«Πίστεψα ότι είχα τελειώσει με τη Γερμανία, αλλά η Γερμανία δεν έχει τελειώσει μαζί μου!»
Ενότητα 1
Η οικογενειακή μετανάστευση στη Γερμανία, οι συνθήκες ζωής και η προσπάθεια του Παναγιώτη να προσαρμοστεί στο νέο σχολικό περιβάλλον
00:00:00 - 00:21:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Καλησπέρα. Πώς ονομάζεσαι; Ονομάζομαι Παναγιώτης. Πολύ ωραία. Είναι 13/11/2020. Ο Παναγιώτης βρίσκεται στην Ακρόπολη και ε…λνε εκεί και μέσω της μαγειρικής, της παγκόσμιας γλώσσας, μπορούσα να βοηθήσω και να είμαι ο εαυτός μου και να συνεισφέρω έτσι όπως ήθελα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Ενότητα 2
Η απόφαση του επαναπατρισμού
00:21:55 - 00:29:37
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σε αυτό το σχολείο έμεινα έντεκα μήνες. Πέρασα δύσκολες στιγμές συναισθηματικά. Δηλαδή εκείνες τις δύο εβδομάδες, που δεν θα ξεχάσω ποτέ από…να βγαίνει ο αυτόματος πιλότος και να παίρνω τη ζωή ξανά στα χέρια μου, πώς να το πω. Είναι μεγάλο αυτό που λέω, αλλά έτσι το αισθανόμουν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η επιστροφή του Παναγιώτη στη Γερμανία για εργασία - Η ψυχολογική κατάρρευση και η προσωπική ωρίμανση
00:29:37 - 00:44:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πέρασαν τα χρόνια, οι γονείς μου δούλευαν στην Ελλάδα. Δούλευα και εγώ κάποια καλοκαίρια, τους βοηθούσα, ή σε άλλες δουλειές για να βγάζω κα… αγγελία σε μία εφημερίδα κιόλας, έτσι αποφάσισα να πάω στη Γερμανία να δουλέψω εκεί, γιατί μου φερόντουσαν έτσι όπως ήθελα και μου άρμοζε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Ενότητα 4
Η εμπειρία της μετανάστευσης στη Γερμανία: H σφυρηλάτηση του εαυτού και η ενδυνάμωση των οικογενειακών σχέσεων
00:44:25 - 00:56:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα πόσο χρονών είσαι; Δεν το είπαμε νομίζω. Όχι, αυτόν τον μήνα κλείνω τα 19. Ωραία. Τώρα έχεις δουλέψει στην Ελλάδα ή στα Τρίκαλα κάπου…άνε όλα καλά. Όλα καλά θα πάνε, αρκεί να το πιστεύουμε και να το θέλουμε. Το πιστεύω κι εγώ αυτό. Σε ευχαριστώ πολύ. Κι εγώ, να ’σαι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Η οικογενειακή μετανάστευση στη Γερμανία, οι συνθήκες ζωής και η προσπάθεια του Παναγιώτη να προσαρμοστεί στο νέο σχολικό περιβάλλον
00:00:00 - 00:21:55
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Πώς ονομάζεσαι;
Ονομάζομαι Παναγιώτης.
Πολύ ωραία. Είναι 13/11/2020. Ο Παναγιώτης βρίσκεται στην Ακρόπολη και εγώ στην Πεύκη. Είμαι η Μάρθα Μητσικώστα, ερευνήτρια για το Istorima και ξεκινάμε. Από πού θες να αρχίσεις την ιστορία σου σήμερα;
Λοιπόν, η ιστορία μου, όπως ξέρεις, έχει να κάνει με τη μετανάστευση στη Γερμανία τόσο σε μικρή ηλικία, όσο και σε μεγάλη ηλικία, για διαφορετικούς λόγους, αλλά ταυτόχρονα πολύ ίδιους. Θα ξεκινήσω την ιστορία μου για το πώς κατέληξα την πρώτη μου φορά στη Γερμανία. Όταν ήμουν 9 σχεδόν, ο πατέρας μου έλειπε πάρα πολλές, βασικά έλειπε μεγάλο διάστημα από το σπίτι, διότι αναγκάστηκε μόνος του να πάει στη Γερμανία να δουλέψει, έτσι ώστε να μπορέσει να βγάζει κάποια χρήματα παραπάνω για να μπορέσει να σπουδάσει τον αδερφό μου. Οπότε αυτό που θυμάμαι απ’ τον εαυτό μου είναι να είμαι μέσα σε ένα σπίτι χωρίς την πατρική παρουσία για πολλά χρόνια. Μετά από χρόνια, γύρω στα 11 με 12 μου χρόνια, οι γονείς μου πήραν την απόφαση να μεταναστεύσουμε όλοι μαζί οικογενειακώς στη Γερμανία, εκτός από τον μεγάλο μου αδερφό, ο οποίος σπούδαζε εδώ στην Ελλάδα, με σκοπό μία καλύτερη ζωή και ίσως καλύτερες σπουδές για εμένα και τον άλλο μου αδερφό. Οπότε αυτός ήταν ο τρόπος κατά τον οποίον καταλήξαμε όλοι μαζί στη Γερμανία. Ζούσαμε... Αποφασίσαμε να πάμε σε μία μικρή πόλη της Γερμανίας, όπου εκεί ήταν οι συγγενείς της μητέρας μου, ήταν ο παππούς μου, η γιαγιά μου και κάποια ξαδέρφια μου, οπότε μας ήταν λίγο πιο εύκολο το να προσαρμοστούμε εκεί πέρα. Θυμάμαι, πήγαμε μήνα Ιούλιο, το καλοκαίρι, έτσι ώστε να μπορέσουμε να προσαρμοστούμε για να ξεκινήσω και εγώ το σχολείο μου Σεπτέμβρη, για να είναι πιο εύκολο. Στην αρχή ζούσαμε στο σπίτι της γιαγιάς μου και του παππού μου, μέχρι να μπορέσουμε να βρούμε κάτι δικό μας, το οποίο ήταν ένα σπίτι πολύ μικρό, περίπου 55 τετραγωνικά, οπότε ζούσαμε μέσα σε αυτό το σπίτι έξι άτομα: Εγώ, ο αδερφός μου, η μητέρα μου, ο πατέρας μου και οι παππούδες μου. Οπότε για δύο μήνες θυμάμαι ότι εγώ με τον αδερφό μου κοιμόμασταν στον καναπέ στο σαλόνι, η μητέρα μου με τον πατέρα μου σε έναν καναπέ στην κουζίνα και οι παππούδες μου στο δωμάτιο. Και ήταν αρκετά δύσκολο, γιατί και εγώ και ο αδερφός μου ήμασταν μικρά παιδιά, οπότε χρειαζόμασταν τον ζωτικό μας χώρο, ο οποίος δεν υπήρχε ούτε στο ελάχιστο. Οι γονείς μου δούλευαν σε ένα εποχιακό πάρκο σε εκείνη την πόλη, οπότε έλειπαν και αυτοί από το σπίτι αρκετές ώρες. Οπότε περνούσαμε χρόνο με τους παππούδες μου και τον αδερφό μου. Δεν είχα φίλους καθόλου, δεν είχα γνωρίσει κανέναν, γιατί δεν μου είχε δοθεί η ευκαιρία να κοινωνικοποιηθώ, οπότε η μόνη μου συντροφιά ήταν ο αδερφός μου και στο ελάχιστο η ξαδέρφη μου, η οποία είχε τα δικά της, είχε το σχολείο της, είχε τις εξετάσεις της, οπότε δεν είχαμε την ευκαιρία πολύ να συντροφεύει ο ένας τον άλλον και να κάνουμε πράγματα μαζί. Υπήρχαν διαστήματα μέσα στο καλοκαίρι που ήθελα να δουλέψω, έτσι ώστε να προσφέρω και εγώ κάποια πράγματα στην οικογένεια, παρόλο που ήμουν πολύ μικρός, ήμουν 12 χρονών. Ο θείος μου στην ίδια πόλη, ο άντρας της αδερφής της μάνας μου στην ουσία, έχει ένα εστιατόριο, όπου εκεί βρήκα την ευκαιρία να πάω να βοηθάω, γιατί δούλευε και η ξαδέρφη μου εκεί, οπότε είχα λίγο την παρέα, έβγαζα και εγώ ένα χαρτζιλίκι, μάθαινα λίγο τη δουλειά. Οπότε περνούσα κάποιες ώρες μου εκεί πέρα και αυτό με βοηθούσε περισσότερο στην ψυχολογία μου. Το ίδιο και ο αδερφός μου μερικές φορές. Μετά από δύο μήνες, Σεπτέμβρη που έπρεπε να ξεκινήσει το σχολείο... Στην πόλη όπου έμενα δεν υπήρχε ελληνικό σχολείο, ήταν μακριά, ήταν περίπου τρεις ώρες με το τρένο, οπότε ήταν εντελώς αδύνατο το να μεταφέρομαι κάθε μέρα σε μία πόλη μόνος μου 12 χρόνων με το τρένο για[00:05:00] να πηγαίνω σε ένα ελληνικό σχολείο. Οπότε αναγκάστηκα, όσο και αν δεν ήθελα, γιατί μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο, να γραφτώ σε ένα γερμανικό σχολείο, στο οποίο δεν υπήρχε κανένας Έλληνας και εννοείται δεν υπήρχε ελληνική γλώσσα, οπότε ήταν δίπλα δύσκολο το να συνεννοηθώ, να κάνω φίλους, να καταλαβαίνω, να μπορώ να δίνω πράγματα, να παίρνω από τους ανθρώπους που υπήρχαν γύρω μου. Αυτό αυτομάτως με ανάγκασε να χάσω μία χρονιά στο ελληνικό σχολείο, γιατί οι βαθμίδες