«Είχα την καθημερινότητα του πρωταθλητή!»: Ένα κορίτσι από την Καρδίτσα σπουδάζει στο θρυλικό Ωδείο Τσαϊκόφσκι της Σοβιετικής Μόσχας
[00:00:00]Καλησπέρα σας!
Καλησπέρα!
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Νίνα Καλούτσα, το επίσημό μου Χριστίνα.
Σήμερα, λοιπόν, είναι Πέμπτη, 28 Οκτωβρίου του 2021, και βρίσκομαι με την κα. Νίνα Καλούτσα στην Καισαριανή, στην Αθήνα–
Χρόνια πολλά!
Χρόνια πολλά! Εγώ είμαι η Μαρία Μακρή, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Kυρία Καλούτσα, πού μεγαλώσατε;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καρδίτσα έως 18 χρονών, το 1967 γεννήθηκα. Και μεγάλωσα στην Καρδίτσα, όμως η Καρδίτσα, ο Νομός, είναι ένας αγροτικός νομός του κάμπου κυρίως, βέβαια έχει και βουνά, τα Άγραφα, όμως δεν ήμουνα καμπίσια, η καταγωγή μου δεν είναι από τους Καραγκούνηδες, που είναι η πλειονότητα των ανθρώπων που κάμπου. Η μητέρα μου είναι Πόντια, από το ρωσικό Καύκασο, γεννημένη εκεί από Πόντιους γονείς, και ο μπαμπάς μου είναι «Ορεινός», έτσι λέγεται, δεν είναι ούτε Καραγκούνης ούτε Βλάχος ούτε Σαρακατσάνος, όπως λέγονται οι «λαοί», ας πούμε, οι τοπικοί που είναι εκεί, είναι «Ορεινός». Γεννήθηκε στη Λίμνη Πλαστήρα, στο χωριό Πεζούλα. Έτσι, λοιπόν, εγώ, παρόλο που μεγάλωσα στην Καρδίτσα, ανατράφηκα ως Πόντια περισσότερο. Όταν ήμουν μικρή, δε συναναστράφηκα τόσο με τους –φυσικά, όλοι μου οι φίλοι ήταν ντόπιοι–, αλλά μέσα στο σπίτι μας δεν είχαμε την κουλτούρα των Καραγκούνηδων, είχαμε την κουλτούρα των Ποντίων. Και ίσως ο παππούς μου να ήταν, και η μαμά μου και η γιαγιά μου, οι μόνοι Πόντιοι της περιοχής εκείνα τα χρόνια. Αργότερα ήρθαν κι άλλοι, αλλά ήταν οι μόνοι και γι’ αυτό ακόμα περισσότερο έτσι διαφύλατταν, να σ’ το πω έτσι, τις παραδόσεις, μας μιλούσαν ρωσικά, από τη γέννησή μου με την αδερφή μου ο παππούς και η γιαγιά μάς μιλούσαν ρωσικά και μας μετέδωσαν την αγάπη στο ρωσικό πολιτισμό. Και η μητέρα μου… δεν είχε καμία έτσι… είχε φίλες ντόπιες, αλλά δεν είχε καμία σχέση ως πολιτισμό με τους ντόπιους.
Απ’ τα παιδικά σας χρόνια τι θυμάστε εντονότερα;
Πολλά πράγματα: Καταρχάς, θυμάμαι τον μπαμπά μου να χαριτολογεί και να λέει ότι είναι «Ποντιόπληκτος»! Δηλαδή είχε παραδοθεί πλήρως ο πατέρας μου, που ήταν ο ντόπιος, ας πούμε, είχε παραδοθεί στην οικογένειά της μαμάς μου, στους παππούδες μου, στις παραδόσεις και τα είχε δεχτεί και του καλοάρεσαν, γιατί οι Πόντιοι ήταν πολύ πιο μπροστά ως λαός σε σχέση με τους ντόπιους Καραγκούνηδες, Βλάχους κτλ. Οπότε και από την πλευρά του μπαμπά μου δεν υπήρχε κάποια επιμονή στο να ακολουθήσουμε τον τρόπο σκέψης και το πώς μεγάλωσε ο ίδιος, καθόλου. Τι θυμάμαι έντονα: Η οικογένειά μου ήταν οικογένεια εμπόρων. Όταν γεννήθηκα, ήδη υπήρχε το εργοστάσιο αεριούχων ποτών που είχε ιδρύσει ο παππούς μου, ο «ΚΡΟΝΟΣ», που ήταν το εργοστάσιο το οποίο ως το 2005, ‘04-‘05, για πάρα πολλές δεκαετίες δηλαδή, από το 1965 ως το 2005, στην Καρδίτσα, σε όλο το Νομό, τροφοδοτούσε με αεριούχα ποτά τον αγροτικό αυτό νομό, που τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι τα καλοκαίρια οι άνθρωποι –στα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν ούτε τρακτέρ– ήταν στα χωράφια και διψούσαν, γι’ αυτό είχε και πάρα πολύ μεγάλη κατανάλωση, όμως, επειδή ήταν πολύ καλά τα αναψυκτικά του, τον αγαπούσαν πολύ και τα προτιμούσαν. Γιατί κάποιες φορές βρισκόντουσαν και άλλα, από άλλους νομούς, αλλά δεν ευημερούσαν, δεν τα ήθελαν, ήθελαν τα δικά μας! Και τότε, θυμάμαι, παρήγαγε λεμονάδες, πορτοκαλάδες, μπυράλ –είναι ένα αναψυκτικό που στην πορεία χάθηκε–, γκαζόζες και βυσσινάδες, είχε μεγάλη ποικιλία. Έχω πολλές εικόνες από τα πρώιμα παιδικά μου χρόνια: Φορτηγά δικά μας να είναι φορτωμένα με τα αναψυκτικά μας σε ξύλινα κασόνια και πίσω, στο πίσω μέρος, να βάζουμε πάγο, με κάτι μεγάλες δαγκάνες, έτσι, σαν ψαλίδες, να φορτώνουν πάγο οι εργάτες, όπως τους λέγαμε, και οι οποίοι εργάτες –και ο παππούς μου και ο μπαμπάς μου– και να τα πηγαίνουν στα χωριά της Καρδίτσας, και ορεινά και πεδινά, φυσικά. Γιατί τότε πολλά χωριά δεν είχαν ρεύμα και δεν είχαν –πώς το λένε;– ψυγείο. Είχανε τον πάγο, τον σπάγανε οι άνθρωποι και τον βάζανε σε κάτι σαν ψυγείο, που ήτανε χωρίς όμως ρεύμα. Και θυμάμαι πολύ καλά όλα αυτά. Θυμάμαι τον μπαμπά μου, έχω εικόνες να έχει σε μια γωνιά τα κασόνια, που σπάγανε, γιατί ήταν ξύλινα, για να βάζουμε μέσα τα αναψυκτικά, και να τα επιδιορθώνει με καρφιά. Θυμάμαι τα τρίκυκλα που είχαμε, με παιδιά που εργαζόντουσαν σ’ εμάς, ανήλικα, που μεταφέρανε, καθόντουσαν πίσω στο ποδήλατο, ποδηλατούσαν, είχαν το τιμόνι και μπροστά ήταν ένα μεγάλο καρότσι με δύο ρόδες και βάζανε και πηγαίνανε στους πελάτες μέσα στην Καρδίτσα. Είχαμε πολλά παιδιά, και με ποδήλατα κανονικά και με τρίκυκλα, που εργαζόντουσαν. Θυμάμαι τις γιορτές, Χριστούγεννα και Πάσχα, που οι γονείς μου γυρνούσαν εξουθενωμένοι από την πολλή δουλειά και κοιμόντουσαν, ποτέ δεν πήγαιναν στην Ανάσταση. Δεν τηρούσαμε αυτά τα έθιμα, γιατί ήταν εξαντλημένοι και γυρνούσαν στο σπίτι, αφού είχαν εξυπηρετήσει όλη την Καρδίτσα! Φανταστείτε, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο τότε κι ήτανε γιορτές: αναψυκτικά «ΚΡΟΝΟΣ», δεν υπήρχε σπίτι χωρίς αυτά! Και θυμάμαι όλα αυτά. Θυμάμαι την οικογένειά μου να χαίρει μεγάλου σεβασμού, όχι επειδή είχαν το εργοστάσιο, αλλά επειδή ήταν οι άνθρωποι που ήταν, και ακόμα και σήμερα έτσι, να τους συζητάνε και να τους αγαπάει πάρα πολύς κόσμος. Θυμάμαι, όταν έβγαινα με τον παππού μου, ήμουν μικρό κοριτσάκι, με έπαιρνε από το χέρι για να περάσουμε την πλατεία, εγώ θύμωνα και δεν ήθελα να πάω μαζί του, γιατί τον σταματούσε πάρα πολύς κόσμος και μιλούσε με όλους κι εγώ τον τραβούσα να φύγουμε! Και για να διασχίσουμε την πλατεία ήταν για μένα: «Θεέ μου!», δεν ήθελα! Την κεντρική πλατεία. Βαριόμουνα σαν παιδάκι. Τι να πω; Πολλές, πολλές εικόνες! Ενωμένη οικογένεια, πολύ ενωμένη! Εγώ και η αδερφή μου ήμασταν το κέντρο της οικογένειας και ήταν όλοι γύρω μας για να κάνουν το καλύτερο, για να μεγαλώσουμε με τον καλύτερο τρόπο. Με μεγάλη δοτικότητα, με υπερδοτικότητα κάποιες φορές, με τα θέλω μου, οι επιθυμίες μου να πραγματοποιούνται αμέσως. Γιατί; Γιατί βλέπαν ότι ήμουν και ένα παιδί που διάβαζα, που μελετούσα, που ήθελα να φτιάξω πράγματα, να δημιουργήσω, να προοδεύσω, φιλοπρόοδη, φιλοπερίεργη, φιλο-… Τέτοια πράγματα, οπότε τα τιμούσαν αυτά και τα… ναι, τους έδιναν ώθηση. Θυμάμαι 4 χρονών, έχω μία εικόνα, στο πολύ… τότε ήταν πολύ φτωχοί στην αρχή, στα πρώτα χρόνια που φτιάξανε την παραγωγή των αναψυκτικών ζούσαν πολύ φτωχικά, όμως στο φτωχικό σπίτι είχε… θυμάμαι την εικόνα να μου φέρνουν το πιάνο, εργάτες. 