Η ιστορία πίσω από το Οργανοποιείο Παπαλεξάκη στο Ρέθυμνο

Κ.Χ.

[00:00:00]Καλησπέρα.

Γ.Π.

Καλώς τηνα!

Κ.Χ.

Θα θέλατε να μου πείτε το όνομά σας;

Γ.Π.

Ναι. Με λένε Γιώργη Παπαλεξάκη.

Κ.Χ.

Υπέροχα. Είναι Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021. Είμαι με τον κύριο Γιώργη Παπαλεξάκη, εγώ ονομάζομαι Κωνσταντίνα Χνάρη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Γιώργη, θα θέλατε να μου πείτε λίγα πράγματα για εσάς; Από πού κατάγεστε, πού μεγαλώσατε...

Γ.Π.

Λοιπόν, από μικρός πιάναν τα χέρια μου -που λέμε- και έφτιαχνα διάφορα πράγματα, είτε αυτοκινητάκια είτε μαλάδες που κάναμε ότι χτίζαμε και διάφορα τέτοια πραγματάκια. Και μεταξύ των άλλων – βέβαια, τότε εγώ εργαλεία και 5-6 χρονών κοπέλι, δεν είχα τη δυνατότητα να πιάσω, να φτιάξω μια λύρα, αλλά έβρισκα όμως ένα κομμάτι ξύλο και έβαζα τρεις μπρόκες απάνω και τρεις μπρόκες κάτω και έβαζα τρία σύρματα κι είχα κι ένα ξύλο για δοξάρι και ασχολούμαστε εκεί στη γειτονιά, κάναμε ότι παίζαμε, ξέρω γω. Με το στόμα παίζαμε, γιατί δεν ακουγόταν βέβαια ήχος. Και εκάναμε ένα συγκρότημα. Ένα άλλο παιδί έκανε ότι παίζει λαούτο και κάναμε ένα συγκρότημα κρητικής μουσικής. Ε, τώρα, στην πορεία, αφού τελείωσα εδώ πέρα το γυμνάσιο στο Ρέθυμνο, ανέβηκα στην Αθήνα και κει πέρα τότε ήτανε που μεσουρανούσε ο Νίκος ο Ξυλούρης, ήτανε ο Μουντάκης, ήτανε ο Ροδάμανθος, ήτανε ο Σκορδαλός. Ανεβαίνανε και παίζανε, βέβαια, στην Αθήνα, που έμενα κι εγώ τότε εκεί. Και η αλήθεια είναι ότι με τον Ξυλούρη τότε ένιωσα μία περίεργη -ας το πούμε έτσι- ώθηση και ήθελα να μάθω να παίζω λίγο λύρα. Και πήρα μία λύρα και ξεκίνησα και σιγά σιγά, στην πορεία, επειδή πιάναν τα χέρια μου, λέω: «Ε, δεν πιάνω κι εγώ να φτιάξω μία λύρα;» και βρήκα – είχα κατεβεί, βέβαια, το καλοκαίρι στο χωριό και λέω του πατέρα μου: «Έχεις κανένα κομμάτι ξύλο, έτσι, για να φτιάξω μία λύρα;» και μου λέει: «Θα πας στον τάδε τόπο που έχω κομμένη μια καρυδιά, να την πάρεις, να τηνε κόψεις, να φτιάξεις ένα όργανο». Και όπως ακριβώς έγινε αυτό το πράγμα. Επήρα… Επήγα στο χωράφι, εκεί πέρα που τα ’χενε κομμένα τα ξύλα, εβρήκα ένα κομμάτι που, εντάξει, δεν ήτανε και ό,τι καλύτερο και τέλειο, γιατί έπρεπε να ’ναι λίγο πιο φαρδύ για να βγει, ας το πούμε, μία κανονική λύρα, αλλά έφτιαξα μία λύρα, όπως ήτανε οι παλιές οι λύρες, οι αχλαδόσχημες, οι πρώτες λύρες δηλαδή που πρωτοφτιαχτήκανε στην Κρήτη, η παλιά η λύρα που παίζανε. Και έφτιαξα τη λύρα και καμιά φορά παίζαμε εκεί πέρα στο… στην Αθήνα με ένα άλλο παιδί που ήτανε λαούτο. Και αυτή ήτανε η πρώτη μου λύρα, αλλά βέβαια ήτανε η… τη φωθιά μού την είχε βάλει τότε ο Ξυλούρης που πήγα και τον άκουγα εκεί στσι μπουάτ και στα κέντρα. Πήγαινα, βέβαια, και άκουγα και άλλους Κρητικούς και από εκεί έγινε το ενδιαφέρον μου μεγάλο για να μάθω να παίζω λίγο και, παράλληλα μ’ αυτό, έφτιαξα και την πρώτη μου λύρα. Μετά, λοιπόν, απ’ αυτήν τη λύρα, που ξανακατέβηκα στην Κρήτη, γιατί έφυγα από την Αθήνα, λέω: «Εγώ θα κάνω ένα εργαστήριο και θα πιάσω να φτιάχνω όργανα». Τότε, βέβαια, κάποιοι άνθρωποι που τ’ ακούσανε, γελούσανε. Λέει: «Ετουτοσές… Ήντα, λέει, τώρα, δεν κατέω», αλλά εγώ το ‘χα πάρει στα σοβαρά και είχα φτιάξει στο Ατσιπόπουλο ένα εργαστήριο. Είχα βάλει έναν πάγκο μέσα και όλα τα σχετικά και από κει και μετά ξεκίνησα πλέον να φτιάξω τη δεύτερή μου λύρα, να δοκιμάσω να παίξω. Τη πρώτη λύρα, αυτή που έφτιαξα, μου τη ζητήσανε να τη δώσω, να την πουλήσω τότε σε κάποιονε και την έδωσα. Και κάπως έτσι εξεκίνησε μία διαδικασία. Έφτιαξα μετά τη δεύτερη λύρα, την έδωκα. Λέω: «Άσε να φτιάξω άλλη μια για δικό μου». Έφτιαξα τη τρίτη-τέταρτη και κάπως μ΄ αυτόν τον τρόπο δηλαδή εξεκίνησε η κατασκευή της λύρας και έχω φτάξει τώρα μέχρι εκεί που έχω φτάξει σήμερα.

Κ.Χ.

Αυτήν τη στιγμή βρισκόμαστε στο Οργανοποιείο Παπαλεξάκη. Θα θέλατε να μου πείτε πώς βρεθήκατε σε αυτόν τον χώρο; Ποια είναι η ιστορία αυτού του μέρους;

Γ.Π.

Λοιπόν, θα σου πω τώρα κάτι. Αυτό το εργαστήριο πιο[00:05:00] παλιά το είχε μία άλλη οικογένεια που λέγεται Σταγάκη. Μια πολύ καλή οικογένεια κι αυτή και πολύ καλοί τεχνίτες βέβαια. Αλλά πέθανε ο ένας απ’ τα παιδιά –και καλός μου φίλος–, ο Μιχάλης, και το κλείσαν το μαγαζί. Και τότε, βέβαια, εγώ, εδούλευα και στον ΟΤΕ και δεν με ενδιέφερε και πολύ, ας πούμε, να ανοίξω μαγαζί και αυτά. Αλλά οι περισσότεροι καλλιτέχνες – γιατί στη λύρα, κακά τα ψέματα, το Ρέθυμνο είναι πρώτο απ’ όλα τα μέρη της Κρήτης. Επειδή ξέρανε ότι εγώ έφτιαχνα και αυτά, μου λένε: «Ω και θα κλείσει το μαγαζί και ντροπή μας να γλακούμε στα Χανιά και στο Ηράκλειο να φτιάχνουμε τα όργανά μας και αυτά. Καλύτερα να το πάρεις εσύ, να ξεκινήσεις τη δουλειά, να τη συνεχίσεις». Και μ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, εμπήκα εδώ πέρα μέσα και προχώρησα μετά τη δουλειά σ’ αυτό το μαγαζί.

Κ.Χ.

Πόσα χρόνια είστε εδώ;

Γ.Π.

Ε, τώρα εδώ πέρα είμαι από εκεί γύρω στο ’95, λογάριασε να δεις τώρα, είναι… πάμε… Είκοσι πέντε-τριάντα χρόνια. Κάπου εκεί, ναι.

Κ.Χ.

Και ο Σταγάκης, πριν από εσάς, από πότε το είχε;

Γ.Π.

Ε, κι αυτός πρέπει να το ’χε κάπου εκεί, γύρω στο… απ’ το ’50. Αυτός πρέπει να ’ταν εδώ πέρα σίγουρα καμιά… Πάνω από πενήντα-εξήντα χρονών μαγαζί είναι, σίγουρα. Κάπως έτσι. Όχι τώρα. Τότε που το ’χε αυτός και βάλε και τώρα. Πάμε πολύ περισσότερο.

Κ.Χ.

Κύριε Γιώργη, εσείς είπατε ότι μετά που τελειώσατε εδώ το γυμνάσιο, φύγατε και πήγατε Αθήνα. Γιατί πήγατε Αθήνα; Για να σπουδάσατε;

Γ.Π.

Ναι, κοίταξε να δεις. Τότε εγώ τελείωσα εδώ πέρα το γυμνάσιο, αλλά πριν τελειώσω το γυμνάσιο, τα καλοκαίρια και αυτά, ασχολούμουνα με διάφορες δουλειές, για να βγαίνει το μεροκάματο, να ‘χω τα λεφτά για τον χειμώνα. Γιατί τότε τα χρόνια ήτανε δύσκολα. Και ασχολήθηκα με βιβλιοδεσία σε ένα βιβλιοπωλείο εδώ πέρα, στο Ρέθυμνο, του Χατζηδάκη του Λεωνίδα. Επήγα σε κάποιους φούρνους και δούλευα βράδια και βοηθούσα εκεί πέρα τον αρτοποιό, πώς θα ξεκινήσει, θα ζυμώσει κι αυτά και τ’ άλλα. Μετά, μεγαλώνοντας, επήγα στο… σε ένα άλλο μαγαζί που πουλούσε τσιμέντα και σίδερα και φτιάχνανε δηλαδή οικοδομές και ισιώναμε τα σίδερα στην κάργα του καλοκαιριού, που λένε, μέσα στη ζέστη. Και τα χτυπούσαμε, γιατί τότε δεν υπήρχανε μηχανήματα να τα ισιώνουνε. Ε, μετά από εκεί δούλευα… φτιάχναμε κάτι δρόμους σε οικοδομικές εργασίες δηλαδή και αυτά, χύναμε πλάκες στα χωριά. Ε, και αφού πήγα εκεί στα 17-18 και τελείωσα το γυμνάσιο, ήθελα κι εγώ να φύγω και να πάω προς την Αθήνα, για να δω τι καλύτερο θα μπορούσε να γίνει.

