«Βοηθά η νύχτα κι η αυγή σαν να 'χεις μάνα κι αδερφή»: Η ζωή τότε και τώρα
Καλησπέρα, θα μου πεις το όνομά σου;
[00:00:00]
Με λένε Σταυρούλα Φασσέα.
Είναι Κυριακή 21 Ιουνίου 2020, είμαι με την Βούλα Φασσέα, βρισκόμαστε στην Καλαμάτα, εγώ ονομάζομαι Άρτεμις Φασσέα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θες να μου πεις πάλι λίγα λόγια για σένα;
Ναι. Να σου πω τη ζωή στο χωριό. Το Πραστείο. Χωριό που λεγόταν Προάστιον.
Στη Μάνη.
Λοιπόν... Στη Μάνη. Είναι από πάνω από την Καρδαμύλη, μισή ώρα με τα πόδια. Τότε η ζωή, που 'μουν εγώ παιδάκι ακόμα, 10 χρονών, και θυμάμαι, είχαμε... πρώτα πρώτα, ότι είχαμε τα ψωμιά. Τα ζυμώναμε και φτιάχναμε ψωμιά, τον φούρνο με τα ξύλα, στα χωριά. Δεν υπήρχε δρόμος, δεν υπήρχε νερό. Τα πλυσίματα όλα τα κάνανε με σαπούνι που βγάζαμε από το λάδι.
Το σαπούνι πώς το φτιάχνατε;
Το σαπούνι, βάζαμε στο λάδι και παίρναμε και μία πέτρα που τη λέγαμε σαπουνόπετρα. Αγοράζαμε από την Καλαμάτα, και κανονίζαμε... βάζαμε λάδι, νερό και την πέτρα. Και τα βράζαμε όμως, δέκα ώρες, σ' ένα μεγάλο καζάνι με ξύλα και μ' ένα ξύλο το αναδεύαμε, ώσπου να πήξει. Και άμα έπηζε, το αφήναμε και το κόβαμε την άλλη, την παρ' άλλη μέρα, να παγώσει. Και αυτό το κόβαμε τετράγωνα και το λέγαμε πλάκες. Αυτό λεγότανε σαπούνι, σπιτιάτικο. Μ' αυτό κάναμε όλη μας τη χρήση. Και πιάτα που πλέναμε και τα ρούχα μας όλα, τα κάναμε μ' αυτό το σαπούνι. Και τα παιδιά που ανασταίναμε... Όλα όλα γινότανε με το σαπούνι αυτό. Δεν είχαμε τίποτε άλλο. Ούτε χλωρίνες υπήρχαν τότε, ούτε το «Ava», αυτά που έχουμε τώρα για τα πιάτα. Όλα αυτά τα κάναμε με τα... Λοιπόν. Και μετά που μεγάλωσα κι έγινα 16, 17 χρονώνε, είχαμε τον αργαλειό, η μαμά. Τον οποίο εγώ έμαθα πολύ εύκολα και ύφαινα. Πρώτα υφαίναμε τις κουρελούδες, που τα λέγαμε. Και μετά, τα ιδιάζαμε. Αυτό, υπήρχαν ειδικές γυναίκες που το κάνανε. Το ιδιάζαμε, το τυλίγαμε... Το τύλιγμα θα πει που το βάζαμε στο αντί. Το αντί ήτανε τέρμα στον αργαλειό. Και όσο προχωράγαμε, κάνα δυο μέτρα, ήταν τα μιτάρια, ήταν το χτένι, και μετά το υφαίναμε.
Αυτά τι είναι; Τα μιτάρια και το χτένι;
Αυτά είναι που τα 'χει ο αργαλειός. Τα βάζαμε στον αργαλειό, το χτένι και τα μιτάρια, που περνάγαμε τις κλωστές. Και μετά ήταν η σαΐτα, που βάζαμε μασούρια, τα λέγαμε. Ήταν η ανέμη και βάζαμε το νήμα στο μασούρι. Το γυρίζαμε, το γυρίζαμε, το γυρίζαμε να γεμίσει το μασούρι, και από κει το βάζαμε στην... πώς την είπα τώρα; Βλέπεις, το μυαλό μου σταματάει, στην... που σου 'πα που υφαίναμε; Τέλος πάντων. Και υφαίναμε. Αυτά τα λέγαμε τα ψιλά πανιά. Που φτιάναμε τα φορέματα, φτιάναμε τα πουκάμισα για τους άντρες, φτιάναμε το δίμιτο που κάναμε τα παντελόνια για τους άντρες...
Ποιο; Το δίμιτο;
Δίμιτο υπάρχει... Το υφαίναμε. Το δίμιτο θα πει με τέσσερα πόδια, λέγαμε εμείς τότε. Δηλαδή, αλλάζαμε τα πόδια μας, γιατί πατάς τα μιτάρια κει κάτω και ανοίγει το στόμα να... Τη σαΐτα! Να τη! Θυμήσου. Βάζαμε το μασούρι στη σαΐτα και της δίναμε μία της σαΐτας, πατάγαμε το πόδι, άνοιγε το στόμα τόσο, το πετάγαμε. Μετά, πατάγαμε το άλλο πάλι... Το χτένι και το χτυπάγαμε να πήξει, να γίνει. Και ό,τι υφαίναμε, εκείνα ντυνόμαστε. Μέχρι τα μισοφόρια. Τότε δεν υπήρχανε... σήμερα που λέμε το μαγιό. Εμείς οι κοπέλες δεν το ξέραμε το μαγιό.
Και πώς;–
Κάναμε μπάνιο με το μισοφόρι. Πηγαίναμε στη θάλασσα, βέβαια. Γιατί το Καλαμίτσι με το Πραστείο είναι πολύ κοντά, πηγαίναμε με τα πόδια. Αλλά δεν υπήρχαν μαγιό. Οι άντρες είχαν το σορτσάκι –το λέγανε– και κάνανε μπάνιο. Λοιπόν... Κι όλη αυτήν την ετοιμασία την κάναμε υφαίνοντας στον αργαλειό. Από κει, από τον αργαλειό, υπήρχανε γυναίκες, όχι μοδίστρες να τις πούμε, που ξέρανε. Και πολλές οι μανάδες τα ράβανε. Είχαμε τη μηχανή, είχαμε μηχανή τότες και υπήρχε η μηχανή της «Όλγας», τη λέγαμε.
Δηλαδή;
Δηλαδή, σήμερα η μηχανή είναι με τα πόδια – που 'χει ο μπαμπάς κει πάνω. Τότε, η μηχανή υπήρχε με το χέρι. Τη γύριζες, της «Όλγας», και γάζωνε. Γαζώναμε και φτιάναμε ό,τι θέλαμε. Δεν υπήρχε η «Singer» που είναι τώρα, δεν υπήρχε τότε.
Και γιατί τη λέγαν της «Όλγας»;
Ήταν εταιρεία. Ξέρω 'γώ! Λέγανε: «Θα πάρεις μηχανή του "Singer" ή της "Όλγας";». Όπως είναι… Ναι. Λοιπόν, και κάναμε όλες αυτές τις δουλειές, πολύ κουραστικές. Το μόνο που 'χε το χωριό μας ήτανε η ελαιοπαραγωγή, με το λάδι, με τις ελιές. Όπως θα 'χετε ακούσει ότι το εισόδημα είναι τον χειμώνα αυτό. Δεν είναι το καλοκαίρι. Αλλά ο μπαμπάς μου είχε και ήτανε και μελισσοκόμος. Κι είχαμε και από κει μία είσπραξη. Γιατί, τότε, έδινε το λάδι, έδινε το μέλι, 1 οκά –γιατί δεν υπήρχε κιλά–, 1 οκά μέλι, 2 κιλά λάδι. Δεν υπήρχανε λεφτά, όπως είναι τώρα που παίρνουν οι γέροι τη σύνταξη. Τότε δεν έπαιρνε κανένας. Δεν ξέραν σύνταξη κανένας.
Δηλαδή κάνατε ανταλλαγές;
Ναι.
Σε προϊόντα;
Ήθελες εσύ να πάρεις 2 κιλά μέλι, θα 'φερνες 4 κιλά λάδι. «Πάρε, μπαρμπα-Διονύσο το λάδι, ζύγισέ το, ζύγισέ μου και το μέλι...». Αυτό γινόταν. Λοιπόν, και η ελαιοπαραγωγή, και ήταν τότε… δεν ήταν τα εργοστάσια, ήταν οι μάκινες. Η μάκινα είναι ότι υπήρχανε τα λιθάρια και υπήρχε ένα μουλάρι που βάζανε μέσα και γύριζε τα λιθάρια κι έκοβε την ελιά. Η ελιά είχε κουκούτσι. Και την έσπαζε. Κι από κει, υπήρχαν στο ίδιο κτήριο μέσα ένα μηχάνημα πολύ βαρύ και υπήρχανε –τις λέγαμε– τσαντίλες. Είναι όπως είναι το φάκελο σήμερα. Και ανοίγανε το φάκελο –τετράγωνο, όσο είναι το τραπέζι– και φέρνανε από τα λιθάρια το χαμούρι, το λέγανε, το σπασμένο, το βάζαν στην τσαντίλα, το πηγαίνανε κει κάτω, ανεβάζανε το μηχάνημα, γιατί είχε κύκλους κι ανέβαινε –το ανεβάζανε δυο άντρες, γιατί είχε χερούλια–, το ανεβάζανε, βάζανε τις τσαντίλες, μία, δύο, πέντε, δέκα, δεν ξέρω πόσο κανονίζανε, κι από κει... Για να βγει –με το σφίξιμο έβγαινε το λάδι– το κατεβάζανε. Ήτανε πολύ βαρύ αυτό. Και υπήρχε κι ένα καζάνι που έβραζε βραστό νερό, με ξύλα κι αυτό. Το οποίο το ρίχνανε για να βγει, να μη μείνει στις τσαντίλες λάδι. Και το λάδι αυτό... Υπήρχε μία –πώς να την πούμε;– μία που έπεφτε το λάδι δεξαμενή και ήτανε σιδερένια. Την οποία έμπαινε το λάδι εκεί... Γιατί το λάδι είχε, αυτό που έπεφτε, είχε και τον [Δ.