Στρατιωτικός Ιερέας στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας, πάτερ Αλέξιος Ιστρατόγλου
[00:00:00]Όνομα Ερευνήτριας: Πολύμνια Συνοδινού. Όνομα Αφηγητή: Αρχιμανδρίτης Πάτερ Αλέξιος Ιστρατόγλου. Είναι Σάββατο 10 Ιουλίου, βρισκόμαστε στη Σαλαμίνα και ξεκινάμε τη συνέντευξη. Καλησπέρα σας, πάτερ, και πάλι.
Καλησπέρα.
Να ξεκινήσουμε σιγά σιγά. Και θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;
Βρισκόμαστε στον ιστορικό ναό του Αγίου Νικολάου στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, όπου εδώ υπηρετώ ως στρατιωτικός ιερέας. Με τη χάρη του Θεού βρίσκομαι σε αυτόν εδώ τον χώρο, διακονώντας τις Ένοπλες Δυνάμεις από το 2010 και καλούμαστε μέσα σε αυτόν εδώ τον χώρο να δώσουμε μαρτυρία και ομολογία Χριστού, να δώσουμε μέσα σε αυτόν τον χώρο που αποτελεί τον θεματοφύλακα των αξιών, των παραδόσεων, της πίστεώς μας, να δώσουμε αυτήν την μαρτυρία την οποία χρειάζεται και αυτός ο χώρος και ολόκληρη η κοινωνία μας.
Θέλετε να περάσουμε και να μας πείτε λίγο για τα παιδικά σας χρόνια;
Τα παιδικά χρόνια είναι μια πολύ ωραία ανάμνηση όπως για όλους, πιστεύω, η οποία ξεκινά ότι βρισκόμαστε, βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον με τους γονείς μου, την αδελφή μου όπου με μια πραγματική, όπως την γνωρίσαμε και την ξέραμε ελληνική ορθόδοξη οικογένεια. Ο πατέρας μου στο επάγγελμα ήταν μαρμαράς. Η μητέρα μου οικειακά. Μεγαλώσαμε στο σχολείο Δημοτικό, Γυμνάσιο πήγα εκεί στην περιοχή στην οποία βρίσκομαι, στα Βριλήσσια των Αθηνών. Στο Λύκειο σπούδασα στην Εκκλησιαστική Σχολή, στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή και μετά έδωσα Πανελλήνιες Εξετάσεις όπου πέρασα στη Θεολογική Σχολή και τελειώνοντας τη Θεολογική Σχολή, με αξίωσε η χάρη του Θεού να χειροτονηθώ ιερέας και να υπηρετώ έκτοτε την Αγία μας Εκκλησία από διάφορες θέσεις. Από θέσεις, που όπως είπα και στην αρχή, καλούμαι να δώσω αυτό το οποίο καλείται η Εκκλησία να δώσει, μια μαρτυρία και ομολογία Χριστού. Στα παιδικά χρόνια, τα βιώματα τα οποία είχαμε μέσα από το οικογενειακό περιβάλλον, ήτανε έτσι πολύ ωραία και τα θυμάμαι και τα αναπολώ και βεβαίως, παίρνω πολλά πράγματα, τα οποία τα χρησιμοποιώ στην καθημερινότητά μου και τα μεταφέρω στις σύγχρονες οικογένειες ώστε να υπάρχει ένας απλός, αυθεντικός τρόπος ζωής, παραδοσιακός, όπου τα παιδιά να πάρουν αυτά που χρειάζεται να πάρουν και να μην πάρουν τα ψεύτικα. Εγώ είχα την τύχη, να πω, ότι είμαι στη γενιά εκείνη που παίζαμε στις αλάνες, δεν φοβόμαστε να πάμε στις πλατείες, να παίξουμε με τα άλλα παιδιά. Δεν είχαμε βεβαίως υπολογιστές, δεν είχαμε κομπιούτερ, δεν είχαμε όλα αυτά, όμως είχαμε τα βιβλία που μπορούσαμε να διαβάσουμε, είχαμε πραγματικούς φίλους. Το γλέντι ήταν πραγματικό και όχι ψεύτικο και υποκριτικό, επιφανειακό. Οι επαφές των ανθρώπων ήτανε ουσιαστικές και έτσι λέω ότι τα αναπολώ με πολλή, έτσι, χαρά, αυτά τα παιδικά χρόνια, τα οποία πυροδότησαν ωραίες εμπειρίες, ωραίες εικόνες τις οποίες, δυστυχώς, στη σύγχρονη εποχή μας δεν τις έχουμε. Πάλι σε μια οικογένεια που υπήρχε ο παππούς, η γιαγιά, πρόσωπα τα οποία μας δώσανε πολλά πράγματα μέσα από την σοφία τους, μέσα από την απλότητά τους. Μας δώσανε πράγματα τα οποία έφεραν μέσα από προσωπικά βιώματα. Οι γονείς του πατέρα μου –εγώ τη γιαγιά μου γνώρισα μόνο από την πλευρά του πατέρα μου– είχαν έρθει πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία κατά τις ανταλλαγές των πληθυσμών, μας έλεγε σαν παραμύθια, μπορώ να το πω, αλλά δεν ήταν παραμύθια, ήταν πραγματικές ιστορίες, το πώς έφυγαν από τα σπίτια τους, τις οικογένειές τους, τι ταλαιπωρίες αντιμετώπισαν στη μετακίνησή τους, την προσαρμογή τους εδώ στη μητέρα Ελλάδα. Πράγματα τα οποία έτσι μας έκαναν να έχουμε μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε πολλά πράγματα μέσα από την ιστορία μας, μέσα από τον πολιτισμό μας. Απλά παιδικά χρόνια, δεν είχε κάτι το σύνθετο. Δεν έχω κάτι να… όπως ένα απλό παιδί εκείνης της γενιάς, πριν 30-40 χρόνια.
Το κομμάτι των σπουδών σας στη Θεολογική Σχολή;
Ναι, ξεκίνησε πρώτα από την Εκκλησιαστική Σχολή Ριζάρειο, η οποία βρίσκεται εδώ στην Αθήνα, στο Χαλάνδρι συγκεκριμένα, 3 χρόνια είναι, όπου είναι ένα κανονικό Λύκειο απλώς έχει μια έμφαση στα θεολογικά μαθήματα με έντονη εκκλησιαστική ζωή. Μάλιστα, στη σχολή αυτή υπήρχε η διαθήκη των δυο αδελφών Γεωργίου και Μάνου του Ριζάρη ότι να φοιτούν αυτοί που επιθυμούν να ενδυθούν το ένδυμα της ιεροσύνης και εκεί τα βιώματα τα εκκλησιαστικά μεγαλώσανε, μάθαμε πάρα πολλά πράγματα, τελειοποιήσαμε πράγματα τα οποία δεν γνωρίζαμε ή τα είχαμε αρχίσει πιο μικροί και εκεί στη σχολή μέσα από την καθημερινή μας τριβή με τη λειτουργική ζωή της εκκλησίας, γιατί μέναμε μέσα, μας βοήθησαν στο να καταξιωθούμε και να μάθουμε πράγματα της λειτουργικής ζωής, τα οποία μας βοήθησαν και μας βοηθούν τώρα. Και μετά από αυτά τα 3 χρόνια στην Εκκλησιαστική Σχολή, έδωσα Πανελλήνιες, πέρασα στη Θεολογική Σχολή, 4 χρόνια στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου και εκεί, βεβαίως, ένα άλλο αντικείμενο, ανώτερο με άλλα επίπεδα μάθησης. Πράγματα τα οποία πραγματικά μας βοήθησαν και μας βοηθούν μέσα από την επιστημονική πλέον έρευνα, γιατί εκεί εστιάζω την προσοχή μου στη Θεολογική Σχολή και γενικά, αν θέλεις να εντρυφήσεις μέσα στη Θεολογία της Εκκλησίας μας, δεν είναι να πάρεις ένα βιβλίο να διαβάσεις, να ακούσεις, να κάνεις μια έρευνα, είναι να ζήσεις τη ζωή της Εκκλησίας. Στη Θεολογική Σχολή πήραμε εκείνα τα μηνύματα για να καλλιεργήσουμε μια επιστημονική έρευνα, αν κάποιος στην πορεία ήθελε να ακολουθήσει μια άλλη ακαδημαϊκή πορεία, αλλά και βεβαίως να ξέρει πώς να χειριστεί διάφορα θέματα μέσα από επιστημονικά δεδομένα και την επιστημονική, επαναλαμβάνω, έρευνα. Ουσιαστικά, έτσι, πράγματα μάθαμε και παράλληλα με τη Θεολογική Σχολή, φοιτούσα και σε ένα ωδείο, όπου την επόμενη χρονιά το 1995 πήρα το πτυχίο μου στη Θεολογική Σχολή, 1996 πήρα και το πτυχίο του καθηγητού μουσικής, όπου είχα παράλληλα αυτήν την ενασχόληση, δηλαδή με τη Θεολογική και με τη μουσική, την ευρωπαϊκή αλλά και τη βυζαντινή.
