Μεγαλώνοντας στο Μόδι της Κωνσταντινούπολης. Η Πόλη πριν τους διωγμούς, η μετανάστευση στην Αθήνα και η μετάφραση των πιο διάσημων έργων της Τουρκικής Λογοτεχνίας
Ενότητα 1
Βιογραφικά στοιχεία και σχολική ζωή στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο Κωνσταντινούπολης
00:00:00 - 00:10:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα σας! Καλησπέρα σας. Θέλετε να μου πείτε το όνομά σας; Λιάνα Μυστακίδου. Είμαι η Ζαχαριάδου Δάφνη, ερευνήτρια του Ισ…ότι έφυγε, νομίζω, το ’63-‘64 και ήρθε στην Ελλάδα, δίδαξε κάπου, στην Κοζάνη νομίζω, όπου έγινε λυκειάρχης και μετά πήρε τη σύνταξή της.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η κωμικοτραγική ιστορία στο σχολείο στο άκουσμα του θανάτου του Βασιλιά Παύλου
00:10:18 - 00:13:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και την ημέρα που έφυγε και την ημέρα που προέκυψε αυτό το περιστατικό την θυμάστε και πώς είχατε αντιδράσει στο σχολείο; Πώς είναι το κλίμ…α έληξε, δηλαδή δεν συνεχίστηκε κάτι, να γίνει φασαρία στο σχολείο. Αλλά υπήρχαν αυτά, αυτά τα μικροπράγματα γινόντουσαν, δεν μπορώ να πω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Το αίσθημα φόβου των μειονοτήτων και η αντίδραση την ημέρα επιστροφής στην Πόλη
00:13:03 - 00:20:35
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ψυχολογικά ένα παιδί, και εσείς και οι άλλοι, πώς το βιώνει όταν ξέρει ότι «Πρέπει από μικρή ηλικία να προσέχω τι θα πω, τι θα κάνω, σε πο…ι στις ψυχές και στις καρδιές μας, θα την νοσταλγούμε, δεν πρόκειται να την ξαναβρούμε, και για να ξαναπάω, πάρα πολύ δύσκολα θα ξαναπάω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η καθημερινότητα ως παιδί και η ιστορία του πατέρα με την απάτη που στήθηκε απ' τον συνέταιρό του
00:20:35 - 00:26:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα επιστρέψουμε στο σχολείο. Θυμάστε κάποιο άλλο περιστατικό που νιώσατε ότι… Με δασκάλα, συμμαθήτριες, που νιώσατε ότι «Δεν είναι ακριβώς …ικο, διότι τι σχέση είχαμε εμείς με τον Μακάριο και με όλα τα γεγονότα; Δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα». Και δεν, δεν του έδωσε άφεση αμαρτιών.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η μετανάστευση στην Ελλάδα, η τελευταία μέρα στην Πόλη και η Αγία Σοφία και οι αντιδράσεις στο νέο περιβάλλον
00:26:14 - 00:39:31
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σχέσεις που να δοκιμάστηκαν άλλες και να κέρδισαν στο χρόνο και στα γεγονότα, όπως είχε ο πατέρας σας με τον συνέταιρό του, σχέσεις με Τούρ…άρεις συνέχεια και λες για τα καλά μας, για τα αγαθά μας, για τα ασημικά μας, ο άλλος κομπλάρει, και μοιραία είναι να σου φερθεί απρεπώς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Ενασχόληση με την Τουρκική γλώσσα και οι σημαντικές μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων
00:39:31 - 00:48:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και αυτό που είναι για μένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, γιατί κατάλαβα ποια είστε όταν ήρθα στο σπίτι και μιλήσαμε για τα βιβλία, που τα έχω δει,…Του έχω μεταφράσει και τα 3 του βιβλία. Γράφει με κάπου αντικειμενικότητα και από τις δύο πλευρές και μου αρέσει γενικά η πένα του, πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Το παγκόσμιο συνέδριο για τον ποιητή Rumi και η αμάθεια για τα πογκρόμ στην Πόλη
00:48:02 - 00:50:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μιλήσατε ποτέ με κάποιον άνθρωπο από την Τουρκία μετά από πολλά χρόνια, με ανοιχτά χαρτιά, για όλα αυτά που έγιναν; Θα σας πω. Μία φορά … χάριν πάλι με τον Rumi, ήρθε, μιλήσαμε, συναντηθήκαμε, αλλά ήτανε καθαρά σε επιστημονικό επίπεδο για τον Rumi, δεν μιλήσαμε για πολιτική.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Η χαμένη υπηκοότητα, οι διαμάχες ανάμεσα στους δύο λαούς και ο παντοτινός δεσμός με την Πόλη
00:50:58 - 01:05:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλω να μου πείτε αυτή την πολύ ωραία ιστορία που χάσατε την υπηκοότητα και μετά το πώς την ανακτήσατε, που μου ‘χατε πει. Ναι, να σας …υτής ή ο δημιουργός- Ναι, ναι- Του κάθε έργου, ο κύριος. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας. Να ΄στε καλά, κι εγώ σας ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Βιογραφικά στοιχεία και σχολική ζωή στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο Κωνσταντινούπολης
00:00:00 - 00:10:18
[00:00:00]
Καλησπέρα σας!
Καλησπέρα σας.
Θέλετε να μου πείτε το όνομά σας;
Λιάνα Μυστακίδου.
Είμαι η Ζαχαριάδου Δάφνη, ερευνήτρια του Ιστορήματος, είμαστε την Τετάρτη 9 Ιουνίου, ώρα 19:30, στο Παλαιό Φάληρο με την κυρία Λιάνα Μυστακίδου, θέλω να μου πείτε ποια χρονολογία και σε ποιο μέρος γεννηθήκατε.
Γεννήθηκα στο Πέρα το 1954.
Σε ποια περιοχή του Πέρα;
Ήμουνα στο Ταρλάμπασι [Tarlabaşı], όταν ήμουν παιδί, και μετά, όταν πήγα σχολείο, πήγαμε στο Τζιχανγκίρι [Cihangir], στο Akarsu.
Στο… Α, Akarsu. Κυρία Μυστακίδου, θέλω να μου πείτε ποιες ήταν οι πρώτες αναμνήσεις σας απ’ την περιοχή που ζήσατε, στο Πέρα, και να μας περιγράψετε λίγο πώς ήτανε τότε η ζωή και οι άνθρωποι.
Κοιτάξτε, επειδή το πατρικό της μητέρας μου ήτανε στο Μόδι, εμείς ζούσαμε τον περισσότερο χρόνο με τη γιαγιά, και την οικογένειά μου φυσικά, στο Μόδι, στο πατρικό μας, στο πατρικό της μητέρας μου, και λιγότερο χρόνο στην Πόλη. Αυτό ήτανε μέχρι να πάμε σχολείο φυσικά. Κι έτσι οι παιδικές μου αναμνήσεις όλες είναι περισσότερο στην Χαλκηδόνα, στο Μόδι. Εκεί πέρασα τα καλύτερα παιδικά μου χρόνια, ήταν μία ελληνική συνοικία, μάλιστα που χαϊδευτικά τη λέγαμε το «Petit Paris», γιατί ήταν ένας πολύ ωραίος κόσμος, με πολλή αγάπη, με πολλή αλληλεγγύη, είμαστε φίλες με όλα τα παιδιά τα συνομήλικα μου ακόμα και σήμερα, δεσμοί άρρηκτοι απ’ τα χρόνια εκείνα μέχρι τώρα. Μετά, όταν ξεκίνησε το σχολείο βέβαια, ήμασταν στο Τζιχανγκίρι, μία γειτονιά έτσι ελληνική και αυτή, όπως οι περισσότερες. Η ζωή μας ήταν μεταξύ σχολείου, κοινότητας, Εκκλησίας και οικογένειας και συγγενών, δεν ήμασταν ανοιχτοί, δηλαδή ήμασταν λίγο πιο γκετοποιημένοι. Τα καλοκαίρια μας στο Μόδι ήταν πιο ανοιχτά, δεν ήτανε… Το χειμώνα ήμασταν πολύ κλειστοί, μπορώ να πω, και έτσι μεγαλώσαμε!
Σαν παιδί ποια είναι τα πράγματα που σας έχουνε μείνει από τα ήθη και τα έθιμα που συνηθίζατε να κάνατε;
Απ’ τα ήθη και έθιμα, τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι πιο πολύ ότι κάθε πρωτομηνιά η μητέρα μας μας πήγαινε στην Παναγία του Βεφά, ακόμα νομίζω υπάρχει αυτό το έθιμο και πάνε και πολλοί Τούρκοι πολίτες σήμερα, από ό,τι διαβάζω και ενημερώνομαι. Το Πάσχα που γιορτάζαμε με κάτι συγκάτοικους πάλι στο Μόδι, όπου ήτανε η οικογένεια Cebeci, που ήταν Τούρκοι βέβαια, αλλά ήμασταν τόσο πολύ συνδεδεμένοι, που ερχότανε και αυτοί στην Εκκλησία μαζί μας, στην Αγία Τριάδα, κρατούσαν λαμπάδα, τσουγκρίζουμε μαζί αυγά, γιορτάζαμε τις γιορτές. Ήταν πολύ… Ήταν μία περίοδος ειδυλλιακή και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ξέρετε, μετά το Πογκρόμ, υπήρξε μία περίοδος, το ’59-’60-’61, που όλα τα ταξί, όλα τα dolmuş [λεωφορείο ταξί] ήταν με τον Καζαντζίδη, με ελληνική μουσική, ήταν μία ειδυλλιακή περίοδος, μέχρι να ‘ρθει μετά, να έρθουνε οι απελάσεις. Πάντα περνάει μια φάση τέτοια οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και αυτές έχουν άμεσο αντίκτυπο και στις μειονότητες.
Ποιο ήταν λοιπόν το αγαπημένο σου, πέρα απ’ την πρωτομηνιά; Άλλο που σας είχε, που σας είχε μείνει;
Το άλλο που μου ‘χει μείνει και ήτανε, και είναι έτσι πολύ περίεργο, στις 8 Σεπτεμβρίου, που είναι τα γενέθλια της Θεοτόκου, υπάρχει μία Παναγία στο Göksu'yu, έτσι ονομάζεται η περιοχή, που λειτουργούσε μόνο εκείνες τις μέρες, και σαν παιδιά, το ξέρανε βέβαια και οι Τούρκοι, κάνανε λούνα παρκ εκεί, υποτυπώδες σε σχέση με τα σημερινά λούνα παρκ, και βγαίνανε κάποιες κυρίες εκεί με κάτι μεγάλα καζάνια, που δε θα τα ξεχάσω, από αυτά που πλένουν ρούχα συνήθως, που τα βάζανε στη φωτιά, που βράζανε τα καλαμπόκια. Και ήταν η χαρά των παιδιών να τρέξουμε να φάμε καλαμπόκια από τις μισιρτζούδες, όπως τις λέγαμε, αυτές που έφτιαχναν τα καλαμπόκια και να πάμε στην Παναγιά Göksu'yu. Ήταν ένα έθιμο πολύ έτσι συνηθισμένο για την περίοδο εκείνη. Άλλες αναμνήσεις… Γιορτάζαμε πάρα πολύ το καρναβάλι.
Το «μπακλαχοράνι»;
Και το «μπακλαχοράνι», αλλά συνηθίζαμε έτσι μέσα στην οικογένεια, στους συγγενείς και φίλους, στον περίγυρό μας όλο αυτό, να μασκαρωνόμαστε, να κάνουμε πάρτι, διασκεδάσεις, και μέσα στα, στους συλλόγους. Είχαμε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις μέσα στα σωματεία μας. Αυτά ήταν τα έθιμά μας, δεν είχαμε δηλαδή ανοιχτή κοινωνική ζωή, να μετέχουμε δηλαδή σε δρώμενα των υπολοίπων. Είμασταν πιο πολύ στους συλλόγους μας, το Σισμανόγλειο, στο σύλλογο που είχαμε στο Μόδι το μορφωτικό, αυτά περνούσαμε.