εκπαίδευσης είναι διαφορετικές εκεί πέρα. Είναι διαφορετικές από την άποψη ότι υπάρχουν τριών ειδών σχολεία, αναλόγως πόσο καλός είσαι στα μαθήματα. Εγώ πήγαινα σε ένα, λέγεται «Hauptschule», είναι το χαμηλότερο βαθμίδας σχολείο και αυτό διότι δεν ήξερα τη γλώσσα. Οπότε εκεί πέρα βρισκόντουσαν περισσότερο μαθητές οι οποίοι ήταν ξένοι από άλλες χώρες για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ή και μαθητές οι οποίοι δεν τα πήγαιναν πολύ καλά με τα μαθήματά τους. Ταυτόχρονα με το σχολείο, αποφασίσαμε να φιλοξενηθούμε στο σπίτι του θείου μου και της θείας μου που ήταν ακριβώς πάνω από το εστιατόριο. Εκεί είχαμε περισσότερο χώρο για τους εαυτούς μας και για την οικογένεια γενικότερα. Εκείνη την περίοδο είχε τελειώσει και η εποχιακή δουλειά των γονιών μου, οπότε αποφασίσανε να δουλέψουν στο εστιατόριο του θείου μου και της θείας μου. Αναγκάστηκαν, γιατί επιφέρει άλλα προβλήματα το να δουλεύεις με συγγενείς. Οπότε βρισκόμασταν... Επιφέρει προβλήματα βασικά από την άποψη ότι υπάρχει συγγένεια, οπότε υπάρχει περισσότερο θάρρος στο να πεις πράγματα και έτσι πάνω στη δουλειά μπορεί να υπάρξουν προβλήματα τα οποία είτε να μην θες να τα πεις, επειδή φοβάσαι μην πληγώσεις κάποιον, είτε επειδή τα λες για τον ίδιο λόγο πιο εύκολα, οπότε μπορεί να υπάρχουν τεράστιες παρεξηγήσεις –που υπήρχαν εντέλει, θα τις αναφέρω αργότερα. Οπότε τον Σεπτέμβρη βρισκόμασταν τέσσερα άτομα πάνω από το εστιατόριο σε έναν μισό όροφο, ο οποίος ήτανε μισός αποθήκη για το εστιατόριο, μισός φτιάχτηκε για να μένουμε εμείς. Οπότε το πρόβλημα του ζωτικού χώρου λύθηκε, γιατί είχα ένα δωμάτιο δικό μου με τον αδερφό μου, οπότε από εκεί που κοιμόμουν σε ένα καναπέ ενός σαλονιού, βρέθηκα να έχω το δικό μου δωμάτιο, το δικό μου κρεβάτι, το δικό μου γραφείο, που φάνταζε τέλειο εκείνη τη στιγμή, γιατί μπορούσα να έχω δικά μου πράγματα. Και ταυτόχρονα είχα και τη συντροφιά της ξαδέρφης μου, γιατί ο αδερφός μου ήταν πιο μεγάλος, ήταν 16 χρονών. Οπότε αυτός κατέβαινε κάτω, δούλευε συνέχεια στο εστιατόριο του θείου μου με τη θεία μου. Οπότε στην ουσία ήμουν λίγο μόνος μου, εκεί ήθελα να καταλήξω. Το σχολείο ξεκίνησε, βρέθηκα σε μία τάξη με αρκετά παιδιά, γύρω στα είκοσι παιδιά, τα οποία δεν γνώριζα κανέναν. Θυμάμαι το πρώτο μου διάλειμμα, το οποίο δεν θα ξεχάσω ποτέ, που απλά βρισκόμουν σε μία γωνιά στο προαύλιο να τρώω το κολατσιό μου και να φοβάμαι να μιλήσω σε κάποιον, γιατί είτε φοβόμουν ότι δεν θα με συμπαθήσουν είτε φοβόμουν ότι θα πω κάτι λάθος στα γερμανικά, γιατί ήξερα πολύ λίγα γερμανικά, ίσα ίσα να πω «γεια, τι κάνεις;», «καλημέρα». Οπότε ήταν και αυτό ένα πρόβλημα για ένα παιδί το οποίο έφυγε σε μία άλλη χώρα και δεν ήξερε καθόλου παιδιά να συναναστραφεί. Παρ’ όλ’ αυτά, με την πάροδο του χρόνου στο σχολείο με προσέγγισαν δύο παιδιά, ένας Γερμανός συγκεκριμένα, ένα παιδί, ο Τζάστιν θυμάμαι τον έλεγαν, και ο Μορίς, ένας άλλος Γερμανός. Ήταν δύο παιδιά εντελώς διαφορετικά από εμένα. Ασχολιόντουσαν περισσότερο με τον αθλητισμό, τους άρεσε περισσότερο να βγαίνουν έξω, να κάνουν skate. Εμένα μου άρεσε αυτό, γιατί στην Ελλάδα δεν υπάρχουν τόσα πολλά άτομα τα οποία να είναι τόσο απελευθερωμένα με το skate, με τον αθλητισμό, οπότε λέω θα το δοκιμάσω, γιατί δεν είχα καθόλου φίλους, οπότε ήταν μία επιπλέον συντροφιά για εμένα. Θυμάμαι βγαίναμε αρκετές φορές έξω. Μέναμε στην ίδια γειτονιά, στην κεντρική γειτονιά της πόλης, όποτε βγαίναμε στα πάρκα, κάναμε skate, γελάγαμε, προσπαθούσα να καταλάβω τι λένε, κάποια πράγματα δεν τα καταλάβαινα, οπότε υπήρχε και λίγο χιούμορ εκεί πέρα. Εκεί έμαθα να αυτοσαρκάζομαι με τον εαυτό μου, κάτι το οποίο δεν το κάνουμε εδ[00:10:00]ώ στην Ελλάδα, το θεωρούμε μεγάλο ελάττωμα. Και αυτά τα δύο παιδιά ήταν νομίζω ένας μεγάλος παράγοντας που με βοήθησαν να μάθω τον εαυτό μου, να αποδεχτώ τον εαυτό μου και να ανοίξω περισσότερο ως άνθρωπος, γιατί δεν μιλούσα σε κανέναν. Με κάνανε παρέα, με βοηθούσαν να μάθω τη γλώσσα, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό. Κάπως έτσι περνούσε ο καιρός στο σχολείο. Σε κάποια διαλείμματα έμενα μόνος μου, γιατί και αυτοί είχανε τις παρέες τους εκεί πέρα. Εγώ φοβόμουν να πάω σε εκείνες τις παρέες, γιατί ήταν τα παιδιά τα «δημοφιλή», όπως λέμε σε εισαγωγικά στο σχολείο, που δεν κάνουν παρέα με όλους, που μιλάνε άσχημα για κάποιους. Οπότε ήταν δύσκολο το να ενταχθώ στην κοινότητα τη συγκεκριμένη. Αργότερα, γνώρισα μια κοπέλα η οποία είχε έρθει, καινούργια και αυτή στο σχολείο, ήταν Ελληνίδα, οπότε λέω: «Wow, Ελληνίδα! Θα έχω παρέα, θα μιλάμε». Αρχίσαμε κάναμε λίγη παρέα. Ήταν τέλειο το γεγονός ότι οι γονείς της δούλευαν στο εστιατόριο του θείου μου, οπότε υπήρχε περισσότερος χρόνος να συναναστραφώ μαζί της. Παρ’ όλ’ αυτά, καλώς ή κακώς, δεν κατάφερε να μείνει εκεί πέρα, οπότε έφυγε μετά από λίγο καιρό, μετά από ενάμιση μήνα. Οπότε τα ξαναβρήκα σκούρα πάνω στο θέμα κοινωνικοποίησης και των φίλων. Ο αδερφός μου από την άλλη πήγαινε σε ένα σχολείο να μάθει γερμανικά, οπότε δεν υπήρχε και πολύς χρόνος με τον αδερφό μου, ενώ είχαμε μία πολύ καλή σχέση. Γενικότερα, ήταν ένα διάστημα το οποίο το πέρασα πολύ με τον εαυτό μου και ήταν δύσκολο, γιατί ήμουν 12 χρόνων και δεν το επιζητούσα. Επιζητούσα παρέα, επιζητούσα να παίξω, να βγω να παίξω, να συναναστραφώ με παιδιά, να γελάσω, να κλάψω, να χτυπήσω. Οπότε ήταν κάτι το οποίο μου στερήθηκε εν μέρει εκείνη την περίοδο. Οι διακοπές στη Γερμανία στα σχολεία είναι διαφορετικές. Κάθε δύο μήνες υπάρχει μία εβδομάδα διάλειμμα, πώς το λένε οι Γερμανοί, για διάφορες γιορτές, για Halloween, κ.λπ. Οπότε αυτό που θυμάμαι είναι ότι υπήρχε μία περίοδος, νομίζω του Halloween, αν θυμάμαι καλά, γιατί έχουν περάσει και τα χρόνια, όπου είχαμε διακοπές δύο εβδομάδες. Kαι θυμάμαι ότι ήμουν για δύο εβδομάδες ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Δεν έκανα τίποτα, γιατί απλά δεν είχα τη δύναμη και δεν είχα το κίνητρο πάνω απ’ όλα το να σηκωθώ, να κάνω κάτι για εμένα. Ήμουν δύο εβδομάδες στο κρεβάτι, διάβαζα, έτρωγα ακόμα και στο κρεβάτι και σηκωνόμουν μόνο για τουαλέτα. Η ξαδέρφη μου είχε σχολείο, δούλευε, ήταν πιο μεγάλη, ο αδερφός μου τα ίδια. Για κάποιον λόγο δεν ήθελα να βγω έξω, να συναναστραφώ με τα παιδιά τα οποία γνώριζα κατά κάποιον τρόπο, γιατί δεν μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου, δεν μπορούσα να εκφραστώ ελεύθερα λόγω της γλώσσας. Φοβόμουν ότι αν πω κάτι θα με παρεξηγήσουν και θα χάσω τη μόνη συντροφιά την οποία είχα εκεί πέρα. Οπότε απλά είχα βάλει έναν αυτόματο πιλότο μέσα μου και λέω: «Θα λες πράγματα που πρέπει, δεν