Είπατε πριν ότι στη Ριζάρειο Σχολή είχατε κάποια βιώματα εκκλησιαστικά. Θέλετε να μας περιγράψετε –δεν ξέρω πώς να το πω– το πρόγραμμα σπουδών, για παράδειγμα;
Όπως σας είπα, μέναμε μέσα. Ήμασταν εξοδούχοι μόνο το Σαββατοκύριακο, Παρασκευή δηλαδή, Παρασκευή μετά τη λήξη των μαθημάτων και επιστρέφαμε πάλι τη Δευτέρα το πρωί. Λοιπόν, από το πρωί είχαμε το εγερτήριο 6:30 η ώρα, 7:00 η ώρα πηγαίναμε στον ναό, όπου είχαμε τη συμμετοχή μας στην ακολουθία, την πρωινή ακολουθία, τον Όρθρο, 7:00 με 8:00. 8:00 η ώρα παίρναμε το πρωινό και 8:30 αρχίζαμε τα μαθήματα κανονικά όπως όλα τα σχολεία, μέχρι τις 14:00 η ώρα. 14:00 με 15:00, είχαμε, 15:00-16:00, εκεί περίπου, είχαμε το μεσημεριανό φαγητό. Μετά είχαμε 14:00 με 16:00 κάπου εκεί την… μια μεσημεριανή ξεκούραση και από τις 16:00 μέχρι τις 22:00 το βράδυ, υπήρχε η μελέτη. Είχαμε μετά στο δεύτερο έτος είχαμε και φροντιστηριακά μαθήματα, μας κάνανε δηλαδή, αντί να πηγαίνουμε σε φροντιστήρια τα είχαμε εκεί πέρα και όλα αυτά δωρεάν και η σίτιση και η φοίτηση και η διαμονή. Ήταν μέσα στις παροχές που μας παρείχε η σχολή. 19:00 η ώρα κάναμε την ακολουθία του Εσπερινού. Στις 21:00 το βράδυ, 20:00-21:00, αν δεν απατώμαι, είχε δείπνο, μετά το δείπνο στην τραπεζαρία μέσα κάναμε το Απόδειπνο, την ακολουθία του Αποδείπνου και μετά 22:30, είχε κατάκλιση και την επόμενη μέρα για να συνεχίσουμε πάλι το πρόγραμμα αυτό. [00:10:00]Μέσα στην εκκλησία, για τα εκκλησιαστικά βιώματα, είχαμε διάφορες… ο κάθε ένας μαθητής ή η κάθε τάξη ανάλογα είχε κάποια διακονήματα, όπως το λέμε στην Εκκλησία. Κάποιοι είχαμε τη διακονία στο ψαλτήριο, κάποιοι άλλοι τη διακονία μέσα στο ιερό, κάποιοι άλλοι τη διακονία στα κεριά και οι υπόλοιποι βεβαίως παρακολουθούσαμε, συμμετείχαμε όλοι και αυτό ήταν μια ζωντανή συμμετοχή στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Αυτό ήταν το καθημερινό πρόγραμμα, το οποίο ήτανε σαν πρόγραμμα σχολείου ήτανε το ίδιο, απλώς τα περαιτέρω είχε σχέση με την εκκλησία.
Πώς να το πω, ναι, ο τίτλος είναι ότι είστε και στρατιωτικός ιερέας. Θέλετε να μας πείτε πώς βρίσκεστε στο…;
Ναι, το να γίνει κάποιος στρατιωτικός ιερέας, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ότι πρέπει να είναι ήδη κληρικός, πρέπει να είναι ήδη ιερέας. Εγώ ήμουνα ήδη ιερέας, υπηρετούσα στην Ιερά Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου στα Χανιά, από όπου και κατάγομαι και κάποια στιγμή έγινε μια προκήρυξη την οποία έκανε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, όπου ζητούσε να προσληφθούν δυο στρατιωτικοί ιερείς. Κατέθεσα υπό του νόμου τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και μετά από την εξέταση αυτών, μαζί με τους άλλους συνυποψηφίους μου, επελέγην στο να υπηρετήσω ως στρατιωτικός ιερέας. Επομένως, για να υπηρετήσει κάποιος σαν στρατιωτικός πρέπει να γίνει προκήρυξη, προκηρύσσονται κάποιες θέσεις που είναι κενές και να μετάσχει στον διαγωνισμό, εφόσον έχει τις απαραίτητες προϋποθέσεις και εφόσον επιλεγεί, φεύγει από την Μητρόπολη στην οποία ανήκει, παίρνει κανονικό απολυτήριο, όπως λέμε, διοικητικά φεύγει από το Υπουργείο Παιδείας και εντάσσεται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και πλέον η διακονία του είναι μέσα στις Ένοπλες Δυνάμεις ακολουθώντας, παίρνοντας, απονέμοντάς του έναν βαθμό στρατιωτικό. Ο εισαγωγικός βαθμός εάν είσαι απόφοιτος Πανεπιστημίου είναι λοχαγός, αν όχι υπολοχαγός και ακολουθείς πλέον την πορεία που έχει ένας στρατιωτικός. Οι θέσεις που υπάρχουνε στις Ένοπλες Δυνάμεις στον Ελληνικό Στρατό είναι 44: Στρατό, Ναυτικό, Αεροπορία. Ανήκουμε στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας και από εκεί μας διανέμει, ανάλογα τις ανάγκες που υπάρχουνε, τους ιερείς πού θα υπηρετήσει ο καθένας ανάλογα με κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο. Υπάρχουν θέσεις στον Στρατό, υπάρχουν θέσεις στο Ναυτικό, υπάρχουν θέσεις στην Αεροπορία και εκεί υπηρετούμε τώρα 44 ιερείς, δεν είναι ούτε ένας παραπάνω, ούτε ένας παρακάτω. Βεβαίως, όταν κάποιοι αποστρατεύονται, συμπληρώσουνε το όριο ηλικίας, τα χρόνια ή δηλώσουν παραίτηση ή και κάποιος και αποθάνει, τότε γίνεται πάλι προκήρυξη και οι ενδιαφερόμενοι καταθέτουν τα δικαιολογητικά. Δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που γίνεται η προκήρυξη, ανάλογα τις ανάγκες που έχει η υπηρεσία και ανάλογα τις θέσεις που θα είναι κενές. Έτσι λοιπόν και εγώ, όταν υπήρχαν τότε δυο κενές οργανικές θέσεις, έγινε η προκήρυξη, κατέθεσα τα δικαιολογητικά μου μαζί με άλλους –αν δεν απατώμαι– 27 συνυποψηφίους και επιλέγην μαζί με έναν άλλο κληρικό. Εγώ υπηρέτησα αρχικά στην Σάμο. Από τη Σάμο ακολούθησα μια πορεία, ήρθα στην Αθήνα στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας. Μετά υπηρέτησα στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, σε διάφορες μονάδες των Ειδικών Δυνάμεων και όχι μόνο, στο Λεκανοπέδιο της Αττικής και από το 2010 βρίσκομαι στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας.
