Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Πανελλήνιες, κοπάνες και Covid-19
Ενότητα 1
Ο κορονοϊός στο σχολείο
00:00:00 - 00:06:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είμαι η Σέτα, ερευνήτρια στο Istorima. Είναι 2 Ιανουαρίου, βρισκόμαστε στα Ιλίσια με τη Μαριάνθη, η οποία θα μας μοιραστεί τη δική της εμπ…ε τέτοιες καταστάσεις αν είσαι λίγο large, να σφίγγεσαι και λίγο και να καταλαβαίνεις τη σοβαρότητα της κατάστασης. Αλλά ναι, ήτανε φρίκη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η εμπειρία της καραντίνας
00:06:34 - 00:13:32
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πω, πω. Επειδή προσπεράσαμε ένα μήνα τώρα έτσι, τώρα μιλάμε για την επιστροφή σου στο σχολείο, μετά την καραντίνα. Ναι, ναι. Ωραία, πάμε ν…, θα σου έλεγα αυτό. Εγώ μόλις τελειώσει όλο αυτό και είμαι με την παρέα μου θα πω: «Παιδιά, πάμε να βγούμε. Αφήστε το σπίτι ή πάμε μετά».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι αλλαγές της κοινωνικοποίησης
00:13:32 - 00:27:26
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι. Ταυτόχρονα, μέσα στην καραντίνα που έμαθες όλα αυτά τα τέλεια πράγματα και όλα αυτά, έχεις να παρακολουθήσεις και τηλεμαθήματα. Ναι. …ης. Τώρα πρέπει να στρίψω καινούργιο τσιγάρο. Και νομίζω πολύς κόσμος ταυτίζεται με αυτό, πολλά παιδιά. Εσύ ταυτίζεσαι; Κι εσύ ταυτίζεσαι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Εξετάσεις και σπουδές εν μέσω πανδημίας
00:27:26 - 00:35:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία, θέλω να μου μιλήσεις για τις Πανελλήνιες τώρα. Δεν τις πάω τις Πανελλήνιες. Όχι μόνο δεν τις πάω, μου δημιούργησαν και μεγάλο θέμα … τελειώσει πολύ γρήγορα. Να τελειώσει και ελπίζω να είναι η τελευταία συνέντευξη που κάνεις για κορονοϊό και να μην ξανακάνεις, γιατί κρίμα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είμαι η Σέτα, ερευνήτρια στο Istorima. Είναι 2 Ιανουαρίου, βρισκόμαστε στα Ιλίσια με τη Μαριάνθη, η οποία θα μας μοιραστεί τη δική της εμπειρία. Γεια σου, Μαριάνθη.
Γεια.
Καταρχήν, θέλω να μου πεις λίγα πράγματα για σένα.
Ναι, με λένε Μαριάνθη, είμαι 18 χρονών, πρωτοετής στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν. Αυτά.
Χαλάρωσε. Και θέλω να μου πεις λίγο για τη δική σου εμπειρία με τον covid, κάπως. Αλλά ας το πάμε από την αρχή, από τότε που ξεκίνησε. Ήσουνα Γ’ Λυκείου, σωστά;
Ναι.
Και κάπως θέλω να μου μιλήσεις για το πώς εμφανίζεται αυτό το φαινόμενο στις ζωές μας, αρχικά σαν κάτι μακρινό και μετά κάτι πιο κοντά μας και πώς το βίωσες εσύ μέσα στον χώρο του σχολείου αυτό το πράγμα.
Όταν πρωτοξέσπασε ο κορονοϊός και δεν είχαν αρχίσει να κλείνουν τα σχολεία και ήμασταν κανονικά, απλά υπήρχε και κορονοϊός, σαν μαθητές το είχαμε πάρει αυτό στην πλάκα. Δηλαδή, ναι μεν γνωρίζαμε τη σοβαρότητα της κατάστασης, αλλά λόγω του ότι όταν είσαι στο σχολείο και είσαι με τους φίλους σου, ένα μικρό εμπόδιο ή δυσκολία θα το πάρεις στο χαβαλέ. Πόσο μάλλον, όταν έρχονται οι καθηγητές και σου λένε. Σου λένε που σου λένε «μην κάνεις το ένα, μην κάνεις το άλλο», σου λένε και «μην αγγίζεσαι», και «μην περάσεις την απόσταση» και «φεύγοντας βάλτε και λίγο αντισηπτικό», και «γιατί πήγες κι έκατσες, ας πούμε, δίπλα της», ενώ δεν κάνει πρέπει να είμαστε ανά θρανίο. Οπότε όλο αυτό, όταν είσαι μαθητής και με τους φίλους σου, κάνεις πλάκα, απαντάς και με πλάκα, κάνεις και το χαβαλέ σου. Δηλαδή, όλο αυτό δεν είχε πάρει ακόμα μια –πώς να το πω– αυστηρή θέση στο σχολείο. Ήταν ένας ωραίος χαβαλές που περνούσαμε. Αυτό, βγαίναμε έξω κανονικά, έπρεπε να βγαίνουμε πιο συχνά έξω. Δηλαδή, μας διώχνανε αν ήμασταν παραπάνω στις αίθουσες, στους διαδρόμους, μας έλεγαν «βγείτε έξω». Κάναμε και την κοπάνα μας λέγοντας «Α, βγαίνουμε έξω να πάρουμε αέρα» και την κάναμε, δεν ξαναγυρνάγαμε ποτέ για μάθημα. Οπότε ναι, αυτό, λόγω του ότι ήταν έτσι, είχε ένα χαβαλέ η κατάσταση.
Οι καθηγητές πώς το αντιμετώπιζαν; Ήταν οι ίδιοι φοβισμένοι; Ή κάπως ένιωθαν ότι κάπως πρέπει να πειθαρχήσουν αυτό το πράγμα;
Εντάξει, σε κάθε σχολείο υπάρχει κάθε διαφορετική μορφή. Δηλαδή, θα δεις τον πολύ χαλαρό, θα δεις τον τρελό, θα δεις τον φουλ αυστηρό. Δεν θα έχεις μόνο μια προσωπικότητα καθηγητή. Οπότε, ανάλογα την προσωπικότητα έβλεπες και συμπεριφορά. Οι αυστηροί καθηγητές ήτανε πολύ αυστηροί στο να μας κάνουν να καταλάβουμε ότι είναι μία σοβαρή κατάσταση και «Μην το παίρνετε στα χαλαρά» και ότι «Πρέπει λίγο να πάρουμε τα μέτρα προστασίας κτλ. κτλ.». Από την άλλη όμως, υπήρχαν και καθηγητές οι οποίοι δεν τους ένοιαζε και πολύ. Δεν ξέρω αν δεν τους ένοιαζε εμείς να είμαστε okay και να είμαστε προστατευμένοι από τον ιό ή από μόνοι τους και οι ίδιοι είχαν αυτή την ιδιοσυγκρασία και πιστεύανε ότι δεν είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα. Αλλά άμα πήγαινες σε ένα σχολείο –σε οποιοδήποτε σχολείο, όχι μόνο στο δικό μου– δεν θα καταλάβαινες ότι υπάρχει κορονοϊός στην αρχή. Θα 'έλεγες ότι «Ε, έχουν πάρει λίγο πιο αυστηρά μέτρα», δεν θα φρίκαρες.
