«Είναι η μάνα μου αυτή; Σαν όνειρο»: Η απώλεια ενός γονιού
Ενότητα 1
Η έλλειψη της μάνας και η ζωή στο χωριό
00:00:00 - 00:10:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, σήμερα είναι 22 Οκτωβρίου 2021, είμαι η ερευνήτρια Μαρέ Αντιγόνη, για τον νομό Καρδίτσας, και είμαι μαζί με την αφηγήτρια... … κάνουν το χταπόδι, και τανούσε αυτό. Το φουσκώναμε με ένα καλάμι και γίνονταν μπάλα και παίζαμε, αυτό ήταν το παιχνίδι, δεν υπήρχε τίποτα!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 2
Γάμος και θάνατος
00:10:53 - 00:25:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Παλιά, ύστερα ακόμα, όχι παλιά, νεότερα ως εδώ, έφερναν, κάθε χωριό, όταν παντρεύονταν έφερναν τραγουδίστριες, στα χωριά τραγουδούσαν τραγου… με τα βόδια και να πηγαίνεις στο χωράφι, να πας στη δουλειά με το κάρο, τα βόδια. Έκανε το βόδι μια εκεί, μια εδώ, πάνω από το κάρο. Πολύ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 3
Οι Γερμανοί και οι αντάρτες
00:25:56 - 00:33:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αντάρτες ήρθαν τότε στα χωριά μας, φοβόσουν και από τους αντάρτες. Είχαμε τον γιατρό τον Τσιακάρα, τον πήραν οι αντάρτες, είχε ψηλό σπίτι, κ…αγούδια, τώρα δεν το θυμάμαι! «Αλτ» έκαναν αυτοί. Όπως τα κάνουν στην τηλεόραση, έτσι έκαναν! Αλλά δεν το θυμάμαι όμως, πέρασαν 100 χρόνια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 4
Οι δυσκολίες στο χωριό, οι συνήθειες, τα φαγητά και οι δοξασίες
00:33:36 - 01:16:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι. Είδαμε πολλά κακά. Πολλά κακά. Να μη γίνει ποτέ αυτό. Αλλά γίνονται και τώρα, αλλά γίνονται άλλου. Τώρα σεισμοί, θάνατοι, αρρώστιες. Να… «πατέρα! Καλικάτζαρος», ποιος ξέρει τι έλεγα, δεν το πήρα το σακάκι. Πάει ο πατέρας μου ύστερα. Να βγεις σκοτάδι τώρα όξω τη νύχτα, αμ τι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ιστορίες από την οικογένεια και τις καλλιέργειες
01:16:09 - 01:28:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα που έμασαν επιστράτευση, ήταν κορίτσι η μάνα σου, πήραν και τον παππού, τους πάνε στην Καρδίτσα όλοι. Κλαίγαμε εμείς εδώ με τη Βάσω, με…ά και ο πατέρας μου, γι' αυτό δεν έζησε. Τώρα δεν έχω άλλα να σου πω. Δεν θυμάμαι, άμα θυμηθείς, να έτσι. Τι έκανες όξω; Σας ευχαριστούμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
[00:00:00]
Λοιπόν, σήμερα είναι 22 Οκτωβρίου 2021, είμαι η ερευνήτρια Μαρέ Αντιγόνη, για τον νομό Καρδίτσας, και είμαι μαζί με την αφηγήτρια...
Τι να πω;
Το όνομά σας.
Με λένε Γραμματεία και γεννήθηκα το '40.
Ωραία.
Στα Σερβωτά.
Ωραία, για πείτε μας λίγα λόγια για τα παιδικά σας χρόνια. Πού γεννηθήκατε;
Θα σε πω. Τρανέψαμε φτώχεια, νηστικοί, κλάματα, πέθανε η μάνα μου, γονίδια δεν έπαρχε. Και γύφτοι μετά έρχονταν στο χωριό και φοβόμουν, ήμουν μικρό! Παλιά όμως, τώρα δεν υπάρχει. Είχανε και αρκούδες και ουρακοτάγκους και χόρευαν οι γύφτοι με αυτά τρόιρα και εμείς φοβόμασταν πολύ! Γονίδια δεν είχα, πολλή τιμωρία.
Αδέρφια είχατε;
Αδέρφια, πώς, τέσσερις αδερφές και έναν αδελφό. Σκορπίσαμε!
Πόσων χρονών ήταν, είναι;
Εγώ;
Τα αδέρφια σας πόσων χρονών είναι;
Η μεγάλη ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερη από εμένα. Τα άλλα ήτανε πιο... στον χρόνο, γεννούσαν στον χρόνο, σαν τη γάτα.
Τη μάνα σας τη θυμάστε καθόλου;
Δεν τη θυμάμαι, σαν όνειρο. Βάσω την έλεγαν, δεν τη θυμάμαι τη μάνα μου, σαν όνειρο. Τον πατέρα μου θυμάμαι, πέθανε στα 50 χρονών ο πατέρας μου, μας άφησε πάλι μικρά! Δεν είναι ότι γραικίσαμε τη μάνα! Πεθαίνει και ο πατέρας μου, παντρεύεται, παίρνει δεύτερη γυναίκα, κλαίγαμε εμείς, δεν θέλαμε. Την έλεγα μάνα! Δεν έλεγα μάνα κάνα χρόνο. Ύστερα μεγάλωσα, ντρεπόμουν, την τηρούσα μονάχα μέσα στο σπίτι, δεν μου έφταιγε αυτή, αλλά τα δύσκολα τα χρόνια, τα άτιμα. Και μας τράνεψε η συννυφάδα της μάνας μου. Τέσσερα αυτή και τέσσερα εμείς, οκτώ. Τι τράβηξε αυτή η γυναικούλα! Μοναχά δεν έλεγα μάνα. Κάποιες φορές μάνα ήθελα να πω. Κηδείες στο σπίτι, πέθαναν όλοι! Φτώχεια! Κρύα τα σπίτια, ντιπ φωτιά. Ξυπόλυτα, νηστικά, και εζήσαμε καλά, ενώ τώρα όμως με όλα τα καλά δεν ζούμε. Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Αλλά φοβάμαν πολύ από τις γύφτοι. Έρχονταν οι γύφτοι με τις αρκούδες, χόρευαν στα σπίτια τότε, με τα ουραγκοτάγκια, αυτά, τα μαϊμούδια. Εγώ πού να κρυφτώ, τι να κρυφτείς, το σπίτι δεν είχε ούτε πόρτες κάποιες φορές. Εκεί πολύ φόβο. Ύστερα πήγαιναν στα Ρογκάτσια τότε, με τα κουδούνια! Πάλι φοβάμαν και εκεί! Πήρα φόβο φρίκης! Οι Γερμανοί πέρασαν από το χωριό μας, δρόμος τότε δεν ήταν όπως τώρα άσφαλτος, ήταν γούβες. Βούλιαζε ο τόπος! Περνούσαν όλοι οι Γερμανοί, βάρεσαν καμπάνα πριν, «θα περάσουν οι Γερμανοί από το χωριό». Και πέρασαν και έλεγε ο πατέρας μου: «Μη βγαίνετε στον δρόμο να δείτε του Γερμανούς, μη μας πάρουν και μας σκοτώσουν. Ανάσα!». Εγώ κοιτούσα τον δρόμο απ' το σπίτι για να δω τους Γερμανούς. Τραγουδούσαν αυτοί στον δρόμο. Παιδαρέλια τώρα, φαντάροι όλοι! Τραγουδούσαν και έκαναν: «Εν, δυο». Θυμάμαι κάτι κουβέντες, δεν θυμάμαι, αφού γέρασα. Έλεγαν αυτοί κάτι τραγούδια: «Αλτ, αλτ», γερμανικά όμως. Και σήκωναν, είχαν παγούρια ξύλινα, το κρεμούσαν στα στρατιωτικά ρούχα. Αυτοί δεν φορούσαν στρατιωτικά ρούχα όπως ήταν τα δικά μας. Τα έλεγαν κιλότα το παντελόνι, κάτω στενό, όπως είναι το κολάν, και πάνω φαρδύ, οι Γερμανοί. Το κρεμούσαν εδώ με κρίκο και το σήκωναν, έπιναν και τραγουδούσαν στον δρόμο. «Οπ!» Να εμείς. Πολύ φόβο! Αλλά πού να κρυφτώ, πού η μάνα μου. Μοναχά φώναζα τη μάνα μου. Τώρα που έγινε σεισμός δυνατός, τη μάνα μου φώναζα. Δεν είπα «Παναγίτσα μου». Είπα και «Παναγίτσα», αλλά είπα: «Μάνα μου, πού είσαι; Τελειώνουμε, μάνα» έλεγα, και να κλαίω, να τσακώνομαι από την πόρτα της βεράντας τη σιδερένια, με τίναζε μια εκεί, πάαινα στη μια γωνία, τσακώνομαν, και στην άλλη, δεν καθόμουν καταή, δεν με έκοψε το μυαλό να καθίσω κάτω ή να τσακωθώ. Ήμουν τα ολόρθα. Ήθελα να κατεβώ, πού να κατεβείς; Ο σεισμός πάαινε έτσι. Παναγίτσα μου! Κλάματα! Φόβο! Τώρα ακόμα χειρότερα. Πέθαιναν τότε κόσμος στο σπίτι καταή, ούτε κρεβάτια, κάτω μια ψάθα, που λέγαμε ψάθα, με ραγάζια, την έβαναν κάτω, ένα τσόλι στρωσίδι. Αυτό θυμάμαι με τη μάνα μου. Όντας νύφη την έφερε ένα κάρο από τα Τρίκαλα, με ένα άλογο, από τα μακριά τα κάρα. Είδες, είναι μερικά μακριά κάρα, με ένα άλογο τότε. Την έφεραν τη μάνα μου και βαρούσε η καμπάνα. Αυτό θυμάμαι! Τη μάνα μου με τα καραγκούνικα, δυο μέτρα γυναίκα. Την είχαν έτσι, την κατέβαζαν οι συγγενείς, είχε μπατζανάκηδες ο πατέρας μου, και άλλοι. Την κατέβαζαν εκεί και εκείνη την ώρα κατάλαβα και έκλαιγα. Την τηρούσα και έκλαιγα. Φόβο φρίκης πήρα! Να δεις τη μάνα σου έτσι! Και η μάνα μου τι ήταν; Ήτανε 40; Δεν θα ήταν. Από εκεί και πέρα Γολγοθάς. Φτώχεια! Κρύα! Είχαμε ένα σπιτάκι με πλίθινα κεραμίδια, παλιακιά, έσταζε, έριξε χαλάζι και τρύπησε τα κεραμίδια και κλαίγαμε μέσα. Πολύ κακό. Περάσαμε πολλά! Καλαμπόκια είχαμε, σηκώναμε γαλίκια τότε, σήκωνες το γαλίκι να το βάλεις πάνω από τον ώμο. Τι ήμασταν; Μικρά τότε! Πολύ φόβο! Πολύ τρόμο! Πολλή κούραση! Κλάματα! Παντρεύτηκε ο πατέρας μου, δεν θέλαμε να παντρευτεί. Εγώ είχα κάνα χρόνο δεν την έλεγα ντιπ μάνα. Δεν μου έφταιγε αυτή, αλλά δεν ήθελα εγώ, ήθελα τη μάνα μου. Έκλαιγα. Είχαμε κάτι βελέντζες, έβανα το κεφάλι μέσα και έκλαιγα τη μάνα μου. Θυμάμαι που την έφεραν πεθαμένη, δεν θυμάμαι τίποτα, να πω είναι η μάνα μου αυτή. Γεννούσε κάθε χρόνο, κάθε χρόνο, γι' αυτό πέθανε. Γιατρό ντιπ. Όσο ζήσει. Αρρωσταίναμε, γιατρό τον είχαμε εκεί την πόρτα και δεν παγαίναμε. Όσο ζήσουμε! Φίδια να βλέπεις στον δρόμο, όπως ήτανε παλιά. Δεν ξέρω τίποτα άλλο! Περάσαμε πολλά! Κηδείες γίνονταν ολοένα, πέθαιναν νέοι! Πήγαινα να πάρω μια φέτα ψωμί, τρώγαμε μπομπότα, να πάρουμε να φάμε μια φέτα ψωμί. Τώρα δεν πααίνουν, κάνουν σαν γάμο τις κηδείες. Τότε «πέθανε, πάμε να πάρουμε μια φέτα ψωμί». Ανέχεια! Φτώχεια! Αλλά εζήσαμε όμως! Τώρα τι να τα κάνουμε όλα τα καλά, τι να τα κάνω τώρα! Γάμοι γίνονταν εκεί, πήγαινε ο παπάς και στεφάνωνε στα σπίτια τον κόσμο, συνεννοούμασταν εμείς με άλλα κορίτσια να πάρουμε κουφέτα, γιατί έριχναν κουφέτα. Πάμε να μάσουμε κάνα κουφέτο να φάμε! Μας έκοβε; Μικρά! Αλλά μόλις σουρούπωνε, στο σπίτι, γιατί φοβόμασταν τις γύφτοι. Μαζεύονταν γύφτοι πολλοί τότε στα χωριά! Ήφερναν μια αρκούδα, με ένα ματσούκι ο γύφτος και να τη χορεύει στα σπίτια. Στο σπίτι να χορεύει η αρκούδα. Εγώ φοβόμουν πολύ! Πήρα φόβο φρίκης! Και μαϊμούδια, που τα λέγαμε ουρακοτάγκοι, μαϊμούδια. Τώρα δεν υπάρχει, δεν έρχονται. Ρογκάτσια ύστερα, με τα κουδούνια. Πω! Κάθε Χριστούγεννα καμιά δεκαριά μέρες, άμα ακούσα, φόβο είχα. Αλλά και πού να πήγαινες, στο σπίτι; [00:10:00]Παλιά. Μπαίναμε μες στο σπίτι, αφού ήταν ανοιχτά όλα. Παλιά σπίτια! Φόβο κι εκεί! Αυτά τρανέψαμε. Ανέχεια. Μπομπότα να τρώμε, με λίπα από το γουρούνι! Ύστερα, άμα ηθέλαμε να σφάξουμε γουρούνι, το ταΐζαμε, επαιρνάμε, γίνονταν όπως είναι η αγελάδα το γουρούνι, να βγάλουμε γκαζιές λίπα να φάμε. Έρχονταν κάνα πέντε έξι άνδρες, το έδεναν το γουρούνι και το έσφαζαν το γουρούνι. Μικρά εμείς τώρα! Να τηράμε! Εκεί καμιά φορά έβγαζαν τη φούσκα, είχε φούσκα το γουρούνι. Ε ρε, και μαλώναμε για τη φούσκα από το γουρούνι, το φτιάχναμε μπάλα, το βαρούσαμε καταή, όπως κάνουν το χταπόδι, και τανούσε αυτό. Το φουσκώναμε με ένα καλάμι και γίνονταν μπάλα και παίζαμε, αυτό ήταν το παιχνίδι, δεν υπήρχε τίποτα!