Κ.Χ.

Η Αθήνα εκείνη την εποχή πώς σας φάνηκε;

Γ.Π.

Να σου πω την αλήθεια, η Αθήνα τότε ήτανε καλή. Δηλαδή τώρα να μου πεις να πάω να μείνω ούτε το συζητάω καθόλου, αλλά τότε ήτανε, ήτανε πιο καλύτερη, δεν υπήρχε αυτή η μαυρίλα. Ήτανε πιο άνετη. Πήγα τότε και γράφτηκα στη Σιβιτανίδειο και τελείωσα και, παράλληλα, με το που τελείωσα τη Σιβιτανίδειο και πήρα το χαρτί, έφυγα και στρατιώτης. Αλλά έδωσα εξετάσεις στον ΟΤΕ και έφυγα στον στρατό μετά. Εντάξει, ούτε καν το θυμόμουνα εγώ τον ΟΤΕ. Έδωσα εξετάσεις και έφυγα, αλλά όταν ήμουνα στη ΣΕΑΠ στο Ηράκλειο εβγήκαν τ’ αποτελέσματα. Κι ήρθε ένα χαρτί και έγραφε μέσα ότι μπήκα στον ΟΤΕ κι αν θέλω να πάω κι αυτά. Και έβγαλα ένα χαρτί τότε απ’ τη ΣΕΑΠ και το ’στειλα στον ΟΤΕ, ότι υπηρετώ, και μόλις ετελείωσα από τον στρατό, επήα σε μια σχολή τότε και διορίστηκα στην Πατησίων, στην Αθήνα. Αλλά παράλληλα, όμως, με τα χρόνια του ΟΤΕ, η λύρα ήτανε στην πρώτη φάση. Μου θυμίζεις τώρα ιστορίες. Γιατί τα πράγματα ήτανε δύσκολα τότε, αλλά άμα υπάρχει αγάπη, ενδιαφέρον στη δουλειά σου, να ξέρεις ότι θα πετύχεις. Και αυτό είναι το βασικό πράγμα που λέω σε όλους τους καινούριους και στους νέους ανθρώπους: «Άμα δεν υπάρχει ενδιαφέρον και αγάπη, δεν προχωράς». Έχω ξενυχτήσει 12.00, 2.00, 3.00 η ώρα τη νύχτα, έχω[00:10:00] σηκωθεί 3.00 η ώρα τα ξημερώματα, για να δω πώς θα κάνω το κάθε πράγμα. Γιατί το κακό ήταν τότε ότι δεν σου ’δειχνε και κανένας. Ναι μεν ήθελες να μάθεις, αλλά ποιος θελά σου δείξει; Αυτοί που τα ξέρανε, δεν τα λέγανε, να λέμε το ένα, να λέμε και το άλλο. Και έπρεπε μοναχός σου να κάνεις τις δοκιμές σου και να προχωρήσεις για να δεις πώς θα γίνεις καλύτερος. Διαφορετικά, η θεωρία μόνο… Δεν είναι θεωρία δηλαδή μόνο και το να βλέπεις, αλλά το καλύτερο είναι να βλέπεις ή να σου λένε και να το εφαρμόζεις και στην πράξη. Είτε το ένα είτε το άλλο, το δεύτερο με την πράξη, μπορεί να γίνεις καλός, αλλά περνάει περισσότερος χρόνος, γιατί δεν ξέρεις τη θεωρία ποια είναι η πιο καλύτερη. Αυτή είναι η διαφορά. Όταν, όμως, τα ξέρεις και όταν σ’ τα πούνε και αφιερώσεις πάλι στην πράξη, τότε είναι πιο εύκολο να γίνεις καλός. Τώρα, όταν τα μάθεις όλα μοναχός σου, λες μετά: «Εγώ αυτός είμαι. Τα έμαθα μοναχός μου, τα δούλεψα μοναχός μου, δεν εχρειάστηκα κανέναν και είμαι αυτός που είμαι». Ε, είναι κι αυτό μια άλλη λύση.

Κ.Χ.

Την πρώτη φορά που πιάσατε εκείνο το κομμάτι ξύλου, θέλετε να μου πείτε, αρχικά, τι σκεφτήκατε εκείνη τη στιγμή; Και δεύτερον, πόσο καιρό σας πήρε να φτιάξετε αυτήν την πρώτη λύρα;

Γ.Π.

Κοίταξε να σου πω, δεν είχα αμφιβολίες ότι αυτό που θα πάρω να κάνω, δεν θα γίνει. Είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και, παράλληλα με αυτό βέβαια, προχώρησα. Και εκείνο εκεί το κομμάτι, αυτό, σου λέω, το πήρε ένας, δημοσιογράφος κιόλας ήτανε –πρέπει να ζει ο άνθρωπος ακόμα–, ο Μαθιουδάκης. Έγραφε στο Ποινικό Μητρώο της Αθήνας, στον Ταχυδρόμο. Γιατί επροσπάθησα να την πάρω αυτήν τη λύρα πίσω, αλλά τελικά μου είπε ο άνθρωπος ότι κάπου την έδωσε, κάτι να την φτιάξουνε και αυτά και δεν του την ξαναγυρίσανε, τέλος πάντων. Εντάξει, το μόνο καλό είναι ότι έχω βρει μία φωτογραφία που με είχε τραβήξει τότε μία κοπέλα, η οποία ζούσε στην Γαλλία και είχε έρθει στο χωριό. Και υπάρχει, τουλάχιστον, φωτογραφία με τη λύρα αυτήν, την ώρα που τηνε πελεκώ. Και άλλη μιαν που παίζω. Ναι, είναι δυο φωτογραφίες νομίζω. Και η πρώτη μου λύρα μετά απ’ αυτήν την έχει, βέβαια, κάποιος εδώ πέρα, στο Ρέθυμνο. Ε μπορεί, εντάξει, τον ξέρουνε και πολλοί. Είναι ο Ξυδάκης που έχει το βενζινάδικο, πηγαίνοντας προς τα Χανιά, μόλις φύγεις απ' τον κόμβο, εκεί υπάρχει… το παιδί αυτό την είχε… την είχε κερδίσει τότε, γιατί την είχα βγάλει σε μία λοταρία, η πρώτη λύρα δηλαδή που έφτιαξα κανονική και την είχε κερδίσει αυτός. Και ξέρω δηλαδή πού είναι. Βέβαια! Ε και μετά κάποιες άλλες λύρες απ’ τις πρώτες που τις έχουνε σε κάποια χωριά. Ένας φίλος μου Πατρικαλάκης στον Μυλοπόταμο που είχε πάρει μια, κάποιοι άλλοι σε κάποια άλλα χωριά… Βέβαια!

Κ.Χ.

Εσείς πώς γνωρίζατε πώς να φτιάξετε τη λύρα; Σας είχε πει κάποιος; Είχατε–

Γ.Π.

Όχι, όχι. Δεν… σου είπα ότι δεν υπήρχε ο άνθρωπος που να μου πει. Δεν το λέω από εγωισμό. Αφού δεν μου το ’πε κανένας, τι να κάνω; Εγώ πήρα ένα κομμάτι ξύλο, εσχεδίασα μια λύρα, έφτιαξα την πρώτη μου λύρα. Ε, μετά εξεκίνησα, έφτιαξα μία δεύτερη, γιατί, κοίταξε να δεις, παίζεις με διάφορα πράγματα στη λύρα. Δηλαδή με τις αποστάσεις, με το πάχος, με το βάθος. Τα οποία αυτά όλα, σιγά σιγά βέβαια, μαθαίνονται. Αλλά, σου είπα, δεν είναι μόνο θεωρία. Πρέπει να το κάμεις κι εσύ ο ίδιος για να μπορέσεις σιγά σιγά να βρεις ποιο είναι το καλύτερο απ’ όλα. Κατάλαβες; Βέβαια!

Κ.Χ.

Όσο ήσασταν Αθήνα, φτιάχνατε λύρες εκεί ή το κάνατε μόνο όταν επιστρέφατε εδώ Κρήτη;

Γ.Π.

Ασχολήθηκα κι εκεί πέρα. Δηλαδή με την πρώτη κι αυτά… ασχολήθηκα εκεί πέρα κάτω και την τελείωσα. Αλλά το κανονικό, δηλαδή έτσι που μπήκα στη δουλειά δυνατά, ήταν όταν κατέβηκα εδώ. Βέβαια.

Κ.Χ.

Για να φτιάξεις μία καλή λύρα τι χρειάζεται;

Γ.Π.