θα λες πράγματα που δεν πρέπει», που θεωρούσα ότι δεν πρέπει, όχι ότι δεν έπρεπε στην ουσία. Οπότε αυτό αυτομάτως με έβαλε σε ένα άλλο τριπάκι, το να μην είμαι αυτό που είμαι, ας πούμε. Βέβαια, στο σχολείο έτυχε να έχω μία πολύ καλή δασκάλα, η οποία ήταν μικρή σε ηλικία, ήταν γύρω στα 28-29 χρονών, κάτι το οποίο δεν συναντάς εδώ στην Ελλάδα δυστυχώς. Ήταν πολύ όμορφη, ήταν πολύ ευγενική και την έβλεπα σαν δεύτερή μου μάνα. Γιατί η μάνα μου δούλευε πάρα πολλές ώρες με τον πατέρα μου, δούλευαν δεκαπέντε-δεκαέξι ώρες την ημέρα, οπότε ούτε τη δική τους τη συντροφιά είχα πολύ. Βέβαια, δεν θα τους κατηγορούσα ποτέ για αυτό, γιατί προσπαθούσαν να κάνουν τα πάντα για να μου παρέχουν τα πάντα, να μου παρέχουν[00:15:00] χρήματα, να μπορώ να πάω στο σχολείο μου, να έχω παπούτσια που θέλω, να έχω ρούχα που θέλω, να μπορώ να βγαίνω να πιω έναν καφέ, να μην με νοιάζει, να μην σκέφτομαι 12 χρονών αν πρέπει να ξοδέψω παραπάνω χρήματα ή όχι, αν είναι σωστό ή όχι. Γιατί πριν πάμε εκεί πέρα και μας δοθεί η ευκαιρία να έχουμε ένα καλύτερο επίπεδο ζωής όσον αφορά τα χρήματα, θυμάμαι όταν πάω να πιω ένα καφέ να κοιτάω πρώτα την τιμή και μετά τι είναι αυτό που θα πάρω βάσει της τιμής, κι ήταν πάρα πολύ άσχημο αυτό για ένα παιδί το οποίο προσπαθεί να νιώσει, να βγει, να χαρεί. Εν πάση περιπτώσει, αυτή η δασκάλα έκανε κάτι το οποίο εμένα με συγκινούσε πάρα πολύ: ασχολούνταν πολύ παραπάνω με εμένα μες στην τάξη, γιατί ήμουν ένα παιδί το οποίο έβλεπε ότι προσπαθούσε. Έδειχνε φοβερή ανοχή όσον αφορά στις εργασίες, γιατί ήταν στα γερμανικά και ήταν και δύσκολες. Ήταν η 7η τάξη, αντίστοιχη Α’ Γυμνασίου στην Ελλάδα, που σημαίνει ότι ξεκινάνε τα δύσκολα, ξεκινάει η Ιστορία, ξεκινάνε οι Φυσικές, οι Χημείες, που ούτε στα ελληνικά δεν τα καταλαβαίνουμε μερικές φορές αυτά. Οπότε έδειχνε ανοχή, με βοηθούσε. Θυμάμαι πολλές φορές όταν ήμουν στο σπίτι μου έστελνε mail και μου έστελνε παραπάνω σημειώσεις, έτσι ώστε να διαβάσω. Θυμάμαι ότι μέσα στην τάξη, όταν δεν καταλάβαινα πράγματα, μου τα εξηγούσε στα αγγλικά, γιατί ήξερε ότι έχω μία παραπάνω ευχέρεια λόγου στα αγγλικά. Θυμάμαι ότι προσπαθούσε να κάνει Google Translate για να μεταφράσει αυτό που θέλει στα Ελληνικά. Βέβαια, εκεί γελούσαμε πάρα πολύ, γιατί δεν έβγαιναν ποτέ σωστά! Και θυμάμαι ότι με έβαζε πολλές φορές να διαβάζω, να κάνω ανάγνωση σε γερμανικά κείμενα μπροστά σε όλη την τάξη και εγώ φοβόμουν πάρα πολύ. Φοβόμουν ότι θα πω λάθος τις λέξεις, γιατί έχουν και κάτι λέξεις δεκαπέντε σειρές, σιδηρόδρομοι ολόκληροι και φοβόμουν να το κάνω. Και θυμάμαι ότι μου είπε το χαρακτηριστικό ότι: «Αν κάποιος από εδώ μέσα ερχόταν στην Ελλάδα να διαβάσει ελληνικά, θα ήταν ακριβώς το ίδιο, θα ήταν αντίστοιχα το ίδιο δύσκολο να το κάνει. Οπότε μην φοβάσαι και προσπάθησε». Αυτό το είπε γιατί κάποια παιδιά μέσα στην τάξη δεν μου φερόντουσαν καλά. Η τάξη, το σχολείο γενικά, είχε περισσότερο παιδιά τα οποία ήταν από άλλες χώρες και είχε πολλούς Τούρκους. Και δεν ήταν Τούρκοι ή παιδιά τα οποία, από άλλη χώρα εννοώ, τα οποία μεγάλωσαν εκεί οπότε πήραν την κουλτούρα, διάβασαν, μορφώθηκαν, έτσι ώστε να καταλάβουν ότι είμαστε όλοι το ίδιο. Υπήρχαν παιδιά τα οποία είχαν φύγει από πιθανότατα ένα χωριό, όπως και εγώ, από τη χώρα τους, πήγαν στη Γερμανία για να... Εγώ είχα φύγει από το χωριό, είμαι από τα Τρίκαλα, οπότε ζούσα σε ένα χωριό, μία μικρή κοινωνία στην οποία δεν είχες πάρα πολλές ευκαιρίες να μάθεις πράγματα και να ψαχτείς, να εξελιχθείς και θέλω να πιστεύω, όχι θέλω να πιστεύω, υποθέτω και αυτοί το ίδιο για να κατέληξαν όπως και εγώ σε μία χώρα για κάτι καλύτερο, για κάτι παραπάνω. Οπότε από τη μία δεν τους παρεξηγούσα, γιατί ήταν ακριβώς στην ίδια θέση με εμένα. Απλά εγώ τύχαινε να είχα καλούς γονείς που να μου περάσουν όλα αυτά, το ότι δεν υπάρχει λόγος να υποβαθμίζεις κάποιον, να του μιλάς άσχημα, να είσαι αγενής. Οπότε αντιμετώπισα και από κει μία είδους κακομεταχείριση. Δηλαδή θυμάμαι ότι πήγαινα στην τουαλέτα στο διάλειμμα, έμπαινα μέσα, με κλείδωναν απ’ έξω, γιατί νόμιζαν ότι εγώ θα φοβηθώ, αλλά ευτυχώς ήμουν δυνατός χαρακτήρας. Η προσωπικότητά μου ήταν ισχυρή, οπότε... Θυμάμαι χαρακτηριστικά, παίζαμε ένα παιχνίδι, «παιχνίδι» το αποκαλούσα, όπου εγώ ανέβαινα πάνω, έβγαινα στη διπλά τουαλέτα, αυτοί ήταν ακριβώς στη δεξιά, εγώ έβγαινα στην αριστερά. Μου πετούσαν χαρτιά γιατί νόμιζαν ότι ήμουνα μέσα. Έβγαινα από την αριστερή, τους κλείδωνα στη δεξιά και έφευγα! Ήταν ένας τρόπος αντιμετώπισης δικός μου, από το να βάλω τα κλάματα, να πάω στους καθηγητές. Το θεωρούσα ένα παιχνίδι. Γελοιοποιούσα την κατάσταση, γιατί όταν γελοιοποιήσεις την κατάσταση γενικά στη ζωή, είναι μία άμυνα να την αντιμετωπίζεις πιο εύκολα. Το κάνουμε και τώρα ως ενήλικες αυτό. Οπότε υπήρχε ένα παιχνιδάκι να περνάω την ώρα μου κατά κάποιον τρόπο στα διαλείμματα! Αυτό, βέβαια, μετά υπο[00:20:00]χώρησε γιατί κατάλαβαν ότι δεν καταφέρνουν αυτό που θέλουν να καταφέρουν. Η δασκάλα μου, βέβαια, είχε καταλάβει τι συνέβαινε, οπότε προσπαθούσε με έμμεσο τρόπο να με στηρίζει περισσότερο μέσα στην τάξη, έτσι ώστε να καταλάβουν αυτά τα παιδιά ότι δεν είμαι μόνος μου, γιατί εγώ ένιωθα μόνος μου και το περνούσα, το έδειχνα αυτό στους άλλους με τις εκφράσεις μου, με τις πράξεις μου, το ότι φοβόμουν να μιλήσω όπως είπα. Οπότε πίστευαν ότι είμαι πολύ αδύναμος και ότι θα κατάφερναν αυτό που ήθελαν. Kαι δεν ξέρω για ποιον λόγο το έκαναν, δηλαδή δεν μπορώ να καταλάβω για κάποιον λόγο που ένας άνθρωπος το κάνει αυτό. Στο σχολείο υπήρχε κιόλας κάθε Πέμπτη... Βασικά, εμείς τρώγαμε στο σχολείο στη Γερμανία. Δηλαδή, 2:00 τελειώνουν τα μαθήματα, τρώγαμε, μετά συνεχίζαμε, κάναμε ένα άθλημα που επιλέγαμε. Εγώ είχα επιλέξει taekwondo, γιατί έκανα και στην Ελλάδα παλιά πολλά χρόνια taekwondo και κάθε Πέμπτη η δική μας τάξη έστελνε δύο παιδιά τα οποία βοηθούσαν μέσα στην κουζίνα. Βοηθούσαν τους μάγειρες, μετά σέρβιραν έξω τα παιδιά, μάζευαν τα φαγητά από τα παιδιά, οπότε ήταν ένας τρόπος να μάθει ένα παιδί να συντηρεί τον εαυτό του κατά κάποιον τρόπο και να βοηθάει. Κάθε Πέμπτη έστελναν δύο παιδιά από την τάξη μας και εμένα με έστελνε πάρα πολύ συχνά η δασκάλα μου, γιατί είχε καταλάβει ότι μου άρεσε πάρα πολύ να μαγειρεύω και να βοηθάω. Και ήταν και ένας τρόπος να μην νιώθω άσχημα ότι κάνω κάτι το οποίο δεν μπορώ, γιατί μέσα στην τάξη ήταν δύσκολο να κάνω εργασίες, να συνεργαστώ ομαδικά, γιατί δεν μπορούσα να συνεννοηθώ. Οπότε με έστελνε εκεί και μέσω της μαγειρικής, της παγκόσμιας γλώσσας, μπορούσα να βοηθήσω και να είμαι ο εαυτός μου και να συνεισφέρω έτσι όπως ήθελα.
