι πραγματάκια μικρά είχανε γίνει, αλλά όχι έτσι όπως το περίμενα και όπως το ονειρευόμουν, ας πούμε, όταν είπα ότι: «Α, θα πάω φοιτήτρια» και σκεφτόμουνα τη φοιτητική μου ζωή.
Πώς σκεφτόσουν τη φοιτητική σου ζωή;
Έτσι, ήθελα πολύ να είμαι σε πολλά διαφορετικά, ας πούμε, ήθελα να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο, ήθελα, ας πούμε, να είμαι σε ομάδες, σε μικρές κοινότητες, ας πούμε. Και αυτό, για να το καταφέρω, νομίζω στο τρίτο έτος πρέπει να... κάπου πρέπει να άρχισα να παίρνω μπρος. Γιατί το άλλο το κομμάτι που μου πήρε χρόνο ήταν το να μάθω να μη φοβάμαι να πηγαίνω μονή μου σε μια ομάδα. Εγώ περίμενα ότι θα πάω στο πανεπιστήμιο, θα έχεις την παρέα που θα φτιάξεις και μαζί με αυτούς, ας πούμε, θα έχετε κοινά ενδιαφέροντα και τέτοια. Στη σχολή μου δεν είχα εγώ κοινά ενδιαφέροντα με κανέναν, δηλαδή η παρέα που έκανα, με τις οποίες έχουμε κρατήσει πολύ καλές σχέσεις, κάνουμε, δηλαδή, είμαστε και τώρα φίλες, δεν έχουμε κάτι που να πούμε ότι: «Α, θα είμαστε δραστήριες μαζί» και, όποτε, και τα υπόλοιπα που έφτασα, μετά, να κάνω, τελικά, έπρεπε να αντιμετωπίσω το δικό μου, ας πούμε, τη φοβία του να πάω σε μια ομάδα που είμαι πάλι άγνωστη και να ξεκινήσω μόνη μου κάτι.
Αυτό που είπες ότι υπήρχε ένα ανταγωνιστικό κλίμα στη σχολή σας και ότι υπάρχει και αργότερα;
Ναι, είναι αυτό του να... δεν ξέρω πώς να σ’ το εξηγήσω, το να φέρω, έτσι, μια ιδέα του τι θα κάνω με τα... του ποιος είναι ο πιο καλός εκπαιδευτικός; Δεν ξέρω ακριβώς, υπάρχει, έτσι, ένα: «Να μη σου δείξω τι κάνω», κάπως, «να δεις μόνο το αποτέλεσμα πόσο ωραία το έχω καταφέρει», χωρίς να είμαστε όλοι μαζί στην πορεία, στη διαμόρφωση. Εντάξει, κάναμε και ομαδικές εργασίες με την παρέα που σου λέω και αυτά, που ήμασταν εντάξει, αλλά σαν έτος, ας πούμε, δεν είχαμε καθόλου το να συνεργαστούμε, σε κάθε επίπεδο, δεν υπήρχε κάτι τέτοιο. Ήτανε, έτσι, πρώτες σειρές, που ήταν οι φοιτήτριες οι πολύ ενεργές, μονίμως εκεί να τα λένε με τους καθηγητές, μου φαινόταν εμένα αρκετά επιφανειακό; Ίσως, δεν ξέρω, κάπως, ας πούμε, σαν να αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση με ένα κομμάτι του φαίνεσθαι. Ενώ μετά, σιγά σιγά, καθώς πέρασε ο καιρός μετά και άρχισα να βρίσκω κι εγώ τα πατήματά μου, είδα ότι υπάρχει και το άλλο κομμάτι της εκπαίδευσης, που εμένα με ενδιέφερε περισσότερο, που δεν έχει να κάνει με το τι ωραίες κατασκευές θα κάνουμε με τα παιδιά, γιατί το πόσο ωραία θα βγει, είναι μεν τα κριτήρια που θα το δω εγώ με τα μάτια μου ως ενήλικας και με το δικό μου γούστο, ενώ, στην τελική, αυτό που έχει σημασία είναι να το φτιάξουν τα παιδιά και πώς θα φτάσουν στο σημείο να φτιάξουν, να ολοκληρώσουν αυτό που κάνουν.
Θυμάσαι κάποιο περιστατικό που–
Έτσι, ανταγωνιστικό;
Έτσι, ανταγωνιστικό, ναι, που εκφράζει αυτό που λες, ας πούμε.
Ναι, διάφορα θυμάμαι, από το κομμάτι του... Εγώ, ας πούμε, ήμουν φοιτήτρια που πήγαινα σε όλα τα μαθήματα και κρατούσα σημειώσεις και θα τις μοιραζόμουνα, δεν είχα ποτέ αυτό το κόλλημα, και αν μία φορά έλειπα, δεν θα μου έδιναν σημειώσεις ή θα μου έλεγαν στο περίπου: «Α, είπαμε αυτό και αυτό», ας πούμε, άλλα δεν θα μου έδιναν ποτέ τις σημειώσεις τους. Σου λέω, τώρα, όχι όλοι, άλλα η πλειοψηφία. Ή, ας πούμε, σε μια εξεταστική, που λέγαν η παρέα μου, είχαμε καθίσει κάπως και ενδιάμεσα είχε καθίσει μία κοπέλα απ’ το έτος και λέγαμε τις απαντήσεις λίγο, έτσι, ξέρεις, στα μουλωχτά μεταξύ μας για να δούμε τι έχουμε γράψει και άμα, έτσι, το έχουμε προς σωστή κατεύθυνση, κι ενώ λέγαμε τις απαντήσεις στην κοπέλα αυτήν στο ενδιάμεσο, δεν τις μετέφερε στην άλλη πλευρά της παρέας αυτή, δηλαδή αυτή τα έγραφε αυτά που λέγαμε άλλα δεν τα μετέφερε από διπλά για να βοηθηθούν, ας πούμε, και οι υπόλοιποι. Ή –τι να σου πω τώρα;–, για τις μικροδιδασκαλίες, είναι αυτό, τώρα, ένα κομμάτι στη σχολή που οργανώνεις, ας πούμε, ένα πλάνο εργασίας με τα παιδιά, και πηγαίναμε για υλοποίηση για συγκεκριμένες δραστηριότητες μέσα στα σχολεία, κι ενώ μπορεί να είχαμε ίδιες θεματικές με ομάδες και υποτίθεται ότι στο μάθημα τα μοιραζόμασταν αυτά για να πάρει μια, έτσι, ανατροφοδότηση και να προχωρήσουμε παρακάτω, δεν θα έλεγαν τι είχανε κάνει. Θα έπιαναν μετά τον καθηγητή προσωπικά για να του πουν, κι εγώ ένιωθα ότι ήταν σαν να μη θέλουνε να τους κλέψεις την ιδέα. Λες και τι κάνουμε, ας πούμε, σημαντικό. Τέτοια πράγματα.
Και αυτό λες ότι εκφράζεται και μετά, και στον εργασιακό χώρο, δηλαδή τους ακολουθεί, ας πούμε, υπάρχει ακόμα αυτή η νοοτροπία;
Η εμπειρία που έχω μέχρι τώρα με τις συναδέλφισσες, δεν είναι έτσι, για να σου πω την αλήθεια, άλλα σαν μια γενικότερη ιδέα που το συζητάμε και το σχολιάζουμε, έτσι, στον κλάδο και αυτά, ναι, υπάρχει το ίδιο πράγμα, αυτό του να μη μοιραστώ: «Εγώ θα κάνω τις δίκες μου εργασίες, δεν θα σ’ τις δώσω». Εγώ μέχρι τώρα δεν έχω πετύχει, τα δυο χρόνια που είμαι ως αναπληρώτρια, δεν έχω πετύχει κάτι τέτοιο, ήτανε όλες πολύ εντάξει.
Θα σε γυρίσω λίγο πίσω πάλι, στα φοιτητικά σου χρόνια στον Βόλο και... Έχεις καθόλου αναμνήσεις από το πρώτο σου σπίτι...
Εννοείται, ρε!
...από πού ήτανε, πώς ήτανε, πώς ένιωσες όταν μπήκες;
Ναι, το πρώτο μου σπίτι... Θυμάμαι και την πρώτη μέρα που είχαμε ψάξει το σπίτι, αυτό το πράγμα που πήγα στον Βόλο, δεν είχαμε καμιά επαφή με τον Βόλο εμείς σαν οικογένεια και δεν ξέραμε πού να ψάξουμε και, τελικά, βρήκαμε σε μια γειτονιά η οποία δεν έμενε κανένας φοιτητής εκεί. Πολύ ωραίο σπιτάκι, ξέρεις. Είναι και αυτό που φτιάχνεις το πρώτο το σπίτι, το φοιτητικό σου το σπίτι όλο χαρά, όλο βλακείες μέσα, άχρηστα πράγματα, που μετά, με τα χρόνια, καθώς είσαι φοιτητής και καταλαβαίνεις ότι δεν τα χρειάζεσαι, αρχίζεις και τα δίνεις παραπέρα ή τα μαζεύεις! Και είχα πάρει και το ποδήλατο, αυτό ήτανε κάτι που με είχε ενθουσιάσει στον Βόλο, γιατί είχε πάρα πολλά ποδήλατα, κινούνται όλοι, έτσι, με ποδήλατα, και είμαι πολύ χαρούμενη που είχα κι εγώ το ποδήλατό μου εκεί, και ευτυχώς είχα το ποδήλατο, δηλαδή, και πήγαινα, γιατί, κατά τ’ άλλα, ήμουν μονή μου σε αυτήν την γειτονιά, δηλαδή όλοι γύριζαν και εγώ είχα ακόμα δρόμο για να πάω. Ε, στο πρώτο έτος, μέναμε και πολύ και σε άλλα σπίτια, από φίλες, δηλαδή, παίζει για πολύ λίγα βράδια, τελικά, να κοιμήθηκα μονή μου, γιατί πηγαίναμε κάθε φορά, μαζευόμασταν παρέα και κοιμόμασταν όλες μαζί.
Και κοιμόσασταν όλες μαζί. Βγαίνατε, φαντάζομαι, και ξενυχτάγατε και κοιμόσασταν μετά στο ίδιο σπίτι;
Ναι, ξέρω γω, δεν θυμάμαι πολύ, ναι μάλλον, απ’ όσο θυμάμαι. Πόσο να βγαίναμε κιόλας; Πρώτο έτος δεν νομίζω ότι βγαίναμε και πολύ, να σου πω, πρώτο έτος νομίζω ότι πιο πολύ θα βγαίναμε λίγο μετά τη σχολή, λίγα πράγματα, δηλαδή από πάρτι και από πράγματα που έκανα τα επόμενα χρόνια, δεν νομίζω ότι ήταν το πρώτο έτος. Απ’ το δεύτερο κάπως αρχίσαμε να βρίσκουμε τι γίνεται στον Βόλο, και μετά, στο τρίτο και στο τέταρτο το απογειώσαμε!
Πώς ήταν η ζωή ενός φοιτητή στον Βόλο;
Εγώ πέρασα εξαιρετικά! Έχει δύο κομμάτια, εντάξει: το ένα το κομμάτι είναι το φοιτητικό με το πανεπιστήμιο, το οποίο εγώ πήγαινα συνέχεια, δηλαδή δεν σταμάτησα πότε να... δεν είχα αυτήν τη φάση που περνούν άλλοι που δεν πάνε στα μαθήματα, εγώ πήγαινα σε όλα εκεί και με τις εργασίες και τα αυτά. Δηλαδή, εντάξει, στη σχολή μας δεν έχουμε και τίποτα τραγικό, είναι εύκολη η σχολή, δηλαδή εξαρτάται απ’ το διάβασμα και μετά από την προετοιμασία και με τις πρακτικές που εκεί έχεις πολύ φόρτο και προετοιμασίας άλλα και ταυτόχρονα δουλεύεις στο σχολείο και μετά έχεις και τα μαθήματα για το πτυχίο και όλη την καταγραφή – έχει πολύ μεγάλη καταγραφή, πολύ χαρτούρα, αλλά έχει νόημα, γιατί μόνο έτσι μπορούν να δουν τι έχεις κάνει στην πράξη. Εκεί είναι ένα ζόρικο έτος, ας πούμε, για τη σχολή. Μετά, έχει πολλά μικρά μαγαζάκια, έχει τα τσιπουράδικα που βγαίνουν, είναι μέσα στην κουλτούρα, έτσι, της καθημερινότητας του Βόλου, έχει τα πολυτεχνεία που είναι πολύ ενεργά, κάνουν, δηλαδή, πολλές και δράσεις και events, από ομιλίες προβολές, εντάξει, από πάρτι από live, πάρα πολλά... Δηλαδή, είχες συνέχεια, κάθε εβδομάδα, είχε δυο-τρία πράγματα που θέλαμε οπωσδήποτε να πάμε. Μετά, είχε, έτσι, τα ρακομελάδικα, τα μαγαζάκια, το στέκι που είχαμε, ένα μαγαζάκι που άνοιξε, νομίζω, όταν ήμασταν τρίτο έτος είχε ανοίξει, και ήμασταν εκεί κάθε μέρα, μετά γνωρίσαμε τα παιδιά που δούλευαν εκεί, γνωρίσαμε κόσμο, όποτε ήταν το στέκι μας, ας πούμε. Για καφέ δεν πολυπηγαίναμε σε καφετέριες, ας πούμε, πηγαίναμε στα πεζούλια, επειδή και η σχολή, το Παιδαγωγικό στον Βόλο είναι ακριβώς πάνω στη θάλασσα και από δίπλα έχει, έτσι, μια ευθεία με πεζούλια και εκεί καθόμασταν πάντα. Έχει και είχε και την... είχε, όταν ήμουν εγώ, είχε και δυο καταλήψεις, που η μία κατάληψη, η «Τερμίτα», αυτή την στιγμή έχει κλείσει, την έχουν κλείσει και κατεδάφισαν και τα κτίρια. Αυτή ήταν κατάληψη στέγασης από φοιτητές, όποτε και η «Τερμίτα» έκανε, τότε, πάρα πολλά πράγματα, δηλαδή και εκεί είχε... είχε και αθλητικές ομάδες. που εγώ δεν έπαιζα, άλλα πηγαίναμε στα ματς, παρακολουθούσαμε και έκανε και πολλά events, δηλαδή, έτσι, ομιλίες, θεατρικές παραστάσεις. Έχει και αυτά τα κομμάτια, το πολιτιστικό, έχει ο Βόλος, έχει, ο Βόλος έχει λίγο απ’ όλα, κάπως έτσι. Βέβαια, εγώ, μετά, επειδή έκατσα δέκα χρόνια, εντάξει, τον βαρέθηκα[00:20:00] στο τέλος, άλλα για τότε ήταν πολύ καλά.
