Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Ο βετεράνος ποδοσφαιριστής του Παναρκαδικού, Αθανάσιος Καλοπίσης, αφηγείται
Ενότητα 1
Η αρχή της ενασχόλησης με το ποδόσφαιρο. Η ένταξη στον Παναρκαδικό. Το παιχνίδι της σεζόν 1978 - 1979
00:00:00 - 00:13:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γεια σας, πείτε μα ς το όνομά σας. Είμαι ο Θανάσης ο Καλοπίσης. Εγώ είμαι η Γεωργία Κακή, είμαι ερευνήτρια στο Istorima για τον νομό Αρκα…αιδιά που παίζουνε σήμερα στον Παναρκαδικό είναι αντάξια της φανέλας που φοράνε και θα μεριμνήσουν και τώρα η ομάδα να πάρει τον δρόμο της.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η στάση της κοινωνίας απέναντι στους ποδοσφαιριστές. Ο δάσκαλος και ο καταλυτικός ρόλος του. Διοίκηση και οικονομική εκκαθάριση του Παναρκαδικού
00:13:41 - 00:33:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κύριε Θανάση, αναφέρατε ότι κατά τα μαθητικά σας χρόνια δεν τυγχάνατε αποδοχής, λόγω του ότι ήσασταν ποδοσφαιριστής. Τι ακριβώς εννοείτε, τι… ψέματα, έτσι; Ο πρόεδρος έβγαζε, έβγαζε κι έβγαζε. Όπου κουράστηκε κι αυτός να βγάζει και κάποια στιγμή έφυγε, όπως έφυγα κι εγώ μαζί του.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η εξέλιξη της ομάδας και ο Αστέρας. Η εχθρικότητα σε εκτός έδρας αγώνες. Κοινωνική στάση της Τρίπολης μετά την ήττα
00:33:49 - 00:48:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ανέλαβαν, όμως, άλλοι που την προχώρησαν την ομάδα, προς τιμήν τους. Στην εποχή που μπήκε και πρόεδρος ο Νώντας ο Ψυχογιός. Πέρασαν κοντά δέ… πέντε επιχορήγηση, τ’ άλλα πού θα τα βρεις; Θα τα βρεις από τους φιλάθλους, από τα διαρκείας, από κάποιες διαφημίσεις. Δεν φτάνανε, όμως.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Θέση στο γήπεδο. Αντιμετώπιση από Μ.Μ.Ε. Η καριέρα ως προπονητής και η σημασία της συστηματικής προπόνησης
00:48:21 - 01:00:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κάποιο αξιοσημείωτο περιστατικό ή αστείο από τα αποδυτήρια; Στα αποδυτήρια ένα περιστατικό που θυμάμαι ήτανε ένα με τον Γιώργο τον Μπακατσ…ηλαδή να προπονώ οκτώ παίκτες και να ψάχνω την Κυριακή να βρω τους υπόλοιπους για να παίξω, το θεωρούσα αστείο. Κι έτσι έφυγα από τον χώρο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Προτάσεις από άλλες ομάδες κα οι λόγοι απόρριψης
01:00:24 - 01:06:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να σας ρωτήσω και κάτι ακόμη. Κατά τα χρόνια που παίζατε, είχατε προτάσεις για να φύγετε, να πάτε σε άλλες ομάδες; Ναι. Γιατί δεν το κάνατ…υχαριστώ πάρα πολύ! Μένω γοητευμένος από τη συνεργασία μας! Κι εύχομαι όλα αυτά να τα ακούσουν οι Τριπολιτσιώτες που τόσο πολύ τους αρέσουν!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Η αρχή της ενασχόλησης με το ποδόσφαιρο. Η ένταξη στον Παναρκαδικό. Το παιχνίδι της σεζόν 1978 - 1979
00:00:00 - 00:13:41
Γεια σας, πείτε μα[00:00:00]ς το όνομά σας.
Είμαι ο Θανάσης ο Καλοπίσης.
Εγώ είμαι η Γεωργία Κακή, είμαι ερευνήτρια στο Istorima για τον νομό Αρκαδίας, είναι Τετάρτη, 17 Φεβρουαρίου 2021, βρισκόμαστε στην Τρίπολη Αρκαδίας και συγκεκριμένα στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, δίπλα σχεδόν στο γήπεδο του Παναρκαδικού. Κύριε Θανάση, βρίσκεστε εδώ βασικά με την ιδιότητά σας ως παλαίμαχος του Παναρκαδικού Αθλητικού Ομίλου Τρίπολης, ενός ιστορικού θεσμού για την πόλη, αλλά και την Αρκαδία εν γένει. Σκοπός της συζήτησής μας είναι μέσα απ’ τα προσωπικά σας βιώματα, όπως θα μας τα αφηγηθείτε, να κάνουμε και μια αναδρομή στα χιλιόμετρα που έχει διανύσει ο Παναρκαδικός όλες αυτές τις δεκαετίες. Όμως, αρχικά, μιλήστε μας για εσάς, ώστε να σας γνωρίσουμε ως αφηγητή. Δηλαδή, πού γεννηθήκατε, πώς μεγαλώσατε, την επαγγελματική σας ζωή, την οικογενειακή σας.
Πολύ ωραία, μου δίνετε μια θαυμάσια ευκαιρία να μιλήσω για όλα αυτά που αγαπώ. Λοιπόν, λέω από την αρχή ότι είμαι ο Θανάσης ο Καλοπίσης, γεννήθηκα στο χωριό Παρθένι Αρκαδίας. Κάτω από το όρος Παρθένιο, ένα πολύ όμορφο χωριό. Και έφυγα από το χωριό δώδεκα χρονών να 'ρθω στην Τρίπολη να σπουδάσω. Τότε οι σπουδές γίνονταν λίγο περίεργα σε σχέση με τη σημερινή εποχή. Ήμασταν υποχρεωμένοι να 'ρθουμε στην Τρίπολη, να νοικιάσουμε ένα δωμάτιο κι από 'κεί να κατακτήσουμε τη γνώση μέσα στο γυμνάσιο, μετέπειτα στο λύκειο. Ήτανε μια γλυκιά εποχή, αλλά δύσκολη εποχή όπου θα 'πρεπε να βρούμε κι έναν τρόπο να συντηρήσουμε ό,τι μπορούσαμε. Εγώ σαν Θανάσης έχω να πω ότι ο Παναρκαδικός ήτανε το ξεκίνημα της ζωής μου, γιατί μέσα από τον Παναρκασικό δημιούργησα και την μετέπειτα πορεία μου στη ζωή. Στο γυμνάσιο τώρα που πήγαμε συναντηθήκαμε με πολλούς καθηγητές, πολλοί ήταν απ’ αυτούς που μας βοήθησαν, ένας απ’ αυτούς ήτανε και ο κύριος Σμυρνιώτης ο Τάσος, ο οποίος με διάλεξε σαν αθλητή στην πρώτη μου κιόλας επαφή με τη Τρίπολη κι άρχισα μα κάνω αθλητική σταδιοδρομία, αθλούμενος υπό τις οδηγίες του Τάσου του Σμυρνιώτη. Στη συνέχεια, όμως, γνώρισα έναν άλλο άνθρωπο, τον Μπραουδάκη το Στέλιο, ο οποίος ήτανε παλιός ποδοσφαιριστής του Πανιωνίου και καθηγητής γυμναστικής αγωγής στο 2ο γυμνάσιο της πόλης μας. Εγώ τότε φοιτούσα στο 1ο γυμνάσιο και είχα καθηγητή τον κύριο Σμυρνιώτη. Ο κύριος Μπραουδάκης, λοιπόν, με επέλεξε σαν ποδοσφαιριστή και με κάλεσε στο γήπεδο του Παναρκαδικού μία ωραία Τετάρτη, όπου ο Νίκος ο Ντούμας, ο γενικός αρχηγός τότε του Παναρκαδικού, μου έβγαλε ένα δελτίο ποδοσφαιριστή. Δυστυχώς ήρθανε σε μία σύγκρουση οι δύο προπονητές μου, πώς θα γίνει να παίξω ποδόσφαιρο ή να είμαι αθλητής στίβου. Θα διηγηθώ, λοιπόν, μια απλή ιστορία, έτσι για να καταλάβουμε πώς γίνονταν τα πράγματα τότε. Ήτανε μία Κυριακή πρωί που φύγαμε να πάμε να παίξουμε στην Πάτρα με την Παναχαϊκή και στο λεωφορείο φιλοξενούσε - μάλλον η αποστολή του Αρκαδικού τότε σαν αθλητική αποστολή ήταν να κάνει και κάποιους αγώνες στην Πάτρα. Έτσι οι δύο αποστολές έφυγαν μαζί. Εγώ τώρα ήμουνα με την ιδιότητα και του ποδοσφαιριστή στον Παναρκαδικό και με την ιδιότητα του αθλητού στον Αρκαδικό. Οι δύο, λοιπόν, προπονητές μου μάλωναν, με ποιον θα αγωνιστώ. Το πρωί ήτανε να τρέξω 1500 μέτρα, 12 η ώρα το μεσημέρι να τρέξω 1500 μέτρα. Και το απόγευμα στις 17:00 έπρεπε να παίξω με τον Παναρκαδικό στο παιχνίδι με την Παναχαϊκή. Όπου έρχεται ο κύριος Σμυρνιώτης πάνω μου από το κάθισμα που καθόμουνα και μου λέει: «Αποφάσισε τι θα κάνεις. Θα τρέξεις ή θα παίξεις ποδόσφαιρο;» κι εγώ με μια απάθεια του είπα ότι: «Θα παίξω ποδόσφαιρο». Από τότε μου είπε ο κύριος Σμυρνιώτης ότι: «Από μένα διαγράφεσαι», μου λέει. Με διέγραψε για κάποιο διάστημα από τη ζωή του. Εγώ, όμως, παρέμεινα στο 1ο γυμνάσιο, αντιμετώπισα κάποιες δυσκολίες όσον αφορά τη συνέχεια των σπουδών μου. Δεν είχα την απαιτούμενη βοήθεια εδώ που τα λέμε. Πήγαινα να παίξω ποδόσφαιρο, γύριζα τη Δευτέρα, στο σχολείο, δεν με υποδέχονταν καθώς θα 'πρεπε να με υποδεχθούν, σήμερα ένας ποδοσφαιριστής σαν κι εμένα θα ήταν ίνδαλμα στο σχολείο και παράδειγμα προς μίμηση. Τότε εγώ ήμουνα παράδειγμα προς αποφυγήν, καθώς ο ποδοσφαιριστής την εποχή εκείνη ήτανε και αλήτης όσον αφορά τη δομή της κοινωνίας μας. Επομένως, προσπάθησα να επιβιώσω μέσα από 'κεί. Κατά καλή μου τύχη, ο Παναρκαδικός άρχισε να με πληρώνει και να παίρνω λίγα χρήματα από 'κεί πέρα για να επιβιώσω. Η συνέχεια ήταν ότι καθιερώθηκα σε μια ομάδα που 'χε ο Παναρκαδικός στη Β' εθνική τότε και δεκαπέντε χρονών ήμουνα ο πρώτος αμειβόμενος ποδοσφαιριστής μικρότερος σε ηλικία στην Ελλάδα. Αυτό έχει καταχωρηθεί και στο Βικιπαίδεια, άμα θα το δείτε, ότι υπήρξα ο πρώτος, ο μικρότερος ποδοσφαιριστής εν Ελλάδι, αμειβόμενος. Βέβαια για εκείνη την εποχή δεν είχε ιδιαίτερη σημασία αυτό, γιατί, όπως είπα, ο ποδοσφαιριστής δεν ετύγχανε και της απόλυτης αποδοχής. Επομένως έπρεπε να επιβιώσω. Έτσι, λοιπόν, αφού μπόρεσα μέσα από διάφορα σκαμπανεβάσματα της φοιτητικής μου καριέρας στο γυμνάσιο, να το ξεπεράσω, βρέθηκα στην Αθήνα για να μπορέσω να τελειώσω το σχολείο. Επιστρέφοντας, όμως, από την Αθήνα κατά καλή μου τύχη είχε γίνει μία ένωση των ποδοσφαιριστικών σωματείων, τότε ήταν η χούντα κι έδωσε μία διαταγή κάθε πόλη να 'χει μία ομάδα σε υψηλό επίπεδο. Υψηλό επίπεδο εννοούμε τη Β' εθνική τότε και την Α' εθνική. Οπότε ενώθηκαν όλες οι ομάδες της Τρίπολης και των περιχώρων κα έκαναν μία ομάδα, η οποία έμεινε Παναρκαδικός. Δεν άλλαξε η ονομασία, γιατί ο Παναρκαδικός είχε το γήπεδο, είχε την έδρα, μπορούσε δηλαδή να προσπαθήσει για κάτι καλύτερο. Έτσι, λοιπόν, ψάχνοντας και ανακαλύπτοντας του παίκτες του ο Παναρκαδικός και τα ταλέντα που είχε, ένα από τα ταλέντα του ήμουν κι εγώ όπου μερίμνησαν να με φέρουν στην Τρίπολη και να προσπαθήσουμε όλοι μαζί για την άνοδο της ομάδας. Περιληπτικά πρέπει να πω, Γεωργία μου, ότι εγώ και άλλα παιδιά, όπως ο Μπακογιαννάκης ο Γιώργος, ο Καφετζάκης ο Γιώργος, να μη λέω τώρα άλλα ονόματα, ο Μπάρλας, και κάτι άλλα παιδιά, παραμείναμε παίζοντας στον Παναρκαδικό, αλλά ο Παναρκαδικός τι έκανε; Πέρα από αυτούς που είχε συγκεντρώσει από την Αρκαδία, είχε ένα μεγάλο - δεν μπορώ να το πω μειονέκτημα ή πλεονέκτημα - έφερνε και παίκτες από άλλες περιοχές. Δηλαδή εκείνη την εποχή έφερνε ξένους παίκτες, όπως λέμε τώρα οι ομάδες παίρνουνε από το εξωτερικό, εμείς φέρναμε στην Τρίπολη, από την Αθήνα από την Κατερίνη, από τα Γιάννενα, από τη Θεσσαλονίκη. Έτσι, λοιπόν, σιγά - σιγά απομακρύνθηκαν οι ποδοσφαιριστές της Αρκαδίας, θεωρώντας ότι δεν έπαιρναν τις ευκαιρίες που έπρεπε να πάρουν. Εγώ ήμουνα ένας απ' εκείνους όμως που δεν φοβήθηκα, δεν πτοήθηκα, ήμουνα πάντα στην προπόνηση πρώτος και θεωρούσα ότι αυτή ήτανε η αξία μου, το να παραμένω εκεί, στις επάλξεις, εκπροσωπώντας τα παιδιά της Αρκαδίας. Είχα μια δυναμικότητα όσον αφορά το να μπορώ να παίξω στην ομάδα. Θα σου πω κάτι που ίσως είναι απίστευτο, έκανα με τριάντα τρεις προπονητές. Και οι τριάντα τρεις προπονητές, όσοι ζουν σήμερα, γιατί αρκετοί δε ζουν, μ’ αγαπάνε κι έχω επαφή μαζί τους. Πάντα οι προπονητές έχουν έναν καλό λόγο για μένα, πάντα με αγαπούσαν. Τώρα αυτό θα το πούμε σε μια άλλη κουβέντα και με κάποιον άνθρωπο από αυτούς που θα βρούμε και θα μπορεί να πει κάτι γι’ αυτόν τον λόγο. Ίσως γιατί ήμουνα ένα πολυεργαλείο; Να το πω έτσι; Έκανα τη δουλειά που μου 'λεγε ο προπονητής, κι έκανα και κάτι ακόμη πέρα απ’ αυτό που μου ζητούσε; Θεωρώ ότι μάλλον αυτό ήτανε και δεν νομίζω ότι μ’ αγαπούσανε, γιατί ήμουνα όμορφος. Μ’ αγαπούσαν, γιατί έκανα τη δουλειά που θέλανε. Και παραπάνω. Έτσι, λοιπόν, παρέμεινα στις επάλξεις και στον Παναρκαδικό μας από το 1965 μέχρι το 1985, που σημαίνει είκοσι χρόνια και κάτι ακόμη. Και θεωρώ ότι είμαι ο κορυφαίος σκόρερ, έτσι λένε τα στατιστικά. Έχω τις περισσότερες συμμετοχές