4 χρονών ξεκίνησα πιάνο. Στην Καρδίτσα τότε δεν υπήρχε αυτό, δεν καταλάβαιναν οι άνθρωποι είναι το πιάνο, τι είναι όλα αυτά, όμως οι παππούδες μου από τη Ρωσία, από τον Καύκασο, που είχαν ζήσει εκεί, όλα τα σπίτια των Ελλήνων Ποντίων του Καυκάσου είχαν πιάνο μέσα, είτε έπαιζε κάποιος είτε όχι. Το πιάνο ήταν ένα υποχρεωτικό όργανο να υπάρχει. Και έτσι, ήταν αυτονόητο να είναι και στο δικό μας σπίτι. Ένα μαύρο πιάνο, θυμάμαι, ρωσικό ήταν κι εκείνο, και ξεκίνησα 4 χρονών τα μαθήματα πιάνου. Το σπίτι μας, λέω ξανά, ήταν πολύ φτωχικό, αλλά πιάνο είχαμε και μαθήματα έκανα, έτσι; Μεγαλώνοντας, θυμάμαι τον εαυτό μου να πηγαίνω στο βιβλιοπωλείο, που ήταν απέναντι από το μαγαζί μας, όποτε ήθελα, να παίρνω όποιο βιβλίο ήθελα και μετά να πληρώνουν οι γονείς μου, χωρίς να μου πει κάποιος: «Τι; Πώς;». Και να διαβάζω, να έχω έναν κατάλογο και να διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω… Πάνω από εκατό-εκατόν είκοσι –δεν ξέρω– βιβλία το χρόνο διάβαζα! Μόνη μου, παιδάκι, χωρίς κάποιος να με σπρώξει ή να μου… Μ’ άρεσε αυτό το πράγμα, να διαβάζω. Μου άρεσε να είμαι πρώτη, μου άρεσε –τώρα έτσι θυμάμαι–, μου άρεζε να κάνω περίεργα πράγματα, να είμαι σε όλα μέσα: στον οδηγισμό… στη Χορωδία Καρδίτσας, γιατί ναι, πολύ νωρίς ανακάλυψα τη μουσική και άρχισε να με ενδιαφέρει η ανθρώπινη φωνή και άρχισα να ακούω, ως παιδάκι, που παίζαμε στο προαύλιο της Μητρόπολης, του Αγίου Κωνσταντίνου, άκουγα δίπλα στη Μητρόπολη, υπήρχε ένα κτήριο μέσα στο προαύλιο, που έκανε τις πρόβες της η Χορωδία Καρδίτσας. Μόλις τους πρωτοάκουσα –τη θυμάμαι τη σκηνή–, πήγα απ’ έξω και δεν έφευγα! Ήταν μισάνοιχτη η πόρτα και τους άκουγα, άκουγα να τραγουδούν. Πω πω, ήταν για μένα η τεράστια ανακάλυψη: «Τι θαύμα ήταν αυτό; Τραγουδούν!». Πόσο τους θαύμαζα! Και ήταν μεγάλο όνειρο για μένα να τραγουδάω κι εγώ σε αυτή τη χορωδία. Κι έτσι έγινε αργότερα, τραγούδησα και ταξιδέψαμε και στο εξωτερικό και κάναμε πάρα πολλά πράγματα. Και όποτε άκουγα φωνή να τραγουδάει, ανθρώπους, άρχιζα να βλέπω τον εαυτό μου. Κι εγώ ήθελα αυτό το πράγμα, να είμαι σε μια σκηνή και να τραγουδάω και να με χειροκροτούν και να τραγουδάω όμορφα! Αυτό ήταν πάρα πολύ… μια έντονη εικόνα μέσα μου. Κι έτσι, αυτές ήταν οι πρώτες εικόνες: Πολλή δουλειά, οικογένεια όλοι μαζί ένα, σαν μια γροθιά, και στην πορεία των ετών πρόοδος, πρόοδος, πρόοδος, με αρχηγό τον παππού μου, ο οποίος ήταν πραγματικά πανέξυπνος και με μεγάλη ενσυναίσθηση, πολύ αγαπητός στους ανθρώπους, βοηθούσε πολύ τους ανθρώπους. Αυτό για τις πρώτες εικόνες μου…
Από πού προήλθε η σκέψη για σπουδές στη Ρωσία;
[00:10:00]Την αγάπη μας για τη Ρωσία μάς την άφησαν οι παππούδες μου. Δηλαδή μας μιλούσαν ρωσικά, όταν ήμουνα μικρή δεν καταλάβαινα: «Ελληνικά μου μιλάνε; Ρωσικά;», εγώ σε όλα απαντούσα! Μετά, όταν πήγα σχολείο, κατάλαβα ότι υπάρχει… υπάρχει ένα κομμάτι της γλώσσας που είναι άλλο, δεν είναι ελληνικά. Οι παππούδες μου συνειδητά μού μιλούσαν, ο παππούς και η γιαγιά, ρωσικά, γιατί ήθελαν να μπούμε σε αυτό τον πολιτισμό, και μας εμφύσησαν τη μεγάλη αγάπη για τη ρωσική κουλτούρα, για τον πολιτισμό, για τη μουσική, για τα γράμματα… Θυμάμαι στο σπίτι μας είχαμε τη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια στα ελληνικά, που ήταν πάρα πολλοί τόμοι, ακόμα την έχουμε, και πάνω στο γραφείο ο παππούς μου είχε ανοιχτό έναν τόμο πάντα και τον οποίο διάβαζε με τη σειρά! Και γύριζε σελίδα, ό,τι είχε το διάβαζε και γύριζε. Και διάβασε έτσι όλη τη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, ήθελε να διαβάζει ό,τι έχει σχέση με Ρωσία, γιατί ζούσε κάποτε στη Ρωσία, έτσι; Όταν ήταν νέος. Και εκεί γνώρισε τη γιαγιά μου, εκεί γεννήθηκε η μαμά μου και μετά φύγανε, με τον πόλεμο. Και αυτές ήταν οι εικόνες που ήταν μέσα μου. Θυμάμαι στο σπίτι μας να υπάρχει πραγματικά λατρεία για τα ρωσικά πράγματα! Η μητέρα μου ήταν μία ξεριζωμένη γυναίκα, πρόσφυγες ήταν, μέσα στον πόλεμο, που ήρθαν από τη Ρωσία, πρώτα στη Γερμανία ήτανε ως αιχμάλωτοι, μετά ήρθαν. Ήταν μία ξεριζωμένη γυναίκα, δεν είχε εκεί συγγενείς, στην Καρδίτσα ήταν μόνη της, εκτός από τους γονείς της. Και κρατήθηκε, εντός εισαγωγικών, από την αγάπη για τη Ρωσία. Κρατήθηκε, κρατιόταν από τα αντικείμενα, τα χρηστικά και διάφορα άλλα ,τα οποία είχαν και τα οποία σύλλεγε όλη της τη ζωή και η γιαγιά μου και η μαμά μου και πλέον υπάρχει μία πολύ μεγάλη συλλογή στην Καρδίτσα. Το σπίτι μας όλοι το λένε «Μουσείο», έχει πολλά, και 19ου, 20ου αιώνα, πολλές πορσελάνες, πολλά, πολλά πράγματα, από κιτς εντελώς, συνειδητά και αυτά τα μάζευε, έως μεγάλης αξίας. Αυτά ήταν ένα σημαντικό κομμάτι, οπότε εμείς μεγαλώσαμε μέσα στα ρωσικά πράγματα: Μεγαλώσαμε μέσα στις πορσελάνες, μέσα στα μαχαιροπίρουνα τα ρωσικά, μέσα στα ρωσικά λινά. Η μαμά μου από μικρό κοριτσάκι κεντούσε, ήταν κεντήστρα, δηλαδή για τον εαυτό της, όχι ότι πληρωνόταν, αλλά είχε μεγάλη γνώση όλων των κεντημάτων –και συλλέκτρια και σπανίων κεντημάτων ήταν. Συλλέκτρια, ας πούμε, περιοδικών των αρχών του 20ου αιώνα, θυμάμαι έχουμε και τα ‘χουμε: Η Φιλόκαλος Πηνελόπη, υπήρχε ένα περιοδικό που είχε μέσα κεντήματα, ήταν για κυρίες της εποχής. Και μάλιστα, κάποια από αυτά τα πήρε, τα ξεσήκωσε και τα έφτιαξε. Έχουμε κουρτίνες που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού και τα έχει βγάλει από τη Φιλόκαλο Πηνελόπη –με κοφτό και με διάφορα τέτοια. Έτσι, λοιπόν, μεγαλώσαμε μέσα σε ένα περιβάλλον όπου εκτιμούσαμε αυτά τα πράγματα. Και αυτό επεκτάθηκε σε πίνακες ζωγραφικής, σε –πέρα από τα ρωσικά–, στο να εκτιμάμε τα καλά υφάσματα, ωραία πράγματα, το να πηγαίνουμε σε μουσεία εγώ και η αδερφή μου, ώσπου η αδερφή μου σπούδασε σχέδιο μόδας στην Ιταλία, στην Accademia Italiana Moda, στη Φλωρεντία, και εγώ πήγα στη Ρωσία για σπουδές. Ήτανε κάτι το αυτονόητο. Βέβαια, αυτό ήταν σε όλα μας τα παιδικά χρόνια, έτσι ζούσαμε: Μιλούσαμε ρώσικα στο σπίτι, όταν κάποιος δεν θέλαμε να καταλάβει, μιλούσαμε ρωσικά, ως και ο μπαμπάς μου είχε μάθει ρωσικές λέξεις ή κι αν δε μιλούσε, τα καταλάβαινε όλα. Και ξεκινήσαμε από την ηλικία των 12 ετών, το 1981 πρώτη φορά πήγαμε, να πηγαίνουμε στη Ρωσία για διακοπές τα καλοκαίρια. Εκεί ήταν πάλι μια βουτιά σε έναν άλλο πολιτισμό τότε, ήταν Σοβιετική Ένωση, φυσικά, στο βόρειο Καύκασο, πρώτα στη Μόσχα, όπου πηγαίναμε σε μουσεία, μας πήγαινε η γιαγιά στο Θέατρο Μπολσόι, τότε ήταν πάρα πολύ δύσκολο να πέσεις, ως παιδί. Πήγαινα, θυμάμαι τις παραστάσεις που είδα, έχω ακόμα τα προγράμματα. Και μετά –με το τρένο γινόταν αυτό, 3 μερόνυχτα απ’ την… Αθήνα-Μόσχα με το τρένο, μέναμε 3-4 μέρες, πηγαίναμε στα μουσεία– και μετά μας πήγαινε στο βόρειο Καύκασο, στην πόλη Εσεντουκί, εκεί που γεννήθηκε η μαμά μου, που ήταν συγγενείς μας, και περνούσαμε 2 μήνες, 1μιση μήνα το καλοκαίρι. Οπότε εκεί ήταν μια βουτιά μέσα στον ποντιακό, ας πούμε, πολιτισμό του Καυκάσου, που ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό, σαν να άλλαζα χωροχρόνο, σαν να πήγαινα σε έναν άλλο πλανήτη σε σχέση με την Καρδίτσα και την Αθήνα –γιατί στα παιδικά μας χρόνια πηγαινοερχόμασταν και στην Αθήνα, η γιαγιά μου είχε το σπίτι εδώ που είμαστε, ήταν το πατρικό της. Οπότε στη Ρωσία εκεί ήταν καλοκαίρι, είναι λουτρόπολη το Εσεντουκί και το καλοκαίρι είχε… όσο πήγαινα, στα χρόνια που πήγαινα, χτίστηκε ένα πολύ όμορφο θέατρο της πόλης –στην αρχή δεν υπήρχε, μετά υπήρχε. Όλες οι μεγάλες ορχήστρες από τη Μόσχα, από το Λένινγκραντ, με τους σπουδαίους αρχιμουσικούς, κάνανε περιοδείες τα καλοκαίρια στις λουτροπόλεις. Και άκουσα αρκετές από αυτές. Ό,τι συναυλία γινόταν, εγώ ήμουνα πρώτη μέσα! Μόνη μου, πήγαινα, αγόραζα ένα εισιτήριο, δε με ένοιαζε να βρω άλλους και πήγαινε και ερχόμουνα. Οπότε εκεί βούτηξα ακόμα πιο βαθιά. Εκεί ήταν η πρώτη μου δασκάλα στο κλασικό τραγούδι, όπου έμαθα πολλά ρωσικά τραγούδια και δημοτικά ρωσικά, με την τοποθέτηση την κλασική όλα. Εκεί είχα δύο θείες Πόντιες, τη Λιούσια και τη Λένα, οι οποίες δίδασκαν πιάνο και με είχαν αναλάβει, και εγώ περνούσα τα καλοκαίρια μου: 5 ώρες τη μέρα διάβαζα πιάνο, 4 ώρες διάβαζες πιάνο, μετά πήγαινα στις συναυλίες, πήγαινα στο πάρκο, είχα πάρα πολλούς φίλους… Γενικά στη Ρωσία, και εκείνα τα χρόνια πολύ, αλλά και αργότερα, όταν πήγα για σπουδές στη Μόσχα, το καλύτερο διαβατήριο ήταν το γεγονός ότι είμαι Ελληνίδα! Μόλις άκουγαν ότι είμαι Ελληνίδα, άνοιγαν τα σπίτια τους, κάνανε τραπέζια, με φιλοξενούσαν, βαθιά αγάπη για τους Έλληνες, για τον ελληνικό πολιτισμό –κυρίως των αρχαίο, γιατί το σύγχρονο δεν τον ξέρανε. Και ήμουνα σε μία όχι απλά φιλική χώρα, αλλά μία χώρα που λάτρευε τους Έλληνες –και λατρεύει ακόμα– και ένιωθα πάρα πολύ ωραία πάντοτε στη Ρωσία. Έτσι, λοιπόν, για μένα η Ρωσία ήταν μέσα στην καθημερινότητά μου και ήθελα, την αγαπούσα και όταν πήρα την υποτροφία για το Ωδείο Τσαϊκόφσκι στη Μόσχα, για να σπουδάσω καθηγήτρια φωνητικής, υψίφωνος, πέταξα απ’ τη χαρά μου, αλλά μου ‘ρθε και σαν αυτονόητο.