Και τα πρώτα χρόνια που περάσατε λοιπόν σε αυτό –πώς να το πω– περάσατε κάποια εκπαίδευση; Υπήρχε κάποια αναμόρφωση ως προς αυτό;
Όχι, εκπαίδευση δεν υπήρχε ιδιαίτερη, απλώς όταν έγινε η πρόσληψη μετά την ορκωμοσία και την απονομή του στρατιωτικού βαθμού, μείναμε περίπου 15 ημέρες στη Διεύθυνση Στρατιωτικών Ιερέων, όπως λέγεται τώρα, τότε λεγόταν Διεύθυνση Θρησκευτικού, όπου μας είπαν κάποια βασικά πράγματα. Μας ενημέρωσαν για κάποια γραφειοκρατικά περισσότερο και μετά από εκεί και πέρα τοποθετώντας μας στις οργανικές μας θέσεις, εμένα στη Σάμο, από εκεί και πέρα το έργο το οργάνωσα με βάση την εμπειρία; Τις ανάγκες; Τις προκλήσεις; Τις προΰποθέσεις; Αυτά τα οποία συναντούσα μέσα στην καθημερινότητά μου. Δεν υπάρχει κάποια εκπαίδευση, βεβαίως αργότερα το 2006 που συμμετείχα και εγώ στην πρόσληψη τότε 12 στρατιωτικών ιερέων αλλά και πρόσφατα που προσελήφθησαν στο 2015, έγιναν κάποια εντός εισαγωγικών σεμινάρια, όπου στους νέους στρατιωτικούς ιερείς τους έγινε μια έτσι σχετική υπόδειξη κάποιων θεμάτων, που δεν τα γνωρίζουν, γιατί πράγματι υπάρχει μια άλλη αντιμετώπιση –να το πω– μια άλλη τακτική που ακολουθείτε στις Ένοπλες Δυνάμεις από ότι στην Εκκλησία σε θέματα γραφειοκρατικά, τα οποία όμως αυτά λύνονται, δεν είναι τόσο δύσκολα. Το πρόβλημα είναι να μπορέσεις να νιώσεις τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν στον κάθε χώρο και από αυτές τις ιδιαιτερότητες να μπορέσεις να προσαρμοστείς και να προσαρμόσεις το ποιμαντικό σου έργο.
Ποιες είναι αυτές οι ιδιαιτερότητες από τη Μητρόπολη που ξεκινήσατε έως εδώ που υπηρετείτε ως στρατιωτικός ιερέας;
Η ποιμαντική διακονία σε μία ενορία, με την ποιμαντική διακονία στις Ένοπλες Δυνάμεις, είναι τελείως διαφορετική. Εκκλησία είναι η μία εκκλησία είναι και η άλλη, αλλά είναι τελείως διαφορετικά. Είναι σαν να λέμε ποια είναι η ομοιότητα ενός πορτοκαλιού και ενός μήλου. Η μόνη τους ομοιότητα είναι ότι είναι φρούτα. Ύστερα έχουν άλλες θρεπτικές αξίες το ένα, άλλες θρεπτικές αξίες το άλλο, άλλο κάνει καλό, άλλο κάνει περισσότερο καλό. Έτσι, λοιπόν, δεν μπορούμε να τα συγκρίνουμε. Με ρωτούν πολλές φορές πού είναι καλύτερα, στην ενορία ή στον στρατό; Δεν είναι εύστοχη ερώτηση αυτή. Και δεν υπάρχει απάντηση, γιατί σε άλλα πράγματα έτσι επιφανειακά αν θέλουμε να δώσουμε μια απάντηση, σε άλλα πράγματα είναι καλύτερα στον στρατό, σε άλλα πράγματα είναι καλύτερα στην ενορία. Η διακονία είναι διαφορετική. Ένα απλό που μπορούμε να πούμε ότι στην ενορία στο έργο στο οποίο επιτελείς, στην εκκλησία παραδείγματος χάριν, έρχεται όποιος επιθυμεί, όποιος θέλει, έρχεται οικειοθελώς να συναντήσει τον ιερέα, να συνομιλήσει με τον ιερέα, να ζητήσει ένα χαρτί, να ζητήσει μια άδεια γάμου, μια δήλωση βαπτίσεως, να κάνει ένα μνημόσυνο. Στις Ένοπλες Δυνάμεις, βεβαίως, στο να έρθεις στην εκκλησία πάντοτε δεν έρχεται οικειοθελώς. Υπάρχουν διαταγές που καθορίζουν, υπάρχουν αντιπροσωπείες ότι: «την τάδε μέρα πρέπει να πάτε εσείς, την τάδε μέρα πρέπει να πάτε οι άλλοι». Όταν πηγαίνουμε, επισκεπτόμαστε τις Δυνάμεις, τα πλοία, τις υπηρεσίες και γίνεται μία συγκέντρωση του προσωπικού, έρχονται άπαντες και μπορεί να υπάρχουνε μέσα, όχι μπορεί, υπάρχουν άνθρωποι μέσα που έχουν άλλη θρησκευτική πεποίθηση, άλλες απόψεις, έχουνε άλλη στάση ζωής. Όμως, έρχονται γιατί είναι υποχρεωμένοι, έρχονται υποχρεωτικά. Βεβαίως, αυτό έχει και τα θετικά του, έχει και τα αρνητικά του. Για αυτό, λοιπόν έτσι, είναι διαφορετική η προσέγγιση. Στην εκκλησία απευθύνεσαι σε ανθρώπους που θέλουν να έρθουνε, που έρχονται οικειοθελώς. Αύριο που είναι Κυριακή, θα χτυπήσει η καμπάνα και θα πάνε αυτοί που θέλουν να πάνε στην εκκλησία. Σε ένα στρατόπεδο που θα κάνουμε την λειτουργία, ένας στρατιωτικός ιερέας, θα πάνε όλοι όσοι έχουν υπηρεσία μέσα είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν, γιατί είναι ένα πρόγραμμα της μονάδος, του σχηματισμού. Επομένως, υπάρχει εκεί μια διαφορά. Πώς θα τον προσεγγίσεις τον άλλον που δεν θέλει, που είναι κουρασμένος, που βαριέται, που είναι αδιάφορος; Είναι μία από τις πολλές ιδιαιτερότητες, τις οποίες θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και οι οποίες ουκ έστιν αριθμός και δεν έχει τελειωμό και αυτές τις ιδιαιτερότητες τις ανακαλύπτεις, τις βρίσκεις και από αυτές προσπαθείς να κερδίσεις, να πάρεις αυτό το οποίο πρέπει να πάρεις και να δώσεις αυτό το οποίο πρέπει να δώσεις. Δεν μπορείς να κάνεις πράγματα τα οποία –θα σας πω εγώ παραδείγματος χάριν– όταν την πρώτη φορά που πήγα να λειτουργήσω σαν νεοτοποθετημένος στρατιωτικός ιερέας στη Σάμο, [00:20:00]επειδή οι ναοί είναι μικροί, ο κόσμος κάθεται έξω, δεν μπαίνει μέσα στην εκκλησία, επειδή ήτανε