Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Αναμνήσεις και έθιμα από τον Βώλακα Δράμας
Ενότητα 1
Γνωριμία με την αφηγήτρια και τη ζωή της
00:00:00 - 00:07:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι Δευτέρα, 15 Φεβρουαρίου 2021, είμαι με την Μαρία Δερμεντζή, η οποία βρίσκεται στον Βώλακα, εγώ ονομάζομαι Ευσταθιάδου Παρασκευή, είμ…ένας, έφυγε, παντρεύτηκε ο άλλος, έφυγε, εμείς μείναμε στο σπίτι εδώ, που αγοράσαμε μετά. Τώρα τι; Από πού να σε αρχίσω Βούλα, για πες μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η βουλγαρική κατοχή και ο θάνατος του πατέρα
00:07:28 - 00:20:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, ναι, τα είπατε όλα, κάνατε μια περίληψη πολύ ωραία. Λοιπόν, κυρία Μαρία— Ναι— Να ξεκινήσουμε λίγο από παλιά που είπατε. Εσείς δεν …νει. Κάτι άλλο που ξέρετε από τότε; Από τη ζωή τότε στο χωριό, που θυμάστε εσείς μικρή; Μικρή αυτά θυμάμαι, Βούλα. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Ο γάμος της αφηγήτριας και έθιμα γύρω από τον γάμο, τη γέννα και τη βάφτιση
00:20:36 - 00:33:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Και μετά πώς παντρευτήκατε; Πώς έγινε— Μετά —αυτό θα σ’ έλεγα— μετά εγώ κλέφτηκα. Παντρεύτηκα εδώ. Ύστερα γέννησα το παιδί. Eδώ όταν…ει ο μικρός ο αδερφός τον πιο μεγάλο, λέει: «Τι ήρθαμε να την πάρουμε —λέει—; Εδώ βλέπεις και λουκούμια κερνάνε —λέει—! Άσ' την εδώ αυτή».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Αναμνήσεις από την καθημερινή και την αγροτική ζωή στο χωριό
00:33:55 - 00:43:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κυρία Μαρία τότε υπήρχε φτώχεια μεγάλη; Υπήρχε! Αυτοί που ήταν μόνο κτηνοτρόφοι, οι άλλοι όλοι φτωχοί ήμασταν. Μαζευόμασταν —τα καλαμπόκια … ετοιμάσουμε, να τα σπείρουμε πάλι το καλοκαίρι, ποια ήταν για καλαμπόκια την άνοιξη, ποια ήταν για βρόμη το σπέρναμε τον Φεβρουάριο τώρα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Διασκέδαση, γιορτές, τα Μπαμπούγερα και τα καρναβάλια
00:43:12 - 00:52:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μαζευόμασταν μετά στα νυχτέρια, μετά τον Οκτώβρη. Πηγαίναμε στα νυχτέρια. Όποια φιλενάδα είχανε κανέναν δωμάτιο περίσσιο, μες στην οικογένει… οινόπνευμα, τα ανάβανε. Έτρεχε εκείνος μέσα στον κόσμο να σβήσει. Μέσα στον κόσμο, να σβήσει τη φωτιά. Κατά γης ξάπλωσε, μέσα στα χιόνια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Αναμνήσεις από την καθημερινή και την αγροτική ζωή στο χωριό
00:52:41 - 01:03:17
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ήτανε ακόμα πιο καλά πιο μπροστά. Τώρα δεν έχουμε τέτοιους ανθρώπους. Ειδικά τώρα το χωριό μας μαύρισε, Βούλα, με τα τόσα που έγιναν, έκοψαν…υταία, κοντά μου έμεινε. «Κοντά σου θέλω. Θέλω εσύ, εσύ —λέει—... εδώ να πεθάνω». Σας είχε αδυναμία— Κι έτσι εδώ πέθανε. Ναι. Εδώ πέθανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Αναμνήσεις από την καθημερινή και την αγροτική ζωή στο χωριό
01:03:17 - 01:11:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κυρία Μαρία, το χωριό σας έτσι με τα χρόνια τώρα έχει αλλάξει; Είστε ακόμη όλοι ντόπιοι απ' το χωριό; Έχουν έρθει κι άλλοι; Τι γίνεται τώρα;…αρία, αν εσείς θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο, κάτι να πείτε; Δεν έχω τίποτε άλλο, Βούλα. Ό,τι με ρώτησες κι ό,τι ήξερα, αυτά σου τα είπα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Ο Βώλακας τότε και τώρα και η παραδοσιακή στολή του
01:11:23 - 01:24:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ξέρετε μόνο τι μου είχατε πει προχθές; Μου είχατε πει για τα σπίτια, ότι τότε ήταν πολύ απλά; Πολύ... Τα σπίτια μας —ναι— απλά πολύ. Όχι απ…υμόμαστε, καλά είναι! Αυτό, να προσέχετε, να είστε υγιής! Ευχαριστώ, Βούλα! Να 'σαι καλά κι εσύ! Κι εσύ ένα καλό τυχερό! Να 'στε καλά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είναι Δευτέρα, 15 Φεβρουαρίου 2021, είμαι με την Μαρία Δερμεντζή, η οποία βρίσκεται στον Βώλακα, εγώ ονομάζομαι Ευσταθιάδου Παρασκευή, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και βρίσκομαι στο Φωτολίβος Δράμας. Λοιπόν, καλησπέρα! Θα μου πείτε το όνομά σας;
Καλησπέρα! Με λένε Μαρία, είμαι το ΄39 γεννηθείς, 03/02. Είμαι από τον Βώλακα, τόπος γεννήσεως στον Βώλακα, στον Βώλακα μένω. Το χωριό μας είναι ένα ντόπιο χωριό, δεν έχουμε άλλη φυλή, εκτός από τους ντόπιους, είμαστε εδώ. Εγώ μεγάλωσα με φτώχεια, ορφανή. Είμαι το ‘39 γεννηθείς, μέχρι το ΄45, που σκοτώσαν τον πατέρα μου, δεν θυμάμαι, τον πατέρα μου δεν τον θυμάμαι. Τον σκοτώσαν οι Βούλγαροι. Το σχολείο πήγαινα, αλλά επειδή δεν ήταν υποχρεωτικό, από υποχρέωση πήγαινα, ας πούμε, για αν μπορούσα να πάω, να μάθω κανένα γράμμα. Πήγα μέχρι δευτέρα τάξη. Τρίτη τάξη το σταμάτησα, γιατί η νύφη μου παντρεύτηκε, ο αδερφός μου μικρός, κι έπρεπε να πάω με τη νύφη μου παρέα να κάνω στα χωράφια, να κοιτάζω τα παιδιά, το σχολείο το σταμάτησα. Η μάνα μου μου έλεγε: «Μην το σταματάς το σχολείο. Δεν θα μάθεις γράμματα, θα μείνεις ένα βόδι και μισό, σαν κι εμένα κι εσύ. Μάθε τα γράμματά σου και η δουλειά γίνεται!». Εγώ, όμως, δεν το έκανα. Εγώ λυπόμουν τη νύφη, που παντρεύτηκε πιο μεγάλη. Ήμασταν έξι-οχτώ ορφανά. Η μανά μου ήταν παράλυτη, δεν μπορούσε να αναλάβει κι ολόκληρο το σπίτι η νύφη μου. Στο χωράφι έπρεπε να πηγαίνει, για να οργώνει. Τότε ήταν όλα χειροποίητα, το όργωμα με τα χέρια, θέρισμα με τα χέρια, τσάπα με τα χέρια, τα ρούχα που πλέκαμε, που φορούσαμε όλα ήταν χειροποίητα. Παίρναμε μαλλιά, τα ανοίγαμε, τα πλέναμε, τα κλώθαν οι γιαγιάδες και τα κάνανε μπλούζες, κάλτσες, πουλόβερ. Όλα, ό,τι φορούσαμε ήτανε... εκτός από ύφασμα πάνω απ' το φόρεμα που εκάναμε ήταν αγοραστό. Τα άλλα όλα ήταν πλεκτά, μάλλινα και με μάλλινα, ας πούμε, φορούσαμε. Το χωριό μας είναι ένα ορεινό χωριό, πολύ κρύο, πολλά χιόνια έπεφταν τότε και δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς, έπρεπε κάτι να κάναμε. Ύστερα, απ’ το σχολείο, εγώ έγινα δεκατέσσερα χρονών που το άφησα ή που σταμάτησα απ’ το σχολείο, η μάνα μου μ’ έστειλε να πάω, να μάθω μοδίστρα. Ήμουν δεκατέσσερα χρονών, μου έλεγε: «Πήγαινε, μάθε τουλάχιστον να μπαλώνεις τον εαυτό σου, τα παιδιά σου αύριο». Δεκατέσσερα χρονών ήμουν. Πήγα, έμαθα, τρεις μήνες πήγα, δεν πήγα και πολύ, ό,τι έμαθα στους τρεις μήνες μέσα. Μετά, στα δεκαοχτώ μου εγώ αρραβωνιάστηκα. Τρεις μήνες ήμουν αρραβωνιασμένη, αφού ο άντρας μου με έκλεψε, μετά παντρεύτηκα κι αφού παντρεύτηκα, απ' το ΄58 που παντρεύτηκα μέχρι το '65, κάναμε τα κοφίνια, αυτά τα στρογγυλά για τα καπνά που βάζανε, και μας έπαιρνε ένας έμπορος από εδώ πέρα. Εκείνος τα πουλούσε και για να μας τα παίρνει, του δίναμε από πέντε ζευγάρια παραπάνω, για να μας παίρνει τα κοφίνια, γιατί δεν είχαμε λεφτά εμείς, να τα πάμε, να τα πουλήσουμε οι ίδιοι μας. Και λεφτά δεν βλέπαμε στα χέρια μας, δεν μας έδιναν λεφτά. Τα εκμετάλλευε εκείνος, εμείς με ρέγκα, με ψάρια και με ελιά, μακαρόνια τα πατσίζαμε τα χρέη μας, που τρώγαμε η οικογένεια, που παίρναμε. Πήγαμε μετά, φεύγαμε, για να κάνουμε αυτά τα κοφίνια, φεύγαμε έξω στο βουνό, εβδομάδα ολόκληρη εκεί μέναμε. Δευτέρα πρωί πηγαίναμε, Σάββατο βράδυ ερχόμασταν και Κυριακή έπρεπε να δεις την οικογένειά σου, τα παιδιά σου, Δευτέρα να σηκωθείς να ζυμώσεις και μετά να ξαναπάς πάλι στο βουνό. Αυτό έγινε μέχρι το ΄65. Μετά, το ΄60 έφυγε η κουνιάδα μου στη Γερμανία. Είδε, δεν είδε κι αυτή, ήξερε τη φτώχεια, μας έκανε προσκλήσεις, σ’ όλα τα αδέρφια της έκανε, κι εμείς αναγκαστήκαμε να πάμε στη Γερμανία. Πήγαμε στη Γερμανία, πήγαμε στο σπίτι της, τακτοποιηθήκαμε εκεί. Μετά, αφού ταχτοποιηθήκαμε λίγο λίγο, μέναμε στο ίδιο σπίτι, μετά βγήκαμε, ενοικιάσαμε μόνοι μας, έξω. Πηγαίναμε, δύο χιλιόμετρα περπατούσαμε με τα πόδια, διότι το σπίτι της ήταν πολύ μακριά, δυο χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Και βρήκαμε έξω σπίτι, μέναμε μέσα στην πόλη μετά, πήγαμε εκεί πέρα, δεν είχε τίποτε. Ούτε γλώσσα ξέραμε ούτε μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Ευτυχώς ήταν άλλοι χωριανοί πιο μπροστά, είχανε πάει, και μας εξυπηρετούσαν εκείνοι. Μέσα εκεί πέρα ταλαιπωρηθήκαμε. Πήγαμε σ’ ένα ελληνικό σπίτι, ήταν Έλληνας που το ενοίκιαζε το σπίτι, ένα πλυσταριό είχε μόνο. Σ’ έναν θάλαμο, σ’ ένα δωμάτιο μέσα είχε ένα καζάνι, εκεί όλοι μαζί πλέναμε. Τα ρούχα όλα, τα παιδικά ας πούμε, τα πλέναμε όλα εκεί. Από κει φύγαμε, μέχρι το ΄72 φύγαμε, ήμασταν, φύγαμε. Ήρθαμε εδώ, ήρθαμε εδώ πάλι τι να κάνουμε; Η πεθερά μου είχε σπάσει το πόδι της, γι’ αυτό αναγκαστήκαμε και φύγαμε, ήρθαμε, αλλιώς θα καθόμασταν ακόμα εκεί. Είχα την Ελένη στο νοσοκομείο έναν χρόνο, στης Γερμανίας τα νοσοκομεία, ταλαιπωρηθήκαμε κι εκεί πέρα. Ξαναγυρίσαμε εδώ, τώρα δεν ξέρουμε εδώ... Αλλάξαμε σπίτι, το παλιό, το πατρικό το χάλασαν, πήραν τα δυο κουνάδια το μισό, το μισό, το χάλασαν. Δεν είχε πουθενά χώρο, που να κάνουμε ξανά κουζίνα. Κι εδώ που πήραμε, αγοράσαμε ένα άλλο οικόπεδο, κάναμε το σπίτι. Φυσικά ήταν μέχρι το πάτωμα βγαλμένο το σπίτι που πήραμε, απ' τον πάτο και πάνω το κάναμε εμείς. Από κάτω είχε ένα μικρό, έτσι σαν αποθήκη, σαν τι. Λέει ο πεθερός μου: «Αυτό κάντε το, άμα θέλετε —λέει— μαγαζί». Μαγαζί δεν ξέρουμε τίποτε, από μαγαζί τι; Ούτε λεφτά έχουμε. Στη Γερμανία ήμασταν, αλλά τα λεφτά μόλις κάναμε το σπίτι, πληρώσαμε τα χρέη, γιατί όταν φύγαμε στη Γερμανία, το αγοράσαμε με δανεικά λεφτά το οικόπεδο. Το κάναμε, τώρα τι να κάνουμε; Πληρώσαμε όλα τα χρέη και μετά το ανοίξαμε το μαγαζί, αυτοί εδώ πέρα, δουλέψαμε. Ως είκοσι οχτώ χρόνια, είκοσι εννιά το δουλέψαμε, πήγαμε καλά. Κουτσά στραβά μάθαμε και αριθμητική, μάθαμε και λογαριασμούς, τα παλεύαμε. Μετά από εκεί, τα παιδιά μου μεγάλωσαν, έπρεπε να παντρευτούν, τα παντρέψαμε, τα τακτοποιήσαμε κι αυτά τα δύο. Από εκεί τι να κάνουμε; Αφού παντρεύτηκε ο ένας, έφυγε, παντρεύτηκε ο άλλος, έφυγε, εμείς μείναμε στο σπίτι εδώ, που αγοράσαμε μετά. Τώρα τι; Από πού να σε αρχίσω Βούλα, για πες μου.
Λοιπόν, ναι, τα είπατε όλα, κάνατε μια περίληψη πολύ ωραία. Λοιπόν, κυρία Μαρία—
Ναι—
Να ξεκινήσουμε λίγο από παλιά που είπατε. Εσείς δεν πήγατε σχολείο, δηλαδή από οχτώ χρονών—
Ναι—
Ήσασταν—
Οχτώ στα εννιά, τόσο. Δευτέρα τάξη... για τρίτη πέρασα και το σταμάτησα. Πόσο χρονών πάμε στα εφτά χρόνια; Στα οχτώ ; Στα έξι—
Έξι-εφτά, ναι.