Σε αυτό το σχολείο έμεινα έντεκα μήνες. Πέρασα δύσκολες στιγμές συναισθηματικά. Δηλαδή εκείνες τις δύο εβδομάδες, που δεν θα ξεχάσω ποτέ από τη ζωή μου, που ήμουν στο κρεβάτι επαναλαμβανόντουσαν συχνά. Θα μπορούσε να θεωρηθεί και κάποιου είδους κατάθλιψη εφηβική. Βέβαια, δεν είχα φτάσει στο σημείο να βοηθηθώ από κάποιον ειδικό ή να πάρω κάποια θεραπευτική αγωγή, διότι προσπαθούσα να το αντιμετωπίσω μόνος μου. Είχα βρει και μία τραγουδίστρια θυμάμαι, της οποίας η μουσική είναι ύμνος για εμένα ακόμη και τώρα. Είναι μία Βρετανίδα, η Jessie J, η οποία έχει βγάλει ένα τραγούδι το οποίο λέει «Who You Are» και μιλάει για μία άσχημη περίοδο που είχε κατάθλιψη και η ίδια, γιατί είχε πάει σε μία χώρα την οποία δεν ήξερε κανένας. Δηλαδή έβρισκα τον εαυτό μου μέσα σε αυτό το τραγούδι και ήταν ένας τρόπος να μου δίνει δύναμη. Το άκουγα κάθε πρωί που ξυπνούσα και κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ. Ο αδερφός μου βρισκόταν σε μία παρόμοια φάση, αυτός βέβαια πιο δύσκολα. Ο αδερφός μου τότε ήταν γύρω στα 16-17. Ο αδερφός μου δεν ήξερε καθόλου γερμανικά, που αυτό ήταν ακόμα πιο δύσκολο για τον ίδιο, διότι δεν μπορούσε να βρει φίλους, δεν μπορούσε να συναναστραφεί με κόσμο και όσο περνούσε ο χρόνος τα πράγματα ήταν δύσκολα, αλλά διαχειρίσιμα κατά την άποψή μου. Φτάσαμε στο Πάσχα όπου αποφασίσαμε με τη μητέρα μου, γιατί ο πατέρας μου έπρεπε να μείνει να δουλέψει πίσω, να καλύψει τη μάνα μου στην ουσία. Δεν μπορούσαμε να φύγουμε από το εστιατόριο, γιατί ήταν μία περίοδος που είχε πολλή δουλειά. Αποφασίσαμε να έρθουμε στην Ελλάδα για Πάσχα εγώ, ο αδερφός μου και η μάνα μου, η μητέρα μου, και το αποφασίσαμε μέσα σε τρεις μέρες. Ήταν το φως στο τούνελ που λέμε συνήθως, γιατί λέω: «Wow! Θα δω τους παλιούς μου φίλους», γιατί δεν τους είχα αποχαιρετήσει καν. Δεν τους είχα αποχαιρετήσει, γιατί ήταν καλοκαίρι, οι περισσότεροι είχανε φύγει διακοπές στα χωριά τους. Ήταν πολύ γρήγορη η απόφαση το να φύγουμε σε άλλη χώρα, οπότε δεν τους είχα αποχαιρετήσει τους περισσότερους και ήταν ένας τρόπος, ήταν ένας από τους λόγους που ένιωθα και πολύ άσχημα και μόνος μου, γιατί δεν είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί τους, να τους αποχαιρετήσω. Ήρθαμε στην Ελλάδα για δύο εβδομάδες, είχα και εγώ διακοπές από το σχολείο, η μητέρα μου από τη δουλειά. Ξαναείδα τους φίλους μου και ήταν... Θυμάμαι να πατάω ελληνικό έδαφος με το που κατεβαίνω από το αεροπλάνο και συγκινήθηκα πάρα πολύ, γιατί είναι ένα [00:25:00]αίσθημα το οποίο αν δεν το ζήσεις, δεν μπορείς να το καταλάβεις. Φαντάζει υπερβολικό αυτό που λέω, αλλά δεν είναι καθόλου. Ήταν πολύ δύσκολο όλο αυτό και εγώ πίστευα, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι: «Ήρθες Ελλάδα για πάντα!». Δεν είχα έρθει για πάντα, είχα έρθει για δύο εβδομάδες, για διακοπές. Πέρασα δύο υπέροχες εβδομάδες στην Ελλάδα με τους φίλους μου, με τους συγγενείς μου, με τη μητέρα μου. Υπήρχε χρόνος ανάμεσα σε εμένα και τον αδερφό μου και τη μητέρα μου, γιατί δεν κάναμε κάτι, ήταν διακοπές, οπότε ήταν και αυτό πάρα πολύ όμορφο. Μετά από δύο εβδομάδες που ξαναεπιστρέψαμε στη Γερμανία τα δεδομένα είχαν αλλάξει όσον αφορά τη δουλειά των γονιών μου. Συνέβησαν πράγματα στη δουλειά τα οποία έχουν να κάνουν με αυτά που είπα πριν, το πόσο δύσκολο είναι να δουλεύεις με συγγενείς, τα οποία ανέτρεψαν εντελώς τη ζωή μας, γιατί αποφασίσαμε ότι ή θα πηγαίναμε σε άλλη πόλη να βρούμε ένα σπίτι δικό μας, να ξεκινήσουμε μία νέα ζωή, να έχουμε μία βάση, γιατί νιώθαμε μετέωροι τόσους μήνες, ή θα επιστρέφαμε στην Ελλάδα. Ο αδερφός μου ήταν σε μία πολύ περίεργη φάση, χειρότερη από τη δική μου, δηλαδή περίμενε να ενηλικιωθεί για να φύγει, να πάει στην Ελλάδα. Εγώ άρχισα να προσαρμόζομαι, γιατί είμαι προσαρμοστικός σαν άνθρωπος, οπότε είχα αποδεχτεί αυτό που συνέβαινε και προσπαθούσα να κάνω το καλύτερο. Παρ’ όλ’ αυτά, αποφασίσαμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Πανευτυχείς όλοι! Εγώ ένιωθα πολύ περίεργα γιατί μέσα σε δύο χρόνια θα άλλαζε η ζωή μου για δεύτερη φορά και δεν είναι ότι θα γυρνούσα πάλι στα ίδια, θα γυρνούσα σε μία άλλη πραγματικότητα, γιατί είχαν αλλάξει πολλά πίσω: Οι φίλοι μου, το σπίτι μου, τα πάντα. Τέλος πάντων, γυρίσαμε και αυτό που αναρωτιόμουν είναι: «Γιατί συνέβησαν όλα αυτά;», δηλαδή με είχε ωριμάσει πάρα πολύ και αυτό είχε ως αποτέλεσμα το να σκέφτομαι και το να καταλαβαίνω πράγματα τα οποία ένα παιδί σε αυτή την ηλικία δεν θα καταλάβαινε και δεν θα σκεφτόταν. Από τότε, από τα 13 μου, άρχισα να σκέφτομαι αν υπάρχουν χρήματα στην οικογένεια, το πώς θα πληρώσουμε κάτι, το αν θα βρουν δουλειά οι γονείς μου, το αν θα μείνουν άνεργοι. Ήταν πράγματα τα οποία ένα παιδί στην ηλικία μου δεν τα σκέφτεται και δεν τον απασχολούν. Και εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι σκεφτόμουν γιατί συνέβησαν όλα αυτά. Εγώ στεναχωρήθηκα πάρα πολύ που έχασα χρόνια στο σχολείο μου, γιατί θα ξαναπήγαινα σε ελληνικό σχολείο να συνεχίσω την εκπαίδευσή μου. Έκλαιγα μέρες όταν μου είπαν θα ξανακάνω την ίδια τάξη, γιατί οι φίλοι μου όλοι ήταν στην τάξη που ήμουν πριν. Οπότε, στην ουσία, αυτομάτως ήταν ένα χρόνο μεγαλύτεροι από εμένα τώρα στη σχολική ζωή. Παρ’ όλ’ αυτά, αυτό το ξεπέρασα γρήγορα. Αλλά το σκεφτόμουν πολλά χρόνια, το γιατί συνέβη όλο αυτό και οι γονείς μου μού έλεγαν ότι: «Όλα συμβαίνουν για κάποιον λόγο». Είναι το κλασικό που λένε όλοι, που έχω αρχίσει να το πιστεύω και εγώ στην ηλικία, και απλά το μόνο καλό που συνέβη από την επιστροφή είναι ότι βρήκα την αγάπη μου για το θέατρο. Θυμάμαι τον εαυτό μου από παλιά να το ζητάει αυτό, να ψάχνει. Έψαχνα στο Google δραματικές σχολές για παιδιά 12 χρονών. Δεν ήξερα καν πώς λειτουργούσε όλο αυτό και το είχα αφήσει, γιατί είχαμε πάει στη Γερμανία, ήταν πολύ πιο δύσκολο, η γλώσσα κ.λπ. Οπότε επέστρεψα και βρήκα μία θεατρική ομάδα στην πόλη που έμενα και άρχισα να βρίσκω ξανά τον εαυτό μου, να βγαίνει ο αυτόματος πιλότος και να παίρνω τη ζωή ξανά στα χέρια μου, πώς να το πω. Είναι μεγάλο αυτό που λέω, αλλά έτσι το αισθανόμουν.