Παλιά, ύστερα ακόμα, όχι παλιά, νεότερα ως εδώ, έφερναν, κάθε χωριό, όταν παντρεύονταν έφερναν τραγουδίστριες, στα χωριά τραγουδούσαν τραγουδίστριες. Γινόταν γάμος, τραγούδαγε. Ξέραμε εμείς τώρα; Τις έφερναν στα χωριά και τραγουδούσαν, χόρευαν, σιγά σιγά, παλιά δεν είχαν τίποτα. Με τα τραγούδια. Ακούγαμε μόνο από κάνα γραμμόφωνο εδώ και 100 χρόνια. Δεν υπήρχε τίποτα, αλλά εζήσαμε όμως! Τώρα τι να τα κάνουμε αυτά;
Τι τραγούδια παίζανε στους γάμους;
Στον γάμο τον δικό μου;
Γενικά στους γάμους.
Δημοτικά τραγούδια βαρούσαν τότε. Όχι όπως είναι τώρα. Μόνο δημοτικά, κλαρίνα. Κλαρίνο, έρχονταν η τραγουδίστρια, κλαρίνο, πάμε στον γάμο να δούμε. Εγώ στον δικό μου τον γάμο δεν είχα. Είχαμε κλαρίνα, δεν είχαμε τραγουδίστρια. Είχαμε κλαρίνα, δυο μέρες γάμος γινόταν, και τρεις μέρες, τέσσερις, χόρευαν με το κλαρίνο. Να μη φύγει ο τραγουδιστής! Ο ένας με το κλαρίνο και ο άλλος τραγουδούσε λίγο. Ήταν ωραία όμως και τότε! Τώρα τι είναι;
Τι φαγητά είχατε στον γάμο;
Ποιο γάμο, τον δικό μου;
Ναι.
Ποια χρονιά; Δεν θυμάμαι, το '60 παντρεύτηκα; Πού ξέρω; Mάλλον. Ήταν ο Κωνσταντίνος βασιλιάς τότε. Τον είχαν στις πλατείες, στα σχολεία, φωτογραφία με την Άννα Μαρία, αυτό θυμάμαι! Τον είχαν εκεί! Όπου πήγαινες στο σχολείο, μπροστά τον Κωνσταντίνο με την Άννα Μαρία. Άννα Μαρία δεν τη λένε αυτή; Ναι. Ωραία είναι, κι έλεγα τη όμορφη που είναι, πω πω! Αυτό! Τότε παντρεύτηκα, ήταν βασιλιάς. Έλεγαν τότε: «Διαταγή του βασιλιά, είναι τα σκυλιά δεμένα». Ενώ τώρα είναι διαταγή από τους υπουργούς, δεν λένε παλιακά, όπως λέγαμε εμείς τότε. Τι λέγαμε, «διαταγή του βασιλιά, τα σκυλιά δεμένα», ο υπουργός. Ενώ τώρα είναι ο Μητσοτάκης και οι άλλοι υπουργοί, φέρνουν τις αστυνομίες τώρα. Τότε δεν είχαμε αστυνομίες να φέρνουν, όπως είναι τώρα. Δεν ήξερα αστυνομία. Τώρα περπατάς και βλέπεις αστυνόμο, τότε δεν ήξερα τι θα πει αστυνόμος Αλλά δεν γίνονταν και τόσοι σκοτωμοί, όπως γίνονται τώρα! Γίνονταν πολλά τότε! Το '60, τότε ήταν ο βασιλιάς. Δεν ψήφιζα τότε, έως 20 χρονών που παντρεύτηκα, εδώ ήρθα και ψήφισα. Εκεί πήγα στο σχολείο να ψηφίσω και είδα τον Κωνσταντίνο με την Άννα Μαρία. Αυτό θυμάμαι! Ο βασιλιάς. Να, εγώ έλεγα γυναίκες εκεί παλιακές: «Διαταγή του βασιλιά, τα σκυλιά δεμένα». Είχαμε πολλά σκυλιά στο χωριό, παιδί μου. Μη χειρότερα γένονταν τότε. Καλά ήταν και τότε! Ήταν κόσμος πολύς όμως! Γεννούσαν οι γυναίκες πολλά παιδιά. Ενώ τώρα δεν βλέπεις τίποτε. Δεν γεννάει καμία τώρα, και καλά κάνουν. Σαν γέννησε η μάνα μου και πέθανε; Εζήσαμε τέσσερα παιδιά και άλλα τέσσερα πέθαναν. Είχε και άλλα, δεν είναι μόνο αυτά. Αρρώσταινε, πέθαινε, πού να το πάει; Δεν υπήρχε τίποτα. Να πηγαίνεις στα Τρίκαλα πεζός, ούτε λεωφορείο, με το κάρο, με τα γομάρια, γομάρια, όχι... γαϊδούρια, που τα λέμε. Πήγα, ήταν η μάνα μου άρρωστη και με ζήτησε να με δει στα Τρίκαλα: «Φέρε τη Γραμμάτω», έλεγε τον πατέρα μου, τον Βάιο, «να δω το κοριτσάκι». Ο πατέρας μου καβάλα στο γομάρι και εγώ πεζό, αλλά ήταν πολλά στα κανάλια, εκεί όπως πάμε για τη γέφυρα στα Τρίκαλα, τσακάλια, λύκια, έσκουζαν, «πατέρα, φοβάμαι». Πάλι από κοντά από το γαϊδούρι εγώ από πίσω, φοβάμαν, άιντε, με έπαιρνε ο πατέρας μου μπροστά, με κατέβαζε πάλι, το γαϊδούρι δυο άτομα τι να αντέξει, να πάμε ως τα Τρίκαλα με το γαϊδούρι. Πήγα είδα τη μάνα μου, ήταν άρρωστη, μόνο τη θυμάμαι λίγο, με πήρε στα χέρια, ήμουν μικρό, με χαιρετούσε, έκλαιγε, κι εγώ ήθελα να με πάρει μπάλα, μικρή, μπαλάκι. «Πατέρα, θέλω μπάλα». «Βρε, πού να το βρούμε τώρα το μπαλάκι;». Εγώ θέλω ένα μπαλάκι, όπως είναι μπαλάκι. Δεν ξέραμε! Φτιάχναμε μπάλες με κουρέλια, με το βελόνι, ενώ ήθελα μπάλα αγορασμένη. Αυτό ήταν διασκέδαση, πήγα να δω τη μάνα μου στο νοσοκομείο, στον Τσιπώρη τον γιατρό. Ο Τσιπώρης ήταν πρόσφυγας τότε και έμεινε εδώ με την Κατοχή. Και πέθανε, την έφεραν στο σπίτι, με ένα κάρο μακρύ, την είχαν επάνω, ψηλό. Αυτό θυμάμαι! Βαρούσα το κεφάλι, ας ήμουν μικρό. Το βάρεσα το κεφάλι! Ήθελα τη μάνα μου, μόλις την είδα. Περνάει κάνας χρόνος, πεθαίνει και άλλη γυναίκα πάλι, σαν τη μάνα μου! Πω! Είχαμε πολλά, κάθε σπίτι από 5-6-7 αγελάδια, με τα κέρατα, όπως είναι μέσα στη ζούγκλα. Εκεί τα κουνούσε τα αγελάδια από την περιφέρεια μέσα στο χωριό. Κουρνιαχτός! Σύννεφα. Και βαρούσε η καμπάνα. Τι βαράει η καμπάνα; «Πέθανε η τάδε». 40 χρονών, νέα. Δεν τη πήγαν στον γιατρό να γεννήσει. Την άφησαν στο σπίτι να γεννήσει με τις γυναίκες και πέθανε η καημένη. Μόλις γέννησε, πέθανε κι αυτή. Το κοριτσάκι έζησε, το κοριτσάκι το πήρε η συννυφάδα της, άλλη. Πέθανε και πήγα εγώ, μαζευτήκαμε και άλλα κοριτσάκια, πήγα εκεί, την είχαν κι αυτή όπως τη μάνα μου, καταή μέσα στο σπίτι, ήταν ανοιχτό το σπίτι, καταή έτσι, είχε κι αυτή 6-7 κορίτσια και έκλαιγαν όλα, μικρά, όπως κάνει η κότα με τα πουλάκια. Εγώ έκλαιγα απέξω από την πόρτα, θυμόμουν τη μάνα μου που πέθανε, και να κλαίω και εγώ απέξω. Πω πω! Αυτή δυο μέτρα γυναίκα. Ζάει ο Τάκης ο Κατσιώπης, ο καημένος, ήρθε μια φορά εδώ και μιλούσαμε. Περάσαμε ορφάνια πολύ. Φτώχεια! Ορφάνια, να μην έχεις τη μάνα σου! Να φοβάσαι και από τους Γερμανούς, που έρχονταν στα χωριά, να φοβάσαι και από τα ρογκάτσια, να φοβάσαι κι από τους γύφτους. Κάθε χωριό, δεν ξέρω εδώ στο Βελέσι, εκεί Σερβωτά έρχονταν οι γύφτοι, κάτι αρκούδα, όπως βλέπω στη ζούγκλα μέσα. Την είχε ο γύφτος με αλυσίδα και ένα ματσούκι, να χορεύει, να πηγαίνει σε κάθε σπίτι. Είχε ένα νταϊρέ. Πω! Μόλις τον ακούσα εγώ φοβόμουν, πού να κρυφτώ. Μικρό, τι να ήμουν; 9-8 χρονών. Γραπατσώνουμαν, όπου πάαινα, φοβόμουν πολύ. Το ακούσες, πάαινε στη γειτονιά στα σπίτια και χόρευε η αρκούδα. Να σηκώνεται αυτή σούσα έτσι. Παναγία μου! Μικρό τώρα εγώ, σηκώνονταν. Και έλεγαν αυτοί: «Πώς κάνει ο παππούς έρωτα με τη γιαγιά;». Σηκώνονταν, κοιμόνταν πάλι, σηκωνόταν η αρκούδα. Έκανε έτσι. Παναγία μου! Σαν να τη βλέπω μπροστά. Πολύ φόβο τότε. Πω! Ύστερα μεγαλώσαμε, πατηθήκαμε, ουδέ μάνα... Παντρεύεται ο πατέρας μου, κλάματα, δεν ήθελα ντιπ. Δεν μου φταίει αυτή, αλλά ήμασταν φτωχοί, γεννούσε ο πατέρας μου και άλλα παιδιά, δεν υπολογίζει ότι ήμασταν τόσα και φτώχεια, γεννούσε κι άλλα. Εγώ ήθελα τη μάνα μου, ούτε εκείνη την έλεγα μάνα, δεν είπα ποτέ. Τι περάσαμε. Γι' αυτό κουφάθηκα, έκλαιγα μικρό μέσα στην κουβέρτα. Έβαζα το κεφάλι μέσα, για να μη με δει ο πατέρας [00:20:00]μου, και χιλιομετρούσα, πώς λένε, μέσα, έκλαιγα, αναστέναζα. Ήθελα τη μάνα μου. Μάνα! Να μην έχεις τη μάνα σου; Περάσαμε πολλά! Και ο πατέρας μου ούτε μας μάλωσε ούτε μας βαρούσε, αλλά άντρας ήταν, δεν ήταν μάνα. Περάσαμε πολύ. Κηδείες. Πεθαίνει ο αδερφός του πατέρα μου μέσα στο σπίτι, πεθαίνει η μάνα μου. Πέθαναν όλοι μέσα στο σπίτι, είδα πολλοί θάνατοι μέσα στο σπίτι, μικρό, πεταγόμουν στο ύπνο. Και έλεγε ο πατέρας μου: «Βάλτε», οι πόρτες δεν ήταν όπως είναι τώρα, είχε ένα από εδώ ξύλο, ένα από κει, και το τραβούσαμε να κλείσει η πόρτα: «Κλείστε, γιατί η Γραμμάτω θα μας βγει έξω». Πεταγόμουν στον ύπνο, φώναζα, ονειρευόμουν, πώς να σου πω, και από τότε έμεινε έτσι μέσα το μυαλό μου. Πολλά κακά. Πεθαίνει ο πατέρας μου στον γάμο, μόλις αρραβωνιάστηκα, και πεθαίνει, δεν είχα μια εβδομάδα, δυο, που αρραβωνιάστηκα, πεθαίνει ο πατέρας μου. 50 χρονών ο πατέρας μου. Η μάνα μου 40, ο πατέρας μου 50 πέθανε, νέος. Πεθαίνει, κάναμε τον γάμο, εκεί στο σπίτι, δεν είχαμε τίποτα, από εδώ είχανε, ήρθαν εκεί. Κλάματα, όχι γάμος, γινόταν κηδεία, όχι γάμος. Ήρθα εδώ ύστερα, καραγκούνικα εμείς, να βάλουμε τα φλουριά. Είχα όρεξη να σηκωθώ το πρωί να βάλω τα φλουριά! Εδώ θυμάμαι τη Βαρβάρα, τη Στυλιανή, ήταν μικρά και αυτά εκεί, δεν είχαν τι να φάνε, πάαιναν από κάνα μεροκάματο, δεν ήταν όπως είναι τώρα. Να φάνε! Δεν είχαν! Αφουκριάμαν τη νύχτα, στον ύπνο, μην ακούσω τη Βαρβάρα και τη Στυλιανή τίποτα, μην πεθάνουν, μην αρρωστήσουν εκεί. Ακούς από εδώ, εκεί, εγώ αφουκριάμαν, έκλαιγα. Ήρθα εδώ, ακόμα χειρότερα. 