Από τις πρώτες μέρες της άφιξής σας στη Ρωσία τι θυμάστε;
Όταν πήγα για σπουδές;
Ναι, ναι, ναι.
Όχι όταν ήμουν παιδί; Ήταν πάλι Σοβιετική Ένωση, επί Γκορμπατσώφ πήγα, το 1987. Ήταν η πρώτη φορά που πήγα ολομόναχη, πήρα, όπως είπα, κρατική υποτροφία, δηλαδή κάθε μήνα έπαιρνα μισθό εργάτη. Όλα ήταν φροντισμένα, υπήρχε η φοιτητική εστία για να μείνω… Επειδή ήμασταν παιδιά από όλο τον κόσμο και επειδή το κρύο είναι ακραίο εκεί και εμείς είμαστε από νότιες χώρες, μόλις ήρθαμε, μας πήγανε σε έναν χώρο μεγάλο, που είχε υπέροχα παλτό, γάντια, παπούτσια, μπότες, καταπληκτικά όλα, πολύ καλής ποιότητας, και μας έκαναν δώρο όλο το ντύσιμο: Σοβιετική Ένωση τότε! Δηλαδή φρόντισαν για το ντύσιμό μας, κάπελα, όλα με γούνες, με αυτά, όπως πρέπει. Αυτό ήταν μια πρώτη εντύπωση που μου με είχε εντυπωσιάσει. Μετά όχι απλά είχα εντυπωσιαστεί από το Ωδείο Τσαϊκόφσκι, ήμουνα σοκαρισμένη από αυτό που έβλεπα! Ήταν ένα τεράστιο –όχι ένα κτήριο, πολλά κτήρια, έτσι;–, 19ου αιώνα, μου φαίνεται να είναι και του 18ου, με αίθουσες συναυλιών μέσα, πολλές, διάσημες αίθουσες, η μεγάλη αίθουσα του Κονσερβατορίου, η μικρή αίθουσα του Κονσερβατορίου, διάσημη, η «Ραχμάνινωφ», η αίθουσα του Ραχμάνινωφ, και άλλες πιο μικρές, έτσι; Και φυσικά, ήταν οι καθηγητές μας: Κυκλοφορούσα καθημερινά ανάμεσα στα μεγαλύτερα ονόματα του κόσμου, τους καθηγητές μας, σε όλους τους τομείς, σε όλα τα όργανα, στο βιολί οι σπουδαιότεροι του κόσμου… Δεν τους γνώριζα προσωπικά, αλλά κυκλοφορούσα ανάμεσά τους. Στο πιάνο οι σπουδαιότεροι του κόσμου, στην όπερα οι σπουδαιότεροι του κόσμου, οι… και σε όλα τα όργανα! Δηλαδή ήταν ένα φαινόμενο τότε το Ωδείο, επί Σοβιετικής Ένωσης, το συγκεκριμένο Ωδείο. Η Σοβιετική Ένωση είναι τεράστιο κράτος, με εκατομμύρια, εκατοντάδες εκατομμυρίων πληθυσμό, που είχε τις Δημοκρατίες: Δημοκρατία της Ουκρανίας, Δημοκρατία της Μολδαβίας, της Λευκορωσίας, του Ουζμπεκιστάν, όλα αυτά ήταν Σοβιετική Ένωση. Και για να περάσει κάποιος στο Ωδείο της Μόσχας, για να γίνει φοιτητής στην όπερα, που υπήρχε συγκεκριμένος αριθμός κατ’ έτος φοιτητών, έπρεπε να έχει διακριθεί στον εθνικό διαγωνισμό, το δικό του. Δηλαδή ο καλύτερος της Ουκρανίας ή οι δύο καλύτεροι ερχόντουσαν στη Μόσχα, γιατί και η Ουκρανία και το Κίεβο είχε Κονσερβατόριο υπέροχο, εφάμιλλο –πώς να το πω;–, ίσης αξίας υπό το νόμο, κάτω από το νόμο, αλλά φυσικά, δεν είχε τη φήμη του Ωδείου της Μόσχας. Φανταστείτε, λοιπόν, από όλες τις Δημοκρατίες οι καλύτεροι, για να μείνουν στο Ωδείο, για να πάνε στο Ωδείο της Μόσχας. Κι έτσι ακριβώς είχε γίνει και η επιλογή των καθηγητών μας, δηλαδή στη Μόσχα ζούσαν οι καλύτεροι μουσικοί του κόσμου, που τους έπαιρναν από τις Δημοκρατίες τους. Η δασκάλα μου ήταν, λοιπόν, σολίστ στο Θέατρο του Κιέβου πριν έρθει στη Μόσχα. Και την είδε το Μπολσόι, ήθελε μια κολορατούρα, ήθελε την καλύτερη! Την πήρα από το Κίεβο και την έφερε στη Μόσχα, της έδωσε σπίτι υπέροχο, της έδωσε ντάτσα, δηλαδή εξοχικό, την έκανε προφέσορα στο Ωδείο, στο Ωδείο Τσαϊκόφσκι. Και φυσικά, ήρθε η δασκάλα μου, γιατί της άνοιξαν οι πύλες του κόσμου, γιατί ταξίδευε συνεχώς και τραγουδούσε. Και έτσι, ήταν οι καλύτεροι των καλυτέρων. [00:20:00]Φαντάζεσαι, ένας τέτοιος χώρος νομίζω είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, πώς ήταν τότε το Ωδείο της Μόσχας. Γιατί πήγα και στο Ζάλτσμπουργκ μετά, στο Μοτσαρτέουμ, αλλά δεν ήταν έτσι τα πράγματα, δεν ήταν οι καλύτεροι του κόσμου! Ήταν εξαιρετικό επίπεδο, αλλά στην Ευρώπη είναι μοιρασμένοι οι καλοί, στη Ρωσία δεν ήταν να μοιραστούν, ήταν σε ένα μέρος, δηλαδή τόσα αστέρια μαζί σε ένα μέρος… Και που να είναι φίλοι μεταξύ τους, έτσι; Να είναι συνάδελφοι. Μόνο που περπατούσα και συναντούσα στους διαδρόμους τον Μπασμέτ, τον Ρίχτερ έχω συναντήσει και του ‘χω σφίξει το χέρι και άλλους τέτοιους ανθρώπους, που είναι μύθοι του 20ου αιώνα, μόνο η συναναστροφή, μόνο που αναπνέαμε τον ίδιο αέρα, αυτό αφήνει αποτύπωμα. Αφήνει αποτύπωμα στην ψυχή, στην παιδεία, στην κουλτούρα την προσωπική και την κουλτούρα του μουσικού, έτσι; Σε αυτό το περιβάλλον έπεσα, μπήκα 18-19 χρονών, κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτά που είχα ζήσει στην Ελλάδα, προφανώς, έτσι; Και έζησα εκεί 11 χρόνια.
Πείτε μου για τη δασκάλα σας!
Λοιπόν, η πρώτη που δασκάλα ήταν Η Γκαλίνα Πισαρένκο, μία σολίστ, πολύ διάσημη τραγουδίστρια, σολίστ του Θεάτρου Όπερας και Μπαλέτου «Νιμερόβιτς Ντάντσενκο» –είναι το μετά το Μπολσόι Θέατρο, το δεύτερο θέατρο όπερας. Γνωστή σολίστ, με πολύ μεγάλη καριέρα και στη Ρωσία και στο εξωτερικό. Μετά από 2-3 χρόνια υπήρχε έτσι μία ασυμφωνία, δεν μπορούσα να καταλάβω κάποια πράγματα, ο τρόπος που με δίδασκε. Συμβαίνει αυτό συχνά στους δασκάλους τραγουδιού, γιατί είναι μία πολύ προσωπική σχέση. Τη δασκάλα μου τη συναντούσα τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα, έτσι; Και είχα και δύο πιανίστες που ήταν επιφορτισμένες με εμένα, να με κάνουν τραγουδίστρια! Και τον κάθε σπουδαστή έτσι, το ίδιο. Και μεταπήδησα στην Μπέλα Ρουντένκο. Η Μπέλα Ρουντένκο είναι σολίστ του Θεάτρου Μπολσόι, είναι ένας θρύλος του 20ου αιώνα, πέθανε πριν λίγες μέρες. Ένας θρύλος με πολλές πρωτιές παγκόσμιες σε αυτά που έκανε, με μία φωνή που… σε ταξιδεύει είναι πολύ λίγο να πει κάποιος, είναι μια θεά της όπερας, «ντιβίνα», μία ντίβα της όπερας, που όποτε κυκλοφορούσε και κυκλοφορούσα κι εγώ μαζί της, ήταν δακτυλοδεικτούμενη, ότι: «Περνάει η Ρουντένκο!», όπως εδώ έναν ποπ σταρ. Αν βλέπαμε τώρα το Σάκη Ρουβά, θα γυρίζαμε και θα σταματούσαμε να μιλάμε μέχρι να περάσει, θα τον κοιτούσαμε. Έτσι, ήτανε η δασκάλα μου αυτή. H οποία –προσέξτε τι γινόταν επί Σοβιετικής Ένωσης, τι κάνανε για την τέχνη– ήταν professor –η πρώτη μου δασκάλα ήταν υφηγήτρια, αυτή ήταν καθηγήτρια, ήταν πιο πάνω εκείνα τα χρόνια– και έπαιρνε μισθό από το κράτος για να μελετάει με πέντε κορίτσια! Πέντε τραγουδίστριες είχε για 5-6 χρόνια, μετά έφευγε κάποια, έπαιρνε μία άλλη, ποτέ περισσότερες. Εδώ, για να επιβιώσει ένας δάσκαλος τραγουδιού, πρέπει να έχεις τριάντα μίνιμουμ, αλλιώς δε γίνεται… Εκεί είχε πέντε, όμως μελετούσαμε μαζί της τρεις-τέσσερις φορές την εβδομάδα. Και τις υπόλοιπες μέρες όχι ότι δε μελετούσαμε, μελετούσαμε μόνο με τις πιανίστες για να φτιάξουμε, να μισοφτιάξουμε τα καινούρια έργα και να πάμε να τα τελειοποιήσουμε μαζί της. Το πρόγραμμα ήταν πάρα πολύ εντατικό, αυτή η γυναίκα ήταν σε τέτοια δυσθεώρατα ύψη ερμηνείας, που δεν ασχολιόταν με λεπτομέρειες τεχνικές, ασχολήθηκε πολύ όμως με την ερμηνεία μας: Μας έδινε, έδινε έτσι μία… έβαζε μία σφραγίδα υψηλής τέχνης στην ερμηνεία των μαθητριών, όταν και η μαθήτρια ανταποκρινόταν, βέβαια, έτσι; Από τη Ρουντένκο έχω διδαχτεί, πέρα από την τεχνική, πέρα απ’ τ’ ό,τι μας έχει μεταδώσει, μου έχει μεταδώσει την αγάπη μου για τη φωνή –την είχα κι από πριν–, αλλά της έδωσε σχήμα η Ρουντένκο, της έδωσε ροή προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, της αγάπης αυτής που είχα. Διδάχθηκα επίσης αξίες. Ήταν μία γυναίκα εξαιρετικά καλοβαλμένη σε όλους τους τρόπους, όχι όμως στους φαινομενικά τους τρόπους, που βεβαίως ήταν μια αριστοκράτισσα, αλλά στους τρόπους συμπεριφοράς σε βάθος διαχείρισης των σχέσεων, των σχέσεών της με τους άλλους συναδέλφους. Ήταν μία μεγάλη ντίβα χωρίς να είναι ποτέ ντίβα στη συμπεριφορά, με ενσυναίσθηση, με ταπεινότητα, όπως ήταν και όλοι οι καλλιτέχνες που γνώρισα στη Ρωσία. Και όλα αυτά μάς τα πέρασε, δηλαδή δε σημαίνει κάτι που είσαι καλός τραγουδιστής. Συχνά βλέπουμε εδώ στην Ελλάδα το τουπέ ή διάφορα, δεν υπήρχαν αυτά τα πράγματα σε εμάς, καθόλου δεν υπήρχαν! Θα πω ότι φυσικά της μιλούσα στον πληθυντικό, όμως και εκείνη μου μιλούσε στον πληθυντικό πάντοτε, έτσι ήταν το πρωτόκολλο, όχι σ’ εμένα μόνο με τη δασκάλα μου, γενικώς. Π.