Ισαβέλλα Μαυράκη: Από μια ημερήσια εκδρομή, μόνιμος κάτοικος Σχοινούσας
Ενότητα 1
Η επαγγελματική διαδρομή, η «ανακάλυψη» της Σχοινούσας και η μόνιμη εγκατάσταση
00:00:00 - 00:13:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Βρισκόμαστε στον Αλμυρό, είμαστε στην παραλία. Έχουμε 24 Οκτωβρίου του 2020. Εγώ είμαι η Άννα, είμαι ερευνήτρια του Istorima. Και είμαι πα…ω από εδώ. Όλα αυτά εμένα μ’ αρέσουνε τρελά. Ε, μπορεί να με θεωρήσεις και τρελή. Αυτό. Το κλείσαμε και το, και την Σχοινούσα, να φανταστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η δημιουργία του ντοκιμαντέρ, η παρακολούθηση της ιστορίας του νησιού, οι εντυπώσεις από την ενέργεια και τους ανθρώπους
00:13:41 - 00:30:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Οπότε η Σχοινούσα για σένα είναι «το νησί του ήλιου». Πώς φθάσαμε εκεί; Ναι, κάποια στιγμή, λοιπόν, βρήκα και χρηματοδότη και είπα να κάνω …υ. Και ότι μέσα απ’ τα λόγια και τα, αυτά που έχεις βιώσει εσύ στο νησί μάς τα μετέφερες με πολύ όμορφο τρόπο και σε εμάς. Εγώ ευχαρι στώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Η επαγγελματική διαδρομή, η «ανακάλυψη» της Σχοινούσας και η μόνιμη εγκατάσταση
00:00:00 - 00:13:41
[00:00:00]Βρισκόμαστε στον Αλμυρό, είμαστε στην παραλία. Έχουμε 24 Οκτωβρίου του 2020. Εγώ είμαι η Άννα, είμαι ερευνήτρια του Istorima. Και είμαι παρέα με την Ισαβέλλα, η οποία κάπου εδώ θα ξεκινήσει να μιλάει για εμάς. Γεια σου, Ισαβέλλα.
Γεια σου. Λοιπόν, θέλεις, κατ’ αρχήν, να σου πω δυο κουβέντες...
Θα ήθελα λίγο να μιλήσεις για εσένα.
Ωραία, εγώ, τέλος πάντων, τελειώνοντας το σχολείο, τον κινηματογράφο έβλεπα και με ενδιέφερε. Οι εποχές τότε, όταν έλεγες κάπου ότι, ξέρω γω, «θέλω να ασχοληθώ με το σινεμά» και ήσουνα γυναίκα κατ’ αρχήν και, τέλος πάντων, εμφανίσιμη, σου λέγανε «α, ωραία, okay, θα γίνεις ηθοποιός». Οπότε, πέρασα έναν κύκλο σαν ηθοποιός, που θα μπορούσα ενδεχομένως να τον συνεχίσω. Αλλά διαπίστωσα στην πορεία ότι δεν ήτανε αυτό που ήθελα. Εγώ δεν ήθελα να παίζω σε μία ταινία, ήθελα να την κάνω εγώ την ταινία. Οπότε, πέρασα στο κομμάτι της σκηνοθεσίας. Κάνοντας την πρώτη μικρού μήκους μου, αρκετά δειλά-δειλά, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη τον Παπακωνσταντίνου, τον τραγουδιστή, ο οποίος έπαιξε ως ηθοποιός στη δικιά μου την ταινία. Οπότε, με τη βοήθεια του επώνυμου Βασίλη ακούστηκε αυτή η πρώτη ταινία. Ήτανε μεγάλη βοήθεια. Έκανα μετά άλλες δύο. Η τρίτη βραβεύτηκε, κιόλας, στο τότε Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκ… της Δράμας πια. Γιατί είχε πάει η μικρού μήκους στην Δράμα. Και μετά πέρασα στις μεγάλου μήκους. Έχω κάνει