Λοιπόν, οπωσδήποτε, βέβαια, τα ξύλα παίζουνε μεγάλη σημασία. Δηλαδή, πρέπει να βρεις ένα ξύλο καλό, που να είναι σιτεμένο που λέμε, δηλαδή να είναι ξερό, να μην έχει υγρασία μέσα. Αυτό το ξύλο, βέβαια, μπορεί να είναι είτε καρυδιά, [00:15:00]μπορεί να είναι μουριά, μπορεί να είναι ασφένταμος, μπορεί να είναι τριανταφυλλιά και ακόμα και κυπαρίσσι μπορεί να ’ναι. Βέβαια, το κυπαρίσσι είναι λίγο δύσκολο να το βρεις, γιατί σκάει εύκολα, αλλά έχω φτιάξει δυο λύρες από κυπαρίσσι. Τη μια την έχω δώσει, την έχει πάρει ο Ζωιδάκης και παίζει και την άλλη, η άλλη πρέπει να ’ναι εδώ πέρα ακόμα. Τώρα, το καπάκι πρέπει να ’ναι κι αυτό πολύ παλιό ξύλο που χρησιμοποιούμε, ένα ξύλο που λέγεται κατράνι και το οποίο ξύλο αυτό είναι ξύλο 500-600 χρονών. Είναι πολύ μαλακό ξύλο... όχι πολύ, εντάξει, είναι μαλακό ξύλο, γιατί -κοίταξε να δεις- στη λύρα υπάρχει παλμός και άμα το ξύλο δεν πάλλεται όπως πρέπει, ο ήχος δεν βγαίνει όπως θα ’πρεπε να βγει. Ε, τώρα, μετά απ’ αυτό, βέβαια, πρέπει να υπάρχει η ψυχολογική κατάσταση να είναι καλή, να έχεις όρεξη να δουλέψεις, τα εργαλεία σου να ‘ναι ακονισμένα κι αυτά και τ’ άλλα για να κόβουνε, να μη σε δυσκολεύουνε. Και να συγκεντρώσεις όλα αυτά. Δηλαδή και το χέρι να δουλεύει σωστά και το μυαλό ακόμα περισσότερο και να ’χεις την ησυχία σου για να κάτσεις να βγάλεις ένα όργανο σωστό.

Κ.Χ.

Έχει διαφορά το ξύλο στον ήχο που θα βγάλει αργότερα η λύρα;

Γ.Π.

Ναι, κοίταξε να σου πω κάτι, αυτή η ερώτηση που μου κάνεις είναι καλή ερώτηση. Καταρχήν, να ξέρεις ότι και ο Πάριος είναι καλός τραγουδιστής, και ο Μητσιάς είναι καλός τραγουδιστής, και ο Μπιθικώτσης είναι καλός τραγουδιστής. Καθένας έχει τη δική του την φωνή και τη χροιά και όλα αυτά. Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τη λύρα. Δηλαδή ανάλογα με το κάθε ξύλο έχει και τη δική της προσωπικότητα μέσα, έχει και το δικό του τον ήχο που διαφέρει, βέβαια, αλλά και κάθε οργανοπαίχτης έχει και το δικό του το… τη δική του –πώς να πω τώρα;–, το τι θα διαλέξει, το τι του αρέσει. Δηλαδή, όταν θα πιάσει μια λύρα στα χέρια του, μπορεί και οι τρεις λύρες, οι τέσσερις, οι πέντε να ’ναι καλές, αλλά θα διαλέξει μία λύρα, διότι αυτή του αρέσει περισσότερο. Κατάλαβες; Γι’ αυτό και το κάθε ξύλο έχει τη δική του τη φωνή και τη δική του τη χροιά και κάθε όργανο έχει και μια δική του προσωπικότητα, ξεχωριστή.

Κ.Χ.

Τόσα χρόνια που είστε εδώ σας έχουν τύχει ποτέ περίεργα περιστατικά στο μαγαζί με πελάτες;

Γ.Π.

Εντάξει, δεν θα ’λεγα ότι… Σε γενικές γραμμές, όχι. Δεν θα ’λεγα ότι υπάρχει κάτι έτσι... Εντάξει, έρχονται ανθρώποι που με ρωτάνε κάποια πράγματα, πώς θα το φτιάξω ή πώς θα το κάνω, γιατί, επειδή τα ’παθα εγώ, δεν θέλω οι άλλοι… Τι, τώρα; Πώς θα πω τ’ αλλουνού δυο πράματα, θα χαλάσει ο Θεός τον κόσμο; Που θα με ρωτήσει κάποια πράγματα πάνω στη λύρα ή πώς θα βάλω το καπάκι ή, καμιά φορά, που μου ζητάγανε και καπάκια παλιά για να τους δώσω να τα βάλουνε ή, ξέρω γω, κάτι άλλα πράγματα, δεν είχα κανένα πρόβλημα. Όχι, σε γενικές γραμμές, δεν θα ’λεγα ότι είχα δηλαδή κάποια προβλήματα πάνω στη… εδώ με το μαγαζί, ας πούμε, με κάποιους πελάτες και αυτά. Σε γενικές γραμμές, όχι, τίποτα. Δεν θυμάμαι δηλαδή κάτι, έτσι, το ιδιαίτερο που να ‘χω κρατήσει. Όχι.

Κ.Χ.

Θεωρείτε ότι… Η θέση της λύρας στην παράδοσή μας ποια είναι, βασικά, στις μέρες μας;

Γ.Π.

Κοίταξε να σου πω τώρα κάτι, η λύρα για την Κρήτη είναι η Λύρα, τελείωσε. Και ειδικά για το Ρέθυμνο, όπως σου είπα, οι περισσότεροι καλοί οργανοπαίχτες ήτανε Ρεθυμνιώτες, μέχρι τώρα, τουλάχιστον. Από πού να ξεκινήσω; Από Μουντάκη; Από Σκορδαλό; Από Ροδάμανθο; Από Σηφογιωργάκη; Από Κλάδο; Από τον Γεράσιμο τον Σταματογιαννάκη; Κι άλλους πολλούς δηλαδή, που, εντάξει, αυτήν τη στιγμή μπορεί να μην τους θυμάμαι όλους. Τώρα η λύρα, βέβαια, κάπως έχει αλλάξει λίγο το... πώς να το πούμε τώρα; Πάει σε κάποια διαφορετική θέση. Δηλαδή υπάρχει μεν η λύρα, αλλά σε κάποια σημεία προσπαθούνε να χρησιμοποιήσουνε τη λύρα για να κάνουνε κάποια άλλα πράγματα και να πουλάνε. Δηλαδή, η λύρα άρχισε να μπαίνει και στη λαϊκή μουσική, μπαίνει και στο έντεχνο, μπαίνει και σε πολλά πράγματα, γιατί μ΄ αυτόν τον τρόπο δίνει μία άλλη –ας το πούμε έτσι– καλύτερη έμφαση και γενικά στα τραγούδια γίνεται μια άλλη ιστορία. Και μ΄ αυτόν τον τρόπο, εντάξει, πουλάνε κι αυτοί καλύτερα, τους αρέσει καλύτερα. Εντάξει, εγώ εκείνο κει βέβαια, που δεν ξέρω αν θα με ρωτήσεις, ότι στη Eurovision τότε το ’05 είχανε βάλει τη…

Κ.Χ.

Ποντιακή;

Γ.Π.

Όχι, κρητική λύρα ήτανε στο Eurovision[00:20:00] το ’05. Η κρητική λύρα ήτανε. Όχι, όχι. Ήτανε κανονική λύρα, γι’ αυτό σ΄ το… Ξέρεις γιατί σ’ το λέω; Γιατί την είχα φτιάξει εγώ τη λύρα αυτή! Ναι, αυτή η λύρα είναι φτιαγμένη από μένα.

Κ.Χ.

Μα, τι λέτε!

Γ.Π.

Βέβαια, ναι. Δηλαδή η μουσική μέσα που ακούγεται στη μουσική του… με την Παπαρίζου, η λύρα αυτή – γι’ αυτό την έχω βάλει και στο τηλέφωνο μέσα. Οντέ παίζει δηλαδή το τηλέφωνό μου, έχω βάλει αυτήν τη μουσική μέσα και παίζει. Η λύρα που ακούστηκε στην Ευρώπη… να το, εκείνο το ρεπορτάζ, εδώ είναι. Η λύρα που ακούστηκε στην Ευρώπη, γράφει ότι είναι ρεθυμνιακής καταγωγής!

Κ.Χ.

Θέλετε λίγο να μου πείτε αυτήν την ιστορία; Πώς έγινε αυτό το πράγμα;

Γ.Π.

Το παιδί που έπαιξε στη… το κομμάτι αυτό εκεί πέρα, που κι αυτουνού δεν του ’χανε πει ότι ήτανε για την Eurovision, για να μην τονε, έτσι, κομπλάρουνε και αυτά, είχε πάρει τη λύρα από δω και του ’πανε: «Έλα να μας παίξεις εδώ πέρα κάτι κομμάτια» κι αυτά και τ’ άλλα. Έμαθα εγώ, βέβαια, μετά ότι έχουνε βγάλει το κομμάτι και ότι η λύρα είναι η δική μου που παίζει μέσα κι αυτά. Ε και περίμενα να δω τ’ αποτέλεσμα. Και μετά τ’ αποτέλεσμα ήταν ότι βγήκαμε πρώτοι τότε, με την Παπαρίζου. Γι’ αυτό και καμιά φορά λέω: «Αν ανέβω στην Αθήνα και βρω την Παπαρίζου...», γιατί την έβλεπα τώρα σ’ αυτά που κάνουνε εδώ πέρα στην τηλεόραση, ήθελα τση μιλήσω να τση πω: «Δεν ήσουνα μόνο η φωνή σου, ήτανε και κάποιο άλλο γούρικο μέσα που έπαιξε και βγήκε πρώτη!». Το πρώτο τραγούδι τότε στο… το 2005 ήτανε. Τον Μάη του ’05, ναι.

Κ.Χ.

Η αλήθεια είναι ότι τότε η λύρα είχε προκαλέσει αίσθηση.

Γ.Π.

Ε, ναι. Ακουγότανε μέσα μα, σου λέω, και στο κινητό που την έχω που βγαίνει είναι… βέβαια. Αυτά με τη λύρα. Εντάξει, τώρα, όλοι οι καινούριοι, βέβαια… Εκείνο κει που με στενοχωράει είναι ότι δεν βλέπω κάτι καινούριο. Δηλαδή κάτι καινούριο καλό. Γιατί, κακά τα ψέματα, εδώ εβγάλανε κομμάτια. Δηλαδή ο Σκορδαλός, Μουντάκης, Ροδάμανθος, Σηφογιωργάκης, έχει ο καθένας κομμάτια τα οποία… είναι κομμάτια τα οποία δεν τα βλέπω να βγαίνει κάτι παρόμοιο ή κάτι καινούριο. Και οι φωνές, βέβαια, ήτανε πάρα πολύ καλές. Ο Μουντάκης, τώρα, είχε φωνή, ήτανε… Ο Μανιάς. Γιατί –είδες εδά;– ο Μανιάς έπαιζε λαούτο, δεν παίζει σημασία όμως. Ήτανε ένας από τσι πρωτεργάτες στην κρητική μουσική. Βέβαια.