Θυμάσαι κάποιο περιστατικό από τότε, κάτι που να σου έρχεται στον νου όταν συζητάμε αυτό το πράγμα;
Θυμάμαι κάνα δυο. Θυμάμαι το πρώτο που είχαμε πάει, αν θυμάμαι καλά, –τώρα δεν θυμάμαι καλά, αλλά αν θυμάμαι καλά– είχαμε κάνει ένα μικρό διάλειμμα σε κάποια φάση νομίζω. Ναι, μπράβο, είχαμε κάνει ένα μικρό διάλειμμα όταν είχε πρωτοβγεί η εντολή να κλείσουν τα σχολεία. Οπότε μετά από εβδομάδες –μήνα, δεν θυμάμαι– πήγαμε ξανά στο σχολείο. Εκεί βέβαια, όταν έχουμε κάνει και διάλειμμα και έχουμε δει και τα τηλεμαθήματα, έχουμε νιώσει λίγο στο πετσί μας τη δυσκολία που υπάρχει κι ότι δεν είναι παίξε-γέλασε. Δηλαδή, δεν πάμε σχολείο να γελάσουμε και να παίξουμε. Όταν πρωτοπήγαμε λοιπόν, υπήρχαν τα παιδιά τα οποία δεν είχαν έρθει αρχικά γιατί είχανε ευπαθείς ομάδες στα σπίτια ή φοβόντουσαν τόσο. Υπήρχαν παιδιά τα οποία κινιόντουσαν μόνο με μάσκα στο σχολείο, αλλά υπήρχαν και παιδιά σαν εμένα που μία τη βάζανε, μία τη βγάζανε. Επειδή [00:05:00]έβλεπαν τους φίλους τους, θέλανε να πάρουν και μια αγκαλιά, θέλανε να καπνίσουν ένα τσιγάρο με τους φίλους τους. Δηλαδή, υπήρχε μία μάζα παιδιών οι οποίοι δεν υπάκουαν και καθόλου. Δηλαδή, ερχόντουσαν χωρίς μάσκα, χωρίς μέτρα προστασίας, χωρίς τίποτα. Όταν μπήκαμε, λοιπόν, στις τάξεις, εκεί ήτανε κιόλας το δεύτερο πακέτο γιατί δεν ήμασταν όλοι μαζί, ήμασταν χωρισμένοι. Αν ήμασταν είκοσι παιδιά, ήμασταν δέκα-δέκα. Οπότε εγώ θυμάμαι είχα μπει με δέκα άκυρους – δέκα άκυρους, προφανώς συμμαθητές μου ήτανε, αλλά δεν τους γούσταρα και πολύ και έπρεπε να έχουμε και αποστάσεις. Αλλά θυμάμαι ένα τραγικό πράγμα ήταν ότι κάθε φορά που μπαίνανε καθηγητές στην τάξη, αρχίζανε αυτό το πράγμα για τον κορονοϊό και πάλι. Ενώ το παίρνεις στη μάπα τόσες μέρες, που στα σπίτια σου οι γονείς σου βάζουνε στο φουλ τις ειδήσεις κάθε φορά που παίζει κάτι για τον κορονοϊό, «Ειδήσεις, ειδήσεις, δυναμώστε, δυναμώστε», το ακούς συνέχεια, οπότε είχαμε βαρεθεί να το ακούμε από παντού αυτό το πράγμα. Τα κρούσματα, οι διασωληνωμένοι, τα πάντα, τα πάντα. Αυτό πρώτα με είχε τρομάξει, με είχε ταρακουνήσει θεωρώ προς το καλό, γιατί είναι καλό σε τέτοιες καταστάσεις αν είσαι λίγο large, να σφίγγεσαι και λίγο και να καταλαβαίνεις τη σοβαρότητα της κατάστασης. Αλλά ναι, ήτανε φρίκη.
Πω, πω. Επειδή προσπεράσαμε ένα μήνα τώρα έτσι, τώρα μιλάμε για την επιστροφή σου στο σχολείο, μετά την καραντίνα.
Ναι, ναι.
Ωραία, πάμε να δούμε λίγο πώς ήταν η καραντίνα.
Ωραία.
Γίνεται αυτό και κλεινόμαστε σπίτια μας–.
Ναι–.
Πες μου.