Εκεί. Μετά, όμως, ήρθαν, όταν ήμουν ελεύθερη ακόμη, μπήκαν οι Βούλγαροι, να πούμε γι’ αυτό;
Ναι.
Ναι, μπήκαν οι Βούλγαροι, μπήκαν και έκαναν ζημία πολλή. Ο κόσμος ξεσηκώθηκε, φύγανε στη Βουλγαρία, άλλοι στη Βουλγαρία, άλλοι στη Γιουγκοσλαβία. Πήραν τα παιδιά οι γονείς να πάνε, τους φορτωθήκαν από εδώ, να φύγουν, να φύγουν κι από πίσω κι από τα παιδιά τους, μέχρι να τακτοποιήσουν τα πράγματα εδώ, τα σπίτια τους, κλείσανε τα σύνορα. Οι μισοί μείναν εδώ, οι μισοί πέρασαν. Ποιοι πήγαν στη Βουλγαρία, ποιοι στη Γιουγκοσλαβία, δεν μπόρεσαν να φύγουν. Μετά, χρόνια πέρασαν, για να ανοίξουν τα σύνορα και με Ερυθρό Σταυρό τι έγινε. Άνοιξαν τα σύνορα κι άρχισαν να βλέπουν τους δικούς τους. Ένα θείος μου είχε δυο παιδιά, πήγε με τους γονείς τους, πήγαν τα παιδιά, τα πήρε, με την προϋπόθεση να πάνε κι αυτοί, η θεία μου κι ο θείος μου. Ναι, αλλά έκλεισαν τα σύνορα, τα παιδιά τους έφυγαν, αυτοί έμειναν εδώ. Όλο τον καιρό το είχαν ένα άγχος, το άγχος τούς έφαγε, τα παιδιά τι κάνουν. Ούτε γράμμα μπορούσαν ούτε τηλέφωνο, τίποτε να κάνουν, μέχρι να ανοίξουν τα σύνορα. Μετά, που άνοιξαν τα σύνορα, πήγε ο θείος μου, τους είδε, ήρθε κι ο γιος τους, ας πούμε, ο ένας είχε πεθάνει, ήρθε κι ο άλλος, τους είδε, ξαναπήγαν. Παντρεύτηκε εκεί ο γιος τους, στρατιωτικός έγινε, είχε δυο κορίτσια, τις έφερε, τους είδε, ξαναπήγαν. Λίγο ησύχασαν, ας πούμε. Και στη Βουλγαρία, αφού τους πήραν εκεί πέρα, τους δώσαν εκεί πέρα περιουσίες. Από δω τα πουλήσανε, τα βγάλανε, τα δώσανε σε άστεγους τα σπίτια στα μέρη τα δικά τους κι εκεί τους δώσαν σ' αυτούς άλλα. Μετά ήρθε—
Άρα υπάρχουν άνθρωποι, δηλαδή, που είναι απ' τον Βώλακα και έχουνε μείνει στη Βουλγαρία ή στη Γιουγκοσλαβία και δεν επέστρεψαν—
[00:10:00]Ναι—
Μετά;
Όχι, όχι υπάρχουν. Και του πεθερού μου ο αδερφός έμεινε εκεί. Πέθανε φυσικά τώρα, αλλά έχει εγγόνια, είχε παιδιά, εκεί είναι. Η κόρη τού έλεγε: «Να 'ρθω, να δω το σπίτι που γεννήθηκα κι ας πεθάνω». Ήρθε και μετά δεν ξαναήρθε. Ο γιος της ήρθε και πολλοί άλλοι ήρθαν, πιάσαν δουλειά εδώ στα μάρμαρα, δουλεύαν. Εδώ τον είχαμε οχτώ-εννιά μήνες εμείς, τον ξάδερφό μας, έπιασε δουλειά στα μάρμαρα. Κι άλλοι πολλοί, ας πούμε, απ' το χωριό μας είναι που έμειναν εκεί, δεν ήρθαν. Δεν μπόρεσαν να 'ρθουν; Δεν ήθελαν; Τα σπίτια τους εδώ, τις περιουσίες τους τα εδώσανε στους ακτήμονες και δεν είχαν πού να μείνουν; Δεν ήρθανε, έμειναν πολλοί εκεί. Ο πεθερός, ο αδερφός του, όταν πήγε ο αδερφός του, να δει τον αδερφό του, τού λένε εκεί στα σύνορα: «Πού θα πας;», λέει. Λέει: «Θα πάω να δω τον αδερφό» κι αυτοί γελάν και —τώρα αυτός το έβγαλε, αυτοί του το είπαν;— λέει: «Χαρά σε εκείνη τη μάνα —λέει—, που έκανε έναν Βούλγαρο παιδί κι έναν Έλληνα». Πλάκα το είπε τώρα; Ο θείος μου ήταν —γιατί— και καλαμπουρτζής, το έλεγε εδώ. Μετά ήρθε το παιδομάζωμα, ήρθαν οι αντάρται. Οι αντάρται μπήκαν τρεις φορές στο χωριό μας. Το κάψανε! Το κάνανε, ας πούμε... πώς να σου πω; Το ισοπεδώσανε. Σπίτια σπάνια να έμειναν. Ο κόσμος ξαναέχτιζε σπίτια μετά και το δικό μας το σπίτι την τρίτη φορά το κάψανε. Βάζανε φωτιά, η μάνα μου το έσβηνε, γιατί γύρω της γυρίζαμε έξι-εφτά παιδιά, έκλαιγαν, όλο ήμασταν ανά έναν χρόνο μικροί. Την έσβηνε τη φωτιά η μάνα μου, λέει: «Αφήστε τη, μεθαύριο που θα ξαναρθούμε, τότε θα το κάψουμε». Το άκουσε η μάνα μου και την τρίτη φορά που μπήκαν ήταν στον αλωνισμό επάνω, ο κόσμος αλώνιζε. Όταν έμπαιναν, χτυπούσαν τις καμπάνες, καταλάβαινε ο κόσμος ότι οι αντάρται έρχονται. Ποιοι προλάβαιναν να φύγουν, ποιοι στα σπίτια τους μέναν; Μαζευόμασταν στην εκκλησία, στο σχολείο επάνω όλοι, γέμιζε, δεν μπορούσες... Άλλοι φεύγαμε στα βουνά, ας πούμε. Εγώ, όπως σου είπα και προχθές, τον αδερφό μου —εφτά χρονών, δεν περπατούσε— και τον πήρα στην πλάτη και τον έβγαλα στο βουνό επάνω. Τώρα πόσο ήμουν κι εγώ τότε; Γιατί είναι ο αδερφός μου, εγώ είμαι, ο αδερφός μου, η αδερφή μου και μετά είναι αυτός κι ήταν εφτά χρονών. Δεν μπορούσε να περπατάει ακόμα. Τον έβγαλα επάνω στο βουνό. Και την άλλη μέρα, ξημερώσαμε στο βουνό, δεν γυρίσαμε, είχα χαθεί και στον δρόμο. Η μάνα μου ήρθε να με φωνάζει στο βουνό, εκεί φώναζε, την άκουσα, με πήρε, ήρθαμε. Κι όταν ήρθαμε, το σπίτι το 'χαν κάψει. Είχαν βγάλει μερικά πράγματα στην αυλή, για να μπορούν κάτι να γλιτώσουν από το σπίτι μέσα κι εκεί στην αυλή έβαλαν φωτιές και τα έκαιγαν. Δεν άφησαν τίποτε! Τα σπίτια τα έκαψαν. Έμασαν γυναικόπαιδα. Τους βγάλανε έξω από το χωριό κάμποσο μακριά. Από κει τους διαλέξανε. Τους πολύ γέρους, που δεν μπορούσαν, τους αφήσανε κι άλλοι στη διαδρομή κρυφτήκαν. Όποιοι ήταν αποφασιστικοί έλεγε: «Εγώ όπου δω μέρος, να μπορώ να κρυφτώ, θα πηδήξω κάτω απ' τον δρόμο, κάπου θα κρυφτώ». Κρυφτήκαν κάμποσοι, καμιά πέντε-έξι άτομα. Φώναζε την άλλη: «Έλα να κρυφτούμε», λέει: «Α, εγώ είμαι γραμμένη, θα πηγαίνω». Όλοι ήταν γραμμένοι, αλλά εκείνη αποφάσιζε, ήταν αποφασιστικιά. Και πηδούσες κάτω απ’ τον δρόμο, μέσα στα αγκάθια που 'παιρνε. Άμα σε έβρισκαν, όμως, πάλι σε ξαναέκαναν και σε μάλωναν. Τους πήγαν… Πού στο… Πώς το λέγαν τα κράτη τους εκεί; Στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία. Ούτε γράμμα μπορούσαν να πάρουν, ούτε να στείλουν, ούτε τηλέφωνα. Εδώ οι γονείς τους, τα παιδιά τους αγχώνονταν εκεί ποιους πήραν, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να βρεθούν. Μετά από κάμποσα χρόνια, καμιά δέκα χρόνια —πόσο;—, ίσως και παραπάνω, άρχισαν να τους ζητάνε στον Ερυθρό Σταυρό. Είπαν ότι: «Όποιος θέλει να τους αναζητήσει, όποιος, δηλαδή, τους θέλει να γυρίσουν, μπορεί στον Ερυθρό Σταυρό να τους αναζητήσει και να 'ρθουν». Άλλοι τους ζήτησαν, άλλοι δεν ήθελαν, αλλά εκεί πέθαναν άτομα εκεί πέρα. Ήρθαν από εκεί πέρα κι αυτοί που τους αναζήτησαν, οι άντρες τους, οι γονείς τους, τα παιδιά τους, άλλοι πεθάνανε. Αλλά ήτανε πολύ, ας πούμε, το χωριό μας έγινε ερείπιο. Γκαρμάντες.
Κυρία Μαρία, προχθές μου είπατε και για που μπαίνανε μέσα στα σπίτια και ψάχνανε.
Ναι, αυτό ξέχασα να στο πω, ναι—
Αυτό οι Βούλγαροι ή οι αντάρτες;
Οι Βούλγαροι. Οι αντάρται μπαίνανε και ζητούσανε τυριά, ψωμιά να τους δίνουν, αλλά οι Βούλγαροι μπαίνανε ζητούσαν σφαίρες, τον άντρα σου, «Πού είναι ο άντρας σου; Πού είναι οι σφαίρες; Πού είναι το όπλο του;». Και μπήκανε στο σπίτι μας —αυτό μας το 'λεγε η μάνα μας, εμείς δεν το είδαμε, πιο μικροί θα ήμασταν— και —λέει— φώναζαν, μπήκαν μέσα, κάτω, στην αποθήκη κι έσκαβαν τα ντουβάρια. «Πού έβαλες τις σφαίρες; Πού είναι το όπλο του; Πού είναι τα τυριά σας; Πού είναι ο άντρας σου;», ενώ δεν είχαν τέτοιο πράγμα. Και επειδή η μάνα μου έλεγε: «Δεν έχουμε» και της έβαζαν το όπλο στο στόμα: «Μη μιλάς, γιατί θα σε σκοτώσουμε!», ενώ αφού σε ρωτούσαν, έπρεπε να απαντήσεις και δεν αφήνανε. Υπόφεραν και τότε, επί Βουλγαρίας, υπόφεραν ο κόσμος εδώ πέρα.
Ναι, αυτά στον πόλεμο;
Ναι.
Εσείς γνωρίζατε βουλγάρικα, ώστε να συνεννοείστε; Να μιλάτε μ' αυτούς;
Εμείς γνωρίζαμε. Όχι, τα βουλγάρικά μας είναι μακεδόνικα, δεν είναι βουλγάρικα. Δεν ταιριάζουν με τα δικά τους. Αλλά μιλάμε βουλγάρικα, ξέρω κι εγώ πώς είναι η γλώσσα μας αυτή, πώς μιλούσαμε εδώ; Μιλούσαμε βουλγάρικα, τα βουλγάρικα, αλλά δεν ταιριάζουν, αυτοί αλλιώς τα μιλάνε. Αυτοί μαζί μιλάμε και δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Εμείς λέμε: «Πέθανε —ας πούμε, παράδειγμα— ο τάδε», αυτοί λέει: «Πουτσίνα». Εμείς —λέω— λέμε «πουτσίνα» ξεκουράζομαι, τώρα κάθισα και ξεκουράζομαι. Κι έτσι δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε.
Εκεί, δηλαδή, στον Βώλακα έχετε κάποιες λέξεις, μια γλώσσα—
Έχουμε! Έχουμε, μιλάμε τα —πώς τα λένε;— μακεδονικά. Ξέρω κι εγώ τι γλώσσα μας είναι; Αλλά μιλάμε, αλλά με τα βουλγάρικα που μιλούσαμε και που ήρθαν τα ξαδέρφια του αντρός μου, ας πούμε, εδώ δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε.
Ο πατέρας σας σκοτώθηκε από ποιους;
Τον σκοτώσαν οι Βούλγαροι. Τον πατέρα μου τον πιάσαν οι Βούλγαροι και τον σκοτώσαν. Αυτός ένα πρωί σηκώθηκε, είχαν πιάσει τον θείο μου, της μαμάς του τον αδερφό, και τον είχαν στη φυλακή στη Δράμα. Κι αυτός, αφού ήταν ο δρόμος από το σπίτι μας —κοντά ήταν τα σπίτια μας—, αφού ήταν ο δρόμος του από εκεί, περνούσε και πάντα άκουγε τη θεία μου να κλαίει, του θείου μου τη γυναίκα δηλαδή. Και λέει η μάνα μου: «Μη...». «Θα πάω —λέει— στα κατσίκια αύριο», του λέει η μάνα μου: «Μην πας αύριο, πήγαινε μεθαύριο —λέει—, γιατί είδα ένα άσχημο όνειρο και άσ' το να πάει —λέει—. Μην πηγαίνεις σήμερα». Λέει: «Εγώ δεν μπορώ να περνάω απ' τη θεία, να ακούω τη θεία να κλαίει —λέει— κι εγώ να μην κάνω τίποτε». Κι ο πατέρας μου ήταν μοναχοπαίδι, ο παππούς μου είχε μόνο αυτόνα. Ήταν πολύ καλά, τον είχε ας πούμε, κατσίκια είχαμε. Λέει: «Όχι θα πάω». Κι αυτός σηκώθηκε το πρωί, να πάει στο μαντρί και μετά από κει, να πάει, να δει τον θείο μου. Αφού αυτός, ο πατέρας μου είχε φορτώσει κάτι καζάνια, αυτά για τα κατσίκια τα γαλάτα που είχαν, που έβραζαν, που έκαναν και στη διαδρομή τον πιάσανε. Τον πιάσανε κι αυτοί νομίζαν ότι τροφοδοτεί τους Βουλγάρους, ενώ ο πατέρας μου δεν ήταν τέτοιος ούτε και τέτοιο πράγμα έκανε, ας πούμε. Και τον πιάσανε και τον σκοτώσαν οι Βούλγαροι, αλλά δεν είχε ποιος να τρέξει, ποιος να βοηθήσει. Από την Προσοτσάνη τούς περάσαν, στα Κοκκινόγεια, μεγάλη διαδικασία, μεγάλη τυραννία, απ’ ότι μας είπαν αυτοί που είδαν. Τους σκοτώσαν, τους κρεμάσαν στη γέφυρα ανάποδα, τους βάζαν φωτιά, τους σφάξαν —μεγάλη τυραννία!— και τους ρίξαν σ’ ένα πηγάδι εννιά μέτρα! Ήταν κι άλλα άτομα: ήταν ο πατέρας μου, ένας άλλος, ένας ηλικιωμένος κι ένα παιδί δεκαοχτώ χρονών, που εκείνο το παιδί δεν είχε καμιά σχέση με τέτοια πράγματα. Κι όμως, δεν χάριζαν.