Α.], που τον λέγαμε εμείς, το νερό. Γιατί δεν ήταν όλο λάδι. Το λάδι, όμως, πάει από πάνω. Κι από κάτω πάει το νερό. Και το παίρνανε με την αγκλιά, τη λ[00:10:00]έγανε. Είχαν μία αγκλιά. Και το παίρνανε οι ειδικοί που ήτανε, και το δίνανε στον πελάτη που ερχότανε. Και ο πελάτης το έβαζε στα μουλάρια, για δεν υπήρχαν αυτοκίνητα τότες. Υπήρχανε σιδερένια βάζα και το βάζανε και το 'παιρνε με το μουλάρι και το πήγαινε στα πιθάρια. Δεν υπήρχαν ούτε ντεπόζιτα τότε, τα πιθάρια. Τα οποία, πιστεύω, βρίσκονται ακόμα πιθάρια. Και αυτό τελείωσε. Εγώ, όταν έφτασα 22 χρονώνε, τότε δεν αποφασίζαμε τα παιδιά ποιόνε θα πάρουμε να παντρευτούμε. Το έκρινε ο μπαμπάς και η μαμά ότι είναι αυτός ο άνθρωπος καλός να παντρέψουν στο παιδί τους. Και ο ρόλος αυτός ήτανε ότι το παιδί τους να πάει σε ένα σπίτι, να μην πεινάσει, να μη βγάζει μεροδούλια να ζήσει. Κείνο και η οικογένεια που θα έκανε μετά. Λοιπόν, και βρήκαν ένα παιδί καλό, απέναντι από το Πραστείο, που λεγότανε Πετροβούνι, και παντρεύτηκα το 1953 εγώ. Πηγαίνοντας σ' αυτό το σπίτι, λεγότανε Φασσέοι, αυτό. Η αλήθεια ότι εκεί που πήγα ήταν εύφορο σπίτι. Δηλαδή, εύφορο θα πει οικονομικά ανεξάρτητο. Γιατί είχανε και περιουσίες στην Καλαμάτα και περιουσία μεγάλη στο χωριό. Αλλά βρήκα πεθερά, βρήκα πεθερό. Την πεθερά μου τη λέγανε Μαρία, τον πεθερό μου τονε λέγανε Πάνο. Και βρήκα και μία κουνιάδα ανύπαντρη, τη Βουλίτσα. Η οποία παντρεύτηκε μετά από πέντε χρόνια, που έζησα εγώ μαζί της. Εγώ, εν τω μεταξύ, είχα κάμει δύο κορίτσια, όταν παντρεύτηκε η κουνιάδα μου. Η κουνιάδα μου παντρεύτηκε κι ήρθε στην Καλαμάτα. Εγώ έμεινα πια με τα πεθερικά μου και με τον άντρα μου να περιποιόμαστε την οικογένεια, τα ζα, κήπους, περιουσία, σ' όλα αυτά. Και ήτανε και το άλλο. Ήτανε και το ζύμωμα που έκανα. Έπρεπε να ζυμώσω 20 κιλά αλεύρι. Πριν ζυμώσουμε, έπρεπε αυτό το στάρι που κάναμε, που θερίζαμε, που είπαμε, που το καθαρίζαμε, έπρεπε να πάμε στον μύλο να το αλέσουμε, να το κάνουμε αλεύρι. Για να πάμε στον μύλο, έπρεπε να περπατάμε τρεις ώρες. Και ήτανε ο μύλος με λιθάρια, το οποίο γυρίζανε με το νερό, με την πίεση του νερού. Και πηγαίναμε εκεί πάνω, τ' αλέθαμε, το φέρναμε... Αλλά το κακό ήτανε, που μας είχαν και από γονίδες κι από παππούδες, να το κρησαρίζουμε, με την κρησάρα το... Και βγάζαμε τα μισά πίτουρα. Αλλά με τα πίτουρα εμείς... δεν τα πετάγαμε, γιατί είχαμε χοιρινά, είχαμε κότες και τους βάζαμε... Η πυρήνα που έβγαινε από το εργοστάσιο, από την ελιά, το τρώγανε τα ζώα πάρα πολύ. Και βάζαμε αυτό το πίτουρο και ταΐζαμε τα ζώα μας. Δεν το πετάγαμε. Και 20 κιλά αλεύρι έβαζα, ζύμωνα και είχα έναν φούρνο και χώραγε δώδεκα καρβέλια. Κι έβαζα εγώ δέκα καρβέλια κάθε που ζύμωνα. Και μ' αυτά έπρεπε να περάσουμε την οικογένεια. Αλλά, λόγω ότι είχαμε εμείς τότε μεγάλη περιουσία, που παντρεύτηκα, είχαμε κι εργάτες. Πήγαινε ο άντρας μου και έφερνε γυναίκες από την Τρίπολη, και μένανε στο σπίτι μας. Δε, είχαμε και μία γυναίκα, την οποία τη λέγανε Αθηνά, από τον Πύργο της Μάνης. Η οποία δεν είχε παιδιά, δεν είχε άντρα και έμενε μαζί μας. Ούτε Χριστούγεννα, ούτε... δεν πήγαινε στο σπίτι της. Όταν μαζεύαμε ελιές βέβαια. Με βοήθαγε πάρα πολύ η καημένη αυτή. Και στους κήπους και όταν έπλενα ερχόταν και με βοήθαγε. Γιατί και τόσα άτομα τώρα για να πλύνεις ήτανε κούραση. Κι έπρεπε να τα βάλω στη σκάφη και δεν υπήρχαν και οι σιδερένιες σκάφες. Η ξύλινη, που 'ναι βαριά! Κι έπρεπε να τα βάλεις αυτά, να τα βάλω, να τα πάω στη βρύση –γιατί υπήρχε μία βρύση από κάτω από το χωριό, στο ρέμα–, να πάω να τα ξεπλύνω. Να φύγουν τα σαπούνια. Έτσι; Κι αυτά έπρεπε να τα ζαλώσω πίσω, να τα φέρω στο σπίτι, που υπήρχανε τα σύρματα και τα μανταλάκια, να τα απλώσουμε τα ρούχα αυτά. Και αυτό θέλω να πω, ότι ήτανε πολύ κουραστική δουλειά αυτή. Εν τω μεταξύ, μεγαλώσαν τα κορίτσια μου, πηγαίναν στο σχολείο. Μετά από τρία κορίτσια που έκανα, έκανα και το αγόρι, το μανιάτικο, που τρελαθήκανε που το γέννησα εγώ αγόρι πια. Γιατί και ο άντρας μου ήτανε μοναχογιός. Λοιπόν, πήγε κι αυτός στο σχολείο, έβγαλε και έβγαλε μία τάξη στο γυμνάσιο, κι από κει πήγε στην Αθήνα ο γιος μας, σε μία σχολή που έμαθε με αυτοκίνητα. Και έδωσε μετά τον στρατό που πήγε, κι έδωσε και μπήκε στον ΟΤΕ. Και τώρα –ας είναι καλά– έχει κι εκείνος οικογένεια, έκαναν διδυμάκια, τον Κωνσταντίνο και την Άρτεμις, που είναι μία χαρά εγγονάκια μου, και τώρα που είμαι 91 χρονών γιαγιά, πολύ γιαγιά, έχω 'ρθεί στην Καλαμάτα. Όχι τώρα, πριν είκοσι χρόνια με τον άντρα μου. Έμενα με τον άντρα μου, έφυγε ο άντρας μου, 90 χρονώνε κι αυτός, και τώρα είμαι εγώ μόνη μου. Αλλά, ας είναι καλά, είναι ο γιος μου, είναι η νύφη μου από κάτω, είναι οι κόρες μου. Και οι τρεις παντρεμένες στην Καλαμάτα. Η μία έχει δύο κορίτσια, η άλλη έχει δύο αγόρια, η τρίτη έχει τρεις γιους. Παλικάρια, από 30 χρονώνε και κάτω, όλα! Η οποία έχει κι αυτή ένα μαγαζί πολύ καλό στην Καλαμάτα, και έχει... πώς λέγεται το μαγαζί αυτό;
Παραδοσιακά προϊόντα.
Παραδοσιακά προϊόντα. Ναι, μπράβο! Θύμιζέ μου και τίποτα. Λοιπόν, και είμαστε... Δηλαδή, οι παλαιοί λέγανε: «Κακά νιάτα, καλά γεράματα». Εγώ το 'χω πάθει τώρα. Έχω καλά γεράματα. Γιατί τα έχω όλα, δεν μου λείπει τίποτα. Παίρνω και μία… ανήκω εγώ στον ΟΓΑ, μία σύνταξη. Αυτή που παίρνω με φτάνει και μου περισσεύει. Λοιπόν, και περνάω μία χαρά. Κι ας είναι καλά, έρχεται πότε η μία κόρη, πότε η άλλη, πότε ο γιος μου, η νύφη μου, τα εγγονάκια μου. Έχω εννιά εγγόνια και ένα δισεγγονάκι, ένα κοριτσάκι. Εύχομαι… Τώρα είναι και έγκυος και θα αποκτήσω και το δεύτερο, εύχομαι. Δισέγγονα! Και ξέχασα να σας πω ότι όταν ήμουνα στο Πετροβούνι βέβαια, που 'χα τα... Γιατί εγώ υπόφερα πάρα πολύ με την πεθερά μου. Την είχα δεκαέξι χρόνια στο κρεβάτι την πεθερά μου. Και δεν υπάρχουνε τα μέσα τώρα που υπάρχουνε σερβιέτες και τα βρακάκια... Λοιπόν... Τέλος πάντων. Μετά, έφυγε η πεθερά μου στα 85 της χρόνια. Και είχα μία καλή κουνιάδα, η οποία είχε πάει στην Αμερική. Ζούσαμε μαζί δεκαπέντε χρόνια στο Πετροβούνι. Ήτανε δίπλα τα σπίτια μας. Με είχε βοηθήσει. Άμα άκουγε τον πατέρα της και μου 'βαζε φωνές, ερχόταν από πάνω, και τι δεν του έλεγε! Κι έλεγε: «Μαραβελίτσα, ο Θεός σε έστειλε στου πατέρα μου το σπίτι, για να μη γελάνε οι Πετροβουνιώτες». Γιατί ήξερε τον πατέρα της ότι ήτανε φωνακλάς. Κι εγώ είχα υπομονή μεγάλη. Τα υπομόνευα, δεν μίλαγα. Τι να πω; Να τα βάλω με τον πεθερό μου ή με την πεθερά μου; Δεν γινόταν. Τέλος πάντων, με τη δύναμη του Θεού... Και θυμάμαι που έλεγα στα παιδιά μου: «Διαβάζετε, να φύγετε από αυτό το χωριό, να μη ζήσετε τη ζωή που έζησε η μανούλα σας». Και πραγματικά, ήρθανε στην Καλαμάτα. Ήρθανε στην Καλαμάτα κι η κουνιάδα μου η καλή, που σας λέω, είχε σπίτι στην Καλαμάτα και μας έδωσε το σπίτι. Μένανε τα παιδιά μου, που βγάλανε όλα το γυμνάσιο, δεν πήγανε παραπάνω. Και παντρευτήκανε οι κοπέλες και νοίκι δεν πληρώσαμε τίποτα στην κουνιάδα μου. Και το μισό σπίτι το 'χαμε εμείς και το άλλο μισό το 'χε η αδερφή της, που 'χε κι αυτή άλλα τρία παι[00:20:00]διά. Ο Μουντανέας που ξέρεις... Αυτά, όμως, προχωρήσανε τα Μουντανάκια. Ο γιος της είναι πολιτικός μηχανικός, η κόρη της η Ειρήνη πολιτικός μηχανικός, η Τασούλα, έχει παντρευτεί η κόρη της στην Αθήνα κι έχει βγάλει το πανεπιστήμιο και σε κάποια τράπεζα νομίζω δούλευε. Τώρα έχει πάρει κι εκείνη σύνταξη. Και θέλω να σας πω ότι η κουνιάδα μου ήταν τόσο καλή και μας βοήθησε, γιατί μας βοήθαγε και στην Αμερική που πήγε πολύ. Με ρούχα. Μας έστελνε, γιατί τότε ήτανε δυσκολίες τα πράγματα. Και τώρα είμαι μία χαρά. Είμαι στην Καλαμάτα. Με τη δύναμη του Θεού... Ποτέ δεν το 'λεγα ότι θα φτάσω τόσο χρονών εγώ. Είμαι 90 χρονώνε και είμαι μία χαρά. Και μαγειρεύω και παξιμάδια τους φτιάνω! Κι έρχεται η εγγόνα μου η Άρτεμις και τα λέμε και η Τούλα και δεν το πιστεύουνε. Τα χρόνια που πέρασα, τι δυσκολίες που είχαμε τότε! Τι άλλο να σας πω για το χωριό; Ότι...