Ναι. Εγώ –τύχη, ατυχία, δεν θα απαντήσω– πήγα τέλος πάντων, στον φίλο της μαμάς μου να μείνουμε όλοι μαζί, όπου έχει και έναν γιο. Και συγκατοικήσαμε. Ήταν ένα πολύ ευρύχωρο και μεγάλο σπίτι, οπότε δεν είναι ότι κλείστηκα στο ίδιο μέρος επί τόσες εβδομάδες και μήνες. Είχα πάει σε καινούργιο χώρο, είχα την ευκαιρία να εξερευνήσω, να κοιμάμαι σε διαφορετικό κρεβάτι, να ξυπνάω σε διαφορετικό δωμάτιο, οπότε δεν είχα τόσο τη δυσκολία όσο άλλοι φίλοι μου, το «Πω, ρε φίλε, θέλω να βγω έξω, δεν μπορώ άλλο το σπίτι μου». Το έπαθα, αλλά σε ένα πολύ μικρό βαθμό και πολύ κατανοητό. Όπως και άμα είσαι άρρωστος, ας πούμε, «Θέλω να βγω». Δεν ήταν τόσο–, για μένα προσωπικά. Πιστεύω ότι εγώ αλλά και οι φίλοι μου ήμασταν αρκετά αισιόδοξοι σε αυτήν την κατάσταση, στην πρώτη καραντίνα. Εγώ, προσωπικά, ναι μεν με τρόμαζε και με φρίκαρε γιατί ναι μεν δεν έβγαινα γιατί δεν είχα φίλους εκεί, στο σπίτι αυτό κοντά, ή δεν μπορούσα να βγω να πάω οπουδήποτε, να παίξω βόλεϊ ή δεν ξέρω κι εγώ τι –δεν τα κάνω ούτως ή άλλως– αλλά δεν έβγαινα, πώς να–; Έβγαινα μόνη μου για ποδήλατο. Έβγαινα μόνη μου για να πάω στο σουπερμάρκετ και κάθε φορά που έμπαινα σουπερμάρκετ, χεζόμουν πάνω μου και για τα πάντα. Δηλαδή, βγαίνοντας και πληρώνοντας με cash, με χρήματα, μετά άρχιζα μόνη μου και έλεγα «μην ξύσω το μάτι μου». Επειδή φορούσα και γάντια λέω: «Τώρα δεν έχω δεύτερο ζευγάρι, να βγάλω αντισηπτικό. Να βάλω αντισηπτικό και να πάω μέχρι το σπίτι όμως χωρίς γάντια και με μόνο αντισηπτικό;». Οπότε πήγαινα κι ερχόμουν σαν χεσμένη κάθε φορά από το σουπερμάρκετ. Δεν είναι μια ευχάριστη κατάσταση, ειδικά όταν συνειδητοποιείς τα πράγματα. Και είναι ωραίος ο χαβαλές, είναι ωραίο να περνάς καλά αλλά όταν έρχεται μια τόσο επικίνδυνη, ένα επικίνδυνο κύμα ιού, αλλά τόσο επικίνδυνο, καλό είναι να κάτσεις στα αυγά σου και να τα αφήσεις αυτά. Ένα, δύο χρόνια μετά; Άλλο είναι και αυτό που με τρομάζει. Το ότι είμαι 18 χρονών και για μένα θεωρώ είναι η πιο ωραία ηλικία, και τη ζω έτσι. Αυτό με τρομάζει πάρα πολύ. Δηλαδή, σκέφτομαι τον εαυτό μου ότι άμα βγω σε club, σε μπαρ, σε καφέ σε κάποιους μήνες –σε πολλούς μήνες–, δεν θα ξέρω πώς να φερθώ. Θα μου είναι πάρα πολύ… Θα νιώθω σαν εξωγήινος ή σαν σε ufo μπήκα, δεν θα μου φαίνεται φυσιολογικό. Και μπορεί σε κάποιον να ακουστεί υπερβολικό αυτό, αλλά ισχύει. Δεν θα σου φαίνεται φυσιολογικό, δεν θα μπορείς να πας να πάρεις τον καφέ, εγώ θα τραυλίζω άμα πω έναν φρέντο–. Δεν θα μου φαίνεται φυσιολογικό να πω «ένα φρέντο [00:10:00]καπουτσίνο μέτριο προς γλυκό». Τώρα πάω και το φτιάχνω στη μηχανή, ας πούμε, και δεν ζητάω από κανένα την άδεια. Πάω το φτιάχνω μόνη μου, παίρνω το κυπελλάκι, δεν κοιτάζω καν το tag του. Όταν πας, ας πούμε, και κάτσεις με παραπάνω από εννιά άτομα σε ένα σπίτι, σε ένα χώρο, δεν θα ξέρεις πώς να κινηθείς, δεν ξέρεις πώς θα πρωτογνωριστείς και ναι, είναι αστείο αλλά είναι έτσι. Κυριολεκτικά είναι έτσι. Εμένα στην αρχή, ας πούμε, μου λέγανε που υπήρχαν αυτά τα memes στα social media του «Χα, χα, χα, σε λίγους μήνες δεν θα μπορούμε να–». Αυτά τα ακραία, που ισχύουνε τώρα τα ακραία. Στην αρχή έλεγες: «Χα, χα, χα, γελάω», τώρα «Χα, χα, χα, κλαίω γιατί ισχύουνε».
Και θέτεις ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που είναι οι όροι κοινωνικοποίησης και το πώς αλλάζουν με αυτό το πράγμα. Δηλαδή, ήσουνα Γ’ Λυκείου και δεν βλέπεις τους άλλους συμμαθητές σου να τους αποχαιρετίσεις–.
Και τώρα, τώρα που είμαι πρωτοετής–.
Πριν πάμε στο τώρα, θέλω να μου πεις ακόμη λίγα για την καραντίνα.
Ναι.
Κρατούσες, έκανες videocalls, έκανες–;
Θα σου πω, θα σου πω. Πέρασα τέλεια. Στην αρχή πέρασα τέλεια γιατί ενώ δεν είμαι τέτοιος τύπος, είμαι τεμπελόσκυλο, βαριέμαι τα πάντα –δηλαδή, άμα μπορούσα όλο αυτό το καιρό που είχαμε πρώτη καραντίνα απλά να κοιμάμαι και να βλέπω ταινίες, θα ήταν το καλύτερο μου– αλλά επειδή είχα τρομάξει όντως, λέω «θα κάνω ό,τι δεν έχω κάνει», άρχισα να μαγειρεύω, έκανα ακραίες πίτσες, ακραία γλυκά. Πήρα κιλά, δεν πειράζει, τα ξαναέχασα, άρχισα να κάνω πράγματα τα οποία δεν είχα μάθει να κάνω. Δεν ήξερα να τα κάνω αλλά δεν ξέρω κιόλας γιατί τα έκανα. Θα σου πω ότι τώρα φοβόμουνα, γι’ αυτό τα έκανα. Γιατί είναι αυτό που φοβάμαι τώρα ότι ήμουν 18, είμαι 18 και τι θα κάνω, και δεν θέλω να χάσω όλη τη μέρα στο κρεβάτι αλλά εκεί είναι λίγο το ότι «φίλε, υπάρχει κορονοϊός». Δηλαδή, υπάρχει και ζωή εκτός αυτού. Κάπως με ξύπνησε αυτός ο κορονοϊός. Δηλαδή, τώρα που συνεχίζεται όλο αυτό, προφανώς δεν κάθομαι να μαγειρεύω, ούτε βγαίνω ούτε δεν θυμάμαι, είχα βάψει και ένα τραπέζι μεγάλο, το είχα ξύσει, το είχα βάψει –μου πήρε μέρες, δεν είχε πάρει μια μέρα– αλλά δεν θα τα κάνω αυτά πλέον. Αλλά το βλέπεις και τώρα στην καθημερινότητα όλων, προφανώς δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνεις, αλλά να θέλουν να βγούνε. Αυτή η θέληση που υπάρχει τώρα και να τελειώσει ο κορονοϊός, είναι καλό που θα υπάρχει και μετά, το να θες να βγεις. Ο κόσμος έχει συνηθίσει το να δούμε μια ταινία, να πάμε ένα σινεμά που ναι, ωραία, πολύ ευχάριστα ακούγονται αλλά είναι άλλη φάση να λες: «Πάω να βγω. Πάω να κάνω μία βόλτα στην Πεντέλη», «Πάμε να πάρουμε το αυτοκίνητο να πάμε στην Πάρνηθα», είναι ωραίο πράγμα. Εγώ είμαι πολύ σε αυτό. Δηλαδή, δεν είμαι ο τύπος που θα πω: «Έχουνε μείνει και κάποια καλά». Είμαι τελείως κάθετη σε αυτό, δεν έχει μείνει κανένα καλό, θεωρώ εγώ. Αλλά άμα μου έλεγες: «Πες μου ένα πράγμα», θα σου έλεγα αυτό. Εγώ μόλις τελειώσει όλο αυτό και είμαι με την παρέα μου θα πω: «Παιδιά, πάμε να βγούμε. Αφήστε το σπίτι ή πάμε μετά».