Ενότητα 3
Η επιστροφή του Παναγιώτη στη Γερμανία για εργασία - Η ψυχολογική κατάρρευση και η προσωπική ωρίμανση
00:29:37 - 00:44:25
Πέρασαν τα χρόνια, οι γονείς μου δούλευαν στην Ελλάδα. Δούλευα και εγώ κάποια καλοκαίρια, τους βοηθούσα, ή σε άλλες δουλειές για να βγάζω και εγώ το χαρτζιλίκι μου, ώσπου πίστεψα ότι είχα τελειώσει με τη Γερμανία, αλλά η Γερμανία δεν έχει τελειώσει μαζί μου! Δηλαδή, στα 17 μου το καλοκαίρι [00:30:00]αποφάσισα για κάποιον λόγο να πάω μόνος μου στη Γερμανία να δουλέψω για να μαζέψω χρήματα, για να κάνω προετοιμασία για να δώσω σε δραματικές σχολές, γιατί οι γονείς μου είχαν πει ότι: «Ναι, σε στηρίζουμε, αλλά δεν έχουμε τόσα χρήματα ώστε να μπορούμε να σου παρέχουμε τα πάντα». Οπότε συνειδητοποιημένος αυτής της κατάστασης αποφάσισα ότι: «Okay, θα πάω μόνος μου». Μου φαινόταν πάρα πολύ εύκολο, γιατί είχα ξεχάσει όσα είχαν γίνει. Γιατί όταν είχα πάει, είχα την οπτική από ένα παιδί 12 χρονών, δεν είχα την οπτική από τον ενήλικα άνθρωπο, ο οποίος έπρεπε να αντιμετωπίσει τη δουλειά και τις ευθύνες. Οπότε αποφάσισα να πάω σε μία πόλη της Γερμανίας, τη Λειψία, κοντά στο Βερολίνο είναι μία πόλη, και να δουλέψω σε ένα εστιατόριο, δηλαδή να κάνω αυτό που έκαναν οι γονείς μου τότε. Το οποίο εμένα μου φαινόταν εύκολο, αλλά μόνο εύκολο δεν ήταν. Έφυγα μόνος μου, δεν είχα συνειδητοποιήσει τι πάω να κάνω και με το που μπαίνω στο αεροπλάνο θυμάμαι να με πιάνουν τα κλάματα. Και μία κοπέλα δίπλα μου μού έδωσε ένα χαρτομάντιλο και μου λέει: «Δεν ξέρω τι πας να κάνεις, αλλά να ξέρεις ότι όλα θα πάνε καλά». Και είναι κάτι το οποίο δεν θα το ξεχάσω αυτό ποτέ, γιατί ήμουν και μικρός και φαινόμουν και μικρός τότε, οπότε σου λέει: «Πού πάει αυτός μόνος του;». Όταν προσγειώθηκα σε εκείνη την πόλη… Ακολουθεί μία τρελή ιστορία βασικά! Είχα κλείσει τα πάντα, λεωφορεία, τρένα, το ένα, το άλλο, γιατί είμαι πολύ του προγράμματος σαν άνθρωπος, ως άνθρωπος. Οπότε με το που κατεβαίνω από το αεροπλάνο είχα μία ώρα να πάρω τη βαλίτσα μου να πάω στη στάση του λεωφορείου, που ήταν δίπλα στο αεροδρόμιο. Αλλά οι βαλίτσες άργησαν πάρα πολύ να βγούνε, οπότε έχασα το λεωφορείο. Τέλος πάντων, περιμένω το επόμενο και μπαίνω μέσα στο επόμενο το λεωφορείο και μετά από δέκα λεπτά παθαίνει λάστιχο το λεωφορείο, οπότε λέω: «Ποιος με έχει καταραστεί;». Εν πάση περιπτώσει, φτάνουμε σε έναν σταθμό, μας λένε: «Πρέπει να πάτε στο κέντρο του Βερολίνου να πάρετε ένα άλλο λεωφορείο», που το κέντρο του Βερολίνου ήταν είκοσι πέντε στάσεις με το μετρό. Εκεί γνώρισα μία κοπέλα από τη Σουηδία η οποία θα παίξει ρόλο αργότερα στη ζωή μου, οπότε είχα μία συντροφιά εκεί πέρα. Τέλος πάντων, πήγα στο μαγαζί, γνώρισα το αφεντικό, τους μελλοντικούς συνεργάτες. Η δουλειά ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Ήταν πάρα πολλές ώρες, ήτανε από τις 9:00 το πρωί μέχρι τις 1:00 το βράδυ non stop, καθόλου, τίποτα, πολλή δουλειά, πολύς κόσμος. Δηλαδή πηγαίναμε 9:00 να ετοιμάσουμε το εστιατόριο και στις 11:00 άνοιγε η κουζίνα και 11:00 είχε εκατόν πενήντα άτομα ρεζερβέ. Ήταν τρέλα τα πράγματα. Επίσης, δεν υπήρχε καλή συνεννόηση ανάμεσα στο προσωπικό, γιατί ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. Και όσο περνούσαν οι μέρες άρχισα να χάνω τον εαυτό μου για ακόμη μία φορά, γιατί δούλευα έξι στα επτά. Για να καταλάβεις, την ημέρα που είχα ρεπό, σηκωνόμουν από το κρεβάτι το πρωί, πεταγόμουν, γιατί φοβόμουν ότι θα χάσω τη δουλειά, ενώ δεν δούλευα, από συνήθεια, και έβαζα τα ρούχα της δουλειάς από συνήθεια. Δεν έβαζα δικά μου ρούχα, είχα να φορέσω δικά μου ρούχα πάρα πολλές μέρες. Ζούσα σε ένα σπίτι που μέναμε όλοι του προσωπικού, είχαμε κοινό μπάνιο, κουζίνα δεν υπήρχε, οπότε κλειδωνόσουν μέσα σε ένα δωμάτιο, γιατί φοβόσουν... Φοβόσουν; Δεν ένιωθες άνετα και είναι λογικό. Ώσπου μετά από λίγες μέρες αποφάσισα ότι δεν τραβάει άλλο, γιατί δούλευα και το εστιατόριο ήταν δίπλα από ένα ποτάμι και είχε ένα καράβι πάνω σε ένα ποτάμι που είχε τραπέζια, οπότε αυτό ήταν κάτι πρωτοπόρο για την πόλη, οπότε ερχόντουσαν πάρα πολλοί, γιατί οπότε περνούσε κάποιο καράβι, κουνιόταν το καράβι και όλα αυτά. Ένιωθα πάρα πολλές φορές ότι ήθελα να πάρω φόρα να πηδήξω μέσα στο ποτάμι από τη σύγχυσή μου, από την κούρασή μου. Και υπήρχαν... Από ένα σημείο και μετά, τα βράδια έπινα δύο ποτήρια κρασί για να πάω σπίτι να κοιμηθώ από την υπερένταση. Δεν έτρωγα σχεδόν καθόλου, έτρωγα μισή φορά τη μέρα. Δεν μιλούσα με την οικογένειά μου γιατί δεν είχα χρόνο, δεν είχα όρεξη. Θυμάμαι να φεύγω από το εστιατόριο να πάω στο σπίτι και να στρίβω ένα τσιγάρο στον δρόμο και να μην μπορώ να το στρίψω... Και άρχισαν να έρχονται πάλι τα προβλήματα. Είχα χάσει τον εαυτό μου, δεν ασχολούμουν με τον εαυτό μου, δεν περιποιούμουν πολύ τον [00:35:00]εαυτό μου. Μετά από δεκαπέντε μέρες, μόλις έβρισκα στη δουλειά ελεύθερο, δηλαδή έπεφτε λίγο η δουλειά, έλεγα: «Παιδιά, πάω για ένα τσιγάρο», γιατί οπότε είχαμε διάλειμμα έβγαινε ο καθένας για ένα τσιγάρο να χαλαρώσει, να ηρεμήσει. Και εγώ πήγαινα μέσα στην τουαλέτα και έκλαιγα. Δεν μπορούσα να κρατηθώ. Πήγαινα στην τουαλέτα, έκλαιγα, γιατί ένιωθα μία τεράστια πίεση, ένιωθα ότι ήθελα να εκραγώ. Και αυτό άρχισε να μεγαλώνει. Δηλαδή δέκα ώρες δουλειά δεν είχα κάνει ούτε ένα τσιγάρο και απλά πήγαινα στην ώρα του τσιγάρου και έκλαιγα. Και φοβόμουν να κλάψω γιατί φοβόμουν μην ακουστώ, οπότε ήταν δίπλα οδυνηρό αυτό. Μετά από λίγες μέρες λέω, πήρα τους γονείς μου τηλέφωνο και λέω ότι θα γυρίσω πίσω. Πέρασαν είκοσι πέντε μέρες, αν θυμάμαι καλά. Δεν με ρώτησαν πότε τι έγινε, γιατί μου είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη, ήξεραν ότι μπορώ να «αποφασίσω» –σε εισαγωγικά–, για τον εαυτό μου, για το αν είμαι καλά ή όχι. Οπότε ό,τι χρήματα έβγαλα τα ξόδεψα σε ένα αεροπορικό εισιτήριο, γιατί έκλεισα εισιτήριο 9:00 το βράδυ και 6:00 το πρωί έφυγα. Αυτό δεν με τιμά, γιατί