Σε ποιο σχολείο πήγατε εσείς;
Στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο.
Θέλετε να μου πείτε τότε πώς ήταν οι στολές, οι δάσκαλοι, τα κορίτσια;
Ναι, εμείς είχαμε την τύχη να είναι οι περισσότεροι δάσκαλοι Κωνσταντινουπολίτες, που μας ήξεραν τα ήθη και έθιμά μας. Είχαμε τη στολή, το λευκό πουκαμισάκι με την ποδιά αυτή, με τις τιράντες, το καπελάκι μας. Ήτανε πολύ επιεικείς και πάρα πολύ καλοί. Ήτανε πιο πολύ -μπορώ να σας πω- στοργικοί, ήτανε παιδαγωγοί, δεν ήταν μόνο εκπαιδευτές. Είναι, το να είσαι παιδαγωγός είναι πολύ σπουδαίο πράγμα. Αφουγκραζότανε τα παραμικρά, το παραμικρό γεγονός, που το παραμικρό πρόβλημα που μπορεί να έχει το παιδί, καλούσαν τους γονείς, είχαν επαφή με τις οικογένειες. Αυτό μπορώ να πω και οι Τουρκάλες εκπαιδευτικοί, που είχα τουλάχιστον εγώ στο σχολείο μου, ήτανε σε αυτό το επίπεδο, με κάποιες εξαιρέσεις. Για μία χρονιά είχαμε μία… Τέλος πάντων, που δημιούργησε και πολλά προβλήματα στη σχολή και έγινε η αιτία για να εκδιωχθεί η Ελένη Σαράφογλου, η διευθύντριά μας, ήτανε μία φανατική, δεν ξέρω, μία κυρία. Ήταν το παρατράγουδο που είχαμε, και μία άλλη, ο φόβος και ο τρόμος του σχολείου μας, η Mutemer, η οποία ήταν μία πολύ αυστηρή μεν καθηγήτρια… Το ελάττωμά της ήτανε η δωροδοκία, ότι χρηματίζονταν για να δίνει μαθήματα ιδιαίτερα, είχε αδειάσει πορτοφόλια και πορτοφόλια κόσμου για να περάσει τα παιδιά! Εμένανε προσωπικά μου έχει κάνει το καλύτερο δώρο. Εγώ, πιστέψτε με, έχω τελειώσει τη Νομική χωρίς να ανοίξω εξώφυλλο βιβλίου, γιατί; Η Mutemer σαν καθηγήτρια, και εγώ επειδή ήμουν από τις καλές μαθήτριες και εγωίστρια, δεν ήθελα να μπω στο τρυπάκι του «ιδιαίτερων μαθημάτων», να μπω σε αυτό το λούκι, προσπαθούσα να είμαι, και να διαβάζω και να είμαι μελετηρή. Αυτό που μας έκανε σαν καθηγήτρια, ήτανε να μας μάθει να διαβάζουμε πίσω από τα γράμματα. Πάρα πολύ σπουδαίο πράγμα για μένανε που έχω τελειώσει τη Νομική. Νόμιζα ότι ό,τι μου έχει μάθει αυτή η γυναίκα, τον τρόπο σκέψης, τον εφήρμοσα και έβγαλα το Πανεπιστήμιο χωρίς να ιδρώσω, λέω την αμαρτία μου. Και για να το πω πιο απλά, έτσι μ’ ένα παράδειγμα, υπήρχε ένας Τούρκος ποιητής, ο Ahmet Haşim, ο οποίος σε όλα του τα ποιήματα περιέγραφε τη νύχτα. Δηλαδή έλεγε «Η νύχτα που ρίχνεις το βότσαλο στη θάλασσα και λαμπυρίζει, που πέφτει το φως του φεγγαριού στο νερό και δείχνει το κύμα». Και ρωτάει η καθηγήτρια «Γιατί αυτός ο άνθρωπος επαινεί μόνο τη νύχτα και δε λέει τη μέρα;». Σκέφτομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι «Τι μπορεί να είναι αυτό;». Διαβάζω, πάω στην εγκυκλοπαίδεια, διαβάζω το βιογραφικό του, είχε περάσει μικρός ευλογιά κι είχε τα σημάδια της ευλογιάς, οπότε προφανώς ντρεπόταν να βγει την ημέρα στο φως του ήλιου, για αυτό. Και πάω δεύτερη μέρα και της το λέω και μου βάζει ένα ωραίο δεκάρι. Μου λέει «Μπράβο -λέει- που το έψαξες και το βρήκες». Μα αυτό ήταν! Να μάθεις να διαβάζεις πίσω από τις λέξεις. «Γιατί αυτός ο άνθρωπος;», παράδειγμα, αυτό το λέω σαν παράδειγμα αλλά σε όλους τους ποιητές και σε όλα τα κείμενά. Μας βοήθησε, εμένα με βοήθησε πάρα πολύ, παρά τον κακό χαρακτήρα της, παρά τις κακές συνήθειες της, υπήρξε πολύ καλή καθηγήτρια για μένα. Τη Σαράφογλου, ήταν μία εξαιρετική διευθύντρια, μία διευθύντρια που την έβρισκες, δεν καθόταν στο γραφείο της, την έβρισκες στους διαδρόμους, την έβρισκες στον κήπο, την… Κυνηγούσε τα πάντα, έλεγχε τα πάντα, έκανε θέατρα, όταν ανεβάζαμε τα παιδικά, οι τελευταίες τάξεις του Λυκείου που κάνανε συνήθως κάθε χρόνο, παίζανε και ένα θεατρικό έργο, τα σκηνικά τα κάρφωνε η Σαράφογλου, την έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Δηλαδή ήταν μία σπουδαία διευθύντρια, όπως και η διάδοχος της. η αείμνηστη Λαμπρινού, και αυτή καλή ήτανε, αλλά η Σαράφογλου ήταν το κάτι άλλο για τ[00:10:00]α χρόνια τα δικά μου, τα παιδικά, ή την έβλεπα έτσι με το παιδικό μου μάτι. Διότι έφυγε, νομίζω, το ’63-‘64 και ήρθε στην Ελλάδα, δίδαξε κάπου, στην Κοζάνη νομίζω, όπου έγινε λυκειάρχης και μετά πήρε τη σύνταξή της.
Ενότητα 2
Η κωμικοτραγική ιστορία στο σχολείο στο άκουσμα του θανάτου του Βασιλιά Παύλου
00:10:18 - 00:13:03
Και την ημέρα που έφυγε και την ημέρα που προέκυψε αυτό το περιστατικό την θυμάστε και πώς είχατε αντιδράσει στο σχολείο; Πώς είναι το κλίμα;
Δεν τα θυμάμαι, όχι, δεν τα γνωρίζαμε. Εμάς, απλά ότι την παύσανε ως διευθύντρια, μας χαιρέτησε και έφυγε, ήταν μία συγκινητική μέρα. Εκείνο που θυμάμαι πάρα πολύ έντονα στο σχολείο ήτανε… Την ημέρα που πέθανε ο τέως βασιλιάς, το ’63, ο Παύλος.
Ο Παύλος.
Προφανώς υπήρξε κάποιο σήμα από το Υπουργείο Παιδείας, κάτι, τέλος πάντων, να κάνουμε όλα τα παιδιά εκείνη τη μέρα μάθημα μουσικής, να πούμε τραγούδια, να τραγουδήσουμε. Όταν το κάναμε το ίδιο πράγμα και στις τάξεις του Λυκείου, κάποιες μαθητές ψιθυριστά-ψιθυριστά, θα είπαν «Να μην τραγουδήσουμε, βασιλιάς πέθανε», κάτι, κάτι τέτοιο. Το άρπαξε η δασκάλα ως «Βασιλική πέθανε, Βασιλική πέτανε», κάπως έτσι το άρπαξε, και ήρθε στις πιο μικρές τάξεις. Εγώ τότε ήμουνα τρίτη Δημοτικού, δευτέρα Δημοτικού, κάπου εκεί, και ήρθε στις πιο μικρές τάξεις για να ρωτήσει τι είναι «Βασιλική πέτανε;». Δηλαδή το είπε η καθηγήτρια του Λυκείου στην καθηγήτρια, στην δασκάλα του Δημοτικού, μια Emine που είχαμε, καλή κοπέλα ήτανε, καλή, και ήρθε σε μας στην τάξη και ρωτούσε «Βασιλική πετάνε ne demek?». [Τι σημαίνει;].
Ne demek?
«Ne demek?». Εγώ πονηρεύτηκα, γιατί αποβραδίς ήξερα… Κάποια με ρωτάει εμένα, εμένα με φώναζαν στο Δημοτικό Sibel, γιατί εγώ το Ελένη, που είναι το βαφτιστικό μου, νόμιζαν, επειδή με την οικογένειά της Cebeci που ήμασταν πάρα πολύ συνδεδεμένοι, με φωνάζανε Sibel αντί το Ελένη, το Λιάνα-
Γιατί;
Δεν ξέρω, έτσι είχανε, Sibel, φωνάζανε. Νόμιζα ότι το, η μετάφραση του «Ελένη» στα Τούρκικα είναι Sibel. Και όταν με ρώτησαν πρώτη Δημοτικού «Πώς λέγεσαι;», είπα Sibel και τα ‘χασαν αυτοί, «Τουρκάλα είσαι; Τι;». Τέλος πάντων, δόθηκαν εξηγήσεις, αλλά το Sibel με ακολούθησε μέχρι να τελειώσω το Δημοτικό από τις Τουρκάλες τις δασκάλες μου. Και με φωνάζει εμένα η Emine και μου λέει «Sibel, πες μου Βασιλική πέτανε». Λέω «Βασιλική είναι ένα γυναικείο όνομα, και το πέθανε, φαίνεται -λέω- ότι κάποια Βασιλική πέθανε». Λέω «Βασιλική oldü [Πέθανε]». Κατάλαβα όμως ότι ήτανε… Είχα πονηρευτεί ότι κάτι τέτοιο πρέπει να ήταν, οπότε αυτή η ιστορία έληξε, δηλαδή δεν συνεχίστηκε κάτι, να γίνει φασαρία στο σχολείο. Αλλά υπήρχαν αυτά, αυτά τα μικροπράγματα γινόντουσαν, δεν μπορώ να πω.