Ναι. Ταυτόχρονα, μέσα στην καραντίνα που έμαθες όλα αυτά τα τέλεια πράγματα και όλα αυτά, έχεις να παρακολουθήσεις και τηλεμαθήματα.
Ναι.
Για μίλα μου λίγο για αυτό, γιατί γελάς;
Γελάω γιατί δεν το είχα πάρει σοβαρά. Δεν το είχα πάρει καθόλου σοβαρά. Δεν γνώριζα για πολύ μεγάλο διάστημα ότι υπήρχανε απουσίες, είχα μαζέψει και κάμποσες. Από πού να αρχίσω; Ότι ήτανε το πιο βαρετό πράγμα που έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου; Δεν ήξερα πώς να το κάνω και δεν ήθελα να το μάθω. Και αυτό στο λέω και τώρα, ότι δεν θέλω να το μάθω αυτό το πράγμα, δεν θέλω να το συνηθίσω και δεν ήθελα τότε. Ωραία γελάμε και λέμε «κορονοϊός», okay σπίτια μας, okay να μην βλέπουμε τους φίλους μας, okay να μην πηγαίνουμε στα μπαρ, στα κλαμπ αλλά ρε φίλε, και αυτό από δω; Δηλαδή λες «Γαμώ να πάω σχολείο, γαμώ και το κομπιούτερ», ας πούμε. Ήτανε πολύ άσχημο για μένα, δεν το ήθελα με τίποτα. Όταν έμπαινα, όποτε έμπαινα –να μην το ακούσει αυτό ποτέ η μαμά μου γιατί νόμιζε ότι έμπαινα κάθε φορά–, απλά υπήρχε πολύς χαβαλές. Εγώ έβαζα συνέχεια μουσική, ας πούμε, και ρωτούσε η κυρία ποιος έβαλε τη μουσική και είχα βάλει μουσική, ας πούμε, «Α, sorry, δεν το ήξερα το μικρόφωνο». Δεν σου λέω ότι αυτές είναι [00:15:00]ωραίες καφρίλες αλλά τις έκανα και δεν είμαι η μόνη. Πιστεύω ότι σε όλα τα σχολεία της Ελλάδας θα υπάρχουν σίγουρα πέντε σε κάθε σχολείο μαθητές που το κάνουν αυτό. Γιατί ακριβώς αυτό, είναι ότι το σχολείο είναι ένα περιβάλλον το οποίο προσπαθείς συνέχεια να το απωθείς από πάνω σου. Δεν ξέρω αν βγάζει νόημα αυτό αλλά όταν μπαίνει και σε ένα κομπιούτερ και πρέπει να είσαι εκεί και να μην είσαι με τον φίλο σου, να μην μπορείς να γράψεις ένα σκονάκι, ένα χαρτάκι, κάτι, είναι πολύ βαρύ. Φυλακίζεις ένα μαθητή στη φυλακή του, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Υπάρχουν μαθητές που γουστάρουν πάρα πολύ να κάθονται σε ένα θρανίο και να κάνουν μάθημα. Εγώ είμαι από τα παιδιά που δεν μπορώ. Άμα γουστάρω το μάθημα θα κάτσω, θα παρακολουθήσω, 45 λεπτά μαξ. Παραπάνω δεν μπορώ και αναφέρομαι σε αυτούς τους μαθητές, προφανώς. Ότι αυτό, ναι, ήτανε πολύ ωραία φράση, θα κράτησω αυτό, ότι η φυλακή μες στη φυλακή μας.
Μίλα μου κι άλλο για αυτό γιατί νομίζω ότι–.
Θες να σου πω όπως ένιωθα τότε στο σχολείο ή θες να σου πω τώρα που είμαι πρωτοετής;
Και τα δύο θέλω να μου πεις. Πες μου πρώτα για το τότε στο σχολείο, για να πάμε μετά στο–.
Θα σου πω. Εγώ τότε θα έδινα Πανελλήνιες αλλά το είχα ξεκαθαρίσει στο κεφάλι μου ότι δεν είναι ο στόχος μου αυτός και είναι άλλος. Και επειδή ο άλλος μου στόχος, είχα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να αρχίσω να διαβάζω φουλ, ήμουνα χαλαρά. Οπότε για Πανελλήνιες δεν διάβαζα εγώ. Το διάβασμα μου είχε τελειώσει ήδη και θα άρχιζα άντε λίγο, ένα μήνα πριν. Όπως έτσι έγινε κιόλας, αλλά όλοι μου οι φίλοι και όλες μου οι φίλες διάβαζαν φουλ για Πανελλήνιες, οπότε μπορώ να σου μιλήσω για αυτή την εμπειρία. Εγώ προσωπικά ήμουνα πάρα πολύ χαλαρή σε θέμα διαβάσματος. Ναι, θυμάμαι, ας πούμε, να μην έχω κανένα να μιλήσω για πάρα πολλές ώρες. Οι φίλοι μου να διαβάζουν, να έχουν κλείσει κινητά και να είμαι απλά να βαράω τον τοίχο. Να έχει γίνει κάτι γκομενικό, να μην ξέρω σε ποιον να το πω, να μην μπορώ να το πω. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο, δεν… Στο περιγράφω, δεν μπορώ να στο περιγράψω, να σου πω πως ένιωθα με λέξεις. Σου περιγράφω την κατάσταση γιατί όντως, ήταν περίεργη. Τώρα δεν είναι για μένα περίεργη. Δηλαδή, άμα μου πεις τώρα που έχουμε ζήσει πόσο καιρό με κορονοϊό, έχουμε, έχουμε, ωραία, έχουμε πάρα πολύ καιρό με κορονοϊό, θα σου πω: «Ωραία, ναι, τι;». Ή άμα το πει τώρα, ας πούμε, αυτό ένα παιδί τώρα που είναι Γ’ Λυκείου, θα του πω: «Ναι, ωραία, τι; Έτσι είναι η κατάσταση, τι θες να κάνεις;». Τότε έλεγα: «Τι λες;». Άμα μου το έλεγε αυτό ένα παιδί που είναι πρωτοετής, «Τι λες; Τι λες; Το διανοείσαι ότι δεν μπορώ να το κάνω;». Είναι περίεργο πόσο γρήγορα άλλαξε και ότι αναγκαστήκαμε να το συνηθίσουμε και να ζούμε σε αυτό. Και δεν μπορούσες να πεις «Μα δεν θέλω». Μα όχι, πρέπει, και το κάνεις. Και αυτό νομίζω έχει τραυματίσει πάρα πολλούς ανθρώπους, το ότι αναγκάστηκαν να είναι σε αυτή την κατάσταση. Να μάθουνε και να συνηθίσουνε αυτό το πράγμα. Γιατί προφανώς, ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, έχει άλλες συνήθειες, έχει άλλη προσωπικότητα. Έχω πάρα πολλούς φίλους, Διδύμους στο ζώδιο, οι οποίοι θέλουνε συνέχεια να είναι έξω, συνέχεια να μιλάνε με ανθρώπους. Τώρα είναι σε διάφορα, από πού να πρωταρχίσω; Ηouse party, Tinder, Instagram, Messenger, όλα αυτά τα ξέρουμε αλλά οι οποίοι κοινωνικοποιούνται μόνο με αυτόν τον τρόπο. Θέλω να σου πω ότι υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι είναι δεν θα σου πω εμμονικοί με την κοινωνικοποίησή αλλά είναι ένας τρόπος ο οποίος τους γαληνεύει, τους ευχαριστεί, τους ψυχαγωγεί. Αυτοί, ας πούμε, έχουνε βρει τώρα τα social media. Όταν τελειώσει όλο αυτό, που ευελπιστώ σύντομα, θα έχουν συνηθίσει το ότι «εγώ την πέφτω σε μια γκόμενα που ψήνω από το Instagram και το Messenger». Δεν θα έχει τα κότσια να πάει να τη δει από κοντά, θα πει «θα τη βρω στο Facebook». Τώρα πάμε σε πολύ πιο παλιά χρόνια, όταν είχε πρωτοβγεί το Facebook. Αλλά πάλι, είδες πώς έρχεται το ένα μετά το άλλο; Δηλαδή, ναι μεν μια πολύ πρωτόγνωρη κατάσταση, η οποία όμως θυμίζει πολύ παλιά πράγματα. Παλιά πράγματα.
Άρα θεωρείς ότι έχουν αλλάξει πολύ οι όροι κοινωνικοποίησης,
Νομίζω είναι το πρώτο. Άμα δηλαδή με ρωτάγανε «πες μου πέντε πράγματα», θα σου έλεγα το πρώτο είναι αυτό.
Τα άλλα τέσσερα;
Τα αλλά τέσσερα. Πρώτα είναι αυτό. Δεύτερο θα έλεγα η ίδια η κοινωνία, σαν κοινωνία. Όποια και να ‘ναι αυτή. Μια κοινωνία έχει συνηθίσει στο να συμβαδίζει, να συζεί, στο λέω με πολύ απλ[00:20:00]ά πράγματα. Να πας στο πάρκο, να πας στο σινεμά και να δεις κόσμο. Ακολουθείς μία καθημερινότητα που ακολουθεί και ένα ποσοστό της κοινωνίας σου. Συμβαδίζετε σε αυτό. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω, εγώ έτσι το έχω στο μυαλό μου. Πολλοί φίλοι μου διαφωνούν με αυτό, βέβαια. Αλλά εγώ έτσι το έχω στο μυαλό μου, όταν πάω σινεμά, ας πουμε, θα μου ‘ρθει η σκέψη «Α, αυτό το ζευγάρι σκέφτηκε ακριβώς το ίδιο πράγμα που σκέφτηκα κι εγώ να κάνω Παρασκευή, Σάββατο βράδυ». Αυτό χάνεται γιατί ναι μεν και μένουμε με τις οικογένειές μας–. Θα σου πω τρίτο, κλεινόμαστε στους εαυτούς μας και στους ανθρώπους που έχουμε συνηθίσει να είμαστε. Και θα σου πω αυτό, ότι άμα εγώ βγω σε ένα πάρτι, θα μου είναι πάρα πολύ δύσκολο όχι σε αυτό που είπα πριν, στο να αφήσω, δεν ξέρω πώς να στο εξηγήσω να–. Ψέματα. Άμα είμαι μια μέρα σπίτι με τη μάνα μου και να έχει έρθει ο φίλος μου και οι φίλοι μου, θα το ψήνω πιο πολύ απ’ το να μου πούνε: «Έλα στο πάρτι». Και μπορεί να είναι αυτό ανάλογα την ιδιοσυγκρασία του αλλά ισχύει πάλι, γιατί συνηθίζεις πάλι μία κατάσταση. Εγώ που δεν είμαι του πάρτι και πολύς κόσμος, ενώ πηγαίνω σε πάρτι και θα πηγαίνει και ο άλλος κόσμος σε πάρτι, δεν θα είναι το πρώτο πράγμα που θα θες μετά από όλη αυτή τη κατάσταση. Δεν τα ‘χεις συνηθίσει. Δεν έχεις συνηθίσει το ντάμπα-ντούμπα, δεν έχεις συνηθίσει να σε ακουμπάει κάποιος που δεν θες. Που να σε ακουμπάει αυτός που θες, θα τιναχτείς, θα χεστείς πάνω σου. Είναι πάρα πολλά πράγματα τα οποία τα έχουμε συνηθίσει και θεωρώ λάθος λόγω του κορονοϊού. Αυτά τα οποία δικαιούμαστε σαν άνθρωποι και τα έχουμε κερδίσει κιόλας, το να βγαίνουμε, να κάνουμε, να γνωρίζουμε, τα συνηθίσαμε ανάποδα ενώ τα είχαμε μάθει αλλιώς.
Ωραία, όλα αυτά είναι… Κανονικά, τώρα θέλω να σε ρωτήσω για τις Πανελλήνιες, αλλά νομίζω αυτό που λες τώρα είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Γι’ αυτό θέλω να πάμε λίγο στο τώρα. Βασικά όχι, πάμε στις Πανελλήνιες.
Πάμε. Το χειρότερο.
Επειδη περιγράφεις όλο αυτό, ένα πολύ έντονο συναίσθημα και ταυτόχρονα, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες όπως είναι οι Πανελλήνιες μέσα στη ζωή σου, όπως είναι τα άτομα με τα οποία μένεις, ξερω ‘γω, η μαμά σου, άρα υπάρχουν πάρα πολλοί πόλοι έντασης να φανταστώ. Και θέλω κάπως να μου μιλήσεις για αυτό.