άφησα ξεκρέμαστο τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου. Παρ’ όλ’ αυτά, έβαλα τον εαυτό μου πάνω από όλα για μία φορά, για πρώτη φορά στη ζωή μου και είπα ότι δεν θα χάσω τον εαυτό μου για να δουλέψω και να βγάλω κάποια χρήματα. Κάπως έτσι γύρισα πίσω. Ένιωθα μεγάλη αποτυχία. Κατάλαβα πόσο δύσκολο ήταν που ο πατέρας μου δούλευε τρία χρόνια μόνος του εκεί πέρα στη Γερμανία και είχε μία οικογένεια από πίσω. Δηλαδή όσο και αν ένιωθε μόνος του, τού έδινε δύναμη το ότι ήμασταν εμείς πίσω και έπρεπε να μας προσφέρει αυτά που θεωρούσε ο ίδιος αυτονόητα. Δεν του ζήτησε ποτέ κανείς τίποτα παραπάνω, δηλαδή ξέραμε ότι ήταν δύσκολο, οπότε κάναμε και τις υποχωρήσεις μας. Όταν γύρισα, με το που φτάνω στο σπίτι με πιάνουν τα κλάματα, γιατί, εκτός από την έγνοια του εαυτού μου εκεί πέρα, είχα και την έγνοια των γονιών μου, γιατί δεν είναι δύο ώρες απόσταση, είναι μία μέρα απόσταση. Οπότε ένιωθα ευθύνη για τους γονείς μου για κάποιον λόγο. Ένιωθα ότι άμα γίνει κάτι, δεν θα είμαι εκεί. Οπότε γύρισα, έκανα μία τεράστια αγκαλιά στον πατέρα μου, γιατί εκείνη τη στιγμή αναγνώρισα τις θυσίες που έκανε τόσα χρόνια για να μας μεγαλώσει και για να μας προσφέρει όλα αυτά που μας προσέφερε και κατάλαβα ότι δεν ήταν αποτυχία, ήταν μία μεγάλη επιτυχία, γιατί κανένα παιδί 17 χρονών δεν φεύγει από το σπίτι μόνο του να πάει να δουλέψει σε μία ξένη χώρα μόνο του, χωρίς να ξέρει κανέναν, για να μαζέψει χρήματα, για να κάνει κάτι το οποίο αγαπάει. Θα μπορούσα να ήμουν ένα παιδί που θα έλεγε: «Δεν με νοιάζει», θα έλεγε για τους γονείς του, «θα βρείτε χρήματα να με βοηθήσετε να σπουδάσω». Αλλά δεν ήμουν τέτοιο παιδί. Ήμουν, ήθελα να ήμουν αυτόνομο. Θεωρούσα προτέρημα το να μπορώ να κάνω αυτό που αγαπάω με δικούς μου τρόπους. Οπότε ένιωσα εκείνη τη στιγμή για πρώτη φορά ενήλικας, ενώ δεν ήμουν. Ένιωσα ενήλικας και λέω: «Και τώρα αρχίζουν όλα». Ένιωσα ότι εκείνη τη στιγμή πάτησα το κουμπί να ξεκινήσει η ζωή, γιατί μέχρι πριν δεν με απασχολούσε τίποτα. Με απασχολούσαν άλλα πράγματα, τα οποία δεν είναι της παρούσης, αλλά τέτοιου είδους πράγματα δεν με απασχολούσαν. Δεν απασχολούσε το τι θα κάνω στη ζωή μου. Και κάπως έτσι γύρισαν όλα. Δηλαδή για τρίτη φορά στη ζωή μου ανατράπηκαν όλα. Άλλαξε η οπτική μου, δεν ήμουν το παιδί το οποίο ζούσε στη Γερμανία, ήμουνα ένα παιδί το οποίο δούλευε στη Γερμανία. Δεν τη θεωρώ αποτυχία παρ’ όλ’ αυτά, τη θεωρώ επιτυχία φοβερή. Και αυτό με βοήθησε πολύ ο πατέρας μου να το καταλάβω[00:40:00]. Με βοήθησε πάρα πολύ, γιατί αποκτήσαμε ένα κοινό κώδικα επικοινωνίας τον οποίο δεν είχα με τον πατέρα μου μέχρι τότε, δεν είχα. Και είναι δύσκολο για ένα παιδί να μην μπορεί να επικοινωνήσει με τους γονείς του. Και αυτό που έμεινε πίσω είναι μία τεράστια εμπειρία, η οποία με ωρίμασε πάρα πολύ και μου έμεινε και μία ωραία σχέση με τους γονείς μου, γιατί κατάλαβα πόσο σημαντικοί ήταν στη ζωή μου τότε. Αυτά.
Να σε ρωτήσω, φαντάζομαι όταν αποφάσισες ότι θέλεις να ασχοληθείς με το θέατρο, τους ζήτησες αν υπάρχει περίπτωση να σου παρέχουν κάποια οικονομική υποστήριξη ή ήξερες ότι αυτό δεν είναι εφικτό;
Θα σου πω. Όταν κατάλαβα ότι με ενδιαφέρει, ήμουν πάρα πολύ μικρός, οπότε δεν είχα μπει στον πειρασμό να το συζητήσω. Το συζήτησα μισό χρόνο πριν πάω στη Γερμανία, δηλαδή μόνος μου εννοώ, και αυτό που μου είπαν είναι ότι: «Θα σε στηρίξουμε όσο μπορούμε, αλλά ξέρεις ότι δεν μπορούμε να σου παρέχουμε πολλά πράγματα». Γιατί ήμουν το παιδί που ήξερε εντελώς το τι συμβαίνει στην οικογένειά του, δεν μου έκρυβαν τίποτα. Και αυτό από τη μία μου έδινε πολλά βάρη, αλλά από την άλλη με αντιμετώπιζαν σαν ενήλικα, οπότε και εγώ φερόμουν σαν ενήλικας. Είναι κάτι διαφορετικό που πολλά παιδιά δεν μπορούν να το καταλάβουν, γιατί δεν είχαν τέτοιες σχέσεις με τους γονείς τους. Αλλά ήθελα να προσπαθήσω μόνος μου. Ήξερα ότι θα με βοηθήσουν όσο μπορούσαν, και τώρα όσο μπορούν με βοηθάνε, αλλά ο στόχος της ζωής μου είναι να είμαι αυτόνομος, να μην περιμένω τίποτα από κανέναν, γιατί τίποτα από κανέναν δεν πρέπει να περιμένει κανείς ποτέ. Δεν μπορείς να έχεις απαιτήσεις από κάποιον να σε βοηθήσει. Πρέπει πρώτα να προσπαθείς να βοηθάς ο ίδιος τον εαυτό σου.
Και πώς αποφάσισες να ψάξεις δουλειά στη Γερμανία και όχι στα Τρίκαλα ας πούμε, ή στην Αθήνα;
Θα σου πω. Πριν πάρω την απόφαση να πάω στη Γερμανία έψαχνα δουλειά στα Τρίκαλα, αλλά γενικά είναι μία πολύ μικρή πόλη και δεν υπήρχαν πολλές ευκαιρίες, πόσο μάλλον για ένα παιδί 17 χρονών. Δηλαδή είχα μιλήσει με δουλειές και μου έλεγαν: «Είσαι ανήλικος...». Πρέπει να σου κολλάνε άλλα ένσημα, που αυτό είναι δύσκολο για έναν εργοδότη, οπότε δεν μπαίνει στον πειρασμό να σε πάρει για δουλειά. Στη Γερμανία είναι απολύτως νόμιμο μετά τα 16 να δουλέψεις, δεν υπάρχει θέμα δηλαδή. Είχα πάει σε μία δουλειά, μία συνέντευξη να δουλέψω ως σερβιτόρος, κάτι το οποίο έκανα και στη Γερμανία, και θυμάμαι να μου λέει ότι... Ήταν πολύ περίεργος, μου λέει: «Εγώ σου δίνω 2,5 ευρώ την ώρα» και με έβαλε να, μου έβαλε να δει αν μπορώ να δουλέψω δίσκο. Εγώ είχα εμπειρία από κάποια, κάποιες άλλες δουλειές που έκανα για χαρτζιλίκι και μπορούσα να κρατήσω τον δίσκο όπως ένα παιδί στην ηλικία μου, αλλά αυτός είχε κάτι τρελές απαιτήσεις, να τον κρατάω τέρμα ψηλά, να φέρομαι ως επαγγελματίας. Και του είπα, χαρακτηριστικά το θυμάμαι, ότι: «Aν ήμουν επαγγελματίας δεν θα ερχόμουν να μιλήσω μαζί σου και θα ήθελα να πιάσω μία δουλειά που θα μου έδινες 2,5 ευρώ την ώρα». Οπότε έτσι κατάλαβα ότι δεν με αντιμετωπίζουν σαν ενήλικα που θέλει να δουλέψει, με αντιμετωπίζουν σαν παιδί, και εγώ δεν ένιωθα παιδί και ούτε ήμουν 17 χρονών παιδί. Όταν κάποιος πάει να δουλέψει, θέλει τον αντιμετωπίζουν σαν ενήλικα. Οπότε έτσι αποφάσισα, βρήκα την αγγελία σε μία εφημερίδα κιόλας, έτσι αποφάσισα να πάω στη Γερμανία να δουλέψω εκεί, γιατί μου φερόντουσαν έτσι όπως ήθελα και μου άρμοζε.