Κ.Χ.

Νιώθετε ότι η κρητική μουσική έχει αρχίσει να αποκτάει, έτσι, ένα πιο έντεχνο στυλ;

Γ.Π.

Κοίταξε να δεις, το έχει ήδη αποκτήσει. Δηλαδή... πώς τον λένε τον Μάνο; Το ξεχνάω τώρα το… που κάνει έντεχνα διάφορα κι αυτός στην Αθήνα είναι, μου διαφεύγει τώρα το επίθετό του, τον ξέρεις σίγουρα τον Μάνο, τον ξέρεις τον… Αλλά κι άλλοι πολλοί, τέλος πάντων, είναι που χρησιμοποιούνε τώρα τη λύρα για να βγάλουνε αυτά τα κομμάτια. Εντάξει, εμείς έχουμε εδώ πέρα στο Ρέθυμνο, βέβαια, κάτι… κάποια παιδιά τα οποία παίζουνε πάρα πολύ καλή λύρα και είναι καλοί οργανοπαίχτες κι αυτά και τ’ άλλα, αλλά, σε γενικές γραμμές, δεν θα ’λεγα όμως ότι υπάρχει αυτό το παλιό το… που υπερέχαμε απ’ όλα τα μέρη της Κρήτης και ήμαστε πρώτοι. Αλλά, εντάξει, λέω και το άλλο, γιατί καμιά φορά με ρωτάνε: «Πώς τη βλέπεις τη ζωή;», η ζωή είναι ένας κύκλος. Όπως λέει ο Ερωτόκριτος μέσα, ότι: «Του κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν, και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στη γη γιαγέρνουν», το ίδιο είναι κι η ζωή. Κάποια στιγμή... δεν γίνεται να είσαι συνέχεια στο υψηλότερο σημείο. Θα φτάσεις, θα υπάρχουνε κάποια πράγματα τα οποία μπορεί να σε κατεβάσουνε χαμηλά και κάποια στιγμή πάλι θα υπάρξουν κάποιοι άλλοι που πιστεύω ότι θα ανεβούν απάνω. Κάπως έτσι είναι η όλη ιστορία της ζωής, οπότε, εντάξει, δεν γίνεται να ’σαι και συνέχεια στη κορφή. Κάπως έτσι το βλέπω εγώ.

Κ.Χ.

Νιώθετε ότι εδώ, στο Ρέθυμνο, οι νέοι έχουν απομακρυνθεί από την παράδοση ή ότι δεν δίνουν όλο τους το είναι στην παράδοση;

Γ.Π.

Εντάξει, όχι, δεν μπορώ να πω ότι έχουνε απομακρυνθεί. Υπάρχει… τα παιδιά ενδιαφέρονται κι αυτά και τ’ άλλα, απλώς υπάρχει μία κάπως… Εντάξει, είναι λίγα κείνα που τους ενδιαφέρει, κείνο το παλιό το γνήσιο δηλαδή, κατάλαβες; Έτσι το βλέπω εγώ, τώρα δεν ξέρω.

Κ.Χ.

Θέλετε να μου το εξηγήσετε αυτό το παλιό το γνήσιο; Για όσους…

Γ.Π.

Ε ναι, το παλιό το γνήσιο δηλαδή είναι όπως είναι τα κομμάτια που παίζει τώρα ο Σκορδαλός ή κάποια κομμάτια που παίζει ο Μουντάκης ή ο Σηφογιωργάκης. Δηλαδή ούτε πολλά μπιχλιμπίδια μέσα και ένα πράγμα το οποίο το ακούς και ευχαριστιέσαι κρητική μουσική, κατάλαβες; Κάπως έτσι, ας πούμε, το καταλαβαίνω[00:25:00] εγώ. Βέβαια.

Κ.Χ.

Εσείς ξέρετε να παίζετε λύρα;

Γ.Π.

Εντάξει, εγώ, κοίτα… Θα σου πω τώρα κάτι άλλο, γιατί –να, είδες;– το ’να φέρνει τ’ άλλο. Η κατασκευή χρειάζεται να ξέρεις να παίζεις. Όχι ότι εγώ είμαι επαγγελματίας και ξέρω να παίζω, αλλά τουλάχιστον ξέρω να την κουρδίσω και να βαθμολογήσω τον εαυτό μου, τι έχω κάνει. Και αυτό ίσως να είναι κι η αφορμή που έχω φτάσει εκεί που έχω φτάσει, καλά-κακά. Δηλαδή, άμα ξέρεις να το δοκιμάσεις το όργανο και να το βαθμολογήσεις, μπορείς μετά, στην επόμενη φάση, στην άλλη λύρα και στηn παρακάτω και στην παρακάτω, να κάνεις κάτι που να διορθώσεις κάτι που δεν σου άρεσε στη προηγούμενη. Και είναι βασικό αυτό, το να ξέρεις να παίζεις. Είναι, δηλαδή, ένα σπουδαίο σημείο. Βέβαια.

Κ.Χ.

Πόσο καιρό σας πήρε για να νιώσετε ότι: «Τώρα έχω φτάσει στο σωστό σημείο. Τώρα η λύρα μου είναι καλή»;

Γ.Π.

Λοιπόν, θα σου εξηγήσω και θα σου πω κάτι. Ποτέ δεν θα φτάσω εκεί που λες! Πάντα υπάρχει το καλύτερο και το τέλειο. Το τέλειο δεν το φτάνουμε ποτέ, αλλά, εντάξει, φτάνουμε σε ένα καλό σημείο. Εντάξει; Γηράσκω αεί διδασκόμενος. Πάντα υπάρχει το καλύτερο, πάντα βρίσκεις και κάτι καινούριο και πάντα από ένα λάθος μπορεί να βγει και κάτι καλύτερο.

Κ.Χ.

Μετά τη λύρα, βλέπω, αρχίσατε να φτιάχνετε λαούτα, μαντολίνα.

Γ.Π.

Ε, εντάξει, αυτά… Εμείς ασχολούμαστε πιο πολύ με τη λύρα, βέβαια, και επισκευάζουμε και επιδιορθώνουμε, βέβαια, όλα τα όργανα. Εντάξει, έχω φτιάξει και μπαγλαμάδες και μαντολίνα και, εντάξει, λαούτο δεν έχω ξεκινήσει να φτιάζω, αλλά δεν θα ’θελα και να ξεκινήσω πολλά πράγματα. Δηλαδή θέλω να ασχολούμαι με ένα πράγμα και να είμαι καλός σ΄ αυτό που φτιάχνω. Γιατί, άμα τα μπερδέψεις και ασχολείσαι με πολλά πράγματα, νομίζω ότι δεν αφιερώνεσαι τόσο όσο όταν ασχολείσαι με ένα πράγμα.

Κ.Χ.

Τα παιδιά σας τον δρόμο σας τον ακολούθησαν;

Γ.Π.

Ε, ναι, και οι δύο ασχολούνται. Και ο Νίκος και ο Γιώργης ασχολούνται μ’ αυτά. Εντάξει, αλλά από κει και πέρα ο δρόμος είναι μεγάλος. Χρειάζεται κόπος και αφιέρωση για να μπορείς να κάνεις κάτι πολύ καλό. Βέβαια.

Κ.Χ.

Σας ήτανε εύκολο ή δύσκολο να τα εντάξετε σ’ αυτό το επάγγελμα; Επειδή, συνήθως, τα παιδιά τείνουν…

Γ.Π.

Εντάξει, κοίταξε να σου πω τώρα κάτι. Οπωσδήποτε, εντάξει, αυτό τώρα είναι ένα θέμα, το οποίο... πώς να το πω; Εγώ όταν, τέλος πάντων, ξεκίνησα και έφτιαχνα και όταν αυτοί ήτανε σε μία τέτοια ηλικία που θα ’πρεπε να πάνε, ξέρω γω, π.χ. να σπουδάσουνε στην Αθήνα ή ακόμα και στη Σκωτία, που είναι η μάνα τους από κει, τους είπα: «Διαλέχτε τι θέλετε. Θέλετε να πάτε όξω; Εγώ θα σας εβοηθήσω, εγώ θα σας εστέλνω ό,τι χρειάζεται ή αν θες να κάτσεις εδώ πέρα να κάνεις μια άλλη δουλειά». Αλλά και οι δυο τότε δεν θέλανε να φύγουνε. Θέλανε να κάτσουνε εδώ να κάνουν αυτήν τη δουλειά. Οπότε τι να κάνω εγώ; Δεν μπορούσα να πω τίποτα και από κει και μετά ασχολούνται πλέον μ’ αυτήν τη δουλειά.

Κ.Χ.

Ο πατέρας σας εσάς, όταν του είπατε ότι θα παρατήσετε τη δουλειά σας και θα ασχοληθείτε με τη λύρα, τι σας είπε; 

Γ.Π.