20 άτομα, τι θα φας, τι θα πιεις, πού θα κοιμηθείς, τι θα ζήσεις; Γι' αυτό κουφάθηκα ντιπ τώρα. Πολλά. Περάσαμε πολλά στη ζωή μας. Τι άλλο να πω. Ύστερα την αδερφή μου, τη μεγάλη, μόλις αρραβωνιάστηκε, πέθανε μάνα μου, την πήρε ο Κώτσος. Σου λέει: «Να αφήσω τώρα τη γυναίκα μου με τόσα μικρά;», και την παίρνει, κι εμείς να κλαίμε να φύγει η Όλγα από το σπίτι, τη θέλαμε σαν μάνα, ήταν μεγαλύτερη αυτή. Την πήρε, και κλάματα, κλάματα να δεις, όχι γάμος, κηδεία ήταν. Πολλά, δεν θυμάμαι και πολλά. Πααίναμε στο ποτάμι, τον Πηνειό, έφτιαξαν το ανάχωμα το μεγάλο τότε αυτό και πααίναμε να φάμε γαλατσίδια, να δηλητηριαστούμε. Έβγαιναν γαλατσίδια, τα κλαδεύαμε και ετρώγαμε γαλατσίδα. Φίδια! Έβγαιναν και φίδια, δεν είναι όπως είναι τώρα. Και ο πατέρας μου μας φύλαγε το μεσημέρι να μη φύγουμε, μην πάμε στο ποτάμι. Έτσι είναι, άμα δεν έχεις μάνα, έτσι είναι! Και πολλά, στο χωριό κάθε σπίτι είχε από δυο τρία σκυλιά, λύκια, ενώ τώρα δεν παίρνουν. Και τώρα παίρνουν, μέσα στα σπίτια, κοκόνια, αλλά τότε τα σκυλιά ήταν μεγάλα τότε, να φοβάσαι! Γομάρια πολλά, ζώα είχαμε, γελάδια με κέρατα, να φοβάσαι την αγελάδα με τα κέρατα. Δείχνει ένα έργο το βράδυ στις 19:00 η ώρα, όχι στις 19:00, το 7 το κανάλι, ποιο είναι; Και το παίζει, αμερικάνικο θα είναι. Ή αμερικάνικο ή Βραζιλία; Το παίζουν χωριάτικα, όπως εμείς παλιά. Έχει αυτός κοτόπουλα, πρόβατα, γελάδια, η γυναίκα του, τα παιδάκια του τα μικρά. Πρέπει να το είδες. Αυτό κάθομαι και το τηράω. Μοναχά δεν κλαίω, έτσι ήμασταν. Να σηκώνει η γυναίκα τις μπάλες, να τις βάνει πάνω από την πλατφόρμα. Πρόβατα, να τα κουρεύουν με το ψαλίδι, τα κοριτσάκια να κοιμούνται μέσα στα μαλλιά. Το κούρευε η γυναίκα του, τα μαλλιά τα έριχνε καταή, πήγαινε το κοριτσάκι, κάθονταν μέσα στα μαλλιά, κι εμείς, μας έτρωγε η βρόμα, ενώ τώρα είναι μηχανήματα που τα κουρεύουν τα πρόβατα, και τότε με το ψαλίδι. Να βαρεί τη στρούγκα να αρμέξει τα πρόβατα με το ξύλο, να βγαίνει από μια προβατίνα, να αρμέγει την προβατίνα, άντε άλλη πάλι. Τη γελάδα φοβόμουνα να αρμέξω, μη με βαρέσει με τα κέρατα, δεν σταματούσε, κλοτσούσε η αγελάδα, ενώ τώρα τι, είναι τέτοια; Γι' αυτό σου λέω, τότε ήταν πολλή τιμωρία στον άνθρωπο, πρέπει να είχες ψύχραιμος να ζήσεις, αλλιώς τελείωνες, από τον φόβο, τόσα που ήβλεπες παράξενα. Κάρο, να ζεύεις το κάρο με τα βόδια και να πηγαίνεις στο χωράφι, να πας στη δουλειά με το κάρο, τα βόδια. Έκανε το βόδι μια εκεί, μια εδώ, πάνω από το κάρο. Πολύ!
Αντάρτες ήρθαν τότε στα χωριά μας, φοβόσουν και από τους αντάρτες. Είχαμε τον γιατρό τον Τσιακάρα, τον πήραν οι αντάρτες, είχε ψηλό σπίτι, κοιμόνταν πάνω, είχε καλαμπόκια ραγάζια επάνω, και τον βρήκαν οι αντάρτες και τον πήρανε. Κάνα χρόνο, μπα, δεν θα είχε χρόνο που τον πήραν οι αντάρτες, αλλά ξέφυγε και ήρθε στο χωριό μας. Μόλις ήρθε, βαρούσαν οι καμπάνες. Τι βαρεί η καμπάνα; «Ήρθε ο γιατρός». Γλίτωσε από τους αντάρτες, δεν τον σκότωσαν, και μαζευτήκαμε όλο το χωριό στη ρούγα, εκεί στον Τσιακάρα, να δούμε τον γιατρό. Σαν να το βλέπω μπροστά! Τον έχουν άγαλμα στα Σερβωτά, μαύρο. Μόλις πηγαίνουμε εμείς επάνω, δεξιά στην πλατεία. Βγήκε ο γιατρός, έβγαλε σαν λόγο τι πέρασε. Ξέφυγε, άλλος έτσι, άλλος από εδώ, από εκεί, τον έβγαλαν και ξέφυγε ο γιατρός και ήρθε στο χωριό μας πάλι, δεν τον σκότωσαν, τον είχαν οι αντάρτες να είναι σαν γιατρός, να υπηρετάει. Ναι! Το θυμάμαι αυτό το κακό σαν να είναι μπροστά, να το βλέπω. Πω! Αλλά η γυναίκα του γκαβώθηκε από τα κλάματα, η καημένη, έκλαιγε. Ήταν μοναχή της τότε στο σπίτι και έρχονταν, ήμασταν γειτονιά εκεί, να μας πάρει, να κοιμόμαστε το βράδυ, γιατί φοβόνταν και αυτή μοναχή της. Ήταν οι αντάρτες τότε. «Εγώ δεν έρχομαι», έλεγα τη γιατρίνα, «φοβάμαι τους Γερμανούς». «Εσένα θα πάρουν;». «Άμα τους δω, φοβάμαι». Και δεν πήγαινα να κοιμηθώ. Έπαιρνε άλλα κοριτσάκια, κανένα άλλο. Ήρθαν οι Γερμανοί μες στο σπίτι το δικό μας, είχαμε μελίσσια, μέλι, γκαζιές, παλιό σπίτι, με τη σειρά έτσι, κοιμόμασταν σε μια βελέντζα, κοιμόμασταν πέντ' έξι τότε, δεν είναι όπως είναι τώρα, ο καθένας. Και έρχονται οι Γερμανοί δυο τρεις μέσα, «αλτ», σήκωσαν την κουβέρτα ως απάνω, να δουν μήπως, τους έπαιρναν τους νέους, και ήμασταν όλοι εμείς τα μικρά, δεν μας πείραξαν ύστερα, αλλά πήραν δυο τρεις γκαζιές μέλι, έλεγε η θεία μου η Γιάννενα, το πήραν στον ώμο και έφυγαν, οι Γερμανοί, παιδαρέλια, οι Γερμανοί. Το θυμάμαι αυτό το κακό, μην έρθουν οι Γερμανοί στο σπίτι. Ήρθαν ίσα μέσα, ντιπ, πόρτες δεν είχαμε, τι, παλιά σπίτια. Πω! Να φοβάσαι και τους Γερμανούς! Αλλά δεν σκότωσαν στο χωριό μας, να δω σκοτωμένοι, οι Γερμανοί, εδώ στο Βελέσι σκότωσαν στη πλατεία, τους έβαλαν με το μυδράλιο εδώ στο Βελέσι, τρία τέσσερα άτομα, νέοι. Τους σκότωσαν στην πλατεία και πήγαν και τους πήραν με το κάρο, να τους πάνε στο σπίτι. Στο χωριό μας δεν είδα οι Γερμανοί να σκοτώσουν έτσι, αλλά έκαναν ζημιές όμως. Είχα μια αδερφή μεγάλη τότε, και έλεγαν οι αντάρτες και οι Γερμανοί, όποιος είναι μεγάλοι, τους έπαιρναν, και έπαιρναν οι Γερμανοί. Και την Όλγα την παίρνει ο πατέρας μου με το γομάρι τη νύχτα και την πάει στα Τρίκαλα, να φύγει ο πόλεμος, και ύστερα ήρθε η Όλγα στο σπίτι, μην την πάρουν οι αντάρτες, γιατί τις έπαιρναν οι αντάρτες τα κορίτσια, εμείς ήμασταν μικρά. Περάσαμε πολλά, δεν τα θυμάμαι. Τι να θυμηθείς! Αλλά με το '40 πρέπει να γεννήθηκα, με τον πόλεμο, γίνονταν πόλεμος, τώρα Γερμανοί με τους Έλληνες; Μάλλον. Τότε γεννήθηκα εγώ. Ο Κίμωνας με έχει γραμμένη μεγαλύτερη, το '38, το '40 είμαι γεννηθείσα, αλλά με έχει γραμμένη μεγαλύτερη. Δεν ήξερε! Ποιον να ρωτήσει; Τη μάνα μου ή τον [00:30:00]πατέρα μου, πέθαναν. Ποιον θα ρωτούσε πόσων χρονών ήμουνα; Έγγραψε εκεί 2 χρόνια μικρότερη από αυτόν. Εδώ ήρθα και ψήφισα, δεν ψήφιζα εκεί, και σου λέω ήρθα να ψηφίσω εδώ και πήγα στο σχολείο και είδα τον βασιλιά με την Άννα Μαρία, την είχαν απέξω. Τότε παντρεύτηκα, τους είδα φωτογραφία! Αυτός καβάλα στο άλογο και αυτή. Τώρα δεν τους βλέπω ντιπ. Κάπου είδα σε ένα μέρος. Δεν θυμάμαι. Και στα μαγαζιά από κανένας έβαζε, όποιος ήταν βασιλιάς, και έλεγαν: «Αφού είναι βασιλιάς, έχει φωτογραφία τον βασιλιά». Ναι. Γίνονταν πολλά τότε. Δεν είναι όπως είναι τώρα, τώρα πού θα κρυφτείς; Τώρα είναι όλα αρρώστιες όμως, τότε δεν ήταν έτσι, ας μην είχαμε το κακό, αλλά γίνονταν πόλεμοι, έρχονταν οι Γερμανοί, έρχονταν αντάρτες, ομάδες ντουφεκούσαν όπου και να ήταν, «κρα κρα κρα». Αλλά οι Γερμανοί είχαν το μυδράλιο, το θυμάμαι αυτό, είχαν ένα μεγάλο έτσι, και εδώ, άμα έριχναν στον αέρα, «κρου κρου κρου», άμα το ακούς, πού να κρυφτείς; «Μυδράλιο», λέγαμε τα κορίτσια: «Τι τουφέκι είναι αυτό;». Δεν ήταν όπως τα τουφέκια που κυνηγάνε. Μακρύ καραμπίνα, που έλεγε ο πατέρας μου, είχε καραμπίνα, τουφεκούσε. Αυτό ήταν μικρό, αλλά ήταν μυδράλιο, καθάριζε, και λέγαμε τότε «Το γερμανικό το μυδράλιο» ελέγαμε. Πω! Αλλά τους Γερμανούς τους είδα, πέρασαν από μπροστά στον δρόμο. Δεν ήταν όπως είναι τώρα άσφαλτος! Βούλιαζε ο τόπος, περνούσαν, πρέπει να ήταν κατά την άνοιξη έτσι. Κάθονταν από εδώ και από εκεί στα χαντάκια, εμείς τα λέγαμε χαντάκια τότε, ο δρόμος, και τραγουδούσαν αυτοί, χόρευαν. Αυτοί, τα παιδαρέλια όλα, αλλά δεν ξέρω, ήρθαν εδώ ύστερα ή έκανα ίσα κάτω; Τι να πω. Δεν θυμάμαι ύστερα. Αλλά είδα Γερμανοί, τους βλέπω κάμποσες φορές έτσι και λέω: «Να οι Γερμανοί». Πω! Αλλά είχα φόβο άμα τους έβλεπα. Οι Γερμανοί σήκωναν τα παγούρια αυτά, είχαν ξύλινο παγούρι, έτσι το έλεγαν εκεί. Ένα μικρό ξύλινο, το σήκωναν και έπιναν αυτοί. Πάλευαν, γελούσαν αυτοί, φαντάροι όλοι, από εδώ και από εκεί. Δεν ήταν ένας. Ξέρεις πόσοι ήταν; Πω! Σαν στρατός! Πού να κρυφτούμε; Πού να πάμε; Εγώ τηρούσα όλο από κρυφά. Είχαμε δέντρα ίσαμε το παλιό το σπίτι, να δω Γερμανό, πώς είν' τος. Τραγουδούσαν κάτι τραγούδια, τώρα δεν το θυμάμαι! «Αλτ» έκαναν αυτοί. Όπως τα κάνουν στην τηλεόραση, έτσι έκαναν! Αλλά δεν το θυμάμαι όμως, πέρασαν 100 χρόνια.