Ενότητα 3
Το αίσθημα φόβου των μειονοτήτων και η αντίδραση την ημέρα επιστροφής στην Πόλη
00:13:03 - 00:20:35
Ψυχολογικά ένα παιδί, και εσείς και οι άλλοι, πώς το βιώνει όταν ξέρει ότι «Πρέπει από μικρή ηλικία να προσέχω τι θα πω, τι θα κάνω, σε ποιον θα μιλήσω, γιατί θα μιλήσω». Αυτό είναι κάτι που φεύγει στη ζωή σου ή δε σ’ εγκαταλείπει;
Όχι, δε σ’ εγκαταλείπει, δε… Κοιτάξτε να δείτε, είναι άτυποι και άγραφοι κανόνες αυτοί που διέπουν τη ζωή σου όταν ζεις ως μειονότητα κάπου. Ξέρεις πως θα προσέξεις, ξέρεις πότε, τι πρέπει να πεις, να έχεις κεραίες παντού για να πιάνεις μηνύματα, να αφουγκράζεσαι. Επειδή, όπως είπα ότι πηγαίναμε κάθε εβδομάδα, κάθε πρωτομηνιά στην Παναγία του Βεφά, θυμάμαι μετά τα Σεπτεμβριανά, ήμουνα προσχολικής ηλικίας παιδάκι, ότι όταν είδα τις αγιογραφίες, να είναι βγαλμένα τα μάτια του Χριστού και της Παναγίας, τρόμαξα. Και γύρισα στη… Αυτό το θυμάμαι έντονα. Γύρισα στη μητέρα μου και της λέω «Μαμά, ποιος κακός; Γιατί έβγαλε τα μάτια του Χριστού και της Παναγίας; Τι έγινε;». Μου είπε η μαμά μου «Σώπα, όταν πάμε σπίτι, θα σου πω», ξέρετε, αυτό που λένε οι μαμάδες συνήθως. Πήγα στο σπίτι, και μου ‘πε ότι έγιναν κάποια γεγονότα και κάποιοι κακοί άνθρωποι πήγαν και βεβήλωσαν τον ναό και τα λοιπά. Ξέραμε, ξέραμε να φυλάμε τα νώτα μας, όπως ξέραμε να διεκδικήσουμε και τα δικαιώματά μας. Δηλαδή κάποια φορά… Πηγαίναμε… Ένα Πάσχα ήτανε, μία Ανάσταση, που πηγαίναμε στην Εκκλησία και γυρνούσαμε με αναμμένες λαμπάδες. Κι ήρθε μία παρέα εκεί νεαρών και μας έσβησε τη λαμπάδα. Γύρισε ο πατέρας μου και του λέει «Μπράβο παιδί μου, καλά έκανες! Αυτό όμως είναι adet, ένα έθιμο, γιατί να μας κάνεις, να με στεναχωρήσεις; Όπως εμείς σεβόμαστε εσένα, τις προσευχές σου και τις δοξασίες σου, οφείλεις και εσύ να σεβαστείς και των άλλων ανθρώπων. Αυτό επιβάλλει ο πολιτισμός». Ντράπηκαν και έφυγαν, δεν είπαν τίποτα. Έφυγαν. Ήταν ίσως μια χαζομάρα νεανική. Αυτό θυμάμαι από κάποιο Πάσχα, έτσι. Κι εκείνο που πρέπει να ξέρετε, όσοι ζήσαμε ως μειονότητα, τα δικά μου τα χρόνια τουλάχιστον, ότι μεγαλώσαμε μέσα μας έναν απροσδιόριστο φόβο. Φοβόμασταν κάτι. Ένα πράγμα, φοβόμασταν. Δηλαδή μαθαίναμε ότι θα βγουν οι φοιτητές να διαμαρτυρηθούν για την Κύπρο, για Taksim, [Δ.Α.], για «Διχοτόμηση ή Θάνατος», ήταν το σύνθημα των φοιτητών για το Κυπριακό. Φυσικά, όλα τα συλλαλητήρια στο Taksim, τα περισσότερα ήταν για το Κυπριακό. Εμείς τρέμαμε, φοβόμασταν, κλεινόμασταν στα σπίτια. Ή ο πατέρας μου ερχόταν να μας πάρει από το σχολείο. Δε μας αφήνανε να γυρίσουμε μόνοι μας, μη γίνει κανένα επεισόδιο, να κρεμάσουμε σημαίες στο σπίτι μας, αν τα πράγματα παρεκτρέπονταν και γινόντουσαν γεγονότα, όπως για τα Σεπτεμβριανά. Όσοι βγάζανε Τούρκικες σημαίες, λέει, στα σπίτια τους, γλιτώνανε. «Να βγάλουμε σημαία; Να μη βγάλουμε σημαία;». Δηλαδή υπήρχε ένας διάχυτος φόβος. Αυτό δεν μας έχει περάσει. Εγώ ακόμα και τώρα όταν βλέπω στολή αστυνομικού, στολή στρατιωτικού, οτιδήποτε στολή, παθαίνω έτσι μία-
Σύσφιξη.
Σύσφιξη, έτσι, ένα μάζεμα.
Θα επανέλθουμε στο Κεντρικό. Ποια ήταν η πρώτη φορά ψυχολογικά στη ζωή σας που νιώσατε ότι «Τώρα είμαι πιο ελεύθερη»; Όταν ήρθατε στην Ελλάδα;
Όταν ήρθα στην Ελλάδα, και όταν… Ήρθα το ’72, το ’77, που τελείωσα το πανεπιστήμιο, πήγα το Πάσχα στη θεία. Οι γονείς μου είχαν έρθει εδώ και πήγα στην αγαπημένη μου θεία να κάνω Πάσχα εκεί. Όταν πήγα, ένιωσα το ίδιο πλάκωμα που ένιωθα όταν ήμουνα παιδί, όταν ήμουν… Πριν φύγω. Και μόλις ξαναγύρισα και μπήκα στα ελληνικά σύνορα «Ωχ!», έφυγε αυτό το μαύρο σύννεφο που με πλάκωνε, αυτόν τον φόβο τον αδιόρατο, αυτόν. Που μπορεί να ήτανε και υπερβολή, δεν το ξέρω, αλλά όμως υπήρχε, δεν μπορώ να πω ότι δεν υπήρχε.
Όταν πήγατε την πρώτη φορά και πατήσατε το πόδι σας μετά από χρόνια, πώς νιώσατε; Τη θυμάστε αυτή τη στιγμή;
Ναι, πήγα το 2011. Μετά το ’77, ξαναπήγα το 2011. Είχα γίνει μητέρα και πήρα τα παιδιά μου και πήγαμε για να δείξουμε πού γεννηθήκαμε κι ότι δεν φυτρώσαμε κι εμείς σα μανιτάρια. Το πρώτο πράγμα, συγκινήθηκα, πάτησα τα κλάματα, το λέω, δεν μπορώ να πω, συγκινήθηκα. Το δεύτερο, όταν πήγα βέβαια στο Μόδι, ήταν για μένα το κάτι άλλο, τους είπα «Παιδιά, αφήστε με εμένα να περπατήσω, να δω τη γειτονιά, τα παιδικά μου χρόνια». Νόμιζα ότι έβλεπα τις φίλες μου που βγαίνανε, το πατρικό της μάνας μου, ήτανε, ήτανε η μεγαλύτερη συγκίνηση εκεί που έζησα. Στα υπόλοιπα, ένιωσα μία βαθιά πικρία. Δηλαδή για μένα η Πόλις που άφησα δεν ήταν η Πόλις που βρήκα. Η Πόλις που άφησα ήτανε μία κοσμοπολίτικη, με πολύ ωραίους ανθρώπους. Αυτό που συνάντησα ήταν ένας συρφετός, ένα συνονθύλευμα ανθρώπων, να τρέχουνε. Για την περιοχή του Πέραν μιλώ, έτσι; Διότι εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, δε μπορώ να πω για άλλες περιοχές. Εκεί, η μεγάλη οδός του Πέραν, η Istiklal, να σε παρασύρει το ρεύμα, για να θες να πας… Αν θέλεις να πας αριστερά, δεν μπορούσες, έπρεπε να κατέβεις μέχρι κάτω στο τούνελ, τέλος πάντων, για να γυρίσεις με το… Ένα λεφούσι ανθρώπων. Οι Τούρκοι... Οι πινακίδες να είναι τουρκικές και αραβικές από συνήθως γαλλικές, που ήτανε, η Lebon, η Markiz, όλα αυτά. Ξαφνικά ήταν ο Αλή Μπαμπά, ο… Δεν ξέρω. Μια Πόλις διαφορετική εντελώς. Αφού να φανταστείτε καθόμασταν στην πλατεία Taksim, ακριβώς απέναντι από το ηρώο εκεί του Κεμάλ, σε ένα καφέ του ξενοδοχείου και πίναμε ένα τσάι το απόγευμα, και ερχόταν από μακριά μία σιλουέτα. Γυρίζω και λέω στα παιδιά «Αυτός που έρχεται από κει, η σιλουέτα που πλησιάζει, πρέπει να είναι δικός μας» «Ρε μάνα -λέει-, για όνομα του Θεού! Τόσοι άνθρωποι είναι». Και όμως! Ήταν ο κύριος Αντώνη[00:20:00]ς Παριζιάνος. Φαινότανε, ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα και ξεχώριζε. Η ευπρέπεια, ο τρόπος που περπάταγε, η αξιοπρεπής εμφάνιση, ήτανε…. Δηλαδή φαινότανε, πώς να το, πώς να το πω αυτό το πράγμα; Λυπήθηκα, πραγματικά λυπήθηκα. Θεωρώ ότι η Πόλις η δική μας δεν υπάρχει, αυτή είναι μία άλλη Πόλις, η Πόλις η δική μας θα παραμείνει στις ψυχές και στις καρδιές μας, θα την νοσταλγούμε, δεν πρόκειται να την ξαναβρούμε, και για να ξαναπάω, πάρα πολύ δύσκολα θα ξαναπάω.
Ενότητα 4
Η καθημερινότητα ως παιδί και η ιστορία του πατέρα με την απάτη που στήθηκε απ' τον συνέταιρό του
00:20:35 - 00:26:14
Θα επιστρέψουμε στο σχολείο. Θυμάστε κάποιο άλλο περιστατικό που νιώσατε ότι… Με δασκάλα, συμμαθήτριες, που νιώσατε ότι «Δεν είναι ακριβώς ένα σχολείο που μπορώ να κάνω και να πω ό,τι θέλω, αν και κατ’ επίφαση είναι ένα σχολείο της Ρωμιοσύνης».
Όχι, αυτό δεν το ένιωσα ποτέ! Οι καθηγήτριες μας οι Τουρκάλες ήταν από πολύ νεαρές διορισμένες στο Κεντρικό και είχανε ζυμωθεί. Αφού να φανταστείς ότι η καθηγήτρια που μας έκανε Γεωγραφία, είχε έρθει πάρα πολλές φορές εδώ, γιατί δεν είχε φίλες πλέον στην Τουρκία. Είχε ζυμωθεί τόσο πολύ με τις δικές μας δασκάλες, που κάνανε παρέα, που έρχονταν επισκέψεις στα σπίτια, που έχει έρθει και είχε φιλοξενηθεί εδώ 2-3 φορές. Και να βρει τις μαθήτριές της. Δηλαδή είχε μείνει ολόμονη η γυναίκα, χωρίς καμία κοινωνική συναναστροφή ήταν τόσο πολύ ζυμωμένη. Δεν είχανε φανατισμό, δεν είχανε. Η καθηγήτρια της Ιστορίας μας ήτανε εξαιρετικός άνθρωπος, εξαιρετικότατος, είχαμε μία υποδιευθύντρια, η οποία όταν τελειώσαμε το Λύκειο, μόνη της γύρισε και μου είπε «Τι θα κάνεις;». Λέω «Θα φύγω». Γύρισε και μου είπε «Το καλύτερο που έχεις να κάνεις! Για εσάς εδώ, δυστυχώς, δεν υπάρχει μέλλον». Ήταν ειλικρινέστατη, δεν είχε ούτε φανατισμό, ούτε, ήταν πολύ καλλιεργημένη, πολύ προοδευτική μία γυναίκα, εξαιρετική. Έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από το σχολείο μου, δεν έχω έτσι πικρίες. Δύο, τρία περιστατικά ήτανε μία αυτή που είπαμε στο Δημοτικό, αυτό το «Βασιλική πέθανε», δεν έχω κακές αναμνήσεις. Ήτανε… Ήμασταν και πολύ ζωηρά παιδιά, δεν μπορώ… Κάναμε τις αταξίες μας. Δεν ήμασταν έτσι, να φοβόμαστε τίποτα, για να πω την αμαρτία μου! Ήταν πολύ ωραία χρόνια, ανέμελα και ωραία χρόνια.