Ναι. Εγώ σαν Μαριάνθη θα σου πω ότι με τη μαμά μου ποτέ δεν ήμασταν το κλασσικό ντούο μαμάς-κόρης. Το κλασσικό, εννοώντας και τα κακά και τα καλά. Ειδικά τον χρόνο που πέρασε και τον προηγούμενο, ήμασταν με τα μαχαίρια. Δηλαδή, δεν μπορούσαμε να συμβιώσουμε ήρεμα και καλά. Είχα την επανάσταση μου, είχε την επανάσταση της. Μιλάμε για γυναίκα η οποία κι αυτή έχει το κάθε τι που τη βασανίζει. Και εγώ, και εγώ, και εγώ! Ναι, όταν ήρθε ο κορονοϊος και λέω: «Καραντίνα -λέω-, μαλάκα, τη γάμησα». Το πρώτο πράγμα λέω: «Τι θα κάνω;». Είχαμε ένα σπίτι από κάτω το οποίο το φτιάχναμε, το μόνο που σκεφτόμουνα βασικά να σου πω την αλήθεια είναι ότι «γαμώ». Δηλαδή, ήμουνα σίγουρη, είχα εξασφαλίσει ήδη τους τσακωμούς που θα γίνονταν, τους είχα φανταστεί ήδη. Είχα φανταστεί ότι θα πω πέντε φορές ότι θα φύγω απ' το σπίτι, τις δέκα θα έχω φύγει. Δηλαδή, ήτανε… ειδικά εγώ που τσακώνομαι με τη μαμά. Τσακωνόμουνα, το σημειώνω, τώρα είμαστε πολύ καλά. Τσακωνόμουν με τη μαμά μου, ήτανε το μεγαλύτερο σοκ που έπαθα. Το ότι θα πρέπει να συμβιώσω μαζί της και θέλει, δεν θέλω, θα πρέπει να κάθομαι εδώ μέσα όλη μέρα. Θυμάμαι είχα ανεβάσει ένα στόρι που είχα τσακωθεί με τη μαμά μου, στους στενούς μου φίλους, που έλεγα: «Κ. Μητσοτάκη, αφήστε με να πάρω λίγο αέρα. Αφήστε με να πάω κάπου, δεν αντέχω άλλο τη μάνα μου». Και νομίζω ότι δεν είμαι το μόνο παιδί. Καλά, δεν θα το πάω–, θα το πάρω στο αστείο γιατί τώρα που τελειώνει η κατάσταση θέλω να έχω ένα πιο ευδιάθετο ειρμό, αλλά μιλάμε και για παιδιά τα οποία βασανίστηκαν πάρα πολύ σε αυτή την κατάσταση. Το ότι έπρεπε με ανθρώπους οι οποίοι… Καλά, η μαμά μου είναι τρελή αλλά δεν είναι τόσο. Μιλάμε για ανθρώπους που κακοποιούσαν τα παιδιά τους σεξουαλικά και μη σεξουαλικά και η βία αυτή εξελίχθηκε. Εξελίχθηκε η [00:25:00]οικογενειακή βία, πήγε σε άλλο επίπεδο. Και αυτό είναι κάτι σοβαρό το οποίο δεν το αναφέρουν καθόλου, δεν βοηθάνε τόσο ενώ είναι κάτι πολύ σοβαρό. Και νομίζω ότι ο κόσμος θα πρέπει λίγο να–, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνει βασικά ο κόσμος. Αλλά πρέπει να κάνουμε κάτι γιατί ναι μεν έχουμε πιάσει τα ακραία τώρα αλλά εγώ νιώθω ότι άμα αυτό συνεχιστεί –τώρα σου λέω ότι είμαι σε ένα ευδιάθετο mood γιατί ευελπιστώ πραγματικά κάτι να γίνει τώρα–, αλλά άμα αυτό συνεχιστεί, θα τρελαθούμε. Δεν είναι αστεία τα πράγματα. Θα τρελαθούμε όντως. Και δεν σου λέω να γίνουμε τρελοί να αρχίζουμε να ουρλιάζουμε και να παθαίνουμε τικς κτλ. Σου λέω θα τρελαθούμε, δεν θα ξέρουμε τα βασικά που είπαμε, να φιλιόμαστε με άγνωστο, να πιανόμαστε χέρι-χέρι, να πίνω την μπύρα κάποιου που δεν ήθελε απ΄τους φίλους μου. Να κάνω ένα τσιγάρο που δεν θέλει ο άλλος. Πράγματα τώρα που σου λέω και τα λαχταρώ. Το να πάρω μια μπύρα που κάποιος δεν θέλει, να πάρω το μπουκάλι να μου πει ο Κώστας, «Ε, Μαριάνθη, δεν θέλω άλλη μπύρα». Αυτή η αίσθηση από μόνη της, το να πάρεις την μπύρα που δεν θέλει ο Κώστας και να την πιεις χωρίς να πληρώσεις εσύ. Τσαμπέ μπύρα, ξέρεις, είναι τέλειο. Πόσο μάλλον τώρα που δεν μπορώ να το κάνω, εμένα αν μου πει τώρα ο Κώστας: «Ε, Μαριάνθη, τσίμπα -ας πούμε- την μπύρα», θα πω: «Μαλάκα, τι λες;». Πρέπει να βγάλω εκατό αντισηπτικά, να καθαρίζω, που δεν πρόκειται να το κάνω αυτό αλλά δεν θα πιω την μπύρα. Και δεν λέει, δεν λέει να μην πιω την μπύρα γι’ αυτό. Ή αν μου πει, ας πούμε, η Τίνα, που η Τίνα [Δ.Α.]. Να μου πει η Τίνα, «Μαριάνθη, δεν θέλω άλλο τσιγάρο», αυτό είναι πιο πάνω από την μπύρα το «Δεν θέλω άλλο τσιγάρο», να κάνω της Τίνας το τσιγάρο. Και τώρα ναι, okay, κάνουμε αστεία αλλά δεν υπάρχουν, αυτό. Εγώ που βγαίνω με την Τίνα ακόμα, δεν θα κάνω το τσιγάρο της, η Τίνα θα πετάξει το τσιγάρο της. Τώρα πρέπει να στρίψω καινούργιο τσιγάρο. Και νομίζω πολύς κόσμος ταυτίζεται με αυτό, πολλά παιδιά. Εσύ ταυτίζεσαι; Κι εσύ ταυτίζεσαι.