Ναι. Είδαμε πολλά κακά. Πολλά κακά. Να μη γίνει ποτέ αυτό. Αλλά γίνονται και τώρα, αλλά γίνονται άλλου. Τώρα σεισμοί, θάνατοι, αρρώστιες. Ναι. Τώρα βλέπουμε άλλα. Τώρα πεθαίνει άνθρωπος και δεν βαράει η καμπάνα, φοβούνται. Τώρα δεν την βαρούν με το χέρι την καμπάνα, θέλει με το ρολόι, που χτυπιόνται. Χτυπάει μοναχή της, σιγά σιγά, ντιπ. Τότε «τάγκα τούγκα», τρελάθηκες από την καμπάνα. Να έχεις φόβο και από την καμπάνα, μην ακούσεις και πεθάνει κανένας. Πω! Ξέρεις τι περάσαμε; Από μικρό, δεν ήμουν και μεγάλη, μικρό, και να μην έχεις και μάνα, η συννυφάδα της μάνας μου μας τράνεψε. Μόνο δεν την έλεγα μάνα. Την αγαπούσα πολύ, την ήθελα, μας τράνεψε. Αρρωσταίναμε, μας έπαιρνε κούπες, με έπαιρνε κούπες το κορμί και είχε τα παλιά τα ξυράφια, τα πλατιά, να με πάρει κούπες, να βγει αίμα. Τι αίμα, εδώ δεν είχα τι να φάω, αίμα ήθελε να βγει; Βηχούσα. Είχα βήχα, συνάχι, ντιπ γιατρό, σαν το σκυλί, όσο ζήσουμε. Και ο γιατρός να είναι στην πόρτα. Να μη σώσει να γίνουν τέτοια, αλλά τώρα δεν γίνονται αυτά. Πεθαίνουν έτσι τώρα, άλλες αρρώστιες, βαριές. Πολλά κακά. Περάσαμε πολλά. Να μην γίνονται καθόλου τέτοια. Πού γρίκησα μάνα, ντιπ, πού θυμάμαι; Τη βλέπω φωτογραφία «Είναι η μάνα μου αυτή;» Σαν όνειρο. Η μάνα μου ήταν πέντε αδερφές και έναν αδερφό, και μόλις πάει φαντάρος αυτός ο μικρότερος, [Δ.Α.] σκοτώθηκε στον στρατό. Η μάνα μου δεν έπαυε ντιπ τα κλάματα, γι' αυτό πέθανε, να κλαίει τον αδερφό της, να φωνάζει, τη θυμάμαι λίγο έκλαιγε, δεν τον έφεραν ντιπ στο χωριό εκεί και έκλαιγε. Πέρασε πολλά η μάνα μου, γι' αυτό τελείωσε. Περάσαμε πολλά. Φτώχειες! Ανέχεια! Κλάματα! Φόβο! Δουλειά πολλή, κι ας ήμασταν μικρά, να σηκώνουμε βάρος, όχι... Καλαμπόκια. Όλα με το χέρι τότε, πήγαινες στο χωράφι και φοβόσουν τα φίδια. Πήγαινες να κόψεις ραγάζες στα κανάλια, είχε όλο βδέλλα. Εγώ δεν έμπαινα ντιπ μέσα στο νερό, φοβόμουν τη βδέλλα. Άμα τσακώνονταν στο ποδάρι, δεν μπορούσες να τη βγάλεις. Εγώ άμα ακούσω να πάω στο ποτάμι, στα κανάλια, λέγαμε, να κόψουμε ραγάζια, όλο βδέλλα είχε. Πήρα φόβο και από εκεί, είναι τώρα τέτοιο πράγμα; Δεν είναι. Βδέλλες, μικρά παιδάκια; Δεν ήταν για κουβέντα από τότε. Περάσαμε πολλά στη ζωή μας, αλλά τώρα είναι χειρότερα νομίζω. Δεν ζούνε τόσο! Ήταν και τότε η γρίπη, έλεγαν πέθανε εκείνος από τη γρίπη. Πέθανε ο τάδε. Τώρα γρίπη τους κάνουν εμβόλιο, τότε δεν έκανα ούτε εμβόλιο, δεν ξέραμε τι θα πει εμβόλιο. Βγήκαν ύστερα κάτι ενέσεις, πενικιλίνες, κάτι μπουκαλάκια μικρά, όπως είναι τώρα, άμα αρρώσταινες, να σου κάνουν αυτό. Πενικιλίνη την έλεγαν. Το θυμάμαι αυτό. Θέλει ένεση; Πενικιλίνη. Δεν έκανα, δεν θυμάμαι. Περάσαμε πολλά. Γαϊδούρια είχαμε στο σπίτι, γελάδια, σκυλιά, ό,τι ήθελες να δεις, σαν ζούγκλα, όπως είναι κάτω αυτοί, έτσι ήταν τα χωριά μας. Φόβο, ρογκάτσια και αρκούδες. Τι διάολο! Πού είσαι; Και τώρα μου τα πήρε όλα μέσα; Δεν θυμάμαι τώρα άλλα.
Για το φαγητό θυμάστε; Τι τρώγατε τότε;
Όλο πίτες, πίτες και κοτόπουλα δικά μας, ντόπια. Σφάζαμε ένα γουρούνι, έβγαινε 100 κιλά. Το βράζαμε, το βάζαμε στις γκαζιές και τρώγαμε. Κρέας δεν αγοράζαμε ντιπ. Φτιάχναμε λουκάνικα από το γουρούνι, καμιά εικοσαριά, για τροφή ήταν καλά όμως, μου άρεσαν όλα, τσιγαρίδες, κρέατα από το γουρούνι, λίπες. Άμα σφάζαμε το γουρούνι, πορευόμασταν για έναν χρόνο. Πίτες πολλές, κοτόπουλα δικά μας. Ζώα, σφάζαμε πρόβατα δικά μας, τρώγαμε, δικά μας. Καλά ήταν από φαΐ. Μελίσσια, μέλι είχαμε. Τυριά πολλά. Αλλά ήμουν μικρό τότε. Ως τράνεψα ύστερα, δεν είχαμε τίποτα. Έφυγαν όλα. Είχαμε καμιά εκατοστή πρόβατα, πληρώναμε τσοπάνο και τα φύλαγε έξω, στη μεριά, λίγο [Δ.Α.] και πάνε πέντ' έξι λύκια και τα έφαγαν τα πρόβατα. Κλάματα ο πατέρας μου, ο αδερφός του πατέρα μου, έφυγαν όλα τα πρόβατα, τα δάγκωσε ο λύκος, ψόφησαν, τα έπιανε από τον [00:40:00]λαιμό και τα έπνιγε, ψοφούσαν τα πρόβατα. Και ο πατέρας μου κλάματα, θυμάμαι τον πατέρα μου που έκλαιγε για τα πρόβατα. «Πώς να ζήσουμε;» έλεγε. Από εκεί ζούσαμε. Πάνε οι λύκοι να φάνε τα πρόβατα όλα. Και έλεγε ο πατέρας μου: «Τι διάολο, μας μάγεψαν και ο Θεός έστειλε τα λύκια να μας φάνε εδώ;» λέει. Σου λέω πολλά λύκια. Περάσαμε πολλά. Φτώχειες, αλλά για φαΐ είχαμε όμως. Είχαμε όλα δικά μας, δεν πηγαίναμε να πάρουμε κρέατα από πουθενά. Νερό έτρεχε η βρύση μοναχή της, μαζεύονταν κόσμος το βράδυ, με τα γκιούμια, να πάρουμε νερό, δεν είχαμε ούτε ψυγείο ούτε πετρογκάζ, χαμηλά το φαΐ, στην κατσαρόλα, με ξύλα, βουνιές. Φτιάχναμε κοπριά. Πίτες πολύ, όλο πίτες έφτιαχναν κι έτρωγαν, λουκάνικα, κρέατα. Από φαΐ ήταν όλα ντόπια όμως, δεν είχανε τίποτα. Ενώ τώρα, αγοράζεις, τι τρως; Κόκκινα αυγά, είχαμε τότε κόκκινα αυγά; Άσπρα, άσπρες κότες, παλιακά τότε. Τώρα όμως είναι αλλιώς η κοινωνία. Αλλά ήταν φόβος και τότε. Ήτανε Γερμανοί, πόλεμοι, καλά, εγώ ήμουν μικρό, αλλά έβλεπα τον πατέρα μου, έκλαιγε, στεναχωριόταν, φοβόταν. Είχαμε θημωνιά έξω, χορτάρια, και ο πατέρας μου φοβόταν τους αντάρτες, μην τον πάρουν οι αντάρτες. Έμπαινε με τη σκάλα μέσα στη θημωνιά και πλάγιαζε εκεί, κατεβάζαμε τη σκάλα το πρωί, πηγαίναμε να κατεβεί. Πού να πήγαινε αλλού να κρυφτεί; Μες στη θημωνιά, έφτιαχνε τρύπα, έμπαινε μέσα, κάθονταν. Ή έσκαβαν από κάτω τη γης, το σκέπαζαν από πάνω και κοιμόνταν από κάτω. Πολλοί κοιμόνταν από κάτω απ' τη γη, έσκαβαν και έπαιρναν βελέντζες και κοιμόντουσαν από κάτω. Και λέγαμε: «Δεν βγαίνουν τα φίδια, σκαθάρια, μπακακάκια;». «Βγαίνουν» λέει. Σάματις κοιμόντουσαν, όλη νύχτα ξύπνιοι ήταν, όπως τα φλογούσαν εκεί. Να μη γίνονται τέτοια. Πέρασαν πολλά και τότε. Πολλά. Αυτά, άλλα δεν έχω. Τι να πω;
Μήπως θυμάστε τη Γουρουνοχαρά σαν έθιμο;
Ποιο;
Τη Γουρονοχαρά.
Η Γουρονοχαρά, άμα θα σφάζαμε αύριο το γουρούνι, να πούμε πέντ' έξι άνδρες, συγγενείς, να ξέρουν, να έρθουν, τροχούσαν τα μαχαίρια, μαχαίρια μεγάλα, να σφάξουν το γουρούνι. Έρχονταν εκεί το πρωί ύστερα, τους φτιάχναμε καφέ, τσιπουράκια εκεί έπιναν, άιντε, να πιάσουν το γουρούνι. Γουρούνι 100 κιλά, 200, μεγάλο ένα γουρούνι, το έπιαναν πέντ' έξι άνδρες, το έδεναν, τα ποδάρια, όλα, και το έριχναν κάτω και έπαιρναν τσεκούρι, μαχαίρι. Εκεί εμείς τρέχαμε μικρά να μας βάλουν αίμα στα μούτρα, έπαιρναν από το γουρούνι, εγώ άφαντη. Έβαζαν αυτοί που έσφαζαν το γουρούνι, με το χέρι, το αίμα από το γουρούνι, να μας βάλουν εμάς. Εμείς άφαντα, κρυβόμουνα, φοβόμουνα. Τα έσφαζαν το γουρούνι. Δεν είναι που είχες άλλα φόβο, έπιαναν και το γουρούνι και το έσφαζαν. Πολλά παράξενα. Μαλώναμε για τη φούσκα ύστερα, το λέγαμε φούσκα. Είχε το γουρούνι φούσκα, ξέρω γω τι. Τη βγάζαμε και τραβάει ο ένας, τραβάει ο άλλος και μαλώναμε, όπως το χταπόδι, έπρεπε να το φτιάξεις και τανούσε αυτή, φουσκώναμε με ένα καλάμι και γίνονταν... Γιατί, μας έκοβε, μικρά! Αυτό ήταν η διασκέδαση. Και ακούσαμε από κανένα γραμμόφωνο, αν ήταν από το χωριό να είχε ένας ή δύο. Άμα ακούσαμε. Τι γραμμόφωνο; Να ακούσουμε τραγούδια, δεν έπαρχε ούτε ράδιο ούτε τραγούδια. Αυτά ήταν τότε. Ήταν δυστυχία πολλή τότε. Μόνο κηδείες άκουσες. Και γελάδια, έλεγαν τότε, με τα κέρατα. Δείχνει τη ζούγκλα, είδες κάτι γελάδια, να, έτσι ήταν τότε. Καμπόσοι έκοβαν της αγελάδας τα κέρατα, επειδή βαρούσε η αγελάδα πολύ, την έπιαναν, την έδεναν και της έκοβαν το μισό το κέρατο, να μη βαρεί. Παναγία μου! Την έδεναν την αγελάδα με τριχιά και την έκοβαν το κέρατο με το πριόνι, να μη βαρεί τον κόσμο, βαρούσε αυτή. Πω, Παναγία μου! Είναι τώρα τέτοια πράγματα; Πού να δεις τέτοια τώρα! Και τότε οι παλιοί άνθρωποι, μεγάλοι, πέρασαν πολλά όμως, δυστυχία! Χιόνια έριχνε πολλά, αλλά σεισμό όπως τώρα δεν είδα, δεν είδα τέτοια πράγματα, σεισμοί. Τέτοιο μεγάλο σεισμό, παλιά όσο αγρίκησα. Γίνονταν, έλεγε η συννυφάδα της μάνας μου: «Γίνεται σεισμός;». Λίγο. Τώρα τι ήταν αυτό; Σεισμός; Αυτός θα έριχνε τη γη όλη. Γίνονταν και τότε, μικροί όμως, δεν φοβόμουν, αλλά τούτον εδώ φέτος, πω πω! Αυτό ήταν! Δεν είδα τέτοιο σεισμό. Έγινε και εκεί λίγο μια φορά, είχαμε παλιό σπίτι, σάρισε το μισό, αλλά παλιό σπίτι, κουνήθηκε λίγο, άιντε! Κάτσαμε πάλι μέσα, το έφτιαξε ο πατέρας μου, το τύλιξε τριγύρω, μέσα. Δεν μετά έγινε ύστερα, δεν θυμάμαι. Αν δεν το σάριζαν, δεν σάριζε.