Τις ελιές, που είπες, πόσο καιρό τις μαζεύατε;
Δύο μήνες, περισσότερο. Τρεις μήνες! Μετά, δεν ήτανε μόνο ότι μαζεύαμε τις ελιές, μετά έπρεπε να κάψουμε τα κλαδιά που κόβαμε. Έπρεπε στα κλαδιά, υπήρχαν τα χοντρά, που τα λέγαμε, να πάμε, να τα καθαρίσουμε για να τα φέρουμε για το τζάκι, τα χοντρά. Λοιπόν, μετά, έπρεπε να ρίξουμε το λίπασμα στις ελιές. Μετά ο άντρας μου, που 'χαμε ένα μουλάρι, τριάντα μέρες όργωνε. Με το μουλάρι. Με το σιδεράλετρο, που το λέγαμε. Γιατί, τότε, όχι εμείς, όλοι τα οργώναμε τα χωράφια. Δεν υπήρχαν τα τρακτέρ τώρα, που μου είπε μία γειτόνισσα μία μέρα: «Είσαι η Φάσσενα;». «Έτσι λέω», της λέω. «Να σου πω», μου λέει. «Για πες μου». «Ο γιος σου τα έχει καλύτερα τα χτήματα από τον πατέρα του». «Γλυκιά μου -της λέω-, ο πατέρας του είχε μουλάρι και ο γιος μου έχει τρακτέρ. Μπορεί να μην τα 'χει;» της λέω. Κι ο γιος μου δεν έχει όλη την περιουσία, γιατί ο πατέρας τους έδωσε στις κοπέλες περιουσία. Κι έχει μοιραστεί η περιουσία. Αλλά κι ο γιος μου δεν έχει λίγη περιουσία. Έχει πεντακόσια δέντρα, εδώ που τα λέμε. Λοιπόν, κι ο γιος μου πήρε σύνταξη τώρα και βοηθάει και στο μαγαζί, έχει ένα πολύ μεγάλο και ωραίο σπίτι, εκεί που μένει. Έχει γκαζόν και τέτοια. Και ασχολείται και πολύ με την περιουσία του. Κι έχει κι ένα ωραίο σπίτι στο Πετροβούνι κι είναι πύργος. Το οποίο ασχολείται πάρα πολύ και έχει πολλή δουλειά κάμει. Γιατί έπιασε και το κάνει μοντέρνο. Άλλαξε σκεπές, άλλαξε πόρτες, άλλαξε παράθυρα. Τώρα, προχθές, μου είπε ότι αλλάζει και τα ντουλάπια. Τα πέταξε, ακούς, τα παλιά ντουλάπια και βάζει καινούρια. «Και τι είχαν τα ντουλάπια, ρε Παναγιώτη;». Του λέω: «Την παροιμία την ξέρεις;». «Τι είναι, ρε μανούλα;». «Όπου έχει, κάνει ό,τι θέλει. Κι όπου δεν έχει, κάνει ό,τι βρει. Έχεις -του λέω-, για αυτό». Λοιπόν, όταν, που ήρθε για πρώτη φορά η κουνιάδα μου, ο γιος μου ήτανε και παντρεμένος. Το τελευταίο μου παιδί είναι ο γιος μου. Και ζούσε στην Αθήνα με τη γυναίκα του. Παιδί δεν είχανε κάνει ακόμα. Λοιπόν, αποφασίσανε με τον πατέρα του να πάω κι εγώ στην Αμερική. Αλλά είχε πάει ο άντρας μου πριν από μένα στην Αμερική. Πήγε σε έναν γάμο. Τον γιο της αδερφής του, τον Σταύρο, είχε πάει. Εγώ, όταν μου το 'πανε, δεν το πίστευα. Και λέω, βάλτε το απίστευτα κι όμως αληθινά! Ότι η Βούλα πάει στην Αμερική! Αλλά δεν πήγα μόνη μου. Πήγα με την Τασία και με τον Νίκο εγώ. Πήγα στου Λούη τον γάμο εγώ. Πήγα κι εγώ σε γάμο. Με περιποιηθήκανε πάρα πολύ, με γυρίσανε όλη την Αμερική. Το τι μου ψωνίσανε! Τέσσερα μπογ, που τα λέγανε, πράγματα ήρθανε από την Αμερική. Και με όλα τα άλλα... Γιατί μου 'χε δώσει κι ο μπαμπάς σου 300 δολάρια τότες που πήγα. Να του ψωνίσω παντελόνι για το κυνήγι, να του πάρω παπούτσια, αρβύλες για το κυνήγι και να του πάρω κι ένα γιλέκο, που έχει μεγάλες τσέπες και βάζουν το... Θα το 'χει ακόμα. Λοιπόν, έκατσα σαράντα μέρες εγώ. Έμενα με την κουνιάδα μου και με τον άντρα της. Εκείνοι δεν ξέρουνε τι έχουνε στην Αμερική! Και τι ζωή κάνουνε! Δεν δουλεύανε τότε και οι δύο, είχανε πάρει σύνταξη, και η Τασία και ο Νίκος. Μακαρίτηδες και οι δύο τώρα. Λοιπόν, και πέρασα πάρα πολύ ωραία. Και μ' είχε φάει η έγνοια, αφού δεν ήξερα ξένη γλώσσα, πώς θα τα καταφέρω να 'ρθώ στην Ελλάδα! Και ο Λούης, ο γιος της κουνιάδας μου, έχει τέτοιο γραφείο, που βγάζουν εισιτήρια. «Λούη, μ' έχει φάει η έγνοια. Αν όταν ερχόμουνα εγώ με τη μαμά σου -του λέω-, είδα κι είχε φασαρία με τα εισιτήρια -του λέω-, αν μου συμβεί μένα, που δεν ξέρω, τι θα κάμω;». Και μου λέει: «Θεία, μην ανησυχείς. Θα κάμω ένα γράμμα εγώ». Ξέρει ποιο αεροπλάνο έφευγε και της λέει ότι η γιαγιά είναι από την Ελλάδα, έχει έρθει για τον γάμο μου, θα την πάρεις υπ' ευθύνη σου. Γιατί αλλάζουμε και αεροπλάνο. Εκεί μ' είχε φάει. Όταν της είχε ο Λούης δώσει και ήρθε και μου λέει: «Ελλάδα;». «Ναι», της λέω. «Ο Λούης -μου λέει-, μου 'χει δώσει ο Λούης. Εγώ -μου λέει-, εσύ, εγώ». «Ευχαριστώ -της λέω- ευχαριστώ». Λοιπόν, ταξίδεψα ωραία, με είχε η κοπέλα... Και όταν φύγαμε από το ένα αεροπλάνο –δεν θυμάμαι σε ποιο κράτος αλλάξαμε–, εκεί που μας βάλανε μέσα σε μία σαν κλούβα μου φάνηκε, ακούω και λέει ένας Έλληνας: «Μωρή, πού θα το πετάξω το τσιγάρο μου τώρα;». «Έλληνες -τους λέω- είσαστε;». «Ναι -λέει-, εσύ;» «Ελλάδα! Πού πάτε;». «Αθήνα». «Κι εγώ Αθήνα -τους λέω- πάω». Λοιπόν, ξέχασα να σας πω, παιδιά, όταν ήθελα να φύγω, που με πήγανε στο αεροδρόμιο –την ευχή μου να 'χουνε και να 'ναι καλά–, ήρθαν τ' ανίψια μου με ανθοδέσμες, όλοι, και μ' αποχαιρετάγανε. Λοιπόν, όταν φτάσαμε στην Ελλάδα, ούτε το κατάλαβα, Άρτεμις. Κοίταγα να δω. Τι να δω, τι να δεις από το αεροπλάνο; Να σου πω κι ένα άλλο να γελάσεις. Όταν πηγαίναμε στην Αμερική πάλι, εγώ καθόμουνα στο παράθυρο. Και όπως έκανα έτσι, είδα ένα παχύ παχύ σύννεφο, άσπρο. Κουνάω την Τασία που 'τανε και της λέω: «Τασία, μη φοβάσαι. Και να πέσουμε, κοίτα, απάνω στα σύννεφα θα πέσουμε». «Βούλωσε το στόμα σου, μωρή!» μου λέει. Λοιπόν, όταν φτάσαμε στην Ελλάδα, λέω, στην Αθήνα, που κατάλαβα πια ότι, βέβαια, φτάσαμε. Γιατί, μετά τ' αεροπλάνα σε παίρνει με τ' αυτοκίνητο και σε πάει. Εγώ κοίταζα να δω τον γιο μου. Γιατί δεν ήξερα τι θα γίνουν τα πράγματα που είχα. Λοιπόν, κείνος, όταν ανέβηκα πάνω και μου γυρέψαν το εισιτήριο, του λέω: «Κι ο άλλος θέλει εισιτήριο να του δώσω; Δώσε μου το να του το δώσω -του λέω- να μη φωνάζει!». «Όχι -μου λέει- σε μένα τελείωσες. Φεύγε -μου λέει- απάνω να βρεις τους δικούς σου». Ανέβηκα, θυμάμαι, μια σκάλα και βρήκα τον Παναγιώτη, την Μαίρη και τον Φάνη. Και έλεγα, τώρα ο Παναγιώτης θα 'χει φέρει το ΙΧ, τ' αυτοκίνητο. Πού θα τα βάλει τα πράγματα τούτα; Λοιπόν, κείνος είχε ειδοποιήσει τον Φάνη με την Μαίρη κι είχανε φέρει το Volkswagen πάνω. Το θυμάσαι το Volkswagen! Λοιπόν, όταν τους είδα, τι χαρά, θυμάμαι! Δεν θα το ξεχάσω. Με ξεκόψαν τα κλάματα. Γιατί μου λέγανε... Το 'χω δώσει της μαμάς σου. Πες της να σ' το δώσει, να το φοράς εσύ, ένα δαχτυλίδι. Μετά την εκκλησία στην Αμερική, μ' άρεσε ένα σύστημα που είχανε. Δεν πάνε, όπως πάμε εμείς, πρωί. 10,00 η ώρα. Και έρχεται η Ευγενία και μου λέει: «[00:30:00]Σήκω, θεία, να πάμε...». Όχι «σήκω», είχαμε σηκωθεί με την Τασία. «Να πάμε εκκλησία». «Ευγενία, θα πάμε και θα βρούμε τον κόσμο να φεύγει. Κι εμείς να πάμε;». «Πάμε και θα δεις», μου λέει. Πάμε κι είμαστε οι πρώτοι που πήγαμε. Μετά την εκκλησία, εκεί, έχουνε και πίνουνε καφέ. Και φτιάνουνε τον χειμώνα και φούσκαρα, που τα λέμε εμείς–
Δηλαδή;–
Και κερνάνε τον κόσμο. Με μέλι!
Λουκουμάδες;
Λουκουμάδες, που τα λέμε. Λοιπόν, και μετά έχουν αγορές, λαϊκή! Λοιπόν, και τραβάνε κλήρους. Εγώ πού ήξερα! Τέλος πάντων, τραβάει η Τασία για μένανε, μου τον έδωσε. «Πάρε -μου λέει- τον κλήρο. Τον πλήρωσα», μου λέει, 5 ευρώ, θυμάμαι. Όταν μετά που το κοιτάξανε, κοιτάει, δαχτυλίδι εμένα! Παλαμάκια. «Σε θέλει η Αμερική! Σε θέλει η Αμερική!». «Με θέλει η Αμερική, παιδιά -τους λέω- ευχαριστώ πολύ. Πηγαίνετε στην Ελλάδα, αν δεν θέλετε τα παιδιά μου και τον άντρα μου, και κάθομαι κι εγώ στην Αμερική», τους έλεγα. Λοιπόν, όταν ήρθα εδώ στην Ελλάδα κι έμαθα ότι είναι έγκυος η μαμά σου –δεν ήξερα ότι έχει και δίδυμα–, της το 'δωσα το δαχτυλίδι. «Με την ευχή μου μαζί -της λέω-, σου εύχομαι, έμαθα το ευχάριστο, είσαι έγκυος, να κάνεις οικογένεια. Πάρε αυτό το δώρο από την πεθερά σου». Αλλά δεν βλέπω, δεν το φοράει. Δεν της αρέσει, φαίνεται. Λοιπόν, και μου 'κανε εντύπωση που μου λέγανε, να χτυπάνε παλαμάκια όλοι και να λένε: «Σε θέλει η Αμερική!».