σε όλες τις κατηγορίες που αγωνίστηκε η ομάδα μας. Τώρα, τις πόσες συμμετοχές έχω, κάποια στιγμή μπορώ να στις πω, γιατί όσοι γράφουν για μένα, έχουν παραλείψει να γράψουν τα γκολ που έχω βάλει στις χαμηλότερες κατηγορίες που έχουμε παίξει, Δ' Εθνική, δεν τα βρίσκω πουθενά, γιατί σε μια σεζόν θυμάμαι που βγήκαμε πρωταθλητές στη Δ' Εθνική, παλιό ερασιτεχνικό ήταν αυτό, βγήκαμε πρωταθλητές με δεκαεπτά βαθμούς διαφορά, είχα βγάλει είκοσι οκτώ γκολ και ήτανε το ένα πιο όμορφα από τα άλλα. Γι' αυτά δεν αναφέρονται κανένας. Αλλά δεν αναφέρονται και στα έξι χρόνια που έχω παίξει σ’ αυτά τα γήπεδα κι εκεί ήτανε πολύ άσχημη εμπειρία, γιατί υπήρχανε κάποιοι ποδοσφαιριστές στις αντίπαλες ομάδες που ήτανε από χωριά και δεν θέλω να καταλογίσω κάποια ευθύνη στα παιδιά, αλλά τους έλεγαν: «Χτυπήστε τον, τον Καλοπίση», δηλαδή δεχόμουνα και αντιαθλητικά χτυπήματα. Όταν έπαιζα δηλαδή σε κάποια χωριά, θυμάμαι σε ένα παιχνίδι είχανε δωροδοκήσει, δίνανε δώρο σε έναν ποδοσφαιριστή και μου το 'πε ο ίδιος μετά. Του δίναν 100.000 δραχμές τότε, για να μου σπάσει το πόδι. Δηλαδή τραγικές καταστάσεις και λέμε ότι είναι δυνατόν; Ο ίδιος μου το 'πε, δεν το λέω εγώ. Ήρθε ο ίδιος και μου 'πε: «Θανάση, έτσι κι έτσι». Τέλος πάντων, καταλήγοντας θέλω να πω ότι εγώ παρέμεινα σ’ αυτήν την ομάδα από αγάπη, μεγάλη αγάπη, γιατί και μου προσέφερε αρκετά πράγματα, αλλά κυρίως γιατί ήθελα να παίξω μια χρονιά με τον Παναρκαδικό στην Α' Εθνική. Εμένα το μεράκι μου ήταν αυτό, ο στόχος μου ήταν αυτός, πίστευα ότι μπορούσαμε να παίξουμε μια χρονιά στην Α΄ Εθνική σαν Παναρκαδικός. Βέβαια έχασα πάρα πολλές ευκαιρίες για μεταγραφές. Υπήρξε ένας παράγοντας ο οποίος έλεγε: «Πάρτε όποιον θέλετε παίκτη απ’ τον Παναρκαδικό, Παναρκαδικός χωρίς Καλοπίση δεν νοείται». Το είχε βγάλει μάλιστα και στην εφημερίδα αυτός μια φορά. Να πω και το όνομά του, γιατί έβαλε και για δήμαρχος στην Τρίπολη, δεν έχει σημασία να μην το πω, είναι ο Δημοσθένης ο Δαβέτας. Ένας εξαιρετικός παράγοντας και εκπληκτικός άνθρωπος. Ο οποίος δυστυχώς έβαλε για δήμαρχος στην πόλη μας και δεν βγήκε. Άλλο κι αυτό. Τέλος πάντων. Που θα 'πρεπε να βγει παμψηφεί ο άνθρωπος δήμαρχος της πόλης την εποχή[00:10:00] που είχε βάλει. Θέλω να καταλήξω και να πω ότι η ομάδα μας έχει διαχρονική ιστορία, γιατί πέρασαν πάρα πολλοί σπουδαίοι ποδοσφαιριστές, πέραν δηλαδή από τα ντόπια παιδιά που ήτανε εκπληκτικοί παίκτες, ο τερματοφύλακας ο Κουμπούνης, και πολλοί, άλλα, πολλά άλλα παιδιά από, τώρα δεν θα αναφερθώ, ο Χατζόπουλος ο Πωλ, που πήγε κι έπαιξε Α' Εθνική. Είναι αρκετά παιδιά δηλαδή που παίξανε και σε επίπεδο Α' Εθνικής. Πέρασαν από εμάς εδώ εκπληκτικοί παίκτες κατά καιρούς και μάθαμε πράγματα απ’ αυτούς, όπως ήταν ο Σόφος ο Κουλίδης, ο Πετρίδης ο Γιώργος, ο Γιώργος ο Μάνδρος. Εκπληκτικοί παίκτες και εκπληκτικοί άνθρωποι, ο Γιώργος ο Πετρίδης βέβαια έμεινε και προπονητής μετά και μάθαμε πάρα πολλά πράγματα απ’ αυτόν. Όπως ο πρώτος μου προπονητής, ο Στέλιος ο Μπραουδάκης ο οποίος με έφερε και στο γήπεδο κι απ’ αυτόν πήραμε πάρα, πάρα πολλά πράγματα. Θεωρώ, λοιπόν, ότι αν ξαναγύριζα πίσω, πιθανόν θα έκανα πάλι το ίδιο. Τώρα βλέπουμε το γήπεδο απέναντι με χορτάρι, εμείς δεν καταφέραμε να παίξουμε στο χορτάρι ποτέ, πήγαμε βέβαια στο στάδιο που 'χε χορτάρι, παίξαμε κάποια παιχνίδια, όμως το μεράκι μου ήτανε να ανέβει η ομάδα στην Α' Εθνική, πράγμα που δεν ανέβηκε. Θα σου εξιστορήσω αργότερα μία ιστορία που υπάρχει με την Προοδευτική, που οι τριπολιτσιώτες νομίζανε ότι θα ανεβαίναμε, αν κερδίζαμε αυτό το παιχνίδι την Α' Εθνική. Όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα όπως τα αναφέρουν. Πρέπει να κάνουμε μια εξειδίκευση σ’ αυτό το παιχνίδι. Δεν ξέρω αν είναι της παρούσης να το πούμε.
Ναι, πείτε μας τώρα μιας και το αναφέρατε.
Ήτανε το 1978 - 1979 η περίοδος όπου διεκδικούσαμε το πρωτάθλημα εμείς, η Προοδευτική, η Ρόδος, δεν θυμάμαι ποια άλλη ομάδα. Ήτανε η 18η αγωνιστική του πρωταθλήματος, δηλαδή θέλαμε ακόμη δύο αγωνιστικές να τελειώσει ο πρώτος γύρος. Άρα, λοιπόν, χάσαμε αυτό το παιχνίδι, αλλά δεν χάθηκε το πρωτάθλημα. Οι τριπολιτσιώτες θέλουν θα θυμούνται ότι χάθηκε αυτό το παιχνίδι, χάσαμε το πρωτάθλημα. Μα, δεν ήθελε δύο αγωνιστικές για να λήξει το πρωτάθλημα, ήθελε έναν ακόμη γύρο, ήθελε άλλες 19 αγωνιστικές ακόμη. Όπου καθώς χάσαμε το παιχνίδι αυτό, σ’ αυτό το παιχνίδι - να πω και την ιστορία από την αρχή - εγώ δεν έπαιζα, ήμουν τιμωρημένος και μου καταλογίζουν όλοι ευθύνη ότι έπαιζα κι εγώ σ’ αυτό το παιχνίδι, το οποίο παιχνίδι εμείς δεν θέλαμε να το κερδίσουμε. Εν πάση περιπτώσει, εγώ θέλω να πω σε όποιους θα μας ακούσει μετά από αυτή τη συνέντευξη και θα το ακούσει, ότι ο Παναρκαδικός ήτανε μια γνήσια ομάδα. Αυτό πρέπει να ξέρουνε στο μυαλό τους. Ελάχιστες φορές μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι ηθελημένο. Τα παιχνίδια όσο εγώ ξέρω, κι όσο εγώ έπαιζα και το λέω αυτό βάζοντας το χέρι μου στο ευαγγέλιο, δεν έγινε ποτέ καμία εν γνώσει μου δωροδοκία ή δωροληψία. Ήτανε πάντα μία από τις καθαρότερες ομάδες ο Παναρκαδικός κι ένας λόγος, λοιπόν, που δεν ανέβηκε στην Α' Εθνική θεωρώ, τώρα που τα βλέπω ψύχραιμα τα πράγματα, είναι ότι ποτέ δεν πήγαμε να κερδίσουμε παιχνίδι εμείς δωροδοκώντας μια κάποια άλλη ομάδα. Αυτή είναι η δικιά μου η άποψη, τώρα όποιος έχει άλλη άποψη μπορεί να σταθεί απέναντί μου στα είκοσι αυτά χρόνια και να 'ρθει και να μου πει: «Κοίταξε, Καλοπίση, αυτά που λες δεν στέκουν, γιατί τότε ήσουν παρών και συνέβη αυτό». Και τότε μπορούμε να συζητήσουμε. Τώρα οι φήμες των διαφόρων φιλάθλων που είδαν, άκουσαν, είπαν, δεν με αγγίζουν. Αυτό θέλω να τους πω. Και θεωρώ ότι ο Παναρκαδικός σήμερα και σ’ αυτήν την κατηγορία που είναι, εξακολουθεί να είναι αυτή η ομάδα κι εγώ εξακολουθώ να είμαι κοντά της όσο μπορώ να είμαι και να βοηθάω με τον τρόπο μου με τη συμπεριφορά μου, με τις δηλώσεις μου. Και θεωρώ ότι αυτά τα παιδιά που παίζουνε σήμερα στον Παναρκαδικό είναι αντάξια της φανέλας που φοράνε και θα μεριμνήσουν και τώρα η ομάδα να πάρει τον δρόμο της.
Ενότητα 2
Η στάση της κοινωνίας απέναντι στους ποδοσφαιριστές. Ο δάσκαλος και ο καταλυτικός ρόλος του. Διοίκηση και οικονομική εκκαθάριση του Παναρκαδικού
00:13:41 - 00:33:49
Κύριε Θανάση, αναφέρατε ότι κατά τα μαθητικά σας χρόνια δεν τυγχάνατε αποδοχής, λόγω του ότι ήσασταν ποδοσφαιριστής. Τι ακριβώς εννοείτε, τι συμπεριφορές αντιμετωπίζατε;
Κοίταξε να δεις, για τους καθηγητές μας ο ποδοσφαιριστής ήταν αλήτης. Δηλαδή φιλόλογος καθηγήτρια μία φορά, πήγα να μπω μέσα στο μάθημά της που είχα γυρίσει από τα Χανιά συγκεκριμένα, θυμάμαι την περίπτωση, ήτανε, την πρώτη ώρα δεν πρόλαβα να πάω, γιατί γύρισα στις 05:00 η ώρα το πρωί. Με πήρε ο ύπνος, πήγα τη δεύτερη ώρα λοιπόν. Και καθώς πήγα να μπω μέσα, μου λέει: «Δεν θα μπεις στο μάθημα». «Γιατί;», της λέω. «Γιατί είσαι ποδοσφαιριστής», μου λέει. Μια αντιμετώπιση μιας καθηγήτριας που ήταν τότε είκοσι τέσσερα χρονών, τόσο μικρή και που θα 'πρεπε να 'χει άλλη άποψη για τα πράγματα. Δυστυχώς με άφησε έξω από το μάθημά της, γιατί ήμουνα ποδοσφαιριστής. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο ποδοσφαιριστής υπήρξε αλήτης, γιατί; Πώς μπορεί να είναι ένας αλήτης ποδοσφαιριστής, όταν παίζει στον αγωνιστικό χώρο κι αν πει κάτι υβριστικό, ο διαιτητής θα τον αποβάλει. Ο φίλαθλος που είναι απ’ έξω και βρίζει τα ιερά και τα όσια, αυτός τι είναι; Τότε, θεωρώ και σήμερα ακόμη, ο φίλαθλος νομίζει ότι μπορεί να πάει στο γήπεδο και να εκστομίζει ό,τι βρισιά θέλει και για όποιον θέλει. Ο ποδοσφαιριστής, όμως, δεν μπορεί να απαντήσει σ’ αυτόν που τον βρίζει απ’ έξω. Κι απορώ ακόμα, ακόμα απορώ, βέβαια το καταφέραμε αυτό και το ξεπεράσαμε, φτιάξαμε μετά τον ΠΣΑΠ, τον Σύλλογο Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών, όπου εκεί καταφέραμε και περάσαμε μια άλλη, εικόνα του ποδοσφαιριστή. Βγήκανε οι ποδοσφαιριστές κι άρχισαν να μιλάνε για το τι κάνανε. Δεν μπορεί ένας ποδοσφαιριστής που αθλείται σε καθημερινή βάση κάτω από τις οδηγίες ανθρώπων που είναι μορφωμένοι, έντιμοι και άνθρωποι σωστοί, με προδιαγραφές επιστημόνων και να γυρίζει τώρα ο άλλος και να σου λέει ότι: «Ξέρεις, είναι αλήτης». Αλήτης είναι ο καθένας με τη συμπεριφορά του και με τον τρόπο που ζει και βιώνει τη ζωή του. Μέσα από 'κεί περνάει ο καθένας με τα βιώματά του, με τον τρόπο που φέρεται και με τον τρόπο που ζει. Δεν μπορείς να λες σε έναν οικογενειάρχη ότι είναι αλήτης. Και αντιδρά ο οικογενειάρχης πλέον, λοιπόν, όταν θα του πεις αυτό κι είναι ποδοσφαιριστής, θα απαντήσει κι ο τρόπος που θα απαντήσει ή θα είναι βία, ή θα είναι λεκτική βία, ή θα είναι κάτι άλλο, δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος πλέον. Ήμασταν τυχεροί, όχι εμείς, ήταν οι υπόλοιποι, η μετέπειτα γενιά από εμάς, η οποία καταφέραμε και περάσαμε μέσα σ’ αυτό ότι ο ποδοσφαιριστής μπορεί να κάνει μεταγραφή. Εμείς δεν μπορούσαμε να κάνουμε μεταγραφή από μόνοι μας. Έπρεπε να δώσει το σωματείο τη συγκατάθεσή του, έπρεπε να 'χεις προσφέρει. Εγώ έπαθα και το άλλο, το απίθανο. Έπρεπε, λέει, να κλείσω οχταετία στην ομάδα για να μπορώ να πάρω μεταγραφή. Μόλις έκλεισα οχταετία, λέω: «Παιδιά, έχω οχταετία, ευχαριστώ πολύ πρέπει να φύγω να πάω σε μια άλλη ομάδα ή πρέπει να μου δώσετε κάποια χρήματα για να με κρατήσετε κι άλλο. Τι μου είπαν; «Ξέρεις, μέσα στα οκτώ χρόνια, στα δέκα χρόνια που παίζεις, είχαμε μία διακοπή σαν αμειβόμενος». «Τι, ρε παιδιά, είχαμε;». Λέει: «Παίξαμε στο τοπικό, παίξαμε στο ερασιτεχνικό. Στο πανελλήνιο ερασιτεχνικό παίξαμε μία χρονιά. Άρα εσύ έκανες τέσσερα χρόνια, αλλά μετά την πέμπτη χρονιά που έπαιξες ερασιτεχνικό, από ΄δώ και μετά συνεχίζονται τα άλλα οκτώ χρόνια». Δηλαδή έπρεπε να κάνω άλλα οκτώ χρόνια, τα τέσσερα πριν δεν πιάνονταν. Άρα δηλαδή εγώ έμεινα τέσσερα και οκτώ, δώδεκα, για να κάνω μεταγραφή, άμα είκοσι και δώδεκα πόσο πάει; Τριάντα δύο χρονών, πού να πάω τριάντα δύο χρονών; Ήμουνα ήδη γέρος ποδοσφαιρικά. Είδες πώς σε είχανε δέσμιο μιας κατάστασης; Όλοι αυτοί που μας έλεγαν αλήτες. Κι όταν αντιδράσαμε εμείς, οι ποδοσφαιριστές αντιδράσαμε κι όχι για μας πλέον, αντιδράσαμε για τις μετέπειτα γενιές και καταφέραμε βέβαια κι οι ποδοσφαιριστές σήμερα έχουν συμβόλαια, οι αμειβόμενοι, δηλαδή ακόμα και από την Δ' Εθνική Κατηγορία, οι άνθρωποι αμείβονται. Μπορούν να κάνουνε μόνο το επάγγελμα του ποδοσφαιριστή. Εγώ τότε αν δεν είχα το επάγγελμα του τραπεζοϋπάλληλου και θα πάμε εκεί, που κατάφερα να μπω σε μία υπηρεσία, όπως ήταν η τράπεζα, κι είχα έναν μισθό κάθε μήνα να μεγαλώνω την οικογένειά μου και να σπουδάζω τα παιδιά μου. Αν έπαιζα μόνο ποδόσφαιρο, θα ήμουνα στην ψάθα σήμερα, όπως πολλοί συμπαίκτες μου οι οποίοι παίξανε και Α' Εθνική, μεγάλα ονόματα έχουνε μείνει στην ψάθα και δεν έχουν να φάνε σήμερα, γιατί δεν είχανε μία άλλη δουλειά να κάνουν. Που σημαίνει ότι τα λεφτά που έπαιρναν από το ποδόσφαιρο ήτανε μηδενικά, δηλαδή δεν έπαιρναν χρήματα οι άνθρωποι. Και δεν μπορούσαν να κάνουν και τίποτα άλλο, γιατί τους είχανε πρωί - απόγευμα προπόνηση και ποια άλλη δουλειά μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος αυτός; Και σήμερα ακόμη υπάρχει πρόβλημα, στις χαμηλές κατηγορίες δηλαδή τα παιδιά που παίρνουνε μόνο λίγα χρήματα από το ποδόσφαιρο, πρέπει να βρούνε και μια άλλη δουλειά. Γιατί άμα δεν έχουνε καμιά άλλη δουλειά να κάνουνε και παντρευτούν κιόλας και κάνουν οικογένεια, τελειώσανε, φυτοζωούν. Αυτά.