Στο Σερβωτά;
Σερβωτά, ναι. Δεν σάριζε. Αλλά αυτός ο σεισμός άμα γίνονταν τότε, δεν θα είχε μείνει κανένα σπίτι στο Σερβωτά, ήταν όλα παλιά, αλλά δεν έγινε. Τώρα δεν ξέρω. Τώρα ήταν η συντέλεια, δεν ήταν όπως ήταν τότε, τώρα αγρίεψε ο Θεός, θα μας κρεμάσει ανάποδα τώρα. Και εμείς κάνουμε πολλά κακά, αλλά και ο Θεός όμως. Τότε έρχονταν οι Σαρακοστές, όλη τη Σαρακοστή δεν θα έρθεις, θα μεταλάβεις. Αποκρεύουμε απόψε, δεν τρώμε, ας είχαμε κρέατα, το Πάσχα θα φάμε. Τώρα πού το έχουν, τίποτα. Ναι. Έτσι ήταν τότε!
Δεν τρώγατε καθόλου στις απόκριες; Τι φαγητά είχατε;
Τις αποκριές, εκείνο το βράδυ που θέλαμε να αποκρέψουμε, έφτιαχναν κρέατα, πίτες, γιατί γίνονταν αποκριές. Ύστερα δεν θα φας κρέας. Και αν έτρωγες, που κανένας να ήταν άρρωστος, ξέρω γω. Να μεταλάβεις, όλη τη Σαρακοστή, 40 μέρες θα κρατήσεις. Έτσι ήταν, ενώ τώρα δεν.
Θυμάστε μήπως τα ρογκατσάρια;
Ποια;
Τα ρογκατσάρια τα θυμάστε;
Τα ρογκάτσια, που τα λέω;
Ναι.
Πώς τα λες εσύ;
Ρογκατσάρια.
Ρογκατσάρια; Ρογκάτσια εμείς τα λέγαμε, έβαζαν τα κουδούνια. Πω πω! Κάτι κουδούνια 100 κιλά, κρεμούσαν από εδώ και από εκεί, άλλος γίνονταν αρκούδα, άλλος γίνονταν μαϊμούλι, ήταν τέτοιο, πώς τα λένε; Το έβαζαν από πάνω, έτσι σαν κάπα. Είχαν. Είδες, τον λύκο τον γδέρνουνε και το φτιάχνουν τα τομάρια, έμπαιναν μέσα στα τομάρια και γίνονταν λύκος, αρκούδα, άνθρωπος. Πω! Εμείς φοβόμασταν, η αρκούδα λέγαμε. Να χορεύουν, μόλις τελείωναν τα ρογκάτσια, τα λέγαμε ρογκάτσια. Πώς τα λες εσύ;
Ρογκατσάρια.
Και στην πλατεία, τελευταία μέρα, ύστερα που τελείωναν αυτά, μαζεύονταν όλοι στην πλατεία το βράδυ, πετούσαν φωτιές απάνω, χόρευαν με τα ματσούκια, ξύλα. Παναγία μου! Πολύ κακό! Μέσα στη πλατεία, κάνουν τώρα έτσι; Χαζό είσαι κι εσύ; Πολύ παλιακά. Και τα παλιακά τα παίζουν θέατρα τώρα, να [00:50:00]γελάς. Το έπαιζε μια φορά εδώ στο χωριό μας, παλιό, παλιά τότε, όπως μιλούσαμε εμείς, δεν ξέραμε τίποτα να πούμε, το έπαιζαν θέατρο εδώ στην πλατεία. Ήταν πολλοί τότε!
Θα μας πείτε λίγα λόγια για τα γομίδια; Τι φαγητό ήταν τα γομίδια;
Στον γάμο τι φαγητό;
Ναι.
Έσφαζαν προβατίνα από την Πέμπτη, Παρασκευή, Σαββάτο, ξέρω γω, μεγάλη προβατίνα, και την έκοβαν, έτοιμο καζάνι, με πλιγούρι, με ξύλα χαμηλά εκεί, το έφτιαχναν το φαΐ όλο, και το έδιναν στα πιάτα, σουπιέρες λούμινες, δεν είχαμε όπως είναι τώρα. Όλοι από ένα πιάτο. Εκεί φαΐ, το πλιγούρι. Όταν παντρεύτηκα, εδώ ύστερα είχαμε κλαρίνα, τις ακακίες, εκεί χορεύαμε. Χόρευε η νύφη με τον γαμπρό, ένα μαντίλι από εδώ, ένα από εκεί, και έριχνε και λεφτά όποιος ήθελε. Ήθελε να μάσει λεφτά η νύφη και ο γαμπρός, και χορεύαμε. Ήταν καλά. Αλλά τα Χριστούγεννα, εκείνες τις ημέρες που έχουμε Χριστούγεννα, που είναι τα ρογκάτσια, εγώ τα λέω, δεν άκουσα ρογκατσίδια, πώς τα λες;
Ρογκατσάρια.
Ρογκατσάρια. Αυτό στα Γρεβενά έχουνε, στα Γρεβενά πίσω, κάτι κουδούνια που δείχνει η τηλεόραση, κάτι τομάρια από ζώα. Τα Χριστούγεννα, πριν να έρθουν τα Χριστούγεννα τώρα ή κοντά; Κοντά. Στο τζάκι που καθόμασταν, άμα το σβήναμε το τζάκι, έπαιρνε ο πατέρας μου, τώρα δεν θυμάμαι, ο πατέρας μου: «Να βάλουμε λίγο θυμίαμα, μην κατεβεί ο καλικάτζαρος». «Τι καλικάτζαρος, ρε πατέρα;», λέω εγώ. «Τι είναι, ζώο;». «Παρουσιάζεται σαν άνθρωπος, κάτι νύχια, κάτι ποδάρια» έλεγε. «Εγώ φοβάμαι» έλεγα εγώ. «Να βάλουμε θυμίαμα, φεύγουνε, τώρα είναι κάτω, άμα θα βάλουμε θυμίαμα, θα φύγουν». Καλικάτζαρος. Αλλιώς πώς το έλεγαν; «Καλικάτζαρος» το έλεγε ο πατέρας μου. Τον πατέρα μου άκουσα. «Θα έρθει ο καλικάτζαρος». Και φοβόμουν έως και την ημέρα να πάω να καθαρίσω το μπουχαρί, μην κατεβεί ο καλικάτζαρος. Άκου να δεις! Τον καλικάτζαρο. Τι αρχαίοι ο κόσμος, θα κατέβαιναν τότε, μα χαζό είσαι, θα κατέβαιναν τότε, μη λες, καλικάτζαρος. πω! Το γουρούνι το έσφαζαν, μόλις το έσφαζαν το γουρούνι και το κεφάλι, παίρναμε θυμίαμα και το πήγαιναν στο κεφάλι, να θυμιαστεί, θυμιάτιζαν το γουρούνι με θυμίαμα. Εγώ δεν πήγαινα εκεί, γιατί αυτοί που έσφαξαν τριγύρω άντρες ήταν, έπαιρναν αίμα και σου έβαζαν έτσι. Έφευγα, κρυβόμουνα. Αλλά καλικάτζαρος, ναι, αλλιώς δεν ξέρω πώς. Και λέει ο πατέρας μου παρουσιάζονταν σαν βρικόλακας. «Ρε πατέρα, έρχονται;». «Έρχονται τώρα» λέει. Δεν έβαλα και εγώ ντιπ θυμίαμα τον καλικάτζαρο. Γιατί περνάει από το τζάκι ο καλικάτζαρος, πώς έχετε εσείς, μην περάσει, να κλείσεις την πόρτα μπροστά. Παναγία μου! Εμείς τι να το κλείσω, τι να το βάλω; Ήταν ανοιχτός, ενώ εσύ το τζάκι κλείνει. «Ρε πατέρα, να το κλείσουμε». «Πώς να το κλείσεις; Τι θα βάλουμε, τσόλι;», τα τσόλια, τα στρωσίδια τα λέγαμε τσόλι. Εκεί τα βάζαμε, παίρναμε λίγο θυμίαμα, να θυμιατίσουμε το μπουχαρί. Μια φορά πάει, ήταν χιόνι κάτω, ρίξαμε άχυρο και ξύλο στο μπουχαρί εκεί, πήρε φωτιά, είχε ξύλα πάνω, πήρε φωτιά, καίγονταν. «Πατέρα, καήκαμε», να κλαίμε τώρα εμείς, ότι κάηκε ο μπουχαρής, έβγαλε φλόγα πάνω. Παι από πού να πάρεις νερό, είχαμε πηγάδι, δεν είχαμε τουλούμπα, έβαζες τον κουβά μέσα, έβγαζες μπακακάκια από το νερό, βάθρακοι, άκου να δεις, από το πηγάδι. Έσκυβα, «μην πέσει κανένα» έλεγε ο πατέρας μου, «μη σκύβετε», το είχε με σανίδια τριγύρω, με κάτι παλιοξυλά. Έσκυβα εγώ, γυάλιζε το νερό μέσα, μην πέσω. Ναι, καλικάτζαρος, και άλλα, δεν θυμάμαι. Πω! Καλικάτζαρος. Και Πρωτοχρονιά, του Αϊ-Βασιλειού το πρωί, ζύμωναν τις κουλούρες από το βράδυ, το πρωί δεν θα τις φάει κανένας, το βράδυ, τις έφτιαχνε η θεία μου η Γιάννενα δυο κουλούρες, για τα πρόβατα και για τα γελάδια. Όλο κεντήματα από πάνω, έβαζε τα πρόβατα, τα σκυλιά, τα γατιά, τα πρόβατα, όλα εκεί. Και δεν θα κόψουμε το βράδυ να φάμε κουλούρα, θα σηκωθούνε το πρωί ο πατέρας μου, η θεία μου, θα πηγαίνουν μέσα στα ζώα και θα τα έδιναν όλα από λίγο ψωμάκι, «πρώτα θα φάνε τα ζώα», λέει, «και ύστερα εμείς». Έτσι το είχαν. Και ύστερα έρχονταν με το μαχαίρι και μας μοίραζαν κουλούρα, άκου. Ήταν και άλλα, δεν θυμάμαι, βασιλοκουλούρα, τώρα την παίρνεις έτοιμη και τρως. Και ξέρεις τι καλή την έφτιαχνε η θεία μου; Πω πω! Μια όμορφη, και έριχνε και λάδι και ζάχαρη μέσα και τη ζύμωνε ώρα και γίνονταν μία, τι να φας! Ψωμί ζυμώναμε στο ταψί, καρβέλια, ξέρεις τι ωραίο ψωμί, σε κρατούσε πολύ, χόρταινες, δεν είναι σαν τα αγορασμένα τώρα, αφρός, εκείνα ήταν γερά τα ψωμιά, πολύ καλά. Εγώ ζύμωσα και ζυμίσιο ψωμί. Έφτιαξα μια χρονιά, ήμουν πίσω, μικρή ήμουν τότε, 30 χρονών δεν θα ήμουν; Είχα μικρή τη μάνα σου, με την Ευθυμία. Και έφτιαξα, και την ώρα που το ζυμώνεις, δεν θα μιλάς ντιπ στο ψωμί, είναι μούτικο ψωμί. Και το πέτυχα, ένα ψωμί! Τι να σου πω, Αντιγόνη! Το έφαγαν όλο έως το μεσημέρι, ήμασταν πολλά άτομα, όλοι από μια φέτα, έλεγε ο Γιάννης, ο συχωρεμένος, που πέθανε: «Η Γραμμάτω ζυμώνει μούτικο ψωμί τώρα», ήταν μικρός κι αυτός τότε. Το φάγαμε όλο το μεσημέρι και το βράδυ δεν είχαμε ψωμί, πολύ ωραίο. Από τότε δεν ματαπιάστηκα ύστερα να φτιάξω, μου το μάτιασαν! Ο Χρήστος Βάσκος έσκαψε βόθρο μεγάλο και τον είχε ξεσκέπαστο από πάνω. Περνούσε η Βάσω από εκεί, πέφτει μέσα, η μάνα σου. Το άκουσα έκλαιγε «μαμά!». Αφουκριέμαι να ακούσω πόσο μακριά από τους Βασκαίους, λέω: «Το κορίτσι το δικό μου έπεσε μέσα». Πηγαίνω, ήταν μέσα, γραπώνονταν να βγει η Βάσω, θυμάται, για να δούμε, πες την. Εκεί το έβγαλαν και «τι χάζευες εδώ, ρε κορίτσι μου;». Έπεσε μέσα, τρόμαξα να το βγάλω. Μια άλλη δόση πάλι, ήταν μικρούτσικο, με την Κίτσα τρόιρα στο σπίτι, ανέβηκε πάνω στο μικρό το τρακτέρ αυτό, το έβαλε μπρος και ξεκίνησε το τρακτέρ, μπουσουλώντας ανέβηκε από πίσω και το έβαλε, ξεκίνησε το τρακτέρ. Η Κίτσα να κλαίει «Γραμμάτω, πάει η Βάσω, κίνησε το