χ. μου έλεγε, έλεγα: «Μπέλα Αντρέγεβνα», δηλαδή «Μπέλα Αντρέγεβνα» είναι σαν να λέω: «Κυρία Μπέλα», σαν να λέω: «Μπέλα του Ανδρέα», με το πατρώνυμο εκεί προσφωνούμε. Δεν υπήρχε η λέξη «κύριος», «κυρία» τότε στη Σοβιετική Ένωση, «γκασπαντίν», τότε λέγαμε το πολύ-πολύ: «Ταβάρις», «Σύντροφε», αλλά τη δασκάλα μας δε θα την πούμε: «Ταβάρις», ήτανε Μπέλα Αντρέγεβνα, το επίσημο: «Σας παρακαλώ, μπορείτε να μου εξηγήσετε αυτό;», θα ρωτούσα εγώ και θα μου απαντούσε: «Ναι, Νίνατσκα, θα σας πω αμέσως!». Και ήταν τέτοια, έτσι, αγάπη με απρόσκοπτη ροή, αλλά και με όλο το σαβουάρ βιβρ και το πρωτόκολλο της τραγουδίστριας, ας το πούμε έτσι, του ανθρώπου που υπηρετεί την υψηλή τέχνη. Και ήμουν δίπλα σε αυτή τη γυναίκα 5 χρόνια. Όπως καταλαβαίνεις, δεν ήτανε… Υπάρχουνε… στη Δύση ακούω ότι κάνουνε μία φορά την εβδομάδα με το δάσκαλό τους 1 ώρα κτλ. Δεν είχαμε τέτοια εκεί, ήταν χωρίς όριο. Ένας ήταν ο στόχος: να ανοίξω στην καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Ό,τι χρειαζόταν το κάναμε, δεν υπήρχε… Τώρα συχνά εδώ στην Αθήνα –έχω έξι συνεργάτες τώρα για όλα αυτά που κάνω, στην εταιρεία μου–, γελώντας, μου λένε: «Είσαι τελειομανής, Νίνα!». Και εξηγώ ότι δεν είμαι τελειομανής: «Αν πηγαίνατε σε ένα περιβάλλον σαν το Ωδείο της Μόσχας, η καθημερινότητα… Είχα την καθημερινότητα του πρωταθλητή! Είναι το νορμάλ αυτό, είναι η νόρμα. Και μόνο με αυτό τον τρόπο μπορείς να πας ψηλά και να έχεις στόχους: Όταν το απλό, το καθημερινό σου, είναι μία πολύ υψηλή απόδοση, που… Και όταν έχεις θέσει στον εαυτό σου, όταν έχεις εγκαταστήσει στο λογισμικό σου το σκεπτικό ότι: “Όποιος έρχεται σε μένα για να διδαχτεί θέλω να εκπλήσσεται από το πολύ παραπάνω που παίρνει και που δεν μπορούσα ούτε καν να το φανταστεί ότι υπήρχε κάπου εκεί!”. Αυτό είναι το ζητούμενο για μένα». Και αυτό το διδάχτηκα στη Μόσχα δίπλα σε αυτή τη γυναίκα. Και όχι μόνο δίπλα στη Ρουντένκο. Και σε άλλους, όπως, ας πούμε, ο αρχιμουσικός Οδυσσέας Δημητριάδης. Αυτά έχω να πω για τη δασκάλα μου και για τη Μόσχα.
Πείτε μου και για το Δημητριάδη, πώς ήρθατε σε επαφή μαζί του;
Λοιπόν, ο Οδυσσέας Δημητριάδης, ο «Πατριάρχης των Ελλήνων», έτσι τον αποκαλούσαν, της Ρωσίας, είναι μία τεράστια προσωπικότητα. Στη Δύση έχουμε το Δημήτρη Μητρόπουλο, τον αρχιμουσικό, στην Ανατολή έχουμε τον αρχιμουσικό Οδυσσέα Δημητριάδη. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αρχιμουσικούς του 20ου αιώνα, που φέρει τη σφραγίδα τριών πολιτισμών, του ελληνικού, του ρωσικού και του γεωργιανού πολιτισμού, γιατί ήταν πάρα πολλά χρόνια αρχιμουσικός και γενικός και καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Όπερας της Τιφλίδας και έχει περάσει από όλους τους τίτλους που υπάρχουν: αρχιμουσικός του Θεάτρου Μπολσόι, professor, καθηγητής δηλαδή, στο Ωδείο της Μόσχας για 6 χρόνια και στο Μπολσόι αρχιμουσικός. Έχει καταμετρημένες συναυλίες πάνω από πέντε χιλιάδες σε όλο τον κόσμο, με εξαιρετικές κριτικές. Πολύ μικρή δισκογραφία, είναι αλήθεια, γιατί δεν το είχε στόχο και δεν τον ένοιαζε, ήταν άνθρωπος που εκείνη τη στιγμή ζούσε τη ζωή και δε σκεφτόταν μακροπρόθεσμα –ο ίδιος μου τα έχει πει αυτά. Και αυτός ήταν η αιτία που πήγα στη Μόσχα, γιατί όταν ήρθε στην Ελλάδα να διευθύνει στη Λυρική Σκηνή Μπορίς Γκαντουνώφ, την όπερα του Μούσορσκι, πήγα, με άκουσε, έκανα ακρόαση και μου έδωσε τέτοια επιστολή συστατική, έτσι… θριάμβου, μπορώ να πω, πολύ-πολύ καλή επιστολή, που έγινα δεκτή στο Ωδείο της Μόσχας με το λόγο του! Βέβαια, εκεί έδωσα πάρα πολλές εξετάσεις για να παραμείνω στο Ωδείο, αλλά ανοίξαν οι πόρτες χάρη σε αυτή την επιστολή. Έτσι, ήταν ο άνθρωπος ο οποίος ήταν ο μέντοράς μου εκείνα τα χρόνια, από την πρώτη μέρα που τον γνώρισα μέχρι το θάνατό του. Με έχει διευθύνει αρκετές φορές, έχω συμπράξει υπό τη διεύθυνσή του με την Κρατική Συμφωνική Ορχήστρα της Κινηματογραφίας της Σοβιετικής Ένωσης, με την Κρατική Συμφωνική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, με ορχήστρες νέων, ερχόταν στις εξετάσεις μου, μιλούσε με τους καθηγητές. Γενικά, ήταν δίπλα μου και έχω και ένα κομμάτι, ένα τμήμα του αρχείου του: Φωτογραφίες… Έχω γράψει ένα βιβλίο, μάλλον το έχω επιμεληθεί, ένα λεύκωμα, σε συνεργασία με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και το Υπουργείο Πολιτισμού. Γενικά, ήμουν έτσι στο στενό κύκλο αυτού του ανθρώπου, ο οποίος έφυγε από εμάς 98 χρόνων, όλο τον 20ο αιώνα τον σφράγισε με την προσωπικότητά του. Κι αυτός ήταν εξαιρετικά αγαπητός, είχε εξαιρετικό χαρακτήρα… Οι γυναίκες τον λάτρευαν, είχε πάρα πολλές θαυμάστριες, ήταν πολύ όμορφος αρχιμουσικός, ψηλός, με ελληνικό έτσι προφίλ κτλ. στα νιάτα του –εγώ τον γνώρισα στην τελευταία περίοδο της ζωής του– [00:30:00]και όποτε ακούγανε άνθρωποι στη Μόσχα ότι ο Οδυσσέας Δημητριάδης είναι, ας το πούμε, ο μέντοράς μου, συχνά ο ίδιος έλεγε ότι είμαι η βαφτισιμιά του, γιατί ήθελε να νιώθω… Με προστάτευε πάρα πολύ, ως Ελληνίδα, ως Πόντια και εγώ. Δεν υπάρχει άλλη που να σπουδάζει τραγούδι! Μία ήμουνα και με είχε πάρει πολύ σοβαρά υπό την προστασία του. Όσοι, λοιπόν, άκουγαν, που δε με γνώριζαν ή που δεν ήξεραν τη σχέση μου με το Δημητριάδη, ότι τον ξέρω, μιλούσαν συγκινητικά… Θυμάμαι ένα τραπέζι που ήμουν καλεσμένη, που κάποια στιγμή –και ήταν μουσικοί από διάφορες ορχήστρες της Μόσχας–, κάποια στιγμή κάποιος είπε για τον Οδυσσέα Δημητριάδη και είπα ότι τον ξέρω και ότι είναι ο μέντοράς μου κτλ.: «Α! Αλήθεια;», μου λένε, «Αλήθεια;» –αυτό ήταν συνεχώς, ε;–, «Αλήθεια; Σας παρακαλώ, πείτε του, πείτε του εκ μέρους μου ότι τα pianississimi που κάναμε ήταν μόνο γι’ αυτόν! Σε κανέναν άλλο δεν τα κάναμε αυτά τα pianississimi!», δηλαδή του τα κάνανε δώρο από σεβασμό. Στο Θέατρο Μπολσόι τον έχω δει να διευθύνει πολλές φορές και τραγουδούσαν φίλοι μου και συμφοιτητές μου, πρωταγωνιστικούς ρόλους και μου λέγανε, θυμάμαι μια φορά με πήρε η Μαρίνα η Μεσεριακόβα, τώρα ζει στη Βιέννη και έχει τραγουδήσει στο Metropolitan και παντού: «Νίνα» –στην αρχή φοβηθήκαμε, γιατί ήταν υπέργηρος, ότι–, «πω πω, τα πήρε όλα πολύ αργά τα tempi… Και μετά, όμως», λέει, «δεν το έχουμε ξανατραγουδήσει έτσι! Ήταν μια άλλη όπερα από αυτή που ξέρουμε! Μπήκαμε μέσα σε όλο αυτό και ας ήταν αργά, εμείς το απολαύσαμε πάρα πολύ! Σε παρακαλώ, να του πεις ευχαριστώ εκ μέρους μου!». Λέω: «Θα το πω!». Και οπότε ήμουνα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, εξαιρετικό, και για μένα η υψηλή ποιότητα έγινε κάτι το αυτονόητο. Δε θεωρώ ότι είμαι τελειομανής… καθόλου! Καθόλου, μα καθόλου! Αυτό εξηγώ στους συνεργάτες μου: «Αυτό χρειάζεται να...», τους λέω, «να είναι και για σας το αυτονόητο. Ό,τι σας ζητείται, 100%, όπως κι εγώ, και σ’ εμένα». Όταν συνεργάζομαι με μία εταιρεία, δίνω το 100%. Δεν πάω ποτέ βαριεστημένα, να πω: «Πω πω, τι και πώς…;». Δε γινόταν αυτό! Στη Μόσχα, όταν ανεβαίναμε στη σκηνή, διδαχτήκαμε να δίνουμε το 100% οπουδήποτε, είτε είναι ένας από κάτω είτε είναι εκατό είτε είναι ένα γήπεδο, δε με ενδιαφέρει! Η αναμέτρηση είναι με τον ίδιο μου τον εαυτό. Όχι αν έχω περισσότερο κοινό ή αν είναι πιο επίσημοι, θα είμαι καλύτερη, όχι. Πάντα είμαι η καλύτερη που μπορώ τη στιγμή εκείνη!