Πώς ήτανε η ζωή λοιπόν τότε; Δηλαδή μια καθημερινή μέρα του χειμώνα μιας μαθήτριας του Κεντρικού πώς ήτανε;
Ωραία, 08:30 πρέπει να είμαστε στο σχολείο, 09:00 άρχισαν τα μαθήματα, μετά γυρνούσαμε στο σπίτι γύρω στις, αν δεν είχαμε υπερωρία, γιατί καμιά φορά μας βάζανε λίγο παραπάνω μάθημα, γυρνούσαμε 15:00-15:30 στο σπίτι. Ε, λίγο να φάμε, λίγο να ξεκουραστούμε, να κάνουμε τα μαθήματά μας, θα ακούγαμε μουσική, γιατί στα χρόνια τα δικά μας, όταν ήμουνα παιδί, η τηλεόραση μπήκε πολύ αργότερα, θ’ ακούγαμε λίγη μουσική, ή από πικάπ ή από ραδιόφωνο, αν ήταν κοντά οι φίλες μας, θα παίζαμε λίγο με τις φίλες μας, αυτά. Δεν, δεν είχαμε τίποτα στην καθημερινότητά. Θα ερχόταν ο πατέρας μας να φάμε, γιατί το βασικό γεύμα ήταν το βραδινό, έτσι λέγαμε, που ερχότανε και συνήθως ο μπαμπάς στο σπίτι, ανταλλάζαμε απόψεις, πώς πέρασε η μέρα μας, πώς ήταν η δουλειά, πώς ήταν το σχολείο, τι βαθμούς πήραμε, ε και πολύ νωρίς -είναι η αλήθεια- εγώ, κι ακόμα το συνηθίζω, 21:00- 21:30 ήμασταν στο κρεβάτι. Και γενικά εγώ κοιμάμαι νωρίς και ξυπνάω 04:00-05:00, είναι το βιολογικό μου ρολόι αντίθετο λίγο με τον άλλων!
Οι γονείς τι δουλειά κάνανε;
Ο πατέρας μου είχε μία αλλαντοβιομηχανία, τη «Beşler». Την οποία τη χάσαμε την νύχτα λόγω των γεγονότων με το Κυπριακό, τον κατηγόρησε ο συνέταιρος του ότι τα λεφτά που κερδίζει, τα δίνει για… Τα δίνει στον Μακάριο. Και με απειλή όπλου υπέγραψε ο πατέρας μου για να σωθεί, να σωθούμε και εμείς, και παρέδωσε το εργοστάσιο. Δεν πειράζει, εντάξει. Αυτός όμως που το έκανε, αυτό θέλω να το αναφέρω, ο συνέταιρος του, όταν αρρώστησε και ψυχορραγούσε, πήρε τηλέφωνο τον πατέρα μου εδώ στην Ελλάδα και του ζήτησε το helallik, αυτό που λένε ότι πρέπει οι Μουσουλμάνοι να ζητάνε άφεση αμαρτιών για ό,τι έκαναν, γιατί διαφορετικά δε θα πάνε στον Παράδεισο και θα πάνε να καούν στην Κόλαση. Είχε τη συναίσθηση να πάρει τον πατέρα μου να του ζητήσει συγγνώμη. Μάλλον. Με το helallik, που είπε, ήταν ένας έμμεσος τρόπος να του ζητήσει συγγνώμη.
Αυτό το θυμάστε το περιστατικό; Εκείνη τη νύχτα με τον πατέρα σας;
Δεν το θυμάμαι εγώ, γιατί ήμουνα, πρέπει να ήτανε το ’67, που συνήθως τα, στα παιδιά τα κρύβανε. «Έγινε κάτι στη δουλειά του πατέρα», λεπτομέρειες δεν έχουνε πει, αυτά τα έμαθα πολύ μετά.
Τη νύχτα που πήρε, εννοώ, για άφεση αμαρτιών.
Ναι, αυτήν ήταν εδώ.
Ήσασταν εκεί;
Όχι, όχι, στη δουλειά του τον πήρε τηλέφωνο, εδώ στην Αθήνα, και ο πατέρας μου γύρισε το μεσημέρι και μας είπε «Αυτό και αυτό συνέβη, άλλα παιδιά -λέει- δεν μπόρεσα να του πω helal olsun. Δηλαδή δεν μπόρεσα να του δώσω άφεση αμαρτιών. Ζητώ συγγνώμη από τον Θεό, αλλά δεν μπόρεσα, γιατί ήταν η καταστροφή της ζωής μου. Από 12 χρονών παιδί έστησα ένα εργοστάσιο και μου το πήρε σε μία νύχτα με άδικο, διότι τι σχέση είχαμε εμείς με τον Μακάριο και με όλα τα γεγονότα; Δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα». Και δεν, δεν του έδωσε άφεση αμαρτιών.
Ενότητα 5
Η μετανάστευση στην Ελλάδα, η τελευταία μέρα στην Πόλη και η Αγία Σοφία και οι αντιδράσεις στο νέο περιβάλλον
00:26:14 - 00:39:31
Σχέσεις που να δοκιμάστηκαν άλλες και να κέρδισαν στο χρόνο και στα γεγονότα, όπως είχε ο πατέρας σας με τον συνέταιρό του, σχέσεις με Τούρκους, με Εβραίους, με Αρμένιους, φιλίες, έρωτες, ή φιλίες, θυμάστε; Και στη ζωή σας μετέπειτα, που αποκτήσατε, που δοκιμάσατε και άντεξαν είτε λόγω των γεγονότων, είτε λόγω άλλων πραγμάτων;
Δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις, μόνο -σας είπα- μ’ αυτή την οικογένεια που ήμασταν πολύ ζυμωμένοι. Αλλά και αυτοί με την πάροδο του χρόνου χάθηκαν οι δρόμοι μας, δεν… Δηλαδή όταν φύγαμε εμείς από το Μόδι πια, πουλήσαμε το σπίτι και φύγαμε, μετά την καταστροφή την οικονομική του πατέρα μου, τέλος πάντων, αναγκαστήκαμε και πουλήσαμε το σπίτι, χαθήκαμε και μ’ αυτήν την οικογένεια, είχαμε μία τηλεφωνική επαφή, και άντε να βρισκόμασταν και μία φορά τον χρόνο, δεν… Δεν είχαμε τίποτα το ιδιαίτερο -έτσι να πω- σε σχέσεις, ούτε με… Είχαμε καλές σχέσεις με όλους τους γείτονες. Εγώ θυμάμαι τη μητέρα μου στο σπίτι, όταν έβγαινε, είχαμε πίσω από το σπίτι στο Μόδι τζαμί, και όταν έβγαινε ο μουεζίνης να κάνει το, την πρόσκληση στη… Αν έπλεκε, αν κεντούσε, γιατί εκείνη την εποχή οι γυναίκες και πλέκανε και κεντούσανε, σταματούσε. Το ‘χε… Δηλαδή έκανε και εκείνη παρόμοιο, παράλληλα τη δική της προσευχή. Αυτές τις άτυπες σχέσεις τις θυμάμαι και μου ‘κανε εντύπωση, «Βρε μαμά -της λέω- γιατί;» «Έλα -λέει-, τώρα προσεύχεται, δεν μπορώ εγώ τώρα να κεντώ ή να ράβω». Αυτά τα θυμάμαι ως παιδικές αναμνήσεις, αλλά ήμασταν πιο κλειστός κύκλος, δεν είχαμε… Κι ο συνέταιρος που είπα, ούτε είχαμε κοινωνική επαφή, οικογενειακές, να πηγαίνουμε να ανταλλάσσουμε επισκέψεις, ήταν μόνο στον χώρο της δουλειάς.
Εσείς, λοιπόν, τελειώνοντας το σχολείο… Α, πρώτα θέλω να μου πείτε, αν θυμάστε, για τ’ αλλαντικά, αν θυμάστε πράγματα από τη δουλειά του μπαμπά.
Ναι, θυμάμαι, πώς δεν θυμάμαι!
Γιατί ήταν επάγγελμα και αυτό, πιο παλιό.
Ναι, κοιτάξτε, θυμάμαι ότι ήταν τραγικό αυτό που ζούσαμε. Ο πατέρας μου επειδή δεν είχε γιο, ήμαστε δύο αδελφές, συνήθιζε κάθε Κυριακή να μας ανεβάζει στο εργοστάσιο έτσι για να βλέπουμε πώς γινόταν. Πω, πω ήταν η χειρότερη μου! Η χειρότερη εμπειρία μου ήταν αυτή. Να βλέπω, ας πούμε, τα βουβάλια που τα περνάνε, πώς τα δένανε και πώς θα σκότωναν. Όχι, δεν το έχω δει, μου το εξηγήσανε. Και να είναι όλο μες στα κρέατα, μες στα αίματα, εκεί που γινόταν. Ήταν ένας εφιάλτης. Όσο ερχόταν η Κυριακή, εμένα με έπιανε η καρδιά μου, δεν ήθελα. Και μετά Δευτέρα-Τρίτη, τέλος πάντων, τις δύο μέρες τις επόμενες, μην τυχόν και μου δίνανε να φάω κρέας. Δεν υπήρχε περίπτωση! Ήτανε εφιάλτης.
Εσείς, λοιπόν, τελειώνοντας το σχολείο λέτε ότι «Εγώ θέλω να γίνω» τι; Πώς το σκέφτεστε;
Λοιπόν, εγώ τελειώνοντας το σχολείο ήθελα… Έδωσα εξετάσεις στο τουρκικό πανεπιστήμιο, κι επειδή -είπαμε- στα φιλολογικά μαθήματα λόγω της Mutemer ήμασταν αστέρια, δεν μας μας έπιανε κανένας, μπορούσα, γιατί βαθμολογικά μπορούσα να μπω και στη Νομική Τουρκίας. Κι εκτός από αυτό, ήταν και μία χρονιά που όσοι αρίστευσαν στα Λύκεια και το επιθυμούσαν, το Αμερικάνικο, το Robert College έπαιρνε χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις. Αλλά ο πατέρας μου δεν ήθελε να[00:30:00] με αφήσει. Και καλά έκανε, γιατί το ’72 άρχισαν το φοιτητικό κίνημα στην Τουρκία, που ο καλύτερος φοιτητής είχε τουλάχιστον ένα μαχαίρι 20 πόντων στην τσέπη του. Και πολλά παιδιά που μπήκαν στα τουρκικά πανεπιστήμια ή άργησαν να το βγάλουν ή τα παράτησαν και φύγανε. Δεν είχε σχέση με μας δηλαδή, ήτανε το έντονο φοιτητικό κίνημα με τον Denis Geçmis, τον Mahir Çayan, αυτούς τους φοιτητές που κλέβανε υπουργικά αυτοκίνητα, ένα φοβερό κίνημα ήταν που… Καταπατήθηκε και αυτό, κι έσβησε. Κι έτσι, ήθελε να με στείλει στην Αθήνα. Κι ήρθα στην Αθήνα και σπούδασα εδώ Νομικά, έκανα και το Πολιτικό τμήμα της Νομικής, και το Νομικό τμήμα, και μετά έκανα… Μετά έκανα το διδακτορικό μου στο Πάντειο.
Ουσιαστικά, δηλαδή η πρώτη φορά, ποια χρονολογία φύγατε από την Κωνσταντινούπολη;
Το ’72.
Την ημέρα αυτή που πήρατε την απόφαση να φύγετε τη θυμάστε; Υπήρχε κάποια αφορμή;
Όχι, καμία. Ήτανε μία οικογενειακή απόφαση που είπαμε δεν θα πάω… «Και να πετύχεις στο πανεπιστήμιο -μου ‘λεγε ο πατέρας μου- δεν θα μείνεις εδώ πέρα. Θα πρέπει να πας στην Ελλάδα, να ανοίξουμε και εκεί ένα πόδι, γιατί εδώ τα πράγματα δυσκολεύουνε». Έβλεπε ότι έρχεται το ’74. Ήτανε διορατικός άνθρωπος και έβλεπε. Κι έτσι έφυγα εγώ χωρίς κανένα πρόβλημα δηλαδή, όπως φύγανε και πάρα πολλά παιδιά την ίδια χρονιά, και ήρθα μόνη μου στην Αθήνα, με μία φίλη μου, γιατί η οικογένειά μου ακολούθησε έναν χρόνο μετά.