Οι Βούλγαροι τούς σκότωσαν—
Ναι—
Για ποιον λόγο οπότε;
Γιατί τους έπιασαν να πηγαίνουνε στα κατσίκια και επειδή είχαν τα καζανιά φορτωμένα, μπακίρια που τα λέγαμε ας πούμε για τα μαντριά, και αυτοί νομίζαν ότι ο πατέρας μου τροφοδοτεί του Βουλγάρους, τους αντάρτες, τους κομμουνιστάς. Ξέρω κι εγώ πώς τους λέγαν; Ότι τους τροφοδοτεί και τους πιάσανε τρία άτομα απ' το χωριό μας και τους σκοτώσαν. Από πολύ καιρό μετά ψάχνανε, ρωτούσανε, ας πούμε, πού και τι, ώσπου να μάθουν [00:20:00]πού τους έριξαν, πού τους επετάξανε. Στα Κοκκινόγεια, σε μια γέφυρα τους έχουν κρεμνάει κι εκεί στα Κοκκινόγεια, που σ’ ένα πηγάδι τους έχουν ρίξει. Και μετά εκεί τους βρήκαν και τους βγάλανε, αλλά ήταν αγνώριστοι, αφού ήταν καμένοι, σφαγμένοι, όλοι ήταν... αγνώριστοι είχανε γίνει.
Κάτι άλλο που ξέρετε από τότε; Από τη ζωή τότε στο χωριό, που θυμάστε εσείς μικρή;
Μικρή αυτά θυμάμαι, Βούλα. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο.
Ενότητα 3
Ο γάμος της αφηγήτριας και έθιμα γύρω από τον γάμο, τη γέννα και τη βάφτιση
00:20:36 - 00:33:55
Ωραία. Και μετά πώς παντρευτήκατε; Πώς έγινε—
Μετά —αυτό θα σ’ έλεγα— μετά εγώ κλέφτηκα. Παντρεύτηκα εδώ. Ύστερα γέννησα το παιδί. Eδώ όταν παντρευτείς, κάνανε τραπέζι μες στο σπίτι, κάνανε γλέντι. Στο σπίτι του κοριτσιού όλα γίνονται. Έρχονται το Σάββατο βράδυ από του κοριτσιού οι γονείς οι συγγενείς όλοι στου παλικαριού το σπίτι και κάνουν γλέντι. Και η νύφη, που τους χαιρετάει, της δίνουν λεφτά και τους φιλούσε το χέρι. Μετά, ας πούμε, όταν έμεινα έγκυος γέννησα το πρώτο μου παιδί, μαζεύουνε σε πίτα. Και τότε δεν είχε θυμιατό να βάζουν, να θυμιατίζουνε, έβαζαν αποξηραμένη κοπριά από τα ζώα, με συγχωρείς, και έβαζαν σ' ένα φτυάρι και φωτιά κι έξω στη πόρτα κάπνιζε. Κι όποιος δεν ήξερε, για να μπει στο σπίτι, περνούσε εκείνη τη φωτιά, την κάπνα κι έλεγε: «Εδώ γέννησε η νύφη τους φαίνεται, ας πούμε, για να έχουν και κοπριά». Γεννιούνται τα παιδιά, γεννιόνταν —και τα δικά μου ακόμα— και με κλειστά τα μάτια, δεν είχαν ανοιχτά τα μάτια τους. Έλα που ήταν με κλειστά τα μάτια, που γεννιόντουσαν, κι από πάνω μετά τους βάζαν, τους δέναν ένα τσεμπέρι μαύρο και απ’ έξω από το τσεμπέρι ράβαμε ένα σκόρδο και ένα έτσι σαν φλουράκι, ασημένιο, και τους βάφανε το μέτωπο με κάρβουνα απ' τη σόμπα ας πούμε. Τους κάναν έναν σταυρό στο μέτωπο. Και σαράντα μέρες ήταν κλειστά τα μάτια τους. Ήταν που ήταν κλειστά, τους τα κλείναμε και με το τσεμπέρι, τους τα δέναμε από πάνω και δεν έβλεπαν. Μετά σαράντα μέρες το παιδί έβλεπε. Έτσι και τότε, όταν γεννιόταν το παιδί μαζεύαν πίτα στο σπίτι, το μάζευε η πεθερά, έκανε τραπέζι. Αλλά μη φανταστείς φαγητά πολλά, λίγο ντοματόρυζο ή λίγα φασόλια, ό,τι ήταν. Στη βάφτιση τα ίδια. Πήγαινες να βαφτίσεις το παιδί, άμα έπεφτε ο αφαλός τους πάλι μαζεύαν έτσι τραπέζι. Πήγαιναν στη βάφτιση, να το βαφτίσουν, δεν πήγαινε η μάνα, πήγαιναν παιδάκια με το παιδί, ας πούμε. Το βάφτιζε η νονά, έτρεχαν τα παιδιά στο σπίτι του παιδιού κι η μάνα του τούς έδινε λεφτά στα παιδιά, σε όλα τα παιδιά, όποιο πήγε, ερχόταν πρώτο, το έδινες μια δυο δραχμές, τ’ άλλα έδινες μισό. Τότε ήταν τα λεφτά δραχμή. Τους έδινες από μισή δραχμή, από μια δεκάρα. Αλλά παιδιά πολλά μαζεύονταν, μέχρι δέκα παιδιά, δεκαπέντε. Και πήγαινε η νονά, όταν η πεθερά ήθελε να κάνει τραπέζι στη νονά, έκανε λίγο ντοματόρυζο, από σαλάτες δεν είχε, από τυριά καθόλου. Σ’ έκανε τραπέζι, η νονά το έφερνε στο σπίτι το παιδί, δεν παίρνει απ' την εκκλησία στην πεθερά. Το έφερνε στο σπίτι, το έφερνε, έκανες τρεις μετάνοιες, έλεγες —η νονά—: «Μου το έδωσες Εβραίο, σ' το φέρνω χριστιανό». Έκανες εσύ τρεις μετάνοιες, έπαιρνες το παιδί. Μετά έμπαινε η νονά μέσα, της έβαζες, έτρωγε, σηκώνονταν, έφευγε. Όταν παντρευτείς, πάλι πηγαίνανε μια εβδομάδα. Όταν έμπαιναν στο θέρος, μια μέρα θα σ’ έλεγε η κουμπάρα, η νονά σου: »Την Κυριακή —παράδειγμα—, μεθαύριο, ας έρθει η κουμπάρα να μας θερίσει». Έπρεπε να πας στην κουμπάρα, στη νονά, ας πούμε, μια μέρα το καλοκαίρι να θερίζεις, να τους βοηθήσεις. Πηγαίναμε με πίτα, κάναμε πίτα, ένα ταψί μεγάλο, ένα ψωμί και τα δώρα στη νονά, στον νονό, στα παιδιά, άμα είχε. Ό,τι δώρα είχες σκοπό να τους κάνεις, τους έκανες τα δώρα και τα έβαζες και πήγαινες στη νονά. Μια μέρα εκεί της θέριζες, τους χαιρετούσες, τους φιλούσες το χέρι, στο τραπέζι όταν καθίσεις, όταν σηκωθείς. Σου έδιναν λεφτά... λεφτά που λέμε, μια δραχμή, από μια, κάτι ψιλά ας πούμε. Τι άλλο τώρα;
Κυρία Μαρία, μου είχατε πει και για κάτι με το αλάτι.
Τι;
Μου είπατε και κάτι με το αλάτι στο σώμα του μωρού;
Ναι, αυτό είναι ναι... Είδες; Το ξέχασα. Όταν γεννιέται το μωρό, μια εβδομάδα, δυο, πόσο θα πάει ο αφαλός του μέχρι να πέσει... γιατί κρεμιέται, τώρα τα κόβουνε ίσα, ας πούμε, πάντα, τότε τότε κρεμιόταν λίγο και έπεφτε. Το δέναν οι μαμές, οι πρακτικές εκεί που ήξεραν, το υπόλοιπο το άφηναν το έντερο. Άμα έπεφτε ο αφαλός, μετά έπρεπε να το αλατίσεις. Έπαιρνες το παιδί, το έκαμνες μπάνιο πρώτα. Προτού το σκουπίσεις καλά, έπαιρνες το αλάτι του φαγητού, το ψιλό, και έριχνες παντού, σ’ όλο του το σώμα: πίσω απ' τα αυτιά, στις αμασχάλες, ανάμεσα στα πόδια, στα δάχτυλα, εκτός απ' τα μάτια, και στα αυτιά μέσα, αλλά με τα δάχτυλά σου λίγο έτσι, μόνο να το πιάσει το αλάτι, να μην μπει μέσα το αλάτι. Και καθόταν μια ώρα, μέχρι μια ώρα έκαιγε το αλάτι. Από εκεί και πέρα το παιδί, άμα το έκαιγε πολύ, γκρίνιαζε, αλλά δεν το έβγαζε. Το έβαζες και τα χέρια μέσα, τα τύλιγες ολόκληρο το παιδί. Δεν το άφηνες τα χέρια, να τα πάει στο στόμα, στα μάτια του. Μια ώρα το κρατούσε, μετά το έβγαζες, το έπαιρνες και μ’ ένα ξερό πανάκι το τίναζες το αλάτι, δεν το έκαμνες μπάνιο. Δεν το έκαμνες μπάνιο. Την άλλη μέρα το έκανες. Τότε όμως, δεν το έκαμνες. Και στο νερό πάλι έβαζες από λίγο αλάτι. Και τα παιδιά τα κόβανε παλιά με ξυραφάκι μικρά στις πλάτες. Αυτό δεν ξέρω αν το κάνανε παντού, εμείς εδώ, οι μαμές οι δικές μας το κάνανε. Κι έλεγαν: «Άμα έχει άγριο αίμα, μόλις κάνεις μια ξυραφιά, το κόψεις βγαίνει το αίμα και σταματάει εκεί, δεν κυλάει. Ενώ άμα δεν έχει για κόψιμο, κυλάει το αίμα κόκκινο, ανοιχτό χρώμα, κυλάει». Και το σκούπιζε με το βαμβάκι, το έβαζε λίγο οινόπνευμα στο χέρι της, το έτριβε και το έβαζε ένα πανάκι από κάτω απ' τα ρούχα του, να μην λερωθούν. Και τα έκοβαν, τα παιδιά πάντα τα έκοβαν, όλα τα παιδιά. Εγώ στη Γερμανία όσα γεννήθηκαν δικά μας χωριανά παιδιά κι ήμασταν εκεί πολλοί τα αλάτιζα κι εδώ, της νύφης μου τα παιδιά. Εγώ είπα η συγχωρεμένη η Δέσποινα θα φέρει αντίρρηση. Δεν έφερε, λέει: «Αφού το κάνετε, κάντε το». Και τη Μαρία και την Ηλιάνα, εδώ του Γιώργου τα παιδιά και τα τρία κι άλλα πολλά, ας πούμε, αλάτισα. Δεν είναι τίποτε κι έλεγαμε: «Γιατί το κάνετε;», «Α, για να μην συγκαίεται το καλοκαίρι», εδώ γιατί αυτά είναι αδύνατα σημεία, εδώ ανάμεσα στα πόδια, κάτω στις αμασχάλες, τα δάχτυλα κάτω. «Να τα αλατίζετε, για να μη συγκαίεται». Τώρα όμως, είναι απ' τα μπάνια. Τότε δεν είχαμε και μπάνια και να θέλαμε να τα κάνουμε, δεν είχαμε νερά τακτικά. Ένα Σάββατο στις δυο εβδομάδες, κάθε εβδομάδα, πώς τύχαινε να το κάνεις το παιδί μπάνιο. Ναι, έτσι. Και στην λεχώνα, όταν γεννούσαμε, ήμασταν λεχώνες, σαράντα ημέρες δεν φορούσαμε ότι να 'ναι ρούχα, μαύρα ρούχα φορούσαμε. Έλεγαν: «Η Παναγία έτσι φορούσε, μαύρα» κι έτσι κι εμείς μαύρα φοράμε. Φορούσαμε μέχρι τα σαράντα μαύρα ρούχα κι από ένα σκόρδο κι από ένα κέρμα από αυτά τα ασημένια, ας πούμε, μπροστά στο φόρεμα έτσι τη μεριά. Ναι και δεν έβγαινα, όπως και το παιδί. Και μέχρι τα σαράντα η λεχώνα, όπου να βρισκόταν, πριν το ηλιοβασίλεμα έπρεπε να είναι στο σπίτι. Μετά το ηλιοβασίλεμα δεν έμενες κι η λεχώνα έξω. Έλεγαν: «Θα πάτε σήμερα στο χωράφι, αλλά πριν να βασιλέψει ο ήλιος θα 'ρθεις εσύ. Οι άλλοι ας μείνουν πιο πίσω, άμα δεν τελειώσετε. Εσύ θα πάρεις το παιδί και θα 'ρθεις» και ερχόμασταν. Και αυτή την κοπριά, με συγχωρείς, που σου λέω, τη βάζαμε και καίγαν κι οι άντρες πιάναν όταν έξω στα καφενεία, δεν μπαίνανε —κι έρχονταν στο σπίτι— δεν μπαίναν κοντά στη λεχώνα. Μπαίνανε στο άλλο το δωμάτιο, περνούσε αυτή την κοπριά, έλεγαν: «Να περνάτε εκεί που περνάτε και φωτιά θα περνάτε. Ό,τι περπατάει μαζί σας, εκεί να μείνει, να καεί. Δεν θα μπαίνετε κατευθείαν στη λεχώνα». Και τα τηρούσαμε, μέχρι τη δική μου την ηλικία αυτά τα τηρούσαμε, τώρα μετά δεν ξέρω. Κι εγώ έλεγα στη Χριστίνα εδώ που... με το μαγαζί, της έλεγα: «Μέχρι τα σαράντα θα κάτσεις εδώ, θα κάνεις [Δ.Α.], αλλά μετά θα φεύγεις επάνω. Κάτσε εσύ επάνω». Τι άλλο ξεχάσαμε Βούλα—
Τώρα ξέρετε τι; Δεν μου είπατε για το... Ήρθε ο άντρας σας να σας κλέψει, σας είχε ζητήσει πρώτα; Τι είχε γίνει; Τότε που κλέβανε, δηλαδή, που κλέβαν τα κορίτσια, πώς το κάνανε;
[00:30:00]Κοίταξε, εγώ ήμουν αρραβωνιασμένη τρεις μήνες—
Ναι—
Κι επειδή σου είπα ότι ο άντρας μου ήθελα εγώ μετά δυο χρόνια να παντρευτούμε, γιατί ήμασταν μικροί. Ναι, αλλά αφού κι άλλοι ενδιαφέρονταν, ήθελαν να με κλέψουν. Λέει ενός παιδιού η μάνα τώρα: «Αρραβωνιάστηκες Μαρία;», λέω: «Αρραβωνιάστηκα». «Τώρα θα γίνεις πιο γρήγορα νύφη», λέω: «Αφού αρραβωνιάστηκα και νύφη θα γίνω». Εγώ καθόλου δεν μου πήγε η ιδέα γι' αυτό το πράγμα. Και μετά, αφού ακούστηκαν τα μουχαμπέτια αυτά, ότι θέλουν κι άλλοι να με κλέψουν, θέλουν κι άλλοι να με κλέψουν, πολύ τα πεθερικά μου μ’ αγαπούσαν, ο άντρας μου μ’ αγαπούσε, τον επέβαλαν οι γονείς του να 'ρθει να με κλέψει. Εγώ πήγαινα στο χωράφι και κάθε βράδυ περνούσε από κει. Λέει: «Θα φύγουμε, απόψε με έστειλαν πάλι». Εγώ δεν ήθελα. Λέω: «Μετά δυο χρόνια θα φύγω, αλλά τώρα μη. Και οι δυο μου νύφες είναι —λέω— κλεμμένες κι εγώ κλεμμένη μια κόρη —λέω στη μάνα μου—, δεν μπορώ», λέω. Ε αφού δεν μπορούσε... Από μένα άκουγε αυτά, απ' τους γονείς του άλλα, αναγκάστηκε ένα βράδυ ήρθε. Λέει: «Τώρα δεν έχει, θα 'ρθεις —λέει— μαζί μου». Κι αποφάσισα να φύγω κι εγώ. Πήγαμε στο σπίτι του, ήτανε μεσοβδόμαδα, Τετάρτη βράδυ, πήγα στο σπίτι, με καλοδέχτηκαν, με καλωσόρισαν. Μέχρι το Σαββάτο, να γίνει ο γάμος, εκεί ήμουν. Μετά ήρθαν τα αδέρφια, όλοι τσατίστηκαν, γιατί, ας πούμε, είπαμε μετά δυο χρόνια και βιαστήκανε και με έκλεψαν. Λέει ένας: «Να σηκωθείς να φύγεις, να φύγεις από εκεί! Να πας γι' άλλον!». Εγώ γι' άλλον αφού δεν ήθελα να πάω, λέω: «Πού να πάω; Ο άλλος δεν σε πιστεύει τώρα, είμαι και Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, τρεις-τέσσερις ημέρες εκεί. Τώρα δεν γίνεται», λέω. Καθόμασταν, ας πούμε, στο σπίτι. Με την κουνιάδα μου τη μικρή κοιμόμασταν ούτε και με πλησίαζε ο άντρας μου ούτε κι είχαμε τίποτε, όπως τώρα μάτσα μούτσα κάθε τρεις την ώρα, να γλύφουνε το σάλιο του αλλουνού κι ο ένας κι ο άλλος, δεν υπήρχε τέτοιο. Εγώ και που κλέφτηκα στο σπίτι —πόσο ήμουν—, μέχρι να με παντρευτεί ούτε ένα φιλί μού έδωσε. Και στο σπίτι που ερχόταν, ο αδερφός μου, ο μεγάλος έβγαινε με μένα. Όταν θα έφευγε ο άντρας μου, να φύγει, ερχόταν ο αδερφός μου μαζί μου κι έλεγε: «Τι περιμένεις; Τι θα κάτσεις; Τώρα άιντε, διαλύστε το» και έφευγε. Δεν είχαμε τίποτες, για να πούμε ότι... Εγώ αν έφευγα τότε, τον άντρα μου να τον άφηνα έτσι, δηλαδή κι εγώ θα το είχα τύψεις. Θα έλεγα ότι ήμουν και στο σπίτι του και τόσο, τρεις μήνες αρραβώνα, ένα φιλί δεν δικαιούμαι, παράδειγμα; Κι όμως, δεν είχε. Κι έτσι παντρεύτηκα, αφού και τα αδέρφια μου θύμωσαν, λένε: «Να βγεις». Λέω: «Όχι, δεν μπορώ να 'ρθω στο σπίτι τώρα, διότι το σπίτι ούτε ασβεστωμένο είναι ούτε καθαρισμένο». Για να κάνεις γάμο, να βγεις απ' το σπίτι, πρέπει κάπου να συμμάσεις, να σκουπίσεις. Η μάνα μας ήταν παράλυτη, έπρεπε κάτι το σπίτι να συμμάσουμε, να το καθαρίσουμε κι εγώ δεν ήθελα. Κι η μάνα μου δεν ήρθε, λέω «Ας έρθει η μητέρα να μου πει». Η μάνα μου, όμως, δεν ήθελε πάλι να με προσβάλλει και από εκεί, να με πάρει. Σου λέει: «Εκεί ήταν η τύχη της». Κι έτσι έμεινα εκεί, δεν έφυγα.