χειμώνας, είχε κακοκαιρία, ενδεχομένως να έπιανε και βροχή, είπαμε θα κάνουμε τη λειτουργία στο ΚΨΜ. Το ΚΨΜ είναι εκεί που κάθονται και διασκεδάζουν, βλέπουν τηλεόραση, να πάρουν κάποιον καφέ, κάποιο αναψυκτικό, κάποιο φαγώσιμο. Οπότε είχανε μεταφερθεί όλες οι καρέκλες στην άκρη, τα τραπέζια και είχαμε, συγνώμη, είχαμε δυο τραπέζια για να κάνουμε σαν Αγία Τράπεζα και ήταν και ο κόσμος. Εγώ τότε μέσα από την απειρία, άρχισα την Ακολουθία, αργά σαν να ήμουνα στην ενορία μου, δεν βιαζόμουν. Ήρθαν σε κάποια στιγμή και οι στρατιώτες, αλλά από ένα σημείο και μετά κουράστηκαν, δεν μπορούσανε να κάτσουνε και τους έβλεπα μιλούσανε, γελούσανε. Κάποια στιγμή είδα και κάποιον είχε σηκώσει το χέρι για να ρίξει μια καρπαζιά στον μπροστινό του και αμέσως κατάλαβα ότι, ωπ, εδώ πέρα δεν μπορεί να γίνεται αυτό που γίνεται στην ενορία, δεν μπορούμε να αρχίζουμε εδώ στις 7:00 και να τελειώνουμε στις 10:00, γιατί αυτοί από κάτω οι νέοι άνθρωποι δεν το έχουν μάθει αυτό, δεν το έχουν συνηθίσει. Κι έχουμε πολλές μαρτυρίες ανθρώπων, που δεν είχαν πάει ποτέ στην εκκλησία, που δεν ήξεραν τι είναι η εκκλησία, που δεν είχαν ακούσει και δεν είχαν δει όλα αυτά τα οποία έβλεπαν. Οπότε μέσα σε αυτήν την ιδιαιτερότητα ότι δεν είσαι καταρχήν σε μία εκκλησία και να λες, ας πούμε: «Άνω σχόμεν τας καρδίας» και να βλέπεις την εικόνα του Χριστού κι εκεί να βλέπεις τα πατατάκια και τα γαριδάκια και να λες: «Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω» και να βλέπεις το ψυγείο απέναντι με το μίλκο και τις πορτοκαλάδες, απ’ αυτήν την ιδιαιτερότητα καταλαβαίνεις ότι εδώ πρέπει να προσαρμόσεις, δεν θα κάνεις κάτι το οποίο θα αλλοιώσει το ορθόδοξο πνεύμα, αλλά θα προσαρμόσεις, θα είσαι πιο σύντομος, πιο περιεκτικός, το κήρυγμα δεν θα πλατύνει, δεν θα μιλάς μισή ώρα, γιατί από κάτω κουράζονται και δεν σε καταλαβαίνουνε και δεν τους ενδιαφέρει ή πρέπει να μιλήσεις κάτι το οποίο να τους κεντρίσει το ενδιαφέρον, να τους πεις κάτι, το οποίο θα έχει σχέση με αυτό το οποίο ζουν και βιώνουν στην καθημερινότητα τους. Λοιπόν, αυτές οι ιδιαιτερότητες αποτελούν ένα ερέθισμα για τον στρατιωτικό ιερέα, για να αναπτύξει το ποιμαντικό του έργο και να κάνει, βεβαίως, τη διαφορά, είπαμε, στην ενορία από ό,τι στις Ένοπλες Δυνάμεις. Ένα άλλο πάλι και μ’ αυτό θα τελειώσω –γιατί είπαμε ότι υπάρχουν πάρα πολλά, δεν μπορείς να τα απαριθμήσεις– ότι στην ενορία έχεις διάφορες ηλικίες: νέους, γέρους, παιδιά, οικογένειες, εδώ έχεις μόνο νέους. Εδώ έχεις μόνο νέους ανθρώπους. Έχεις νέους ανθρώπους. Απευθύνεσαι σε ένα συγκεκριμένο ηλικιακό περιβάλλον, μιας συγκεκριμένης ηλικίας, οι οποίοι έχουνε μια συγκεκριμένη στάση ζωής, συγκεκριμένα ερεθίσματα, συγκεκριμένες απαιτήσεις, συγκεκριμένα πράγματα στα οποία πρέπει να σταθείς στο πλευρό τους, δίπλα τους και όχι απέναντί τους.
Να ρωτήσω πώς και πότε συνειδητοποιήσατε, πώς να το πω, αυτή την επαφή σας με τον Θεό ότι θέλετε να ακολουθήσετε αυτήν την πορεία στη ζωή σας;
Ναι. Υπάρχει η κλίση με Ι και υπάρχει η κλήση με Η. Η κλίση αυτή που έχεις εσύ που θέλεις να ακολουθήσεις στην Εκκλησία και η κλήση αυτή που έρχεται από τον Θεό. Δεν μπορεί να υπάρχει η μία από τις δύο. Εάν υπάρχει η κλίση του ανθρώπου, αλλά δεν υπάρχει η κλήση του Θεού, δεν μπορεί, όπως επίσης και αν δεν υπάρχει η ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου, επίσης δεν μπορεί να δώσει το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Εγώ μπορώ να πω ότι από μικρό παιδί μου άρεσε η εκκλησία. Θυμάμαι έτσι σαν μικρό παιδάκι τα έβλεπα όλα πολύ ωραία, μου προκαλούσαν δέος, θαυμασμό. Θυμάμαι τον γέροντά μου όταν τον είχα πρωτοδεί, έτσι έναν επιβλητικό ιερέα με τη γενειάδα του, τα γυαλιά του. Φορούσε μια κόκκινη –ακόμα το θυμάμαι– στολή, μου είχε κάνει εντύπωση. Μέσα στο ιερό όλα αυτά όπως είναι διαρρυθμισμένο, διαμορφωμένο, μου άρεσαν, έτσι από μικρό παιδί. Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα, γιατί πολλά παιδιά στην πορεία έχουνε μια κλίση και μετά αρχίζουν να έχουν άλλα ενδιαφέροντα. Εμένα το ενδιαφέρον δεν άλλαξε καθώς μεγάλωνα, δεν άλλαξε. Στη σχολή καλλιεργήθηκε ακόμα περισσότερο, στο πανεπιστήμιο εδραιώθηκε και μετά το τέλος των σπουδών μου είχα ήδη κατασταλάξει ότι θα ακολουθήσω στο να γίνω ιερέας και να ενταχθώ, εφόσον ο Θεός το επιτρέψει και υπάρχει και η κλήση του Θεού και εφόσον με δεχθεί, να υπηρετήσω την Εκκλησία και έτσι με την χάρη του Θεού και με την ανοχή του βρίσκομαι 26 χρόνια τώρα ως κληρικός, ως ιερέας, από διάφορες θέσεις και έτσι υπήρξε αυτή η πορεία, από μικρό παιδί μέχρι σήμερα. Δηλαδή και σήμερα να μου λέγανε, αν είχες επιλογή να κάνεις κάτι άλλο, πάλι παπάς θα γινόμουνα, πάλι ιερέας θα γινόμουνα.