Γιατί έκατσες δέκα χρόνια;
Έκατσα... Πρώτα από όλα, πήρα το πτυχίο στα τέσσερα νταν, δηλαδή δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό το πράγμα, τόση βιασύνη. Δεν ήθελα να φύγω από τον Βόλο, ήθελα... έλεγα τότε στους γονείς μου ότι θέλω να βρω δουλειά και να μείνω στον Βόλο. Ήμασταν κιόλας... τελειώσαμε εκεί, το κομμάτι της παρέας που πήραμε μαζί πτυχίο, ήμασταν οι πρώτοι από όλη την παρέα. Παρότι, μετά, και η παρέα, ας πούμε, είχε και άτομα από άλλα τμήματα, ήμασταν οι πρώτοι που πήραμε πτυχίο, όλοι ήταν εκεί. Είχα και εκεί και μια σχέση τότε, που την είχα πρωτοξεκινήσει, που ήταν στον Βόλο, όποτε έπαιξε και αυτόν τον παράγοντά του, δηλαδή ότι δεν ήθελα για κανέναν λόγο να φύγω από τον Βόλο. Αλλά, μετά, ας πούμε, και η άλλη εκδοχή να φύγω στην Έδεσσα ήταν ακόμα χειρότερο το σενάριο. Αλλά, τελικά, θυμάμαι με είχαν πάρει τηλέφωνο οι γονείς μου, εγώ το τραβούσα, το τραβούσα, με παίρνουν τον Ιούλιο, εκεί μετά την ορκωμοσία και μου λένε: «Αύριο ερχόμαστε για τη μετακόμιση». Και ήρθαν και με μάζεψαν, ουσιαστικά, κυριολεκτικά, δηλαδή: «Ερχόμαστε, φεύγουμε». Και είχα γυρίσει Έδεσσα και εκεί ήταν η φάση η πρώτη, το σοκ μετά το πτυχίο ήταν γερό, μου φάνηκε πολύ απότομο.
Πώς ήρθανε και σε πήρανε;
Ήρθανε, είχαν μιλήσει με τον ιδιοκτήτη, είχαν κανονίσει τη μεταφορική, να μαζέψουνε τα πράγματα, και έφυγα μέσα σε δυο μέρες.
Δεν το ήξερες εσύ ότι θα φύγεις;
Ε, το ήξερα ότι θα φύγω, μου το ‘λεγαν ότι μετακομίζουμε, αυτό, εγώ έλεγα ότι θέλω να βρω, άλλα δεν κινητοποιούμουν να πάω να ψάξω. Να πω την αλήθεια, ήτανε τότε καλοκαίρι, χαιρετούσαμε, βγαίναμε, πηγαίναμε για κάμπινγκ στο Πήλιο, δεν είχα πάρει χαμπάρι πότε είχε φτάσει τέλος Ιούλη, χαμπάρι όμως. Και έτσι, βιαστικά βιαστικά... Και η αλήθεια είναι ότι εγώ ήθελα να δουλέψω και όταν ήμουνα φοιτήτρια, γιατί τα χρήματα που μου έδιναν οι γονείς ήτανε λίγα, δηλαδή έβγαινα πολύ δύσκολα. Ήτανε πενήντα ευρώ την εβδομάδα, εκτός... τα έξοδα καθαρά δικά μου, όχι του σπιτιού. Και ήθελα να δουλέψω αλλά οι γονείς μου το είχαν, όχι απαγορέψει, αλλά μου είχαν πει, ας πούμε: «Εσύ να πάρεις το πτυχίο σου στην ώρα του και μετά», ας πούμε, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, να δουλέψεις και αυτά, άλλα τώρα η δουλειά σου να είναι μόνο οι σπουδές σου». Και το ακολούθησα, το ‘κανα αυτό, πήρα το πτυχίο στην ώρα μου σαν σωστό, κάλο παιδί – τσεκ! Και μετά, θυμάμαι, ρε παιδί μου, γυρνάω Έδεσσα, ήτανε... πήγα στον ΟΑΕΔ, έβγαλα την κάρτα ανεργίας, έδωσα εκεί τα πτυχία, αυτά, μου είχαν πει ότι: «Άμα μείνεις...» –πώς μου το είχαν πει;– δεν θυμάμαι πόσους μήνες, έπρεπε να μείνω κάτι μήνες άνεργη, για να πάρω ενενήντα ευρώ επίδομα της πρώτης ανεργίας, δηλαδή μια μούφα. Μιλάμε, τώρα, ότι από εκεί και πέρα, ξεκίνησε μια φάση οικονομικά χάλια, γιατί εγώ τότε ήμουν 21, ούτε τα 22 δεν είχα κλείσει όταν πήρα πτυχίο, και είναι που θέλεις να κάνεις πράγματα, δεν θέλεις και να ζητάς από τους γονείς, εγώ τουλάχιστον, εγώ δεν ήθελα να ζητάω από τους γονείς. Είχα λίγο στο μυαλό, ρε παιδί μου, ότι οι άνθρωποι επένδυσαν για τις σπουδές μου, έκαναν αυτό που ήταν να κάνουν, τώρα πρέπει να δω τι θα κάνω εγώ. Και είχε ξεκινήσει, μετά, αυτή η κατάσταση η οικονομική, χάλια, δηλαδή δεν μπορούσες ούτε να πας ένα ταξίδι να δεις τους φίλους, γιατί εγώ γυρνάω Έδεσσα το καλοκαίρι, δεν υπήρχε τίποτα, ήμασταν εκεί δυο-τρία άτομα μες στη μιζέρια όλοι στην ίδια φάση που είχαμε πάρει πτυχίο και δεν ξέρανε τι να κάνουνε! Και δεν ήξερα, δηλαδή στο μυαλό μου τον Αύγουστο, δεν μπορούσα να σκεφτώ τι να κάνω. Οι γονείς μου, τότε, με είχανε πρήξει να κάνω το μεταπτυχιακό της ειδικής αγωγής, γιατί... για να με πάρουνε, γιατί πλέον είχαν περάσει τα τέσσερα χρόνια, ας πούμε, είχαμε καταλάβει ότι είχανε παγώσει όλα για τους αναπληρωτές προσχολικής και δημοτικής, δεν έπαιρναν κανέναν, πολύ λίγα άτομα. Δηλαδή, εγώ ήμουν πάρα πολύ πίσω στον πίνακα, είχα κάνει τότε Αύγουστο, πότε είναι που κάνουμε τα χαρτιά μας, πρώτη φορά είχα στηθεί εκεί – τότε ακόμα τα κάναμε στη Διεύθυνση, πήγαινες με τον φάκελο, φωτοτυπίες, τέτοια. Και μου έλεγαν να πάω να κάνω το μεταπτυχιακό της ειδικής αγωγής για να με πάρουν κατευθείαν, γιατί οι ειδικής αγωγής οι εκπαιδευτικοί, επειδή τους περνούν και μέσω ΕΣΠΑ, τέλος πάντων, τα χρήματα στην ουσία που δουλεύουν είναι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι από το δικό μας το κράτος, και κυλάει, παίρνουν κόσμο. Κι εγώ έλεγα: «Όχι», δεν ήθελα καθόλου να πάω ειδικής αγωγής, αλλά δεν ήξερα και τι θέλω, δηλαδή δεν ήξερα προς τα πού να κινηθώ. Αυτό που είχα, έτσι, στο μυαλό είναι ότι: «Άντε, πότε επιτελούς θα ασχοληθώ με τέχνη;», άλλα έτσι γενικά και αόριστα. Οπότε, φτάνει τέλος Αύγουστου και δεν θυμάμαι, η αλήθεια είναι, πώς μου ήρθε και λέω: «Θα πάω να δώσω για Κάλων Τεχνών».
Αύγουστος του πότε;
Του 2013. Τέσσερα χρόνια μετά, δηλαδή, από το '09 που μπήκα. Και τότε, είχε ανοίξει, είχε πρωτοανοίξει ένα εργαστήριο που έκανε σχέδιο στην Έδεσσα. Πάω εκεί... και πάω εκεί, ξέρω γω, μιλάω με τον Αλέξανδρο που ήταν ο δάσκαλος και μου λέει: «Κάνουμε προετοιμασία για Καλών Τεχνών». Βέβαια, ο καλός αυτός ο άνθρωπος, δεν ξέρω γιατί, δεν μου είπε ότι μπορούσα να δώσω και κατατακτήριες. Εγώ το έμαθα μετά, δεν το ήξερα τότε καθόλου. Χαζούλα κι εγώ αλλά και αυτός δεν με... Δεν το ξέρω αν το ήξερε, πάντως δεν μου το έδωσε σαν επιλογή. Όποτε, κάθομαι και κάνω προετοιμασία για Καλών Τεχνών, για Θεσσαλονίκη και Φλώρινα, γιατί μου είχε πει για Αθήνα ότι είναι πιο δύσκολες οι εξετάσεις, που, τελικά, βέβαια, αργότερα, πάλι εγώ δεν συμφωνώ σε αυτό, δηλαδή θα έδινα και για Αθήνα, αν το ξανάκανα. Και τότε κανονικά θα ήτανε πιο νωρίς, δηλαδή θα ήτανε τέλη Σεπτέμβρη, νομίζω, κάτι τέτοιο, άλλα επειδή είχα πετύχει ότι είχε πολλές καταλήψεις στις σχολές –δεν θυμάμαι για ποιον λόγο–, οπότε είχα περιθώριο έναν μήνα-σαράντα πέντε μέρες; Κάπου εκεί έκανα προετοιμασία. Έκανα προετοιμασία μαζί με τα «ταλέντα», όλα τα υπόλοιπα τα παιδιά που έκανα μαζί τους στην Έδεσσα ήταν 15χρονα που δίνανε για τα «ταλέντα» της Καλών Τεχνών.
Τα «ταλέντα»;
Τα «ταλέντα» είναι μια ειδική κατηγορία, που, στην ουσία, για να μπεις στην Καλών Τεχνών, χρειάζεται απολυτήριο Γυμνάσιου, δεν χρειάζεται το απολυτήριο του Λυκείου ούτε Πανελλήνιες, πας, δίνεις κανονικά και, άμα σε πάρουνε, μπορείς να μπεις ή να ξεκινήσεις απευθείας ή να τελειώσεις το Λύκειο και να κρατήσεις τη θέση σου και να μπεις κατευθείαν όταν γίνεις 18. Οπότε, εγώ έκανα μαζί τους την προετοιμασία, οπότε εκείνο το διάστημα ήμουνα Έδεσσα. Μετά, είχα πάει, είχα δώσει Θεσσαλονίκη, Φλώρινα εξετάσεις, εντάξει, ήξερα ότι δεν θα περνούσα από τη μέρα που μπήκα μέσα στη σχολή και είδα τι γίνεται γύρω μου, λέω: «Εντάξει, Ειρήνη, δεν μπαίνεις».
Τι γινότανε;
Ρε συ, εγώ είχα, πρώτα από όλα, τότε εγώ ζωγράφιζα μόνη μου ό,τι έκανα και δεν είχα, δηλαδή, στις εξετάσεις έχει ένα πολύ συγκεκριμένο... μια πολύ συγκεκριμένη μεθοδολογία, τι πρέπει να κάνεις, τι πρέπει να παραδώσεις, εγώ τότε είχα μάθει να μετράω, είχε τη βελόνα, ας πούμε, να μετράω και αυτά, δεν είχα το διάστημα που θα χρειαζόμουνα για να μάθω το τεχνικό κομμάτι και να αποκτήσω και τη δική μου γραφή, να λυθεί το χέρι μου και να δείξω και τον χαρακτήρα μου, ας πούμε, τον ζωγραφικό. Οπότε, μετά, ας πούμε, θυμάμαι, νομίζω Θεσσαλονίκη πρέπει να ‘τανε πρώτα, ναι, γιατί θυμάμαι ότι την πρώτη μέρα στη Θεσσαλονίκη, δεν είχα τραβήξει ούτε μία γραμμή, γυρνούσα γύρω γύρω στις αίθουσες και έβλεπα τι κάνανε οι άλλοι –παπάδες, τώρα– και, εντάξει, έχεις αντίληψη του τι κάνεις εσύ και σε ποιο level είσαι, ας πούμε, απέναντι τους. Αυτό, οπότε, τι εννοείς;
Αυτός, τι τρόπος εξέτασης είναι αυτός;
Τι, πώς είναι οι εξετάσεις;
Ναι αυτό, ότι πήγαινες γύρω γύρω.
Είναι μία βδομάδα –τότε, τώρα δεν ξέρω αν το έχουν αλλάξει, άλλα το ίδιο πρέπει να είναι–, είναι μία βδομάδα στην οποία πηγαίνεις με τα δικά σου υλικά, δηλαδή αυτοί σου δίνουνε μόνο –για να βάλεις και αυτό το κομμάτι του κόστους, γιατί αυτές οι εξετάσεις εμένα μου στοίχισαν πολύ–, έχεις τα δικά σου υλικά, δηλαδή χρειάζεσαι το κάρβουνο, τη βελόνα σου, τα χρώματά σου, ξέρω γω, τα αυτά, σου δίνουν αυτοί τα χαρτόνια, τα χαρτιά και το καβαλέτο και σου έχουνε μια σύνθεση, το οποίο, συνήθως, έχει μια προτομή μέσα από μια γκάμα προτομών που εσύ υποτίθεται ότι τις έχεις εξασκήσει, δηλαδή κι εμείς τις είχαμε κάνει στο φροντιστήριο, τις είχαμε δει, εγώ δεν είχα προλάβει να τις κάνω όλες άλλα τις ξέραμε περίπου, και μετά το συνθέτουνε με διάφορα αντικείμενα, τα οποία είναι διαφορετικής υλικότητας, έτσι ώστε να δούνε κατά πόσο εσύ μπορείς, το ένα κομμάτι είναι, να μετρήσεις, να το φέρεις αυτό από εκεί που είσαι, που σε έχουν τοποθετήσει μέσα στην τάξη, με την οπτική να το μεταφέρεις με σωστές μετρήσεις πάνω στο χαρτί, και το δεύτερο κομμάτι, ας πούμε, κατά πόσο μπορείς να δείξεις, ας πούμε, ότι το ύφασμα έχει διαφορετική ρευστότητα από έναν τενεκέ που θα έχει διπλά με τις σκιές του, με τα αυτά του. Οπότε, το πρώτο που κάνεις είναι με κάρβουνο ή μολυβί αυτήν τη σύνθεση, μετά κάνεις τη σύνθεση με χρώμα –εγώ το ‘κανα με ακρυλικά– και μετά έχει ένα ελεύθερο, ένα δικό σου, ό,τι θέλεις, είτε με χρώμα είτε με μολύβι, ό,τι θες, το οποίο, συνήθως, το έχεις προετοιμάσει, το έχεις κάνει, δηλαδή, και άλλες φόρες για να το κάνεις πιο καλά ίσως, δεν ξέρω, και μετά, το τελευταίο κομμάτι είναι ότι σου λένε μία λέξη ή μία φράση και πρέπει να κάνεις ένα έργο ελεύθερο πάνω σε αυτό. Αυτό ήταν οι εξετάσεις.