Την τελευταία ημέρα που ήσασταν στην Πόλη, τι κάνατε; Πώς ήτανε; Δηλαδή εγώ δεν το ‘χω βιώσει και φαντάζομαι πολλοί άλλοι που ακούν αυτή τη συνέντευξη. Μεγαλώνεις σε έναν τόπο, γεννιέσαι σ’ έναν τόπο, και ξαφνικά, χωρίς να είναι αμιγώς η δική σου απόφαση, λες «Από αύριο πάω αλλού, αλλάζει η ζωή μου». Τι κάνεις την τελευταία μέρα;
Την τελευταία μέρα τίποτα. Έχεις πρώτα από όλα ένα άγχος για το τι θα συναντήσεις στον καινούργιο τόπο που πας, πώς θα τα βγάλεις πέρα. Θα επιβιώσεις; Πώς θα είναι οι συνθήκες; Θα μπορέσεις να μείνεις, δεν θα μπορέσεις; Γιατί εγώ με τη φίλη μου που ξεκίνησα να έρθω τα παράτησε, δε μπόρεσε, γύρισε. Κι έμεινα μετά με μία άλλη φίλη, νοικιάσαμε σπίτι εδώ. Υπάρχει αυτό το άγχος, που καλύπτει αν θέλεις και… Εγώ δεν έλεγα ότι «Θα φύγω και δεν θα ξαναγυρίσω», δεν υπήρχε αυτό, «Θα πάω να σπουδάσω». Ούτε η οικογένειά μου ήτανε για να έρθουν αμέσως μετά, άλλαξαν οι συνθήκες στην πορεία. Οπότε δεν ένιωσα ότι αποκόβω τον «ομφάλιο λώρο» μου με την Πόλη. Ήτανε σαν συνέχεια, «Πάω να κάνω τις σπουδές μου», όπως θα πήγαινα στην Αγγλία, στην Αμερική ή στη Γερμανία, οπουδήποτε αλλού. Δεν ήτανε… Ήταν πιο πολύ το άγχος τι θα συναντήσω. Δηλαδή εγώ ρώτησα που είναι η Νομική Σχολή σε έναν αστυνομικό στην πλατεία Συντάγματος, για να καταλάβεις δηλαδή, τόσο άσχετη, δεν ήξερα. Είχα ξανάρθει στην Ελλάδα όταν ήμουν 12 χρονών, που να θυμάμαι; Δεν είχα και συγγενείς εδώ τόσους πολλούς για να μπορέσουνε να με κατευθύνουν και ρώτησα σε αστυνομικό «Σας παρακαλώ, πού είναι η Νομική και πώς μπορώ να πάω για να κάνω αίτηση να γραφτώ στο Πανεπιστήμιο;».
Άρα δεν θυμάστε περίπου τι κάνετε την τελευταία μέρα, πέρα από το άγχος; Δηλαδή είχατε ανάγκη ν’ αποχαιρετήσετε ένα συγκεκριμένος μέρος; Να κάνετε κάποια συγκεκριμένα πράγματα;
Α, το μόνο μέρος που ήθελα να αποχαιρετήσω ήταν η Αγία Σοφία. Είχα… Την τελευταία τάξη του Λυκείου μας είχανε δώσει απογευματινά να μην έχουμε μαθήματα για τις Τετάρτες. Δεν ξέρω πώς τους ήρθε. Τέλος πάντων. Και με τη φίλη μου την Νίνα πηγαίναμε σχεδόν κάθε Τετάρτη στην Αγία Σοφία. Δεν ξέρω μας είχε κολλήσει, ήτανε… Να πηγαίνουμε, ν’ ανεβαίνουμε στο γυναικωνίτη, να καθόμαστε εκεί που ήταν αυτοκράτειρα, αυτό. Λες και αυτό το πράγμα ήταν ένα τόσο μεγάλο κομμάτι μέσα μας, που με το που πηγαίναμε ότι δύναμη ψυχή στο μνημείο, κάπως έτσι το είχαμε δει εμείς στα νιάτα μας, εκείνη στην εποχή, ότι πρέπει να ακούγεται η, να ακούγονται τα Ελληνικά μέσα στην Αγία Σοφία, πρέπει να υπάρχει η προσευχή μέσα στην Αγία Σοφία. Πηγαίναμε κρυφά κάτω στις γωνίες, κάναμε το σταυρό μας. Ήταν μία νεανική τρέλα, αν θέλετε, εκείνης της εποχής. Και αυτό που έκανα, θυμάμαι ότι αν δεν ήταν η μέρα που έφευγα, τις παραμονές, ότι είχα ξαναπάει στην Αγιά Σοφία, αυτό το θυμάμαι.
Αυτή τη βόλτα τη θυμάστε την τελευταία; Δηλαδή μπαίνετε μέσα, πού πάτε; Τί κάνετε;
Όπως συνήθιζα, πήγαινα κατευθείαν στο γυναικωνίτη, πήγαινα μπροστά στον Χριστό, έκανα την προσευχή μου και έλεγα «Θεέ μου, να μου τα φέρεις βολικά, γιατί δεν ξέρω που πάω τώρα. Ναι μεν είμαι, πάω στην πατρίδα μου, αλλά δεν ξέρω τι θα συναντήσω και ποιους ανθρώπους θα συναντήσω. Βοήθησέ με να μπορέσω να τα βγάλω πέρα». Αυτή ήταν η μόνη προσευχή που έκανα και έφυγα, γύρισα σπίτι.
Και όταν έρχεστε εδώ στην Ελλάδα και πατάτε το πόδι σας, πώς σας φάνηκε σε σχέση με την Κωνσταντινούπολη;
Να σας πω. Στην αρχή ήτανε μία απογοήτευση, αυτό μπορώ να σας το πω, πρώτα από όλα, πήγαμε να φάμε στο, εδώ, σ’ ένα ταβερνάκι που ήταν στην παραλία, ο «Μπάμπης», τώρα είναι στην Αμφιθέας, και μας έφερε το χαρτί, εγώ σοκαρίστηκα, λέω «Χαρτί; Γιατί το χαρτί;». Ήρθε, μας πέταξε στο μεταλλικό εκείνο το ψωμί, μία ψωμοθήκη. Ένιωσα πάρα πολύ άσχημα. Λέω «Γιατί; Δε μας θέλουνε στο μαγαζί; Έχουμε τίποτα επάνω μας;». Δηλαδή, πραγματικά ήτανε άλλος κόσμος! Εμείς συνηθισμένοι εκεί, που ξέρετε τι περιποίηση υπήρχε, υπάρχει.
Και τώρα! Καμία σχέση!
Και τώρα, καμία σχέση. Την πρώτη φορά σοκαρίστηκα πραγματικά, λέω «Γιατί τρώμε χαρτί και όχι στο τραπεζομάντηλο;». Δηλαδή, λέω τώρα ένα παράδειγμα, μετά. Αυτό να το πω και σαν ανέκδοτο. Τέλος πάντων, νοικιάσαμε ένα διαμερισματάκι με τη φίλη μου την Νίνα, ένα δυαράκι, είχαμε τα δωμάτιά, ψωνίσαμε, το τακτοποιήσαμε, άντε να γεμίσουμε και το ψυγείο. Πάω στο μανάβη, λέω «δώσ’ μου αυτό, δώσ’ μου εκείνο, το άλλο, δώσε μου και δύο δροσερά». Με συγχωρείτε τώρα, εμείς στην Πόλη ντρεπόμαστε να πούμε το αγγούρι, λέγαμε τα «δροσερά», έτσι το συνηθίζαμε. Κι είναι και ενάμιση μέτρο τότε τα αγγούρια, τα θυμόσαστε, εκείνη την εποχή, δεν είναι τα αγγουράκια που υπάρχουν τώρα εδώ. Λέω του μανάβη «Δώσε μου και δύο δροσερά». Γυρίζει και μου λέει «Συγγνώμη -λέει- τι είναι αυτό; Δεν έχουμε εμείς δροσερά εδώ». Βλέπω και τα αγγούρια, λέω «Τώρα πού να του πω αγγούρι και δροσερό, αυτό είναι το δροσερό», μη με παρεξηγήσει κιόλας. Και γύρισα σπίτι χωρίς να πάρω ένα αγγούρι, λέω της Νίνας «Αυτοί εδώ το αγγούρι το λένε αγγούρι, δεν το λένε δροσερό. Ντράπηκα να το πάρω, πήγαινε τώρα εσύ να το πάρεις και το αγγούρι». Ε αυτά έχουν γίνει, τα ευτράπελα τα διάφορα!
Εδώ πέρα νιώσατε ποτέ ανεπιθύμητη;
Όχι, δεν ένιωσα ανεπιθύμητη, καθόλου, ένιωσα όμως λίγο παράξενα όταν άκουγα κάποιους συμφοιτητές μου να λένε ότι «Ε καλά κάνανε οι Τούρκοι και σας διώξανε, γιατί εσείς ήσασταν οι καπιταλιστές που πίνετε το αίμα του τουρκικού λαού». Όταν μου το είπαν αυτό το πράγμα μόνο που δεν έδωσα σκαμπίλια. Πού το βγάζεις αυτό το πράγμα; Ότι εμείς ήμασταν οι καπιταλιστές που πίναμε το αίμα του τουρκικού λαού! Τι να του πεις τώρα; Ότι «Είσαι αγράμματος, απαίδευτος»; Δεν του μιλάς και τελειώνει. Αλλά ένιωσα έτσι πολύ σοκαρισμένη από την αυτήν. Με ενόχλησε πάρα πολύ που δεν ξέρανε τίποτα για τα Σεπτεμβριανά, με ενόχλησε αφάνταστα που δεν ξέρανε για το «βαρλίκι», δηλαδή… Τώρα, βέβαια, το ξέρουν όλοι, την εποχή που ήρθαμε εμείς δεν ξέρανε τίποτα για το τι συνέβη, ότι ο Ελληνισμός αν υπέφερε, αν δεν υπέφερε. Εμείς ήμασταν οι καπιταλιστές που πίναμε το αίμα του τουρκικού λαού, αυτό ήταν στην εντύπωσή τους. Βεβαίως, σ’ αυτό μπορεί να μην έχουνε και αυτοί πολύ άδικο, οι γηγενείς εδώ, διότι και μείς ήρθαμε λίγο μαγκιά, με τα καλά μας, με τ’ αγαθά μας, με τα πλούτη μας, με την οικονομική μας άνεση.
Που ήταν γεγονός όμως, ότι ζούσατε-
Ήτανε αλλά-
Είχατε εξαιρετικά ανώτερη ζωή.
Ναι, τη ζούσαμε, δεν το λέω αυτό το πράγμα, αλλά και αυτό, όταν το πλασάρεις συνέχεια και λες για τα καλά μας, για τα αγαθά μας, για τα ασημικά μας, ο άλλος κομπλάρει, και μοιραία είναι να σου φερθεί απρεπώς.
Ενότητα 6
Ενασχόληση με την Τουρκική γλώσσα και οι σημαντικές μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων
00:39:31 - 00:48:02
Και αυτό που είναι για μένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, γιατί κατάλαβα ποια είστε όταν ήρθα στο σπίτι και μιλήσαμε για τα βιβλία, που τα έχω δει, είναι ότι ενώ φύγατε απ’ την Πόλη, τελικά, ουσιαστικά στη ζωή σας και στο έργο σας το επαγγελματικό, δεν σας εγκατέλειψε ποτέ το τουρκικό στοιχείο, η γλώσσα, η λογοτεχνία, όλα αυτά δεν σας εγκατέλειψαν ποτέ. Δηλαδή δεν ήρθατε στην Ελλάδα και είπατε ότι «Εγώ[00:40:00] ξεκινάω ζωή, δικηγόρος Αθηνών» και τελείωσε.