Ναι, κοίταξε να σου πω τώρα κάτι, γιατί εδώ υπάρχει ένα άλλο μικρό DNA. Τι είναι το DNA αυτό; Ότι εγώ όταν ήμουνα μικρό παιδί, 7-8 χρονών, ο πατέρας μου είχε φτιάξει κάποιες λύρες κι εγώ θυμάμαι και μια λύρα που την παίζαμε μαζί με τον αδελφό μου. Δηλαδή την παίζαμε, όχι ότι παίζαμε, απλώς τη συνοριζόμαστε που λέμε, ξέρεις, ποιος θα την πάρει κι αυτά. Και είχε μια κεφαλή αλόγου και ήτανε, έτσι, ένα λυράκι που την είχε φτιάξει από δάφνη. Και τελικά, αυτήν τη λύρα -δεν ξέρω- κάπου την πετάξαμε, κάπου εξαφανίστηκε, αλλά είχε φτιάξει και κάνα δυο αρτηκόλυρες, δηλαδή η λύρα που φτιάχνεται από αρτήκους. Δηλαδή ο άρτηκας είναι –πώς να σου πω τώρα;– αυτό το ξύλο που είναι πολύ μαλακό, αλλά μπορεί να το φτιάξεις, να κάμεις ένα λυράκι να παίζεις, γιατί δουλεύεται εύκολα. Κι είχε φτιάξει και κάποιες άλλες λύρες, που κάποια λύρα την είχε δώσει σε έναν, Φυσάκης λεγόταν αυτός, ο οποίος ήταν λυρατζής κανονικός, δηλαδή έπαιζε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς τότε, γιατί πηγαίναν και παίζανε, δεν ήτανε… Για να πας να ακούσεις δηλαδή από ράδιο λύρα, επήγαινε ένα συγκρότημα, τους έβαζε το μικρόφωνο μπροστά, τραγουδούσανε, παίζανε και το αναμετάδιδε, ξέρω γω, απ’ τα Χανιά ή κάποιος σταθμός στην Αθήνα, που ήτανε[00:30:00] το ΕΡΤ τότε ας πούμε, ξέρω γω, και... Γιατί μου το ’χε πει ο πατέρας μου και μου το ’χε πει και ο άνθρωπος, που, τέλος πάντων, έπαιζε λύρα, ότι του ’χε φτιάξει κάποια λύρα. Οπότε, όταν του είπα ότι θέλω το ξύλο κι αυτά, δεν μου ’πε τίποτα. Μου λέει: «Πήγαινε βρες το ξύλο». Ίσως να μου είχε εμπιστοσύνη ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι και να προχωρήσω, όπως προχώρησα.

Κ.Χ.

Τον πρώτο καιρό που ξεκινήσατε, εδώ στο Ρέθυμνο υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που έφτιαχναν όργανα;

Γ.Π.

Όχι, όχι. Τότε δεν ήτανε. Όχι. ‘Κείνη την εποχή με τη λύρα δεν θα ’λεγα ότι ήτανε… όχι.

Κ.Χ.

Θα σας πάω πάλι, όμως, πίσω και θα σας ρωτήσω, πόσες πόρτες χτυπήσατε ζητώντας να σας μάθουν;

Γ.Π.

Εντάξει, να σου πω κάτι, τότε αυτοί που φτιάχναμε ήτανε λίγοι και ξέραμε ότι δεν λένε, για να το πω έτσι καθαρά. Δηλαδή, τι να πα’ του πεις; Αφού ήξερες ότι δεν σου λέει, δεν πήγαινες καθόλου. Κατάλαβες; Ξεκίνησα εντελώς έτσι… Δεν ξέρω. Κοίταξε να δεις, κάθε πράγμα είναι… δημιουργείται μες στο μυαλό σου. Εγώ μάγειρας δεν είμαι. Αυτήν τη στιγμή μπορώ να κάτσω να σου ψήσω φαγητά που να φας και να τρελαθείς, λέμε, και τα φτιάχνω κιόλας. Το ίδιο πράγμα ήταν και με τη λύρα, ίσως. Δηλαδή, είχα μέσα μου μία σκέψη. Και θα πω και κάτι άλλο, όμως, τώρα. Έπαιξε μεγάλη σημασία όταν πήγαινα στο γυμνάσιο, οι καθηγητές που μου κάνανε μάθημα και ειδικά ο καθηγητής που μου ’κανε Φυσική, γιατί θυμάμαι που κάναμε μαθήματα με τη ροπή στρέψης, με το πώς θα φτιαχτεί ένα πράγμα να μπορεί να κρατήσει να ’χει αντοχές, πώς μπορεί να γίνει ένα πράγμα πιο, έτσι, καλύτερο, για να βγάλει περισσότερο ήχο. Δηλαδή από τη Φυσική απ’ το σκολειό, από τη πέμπτη και έκτη τάξη γυμνασίου που ’χα πάει, επήρα κάποια πράγματα σχετικά με το σκάφος και το καπάκι της λύρας, τα οποία αυτά τα έβαλα στην πράξη από τη θεωρία, για να μπορέσω να κάνω ένα καπάκι, ας το πούμε, να μη βουλιάζει εύκολα, να κρατάει περισσότερο. Δηλαδή είχα μέσα μου κάποια πράγματα που με βοηθήσανε απ’ το σχολειό.

Κ.Χ.

Εσείς, πέρα απ’ τα παιδιά σας, έχετε διδάξει κάποιον άλλον;

Γ.Π.

Λοιπόν, ναι αμέ. Είδες; Το ένα, σου είπα, φέρνει τ’ άλλο. Είχανε κάνει κάποια προγράμματα πριν δεκαπέντε-είκοσι χρόνια, πρέπει να ’ναι. Είχανε κάνει κάτι προγράμματα και είχα μαζέψει καμιά… Μαζέψει. Ήτανε κρατικό το πρόγραμμα και πρέπει να ’τανε 15-20 μαθητές που είχαμε κόψει τα ξύλα, είχαμε βρει εργαλεία και καθένας έφτιαξε τη δική του τη λύρα. Τους έλεγα τι θα κάνουνε, βάλαμε χορδές, παίξαμε και όλα αυτά. Ναι, βέβαια.

Κ.Χ.

Και πώς νιώσατε τότε;

Γ.Π.

Μια χαρά. Πολύ ωραία. Και τα παιδιά, βέβαια, νιώσανε πάρα πολύ ωραία, ευχαριστηθήκανε. Ήτανε ένα πρόγραμμα το οποίο υπήρχε τότε ένα συγκεκριμένο γραφείο, αλλά νομίζω τώρα το ’χουνε καταργήσει. Δεν ξέρω αν υπάρχει. Και είχε μαζέψει τα παιδιά και έγινε αυτή η ιστορία.

Κ.Χ.

Πιστεύετε, λοιπόν, ότι τη γνώση πρέπει να τη μοιραζόμαστε με τους άλλους, όχι να την κρατάμε.

Γ.Π.

Κοίταξε να σου πω κάτι, είναι κάτι που… δηλαδή μόνο η κακία που θα σ’ απομείνει. Δηλαδή, πως θα πεις και στον άλλο κάτι, που μπορεί και να ‘ναι κάτι που να του αρέσει και να το θέλει και γιατί να μην το κάνει κι αυτός; Δηλαδή, το βλέπω λίγο – δεν ξέρω πώς να το πω. Από τη στιγμή που υπάρχει κι ένας άλλος άνθρωπος και θέλει... Αν έρθει ένα παιδί δηλαδή τώρα εδώ πέρα και μου πει: «Θείε, θέλω να μου δείξεις αυτό το πράγμα» και δεν του το πω και αν δεν προχωρήσει, μέσα του θα το ’χει μια ζωή ότι «Επήα στον τάδε και μου φέρθηκε με αυτόν τον τρόπο». Αν πάλι το μάθει, θα ‘ναι και για μένα καλό, για θα λέει: «Βρήκα τον τάδε και έμαθα δυο πράγματα, ο Θεός να του συγχωρέσει». Κάπως έτσι το βλέπω εγώ. Τώρα, από κει και πέρα...

Κ.Χ.

Τα παιδιά που είχατε διδάξει τότε έχετε διατηρήσει με κάποιον σχέσεις;

Γ.Π.

Είναι κάποιες κοπελιές. Γιατί ήτανε και αγόρια και κορίτσια. Βλέπω κάποια παιδιά τώρα κι αυτά, ναι. Βέβαια.

Κ.Χ.

Και έχουν ασχοληθεί ή…;

Γ.Π.

Ε όχι, δεν νομίζω. Δεν ξέρω αν ασχολήθηκε κανένας, θα σε γελάσω, αλλά δεν το πιστεύω να… Ήτανε κάτι κοπέλες και τους ενδιέφερε, μου φέρανε επαέ τσι λύρες τους και των τσι ξανάφτιαξα κι έβαλα χορδές και τέτοια πράγματα, αλλά δεν ξέρω αν ασχολήθηκε κανείς από αυτούς. Ήτανε πολλά παιδιά, ήταν δεκαπέντε-είκοσι παιδιά ήτανε σίγουρα[00:35:00]. Βέβαια.

Κ.Χ.

Η οργανοποιία εδώ στο Ρέθυμνο πώς πάει; Γιατί μου φαίνεται ότι πέρα από το δικό σας μαγαζί ίσως να μην έχω δει και κανένα άλλο, σ’ αυτό το στιλ. Λέω, εδώ στο Ρέθυμνο η οργανοποιία. Έχουμε άλλους οργανοποιούς γενικά;

Γ.Π.

Κοίταξε να σου πω, έχουμε οργανοποιούς και είναι και κάποια παιδιά τώρα που ασχολούνται με… φτιάχνουνε λαούτα. Φτιάχνουνε λαούτα και έχουμε κάμποσους καλούς τεχνίτες. Και με τις λύρες είναι δυο τρεις και φτιάχνουνε. Βέβαια, τώρα, όπως όλα τα πράγματα έχουνε πάρει μία, ας το πούμε, πιο μοντέρνα και πιο, όπως είπαμε με τα τραγούδια, υπάρχει κι εδώ μία έτσι... πώς να το πω; Δηλαδή το χέρι σιγά σιγά, αρχινάει και γίνεται λιγότερο και τα μηχανήματα περισσότερα. Υπάρχουνε τώρα μηχανήματα που, εντάξει, μπορείς να βάλεις το ξύλο και να σου βγάλει τη λύρα σχεδόν τελειωμένη. Υπάρχουνε λύρες που έρχονται κατευθείαν από την Κίνα, που μπορείς να τις παραγγείλει κάποιος επαγγελματίας ή κάποιος, τέλος πάντων, έμπορας και να πει στη Κίνα: «Εγώ θέλω να μου φτιάξεις, ξέρω γω, πεντακόσιες-χίλιες λύρες» και να του τις φτιάξει να του τις στείλει. Δηλαδή έχουν αλλάξει λίγο τα δεδομένα, κατάλαβες; Εκείνο κει το 100% το παραδοσιακό και το χειροποίητο αρχινάει και ξεφεύγει απ’ τα χέρια μας. Εγώ, για την ώρα, το κρατάω όπως είναι. Τώρα, από κει και πέρα, τι να πω; Δεν μπορώ να πω τίποτα. Η ευκολία είναι ευκολία. Κατάλαβες;

Κ.Χ.