Η οικογένειά σας ήρθε στον γάμο σας;
Ήρθανε! Ήρθε, μόνο ο αδερφός μου ο ένας δεν ήρθε, ήρθαν όλα. Τα δυο μου τα αδέρφια ήρθανε, πριν παντρευτούμε και η πεθερά μου τους καλωσόρισε και τους κέρασε λουκούμι και λέει ο μικρός ο αδερφός τον πιο μεγάλο, λέει: «Τι ήρθαμε να την πάρουμε —λέει—; Εδώ βλέπεις και λουκούμια κερνάνε —λέει—! Άσ' την εδώ αυτή».
Κυρία Μαρία τότε υπήρχε φτώχεια μεγάλη;
Υπήρχε! Αυτοί που ήταν μόνο κτηνοτρόφοι, οι άλλοι όλοι φτωχοί ήμασταν. Μαζευόμασταν —τα καλαμπόκια μαζεύαμε— μαζευόμασταν κορίτσια, βοηθιόμασταν. Ποιοι είχαν καλαμπόκια πιο πολλά, δεν προλάβαιναν να τα καθαρίσουν. Πηγαίναμε νύχτες ολόκληρες, καθαρίζαμε, τραγουδούσαμε. Κάναμε ψάθες απ' τα ίδια τα καλαμποκόφυλλα. Πλέκαμε πρώτα, κάναμε το σχοινί, πάλι απ' το ίδιο φύλλο, και μετά πηγαίναμε το 'φαίναμε σ' έναν αργαλειό και μαζευόμασταν τέσσερα-πέντε κορίτσια απ' τη μια μεριά, τέσσερα-πέντε απ' την άλλη, μας κάναν φαΐ, τρώγαμε, τραγουδούσαμε, πλέκαμε, τελειώναμε την ψάθα. Ερχόταν και παλικάρια, ας πούμε, ήταν οι οικογένειες εκεί ανοιχτά. Εμείς δεν το εκλείναμε, η οικογένεια μου ήθελε, άνοιγε στα παλικάρια, αλλά τους άφησαν πολλές φορές. Και όλα σου τα ρούχα, όλα, ό,τι είχαμε, όλα ήταν χειροποίητα. Ψάθες κάναμε, αυτά, τα τσούλια κάναμε, τα ρούχα, μπλούζες, πουλόβερ, κάλτσα, όλα ήτανε χειροποίητα. Τα υφαίναμε, τα κάναμε στον ράφτη, ποιος ήξερε να ράβει, τα πηγαίναμε και τα ράβανε ό,τι ήθελες. Δεν υπήρχε, ας πούμε, τέτοια πράγματα.
Εσείς, που είπατε ότι πήγατε να μάθετε ράψιμο, πήγατε στο χωριό;
Στο χωριό μέσα ήρθε μια μοδίστρα εκεί σ’ ένα σπίτι, μια γνωστή τους και πήγαμε εκεί τρεις μήνες. Είπε η... φιλενάδα ήταν μία της κόρης της, ας πούμε, εμένα, λέει: «Μαρίκα, άμα θέλεις —λέει—, θα 'ρθει μια μοδίστρα εδώ, θα μας πάρει κορίτσια, όποιος θέλει, να 'ρθει να μάθει μοδίστρες». Και το είπα εγώ στη μάνα μου, λέει: «Να πας! Πες της —λέει— θα πας. Πήγαμε, τρεις μήνες κάναμε, εκεί στο χωριό. Πηγαίναμε το μεσημέρι, φεύγαμε, πηγαίναμε τρώγαμε στο σπίτι, μετά ξαναπηγαίναμε. Αλλά η μοδίστρα δεν ήταν καλή, με καμία να παρεξηγιόταν, έφευγε δίπλα, στο διπλανό το σπίτι έφευγε, δεν μας έδειχνε καλά. Όποια μπορούσε λίγο λίγο για τον εαυτό της έμαθαν. Και τα μαλλιά, να φανταστείς, που υφαίναμε, κάναμε, τα βάφαμε απ' τα δέντρα φύλλα, από τις αγριομηλιές. Κόβανε τα ξύλα, τα πελεκούσαν και με τη φλούδα τη βράζανε και πιάναν λεμονί. Ό,τι έπιανε εκείνο κόβαμε, ούτε έβγαζαν ούτε τίποτες. Απ’ τα κρεμμύδια η φλούδα, κάτι άλλα είχε στη γη, απ’ τη γη τα μαζεύανε εκείνα —πώς τα έλεγαν, δεν ξέρω— και εκείνα, ας πούμε... Εκείνα δεν τα έσπερναν, τα μαζεύαμε, έτσι φυτρώνονταν απ' τη γη. Τα έβγαζαν και έβαζαν τις κλωστές και βάφονταν. Ό,τι χρώμα έπιανε αυτό —σε βραστό νερό να το βράσεις, τι να κάνεις;— έτσι έμεινε. Τώρα τη στολή που έχω με τις κάλτσες αυτά, όλα, οι κλωστές, όλα είναι βαμμένα εδώ με τα χέρια τους, τα παλιά.
Κυρία Μαρία, τότε άμα θέλατε κάτι να αγοράσετε, υπήρχαν μαγαζιά στο χωριό; Έπρεπε να πάτε σ’ ένα άλλο χωριό; Τι κάνατε;
Μαγαζιά υπήρχε μόνο μπακάλικο και καφενείο. Εμείς, να φανταστείς, ήμασταν δεκαπέντε χρονών... ήμασταν, δεν ήμασταν. Εγώ όταν μοδίστρα πήγαινα, λέγαμε: «Η Δράμα πού είναι;». Μαζευόμασταν τώρα κορίτσια λέμε: « Η Δράμα πού είναι;», αφού καμία δεν είχε πάει, κι έδειχναν προς το Φαλακρό. Λέω: «Σιγά να μην είναι προς το Φαλακρό, αφού πάμε ευθεία ίσα κάτω. Πού; Φαλακρό από εδώ μεριά είναι, από αριστερή μεριά». Λέει «Ναι, όμως κάνουμε τον γύρο και φτάνουμε εκεί». Κι εγώ όταν πρωτοπήγα στη Δράμα και είδα, λέω —όσα βουνά έβλεπα—, έλεγα: «Από εκεί και πέρα δεν έχει άλλα σύνορα. Εδώ είναι, εδώ γύρω είμαστε». Όταν, όμως, πήγα στη Γερμανία, είδα ότι πόσο μεγάλη η γη είναι και «Πω πω —λέω—, σύνορα δεν έχει». Δεν ξέραμε ούτε Δράμα ούτε τίποτε. Δεν υπήρχε λεφτά, να πηγαίνεις, να ψωνίσεις. Τότε καμιά συνταξιούχα, άμα τύχαινε... Η θεία μου, παράδειγμα, που ο άντρας της σκοτώθηκε στον Γράμμο, έπαιρνε σύνταξη κι αυτή πήγαινε στη Δράμα κι αγόραζε ό,τι της παρήγγειλε. Η μάνα μου καμιά φορά της έλεγε: «Πάρε ένα φορεματάκι, να κάνει η Μαρία, πάρε ένα υφασματάκι». Κι αυτή είχε τρία κορίτσια, το ένα της πέθανε, δυο κορίτσια της έμειναν. Δεν υπήρχε Δράμα και παζάρι και τέτοιο, όπως τώρα. Δεν είχε. Πηγαίναμε στον κάμπο, να θερίζουμε και καπνά να σπέρνουμε, στη Προσοτσάνη, στα Κοκκινόγεια, από δω μεριά, στους Ποταμούς, μέχρι το Δέλτα, εκεί που το λένε, μέχρι εκεί πηγαίναμε. Τέσσερα-πέντε κορίτσια, πόσες ηθέλαμε να πάμε, τραγουδώντας, κουβαλώντας τα πράγματά μας, το δρεπάνι, άμα ήταν θέρος, άμα ήταν καπνά, σητεία και μας έδιναν το [Δ.Α.] από εκεί, τα πράγματα. Και πηγαίναμε με τα τραγούδια, περπατώντας παντού, Βούλα! Πουθενά δεν είχε ούτε γαϊδούρι, ούτε μουλάρι, ούτε αυτοκίνητο όπως τώρα. Όλα ήτανε να περπατάς και να πας να δουλεύεις. Όλη την ημέρα πήγαινες το πρωί ως τη [Δ.Α.] μακριά, εκεί που έχουνε τα χωράφια, θερίζαμε, οργώναμε. Κουβαλάς το φαΐ σου, την κάπα σου, να μη βρέξει, το αλέτρι, άμα είχες γαϊδούρι, να το φορτώσεις κι άμα δεν, παρακαλούσες καμία, που έτυχε να οργώνουν κατά εκεί και να σ' το φορτώσουν, καλώς. Άμα δεν, έπρεπε να βρεις ένα ζώο, να σ' τα φέρουν μέχρι το χωράφι και να πάρουν το ζώο τους. Είχαν ταλαιπωρία ο [00:40:00]κόσμος. Δεν είναι όπως τώρα, γιατί τότε ήμασταν μαθημένοι σε όλα εμείς: και να κουβαλάμε και δεν είχαμε και να τρώμε. Εγώ πήρα την αδερφή μου μια μέρα να 'ρθει, να με βοηθήσει να βγάλουμε κάτι πατάτες και είχαμε αντζούγια και καθίσαμε να φάμε, λέει: «Αυτό το φαΐ θα φάμε;», «Αυτό», «Άλλη φορά —λέει— να μη με ξαναπάρεις». Νερό δεν είχαμε να πιούμε, τελείωσε το νερό μας, δεν είχαμε νερό. «Άλλη φορά —λέει— και να με φωνάζεις δεν ξαναέρχομαι εγώ —λέει— με τέτοιο φαΐ, να σου βγάζω πατάτες εσένα». Αυτή παντρεύτηκε, πήρε... δεν ήταν και πλούσιος ο άντρας της, αλλά είχαν κτηνοτροφία και δεν της είχε... δεν υπέφερε. Εγώ δεν είχαμε τίποτα ούτε μια αγελάδα είχαμε εδώ που παντρεύτηκα. Μετά εκάναμε. Μετά τα αδέρφια μου είχαν κάνα ζώο πέρα, όταν χωρίσανε, μου δώσανε μια δαμάλα, λέει: «Να πάρεις μια αγελάδα, να έχεις ένα ποτήρι γάλα στα παιδιά σου, να μην τρέχεις να ψάχνεις». Από κει και πέρα κάναμε κι εμείς πέντε-έξι ζώα, τα βόδια μας για το ζευγάρι, για τα χωράφια, είχαμε. Κάθε... Εγώ χωρίς γιαούρτι δεν μπορώ και τώρα και τώρα. Μια εβδομάδα άμα δεν φάω, το στομάχι μου σπαρταράει και πήγαινα στη μάνα μου, έλεγα: «Λίγο γιαούρτι, αν μπορείς, να μας δώσεις». Ναι, αλλά ήμασταν οικογένεια. Μα μου έδινε μια-δυο φορές, το τρώγαμε. Πάλι κάθε τόσο μπορείς να τρέχεις, να ζητάς; Δύσκολα χρόνια, περάσαμε δύσκολα χρόνια εμείς.