Τι σου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στην Αμερική;
Όλα. Τα μαγαζιά. Που μπαίναμε σε ένα μαγαζί και περπατάγαμε, περπατάγαμε και δεν μποράγαμε να βγούμε, ρε παιδί μου. Και είχανε και τ' άλλο. Πήγαμε και πήρα αυτά που μου είπε και δεν έβρισκα για τον μπαμπά να πάρω ένα γιλέκο, για το κυνήγι. Και είπα εγώ, καλά, κείνοι οι Σκαρέοι πού τα βρίσκουν και τα φοράνε; Οι Σκαρέοι, όμως, είχανε ζήσει στην Αμερική και είχανε αδερφό στην Αμερική και τους τα 'φερνε. Και μου λέει μία κοπέλα, αδερφή της κοινής: «Θα σε πάω εγώ -μου λέει- να δεις πού τα βρίσκαν οι Σκαρέοι!». Και μπαίνουμε σε ένα αυτοκίνητο. Τρεις ώρες φεύγαμε. Όχι εγώ κι εκείνη, κι η Ευγενία μαζί. Και πήγαμε και πήρα το γιλέκο. Εν τω μεταξύ, του πήρα κάτι παπούτσια, του πατέρα σου, με γούνα. Και μετά σκέφτηκα και λέω εγώ, στην Ελλάδα δεν κάνει κρύο. Τι του πήρα τέτοια παπούτσια; Μου λέει η Ευγενία: «Μην ανησυχείς. Θα πάμε -μου λέει- και θα πάρουμε τα λεφτά μας». «Τι λες, Ευγενία;» της λέω. «Θα τ' αλλάξουμε και θα μας δώσουν τα λεφτά πάλι; Στην Ελλάδα δεν γίνονται αυτά τα πράγματα». Πάμε, λοιπόν, τα παπούτσια αυτά. Πραγματικά, πήγα με την Ευγενία, τα δώσαμε τα παπούτσια, μας δώσανε τα λεφτά και πήγαμε και του πήραμε άλλα παπούτσια του μπαμπά. Και πήγαμε εκεί που είπαν οι Σκαρέοι και του πήρα και γιλέκο στον μπαμπά, αυτό που ήθελε. Και εκεί, άμα δεν έχεις άδεια... Γιατί μου 'χε πει να του φέρω και φυσίγγια. Αλλά δεν μας δίνουνε φυσίγγια, άμα δεν έχεις άδεια κυνηγίου. Και βρήκαμε έναν Αμερικάνο, Έλληνα αλλά είχε ζήσει στην Αμερική, έναν αναδεξιμιό τους κεινώνε, και του δώσαμε και λεφτά και πήγε –γιατί μου 'χε γράψει τι φυσίγγια θέλει– και μας πήρε φυσίγγια και του 'φερα και φυσίγγια από την Αμερική.
Και γιατί ήθελε να τα αγοράσει από την Αμερική και δεν τα 'παιρνε–
Για καλύτερα! Καλύτερη μάρκα! Γιατί είχε κι όπλο από την Αμερική. Όταν πήγε, τίποτα άλλο δεν έφερε. Αφού είχε δίκαννο ο παππούς, έφερε καραμπίνα. Κι όταν πήγε στην Αμερική, του είπε η αδερφή του, η Τασία: «Κωστάκη, πάρε 300 ευρώ, το δώρο μου από μένα, και ό,τι θέλεις πάρε. Εγώ δεν ξέρω τι να σου πάρω». «Ξέρεις τι θέλω, μωρή Τασία;». «Τι θέλεις;». «Θα πάω να πάρω μία καραμπίνα. Αλλά τα λεφτά δεν φτάνουν αυτά», της λέει. «Αλλά άκου τι θα κάμω», της λέει. Ήταν και η Γιούλα, του Μουντανέα η μάνα εκεί πάνω. Πήγε στη Γιούλα και της λέει: «Δώσε μου εμένανε τόσα λεφτά κι όταν θα πάω εγώ στην Ελλάδα...» να δώσει στα παιδιά της. Να μην πάρει από την Τασία, πια, δανεικά και πώς να της τα στείλει! Και καλά έκαμε. Και πήγε, πήρε τα λεφτά που ήθελε και πήρε καραμπίνα. Και, όταν ήρθε στην Αθήνα, είχε ειδοποιήσει τον αδερφό μου. Γιατί ήτανε αστυνομικός τότες. Γιατί απαγορευόταν κι αυτό να το κάμει, να έχει όπλο, να φέρει. Λοιπόν, κι όπως εμένανε, πάλι ήταν ο αδερφός μου κει πάνω που ήρθα. Γιατί έπρεπε να μου τ' ανοίξουνε τα δέματα. Πού να τ' ανοίξεις τόσα πράματα! Γιατί είχα φέρει σεντόνια, μου 'χανε ψωνίσει, όχι ότι είχα ψωνίσει εγώ. Λοιπόν, και θυμάμαι, μου 'χε δώσει η Γιούλα, τη λέγαν, του Μουντανέα η μάνα, τρία ζευγάρια παπούτσια να φέρω στα παιδιά της. Μια μάρκα που φοράγανε. Λοιπόν, και αγνάντεψε κάποιο παπούτσι. Και, όπως κάνανε έλεγχο, «ένα παπούτσι», λέει. «Εμ, τι; Ξυπόλυτη θα 'ρχόμουνα;» του λέω. «Να μην έχω κι ένα ζευγάρι παπούτσια;». Όταν, όμως, ήθελα να πάω στην Αμερική, η Στρατηγούλα και η Βούλα ήτανε κοπέλες πια, δεσποινίδες. Τους λέω: «Τι θέλετε, κορίτσια, να σας φέρω εγώ από την Αμερική;». «Να μας φέρεις ένα παντελόνι της καθενής». «Τι παντελόνι;». Μου γράψανε μία μάρκα. Που τότε στην Ελλάδα δεν υπήρχε αυτή η μάρκα. Στην Αμερική. Πού το είχανε δει, ούτε ξέρω. Είχα το σημείωμα εγώ επάνω. Τους έλεγα: «Αυτή τη μάρκα θέλω να πάω να ψωνίσω». Είχα λεφτά, όμως. Δεν τους έλεγα ότι δεν είχα λεφτά. Γυρίσαμε πόσα μαγαζιά και λέει… κι εκείνο που θυμάμαι, ότι είχανε ξέφτια κει κάτω. Όταν το είδα εγώ... «Γυρίσαμε τόσο μαγαζιά να τους βρούμε και θα πάρουμε τα κουρελιασμένα παντελόνια!». Και μου λέει: «Ρε, θεία! Αυτή η μάρκα, δεν την ξέρουμε ούτε εμείς στην Αμερική. Πού την ξέρουν τα κορίτσια;». «Άμα ρωτήσετε εμένα -τους λέω-, θα σας τα πω όλα». Λοιπόν... Τους τα 'φερα τα παντελόνια. Και θυμάμαι μετά οι κυράδες, ξέρεις τι κάμανε; Πήραν ένα μπουκάλι χλωρίνη και βάλανε στα παντελόνια και τ' ασπρίσανε, στα γόνατα εδώ. Μετά, όλα περάσανε, γεννάει και η νύφη μου και κάνει δίδυμα. Εγώ, δεν μου το 'χανε πει ότι έχει δίδυμα. Ούτε μου 'χε πει ο γιος μου ότι η μαμά θα κάνει καισαρική. Έρχεται στο Πετροβούνι να πάρει τη μάνα του, που θα γένναγε η γυναίκα του. Είχε ένα πολύ καλό αυτοκίνητο ο Παναγιώτης. Και φυγαίναμε. «Αυτό -του λέω-, Παναγιώτη μου, δεν είναι αυτοκίνητο, παιδάκι μου, είναι αεροπλάνο», του λέω. «Γιατί φεύγεις έτσι;». «Ρε μάνα, θα γεννήσει η γυναίκα μου». «Κάτσε, ρε Παναγιώτη. Πού ξέρεις ότι αύριο θα γεννήσει η γυναίκα σου;» του λέω. «Εγώ πήγα κι έφαγα στην Καλαμάτα να γεννήσω την αδερφή σου έναν μήνα», του λέω. «Μπορεί με μία εβδομάδα, μπορεί σε μία δύο μέρες». Εκεί μου είπε ότι θα κάμει καισαρική η μαμά. «Μάνα -μου λέει-, έχουμε κλείσει ραντεβού και αύριο η Καίτη κάνει καισαρική». «Γιατί -του λέω- θα κάνει καισαρική;». Εγώ έπεσα από τα σύννεφα. Αλλά είχε κάμει… κι εκείνο που μ' ενθάρρυνε, είχε κάμει κι η Τούλα, στον Νίκο. Η Τούλα, τα δύο, δεν έκανε καισαρική. Στον Νίκο έκανε. Και γιατί; Γιατί φοβόταν να πονάει. Και μπαίνει, που μπήκε, και του λέει: «Ένα κι ένα κάνουν δύο. Θα μου κάνεις καισαρική». «Ρε, αμάν, ρε χρυσή! Γιατί να κάνεις; Έχεις κάνει δύο παιδιά, θα κάνεις καλό τοκετό, θα κάμεις...». Τίποτα. «Γιατρέ, θα μου κάνεις καισαρική. Δεν αντέχω εγώ -του λέω- να φωνάζω». Και λέω, αφού έκαμε η Τούλα καισαρική και πήγαν όλα καλά... Θυμάμαι, Άρτεμις, είχαμε πάει πλέον την άλλη μέρα –ήτανε κι η γιαγιά, ο παππούς δεν ήτανε– που θα γένναγε η μαμά, πριν γεννήσει, που περιμέναμε, που την πήρανε μέσα... Και ήτανε –πώς να σ' το πω;– πώς είναι το μαγαζί σας. Ήτανε μία σκάλα, όπως [00:40:00]ανεβαίνεις εδώ. Και βλέπω, που λες, Άρτεμις, δύο γυναίκες να κατεβαίνουνε. Ανεβοκατέβαινε πολύς κόσμος. Αλλά, όπως έριξα μια ματιά, και λέω: «Πω πω, αυτή η κυρία πώς μοιάζει με την κόρη μου τη Μαίρη!». Δε, η Κική είχε βάλει ένα χαρτομάντιλο έτσι, για να μην τη γνωρίσω. Κατεβαίνουν κάτω, έρχονται, μ' αγκαλιάζουν, τις αγκαλιάζω. Τους λέω: «Σήμερα ήρθατε;». «Σήμερα ήρθαμε». «Καλά, δεν έχετε μυαλό; Εχθές ο αδερφός σας με μένα ήρθε. Γιατί δεν ερχόσασταν;». Εμένα πήγε να γλιτώσουν το εισιτήριο. «Θέλαμε να κάνουμε έκπληξη -λέει- στον αδερφό μας και στη νύφη μας. Δεν θέλαμε να 'ρθούμε εχθές. Να 'ρθούμε σήμερα», λέει. Θυμάμαι που 'λεγε το μεγάφωνο: «Ο Φασσέας να 'ρθεί να πάρει τα δίδυμα». Κι έτρεχε ο πατέρας σου επάνω, δεν του τα 'δίνανε. Ερχότανε κάτω, δεν του τα 'δίνανε. Θυμάμαι, ρε Αρτέμη, πόσο ήσουνα, τόσο δα ήσουνα. Τέλος πάντων. Περάσανε οι μέρες, όλα καλά. Πήραμε τον Κωνσταντίνο, φύγαμε, πήγαμε στο σπίτι. Εσένα σε αφήσαμε, γιατί ήσουνα αδύνατο και σου δίναμε από τη μύτη. Έτσι; Αλλά κάθε μέρα ο μπαμπάς κι η μαμά ερχότανε κει πάνω, να σε δούνε. Μ' αφήνανε με τον Κωνσταντίνο εμένανε. Και θυμάμαι που έπρεπε να κάνουμε μπάνιο στον Κωνσταντίνο. Και έχει μία φωτογραφία. Και μου 'λεγε ο πατέρας σου: «Μάνα, το παιδί και τα μάτια σου!». «Παναγιώτη, έχω αναστήσει, είναι το πέμπτο τούτο». Για να το πάρω από την κούνια να το πάω στο μπάνιο –που του 'χαμε ένα ειδικό μπάνιο– να του κάνουμε... «Εσύ θα μου πεις τι θα κάνω;» του 'λεγα. «Μη φοβάσαι -του λέω-, έγνοια σου». Κι ας είναι καλά. Βοήθησα, δεν θυμάμαι, δύο τρεις μήνες, πόσο ανεβοκατέβαινα. Γιατί ξέχασα να σας πω ότι όταν πήγα στην Αμερική, άφησα εντολή στις κόρες μου: «Αν θα πηγαίνετε για τον πατέρα σας, θα πάω στην Αμερική. Αν μου πείτε ότι δεν μπορείτε μία φορά τη βδομάδα να πηγαίνετε να τον πλένετε, να του μαγειρεύετε, δεν πάω στην Αμερική. Να μην πάθει τίποτα ο άνθρωπος». «Όχι, όχι, πήγαινε. Πήγαινε, δεν έχεις πάει πουθενά. Να πας στην Αμερική». Και πέρασε κι αυτό. Και τώρα, είμαστε στην Καλαμάτα με την Άρτεμις και τα λέμε όλα τα παλιά.