Και πώς πήγαν οι εξετάσεις, τελικά;
Ε, δεν πέρασα.
Και στη Φλώρινα έδωσες;
Πουθενά, όχι, δεν πέρασα, δεν πέρασα.
Και μετά;
Και μετά γύρισα στο ίδιο σημείο που ήμουν τον Αύγουστο: «Τι κάνουμε τώρα;»! Ήθελα να πάω Βόλο, άλλα δεν ήξερα πώς να το φτάσω προς τα εκεί. Ήθελα να κάνω το κομμάτι με τις τέχνες, άλλα δεν ήξερα πώς να κινηθώ. Καλά, μετά απ’ τις εξετάσεις, η αλήθεια είναι πως έκανα πάνω από εξάμηνο να ξαναπιάσω, να κάνω οτιδήποτε, γιατί η αλήθεια είναι πως είχα φάει μια ματαίωση μέσα μου. Οπότε, μετά, εκεί στη φάση που δεν ήξερα, που λες, [00:30:00]τι να κάνω, είχα... θυμάμαι, δηλαδή γυρνάω μετά από τη Φλώρινα, έτσι, μια μιζέρια ένιωθα και κάπως, δηλαδή, σαν να μην έχω πάρει σωστές αποφάσεις, ρε παιδί μου, ότι: «Πώς έφτασα μέχρι εδώ; Δεν έχω φτάσει προς τα εκεί που θα ήθελα να βρίσκομαι στα 22 μου», ένιωθα πολύ στα χαμένα.
Πού ένιωθες ότι πρέπει να ‘σουν στα 22 σου;
Να είμαι κάπου... θα ήθελα, ας πούμε, το πτυχίο να είναι κάτι που να μου δώσει... Να δουλέψω, τώρα, κατευθείαν πάνω στο πτυχίο, δεν νομίζω ότι ήταν αυτό που ήθελα, θα ήθελα να έχω άλλο πτυχίο, στα 22 μου θα ήθελα να έχω άλλο πτυχίο, δεν με κάλυπτε το νηπιαγωγός κάπως, δηλαδή, δεν... Από εκεί που είδα ότι δεν με παίρνουν για δουλειά κατευθείαν και τέτοια, κάπως δεν, το είχα παρατήσει μέσα στο κεφάλι μου και σκεφτόμουνα πώς να κινηθώ με το κομμάτι της τέχνης, γιατί αυτό είχα στο μυαλό μου ότι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Και μετά, έφυγα και πήγα σε μια φίλη που έκανε τότε το μεταπτυχιακό της στην Ιατρική στη Λάρισα, και είχα πάει θυμάμαι να τη βρω και, θυμάμαι, μου είχε πει αυτή τότε ότι: «Κάτσε μαζί μου και ψάξε για δουλειά στη Λάρισα, έτσι ώστε να μην έχεις να πληρώνεις νοίκι, θα μένεις σε εμένα», ξέρω γω, «θα συγκατοικούμε», ας πούμε. Εντωμεταξύ, αυτή έμενε σε ένα σπιτάκι τόσο δα μικρούλι, ένα δωμάτιο, η κουζίνα μαζί, ανοίγαμε... είχε καναπέ μόνο, δεν είχε κρεβάτι, ανοίγαμε τον καναπέ, κοιμόμασταν και οι δύο μαζί. Και έψαχνα για δουλειά στη Λάρισα, ξεκίνησα εκεί γύρω γύρω. Και πού ξεκίνησα φυσικά; Ξεκίνησα από μαγαζιά, τώρα, από σέρβις, από μαγαζιά με ρούχα, είχα πάει και σε παιδικούς σταθμούς και σε παιδότοπους και τέτοια, άλλα δεν ένιωθα, δηλαδή, δεν ένιωθα ότι υπήρχε περίπτωση να με πάρουνε, γιατί ένιωθα, δηλαδή, ότι... Όλοι ρωτούσανε ότι άμα έχω ξαναδουλέψει και άμα έχω εμπειρία και εγώ δεν είχα τίποτα. Και είχα βρει, τελικά, δουλειά σε ένα μαγαζί με χάντρες, που πουλάνε χάντρες για να φτιάχνεις κοσμήματα άλλα έφτιαχνες κιόλας, έτσι, πραγματάκια που τα πουλούσανε εκεί. Εγώ είχα φτιάξει, είχα... όταν ήμουν φοιτήτρια, είχα ξεκινήσει και έφτιαχναν κοσμήματα με σύρμα και με χάντρες και πουλούσα, έτσι, στον κύκλο μου, σε γνωστούς γνωστών και τέτοια, όποτε μου άρεσε σαν ιδέα. Δεν πρόλαβα να πάω και αποφάσισα να φύγω απ’ τη Λάρισα!
Γιατί δεν πρόλαβες να πας;
Δεν μου άρεσε, δεν ξέρω, δηλαδή δεν μου άρεσε η Λάρισα, δεν μπορούσα να... κάτι με έτρωγε, δεν μπορούσα να μείνω εκεί με τίποτα, δηλαδή, η Λάρισα δεν μου ταίριαξε καθόλου.
Για ποιον λόγο;
Δεν μου άρεσε, να σου πω, η σύγκριση νομίζω γινόταν με τον Βόλο, στον Βόλο εγώ είχα συνηθίσει, έτσι, τα μαγαζάκια που πηγαίναμε τα πιο χύμα, τέτοια, και τις καταλήψεις και όλα τα events και αυτά που γινόντουσαν, και η Λάρισα μου ερχόταν πολύ ξένη και τελείως άλλος τρόπος ζωής και κίνησης. Βέβαια, μετά που είχα γνωρίσει κάτι Λαρισαίους, μου είχαν πει ότι έχει και η Λάρισα, εγώ δεν τα είχα βρει, δεν ήμουν και πολύ καιρό, ήμουνα ενάμιση μήνα, ξέρω γω; Λίγο, άλλα δεν... Και σηκώθηκα και έφυγα, δηλαδή, εκεί που είχα ξεκινήσει τα χαρτιά με την πρόσληψη και με τη δουλειά, έλεγα: «Ωραία δουλειά», βεβαία ο μισθός ήταν χάλια, ήταν πολύ λίγα, πρέπει να ήταν τρία-κάτι, κάτι τέτοιο, ξεφτίλα, δηλαδή, αλλά, εντάξει, θα ‘μενα με τη φίλη μου, οπότε για πρώτη δουλειά δεν ήταν αυτό το θέμα μου, το θέμα μου ήταν η Λάρισα. Οπότε, ξαναγυρνάω με τη βαλιτσούλα αυτήν την ίδια, ξαναγυρνάω. Εκείνο το διάστημα... Λέω «με τη βαλιτσούλα», γιατί πήγαινα με αυτήν βαλίτσα, είχα πάει, ξέρεις, είχα πάρει το πτυχίο, ήμουνα Έδεσσα, εκεί, να, να, μετά Θεσσαλονίκη για τις εξετάσεις, μετά πήγα στη Φλώρινα, μετά πήγα στη Λάρισα και ήμουν με την ίδια βαλίτσα και έκανα βόλτες. Και φεύγω, λοιπόν, ξαναγυρνάω Έδεσσα, και τότε είχε φτάσει, αρχές Δεκέμβρη ήτανε και άνοιγε η σεζόν για τα Χριστούγεννα. Και από μια φίλη της μητέρας μου, που είχε πει, ας πούμε, η μητέρα μου ότι: «Ψάχνει η Ειρήνη για δουλειά» και τέτοια, από μια φίλη της μητέρας μου, είχε μια γνωστή η οποία αυτή θα άνοιγε μια καινούργια καφετερία πάνω στον παλιό Άγιο Αθανάσιο, στον οικισμό που είναι τουριστικό για τα Χριστούγεννα, για σεζόν, και αυτή η καφετερία που θα ανοίξει θα έχει και απασχόληση παιδιών και ότι ψάχνει για μια παιδαγωγό, δεν ήθελε δηλαδή άλλο άτομο, ήθελε νηπιαγωγό. Οπότε. με παίρνει –πώς τη λέγανε αυτήν την κυρία; Δώρα–, η Δώρα η ιδιοκτήτρια, γνωριζόμαστε με συμπάθησε, δεν ξέρω, όλα καλά πήγαν, δηλαδή, η πρώτη φάση, και ξεκινάω να δουλέψω εκεί πέρα πάνω. Ο Άγιος Αθανάσιος είναι πάνω στο βουνό στο Καϊμακτσαλάν, μιλάμε για πάρα πολύ κρύο, είχε χιονίσει κιόλας, θυμάμαι, είχαμε πάει, γιατί εμείς το στήσαμε κιόλας μαζί της, ήμουν εγώ και το παιδί που έστησε το μπαρ και στήσαμε μαζί με τους ιδιοκτήτες τον χώρο, είναι πάρα πολύ ωραίος χώρος, πολλά λεφτά, δηλαδή, και από τα υλικά, το κτίριο, τα ποτά, ήταν όλο στην πένα, εγώ δεν είχα ιδέα τι σημαίνει Άγιος Αθανάσιος χριστουγεννιάτικη σεζόν και ήμουν, τώρα, εκεί από αρχές Δεκέμβρη που ήταν νέκρα, άντε να ερχόταν κανένας άνθρωπος, τα παιδάκια πολύ λίγα να είχαν έρθει μέχρι εκεί, γύρω στις 20, που ξεκίνησε μετά και μας πήγε τρένο μέχρι εκεί μετά τα Φώτα και λίγο πιο μετά, κάνα πενταήμερο μετά. Που ήμασταν, δηλαδή, από το πρωί μέχρι το βράδυ τα παίξαμε. Είχε ασταμάτητα κόσμο, πάρα πολλά παιδιά ερχόντουσαν, γιατί ερχόντουσαν και τα άφηναν σε μένα, εμείς είχαμε το κομμάτι που είχανε και παιχνίδια να παίξουν ελεύθερα κάθε μέρα άλλα εγώ είχα και κάθε μέρα διαφορετικές δραστηριότητες για τα παιδιά, μέσα στη θεματική των Χριστουγέννων, είχαμε και γράμμα στον Άι Βασίλη, ξέρεις, αυτά και τα κλασικά, άλλα κάναμε και ένα πιο... όχι εκπαιδευτικό, άλλα με έναν παιδαγωγικό χαρακτήρα πραγματάκια. Η δουλειά ήτανε καλή, πολλή κούραση, βέβαια, γιατί δεν μιλάμε για οχτάωρο, πηγαίναμε εκεί από τις 09:00 μέχρι κλείσιμο, που το κλείσιμο θα τύχαινε να είναι και 03.00-03.30 το βράδυ, γιατί ήτανε... ερχόντουσαν, ας πούμε, οικογένειες, οι οποίοι ήταν έξω, πίνανε ποτά και τέτοια, κι εγώ ήμουν με τα μωρά μέσα και τα κοίμιζα. Γενικά, για τον Άγιο Αθανάσιο έχω να σου πω πολλά πράγματα.
Τι είναι ο Άγιος Αθανάσιος;
Ο Άγιος Αθανάσιος είναι η «Αράχοβα του Βορρά», τον λένε. Εκτός από τον κόσμο, εντάξει, ας πούμε, που θα έρθει για τουρισμό, πιο κλασικός κόσμος που θα έρθει για έναν καφέ ή για ένα πότο χαλαρά, ας πούμε, μέσα στα πλαίσια του πελάτη, έχει και πάρα πολύ κόσμο που έχει πάρα πολλά χρήματα που έρχεται στον Άγιο Αθανάσιο, πολύ πλούσιος κόσμος, δηλαδή είχαμε πάρα πολλές οικογένειες που ερχόντουσαν με τις νταντάδες, τα παιδάκια σε εμένα και οι γονείς ή ήτανε άλλου, σε άλλο μέρος, ή ήτανε έξω παίζανε πόκερ, μετά από λίγο παρήγγελλαν τα πιο ακριβά μπουκάλια, κάτι μπουκάλι, μου τα ‘λεγε ο μπάρμαν και ήμασταν και οι δύο: «Ρε συ, τι ζούμε εδώ πέρα;».
Από πού ερχόντουσαν αυτοί;
Ερχόντουσαν, ας πούμε, είχαμε μια οικογένεια που ερχότανε σχεδόν κάθε μέρα και με άφηνε έμενα το παιδάκι με την νταντά του. Η νταντά καθόταν έξω, έπινε τσάι, αυτήν το πρόσεχε το μωρό, εντωμεταξύ αυτό έκλαιγε, ζητούσε τη μαμά του, η μαμά του άφαντη, δεν ξέραμε, έκανε βόλτες, εκεί, τον τουρισμό, και είχαν έρθει με ιδιωτικό αεροπλάνο από Κρήτη και είχανε νοικιάσει ολόκληρο σπίτι στο τέτοιο. Δηλαδή, σου λέω, είχε τέτοιο κόσμο. Γενικά, εκεί είχα πάρει, θυμάμαι, η εμπειρία μου με... Στον Άγιο Αθανάσιο, θυμάμαι ότι είχα πει ότι: «Δεν θέλω να γίνω πότε τόσο πλούσια» – τώρα, το παίρνω πίσω, δεν έχω πρόβλημα! Αλλά τότε λέω: «Εγώ τόσο πλούσια δεν θέλω να γίνω, να ‘χω τέτοια πράγματα στη ζωή μου!». Είχα δει κάτι που έφριττα, δεν μπορούσα να τα... Ήμουν και μικρούλα, δηλαδή, τώρα, νομίζω θα τα ‘βλεπα με άλλα μάτια, τότε ήταν η πρώτη μου επαφή με αυτόν τον κόσμο, ήμουν κι εγώ εκεί παιδάκι της επαρχίας, δεν είχα δει, δεν είχα εμπειρίες και μου κακοφαίνονταν πάρα πολλά. Και ναι, έτσι, δηλαδή, τότε θυμάμαι ούτε Χριστούγεννα ούτε Πρωτοχρονιά, δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα, τίποτα, και ο στόχος ήταν ένας: να δουλέψω σεζόν να μαζέψω λεφτά για να πάω Βόλο! Αυτός ήταν! Και όντως έβγαλα, είχα βγάλει χρήματα, ήτανε, δηλαδή, πολύ δίκαιη η πληρωμή μας, γιατί, εντάξει, ευτυχώς αναγνώριζαν οι άνθρωποι ότι δεν δουλεύαμε οχτάωρο, ήμασταν εκεί όλη μέρα και τέτοια, δεν υπήρχανε ούτε διαλείμματα, ίσα ίσα να φας και ξαναεπιστρέφεις. Μέναμε... κάποιες φόρες με γυρίζανε κάτω στην Έδεσσα, γιατί αυτοί πηγαινοερχόντουσαν πολύ συχνά, άλλα ήταν πολύ ταλαιπώρια αυτό, γιατί γυρνούσα πάρα πολύ αργά το βράδυ και μετά, για να ξανανέβουμε, έπρεπε να είμαι 07:00 στο πόδι για να ξαναπάω εκεί στις 09:00. Οπότε, μετά, με βόλευε περισσότερα να μένω στον χώρο που είχανε για εμάς, που ήτανε ένα... Αυτοί είχανε και ενοικιαζόμενα δωμάτια, είχανε έναν χώρο κάτω με δωμάτια και κοιμόμασταν κάτω στο υπόγειο, οπότε έμενα κι εκεί. Και τελειώνει η σεζόν και πάω στον Βόλο με μια βαλίτσα πάλι, μια βαλίτσα, την βαλίτσα!