Τότε με τα ζώα τι κάνατε στα χωράφια; Που είπατε είχατε... τι είχατε εσείς;
Ζώα, αγελάδια, βόδια. Οργώναμε.
Α, μ' αυτά οργώνατε—
Ναι. Ναι, μ' αυτά οργώναμε, με τα βόδια. Ζευγάρι είχαμε, με δυο βόδια, ας πούμε, και οργώναμε με άλετρα. Οργώναμε με το θέρος, με το χέρι, με το δρεπάνι θερίζαμε. Δέναμε τα δεμάτια, τα κάναμε με τα γαϊδουράκια, τα φορτώναμε, τα φέρναμε εδώ. Τα καλαμπόκια τα κόβαμε με τα χέρια, τα μαζεύαμε στα χωράφια, όπου ήταν μεγάλα τα χωράφια. Τα μαζεύαμε στοίβα εκεί και μετά με το γαϊδουράκι κάθε μέρα. Καθόταν ένας στο χωράφι κι ο ένας κουβαλούσε, για να μπορούμε να φορτώνουμε. Τα βάζαμε στα τσουβάλια, τα φορτώναμε, τα φέρναμε εδώ. Μετά μαζευόμασταν εδώ, να τα καθαρίσουμε. Καμιά φορά δεν προλάβαινες, ήταν πολλά, άμα τύχαινε, ανάβανε, όπως ήτανε μερικά πράσινα. Μαζευόμασταν, βοηθιόνταν τότε ο κόσμος, Βούλα, βοηθούσανε. Έβλεπαν ότι έχεις για καθάρισμα, δεν έλεγαν: «Να 'ρθω, να πληρώσεις, να πάω, να βοηθήσω. Να 'ρθω να βοηθήσω!». Ερχότανε. Μετά, που τελειώναμε τα καλαμπόκια, τον Σεπτέμβρη τα μαζεύαμε, τελειώναμε, οργώναμε μέχρι τον Οκτώβρη. Οργώναμε ξανά τα χωράφια, να τα ετοιμάσουμε, να τα σπείρουμε πάλι το καλοκαίρι, ποια ήταν για καλαμπόκια την άνοιξη, ποια ήταν για βρόμη το σπέρναμε τον Φεβρουάριο τώρα.
Μαζευόμασταν μετά στα νυχτέρια, μετά τον Οκτώβρη. Πηγαίναμε στα νυχτέρια. Όποια φιλενάδα είχανε κανέναν δωμάτιο περίσσιο, μες στην οικογένεια φυσικά, πηγαίναμε εκεί, μαζευόμασταν κορίτσια, τραγουδούσαμε, πλέκαμε, κεντούσαμε. Παίρναμε από λίγο λάδι απ' το σπίτι, «Εγώ θα πάρω λάδι, εσύ θα πάρεις αλεύρι, η άλλη άλλο, ζάχαρη» και κάναμε χαλβά, κάναμε λουκουμάδες. Εγώ μια φορά κάηκα και με τους λουκουμάδες. Έσκασε ένας λουκουμάς και στα μούτρα μου. Με κορόιδευαν μετά, λέω: «Άλλη φορά, που θα σας κάνω εγώ —λέω— λουκουμάδες! Θα τα κάνετε εσείς». Γελούσαμε, καλαμπούρι ήταν. Αυτά ήταν τα γλέντια μας. Σαββατοκύριακο μας φέρναν... ένα ακορντεόν είχαμε, ένα παιδί που είχε το ακορντεόν ερχόταν, μας έκαμνε χορούς, χορεύαμε, [Δ.Α.]. Εμείς εκεί κοιμόμασταν. Κάθε μία είχαμε κουβέρτα, ό,τι χρειαζόταν παίρναμε, και κοιμόμασταν όλοι εκεί, τα κορίτσια, μαζί, σ’ ένα δωμάτιο. Αλλά το γλέντι μας ήταν αυτό, πολύ καλαμπούρι.
Αυτό, όσο ήσασταν και παντρεμένες, το κάνατε;
Όχι, όχι. Παντρεμένες δεν μπορείς τώρα. Μετά, που παντρεύεσαι, δεν μπορείς να το κάνεις, γιατί έχεις τον άντρα σου, έχεις την οικογένειά σου, αλλά όσο είσαι ελεύθερη. Στον χορό, βγαίναμε στον χορό, μόλις η εκκλησία σχολούσε, η πρώτη μας δουλειά ήταν να πιάσουμε χορό. Πιάναμε στην πλατεία χορό. Άμα ήταν μέρα καλή, ας πούμε, χορεύαμε. Μετά σχολούσε ο χορός, πηγαίναμε στο σπίτι, κάναμε τις δουλειές, σκουπίζαμε τους στάβλους, φέρναμε το άχυρο, όλο. Δεν είχε ύπνο, δεν προλαβαίναμε. Για χορό πηγαίναμε όμως, μαζευόμασταν ξανά για χορό. Πηγαίναμε πάλι στην πλατεία, μαζευόμασταν. Πήγαινες στη μία, έλεγες: «Θα βγούμε να χορέψουμε;». «Να βγούμε». «Άιντε να τις φωνάξουμε και τις άλλες, να βγούμε, να πάμε να χορέψουμε». Πηγαίναμε, χορεύαμε. Το γλέντι μας ήταν, η διασκέδαση αυτή: στην πλατεία όλοι μαζί. Συρτούς, χασάπικους, πώς τους έλεγαν τους χορούς, πώς τα λένε τώρα; Χορεύαν κι οι γονείς μας βγαίναν έξω κι αυτοί μας χαζεύαν, περνούσε η ώρα τους, μετά φεύγαμε το βράδυ στο σπίτι, απ’ την αρχή. Τα ζώα να κατεβούμε να ταΐσουμε, να φάμε, να κοιμηθούμε, αύριο πού θα πάμε; Προφήτη Ηλία. Δεν είχε γιορτή Προφήτη Ηλία, πηγαίναμε στην εκκλησία, σχολούσε η εκκλησία, τρώγαμε και ετοιμάζαμε για το χωράφι να πάμε, απ’ το βράδυ να κοιμηθούμε εκεί για αύριο το πρωί, να σηκωθούμε να πιάσουμε δουλειά, να μη χάνουμε χρόνο. Του Προφήτη Ηλία τώρα, ας πούμε, μετά από μένα και μετά την ηλικία, άρχισαν να το γιορτάζουν και να διασκεδάζουν.
Πότε περίπου δηλαδή;
Πότε Βούλα; Μετά το ΄65-΄66, ξέρω κι εγώ;
Ναι.
Δεν είχε πριν ούτε Προφήτη Ηλία ούτε Αγίου Πνεύματος. Στο Άγιο Πνεύμα πηγαίναμε με τα πόδια, δεν υπήρχε τα αυτοκίνητα. Όλοι τον ανήφορο από το χωριό, ίσα πάνω, δυο-τρία κορίτσια μαζευόμασταν, οι γονείς μας λέγανε: «Πάρτε και λίγο ψωμί». Και κάνανε, ένας έκανε, κουρμπάνι, αλλά ένας μόνο, ένα καζάνι. Ποιος προλάβαινε, ποιος δεν προλάβαινε. Εμείς λέγαμε... παίρναμε από το σπίτι μας λίγο ψωμί, όποιοι έπαιρναν, λίγο φαΐ κάτι, ό,τι είχαμε, καθόμασταν εκεί λίγο, τρώγαμε. Άιντε τον κατήφορο, αν σχολούσε η εκκλησία εκεί, τον κατήφορο τραγουδώντας στο χωριό. Μέχρι και στο Παγγαίο με τα πόδια πήγαμε. Δεν υπήρχε αυτοκίνητο. Απ' τη Προσοτσάνη πηγαίναμε πιο νωρίς, από δω ξεκινούσαμε, ξημερώναμε προς τον Μιναρέ —πώς το έλεγαν—, ένα χωριό. Την άλλη μέρα, πρωί πρωί σηκωνόμασταν, ίσα για την εκκλησία, φτάναμε στο Παγγαίο. Κι από κει σχολούσε η εκκλησία, ξανά πίσω πάλι.
Όλη αυτήν την απόσταση!
Δεν ήμασταν... Ναι, δεν είχαμε αυτές τις διασκεδάσεις με αυτοκίνητο, με κόσμο, με τίποτε! Μόνο οι φιλενάδες, τα κορίτσια έλεγαν αποβραδίς: «Αύριο είναι γιορτή. Θα πάμε στου Άγιου Βλάση;». «Να πάμε». Κάμναμε πίτες, ψωμί δηλαδή, πίτα, ζυμώναμε, πηγαίναμε. Ερχόταν ο παπάς, έβγαζε εκκλησία. Μετά γύρω γύρω στην εκκλησία χορεύαμε, καθόμασταν. Από κει τον κατήφορο πάλι, με τραγούδια, στο χωριό. Στο χωριό μέσα, άιντε έναν χορό πάλι στην πλατεία. Έτσι διασκεδάζαμε.
Του Αγίου Πνεύματος εσείς τι κάνατε τότε και τι κάνετε τώρα;
Τότε δεν κάναμε τίποτα, απλώς βγαίνανε στο Άγιο Πνεύμα επάνω. Ένας είχε ταγμένο να κάνει κουρμπάνι, πήγαινε αποβραδίς, το έκανε, το ετοίμαζε. Πηγαίναμε εκεί, σχολούσε η εκκλησία. Μετά άμα ήθελες, περνούσες από κει, έπαιρνες λίγο φαΐ, άμα προλάβαινες, ένα καζάνι ήταν φυσικά, κι άμα δεν προλάβαινες, δεν έπαιρνες. Δεν είχε. Άμα είχες κάτι να φας, καλώς. Άμα δεν, θα φας κάτι στο σπίτι. Τώρα όμως, κάνουν καζάνια. Τώρα βάζουν δεκαπέντε, δέκα κατσίκια —πόσο— και βάζουν πέντε-έξι καζάνια και περνάν και τρώνε όλοι. Είτε παίρνουν στο σπίτι, άμα θέλουν, ή το τρώνε εκεί, κάθονται και το τρώνε εκεί. Τότε δεν είχε.
Πάνω, στο Φαλακρό;
Ναι, στο Φαλακρό επάνω. Τότε, όμως, δεν υπήρχε. Ένα καζάνι ήταν, ποιος; Όποιος προλάβαινε. Και προλάβαιναν εκείνοι που πήγαιναν πιο μπροστά, με τα ζώα τους, με μέσο, άμα είχαν, δικό τους, ας πούμε. Εμείς, τα κορίτσια, οι ελεύθερες, ένα γαϊδουράκι, άμα βρίσκαμε, ίσα επάνω να φτάσουμε, να μας κρεμάσει τη τσάντα, που λέμε, για το φαΐ που είχαμε, καλώς. Άμα δεν, τη κουβαλούσαμε κι εκείνη και καμιά φορά δεν παίρναμε και τίποτες, για να μη κουβαλάμε. Με τα τραγούδια πηγαίναμε κι ερχόμασταν, περπατώντας. Η μάνα μου έλεγε: «Μην πηγαίνεις. Μακριά είναι, θα κουραστείς». «Δεν πειράζει. Όλες, αφού είπαμε θα πάμε, θα πάμε». Πηγαίναμε.
Κυρία Μαρία, εσάς απ' τα χρόνια σας υπήρχαν, όμως, τα Μπαμπούγερα που κάνετε;
Και καλύτερα! Τα χρόνια μας ήταν—
Για πείτε μας, αυτά πώς ήταν τότε; Τι είναι αυτό το πράγμα; Αυτή η γιορτή τι είναι;
[00:50:00]Αυτή τότε... Την πρώτη μέρα των Φωτών δεν είχε τίποτε, μόνο απ’ τη βρύση στη στέρνα που τους βρέχανε, ας πούμε, και πηγαίναν στα ζευγάρια που ήταν νιόπαντρα, εκεί που... Ποιοι παντρευτήκαν φέτος; Εκεί θα πάνε. Εκεί πηγαίνανε, τους κερνούσαν, παίρναν τον άντρα, τον πηγαίνανε στη στέρνα, τον ρίχνανε μέσα στη στέρνα, βρέχονταν, ξανά τον πήγαιναν όργανα πάλι, με τα όργανα σπίτι. Ούτε γυναίκα πείραζαν ούτε τίποτε. Μετά, την άλλη μέρα κάνανε τα καρναβάλια. Τα καρναβάλια κάνανε. Όλη την ημέρα ο κόσμος έξω, να είναι μαυρισμένο το χωριό εδώ από κόσμο, είχαμε πολλά παιδιά, είχαμε πολύ κόσμο. Όλοι καρναβάλια, «τάγκα τούγκα», όλη την ημέρα να τρέχουν, να διασκεδάζουν, να γελάνε, να κάνουν. Περνούσαν πολύ ωραία. Μετά τα Μπαμπούγερα, την άλλη μέρα, κάνανε τις αρκούδες, κάναν τις αρκούδες, κάνανε και καμήλα, φτιάχναν δύο άτομα από κάτω. Μια χρονιά είπαν ότι έφεραν και καμήλα, δεν ξέρω εγώ, δεν ήμασταν εδώ τότε. Αλλά στα χρόνια τα δικά μας, δύο άτομα από κάτω ήταν, φτιάχναν την καμήλα, πηγαίνανε, καλαμπουρίζαν. Βάζαν μια γυναίκα επάνω στην καμήλα, την ανεβάζανε, για να πληρώσει, να τους κεράσει. Από κάτω είχανε βελόνια, ας πούμε, σε τσιμπούσαν. Εκείνη —είτε άντρας ήταν είτε γυναίκα— όλο κουνιόταν, αφού τη τσιμπούσαν, φώναζε, τσίριζε, αλλά ήταν ψηλά, δεν μπορούσε ούτε να πηδήξει ούτε τίποτα. Για να γελάνε ο κόσμος, να καλαμπουρίζουν, έκαμναν μια γύρα. Μετά πήγαιναν, την κατέβαζαν. Κάμνανε γιατρού κάνανε. Ένας γιατρός ντυνόταν, οι άλλοι είχαν κάτι, καρότσι τι. Πηγαίναν: «Αρρώστησε ο τάδε». Πιάναν μια γυναίκα —αρρώστησε, ας πούμε— να την εξετάσουν. Την εξετάζαν γελούσαν, καλαμπουρίζαν. Στις αρκούδες αρρώσταιναν οι αρκούδες. Πιάνανε μια γυναίκα, οποιαδήποτε γυναίκα, λέει: «Αρρώστησε, να 'ρθεις, να τη γιατρέψεις». Πήγαινε τάχα και η γυναίκα να τη γιατρέψει τι, σηκώνονταν η αρκούδα, την αγκάλιαζε, πηδούσαν μαζί και οι δύο, χόρευαν, ας πούμε. Καλαμπούρια! Ανάβανε κάτι τσουβάλια, δένανε με άχυρα, ας πούμε, κάνα δυο, οι άλλοι από πίσω ρίχνανε αυτό, οινόπνευμα, τα ανάβανε. Έτρεχε εκείνος μέσα στον κόσμο να σβήσει. Μέσα στον κόσμο, να σβήσει τη φωτιά. Κατά γης ξάπλωσε, μέσα στα χιόνια.