Και να ρωτήσω για το κομμάτι της χειροτονίας της δικιάς σας, αν θέλετε να μας το περιγράψετε;
Η χειροτονία. Οι χειροτονίες γιατί είναι δυο. Οι βαθμοί στην Εκκλησία μας είναι τρεις: του Διακόνου, του Πρεσβυτέρου και του Επισκόπου. Ο πρώτος βαθμός είναι Διάκονος, ο δεύτερος είναι ο Πρεσβύτερος και βεβαίως, αν είσαι άγαμος κληρικός, και εφόσον η Εκκλησία πάλι το επιτρέψει, μπορείς να γίνεις και Επίσκοπος. Ως Διάκονος χειροτονείσαι έχοντας τη συνμαρτυρία του πνευματικού σου ο οποίος προσκομίζει ένα χαρτί, ένα έγγραφο που είναι τυποποιημένο με την έννοια υπάρχει ένα συγκεκριμένο κείμενο που μαρτυρεί ότι ο προς χειροτονία είναι άξιος και το εγγυάται αυτός και γίνεται η χειροτονία επί του Επισκόπου και σε χειροτονεί Διάκονο. Ο χρόνος που θα παραμείνεις στον βαθμό του Διακόνου για να πας στον επόμενο βαθμό, εξαρτάται από τον Επίσκοπο, δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος χρόνος, μπορεί να μείνεις μια μέρα, μπορεί να μείνεις και 20 χρόνια και 30 χρόνια ή και σε όλη σου τη ζωή. Υπάρχουν κληρικοί που απέθαναν, συγνώμη, με τον βαθμό του Διακόνου, δεν χειροτονήθηκαν στον επόμενο βαθμό. Εγώ έμεινα 2 χρόνια Διάκονος και μετά από 2 χρόνια πάλι με την απόφαση του Επισκόπου χειροτονήθηκα Πρεσβύτερος και εκ τότε διορίστηκα ως Εφημέριος σε κάποιες ενορίες και μετά, όπως σας είπα, προσελήφθην στις Ένοπλες Δυνάμεις ως στρατιωτικός ιερέας. Είναι ένα τελετουργικό το οποίο γίνεται στις χειροτονίες. Τώρα δεν μπορώ να το… γίνεται μέσα στη Θεία Λειτουργία. Σε διαφορετικά σημεία της Θείας Λειτουργίας για τον Διάκονο, σε άλλο σημείο στον Πρεσβύτερο. Υπάρχουν κάποιες προσφωνήσεις, αντιφωνήσεις, νουθεσίες του Επισκόπου προς τον χειροτονούμενο, ευχαριστίες του χειροτονούμενου προς τον Επίσκοπο και ό,τι νιώθει να πει και μετά αφού χειροτονηθεί συνεχίζεται η Θεία Λειτουργία και ολοκληρώνεται και πλέον είναι, είτε Διάκονος είτε Πρεσβύτερος.
Και σχετικά με το όνομά σας, είναι δικιά σας επιλογή;
Όνομα αλλάζουν μόνο όσοι είναι άγαμοι κληρικοί, οι έγγαμοι δεν αλλάζουνε. Ο άγαμος κληρικός αλλάζει το όνομα, επειδή αλλάζει τρόπο ζωής και το όνομα αυτό ως επί το πλείστον πάλι είναι απόφαση του Επισκόπου ή του Ηγουμένου, που θα σε κείρει μοναχό, θα σε κάνει μοναχό. Εμένα ήτανε 50 % δική μου επιλογή και 50% του Επισκόπου η αλλαγή του ονόματος και βεβαίως, σε εμένα συνέπεσε ότι την ημέρα που χειροτονήθηκα ήταν η μέρα του Αγίου Αλεξίου. Επομένως, την ημέρα που εορτάζω, έχω επέτειο χειροτονίας.
Και σε όλα αυτά τα χρόνια, τόσο στον στρατό όσο και στις ενορίες, που είπατε ότι έχετε υπηρετήσει, πώς να το πω, έχετε κάποια ιστορία που θα θέλατε να μοιραστείτε, που σας έχει συμβεί;
Ιστορίες υπάρχουν πάρα πολλές. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις, ιστορίες ωραίες, ιστορίες και άσχημες. Ιστορίες οι οποίες παιδαγωγούν όλες και σε βοηθούν να δεις λάθη, να διορθώσεις λάθη. Δεν έχω κάποια δηλαδή που να, αμέτρητες είναι, δεν μπορείς… δηλαδή θα χρειαζόντουσαν βιβλία να γράψουμε για να… και τις καλές και τις άσχημες. Όλες αυτές, όμως, έτσι πολλές φορές ξεδιπλώνονται στο μυαλό σαν χαρτί, ξεδιπλώνεται και έρχεται στη μνήμη. [00:30:00]Πολλές φορές έρχονται στο μυστήριο της θείας εξομολογήσεως, όταν ακούς πράγματα παρόμοια με αυτά που σου λένε οι άνθρωποι κατά την εξομολόγησή τους. Εκεί, ας πούμε, κι η εξομολόγηση είναι μια ιστορία. Επομένως, μπορείς να λες και να θυμάσαι πάρα πολλά πράγματα και πολλές φορές εγώ το κάνω αυτό, θυμάμαι έτσι ιστορίες κατά τις συζητήσεις μου με ανθρώπους, έρχεται στη ροή του λόγου, έρχονται διάφορες ιστορίες. Θα μπορούσα να πω μία στις Ένοπλες Δυνάμεις, που δεν ήτανε… μάλλον ήταν στις Ένοπλες αλλά δεν ήταν στις Ένοπλες Δυνάμεις, στον Στρατό. Είχα πάει ως στρατιωτικός ιερέας να λειτουργήσω σε ένα χωριό στη Νέα Σάντα Κομοτηνής, όπου βρέθηκα εκεί υπηρεσιακά. Δίπλα σε αυτό το χωριό υπήρχε ένα φυλάκιο και μου είχαν πει να πάω να λειτουργήσω στο χωριό, το οποίο ήταν καθαρά, αμιγώς χριστιανικό χωριό, γιατί στην ευρύτερη περιοχή τα χωριά στην πλειοψηφία τους είναι μουσουλμανικά ή οι κάτοικοι είναι, οι χριστιανοί είναι μειονότητα έναντι των μουσουλμάνων. Εκεί η Νέα Σάντα Κομοτηνής είναι καθαρά αμιγώς χριστιανικό και είχα πάει λίγο μετά το Πάσχα και μάλιστα είχαν την ατυχία εκείνη την χρονιά οι κάτοικοι να μείνουν χωρίς ιερέα τη Μεγάλη Εβδομάδα, γιατί το Σάββατο του Λαζάρου εκοιμήθη ο ιερέας τους και δεν είχανε και ξέρετε στην επαρχία υπάρχει μια λειψανδρία στους ιερείς και είχα πάει εγώ και τους λειτούργησα μια καθημερινή ημέρα και το θυμάμαι και ακόμα και με συγκλονίζει ότι όταν έρχονταν, αφού τελείωσε η θεία λειτουργία και έρχονταν οι κάτοικοι να πάρουν το αντίδωρο και μου φιλούσαν το χέρι, κλαίγανε και μου λέγανε: «Στείλτε μας παπά! Στείλτε μας παπά, δεν έχουμε παπά!». Και όταν βγήκαμε έξω από τον ναό, εκεί ο πρόεδρος μου είπε πολύ χαρακτηριστικά, μου λέει: «Είχαμε δάσκαλο, έκλεισε το σχολείο μας. Είχαμε αστυνόμο, έκλεισε το αστυνομικό τμήμα. Είχαμε πρόεδρο, έκλεισε η κοινότητα. Είχαμε παπά, πέθανε και ο παπάς μας. Τώρα μόνο ο Θεός μας βλέπει». Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό και πολύ έτσι παρήγορο από τη μια αλλά και από την άλλη αποθαρρυντικό. Παρήγορο ότι οι άνθρωποι νιώθουν ότι μόνο ο Θεός τους έχει απομείνει και σε αυτόν ελπίζουνε, από την άλλη αποθαρρυντικό όταν βλέπεις ότι μια κοινωνία, μια πολιτεία, έχει ξεχάσει κάποιους ανθρώπους στο έλεος του Θεού όπως ενδεχομένως και η Εκκλησία τους έχει ξεχάσει, αφού δεν είχε μεριμνήσει να στείλει και κάποιον ιερέα. Αλλά και πού να τον βρει, όταν δεν υπάρχουν ιερείς υποψήφιοι και το παρήγορο ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν χάνουν την πίστη τους στον Θεό, αλλά το αποθαρρυντικό όταν βλέπεις μια πολιτεία να μην μεριμνά για τις ανάγκες τις οποίες έχουνε: που δεν έχουνε έναν δάσκαλο, δεν έχουνε ασφάλεια από τον αστυνομικό, δεν έχουν μια πολιτική υποστήριξη, τον πρόεδρο, δεν έχουν τον ιερέα και όλα αυτά είναι μια ιστορία που μπορώ να σας πω, που συνδέει και τη διακονία μου στις Ένοπλες Δυνάμεις και στην Ενορία.