Την ίδια βαλίτσα;
Την ίδια βαλίτσα!
Πώς ήταν αυτή η βαλίτσα;
Αυτή η βαλίτσα, κοίτα, δεν ήταν ένα μικρό βαλιτσάκι που έχω και μετακινούμαι, τώρα, για λίγο. Όταν δεν έχεις σπίτι και δεν ξέρεις για πόσο καιρό πας, παίρνεις ό,τι μπορείς να χωρέσεις. Ήταν η μεγάλη βαλίτσα, δηλαδή χωρούσα κι εγώ μέσα, το ‘χαμε δοκιμάσει με μια φίλη! Και παίρνω, λοιπόν, αυτήν την βαλίτσα–
Τι είχες μέσα;
Ρούχα και το λάπτοπ μου, τίποτα άλλο. Και για να πάω, βέβαια, στον Βόλο –να το πω και αυτό–, δεν θα πήγαινα πότε στον Βόλο αν δεν είχα μια φίλη, η οποία, αντίστοιχα και όταν εγώ είχα γυρίσει και έτρωγα τις φρίκες μου πάνω στην Έδεσσα, αυτή είχε γυρίσει Ηράκλειο στην οικογένειά της. Και αυτή έκανε αντίστοιχα διάφορες δουλειές από δω και από κει, άλλα καμία δεν ήμασταν ικανοποιημένοι με αυτό που ζούμε. Σίγουρα ήταν μακριά απ’ αυτό που θέλαμε, δηλαδή ήμασταν μακριά από την παρέα που είχαμε, μακριά από την ζωή που είχαμε, που θέλαμε να κάνου[00:40:00]με, εργασιακά δουλεύουμε σε δουλειές, και αυτήν δηλαδή, σε κάτι δουλειές του ποδαριού, ότι να ‘ναι – και αυτήν, ας πούμε, θυμάμαι, δούλευε σε έναν ζωολογικό κήπο, τι ήταν αυτό, και ήταν υπεύθυνη για τις βόλτες με τα άλογα, κάτι, έτσι, τυχαιότητες, που τη γνωρίζεις επειδή μια θεία σου ξέρει έναν κύριο, κάτι τέτοια πράγματα. Και αυτό γιατί ήμασταν μικρές, δηλαδή η ηλικία νομίζω ότι παίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτό το πράγμα, ότι μας θεωρούσαν πως, εντάξει, ήσουν πιτσιρίκι, 22 χρόνων, δεν θα μπορέσεις να κάνεις και τίποτα ούτε και ξέρεις να κάνεις τίποτα ούτε μπορείς να πάρεις καμιά ευθύνη σοβαρή. Οπότε, με αυτήν λίγο, και αυτήν είχε μαζέψει χρήματα, και η μία έσπρωχνε την άλλη και: «Άμα πας εσύ, θα έρθω κι εγώ» και «άμα πάμε μαζί» και τέτοια. Και πάμε, λοιπόν, στον Βόλο, κι εγώ... Αυτή έμεινε στο σπίτι του φίλου της, που ήταν εκεί μαζί με άλλους τρεις, ήτανε όλοι μαζί σε ένα σπίτι φρικαλέο! Κι εγώ έμεινα σε ένα σπίτι από έναν ξάδερφο ενός γνωστού μου, το οποίο ήτανε ένα –τι να σου πω, τώρα;– 2,5x2,5; Μπορεί και πολύ να λέω. Και εκεί καναπεδάκι απ’ αυτά του ΙΚΕΑ τα μικρά που το ανοίγεις, και με το που το άνοιγες, δεν υπήρχε άλλος χώρος, μόνο η βαλίτσα χωρούσε από δίπλα. Κουζίνα δεν είχε, μόνο τουαλέτα, και πλήρωνα, θυμάμαι, γι’ αυτό εκατόν πενήντα ευρώ.
Το πότε αυτό;
Το... Κάτσε, τώρα, μπερδεύτηκα. Το ‘13 πήρα πτυχίο, αυτό μιλάμε για Ιανουαρίου του 2014. Οπότε, πάω εκεί, και πήγα στο... Εντωμεταξύ, και με πολλούς καβγάδες με τους γονείς μου, οι οποίοι μου έλεγαν τότε να μη φύγω για Βόλο, μου έλεγαν να πάω να ξεκινήσω να ψάχνω για δουλειά Θεσσαλονίκη, γιατί είναι πιο κοντά στην Έδεσσα, γιατί έχει περισσότερες ευκαιρίες, γιατί είναι πιο μεγάλη πόλη. Μου έλεγαν: «Μα και στη Θεσσαλονίκη έχεις κύκλο, έχεις ανθρώπους, θα ξαναφτιάξεις καινούργιους κύκλους, όταν θα αρχίσεις να βρεις μια δουλειά, αυτό». Τώρα που το σκέφτομαι, δίκιο είχανε, τότε δεν το άκουσα.
Γιατί;
Γιατί ήθελα να πάω εκεί που ένιωθα οικεία, νομίζω. Δηλαδή, μπορεί να έχει να κάνει ότι δεν ήθελα να διακοπεί τόσο απότομα αυτό που είχες ζήσει ως φοιτητής, που ήσουνα χαλαρός, που είχες μάθει; Και, τελικά, βεβαία, όταν γύρισα στον Βόλο, δεν είχε καμία σχέση με το πώς ήμουν φοιτήτρια, γιατί μετά ξεκίνησα... Εγώ είχα συγκεκριμένα αυτά τα χρήματα που είχα μαζέψει, επειδή ήμουν και σε σύγκρουση τότε με τους γονείς μου, πού θα πάω, τι θα κάνω, είχα πει κιόλας ότι: «Εγώ δεν θέλω να με στηρίξετε οικονομικά, θα τα καταφέρω μονή μου» και «Μπορώ να το κάνω» και «Γιατί να μην το κάνω;» και «Δεν πειράζει και άμα δεν βγει πουθενά» και αυτά τα μεγάλα πράγματα που λες σε αυτήν τη φάση. Οπότε, πάω στον Βόλο εκεί και αρχίζω ψάχνω πάλι για δουλειά, πάλι τα ίδια. Δηλαδή, ξεκινούσα από παιδότοπους, παιδικούς σταθμούς για babysitting, για τέτοια, δεν είχα τότε καθόλου, δεν ήξερα από πού να το πιάσω, επειδή δεν είχα τέτοιο κύκλο, πού να βρω εγώ τώρα πιτσιρίκια; Είχαμε βάλει, θυμάμαι, με την Έλενα –με τη φίλη μου–, είχαμε βάλει παντού αγγελίες και αυτήν και για πιάνο που έκανε μαθήματα για παιδιά και εγώ για ιδιαίτερο και babysitting, είχαμε εκτυπώσει και είχαμε κολλήσει σε όλη την πόλη, τίποτα. Περνάει περνάει καιρός – «καιρός», πέρασε κάνα μηνάς και τα λεφτά, σιγά σιγά, ξοδεύεις και για τα φαγητά σου, εντωμεταξύ εγώ παρήγγελλα απέξω, έτρωγα απέξω και τέτοια, γιατί δεν είχα και κουζίνα να μαγειρέψω. Θα μαγειρεύαμε καμιά φορά στο άλλο το σπίτι, άλλα αυτό το σπίτι, επειδή έμεναν όλα εκεί τα αγόρια και δεν ήταν πολύ εύκολο να πηγαίνω άνετα να μαγειρεύω. Και φεύγω από αυτό το σπιτάκι... Εκεί κάπου, νομίζω, πρέπει να ‘τανε το πρώτο τηλέφωνο που με πήρανε για ιδιαίτερο. Με πήρανε... Ένα τηλέφωνο είχα! Από όλες τις φωτοτυπίες που είχαμε κολλήσει, με πήρανε ένα τηλέφωνο, και έκανα τότε ιδιαίτερα σε ένα παιδάκι πέμπτης Δημοτικού, του έκανα τα μαθήματα για την άλλη μέρα. Πηγαίναμε, δηλαδή, μαζί και τον βοηθούσα για κάποιες δυσκολίες και διαβάζαμε για τα μαθήματα της επόμενης μέρας του και ενώ πληρωνόμουνα, εγώ τους είχα πει –πόσο να τους είχα πει τότε;– εφτά ευρώ, ξέρω γω; Δεν θα είχα πει παραπάνω από αυτό. Πάντως, μου έδιναν δεκαπέντε ευρώ, γιατί μου είχε πει η μαμά του: «Πότε δεν κάθεσαι μία ώρα, κάθεσαι πάντα παραπάνω, χώρια όλα αυτά που φέρνεις και αυτά», και η γυναίκα μού έδινε πολύ παραπάνω από αυτά που είχα ζητήσει, οπότε ήταν τεράστια βοήθεια για μένα ότι μου έδιναν δεκαπέντε ευρώ. Και μετά από κει, έφυγα από αυτό το σπίτι, γιατί δεν άντεχα αυτήν την τρυπούλα άλλο, δηλαδή δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα, και με φιλοξένησε, για έναν-δύο μήνες σχεδόν, με φιλοξένησε μια κοπέλα με την οποία κάναμε παρέα άλλα δεν ήμασταν και κολλητές, ας πούμε, φοιτήτριες. Με φιλοξένησε και αυτήν σε ένα σπίτι, έτσι, μονόχωρο, έτσι, μικρό, στον καναπέ εκεί κοιμόμουνα, από διπλά αυτήν στο κρεβάτι, και έμεινα εκεί. Δηλαδή, μέχρι τους επόμενους μήνες, μέχρι να αρχίσω, δηλαδή, να... Μετά, εκεί πέρασε, έκανα το ιδιαίτερο και έψαχνα για δουλειά, κι εκεί με πήρανε σε ένα μαγαζί με ρούχα. Μέχρι να μπει... ναι, είχα μείνει σε αυτή μέχρι να μπει ο πρώτος μισθός από το μαγαζί με τα ρούχα. Και παράλληλα, ήτανε και η φίλη μου που είχαμε πάει μαζί, και αυτή, έτσι, είχε ψάξει για δουλειά, οπότε, με του που πιάνουμε και οι δύο δουλειές και περιμένουμε να μπει ο πρώτος μισθός, και ξεκινάμε να ψάχνουμε σπίτι μαζί. Και θυμάμαι, δηλαδή, επειδή με ρώτησες πριν πόσο ενθουσιασμό είχα όταν βρήκα το φοιτητικό σπίτι, δεν συγκρίνεται με τίποτα με τον ενθουσιασμό του σπιτιού αυτού! Τόσο χαρά που ‘χαμε καταφέρει και γυρίσαμε και πατήσαμε στα πόδια μας και βρήκαμε και σπίτι μαζί και όλα, ξέρω γω, να τα πληρώνουμε εμείς και τέτοια πράγματα.
Τι σπίτι ήταν αυτό;
Ήταν ένα σπίτι... Δεν ήταν στο κέντρο, γιατί δεν έβγαινε οικονομικά προς τα κει, βγήκαμε προς την άκρη του Βόλου, εντάξει, όχι πάρα πολύ μακριά, άλλα δεν ήταν κέντρο, το οποίο είχε καθεμία ένα δωμάτιο, κουζινούλα και είχε και σαλόνι που είχε τζάκι, το οποίο μας είχε εντυπωσιάσει πάρα πολύ, τελικά fail το τζάκι, δεν ζέσταινε καθόλου, ήταν τελείως λάθος η κατασκευή του. Και το κακό με αυτό το σπίτι είναι ότι η θέρμανσή του ήταν θερμοσυσσωρευτές και ήτανε κρύο γενικά, το ανάβαμε, ξέρεις, αυτά ανάβουνε με νυχτερινό ρεύμα συγκεκριμένες ώρες, όσο λειτουργεί το νυχτερινό ρεύμα και μετά κρατάνε θερμότητα και ζεσταίνει κάπως ο χώρος. Μούφα, μούφα, μούφα, μούφα, παγώσαμε! Τότε, έμενε ο φίλος μου μαζί, και σε εμάς, δηλαδή, είχε έρθει και έμενε μαζί μας και είχε πάθει πνευμονία ο καημένος, γιατί τα Χριστούγεννα εμείς είχαμε γυρίσει στα πατρικά μας, αυτός είχε μείνει εκεί και δεν άναβε πολύ για να μη μας ξοδεύει ρεύμα και είχε πάθει πνευμονία. Χάλια. Και μετά απ’ αυτόν τον χειμώνα, τότε κιόλας είχε χιονίσει, είχε πάρα πολύ κρύο εκείνο τον χειμώνα, μιλάμε τώρα για ‘14 προς ’15 – ε, καλά δεν το λέω; Ναι. Θα πω το περιστατικό το άλλο: Και γυρνάω από κάπου και, θυμάμαι, ήμουν μονή στο σπίτι, και έχει έρθει ο λογαριασμός της ΔΕΗ, τον πρώτο χειμώνα που περάσαμε στο σπίτι. Και ανοίγω τον λογαριασμό της ΔΕΗ και λέει χίλια διακόσια ευρώ και έχω πάθει, τώρα –τι να σου πω;– κοκομπλόκο. Παίρνω τηλέφωνο τη φίλη μου, τη συγκάτοικό μου: «Αυτό και αυτό. Τι θα κάνουμε;», δεν είχαμε λεφτά να το πληρώσουμε, δηλαδή αυτή δούλευε σε ένα μπαρ, εγώ δούλευα στο μαγαζάκι αυτό με τα ρούχα, χάλια, δεν... Και μετά, είχαμε κάνει, τέλος πάντων, κάτι διακανονισμούς, κάτι τέτοια, μας είχε βάλει χρήματα και ο φίλος μου και βγήκε, άλλα είχαμε... Πω πω! Τι άγχος μέχρι να πληρώσουμε αυτήν τη ΔΕΗ, πολύ άγχος! Τότε, είχα δώσει, το ‘14 που είχαμε γυρίσει, δηλαδή, μαζί με τη συγκάτοικό μου, η μία έσπρωξε την άλλη και αποφασίσαμε να κάνουμε μεταπτυχιακό, να κάνουμε το μεταπτυχιακό εκεί στο Τμήμα μας. Και δώσαμε μαζί εξετάσεις που έχει εισαγωγικές και η φίλη μου πέρασε, εγώ δεν πέρασα στο μεταπτυχιακό και είχα φάει και μια πάρα πολύ δυνατή ξενέρα, μιλάμε, πάρα πολύ. Βέβαια... Α! Να πω και το άλλο: Ακριβώς εκείνο το Πάσχα πριν δώσουμε, οι εξετάσεις οι εισαγωγικές ήταν τον Ιούνιο, διαβάζαμε μαζί, και είχα γυρίσει εγώ Έδεσσα το Πάσχα για τις διακοπές, για λίγες μέρες, γιατί δούλευα εκεί στο μαγαζί με τα ρούχα. Και την Κυριακή του Πάσχα, είχα βγει με τις φίλες μου, και θυμάμαι που λέμε με τη φίλη μου που θα γυρνούσαμε, και οι δύο μένουμε, έτσι, λίγο απόμερα και σκοτεινά στην Έδεσσα, και λέμε: «Πω πω, σήμερα θα έχει πολλούς μεθυσμένους», ας πούμε, «μη γυρνάμε μόνες μας με τα πόδια» και πάμε να πάρουμε ταξί, που στην Έδεσσα δεν παίρνεις ταξί πότε, δηλαδή δεν ξέρω αν το ‘χα ξανακάνει, θα το κάναμε μόνο αν είσαι κάπου εκτός, δεν παίρνεις ταξί, είναι πολύ μικρές οι αποστάσεις. Με του που αφήνουμε τη φίλη μου στο σπίτι και στρίβουμε, γιατί έχει μια μεγάλη ευθεία μετά για να πάμε στο δικό μου το σπίτι, έπεσε πάνω μου ένας μεθυσμένος, μας τράκαρε!