Εσύ είχες ξαναμπεί στο αεροπλάνο ή ήταν η πρώτη φορά;
Είχα ξαναμπεί, όταν ήμουνα που πήγα από Αθήνα Αλεξανδρούπολη. Έκανα κι αυτό το ταξίδι. Είμαι κοσμοπερπατημένη! Αλλά κει δεν ήτανε πολλές ώρες. Μία ώρα κάναμε; Αλλά πάθαμε τ' άλλο. Όταν φτάσαμε στην Καβάλα, άρχισε τ' αεροπλάνο να κατεβαίνει. Πήραμε χαμπάρι. Εγώ ήμουνα με τον θείο μου –αδερφός του πατέρα μου, ταγματάρχης–, με τον γιο του και με τη γυναίκα του. Κι άρχισε πια τ' αεροπλάνο... «Παιδιά», λέει ο συνοδηγός, κείνος ο... «Μη φοβόσαστε, κατεβαίνουμε ν' αφήσουμε τρόφιμα στους φαντάρους. Και θα φύγουμε». Ενώ ήτανε ψέμα. Είχε πάθει βλάβη τ' αεροπλάνο. Βγήκαμε στην Καβάλα κι ήμαστε δύο ώρες. Και ήρθε άλλο αεροπλάνο από την Αθήνα να μας πάρει, να μας πάει Αλεξανδρούπολη. Έλεγε ο θείος μου, ήτανε καλαμπουρτζής: «Βούλα, πώς δεν κόλλησαν τα μυαλά μας σε κανένα πεύκο! Μη μιλάς μιλιά!».
Εσύ φοβήθηκες;
Ούτε το πήραμε χαμπάρι. Κάτω που ήμασταν τα λέγαμε. Δεν το πήραμε χαμπάρι. Μας είπαν κι ότι ν' αφήσουμε τρόφιμα στους φαντάρους. Ε, αλήθεια θα λέει! Και μετά μας πήγε... Κι εκεί πέρασα ωραία. Ήτανε μία οικογένεια από την Καρδαμύλη που λεγότανε Βουκουβαλέοι, κι ήτανε γιατρός αυτός. Και κάθε χρόνο ο θείος που πήγαινε οικογενειακώς και παραθέριζε εκεί. Και πήγαμε. Γιατί, όπως σου είπα, ο πατέρας μου είχε πέντε κοπέλες. Και είχε βρεθεί μία Βουκουβαλέισσα, αυτή, και του λέει: «Ρε Διονύση -του λέει-, δεν μου δίνεις μία φωτογραφία της Βούλας να την παντρέψουμε στην Αλεξανδρούπολη;». «Τι λες, μωρή;» της λέει. «Είναι ένα καλό παιδί», του λέει. Έβγαλα κείνη τη φωτογραφία. Της τηνε δώσαμε. Ήρθαμε εδώ στην Καλαμάτα. Γιατί, τότε, τις λέγαμε βδομαδαίες, αυτές. Στο χωριό δεν μπορούσες να τις βγάλεις. Ερχότανε ένας φωτογράφος, με τρία πόδια ένα, κι ένα μπατζάκι από ένα παντελόνι και μας έλεγε: «Το πουλάκι, κοιτάτε το πουλάκι! Το πουλάκι! Το πουλάκι!». Τσακ, και τράβαγε. Λοιπόν... Και ήρθα στην Καλαμάτα, την έβγαλα αυτήν τη φωτογραφία. Αυτός, όταν την είδε, τρελάθηκε, τη φωτογραφία. Δεν θα 'μουνα 20 χρονώνε τότε. Λοιπόν, και αποφασίσανε πια με τον αδερφό του ο πατέρας μου να πάω στην Αθήνα. Κι αφού θα πήγαινε ο θείος, θα πάμε μαζί με το αεροπλάνο. Όλα καλά κι ωραία. Έκατσα δυο μήνες στην Αλεξανδρούπολη; Όχι, έναν μήνα πρέπει να κάθισα. Λοιπόν, όταν μου παρουσιάσανε εμένανε αυτόν τον άνθρωπο, δεν πήγαινε κάτω με τίποτα! Μπορεί να 'χε λεφτά ο άνθρωπος, να ήτανε πλούσιος, είχε ωραίο μαγαζί, μου λέγανε. Φατσικώς όμως δεν πήγαινε για την Βούλα. Ήμουνα πρωτομαγιά κει πάνω. Και πάμε από την Αλεξανδρούπολη στην Κομοτηνή, με το τρένο πήγαμε. Οικογενειακώς, όχι εγώ με δαύτονε. Και ήτανε κι αυτός. Πήγαμε, περάσαμε ωραία εκεί πέρα. Εκεί είδα τις Τουρκαλάδες. Και πάμε σ' ένα σπίτι και ήταν μια κοπέλα αρραβωνιασμένη. Αλλά φόραγε το... οι Τούρκοι πώς φοράνε; Φερετζέ! Λοιπόν, της είπαμε: «Για βγάλε τον φερετζέ να δούμε, είσαι ωραία;». Ξέρεις, η γυναικεία... Πού να τονε βγάλει τον φερετζέ; «Άμα σας κάνω τη χάρη», λέει... Ήξερε ελληνικά όμως. Κουβεντιάζαμε. «Να φύγουν οι άντρες. Να μείνουν οι γυναίκες μες στο δωμάτιο και θα τον βγάλω τον φερετζέ να με δείτε». Βγάζουμε τους άντρες όλους έξω. Κι ήτανε μία ωραία κοπέλα! Το τι χρυσαφικό φόραγε! Και της λέω: «Τι τα θέλεις που τα φοράς; Αφού δεν φαίνονται». Και μου λέει: «Ο αρραβωνιαστικός μου τα βλέπει!». Φερετζές λεγότανε, όχι όπως είναι τώρα του Τούρκου τούτου με το φακιόλι. Ένα μαντίλι μεγάλο να σκεπάζει το κεφάλι, και μέχρι τη μέση εδώ. Κατάλαβες; Εκεί είναι περισσότεροι Τούρκοι παρά Έλληνες. Κι είχα ακούσει και τα καλύτερα μαγαζιά τα 'χαν οι Τούρκοι. Τότε. Σου λέω, το '53 παντρεύτηκα, το '52. Γιατί εγώ, μετά από έναν χρόνο, γνώρισα τον μπαμπά σου και... τον παππού σου, όχι τον μπαμπά σου. Και παντρεύτηκα.
Και τελικά τι έγινε με αυτό το προξενιό;
Με αυτό το προξενιό, όταν γυρίσαμε, με πιάνει ο θείος μου και μου λέει: «Βούλα, έλα εδώ». Εγώ βρήκα κι έναν Καλαματιανό, χωροφύλακα, και πάτησα χορό στο βλήτο. Καλαματιανό! Λοιπόν, πέταγε τα πεντακοσάρικα εκείνος, όταν χόρευα εγώ. Λοιπόν... Μου λέει: «Για πες μου τη γνώμη σου». «Αχ, ρε μπάρμπα -του λέω-, τι να σου πω; Αλήθεια ή ψέματα;». «Αλήθεια, παιδάκι μου, θα μου πεις. Γιατί να μου πεις το ψέμα;». «Αν το αποφασίσω αυτό -του λέω- εγώ η Βούλα, θα το αποφασίσω για να φύγει -του είπα και το άλλο και γέλαγε- μία λουρίδα από του πατέρα μου την πλάτη. Ξέρεις τι είναι αυτό;» του λέω. «Το ξέρω. Μανιάτης δεν είμαι κι εγώ; Πραστιώτης δεν είμαι;».
Αυτό γιατί το είπε;
Αυτό το είπα εγώ, διότι ο πατέρας μου... Ήμαστε πέντε κοπέλες. Και να παντρέψει ένας πατέρας και μία μάνα πέντε κοπέλες τότε, είναι υπόθεση. Γιατί δεν τις παίρνανε κι έτσι! Εγώ, όταν πήρα τον παππού σου, τον Κωστάκη τον Φασσέα, υποσχέθηκε 3.000 οκάδες λάδι ο πατέρας μου και του 'δωσε. Κι εγώ του 'πα του πατέρα μου: «Μην το κάνεις -του λέω-, είναι πολύ. Πού θα το βρεις εσύ να το κάμεις;». 3.000 οκάδες λάδι... Δεν θα το 'δινε για μία φορά. Όποτε είχαν ελιές κι όποτε μπόραγε. Ήτανε αυτό[00:50:00]. Δεν ξέρω σε πόσα χρόνια. Ναι, αλλά ήτανε μία καλή προίκα. Και φαντάσου τώρα αυτός ο πατέρας να 'χει πέντε κοπέλες, για να βγάλει πέντε τέτοια. Μόνο η μικρή μας αδερφή –που τη λέμε, είναι και η καλύτερή μας αδερφή–, η Αντωνία, πήγε στην Αυστραλία. Υπήρχε τότες ένα σύστημα που βγάζανε μία οικοκυρική σχολή, τη λέγανε, και η Αυστραλία είχε δηλώσει κι έπαιρνε εργατικά χέρια. Κι έφευγε ο κόσμος. Για να βγάλεις αυτήν τη σχολή, να μην πληρώσεις εισιτήριο. Και έβγαλε αυτήν τη σχολή η αδερφή μας η μικρή και αυτό το παιδί που πήρε ήτανε πρώτος ξάδερφος του αντρός μου. Ήταν από τον Λάκκο, πιο πάνω. Ήρθε και τη ζήτησε στον πατέρα μου. Και με ρώτησε –παντρεμένη εγώ, βέβαια– και μου λέει: «Βούλα, έτσι κι έτσι». Ήρθε ο Μίμης –ο Μίμης, είμαστε πρώτα ξαδέρφια εμείς– και μου είπε για την Αντωνία. Του λέω: «Πατέρα, αυτό που έπαθα εγώ να μην το πάθει κι η αδερφή μου». Μου λέει: «Τι έπαθες εσύ;». «Τι έπαθα; Θα σου πω εγώ», του λέω. «Ούτε σ' το λέω, ούτε για παράπονο», του λέω. «Εγώ πήγα σ' ένα σπίτι, με τη δύναμη του Θεού ήτανε χορτάτο, που λέγαμε. Δεν υπήρχε ένα μαγαζί να πάρεις κάτι που ήθελες. Αλλά το χειρότερο ήταν το σχολείο. Να 'χεις τέσσερα παιδιά και να τα σιδερώνεις και να τα πλένεις και να τα στέλνεις κάθε μέρα και να τους έχεις και την κατσαρολίτσα», τότε δεν υπήρχαν τα μπολ τούτα. Τι θα τους μαγειρέψεις τη μια μέρα και τι να τους μαγειρέψεις την άλλη μέρα. Λοιπόν, θα σου πω και τ' άλλο, Αρτεμούλα μου. Διότι, δύο ποδιές η κάθε μία είχαν. Ότι είχα ανάψει τον φούρνο, πολλές φορές... Έβαζα πέντε φάνες, τις λέγαμε. Φάνες είναι κάτι... Γίνονται στο Πετροβούνι, είναι γεμάτο. Στα Ποριά εκεί πέρα, άμα πας, να του πεις του μπαμπά: «Ποια είναι η φάνα που μου 'λεγε η γιαγιά μου;». Ανάβουν εύκολα αυτές. Κι έβαζα ξύλα, λιόκλαδα, γιατί τον χειμώνα βρέχει κιόλας. Δεν στέγνωναν οι ποδιές. Να στεγνώσουν οι ποδιές, να σηκωθώ το πρωί, να βάλω τα κάρβουνα, ν' ανάψουνε, να τις σιδερώσω, να τις φορέσουν τα παιδιά, να πάνε στο σχολείο τα κορίτσια. Λοιπόν, και μία εποχή, μου παραγγέλνει η δασκάλα να πάω να με δει. Στην Καρδαμύλη. Η δασκάλα των κοριτσιώνε. Δεν θυμάμαι, πήγαινε κι ο πατέρας σου; Πω πω, συμφορά μου! Κάτι κάνανε και με θέλει εμένα. Δεν θέλει να το πει στον πατέρας τους, κάτι μυστικό είναι. Σηκώνομαι, που λες, με τα κορίτσια, πάμε στο γραφείο. Η Μαίρη: «Η μαμά μου». «Φύγε, Μαίρη -της λέει- εσύ». Έφυγε η Μαίρη. Καθόμαστε να κουβεντιάσουμε. Μου λέει: «Κυρά Βούλα, ένα πράμα θα μου πεις». «Τι συμβαίνει -της λέω-, δασκάλα μου; Γιατί με θέλεις εμένανε; Συμβαίνει κάτι στα παιδιά μου;». «Όχι -μου λέει-, σε σένα συμβαίνει. Πώς καταφέρνεις και μου τις έχεις κάθε μέρα με σιδερωμένες ποδιές;». Της λέω: «Μία παροιμία την ξέρεις;». «Ποια είναι η παροιμία;». «Βοηθά η νύχτα κι η αυγή σαν να 'χεις μάνα κι αδερφή». Δηλαδή, τι είναι η αυγή; Είναι το πρωί. Έτσι; Η μάνα κι η αδερφή τι είναι; Που σε βοηθάνε, στις δουλειές. Λοιπόν, «έχω και μάνα κι αδερφή -της λέω- και με βοηθάνε». Μου λέει: «Τα συγχαρητήριά μου που είναι πεντακάθαρα τα παιδιά σου, που μου τα στέλνεις. Αυτό σε ήθελα -μου λέει-, γιατί είχα μεγάλη περιέργεια». Δεν έκατσα εγώ να της πω ότι τις βάζω και στον φούρνο και στεγνώνουν οι ποδιές.