Ωραία, θέλω να μου μιλήσεις για τις Πανελλήνιες τώρα.
Δεν τις πάω τις Πανελλήνιες. Όχι μόνο δεν τις πάω, μου δημιούργησαν και μεγάλο θέμα στην ψυχολογία μου. Γιατί δεν πάω τα φροντιστήρια, βασικά. Άρχισα φροντιστήριο, κακώς. Είχα θέμα με το άγχος μου, με πίεζε και μπορώ να σου πω –ο κορονοϊός λέω–, οι Πανελλήνιες βοήθησαν στο να παθαίνω κρίσεις πανικού. Εντάξει, προφανώς παθαίνω και για άλλους λόγους αλλά αυτή η κατάσταση, εκτός κορονοϊού σου λέω τώρα, σκέτα Πανελλήνιες, μου επιβάρυνε πάρα πολύ την ψυχολογική μου υγεία. Ναι, εγώ δεν διάβαζα για Πανελλήνιες. Δεν διάβαζα για Πανελλήνιες γιατί δεν είχα κάποιο στόχο. Νομίζω στο έχω ξαναναφέρει. Ναι. Το εχω ξαναναφέρει αυτό. Στο είπα πριν ότι δεν θα σου πω για μένα γιατί εγώ δεν έδωσα Πανελλήνιες, αλλά έδωσαν οι φίλοι μου–.
Ναι, ναι, μου το είπες πριν–.
Ναι.
Ωραία, απλά εσύ τι κατεύθυνση είχες;
Εγώ είχα θεωρητική.
Άρα, έδωσες μαθήματα Αρχαία και τέτοια;
Ναι, ναι, ναι. Ω, καλά! Είχα πάει με αυτούς οι οποίοι απ’ τα πέντε έχουν διαβάσει τα δύο. Και απλά παρακαλάνε τον Θεό και ό,τι υπάρχει εκεί πάνω να πέσει ένα απ΄τα δύο. Δεν έπεσε ένα απ’ τα δύο που είχα διαβάσει. Έπεσε κάτι το οποίο δεν καταλάβαινα τίποτα, απλά τα κοίταγα και θα σου πω. Δεν τα ξέρω γενικά αυτά, δηλαδή και να τα διάβαζα δεν νομίζω να τα μάθαινα. Κακό που το λέω αυτό γιατί αξίζει όντως, να μαθαίνεις, ειδικά Αρχαία. Αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα. Ε, δεν θυμάμαι τι είχα κάνει. Δεν νομίζω να είχα κάνει και κάτι. Εντάξει, δεν ήταν καλή εμπειρία για μένα, όχι.
Κι εσύ έδινες, άρα πήγαινες και έβλεπες τους συμμαθητές σου εκεί που έδινες; Τουλάχιστον, ήταν κάποια κοινωνικοποίηση το να δίνεις–;
Όχι, επειδή είμαι προφορική, έπρεπε να πάω σε άλλο σχολείο. Με έδιωξε το σχολείο μου, με πήγε με άλλους προφορικούς οι οποίοι όλοι δίναν προφορικά. Και εκεί παίζεται μαλακία γιατί φοράς τη μάσκα. Ναι, ωραία, δεν μπορείς να δεις τα παιδιά αυτά γιατί και χέστηκες κιόλας. Εγώ τουλάχιστον, που δε με ένοιαζε [00:30:00]κιόλας και δεν καταλάβαινα, αλλά ήμουνα πριν δώσω χεσμένη πάνω μου. Κορόιδευα τον εαυτό μου, δεν ξέρω τι έκανα αλλά φοβόμουνα, δεν ξέρω γιατί. Τι, άμα πέσει αυτό δηλαδή, θα πάρω 20; Τέλος πάντων. Ναι, εκεί είναι μαλακία γιατί φοράς της μάσκα και η μαγεία του να δίνεις προφορικά είναι όταν λες σωστό ή λάθος. Λες «λάθος» και να δεις μια ρυτίδα, κάτι να δεις που θα σου πει «όχι, είναι σωστό». Ένα σήμα του Θεού. Με τη μάσκα δεν μπορείς να δεις τίποτα. Ούτε η άλλη μπορεί να σου πει γιατί άμα της πεις: «Τι είπατε;», θα την κοιτάξουν όλοι να πούνε: «Τι, βοηθάει;», ας πούμε; Χάνεται και το προφορικό εκεί.
Τώρα νομίζω να πάμε και στο άλλο, το τελευταίο, που είναι ότι είσαι σε μία δραματική σχολή.
Ναι.
Και από όσο ξέρω, δεν έχεις δει του συμφοιτητές σου από κοντά ποτέ.
Όχι.
Κάνετε μαθήματα online. Θέλω να μου μιλήσεις–.