Ενότητα 4
Η εμπειρία της μετανάστευσης στη Γερμανία: H σφυρηλάτηση του εαυτού και η ενδυνάμωση των οικογενειακών σχέσεων
00:44:25 - 00:56:30
Τώρα πόσο χρονών είσαι; Δεν το είπαμε νομίζω.
Όχι, αυτόν τον μήνα κλείνω τα 19.
Ωραία. Τώρα έχεις δουλέψει στην Ελλάδα ή στα Τρίκαλα κάπου; Ξέρεις, μετά από αυτή την εμπειρία την παράδοξη, την περίεργη!
Θα σου πω. Όταν γύρισα από τη Γερμανία και λέω: «Okay, δεν πέτυχε. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να βρω από αλλού χρήματα, να κάνω κάτι άλλο». Στα Τρίκαλα υπάρχει ο Μύλος των Ξωτικών, [00:45:00]για όσους το ξέρουν, είναι ένα θεματικό χριστουγεννιάτικο πάρκο, το οποίο είναι εποχιακό σαράντα μέρες και γενικότερα έχει καλά χρήματα για τις μέρες τις οποίες δουλεύεις και τις ώρες. Ήμουν πάρα πολύ τυχερός γιατί έκανα μία αίτηση και δούλευα ως animater κατά κάποιον τρόπο. Έκανα κάποιες μουσικοχορευτικές δράσεις, συναναστρεφόμουν με τον κόσμο, οπότε ήταν κάτι το οποίο ήταν σχεδόν σε αυτό που αγαπούσα να κάνω, την υποκριτική και το θέατρο. Εκεί γνώρισα πολλούς ανθρώπους αξιόλογους του χώρου. Συνεργάστηκα με έναν απίστευτο ηθοποιό και ήταν η πρώτη φορά που δούλευα και δεν ένιωθα ότι δούλευα, γιατί ήταν κάτι το οποίο... Έφευγα από το σχολείο μου 2:00 η ώρα το μεσημέρι, πήγαινα στη δουλειά 3:00 και έφευγα 12:00 το βράδυ, αυτό για σαράντα μέρες, αλλά δεν με ένοιαζε. Δεν με ένοιαζε καθόλου, γιατί έκανα κάτι που ήθελα πάρα πολύ να κάνω και ήμουν και τυχερός να μου δίνει χρήματα. Και αυτά τα χρήματα, φυσικά, τα αντικατέστησα με τα χρήματα της Γερμανίας! Οπότε έκανα εντέλει αυτό που ήθελα, τον στόχο μου ας πούμε. Βέβαια, έχουν αλλάξει και τα πράγματα από κει και πέρα, ό,τι καταφέρεις.
Τι εννοείς; Έφυγες από τα Τρίκαλα, ήρθες στην Αθήνα και μετά πώς πήγε με το θέατρο;
Εννοώ ότι όταν πασχίζεις να κάνεις κάποια πράγματα για να πετύχεις τον στόχο σου και θυσιάζεις πολλά, το αίσθημα της νίκης ή αντίστοιχα της αποτυχίας, της ήττας μάλλον, είναι δέκα φορές μεγαλύτερο. Όταν ήρθα στην Αθήνα τον Μάιο μόνος μου πάλι, είπα στους γονείς μου ότι έχω χρήματα για την προετοιμασία μου, η οποία είχε ξεκινήσει από Φεβρουάριο. Ανεβοκατέβαινα Τρίκαλα-Αθήνα τα Σαββατοκύριακα για να κάνω προετοιμασία, γιατί είχα ακόμη το σχολείο, αλλά ήμουν τυχερός γιατί έπεσε η καραντίνα η πρώτη, οπότε κάνουμε διαδικτυακά, και τους είχα πει τους γονείς μου ότι: «Εγώ θα φύγω τον Μάιο, θα πάω στην Αθήνα να κυνηγήσω το όνειρό μου. Αν θέλετε, μπορείτε να με στηρίξετε, όσο θέλετε εσείς και όσο μπορείτε. Από κει και πέρα θα βρω τρόπο να κάνω αυτό που θέλω». Και με εμπιστεύτηκαν. Δεν τους ρώτησα γιατί, θέλω να πω, γιατί αποφάσισαν να με αφήσουν να δοκιμάσω, γιατί είναι δύσκολο να αφήσεις ένα παιδί τώρα να πάει σε μία ξένη πόλη, αν δεν έχει περάσει σε ένα πανεπιστήμιο και τα κλασικά τα στερεοτυπικά που επικρατούν στην Ελλάδα: «Πέρνα πανεπιστήμιο», «Πήγαινε δούλεψε», κάνε, ράνε. Δεν τους ρώτησα ποτέ, όχι, αλλά μου έδειξαν με τον τρόπο τους τόσο καιρό που έκανα μαθήματα πολλά, δεν είχα πολύ χρόνο, δούλευα πολύ πάνω στα κομμάτια που θα ήθελα να δώσω για τις εξετάσεις μου. Με στήριζαν ψυχολογικά πάρα πολύ. Δεν είχαν ιδέα από αυτό που κάνω, από τον χώρο, αλλά με τον δικό τους τρόπο με στήριζαν, και στις εξετάσεις μου κατάλαβαν πόσο σημαντικό είναι για εμένα. Ο πατέρας μου όταν πέρασα στη B΄ φάση του Εθνικού, που αυτό σημαίνει από τα χίλια εξακόσια άτομα στα πενήντα, που είναι κάτι τεράστιο, όταν το έμαθε ο πατέρας μου μού είπε: «Πίστευα θα τα παρατήσεις». Γιατί ήμουν ένα παιδί το οποίο έκανε δεκατρία αθλήματα και παρατούσε και τα δεκατρία, αλλά έψαχνα αυτό που ήθελα να κάνω στην ουσία, εγώ έτσι το έβλεπα. «Θα τα καταφέρεις», μου λέει, «και το νιώθω. Αν όχι τώρα, κάποια στιγμή σίγουρα». Και όταν βγήκαν τα τελικά αποτελέσματα και δεν μπήκα στο Εθνικό, μου έστειλε μήνυμα: «Να ξέρεις λυπήθηκα πολύ. Πάμε δυνατά για του χρόνου». Ένιωσα για πρώτη φορά τον πατέρα μου, πού ήταν αντίθετος με το θέατρο, μου έλεγε: «Τελείωσε μία σχολή πρώτα και μετά», για πρώτη φορά δίπλα μου. Τον ένιωσα για πρώτη φορά δίπλα μου στο συγκεκριμένο θέμα. Ήταν πολύ όμορφο και αυτό για ακόμη μια φορά μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν ήταν αποτυχία, ήταν απλώς αστοχία, γιατί όλοι έχουμε στόχους, απλά πρέπει να ξέρουμε να στοχεύουμε. Αυτό.
Νιώθεις ότι από αυτή την προσπάθεια που είχες κάνει μόνος σου στη Γερμανία κέρδισες και καλύτερες σχέσεις και τους ανθρώπους; Εννοώ, μου είπες για [00:50:00]τον πατέρα σου, τους γονείς σου. Αυτό πώς επηρεάζει την κοινωνικότητά σου πλέον στην Ελλάδα, στο σπίτι σου στην Αθήνα; Εννοώ, εκτιμάς περισσότερο ότι... Τι θέλω να πω; Μπορεί να υπάρχουνε στιγμές που, ξέρεις, έχουμε λίγο σαν ένα περίεργο ντε ζαβού, ότι όσο άσχημα ή ωραία και να είναι τώρα, κάπως μου 'ρχεται τι είχα περάσει τότε.
Ναι, κατάλαβα. Το πιο σημαντικό που συνέβη ήταν ότι φτιάχτηκε, όχι φτιάχτηκε, αναβαθμίστηκε κατά κάποιον τρόπο η σχέση μου με τους γονείς μου και έγινε πιο οικεία. Δηλαδή μοιράζομαι μαζί τους περισσότερα πράγματα πλέον, γιατί μεγάλωσε και η εμπιστοσύνη ανάμεσά μας. Αλλά με βοήθησε πολύ και με τη συναναστροφή με τους ανθρώπους, γιατί μεγάλωσε η υπομονή μου. Ήταν μία δύσκολη δουλειά η εξυπηρέτηση και η συναναστροφή με τον κόσμο καθημερινά και όλη μέρα. Κατάλαβα ότι είμαι πιο δυνατός απ’ ό,τι πίστευα. Με ωρίμασε πάρα πολύ και μου έμαθε να δίνω χρόνο στους ανθρώπους.
Δηλαδή;
Δηλαδή, θα σου πω. Πριν σου είπα για εκείνη την κοπέλα από τη Σουηδία. Στην αρχή έμενε στην ίδια πόλη που δούλευα, ήταν η βάση της εκεί πέρα αυτηνής. Στην αρχή, στα ρεπό μου μού έστελνε να βγούμε, να πάμε για έναν καφέ, γιατί ήξερε ότι είναι δύσκολο αυτό που κάνω και εγώ δεν ήθελα, φοβόμουν. Φοβόμουν να δώσω πράγματα σε κάποιους ανθρώπους που δεν ήξερα. Και από ένα σημείο και μετά αφέθηκα και κάναμε παρέα. Και νομίζω ότι αυτός ο καιρός που άντεξα εκεί, είκοσι πέντε μέρες, πόσες ήταν, οφείλεται σημαντικά σε αυτήν, γιατί μου έδινε κουράγιο. Ήταν μία φίλη που δεν είχα εκεί πέρα.