Ναι, σ’ αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, άθελά της, χωρίς να το ξέρει, η δημοσιογράφος η Έλλη η Ευαγγελίδη. Την εποχή εκείνη, επί Χούντας, ήταν πολύ φίλη μιας ξαδέρφης μου και σε, στο σπίτι της ξαδέρφης μου τη γνώρισα. Συναντηθήκαμε, εγώ φρέσκια από την Πόλη, «Τι κάνεις παιδί μου; Σπουδάζεις;», αυτά και κλπ. «Σπουδάζω» «Και με τι θ’ ασχοληθείς;». Λέω «Θα δικηγορήσω, τι θα κάνω; Αφού Νομική τελειώνω» «Δεν ασχολείσαι -λέει- με τη δημοσιογραφία; Δεν ασχολείσαι λίγο με τα, να μας μεταφράσεις μερικές τουρκικές εφημερίδες, που δεν ξέρουμε τι γίνεται στο γείτονα;». Κι αυτό ήταν έτσι ένα φλασάκι, που μου άναψε, γιατί τότε δεν υπήρχε πληροφόρηση εκείνα τα χρόνια, καθόλου γενικά. Τώρα είναι πληροφορία, δε μαζεύονται οι πληροφορίες! Ούτε ανταποκριτές υπήρχαν, ούτε… Και σ’ αυτό επάνω αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτόν τον τομέα και ασχολήθηκα σε όλη μου τη ζωή με αυτό το θέμα. Και ακόμα δηλαδή, δειλά-δειλά, κάπου-κάπου δημοσιογραφώ.
Λοιπόν, πώς έγινε το «Fatmagül»; Πώς έγιναν τα βιβλία, οι μεταφράσεις, πότε ξεκίνησαν και πότε ήρθε αυτή η μεγάλη επιτυχία στη ζωή σας, η οποία, ενώ φύγατε από την Τουρκία, είχε και πάλι σχέση με την Τουρκία;
Ναι, είχε σχέση με την Τουρκία. Δεν… Η γλωσσομάθεια και επειδή ήμουν πάρα πολύ καλή στο edebiyatı [Λογοτεχνία], το λεγόμενο, στην Τουρκική γλώσσα, έκανα αποδελτοποίηση εγώ των Τουρκικών εφημερίδων μία ζωή. Και δεν την έχασα την επαφή μου με τη γλώσσα. Και όταν υπήρχε αυτή η άνθηση των τουρκικών βιβλίων σε μεταφράσεις εδώ, μου χτύπησαν και εμένα την πόρτα, άμα ήθελα να μεταφράσω. Και μπήκα και εγώ στο τρυπάκι κι έγινα μεταφράστρια λογοτεχνίας. Ξεκίνησα πιο πολύ γράφοντας πρώτα από όλα βιβλία για την Τουρκία, γιατί όπως είπα, υπήρχε μία τρομακτική άγνοια. Ούτε τα Σεπτεμβριανά γνωρίζανε, ούτε το «βαρλίκι», ούτε τι είναι οι Τούρκοι. Μεγάλος καθηγητής, δε θέλω να πω το όνομά του, φοβόταν ότι θα γίνει το τόξο από την Αλβανία μέχρι το Σινικό Τείχος, που είχε πει κάποτε ο Özal [Πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας] και τρέμανε το Ισλάμ κλπ. Και δεν ξέρανε ότι το Ισλάμ έχει πιο πολλές διαιρέσεις από ό,τι έχει ο Χριστιανισμός. Υπήρχε μια άγνοια. Ποιοι είναι οι Αλεβίδες; Δεν, δεν γνώριζαν! Κι έτσι ξεκίνησα να γράφω πρώτα για τους Αλεβίδες, ένα μικρό πόνημα. Με αφορμή αυτό, έγραψα το πρώτο μου βιβλίο. Και στη συνέχεια έκανα μεταφράσεις πολλές, ασχολήθηκα και με τις… Και έτσι έγραψα για τις γυναίκες, κυρίως στην αυλή των Οθωμανών, αλλά το βασικό εμένα έργο μου, αν θα φύγω από αυτή τη ζωή, που θ’ αφήσω έτσι κληρονομιά, είναι η μετάφραση που έκανα του μεγάλου έργου του Πέρση ποιητή, του Celâleddin Rumi, φυσικά από τουρκική μετάφραση, απ’ του Abdülbaki Gölpınarlı, που είναι 6 τόμοι. Κυκλοφόρησε στην Ελλάδα σε 3 τόμους, συμπυκνωμένη δηλαδή, περίπου 800 σελίδες ο καθένας. Δέκα χρόνια έκανα τη μετάφραση! Αλλά κέρδισα πάρα πολλά, και να φανταστείς ότι αυτό το βιβλίο σήμερα στην Αμερική πουλάει γύρω στις 200.000 αντίτυπα τον χρόνο. Διότι ο άνθρωπος μετά από τρομακτική αυτή πρόοδο της τεχνολογίας ψάχνει κάπου να βρει κάποιες βάσεις, κάποιες ρίζες, κάποιες αρχές, κάποιες αξίες που τους έχει χάσει μέσα του, και καλεί τον Rumi από το 13ο αιώνα να τον επαναφέρει πάλι στα ανθρώπινα.
Τι είχε το ξεχωριστό αυτό το έργο για σας, που έκανε αυτήν την επιτυχία;
Αυτό το έργο είναι [Δ.Α.] τροφές του πνεύματος και είναι ένα είδος ποίησης, που είναι ομοιοκατάληκτα δίστιχα.
Που είναι και δύσκολο να τη γράψεις, θέλει να μελετήσεις.
Ναι, ναι, εγώ δεν το έκανα από Περσικά, το έκανα από ελεύθερη μετάφραση που είχε κάνει ο Σεΐχης και μέγας δάσκαλος, ο Abdülbaki Gölpınarlı. Λοιπόν, αυτό… Μιλάει για τον άνθρωπο και τον θέτει σε τροχιά έρωτα με τη θεία οντότητα. Ό,τι έκανε ο Νεοπλατωνισμός. Δηλαδή, δεν είναι ο Θεός ο τρομακτικός, ο τιμωρός, ο εκδικητικός, είναι ο Θεός της αγάπης, της ανεξιθρησκείας. Για τον Rumi, οι άνθρωποι χωρίζονται μόνο για ένα πράγμα. Όχι για το φύλο, όχι για το χρώμα, όχι για τη θρησκεία, για το πόσο τήρησαν την υπόσχεση τους όταν ερχότανε στον κόσμο από τον κόσμο των ψυχών. Γιατί ο καθένας, κάθε κομμάτι της ψυχής, επιστρέφει πάντα στο αρχέγονο του. Έτσι πιστεύει ο Rumi και έτσι διδάσκει. Αυτό το πράγμα είναι πολύ ανακουφιστικό και πάρα πολύ… Αν θέλεις έτσι φιλοσοφικό, να δεις και τη ζωή με άλλη διάσταση. Δηλαδή, όταν σου λέει ότι πρέπει να βλέπεις απ’ την αρχή το τέλος. Δηλαδή τι είναι; Ότι ήρθαμε σε αυτή τη ζωή να δοκιμαστούμε και θα φύγουμε. Τι θέλεις στις αποσκευές σου φεύγοντας από αυτό τον κόσμο; Μια καλή ψυχή. Δεν… Τα αγαθά σου, τα πλούτη σου, τα χρυσαφικά σου, όλα θα τα αφήσεις εδώ και θα φύγεις. Αυτό που πρέπει είναι να είσαι εξαγνισμένος, να ξέρεις γιατί ήρθες σ’ αυτόν τον κόσμο, ποια είναι η αποστολή του ανθρώπου στη ζωή. Να είσαι ταπεινός, να είσαι καταδεκτικός, να αγαπάς τον συνάνθρωπό σου, αυτά. Αυτά που έχουμε ανάγκη σήμερα, που τα έχουμε ξεχάσει γιατί κάναμε Θεό μας το χρήμα.
Γνωρίσατε ποτέ, γιατί μεταφράσετε και αρκετούς συγγραφείς, και νεότερους, κάποιον πνευματικό άνθρωπο της τουρκικής Λογοτεχνίας, που τον μεταφράσατε, από κοντά;
Ναι, τον Yilmaz Karakoyunlu. Ο οποίος, όπως ξέρετε, υπήρξε και πολιτικός πέρα από το… Διετέλεσε και επί της κυβερνήσεως Yilmaz, νομίζω, ήταν και Υπουργός Οικονομικών. Δεν τον γνώρισα να συναντηθούμε, ήτανε να ‘ρθει αλλά δεν μπόρεσε, κάτι του έτυχε, απλά μιλήσαμε πάρα πολλές φορές στο τηλέφωνο και ακόμα έχουμε, διατηρούμε επαφές, επικοινωνούμε. Και του ‘χω μεταφράσει τα δύο του… Τρία του βιβλία. Έχω μεταφράσει το «Salkım Hanım'ın Taneleri», το «Το περιδέραιο της Σαλκίμ Χανίμ», που έχει θέμα το «βαρλίκι», και τον «Φθινοπωρινό πόνο», που είναι τα Σεπτεμβριανά της Πόλης.
Που έγινε και ταινία;
Που έγινε και ταινία. Ναι, και το «Salkım Hanım'ın» έγινε ταινία, και το «Περιδέραιο». Και το τελευταίο του βιβλίο, το «Η Θεσσαλονίκη με μωβ καφτάνι», ένα αριστούργημα και αυτό, που είναι για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Ένα θέμα που δεν αγγίζουνε, κάνει «τζιζ» για όλες τις πλευρές, και πονάει και δεν το αγγίζουνε. Ο Karakoyunlu το απέδωσε πολύ ωραία. Του έχω μεταφράσει και τα 3 του βιβλία. Γράφει με κάπου αντικειμενικότητα και από τις δύο πλευρές και μου αρέσει γενικά η πένα του, πολύ.
Ενότητα 7
Το παγκόσμιο συνέδριο για τον ποιητή Rumi και η αμάθεια για τα πογκρόμ στην Πόλη
00:48:02 - 00:50:58
Μιλήσατε ποτέ με κάποιον άνθρωπο από την Τουρκία μετά από πολλά χρόνια, με ανοιχτά χαρτιά, για όλα αυτά που έγιναν;
Θα σας πω. Μία φορά έτυχε να πάω σε ένα συνέδριο στην Τεχεράνη, με πανεπιστημιακούς για τον Rumi. Έγινε το, παγκόσμιο συνέδριο για τον Rumi. Και επειδή εγώ είμαι η μόνη που έχω μεταφράσει στα Ελληνικά, ήμουν προσκεκλημένη και εισηγήτρια στο Πανεπιστήμιο. Ήτανε μαζί μας κάπου 7-8 Τούρκοι καθηγητές από Ilahiyat fakültesi, δηλαδή από Θεολογικές σχολές, και μία Τουρκάλα, που δεν θυμάμαι το όνομά της για να σας το πω, που ασχολείται με παλιά ενδύματα, με τα κεντήματα στα ενδύματα, τα οποία έχουν κάποια ιστορία και αυτά. Δηλαδή το πώς κάνουνε το κάθε κέντημα, αυτή τα μελετούσε και έβγαζε κάποια συμπεράσματα, τέλος πάντων. Και μιλούσαμε, όπως είναι, «Είδε ο γύφτος τη γενιά του και αγαλλίασε η καρδιά του» δε λέμε; Έτσι κι εμείς, πιάσαμε κουβέντα, «Από πού είστε;», κι είχαμε γίνει ένα γκρουπάκι, 8 αυτοί και μία εγώ 9, δηλαδή δεν είχα… Οι Γάλλοι, Άγγλοι, Πορτογάλοι, που ήτανε, δεν ήταν τόσο φιλικοί με όλους, τους έβλεπα. Κι εγώ που ήμουνα κάπως ενδιάμεσος κρίκος, ήμουνα πιο πολύ κολλημένη εκεί και κάναμε πιο πολύ παρέα. Ε και μιλούσαμε για την Πόλη, αυτά, μου λέει ο ένας ενώπιον όλων, κι ο ένας ήτανε και dekan [Πρύτανης] σε ένα πανεπιστήμιο, και μου λέει «Βλέπω -λέει- με μεγάλη νοσταλγία μιλάτε για την Πόλη. Γιατί φύγατε;». Και γυρνώ και εγώ με θράσος και του λέω «Συγγνώμη, με ρωτάτε γιατί έφυγα; Δεν ξέρετε ότι μας διώξατε; Μας εξαναγκάσατε να φύγουμε; Το «βαρλίκι»; Τα Σεπτεμβριανά; Όλο το Πογκρόμ, όλο αυτό που κάνατε, μας εξοντώσατε και αναγκαστικά να φύγουμε; Θέλαμε να φύγουμε; Εσείς μας διώξατε!»[00:50:00]. «Συγγνώμη -λέει-, δεν τα ήξερα». Λέω «Ανοίξτε κάνα βιβλίο και διαβάστε». Και του είπα μία σειρά βιβλίων, να πάει να δει το βιβλίο του Τζοράλ [Coral], που έχει τις φωτογραφίες του ναυάρχου… Όχι, τι ήτανε; Στρατοδίκης ήτανε, δεν ήτανε ναύαρχος, στρατοδίκης. Μετά θάνατον, που ζήτησε να εκδοθούν οι φωτογραφίες που είχε για τα Σεπτεμβριανά. «Διαβάστε και τον Yilmaz Karakoyunlu, διάβασε και τον έναν και τον άλλον και δες τι μας κάνανε». Σώπασε, δεν ήξερε τι να μου πει. Και πρόσφατα γνώρισα έναν καθηγητή, ο οποίος ήταν στο Ικόνιο, στην έδρα του στο Πανεπιστήμιο Rumi και δίδασκε Rumi, και χάριν πάλι με τον Rumi, ήρθε, μιλήσαμε, συναντηθήκαμε, αλλά ήτανε καθαρά σε επιστημονικό επίπεδο για τον Rumi, δεν μιλήσαμε για πολιτική.