Ναι, κάνω μαθήματα online. Κάνω μαθήματα online εδώ και πάρα πολύ καιρό, πάρα πολλές ώρες. Φτάνω και εννιάωρα. Χθες μας έστειλαν e-mail ότι θα κάνουμε και δεκάωρα, εξάωρα συνεχόμενα. Ναι, μπορώ να πω ότι η ικανότητα μου στο να ακούω έχει εξελιχθεί κατά πολύ. Ωραία, αλλά έχει εξελιχθεί πάρα πολύ η ακοή μου γιατί καταλαβαίνω, ενώ δεν τους έχω δει, από τη φωνή τους ποιος είναι ποιος. Και δεν ξέρω, εγώ αυτό τώρα το έχω συζητήσει τόσο, που τώρα που το λέω πόσο περίεργο είναι το να μπαίνεις σε μια δραματική σχολή, να είσαι πρωτοετής με άλλα 20 άτομα, μου φαίνεται πάρα πολύ okay να στο λέω τώρα. Δεν μου προξενεί κάτι επειδή ακριβώς, είμαι πρωτοετής. Δεν μπορώ να σου πω για τους άλλους αλλά εγώ που είμαι πρωτοετής, αυτό που σου είπα πριν, δεν θέλω να το συνηθίσω, δεν θέλω να συνηθίσω και να πω ότι «Α, από δω και πέρα έτσι θα είναι τα πράγματα. Από εδώ θα βλέπω τον Τάκη και τον Μάκη». Όχι, θέλω να τους δω από κοντά, θέλω να πρέπει να κάνω κάτι που δεν θέλω από κοντά. Δηλαδή, τώρα ας πούμε, ο αυτοσχεδιασμός για μένα έχει εξελιχθεί το χειρότερο πράγμα. Πρέπει να κάτσω να στήσω κάπου το κινητό μου, που εγώ ούτε σέλφι δεν μπορώ να βγάλω, τόση απάθεια έχω. Να στήσω το κινητό μου και να κάνω αυτοσχεδιασμό που να παριστάνω τη κότα. Αυτό σου προκαλεί λίγο μια ντροπή. Και δεν στο λέω, και αρνητικά και θετικά. Μπορείς άνετα να κάτσεις να κάνεις την κότα; Αν είσαι τόσο ακομπλεξάριστος, ναι. Εγώ είμαι φουλ κομπλεξική σε αυτά, δεν μπορώ να το κάνω. Δεν με θεωρώ ακομπλεξάριστη, δεν θεωρώ πως μπορώ να κάτσω με μια οθόνη του κινητού μου και να το ανεβάσω αυτό να το δούνε είκοσι άτομα και να υπάρχει αυτό. Γιατί άμα πάω εγώ στη σκηνή του θεάτρου και κάνω την κότα, μετά όποιος θέλει το θυμάται, όποιος θέλει το ξεχνάει. Εγώ αυτό το πράγμα θα το έχω στο κινητό μου, θα το έχω στο Facebook. Γιατί στο Facebook θα το ανεβάσω, θα υπάρχει παντού και όποιος θέλει το αποθηκεύει. Άμα αφήσω το θέατρο και γίνω πολιτικός, δεν ξέρω κι εγώ τι –μακριά, αλλά σου λέω εγώ τώρα–, θα μπορεί ο Μάκης να ανεβάσει ένα βίντεο που κάνω την κότα. Εντάξει, το γελειοποιώ αλλά υπάρχει και αυτό, δεν υπάρχει άνεση. Το θέατρο, εγώ το θέατρο το άρχισα γι' αυτό, γιατί ντρεπόμουνα πάρα πολύ και εξακολούθώ να ντρέπομαι. Και υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί, καλοί ηθοποιοί οι οποίοι ντρέπονται πριν βγουν στη σκηνή. Δηλαδή, μπορεί η άλλη να ξερνάει και μετά να σκουπιστεί και βγει, από το άγχος και τη ντροπή. Είναι κάτι το οποίο δεν είναι ωραίο να υπάρχει αλλά υπάρχει και σε ανθρώπους που κάνουν καλή δουλειά στον χώρο αυτό. Τα διαδικτυακά σε περιορίζουν ακόμα πιο πολύ όταν έχεις αυτό το πρόβλημα. Γιατί το θέατρο εγώ –sorry, ξαναπάω εκεί– γι’ αυτό το άρχισα, γιατί ντρεπόμουνα και ήθελα να είμαι λίγο πιο χαλαρή και με βοήθησε όντως, σε αυτό. Και γι’ αυτό και το συνέχισα κιόλας γιατί εντάξει, μετά το έψησα αλλά μέχρι τότε, με βοηθούσε πάρα πολύ, στο να μπορώ να κοιτάξω κάποιον στα μάτια. Τώρα μιλάω σε κάποιον μόνο κοιτάζοντας τον στα μάτια. Άμα δεν ντρέπομαι, γιατί ντρέπομαι και αγχώνομαι. Ναι, βλέπω μόνο από εικονίδια τους συμμαθητές μου, τους καθηγητές μου. Αλλά βέβαια, από κει λες κιόλας, αυτό είναι μεν κάτι άψυχο, αλλά σου δημιουργεί και συναισθήματα, σε αγγίζει και κάπως. Δηλαδή, εγώ, ας πούμε, τις προάλλες εκνευρίστηκα με τον καθηγητή μου. Με ποιον; Με ένα ανθρωπάκι το οποίο είναι σε ένα εικονίδιο στον υπολογιστή μου τον οποίο όποτε ήθελα έκλεινα, όποτε ήθελα άνοιγα. Αλλά εκνευρίστηκα, δηλαδή ναι μεν έχουμε χάσει πολλά αλλά κάποια δεν χάνονται. Και απλά αυτό, να εκτιμάμε [00:35:00]λίγο αυτά που έχουμε και να τα κρατάμε γερά. Γιατί αν φύγουν και αυτά, ε, δεν θα μείνει κάτι. Ειλικρινά.
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, Μαριάνθη.
Κι εγώ.
Είναι κάτι που δεν σε ρώτησα, που θα ήθελες να προσθέσεις;
Έχουμε 2 Ιανουαρίου βασικά, και ευελπιστώ όλο αυτό να έχει τελειώσει πολύ γρήγορα. Να τελειώσει και ελπίζω να είναι η τελευταία συνέντευξη που κάνεις για κορονοϊό και να μην ξανακάνεις, γιατί κρίμα.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Μαριάνθη, 18 χρονών, πρωτοετής φοιτήτρια σε δραματική σχολή, αφηγείται την εμπειρία της από την αρχή της πανδημίας. Μοιράζεται το πώς βίωσε τους σχολικούς χώρους να αλλάζουν, τις αντιδράσεις των καθηγητών και των συμμαθητών και τη δική της εμπειρία από την επιστροφή στα σχολεία μετά την καραντίνα. Μιλάει για το πώς επηρεάστηκε η κοινωνικοποίηση και της ίδιας αλλά και της γενιάς της γενικότερα, και για τους φόβους της για τις επιπτώσεις αυτής της κρίσης. Μιλάει για τα προβλήματα της τηλεκπαίδευσης, μοιράζεται τις ανησυχίες της για την πανδημία, τις επιθυμίες της και το τι λαχταράει να κάνει αφού τελειώσουν οι περιορισμοί.
Αφηγητές/τριες
Μαριάνθη Κοσκινά
Ερευνητές/τριες
Σέτα Αστραίου Καρύδη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/01/2021
Διάρκεια
35'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Μαριάνθη, 18 χρονών, πρωτοετής φοιτήτρια σε δραματική σχολή, αφηγείται την εμπειρία της από την αρχή της πανδημίας. Μοιράζεται το πώς βίωσε τους σχολικούς χώρους να αλλάζουν, τις αντιδράσεις των καθηγητών και των συμμαθητών και τη δική της εμπειρία από την επιστροφή στα σχολεία μετά την καραντίνα. Μιλάει για το πώς επηρεάστηκε η κοινωνικοποίηση και της ίδιας αλλά και της γενιάς της γενικότερα, και για τους φόβους της για τις επιπτώσεις αυτής της κρίσης. Μιλάει για τα προβλήματα της τηλεκπαίδευσης, μοιράζεται τις ανησυχίες της για την πανδημία, τις επιθυμίες της και το τι λαχταράει να κάνει αφού τελειώσουν οι περιορισμοί.
Αφηγητές/τριες
Μαριάνθη Κοσκινά
Ερευνητές/τριες
Σέτα Αστραίου Καρύδη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/01/2021
Διάρκεια
35'