Τις ποδιές αυτές σας τις έδινε το σχολείο ή έπρεπε–
Όχι–
Να τις αγοράσετε; Ή να τις φτιάξετε;
Ναι. Υπήρχαν έτοιμες. Πήγαινες και τις αγόραζες. Και θυμάμαι εκείνο που κάναμε, παίρναμε το γιακαδάκι, το άσπρο. Κι έπρεπε να φοράνε κι άσπρη κορδέλα εδώ. Το σχολείο, όταν είναι μακριά... Η Μαίρη μία φορά... Ο πατέρας τους, επειδής οι Μπακακίτσες δίπλα, άλλα δύο κορίτσια, ερχότανε πρώτες, σχολάγανε κι ερχότανε. Δεν κάνανε παρέα. Οι δικές μου με τα Μαρτσελάκια... αργάγανε. Λοιπόν, και οι Μπακακίτσες, που τις λέγαμε, δύο αδερφάδες, τους έλεγε: «Οι Μπακακίτσες έχουνε περάσει ένα τέταρτο κι εσείς δεν έχετε». Της Ζαχαρούλας το ξέρεις. Μία φορά, λέει, η Μαίρη, είχε κάποιο δίφραγκο. Και πάει, στης Ευγενίας ο πατέρας είχε μαγαζί. Ζαχαροπλαστική στην Καρδαμύλη. Και πάει στης Ευγενίας τον πατέρα και του λέει: «Μπαρμπα-Λεωνίδα, δώσε μου μία σοκολάτα». Εκεί ακούει τον πατέρα της να σφυρίζει από της Ζαχαρούλας. Που δεν είχε αγναντέψει η Μαίρη. Ρώτησέ τη να σ' το πει. Μου φαίνεται ,ούτε σοκολάτα πήρε, ούτε δίφραγκο πήρε. Για πέντε λεπτά ήταν στο Πετροβούνι η Μαίρη. Ήτανε τ' άλλο. Ήταν οι λάμπες, τα γυαλιά, που 'χαμε... τη λάμπα την ξέρεις. Τις έχει φέρει ο πατέρας σου εδώ πέρα; Ή στο χωριό τις έχει;
Δεν ξέρω.
Τέλος πάντων. Το γυαλί το ξέρεις. Το γυαλί σπάζει εύκολα. Και περισσότερο σπάζει το πλύσιμο. Πας να το πλύνεις, βάζεις το σφουγγάρι μέσα... Ή το άλλο, ότι άμα την ψηλώσεις τη λάμπα κι έχει δυνατή φωτιά, θα σπάσει το γυαλί. Τι θα κάμει; Και λέγαμε στα παιδιά: «Πάρε λεφτά. Μην ξεχάσεις και δεν φέρεις γυαλί!». Έλα που φέρναν το γυαλί και το 'σπάσανε στον δρόμο! Ε, παιδιά ήτανε... Όταν παντρεύτηκε η Μαίρη, λοιπόν, ερχότανε με τον Γιάννη πολλές φορές στο Πετροβούνι. Ο Γιάννης ήτανε... το πέρα αλώνι που του το 'χουμε δώσει το 'λεγε μπαλκόνι. Έπαιρνε το ραβδάκι και λέει: «Πάω στο μπαλκόνι», να αγναντέψει τη θάλασσα. Λοιπόν, ερχόταν το βράδυ... Εγώ, η κακομοίρα, θυσία, όπως ξέρεις, για τα παιδιά μου και για τα εγγόνια μου... Μου 'λεγε η Μαίρη: «Ρε μάνα, ψήλωσε τη λάμπα, στραβωθήκαμε». Κι έλεγα: «Στραβά είναι τα παιδιά μου;». «Ρε Μαίρη, άμα ψηλώσω τη λάμπα, θα σπάσω το γυαλί. Δεν τα ξέρεις -της λέω- αυτά;». Κι είχαμε μία λάμπα στο ένα δωμάτιο, μία στην κουζίνα, μία από κει. Ήταν οι λάμες και τα φανάρια. Το φανάρι ξέρεις τι είναι; Το ξέρεις; Ή το λυχνάρι. Το ξέρεις το λυχνάρι; Εμείς τότε, που 'μαστε παιδιά, το λυχνάρι είχαμε και τρώγαμε και κάναμε στην κουζίνα τις δουλειές. Και ήτανε και ο λυχνοστάτης. Ο λυχνοστάτης τι ήτανε; Ήτανε ένα βαρύ ξύλο κει κάτω, ένα απάνω, ψηλό, και είχε τρύπες. Γιατί; Να βάζουμε το λυχνάρι. Βάζαμε το λυχνάρι ψηλά, χαμηλά, πόσο θέλεις; Το λυχνάρι ήταν να φτιάνουμε από βαμβάκι τα φιτίλια, που τα λέγαμε, τα φτιάχναμε εμείς, και γεμίζαμε το λυχνάρι λάδι και βάζαμε και ξενύχταγε πια, για τη νύχτα. Για το λυχνάρι. Και το φανάρι, πάλι με λάδι έκαιγε. Η λάμπα έκαιγε μόνο με πετρέλαιο. Και αυτό λένε τα παιδιά τώρα που μεγαλώσανε, όταν πηγαίναν στο σχολείο τα παιδιά, είχαμε ένα πεντόκιλο. Για πετρέλαιο, για τις λάμπες. «Μαίρη, Κική, το δοχείο να πάρετε για πετρέλαιο. Να μην το ξεχάσετε». Και λέει: «Ρε μάνα, έλα εδώ. Ο πατέρας μου μουλάρι είχε. Γιατί δεν πήγαινε με το μουλάρι να φέρει ένα μπετόνι, 10, 15 κιλά, παρά μας [01:00:00]είχατε εμάς και να φέρνουμε εκείνο το πράμα και να λερωνόμαστε και να το κουβαλάμε;». «Έλα, ντε! Τώρα που το λες, τότε δεν το 'λεγες», της λέω. Κι είχανε δίκιο τα παιδιά. Αφού κατέβαινε με το μουλάρι. Γιατί από το μουλάρι φέρναμε το αλεύρι. Μετά, που σταματήσαμε να σπέρνουμε, παίρναμε σάκινες αλεύρι. Έτοιμο από τα μαγαζιά, πουλάγανε... Και πίτουρα για τα ζα. Χώρια το 'να, χώρια τ' άλλο. Και πήγαινε, θέλω να πω, ο παππούς σου στην Καρδαμύλη με το μουλάρι. Και καθόταν και τα 'πινε κι ερχότανε όταν του κάπνιζε. Λοιπόν, και να πάει με το μουλάρι να βάλει δύο μπετόνια στο μουλάρι, να έχουμε, και να μη λέμε στα παιδιά: «Πάρτε το μπετονάκι να φέρετε πετρέλαιο». Γιατί δύο τρεις λάμπες είναι, σε μία εβδομάδα το καίγαμε. Μετά, που ήρθε το φως... Δεν ξέρεις, Αρτεμούλα μου, τι χαρά! Μου φάνηκε ότι ήμουν σε άλλον κόσμο. Αυτό, και όταν αγναντέψαμε η Αλεπούδενα, η Δημήτρω, εγώ στα παραθύρια και να κοιτάμε την μπουλντόζα που ερχόταν, που έκοβε τις ελιές. Κλαίγαμε από τη χαρά μας, ότι θα 'ρθεί ο δρόμος στο Πετροβούνι. Και ήτανε κάμποσο καιρό, ο δρόμος μέχρι του Καρβελά. Του Καρβελά είναι... πού αρχίζουν οι αγανιές και ανεβαίνεις για το Πετροβούνι; Πριν φτάσουμε στις αγανιές, [Δ.Α.] το λέγανε Καρβελά τότε. Λοιπόν, και λόγω ότι δεν υπήρχανε λεφτά, είχε σταματήσει κι εκεί ο δρόμος. Θυμάμαι, όταν ερχότανε η Βούλα με την Στρατηγούλα και με τον Γιάννη, τ' αυτοκίνητο το αφήνανε εκεί, και πηγαίναμε, ο παππούς με το μουλάρι και τα 'βαζε τα παιδιά και τα 'φερνε. Και η Στρατηγούλα δεν το ξεχνάει τι χαρά έκανε που την πήγαινε με το μουλάρι. Και θυμάμαι κι ένα άλλο με την Στρατηγούλα. Του Άι Λιος, που είναι καλοκαίρι. Παίρνει τηλέφωνο η Μαίρη. «Έλα, μαμά. Τι κάνετε; Τι κάνει ο μπαμπάς μου;» «Ο μπαμπάς σου κι ο αδερφός σου -της λέω- έχουνε πάει στον Ταΰγετο». «Πού έχουνε πάει; Δεν είναι μεθαύριο του Αϊ-Λιος;». «Έχουνε πάει από σήμερα. Αλλά πήγανε με τα μουλάρια». Ο Γιάννης είχε ένα αυτοκίνητο αγροτικό. Ξέρεις τι είναι το αγροτικό; Ξέσκεπο από πίσω, ε; Αγροτικό. Βάζουνε πράγματα. Και μπροστά με τη μηχανή. «Ρε, μάνα...». Η Στρατηγούλα στο καλαθάκι. «Να σου φέρω την Στρατηγούλα -μου λέει-, την κρατάς, να πάμε και εμείς με τον Γιάννη». Υπήρχε ο δρόμος όμως. Και στο Πετροβούνι και για το βουνό. Μήπως κι είχανε πάει με αυτοκίνητο κανενός αλλουνού και δεν είχανε πάει με τα μουλάρια... Ναι, με τα μουλάρια είχαμε πάει τότε που 'μουνα έγκυος στην Κική εγώ. Λοιπόν, «Άντε, την κρατάω», της λέω. Μου φέρνει την Στρατηγούλα στο καλαθάκι. Έλα, την άλλη μέρα έπρεπε να πάω να ποτίσω στο αλώνι! Παίρνω –δεν μου 'κάνε κόπος εγώ να πάρω, τότε ήμουνα νέα– την Στρατηγούλα με χαρά. Πάω στο αλώνι. Και σκέφτομαι, είχα ακούσει από τις γριές ότι το φίδι πάει πολύ όταν μυρίζει το γάλα. Δηλαδή, το παιδί όταν μυρίζει από γάλα μπορεί... Το 'χανε πάθει πολλές μανάδες που μαζεύανε ελιές. Και την κούνια, που τη λέγαμε εμείς, δεν υπήρχανε τα καλαθάκια, που τα λέτε, υπήρχε ένα ξύλο εδώ, ένα εδώ κι εδώ άλλο ένα, και το υπόλοιπο ήτανε δέρμα από ζώο που το 'χαμε ξεράνει. Αυτό το λέγαμε... Πώς την είπα τώρα, ρε Στρατηγούλα... ρε Αρτεμούλα μου;
Κούνια;
Κούνια; Όχι. Βλέπεις, σταματάει το μυαλό μου. Κούνια όχι, το μπεσίκι όχι. Τέλος πάντων. Που κρεμάγαν το παιδί και κατεβαίναν απ' την ελιά και βγάζαν το βυζί τους και πηγαίναν και το ταΐζαν το παιδί. Έτσι; Κι είχαν βρει, μου είχανε πει, φίδι! Στην κούνια μέσα. Και μου κολλάει κι εμένα αυτήν τη... Ν' αφήσω το καλαθάκι, αν πάει κάνα φίδι; Τι κάνω; Βρίσκω ένα σκοινί που 'τανε πάντα στο αλώνι, το δένω, πετάω από την ελιά πάνω, το σκοινί, βάζω και το καλαθάκι –είχε δύο χέρια τα καλαθάκι–, το κρέμασα, πότισα, την πήρα κι έφυγα.