τρακτέρ». «Ζήβα το, ρε Κίτσα, εγώ δεν ξέρω». Πάτησε η Κίτσα όπου να ήταν εκεί, το σβήσαμε, θα σκοτώνονταν. Συγκοπή καρδίας, σοκ έπαθα, λέω «Κίτσα, δεν είμαι καλά, βρέξε με τώρα». Η Βάσω τηρούσε τριγύρω, μικρό, γραπατσούλα. Μια άλλη δόση πάλι, είχαμε το αλέτρι έξω, το μικρό το τρακτέρ, πώς το γύρισε το αλέτρι έτσι και την πλάκωσε το ποδάρι, έκλαιγε. «Βρε κορίτσι μου» τι ανάποδο ήταν. Όλο βαριές δουλειές έκανε, το πήραν το αλέτρι και εγώ να κλαίω, τρόμαξα να το βγάλω, σηκώνονται τα αλέτρια; Αυτά με έκανε. Η Ευθυμία δεν κουνιόνταν ντιπ στα σίδερα, κάθοντα εκεί, κεντούσε, έραβε, ενώ αυτό έρχονταν κανένας ξένος με τα ποδήλατα, το έπαιρνε το παιδούλι και κόσεβε γύρω από το σπίτι, μικρό, και τι ψηλά ποδήλατα, παλιά. Πώς το φτάνεις; Γραπατσώνονταν πάνω στο ποδήλατο. Γίνονταν πολλά τότε. Και το βράδυ, μόλις σουρούπωνε σαν τώρα, το καλοκαίρι, σκουπίζαμε τη ρούγα, ρίχναμε νερό με τις σκούπες, να βάλουμε ψάθα, το τσιόνι, να κοιμηθούμε έξω. Καμιά φορά στρώναμε, καθόμασταν απάνω εκεί, κοιμόμασταν έξω. Αφού κοιμόμασταν έξω το βράδυ ήταν πολλά σκυλιά. Άμα έρχονταν καμιά σκύλα με τα σκυλιά τα αρσενικά, περνούσαν όλα από πάνω από την ψάθα και «πατέρα!» φώναζα εγώ, έκλαιγα, φοβόμουν τα σκυλιά. Κοπάδι σκυλιά, όχι ένα δυο! Εγώ από τότε έπαθα σοκ, σε πολλές μεριές, πηδούσα από τον φόβο μου και έκλαιγα. Δεν ξέρω η[01:00:00] Βαρβάρα με τη Στυλιανή, εγώ πεταγόμουν στον ύπνο μου το βράδυ, να βγω έξω, αλλά φοβόμουν, πηδούσα. Είμαι πολύ νευρικιά και πολύ φοβητσιάρα. Σου λέω μην έρθει ο καλικάτζαρος στο μπουχαρί, δεν τολμούσα να πάω στο μπουχαρί το βράδυ, άμα τη σβούσαμε τη φωτιά, εγώ δεν πήγαινα στο μπουχαρί, μην έρθει καλικάτζαρος. «Τι καλικάτζαρος είναι, πατέρα;». «Παρουσιάζεται ένας με νύχια μεγάλα, ποδάρια», λέει. «Άνθρωπος, μιλάει;». «Δεν μιλάει, σε κοιτάει». λέει. Δεν θα πάρεις φόβο; Μια άλλη δόση πάλι, μου είπε η Βασίλω η Γκατζόνα εδώ: «Το βράδυ 00.00 η ώρα βγαίνουν τα φαντάσματα». «Και πού βγαίνουν τα φαντάσματα;». Είπα και τη μάνα σου: «Φοβάμαι άμα μένω και μοναχή μου, δεν βγαίνω ντιπ το βράδυ έξω». Λέει: «Από τις 00.00 και πέρα, ήταν ο Τάκης έξω στο μαγαζί και έρχονταν κατά το σπίτι». Και λέει: «Πώς παρουσιάζεται;». «Παρουσιάζεται σαν άνθρωπος, σαν νύφη, και σου χαϊδεύει τα ποδάρια». «Τι; Συγκοπή καρδίας θα πάθω, μη λες έτσι». Εκεί την είπα τη μάνα σου σκιαζόμουν κάμποσες μέρες. Το είχα πει της μάνας σου «Φοβάμαι, θα έρθω στη Καρδίτσα» την έλεγα τη μάνα σου, φοβάμαι. «Χαζιά είναι, τι σε λέει;». «Ξέρω εγώ;» λέω. Από τις 00.00 και πέρα βγαίνουν φαντάσματα, εγώ μόλις κλειδώνω τα κοτόπουλα, τσακ το κλειδί, δεν βγαίνω έξω, τόσο φόβο. Και με φεύγει ο ύπνος καμπόσες φορές και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Αντί να σου λένε μια καλή κουβέντα, σου λένε καλικάντζαρος. Τι καλικάντζαρος! Πω! Λέει: «Είν' τος εδώ ο πατέρας μου τώρα, 40 μέρες, όχι, 10 μέρες, όσο τελειώνουν τα Χριστούγεννα, ύστερα φεύγει». «Πού πάει;». «Πάει πάνω». «Τι απάνω, είναι κόσμος;» λέω. «Θα είναι» λέει ο πατέρας μου. Ακούς; Ακούω. Πολλά παράξενα, και φόβο και πολλά είδα. Δεν σου λένε μια καλή κουβέντα, η μάνα μου τώρα θα σε ερμήνευε, θα πει: «Έτσι κι έτσι, κορίτσι μου, έτσι παλιακά είναι αυτά τώρα, δεν είναι αλήθεια», ήταν αλήθεια ο καλικάτζαρος θα κατέβει από το μπουχαρί; Από το μπουχαρί καλικάτζαρος, λέει, και παρουσιάζεται όπως είναι. Δείχνει η τηλεόραση κάτι βρικόλακα, κάτι μαϊμούλια. Είδες; Πω πω! Άμα τα βλέπω τσουτσουρώνει η τρίχα μου. Γίνονταν πολλά τότε έτσι, ο καλικάτζαρος είναι, και άλλα, δεν θυμάμαι. Τα ρογκάτσια, άμα έρχονταν στο σπίτι άντροι μεγάλοι, παιδαρέλια, είχαν κουδούνια πολλά, 1, 2, 3, αρμαθιά, όλοι εδώ, πα πα πα, πόλεμος. Και άμα δεν τον έδινες τον ρογκατσιάρη, ρογκατσιάρη τον έλεγαν, ψωμί, λουκάνικο, είχε μια κοσιά 1 μέτρο, θα σου κόψει το κεφάλι με την κοσιά. Τι; Αυτά είναι φόβος, τρόμος. Είχε μια κοσιά, άλλος είχε τσεκούρι, άλλος είχε μαχαίρι μεγάλο, να του δώσουμε λουκάνικο. Μόλις έρχονταν τα ρογκάτσια, να μάσουμε τα κοτόπουλα, τα λουκάνικα απέξω, μην τα πάρουν οι ρογκατσαραίοι. Έκλεβαν, έπαιρναν, κατάλαβες, έτσι ήταν το σύστημα. Παναγία μου. Και ύστερα στα ρογκάτσια πήγαιναν από κάθε σπίτι όλοι, είχαν και έναν γιατρό, είχαν αρκούδα φτιαγμένη, άνθρωπος, και γύφτος, και χόρευε η αρκούδα, άνθρωπος όμως, από εκεί, από το χωριό μας ήταν, και χόρευε αυτός στην πλατεία, με ένα ματσούκι, ξύλο. Παναγία μου! Να φοβάσαι. Είχαν εκεί, έφτιαχναν και γιατρό, γιατρίνα, γιατρός με τη βαλίτσα, έπεφτε ένας ρογκάτσιος, παιδαρέλι, με τα κουδούνια χαμηλά, κλοτσούσε, τάχα μου τον βάρεσαν, και πάει ο γιατρός, είχε ψευτοφάρμακα, έτσι, χαρτί υγείας, ξέρω εγώ τι είχε, το σήκωνε και σηκώνονταν ο ρογκατσιάρη, χόρευε πάλι, τον γέρεψε ο γιατρός. Άνθρωπος, όχι. Παναγία μου! Άμα θυμάμαι, τόσο φόβο είχα, είχα και το σπίτι στην πλατεία, μην μου έλεγες να βγω έξω ντιπ, τόσο φόβο είχα εγώ. Δεν ξέρω η Βαρβάρα τα θυμάται αυτά; Πού να τη βρεις. Με την Όλγα δεν την είπα καμιά φορά, τη συγχωρεμένη, δεν πήγαινα στην Όλγα ντιπ στο σπίτι, ντρεπόμουν τον Κώτσο, τον φοβόμουν. Ο Κώτσος ήταν αυστηρός, δεν ήταν κανένας, δεν πήγαινα. Ύστερα νοίκιασε το σπίτι, είχε αυτό το σπιτάκι, το έφταιξε τον σεισμό τότε δυο δωμάτια και έβαλαν έναν δάσκαλο. Δεν πήγαινα σχολείο και δεν πήγαινα στην Όλγα, ήταν ο δάσκαλος εκεί, δεν πήγαινα ντιπ στο σπίτι. Πω! Αλλά ο καλικάντζαρος. Δεν θυμόμουν ντιπ, είδες; Ο πατέρας μου το έλεγε και η θεία μου η Γιάννενα, κατεβαίνουν κάτω τώρα τα Χριστούγεννα αυτά, φωνάζουν: «Εσύ θα ψήσεις τη γουρουνάδα και εγώ τον μπάκακα, καλέ» λέει έλεγε ο καλικάτζαρος. Εμείς θα ψήσουμε τον μπάκακα και αυτός, ο καλικάτζαρος, θα ψήσει τη γουρουνάδα, λέει, μας κορόιδευε, κατάλαβες; Το φλογούσαν εκεί. Λέω τη θεία μου: «Εμείς τι θα ψήσουμε;», «εμείς θα ψήσουμε τον μπάκακα» λέει «αυτός θα ψήσει τη γουρουνάδα», τάχα μου να έρθει ο καλικάτζαρος τα Χριστούγεννα να φάει τη γουρουνάδα. Πω! Πάει και η θεία μου η Γιάννενα η καημένη, έλεγε πολλά, ήξερε πολλά, αλλά τον καλικάτζαρο, κατεβαίνει, έλεγε, τα Χριστούγεννα κάτω, από το τζάκι, από το μπουχαρί, δεν ξέραμε τζάκι. Και εγώ έλεγα τον πατέρα μου: «Κάτι να βάλουμε μπροστά», τι να βάλουμε, δεν είχαμε τίποτα, τσόλι να βάλουμε, θα καούμε. Τα στρωσίδια τα λέγαμε τσόλια, τα μαξιλάρια τα βάζαμε άχυρο, κοιμόσουν και βροντούσε στο κεφάλι, να μας φάει η ψείρα. Άσε, καλικάτζαρος, ναι. Το γουρούνι το θυμιάτιζαν. Ύστερα αυτοί που έσφαζαν το γουρούνι, τις έφτιαχναν και έτρωγαν τηγανιά, ε ρε κρέας, τηγανιά, ταψί, να τρώνε και να χορεύουν, να τραγουδούν μεταξύ τους και να χορεύουν μες στο σπίτι, έπιναν καλά κρασάκι, δικά μας κρασιά, έπιναν και χόρευαν όλη νύχτα, κρασί και τηγανιά κρέατα, δικά μας όμως, αγορασμένο δεν υπάρχει. Αλλά το γουρούνι μαζεύονταν οι συγγενίδες, πέντε άνδροι, και το έριχναν κάτω με τριχιά. Το έδεναν το κεφάλι, το στόμα, και το τσεκούρι, το μαχαίρι, τόσο μαχαίρι, το λιάνιζαν ύστερα. «Φέρτε θυμίαμα» έλεγαν οι άνδροι, εγώ ήμουν μικρό και έβλεπα εκεί που πήγαινε η θεία μου θυμίαμα, να θυμιατίσει το γουρούνι που το έσφαξαν. «Αυτός είναι ο καλικάτζαρος» έλεγα εγώ, το γουρούνι, τι το σφάζουν το γουρούνι; «Τι θα φας;» λέει. Πω! Το ταΐζαμε, να γίνει μεγάλο, να βγάλουμε πέντε γκαζιές λίπα, έξι, και ύστερα τρώγαμε μπομπότα ψωμί, όχι καθάριο, δεν είχαμε καθάριο αλεύρι. Έκοβα μπομπότα και τρίβονταν με το μαχαίρι και βάζαμε λίπα, και ετρώγαμε. Τι έπαθα; Τίποτα. Λίπα. Τσιγαρίδες, το γουρούνι, τη λίπα, τι νόστιμο ήταν! Λουκάνικα δικά μας, πω πω, τι νόστιμα, πού να είχα τώρα! Και άλλα, δεν θυμάμαι, πολλά.