Δεν έχω να σας ρωτήσω κάτι, εννοώ, παραπάνω, εκτός αν υπάρχει κάτι που εσείς θέλατε να μοιραστείτε που δεν προέκυψε από τις ερωτήσεις ή από τη συζήτησή μας;
Κάτι το οποίο θέλω να αναφέρω, γιατί σε κάποιους μπορεί να είναι και λίγο άγνωστο, είναι ο θεσμός του στρατιωτικού ιερέα. Κάποιοι τον ακούν για πρώτη φορά. Συνήθως, οι άνδρες επειδή έχουν υπηρετήσει, όλο και κάπου έχουν βρεθεί, όλο και κάπου έχουν συναντήσει, αμυδρά τον ξέρουνε αλλά δεν γνωρίζουν. Ο θεσμός του στρατιωτικού ιερέα, θεσμοθετήθηκε στην Α’ Εθνοσυνέλευση από τον πρώτο Έλληνα κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια, όπου αυτός οργάνωσε μεταξύ των άλλων και τον ελληνικό στρατό και μέσα στον ελληνικό στρατό τοποθέτησε εκτός από τον γιατρό και τον ιερέα και σε κείμενα και της Α’ Εθνοσυνέλευσης αλλά και μετά, στο Υπουργείο Στρατιωτικό, βλέπουμε ιερείς οι οποίοι είχαν παίξει ουσιαστικό και ενεργό ρόλο στην Επανάσταση και στους αγώνες της Επαναστάσεως να αποτελούν τους πρώτους στρατιωτικούς ιερείς, οι οποίοι έμειναν και υπηρετούσαν τις Ένοπλες Δυνάμεις. Δηλαδή υπάρχουν ονόματα πολύ τρανταχτά τα οποία είχαν πολεμήσει με τον Μιαούλη, με τον Καραϊσκάκη οι οποίοι μέχρι τα βαθιά τους γεράματα υπηρέτησαν στις Ένοπλες Δυνάμεις. Έκτοτε η παρουσία των στρατιωτικών από την Α’ Εθνοσυνέλευση που θεσμοθετήθηκε ο θεσμός των στρατιωτικών ιερέων μέχρι σήμερα είναι συνεχής. Βλέπουμε στρατιωτικούς ιερείς στο μέτωπο το μικρασιατικό, στην Μικρασιατική Εκστρατεία, βλέπουμε στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον Α’ και στον Β’. Στο θωρηκτό Αβέρωφ υπήρχε πάντοτε ένας στρατιωτικός ιερέας και μνημονεύουμε. Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ο στρατιωτικός ιερέας ο Διονύσιος Δάφνος, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης, ο οποίος συμμετείχε με τον Κουντουριώτη, τον Παύλο Κουντουριώτη στην απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου το ’12, ήτανε μόνιμο πλήρωμα στο Αβέρωφ. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πάλι στο ίδιο πλοίο στο θωρηκτό Αβέρωφ ο Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος… Παπανικολάου, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Εδέσσης, όπου και αυτός είχε ενεργό ρόλο στην… γενικά στην πορεία του θωρηκτού αλλά κι όχι μόνο. Έχουμε ουσιαστική συμμετοχή των στρατιωτικών ιερέων στο μέτωπο το αλβανικό, στο μακεδονικό και μέχρι σήμερα υπάρχει… υπήρξε ιερέας που πήγε στην Κορέα, που συνόδεψε και μέχρι σήμερα υπάρχει μια συνεχής πορεία, ροή των στρατιωτικών ιερέων με την προσφορά ανάλογα των περιστάσεων, των προκλήσεων, προσκλήσεων, που υπάρχουνε μέσα στον χρόνο και στον χώρο που κινείται ο καθένας στρατιωτικός ιερέας. Υπάρχουν πολλές αξιόλογες προσωπικότητες, πάρα πολλά γεγονότα τα οποία καταγράφονται. Κάποια στιγμή είχα κάνει έτσι μια έρευνα λίγο στα αρχεία των στρατιωτικών ιερέων, τα οποία υπάρχουν στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και βλέπεις πολλά πράγματα, πολλές πληροφορίες πολύ χρήσιμες και ουσιαστικές και μακάρι κάποιος να μπορούσε να κάνει μια… να μπορούσε να ασχοληθεί και να παρουσιάσει το έργο των στρατιωτικών ιερέων μέσα στη διαχρονική αυτή προσφορά τους, στα 200 χρόνια περίπου που έχει ζωή το σώμα, που όμως η παρουσία των στρατιωτικών ιερέων μπορεί να ξεκινάει από την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, αλλά αρχίζει πολύ πιο πριν, από τα χρόνια της Επαναστάσεως, όπου οι ιερείς μας, όπου η Εκκλησία γενικότερα, πρωτοστάτησε τον απελευθερωτικό αγώνα. Αυτοί οι στρατιωτικοί ιερείς, που έγιναν στρατιωτικοί ιερείς, ήταν πριν ιερείς που θυσίασαν τα πάντα, ακόμα και τις οικογένειές τους. Και θυμάμαι, δεν θυμάμαι το όνομά του, θυμάμαι το περιστατικό ότι αυτός έφυγε από την Ήπειρο, όπου βρισκόταν κάτω από τον τουρκικό ζυγό, γιατί απελευθερώθηκε πολύ αργότερα, το ’12, το ’13, από τον οθωμανικό ζυγό. Έφυγε και ήρθε στην ελεύθερη, γιατί πολεμούσε στην Στερεά Ελλάδα και παρακαλούσε να του κάνουν μια αύξηση στον μισθό του για να μπορέσει να στέλνει χρήματα στην οικογένειά του, που βρισκότανε στην Ήπειρο και δεν μπορούσε, βεβαίως, να έλθει. Λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι θυσίασαν πάρα πολλά πράγματα ή είχαν πάνω στο σώμα τους τα σημάδια της συμμετοχής στον Αγώνα και τα παράσημά τους δεν ήταν αυτά τα οποία σήμερα φοράνε οι αξιωματικοί και στα οποία βεβαίως υποκλινόμαστε μπροστά. Τα παράσημα εκείνης της εποχής και κάθε πολέμου και κάθε αγώνα είναι αυτά τα οποία φέρει ο αγωνιστής στο σώμα του και τα οποία δεν φεύγουν ποτέ. [00:40:00]Τα παράσημα τα οποία φοράει ένας αξιωματικός, όταν θα αποστρατευθεί, δεν θα τα ξαναφορέσει και θα τα ξαναφορέσει μόνο… μάλλον δεν θα τα ξαναφορέσει, θα του τα βάλουν σε ένα μαξιλαράκι όταν πεθάνει και τα οποία δεν θα τα πάρει μαζί του, θα τα δώσουν στην οικογένειά του και πολλές φορές δυστυχώς ή κάποιες φορές, κάποιοι επιλήσμονες συγγενείς, παιδιά, ανίψια, δεν ξέρω και εγώ τι, αυτά πάνε και τα πουλάνε έναντι πινακίου φακής, μη γνωρίζοντας τι σημαίνουν αυτά τα παράσημα για αυτούς που τα έφεραν, στο παρελθόν τουλάχιστον, μέσα από αγώνες που θα τους στοίχιζε ακόμα και την ίδια τους την ζωή και η οποία έχει εξασφαλίσει τη δικιά μας ζωή μέσα στην ελευθερία και στη δημοκρατία στην οποία ζούμε.