Ενότητα 8
Η χαμένη υπηκοότητα, οι διαμάχες ανάμεσα στους δύο λαούς και ο παντοτινός δεσμός με την Πόλη
00:50:58 - 01:05:04
Θέλω να μου πείτε αυτή την πολύ ωραία ιστορία που χάσατε την υπηκοότητα και μετά το πώς την ανακτήσατε, που μου ‘χατε πει.
Ναι, να σας την πω πάλι. Λοιπόν εγώ το-
Δεν θέλω να σας κουράζω.
Όχι, το ’81, όταν επέτρεψε η κυβέρνηση Ράλλη να παίρνουμε, γιατί για κάποιους λόγους δεν μας έδιναν την ελληνική ιθαγένεια εδώ, δεν ξέρω για ποιους λόγους, τέλος πάντων, είναι άγνωστο. Όταν επέτρεψαν να πάρουμε την ελληνική ιθαγένεια, κάναμε την αίτηση όλη η οικογένεια, πήγαμε, ωραία, ορκιστήκαμε, έγινα Ελληνίδα, και διαβάζω στην εφημερίδα τον Πολίτη ότι, εκεί τα ανακοινώνανε ποιοι γίναν έκπτωτοι από την Τουρκική ιθαγένεια, στον Πολίτη, την εφημερίδα εδώ, του Τσουκάτου-
Που είναι μέχρι σήμερα.
Ναι, γιατί όσοι δεν υπηρετούσανε τη θητεία τους, τους κάνανε έκπτωτους. Τώρα νομίζω και αυτό σταμάτησε, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει σημασία, βλέπω το όνομά μου. Λέω «Τι έγινε;». Επειδή συνέπεσε εκείνη την εποχή εγώ να είμαι στο Υπουργείο Τύπου, λέω «Φαίνεται, θα με νομίζουνε κατάσκοπο, κάτι, ποιος ξέρει τι, και μου αφαίρεσαν την ιθαγένεια, από όλη την οικογένεια». Εν πάση περιπτώσει, όταν ξαναπήγα στην Πόλη το 2011, συναντήθηκα με μία νεαρή δικηγόρο μέσω του συζύγου της, που ήταν φίλος, και της λέω «Βρε Cerem μου, σε παρακαλώ, κοιτάζεις να δεις γιατί εμένα μου αφαίρεσαν την ιθαγένεια; Τι έχω κάνει εγώ; Μπορείς να μου δεις;». Κι έψαξε η κοπέλα και λέει «Επειδή αποκτήσατε ιθαγένεια άλλης χώρας χωρίς να ζητήσετε την έγκριση των Τουρκικών Αρχών». Εν τω μεταξύ η Τουρκία έχει υπογράψει το θέμα της διπλής, αναγνωρίζει πλέον τη διπλή ιθαγένεια, οπότε με μία απλή αίτηση εδώ στο Προξενείο μπορώ να πάρω ξανά την υπηκοότητα. Και για συναισθηματικούς λόγους, πήγα στο Προξενείο, έκανα την αίτηση μου, πάτησα και λίγο τις φωνές εκεί στην πρόξενο, σε ευγενικό επίπεδο, της λέω «Μα, αν είναι ποτέ δυνατόν, τη δική μου ιθαγένεια βρήκατε να πάρετε; Εγώ τι κακό έκανα; Είκοσι βιβλία σας έχω μεταφράσει, έχω γράψει τόσες ιστορίες για την Τουρκία, έχω γράψει, έχω μεταφράσει τον Rumi, εμένα βρήκατε να πάρετε; Που έχω συμβάλλει τόσο στη διάδοση του Τουρκικού πολιτισμού;».
Τι σας είπε;
«Έχετε δίκιο, έχετε δίκιο, δεν το ξέρω, θα το κοιτάξω αυτό». Και πραγματικά σε 6 μήνες μου ήρθε ειδοποίηση ότι μου αναγνώρισαν την ιθαγένεια ξανά.
Απ’ όλα αυτά που έχετε διαβάσει από τον τουρκικό πολιτισμό και την Ανατολική φιλοσοφία ζωής, τι κρατήσατε για τη ζωή σας;
Όλο τον Rumi. Να σας πω, o Rumi λέει τα πάντα. Είναι μία γηγενής φωνή πραγματικά του Μικρασιατικού χώρου. Στο βιβλίο του συνυπάρχει η Ορθοδοξία, συνυπάρχει η Φιλοσοφία, η αρχαία Ελλάδα, υπάρχουν τα πάντα μέσα στο βιβλίο του και είναι πραγματικά η φωνή της Μικράς Ασίας. Πώς σκέφτεται ένας Μικρασιάτης πολυπολιτισμικός, κοσμοπολίτης; Έτσι ακριβώς είναι και η διδασκαλία του Rumi, αυτό μου έχει μείνει. Είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένη στη ζωή μου που με αξίωσε ο Θεός να κάνω αυτή τη δουλειά, αυτή τη μετάφραση. Την οποία την πήρε και ο Δήμος Ικονίου, όπως έχει όλες μεταφράσεις, έχει και τη δική μου τη μετάφραση στα Ελληνικά.
Εάν καθίσετε και να νοσταλγήσετε κάτι, κλείσετε τα μάτια, ποια εικόνα θα σας έρθει από την Κωνσταντινούπολη, από τα παλιά, πρώτη;
Το Μόδι, η σκάλα του Μοδιού, η πλαζ. Όταν πήγα το ‘11 και δεν είδα την πλαζ, νόμιζα ότι κάτι μου μου λείπει από το μάτι, εκείνη η ξύλινη πλαζ που υπήρχε παλιά στο Μόδι, όπου περάσαμε όλα μας τα παιδικά χρόνια. Το μόνο που μου λείπει είναι το Μόδι. Βέβαια, το σχολείο μου, που το είδα ερειπωμένο και αυτό, ήταν ένα δράμα μεγάλο. Τέλος πάντων, γενικά μία κατάθλιψη, η Πόλη για μένα είναι μια κατάθλιψη αυτή την στιγμή, ένας πόνος, σαν να πενθώ κάτι που δεν ξέρω. Που χάθηκε ανεπιστρεπτί. Αυτό το συναίσθημά μου βγάζει εμένα η Κωνσταντινούπολη, και δεν θέλω να το ξαναζήσω. Κάτι που με πονάει πολύ. Πώς χάνεις προσφιλές άτομο και δεν θέλεις ξανά να… Να πας εκεί που πήγε, σ’ εκείνα τα μέρη που αγαπούσε; Έτσι και εγώ νιώθω για την Πόλη.
Άρα αυτό είναι κάτι που δεν περνάει, που σε ακολουθεί μια ζωή;
Όχι. Είναι ένα πένθος βαρύ μέσα μου, που δεν περνάει, το «Γιατί έγινε όλο αυτό το πράγμα, γιατί; Γιατί; Τι φτιάξαμε εμείς;».
Τώρα, εγώ θα την κάνω την ερώτηση, αν θέλετε, απαντάτε. Πολλές φορές σκεφτήκατε την απάντηση σε αυτό το «Γιατί», ποια θα μπορούσε να είναι;
Η απάντηση για μένα, με τα λίγα πια που έχω καταλάβει, είναι δυστυχώς, δυστυχώς, ότι και τους δύο λαούς, μάλλον τις κυβερνήσεις τους, όχι, οι λαοί ακολουθούν, και τις κυβερνήσεις τις έχουν πιόνια οι Μεγάλες Δυνάμεις και τις εκμεταλλεύονται για τα δικά τους συμφέροντα.
Να διευκρινίσουμε τις Μεγάλες Δυνάμεις, όταν λέμε.
Η Δύση, αυτή τη στιγμή η Δύση. Κυρίως η Αγγλία. Για να μην πω πρώτη Αγγλία, και ο δορυφόρος, ο δορυφόρος της, η Αμερική. Αυτοί. Στο Κυπριακό μέχρι το νομοσχέδιο Ανάν, ζητούσαν δικαιώματα στα πετρέλαια της Κύπρου ως ενοικιαστές της βάσης. Δηλαδή να τρελαθείς πια! Δηλαδή δεν, δεν… Είναι πιο έκφυλοι άνθρωποι. Στα Σεπτεμβριανά, το ξέρετε ότι ο Ian Fleming, που έχει γράψει τα βιβλία του «James Bond», ότι ήτανε της MI6 και κυκλοφορούσε στο Πέρα μαζί με τους πλιατσικολόγους που σπάζανε και ρημάζανε; Οι Τούρκοι τα γράψανε στις εφημερίδες, και εγώ τα δημοσίευσα σε Ελληνικές εφημερίδες. Αυτοί μας κατέστρεψαν, για να έχουν τα συμφέροντά τους στην Κύπρο, και εδώ κι εκεί. Εμένα, αν με ρωτήσεις, δεν έχω μίσος και έχθρα για κανέναν. Ήρθε μία κοπέλα να δουλέψει στην επιχείρηση των παιδιών μου, και μου λέει «Ξέρετε, είμαι Ιεχωβάς» «Ε και τι με νοιάζει; Και Βουδιστής να είσαι, δεν έχω κανένα πρόβλημα παιδί μου, αρκεί να μη μου κάνεις προσηλυτισμό μέσα στην επιχείρηση μου. Πίστευε ό,τι θέλεις, το Χαχάμη πίστευε, το Βούδα πίστευε, ό,τι θες». Δεν έχω μίσος έτσι σε κανέναν, να πω «Φταίει ο Χ». Απλά το ότι οι κυβερνήσεις, και οι μεν και οι δε, είναι πιόνια και τα δικά τους προσωπικά, πολιτικά, δεν ξέρω τι συμφέροντα, αγνοούν και εκμεταλλεύονται τους λαούς. Εγώ αυτό πιστεύω.