Ήτανε ακόμα πιο καλά πιο μπροστά. Τώρα δεν έχουμε τέτοιους ανθρώπους. Ειδικά τώρα το χωριό μας μαύρισε, Βούλα, με τα τόσα που έγιναν, έκοψαν ο κόσμος την όρεξή τους. Τότε δεν υπήρχε τέτοια. Τότε πέθαινε το παιδί σου κι έλεγαν οι γριές: «Άιντε σήκω. Σήκω! Φτάνει, μην κλαις! Αύριο άλλο θα γεννήσεις. Α! Δουλειά έχει! Σήκω, σήκω, άιντε! Τράβα». Δεν σε άφηναν να κάτσεις να στεναχωριέσαι, γιατί πέθανε το παιδί σου, «Αύριο θα γεννήσεις κι άλλο. Τα παιδιά είναι σαν τα αβγά». Δεν ξέρω τότε πώς τα έπαιρναν, δηλαδή δεν σε άφηναν να χαρείς το παιδί που έχασες, μικρό είτε μεγάλο. «Σήκω…». Τότε γεννούσαν οι γυναίκες... «Κι άλλο θα γεννήσεις». Έλεγαν: «Πολλά παιδιά, ας πούμε, —λέει— αφού τα δίνει ο Θεός». Δεν υπήρχε... Δεν ήξεραν τίποτε να κάνουν, για να μη γεννάν. Μια γυναίκα... Φέρνανε ΟΥΝΡΑ εδώ, δίνανε ρούχα, αλεύρι, τέτοια πράγματα, ζάχαρη και ήρθε ένας Συνταγματάρχη. Ήρθε ένας, ας πούμε, με την ΟΥΝΡΑ, με τα ρούχα να δώσει και τη φωνάζει, λέει: «Έλα εδώ». Είχε καμιά έξι-εφτά παιδιά. Λέει: «Εσύ —λέει— πόσα παιδιά έχεις;». Έξι είπε; Εφτά είπε; Δεν ξέρω. Λέει: «Γιατί τα έκανες —λέει— τόσα πολλά παιδιά;». Λέει: «Για να μεγαλώσει η Ελλάδα!», αυτή του είπε και τη φίλησε και σ’ όλο τον κόσμο εκεί που ήταν στην πλατεία, ας πούμε, σαν γιορτή ήτανε, τους φάνηκε παράξενο που τη φίλησε. Γιατί —λέει— τα έκανε τα παιδιά; «Για να μεγαλώσει η Ελλάδα». Και μετά της έδωσε ρούχα, της έδωσε πολλά πράγματα. Έτσι είναι, ας πούμε. Δεν ξέρω πολύ ταλαιπωρήθηκε ο κόσμος, αλλά πιο καλά ήτανε, ήταν πιο συμβιβαστικός, πιο αγαπητός. Κάπου να σε φώναζαν, πήγαινες, δεν περίμενες να σου δώσει λεφτά, γιατί δεν κυκλοφορούσαν. Έλεγες: «Θα πάω να βοηθήσω». Δεν είχε... Έλεγε η μάνα μου: «Καμιά φορά βλέπεις μια γυναίκα πάει για νερό —γιατί απ' τη βρύση κουβαλούσαμε νερό—. Εσένα δεν σου είναι τίποτε να πάρεις το σταμνί της, να πας να της το γεμίσεις και να το πας. Αυτή μπορεί να έχει το παιδί στο σπίτι, μπορεί να έχει έτσι, μπορεί να μην έχει νερό, να μην κάθεται ώρες στη βρύση. Πήγαινε μάνα μου, γέμισ' το εσύ, να πάει στο σπίτι αυτή, να δει τα παιδιά της και πήγαινέ της το». Και καμιά φορά, καμιά γυναίκα ψαχνόταν στην τσέπη της να βρει καμιά καραμέλα κολλημένη μέσα στην τσέπη, μες στις τρίχες, αλλά τις τρώγαμε. Μας έδιναν, τις φτύναμε, καθαρίζαμε τις τρίχες και τις τρώγαμε, αφού δεν υπήρχε καραμέλες. Τώρα... Και τώρα είναι χορτάτος απ’ όλα ο κόσμος, δεν έχουν... ας πούμε. Τώρα δεν έχει. Τώρα σιχαίνονται κι ένα νερό να δώσεις, όχι να τους δώσεις καραμέλα. Εμείς τότε, όμως, τα παίρναμε. Βλέπαμε ποιος πήγε στη Δράμα σήμερα; Μια γειτόνισσα. Άραγε έφερε καραμέλες, θα μας δώσει καμιά καραμέλα; Περιμέναμε σαν μικρά παιδιά, τώρα δεν έχει. Τι να πεις; Τι άλλο—
Κυρία Μαρία, εσείς όταν λέτε ότι είχαν φύγει πολλοί μετανάστες, είπατε απ' το χωριό στη Γερμανία—
Ναι—
Τότε δεν υπήρχανε δουλειές στο χωριό; Δηλαδή, τα χωράφια, τα ζώα; Δεν ξέρω—
Είχε, Βούλα. Η ζωή ήτανε η ίδια, ας πούμε, δύσκολη. Υπήρχε η ίδια δουλειά, δεν καλυτέρεψε. Δεν καλυτέρεψε η ζωή, ας πούμε, του κόσμου. Ποιοι πήγαν; Δείξαν ποιοι πήγαν, γιατί έκαναν λεφτά, ήρθαν, έκαναν τα σπίτια τους, όπως κι εμείς. Άμα δεν πηγαίναμε στη Γερμανία, δεν θα είχαμε σπίτι, γιατί δεν είχε λεφτά να βγάλουμε, για να περισσέψουν. Εδώ και στη Γερμανία που πήγαμε, δυσκολευτήκαμε, γιατί δεν κάτσαμε πολύ. Έσπασε η πεθερά μου το πόδι της, γυρίσαμε. Άμα δεν το έσπαζε, θα καθόμασταν κι εμείς ίσως πιο πολύ, ίσως να κάναμε και λεφτά. Αλλά είπαμε, ότι έγινε ο Αντώνης για σχολείο, φύγαμε, να προλάβει εδώ.
Εσείς πόσα παιδιά είχατε;
Τέσσερα. Η Ελένη και τρία αγόρια.
Και να σας ρωτήσω και κάτι ακόμα: τα κοφίνια, που λέτε ότι τα φτιάχνατε, θέλετε να μας πείτε πώς τα φτιάχνατε τότε;
Τότε πηγαίναμε στο βουνό. Δευτέρα πρωί, Σάββατο ερχόμασταν—
Στο Φαλακρό—
Κόβαμε... Όχι, στο Φαλακρό, πέρα, πολύ μακριά.
Α!
Δυο ώρες μακριά απ’ το χωριό, μες στο βουνό. Μες στο βουνό εκεί, κάναμε έτσι καλύβα. Τι καλύβα; Πρόχειρη ας πούμε, με φτέρη —πώς το λέγαν;— και μέναμε εκεί και τα κουνάδια μου, τρία κουνάδια κι εμείς τέσσερις κι άλλοι δύο χωριανοί, όλοι σ’ ένα ανοιχτό μέρος. Εκεί βρήκαμε, ανοίξαμε. Πηγαίναμε κόβαμε δέντρο, φουντουκιά. Κόβαμε τη φουντουκιά, την πηγαίναμε εκεί, μετά ανάβαμε φωτιά, τη βάζαμε, ζεσταίνονταν και την ανοίγαμε στα δύο. Την ανοίγαμε στα δύο τη βέργα αυτή κι από τη μια μεριά την πελεκούσε ο άνδρας μου με το ροκάνι και την άλλη μεριά, αφού ήταν η φλούδα, καθόταν, εγώ με το μαχαιράκι τη ξεφλούδιζα και τα έπλεκε ο άντρας μου. Αυτά τα τετράγωνα τα κοφίνια, για τα καπνά που... Τελευταία φορά ήρθαμε και προς τα χωριά εκεί πέρα, προς το Ροδολίβος; Φωτολίβος; Στου Καραμανλή το χωριό, εκεί πώς τα λένε; Πήραμε δανεικά λεφτά από έναν μπακάλη εδώ, μας έδωσε και φορτώσαμε ένα φορτηγό και πήγαμε και τα πουλήσαμε. Κανένας δεν μας είπε ότι τα κοφίνια αυτά δεν είναι καλά κι ο έμπορας που μας τα έπαιρνε εδώ, μας τα είχε του κουνιάδου μου τα πρώτα, του άλλου μου του κουνιάδου δεύτερα, του Αποστόλη τρίτα και του τρίτου μου, του άλλου μου του κουνιάδου, τέταρτα. Κατά κατηγορίες, για να σπάζει την τιμή. Δεν τα παίρνουν, δεν τα ζητάνε, ενώ σ’ εμάς ερχόταν ο αδερφός μου κι ένας ξάδερφός μου —έγιναν παλικαράκι, ήθελαν κανένα φράγκο—, λέει: «Θα 'ρθουμε κι εμείς, να μαθαίνουμε κοφίνια, να μας δίνεις κανένα φράγκο». Κι ερχόταν εκεί πέρα, να μαθαίνουν. Κι άμα σου πω ότι το ένα με το άλλο δεν έμπαινε μέσα; Δεν ταίριαζε; Και κάτω όταν τα πήγαμε, κανένας δεν μας είπε ότι: «Αυτά δεν μας κάνουν». Τα πήρανε όλα, ενώ αυτός μας τα έπαιρνε εδώ: «Δεν μου τα παίρνουνε κάτω, τα διαλέγουν, τα βλέπουν». Αυτός το έκανε, για να μας σπάζει την τιμή, επειδή του δίναμε από πέντε ζευγάρια δωρεάν, τζάμπα και μας τα έπαιρνε, μας έκανε χατίρι. Έλεγα στον πεθερό μου: «Μη του δίνεις». Λέει «Μην είσαι... αλλά τα κοφίνια τι θα τα κάνουμε; Πού θα τα πάμε; Αφού δεν έχουμε λεφτά, να τα πάμε οι ίδιοι μας παρακάτω, ας μας τα παίρνουν. Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο», λέει. Η πέτρα είναι βαρύ στον τόπο σου. Κι έτσι τα δίναμε σε αυτόν και, [01:00:00]σου λέω, τα πατσίζαμε με ψώνια. Ζητούσες ένα κιλό ελιές, σου έδινε μισό. Φοβόταν να μη χρεωθεί, να τον χρωστάμε εμείς. Ενώ πάντα βλέπαμε λογαριασμό, δεν έγραφε τα ψώνια ποιο, τι ήταν, διάφορα, διάφορα, διάφορα, στο τέλος υπόλοιπο. Ακόμη τόσο υπόλοιπο, όλο αυτό γινόταν. Γι’ αυτό εμείς πιο πολύ αναγκαστήκαμε να φύγουμε στη Γερμανία. Από κει και πέρα είδαμε φράγκο στο χέρι. Ούτε και τα πεθερικά μου είχαν κι εκείνοι ήθελαν να μας δώσουν σε μια εκκλησία... Αφού δεν παίρναμε πουθενά, αφού μαζί ζούσαμε, τα βλέπαμε, δεν παρεξηγιόμασταν. Τι να πούμε, έτσι ήταν η—
Τότε ζούσατε όλοι μαζί;
Όλοι μαζί—
Πεθερικά.
Εμείς —όλοι μαζί— εμείς με την τρίτη μου τη συννυφάδα έξι χρόνια κάτσαμε μαζί, στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια δουλειά. Πήγε ο κουνιάδος μου φαντάρος, έλεγε ο πεθερός μου: «Τώρα θα πάνε φαντάροι, θα απολυθεί ο Ηλίας, θα πάει ο Αποστόλης. Θα απολυθεί και μετά, άμα θέλετε, να χωρίσετε. Τώρα δεν σας χωρίζει, γιατί εμείς ήμαστε τρία άτομα —ο πεθερός μου κι εμείς δύο— θα δουλεύουμε, θα επιβιώσουμε. Ο Ηλίας από πού; Η γυναίκα του τι θα κάνει με δυο παιδιά; Πού θα πάει; Κι έτσι θα καθίστε όλοι μαζί, να απολυθούν οι άντρες σας και μετά, άμα θέλετε, χωρίστε». Και κάτσαμε έξι χρόνια με τη συννυφάδα μου μαζί. Τέσσερις συννυφάδες ήμασταν, Βούλα, σ’ ένα δωμάτιο είχαμε όλα τα παιδιά κι έπαιζαν. Μια φορά δεν μαλώσαμε! Δεν αλλάξαμε κουβέντα εγώ με τις συννυφάδες μου. Έλεγε η μάνα μου: «Κάνε υπομονή, η υπομονή κερδίζει. Εκεί που θα πεις κακιά κουβέντα, πες την καλή. Δεν χρειάζεται να μαλώνεις». Κι έτσι δεν μαλώναμε, δεν μαλώσαμε. Αυτοί πολύ μαζί, ζηλεύανε εμάς, γιατί εργατικοί ήμασταν και οι δύο, δουλεύαμε καλά, δεν κάναμε κάτι, ας πούμε, να εκμεταλλεύουμε κανέναν και μας ζηλεύανε. Έλεγαν: «Και η πεθερά σου...». Και η κουνιάδα μου, ας πούμε, στα χέρια μας πέθανε και η πεθερά μου, ο πεθερός μου στα χέρια μας πέθαναν. Και η κουνιάδα μου δεν είχε παιδιά κι αυτή αρρώστησε, δεν είχε ποιος... Της είπαμε να πάει, ας πούμε, σε κάποιον κουνιάδο, παιδί να... δεν ήθελε. «Θέλω εγώ κοντά σου». «Δεν μπορώ —λέω—, εγώ έχω τα παιδιά. Βλέπεις την κατάστασή μου». «Όχι, εγώ θέλω κοντά σου. Τίποτα δεν θέλω να μου κάνεις. Να, βάλε με εκεί στο μαγαζί, κάτω, σ’ ένα κρεβάτι. Δεν θέλω τίποτε, αλλά θέλω εδώ. Κι όπως». Πήγε στη συννυφάδα μου, στη νύφη της για έναν μήνα; Για πόσο; Σηκώθηκε, έφυγε. Έμεινε εδώ μετά, πέθανε. «Από δω θα με βγάλεις, δεν θέλω πουθενά». Οι κουνιάδες της παρεξηγηθήκαν, γιατί να μην πάει. «Δεν θέλω καμία —λέει—, δεν θέλω». Σ' το λέω αυτή... ζούσαμε, γειτονιά ήμασταν και μ’ έβλεπε. Και στη Γερμανία ήρθε, κοντά μου ήταν και εδώ που πέθανε τελευταία, κοντά μου έμεινε. «Κοντά σου θέλω. Θέλω εσύ, εσύ —λέει—... εδώ να πεθάνω».
Σας είχε αδυναμία—
Κι έτσι εδώ πέθανε. Ναι. Εδώ πέθανε.