Πέρα από εσάς, ίσως θεωρώ χρήσιμο, αν μπορείτε να μας πείτε και δυο λόγια για τον ναό που βρισκόμαστε για τον Άγιο Νικόλαο, εδώ στον ναύσταθμο.
Ναι. Ο ναός αυτός είπα και στην αρχή ότι βρισκόμαστε στον ιστορικό ναό και είναι ιστορικός, γιατί έχει μια ζωή πάνω από 130 χρόνια. Ο ναός αυτός κτίστηκε όταν ήλθε ο ναύσταθμος από το Μοναστήρι της Φανερωμένης που βρισκότανε, εδώ σε αυτήν την περιοχή. Ο ναύσταθμος στην αρχή με την Απελευθέρωση της χώρας μας ήταν στον Πόρο, αλλά επειδή δεν εξυπηρετούσε εκεί, τον μετέφεραν στο Μοναστήρι της Φανερωμένης, αλλά και επειδή και εκεί δεν εξυπηρετούσε, με απόφαση του Βασιλέως Γεωργίου Α’ ο ναύσταθμος μεταφέρθηκε σε αυτό το σημείο. 1881. Έναν χρόνο μετά, 1882 άρχισαν να κτίζουν αυτόν εδώ τον ναό, σε αυτό το σημείο που βρισκόμαστε. Η ανέγερσή του και αποπεράτωση ολοκληρώθηκε το 1892 και έκτοτε από το 1892 μέχρι σήμερα, ο ναός αυτός λειτουργεί ανελλιπώς, με μία παύση μόνο στα 3 χρόνια της Γερμανικής Κατοχής όπου ο ναύσταθμος βομβαρδίστηκε, κατελήφθη από τους Γερμανούς. Ο τότε ιερέας που υπηρετούσε εδώ, πήρε όλες τις εικόνες και τα σκεύη για να μην λεηλατηθούν και καταστραφούν. Τα πήγε στην ιδιαίτερη πατρίδα του κάπου στη Μάνη, από την Μάνη ήτανε και όταν η Ελλάδα απελευθερώθηκε, επέστρεψε, τα επέστρεψε και αυτά και συντήρησαν τον ναό που είχε υποστεί κάποιες φθορές από τους βομβαρδισμούς ,επειδή ευτυχώς ο ναός δεν είναι κοντά στις προβλήτες και στα συνεργεία και σε αυτά, οι βομβαρδισμοί δεν κάναν μεγάλη ζημιά. Έκαναν κάποια… Λοιπόν, με ενέργειες του τότε ιερέα, του πατρός Πολυκάρπου Κοντογεωργάκου, το 1947, συντηρήθηκε ο ναός και πάλι ξανάρχισε τη λειτουργία του και μέχρι σήμερα λειτουργεί καλύπτοντας τις πνευματικές ανάγκες των υπηρετούντων στο Αρχηγείο Στόλου και στον Ναύσταθμο, αλλά και των οικογενειών αυτών αλλά και κατοίκων του νησιού που ευλαβούνται τον Άγιο και έρχονται στις ιερές ακολουθίες που τελούνται εδώ.
Επομένως, οι εικόνες που βλέπουμε αυτήν τη στιγμή, παραδείγματος χάριν, στο τέμπλο είναι εικόνες–
Ναι, ναι. Δεν υπάρχει τίποτα–
Οι αρχικές–
Κι ό,τι βλέπετε μέσα στον ναό έχουν φτιαχτεί από τα συνεργεία του ναυστάθμου, παραδείγματος χάρη τα ξυλόγλυπτα τέμπλα φτιάχτηκαν στα ξυλουργία, οι καμπάνες είναι από τα χυτήρια, τα μανουάλια επίσης είναι από τα σιδηρουργία, οι κολώνες που είναι σιδερένιες και έχουν πάνω την στάμπα των συνεργείων που τις έφτιαξαν. Τα πουκάμισα που καλύπτουν τις εικόνες είναι και αυτά δημιουργήματα εδώ πέρα. Τίποτα δεν είναι αγοραστό πέραν από τις καρέκλες που καθόμαστε, που είναι καινούργιες, όλα τα άλλα είναι παλαιά και εδώ έγινε… εδώ υπήρχε παλιότερα και οικισμός, μέχρι το 1980 υπήρχε οικισμός όπου έμεναν οικογένειες αξιωματικών και λειτουργούσε και σαν ενορία κατά κάποιο τρόπο. Υπήρχε το κοιμητήριο που έθαβαν τους νεκρούς τους, εδώ παντρεύονταν, βάφτιζαν τα παιδιά τους, εκκλησιάζονταν, εδώ έρχονταν στην εκκλησία τις Κυριακές. Είχε γύρω στις 200 οικογένειες. Ήταν ένα χωριό δηλαδή. Μετά το 1981, που αποφάσισαν να καταργηθεί ο οικισμός, γκρεμίστηκαν τα σπίτια, φύγαν οι άνθρωποι, ο ναός περιορίστηκε στο να λειτουργεί για τους υπηρετούντες εδώ και όσοι άλλοι έρχονταν ή ήθελαν να έρθουνε, επομένως έχει μια ιστορία και μια συνεχή πορεία. Εγώ γνώρισα κάποιους παλιούς ανθρώπους, που εκκλησιάζονταν εδώ πέρα, που διακονούσαν εδώ και κάποια πράγματα τα οποία τα έβλεπα στον ναό και δεν ήξερα τι είναι, μου έλυναν τις απορίες αυτοί και μου έλεγαν αυτό είναι αυτό, είναι εκεί, γιατί έγινε αυτό και έτσι έχει μια συνεχή. Εμείς τα τελευταία 11- 10 χρόνια κάναμε μια συντήρηση των αγιογραφιών, γιατί οι αγιογραφίες είναι 100 και πλέον χρόνων, είναι του 1913, με τον καιρό, με τα κεριά είχαν μαυρίσει και δεν φαίνονταν τα πρόσωπα ούτε οι παραστάσεις. Από το 2011 ξεκινήσαμε και την ολοκληρώσαμε πέρυσι, με την χάρη του Θεού, τη συντήρηση των αγιογραφιών όπου αποκαταστάθηκαν στην προηγούμενη μορφή τους, ένα έργο που θα ξαναγίνει πάλι σε 100 χρόνια, εγώ δεν θα είμαι τότε εδώ, αλλά όμως δώσαμε μια πνοή, ένα χρώμα, μια ζωντάνια σε αυτόν τον ναό, αντικατοπτρίζοντας την ορθόδοξη παράδοσή μας, τον ορθόδοξο πλούτο, τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, μέσα στην απλότητα την οποία έχει αυτός ο ναός και στη διάσταση, την οποία προσφέρει, μπαίνοντας μέσα στον ναό να προσεγγίζεις την χάρη του Θεού.