Αναφέρατε, επίσης, ότι ανάμεσα στον κλασικό αθλητισμό, τον στίβο, και το ποδόσφαιρο, χωρίς δεύτερη σκέψη απαντήσατε αμέσως ότι θα παίξετε ποδόσφαιρο. Αυτό γιατί το κάνατε;
Εγώ δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να γεννήθηκα χωρίς μπάλα. Όταν ήμουνα στο χωριό μέχρι και το δημοτικό, γιατί το δημοτικό το έβγαλα στο Παρθένι, όπου πρέπει τώρα να αναφερθώ, αφού πιάσαμε και την προσωπική μου ζωή, πρέπει να αναφερθώ σε έναν υπέροχο δάσκαλο που είχαμε, ο κύριος Κατσούλας Δημήτρης, ο οποίος είχε έναν φανταστικό τρόπο να μπορεί να καταλάβει τι μπορεί να κάνει στη ζωή του το παιδί αυτό που 'χει απέναντί του. Είχε γράψει ένα βιβλίο ορθογραφίας τότε, περιττό να σου πω ότι είμαι υπέρ της ορθογραφίας και διορθώνω ακόμη κι αυτά που γράφουμε και δεν περιμένω το λεξικό μέσα στην τεχνολογία να μου τα διορθώσει. Και όταν καμιά φορά είναι λάθος μια λέξη ξαναγυρίζω στο επεξεργασία και τη γράφω όπως πρέπει να τη γράψω. Είμαι υπέρ αυτής της κατάστασης. Ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, είχε φροντίσει τότε να μιλάει με τους γονείς, και να τους λέει: «Το παιδί θα πρέπει να πάει γι’ αυτή την κατεύθυνση». Κι έτσι πήγε τότε, θυμάμαι, στη μάνα μου και της λέει, όταν πήραμε το απολυτήριο του δημοτικού, της λέει: «Ελένη», της λέει της μάνας μου, «το παιδί θα το στείλεις στο γυμνάσιο». Και του λέει η μάνα μου: «Με τι λεφτά να το στείλω, δάσκαλε;». Του λέει: «Δεν ξέρω», της λέει, «πούλα το χωράφι που έχεις». Είπε της μάνας μου. «Πούλα το χωράφι που έχεις». Εν πάση περιπτώσει, συγχωρεμένος είναι τώρα γι’ αυτό αναφέρομαι και στην μνήμη του, έβγαλε επιστήμονες απ’ αυτό το σχολείο, σήμερα έχω να πω για τον Τσάλτα, για τον Μουρλά, για τον Στάθη, για [00:20:00]τον, ποιος ήταν ο άλλος; Δηλαδή απ’ αυτή τη φουρνιά τη δική μας, βγήκανε πέντε επιστήμονες. Είναι σημαντικό πράγμα εκείνη την εποχή από ένα χωριό σαν το δικό μας να βγαίνουνε πέντε επιστήμονες. Και πράγματι βρίσκονται οι άνθρωποι αυτοί στις επάλξεις κι είναι φανταστικοί και άνθρωποι και επιστήμονες. Ας είναι αιωνία η μνήμη αυτού του ανθρώπου που πράγματι μας έκανε από μικρά παιδιά να έχουμε κατεύθυνση και δημοκρατική κατεύθυνση, δηλαδή να μην σκεφτόμαστε μόνο το δικό μας το καλό, να σκεφτόμαστε και των διπλανών μας. Εγώ έτσι γαλουχήθηκα και την ομάδα του Παναρκαδικού την έβλεπα σαν οικογένεια και τα παιδιά που ήτανε συμπαίκτες μου, πάντα η συμπεριφορά μου απέναντί τους ήτανε αδερφική. Θεωρούσα ότι ο παίκτης του Παναρκαδικού είναι αδερφός μου. Με τους περισσότερους, να μην πω με όλους, έχω μια αδελφική σχέση και φιλική σχέση όπου υπάρχουν, να 'ναι καλά όπου βρίσκονται, τους στέλνω τα χαιρετίσματα μου και την αγάπη μου, θα πρέπει να 'χω παίξει ίσα με χίλιους ανθρώπους μαζί ποδόσφαιρο στον Παναρκαδικό. Βέβαια, ξέχασα να σου πω ότι έχω πάει και δύο χρόνια στον Πανηλειακό, το άφησα τελευταίο αυτό. Γιατί έπαιξα είκοσι δύο χρόνια ποδόσφαιρο σύνολο κι όχι είκοσι. Τα δύο τελευταία μου χρόνια τα έπαιξα στον Πανηλειακό, όπου, εντάξει, δεν έχω καμιά πικρία που πήγα εκεί, γιατί ήτανε μια μεγάλη εμπειρία. Βρήκα ανθρώπους οι οποίοι με υπεραγάπησαν και μ’ αγαπούν ακόμη. Να σκεφτείς ότι μία χρονιά, την πρώτη μου χρονιά έβγαλα εννιά γκολ. Κι ήμουνα πρώτος σκόρερ της ομάδας και το 'χουν να το λένε. Μου 'καναν και μια θαυμάσια υποδοχή μια στιγμή που 'χα πάει με τις μεικτές ομάδες της Αρκαδίας που ήμουνα προπονητής για ένα διάστημα. Δεν μπορώ να μην πω ότι εντυπωσιάστηκα φοβερά, πήραν τα παιδιά να δούνε ένα παιχνίδι, ο Πανηλειακός ανέβηκε Α' Εθνική, εγώ όταν ήμουνα ήτανε Γ' Εθνική. Μετά, όμως, έκανε ωραίες μεταγραφές, πήγε κι ένας καλός άνθρωπος εκεί, πήγανε και παίξανε Α' Εθνική οι άνθρωποι. Και πήγαμε τις ομάδες να δουν το παιχνίδι, έπαιζε ο Πανηλειακός με τον Απόλλωνα ένα παιχνίδι κυπέλλου. Και καθώς πήγαμε να μπούμε στο γήπεδο, ακούστηκε ένας ψίθυρος: «Ο Καλοπίσης, ο Καλοπίσης, ο Καλοπίσης», κι αρχίσανε να βαράν παλαμάκια. Εγώ ήδη τότε ήμουνα σαράντα χρονών, δηλαδή είχα φύγει έξι χρόνια. Είχα παίξει δηλαδή όταν ήμουνα τριάντα τέσσερα χρονών εκεί. Είχα έξι, εφτά χρόνια φύγει, αλλά με θυμόντουσαν με αγάπη και μου βάραγαν παλαμάκια, κι ακόμη έχω καλή επαφή με τον Γιώργο τον Μώρο που είναι κοντά στην ομάδα. Κι εν πάση περιπτώσει ήτανε δύο όμορφα χρόνια εκεί, με ωραίες εμπειρίες και πραγματικά θα 'κανα πάλι αυτό. Τώρα, όσον αφορά, να γυρίσουμε πίσω στο, από το χωριό που ξεκινήσαμε με τον εκπληκτικό αυτό δάσκαλο, που μας έδινε τις κατευθύνσεις πολύ όμορφα. Και μερίμνησε εγώ τουλάχιστον να έρθω στο γυμνάσιο, γιατί πιθανόν κάπου στην Αθήνα θα 'μουνα κανένας εργάτης, εκεί το βλέπω. Γύρισα, λοιπόν, και ήρθα στην Τρίπολη και μετά από ενάμισι χρόνο, δύο χρόνια, δύο χρόνια, έπαιζα στον Παναρκαδικό ποδόσφαιρο επαγγελματικό, αμειβόμενο, κι έπαιρνα και τα πρώτα μου χρήματα από τον Παναρκαδικό, εκατόν πενήντα δραχμές τότε. Που ήτανε καλά λεφτά, αλλά για εννιά μήνες. Είχαμε ένα τρίμηνο κενό, όπου εκεί έπρεπε να βολευτούμε μόνοι μας. Και δυσκολευόμασταν. Εκεί συνάντησα, λοιπόν, αρκετούς ανθρώπους που πραγματικά με στήριξαν. Ο Φώτης ο Αθανασιάδης που ήτανε γενικός αρχηγός στην ομάδα, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο αδερφός του ο Βαγγέλης. Ο άλλος, ο Σούλης ο Αθανασιάδης. Αρκετοί άνθρωποι οι οποίοι εμένα με βοήθησαν, ο Γιώργος ο Μπουρτσουκλής, θέλω να πω δηλαδή ότι πάντα είχα μία καλή τύχη από ανθρώπους που με συμπαθούσαν, με εκτιμούσαν, έβλεπαν ότι μπορούσα να προσφέρω και στην ομάδα και πραγματικά ήτανε μία πορεία, η οποία ήτανε παράλληλη. Όσον αφορά το ποδόσφαιρο, εγώ εξελισσόμουν και στην ιδιωτική μου ζωή. Πέρασα σε έναν όμορφο διαγωνισμό της Εθνικής Τράπεζας, αργότερα αφού δούλεψα σε κάποιες άλλες, σε δημαρχεία για ένα διάστημα, στο ΚΤΕΛ σαν εισπράκτορας ένα καλοκαίρι. Θέλω να πω δηλαδή ότι έκανα δυο βήματα μπροστά κι ένα βήμα πίσω πάντα. Ούτε δύο βήματα πίσω ποτέ. Έκανα δύο μπροστά, ένα πίσω. Και στη συνέχεια που πέρασα στην Τράπεζα τα πράγματα εξελίχθηκαν πιο όμορφα για μένα. Έκανα μια πολύ καλή οικογένεια. Σήμερα έχω τρία παιδιά κι επτά εγγόνια. Και καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα είναι πιο όμορφα για μένα, δεδομένου ότι κάθε μέρα κάποιο από τα εγγόνια μου θα μου πει μια γλυκιά καλημέρα, θα 'χω μια αγκαλιά και συγχρόνως μέσα στην πόλη, αν θα βγω να κυκλοφορήσω, τώρα δεν μας αφήνει ο κορονοϊός να το κάνουμε αυτό, πάντα θα βρω κάποιους ανθρώπους που θα με κεράσουν καφέ, θα μιλήσουμε για τα παλιά, θα πούμε πέντε κουβέντες για τον Παναρκαδικό τον ιστορικό. Πάντα υπάρχει χώρος γι' αυτή την ομάδα, γιατί είναι μες στις ψυχές των ανθρώπων της Τρίπολης. Πρέπει να σου χαρακτηριστικά βέβαια, γιατί ο κόσμος αγαπάει, λέει, τον Παναρκαδικό; Τον αγαπάει τον Παναρκαδικό ο κόσμος –
Ήθελα να σας το ρωτήσω αυτό. Τι πιστεύετε γι’ αυτό;
Ναι, θες να το κάνουμε κουβέντα τώρα;
Ναι, τώρα, ναι.
Ναι, να το κάνουμε. Ο Παναρκαδικός κυρίως την εποχή μας που, δεν θα πω μεσουρανούσε, γιατί είναι μεγάλη κουβέντα το μεσουρανούσε, θα πω την κουβέντα ότι είχε την τέχνη και την αγάπη όχι μόνο της Τρίπολης, αλλά όλης της Αρκαδίας, ήτανε πραγματικά Παναρκαδικός. Και ταυτόχρονα τον αγαπούσανε οι Αθηναίοι τριπολιτσιώτες και Αρκάδες. Δηλαδή όταν πήγαμε στην Αθήνα, στο Περιστέρι, είχαμε πιο πολύ κόσμο απ’ ότι είχε η γηπεδούχος ομάδα. Είχαμε δυο, τρεις χιλιάδες κόσμο εμείς, που μένει στην Αθήνα στο Περιστέρι.
Φοβερό!
Λεωφορεία, εφτά, οχτώ λεωφορεία φεύγανε από την Τρίπολη και ακολουθούσαν, ακολουθούσαν την ομάδα, τι γινόταν όμως; Εμείς κερδίζαμε. Έτσι; Και γυρίζαμε στην Τρίπολη. Η Τρίπολη, ήτανε φωταγωγημένη, ο δήμαρχος είχε δώσει εντολή να φωταγωγηθεί η πόλη. Έπεφταν πιστολιές σαν να ήμασταν στην Κρήτη. Δηλαδή είχαμε έναν γενικό αρχηγό τότε, συγχωρεμένος κι αυτός, ο κύριος Σταυρόπουλος, ο οποίος είχε το εθνικό εστιατόριο στην πλατεία. Ο οποίος έβγαινε, μόλις άκουγε ότι κερδίσαμε, αν ήτανε στην αποστολή κι ήτανε κοντά, εντάξει, έστελνε κάποιον άλλον να βγει κι έστελνε φωτοβολίδες στον αέρα κι αυτό απαγορευόταν τότε, ήτανε η χούντα. Κι άμα τον έπιαναν, πήγαινε μέσα, φυλακή κατευθείαν. Κι έβγαινε, λοιπόν, πυροβολούσε, λοιπόν, εκεί πέρα κι αν άκουγαν τις πιστολιές οι τριπολιτσιώτες, ξέρανε ότι η ομάδα κέρδισε. Αν δεν ακουγότανε, είχαμε χάσει. Τη Δευτέρα, λοιπόν, ο Σταυρόπουλος αυτός και δύο άλλοι, παίρναν το μπλοκάκι και πήγαιναν στα μαγαζιά της Τρίπολης. Και δεν του 'λεγαν του καταστηματάρχη: «Δώσε τι έχεις για τον Παναρκαδικό». Ο καταστηματάρχης ήξερε ότι, αφού κέρδισε η ομάδα, πρέπει να πάρουνε πριμ οι παίκτες. Άρα πρέπει να δώσω κάτι. Τι έκανε αυτός, όμως, για να μην του πάρει ό,τι είχε ο Σταυρόπουλος κι οι άλλοι, γιατί πήγαιναν, του άνοιγαν το συρτάρι. Αυτός άφηνε μέσα δυο, τρία κατοστάρικα, τ’ άνοιγε αυτός, του τα 'παιρνε. Του 'δινε μία απόδειξη κι έφευγε. Τι σημαίνει, λοιπόν, αυτό; Ότι αυτός ο άνθρωπος, ο καταστηματάρχης, την πλήρωνε την ομάδα. Η ομάδα ήτανε και δικιά του, γιατί έβγαινε στο γήπεδο κι έλεγε: «Ρε, εγώ σας έδωσα πριμ χτες, παίχτε λίγο μπάλα». Τώρα δεν μπορεί να το πει αυτό ο καθένας, η ομάδα είναι κάποιου. Δεν λέω για τον Παναρκαδικό, λέω για τις επαγγελματικές ομάδες. Ευτυχώς ή δυστυχώς, ο Παναρκαδικός δεν έγινε ποτέ γνήσια ΠΑΕ, δεν έγινε ΠΑΕ. Είναι ένα σωματείο αμειβομένων ποδοσφαιριστών που, όμως, έχει διοίκηση, η οποία εκλέγεται από τον κόσμο και τον έχει διοικήσει η μισή Τρίπολη. Αν δεις δηλαδή κάποιους έξω, θα σου πουν: «Εγώ έχω περάσει απ’ τη διοίκηση του Παναρκαδικού». «Κι εγώ έχω περάσει». «Κι εγώ». Δηλαδή κάθε δυο χρόνια ο Παναρκαδικός κάνει εκλογές και βγαίνουν καινούριοι άνθρωποι. Από μια μεριά είναι καλό, από μια μεριά είναι και κακό. Γιατί μία διοίκηση αφήνει κάποια υπολείμματα και κάποια άλλη δεν αφήνει. Κάποιος πρέπει να κοιτάξει τι θα γίνει και μέσα σ’ αυτά τα διαστήματα υπήρξαν και κενά διαστήματα, κακών διοικήσεων και καλών διοικήσεων. Τώρα, κακή διοίκηση για μένα δεν είναι καμία. Κακή διοίκηση, όμως, είναι εκείνη