Κυρία Μαρία, το χωριό σας έτσι με τα χρόνια τώρα έχει αλλάξει; Είστε ακόμη όλοι ντόπιοι απ' το χωριό; Έχουν έρθει κι άλλοι; Τι γίνεται τώρα;
Έχει αλλάξει τώρα λίγο. Κάτι κορίτσια τώρα που παντρεύονται από εδώ, απ' την Πετρούσα, απ' την Καλή Βρύση, τώρα τι είναι αυτές δεν ξέρω, τι ράτσα είναι. Έρχονται κορίτσια, αλλά οι δικοί μας είναι όλοι ντόπιοι. Τότε δεν βγαίναν τα κορίτσια έξω, Βούλα, δεν παντρεύονται απ’ το χωριό μας έξω κορίτσι, όλοι εδώ μέσα παντρευόμασταν. Έλεγαν οι γέροι: «Από γεωργικό χωριό να βγει βόδι, να πάει έξω, δεν κάνει. Εδώ! Τα βόδια τα καλά εδώ μέσα μένουν». Έτσι ο κόσμος ήταν όλοι εδώ. Δεν έβγαιναν, δεν παντρεύονταν έξω. Μετά, ας πούμε, με τα χρόνια, που άλλαξαν, που άρχισε οι Γερμανοί, εδώ, εκεί, ο κόσμος και βγαίνει και φέρνει—
Εντάξει, ναι—
Άλλαξε—
Τώρα εκεί πέρα, στο χωριό έχετε πολλά μάρμαρα.
Ναι! Έχουμε μάρμαρα πολλά. Απ' τη μια κακό μας είναι, αλλά απ' την άλλη δουλεύουν τα παιδιά εκεί κι έχουμε τη νεολαία εδώ πέρα, δεν έχουμε φευγάτη νεολαία. Απ' την άλλη μεριά, όμως, μα σκάψαν τη θέα όλη, το χωριό. Είναι και σκόνη, ας πούμε, με τα ανατινάγματα που κάνουν, αλλά και τι να κάνει; Ή το ένα θα γίνει ή το άλλο. Ή δεν θα έχει πόρους ζωής τα παιδιά, να δουλεύουν, να φύγουν προς τα κάτω ή θα ανέχεσαι τα πάντα, για να κάτσουν. Όλοι εδώ έχουν μαρμαράδικα.
Είναι —λέω— παράξενο, είναι απ' τη μια ότι—
Ναι—
Δημιουργούνται δυσκολίες, πού θα βρουν τα παιδιά λεφτά—
Δημιουργούνται—
Απ' την άλλη καταστρέφεται και το μέρος, τα βουνά και δημιουργούνται άλλα προβλήματα.
Άλλα προβλήματα, έτσι είναι. Είπαμε, θα δεχτείς ή το ένα ή το άλλο.
Εσείς τώρα, δεν ξέρω, είναι κάτι άλλο που θέλετε να μου πείτε; Κάτι άλλο για σας, για κάποιο έθιμο;
Βούλα, τώρα δεν έχει. Τα Χριστούγεννα όταν... τα Καρναβάλια, αυτά, πρώτα δεν έβαζαν καζάνια εδώ στην πλατεία, δεν έβραζαν. Τώρα κάνουν, επειδή πλακώνει πολύς κόσμος ξένος και κάνουν φαγητά, τσάι το πρωί, φαΐ κάνουν. Παλιά δεν υπήρχε. Παλιά κάθε μία οικογένεια από ένα γουρούνι μεγάλωνε. Τα Χριστούγεννα το σφάζανε ή για την Πρωτοχρονιά ή για τα Χριστούγεννα, πότε προλάβαινες, ας πούμε. Το έσφαζες, το ταχτοποιούσες το γουρούνι αυτό. Το άσπρο το έλιωνες, το έβαζες σε κάτι ξύλινα, σαν βαρελάκια, κι όλο τον χειμώνα έβραζες από κείνο. Τον τραχανό σου, στη φέτα σου, παντού ας πούμε, στο φαΐ έμπαινε. Το χοιρινό το αλάτιζες, το παστώνανε το άσπρο, το χοντρό, πάνω από τη πλάτη, το κόβανε, έτσι λίγο το χαράζαν, το αλατίζανε και τρώγανε όλο τον χειμώνα. Τα κρέατα τα γεμίζανε λουκάνικα. Λουκάνικα γεμίζαν και με πλιγούρι, σκέτο. Πηγαίναμε Πρωτοχρονιά στα σπίτια, μας δίνανε τέτοια λουκάνικα με πλιγούρι, καρύδια, αγριόμηλα. Δεν υπήρχε λεφτά, δεν κυκλοφορούσαν. Πηγαίναμε στη νονά, τι να μας δώσει; Από μισή δραχμή. Δεν υπήρχε λεφτά, να πας, να... Γυρίζαμε όλο το χωριό, ξυλοκέρατα, αγριομηλιές, καρύδια, κουλούρια, αυτά τα τσουρεκάκια με πλιγούρι, αυτά μαζεύαμε και χαιρόμασταν ότι [Δ.Α.].
Κυρία Μαρία, μιλήσατε για τα λουκάνικα.
Ναι.
Τα λουκάνικα του Βώλακα, που είπατε, τι διαφορετικό έχουνε, που είναι έτσι γνωστά;
Το τι; Τα λουκάνικα;
Ναι, ότι το λουκάνικο του Βώλακα είναι μια συνταγή—
Ναι—
Που είναι διαφορετική από τα υπόλοιπα, έτσι δεν είναι;
Ναι, ναι. Είναι τα μπαχαρικά, Βούλα, τα μπαχαρικά. Τα κρέατα είναι... όλα τα παίρνουν απ' τα σφαγεία, ένα είναι τα κρέατα. Παλιά είχαν, παλιά άμα έσφαζες γουρούνι εδώ στη γειτονιά για τα Χριστούγεννα και τηγάνιζες, μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά. Τότε ήταν τα χοιρινά, τώρα είναι όλα τα ίδια. Τότε έλεγαν: «Εκεί πρέπει να έσφαξαν το γουρούνι, πέρασα και μύριζε. Τσιγαρίζανε χοιρινό». Και δεν είχε τότε μπαχαρικά, Βούλα, τότε βάζανε μόνο άνηθο στα λουκάνικα, μόνο άνηθο, αλλά το κρέας ήταν. Δεν υπήρχε φάρμακα, δεν υπήρχε από αυτά που τα βάζουν και να τα διατηρούν, ας πούμε, τα συντηρητικά κι αυτά, τίποτες, σκέτο, καθαρό κρέας ήταν. Έβαζαν λίγο άνηθο ή λίγο δυόσμο κι ήταν ό,τι πρέπει.
Τα μπαχαρικά—
Τώρα είναι τα μπαχαρικά.
Και εσείς—
Ναι, τα κρέατα είναι τώρα όλα ίδια.
Εσείς κυρία Μαρία, φτιάχνετε και στολές;
Φτιάχνουμε—
Ναι, εσείς τις φτιάχνετε—
Ναι—
Για τις εγγονές σας;
Έφτιαξα! Έφτιαξα στις εγγονές τις τρεις και στη Χριστίνα, τη νύφη μου. Έφτιαξα και σε άλλα κοριτσάκια, αλλά τώρα πια δεν βλέπω και δεν μπορώ να κάνω.
Αυτό εσείς γιατί το κάνετε για τις εγγονές σας;
Τις στολές;
Ναι.
Γιατί έρχονται εδώ, έχουν... η Μαρία έχει παρέα εδώ πέρα. Η παρέα της ντύνεται και η Μαρία ντυνόταν. Και να πας να ζητήσεις στον άλλον, δεν στη δίνει τη στολή, σου λέει: «Η εγγονή μου θα ντυθεί ή θα μου τη χάσει, θα μου την αλλάξεις» και αναγκάζεσαι να κάνεις. Κι εγώ επειδή ήξερα —έμαθα, όχι ότι ήξερα—, αφού ήξερα να ράβω, λίγο πολύ έβλεπα. Κι η μάνα μου φορούσε τέτοια και έβλεπα η μάνα μου που φορούσε πώς ήταν και έπαιρνα και έκανα, ας πούμε. Έκανα και σε άλλα κοριτσάκια, δεν έκανα μόνο στις εγγονές μου και στη νύφη μου. Έκανα και σε άλλα κοριτσάκια, να έχουν.
Αυτή είναι η παραδοσιακή του Βώλακα η στολή;
Η παραδοσιακή του Βώλακα, ναι. Καθεαυτού παραδοσιακή. Η στολή μας είναι πολύ καλή. Η στολή μας είναι... Πρώτα φοράς το άσπρο, από κάτω, με κέντημα, μετά είναι το βελούδινο από [01:10:00]πάνω, λίγο πιο κοντό να’ ναι, να φαίνεται το άσπρο, μετά το επανωφόρι είναι μαύρο, πάλι πιο κοντό, να φαίνεται το βελούδινο. Με τη σειρά και τρία να φαίνονται, να δείχνουν ωραία. Η κάλτσα παρδαλή, άσπρη μέχρι το μισό, απ' το μισό και κάτω παρδαλή. Όπως λέω, τις κλωστές τις βάφαν με τέτοιες μπογιές, που δεν βγάζουν και στη βράση να τα βάλεις, δεν αλλάζει το χρώμα. Στα χωράφια πηγαίναν, όλο λάσπες γινόταν τι, τα χέρια σου πληγώνονταν, για να τα τρίψεις απ' τις λάσπες τι, αλλά τα χρώματα δεν έβγαιναν. Είναι καλά, ας πούμε. Τώρα με μαλλάκια, τώρα με μαλλάκια τα κάνουν. Δεν ξέρω τα μαλάκια, δεν νομίζω να βγάζουν και τα μαλλάκια όλα.
Αναλόγως το μαλλί.
Είναι η στολή μας, η στολή μας είναι καλή.
Έχει και φλουριά πάνω έτσι...
Και φλουριά έχει, απ’ όλα, πλεξούδες έχει πίσω με χάντρα. Είναι καλή! Δεν έτυχε να δεις καμιά φορά; Εδώ να είχε τέτοιες;
Πρέπει να 'χω δει, πρέπει να 'χω δει! Ωραία. Δεν ξέρω, κυρία Μαρία, αν εσείς θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο, κάτι να πείτε;
Δεν έχω τίποτε άλλο, Βούλα. Ό,τι με ρώτησες κι ό,τι ήξερα, αυτά σου τα είπα.
Ξέρετε μόνο τι μου είχατε πει προχθές; Μου είχατε πει για τα σπίτια, ότι τότε ήταν πολύ απλά; Πολύ...
Τα σπίτια μας —ναι— απλά πολύ. Όχι απλά, πολύ απλά! Τα σπίτια δεν είχαν ούτε… Έβλεπαν τότε να έχει δωμάτια και το ταβάνι να είναι, ας πούμε, ανοιχτό, για να βάζουν τα καλαμπόκια. Αραδιάζανε ξύλα και ψιλές βέργες, σαν φασουλόβεργες, και βάζανε τα καλαμπόκια επάνω σε κείνα, για να στεγνώνει το καλαμπόκι. Δεν υπήρχε ούτε σαλόνι, ούτε κρεβατοκάμαρες, ούτε τίποτε! Και τα καλαμπόκια τα βάζαμε εκεί, ξεραίνονταν κι όταν δεν είχες αλεύρι, κατέβαζες, το ξεσπύριζες, ας πούμε —με τα χέρια, όλα με τα χέρια— και το πήγαινες στο μύλο —ένα-δυο τενεκέδες— και σου έκανε αλεύρι και το ζυμώναμε με τα χέρια, ας πούμε, καλαμποκίσιο αλεύρι. Καλά και τώρα, θα πεις, με τα χέρια το ζυμώνουν, αλλά τότε το καλαμποκίσιο το ζυματούσαν. Πρώτα ζυματούσαν το καλαμποκίσιο με βραστό νερό, μετά κρύωνε, μετά βάζανε ή σικαλίσιο ή σιταρίσιο αλεύρι. Καλαμποκίσια εμείς τρώγαμε, καλαμποκίσιο Βούλα. Τρώγαμε στους δρόμους, παίζαμε, μας έπεφτε, φυσούσαμε και το τρώγαμε, δεν καταλαβαίναμε τίποτες! Τώρα χιλιάδες φορές, άμα σου πέσει, να πέσει το ψωμί στο παιδί: «Μη το τρως!», το πετάς ας πούμε. Τότε ψωμί δεν πετούσαμε. Μουχλιασμένο... Δεκαπέντε ταψιά βάζαμε στο φούρνο για δύο εβδομάδες. Τότε και μούχλιαζε, κόβαμε τη μούχλα, όπου είχε, και το συνεχίζαμε να το τρώμε το υπόλοιπο κι έλεγαν οι γιαγιάδες μας: «Μη, η μούχλα είναι, ας πούμε, φάρμακο, σαν μια πενικιλίνη, σαν να βάζεις μια πενικιλίνη» και δεν το σιχαινόμασταν. Το τρώγαμε. Αλλά τα σπίτια μας έτσι ήταν ανοιχτά. Μόνο τα δωμάτια που ήταν χωρισμένα, ας πούμε. Ήταν από κάτω με σανίδια. Ήταν ζεστά, Βούλα, τα ντουβάρια ήτανε χοντρά, με πέτρα, ένα μέτρο σχεδόν πέτρα παντού, γύρω γύρω και μέσα όλο σανίδι. Κι από κάτω είχαμε τον στάβλο, τα ζώα. Κι αφού είχαμε τα ζώα, τα ζώα, όσο να 'ταν κι αυτά αναπνέαν, κάναν ζεστά ήταν και έδιναν ζέστη και προς τα πάνω. Μύριζες εσύ, μύριζα κι εγώ σαν κοπριά. Δεν υπήρχε: «Εσύ μυρίζεις. Τι, πού ήσουν;». Τότε όλοι είχαμε την ίδια μυρωδιά. Τώρα πάνε στον στάβλο, έρχονται: «Μυρίζεις».
Έχουν αλλάξει.
Εκείνη δεν έκανε μπάνιο, ναι πολύ άλλαξαν. Εκείνη δεν έχει κάνει μπάνιο, μυρίζει, δεν μπορείς να κάτσεις κοντά της. Τότε δεν υπήρχε τέτοιο. Τότε ούτε και βρακιά φορούσαν, δεν είχανε. Έτσι ήταν, τι να πούμε; Τι να κρύψουμε; Αυτά ήταν!
Έτσι ήταν, αυτό.
Ναι.
Αυτή ήταν η πραγματικότητα.