Πώς σου φαίνεται που έχεις ζήσει τόσες μεγάλες αλλαγές; Που έχουν αλλάξει τόσα πράγματα;
Τώρα είναι πολύ καλύτερα από τότες. Λέει ότι ήτανε καλύτερα τότε. Εγώ, τους λέω, δεν το κρίνω αυτό. Διότι, τότε, ιδίως η παιδική μας ζωή ήτανε φτωχιά. Δηλαδή, όταν σφάζανε, Αρτεμούλα μου, τα χοιρινά, το δέρμα αυτό το αλατίζανε, το βάζανε κάπου να μη διπλωθεί, να ξεραθεί, να 'ναι ίσιο, ξεραινότανε αυτό, και μετά... πώς πήγαινες στον τσαγκάρη κι έπαιρνε τα μέτρα να σου φτιάξει παπούτσια, που λέγανε, μετά; Πηγαίναμε, «βαλ' το πόδι σου κει», πατάγαμε, μας έκοβε το τσαρούχι, και φτιάναμε τσαρούχια. Τα τσαρούχια τι ήτανε; Τα φοράγαμε στα πόδια, αυτά, αλλά ήτανε... το δέρμα, για να μπει το πόδι μέσα, πρέπει να είναι κούφιο. Έτσι; Πώς είναι η παντόφλα που φοράμε; Αλλά αυτό ήτανε ξεμυτό. Γιατί το ράβαμε εδώ, το ράβαμε. Από πίσω, εδώ, κόβαμε τρύπες. Τρυπούλες, τρυπούλες. Από πίσω, να πάει η φτέρνα μας, αυτό ήταν άλλο δέρμα, από τα κατσίκια που σφάζαμε. Το λέγαμε ξενοφύλλια. Τα κόβαμε τόσο, ψιλά, τα μαλακώναμε, και με αυτό το πλέκαμε γύρω γύρω. Το περνάγαμε από τις τρυπίτσες, τις τρυπίτσες. Εδώ τα λέγαμε ξώφτερνα, που φοράγαμε. Και τα φοράγαμε που πηγαίναμε στα χωράφια. Μία φορά, με μία φιλενάδα μου, που 'χανε βόιδα ο μπαμπάς κι η μαμά, το καλοκαίρι υπήρχανε στα χωράφια στέρνες, που τις γεμίζανε τον χειμώνα από το βροχικό νερό. Αυτές, τι γινότανε; Το καλοκαίρι, όποιος είχε βόιδα –γιατί τα βόιδα βόσκουνε ελεύθερα βόσκουνε, δεν σπέρνανε, μετά, που δεν έσπερνε ο κόσμος– πηγαίναμε στη στέρνα και τα βάζαμε και πληρώναμε, αλλά έπρεπε να πας κάθε μέρα να τα ποτίσεις. Υπήρχανε γύρω γύρω από τη στέρνα τα σκαφίδια, τα οποία ήτανε πέτρινα αλλά σκαλιστά μέσα, και έπρεπε να πάμε να βγάλουμε νερό, να μαζέψουμε, να δούμε πού είναι τα ζώα μας, να τα ποτίσουμε. Εμείς που είχαμε κήπους, ο πατέρας μου ο συγχωρεμένος, έβγαζε χορτάρια. Χορτάρια τι ήτανε; Από τ' αμπέλια, κλαδιά. Από τις κολοκυθιές, τα φύλλα. Από τις φασολιές που τις έβγαζε, οι φασολιές ολόκληρες. Αυτά όλα έπρεπε εγώ να τα ζαλώσω και να πάω στον Κάμπο, με μία άλλη φιλενάδα μου πηγαίναμε μαζί, που 'χε κι εκείνη τα ίδια, να τα ποτίσουμε. Λοιπόν, και αφού φεύγαμε και φεύγαμε, το τσαρούχι, εκεί που βρίσκει το πόδι, εδώ κι εδώ, τρυπάει. Εδώ στην καμάρα; Δεν τρυπάει. Έτσι; Της λέω, Μαρία τη λέγανε εκείνη: «Μωρή Μαρία, τι διάολο τα φοράμε;». Το λέω και τον διάολο. «Αφού τρυπήσανε». Και η άλλη μου λέει: «Σκάσε, μωρή, για θάρρος τα φοράμε». Θάρρος τι θα πει; πει; Να 'χει θάρρος το πόδι να πατάει. Ότι δεν είναι ξυπόλητο. Φαντάσου! Τι υστέρηση ο κόσμος! Και τώρα, δεν ξέρετε οι νέοι τι να φορέσετε και πόσα ζευγάρια παπούτσια έχετε! Ξέρετε πόσα; Δεν ξέρετε. Γι' αυτό λέω, αν συγκρίνεις, η δική μας ζωή με τους γον[01:10:00]ίδες μας, δεν υπήρχε... Καλύτερη ήτανε, γιατί σταμάτησε μετά κι ο... Κι εγώ που 'ρθα στα Φασσέικα, σπέρναμε, θερίζαμε, αλωνίζαμε, στο αλώνι, όπως το ξέρεις, εκεί πέρα. Είχαμε αυτήν την παιδεψία. Έχω κάμει θέρο! Με τη γιαγιά μου τη συγχωρεμένη πηγαίναμε, Αρτεμούλα μου, που μεγάλωσα κι εγώ, θα 'μουνα... για να θερίζω, θα 'μουνα 15 χρονώνε. Το ξέρεις το δρεπάνι; Αυτό το βάζαμε, τα κόβουμε από κάτω, τα ακουμπάγαμε, μετά τα δέναμε, βρίσκαμε μελίχρονο στάρι από το ίδιο, και τα δέναμε. Τα λέγαμε λημάρια και χερόβολα. Τα χερόβολα ήτανε δύο μαζί. Και το καλοκαίρι μέναμε έξω. Μ' έπαιρνε η γιαγιά μου, με ένα πανί που είχαμε, με ένα κουρελόφυλλο, και μέναμε έξω. Γιατί; Γιατί ήταν μακριά τα χτήματα. Για να σηκωνόμαστε το πρωί, μόλις φώτιζε και χάραζε και μποράγαμε, να θερίζουμε, για να μη μας βρει ο ήλιος. Γιατί, άμα άρχιζε η ζέστη, το στάρι κοψοκεφαλιάζονταν, το λέγαμε. Δηλαδή, το στάρι είναι βαρύ, και άμα ξεραινότανε, έπεφτε. Ενώ έπρεπε: «Σήκω, Βούλα. Σήκω, παιδάκι μου, να πάμε να θερίσουμε, να μη μας βρει ο ήλιος». Ή το άλλο. Όταν φουρνίζαμε. Δεν έπρεπε να έχουμε ξύλα; Εκεί στο χωριό μου, στο Πραστείο –σ' όλα τα χωριά, όχι στο χωριό μου–, υπήρχανε πολλά φρύγανα, τα λέγαμε, πουρνάρια τα λένε τώρα. Έπρεπε να πάμε το καλοκαίρι, να κόψουμε τα δεμάτια, να τα ζαλώσουμε, να τα φέρουμε, να τα βάλουμε... τα βάζαμε εμείς σε μία λότζα, το λέγαμε, μάντρα, τη γεμίζαμε 15, 20 μέτρα... Γιατί; Για να τα 'χουμε τον χειμώνα που θα 'βρεχε, για να καίμε τον φούρνο. Κι έπρεπε αυτά να πάμε το καλοκαίρι να κόβουμε. Και μου 'λεγε η γιαγιά μου: «Σήκω, Βούλα, να πάμε να φέρουμε». Κόβαμε ένα δεμάτι, τ' αφήναμε, και το άλλο δεμάτι, που 'ταν μαραμένο κι ήτανε πιο ελαφρύ, το ζαλώναμε και το φέρναμε. Αλλά λέει ότι ό,τι τρώγαμε ήταν καθαρά, ήταν αγνά, δεν υπήρχανε… Αρτεμούλα μου, ήμαστε κοριτσάκια τότε και είχαμε, που σου 'πα, τα βόιδα και βόσκαμε. Και πολλές φορές διψάγαμε, άμα δεν είχαμε... Στα βράχια πάνω τα μεγάλα υπάρχουν και κάτι σκαφιδάκια. Κι άμα έβρεχε, αυτά γεμίζαν νερό. Πόσες φορές πίναμε νερό από κει; Τίποτα δεν μας κόλλαγε. Και μου λέει μία: «Μωρή, γιατί δεν λες άλλο;». Από τα μουλάρια που τα πατούχια τους, άμα είναι λάσπη, τα πατούχια τους, το χώμα βουλιάζει. Αυτό, άμα βρέχει, γεμίζει νερό. «Πόσες φορές είχα πιει, μωρή, από κείνο;». Δεν υπήρχε, δηλαδή, θέλω να πω ότι δεν υπήρχε αυτό το κακό. Το μόνο που υπήρχε, θυμάμαι εγώ, τότε, ήταν η φυματίωση. Κι αυτή άσχημη αρρώστια. Και αν ένας από το σπίτι έπιανε αυτήν την αρρώστια –ήτανε κολλητική–, τον εβγάζαν, Αρτεμούλα, από το σπίτι, πηγαίνανε σε ένα χτήμα, αν δεν είχανε, και του κάνανε ένα δωμάτιο με πέτρες και τονε βάζανε μέσα και η μάνα πήγαινε και του άφηνε να βγει να πάρει το πιάτο το φαΐ, το ψωμί, τη φέτα, και πέθαινε εκεί ο άνθρωπος. Και ό,τι πράγματα, ό,τι ρούχα, τα καίγανε. Του Σταύρου, του γαμπρού μου, της Μαρίας, της αδερφής μου, του αντρός της η μάνα, από αυτό πέθανε. Ο Σταύρος, όταν γεννήθηκε, ήταν μωρό που τον άφησε. Και είχε τρία αγόρια η μάνα αυτή. Τη βγάλανε από το σπίτι, όπως σου 'πα, και την πήγαν –ξέρω πού είναι, έχω πάει– στην Πολιάνα και τον Σταύρο τον άφησε μωρό. Αλλά η μάνα τους ήτανε μία λεβεντογυναίκα, ψηλή. Όπως ήτανε κι ο... Δεν θα το είχες γνωρίσει. Όχι. Πού να τον γνωρίσεις; Ο Σταύρος ήτανε ψηλότερος από τον παππού σου. Λοιπόν, μετά ο πατέρας τους -μετά από τρία, τέσσερα παιδιά, τι να κάνει; Ξαναπαντρεύτηκε. Και πήρε μία από το χωριό, η οποία ήτανε μοναχοκληρονόμισσα. Κι έλεγε, τα πράγματά της και τα πράγματά της όλη την ώρα. Τα πράγματά της ήταν η περιουσία που είχε. Λοιπόν, και ο Σταύρος ήταν το πιο τελευταίο, που έκανε η μάνα του και πέθανε. Θέλω να πω ότι μας απασχολούσε τότε αυτή η αρρώστια. Αλλά όχι συχνά, ότι πέθαινε κόσμος πολύ. Σπάνια ήταν.