Φτάνοντας, λοιπόν, προς το τέλος, εγώ θέλω να μου πείτε τι ευχόσαστε για το μέλλον της Κωνσταντινούπολης, σαν πόλη, και τι συμβουλή θα δίνατε στους νέους ανθρώπους που έχουν ρίζες από κει;
Να ξεκινήσω απ’ το δεύτερο ερώτημα. Το δεύτερο ερώτημα, όπως δεν θέλω τα παιδιά μου να κόψουνε τον ομφάλιο λώρο και λατρεύουνε την Πόλη και πάνε και συχνά, την επισκέπτονται, έτσι να έχουν όλοι έναν δεσμό με την Πόλη, να μην την εγκαταλείψουν. Γιατί εκεί είναι η κοιτίδα του Ελληνισμού, κακά τα ψέματα. Πρωτεύουσα του Ελληνισμού είναι η Κωνσταντινούπολη και πείτε μου ό,τι θέλετε! Εγώ το πιστεύω ακράδαντα αυτό και όσοι-
Εγώ δεν θα σας πω κάτι!
Ναι. Γιατί κάποιοι λένε ότι «Οι Αθηναίοι, η Αθήνα και η Φιλοσοφία» και ναι, συμφωνώ, υπάρχει και αυτό, αλλά του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού η κοιτίδα είναι η Κωνσταντινούπολη. Από κει προέρχομαι, από κει… Και πολύ θα ήθελα και εκεί να κλείσω τα μάτια μου, αλλά δεν θα γίνει, θα είμαι εδώ. Δεν ξέρω. Αυτό ο Θεός μόνο το ξέρει. Και θέλω τα παιδιά όλα είτε κατάγονται είτε έχουν ρίζες, να έχουν επαφή με την Πόλη, να μην την εγκαταλείψουν, να έχουν δεσμούς με την Πόλη. Αυτό που έχω καλλιεργήσει εγώ στα παιδιά μου και νιώθουνε και εκείνοι Πολίτες, ενώ δεν έχουνε ζήσει την Πόλη, αλλά «Εμείς μαμά, εμείς μαμά νιώθουμε Πολίτες», αυτό να το διατηρήσουμε. Εύχομαι και ελπίζω στο μέλλον να ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί, να ξυπνήσουνε, γιατί πολλοί άνθρωποι προσπάθησαν να τους τα πουν, αλλά όσ[01:00:00]ο πιο αμόρφωτος είναι ο κόσμος, τόσο πιο εύκολα χειραγωγείται. Αυτά τα πράγματα, εάν εκλείψουν, νομίζω ότι θα μπορέσουνε, θα επέλθει κι η ειρήνη, θα επέλθει κι η γαλήνη. Τι έχουμε να χωρίσουμε; Τι έχουμε να χωρίσουμε ο ένας από τον άλλον; Και αυτό που μας βάζουνε για το Αιγαίο, για τη Μεσόγειο και τούτο και εκείνο να μαλώνουμε, να μαλώνουμε εμείς οι δύο για να το εκμεταλλευτούν το Αιγαίο οι τρίτες χώρες, Αγγλία, Αμερική, Γαλλία, Γερμανία, Κίνα, ξέρω ‘γω, ποιοι είναι αυτοί. Να μαλώνουμε εμείς, να σκοτωνόμαστε για τα συμφέροντα των άλλων, αυτό το πιστεύω απόλυτα. Αν ξυπνήσουν οι λαοί και δουν τα συμφέροντά τους, θα δουν ότι πρέπει να αποποιηθούν αυτή πια την κηδεμονία των ξένων.
Και μια τελευταία ερώτηση που την έχω κάνει σ’ όλους, κι έχω πάρει απ’ όλους την ίδια απάντηση, ελπίζω κι από εσάς, στη «σούμα», άμα τα δούμε στο σύνολο, περισσότερα είναι αυτά που μας χωρίζουν ή αυτά που μας ενώνουν;
Εξαρτάται. Με κάποια κατηγορία ανθρώπων πολιτισμένων που γνώρισα εγώ, τουλάχιστον στο Μόδι, που ήταν η αφρόκρεμα των Τούρκων, ουσιαστικά δεν μας χωρίζουν τίποτα, αλλά με την κυρία αυτήν την, που φύλαγε το πηγάδι στο Αϊβαλί, που ήτανε, δε θυμάμαι που πήγαμε, μια εκδρομή, που είχε ένα πηγάδι που εκεί μέσα έσφαζε τους Έλληνες και καμάρωνε και μας το ‘λεγε, δεν έχω καμία επαφή. Μ’ αυτή δεν έχω καμία επαφή. Όπως δεν μπορώ να έχω καμία επαφή με αυτόν το θρησκόληπτο, που δεν θα μπορέσει να σκεφτεί ποτέ, δεν λέω θρησκευόμενο, τον θρησκόληπτο που δεν μπορεί να σκεφτεί ποτέ ότι αυτό που του λένε δεν είναι παραμύθια της Χαλιμάς, δεν μπορώ να έχω επαφή. Αλλά με κάποιους άλλους ανθρώπους νομίζω ότι δεν με χωρίζει τίποτα.
Εγώ θέλω να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ για το χρόνο σας.
Εγώ σας ευχαριστώ.
Για όλα αυτά-
Ελπίζω να είπαμε εποικοδομητικά πράγματα.
Πολύ, πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Να ‘στε καλά. Ευχαριστώ και εγώ.
Να πούμε τα βιβλία σας, ότι είναι σε μετάφραση της Λιάνας της Μυστακίδου. Έχετε γράψει για τις, τις Ελληνίδες που ήταν Οθωμανίδες σουλτάνες.
Για τις γυναίκες στην αυλή των Οθωμανών.
Τις γυναίκες στην αυλή των Οθωμανών.
Τον ρόλο της βαλιντέ [valide:μητέρα ηγεμονεύοντος σουλτάνου]-
Πείτε μας κάποιους τίτλους-
Σουλτάνας, για τους Αλεβίδες στην σύγχρονη Τουρκία. Και έχω γράψει τα Νεοπλατωνικά στοιχεία στα βιβλία του Celaleddin Rumi. Ε, και πολλές μεταφράσεις. Πολλές, θα θέλω 10 λεπτά για να σας τις πω όλες! Δεν τις θυμάμαι. Αυτό που-
Ευχαριστούμε πάρα-
Αυτό που μ’ αρέσει πιο πολύ απ’ όλες τις μεταφράσεις μου, εκτός του Karakoyunlu τα βιβλία, που είναι εξαιρετικά, είναι της Erbil Pervin το βιβλίο «Η Νιόβη θρηνούσε για τη Μικρά Ασία».
Το ‘χω…
Ναι.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Πολλές φορές, για αυτό εξεπλάγην, γιατί διαβάζω ένα βιβλίο, είναι όπως πολλές φορές με τα τραγούδια, με τους στιχουργούς, τα μαθαίνεις πιο μετά. Σε απορροφά τόσο πολύ το έργο, που οι άλλοι που έχουν συνδράμει σε αυτό δεν, δεν το…
Και να σας πω κάτι που δεν το είπα από μετριοφροσύνη. Το ’42, για το «βαρλίκι», ο έφορος Κωνσταντινούπολης είχε γράψει ένα βιβλίο, μεταμεληθείς λέω εγώ, με καλές προθέσεις, για πολιτικούς λόγους λένε κάποιοι άλλοι, που έβγαλε για ποιους λόγους, πώς μπήκε το «βαρλίκι», πώς, τι ποσά χρεώσανε στον έναν, στον άλλον, τι αδικίες έγιναν, πώς τους έστειλαν στο Aşkale, στα τάγματα εργασίας. Αυτό το μετέφρασα εγώ την δεκαετία του ’80, ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Τουρκία το ’42, που είναι εγκόλπιο για το τι τράβηξε ο Ελληνισμός. Έπρεπε την δεκαετία του ’80 να το εκδώσουμε, να το μάθουν οι Έλληνες. Και μετά κάποιοι το μετέφρασαν και σε, συνοπτικά στα Αγγλικά και το έχουμε τώρα σαν φεϊγβολάν και το δείχνουμε στο Κοινοβούλιο. Είναι δυνατόν; Δηλαδή είναι δυνατόν αυτή η αφέλεια από μέρους μας;
Και πολλά.
Και πολλά.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, πραγματικά.
Να ‘στε καλά.
Χάρηκα που πέρασα αυτόν τον χρόνο μαζί σας και θα διαβάζω τα υπόλοιπα βιβλία σας, και από ό,τι φαίνεται έχω διαβάσει και βιβλία που έχετε μεταφράσει. Όπως το παθαίνει κανείς με πάρα πολλούς στιχουργούς, συνθέτες.
Ναι.
Δεν ξέρει. Γιατί πάντα αυτός που βγαίνει μπροστά είναι ο συγγραφέας, είναι ο ερμηνευτής ή ο δημιουργός-
Ναι, ναι-
Του κάθε έργου, ο κύριος. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας.
Να ΄στε καλά, κι εγώ σας ευχαριστώ.
Φωτογραφίες

Οικογενειακή φωτογραφία
Η αφηγήτρια (το μεγαλύτερο απ' τα δύο κορι ...

Στο σχολείο

Οικογενειακή φωτογραφία
Περίληψη
Η Λιάνα Μυστακίδου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και μεγάλωσε σε μια γειτονιά της Πόλης, την περιοχή Μόδι. Στην μνήμη της είναι ακόμα χαραγμένα τα παιδικά της χρόνια στο Μόδι με τα ήθη και τα έθιμα της γειτονιάς, αλλά και οι σχολικές της εμπειρίες από το Κεντρικό Παρθεναγωγείο. Αφηγείται για το κλίμα που επικρατούσε τότε στην Τουρκία, και ειδικότερα στην Πόλη, με τα πογκρόμ κατά του Ελληνισμού και τα Σεπτεμβριανά να έχουν ταράξει τις ισορροπίες μεταξύ των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Επίσης, αναφέρει τη φυγή της στην Αθήνα και το τι αντιμετώπισε εκεί, σε μια τελείως διαφορετική νοοτροπία, την τελευταία της μέρα στην πόλη που τόσο αγάπησε, αλλά και την επίσκεψη της μετά από χρόνια. Παρουσιάζει το έργο που ανέβαλε μέσα της μετάφρασης τουρκικών εφημερίδων και μετέπειτα βιβλίων λογοτεχνίας, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν τα μέσα. Τέλος, αναφέρεται στον αγώνα της για την χαμένη της υπηκοότητα, τον ακράδαντο δεσμό που έχει με τον τόπο της και τα όσα χωρίζουν τους δύο λαούς.
Αφηγητές/τριες
Ελένη Μυστακίδου
Ερευνητές/τριες
Δάφνη Ζαχαριάδου
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/06/2021
Διάρκεια
65'
Περίληψη
Η Λιάνα Μυστακίδου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και μεγάλωσε σε μια γειτονιά της Πόλης, την περιοχή Μόδι. Στην μνήμη της είναι ακόμα χαραγμένα τα παιδικά της χρόνια στο Μόδι με τα ήθη και τα έθιμα της γειτονιάς, αλλά και οι σχολικές της εμπειρίες από το Κεντρικό Παρθεναγωγείο. Αφηγείται για το κλίμα που επικρατούσε τότε στην Τουρκία, και ειδικότερα στην Πόλη, με τα πογκρόμ κατά του Ελληνισμού και τα Σεπτεμβριανά να έχουν ταράξει τις ισορροπίες μεταξύ των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Επίσης, αναφέρει τη φυγή της στην Αθήνα και το τι αντιμετώπισε εκεί, σε μια τελείως διαφορετική νοοτροπία, την τελευταία της μέρα στην πόλη που τόσο αγάπησε, αλλά και την επίσκεψη της μετά από χρόνια. Παρουσιάζει το έργο που ανέβαλε μέσα της μετάφρασης τουρκικών εφημερίδων και μετέπειτα βιβλίων λογοτεχνίας, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν τα μέσα. Τέλος, αναφέρεται στον αγώνα της για την χαμένη της υπηκοότητα, τον ακράδαντο δεσμό που έχει με τον τόπο της και τα όσα χωρίζουν τους δύο λαούς.
Αφηγητές/τριες
Ελένη Μυστακίδου
Ερευνητές/τριες
Δάφνη Ζαχαριάδου
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/06/2021
Διάρκεια
65'