Να ρωτήσω και για το ξυλόγλυπτο αν–
Ναι. Το ξυλόγλυπτο που υπάρχει πίσω πάνω από την είσοδο του ναού, αυτό και έχει μέσα την εικόνα της Γεννήσεως, αυτό ήταν η στεφανοθήκη της πριγκίπισσας Σοφίας, κόρης του Βασιλέως Γεωργίου, η οποία πέθανε και όταν απέθανε την έφεραν εδώ αυτήν την στεφανοθήκη, έβαζαν τα στέφανα του γάμου, προφανώς. Πάνω-πάνω έχει το στέμμα και έχει και τα αρχικά της βασίλισσας, αυτό είναι. Οι πολυέλαιοι επίσης είναι δώρο της Βουλής των Ελλήνων στο Βασιλικό Ναυτικό, αυτά είναι τα έτσι, κάτι το οποίο μπορεί να παρατηρήσει πιο έντονα μέσα στον ναό, αλλά τα πάντα έχουνε τη δική τους ιστορία… το δικό τους μήνυμα που θα μας πούνε.
Αν δεν έχουμε να συζητήσουμε κάτι άλλο θα περάσω στο κλείσιμο της συνέντευξης, που θα ήθελα να σας ρωτήσω τι αποκομίσατε από τη σημερινή συζήτηση-συνέντευξη;
Ήταν για μένα μια ακόμα ευκαιρία να παρουσιαστεί το έργο το οποίο επιτελείται μέσα στις Ένοπλες Δυνάμεις και να παρουσιαστεί έτσι μια παρουσία, που δεν γίνεται για να πάρουμε τα εύσημα, να πάρουμε εύφημο μνεία, να κάνουμε κάτι, το οποίο θα έχει κάτι με εμάς να κάνει, αλλά θα είναι κάτι το οποίο θα μείνει. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι αυτή η συνομιλία μας, συνέντευξη, δεν αποτελεί μια προβολή του προσώπου μου, γιατί μπορεί να ήταν κάποιος άλλος στη θέση μου, μπορεί να ήτανε κάτι άλλο. Αυτό το οποίο προσπάθησα, είναι να μεταφέρω μέσα από αυτά τα οποία σας είπα τα βιώματα τα δικά μου μέσα στον χώρο στον οποίον βρισκόμαστε και ο οποίος χώρος αυτός καταξιώνει τους ανθρώπους και του δίνει τη δυνατότητα να δει τα υπέρ και τα κατά, να δει τι έκανε. Και όταν λέω υπέρ και κατά, εννοώ, να δει τι έκανε, τι προσέφερε αλλά και τι δεν έκανε, αυτό είναι το κατά και να το αναπληρώσει και να το διορθώσει και να το αντικαταστήσει. Αυτό δηλαδή και για μένα είναι ο σκοπός μου και ο στόχος μου: να βλέπω αυτό το οποίο γίνεται, να διορθώνω τα λάθη, να διορθώνομαι εγώ ο ίδιος και να προσπαθώ πάντοτε για το καλύτερο, διότι, όπως το έλεγα, όταν ξεκινήσαμε την συντήρηση αυτού του ναού εγώ όταν θα φύγω γιατί κάποια στιγμή θα φύγω, μπορεί να φύγω νωρίτερα, μπορεί να φύγω αύριο –δεν το ξέρω– δεν θα τον πάρω τον ναό μαζί μου, ούτε θα ξηλώσω τις αγιογραφίες και θα πω, επειδή τις καθάρισα εγώ, θα τις πάρω. [00:50:00]Αυτό θα μείνει. Αυτό είναι κάτι, το οποίο γίνεται για να μείνει και αποτελεί μια ελάχιστη προσφορά και μια ελάχιστη συνδρομή στο έργο αυτών των ανθρώπων, που κάτω από αντίξοες συνθήκες, όταν μιλάμε για 1882 σε αυτόν εδώ τον χώρο έφεραν τα υλικά για να κάνουν αυτόν τον ναό, τον οποίον θαυμάζουν οι πάντες, με τι μελέτη… η βάση του, τα θεμέλια είναι με μάρμαρο γι’ αυτό και οι σεισμοί, οι οποίοι έγιναν στο παρελθόν, δεν έχουν φέρει πλήγματα σημαντικά, απλώς μόνο το πέρασμά τους. Λοιπόν, αποτελεί αυτό μία –σε μένα τουλάχιστον, πιστεύω σε όλους μας– μια ευκαιρία ότι πρέπει να προσέξουμε ότι όπου πάμε να κάνουμε κάτι, όχι να αφήσουμε το στίγμα μας, την υπογραφή μας, αλλά να αφήσουμε αυτήν τη δημιουργική διάθεση με την οποία μας έχει προικίσει ο Θεός, αξιοποιώντας τα τάλαντα και τα ταλέντα μας. Επομένως, αυτή η συζήτησή μας ήταν μια ευκαιρία να δω κάτι, το οποίο δεν έχω δει και να το δω και να το προσθέσω ή να εντείνω ακόμα περισσότερο τους αγώνες μου, για κάτι ακόμα περισσότερο, κάτι ακόμα καλύτερο.
Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για τον χρόνο και την φιλοξενία σας!
Χαρά μας και να είστε πάντα καλά!
Φωτογραφίες

Ο Ναός του Αγίου Νικολάο ...
Φωτογραφία του εσωτερικού του ιστορικού Να ...

Ο Ναός του Αγίου Νικολάο ...
Φωτογραφία του εσωτερικού του ιστορικού Να ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο πάτερ Αλέξιος μιλά για την κλίση του να γίνει ιερέας αλλά και την κλήση του από τον Θεό, όπως ο ίδιος περιγράφει χαρακτηριστικά, τις σπουδές του, αλλά και τις ιδιαιτερότητες που έχει η θέση του στρατιωτικού ιερέα, την οποία υπηρετεί στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας.
Αφηγητές/τριες
Αλέξιος Ιστρατόγλου
Ερευνητές/τριες
Πολύμνια Συνοδινού
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/07/2021
Διάρκεια
52'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο πάτερ Αλέξιος μιλά για την κλίση του να γίνει ιερέας αλλά και την κλήση του από τον Θεό, όπως ο ίδιος περιγράφει χαρακτηριστικά, τις σπουδές του, αλλά και τις ιδιαιτερότητες που έχει η θέση του στρατιωτικού ιερέα, την οποία υπηρετεί στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας.
Αφηγητές/τριες
Αλέξιος Ιστρατόγλου
Ερευνητές/τριες
Πολύμνια Συνοδινού
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/07/2021
Διάρκεια
52'