Έτσι, έτσι είναι. Λέω καμιά φορά, τα λέω στα παιδιά κι άμα τύχουν η Μαρία να πω κάτι, γελάει. «Μη γελάτε —λέω—, έτσι είναι». Τώρα βρήκαμε χρόνια καλά κι εμείς ζήσαμε καλά μαζί με τα χρόνια καλά, που ήταν τα παιδιά μας, κι έτσι είδαμε καλό. Αλλά έλεγαν οι γέροι: «Θα 'ρθουν χρόνια καλά, αλλά θα 'ρθουν και δύστυχα!». Εδώ τώρα, που είχαμε το μαγαζί, ένας εδώ απ’ το χωριό μας ερχόταν εδώ και ήταν άρρωστος κι έμπαινε μέσα, λέει: «Να κάνω μια φέτα με τζατζίκι, Μαρία». «Πάρε». Λέει: «Μαρία, θα μου θυμάσαι την κουβέντα —λέει—. Δεν θα περάσουν πολλά χρόνια —λέει—, καμιά πέντε, δέκα, δεκαπέντε, πόσο θα είναι; Ο κόσμος θα γίνει σαν τα ζώα —λέει—, θα περπατάς στους δρόμους και θα είναι σαν τα ζώα. Η κόρη σου ή ο γιος σου θα φέρνει το κορίτσι στο κρεβάτι μπροστά κι εσύ θα βλέπεις και δεν θα μπορείς κουβέντα να μιλήσεις. Δεν θα υπάρχει ντροπή». Και έτσι πάει σιγά σιγά ως εκεί. Είχαμε εδώ ένα λουλούδι, δεν ξέρω αν καμιά φορά εκεί κι εσείς προς τα εκεί αν το έχεις ακούσει, όλο ήτανε μαύρο κι έλεγαν οι γιαγιάδες μας: «Αυτό το λουλούδι είναι μαύρο όλο, είναι ντροπή», το έλεγαν το λουλούδι. «Όταν αυτό το λουλούδι θα ασπρίσει, θα φύγει η ντροπή, δεν θα υπάρχει ντροπή στον άνθρωπο». Και όντως έτσι είναι. Το λουλούδι, όσο το παρατηρούσαμε, ήρθε κι άσπρισε όλο. Όλο άσπρισε, δεν υπάρχει μαύρο καθόλου. Και σου λέω, θυμάμαι και τα λόγια αυτουνού, λέω: «Οι γέροι τα προβλέπανε αυτά τα πράγματα». Οι γέροι τότε δεν είχε ούτε ρολόι, τίποτε, έβλεπαν τον ήλιο, έβλεπαν το φεγγάρι. «Το φεγγάρι τώρα...», άρχισε να χιονίζει ή να βρέχει. «Το φεγγάρι είναι γεμάτο, έτσι θα πάει όλο τον μήνα, ώσπου να αλλάξει το φεγγάρι. Ό,τι πιαστεί το φεγγάρι —έλεγαν—, έτσι θα πάει ο καιρός». Στεκόταν ο άνθρωπος έτσι όρθιος, έβλεπε την ισκιά του κι έλεγε: «Η ώρα είναι 12:00, η ώρα είναι 13:00». Ε πού ξέρεις να βλέπεις η ισκιά πού είναι; Δεν φεύγει, άμα περάσει από τον άνθρωπο, που στέκεται έτσι, και πάει ίσα πέρα, η ώρα 13:00-13:30. Όλα τα ήξεραν, όλα τα ήξεραν, τα έλεγαν με... ξέρω κι εγώ; Δεν ξέρω. Και τον χειμώνα τον έβλεπαν στα γουρούνια, στην σπλήνα. Άμα σφάξεις το γουρούνι και δεις τη σπλήνα, θα σου δείξει τον χειμώνα. Εμείς τώρα οι κυνηγοί σκότωσαν γουρούνι και ο Αποστόλης πήρε τη σπλήνα. Λέει στον Γιώργο: «Φέρε τη σπλήνα, να δούμε» και δεν είχε χειμώνα. «Προς το τέλος —λέει— θα έχει χειμώνα». Σ’ ένα μέρος ήτανε μόνο έτσι χοντρή. Η άλλη ήταν πολύ λεπτή, πολύ λίγο έδειχνε. Κι όπως, πέρασε ένα χιόνι πολύ λίγο και τώρα ήρθε το πιο πολύ. «Τρία χιόνια θα πιάσει —λέει— τα δύο θα είναι πιο μεγάλα, το ένα θα είναι μικρό, πίσω είναι ο χειμώνας». Δεν είχαμε για τα Χριστούγεννα χιόνι, ενώ μες στη σπλήνα το δείχνει απ’ την αρχή, άμα έχει, τον Νοέμβρη πιάνει τα χιόνια. Νοέμβρη, Δεκέμβρη έχουμε πολλά χιόνια. Κι εδώ είχαμε πολλά χιόνια Βούλα, πάρα πολλά χιόνια έκανε. Εδώ πηγαίνανε τους άντρες, γράφανε προσωπική εργασία και με τα φτυάρια ανοίγαν μέχρι επάνω το εκκλησάκι. Πού είναι ο Άι Γιώργης; Μέχρι εκεί ανοίγανε με τα χέρια το χιόνι. Για να πει, να 'ρθει αυτοκίνητο εδώ δεν μπορούσε. Έπρεπε μέχρι εκεί να ανοίξουν κι έτσι τους έγραφαν εδώ η κοινότητα προσωπική εργασία μέρες —τώρα πώς τους τα έκανε— και έβγαζαν τους δρόμους, άνοιγαν αυτοί. Στα αλώνια, να πάμε στο άχυρο, έπρεπε μπότες φορούσαμε. Ανοίγαμε μ' ένα φτυάρι, πηγαίναμε. Τώρα άμα είσαι δύο άτομα θα σηκώσει η μία στην άλλη το κοφίνι στην πλάτη να το πάρει. Η άλλη πώς; Το βάζαμε πάνω στο χιόνι, πάνω απ’ το χιόνι, μετά το έπαιρνες στη πλάτη σου. Με τις μπότες μες στα χιόνια. Είχαμε πάρα πολλά χιόνια.
Όταν λέτε πάρα πολλά, δηλαδή πόσα εκατοστά; Μέτρο;
Πάνω από μέτρο! Πάνω από μέτρο! Εδώ έπιαναν τα χιόνια νωρίς. Του Αγίου Αρχαγγέλου... Έχουμε ένα εκκλησάκι του Αγίου Αρχαγγέλου στο χωριό μέσα και πηγαίναμε στην εκκλησία και σαν κοριτσάκια που ήμασταν παγώναν τα πόδια μας από το κρύο, απ' τον πάγο. Τα πατούσαμε, τα χτυπούσαμε, μέχρι να σχολάσει η εκκλησία. Είχαμε χιόνια πολλά. Έφυγαν... Αφού οι Αθηναίοι δεν ήξεραν, δεν γνώριζαν, μας ρωτούσαν: «Τι είναι το χιόνι;». Τώρα έφυγαν τα χιόνια από εμάς, τώρα πήγαν προς τα κάτω. Τώρα αυτά τα χιόνια, αυτά που γίνονται με τα χιόνια κάτω, γινόντουσαν εδώ. Αφού—
Τώρα που μιλάμε πόσο χιόνι έχετε;
Καμιά είκοσι-είκοσι πέντε πόντους. Ναι. Δεν έχουμε, όχι! Έχουμε κρύο. Τότε και κρύο και χιόνι. Πλέκαμε γάντια, δεν ξέραμε να αγοράσουμε, δεν είχαμε λεφτά. Τα πλέκαμε με την κλωστή που πλέκαμε τις κάλτσες, τις μπλούζες, τα πουλόβερ, πλέκαμε και γάντια. Δεν υπήρχε, τίποτε δεν είχε αγοραστό, Βούλα, τότε. Δεν είχε, γιατί δεν υπήρχε λεφτά, δεν κυκλοφορούσαν χρήματα.
[01:20:00]Ωραία, πολύ ωραία, κυρία Μαρία! Εγώ είμαι... Τα είπατε πάρα πολύ ωραία, δεν ξέρω αν θέλετε κάτι κι άλλο;
Κάτι άμα θες να ρωτήσεις, άμα θυμηθείς; Δεν ξέρω—
Κάτι άλλο δεν... Νομίζω ότι ό,τι είχαμε αναφέρει και την προηγούμενη φορά τα είπαμε.
Ναι.
Να σας πω ευχαριστώ που μας τα είπατε όλα αυτά!
Μπορεί να ξεχάσαμε και κάτι, ποιος ξέρει—
Μπορεί, ναι. Είχατε πει κάτι για τις τσότρες νομίζω, που δεν το αναφέραμε.
Α! Όταν η νύφη παντρεύονταν, ναι. Όταν για να παντρευτεί η νύφη, μεσοβδόμαδα, την Πέμπτη, ντύνεται μία κοπέλα απ’ τη νύφη τα ρούχα και θα γυρίσει όλο το χωριό, να καλέσει. Η πρόσκληση ήταν αυτή. Και την Κυριακή, που γινόταν ο γάμος, τέσσερα-πέντε κορίτσια η νύφη τα έντυνε, τις φιλενάδες της δηλαδή, με τα δικά της ρούχα, για να βοηθήσουν, να τραγουδήσουν, να την πάνε στην εκκλησία, να την πάνε στο σπίτι. Μετά από εκεί που παντρεύτηκε, από εβδομάδα μετά απ' τον γάμο, πηγαίναν πάλι οι φιλενάδες. Δεν ξέρω πώς τα λέτε αυτά που τα κάνουν στους συλλόγους σε μια βέργα με ένα μήλο και μ’ ένα καρέ που τα... πώς τα λέτε αυτά; Ένα καρέ, σε μια βέργα με λουλούδια. Εμείς βάζαμε βαμβάκια, χρωματιστά μαλλιά, σε κλωστή περασμένα και κάναμε ένα Χ. Στις τέσσερις γωνίες τα δέναμε με την κλωστή που περνούσαμε, κάναμε ένα μήλο απάνω, το βάζαμε μέσα σε ζυμάρι πάνω απ' το μήλο και σε μια βέργα και το κρατούσε ο κουνιάδος αυτό. Και στους συλλόγους τώρα το βάζουν, αλλά δεν ξέρω πώς τα λένε.
Ούτε εγώ.
Έχεις δει τι;
Δεν ξέρω ούτε εγώ πώς το λένε. Δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα.
Έχεις δει όμως;
Ναι, ναι, ναι. Το 'χω δει.
Ναι, αυτά. Και μετά πηγαίνουν τα κορίτσια το χαλούσαν. Το χαλούσαν εκείνο στου γαμπρού το σπίτι. Τους έκαμναν τραπέζι η πεθερά, τρώγαν, τραγουδώντας το χαλνούσαν, χαιρετούσαν τη νύφη, φεύγανε. Και την πρώτη εβδομάδα, πηγαίνανε στην κουμπάρα τη νύφη πάλι. Όταν παντρευτείς, την πρώτη εβδομάδα την πηγαίναν στην κουμπάρα. Κάνανε μια πίτα, ένα ταψί, ένα στρόγγυλο ψωμί τσουρέκι και τα δώρα στον κουμπάρο, στην κουμπάρα, στον κουμπάρο, στα παιδιά, αν είχε, όλα ήταν. Και τα βάζανε σ’ ένα κλαδί με... παλιά, πιο παλιά τα βάζανε και μετά δεν τα βάζαν, τα βάζανε σε μια σακούλα. Και σε μένα, όταν... σε μια σακούλα τα βάζαν. Τα βάζαν πάνω σαν δέντρο, ας πούμε, το κουβαλούσε ένας και τα δώρα ήταν εκεί, να τα βλέπει ο κόσμος. Τώρα τα βάζουν σε σακούλα. Και τα πηγαίναμε εκεί, τρώγαμε, έκαμνε η νονά φαΐ, τρώγαμε εκεί πέρα. Το Πάσχα πάλι η νονά έκαμνε φαΐ, όλες οι κουμπάρες —ποιες στεφάνωσε, πόσες ήμασταν— πηγαίναμε στο σπίτι της, χαιρετούσαμε. Όλοι κουβαλούσαμε από τρία τσουρέκια, από τρία ψωμιά. Τα δύο κρατούσε, το ένα μας γύριζε. Και πόσοι ήταν, πόσα αβγά έπαιρναν, τόσα αβγά κι ένα ψάρι και λίγο ρύζι και πηγαίναμε στη νονά. Έκαμνε η νονά φαΐ, τρώγαμε πάλι και φεύγαμε. Εμείς ήμασταν, χτυπούσε η ώρα 12:00 το μεσημέρι η καμπάνα, κι ακόμη ήμασταν στην κουμπάρα. Ήμασταν πέντε-έξι κουμπάρες. Ώσπου να μαζευτούμε, ο καιρός περνούσε και στην εκκλησία δεν προλαβαίναμε.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ! Να 'στε καλά—
Τίποτα, να 'σαι καλά—
Να 'στε γερή, να τα θυμάστε όλα!
Ό,τι θυμόμαστε, Βούλα. Αν μας κρατάει ο Θεός τα μυαλά, να τα θυμόμαστε, καλά είναι!
Αυτό, να προσέχετε, να είστε υγιής!
Ευχαριστώ, Βούλα! Να 'σαι καλά κι εσύ! Κι εσύ ένα καλό τυχερό!
Να 'στε καλά!
Φωτογραφίες

Φαντάροι, 1960

Φαντάροι, 1960

Γάμος στον Βώλακα, 1950

Περίοδος κυνηγιού, δεκαε ...

Πάσχα στον Βώλακα
Η αφηγήτρια μαζί με τον σύζυγό της Αποστόλ ...

Πάσχα στον Βώλακα, 1965

Παραδοσιακή στολή του Βώ ...

Ζωή στο Χωριό, 1965

Πάσχα στον Βώλακα, 1970
Με το άσπρο πουκάμισο ο σύζυγος της αφηγητ ...

Παιδιά στον Βώλακα. 1960

Πάσχα στν Βώλακα, 1970
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η αφηγήτρια σε ηλικία 82 χρονών μάς περιγράφει τη ζωή σ' ένα ορεινό χωριό της Δράμας, τον Βώλακα. Αρχικά, μιλά για τη δική της ζωή, καθώς ανήκε σε μια μεγάλη οικογένεια, ενώ στην Κατοχή έχασε και τον πατέρα της. Περιγράφει τη νοοτροπία και τις ιδέες που επικρατούσαν στο χωριό, τον γάμο της με τον σύζυγό της και την αναγκαστική μετανάστευσή τους στη Γερμανία στη δεκαετία του 1960, εξαιτίας των δύσκολων οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν. Δεν παραλείπει να περιγράψει έθιμα του τόπου της σχετικά με τον γάμο, τη γέννηση, αλλά και τοπικές γιορτές, όπως είναι τα Μπαμπούγερα. Ο Βώλακας είναι ένα ορεινό χωριό της Δράμας, στο οποίο υπάρχουν πολλά λατομεία μαρμάρου και οι συγκρίσεις της αφηγήτριας ανάμεσα στην παλαιότερη και σύγχρονη ζωή δίνουν μια ξεχωριστή νότα στην αφήγηση, ενώ συγχρόνως μπορούμε να καταλάβουμε και τη δική της σκέψη.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Δερμεντζή
Ερευνητές/τριες
Παρασκευή Ευσταθιάδου
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/02/2021
Διάρκεια
84'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η αφηγήτρια σε ηλικία 82 χρονών μάς περιγράφει τη ζωή σ' ένα ορεινό χωριό της Δράμας, τον Βώλακα. Αρχικά, μιλά για τη δική της ζωή, καθώς ανήκε σε μια μεγάλη οικογένεια, ενώ στην Κατοχή έχασε και τον πατέρα της. Περιγράφει τη νοοτροπία και τις ιδέες που επικρατούσαν στο χωριό, τον γάμο της με τον σύζυγό της και την αναγκαστική μετανάστευσή τους στη Γερμανία στη δεκαετία του 1960, εξαιτίας των δύσκολων οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν. Δεν παραλείπει να περιγράψει έθιμα του τόπου της σχετικά με τον γάμο, τη γέννηση, αλλά και τοπικές γιορτές, όπως είναι τα Μπαμπούγερα. Ο Βώλακας είναι ένα ορεινό χωριό της Δράμας, στο οποίο υπάρχουν πολλά λατομεία μαρμάρου και οι συγκρίσεις της αφηγήτριας ανάμεσα στην παλαιότερη και σύγχρονη ζωή δίνουν μια ξεχωριστή νότα στην αφήγηση, ενώ συγχρόνως μπορούμε να καταλάβουμε και τη δική της σκέψη.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Δερμεντζή
Ερευνητές/τριες
Παρασκευή Ευσταθιάδου
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/02/2021
Διάρκεια
84'