Το τσαλαφούτι πότε το τρώγατε;
Ποιο;
Το τσαλαφούτι.
Το καλαμπόκι;
Τσαλαφούτι.
Ποιο είναι αυτό;
Φαγητό, τσαλαφούτι, το φαγητό.
Δεν το ξέρω αυτό.
Το κατσαμάκι;
Το κατσαμάκι, κατσαμάκι ξέρω. Το κατσαμάκι, έβαναν, έτριβαν μισό κρεμμυδάκι και το τσιγάριζαν με λάδι, με λίπα, όχι λάδι, λάδι δεν είχαμε, με λίπα στην κατσαρόλα, έριχναν το νερό, έβραζε το νερό, ύστερα έπαιρναν τον πλάστη, που πλάθω τα φύλλα, ένας έριχνε αλεύρι και το ανακάτευε, γίνονταν, έπηζε αυτό, όπως κάνουν κουρκούτι, αφού έπηξε, το κατέβαζαν. Το κατεβάζουν, βάζουν στο ταψί λάδι, όχι για, λίπα, έλιωναν λίγο τη λίπα, τα άλειφαν όλο το ταψί, μεγάλο ταψί, τόσο, το άλειφαν λίπα όλο και έπαιρναν με την κουτάλα την ξύλινη, γέμιζαν την κουτάλα, γιόμιζαν μέσα, με τις κουτάλες, κατσαμάκι, και ύστερα από πάνω του έριχναν μέλι. Ένα νόστιμο! Πού να το είχα! Έτρωγα, έτρωγα, δεν μας πείραζε ντιπ, κατσαμάκι. Η Όλγα έφτιαχνε, τώρα μια φορά έφτιαξε, το έφτιαχνε πολύ καλό. Το θέλει ο Κώτσος, «Κι εγώ το τρώω», λέει η Όλγα. Πρέπει να ξέρεις να το φτιάξεις. Κατσαμάκι, ναι, πολύ ωραίο, το [01:10:00]καλαμπόκι ψιλούτσικο, κοσκινισμένο, ντόπιο, όχι αγορασμένο. Κοτόπουλα δικά μας σφάζαμε, τρώγαμε, γουρούνια δικά μας, τυριά δικά μας, βαρέλια τυρί, δεν τα πηγαίναμε ούτε στο ψυγείο, τα βάζαμε στα παλιά τα σπίτια στον ίσκιο. Έβραζαν γάλα, το έριχναν μέσα, τι να φας το τυρί εκείνο! Πω! Νερό από τη βρύση, έτρεχε στη πλατεία, μαζεύονταν όλες οι γυναίκες, κάθε βράδυ, τούτες τις ώρες ήμασταν όλοι στη βρύση, έλεγαν καλαμπούρια και γελούσαν, να πάρουμε νερό από τη βρύση. Πολύ καλά, εγώ μου άρεσε, αλλά δεν μου άρεσε γιατί φοβόμουν από αυτά τα άλλα τα πράγματα, είχα στην πλατεία το σπίτι και έφευγα γρήγορα, γιατί φοβόμουν. Φοβόμουν πολύ και από τα σκυλιά, σκυλιά λύκια, όχι κοκόνια, όπως είναι τώρα. Κοκόνι τώρα βλέπω, εκείνα ήταν λυκόσκυλα, όπως είναι λύκος. Πω! Αλεπές είχαμε πολύ τότε μέσα στο χωριό, αλεπού, έτρωγε τα κοτόπουλα έλεγαν. Πω, Παναγία μου! Μια κόκκινη, με ουρά μακριά. Παναγία βόηθα! Αλλά ο καλικάτζαρος, μην κατεβεί από το μπουχαρί.
Γομίδια πότε τρώγατε;
Τα κρεμμύδια;
Τα γομίδια.
Ποια;
Γομίδια.
Τι είναι αυτά;
Φαγητό, γομίδια.
Ποιο;
Το στιφάδο γομίδια.
Δεν ξέρω. Τι είναι, φαγητό;
Ναι.
Πώς το λένε;
Γομίδια.
Πώς;
Γομίδια.
Δεν το ξέρω.
Δεν το τρώγατε; Τα γομίδια.
Τα κρεμμύδια στιφάδο.
Τι είχε μέσα;
Τα κρεμμύδια, εβάναμε στο σπίτι κρεμμύδια, διάλεγαν τα μικρότερα, τα κραθανούσαν με τα χέρια, άλλος το έκοβε στη μέση, τα έβραζαν, το πρώτο νερό το έχυναν, και το έβαζαν στο ταψί και το έφτιαχναν με κρέας, τι κρέας δεν ξέρω, ντόπιο όμως κρέας, δικά μας, δεν είχαμε κιμά, δεν αγοράζαμε κιμά όπως τώρα, κοτόπουλο, λιάνιζαν το κοτόπουλο, το έβαζαν στα κρεμμύδια, και άναβαν τη γάστρα κάτω και το έβαζαν, τι να φας! Λουκούμι, πολύ ωραίο στιφάδο, πολύ ωραίο. Όλο αυτό το φαΐ, κατσαμάκια, πίτα γαλατόπιτα, με τυρί, δικά μας βαρέλια τυρί, τραχανόπιτα, γαλατόπιτα, κι άλλη, λαχανόπιτα, όλο πίτες τα ταψιά, να χαιρόσουν. Τώρα πού 'ν' τα; Για φαΐ είχε ο πατέρας μου πολύ, είχαμε πρόβατα, είχαμε μελίσσια, 100 μελίσσια. Έφερνε ο πατέρας μου δυο τρεις άνδρες, τα κούρευαν τα μελίσσια, τους πλήρωνε. Ναι, από τότε χαθήκαμε, όμως, έλεγε ο πατέρας μου «Μας βοήθησε ο κόσμος, είναι από βοή για μάτι». Τους έδινε ο πατέρας μου, όλοι τις Σερβετιανοί, δεν είχαν να φάνε, όποιος έρχονταν, «πάρε τυρί, πάρε μέλι, πάρε εκείνο». Κι έλεγε ο πατέρας μου: «Μας έφαγαν όλο το σπίτι, μας πέθαναν όλοι, από βοή». Αυτό το πιστεύω που έλεγε ο πατέρας μου, μας φθονούσαν γιατί είχαμε, έτρωγαν όλοι, κάτι τεμπέληδες έτρωγαν όλοι από εμάς, και μας κορόιδευαν και από πάνω. Αυτά είναι. Βόδια, να ζεύουμε το κάρο να πάμε στο χωράφι. Αλλού τραβούσε το βόδι, αλλού έβγαινε ζυγός, τον έλεγε ο πατέρας μου, δυο βόδια τα έζευαν έτσι, τα έβαζαν έτσι τα δυο βόδια και τριχιά, άμα λιώνονταν η τριχιά ή κόβονταν, έφευγε ένα βόδι εκεί, το κάρο μοναχό του, έκλαιγα, θα με σκοτώσει το κάρο. Πολύ τρόμο τράβηξα, για φαΐ είχαμε αλλά πολύ φόβο είχαμε, τρομαγμένοι ήμασταν, ήμασταν όπως είναι, σου είπα, στην Αφρική κάτω, αλλιώς για φαΐ, πλούσια. Έσφαζαν μια προβατίνα, πόρευαν μια εβδομάδα δυο κρέατα, φάε, ούτε παχιά, δεν σε πείραζαν. Τώρα μην τρως κρέας, μην κάνεις εκείνο, τι να αγοράσεις, τι θα φας; Καλικάτζαρος και βάλε. Πολλά άκουσες. Τα ρογκάτσια, τώρα τα Χριστούγεννα, τώρα, πλησιάζουν, θέλει θυμίαμα, «κατεβαίνει το τζάκι», έλεγε ο πατέρας μου. «Ρε, κατεβαίνει, πατέρα;». «Κατεβαίνει» λέει, τον τηρούσα τον πατέρα μου, μοναχά δεν έκλαιγα, φοβάμαν, «θα έρθει, ρε πατέρα, απόψε;». «Δεν ξέρουμε, κορίτσι μου, μπορεί να μην έρθει». Και δεν είχαμε φως, ένα καντήλι, το βάναμε πετρέλαιο το καντήλι, τα ματοτσίνορα έπιαναν καπνιά, όλο καπνιά, αφού κάπνιζε το καντήλι, να έχουμε φως σαν, πώς να σου πω, να βλέπεις ένα μικρό φωτάκι, όξω σκοτάδι. Πω! Πήγα μια φορά, είχαμε γομάρα και γέννησε γομαράκι, μικρό, και πήγα, λέει ο πατέρας μου «Άφησα το σακάκι πάνω στο κάρο, σύρε πάρ' το», μου λέει εμένα. Νύχτωσε. Σκοτάδι τώρα, να πάω να το πάρω εγώ από πάνω από το κάρο το σακάκι, το 'θελε ο πατέρας μου. Αντί να πιάσω το σακάκι, ήταν το γομαράκι, και το πιάνω και φεύγω σαν πέρα, «πατέρα! Καλικάτζαρος», ποιος ξέρει τι έλεγα, δεν το πήρα το σακάκι. Πάει ο πατέρας μου ύστερα. Να βγεις σκοτάδι τώρα όξω τη νύχτα, αμ τι.
Τώρα που έμασαν επιστράτευση, ήταν κορίτσι η μάνα σου, πήραν και τον παππού, τους πάνε στην Καρδίτσα όλοι. Κλαίγαμε εμείς εδώ με τη Βάσω, με την Ευθυμία, τους έμασε με την πλατφόρμα και τους πάνε στην Καρδίτσα. Κράτος είναι αυτό; Αυτοί είναι χαζοί. Και είχαμε γελάδια, είχαμε δυο αγελάδες εδώ, τα αμόλησαν από την αγέλη, ήρθαν τα γελάδια μέσα στο χωριό, ο κόσμος τηρούσε να κλαίνε, που τους πήρε επιστράτευση. Και ήρθε μια αγελάδα εδώ, δική μας, μέσα στον κήπο, μπροστά αυτούνα, εμείς ήμασταν εδώ και αυτή βοσκούσε εκεί, την είδαμε τη νύχτα, δεν είχαμε τα στύλια φως, την είδε η μάνα σου η Ευθυμία, πω πω! Φοβήθηκαν, ήρθαν μέσα, κλαίγανε, κι ήταν η αγελάδα, βοσκούσε, δεν θα πάρεις φόβο; Όταν χώρισε, ήρθαμε εδώ, δεν είχε το σπίτι, τούτο εδώ δεν είχε ντιπ πόρτες, νέα αγορά ήταν, ανοιχτά όλα, είχαμε εκείνο και αυτό, τα δυο τα δωμάτια, και ο καμπινές έξω, τον ήξερες. Πάω να κλείσω τα κοτόπουλα, δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω, την άφησα μέσα τη μάνα σου με τη Βάσω. Αυτά είδαν ποντίκι τώρα μέσα, και ούρλιαζαν: «Μαμά!», η μάνα σου, ξέρω, πήδησε επάνω. Έρχομαι μέσα, «τι κλαίτε, τι φωνάζετε» λέω εγώ. «Να, ποντίκι, ήταν επάνω στο κρεβάτι» και φοβόνταν να κατέβουν κάτω. Δεν θα έχεις ποντίκια; Αυτά πέρασα, πολλά κακά. Στο παλιό το σπίτι, που ήμασταν με την Κίτσα, στο δωμάτιο το μπροστινό που καθόταν ο παππούς σου, καθόμασταν όλοι, και το πρωί λέει η Κίτσα, είχε ο παππούς ένα ντουλάπι, χώμα, πλίθινο το σπίτι, έβγαινε ένα φιδάκι, φίδι μικρό μέσα. Το είδε η Κίτσα, «φίδι» λέει η Κίτσα, «πού», λέω την Κίτσα, «φίδι». Τηράμε, τι να δούμε, έτσι. Άμα τα θυμάμαι είναι και να κλαις και να γελάς. Πλίθινο σπίτι, δεν θα βγάλει φίδια; Άμα θυμάμαι, πω πω! Καλικάτζαρος και βάλε, πολλά, πολλά. Φαντάσματα. Τούτη εδώ μου είπε φάντασμα και φοβόμουν, δεν μπορώ να ξεστοχίσω ακόμα. «Από τις 00.00 και πέρα βγαίνουν φαντάσματα», λέει. «Και πού βγαίνουν;». «Ναι, αυτός ο δρόμος». «Και εδώ βγαίνουν; Δεν θα βγω έξω, ντιπ». Πήγα όταν γίνηκε σεισμός στη Βασίλω, πήγα από γρήγορα, 20:00 η ώρα ήταν, μόλις είπα, παίρνω το κλειδί και τον φακό. Και το πρωί περίμενα να φέξει, σάματι κοιμήθηκα ντιπ, 4:00 η ώρα ήταν, ήταν τα στύλια, έλαμπαν. Ανοίγω την πόρτα της Βασίλως, μαζεύω την κουβέρτα της Βασίλως, τη βάζω εκεί, τη διπλώνω, παίρνω το κλειδί, και τηρούσα τριγύρω μη βγει κάνα φάντασμα. Και ήρθα ίσια εδώ, ανάβω τα καλοριφέρ, μπήκα μέσα στην κουβέρτα, άργησα να σηκωθώ, δεν κοιμήθηκα ντιπ, τόσο φόβο είχα. Δεν φοβάσαι, κάθεσαι; Περάσαμε πολλά.