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε και πώς την ξεπεράσατε;
Όλη μου η ζωή είναι προκλήσεις, γιατί θεωρώ ότι έζησα, από 18 χρονών που πήγα, συμπυκνωμένα πάρα πολλά πράγματα, που άλλα παιδιά δε ζήσανε ποτέ, που δε φύγανε απ’ το σπίτι τους, έτσι; Γιατί στην Ελλάδα είναι συνηθισμένο κι αυτό, να ζει κάποιος με τους γονείς του ως τα 30 του και να… Έζησα συμπυκνωμένα αυτά που ζουν άλλα παιδιά πολλές ζωές μαζί. Πρόκληση ήταν το ότι έφυγα από τη θαλπωρή της οικογένειας, από την Καρδίτσα, από μία πόλη τριάντα χιλιάδων ανθρώπων, που όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, και 18-19 χρονών πήγα στη Σοβιετική Ρωσία, στη Μόσχα. Σε ένα άλλο κλίμα, σε άλλες συνθήκες, σε πιο άγρια πράγματα, πιο… Και πέρασα όλη τη μετάβαση, γιατί τότε στην αρχή ήταν πολύ ασφαλή τα πράγματα, αλλά μετά υπήρχε μαφία, όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση, δεν μπορούσες να κυκλοφορήσεις το βράδυ κτλ. και έμεινα. Το πρώτα χρόνια που πήγα ήταν γύρω στους τριακόσιους φοιτητές στη Μόσχα, σε διάφορα πανεπιστήμια, γιατροί κτλ. κτλ. Μετά, όταν έγιναν όλα τα γεγονότα, που πλέον δεν υπήρχαν στα ράφια φαγητά –έτσι;–, δεν υπήρχε τίποτα, υπήρχαν κουπόνια, ας πούμε, για τη ζάχαρη, οι περισσότεροι φύγαν και μείναν πολύ λίγοι, εγώ ήμουν από αυτούς που έμειναν! Μου ήταν αδιανόητο δηλαδή να αφήσω τις σπουδές μου στο Ωδείο της Μόσχας και να γυρίσω σπίτι! Δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω αυτό. Οπότε ήταν όλα μία πρόκληση, όσα έζησα, όμως δημιούργησα ωραίες σχέσεις. Είχα φίλους, πολύ καλούς φίλους, είχα πολλά σπίτια Ρώσων, Μοσχοβιτών, που ένιωθα ευπρόσδεκτη, και έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου και έμεινα και παραπάνω, γιατί άρχισα να εργάζομαι και στην Ελληνική Πρεσβεία, εργάστηκα 3 χρόνια και έμεινα 11 χρόνια στη Μόσχα, απ’ το ‘87 ως το ‘98.
Μουσικά ποια στιγμή ξεχωρίζετε από την παραμονή σας στην Ρωσία;
Πολλές στιγμές! Κάθε μήνα ήταν υποχρεωτικό να τραγουδάμε μία φορά τουλάχιστον. Το πρόγραμμα ήταν πάρα πολύ αυστηρό, με συγκεκριμένα… με συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Χρειάζεται να τραγουδήσεις δύο vocalise, ας πούμε, ένα ρωσικό… μία ρωσική άρια, μία ρωσική ρομάντζα, μία ρομάντζα δυτικού σύνθετη κτλ. Και κάθε μήνα ήταν άλλο, άλλο, άλλο, άλλο! Ήμασταν με το πρόγραμμα και έπρεπε να τα μαθαίνουμε γρήγορα. Οπότε συνεχώς τραγουδούσαμε. Το να ντύνομαι καλά, να φτιάχνω τα μαλλιά μου σύμφωνα με το πρωτόκολλο, να έχω διάφορα ρούχα, με τακούνια, παπούτσια κτλ. και να τα βάζω σε μια τσάντα, ό,τι χρειάζεται, να πηγαίνω μέσα στη χιονισμένη Μόσχα, να πηγαίνω και να τραγουδάω κάπου, πέρα από το ίδιο το Ωδείο, το υποχρεωτικό, αυτό ήταν το συνηθισμένο μας! Δηλαδή πάνω στη σκηνή ανεβοκατεβαίναμε διαρκώς. Και αυτό ήταν και μία εξαιρετική άσκηση διαχείρισης του σκηνικού φόβου, από ένα σημείο και μετά δε σε νοιάζει ούτε πού είσαι ούτε αυτό, σε νοιάζει να τα πεις καλά, να μπεις στο μέσα σου και να αποδώσεις το καλύτερο. Έτσι γίνεσαι επαγγελματίας. Αν ξεχώριζα κάποιες στιγμές, θα ήταν η πρώτη φορά που τραγούδησα με συμφωνική ορχήστρα, που ήταν με τον Οδυσσέα Δημητριάδη, που εκεί ξαφνιάστηκα από το χειροκρότημα, ήταν πολύ το χειροκρότημα και τα μπράβο, είπα και ελληνικό ρεπερτόριο… Θα ξεχώριζα τις συναυλίες μου στην Αγία Πετρούπολη, Λένινγκραντ, που μετά μετονομάστηκε Αγία Πετρούπολη, με τη μεγάλη ορχήστρα από λαϊκά μουσικά όργανα. Έχουν τέτοιες ορχήστρες στη Ρωσία και παρόλο που είναι λαϊκά ρωσικά όργανα, μπαλαλάικες και άλλα, παίζουνε κλασική μουσική. Εκεί τραγούδησα επίσης και ελληνικά, τη Μυρτιά του Μίκη Θεοδωράκη επίσης, που μου την είχε μεταγράψει και διασκευάσει ο Οδυσσέας Δημητριάδης, και ο ήχος της μπαλαλάικας ταίριαζε πάρα πολύ με τον ήχο του μπουζουκιού! Είναι δύο, έτσι, όργανα που ταιριάζει… Αυτό θα ξεχώριζα, πολύ ωραία εμπειρία, σε αυτό το φεστιβάλ που είχα αρκετές συναυλίες στην Αγία Πετρούπολη. Α! Οι συναυλίες που έδωσα στο Εκατερινμπούργκ: Κάποια στιγμή, μέσα στο καταχείμωνο, ταξίδεψα στο Εκατερινμπούργκ για να τραγουδήσω την 4η Συμφωνία του Μάλερ, με αρχιμουσικό το Βύρωνα Φιδετζή, την εποχή που δεν υπήρχε τίποτα, τίποτα, πουθενά… δηλαδή ήταν πολύ δύσκολες οι συνθήκες! Και πήγαμε και κάναμε ένα με δύο συναυλίες, μία στο Νίζνι Ταγκίλ, έτσι λέγεται μία πόλη βιομηχανική, και μία στο Εκατερινμπούργκ, 4η Συμφωνία Μάλερ. Τι άλλο θυμάμαι; Θυμάμαι τις Κρατικές Εξετάσεις –έτσι λέγονται οι τελικές εξετάσεις–, τις οποίες προετοίμαζα 2 χρόνια και που πήρα «Άριστα» και ήταν η επιτροπή των καθηγητών –οι καθηγητές μας ήταν, όπως σου είπα, τα μεγαλύτερα ονόματα της όπερας– και πρόεδρος της επιτροπής ήταν μία από τις αγαπημένες τραγουδίστριες του Στάλιν, υπέργηρη, η Σπίλερ: Φόβος και τρόμος, δε χαμογελούσε ποτέ! Τετράγωνη, μία ντουλάπα, έτσι, μία γυναίκα επιβλητική. Και είχα δώσει τις εξετάσεις. Υπήρχε το ρεσιτάλ και υπήρχε και η όπερα, όπου εκεί με κοστούμια, με όλα, τραγούδησα την Τατιάνα από τον Ευγένιο Ονιέγκιν. Άλλη προετοιμασία μεγάλη…! Με ορχήστρα όλο αυτό κτλ. Άλλο που θυμάμαι… πολλές συναυλίες ως τάξη: «Η τάξη της Ρουντένκο πάει εδώ, πάει εκεί, πάει παρακεί…» και ήμαστε τέσσερα άτομα, τρία άτομα, πέντε άτομα, δεν μπορούσαν πάντα όλες οι κοπέλες και τραγουδούσαμε σε διάφορα μέρη, και έξω από τη Μόσχα και μέσα στη Μόσχα, σε διάφορα ωδεία, τα οποία είναι τα –πώς να το πω;–, υπάρχει το ανώτατο, που είναι το Κονσερβατόριο, και ένα-δύο τέτοια ανώτατα είχε και υπάρχει και το ανώτερο, αυτά που είναι… πριν, δεν είναι πανεπιστήμιο. Σε πολλά τέτοια, τέτοια υπήρχαν πολλά στη Μόσχα –ωδεία– και τραγουδούσαμε σε πολλά από αυτά. Κάναμε τις πρόβες μας, πριν κάνουμε κάτι σοβαρό, κάτι μεγάλο, ή με μία πιο αυστηρή βαθμολογία, πηγαίναμε σε πολλά τέτοια μικρά, σε διάφορες αίθουσες, με συναυλίες κανονικές, που τις ανακοίνωνε εκείνο το ωδείο, ότι: «Θα ‘ρθει η τάξη της Μπέλας Ρουντένκο!», «Πω πω!», σου λέει. Και ερχόντουσαν παιδιά, σπουδαστές, γονείς και μας παρακολουθούσαν. Γενικά, έχω τραγουδήσει σε πολλές αίθουσες της Μόσχας: Στη Βιβλιοθήκη του Λένιν έχω τραγουδήσει, σε πολλά μουσεία, στο σπίτι-μουσείο του Σαλιάπιν, στο σπίτι-μουσείο της Νιεζντάνοβα. Η Νιεζντάνοβα είναι μία τραγουδίστρια στο α’ μισό του 20ου αιώνα, πολύ ωραία δασκάλα, σπουδαία, στη Μόσχα, και τραγουδίστρια στο Θέατρο Μπολσόι… Πολλά τέτοια.
Μου ‘πατε είχατε και… έτσι διάσημους συμφοιτητές!