που δεν κατεβάζει την ομάδα να παίξει. Άμα φτάνεις στο σημείο να μην μπορείς να κατεβάσεις την ομάδα να παίξει, φωνάζεις: «Φίλε» και κάνεις γενική συνέλευση και λες: «Ξέρεις, δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα. Για μαζευτείτε εδώ πέρα κάποιοι να δούμε τι θα κάνουμε για την ομάδα». Πέρασε και τέτοια εμπόδια ο Παναρκαδικός. Τώρα βλέπω ότι παραιτήθηκε ο πρόεδρος, τώρα τελευταία ακούω. Θεωρώ ότι κάτι πρέπει να γίνει γι' αυτό το κομμάτι. Ούτε μπορεί η ομάδα τώρα να χρεώνεται, γιατί πέρασε κι από έναν τέτοιο κυκεώνα χρεών. Η ομάδα είχε ένα κακό όνομα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και θα σου πω πάλι μια ιστορία που περνάει μέσα από μένα. Δεν θέλω να είμαι εγωιστής και να λέω εγώ κι εγώ, αλλά κάποια εποχή μάς λέγανε ότι η ομάδα χρωστάει χρήματα παντού και δυστυχώς αν δεν έλεγαν αυτές τις ανοησίες, η ομάδα θα είχε άλλο μέλλον. Γιατί εγώ θεωρώ, εμένα δεν μου 'γινε πρόταση, αλλά θυμάμαι ότι, όταν είχε έρθει ο κύριος Μπάκος κι ο κύριος Καημενάκης, είχανε κάνει πρόταση να πάρουν τον Παναρκαδικό. Θεωρώ ότι είναι αλήθεια. Εγώ δεν μπορώ να το πω, γιατί σ' εμένα δεν ήρθε κανένας, δεν άκουσα προσωπικά κάτι, αλλά οι φήμες λένε αυτό. Αν, λοιπόν, τότε είχανε πάρει την ομάδα, τον Παναρκαδικό, αυτοί οι άνθρωποι, αυτή τη στιγμή θα ήτανε εκεί που είναι ο Αστέρας. Είναι μία παράγραφος αυτή, είναι μία, είναι μία, πώς να το πω, μια παρένθεση, την οποία τη βγάζω πέρα. Όμως τι συνέβη; Λέγοντας χρωστάει και χρωστάει, χρωστάει και χρωστάει, κανένας δεν αναλάμβανε να δει πού χρωστάει και τι χρωστάει. Οπότε μία ωραία πρωία, ο Παπαηλίου που έχει την Αρκαδική Τηλεόραση και είναι και μηχανικός στην νομαρχία, ανάλαβε την προεδρία, με φώναξε και μου 'πε: «Θέλω να είσαι γενικός γραμματέας της ομάδας». Του είπα: «Πρόεδρε, εγώ χρήματα δεν έχω, μπορώ όμως να σου 'χω τα χαρτιά στην εντέλεια, δεδομένου ότι είμαι ένας καλός υπάλληλος της τράπεζας. Ξέρω από λογιστικά, μπορώ, λοιπόν, να έχω την ομάδα εκεί. Όμως πρέπει να βρούμε τι χρωστάμε», του λέω. «Να δούμε τι χρωστάμε», μου λέει ο πρόεδρος. Τότε στη διοίκηση ήτανε κι Μιχάλης ο Σμυρνιώτης, ο Αλέμης ο Δημήτρης, ο Δημάκης ο Παναγιώτης και φτιάξαμε το γήπεδο χορτάρι. Επί εποχής μας, λοιπόν, διοίκηση, εγώ κι αυτοί οι άνθρωποι, που περισσότερο ο Παπαηλίου, ο Αλέμης κι ο Δημάκης, μερίμνησαν να γίνει χορτάρι το γήπεδο. Το αποτ[00:30:00]έλεσμα, λοιπόν, ήτανε εγώ με την χαρτούρα που ασχολήθηκα, συμβουλεύτηκα τον δικηγόρο, τον Κωστόγιαννη τον Δημήτρη, και τον ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια, και του είπα: «Δημήτρη, κοίταξε να δεις, λέει ο Παναρκαδικός χρωστάει και χρωστάει. Αναλάβαμε διοίκηση εμείς. Τι μπορούμε να κάνουμε, να δούμε σε ποιον χρωστάμε εν τέλει; Τι χρωστάμε και πού χρωστάμε». Μου είπε ο Δημήτρης: «Λοιπόν, κοίταξε τι θα κάνετε. Θα ανακοινώσετε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι θέλετε να εξοφλήσετε τα χρέη του Παναρκαδικού. Κι όποιος χρωστάει, του χρωστάει ο Παναρκαδικός, θα 'ρθει να πάρει τα λεφτά του, θα σας πει πόσα είναι». Του λέω: «Πλάκα μου κάνεις; Ποια λεφτά να του δώσουμε, δεν υπάρχει μία». «Όχι», μου λέει, «φώναξέ τους να 'ρθουνε κι όταν θα 'ρθουνε», μου λέει, «κάποιοι και θα σου λένε ότι: "Μου χρωστάς αυτά", θα με φωνάξεις κι εμένα, να είμαι παρών». «Πολύ ωραία», του λέω. Ανακοινώσαμε στα μέσα μαζικής, εγώ Δευτέρα, Δευτέρα Τετάρτη Παρασκευή ήμουνα στο γήπεδο από τις 07:00 μέχρι τις 21:00 στο γήπεδο, για μεγάλο χρονικό διάστημα, τρεις, τέσσερις μήνες και περίμενα να 'ρθουνε οι άνθρωποι που τους χρωστούσε ο Παναρκαδικός χρήματα. Δεν ήρθε κανένας. Δεν ήρθε κανένας! Άρα πού χρωστούσε ο Παναρκαδικός; Χρωστούσε, λοιπόν, στην εφορία και στο ΙΚΑ. Πάω κι εγώ στην εφορία, λοιπόν, μια ωραία μέρα, βρίσκω τον έφορο κι ήτανε ένα πολύ καλό παιδί, τριπολιτσιώτης, ό,τι είχε αναλάβει κιόλας, δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του. Μπορώ να το θυμηθώ, όμως, και να το πω κάποια στιγμή. Προς τιμήν του. Του λέω: «Ήρθα», του λέω, «να μάθω, λένε ότι χρωστάει ο Παναρκαδικός στην εφορία, μπορείτε να μου πείτε», του λέω, «τι χρωστάμε εν τέλει στην εφορία;». Φωνάζει έναν υπάλληλο μέσα και του λέει: «Ρε Βαγγέλη, τι χρωστάει ο Παναρκαδικός στην εφορία;». Του λέει ο Βαγγέλης, υπάλληλος στην εφορία: «Κοιτάζω εδώ», του λέει, «και πέρυσι, πέρυσι και πρόπερσι δεν έχουνε κάνει φορολογική δήλωση», του λέει. Του λέει: «Γιατί δεν έχουνε κάνει φορολογική δήλωση;». «Οφείλανε να έχουνε κάνει, δεν έχουνε κάνει». Και μου λέει ο άνθρωπος: «Πήγαινε έξω. κάνε μία δήλωση», μου λέει, «μηδενική, θα πληρώσεις 40 € πρόστιμο και θα πάρεις μία φορολογική ενημερότητα». «Ευχαριστώ πολύ», του λέω. Βγαίνω έξω, τάκα - τάκα - τάκα την πάω, μου δίνουν τη φορολογική ενημερότητα και φεύγω. Την πάω στον δικηγόρο, τον Κωστόγιαννη και μου λέει: «Πλάκα μου κάνεις;», μου λέει, «Πήρες φορολογική ενημερότητα;». «Να τη», του λέω, «ορίστε». Φεύγω από την εφορία και πάω στο ΙΚΑ. Βρίσκω τον κύριο Καλαμαρά εκεί κάτω, τον Σούλη. Γνωστός κι αυτός, φίλαθλος του Παναρκαδικού. Του λέω: «Για πες μου, ρε φίλε, χρωστάμε στο ΙΚΑ και χρωστάμε στο ΙΚΑ», «Κάνε μια αίτηση», μου λέει, «εδώ για να δούμε τι χρωστάτε». «Τι χρωστάμε;», του λέω, μου λέει, ήτανε ευρώ πλέον. Και μου λέει: «Χρωστάτε 11.000€». «11.000€;», του λέω, «Τι λέτε; Από πού;», του λέω; Μου λέει: «Κάποια αυτά κάποιων ποδοσφαιριστών, ένσημα», μου λέει, «κι αυτά δεν κολλήσατε». «Τι ένσημα;», του λέω, «να κολλήσουμε. αφού...», «Όχι», μου λέει, «ήτανε μία εποχή η ομάδα ήτανε επαγγελματική», «Μα, δεν ήμασταν ποτέ ΠΑΕ», του λέω. «Δεν ξέρω», μου λέει, «αυτά μου λέει τα ένσημα έπρεπε να 'χουνε μπει. Εδώ υπάρχει ένα 11.000», του λέω: «11.000 δεν μπορούμε να πληρώσουμε», του λέω, «κρατάτε τα εκεί να τα φυλάτε», του λέω. «Να σου πω», μου λέει, «να κάνουμε έναν συμβιβασμό;». «Να κάνουμε», του λέω, «πόσο;». Μου λέει: «Να πληρώνετε ένα κατοστάρικο τον μήνα και να πληρώσετε 7 χιλιάρικα από τα 11». «Βεβαίως», του λέω, «100 τον μήνα και 7 χιλιάρικα». «Πάρε», μου λέει, «και μία ασφαλιστική ενημερότητα». Του δίνω το κατοστάρικο, ένα κατοστάρικο και ξεκινήσαμε να πληρώνουμε. Στα έξι χρόνια, τέσσερα, καθίσαμε τέσσερα χρόνια διοίκηση. Κάθε μήνα πληρώναμε το κατοστάρικο, κάθε μήνα. Θεωρώ ότι το συνέχισαν κι οι άλλοι και δε χρωστάμε. Η ομάδα, όμως, έπαιρνε φορολογική ενημερότητα. Άρα για να παίρνει σημαίνει ότι, ασφαλιστική ενημερότητα, τη φορολογική την είχαμε πάρει ούτως ή άλλως. Ξεμπλέξαμε, λοιπόν, και με την ασφαλιστική ενημερότητα και τη φορολογική ενημερότητα. Η ομάδα ήτανε πεντακάθαρη, ξεκίνησε με μηδέν στο ταμείο της. Κάναμε τον χρόνο απολογισμό, ισολογισμό, βγάζαμε έσοδα - έξοδα μηδενικά. Οι παίκτες πληρώνονταν, βέβαια τους πλήρωνε ο πρόεδρος από την τσέπη του, κακά τα ψέματα, έτσι; Ο πρόεδρος έβγαζε, έβγαζε κι έβγαζε. Όπου κουράστηκε κι αυτός να βγάζει και κάποια στιγμή έφυγε, όπως έφυγα κι εγώ μαζί του.
Ενότητα 3
Η εξέλιξη της ομάδας και ο Αστέρας. Η εχθρικότητα σε εκτός έδρας αγώνες. Κοινωνική στάση της Τρίπολης μετά την ήττα
00:33:49 - 00:48:21
Ανέλαβαν, όμως, άλλοι που την προχώρησαν την ομάδα, προς τιμήν τους. Στην εποχή που μπήκε και πρόεδρος ο Νώντας ο Ψυχογιός. Πέρασαν κοντά δέκα χρόνια πολύ ωραία, αλλά στην παρακάτω κατηγορία, εντάξει, δεν μπορώ να πω, αλλά οι κατηγορίες δυσκόλεψαν, γιατί μπήκανε ενδιάμεσα κι άλλες κατηγορίες, να λέμε την αλήθεια, γιατί στην εποχή τη δική μου παίζαμε Β' Εθνική, βέβαια μεγάλο πρωτάθλημα, αλλά όταν πέφταμε, παίζαμε στο τοπικό της Πελοποννήσου και ξανανεβαίναμε στη Β' Εθνική, μια σκάλα δηλαδή από την επαγγελματική κατηγορία. Σήμερα για να πας στην επαγγελματική κατηγορία πρέπει να περάσεις από τέσσερις άλλες κατηγορίες. Είναι πιο δύσκολα τα πράγματα. Άρα πρέπει να 'χεις μια ομάδα με τεράστιες δυνατότητες, σε άλλο επίπεδο, με επιτελείο. Στην εποχή μου πολλά πράγματα γίνονταν κι απ' εμάς. Εγώ έκανα και έξτρα προπόνηση μόνος μου τότε. Όταν έμαθα ότι οι Αθηναίοι προπονούνται δύο φορές την ημέρα, είχα αρχίσει να λέω ότι: «Έλα, είναι δυνατόν;». Προπονούνταν και πρωί και απόγευμα οι επαγγελματίες των Αθηνών. Επομένως εμείς μέναμε πίσω, προπονούμασταν τρεις φορές τη βδομάδα εμείς. Αυτοί προπονούνταν κάθε μέρα, και πρωί. Κάνανε και βάρη σε γυμναστήρια. Εμείς μόλις ακούσαμε για βάρη και για γυμναστήρια, νομίζαμε ότι ήμασταν σε άλλο πλανήτη. Θέλω να πω δηλαδή ότι τα πράγματα δεν φτάνουν εύκολα στην επαρχία τότε. Έτσι, λοιπόν, κι εμείς σιγά σιγά προσαρμοστήκαμε προσπαθώντας να φτάσουμε στα επίπεδα των άλλων ομάδων που ήτανε πιο ψηλά απ' εμάς, πήραμε παραδείγματα, δουλέψαμε πιο σκληρά, πήραμε γυμναστές πλέον στην ομάδα, ενώ είχαμε μόνο προπονητή, πήραμε και γυμναστή, πήραμε και μασέρ. Πήραμε και προπονητή τερματοφυλάκων, δηλαδή πηγαίναμε με ρυθμό χελώνας όμως. Άλλες ομάδες που ήτανε προηγμένες, έκαναν δουλειές, δουλειά αλλιώτική. Άρα και το επίπεδο το δικό μας ανέβηκε, θεωρώ ότι γίνεται μια δουλειά. Βέβαια, τώρα υπάρχει ο Αστέρας, είναι μια άλλη κατηγορία η ομάδα αυτή. Χαρά είναι να τη βλέπουμε να παίζει εκεί πέρα. Εμείς που είμαστε ποδοσφαιράνθρωποι δεν μπορούμε να αρνηθούμε ένα τέτοιο γεγονός. Ξέρεις τι θα πει να έχει η Τρίπολη την Τότεναμ; Στην Τρίπολη να 'χει έρθει η Τότεναμ; Αυτό είναι ιστορικό γεγονός. Αυτό, βέβαια, θα καταγραφεί στην ιστορία πολύ αργότερα. Αλλά το θέμα είναι ότι ήρθε η Τότεναμ, ελέω Αστέρα και των ανθρώπων αυτών που έχουν τον Αστέρα. Εγώ κανένα συμφέρον δεν έχω απ’ αυτό. Και πηγαίνω στο γήπεδο, όταν έχει πολύ καλό καιρό κάτω. Αλλά το θέμα είναι, όταν είσαι ποδοσφαιράνθρωπος, δεν μπορείς να τα αρνηθείς αυτά. Μπορεί να παίξαμε εμείς εκείνη την εποχή με ομάδες σπουδαίες, όπως με τη Δόξα Δράμας, με τον Απόλλωνα, με τον Παναθηναϊκό, με την ΑΕΚ. Κάναμε ωραία παιχνίδια σαν αντίπαλοι, στο κύπελλο κυρίως με τις ομάδες της Α' Εθνικής. Και με καλά αποτελέσματα. Αλλά το θέμα είναι ότι η ομάδα τώρα αυτή είναι σε άλλα επίπεδα.
Κύριε Θανάση, εσείς είστε ο παίκτης με τις περισσότερες συμμετοχές και τα περισσότερα τέρματα στην ιστορία της ομάδας. Θα ήθελα να μας αφηγηθείτε κάποιες σημαντικές στιγμές της ομάδας, όπως εσείς τις βιώσατε. Δηλαδή αγώνες, ήττες, νίκες, ταξίδια και λοιπά.