Ενώ ήσασταν μέσα στο ταξί;
Εγώ ήμουνα, ναι, η κοπέλα η άλλη μόλις την είχαμε αφήσει, και ευτυχώς την είχαμε αφήσει, γιατί άμα ήταν εκεί, εγώ καθόμουν από τον οδηγό λίγο προς το κέντρο, η φίλη μου καθότανε ακριβώς πίσω απ’ τον συνοδηγό και η τράκα, έτσι, τέλος πάντων, άμα έβλεπες το ταξί πώς ήταν χάλια, κατεστραμμένο, θα την είχε χτυπήσει πολύ άσχημα. Οπότε, ευτυχώς που την είχαμε αφήσει. Εγώ από εκεί αποκόμισα μια πολύ δυνατή διάσειση.
Πότε έγινε αυτό, τα Χριστούγεννα;
Την Κυριακή του Πάσχα, το ’14. Εκεί είχα μια δυνατή διάσειση. Μιλάμε, αρχικά, τις πρώτες μέρες, αυτό που δεν σ’ αφήνουν να κοιμηθείς. Το θέμα είναι ότι εγώ βγήκα και δεν έβλεπα μπροστά μου, χάλια, δεν μπορούσα, είχα τρομερές αναγούλες και ιλίγγους, δηλαδή δεν μπορούσα ούτε να ξαπλώσω, ούτε να είμαι όρθια, ούτε να κάνω λίγα εκατοστά προς τα πάνω, αν σή[00:50:00]κωνα τον αυχένα μού ερχόταν τάση για εμετό, μαυρίλα, χάλια, ήμουνα... Κοίτα, τις πρώτες μέρες μετά το τρακάρισμα, ήμουνα και γδαρμένη, από τη μία πλευρά είχα γρατσουνιές από τα τζάμια και το χτύπημα. Δεν είχα ευτυχώς κάτι πάρα πολύ σοβαρό. Η διάσειση ήταν σοβαρό, βέβαια. Άλλα θέλω να σου πω ότι είμαι έτσι, και παίρνω τον ιδιοκτήτη από το μαγαζί από τα ρούχα που δούλευα και του λέω: «Αυτό και αυτό». Και μου λέει: «Πόση άδεια σού δικαιολόγησε το νοσοκομείο;». Λέω εγώ: «Μία εβδομάδα». «Εντάξει», μου λέει. Στο μεταξύ, με παίρνει, μετά από κάτι μέρες τηλέφωνο, εγώ δεν μπορούσα, σου λέω, τίποτα να κάνω, με παίρνει τηλέφωνο, δεν θυμάμαι, κάτι μου είχε πει, κι εγώ θυμάμαι ότι είχα αγχωθεί κι έλεγα στον μπαμπά μου ότι: «Θα με απολύσει» και «Δεν γίνεται να χάσω αυτήν τη δουλειά», γιατί εγώ σκεφτόμουνα ότι δεν μπορώ να κρατήσω αυτό το σπίτι μετά, πώς θα γίνει; Γιατί δεν έπαιρνα και τα χρήματα από τους γονείς μου, ας πούμε, και κρατούσα και εγωισμό, μην τυχόν και τους πω ότι έχω ανάγκη να μου δώσουνε, που θα μου δίνανε, άλλα εγώ εκεί, εγωίστρια, μην πω ότι: «Όχι, δεν τα κατάφερα». Και βάζω τον μπαμπά που με μάλωνε: «Πού πας; Δεν υπάρχει λόγος. Άσ' τονα», τον βάζω να με κατεβάσει με το αμάξι Βόλο, με πολύ κουβέντα και τέτοια, για να μη χάσω τη δουλειά την –τι να πω, ας πούμε;– την «υπερτέλεια»! Και με κατεβάζει και πάω και μου λέει ο μπαμπάς: «Να έρθω μαζί σου να μιλήσουμε;». Και του λέω: «Όχι, είναι δυνατόν; Τι να έρθεις μαζί μου; Τι είμαι, κανένα μωρό να έρχεσαι μαζί μου να μιλάω με το αφεντικό μου;», ας πούμε, και τέτοια. Και πάω μέσα και πραγματικά, δηλαδή, θυμάμαι ότι δεν –πώς να σου πω;–, σαν να μη με πίστευε κάπως, σαν να: «Χτύπησες, όντως», κάτι τέτοιο, ας πούμε. Και μου λέει: «Αλλά πρέπει να γυρίσεις στη δουλειά», ότι: «Οι μέρες τελειώνουν, πρέπει να γυρίσεις στη δουλειά». Κι εγώ του λέω: «Ακόμα δεν μπορώ, γιατί ζαλίζομαι» και αυτά. Στο μεταξύ, εγώ παίρνω την απόφαση ότι: «Θα γυρίσω, θα πάω, δεν γίνεται να τη χάσω». Και ήτανε ακόμα κάνα δυο μέρες που δικαιούμουνα την άδεια από το νοσοκομείο, κι επειδή τότε είχα πιεστεί έτσι και πάρα πολύ ψυχολογικά και αυτά, εγώ πάντα όταν πιέζομαι και αγχώνομαι και τέτοια, με πιάνει... παθαίνω ουρολοιμώξεις. Και παθαίνω ουρολοίμωξη, που το ήξερα, δηλαδή, με το που αρχίζουν οι πόνοι, καταλαβαίνω ότι είναι από την πίεση που υπάρχει, άλλα πίεση ξεπίεση το θέμα είναι ότι εγώ με ουρολοίμωξη και με ίλιγγο δεν μπορούσα να πάω να δουλέψω. Οπότε, τον παίρνω τηλέφωνο, του το λέω. «Ναι», μου λέει, και την άλλη μέρα με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Πρέπει να ‘ρθεις να υπογράψεις την απόλυσή σου».
Πώς ένιωσες με αυτό;
Ε, πώς να νιώσεις, ρε συ; Χάλια. Και πάω και μου δίνει, πρώτα: «Να, σου δίνω και το Δώρο του Πάσχα και θα σου πληρώσω και την άδεια τις μέρες που δεν δούλεψες και θα σου πληρώσω άλλη μία βδομάδα», μου λέει, νομίζω –κάτι μου είχε πει παραπάνω, νομίζω αυτό ότι ήτανε–, και βλέπω ότι το χαρτί λέει: «Οικειοθελής αποχώρηση», αλλά ο βλάκας εγώ λέω: «Να, ο άνθρωπος μού έδωσε και αυτό και το δώρο μου», που ήταν πράγματα που τα δικαιούμουνα κανονικά, και υπογράφω οικειοθελή αποχώρηση.
Παραίτηση, δηλαδή, σαν να υπογράφεις παραίτηση.
Ναι, το οποίο εκτός ότι μετά δεν σε καλύπτει ταμείο – ταμείο δεν θα έπαιρνα, γιατί δεν ήταν τόσα πολλά τα ένσημα που είχα μαζέψει, άλλα θα μπορούσα να το έχω για το δικαστήριο μετά και, σε κάθε περίπτωση, γιατί να είναι κάτι το οποίο δεν ήταν αυτό το οποίο ήταν όντως η πραγματικότητα; Το μετάνιωσα χίλιες φόρες, μετά, ότι δεν είπα τίποτα. Αλλά δεν έκανα τίποτα. Και δεν είναι ότι δεν το είδα, το είδα, αλλά εκείνη την ώρα σκέφτηκα αυτό το πράγμα: «Ε, να, μου πλήρωσε το δώρο, τα αυτά». Άκου τώρα!
Γιατί πιστεύεις ότι το έκανε;
Για να γλιτώσει μάλλον κάτι δικό του οικονομικό, ο λογιστής του θα το είπε, δεν ξέρω κιόλας τι θα μου έδινε, θα μου έδινε επίδομα απολύσεως; Δεν ξέρω τι υπάρχει, μη λέω και βλακείες. Δεν ξέρω γιατί το ‘κανε, το θέμα είναι ότι το ‘κανε, εκτός ότι με απέλυσε ενώ εγώ του έλεγα ότι έχω πρόβλημα, και, δηλαδή, δεν ήταν ότι βαριόμουνα, και ήξερε και τη φάση, ότι είχα γυρίσει, δεν το ‘κανα για χόμπι, για να ‘χω το χαρτζιλίκι μου. Και είμαι, τώρα, σε αυτήν τη φάση, ακριβώς εκεί μετά είναι και οι εξετάσεις του μεταπτυχιακού, δεν με παίρνουνε, και αρχίζει και γίνεται... Εκεί είχα απογοητευτεί πάρα πολύ. Με βοήθησε τότε και ο φίλος που είχα και οι γονείς μου, μετά, μου έδωσαν χρήματα, το πρώτο διάστημα, έτσι για κάνα ένα-δυο μήνες, πόσο ήτανε. Εκεί επίσης ήταν πολύ δύσκολα οικονομικά, δηλαδή και πριν ήμασταν με την Έλενα, που είναι αυτό που πας στο σουπερμάρκετ και κοιτούσαμε τα πιο φτηνά μακαρόνια, το έτσι, το αλλιώς, δηλαδή πράγματα που σε κουράζουνε, το να μετράς τα δεκάλεπτα για να μην ξοδέψεις, γιατί θέλεις και να βγεις και για μια μπίρα την εβδομάδα ή, ας πούμε, να βγαίνουμε για μπίρα, να παίρνουμε μόνο μπίρες τα τενεκεδένια από το περίπτερο που κάνουνε... να κοιτάς, να ξέρεις ποιο έχει την πιο φτηνή για να την πάρεις, και μιλάμε τώρα όχι για κάνα ποσό, μιλάμε για είκοσι-τριάντα-πενήντα λεπτά να κάνεις οικονομίες. Ε, αυτό ήταν πολύ κουραστικό και ψυχοφθόρο, πάρα πολύ ψυχοφθόρο. Μετά, εκεί ξεκίνησα – τι έκανα; Εκεί είχα γίνει... είχα προσπαθήσει εκείνο το καλοκαίρι διάφορα – το ‘14 αυτό... Τι είχα κάνει; Α, ναι, πώς ξεχνιέται αυτή η εμπειρία;! Μετά, πήγα από μια φίλη, είχε μια σχέση και η αδερφή αυτουνού δούλευε σε ένα γραφείο διαφημιστικής. Και μου έλεγε αυτή η φίλη μου: «Α, μου λέει, «εκεί θα πας εσύ για promotion», ξέρω γω, «έχει πάρα πολλά λεφτά και θα είσαι καλά» μπλα, μπλα, μπλα. Μούφα όλα, γιατί τα promotion... Θα σου πω το χειρότερο: Είχα κάνει δεκαοχτώ ευρώ το οχτάωρο για εταιρία, που δίναμε, ξέρεις, είναι αυτό που δείχνει τα φακελάκια, που κάνεις κρύο τσάι το καλοκαίρι, και μας έντυναν κιόλας με κάτι ρούχα ντρεπόσουνα να κυκλοφορήσεις – άστο αυτό, είναι το λιγότερο, δεν πειράζει. Ήταν, δηλαδή, μέσα σε σούπερ μάρκετ που προωθούσες ένα προϊόν, αυτό ήταν το χειρότερο, όμως. Δηλαδή, αυτά τα δεκαοχτώ ευρώ το οχτάωρο μου ‘χαν κάτσει εδώ. Και μετά, επειδή δεν είχα συνέχεια πακέτα τέτοια προώθησης, οπότε δεν είχε άλλα, εσύ χρειαζόσουν το μεροκάματο, πήγαινα για φυλλάδια από σπίτι σε σπίτι, το οποίο είναι η χειρότερη δουλειά που υπάρχει πότε στον κόσμο. Εκτός ότι είσαι φορτωμένος σαν το γαϊδούρι, έχεις τον επόπτη της δικής σου ομάδας που σε ελέγχει, και άμα είναι και από συγκεκριμένα καταστήματα τα οποία έχουν και δικό τους εξωτερικό επόπτη, όποτε ξέρεις ότι σε ελέγχουν δύο. Τον επόπτη σου ξέρεις ποιος είναι, εντάξει, αναπτύσσεις μια σχέση οικειότητας και με την ομάδα, βοηθάει ο ένας τον άλλον πάρα πολύ σε αυτές τις δουλειές –εγώ τουλάχιστον έτσι το ‘ζησα, ο ένας βοηθούσε πάρα πολύ τον άλλον, γιατί όλοι την ίδια κατάσταση βιώναμε–, άλλα είχες και τον εξωτερικό επόπτη, ρε παιδί μου, που ήταν κάπως: δεν ήξερες ποιος είναι, μπορεί να ήταν κάποιος που θα ερχότανε σαν πελάτης. Τέλος πάντων, κάτι τέτοια κουλά. Περπάτημα οχτάωρο, τώρα, μαζί με τα φυλλάδια στην πλάτη... Εντωμεταξύ, εμένα ήταν και καλοκαίρι και είχα κατακαεί, οι ζαλάδες, εντωμεταξύ, εμένα δεν μου είχαν φύγει ακόμα, και αυτό το πράγμα με τις τσάντες τις φορτωμένες και με τον αυχένα, μιλάμε, με είχε διαλύσει πάρα πολύ. Δηλαδή, θυμάμαι, μετά, γυρνούσα και ζαλιζόμουν όλη μέρα, γιατί τραβούσε από την ωμοπλάτη πίσω στον αυχένα και είχα κάνει και αυτό το τέλειο μαυρισματάκι, ξέρεις, κοντομάνικο-σορτσάκι. Όλοι οι άλλοι πήγαιναν για κάμπινγκ. Οι παρέες, που λέγαμε ότι είχαμε πάει να βρούμε, ζούσανε ακόμα φοιτητικά, θα βγαίναν, θα πηγαίναν στα πάρτι, θα πηγαίναν για τα κάμπινγκ, αυτά που κάναμε κι εμείς, άλλα εμείς πλέον δεν μπορούσαμε. Ήμασταν στην πόλη με τις ίδιες παρέες, άλλα πλέον δεν μπορούσες να τα κάνεις όλα αυτά, γιατί έπρεπε να πας να δουλέψεις και σε δουλειές, τώρα, σου λέω τι δουλειές, και γενικά είχα αρχίσει, έτσι, σου λέω, δηλαδή, βίωνα αυτήν τη φρίκη και την απογοήτευση ότι: «Αυτό είναι; Έτσι θα είμαστε από εδώ και πέρα; Να μετράμε τα λεπτά, το ένα ευρώ και, τελικά, τι, δηλαδή; Τόσο διάβασμα τόσο...», δεν ξέρω... Είχα απογοητευτεί και με το μεταπτυχιακό που δεν με πήραν, κοιτούσα και άλλα μεταπτυχιακά, δεν ήξερα τι να κάνω, γιατί δεν είχα και χρόνο με τη δουλειά και την κούραση να ασχοληθώ ουσιαστικά με αυτό το κομμάτι. Και μετά, τον Σεπτέμβρη, μετά από αυτό το ωραίο καλοκαίρι με τη διαφημιστική, τον Σεπτέμβρη είχα ξεκινήσει φυσιοθεραπείες για τον αυχένα και έτσι βρήκα τα παιδάκια που ξεκίνησα να προσέχω babysitting σε μια πάρα πολύ καλή οικογένεια, που έμεινα μαζί τους για πολλά χρόνια. Δηλαδή, εγώ αυτά τα παιδιά τα γνώρισα όταν ήταν εκεί στα τρία χρόνια, 3 χρονών, και πήγαινα στο σπίτι τους μέχρι που ήταν πέμπτη Δημοτικού, τώρα, πριν φύγω, δηλαδή, από τον Βόλο.