Μου κάνει εντύπωση, γιατί πρώτη φορά ακούω κάτι τέτοιο. Ειδικά για το εμπόριο της λύρας.

Γ.Π.

Ε, κι όμως, γίνεται. Εντάξει, υπάρχουν τώρα άλλα μέσα, υπάρχουνε μηχανήματα, υπάρχουνε τέτοια πράγματα που σε διευκολύνουνε πολύ, εντάξει. Εγώ θυμάμαι οντέ ν’ εξεκίνησα – και ακόμα δηλαδή έτσι γίνεται, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Ανέ βάλω ένα, αντί για σκαρπέλο, ένα σβουράκι και το φάω λίγο μέσα το ξύλο, δεν είναι αυτό… Υπάρχουνε δουλειές που σ΄ το βγάζει… το βάζεις, πατάς τον διακόπτη και σ΄ το βγάζει ούλο το σκάφος τελειωμένο, ούλο το καπάκι. Δηλαδή άλλα πράματα. Τώρα δεν ξέρω κατά πόσο... εντάξει. Είπαμε είναι πλέον η… πώς προχωράει η ζωή και η όλη κατάσταση. Το εύκολο πράγμα, να μη κάθεσαι να σκοτώνεσαι. Ξέρω γω; Τι να πω τώρα; Όλα μετράνε. Έτσι.

Κ.Χ.

Θα σας ρωτήσω κάτι άλλο. Θέλω να μου πείτε, ποιο είναι αυτό το γλέντι που έχετε πάει και το έχετε απολαύσει περισσότερο απ’ όλα. Που πήγατε και είπατε ότι «Αυτός, παίζει εξαιρετική λύρα και απόψε…».

Γ.Π.

Λοιπόν, άκου να σου πω τώρα κάτι. Όταν ήμουνα στην Αθήνα, πήγαινα σε πολλές ταβέρνες τότε, γιατί ήτανε πολλά τα κρητικά στέκια. Και θυμάμαι που έπαιζε ο Καλομοίρης, ας πούμε. Είδες; Τον Καλομοίρη δεν τον είπα καθόλου. Έπαιζε ο Καλομοίρης με τον Μανιά σε μία ταβέρνα. Ο Μανιάς, βέβαια, στη φωνή ήτανε καταπληκτική φωνή, τ’ αηδόνι της Κρήτης. Και θυμάμαι ότι ήτανε ένα τρομερό γλέντι. Θυμάμαι ένα άλλο γλέντι πάλι, τον Μαρκογιάννη, τον μπάρμπα-Γιάννη, με τον Σηφογιωργάκη στην Καλλιθέα στην Αθήνα, στην Αγία Ελεούσα, με τρομερό κόσμο, με τρομερή –πώς να το πω τώρα;– χαρά μέσα, σηκωνότανε, όλη η πίστα γινότανε ένα πράμα. Γλέντα, δηλαδή, τα οποία δεν ξέρω αν θα ξαναϋπάρξει περίπτωση να ξαναγίνουνε τέτοια πράγματα, όπως τον καιρό εκείνο, κατάλαβες; Βέβαια.

Κ.Χ.

Τι γινότανε μες στο μαγαζί τότε;

Γ.Π.

Χαμός. Εκεί σηκωνότανε όλο το μαγαζί απάνω και -τι να σου πω τώρα;- γινότανε ένα… ένα μεγάλο γλέντι, μεγάλο ξεφάντωμα, τρομερά πράματα. Βέβαια. Μιλάμε τώρα για την εποχή του ’70… ε, εκεί ’78. Όχι, ψέματα, ’70-’71-’72, κάπου εκεί.

Κ.Χ.

Και ο Νίκος Ξυλούρης επάνω πώς ήτανε;

Γ.Π.

Μπράβο, ναι. Και τότε, βέβαια, αυτός, ο οποίος πιο πολύ τραγουδούσε στις μπουάτ τότε, με τον Μαρκόπουλο, βέβαια, πρωτοξεκίνησε, μετά εκεί στη Πλάκα στη μπουάτ, μετά σε κάποιες άλλες μπουάτ. Πήγα. Είχα πάει και τον είχα δει σε διάφορα άλλα σημεία. Εντάξει, αυτός, βέβαια, ήτανε πάλι... η φωνάρα. Τέτοια φωνή πού να ξαναβγεί;

Κ.Χ.

Οι αντιδράσεις του κόσμου[00:40:00], όταν ξεκινούσε ο Ξυλούρης να τραγουδάει, ποιες ήτανε;

Γ.Π.

Χαμός έγινε από κάτω. Τρομερή… φωνές, χειροκροτήματα, πράματα. Βέβαια. Βέβαια. Ήτανε το κάτι άλλο, ήτανε η φωνή του Ξυλούρη... την ακούς ακόμα και τρελαίνεσαι.

Κ.Χ.

Να σας ρωτήσω κάτι άλλο τώρα που μου είπατε λίγο τις χρονολογίες; Εσείς ήσασταν Αθήνα τον καιρό της Χούντας.

Γ.Π.

Ναι, ήμουνα το ’70… Ναι, από το ’67, εγώ έφυγα στην Αθήνα το ’68.

Κ.Χ.

Θέλετε να μου δώσετε λίγο το κλίμα της εποχής εκείνης; Γιατί δεν μπορώ να αντιληφθώ τι μπορεί να συνέβαινε.

Γ.Π.

Λοιπόν, κοίταξε να σου πω τώρα κάτι, εκείνη την εποχή ήτανε η εποχή που τα πράγματα είχανε περιοριστεί. Βέβαια, εκεί υπήρχανε και καλά, υπήρχανε και κακά. Δηλαδή, είδες τι σου ’πα τώρα; Ότι τώρα για να πας στην Αθήνα, φοβάσαι να περπατήσεις, γιατί υπάρχουνε χιλιάδες ξένοι και μαχαιροβγάλτες –για να το πούμε έτσι– και αυτά. Εντάξει, εκεί τότε, βέβαια, ήτανε περιορισμένα τα πρώτα χρόνια τα μέτρα, αλλά δεν υπήρχε ο φόβος ότι θα βρεθεί ο διπλανός να σε σκοτώσει, γιατί ήτανε… φοβότανε, ας το πούμε έτσι. Βέβαια, στα κέντρα κι αυτά και τ’ άλλα υπήρχε μία... πώς να το πούμε τώρα; Δηλαδή και τα τραγούδια που τραγούδαγες, τα τραγούδια που έλεγες, ήτανε όλα σε λογοκρισία. Και δίσκο να βγάλεις, έπρεπε να ελεγχθεί πρώτα και μετά να πας να το βγάλεις, γιατί δεν αφήνανε ορισμένα πράγματα που αυτοί δεν θέλανε να γίνονται, κατάλαβες; Και να ακουστούνε.

Κ.Χ.

Η εικόνα της πόλης πώς ήτανε; Δηλαδή, αν έβγαινες το πρωί να πας τη βόλτα σου, τι κατάσταση επικρατούσε;

Γ.Π.

Τι να σου πω τώρα; Πάνω σ’ αυτό… Εγώ, βέβαια, τότε δούλευα το πρωί στον Ο.Τ.Ε. και πήγαινα πρωινός κάθε μέρα και σχόλαζα κατά τις 3.00. Γενικά, κοίταξε να δεις, ήτανε μία εποχή που κάνανε κουμάντο οι στρατιωτικοί –για να το πούμε έτσι– και ο κόσμος ήτανε μαζεμένος. Δεν μπορούσες ούτε να μιλήσεις, ούτε να ξανοιχτείς, ούτε τίποτα, γιατί φοβόσουνα.

Κ.Χ.

Υπήρχανε στιγμές που νιώσατε ότι φοβάστε;

Γ.Π.

Όχι, εγώ προσωπικά δεν θα ’λεγα ότι ένιωσα κάτι τέτοιο. Εντάξει, κοίταξε να σου πω κάτι τώρα, υπάρχουνε λογιώ-λογιώ ανθρώποι. Άμα είσαι, εντάξει, από το σπίτι σου μαθημένος με κάποια συγκεκριμένα δεδομένα, εντάξει, δεν θα έλεγα ότι κάποια στιγμή φοβήθηκα ότι… γιατί δεν υπήρχε λόγος. Υπάρχουνε, όμως, κι άλλοι ανθρώποι που εντάξει... καθένας με τον τρόπο που ζει, με τον τρόπο που αισθάνεται δημιουργούνται και τα άλλα πράγματα. Δηλαδή... έτσι.

Κ.Χ.

Είχατε τότε απαγόρευση κυκλοφορίας; Τι σας έλεγαν, ας πούμε; Τι έπρεπε να κάνει ένας πολίτης για να είναι σωστός εκείνη την εποχή;

Γ.Π.

Να μην μιλάει, να κάνει τον μπουνταλά. Έτσι.

Κ.Χ.

Κι όταν έπεσε η Χούντα, ήσασταν ακόμη επάνω ή ήσασταν εδώ;

Γ.Π.

Ε κάτσε, γιατί τώρα… Ναι, όχι απάνω ήμουνα, γιατί το ’74 εγώ πήγα στην επιστράτευση, στο Κωσταρά τση Καστοριάς επήα, αλλά γύρισα αμέσως πίσω, δεν έκατσα καθόλου εκεί πέρα. Βέβαια.

Κ.Χ.

Και τι έγινε απάνω;

Γ.Π.

Ε, χαμός εγινότανε. Δεν ήτανε… Ήτανε τα πράγματα λίγο περίεργα δηλαδή. Δεν υπήρχε συντονισμός και… Αλλά θυμάμαι, το Πολυτεχνείο όμως το θυμάμαι πολύ καλά, γιατί ήμουνα στην καρδιά της Αθήνας.

Κ.Χ.

Ε, μα πείτε μου!

Γ.Π.

Ναι, ναι! Τότε ήτανε… Θυμάμαι δηλαδή όλη την Πατησίων σε μια… Ε, είχε γίνει μία έρημος ήτανε η Πατησίων. Αυτοκίνητα κλαταρισμένα, γυρισμένα. Τα τρόλεϊ… Δέντρα σπασμένα… Μαγαζιά διαλυμένα… Εκείνο κει το βράδυ και το ξημέρωμα μετά ήτανε… Βέβαια.