Εγώ θα ξεκινήσω από τις ήττες. Κι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ήττας μας, ήτανε το εξής, χάναμε εκτός έδρας συνήθως, δεν κέρδιζες εύκολα εκείνη την εποχή, και τώρα είναι ακόμη δύσκολο, το βλέπεις, εκτός έδρας να πάρει μια ομάδα αποτέλεσμα. Ακόμη πιο δύσκολο τότε, γιατί όχι μόνο μας κάνανε bullying, αγωνιστικό bullying, το bullying το δεχόσουνα από το αεροδρόμιο. Κατεβήκαμε μια φορά, θα σου πω τώρα, μου λες: «Πες μου ένα χαρακτηριστικό». Παίζαμε με τον ΟΦΗ. Έχει έρθει ο ΟΦΗ στην Τρίπολη, διεκδικούμε πρωτάθλημα και οι δύο. Τον έχουμε κερδίσει 1-0 και πάμε στα Χανιά, στο Ηράκλειο, δεύτερη, δεύτερο γύρο. Ο ΟΦΗ είναι έναν βαθμό μπροστά απ' εμάς; Κάπου εκεί. Νομάρχης είναι ένας τριπολιτσιώτης, θυμάμαι και το επίθετό του, Μπίσσιας. Νομάρχης. Κατεβαίνουμε από το αεροπλάνο και πάμε να πάρουμε ταξί. Κι οι ταξιτζήδες δεν μας δέχονταν να μας πάρουν να μας πάνε από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο, δεν μας δέχονταν. Όπου στο τέλος κατά καλή μας τύχη, πήγε το λεωφορείο τους πολίτες και ξαναγύρισε, του αεροδρομίου, και μας πήρε εμάς και μας πήγε στο ξενοδοχείο. Έτσι καταλήξαμε στο ξενοδοχείο. Το βράδυ που πέσαμε για ύπνο από κάτω χτυπούσανε κατσαρόλες, τηγάνια και διάφορα δοχεία, φίλαθλοι του ΟΦΗ για να μην κοιμηθούμε. Μείναμε σχεδόν ξάγρυπνοι. Σαββατόβραδο δηλαδή κοιμηθήκαμε, ξημερώνοντας Κυριακή για παίξουμε. Δεν έφτανε αυτό, πάμε να μπούμε στο γήπεδο και στην κεντρική πόρτα, ήτανε εκατόν πενήντα φίλαθλοι και δεν μας άφηναν να μπούμε μέσα. Η αστυνομία ήταν απούσα. Μπήκαμε με χίλια βάσανα στα αποδυτήρια. Καταφέραμε να φορέσουμε τις εμφανίσεις μας και τα λοιπά και ετοιμαζόμασταν να βγούμε για ζέσταμα. Πάω να βγω έξω εκεί πρώτος, όχι στο γήπεδο, στον περιβάλλοντα χώρο των αποδυτηρίων. Και βγαίνει ο Λευτέρης ο Πουπάκης, ένας παλιός ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, τερματοφύλακας, είχε πάρει μεταγραφή κι είχε πάει στον ΟΦΗ. Με κοιτάζει, είχαμε παίξει αντίπαλοι και με τις ομάδες της, εγώ με της αεροπορίας κι αυτός της πυροσβεστικής και νομίζω ήταν στην πυροσβεστική. Ή την εθνική ενόπλων, σε γελάω. Σε μία απ’ αυτές τις ομάδες. Κι είχαμε παίξει ένα φιλικό εδώ στην Τρίπολη κι είχαμε και φωτογραφίες βγάλει με τον Λευτέρη. Γινόταν τότε και η φάση με τους, με τον ΠΣΑΠ και είχαμε μία επαφή, ψιλοεπαφή, πού να έχεις και επαφή, δεν υπήρχανε τα κινητά τότε. Για να βρεθούμε ή με γράμμα ή με κανένα τηλέφωνο, σταθερό. Και μου λέει ο Λευτέρης: «Καλοπίση», μου λέει, «μη βγαίνετε στο γήπεδο», μου λέει. «Ζεσταθείτε εδώ κάτω». Του λέω: «Τι;», μου λέει: «Είναι όλοι με τα όπλα στο χέρι και θα σας πυροβολούν». «Τι;», του λέω, «σφαίρες κανονικές;». «Όχι», μου λέει, «τις φωτοβολίδες». Εκείνη την εποχή είχε σκοτωθεί ένας φίλαθλος στη Λάρισα με μια φωτοβολίδα που είχε φύγει κι είχε πάει έτσι και χτύπησε έναν στην καρωτίδα. Και τον πέθανε τον άνθρωπο. Αυτό άμα σε πετύχαινε σε καρωτίδα ή κάπου, θα σε άφηνε ανάπηρο. Του λέω: «Άσ' την πλάκα που δεν θα βγούμε τώρα να ζεσταθούμε, θα ζεσταθούμε κάτω στο τσιμέντο;». Και πάει να βγει ο Δρούζιας ο Δημήτρης πρώτος και με το που ανεβαίνει την καταπακτή και βγαίνει το κεφάλι του έξω, αρχίζουν και τον πυροβολούν όλοι. Και, ξέρεις, ήτανε κοντά το γήπεδο, είναι του ΟΦΗ το γήπεδο, το λένε «Γεντί Κουλέ». Είναι ένα γήπεδο που είναι πιο κοντά οι εξέδρες από ό,τι είναι το δικό μας εδώ. Φαντάσου. Ο φίλαθλος να πάει να κάνεις σαράουτ, μπο[00:40:00]ρεί να σου πάρει την μπάλα. Αν απλώσει δηλαδή τα χέρια του μέσα, μπορεί να σου πάρει την μπάλα. Βγήκαμε, λοιπόν, εκεί στο γήπεδο, κάναμε ζέσταμα, υποτυπώδες ζέσταμα και στο ημίχρονο χάναμε 2-0. Κατεβαίνουμε, λοιπόν, στα αποδυτήρια στο δεύτερο ημίχρονο, αφού μας ντουφεκίσανε και τα λοιπά, κατεβαίνουμε κάτω κι έρχεται ο νομάρχης στα αποδυτήρια, ο Μπίσσιας. Και τι μας λέει: «Αγαπητά μου παιδιά», λέει, «ευτυχώς που χάνετε, αλλιώς θα χυνόταν αίμα». Και του λέω: «Κύριε Νομάρχα, έτσι που μου το λες καλύτερα να καθόμουνα στην Τρίπολη, να χάναμε 2-0 άνευ αγώνος και να μη 'ρθούμε δω κάτω να περάσουμε όλα αυτά. Τι μου λες τώρα», του λέω, «δηλαδή... Μα, είναι λόγια ενός άντρα τώρα που είσαι νομάρχης, ρε φίλε; Κι ήρθε η ομάδα της πατρίδας σου να παίξει; Δεν την προστάτευσες πουθενά κι ήρθες να μας πεις ευτυχώς που..., θα χυνόταν αίμα;». Βγαίνουμε έξω, χάσαμε 3-1 τελικά αυτό το παιχνίδι. Γυρίσαμε στην Τρίπολη και θέλω να πω ότι ήτανε μία κατάσταση, η οποία την έζησα έτσι και θεωρώ ότι τη σημερινή εποχή τα παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο δεν ζουν τέτοια πράγματα. Δεν μπορεί να ζήσεις τέτοια πράγματα. Όπως σε ένα άλλο παιχνίδι στον Αχαρναϊκό, τελειώνει το παιχνίδι 0-0, πάμε να μπούμε στα αποδυτήρια και πηδάνε οι φίλαθλοι, πενήντα φίλαθλοι μέσα. Στο γήπεδο, πήδηξαν πενήντα φίλαθλοι μέσα στο γήπεδο κι όποιον απ' εμάς βρίσκανε, ξύλο. Μπήκαμε, προλάβαμε και μπήκαμε όλοι στα αποδυτήρια. Ψαχνόμαστε να δούμε αν μας λείπει κανένας και λείπει ο Νίκος ο Γαλυφαζάς. Ο Νίκος ήτανε ένα καλό παλικάρι, λοιπόν, και γερό παιδί. Τον είχανε έξω και τον χτυπάγαν όλοι, πάμε να βγούμε έξω για να τον σώσουμε, να τον φέρουμε μέσα και εκείνη την ώρα τους έχει ξεφύγει, είναι εδώ πέρα γδαρμένος, στα χέρια του εδώ, προσπαθούσε να τους φύγει. Γδαρμένος από 'δώ… Στο πρόσωπο αμυχές. Και λέει: «Μάγκες μου, έφαγα το ξύλο της αρκούδας». Μας λέει ο Νίκος: «Έφαγα το ξύλο της αρκούδας». «Πού ήσουνα;», του λέμε εμείς, «αφού μπήκαμε όλοι μέσα», «Ήμουν εκεί κάτω», λέει, «μέχρι να 'ρθω, τους βρήκα όλους αυτούς μπροστά», μου λέει. «Πήγα να τους αποφύγω με ντρίπλες, έφαγα το ξύλο της αρκούδας». Αυτά δηλαδή είναι χαρακτηριστικά πράγματα που έχουν γίνει, ήτανε πιο σκληρό το πρωτάθλημά μας, απορώ που δεν-, που δεν είχαμε απώλειες. Σήμερα γίνεται κάτι και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης πέφτουν απάνω. Τι να πούμε; Σε ένα άλλο παιχνίδι στα Χανιά, πλασάρει ο Ορφανίδης την μπάλα, μπαίνει, πάει να μπει γκολ η μπάλα και ένας πιτσιρίκος που μάζευε τις μπάλες απ’ έξω, μπαίνει μέσα, την κλωτσάει τη μπάλα και δεν μπαίνει γκολ. Και λέει ο διαιτητής: «Αυτό είναι ένα σώμα ξένο, δεν μπορεί να είναι γκολ. Το παιδί αυτό ήτανε ένα σώμα ουδέτερο. Άρα συνεχίζεται το παιχνίδι. Δεν μπαίνει γκολ». Θέλω να πω δηλαδή ότι γίνονται τέτοια. Μπήκε το παιδί μέσα στον αγωνιστικό χώρο και κλώτσησε την μπάλα. Φέραμε 0-0, θυμάμαι ότι εκείνο το παιχνίδι ξανά, το ξανακάναμε, επανελήφθη λόγω αυτή της περιπέτειας και παίξαμε και την άλλη μέρα νομίζω. (00:43:38) Και τους κερδίσαμε 1-0 και το χρειαζόμασταν το παιχνίδι, πηγαίναμε για πρωτάθλημα και το χρειαζόμασταν το παιχνίδι. Έχουμε πολλά τέτοια να πούμε, δηλαδή…
Μετά από νίκη; Μετά από μία επιτυχημένη φάση, ποια ήταν τα συναισθήματά σας, όταν ακούγατε το χειροκρότημα που ζητωκραύγαζαν;
Μετά, ναι, και για την ήττα θέλω να πω ότι γυρίζαμε μερικές φορές στο λεωφορείο, ώστε ήμουνα τόσο πολύ στεναχωρημένος όταν χάναμε, που δεν μπορούσα να το ανεχθώ, ξέρεις. Αλλά κάποιοι συμπαίκτες μου μες στο λεωφορείο γελάγανε να πούμε. Γύριζα πίσω και τους έλεγα: «Ρε, φάγαμε τρία γκολ και γελάτε, ρε; Τι γελάτε, ρε; Φάγαμε τρία γκολ!». Και η Τρίπολη την άλλη μέρα δεν ήταν εύκολο να κυκλοφορήσουμε μετά την ήττα. Καλά, άμα χάναμε στην Τρίπολη, έπρεπε να κρυφτούμε. Αν χάναμε εδώ πέρα, έπρεπε να... Μια φορά, αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό πάλι γεγονός. Ήτανε μία Δευτέρα πρωί, δεν θυμάμαι από ποιον είχαμε χάσει, από την Κόρινθο πρέπει να είχαμε χάσει. Και με ευρύ σκορ. Εδώ μέσα. Και πάω κι εγώ στην τράπεζα με το μηχανάκι, πήγα, είχα ένα μηχανάκι και το άφησα απ’ έξω απ’ την τράπεζα. Τι ωραίες εποχές, όμως, ξεκλείδωτο. Το 'παιρνε κάποιος, έκανε τη δουλειά που και μου το ξαναπήγαινε και μου τ' άφηνε εκεί. Άντε, άφησε τώρα ένα μηχανάκι και θα σου πω εγώ πού θα το βρεις. Τέλος πάντων, κοιτάζω, ήτανε καμιά εικοσιπενταριά, τριάντα φίλαθλοι απ’ έξω, που εγώ νόμιζα ότι είναι πελάτες. Και λέω: «Τόσοι άνθρωποι απ’ έξω περιμένουνε; Ο μήνας έχει 7, 8 έχει ο μήνας, δεν έπρεπε να 'χει κόσμο απ’ έξω». Την πρώτη του μηνός είχαμε τόσο κόσμο. Λιγότερο, αλλά είχαμε. Στην πρώτη, στις 15, μαζεύονταν κόσμος. Λέω: «Τι στο καλό θέλουν;». Κι ακούω μια φωνή: «Να τος, να τος, ήρθε, ήρθε!». Πάω κι εγώ κοντά τους: «Τι είναι, ρε παλικάρια;», βλέπω όλες τις φάτσες εκείνες που θα 'λεγα ότι ήτανε της θύρας της δικιάς μας των οπαδών. «Τι έγινε, ρε παλικάρια;», τους λέω, «τι θέλετε εδώ πέρα σήμερα;». «Πού θέλεις να σε στείλουμε, ρε, με μετάθεση, θα σε στείλουμε με μετάθεση, ρε, φάγατε τέσσερα γκολ από την Κόρινθο, ρε, κι έρχεσαι για δουλειά;». «Άντε, φύγετε από 'δώ, φύγετε», τους λέω, «και θα τα πούμε αύριο στην προπόνηση. Τι ήρθατε εδώ πέρα να κάνετε;», τους λέω. Βγαίνει κι ο διευθυντής από μέσα, ο οποίος ήταν κι αυτός φίλαθλος, Οικονομόπουλος να 'ναι καλά, ελπίζω να ζει, Οικονομόπουλος λεγότανε. Κάνω παρένθεση να σου πω ότι παίρναμε δύο προσκλήσεις τότε μας έδιναν. Να τις δώσουμε εκεί που θέλαμε. Πού να φτάσουνε δύο προσκλήσεις; Τη μία βέβαια εγώ την έδινα στον διευθυντή μου. Πάντα την ήθελε, ανεξάρτητα αν θα 'ρχότανε ή όχι στο γήπεδο. Άρα τη μία την έχανα. Την άλλη πού να τη δώσω; Πολλές φορές την έσκιζα, ξέρεις, γιατί θα την έδινα σε κάποιον άλλον κι ο άλλος δεν θα..., είχα τόσους δικούς μου. Εδώ δεν έδινα στον πεθερό μου μια πρόσκληση. Ο πεθερός μου πλήρωνε! Θα σου πω και ιστορία με τον πεθερό μου μετά, να δεις τι γινότανε, πόσο αγάπαγε κι αυτός την ομάδα κι εμένα. Και φωνάζανε, λοιπόν, πού να με στείλουνε με μετάθεση. Τους λέω: «Εδώ είναι η δουλειά μου, ρε. Είναι δουλειά μου, μου χρωστάτε έναν σωρό λεφτά, έχετε να με πληρώσετε», τους το 'πα έτσι πια, «δεν πληρώνομαι για να παίρνουνε λεφτά οι ξένοι που φέρνετε», τους λέω. «Άντε, πάτε, ρε, από 'δώ πέρα», τους λέω, «θα με διώξετε και από τη δουλειά μου να πούμε». Τέλος πάντων, έγινε κι αυτό το επεισόδιο. Τώρα θα σου πω αυτό που το θυμήθηκα τώρα κι είναι πολύ σημαντικό, γιατί πλήρωνε η πόλη την ομάδα και γι' αυτό την αγαπούσε κι έλεγε: «Η ομάδα είναι δική μου». Ο καθένας. Ο πεθερός μου έπαθε ένα εγκεφαλικό πενήντα οκτώ χρονών. Νέος άνθρωπος, με αγαπούσε φοβερά κι ήταν ένας λόγος που εγώ είπα «ναι» στον γάμο, γιατί τότε που μας έλεγαν αλήτες, ο άνθρωπος ήρθε και είπε: «Εγώ τον θέλω για γαμπρό μου αυτόν». Βέβαια, εντάξει, ήμουνα και στην τράπεζα. Αλλά ήμουνα ένας ποδοσφαιριστής, που ακόμη δεν το 'χαμε ξεπεράσει αυτό. Μετά από τρία, τέσσερα χρόνια κάναμε τον ΠΣΑΠ. Τέλος πάντων, υποστήριξε πάρα πολύ τη θέση μου, και στην πεθερά μου που δεν μ' ήθελε. Γιατί η πεθερά δεν ήθελε τον ποδοσφαιριστή, τον αλήτη. Ήθελε δικηγόρο για την κόρη της. Τέλος πάντων, «Ρε, το παιδί δουλεύει στην τράπεζα», «Όχι, αλήτης ποδοσφαιριστής», έλεγε αυτή. Τέλος πάντων, ο πεθερός μου που χα πολύ καλή σχέση μαζί του. Του 'χανε κι ένα παρατσούκλι Ρίμπας, γιατί ήτανε ένας Ρίμπας τερματοφύλακας, γιατί έπαιζε τερματοφύλακας κι αυτός. Πιο πριν στον Πανσεχιωτικό. Όταν ο άνθρωπος έπεσε κάτω από το εγκεφαλικό στο σπίτι μας, πήγα να πάρω, τον σήκωσα, τον πήρα , τον τοποθετήσαμε για να τον πάμε στο νοσοκομείο κι έπρεπε να βρω το πορτοφόλι του, την ταυτότητά του και τα πράγματά του. Και κάνω έτσι μες στο πορτοφόλι του και βρίσκω μία απόδειξη, Παναρκαδικός, 30.000 δραχμές. 