Πώς τα βρήκες αυτά τα παιδιά;
Ήταν τα παιδιά του φυσιοθεραπευτή μου και τότε δεν πήγαιναν ακόμα σχολείο, οι γονείς τους δούλευαν, ήταν ένα δώρο εξ ουρανού αυτό, πραγματικά, γιατί ήτανε... και το κλίμα ήτανε πάρα πολύ καλό, δεν ήταν πάρα πολλά τα λεφτά, αλλά επειδή ήταν πέντε ευρώ την ώρα, αλλά επειδή τότε, επειδή δούλευαν οι γονείς τους, όποτε πήγαινα όλο το πρωινό, εντάξει, μαζευόταν ένα ποσό που τουλάχιστον κάλυψε το νοίκι μου, κατάλαβες, κάτι γινόταν, είχα και το ιδιαίτερο την προηγούμενη χρονιά, οπότε κάπως ένιωθα ότι ήμουνα σε μια καλύτερη κατάσταση.
Η εμπειρία σου με αυτά τα παιδάκια, τι έκανες ακριβώς;
Με τα παιδάκια; Κοίτα, τώρα αυτά ήταν πολύ μικρούλια, κάναμε τα πρώτα, τους έκανα κάποιες δραστηριοτητούλες, έτσι, με χρώματα, διάφορα υλικά κατασκευούλες, τέτοια, Μετά, είχαμε και το κομμάτι να τους ετοιμάσω το φαγητό τους, να καθίσουμε να φάμε, τους διάβαζα παραμύθια, θα βλέπαν και παιδικό, ας πούμε, για λίγο – είχαν πολύ συγκεκριμένες ώρες μπροστά στην τηλεόραση[01:00:00], βέβαια. Λέγαμε τραγούδια, παίζαμε κινητικά παιχνίδια, καθόμασταν πάρα πολύ και παίζαμε... φτιάχναμε με τα τουβλάκια πράγματα, με τα «Playmobil». Μετά, με τα χρόνια αρχίσαμε και εξελίσσαμε τα παιχνίδια μας. Αλλά αναπτύσσεις και μια σχέση προσωπική, δηλαδή, μετά, με καλούσανε και το βράδυ που θα ‘βγαιναν οι γονείς τους και είχαμε αναπτύξει, έτσι, και πολύ ωραίες συνήθειες μαζί, δηλαδή συγκεκριμένα νανουρίσματα που μου τα ζητούσαν, τραγούδια, που τώρα που ‘χουν μεγαλώσει –τώρα είναι πέμπτη-έκτη πλέον, νομίζω–, και είχα πάει, αυτά είναι δίδυμα, είχανε πάει το κοριτσάκι, είχε πάει με τη μαμά της στη συναυλία του Ιωαννίδη φέτος, και με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Μας τραγουδάει τα τραγούδια που μας έλεγες για νανουρίσματα»! Ήταν πολύ ωραία σχέση και πολύ ωραία δουλειά. Και πολύ... με βοήθησαν πολύ ψυχολογικά και οι γονείς τους, δηλαδή πολύ καλοί άνθρωποι, για μένα ήταν στήριγμα και έγιναν και κάπως ένα κομμάτι που τους ένιωθα και σαν μια... ότι είχα έναν άνθρωπο, άμα χρειαστώ κάτι, θα σου πω, όχι ότι χρειάστηκα ποτέ, απλά ένιωθα έτσι κάπως, γιατί είχαμε δεθεί πολύ. Και με έσωσαν από μια πολύ μίζερη κατάσταση, ήρθε, δηλαδή, αυτό και με βοήθησε πολύ ψυχολογικά. Και είχα μετά και το περιθώριο να ξαναδιαβάσω για το μεταπτυχιακό, και μετά ξαναέδωσα το ‘15, δηλαδή έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο μεταπτυχιακό. Αυτό το διάστημα που ήμουνα στα δίδυμα, δηλαδή αυτόν τον χειμώνα μαζί με το ιδιαίτερο, έκανα και... είχα ξεκινήσει και είχα ανοίξει ξανά τις επαφές μου με τη μία καθηγήτρια που συνεργαζόμουνα και στο προπτυχιακό σε προγράμματα ερευνητικά, και ξεκίνησαν και οι πρώτες μου συμμετοχές σε προγράμματα ερευνητικά και τέτοια, έτσι, λίγο πιο δραστήρια. Μετά, ας πούμε, δηλαδή, τι άλλες δουλειές του ποδαριού – «του ποδαριού», δηλαδή, μικρά πράγματα που πώς κατάφερα και υπήρξε όλη η συνέχεια και πώς κατάφερα και κάπως κάτι θα γινόταν κάθε μήνα και είχα να πληρώσω το νοίκι. Θα προέκυπτε, ας πούμε, ένα babysitting, έτσι, για λίγες μέρες, θα προέκυπτε ένα παιδάκι που είχε κάποια δυσκολία και η μαμά του και ο μπαμπάς, ας πούμε, θα με καλούσανε για ένα διάστημα για να το πηγαίνω στη βιβλιοθήκη, να πηγαίνουμε μαζί στη βιβλιοθήκη μόνο. Κάτι τέτοια μικρά πράγματα ή, ας πούμε, μετά, εκεί και αυτή η καθηγήτρια με πήρε για πολύ λίγο, για έναν μήνα, κάτι τέτοιο, τότε αυτή ήταν πρόεδρος του Τμήματος και είχα αναλάβει και τις οργάνωσα τους σκληρούς δίσκους και τη βιβλιοθήκη και όλες τις εργασίες που είχε απ’ τις φοιτήτριες, και πληρώθηκα γι’ αυτό. Δηλαδή, υπήρχαν πράγματα από δω και από κει, που κάπως μπορούσα να συνεχίζω, ας πούμε, να ζω. Αλλά, μετά, η αλήθεια είναι ότι από κει με στήριζαν και οι γονείς μου. Θα ήταν εκατό ευρώ, θα ήταν πενήντα, θα ήταν μία εξέταση σε έναν γιατρό που εγώ δεν μπορούσα, για οτιδήποτε έξτρα απ’ τα έξοδα τα πάγια, δεν έβγαινες προφανώς, έτσι; Δηλαδή, για παπούτσια, μπουφάν, δεν υπήρχε περίπτωση να μπορώ να πληρώσω τέτοια έξοδα, οδοντίατρο, ας πούμε, πού να έχω εγώ λεφτά να πληρώσω τέτοια ή τον γυναικολόγο; Δεν έβγαινε. Έβγαινες μόνο νοίκι, σουπερμάρκετ, λογαριασμούς και, άμα σου ερχόταν καμία στραβή, ζητούσες από τους γονείς. Να ‘ναι καλά, δηλαδή οι γονείς. Συνεχίζω ακάθεκτη, ε; Να πω και άλλα;
Εννοείται, είμαστε ακόμα στο 2015. Και, μεταπτυχιακό;
Και ξεκίνησα το μεταπτυχιακό, έφτασε αυτή η ώρα.
Πώς και αποφάσισες να κάνεις μεταπτυχιακό, αυτά με τα ερευνητικά;
Δεν ξέρω, ήρθαν λίγο μόνα τους. Ήθελα να πιάσω ξανά την επαφή με το πανεπιστήμιο, μου είχε λείψει, η αλήθεια είναι, μου είχε λείψει το διάβασμα, ήθελα να εξελίξω, δηλαδή, αυτά τα πράγματα που είχα στη σχολή, και είχαμε κάνει ήδη κάποια προτζεκτάκια, ας πούμε, δηλαδή συμμετείχα σε κάποια πραγματάκια και κάπως ένιωθα ότι ήθελα να το πάω παρακάτω. Μετά, μου είχε χωθεί κάτω εκεί και η ιδέα... Είχα δύο παράλληλες ιδέες, βασικά. Θυμάμαι, δηλαδή, την πρώτη μέρα στο μεταπτυχιακό, που σε ρωτάνε: «Τι στόχο έχεις από το μεταπτυχιακό;» και τέτοια, εγώ είχα πει δύο πράγματα και ήτανε όντως αυτά που σκεφτόμουν: Το ένα ήταν η εικονογράφηση παιδικών βιβλίων, που μου άρεσε πολύ σαν ιδέα, δηλαδή κάτι να συνδυάσω το κομμάτι της τέχνης με το κομμάτι που ‘χα σπουδάσει. Και το άλλο που με ενδιέφερε πάρα πολύ ήταν οι εναλλακτικές μορφές εκπαίδευσης, που είχα ασχοληθεί πάλι, έτσι, σε κάποιες εργασίες στο προπτυχιακό. Οπότε, μέσα απ’ το μεταπτυχιακό, ήθελα να το πάω προς αυτή, δεν ήξερα προς τα πού ακριβώς, αλλά προς αυτές τις κατευθύνσεις κάπως να κινηθώ. Και το μεταπτυχιακό μου, αυτό που έκανε, η αλήθεια είναι ότι σε άφηνε αρκετά ελεύθερο να κινηθείς. Είχε και το πρακτικό κομμάτι, γιατί ήτανε... είναι δημιουργία και αξιολόγηση παιδαγωγικού υλικού και παιδαγωγικού παιχνιδιού, οπότε σου έλεγε, όχι ότι σου δίνει έξτρα επαγγελματικά δικαιώματα, αλλά σου έλεγε ότι, ας πούμε, σου ανοίγει τις πόρτες για να δουλέψεις, ας πούμε, στη δημιουργία ενός παιδαγωγικού προγράμματος σε μουσείο και να φτιάξεις και το υλικό ή σε εκδοτικούς οίκους παιδικών βιβλίων ή σε εταιρίες που φτιάχνουνε παιδαγωγικό υλικό και παιδαγωγικά παιχνίδια. Οπότε, όλα αυτά σαν ιδέες μου άρεσαν. Και ήξερα, μετά, ας πούμε, ότι μέσα από άλλους που είχανε πάει –ήταν ήδη η συγκάτοικός μου έναν χρόνο–, οπότε ήξερα και περισσότερα πράγματα, αλλά και απ’ την καθηγήτρια μου, με αυτή με την οποία δουλεύαμε μαζί, ότι στο τέλος, στη διπλωματική σου είχε μια πολύ μεγάλη ελευθερία να επιλέξεις πώς θα κινηθείς, γιατί μπορούσες να επιλέξεις αν θα είναι δημιουργία υλικού ή αν θα είναι ερευνητική. Οπότε, ξεκίνησα το μεταπτυχιακό με πάρα πολύ ενθουσιασμό. Ταυτόχρονα, είχαν έρθει και άλλα ιδιαίτερα και babysitting και τέτοια, και τον πρώτο χρόνο τα έκανα παράλληλα. Μετά, τον δεύτερο χρόνο, πριν του μεταπτυχιακού, που στην ουσία είναι ένα εξάμηνο και η διπλωματική, συνέχισα το ίδιο κομμάτι, το ίδιο πλαίσιο. Είχα μετακομίσει; Ναι, είχα ήδη μετακομίσει, δεν έμενα πια με τη φίλη μου, είχε φύγει, είχε τελειώσει το μεταπτυχιακό, οπότε μετά έφυγε και ήρθε στην Αθήνα η φίλη μου. Εγώ έμεινα τότε με τη σχέση που είχα, με τον φίλο μου, μείναμε μαζί, και το δεύτερο εξάμηνο, δηλαδή το τέταρτο εξάμηνο του μεταπτυχιακού, πήγα... γύρισα για λίγο στην Έδεσσα και πήγα σε ένα παιδαγωγικό εγχείρημα πάνω στο Καϊμάκτσαλαν, το οποίο έχει να κάνει με ελευθεριακές μορφές εκπαίδευσης, είναι ένα εργαστήριο για παιδιά, πάρα πολύ ενδιαφέρον, έτσι, και για το ερευνητικό κομμάτι, έχει πάρα πολλά πράγματα να μιλήσεις για αυτό. Εμένα το ερευνητικό μου ενδιαφέρον ήτανε για τα μαθηματικά που αναδύονται μέσα σε τέτοια πλαίσια και είχα πάει εκεί... δύο μήνες συστηματικά πήγαινα κάθε μέρα, μαζί μετά με τις διακοπές του Πάσχα και με αυτά, δηλαδή, είχε βγει... περίπου ένα εξάμηνο έλειπα – δεν ήταν έξι μήνες, θα ήταν τέσσερις, ας πούμε, φαγωμένοι, κάπου τέτοιο. Και το καλοκαίρι που ξαναγυρνάω... Τώρα, έχω περάσει κάτι, να γυρίσω πίσω λίγο;
Εννοείται, ό,τι θέλεις λες.