Α, ναι! Πολλοί συμφοιτητές μου στην πορεία γίνανε διάσημοι, μία από αυτές είναι η Μαρίνα Μεσεριακόβα, πολύ μεγάλο όνομα στην όπερα, στο Θέατρο Μπολσόι και μετά στη Βιέννη. Τώρα ζει στη Βιέννη… παντού, Σκάλα του Μιλάνου, Metropolitan… Μία άλλη συμμαθήτριά μου διαπρέπει σήμερα, είναι ένα από τα δύο-τρία μεγαλύτερα ονόματα στη Ρωσία, και στον κόσμο, βέβαια, αλλά στη Ρωσία είναι πολύ αγαπητή, είναι η Χίμπλα Γκερζμάβα –δεν ξέρω αν την έχεις ακουστά–, είναι η συμμαθήτριά μου, δεν κάναμε παρέα με τη Χίμπλα, ενώ με τη Μαρίνα κάναμε, διασταυρωνόμασταν, λέγαμε: «Γεια!», αλλά δεν ήμασταν φίλες. Και έχει κάνει μια τόσο υπέροχη, βελούδινη φωνή, καταπληκτική! [00:40:00]Kαι πολλοί άντρες, δηλαδή στο Θέατρο Μπολσόι τώρα είναι πολλοί συμμαθητές μου, στον κόσμο είναι πολλοί συμμαθητές μου, που τραγουδούν στα μεγάλα θέατρα. Και βεβαίως, τους περισσότερους έχω να τους δω πάρα πολλά χρόνια. Με κάποιους τώρα, λόγω Facebook, βρεθήκαμε… Αυτά. Κάτι άλλο που θυμάμαι και θα θυμάμαι για πάντα είναι το 1996, όταν είχα διοργανώσει –δεν είχα τραγουδήσει– γκαλά στη μνήμη της Μαρίας Κάλλας στο Θέατρο Μπολσόι και τότε είχε έρθει guest star ο Μίκης Θεοδωράκης και είχε διευθύνει. Πρόσφατα ανακάλυψα μία ερασιτεχνική ηχογράφηση της συναυλίας αυτής και την έχω ανεβάσει σε ένα link, για να υπάρχει, και είναι πραγματικά ντοκουμέντο: Πρώτη φορά στα χρονικά έγινε γκαλά στη μνήμη της Μαρίας Κάλλας, στο μεγαλύτερο θέατρο της Ρωσίας, και τι ήταν στο πρόγραμμα; Όλοι οι σταρ του Θεάτρου τραγούδησαν από μία άρια ή ένα ντουέτο από το ρεπερτόριο της Κάλλας! Και ήταν εξαιρετικά, μετά είχε και δεξίωση, ήταν και ο Μίκης Θεοδωράκης, φυσικά, που διηύθυνε ένα έργο του, και τραγούδησε μία σοπράνο, συμμαθήτριά μου ήταν κι αυτή, που τραγουδούσε στο Θέατρο Μπολσόι ήδη… Αυτά.
Η εντονότερη εικόνα που έχετε από εκείνο το γκαλά ποια είναι;
Πολύ έντονη εικόνα ήταν τα νεύρα του πρέσβη, γιατί ήταν η ημέρα των Ιμίων! Ενώ εμείς το είχαμε 6 μήνες πριν διοργανώσει, ήταν εκείνη η μέρα και τότε δεν υπήρχαν κινητά, είχε ένα δορυφορικό τηλέφωνο και ήταν σε αναμμένα κάρβουνα, μου ‘λεγε: «Νίνα, τι μου ‘κανες!», λέει, «Αχ, Θεέ μου!». Όλοι γιορτάζαμε εκεί, είχαμε δεξίωση, κόσμος και αυτός να είναι σε αναμμένα κάρβουνα: «Τι θα πάθω εξαιτίας σου αν γίνει πόλεμος κι εμείς κάνουμε γκαλά εδώ;», μου έλεγε, «Τι να κάνω;», λέω, «Τι να κάναμε;». Ήταν υπέροχη διοργάνωση, ο Βλαντίμιρ Βασίλιεφ, που τότε ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Μπολσόι, ήξερε πολύ καλά το Μίκη Θεοδωράκη, γιατί ήταν… είναι ο διάσημος χορευτής: στη Βερόνα, στο Ζορμπά του Μίκη Θεοδωράκη, πρωταγωνιστούσε ο Βασίλιεφ. Και μετά είχε πολλή χαρά που πήγε ο Θεοδωράκης. Και καλλιτεχνική διευθύντρια της Όπερας ήταν η δασκάλα μου, του Θεάτρου Μπολσόι. Πάνω-πάνω ήταν ο Βασίλιεφ, καλλιτεχνικός διευθυντής σε όλα και καλλιτεχνική διευθύντρια της Όπερας ήταν η δασκάλα μου, η οποία συνέβαλε, φυσικά, στο να πετύχει το γκαλά, έδωσε τα πάντα, και αυτό, αυτό… Κι ήτανε, εντάξει, ήτανε μία βραδιά… έχω έναν τόμο από δημοσιεύματα! Ήταν η μεγάλη επιστροφή του Μίκη Θεοδωράκη μετά από πολλά χρόνια στη Ρωσία, τον είχαν σαν θεό, τον καλούσαν όλα τα κανάλια, εγώ ήμουνα μαζί του, δίπλα του σε όλα και μετάφραζα: «Η νεαρή σοπράνο, Ελληνίδα, τον συνόδευε παντού», είχα διοργανώσει και τη συνέντευξη τύπου στην Πρεσβεία… Όλα, ήμουν η διευθύντρια του project, το διοργάνωσα όλη… όλο! Έδινα συνεντεύξεις, κάναμε πολλά πράγματα κι έγιναν.
Πώς αποφασίσατε να φύγετε τελικά από τη Ρωσία;
Με μεγάλη δυσκολία! Αφού είχα κάνει πάρα, πάρα, πάρα, πολλά πράγματα και εργαζόμουν στην Πρεσβεία μας, στην Ελληνική, ένιωσα ότι έκλεισε ένας κύκλος. Η Μόσχα είναι μία πολύ δύσκολη πόλη, όχι μόνο λόγω του μεγάλου χειμώνα. Τότε, εκείνα τα χρόνια, είχα περάσει και δύσκολα, γιατί δεν υπήρχαν τρόφιμα, υπήρχε μαύρη αγορά, ήταν ένας αγώνας επιβίωσης σε πολλούς τομείς, που σ’ εμένα, βέβαια, ισοφαριζόταν με την εκπληκτική ζωή που έκανα στο Ωδείο και που έκανα αυτό που αγαπούσα και τις συναυλίες. Όμως, από ένα σημείο και μετά ήταν πραγματικά πολύ δύσκολη η ζωή. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, τα 2-3 πρώτα χρόνια ένιωθα, παρόλο που εργαζόμουν και πολύ, ότι είμαι σε διακοπές! Μόνο το κλίμα που έχουμε στην Αθήνα… ήτανε τόσο ανάλαφρη ζωή, τόσο πιο εύκολη, τόσο πιο γρήγορα και πιο κοντά όλα! Βέβαια, ήτανε ο ουρανός με τη γη η διαφορά στην καθημερινότητά μου, στην παιδεία, στη γνώση των ανθρώπων. Και δεν είχα και… Είχα λίγους φίλους, που στην πορεία γίνανε, βέβαια, πολλοί περισσότεροι, όμως εδώ, όταν γύρισα, με στήριξαν πολύ αυτοί οι φίλοι. Αμέσως εργάστηκα, αμέσως έκανα συναυλίες, έκανα πράγματα και ήθελα να γυρίσω στο σπίτι μου, είχα κουραστεί! Ήθελα να ‘χω το σπίτι μου, να ζω, δεν μπορούσα άλλο να γυρίζω… να είμαι στα ταξίδια, έκανα πάρα πολλά ταξίδια.
Και μετά τι ακολούθησε για σας;
Στα πρώτα χρόνια τραγούδησα αρκετά, ήμουν περισσότερο τραγουδίστρια μουσικής δωματίου, όχι όπερας. Δε μου άρεσε ιδιαίτερα η όπερα, μου άρεσε να είμαι εγώ με ένα πιάνο ή εγώ και μία ορχήστρα. Τραγούδησα αρκετά και ταξίδεψα αρκετά, όμως από ένα σημείο και μετά με κούρασε, γιατί εδώ δεν υπάρχει η παράδοση της μουσικής δωματίου, δηλαδή ήμουνα πάντοτε… για να πάω να κάνω μία συναυλία κάπου, χρειαζόταν να έχω μαζί μου ως και ξεσκονόπανο για το πιάνο! Να φροντίσω να είναι κουρδισμένο, να αυτό, να, να, να… Δεν μπορούσες να ζήσεις έτσι, δηλαδή να πεις ότι επιβιώνεις αξιοπρεπώς! Ξεκίνησα, λοιπόν, να διδάσκω, τα πήγα πολύ καλά, νομίζω, στα Άνω Λιόσια, στο Ωδείο, το οποίο τότε ήτανε πάρα πολύ πλούσιο ωδείο, ήταν του Δήμου, αλλά επειδή υπήρχε η χωματερή στα Άνω Λιόσια, η κυβέρνηση έδινε πάρα πολλά χρήματα στο Δήμαρχο –παλιές εποχές, τώρα, μετά το ‘98-’99, που έγινε κι ο σεισμός, πριν το σεισμό εγώ ξεκίνησα και εργαζόμουν. Είχε πάρα πολλά χρήματα και μου δίνανε ό,τι ήθελα! Τους έφτιαξα χορωδία στο Ωδείο πρώτη φορά, δημιούργησα την τάξη του τραγουδιού, έχω βγάλει και διπλώματα δηλαδή από κει, ήμουνα πάρα πολύ ικανοποιημένη… Παράλληλα, άρχισα να κάνω ιδιαίτερα και να φτιάχνω όνομα. Ήμουνα πολύ επίμονη, είχα φέρει όλη αυτή την υψηλή ποιότητα από τη Μόσχα και έφτιαχνα τραγουδιστές. Βοηθούσα πολύ τους ανθρώπους με τις αναπνοές και σε τεχνητά ζητήματα… τεχνικά ζητήματα, τα έλυνα εύκολα. Άρχισαν να ‘ρχονται σ’ εμένα άνθρωποι ρεμπέτες, που ήταν στα μπουζούκια κτλ., γιατί όλο κουράζονταν και δεν μπορούσαν να αποδώσουν. Για μένα ήταν απλό αυτούς τους ανθρώπους να τους βοηθώ να τραγουδάνε πέντε φορές την εβδομάδα, 5 ώρες τη φορά και να μην τους νοιάζει! Να κοιμούνται και να ξυπνούν με φωνή την άλλη μέρα, που ήτανε γι’ αυτούς ένα θαύμα! Αυτό το ‘κανα πολλά χρόνια, ο ένας με τον άλλο, είχα πάρα πολλούς μαθητές και δηλαδή το ‘κανα πολλά χρόνια, πάρα πολλά χρόνια! Στην αρχή παράλληλα με το δικό μου τραγούδι, μετά σταμάτησα το τραγούδι, μόνο δίδασκα. Ώσπου σιγά-σιγά, πριν 12 χρόνια, ξεκίνησα να κάνω τα ομαδικά μαθήματα «αγωγής του λόγου», όπως τα έλεγα, στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, και λίγο-λίγο, λίγο-λίγο, μπήκα στα ομαδικά σεμινάρια, κατάλαβα πώς να τα δομήσω, τι χρειάζεται ο Έλληνας, ποια είναι τα συνήθη θέματα που θέλει να λύσουμε ο Έλληνας ως προς τη φωνή του και το presence, ως προς τις κινήσεις του, γιατί είχα κάνει κινησιολογία, ηθοποιία στη Μόσχα, όλα αυτά. Όλα αυτά, λοιπόν, τα χρησιμοποίησα, τις γνώσεις που είχα για τη διαχείριση σκηνικού φόβου και σήμερα πλέον διδάσκω μόνο σε εταιρείες, και σε one-to-one coaching, ανθρώπους να μιλούν καλύτερα, να έχουν καλύτερη παρουσία πάνω στο βήμα. Συνεργάζομαι με εταιρείες σε ομαδικά σεμινάρια ή με ηγέτες εταιρειών σε one-to-one coaching και τους ετοιμάζω για fora, για συνέδρια, για ομιλία στο εξωτερικό, για TEDx έχω ετοιμάσει αρκετούς ομιλητές… Σε όλους τους τομείς: Εκφορά λόγου, φωνή, περιεχόμενο ομιλίας, γιατί μέσα από διάφορα σεμινάρια που έχω κάνει μού φέρνουν την ομιλία τους κι εγώ της βάζω πιο έμπνευση, περισσότερη έμπνευση. Βάζουμε