Ήταν η κοπέλα που είχες γνωρίσει από το σχολείο;
Όχι, ήταν η κοπέλα που γνώρισα στο λεωφορείο στο Βερολίνο, όταν έγινε... Αυτή η κοπέλα, ναι.
Σωστά. Τι ήθελα να πω; Μου έχουν μείνει δύο ερωτήσεις. Πρώτον, μου είπες ότι στην αρχή δούλευε ο πατέρας σου στη Γερμανία και μετά πήγατε με τη μαμά σου, έτσι δεν είναι;
Ναι.
Πώς προέκυψε το να πάτε; Δηλαδή, αυτό έγινε σε μια μέρα, ότι ας πούμε: «Δεν πάει άλλο πια. Φεύγουμε και εμείς» ή έγιναν κάποια πράγματα;
Θα σου πω. Ο πατέρας μου δούλευε σχεδόν τρία χρόνια μόνος του εκεί πέρα, γιατί έπρεπε, ο αδερφός μου σπούδαζε τότε στη Ρόδο. Είχε χάσει χρονιά γιατί δεν μπορούσε να τον σπουδάσει ο πατέρας μου, λόγω χρηματικών, χρηματικός λόγος. Οπότε ήταν ένα παραπάνω κίνητρο το να μείνει εκεί παραπάνω. Η μητέρα μου δούλευε εδώ στην Ελλάδα δύο δουλειές, οπότε ο αδερφός μου πήγαινε σχολείο. Εγώ σχολείο γυρνούσα σπίτι μόνος μου, μόνος μου. Τα έκανα τα πάντα. Μαγείρευα, έπλενα, σκούπιζα, βοηθούσα στο σπίτι μόνος μου. Και η μάνα μου αυτό το έβλεπε, ότι είχαμε χωριστεί στα τέσσερα. Δεν είχαμε κοινά σημεία στις ζωές μας. Που δεν είναι να πεις ότι είναι τώρα που είμαστε ενήλικες και ο καθένας έχει τη ζωή του, ήταν τότε που ήμασταν μικροί, ήμασταν 10-11 χρόνων. Και απλά όσο περνούσε ο χρόνος γινόταν ακόμη πιο δύσκολο όλο αυτό, η απόσταση, και το πόσο μόνος του ένιωθε ο καθένας, γιατί μέχρι τότε ήμασταν μία πολύ δεμένη οικογένεια. Οπότε εμένα μαγικά μου φαντάζει αυτή τη στιγμή που το σκέφτομαι, γιατί ήταν και παλιά, δεν θυμάμαι ακριβώς πώς έγινε, αλλά θυμάμαι απλά μία μέρα να ανακοινώνουν ότι: «Tα μαζεύουμε και φεύγουμε».
Θα ξαναπήγαινες στη Γερμανία;
Για δουλειά;
Και τα δύο, και για δουλειά και για ταξίδι.
Για ταξίδι πήγα ξανά. Πέρασα πάρα πολύ όμορφα. Γενικά, η Γερμανία είναι μία πολύ όμορφη πόλη για να ταξιδέψεις, αλλά εμένα προσωπικά δεν μου ταιριάζει καθόλου για ποιότητα ζωής. Δηλαδή είναι πολύ διαφορετική η κουλτούρα η δικιά τους με τη δικιά μας. Και αν ξαναπήγαινα, θα ξαναπήγαινα καθαρά για να κάνω θέατρο. Η Γερμανία έχει από τα μεγαλύτερα θέατρα και από τις καλύτερες σχολές στην Ευρώπη. Θα πήγαινα για να κάνω κάτι περαιτέρω μετά από τη δραματική που θα τελειώσω εδώ, αλλά [00:55:00]ή θα ήξερα ότι δεν θα ήταν η βάση μου εκεί πέρα, ποτέ, ποτέ. Μου έχει κάτσει πολύ άσχημα στο κεφάλι!
Είναι ένα τραύμα;
Όχι ακριβώς τραύμα, είναι μία χώρα την οποία την έχω συνδέσει πάρα πολύ με δύσκολες καταστάσεις. Ναι, πώς μυρίζουμε κάτι και μας έρχονται αναμνήσεις ή τρώμε κάτι; Γιατί είναι στη φύση του ανθρώπου το να συνδέει μυρωδιές ή γεύσεις με αναμνήσεις. Εμένα, όταν ακούω Γερμανία, μου έρχονται όλα στο κεφάλι, όλα αυτά που έχω ζήσει, όλα αυτά που έχω περάσει και όλα αυτά που με έχουν διαμορφώσει ταυτόχρονα.
Είναι τα αντανακλαστικά τα λεγόμενα που λέμε!
Ναι, είναι, ναι, ναι.
Μια σχολή ψυχολογίας, ο συμπεριφορισμός! Πολύ ωραία, Παναγιώτη! Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την ωραία ιστορία.
Εγώ σε ευχαριστώ.
Ήταν πολύ εξομολογητικό.
Ήταν, η αλήθεια είναι ότι ήταν. Ναι!
Σε ευχαριστώ πολύ. Καλή συνέχεια καραντίνας.
Καλή υπομονή, καλό κουράγιο και δύναμη έχω να πω εγώ.
Ευχαριστώ.
Και θα ξαναπώ αυτό που μου είχε πει η κοπέλα στο αεροπλάνο: Ό,τι και να πάμε να κάνουμε, θα πάνε όλα καλά. Όλα καλά θα πάνε, αρκεί να το πιστεύουμε και να το θέλουμε.
Το πιστεύω κι εγώ αυτό. Σε ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ, να ’σαι καλά.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Όταν ήταν 12 ετών, ο Παναγιώτης μετανάστευσε με την οικογένειά του στη Γερμανία, διεκδικώντας μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Στο νέο περιβάλλον οι συνθήκες δεν ήταν πάντα εύκολες. Οι γονείς δούλευαν πολλές ώρες εκτός σπιτιού, ενώ ο ίδιος ήρθε αντιμέτωπος με την πρόκληση της κοινωνικοποίησης. Στο γερμανικό σχολείο όπου φοιτούσε η δυσκολία της γλώσσας, η περιστασιακή κακομεταχείρισή του από τους συμμαθητές του αλλά και η μοναξιά τον οδήγησαν στην απομόνωση. Στον αγώνα του για προσαρμογή σημαντική στάθηκε η μεγάλη υποστήριξη της δασκάλας του, η οποία, όπως ομολογεί, λειτούργησε για εκείνον σαν σανίδα σωτηρίας. Έπειτα από κάποια χρόνια, η οικογένεια αποφασίζει να πάρει τον δρόμο της επιστροφής στην Ελλάδα. Ο Παναγιώτης, ωστόσο, πριν ακόμα ενηλικιωθεί, γυρίζει στη Γερμανία προκειμένου να εργαστεί. Εκεί, οι δύσκολες εργασιακές συνθήκες και η συνακόλουθη ψυχολογική του κατάρρευση τον οδήγησαν στο να επιστρέψει εσπευσμένα. Εντούτοις, αυτή την εμπειρία του δεν την συγκαταλέγει στις αποτυχίες. Μέσω αυτών των συνθηκών σφυρηλάτησε όχι μόνο έναν δυνατό εαυτό αλλά και γερές σχέσεις εμπιστοσύνης με την οικογένειά του.
Αφηγητές/τριες
Παναγιώτης "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Μάρθα Μητσικώστα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/11/2020
Διάρκεια
56'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Όταν ήταν 12 ετών, ο Παναγιώτης μετανάστευσε με την οικογένειά του στη Γερμανία, διεκδικώντας μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Στο νέο περιβάλλον οι συνθήκες δεν ήταν πάντα εύκολες. Οι γονείς δούλευαν πολλές ώρες εκτός σπιτιού, ενώ ο ίδιος ήρθε αντιμέτωπος με την πρόκληση της κοινωνικοποίησης. Στο γερμανικό σχολείο όπου φοιτούσε η δυσκολία της γλώσσας, η περιστασιακή κακομεταχείρισή του από τους συμμαθητές του αλλά και η μοναξιά τον οδήγησαν στην απομόνωση. Στον αγώνα του για προσαρμογή σημαντική στάθηκε η μεγάλη υποστήριξη της δασκάλας του, η οποία, όπως ομολογεί, λειτούργησε για εκείνον σαν σανίδα σωτηρίας. Έπειτα από κάποια χρόνια, η οικογένεια αποφασίζει να πάρει τον δρόμο της επιστροφής στην Ελλάδα. Ο Παναγιώτης, ωστόσο, πριν ακόμα ενηλικιωθεί, γυρίζει στη Γερμανία προκειμένου να εργαστεί. Εκεί, οι δύσκολες εργασιακές συνθήκες και η συνακόλουθη ψυχολογική του κατάρρευση τον οδήγησαν στο να επιστρέψει εσπευσμένα. Εντούτοις, αυτή την εμπειρία του δεν την συγκαταλέγει στις αποτυχίες. Μέσω αυτών των συνθηκών σφυρηλάτησε όχι μόνο έναν δυνατό εαυτό αλλά και γερές σχέσεις εμπιστοσύνης με την οικογένειά του.
Αφηγητές/τριες
Παναγιώτης "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Μάρθα Μητσικώστα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/11/2020
Διάρκεια
56'