30.000 δραχμές, εγώ έπαιρνα 12.000 μισθό από τον Παναρκαδικό. Άρα ο άνθρωπος αυτός είχε πληρώσει τρεις μισθούς δικούς μου. Και λέω κι εγώ: «Δεν μου τα 'δινες εμένα αυτά και να τους πεις τον παίκτης αυτόν που λέγεται Καλοπίσης και που είναι γαμπρός μου, για τρεις μήνες θα σ' τον πληρώνω εγώ;». Γιατί τρόμαζα να τα πάρω κι απ’ αυτούς τα λεφτά. Δεν μου τα δίνανε, έναντι μου δίνανε κάτι φορές, από 'δώ, από 'κεί, δηλαδή 30.000 ένας άνθρωπος κοινός. Δεν ήταν ένας επιχειρηματίας με πολλά λεφτά. Ένα μισθό είχε ο άνθρωπος, είχε. Δεν είχε δηλαδή πολλά λεφτά, κι όμως είχε δώσει 30.000 για τον Παναρκαδικό. Φαντάσου πόσοι άλλοι σαν τον πεθερό μου ήτανε στην πόλη που έδιναν αρκετά λεφτά και τον αγαπούσανε για να ναι ο Παναρκαδικός εκεί που ήτανε ψηλά. Βέβαια, κι εμείς κάποιες χρονιές πήραμε καλά λεφτά. Παίρναμε και πριμ, δηλαδή είχαμε φτιάξει, στους δώδεκα βαθμούς αν πιάναμε, παίρναμε 20 χιλιάδες, ενώ είχαμε 12 χιλιάδες μισθό, φτάναμε να πάρουμε 20 χιλιάδες πριμ. Πολλά λεφτά δηλαδή, και 12 ο μισθός, 32 χιλιάδες έπρεπε να πάρω εγώ κάποια στιγμή. Άλλοι δεκαέξι που ήτανε παραπίσω; 30, δηλαδή πες 30 χιλιάδες, δεν ήτανε κάθε μήνα σ’ αυτούς, ήτανε ένας που σ' έστελνε για πρωτάθλημα, άρα, λοιπόν, 3 Χ 20, θέλανε 600.000 δραχμές δηλαδή για έναν μήνα ποδοσφαιριστών. Πολλά λεφτά κι έτσι δανείζονταν πολλές φορές κι από την τράπεζα οι άνθρωποι, αυτοί που ήταν η διοίκηση, εγώ που ήμουνα στην τράπεζα τα έβλεπα αυτά. Έρχονταν κι έπαιρναν δάνειο απ’ την τράπεζα, για να δώσουνε στον Παναρκαδικό. Κι έλεγαν μετά θα τα έπαιρναν αυτά τα χρήματα από την επιχορήγηση που έπαιρνε ο Παναρκαδικός, αλλά ο Παναρκαδικός έπαιρνε 5.000.000 επιχορήγηση κάποια στιγμή και κόστιζε δεκαπέντε. Δηλαδή όταν χαλάς δεκαπέντε κι έχεις πέντε επιχορήγηση, τ’ άλλα πού θα τα βρεις; Θα τα βρεις από τους φιλάθλους, από τα διαρκείας, από κάποιες διαφημίσεις. Δεν φτάνανε, όμως.
Ενότητα 4
Θέση στο γήπεδο. Αντιμετώπιση από Μ.Μ.Ε. Η καριέρα ως προπονητής και η σημασία της συστηματικής προπόνησης
00:48:21 - 01:00:24
Κάποιο αξιοσημείωτο περιστατικό ή αστείο από τα αποδυτήρια;
Στα αποδυτήρια ένα περιστατικό που θυμάμαι ήτανε ένα με τον Γιώργο τον Μπακατσέλο, ο οποίος ήτανε γενικός αρχηγός στην ομάδα. Κι εγώ καθυστερούσα λίγο να πάω στην προπόνηση, γιατί σχόλαγα τρεισήμισι. Και τρεισήμισι άρχιζε η προπόνηση. Με περίμεναν, λοιπόν, κι εμένα 4 παρά τέταρτο, αλλά τον χειμώνα 4 παρά τέταρτο έχει αρχίσει και νυχτώνει. Τέλος πάντων, μπαίνω μόνος μου στα αποδυτήρια και βλέπω μία ταμπέλα, εκεί: «Μη βλασφημείτε τα θεία». Μία άλλη εκεί πέρα: «Ο θεός μαζί σας. Η Παναγία η προστάτης μας». Είχε βάλει τέσσερις ταμπέλες αυτός ο άνθρωπος, μέσα στα αποδυτήρια με αυτά τα ωραία λόγια. Εντυπωσιάστηκα εγώ, γιατί εμείς έχουμε και την Αγιά Βαρβάρα εκεί δίπλα, ξέρεις, κι είχαμε καλή σχέση με την εκκλησία κι ακόμη έχουμε καλή σχέση με την εκκλησία. Και καθώς κάνουμε προπόνηση και τελειώνουμε, ακούω τον Γιώργο τον Μπακατσέλο μες στα αποδυτήρια με κάποιον μαλώνει και του τραβάει κάτι χριστοπαναγίες. Μπαίνω κι εγώ μέσα: «Γιώργο!», του λέω και του δείχνω τις εικόνες. Και τι μου λέει: «Ρε Θανάση», μου λέει, «για εσάς τα έβαλα. Για μένα τα 'χω βάλει;». Ο Γιώργος, πρέπει να ζει ο Γιώργος, κάπου θα υπάρχει. «Για εσάς τα έβαλα», μου λέει, «για μένα τα έβαλα;». Κι είχε κατεβάσει όλα τα καντήλια. Αυτό ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά.
Εσείς τι θέση παίζατε;
Εγώ ήμουνα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και αρχηγός στην ομάδα και δεκάρι. Ένα δεκάρι που δεν ήμουνα σαν τα σημερινά, όμως, έκανα άμυνα. Τα σημερινά δεκάρια κοιτάζουνε να πάρουνε μπάλα και να παίξουνε. Τέλος πάντων, ήτανε μία θέση που τίμ[00:50:00]ησα, νομίζω, και με το παραπάνω, γιατί αισθανόμουνα υπεύθυνος και για την ομάδα και για τον εαυτό μου και για τους συμπαίκτες μου. Θεωρώ ότι όσοι παίκτες παίξανε μαζί μου, θα λένε ότι ήτανε τιμή τους που παίξανε μαζί μου. Όπως κι εγώ λέω ότι είναι τιμή μου που έπαιξα με όλους αυτούς. Και μ’ έχουν στην καρδιά τους είτε γιατί κάποια φορά θα τους είπα κάτι που θα τους στενοχώρησε. Θα τους έλεγα κάποια φορά που χάναμε γρήγορα, ήτανε κάποια παιχνίδια στην Αθήνα ή κάπου αλλού, όπου κατά το εικοστό λεπτό με το τριακοστό λεπτό, δηλαδή στο ξεκίνημα και λίγο στο πρώτο ημίχρονο, χάναμε με σκορ 2-0. Και τους έλεγα κι εγώ: «Ελάτε, τώρα παίξτε, ρε. Ο σώζων τον εαυτό σωθήτω». Γιατί τους το 'λεγα, όμως, γιατί πλακώνονταν στις ντρίμπλες μετά και ο καθένας έπαιζε για λογαριασμό του, γιατί; Για να γράψει η εφημερίδα ότι διακρίθηκε. Ότι διακρίθηκε ο ίδιος. Τι να το κάνεις να διακριθείς και να βάλω γκολ εγώ, όταν έβαζα γκολ και χάναμε, θεωρούσα ότι δεν το είχα βάλει. Τι να το κάνω; Εγώ έβαλα γκολ; Και; Σώθηκα; Θα με γράψει στους διακριθέντες; Εδώ είχαμε έναν ανταποκριτή στην «Αθλητική Ηχώ», που για να με γράψει εμένα στους διακριθέντες, επειδή ήτανε ΑΕΚτζής, κι είχαμε πάρει παιδιά από την ΑΕΚ Τρίπολης κι ήτανε ΑΕΚτζής ο άνθρωπος, δεν παίξανε και πολλά παιδιά από την ΑΕΚ. Γιατί η ΑΕΚ ήτανε σε πιο κάτω κατηγορία και τα παιδιά που ήρθανε ήταν πολύ αγύμναστα. Και δεν παίξανε απ’ αυτούς αρκετοί στον Παναρκαδικό, αν έπαιξε ένας - δύο. Κατά καιρούς. Κι επειδή αυτός ήταν από 'κεί, με την ΑΕΚ κι αυτά, ήτανε κι ανταποκριτής. Σκέψου, ήτανε ανταποκριτής σε εφημερίδα αθλητική. Το επάγγελμά του ξέρεις ποιο ήτανε; Ήτανε τσαγκάρης. Τι να σου πω τώρα. Κι έκανε τον δημοσιογράφο. Οι άλλοι τώρα στην Αθήνα του είχανε εμπιστευθεί αυτουνού του ανθρώπου να κάνει κριτική αγώνα. Καλώς, κακώς, ο άνθρωπος εμένα για να με γράψει στους διακριθέντες έπρεπε να 'χω βάλει δύο γκολ, να 'χω βάλει δύο γκολ. Να 'χω παίξει το παιχνίδι της ζωής μου, για να με γράψει όχι πρώτον στους διακριθέντες, άμα δεις την εφημερίδα του, όπου δεις Μουκάκης σε αποκόμματα, θα δεις ότι όταν με έγραφε στους διακριθέντες, γιατί αναγκαζότανε πλέον, είχα βάλει δύο γκολ, είχα βάλει ένα γκολ, είχα φτιάξει ένα άλλο γκολ, είχα παίξει, δεν μπορούσε, ο κόσμος θα τον έκρινε και την άλλη μέρα θα του έλεγε: «Ρε!». Με έβαζε μετά από κάποιον άλλον. Ποτέ δεν με έβαλε πρώτο. «Ξεχώρισαν», έλεγε, «ο τάδε, ο τάδε κι ο τάδε και ο Καλοπίσης».
Είχατε ποτέ κάποιον τραυματισμό;
Δεν είχα σημαντικούς τραυματισμούς. Είχα μία ρήξη συνδέσμων μια φορά που κατά καλή μου τύχη δεν με πήγε σε εγχείρηση, κάθισα όμως είκοσι πέντε μέρες με το πόδι σε μία καρέκλα στην αυλή μου. Κάθισα έτσι. Και θυμάμαι ότι τον ξεπέρασα τον τραυματισμό αυτόν και μόλις γύρισα ήτανε το πόδι μου σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι πριν. Κι ούτε ταλαιπωρήθηκα μετά. Κι ήτανε και νωρίς, τότε πρέπει να ήμουνα είκοσι πέντε χρονών, είκοσι έξι. Αλλά ευτυχώς δεν είχα, είχα κάτι ράμματα στο κεφάλι βέβαια. Ναι. Είχαμε ένα γιατρό γυναικολόγο που τον βάλαμε γιατρό αγώνα. Ήτανε ωραίος αυτός, είχα σκίσει το κεφάλι μου και μου είπε το απίθανο. Αυτό δεν ξέρω αν μπορούμε να το πούμε, να το γράψουμε, αλλά μου είπε το απίθανο, είχα πάει και μ’ είχε ράψει η γυναίκα του Γκλίνου, η οποία ήταν παιδίατρος και μ' έραψε στο νοσοκομείο. Μου είχε κάνει επτά ράμματα εδώ, τα οποία δεν φαίνονται και καθόλου. Και μου λέει στην προπόνηση που ήρθε την άλλη μέρα: «Καλά, δεν περίμενες λίγο να σε ράψω εγώ; Να σου φτιάξω μια παρθενορραφή να μη φαίνεται τίποτα;». Ο Παντέλος ο Κώστας.
Πώς αισθάνεστε που είστε ένας βετεράνος ποδοσφαιριστής που έχει συνδέσει το όνομά του με τον Παναρκαδικό;
Κοίταξε να δεις, θα έλεγα ότι ο Παναρκαδικός ήτανε όλη μου η ζωή. Δεν μπορώ να πω, όμως, ότι ήτανε και όλη μου η ζωή. Γιατί είχα και, είχα να σου πω κι άλλο, εγώ είχα παίξει τένις. Έχω παίξει τένις και θα σου πω ότι έχω παίξει τένις - επαγγελματικό; Πήραμε ένα σωματείο, το φτιάξαμε εδώ στην Αρκαδία, στην Τρίπολη, και φτάσαμε να παίζουμε Γ' Εθνική τένις και σε επίπεδο. Πήγαμε στο Αγρίνιο, παίξαμε, πήγαμε στην Καλογρέζα, παίξαμε. Πήγαμε, παίξαμε στη Σύρο. Ξανά δύο φορές. Πήγα και διακοπές μετά εκεί. Ελέω του τένις. Δηλαδή το τένις θεωρώ θα ήταν ένα άθλημα που θα με αντιπροσώπευε, αν το έκανα από μικρός, θα μπορούσα να έχω παίξει καλό τένις. Είχα φυσική κατάσταση φοβερή εντωμεταξύ και γύριζα όλες τις μπάλες κι έγινα πρόεδρος για δέκα, δώδεκα χρόνια στον σύλλογο αυτόν που είχαμε, ήταν ο Αθλητικός Όμιλος Χειροσφαίρισης Αντισφαίρισης Τρίπολης. Βάλαμε και τη χειροσφαίριση μέσα, γιατί ήτανε κι ο Κουμπούνης ιδρυτικό μέλος κι ήθελε να φτιάξουμε handball, το οποίο δεν το φτιάξαμε ποτέ βέβαια. Δεν τα καταφέραμε. Δεν πήραμε και επιχορήγηση εμείς, είμαστε κι αυτό. Αυτό είναι που με στενοχωρεί, δεν ήμασταν ποτέ, ρε παιδί μου, επαγγελματίες. Όλα τα αθλήματα έπαιρναν επιχορηγήσεις εκείνη την εποχή. Εμείς δεν ζητήσαμε επιχορήγηση από κανέναν ούτε για το τένις ούτε για το handball. Κι έτσι, λοιπόν, πηγαίναμε μόνοι μας και τα έξοδα που κάναμε για να πάμε να παίξουμε τα βάζαμε από την τσέπη μας. Κάναμε δώδεκα χρόνια σχεδόν μ’ αυτόν τον όμιλο. Βέβαια, εγώ πλέον είχα αφήσει το επαγγελματικό ποδόσφαιρο σαν ποδοσφαιριστής. Ήμουνα πλέον προπονητής.
Αυτό ήθελα να σας ρωτήσω. Ένα διάστημα διατελέσατε προπονητής. Πώς ήτανε να βλέπετε τα πράγματα απ’ αυτή τη θέση;
Ναι. Αν με ρωτήσεις, θα σου 'λεγα, ότι σαν ποδοσφαιριστής, σαν προπονητής και σαν παράγοντας, η χειρότερη θέση είναι του παράγοντα. Η χειρότερη μορφή θέσης στο ποδόσφαιρο είναι του παράγοντα. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνουνε αυτοί που είναι τώρα παράγοντες, θεωρώ ότι είναι έμποροι οι περισσότεροι που μπαίνουνε μέσα στα σωματεία. Και το χειρίζονται με ένα άλλο σκεπτικό. Τώρα, το σκεπτικό τους ποιο είναι; Δεν μπορώ να πω. Εγώ κάθισα εφτά, έξι χρόνια με τον Παπαηλίου. Είχα τα χαρτιά της ομάδας στην εντέλεια. Αν πας τώρα να δεις τα, νομίζω ότι ακόμα αυτά τα βιβλία θα έχουνε που είχαμε φτιάξει εμείς τότε θεωρώ κι εκεί θα συνεχίζουν πάνω σ’ αυτά, την πεπατημένη θεωρώ, γιατί ήταν απλή, εύχρηστη και λογική. Δεν χρεώνουμε την ομάδα, βάζουμε λεφτά από την τσέπη μας και ξεπληρώνουμε τους πάντες. Η ομάδα έσοδα έχει αυτά τα λίγα. Τα δρομολογούμε και πληρώνουμε αυτά που μπορούμε να πληρώσουμε. Και όταν είναι ώρα να πληρώσουμε, δεν λέμε ότι: «Έβαλα από την τσέπη μου, άρα στο ταμείο εδώ, έβαλα και 200€ Καλοπίσης και πρέπει να τα πάρω από την ομάδα». Γιατί απαγορεύεται πρώτα πρώτα αυτό. Υπάρχει καταστατικό που απαγορεύεται να δανειοδοτήσεις. Μπορείς να χαρίσεις. Τώρα, τη σημερινή εποχή, δεν μπορείς και να χαρίσεις. Και να χαρίσεις, δεν έχεις απόδειξη. Όταν χάριζες παλιά, έπαιρνες μία απόδειξη που την καταχωρούσες στην εφορία κι είχες εκεί μείον από τα έξοδα στην εφορία. Κάποιοι δηλαδή επιχειρηματίες μπορούσανε στην επιχείρησή τους να πάρουνε μία απόδειξη ότι δώσανε δώρο στον Παναρκαδικό 1000€ και τα, εκπίπτουν αυτά από την εφορία. Τότε, τώρα όχι.