Κ.Χ.

Πώς ήτανε;

Γ.Π.

Ε, ήτανε μια πόλη πυρπολημένη. Δηλαδή μέχρι να ξανάρθει πάλι στην αρχική της κατάσταση… Βέβαια.

Κ.Χ.

Και αφότου έπεσε η Χούντα, μετά τι βήματα έγιναν, ας πούμε, από τους πολίτες; Εσείς την επόμενη μέρα πώς νιώθατε;

Γ.Π.

Υπήρχε μια άλλη, ρε παιδί μου… Ένας άλλος αέρας κυκλοφόρησε μετά, οπωσδήποτε. Αρχίσανε τα πράγματα και αλλάζανε[00:45:00], βέβαια.

Κ.Χ.

Θυμάστε κάτι άλλο απ’ την εποχή εκείνη;

Γ.Π.

Όχι κάτι συγκεκριμένο. Δεν σου λέω, το μόνο πράγμα που είναι ακόμη στο μυαλό μου μέσα είναι που κατέβηκα να πιάσω δουλειά και είδα τον δρόμο έτσι εκεί πέρα πάνω, τα μαγαζιά σπασμένα, τα τρόλεϊ κλαταρισμένα, γυρισμένα. Αυτό δηλαδή, δεν… Θα μου μείνει, μέχρι να πεθάνω θα το θυμάμαι. Είναι κάτι που έμεινε εκείνο το πρωί μέσα μου. Βέβαια.

Κ.Χ.

Κύριε Γιώργη, πριν να κλείσουμε, θέλετε να μου πείτε κάτι άλλο; Κάποιες σκέψεις σας, ίσως;

Γ.Π.

Α, κάτσε. Κάτι άλλο που δεν είπαμε είναι–

Κ.Χ.

Πείτε μου–

Γ.Π.

–Η λύρα αυτή εκεί πέρα… Αυτό εκεί πέρα που βλέπεις η θήκη είναι η μεγάλη η λύρα, γιγαντόλυρα την έχομε βαπτισμένη αυτήν.

Κ.Χ.

Δεν το είχα δει καθόλου!

Γ.Π.

Ναι, αυτή η λύρα είναι μία λύρα 1,20 στο ύψος.

Κ.Χ.

Ναι.

Γ.Π.

Έχει φτιαχτεί πριν πέντε-έξι χρόνια. Ανεβήκαμε και παίξαμε με τη λύρα αυτή στο Σταύρος Νιάρχος, που παρουσιάσανε κάποια κομμάτια κάποιος φίλος, Τζιφάκης Χρήστος λέγεται αυτός που είχε κάνει την όλη ενορχήστρωση, τέλος πάντων, και μουσική. Έπαιξε κιθάρα, έπαιξε μαντολίνο, έπαιξε αυτή η λύρα εδώ πέρα. Και ήτανε να ξαναπαίξει και πέρσι στο Μέγαρο Μουσικής, αλλά με το να γίνει αυτή η ιστορία με τον κορονοϊό κι αυτά, το ματαιώσανε. Ε, δεν ξέρω τώρα πότε μπορεί να τη ξαναχρειαστεί πάλι. Ε, τη θέλανε και κάποιοι άλλοι να τη πάρουνε, αλλά επειδή είναι το πρώτο μου όργανο και, δεν ξέρω, ίσως πρέπει να φτιάξω ένα δεύτερο για να το δώσω. Για την ώρα, δεν θέλω να τηνε δώσω. Είναι ένα πολύ… μια πολύ ωραία λύρα, μεγάλη, και παίζει και πάρα πολύ ωραία.

Κ.Χ.

Πόσο καιρό σας πήρε;

Γ.Π.

Ε, αυτή ήθελε κάμποσους μήνες, γιατί δε τη δούλευα μπαμ-μπαμ και… διέθετα έτσι. Αλλά, είναι και πολύ δύσκολη, γιατί είναι πολύ μεγάλη και θέλει λεπτομέρεια, πολύ έτσι να προσέξεις το κάθε πράμα.

Κ.Χ.

Και ο ήχος που βγάζει τώρα αυτή η λύρα πώς είναι;

Γ.Π.

Ε, είναι πιο έτσι μπάσος. Είναι πιο... πώς να το πούμε τώρα; Ναι, πιο μπάσος. Για να το πούμε στη μουσική, είναι πιο μπάσος. Δηλαδή ακούγεται έτσι πιο… Αλλά έχει ωραίο ήχο. Δηλαδή, άμα μπει με άλλα όργανα, δημιουργεί έτσι ένα περίεργο… Μια πολύ ωραία μουσική. Το μόνο, βέβαια, είναι ότι αυτός που θα την παίζει πρέπει να ξέρει να παίξει, γιατί οι αποστάσεις είναι εκεί πέρα πολύ μεγαλύτερες από μία λύρα κανονική. Είναι πολύ πιο μεγάλες οι αποστάσεις. Γιατί η απόσταση είναι τριπλάσια από την κανονική λύρα. Βέβαια.

Κ.Χ.

Πώς είπατε το όνομα του κυρίου που την έπαιξε στο Σταύρος Νιάρχος;

Γ.Π.

Ναι, κάτσε, αυτός είναι ο Γιώργης ο... Και είδες; Με αυτόν μιλήσαμε… χθες ήθελα τονε πάρω να δω… για να τον ρωτήσω τι κάνει. Το επίθετο μου διαφεύγει αυτήν τη στιγμή. Απ’ το Ηράκλειο ειν’ το παιδί, αλλά αυτός είναι ένας πολύ καλός βιολαντσελίστας και γι’ αυτό τον προτιμήσαμε τότε για να παίξει τη λύρα αυτή.

Κ.Χ.

Επομένως, γνώριζε από πριν ήδη την τεχνική–

Γ.Π.

Μα του την είχα στείλει στην Αθήνα και έκατσε και ασχολήθηκε δυο τρεις μήνες πιο μπροστά. Ε, βέβαια. Και κάνανε δοκιμές για τα κομμάτια, όλα αυτά. Δεν μπορούσε, δηλαδή, να τη πιάσει και… επιτόπου, ναι.

Κ.Χ.

Και το δοξάρι της, ας πούμε, είναι όσο ένα κανονικό δοξάρι;

Γ.Π.

Εντάξει, είναι… όχι, το δοξάρι της είναι κανονικό. Μα και του βιολαντσέλου δεν αλλάζει, παρόλο που είναι το όργανο μεγάλο. Είναι όπως του βιολιού, απλώς είναι με περισσότερες τρίχες απάνω, ναι.

Κ.Χ.

Μα, ξέρετε τι δεν σας ρώτησα; Εσείς φτιάχνετε και το δοξάρι της λύρας–

Γ.Π.

Ναι–

Κ.Χ.

Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο είδος τρίχας που προτιμάτε εσείς;

Γ.Π.

Λοιπόν, άκου να σου πω κάτι τώρα. Ένα καλό δοξάρι φτιάχνεται από τρίχες αλόγου, δηλαδή απ’ την ουρά. Και υπάρχει η μαύρη τρίχα που είναι λίγο πιο σκληρή και υπάρχει και η μαύρη που είναι λίγο πιο μαλακή. Εντάξει; Δηλαδή, να, το δοξάρι τώρα ετούτονε είναι απ’ το δοξάρι με τα γερακοκούδουνα. Λοιπόν, να το. Που παίζεις και χτυπάν τα κουδούνια, βλέπεις; Και είναι με μαύρη τρίχα.

Κ.Χ.

Είναι αλόγου κι αυτή τώρα;

Γ.Π.

Ναι, ναι, αλόγου είναι. Αλογότριχα είναι, ναι. Αλλά είναι μαύρη, ενώ υπάρχει και η άσπρη, όπως είναι στο δοξαράκι το μικρό, ας πούμε, εντάξει. Του άσπρου είναι πιο μαλακή, δηλαδή παίζει πιο γλυκά, ενώ του μαύρου είναι λίγο πιο σκληρή η τρίχα και γι’ αυτό παίζει έτσι λίγο διαφορετικά το όργανο. Έχει μια διαφορά δηλαδή στον ήχο. Όχι βέβαια μεγάλη, αλλά τέλος πάντων υπάρχει.

Κ.Χ.

Επομένως τα δοξάρια φτιάχνονται μόνο από τρίχα αλόγου;

Γ.Π.

Τα καλά δοξάρια όλα, ναι. Υπάρχει δοξάρι που παίζουνε τα βιολιά και αυτά, που είναι πανάκριβο. Αλλά, βέβαια, αυτά είναι ειδικά δοξάρια, γιατί βάζουνε μέσα υδράργυρο για να παίζει όμορφα επάνω στη χορδή κι αυτά και τ’ άλλα, ναι. Αλλά, συνήθως, εμάς τα δοξάρια τα δικά μας... Υπάρχει και δοξάρι, βέβαια, από πλαστική τρίχα και παίζει κι αυτό, αλλά δεν είναι το δοξάρι το οποίο[00:50:00] θα ’λεγα ότι είναι, ας πούμε, καλό. Ε, το δοξάρι θέλει ζωική τρίχα. Ζωική τρίχα. Και είναι και αυτό… Άμα το πιάσει ο κοτσίπηδας, όπως πιάνει τα μάλλινα ρούχα, το κόβει στην άκρη τικ-τικ-τικ και μετά βλέπεις ότι όλες οι τρίχες έχουνε διαλύσει και πρέπει μετά να αλλάξεις τις τρίχες. Βέβαια.

Κ.Χ.

Και αυτές εκεί οι πίσω που έχετε είναι για να γίνουν;

Γ.Π.

Όχι, αυτές είναι από παλιά δοξάρια και τις κρατάω καμιά φορά, γιατί στα μικρά κάνουνε, εκατάλαβες; Στο μεγάλο δεν κάνει. Βέβαια. Αλλά για τα μικρά τις βάζομε αυτές εκεί πέρα, αντί για να βάζω καινούριες από κανονικό δοξάρι, είναι μια χαρά αυτές. Να το. Αυτό τώρα εδώ, να το. Είναι έτοιμο. Κόβεις από κει πέρα, το καρφώνεις από τη μια μεριά, το βάζεις από την άλλη και αυτό πρέπει να ’ναι κι ελιά. Ναι, ναι, ελιά. Πάρα πολύ ωραίο ξύλο είναι αυτό, τρομερό. Κοίτα εδώ κάτι νερά που τα ’χει. Πω, πω, πω.