μέσα ιστορίες, συνδέουμε καλύτερα την ομιλία, οποιοδήποτε κι αν είναι το θέμα της, με τους ακροατές, με τον άνθρωπο γενικότερα. Βάζω μέσα στοιχεία, μελετάω διαρκώς, στοιχεία που να έχει… να υπάρχει επιχειρηματολογία. Μπήκα σε άλλα πράγματα, λοιπόν, και διδάσκω αυτά. Και δόξα τω Θεώ, φέτος έγραψα και την ομιλία ενός υπουργού για τη Βουλή και τον βοήθησα, βέβαια, και πώς θα την πει. Θέματα λεξιλογίου… Όλα αυτά, έχω κάνει τις έρευνές μου. Αρκετοί μαθητές μου τώρα ακολουθούν αυτό, δηλαδή γύρω στους δέκα μαθητές διδάσκουν public speaking, που έχουν κάνει μαζί μου, και χαίρομαι πολύ. Ακολουθούν τη δική τους μέθοδο, δεν παίρνουν το δικό μου ακριβώς, προφανώς έχουν επηρεαστεί, δε γίνεται αλλιώς, αλλά έχουν έτσι πολύ ωραία μέθοδο, είναι ωραίες προσωπικότητες και θα ακούσουμε πολλά τα επόμενα χρόνια και σε αυτό τον τομέα. Γενικά, 12 χρόνια τώρα έχω περισσότερους από τέσσερις χιλιάδες που έχω εκπαιδεύσει, ανθρώπους που έχουν παρακολουθήσει τα webinars, σε εταιρείες, στο Ίδρυμα Θεοχαράκη και, και, και… Και αποστολή μου είναι, στόχος μου είναι, να βοηθήσω τον Έλληνα μπορεί να επικοινωνεί καλύτερα, όσο περισσότερους ανθρώπους μπορώ, να επικοινωνούν καλύτερα, με καλύτερη άρθρωση, καλύτερη εκφορά λόγου, καλύτερη διατύπωση των θεμάτων. Ο προφορικός λόγος είναι το πρώτο στοιχείο του brand κάποιου ανθρώπου –έτσι;–, που βλέπει ο συνομιλητής ή το κοινό. Από τον προφορικό λόγο σε κρίνουν, άντε και απ’ το γραπτό, σε mail, σε κάποια γραπτά κείμενα –μετά. Όποτε χρειάζεται να τα λέμε καλά, είμαστε στην εποχή που δεν έχει νόημα μόνο να είσαι, χρειάζεται και να είσαι και να φαίνεσαι, έτσι; Η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, χρειάζεται και να φαίνεται τίμια! Είμαστε και στην εποχή του φαίνεσθαι. Ωραίο το φαίνεσθαι, να έχει και ουσία από κάτω και τότε είναι όλο το πακέτο, όπως λέμε λαϊκά. Και αυτό κάνω, αυτό κάνω. Έχω τη χαρά να έχω συνεργαστεί με κολοσσούς και να συνεργάζομαι και τώρα, με Google, Coca Cola, Eurobank, Alpha Bank, OTE, φαρμακευτικές, Johnson & Johnson, τώρα συνεργάζομαι με τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, με τον Όμιλο Ωνάση και με μικρότερες εταιρείες πολλές. [00:50:00]Έχω διανοούμενους, πολλούς διανοούμενους, δηλαδή στο Ίδρυμα Θεοχαράκη το κοινό του είναι μιας συγκεκριμένης, ας το πούμε έτσι… υφής –δεν είναι σωστή λέξη μάλλον–, ενός συγκεκριμένου τρόπου σκέψης και δράσης. Πολλοί επιφανείς Έλληνες, επιχειρηματίες μεγάλοι… και δάσκαλοι, καθηγητές έχουν απευθυνθεί σ’ εμένα, δικηγόροι για πολλά θέματα. Έχω και κάποιες έτσι –συγγνώμη– «περίεργες», έτσι, ιστορίες: Μια φορά με είχε πάρει τηλέφωνο ένας πολύ διάσημος Έλληνας. Ήθελε να κάνει πρόταση στην αγαπημένη του, η οποία είναι ακόμα πιο διάσημη από αυτόν, δεν υπάρχει Έλληνας που δεν τους ξέρει, για να την παντρευτεί και να της κάνει έκπληξη, και σκηνοθετήσαμε όλη τη σκηνή και όλα τα λόγια, έκατσα και του είπα πώς θα τα πει, τι θα πει, βρήκαμε και τη μουσική, του έκανα ολόκληρη σκηνοθεσία. Και πράγματι, στο νότο της Γαλλίας, σε ένα υπέροχο –πώς το λένε;– chateau με αμπέλια κτλ., είχε κάνει τη σκηνοθεσία και μετά πήρα ένα μήνυμα στο τηλέφωνο, στο κινητό, sms: «Είπε ναι!». Κι έχουμε κι αυτό. Και μετά του έγραψα και τον βοήθησα να εκφωνήσει και τους όρκους στο γάμο του, μετά από 2 ή 3 χρόνια, και είμαι πολύ περήφανη για αυτό! Έχω κάνει διάφορα τέτοια, το αναφέρω και αυτό λίγο στο βιβλίο μου, έχω μιλήσει σε χίλια άτομα σε event εταιρείας. Tους μίλησα για τη φωνή, σε γήπεδο μάλιστα, και μετά τραγουδούσαμε μαζί, τους χώρισα τρεις ομάδες, τα χίλια άτομα και τραγουδήσαμε ένα τραγούδι το οποίο διηύθυνα! Και είχαμε… μας βοήθησαν τριάντα ταμπούρλα και τρομπέτες και ήταν και στο τέλος, στο grand finale, πέσαν και από πάνω διάφορα πράγματα, ήταν το πάρτι… Ήταν πολύ ωραίο και αυτό, έχω κάνει διάφορα τέτοια. Για το λεξιλόγιο αυτά, οι έρευνες που έχω κάνει είναι μεγάλες, έχω το σεμινάριο που βοηθάω τους ανθρώπους στις εταιρείες, τους εργαζόμενους, να μιλούν με έναν κοινό τρόπο, θετικό, ομοιόμορφο, ο όποιος τρόπος να οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα, πιο μεγάλη κερδοφορία, με άλλα λόγια βοηθώ στο να ισχυροποιείται η κουλτούρα η εταιρική των επιχειρήσεων… Αυτά.
Μου είπατε ότι έχετε γράψει ένα βιβλίο!
Ναι, ναι! Πριν από 15 μέρες περίπου, πριν από 2 βδομάδες κυκλοφόρησε Η φωνή της επιτυχίας: Πώς να μιλάς ώστε να σε ακούν. Σε αυτό το βιβλίο κάνω δύο πράγματα: Το ένα είναι η φιλοσοφία μου για τη φωνή, είναι… περιέχεται, τι λένε οι έρευνες, τι πιστεύω εγώ, πώς κρίνω, όλα βγαλμένα μέσα από το βίωμά μου στη Μόσχα και μέσα από τις σπουδές μου και την εμπειρία μου ως σοπράνο και κατόπιν από τη διδασκαλία –αυτό είναι το πρώτο μέρος, η φιλοσοφία μου. Και το δεύτερο μέρος είναι η μέθοδός μου, πώς μπορεί κάποιος να βελτιώσει τη φωνή του, δε θα πω με απλούς τρόπους, δεν είναι και τόσο απλό να το κάνει κάποιος μόνος του, αλλά λέω τα έξι βήματα, τα έξι κλειδιά, με σχήματα και υπάρχουν και QR codes με βίντεο μέσα στο βιβλίο, που μπορεί να δει κάποιος και να βοηθηθεί, πιθανόν μαζί μ’ εμένα, αν έρθει σε κάποιο σεμινάριό μου, αλλά μπορεί και μόνος του, αν είναι επίμονος και πειθαρχημένος, να φτιάξει τη φωνή του. Δηλαδή θέλω να στρέψω την προσοχή των Ελλήνων στο θέμα «φωνή», που δεν έχουν συνειδητοποιήσει πόσο σημαντική είναι για την επικοινωνία μας. Όμως, οι έρευνες λένε ότι είναι πιο σημαντική η φωνή με την οποία λέμε τα πράγματα από τα ίδια τα πράγματα που λέμε, έτσι; Οπότε αυτό είναι η συνεισφορά μου, ας το πω έτσι.
Απ’ όσα μας αφηγηθήκατε τι ξεχωρίζετε εσείς;
Είναι… Τι ξεχωρίζω; Ένα στάδιο είναι ως τα 18 μου χρόνια η ζωή μου, το δεύτερο είναι τα χρόνια της Μόσχας, μετά είναι τα χρόνια της επιστροφή και μετά είναι η μητρότητα, έτσι; Ο γιος μου είναι 17 χρονών, τον έχω μεγαλώσει μόνη μου, με τον μπαμπά του έχει υπέροχη σχέση, αλλά εγώ τον μεγάλωσα. Θα ξεχωρίσω τη μητρότητα! Όπως λέω στο βιβλίο μου, στην αρχή-αρχή: «Το βιβλίο είναι αφιερωμένο τον Μιχάλη, το γιο μου, που είναι το Φως και η Φωνή μου». Φως, φω-νή έχουν την ίδια ρίζα, είναι το ρήμα φω-, φαίνω, που σημαίνει «ρίχνω φως», «αποκαλύπτω». Και η φωνή αποκαλύπτει τις σκέψεις και τα συναισθήματά κάποιου ανθρώπου. Αυτό το είπε ο Αριστοτέλης, λοιπόν. Έτσι, ο Μιχάλης είναι το φως και η φωνή μου και είναι το πιο σημαντικό πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου και όπως κάθε μητέρα, θέλω το καλύτερο. Όπως οι γονείς μου ήταν υποστηρικτικοί σε εμένα, όταν 16 χρονών γύρισα στην Καρδίτσα και τους είπα: «Εγώ θα σπουδάσω όπερα!» και δε μου είπαν: «Παιδί μου…», δε με κλείδωσαν σε ένα δωμάτιο να μην ξαναβγώ ποτέ, μου είπαν: «Ναι», δηλαδή: «Προχώρα κι εμείς μαζί!», το ίδιο λέω κι εγώ τώρα στο παιδί μου, που μου ανακοίνωσε ότι θα γίνει –Θεέ μου!– bodybuilder! Kαι είμαι δίπλα του, για να ξεδιπλώσει το δυναμικό του, ίσως είναι ένα στάδιο, σιγά-σιγά να βρει, ψάχνοντας, αυτό που θέλει πραγματικά. Εύχομαι να είναι ένα στάδιο, γιατί είναι κάτι πολύ σκληρό αυτό των… και έτσι, κι απάνθρωπο ως προς τον εαυτό του κάποιος να το κάνει αυτό.
Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι;
Νομίζω ότι έχω πει πάρα πολλά για τη ζωή μου! Αν έρθεις σε 20 χρόνια από τώρα, θα προσθέσω!
Σας ευχαριστούμε!
Κι εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ, ευχαριστώ! Εύχομαι καλή επιτυχία σε όλα, είναι υπέροχο project! Istorima… Ευχαριστώ!
Σας ευχαριστούμε πολύ! Nα έχετε καλή συνέχεια και επιτυχία σε ό,τι κάνετε!
Eπίσης!
Φωτογραφίες