Ως προπονητής πώς διαχειριστήκατε την ομάδα; Κάνατε κάτι διαφορετικό;
Σαν προπονητής είχα πάντα στο μυαλό μου στόχο η ομάδα να κάνει πρωταθλητισμό. Ομάδα που δεν έκανε πρωταθλητισμό δεν ήτανε για μένα ομάδα που θα έπαιρνα να την προπονήσω. Έφυγα μέσα από τον χώρο των προπονητών, όταν πήγα στις μεικτές ομάδες της Αρκαδίας, εγώ ασχολήθηκα και πολύ καιρό με τις ακαδημίες του Παναρκαδικού, ξέχασα να σ' το πω αυτό. Όταν, λοιπόν, τελείωσα, γιατί γυρίζοντας στην Τρίπολη από τον Πανηλειακό, ξέχασα να σου πω, δεν τελείωσα εκεί. Έπαιξα με την ΑΕΚ Τρίπολης σαν προπονητής κι είχα κάνει μια συμφωνία με την ΑΕΚ, ενόσω ήμουνα στον Πύργο, ο Παναρκαδικός προς τιμήν του μου είπε να γυρίσω πάλι στην ομάδα. Επαγγελματικά. Βέβαια, εγώ κρίνοντας τότε ότι ήδη ήμουνα τριάντα έξι χρονών και κάπου εκεί έπρεπε να σταματήσω, θεώρησα ότι δεν μπορώ να έρθω στον Παναρκαδικό γιατί είχα κάνει μία συμφωνία με την προηγούμενη, εκείνη τη χρονιά, τη δεύτερη χρονιά που ήμουνα στον Πύργο, ήδη ήμουν προπονητής της ΑΕΚ. Και είχα δώσει υπόσχεση ότι θα μια και την άλλη προπονητής και παίκτης. Στην ΑΕΚ. Όπου πήγαμε δύο πολύ όμορφες χρονιές με την ΑΕΚ. Πλέον τριάντα επτά, τριάντα οκτώ χρονών εγώ, έπαιξα την πρώτη χρονιά. Τη δεύτερη χρονιά έπαιξα λιγότερο. Είχα κι έναν τραυματισμό, είχα μία θλάση στον τετρακέφαλο, με ταλαιπώρησε. Κάναμε μία θαυμάσια πορεία και πήγαμε στον τελικό του κυπέλλου σχεδόν Ελλάδος, σαν ερασιτεχνικό. Φτάσαμε να πάμε στα Γρεβενά να παίξουμε ένα παιχνίδι. Επάνω. Όπου το χάσαμε εκείνο το παιχνίδι για διάφορους λόγους, δεν πήγαμε στον τελικό. Τέλος πάντων, θέλω να πω ότι σαν προπονητής έβλεπα ότι η ομάδα έπρεπε να κάνει πρωταθλητισμό, έπρεπε να κάνει προπόνηση επαγγελματική. Τους έκανα μία προπόνηση δεκαπέντε μέρες, διαλειμματική προπόνηση δεκαπέντε ημερών πρωινή. Οι ομάδες που είχα εγώ, δηλαδή η ΑΕΚ, η Θύελλα Μεγαλόπολης, η Νεστάνη μετά, ο Παναρκαδικός που είχα την ομάδα των ερασιτεχνών. Ήταν υποχρεωμένος ο Παναρκαδικός, όταν ήταν Γ' Εθνική, να έχει ομάδα στο πανελλήνιο ερασιτεχνικό των ΠΑΕ, χωρίς να είναι ΠΑΕ. Είχαμε, λοιπόν, την Κ20 θα έλεγα την σημερινή. Που λέμε που έχει ο Αστέρας, Κ17, Κ20. Μια ομάδα την οποία έπαιζε πρωτάθλημα με τις άλλες ομάδες των ΠΑΕ, με την ΑΕΚ, με τον Παναθηναϊκό, με τον Αθηναϊκό. Είχαμε δηλαδή ένα τέτοιο πρωτάθλημα. Κι εκεί, λοιπόν, είχα παιδιά που ήταν δεκαέξι χρονών, δεκαπέντε, δεκαέξι, ενώ οι άλλες ομάδες είχαν παιδιά που ήταν δεκαεπτά, δεκαοκτώ και είκοσι μερικές φορές. Κι είχαμε φτιάξει μια πολύ ωραία ομάδα όπου παίζαμε σ’ αυτό το πρωτάθλημα και αφήσαμε ωραίες αναμνήσεις και σ’ αυτά τα παιδιά, τα οποία τα συναντώ σήμερα που είναι πενήντα χρονών, κοντά σαράντα χρονών έχουνε φτάσει και σαράντα πέντε, και μου λένε ότι: «Η προπόνηση που μας έκανες μας κρατάει ακόμη σε επίπεδα καλά». Άρα, λοιπόν, θεωρώ ότι ό,τι προπονητικό είχα να δώσω, το έδωσα. Η προπόνηση εξελίσσεται. Τώρα μεγαλώσαμε, έρχονται άλλα παιδιά πίσω που δικαιωματικά πρέπει να κάνουν κάτι. Και θεωρώ ότι κάποια στιγμή πρέπει να ξέρεις πού πρέπει να αποχωρήσεις. Και θεωρώ ότι αποχώρησα καλά, αφού έκανα είκοσι δύο χρόνια επαγγελματικό ποδόσφαιρο, δώδεκα χρόνια προπονητικό, προπονητής. Κι έκανα και έξι, επτά χρόνια διοίκηση. Τα έζησα όλα. Θεωρώ, λοιπόν, ότι ωραία χρόνια είχα και σαν προπονητής. Έκανα και στις μεικτές ομάδες της Αρκαδίας που ήταν ένα ωραίο κομμάτι κι αυτό. Το σταμάτησα, γιατί πλέον οι ομάδες της πόλης μας δεν μπορούσαν να πληρώνουν έναν προπονητή με την δική μου την εμβέλεια. Θεωρούσα τον εαυτό μου έναν προπονητή με εμβέλεια, τι εννοώ; Όχι να πάω να προπονήσω Α' Εθνικής ομάδες. Αλλά στον τοπικό χώρο έκανα μία επαγγελματική δουλειά, που ήτανε για τα μέτρα των ομάδων αυτών που ήτανε εδ[01:00:00]ώ. Δεν μπορούσαν να πληρώσουν οι άνθρωποι. Και να μπορούσαν να πληρώσουν εμένα, δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για την ομάδα. Δηλαδή τα παιδιά που προπονούσα εγώ, έρχονται με τη δικιά τους θέληση. Δεν μπορούσα να πληρώνομαι εγώ και τα παιδιά που έπαιρναν 200€ να μην μπορούν να τα πάρουν. Και να κοιτάζω να πάρω τα λεφτά μου όπως, όπως, και να έχω στην προπόνηση οκτώ. Δηλαδή να προπονώ οκτώ παίκτες και να ψάχνω την Κυριακή να βρω τους υπόλοιπους για να παίξω, το θεωρούσα αστείο. Κι έτσι έφυγα από τον χώρο.
Να σας ρωτήσω και κάτι ακόμη. Κατά τα χρόνια που παίζατε, είχατε προτάσεις για να φύγετε, να πάτε σε άλλες ομάδες;
Ναι.
Γιατί δεν το κάνατε τελικά;
Η κορυφαία πρόταση για εμένα και που θα έπρεπε ίσως, κι αυτή με κάνει λίγο κάθε φορά να λέω: «Αν το έκανα αυτό, πώς θα ήταν τα πράγματα;». Είχαμε έναν προπονητή τον Μπάμπη τον Δρόσο, παλιό παίκτη του Ολυμπιακού. Αυτό ήταν το 1972, όπου ο Μπάμπης ο Δρόσος έφυγε από την ομάδα και προπονητής πίσω έμεινε ο Πετρίδης ο Γιώργος, όπου ήτανε ποδοσφαιριστής την προηγούμενη χρονιά υπό την αιγίδα του Μπάμπη του Δρόσου. Ο Μπάμπης θα έφευγε και θα έμενε ο Πετρίδης προπονητής, όχι παίκτης πλέον, γιατί την προηγούμενη ήτανε ποδοσφαιριστής του Παναρκαδικού. Ο Μπάμπης ο Δρόσος ήρθε και μου είπε ότι ήθελε να με πάει στους ημιεπαγγελματίες του Ολυμπιακού. Ο Ολυμπιακός έκανε τότε δύο ημιεπαγγελματίες. Κάθε ομάδα επαγγελματική είχε δικαίωμα να έχει δύο ημιεπαγγελματίες πέρα από τις μεταγραφές που έκανε απευθείας στη μεγάλη ομάδα, στους επαγγελματίες. Και μου είπε ο Μπάμπης ο Δρόσος: «Θα 'ρθεις; Αν δεν θα παίξεις και δεν γίνεις επαγγελματίας αυτήν την χρονιά, την επόμενη χρονιά θα πας σε μία ομάδα του Ολυμπιακού». Ο Ολυμπιακός και τότε είχε δικές του ομάδες στο πρωτάθλημα, όπως και σήμερα λέμε ότι είναι δορυφόροι κάποιες ομάδες, έτσι και η άλλη ομάδα που θα πήγαινα να παίξω εκεί, Α' Εθνική. Μου είπε ο Μπάμπης ο Δρόσος. Εγώ κάθισα, το σκέφτηκα, μίλησα και με τον πεθερό μου τότε, τον συγχωρεμένο, αποφασίσαμε ότι δεν ήτανε μια καλή κίνηση να αφήσω την οικογένειά μου και να πάω στον Ολυμπιακό σαν ημιεπαγγελματίας. (01:03:48) Ή έστω και σαν επαγγελματίας. Τώρα λέω ότι εγώ αν είχα δεχθεί μια τέτοια πρόταση από την ΑΕΚ, που τότε έπαιζε μεγάλο ρόλο, σημαντικό ρόλο, σήμερα δεν μπορεί να το πιστέψει κανείς, ότι η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή από μένα, γιατί ήταν Ολυμπιακός και δεν ήταν η ΑΕΚ. Αν, όμως, θεωρώ την είχε κάνει ο Πετρίδης για την ΑΕΚ, μπορεί να είχα πάει. Δηλαδή θα το σκεφτόμουνα πάρα πολύ να μην πάω. Ήμουνα πάρα πολύ αφοσιωμένος στην ΑΕΚ. Και να σου πω και κάτι, ότι ΑΕΚ ήμουνα πριν από Παναρκαδικός. Πιτσιρίκος στο χωριό μαζευόμασταν οι ΑΕΚτζήδες με τους Παναθηναϊκούς και παίζαμε εναντίον των Ολυμπιακών, γιατί οι ολυμπιακοί ήτανε πάντα πιο πολλοί. Θέλω να πω δηλαδή ότι αυτή ήτανε μία πρόταση καλή, σημαντική. Μετά στη διάρκειά μου, δεν ξέρω αν σου είπα, υπήρχε ένα παράγοντας πολλά χρόνια στον Παναρκαδικό και με τι τρόπο μπορούσες να φύγεις; Μόνο το σωματείο μπορούσε να σ’ αφήσει. Όταν ερχότανε μια πρόταση για μένα, πολλές φορές την κρύβανε, δεν την έλεγαν καθόλου κι όσες έφτασαν στ’ αυτιά μου ήταν αυτός ο παράγοντας, ο οποίος έλεγε: «Δεν φεύγει ο Καλοπίσης, δεν νοείται Παναρκαδικός χωρίς Καλοπίση, άρα, λοιπόν, πάρτε όποιον άλλον θέλετε. Ο Παναρκαδικός είναι σημαία θα μείνει στην ομάδα». Όταν, όμως, μπορούσα να φύγω μόνος μου με οχταετία, συνέβη αυτό που έλεγα πιο πριν, ότι έπρεπε να έχω συνεχή παρουσία στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο για να μπορώ να φύγω. Κι όταν κάποια στιγμή έκανα δωδεκαετία, έπρεπε να πάρω κάποια χρήματα που δεν μου τα δώσανε, ποτέ δεν τα πήρα, μου είχανε όμως δώσει κάποιες επιταγές που τις κράτησα για κειμήλιο, κάποια στιγμή θα τις φέρω να τις φωτογραφίσουμε να τις δεις. Ήτανε 200 χιλιάδες κάτι επιταγές, οι οποίες ήτανε κάλπικες, πήγα να τις εξαργυρώσω στην Τράπεζα, ήτανε αγνώστων στοιχείων. Τέλος πάντων, η καλύτερή μου πρόταση ήτανε μια πρόταση 800 χιλιάδες τότε δραχμές, θα έπρεπε να πάω στην Κόρινθο να μείνω βέβαια, και τους είπα το περιβόητο, αυτό έχει μείνει στην ιστορία, όποιος ήταν και το άκουσε μου το λέει και γελάει, ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο πεθερός μου. Λέω: «Ρε παιδιά», τους λέω, «τι Παναρκαδικός, τι Κόρινθος;». Και τι γίνεται τότε; Εμείς πέσαμε στη Γ' Εθνική κι η Κόρινθος ανέβηκε στην Α' Εθνική. Παίξανε τέσσερα χρόνια στην Α' Εθνική αυτοί, παίξαμε τέσσερα χρόνια στη Γ' Εθνική εμείς, δεν ανεβήκαμε πάλι, γιατί άλλαξαν και οι κατηγορίες, δυσκόλεψαν. Τέσσερα χρόνια, λοιπόν, στην Κόρινθο, η Κόρινθος έπαιξε Α' Εθνική και πήρανε στη θέση μου τον Καλκούνο από το Ναύπλιο. Έχω συναντηθεί μαζί του. Και μου λέει: «έχω μια πολυκατοικία», μου λέει, «τετραώροφη στην Κόρινθο». Και δεν έπαιξε πολλά παιχνίδια αυτός, ήτανε συνέχεια αναπληρωματικός. Στα τέσσερα χρόνια πήρε αρκετά λεφτά. Δεν μετάνιωσα, όμως, εντάξει. Θεωρώ ότι δεν μπορούσα να πάω στην Κόριθνο. Είχα οικογένεια τότε, είχα δύο παιδιά. Η Κόρινθος δεν είναι τώρα που πάμε σε μισή ώρα. Δεν μπορούσες δηλαδή να πας στην Κόρινθο αυθημερόν. Έπρεπε να περάσεις από τον κωλοσούρτη...
Απ’ τον παλιό τον δρόμο.
Κάτω, καταλαβαίνεις τώρα. Πού να πας; Δεν είναι αυθημερόν.
Εν έτει;
Το 1978.
Πότε φτιάχτηκε η εθνική;
Νομίζω το ένα κομμάτι το επάνω, απάνω από τον Αχλαδόκαμπο, έγινε. Αλλά δεν έγινε το άλλο από κάτω που πήγαινες από το, μέσα εκεί, από Σολωμό κι αυτά. Αυτά τα περίεργα. Έτσι που λες, αυτή ήτανε η πρόταση. Κι από την Παναχαϊκή είχα μία πρόταση. Πήραν τον Σπετζόπουλο αντί για μένα από την Καλαμάτα. Εντάξει, είδες κι ένα απόκομμα εκεί πέρα που μιλούσαμε πιο πριν, ότι κάποιοι σύλλογοι από τη Θεσσαλονίκη είχανε δείξει ενδιαφέρον. Εντάξει, το ενδιαφέρον τους ήτανε απ’ όταν παίξαμε με τον Ηρακλή και μετά, σιγά σιγά μεγάλωνα κι εγώ τότε, ήμουνα είκοσι πέντε στα είκοσι έξι, όταν με έψαχναν αυτοί. Ήτανε τότε ο Δαβέτας που έλεγε ότι δεν νοείται Παναρκαδικός χωρίς Καλοπίση. Και τα χρόνια που θα μπορούσες να φύγεις, δεν είχα δηλαδή τη δυνατότητα να φύγω μόνος μου. Έπρεπε να φύγω με τη συναίνεση του σωματείου. Αργότερα που γίναν τα συμβόλαια, έκανες ένα συμβόλαιο για ένα - δύο χρόνια και μετά ήσουνα ελεύθερος να πας κάπου αλλού, όπως μπορούν τώρα όλα τα παιδιά. Τώρα, βέβαια, τους δένουνε με άλλον τρόπο. Με κάτι υποσχετικές και με κάτι άλλα. Αυτά.
Κύριε Θανάση, ήταν χαρά μου που σας γνώρισα. Είμαι ευγνώμων που μοιραστήκατε μαζί μου εμπειρίες και στιγμές απ’ τη ζωή σας ως αθλητής, ως ποδοσφαιριστής, ως προπονητής, ως ο ρέκορντμαν συμμετοχών και ως ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου του Παναρκαδικού. Εις το επανιδείν!
Ευχαριστώ πάρα πολύ! Μένω γοητευμένος από τη συνεργασία μας! Κι εύχομαι όλα αυτά να τα ακούσουν οι Τριπολιτσιώτες που τόσο πολύ τους αρέσουν!
Φωτογραφίες