Κ.Χ.

Ναι, είναι όντως.

Γ.Π.

Βέβαια.

Κ.Χ.

Πανέμορφο.

Γ.Π.

Αυτό εδώ πέρα είναι καρυδιά και το καπάκι είναι κατράνι, όπως και στις μεγάλες τις λύρες.

Κ.Χ.

Κι αυτό καρυδιά; Και τα δύο, ε;

Γ.Π.

Ναι, ναι, καρυδιά είναι κι αυτό. Αλλά είχα φτιάξει μερικές από ελιά, αν θυμάμαι καλά. Βέβαια.

Κ.Χ.

Σε έναν νέο άνθρωπο που θα ήθελε να ασχοληθεί με την οργανοποιία τι θα του λέγατε; Τι θα τον συμβουλεύατε;

Γ.Π.

Ε, κοίταξε να δεις. Οπωσδήποτε το όργανο που θα φτιάχνει να ξέρει να το παίζει, για να μπορεί να έχει μέλλον και να τ’ αρέσει κι η δουλειά και να κάτσει να ασχοληθεί. Αυτά είναι τα πιο σπουδαία απ’ όλα. Αυτά τα πράγματα είναι μέσα στο πρόγραμμα. Να παίζει το όργανο και να έχει αγάπη σ’ αυτό που θέλει να φτιάξει. Να το αγαπάει, να ασχοληθεί, να στενοχωρηθεί, να ευχαριστηθεί, να ξενυχτήσει για να μπορεί να κάνει κάτι καλό.

Κ.Χ.

Πόσα βράδια ξενυχτήσατε για να–

Γ.Π.

Ω, στη αρχή πολλά βράδια, χρόνια ολόκληρα. Ε, βέβαια.

Κ.Χ.

Συνδυάζατε και τη δουλειά σας δηλαδή και–

Γ.Π.

Να, ναι, δούλευα δυο μεροκάματα συγχρόνως. Δηλαδή πήγαινα στον ΟΤΕ, δούλευα, μετά άλλες εφτά-οχτώ ώρες. Καλά, εγώ με τις λύρες ασχολήθηκα και δέκα και δώδεκα ώρες τη μέρα. Τι οχτώ; Δεν κοίταζα εγώ οχτάωρα και εφτάωρα. Κοίταζα πώς θα φτιάξω κάτι. Δεν με ενδιέφερε η ώρα που θα κάμω. Όχι. Μπορούσα να ’ρθω εδώ πέρα να κάτσω να δουλέψω μέχρι τις 12.00-1.00 η ώρα τη νύχτα, ή να σηκωθώ το πρωί να ’ρθω εδώ πέρα 5.00 η ώρα τα ξημερώματα, ή στο άλλο εργαστήριο που ’χα στο Ατσιπόπουλο το ίδιο κι εκεί. Και τώρα, δηλαδή, γίνεται αυτό ακόμα. Καμιά φορά το βράδυ μπορεί να πάω 12.00-1.00 η ώρα στο σπίτι, γιατί θέλω κάτι να κάνω όπως πρέπει, κάτι να είναι καλύτερο, κάπως αλλιώς.

Κ.Χ.

Σε εκείνη εκεί τη φωτογραφία πίσω, ποιοι είναι; Εκεί, ο κύριος με τη λύρα και ο άλλος δίπλα με το λαούτο.

Γ.Π.

Για ποια λες τώρα;

Κ.Χ.

Αυτή εδώ.

Γ.Π.

Περίμενε. Α, ναι. Είναι ο Ροδινός με τον Μπαξεβάνη είναι εκεί. Ο Ροδινός είναι. Αυτός είναι ο Ροδινός, που πέθανε γύρω στα 21-22 χρονών. Ο οποίος ήτανε χωριανός μου, απ’ τ’ Ατσιπόπουλο και αυτή τη λύρα του Ροδινού την έχω επισκευάσει εδώ πέρα και την έχουμε παίξει κιόλας εδώ πέρα, γιατί την έχει ο ανιψιός του, ο Κοκολάκης ο Δημήτρης. Αυτός, ο Δημήτρης Κοκολάκης είναι ο μπασκετμπολίστας που έπαιζε στην Εθνική Ελλάδος και ήτανε της μάνας του αδερφός ο Ροδινός. Ο περιβόητος Ροδινός, ο οποίος πέθανε από το μεράκι της λύρας και αυτός ασχολούτανε με τη λύρα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Παρέες, το να, τ’ άλλο. Και, τελικά, στα 21-22, από τις πολλές παρέες, από το γλέντι και από το… από την κούραση πέθανε από πνευμονία μετά, κάτι τέτοιο. Βέβαια. Σε ηλικία 21-22 χρονών. Βέβαια, ένας απ’ τους καλύτερους… Έχει μείνει το όνομά του, το όνομα του Ροδινού. Είχε βγάλει τώρα μερικά κομμάτια, αλλά ήτανε... Δηλαδή αν ζούσε αυτός ο άνθρωπος, θα ήτανε στην ίδια κλίμακα με τους υπολοίπους τους, Ροδάμανθος, Σκορδαλός, Μουντάκης, αυτοί όλοι, ναι.

Κ.Χ.

Υπάρχουν γνωστοί καλλιτέχνες που αυτήν τη στιγμή κρατάνε τη λύρα τη δική σας;

Γ.Π.

Ναι, βέβαια. Ήδη από το… Ο Ροδάμανθος ερχόταν εδώ πέρα, κάναμε παρέα και είχε πάρει λύρες. Όλοι οι καινούριοι μετά οι… που παίζουνε. Θα έλεγα, όμως, και κάτι άλλο, γιατί αξίζει τον κόπο να το πω. Με τον Μουντάκη ήμαστε πάρα πολύ φίλοι. Ήτανε πάρα πολύ καλός άνθρωπος ο Μουντάκης. Πήγαινα και στο σπίτι του πολλές φορές και μου ’κανε μάθημα και στην Αθήνα, γιατί είχε σχολή τότε στην Αθήνα αυτός τότε. Στην Πανεπιστημίου, στην πλατεία Συντάγματος, είχενε ένα δωματιάκι που ήτανε με τη Δόμνα Σαμίου, κάτι τέτοιο εκεί, και έκανε και κει μάθημα και όταν ήμουνα στην Αθήνα, πήγαινα και κει πέρα και μου ’κανε μάθημα, αλλά μετά κατέβηκε αυτός εδώ πέρα, κατέβηκα κι εγώ και συνέχισε μετά η ιστορία[00:55:00] με τον Μουντάκη. Μετά με τον Ξυλούρη εγνώρισα τη γυναίκα του τη, του Ξυλούρη τη... κάτσε να θυμηθώ τώρα το όνομά της... την Ουρανία. Και μιλάμε ακόμα με την Ουρανία. Γνώρισα μετά και δυστυχώς και με τον γιο της, τον Γιώργη, γιατί του έδινα λύρες και πουλούσε στην Αθήνα, ο οποίος κι αυτός πέθανε σε μια ηλικία... νεότατος άνθρωπος δηλαδή. Τι να πω τώρα; Βέβαια. Ναι, ναι. Βέβαια.

Κ.Χ.

Κύριε Γιώργη, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Γ.Π.

Να μην ευχαριστείς τίποτα. Σιγά το πράμα. Δεν έκανα πράμα. Σου είπα δυο τρία πράγματα, μου θύμισες αρκετά το παρελθόν, που πρέπει να το θυμόμαστε, γιατί άμα δεν το θυμόμαστε και καβαλήσομε το καλάμι, δεν γίνεται δουλειά. Άμα δεν θυμάσαι το παρελθόν και δεν θυμάσαι την ιστορία σου, μου φαίνεται ότι όλα πάνε στον βρόντο. Κάπως έτσι το βλέπω.

Κ.Χ.

Έτσι είναι. Όταν κοιτάζετε προς τα πίσω, πώς νιώθετε; Παρόλο που «ματώσατε» για να τα καταφέρετε.

Γ.Π.

Εντάξει, νιώθω μια ευχαρίστηση μεγάλη και όλα καλά.

Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.

Περίληψη

Το μικρό οργανοποιείο του Γιώργη Παπαλεξάκη, που κοσμεί ένα δρομάκι δίπλα στην πλατεία των Τεσσάρων Μαρτύρων, είναι αδύνατον να μην τραβήξει την προσοχή ντόπιων και περαστικών. Οι ήχοι της λύρας που συνήθως ακούγονται καθώς περνάς από έξω κεντρίζουν το ενδιαφέρον σου και σε προκαλούν για μια στιγμή να σταθείς και να αφουγκραστείς. Ωστόσο, πίσω από αυτό το μικροσκοπικό μέρος κρύβεται μία υπέροχη ιστορία, αυτή του δημιουργού του οργανοποιείου. Ο κύριος Γιώργης ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεών του και αφήνει να ξεδιπλωθούν μνήμες από την κατασκευή της πρώτης του λύρας, από τις δυσκολίες που συνάντησε κατά τη μαθητεία του και από το πώς κατάφερε σήμερα να θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους οργανοποιούς στην πόλη του Ρεθύμνου. Την αφήγησή του θα συνοδεύσουν ονόματα σπουδαίων καλλιτεχνών της κρητικής παράδοσης. Όμως ο κύριος Γιώργης δεν θα σταματήσει εκεί. Συνεχίζοντας την εξιστόρησή του θα μας ταξιδέψει στην Eurovision του 2005, αφού η λύρα που ολόκληρη η Ευρώπη άκουγε τη χρονιά εκείνη ήταν κατασκευασμένη από τα δικά του χέρια.


Αφηγητές/τριες

Γεώργιος Παπαλεξάκης


Ερευνητές/τριες

Κωνσταντίνα Χνάρη


Τοποθεσίες

Ημερομηνία Συνέντευξης

16/06/2021


Διάρκεια

56'