Δασκάλα και μαθήτρια
Η αφηγήτρια με τη δασκάλα της Μπέλα Ρουντέ ...

Αίθουσα Τελετών του Πανε ...
Σε συναυλία στο πλαίσιο συνεδρίου για το Δ ...

Το μετάλλιο «Αλεξάντρ Πο ...
Η αφηγήτρια λαμβάνει το μετάλλιο «Αλεξάντρ ...

Με το σολίστα βιολιού Γι ...

Η νέα καριέρα
Στατιστικά από τη δράση της και τις επιτυχ ...

«Η φωνή της επιτυχίας»
Το βιβλίο της αφηγήτριας.

Η πρώτη φωτογράφιση
Η αφηγήτρια σε νηπιακή ηλικία στην Καρδίτσα.

Με τον παππού
Η αφηγήτρια σε νηπιακή ηλικία. Πίσω της δι ...

Η ρωσική συλλογή
Η μητέρα της Νίνας με ένα τμήμα της συλλογ ...

Συναυλία στη Μόσχα
Η αφηγήτρια σε συναυλία στη μικρή αίθουσα ...

Με το μαέστρο Οδυσσέα Δη ...
Σε συναυλία στη Θεσσαλονίκημε την Κρατική ...

Με το μαέστρο Νίκο Χριστ ...
Στην προετοιμασία του γκαλά-αφιερώματος στ ...

Με το Μίκη Θεοδωράκη
Η αφηγήτρια (δεξιά) με τον καλλιτεχνικό δι ...

Με το Βλαντιμίρ Βασίλιεφ ...
Η αφηγήτρια (δεύτερη από δεξιά) με τη δασκ ...

Θερινή Ακαδημία Μοτσαρτέ ...
Η αφηγήτρια με τους συμμαθητές της και τη ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Νίνα Καλούτσα κάνει μία αναδρομή στα σημαντικότερα στάδια της ζωής και της καριέρας της. Ξεκινά από τα παιδικά της χρόνια στην Καρδίτσα, τα οποία πέρασε ως μέλος μίας βαθιά ενωμένης και υποστηρικτικής οικογένειας με καταγωγή από τον Πόντο. Μιλά για το εργοστάσιο αεριούχων ποτών «ΚΡΟΝΟΣ» που διατηρούσε η οικογένειά της και αποτελούσε σημείο αναφοράς για την τοπική κοινωνία. Αναφέρεται ακόμα στην αγάπη των δικών της για τη Ρωσία, το ρωσικό πολιτισμό και τις ετήσιες καλοκαιρινές διακοπές της εκεί. Μέσα από αυτή την κουλτούρα έρχεται από μικρή σε επαφή με τη μουσική, ώσπου στα 18 της χρόνια κερδίζει μία σπάνια υποτροφία για να σπουδάσει κλασικό τραγούδι στο Ωδείο Τσαϊκόφσκι της Μόσχας. Εκεί η ζωή της αλλάζει ριζικά: Περιγράφει με θαυμασμό τις συνθήκες λειτουργίας του εξέχοντος Ωδείου, το οποίο συγκέντρωνε τότε τους σπουδαιότερους μουσικούς από ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση. Στη συνέχεια, κάνει λόγο για τη δασκάλα της, Μπέλα Ρουντένκο, και το μέντορά της, Έλληνα αρχιμουσικό και θρύλο της εποχής, Οδυσσέα Δημητριάδη. Ακόμα, αναφέρεται στο ιδιαίτερα απαιτητικό πρόγραμμα φοίτησής της, αλλά και στις συνεχείς συναυλίες που έδινε. Τέλος, αφηγείται τη ζωή μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα, όπου, ύστερα από αρκετά χρόνια επιτυχημένης πορείας ως σολίστ και δασκάλα τραγουδιού, ασχολείται πλέον με την ανθρώπινη φωνή από διαφορετική σκοπιά, ως ειδικός φωνής και δημόσιας ομιλίας, με σημαντικές συνεργασίες στο ενεργητικό της.
Αφηγητές/τριες
Χριστίνα Καλούτσα
Ερευνητές/τριες
Μαρία Μακρή
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
27/10/2021
Διάρκεια
55'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Νίνα Καλούτσα κάνει μία αναδρομή στα σημαντικότερα στάδια της ζωής και της καριέρας της. Ξεκινά από τα παιδικά της χρόνια στην Καρδίτσα, τα οποία πέρασε ως μέλος μίας βαθιά ενωμένης και υποστηρικτικής οικογένειας με καταγωγή από τον Πόντο. Μιλά για το εργοστάσιο αεριούχων ποτών «ΚΡΟΝΟΣ» που διατηρούσε η οικογένειά της και αποτελούσε σημείο αναφοράς για την τοπική κοινωνία. Αναφέρεται ακόμα στην αγάπη των δικών της για τη Ρωσία, το ρωσικό πολιτισμό και τις ετήσιες καλοκαιρινές διακοπές της εκεί. Μέσα από αυτή την κουλτούρα έρχεται από μικρή σε επαφή με τη μουσική, ώσπου στα 18 της χρόνια κερδίζει μία σπάνια υποτροφία για να σπουδάσει κλασικό τραγούδι στο Ωδείο Τσαϊκόφσκι της Μόσχας. Εκεί η ζωή της αλλάζει ριζικά: Περιγράφει με θαυμασμό τις συνθήκες λειτουργίας του εξέχοντος Ωδείου, το οποίο συγκέντρωνε τότε τους σπουδαιότερους μουσικούς από ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση. Στη συνέχεια, κάνει λόγο για τη δασκάλα της, Μπέλα Ρουντένκο, και το μέντορά της, Έλληνα αρχιμουσικό και θρύλο της εποχής, Οδυσσέα Δημητριάδη. Ακόμα, αναφέρεται στο ιδιαίτερα απαιτητικό πρόγραμμα φοίτησής της, αλλά και στις συνεχείς συναυλίες που έδινε. Τέλος, αφηγείται τη ζωή μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα, όπου, ύστερα από αρκετά χρόνια επιτυχημένης πορείας ως σολίστ και δασκάλα τραγουδιού, ασχολείται πλέον με την ανθρώπινη φωνή από διαφορετική σκοπιά, ως ειδικός φωνής και δημόσιας ομιλίας, με σημαντικές συνεργασίες στο ενεργητικό της.
Αφηγητές/τριες
Χριστίνα Καλούτσα
Ερευνητές/τριες
Μαρία Μακρή
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
27/10/2021
Διάρκεια
55'