Πριν ξεκινήσω το μεταπτυχιακό, δηλαδή είχα δώσει, δεν με πήραν, και μετά σε αυτό το μεσοδιάστημα μέχρι να ξαναδώσω, είχα πάει και είχα δουλέψει και ένα καλοκαίρι σε δύο σεζόν ήτανε, πήγα και δούλεψα σε κατασκηνώσεις ως συνοδός ΑμεΑ. Η μία η κατασκήνωση... και ήτανε αυτό, γιατί πάλι, σου λέω, έλεγα ότι... Θυμάσαι, οι γονείς που μου έλεγαν να πάω σε ειδική αγωγή, ε, μου το συνέχιζαν ότι: «Αφού θες να κάνεις μεταπτυχιακό, πήγαινε να κάνεις ειδικής αγωγής, για να βρεις μια δουλειά. Τουλάχιστον θα έχεις μια δουλειά και μετά...», πάλι, ξέρεις, όπως αυτό που λέγαν μετά τις Πανελλήνιες, «θα έχεις τη δουλειά σου και μετά θα κάνεις ό,τι θέλεις». Και λέω: «Θα πάω να δω πώς είναι», ας πούμε, «και να δω αν μου ταιριάζει κάτι τέτοιο». Και είχα πάει πρώτη σεζόν, ήτανε σε δημόσια δομή κατασκήνωσης, στη Χαλκιδική, ήμουνα συνοδός από δύο ενήλικα άτομα ΑμεΑ και μετά πήγα και σε ιδιωτική, κι εκεί είχα πάλι δύο άτομα και αποφάσισα ότι δεν μου ταιριάζει και δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Και γι’ αυτό μετά πήγα στο μεταπτυχιακό. Αυτό.
Πώς ήτανε εκεί;
Ήτανε πολύ δύσκολη εμπειρία, ψυχοφθόρα πολύ, όχι τόσο με το κομμάτι τού τι είχα να κάνω. Πρώτα από όλα, ήσουν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο υπεύθυνος για αυτά τα άτομα, από το κομμάτι του φαγητού μέχρι το κομμάτι της τουαλέτας, μέχρι το κομμάτι του μπανιαρίσματος, της καθαριότητας. Εγώ πέτυχα περιπτώσεις, γενικά, όχι ακραία δύσκολες, βίαιες, ας πούμε, όπως είχανε άλλοι, ή να είναι επικίνδυνες για τον εαυτό τους, δεν είχα τέτοια, ευτυχώς, ειδικά τα... Εντάξει, ήτανε καταστάσεις που τις διαχειριζόσουνα, είχαν, βέβαια, κάποια... είχαν τις δικές τους δυσκολίες και κάποιες κρίσεις που πάθαιναν, γιατί ταυτόχρονα, όχι όλοι, κάποια από τα άτομα που είχα ήτανε... είχανε και ψυχιατρικές δυσκολίες, οπότε είχανε και πολύ βαριά φαρμακευτική αγωγή, που πρέπει και αυτό να προσέχεις πάρα πολύ να παίρνουν τα φάρμακά τους. Αλλά αυτό που με είχε φθείρει πάρα πολύ ήταν... Το ένα ήταν οι αντιμετωπίσεις άλλων συνοδών, από καταστάσεις που δεν... Τρελαινόμουνα να τα βλέπω: το πώς τους είχαν, να τους τρέχουν, ας πούμε, οι μύξες και λέει η άλλη: «Όχι, εγώ δεν τα καθαρίζω, δεν...», δηλαδή έβλεπες τα πάντα, έβλεπες τα πάντα, έβλεπες ανθρώπους που όντως είχαν πάει και κάνανε δουλειά, ήταν εθελοντές όλον τον χρόνο, και επειδή είχανε... έβλεπαν, ήταν και πολλά παιδιά από ιδρύματα και ανήλικα και γι’ αυτά τα παιδιά οι συνοδοί ήτανε ήδη εθελοντές και ήτανε, είχανε πει ότι: «Εγώ αυτό το παιδί που δεν τα παίρνει κανένας για κατασκήνωση, αναλάμβαναν μόνο γι’ αυτό, επειδή τα είχαν αγαπήσει και ερχόντουσαν. Είχες και αυτές τις περιπτώσεις, είχες και περιπτώσεις που η άλλη ήταν [01:10:00]ότι: «Εγώ ήρθα μόνο για τα λεφτά» – τι λεφτά ήταν; Διακόσια ήταν στη δημόσια, ήταν διακόσια ευρώ το εικοσαήμερο, αλλά, σου λέει, εντάξει, έχεις διαμονή φαγητό – φαγητό, τώρα, δεν τρώγεται, δηλαδή, απορώ πως δεν ντρέπονται και δίνουν αυτά τα φαγητά στη δημόσια κατασκήνωση. Πιο πολλά ξόδευες που θα έπαιρνες από το κυλικείο, παρά, στην τελική, αυτά που... Κάτι τουαλέτες βρόμικες, χάλια, χάλια, χάλια! Τέλος πάντων, μετά, στην ιδιωτική την κατασκήνωση οι δομές ήταν πολύ καλύτερες, οι σύνοδοι ήταν ίδια κατάσταση, είχε απ’ όλα, η γκάμα ήταν μεγάλη. Και μετά, το άλλο, ας πούμε, με είχε πάρα πολύ φθείρει και το σκεφτόμουν και το ‘βλεπα και με επηρέαζε πάρα πολύ, είναι ότι έβλεπες αυτά τα παιδιά από τα ιδρύματα, παιδιά που ξέρανε, σου λέω, οι συνοδοί, ας πούμε, οι εθελοντές ότι ήταν από οικογένειες που είναι ευκατάστατες και ότι απλά ήταν παιδιά παρατημένα, που να μην τους αγοράζουν ούτε ρούχα, ας πούμε, να μην τους στέλνουν ούτε ρούχα. Παιδιά που ήτανε με φάρμακα πάρα πολύ βαριά και τα έβλεπες, έτσι, ζόμπι, γιατί έχει λέει έναν νοσηλευτή για είκοσι πέντε άτομα και τι θα κάνει; Θα πρέπει να τα έχει χαπακωμένα όλα τα άτομα για να μπορεί να έχει το κουμάντο και να μην είναι επικίνδυνοι για τους άλλους, για τον εαυτό τους. Τώρα, μιλάμε για τεράστια ηθικά διλήμματα εκεί μέσα. Οπότε, όλο αυτό δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Δηλαδή, ειδικά μετά τη δεύτερη σεζόν, λέω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μπω μέσα σε αυτόν τον κλάδο, για κανέναν λόγο, δεν ξέρω αν ήταν σωστή ή όχι η απόφαση, πάντως έτσι το αποφάσισα τότε. Και μετά, εγώ πήρα τελείως άλλη πορεία με το μεταπτυχιακό και έκανα αυτήν την έρευνα που σου είπα, είχα πάει, δηλαδή, σε αυτό το εργαστήρι για τα παιδιά, το οποίο με ενθουσίασε, είχα πει ότι: «Πω πω, τέλεια, αυτή είναι η εκπαίδευση που θα ‘πρεπε να υπάρχει παντού» και ένα υπέροχο κλίμα εκεί πέρα πάνω. Και γυρίζοντας, με πήραν τηλέφωνο, με είχαν πάρει τηλέφωνο το καλοκαίρι από ένα ιδιωτικό σχολείο προσχολικής εκπαίδευσης που είχα κάνει την πρακτική του ΕΣΠΑ στο προπτυχιακό. Στο προπτυχιακό μπορούσες να επιλέξεις, έκανες την πρακτική την υποχρεωτική στα δημόσια σχολεία και μετά μπορείς να επιλέξεις αν θέλεις να πας σε ιδιωτικό φορέα, για δύο μήνες για εκατόν πενήντα ευρώ, ήταν εκατόν πενήντα ευρώ, έχουμε πληρωθεί – καλά, μην πούμε και για την πρακτική! Στην πρακτική, μιλάμε ότι είχαμε δώσει τόσα πολλά λεφτά απ’ την τσέπη μας για όλα αυτά που κατασκευάζουμε κτλ., γιατί υπήρχαν σχολεία που είχαν υλικά, υπήρχαν και σχολεία που δεν είχαν τίποτα να σου δώσουνε, αλλά και επειδή εκτύπωνες, επειδή ήταν αυτό που θα βαθμολογηθείς, εσύ ήθελες να δείξεις τις ιδέες σου, εκτύπωνες φουλ εικόνες, πράγματα, φτιάχναμε κάτι κατασκευές, τεχνολογία υλικών, πάρα πολλά, πάρα πολλά λεφτά. Φυσικά, στην πρακτική του δημοσίου δεν πληρώνεσαι ευρώ στο παιδαγωγικό. Δεν νομίζω να έχει αλλάξει, τότε είχαμε κάνει και φασαρία και τέτοια – «φασαρία», είχαμε μαζευτεί το έτος, είχαμε πιάσει την πρόεδρο του Τμήματος και μας είχε πει ότι: «Κορίτσια, δεν υπάρχουνε λεφτά». Οπότε, με παίρνουν από αυτόν τον παιδικό σταθμό που είχα δουλέψει και μου λένε ότι: «Έχει αδειάσει μία θέση για έναν χρόνο μόνο, γιατί έχει μείνει έγκυος η μία νηπιαγωγός» και να αναλάβω το τμήμα της. Και ήταν ακριβώς το διάστημα που έγραφα τη διπλωματική του μεταπτυχιακού, είχα ξεκινήσει ήδη, δηλαδή, τη συγγραφή και πήρα και ένα έξτρα εξάμηνο και ξεκίνησα και έκανα... δηλαδή δούλευα μέχρι τις 16:00-16:30, άμα αργούσε κάνας γονέας 17:00, και μετά καθόμουν και έγραφα τη διπλωματική μέχρι να κοιμηθώ και ξανά από την αρχή, αυτό ήτανε. Δηλαδή, ένας χρόνος πέρασε έτσι, τότε.
Με δουλειά και μεταπτυχιακό;
Ναι, ναι, ναι... Και ταυτόχρονα, ήταν, τότε, είχαμε ξεκινήσει, δηλαδή, από τότε που ξαναέπιασα τη φάση με το πανεπιστήμιο, ταυτόχρονα δούλευα και σε προτζεκτάκια, από τα οποία, όμως, δεν πληρωνόμουνα τότε καθόλου. Δηλαδή, ήμουνα σαν εθελόντρια φοιτήτρια κάπως, βοηθούσα. Δεν ξέρω αν, τελικά, μπορείς να είσαι εργαζόμενος και παράλληλα να είσαι στην έρευνα και στην ακαδημία. Δεν ξέρω άμα βγαίνουνε ταυτόχρονα.
Εσύ αυτό κάνεις, όμως, έτσι δεν είναι;
Ναι, αλλά, εντάξει, το διδακτορικό αυτήν τη στιγμή είναι ένα φάντασμα που με κυνηγάει, δεν το ‘χω καταφέρει να το βάλω σε σειρά.
Τι κάνετε στα ερευνητικά προγράμματα;
Το πρώτο ήτανε για την πολιτειότητα και μαθηματική εκπαίδευση. Το δεύτερο που κάναμε ήτανε για την ισότητα του φύλου στην εκπαίδευση. Και τώρα, το καινούργιο που ξεκινήσαμε, είναι για τα κοινά και την εκπαίδευση, το οποίο είναι και ακριβώς, ακριβώς πάνω στο διδακτορικό μου. Και το διδακτορικό μου, δηλαδή, σχετίζεται με τη μαθηματική εκπαίδευση μέσα από τη θεωρία των κοινών.
Και κάνετε παιχνίδια με παιδιά;
Α, τι δράσεις κάνουμε; Απ’ όλα, δηλαδή, όλα έχουνε ένα κομμάτι υλοποίησης με παιδιά, έχεις μία ομάδα εκπαιδευτικών που δουλεύεις παράλληλα μαζί τους και τους επιμορφώνεις, κάνεις αξιολόγηση ξανά του υλικού που έχει φτιάξει, το ξαναπηγαίνεις στην ομάδα, το ξαναλλάζεις, ας πούμε, έχεις αυτό με το φύλο, φτιάξαμε ένα ολόκληρο site για να υποστηρίξουμε αυτό που θέλαμε να κάνουμε. Έχεις πολλά διαφορετικά επίπεδα που δουλεύεις και ταυτόχρονα έχεις και τις αξιολογήσεις, τις εκθέσεις που στέλνεις για να αξιολογηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και σε παίρνουν αναπληρώτρια σε νηπιαγωγείο στην Αθήνα; Έτσι ήρθες στην Αθήνα;
Ναι, έτσι ήρθα στην Αθήνα, με πήραν πέρυσι αναπληρώτρια και φέτος με ξαναπήραν πάλι στην Αθήνα, ευτυχώς, γιατί ήλπιζα να αποφύγω τη μετακόμιση, να πω την αλήθεια, λόγω των εξόδων.