Και πώς την κολλούσες αυτήν την ασθένεια;
Ε;
Πώς την κόλλαγες αυτήν την ασθένεια;
Άμα εσύ ή εγώ είχα... γι' αυτό τους βγάζανε κι από το σπίτι να μην κολλήσουν όλοι. Πάντως, η αγροτική ζωή πολύ κουραστική. Πάρα πολύ κουραστική, πάρα πολύ κουραστική! Γιατί ό,τι έκανες έπρεπε με τα χέρια σου να τα κάνεις. Ή δεν υπήρχαν –είδες, τι λες;– τα μπεϊμπιλίνα. Πού υπήρχανε τότες; Ή τα βρακάκια που μου παίρνεις; Που υπήρχανε; Δηλαδή, αν ο ένας γέρος ήτανε κατάκοιτος στο κρεβάτι, έπρεπε η κάθε νοικοκυρά... Εγώ στην πεθερά μου ξέρεις τι έκανα; Ξέρεις τι μου 'κανε; Της έλεγα: «Πάω στο αλώνι, στον κήπο, πάω εκεί...». Όταν ερχόμουνα, Αρτεμούλα μου, πέταγε τα ρούχα κάτω, πέταγε το μαξιλάρι κάτω και κατέβαινε και κοιμότανε κάτω. Και της έλεγα: «Γιατί το κάνεις, μωρέ;». Άντε τώρα ανέβασέ τη! Κι εγώ είχα και τη βλακεία... όχι τη βλακεία, ξέρω 'γώ, ρε παιδί μου; Ήμουνα τέτοιος άνθρωπος. Δεν ήθελα και τον γιο της να του λέω: «Αυτό έκανε η μάνα σου», να μην της κάνει την παρατήρηση. Δηλαδή, προσπαθούσα ό,τι μπορούσα να το κάνω μόνη μου. Και έκανα, Αρτεμούλα μου, την κατέβαζα, τη γονάτιζα, με τα γόνατα, και είχα τη λεκάνη –σιδερένιες, όχι τέτοιες πλαστικές– με νερό ζεστό, και την έπλενα από τη μέση και κάτω. Το μόνο το καλό που είχα, γιατί όλοι οι γέροι το παθαίνανε αυτό. Άμα ο γέρος μείνει πολύ καιρό στο κρεβάτι, ανοίγει. Δεν ξέρω αν το ξέρεις. Δηλαδή το κρέας του το ίδιο γεμίζει πληγές. Αυτό δεν το είδε. Και μία φορά ήρθε ένας γιατρός στο Πετροβούνι, κι ο παππούς σου κι ο πατέρας του άμα ερχόταν κανένας ξένος, «πάμε να πιούμε καφέ». Τον έφερνε μέσα. Τέλος πάντων, καλά κάνανε. Και σύμπτωση, να 'ναι ένας γιατρός. Όταν ήρθε μέσα, η πεθερά μου ήτανε στο κρεβάτι. Του λέγαμε για το κακό που έχει. Αυτό που τραβάμε με δαύτη. Και όταν εγώ... «Για -μου λέει- ξεσκέπασέ τη». Και όπως είδε –ήταν και παχιά η γυναίκα, δεν ήτανε αδύνατη– και είδε τα κωλομέρια της, μου λέει ο γιατρός: «Τι κρίμα να μην έχω να τραβήξω δύο φωτογραφίες! Τόσα χρόνια αυτή η γυναίκα και δεν έχει μια μελανάδα;». Και του λέω: «Γιατρέ, να πω και τ' άλλο. Δεν θέλω να παινευτώ -του λέω-, αλλά, όταν ερχότανε ο άντρας της, ο πεθερός μου, στην Καλαμάτα, το οινόπνευμα το 'φερνε πέντε... σε νταμιτζάνες πήγαινε». Γιατί από τις βεντούζες που της έπαιρνα και από τις εντριβές που της έκανα! Και ίσως την κράτησε και το οινόπνευμα. Ναι, στη[01:20:00]ν πλάτη, ναι. Αλλά εδώ στα κωλομέρια δεν την έτριβα. Το μόνο που ήτανε, η καθαριότητα.
Και πόσα χρόνια ήτανε στο κρεβάτι;
Δεκαέξι χρόνια. 00.00 η ώρα, 01.00 η ώρα, την ετοίμαζα να πάω να ξεκουραστώ κι εγώ. Έτσι; Κοιμόμασταν πάνω και η γιαγιά κοιμόταν εκεί που είναι η τουαλέτα τώρα. Ήταν το κρεβάτι το διπλό και κοιμόταν με τον γέρο της. Λοιπόν, να πάω να ηρεμήσω, να κλείσουν τα μάτια μου... Άρχιζε: «Βούλα! Βούλα!». Τις δύο φορές τις άντεχα, την τρίτη... Φώναζε ο παππούς σου, δεν μπορώ να πω, ο Κωστάκης. Κι εγώ τι έκανα η κυρά; Για να μη σηκωθεί ο γιος της ή ο άντρας της και την ψάλλει: «Τι θέλεις, μωρέ;» της έλεγα. «Τώρα δεν...». «Ε, πια, κόπος είναι, παιδάκι μου, να μου πάρεις βεντούζες;». Άμα της έπαιρνα βεντούζες, πενήντα βεντούζες, καίγαν τα ποτήρια στα χέρια μου. «Θα σε κάψω», της λέω. «Όχι, πάρε μου κι άλλες, πάρε μου κι άλλες». Τώρα που τα τραβάω κι εγώ, τους πόνους, τους το λέω και μου λένε: «Όχι -λέει-, το παράκανε η γιαγιά μας». Ότι πονούσε! Τώρα μου λέει η αδερφή μου η μεγάλη στην Αθήνα ότι παίρνει τα Lonarid. «Έχει πάρει η πεθερά μου -της λέω- σακιά ολόκληρα Lonarid». Για τους πόνους. Αρτεμούλα, μήπως πρέπει να φύγεις;
Ωραία, θες να μου πεις κάτι τελευταίο; Τι σου έχει μείνει;
Να πω την προσευχή;
Πες τη.
Λοιπόν... Δηλαδή, όλα αυτά τα παίρνουμε... Θα γελάει ο άνθρωπος με μας! «Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», θα πει. Λοιπόν... Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται, σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Οβραίοι για να σταυρώσουν τον Χριστό, τον πάνω Βασιλέα. Ο Κύριος εθέλησε να μπει στο περιβόλι, να λάβει δείπνο μυστικό για να τον μάθουν όλοι. Μα η Παναγιά καθότανε κι έκλαιγε μοναχή της, τας προσευχάς της έκανε για τον μονογενή της. –για τον γιο της– Και ο Χριστός τής μίλησε απ' τον σταυρό επάνω, «Φτάνουν, μανούλα, οι προσευχές, φτάνουν και οι μετάνοιες, τον γιο σου τον επιάσανε, στας φυλακάς τον πάνε Και στου Πιλάτου τις αυλές, εκεί τον τυραννάνε. –εκεί τονε σταυρώσανε– Η Μάρθα, η Μαγδαληνή, του Λαζάρου η μάνα, του Ιακώβου η αδερφή, κι οι τέσσερες αντάμα, επήραν το στρατί … –ξέρεις τι είναι; Ο δρόμος– … το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι και το στρατί τους έβγαλε μες στου ληστή την πόρτα. –στου Πιλάτου– Βρίσκουν τις πόρτες του κλειστές και τα κλειδιά παρμένα και τα παραθυρόφυλλα σφιχτά μανταλωμένα. Κι η Παναγιά, πια, φώναξε: «Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου!» κι η πόρτα από τον φόβο της ανοίγει μοναχή της. Κοιτά δεξιά, κοιτά ζερβιά, κανέναν δεν γνωρίζει, κοιτάει και δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ-Γιάννη. –ο Αϊ-Γιάννης ήταν ο βαφτιστής– «Αϊ-Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου, μην είδες συ το τέκνον σου κι εγώ το βάφτισμά σου;» Της λέει: «Εσύ γέννησες, εσύ ανάστησες και πάλι δεν γνωρίζεις; Το βλέπεις κείνο το φλομό…» –το φλομό τι είναι; Είναι ένα πράμα... ενώ είναι ο βασιλικός στη ρίζα κι άμα τον κόψεις, μαραίνεται, ε;– «Το βλέπεις κείνο το φλομό, το φλομομαραμένο» –Είχε μαραθεί– «Που φορεί πουκάμισο, στο αίμα κηλισμένο, όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;» –το 'χεις δει– «Αυτό είναι το τέκνο σου –της λέει– κι εμένα το βάφτισμά μου». Η Παναγιά σαν τ' άκουσε, έπεσε και λιγώθη, –λιποθύμησε– νερό πολύ της ρίξανε κι ένα κανάτι μόσχο για να της έρθει ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της. Κι όταν της ήρθε ο λογισμός κι όταν της ήρθε ο νους της, ζητάει μαχαίρι να σφαγεί για τον μονογενή της. Τότε ο Χριστός τής μίλησε απ' τον σταυρό επάνω: «Λάβε, μανούλα, υπομονή, λάβε, μανούλα, χάρη. Το Μεγάλο Σάββατο, κοντά το μεσημέρι, που θα σημαίνουν οι εκκλησίες, θα ψάλλουν οι παπάδες, που θα σημαίνει η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι, με τετρακόσια σήμαντρα και εξηνταδυό καμπάνες, κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπά και διάκο, τότε κι εσύ, μανούλα μου, –της λέει– θα έχεις χαρές μεγάλες». Που θα γίνει Ανάσταση, αυτό θέλει να της πει. Στην Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι. Η Αγιά Σοφιά, που λένε ότι την έχουν οι Τούρκοι. Θα κάνουν τζαμιά, λέει τώρα. Ή κάνανε; Μάλιστα.
Ωραία, αυτά.
Αυτά.
Ευχαριστώ, γιαγιά!
Να 'σαι καλά! Να πας και στη θεία σου τη Μαίρη και στη θεία σου την Κική. Α, είπα στη Μαρία, την αδερφή μου–
Το κλείνω αυτό, ε;
Κλείσ' το.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Στη δεύτερη συνέντευξή της η κυρία Βούλα αφού μοιράζεται κάποιες αναμνήσεις από τις ασχολίες στο χωριό, μιλά για το πέρασμα στην ενήλικη ζωή της, που συνοδεύτηκε από έναν γάμο από προξενιό, ο οποίος οδήγησε στη γέννηση των παιδιών της. Εξιστορεί την οικογενειακή καθημερινότητα, αναφέρεται σε ήθη της εποχής και θυμάται ένα ταξίδι στην Αμερική. Σήμερα, στα 91 της χρόνια, σκεπτόμενη το παρελθόν, αναγνωρίζει τις αλλαγές που έχει ζήσει στο πέρασμα των χρόνων, δίνοντάς μας έτσι τη δική της οπτική για έναν κόσμο που αλλάζει.
Αφηγητές/τριες
Σταυρούλα Μαραβελέα
Ερευνητές/τριες
Άρτεμις Φασσέα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/06/2020
Διάρκεια
85'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Η αφηγήτρια είναι η γιαγιά της ερευνήτριας.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Στη δεύτερη συνέντευξή της η κυρία Βούλα αφού μοιράζεται κάποιες αναμνήσεις από τις ασχολίες στο χωριό, μιλά για το πέρασμα στην ενήλικη ζωή της, που συνοδεύτηκε από έναν γάμο από προξενιό, ο οποίος οδήγησε στη γέννηση των παιδιών της. Εξιστορεί την οικογενειακή καθημερινότητα, αναφέρεται σε ήθη της εποχής και θυμάται ένα ταξίδι στην Αμερική. Σήμερα, στα 91 της χρόνια, σκεπτόμενη το παρελθόν, αναγνωρίζει τις αλλαγές που έχει ζήσει στο πέρασμα των χρόνων, δίνοντάς μας έτσι τη δική της οπτική για έναν κόσμο που αλλάζει.
Αφηγητές/τριες
Σταυρούλα Μαραβελέα
Ερευνητές/τριες
Άρτεμις Φασσέα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/06/2020
Διάρκεια
85'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Η αφηγήτρια είναι η γιαγιά της ερευνήτριας.