Θυμάστε τις καλλιέργειες, τα εργαλεία που χρησιμοποιούσατε στα χωράφια;
Στα χωράφια;
Ναι.
Τα χωράφια. Φτιάχναμε ρεβίθια και τα βάναμε, ξεραίνονταν έξω στην περιφέρεια, είχαμε δυο άλογα και αδοκάνι, αδοκάνι έλεγαν[01:20:00], να ανέβεις απάνω ένα άτομο, και δυο, να φέρεις τα άλογα τριγύρω. Ανέβηκα και εγώ, μου έλεγαν «ανέβα, ανέβα», εγώ φοβήθηκα, δεν μπορούσα εγώ να το κάνω αυτό, να φέρνουν τα άλογα τρόιρα, να βγάλουμε τα ρεβίθια από κάτω, να τα αλωνίσει η αδοκάνι. Εγώ άμα άκουσα, πού να κρυφτώ, φοβόμουν πολύ τα άλογα. Τι δουλειά, ήταν δουλειά αυτή για τις γυναίκες, αυτό το πράγμα; Να ανέβω πάνω στην αδοκάνι, να με σκοτώσουν τα άλογα; Πολύ.
Αλέτρι δεν είχατε;
Τι να είχαμε;
Αλέτρι.
Αλέτρι είχαμε, είχαν και αλέτρι, με ένα άλογο αλέτρι, να κάνει χωράφι, δυο άλογα και το αλέτρι, ένα. Εγώ ήθελα να κάνω χωράφι; Πάει ο παππούς σου. Το πρωί την Πρωτοχρονιά, σηκώνονταν γρήγορα το πρωί, να πάει να δώσει κουλούρα τα ζώα. «Αν βγουν τα καρκατζέλια» έλεγα εγώ. «Δεν βγαίνει, θεια μου», λέει. Καρκατζέλια. Παρουσιάζεται σαν άνθρωπος, σαν βρικόλακας, θα τα ονειρεύομαι απόψε. Πολλά κακά, τιμωρία όμως, είχαμε να φάμε, αλλά ήταν τιμωρία πολλύ, φόβος, τόσα που γίνονταν. Μια χρονιά θερίζαμε το καλοκαίρι, εδώ όπως πάμε για το Σερβωτά, είχα ένα χωράφι, θερίζαμε. Τότε ήταν και αντάρτες, ήταν πολλοί, ήταν ένας άνδρας κάπα κόκκινη, ως κάτω, κόκκινη κάπα, έρχονταν από το Βελέσι, πήγαινε κατά τη Σερβωτά. Εμείς δεν ήταν εδώ και στον Αποστόλη το χωράφι. Και έλεγε ο αδερφός του πατέρα μου, θέριζαν δεμάτια εκεί, τα βάλαμε με τη σειρά έτσι, το ένα πάνω από το άλλο, και στρίψαμε από εδώ, να μη μας δει αυτός. «Μπάρμπα, πού πάει αυτός;». «Πάει ίσα μέσα στα Σερβωτά, πώς θα φύγουμε» λέει. «Να φύγει αυτός και ύστερα θα φύγουμε» λέει. Και μας πήρε η νύχτα, να φύγει αυτός, να δούμε τι άνθρωπος είναι, μήπως ήταν αντάρτης, είχε μια κάπα από πάνω έως κάτω, με κατσούλα. Πεζός. Πω, τι φόβο τράβηξα τότε. Εγώ είπα: «Μπάρμπα, δεν έρχομαι στο χωράφι». «Γιατί, κορίτσι μου;». «Δεν έρχομαι, άμα έρθει αυτός», λέω. Τι, ήξερες ποιος ήταν; Άνθρωπος, αλλά τι έκρυβε; Και έλεγα εγώ μην είχε πιστόλια, τουφέκια, «Και να έχει, κορίτσι μου, ποιος τον ζυγώνει;» λέει. «Φοβάται ο κόσμος, κρύβονται» λέει. Και πάει μέσα στη Σερβωτά, τι έγινε ύστερα, μικρό ήμουν. Πού πάει! Πολλά, πέρασα πολλά στη ζωή μου, δεν ξέρω η Βαρβάρα τι έκανε, εγώ τα θυμάμαι σαν να είναι τώρα, σαν να τα βλέπω τώρα. Και έλεγε ο πατέρας μου: «Κλείσε την πόρτα, η Γραμμάτω βγαίνει έξω το βράδυ, φοβάται» λέει. Ήβλεπα πολλά ονειρώματα, πεταγόμουν στον ύπνο, «τι να σε κάνω, βρε κορίτσι μου, μη φοβάσαι» λέει «με τόσα που βλέπεις και ακούς». Η Βαρβάρα δεν έτιονε, εγώ φοβόμουν πολύ, πετάγομαν στον ύπνο, αυτά που έβλεπα την ημέρα. Φώναζα το βράδυ, μου έλεγε ο παππούς εδώ: «Τι ουρλιάζεις όλη νύχτα; Τι φωνάζεις» μου λέει. Φαντάσου τι ήβλεπα. Πέρασα πολλά, είδα, γι' αυτό φοβάμαι. Με έλεγε ο παππούς, με άκουσε το βράδυ: «Φωνάζεις, κλαις στον ύπνο» λέει. Και τώρα, καταλαβαίνω, κλαίω κάμποσες φορές, φωνάζω. Όταν ξυπνάω, καταλαβαίνω. Φώναζα μια βραδιά, μάλλον ήμουν στη Σερβωτά και μάλωνα εκεί με άλλη εκεί, και λέω εγώ: «Σεισμός 10 Ρίχτερ να γίνει», και μόλις είπα 10 Ρίχτερ, Αντιγόνη, βρόντηξε εδώ έξω στα τσίγκια ένας δυνατός, τώρα μπορεί να τα άκουσα εγώ στο όνειρο, δεν θα γίνηκε, ξέρεις τι βρόντο, όπως είναι τα φουρνέλια, που λένε ρίχνουν τα βουνά. Και σηκώθηκα, ανάβω τα φώτα, τηράω έξω, φοβόμουν να βγω, στη βεράντα λίγο στην πόρτα, να δούμε, τι, σεισμός γίνηκε αλήθεια; Ονειρευόμουν όμως, άμα γίνονταν... Πετάχτηκα και βγήκα έξω.
Το '74 ήρθαν χαρτιά για επιστράτευση στον Κίμωνα;
Ποιον;
Τον παππού.
Τον παππού;
Ναι. Ήρθαν χαρτιά για επιστράτευση, όταν έγινε στην Κύπρο;
Τον πήραν επιστράτευση, αλλά το βράδυ τους απόλυσαν, λέει, πώς ήρθε δεν ξέρω. Τον πήραν, τους πάνε όλους στην Καρδίτσα, η μάνα σου ξέρει, σάματις πού θυμάμαι, έκλαιγα. Αφού σου λέω έκλαιγα και ήρθαν τα αγελάδια, είχαμε δυο αγελάδες, και δεν πήγα να τις δέσω, φοβάμαν να πάω ως εκεί, έκλαιγα τον παππού. Και βοσκούσε η αγελάδα μέσα και λέμε: «Αντάρτης. Αντάρτης ήρθε!». Μέσα αντάρτες. Να σε πει η μάνα σου. Τον πήραν, και άλλοι άνδροι, πω πω!
Ποιους από το χωριό;
Πώς;
Από το χωριό ή και άλλα χωριά;
Από εδώ και άλλα χωριά, κι άλλα χωριά, και από εδώ πήραν. Ναι. Ξέρεις τι περνάει ο άνθρωπος; Να μη ζας ντιπ. Εγώ στη ζωή μου πέρασα πολλά, γι' αυτό δεν ακούω, κλάματα πολλά, φόβο πολύ είχα, πεταγόμουν στον ύπνο. Ο πατέρας μου με έκλεισε την πόρτα να μη βγω έξω, λέει. «Βλέπεις φαντάσματα». Βλέπω φαντάσματα, όσα πέρασες, και χώρια τώρα εδώ με τους άνδρες, για πες εσύ. Δεν είναι καλή η ζωή τώρα, και τότε, αλλά και τώρα όμως. Πέθανε ο πατέρας μου, ο Γιώργος, ο αδερφός μου ήταν μικρός, ήμουν αρραβωνιασμένη εγώ. Έπαιρνε το τσαπί τούτες τις ώρες, ακόμα ακόμα, και πάαινε έσκαβε, να βγάλει τον πατέρα μου, ήθελε τον πατέρα μου στο σπίτι. «Πού πάει ο Γιώργος, πού πάει;». Πααίναμε με τη Βαρβάρα, όταν νυχτώσει, μη μας δουν ο κόσμος. Έσκαβε εκεί, «να βγάλω τον πατέρα μου» λέει «θα έρθει ο πατέρας μου σπίτι». «Έλα σπίτι, Γιώργο». «Όχι, δεν έρχομαι» λέει. Ζας έτσι; 50 χρονών ήταν ο πατέρας μου, σαν τον πατέρα σου, παντρεύτηκε πριν πάει φαντάρος. Πέρασε πολλά και ο πατέρας μου, γι' αυτό δεν έζησε. Τώρα δεν έχω άλλα να σου πω. Δεν θυμάμαι, άμα θυμηθείς, να έτσι. Τι έκανες όξω;
Σας ευχαριστούμε.
Φωτογραφίες

Κίμωνας και Γραμματεία Α ...
Καραγκούνικος γάμος, 1960.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Γραμματεία Αλεξανδρή γεννήθηκε στο Σερβωτά Τρικάλων και ζει στο Πεδινό Καρδίτσας. Έχει τρία παιδιά, το ένα εκ των οποίων δεν βρίσκεται στη ζωή. Στην αφήγηση αναφέρεται στο αίσθημα της απώλειας της μητέρας της και του πατέρα της και στο πώς αυτό επηρέασε τη μετέπειτα ζωή της. Εξιστορεί διάφορα γεγονότα της παιδικής της ηλικίας, που αφορούν τη γερμανική κατοχή στα χωριά. Επίσης αναφέρεται στην επιστράτευση του συζύγου της το '74. Παράλληλα, επισημαίνει τον ρόλο της γυναίκας στην αγροτική παραγωγή και την αγροτική κουλτούρα κατά τις δεκαετίες '40-'70, και τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπιζαν λόγω έλλειψης υγιεινής. Προσθέτει διάφορα στιγμιότυπα λαογραφικής φύσης, που αφορούν τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής, όπως την τοπική διατροφή, τον καραγκούνικο γάμο, τα παραμύθια και τις δεισιδαιμονίες που τα συνοδεύουν.
Αφηγητές/τριες
Γραμματεία Αλεξανδρή
Ερευνητές/τριες
Αντιγόνη Μαρέ
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/10/2021
Διάρκεια
88'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Η αφηγήτρια είναι γιαγιά της ερευνήτριας.
Λεξιλόγιο:
αλατσίδια=αγριόχορτα
γκαζιές=δοχεία
ζμύσιο=ζυμωτό ψωμί
νταϊρέ=ντέφι
γραπατσούλα=μαϊμού που πιάνεται όπου βρει
κοσιά=κοφτερό μαχαίρι
γέρεψε=θεράπευσε
βοή=ζήλια
κατσούλα=κουκούλα
λούμινες=αλουμινένιες
τρόιρα=γύρω-γύρω, τριγύρω
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Γραμματεία Αλεξανδρή γεννήθηκε στο Σερβωτά Τρικάλων και ζει στο Πεδινό Καρδίτσας. Έχει τρία παιδιά, το ένα εκ των οποίων δεν βρίσκεται στη ζωή. Στην αφήγηση αναφέρεται στο αίσθημα της απώλειας της μητέρας της και του πατέρα της και στο πώς αυτό επηρέασε τη μετέπειτα ζωή της. Εξιστορεί διάφορα γεγονότα της παιδικής της ηλικίας, που αφορούν τη γερμανική κατοχή στα χωριά. Επίσης αναφέρεται στην επιστράτευση του συζύγου της το '74. Παράλληλα, επισημαίνει τον ρόλο της γυναίκας στην αγροτική παραγωγή και την αγροτική κουλτούρα κατά τις δεκαετίες '40-'70, και τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπιζαν λόγω έλλειψης υγιεινής. Προσθέτει διάφορα στιγμιότυπα λαογραφικής φύσης, που αφορούν τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής, όπως την τοπική διατροφή, τον καραγκούνικο γάμο, τα παραμύθια και τις δεισιδαιμονίες που τα συνοδεύουν.
Αφηγητές/τριες
Γραμματεία Αλεξανδρή
Ερευνητές/τριες
Αντιγόνη Μαρέ
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/10/2021
Διάρκεια
88'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Η αφηγήτρια είναι γιαγιά της ερευνήτριας.
Λεξιλόγιο:
αλατσίδια=αγριόχορτα
γκαζιές=δοχεία
ζμύσιο=ζυμωτό ψωμί
νταϊρέ=ντέφι
γραπατσούλα=μαϊμού που πιάνεται όπου βρει
κοσιά=κοφτερό μαχαίρι
γέρεψε=θεράπευσε
βοή=ζήλια
κατσούλα=κουκούλα
λούμινες=αλουμινένιες
τρόιρα=γύρω-γύρω, τριγύρω