Αυτή η αλλαγή από Βόλο σε Αθήνα;
Ήρθε ακριβώς στη φάση που έπρεπε. Είχα κουραστεί πάρα πολύ στον Βόλο. Είχε... Αυτό που είχα ξεκινήσει και κάποια στιγμή μέσα σε όλη αυτήν την τεράστια αφήγηση, είπα ότι ήθελα να πάω στον Βόλο για να βρω τις παρέες και να έχω τη συνέχεια της φοιτητικής ζωής, τίποτα, δεν έχει γίνει τίποτα απ’ αυτά. Όχι ότι δεν πέρασα καλά, αλλά η πραγματικότητα, η αλήθεια είναι ότι με το που μπαίνεις στο να δουλέψεις και να πεις ότι: «Εγώ θέλω να βγαίνω τουλάχιστον», ας πούμε, «όχι να το κάνω για να πληρώνω τις μπύρες μου και τα τσιγάρα μου», δεν έχεις ούτε τη σωματική αντοχή ούτε τα χρήματα να κάνεις πράγματα, που εγώ δεν είχα και... ο τρόπο ζωής μου, δηλαδή, δεν έχει μεγάλο κόστος, κάνω πράγματα... και από τις διακοπές μου, δηλαδή, μέχρι το πώς θα βγω δεν είναι ότι έχει πολλά έξοδα, πάλι είναι φτηνός τρόπος ζωής. Αλλά και πάλι δεν έφταναν.
Και τώρα;
Τώρα ελπίζω ότι θα τελειώσω το διδακτορικό κάποια στιγμή. Ο στόχος ήταν το ‘22. Δεν υπάρχει περίπτωση, δηλαδή δεν το βλέπω για κανέναν λόγο, τώρα ο νέος στόχος είναι να τελειώσει το διδακτορικό το ‘23. Και μετά, έχοντας το διδακτορικό στα χέρια μου, θέλω να σκεφτώ τι θα κάνω. Το κομμάτι με τις τέχνες δεν το έχω παρατήσει, μη νομίζεις. Είναι εδώ ακόμα, εκεί, το παλεύω, λίγο από δω, λίγο από κει, λίγο από σεμινάρια, λίγο από κάτι μαθήματα, κάτι ομάδες, το προσπαθώ, το προσπαθώ να το βάλω. Τώρα, νιώθω πρώτη φορά ότι έχω φέρει τις σπουδές μου, από εκεί που ξεκίνησα στο Νηπιαγωγών, τώρα νιώθω ότι πρώτη φορά το έχω φέρει στο σημείο που αρχίζει και μου αρέσει και όντως με ενδιαφέρει. Δηλαδή, σε αυτό το κομμάτι της έρευνας, αλλά με πειραματικές μεθοδολογίες, με πράγματα που μπορεί να εισχωρήσουν, δηλαδή πράγματα που παίζουν ανάμεσα στο τι είναι έρευνα, στο τι είναι τέχνη, στο ποιος είναι ο δικός μου ρόλος σαν ερευνήτρια, κάπως έτσι. Τώρα, είναι η πρώτη φορά που όντως μου αρέσει αυτό που κάνω, οπότε, ενώ μ’ αρέσει και το κομμάτι της τάξης πάρα πολύ, τώρα δηλαδή στη δημόσια, που μπήκα στο δημόσιο σχολείο μ’ αρέσει πάρα πολύ, έχει τις δικές του δυσκολίες, αλλά κάθε δουλειά τις έχει. Δεν νομίζω ότι έχει κάτι που θα με έδιωχνε να πω ότι: «Πω πω, δεν αντέχω άλλο αυτό και για αυτό θα φύγω». Απλά, ίσως κάπως νιώθω ότι θα ήθελα να επενδύσω όλα αυτά – όχι, όλα αυτά που έχω επενδύσει τόσα χρόνια να τα κάνω και κάτι άλλο, οπότε, όταν φτάσει η ώρα να ‘χω το διδακτορικό, θέλω λίγο να ξανακάνω, έτσι, ένα pause και να δω προς τα πού θέλω να πάω.
Νιώθεις ότι σε αυτήν τη φάση της ζωής σου είσαι εκεί που μπορεί να περίμενες ότι θα ‘σουνα, όταν ήσουνα παιδί;
Ε, δεν ξέρω! Δεν νομίζω ότι... Πλέον, ξέρεις, νιώθω ότι εκεί μέχρι κάτω απ’ τα 25, έχεις πιο πολύ στον νου σου αυτά που είχες σαν όνειρο στο Λύκειο ή και πιο πριν, αλλά κυρίως στο Λύκειο. Τώρα, νιώθω τόσο μακριά απ’ όλα αυτά, που δεν τα σκέφτομαι κιόλας, δεν ξέρω, ούτε μπορώ να σου πω ότι είχα κάποια όνειρα και κάποια τέτοια, αλλά, τελικά, έτσι όπως έχει εξελιχθεί η πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη και πιο πολυεπίπεδη και μ’ αρέσει περισσότερο, πιο δύσκολη, επίσης, είναι αλλά πιο πολύ μ’ αρέσει, έτσι, αυτός ο αχταρμάς, ο συνδυασμός που έχω καταφέρει και έχω φτάσει μέχρι τώρα, απ’ τις δουλειές, τις πανεπιστημιακές δουλειές, εννοώ, και τις σπουδές και τα διαβάσματα, πιο πολύ μ’ αρέσει αυτό το σημείο που ‘χω φτάσει εδώ, απ’ το να τελείωνα, ας πούμε, την Καλών Τεχνών. Δεν ξέρω και από κει μπορεί να είχα άλλες, να είχα πάει, δεν ξέρω προς τα πού, αλλά τώρα μου αρέσει το σημείο που είμαι και νιώθω ότι μπορεί να μου προσφέρει και ανοίγματα σε άλλα πράγματα.
Πώς νιώθεις, αναστοχαστικά τώρα, επειδή είμαστε και στο 2021, εντάξει, είμαστε σε μια φάση πανδημίας, αλλά σε ένα μεγάλο κομμάτι έχει κλείσει αυτό που λέμε οικονομική κρίση στην Ελλάδα.
Εγώ δεν πιστεύω ότι έχει κλείσει, ίσα ίσα, νομίζω ότι είχε πάει λίγο κάπου... λίγο σαν, ξέρεις, πώς είναι τα γρ[01:20:00]αφήματα που πηγαίνουν προς τα πάνω εκθετικά, μετά κάπως μειώνεται η κλίση αλλά συνεχίζει να ανεβαίνει, και τώρα είμαστε ξανά κατακόρυφα, ας πούμε και πηγαίνει. Νομίζω ότι μετά την πανδημία, εγώ νιώθω από τον κύκλο μου, από... νιώθω ότι έρχονται νέες δυσκολίες μετά απ’ αυτό που έχει γίνει. Δεν νομίζω ότι... Δηλαδή, τόσο, για να μη μιλάω γενικόλογα, αλλά θα σ’ το πω για το κομμάτι της εκπαίδευσης, το συζητάμε και με συναδέλφισσες στην ίδια ηλικία που είμαστε. Δεν ξέρουμε άμα θα είμαστε... Δηλαδή, ωραία, μας πήραν τώρα αναπληρώτριες, ξέρουμε, ξέρω αν θα είμαστε του χρόνου ή σε δύο ή σε τρία ή σε πέντε χρόνια; Πρώτα από όλα, αλλάζουν πάρα πολύ το πώς μας μοριοδοτούν, δεν ξέρουμε η επόμενη κυβέρνηση τι θα μετρήσει και τι όχι, τι κριτήρια θα υπάρχουνε και δεν ξέρω και άμα εμείς θα έχουμε τη δύναμη και το σθένος να είσαι μέσα σε μια εκπαίδευση στην οποία διαφωνείς σε πάρα πολλά πράγματα, το τι πάνε να κάνουνε. Επίσης. θα έρθουνε και αξιολογήσεις, δεν ξέρουμε πώς θα αξιολογηθούμε και αν θα κριθούμε κατάλληλες ή ακατάλληλες, δηλαδή είναι πάρα πολύ... είναι όλα ρευστά.
Εσύ πώς βλέπεις το μέλλον σου από δω και πέρα; Τι σκέφτεσαι, δηλαδή;
Έχει να κάνει με τη μέρα! Πώς σκέφτομαι ότι θα είναι;
Πώς σκέφτεσαι ότι θα είναι το μέλλον σου; Ποια θα είναι τα επόμενα σχέδιά σου;
Δεν έχω σχέδια, δεν κάνω σχέδια, τα σχέδια είναι αυτό που σου είπα, να πάρω, να τελειώσω με το διδακτορικό. Μέχρι να φύγω από αυτό το κομμάτι και αφού τελειώσει και αυτό το τελευταίο το ερευνητικό, γιατί, έλεγα και στο προηγούμενο: «Είναι το τελευταίο», τώρα λέω πάλι: «Είναι το τελευταίο που κάνεις, Ειρήνη». Δεν βάζω μακρινούς στόχους και όνειρα, λέω αυτό το πράγμα, γιατί δεν ξέρω... Βασικά, είμαι σίγουρη ότι θα έχω αλλάξει τόσο πολύ σαν άνθρωπος μέχρι να τελειώσω το διδακτορικό, που δεν ξέρω προς τα πού θα θέλω να κινηθώ. Εντάξει, έχω κάποια πράγματα που λέω ότι: «Αχ, αυτό θα ‘θελα να το κάνω», ας πούμε. Ας πούμε, λέω ότι θα ‘θελα να δουλέψω στο εξωτερικό, πάνω στο κομμάτι της δημιουργίας προγραμμάτων εκπαιδευτικών και τέτοια πράγματα. Θα ήθελα, δηλαδή, να αλλάξω και... το ότι μετακινήθηκα απ’ τον Βόλο στην Αθήνα μού άνοιξε πάρα πολύ και τον τρόπο σκέψης, δηλαδή με βοήθησε. Οπότε, θεωρώ ότι μια άλλη και επόμενη αλλαγή, όχι για πάντα, δεν το σκέφτομαι για πάντα, αλλά θα ‘θελα να έχω και αυτήν την εμπειρία, αλλά, εντάξει, δεν το λέω και όνειρο. Απλά το λέω ότι θα ήταν ωραίο να το κάνω αυτό.
Να πας σε άλλη πόλη;
Σε άλλη χώρα. Θα ήθελα και σε κάποιο απόμερο μέρος να πάω για αναπληρώτρια επίσης, και αυτό θα το ήθελα σαν εμπειρία, έτσι ώστε, ας πούμε, και ταυτόχρονα να κάνεις και μια ερευνητική δουλειά εκεί, ας πούμε, σε ένα άλλο πλαίσιο της επαρχίας. Και αυτό μ’ αρέσει σαν πλάνο. Εντάξει, ξέρεις, αυτά είναι τώρα πράγματα που σου έρχονται: «Α, αυτό μου αρέσει σαν ιδέα να το κάνω», τώρα δεν έχω να σου πω, όμως, κάτι συγκεκριμένο.
Από όλα αυτά που έχεις ζήσει, από αυτές τις εμπειρίες σου, από το 2009 που τελείωσε το σχολείο ως τώρα που έχει ζήσεις αρκετά πράγματα, έχεις αλλάξει πόσες πόλεις, πόσες δουλειές, έχεις περάσει και σχετικά δύσκολα, τι είναι αυτό που σου έχει μείνει τώρα και πιστεύεις σε διαμόρφωσε περισσότερο σαν άνθρωπο;
Οι άνθρωποι που συνάντησα νομίζω ότι είναι. Είτε σε... δηλαδή άσχετα από όλες τις δυσκολίες και αυτά που σου είπα με το πανεπιστήμιο και με την καθηγήτριά μου και αυτά, θεωρώ ότι, άμα δεν είχα συναντήσει αυτόν τον άνθρωπο, εγώ δεν θα... Όχι, βγάλε το κομμάτι το επαγγελματικό, δεν θα σκεφτόμουν τον τρόπο που σκέφτομαι τώρα, δεν θα είχα γνωρίσει... δεν θα είχα όλες αυτές τις εμπειρίες που άνοιξε τις πόρτες, διεθνή συνέδρια, ταξίδια, προγράμματα, φορείς, δηλαδή πάρα πολλή πληροφορία που την ήθελα, την είχα ανάγκη, ήθελα να το κάνω αυτό, μου αρέσει πάρα πολύ, δηλαδή –πώς να σου πω;– είναι οι άνθρωποι μαζί με τις εμπειρίες που σου φέρνουνε μαζί. Δηλαδή... Νομίζω ότι τους χρωστάω μεγάλο κομμάτι το πώς νιώθω ότι έχω αλλάξει. Και μετά, είναι και οι προσωπικοί παράγοντες που παίζουν τον ρόλο τους μέσα σ’ αυτά: σχέσεις, φιλίες, ξέρεις, τώρα, πιάσαμε το κομμάτι των γεγονότων, των επαγγελματικών και αυτά, αλλά μέσα σε όλη αυτήν την ιστορία είναι και ένα άλλο επίπεδο γύρω γύρω, ας πούμε, ένας άλλος ομόκεντρος κύκλος που έρχεται και τον κουβαλάς, με όλες τις σχέσεις που αλλάζουν επίσης μαζί με όλα τα υπόλοιπα, αυτά τα δώδεκα χρόνια, από φιλίες, από τις οικογενειακές σχέσεις, άνθρωποι που έρχονται και φεύγουν, ανθρώπους που θεωρούσες ότι θα ‘ναι πάντα εκεί και τελικά δεν είναι ή απλά χάνονται, όλα... Οι άνθρωποι, πάντως, θα έλεγα, οι άνθρωποι.
Θέλεις να πεις κάτι άλλο πριν το κλείσουμε; Θέλεις να συνεχίσουμε αυτήν τη συζήτηση;
Όχι, εντάξει, νομίζω ότι, αφού φτάσαμε μέχρι εδώ, καλά είμαστε!
Έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο πριν το κλείσουμε;
Όχι, όχι, νομίζω ότι οι βασικές γραμμές έχουν ειπωθεί.
Ωραία, σε ευχαριστώ πάρα πολύ, Ειρήνη!
Κι εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σου!
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η Ειρήνη Λαζαρίδου μάς αφηγείται τις περιπέτειες και τις διαρκείς δυσκολίες που συνάντησε και συναντά ως νεαρή απόφοιτη νηπιαγωγός στην προσπάθειά της για εύρεση εργασίας και οικονομική ανεξαρτητοποίηση, στην επισφαλή συνθήκη των χρόνων της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα.
Αφηγητές/τριες
Ειρήνη Λαζαρίζου
Ερευνητές/τριες
Ευτυχία Βαρδούλη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/11/2021
Διάρκεια
85'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η Ειρήνη Λαζαρίδου μάς αφηγείται τις περιπέτειες και τις διαρκείς δυσκολίες που συνάντησε και συναντά ως νεαρή απόφοιτη νηπιαγωγός στην προσπάθειά της για εύρεση εργασίας και οικονομική ανεξαρτητοποίηση, στην επισφαλή συνθήκη των χρόνων της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα.
Αφηγητές/τριες
Ειρήνη Λαζαρίζου
Ερευνητές/τριες
Ευτυχία Βαρδούλη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/11/2021
Διάρκεια
85'