Θανάσης Καλοπίσης
Φωτογραφία προφίλ του αφηγητή, κυρίου Θανά ...

Εφημερίδα εποχής
Αποτέλεσμα αγώνα σε εφημερίδα εποχής

Εφημερίδα εποχής
Αποτέλεσμα αγώνα σε εφημερίδα εποχής

Εφημερίδα εποχής
Αναφορά στον Θανάση Καλοπίση από εφημερίδα ...

Εφημερίδα εποχής
Η 16αδα του Παναρκαδικού

Εφημερίδα εποχής
Αναφορά στον Θανάση Καλοπίση από αθλητική ...

Εφημερίδα εποχής
Συνέντευξη με τον Θανάση Καλοπίση σε αθλητ ...

Εφημερίδα εποχής
Απόσπασμα από εφημερίδα εποχής για τον αγώ ...

Παναρκαδικός
Ομαδική φωτογραφία των παικτών πριν από αγώνα

Θανάσης Καλοπίσης
Στο γήπεδο του Παναρκαδικού

Θανάσης Καλοπίσης
Ο Θανάσης Καλοπίσης με συμπαίκτη του

Γήπεδο Παναρκαδικού
Αρχικό στάδιο δημιουργίας του γηπέδου του ...

Παναρκαδικός
Ομαδική φωτογραφία του Παναρκαδικού. Συμπ ...

Παναρκαδικός
Στο τέλος αγώνα

Παναρκαδικός
Έγχρωμη φωτογραφία

Θανάσης Καλοπίσης
Ο αφηγητής σε νεαρή ηλικία

Εφημερίδα εποχής
Αποτέλεσμα αγώνα σε εφημερίδα εποχής

Εφημερίδα εποχής
Αποτέλεσμα αγώνα σε εφημερίδα εποχής

Εφημερίδα εποχής
Αποτέλεσμα αγώνα σε εφημερίδα εποχής

Φύλλο αγώνα
Φύλλο αποτελεσμάτων για τη Γ' Εθνική

Εφημερίδα εποχής
Αποτέλεσμα αγώνα από εφημερίδα εποχής

Εφημερίδα εποχής
Αποτέλεσμα αγώνα από εφημερίδα εποχής

Παίκτες
Συμπαίκτες της ομάδας του Παναρκαδικού

Παίκτες
Συμπαίκτες της ομάδας του Παναρκαδικού

Εφημερίδα εποχής
Αποτέλεσμα αγώνα σε εφημερίδα εποχής

Θανάσης Καλοπίσης
Ο Θανάσης Καλοπίσης και η Γεωργία Κακή μετ ...
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
«Δεν νοείται Αρκαδία χωρίς Παναρκαδικό και δεν νοείται Παναρκαδικός χωρίς Καλοπίση!». Ο Παναρκαδικός Αθλητικός Όμιλος αποτελεί θεσμό για την Τρίπολη και την Αρκαδία εν γένει. Ο Θανάσης Καλοπίσης το γνωρίζει καλύτερα απ’ τον καθένα, καθώς τον ακολούθησε πιστά ως αθλητής – ποδοσφαιριστής, ως ρέκορντμαν συμμετοχών, πρώτος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου, αλλά και ως προπονητής και αργότερα παράγοντας αυτού. Επιπλέον, ο κύριος Καλοπίσης αναφέρεται στην αγάπη του για τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο, στους αγώνες του με τον Παναρκαδικό, στις νίκες, στις ήττες, στα ταξίδια, στους τραυματισμούς, στις αστείες σκηνές απ’ τα αποδυτήρια και στα πολλά ακόμη βιώματά του ως βετεράνος πια.
Αφηγητές/τριες
Αθανάσιος Καλοπίσης
Ερευνητές/τριες
Γεωργία Κάκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/02/2021
Διάρκεια
66'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
«Δεν νοείται Αρκαδία χωρίς Παναρκαδικό και δεν νοείται Παναρκαδικός χωρίς Καλοπίση!». Ο Παναρκαδικός Αθλητικός Όμιλος αποτελεί θεσμό για την Τρίπολη και την Αρκαδία εν γένει. Ο Θανάσης Καλοπίσης το γνωρίζει καλύτερα απ’ τον καθένα, καθώς τον ακολούθησε πιστά ως αθλητής – ποδοσφαιριστής, ως ρέκορντμαν συμμετοχών, πρώτος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου, αλλά και ως προπονητής και αργότερα παράγοντας αυτού. Επιπλέον, ο κύριος Καλοπίσης αναφέρεται στην αγάπη του για τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο, στους αγώνες του με τον Παναρκαδικό, στις νίκες, στις ήττες, στα ταξίδια, στους τραυματισμούς, στις αστείες σκηνές απ’ τα αποδυτήρια και στα πολλά ακόμη βιώματά του ως βετεράνος πια.
Αφηγητές/τριες
Αθανάσιος Καλοπίσης
Ερευνητές/τριες
Γεωργία Κάκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/02/2021
Διάρκεια
66'