δυο μεγάλου μήκους, το Τράνζιτο και το Μην Περνάς Ανάβει Κόκκινο. Και από ένα σημείο και μετά, τέλος πάντων, για να μη λέμε πολλά, ασχολήθηκα αρκετά με το ντοκιμαντέρ. Γιατί είναι κάτι που έχει τρομερό ενδιαφέρον. Κυρίως να βγάζεις συμπεράσματα μέσα απ’ τους ανθρώπους, δηλαδή πλησίαζα τα άτομα για να τα καταγράψω. Και μέσα από αυτούς να βγει είτε ο τόπος τους είτε το θέμα μου, το όποιο κάθε φορά. Αυτό σε ό,τι αφορά τα, τη σκηνοθετική μου δραστηριότητα. Πολύ χοντρά, το βιογραφικό μου. Καλά, έχω κάνει και άλλα πράγματα, φυσικά. Α, είχαμε, ναι, είχα χρόνια κι ακόμα, ας πούμε, ότι υπάρχει, αν και τώρα στην κρίση άσ’ τα να πάνε, ένα γραφείο δημοσίων σχέσεων με μία συνεργάτη, την Μυρτώ την Απαλοπούλου, όπου είχαμε και τις δημόσιες σχέσεις, αλλά και την οργάνωση. Πρεμιέρες, θέατρα, κινηματογραφικά. Είχαμε το, έχουμε, είχαμε-έχουμε, τώρα είναι η κατάσταση τέτοια, γι’ αυτό το... το περιοδικό Αθηνόραμα. Όπου οργανώναμε όλα τα event του, δηλαδή τα «Θεατρικά Βραβεία Κοινού», τους «Χρυσούς Σκούφους», τα «Bar Awards» αργότερα. Είχαμε το «Θέατρο Τέχνης», πάρα πολλά χρόνια, όσο ήταν διευθυντής ο Διαγόρας ο Χρονόπουλος, καλή του ώρα και αυτόν. Και οργανώναμε όλες τις πρεμιέρες, όλα τα event, τα πάντα. Τώρα, βέβαια, αυτά είναι… Α! Δήμους, οργανώναμε πολιτιστικά δήμων. Πάρα πολύ ωραία πράγματα τότε, εβδομάδες πολιτιστικά με μουσική, με βιβλίο, με κινηματογράφο. Με τα πάντα. Είχαμε την Έκθεση Βιβλίου Πειραιά, τώρα την θυμήθηκα κι αυτήν. Τέλος πάντων, πάρα πολλά πράγματα σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό. Βεβαίως, μέχρι κάποια εποχή που υπήρχε η δυνατότητα να γίνονται εύκολα όλα αυτά. Κάποια στιγμή αυτά συρρικνώθηκαν. Και αυτήν τη στιγμή το ντοκιμαντέρ είναι η βασική ασχολία η δική μου.
Πάρα πολύ ωραία. Προφανώς–
Για να μη σου πω και τα δωμάτια! Τώρα το θυμήθηκα κι αυτό–
Ποια δωμάτια;
Α, ναι, βέβαια! Αυτό ήτανε το δημιουργικό, καλλιτεχνικό κομμάτι. Όταν, λοιπόν, όλα αυτά πήρανε μία πορεία δυστυχώς φθίνουσα, για όλους, όχι ειδικά εγώ, επειδή... Οπότε, αυτό είναι και κάπως σαν ένας πρόλογος για να περάσουμε στην Σχοινούσα πια. Επειδή υπήρχε μια καλή υποδομή στην Σχοινούσα, ένα μεγάλο σπίτι που φτιάχτηκε κάποτε, όταν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, αυτήν τη στιγμή έχω τρία studio που νοικιάζω! Γι’ αυτό είμαι κι εδώ αυτήν τη στιγμή. Ναι, έχω λοιπόν και τρία studio, που, τα οποία το καλοκαίρι προσθέτω ένα κάτι, διότι σήμερα ό,τι μπορείς κάνεις.
Πώς βρέθηκες στην Σχοινούσα;
Λοιπόν, περνάμε στην Σχοινούσα, okay. Ήμουνα, στην αρχή, μπορώ να σου πω, τα ’χαμε φτιάξει με τον Ντίνο τον Κατσουρίδη, τον άντρα μου. Δεν υπήρχε παιδί ακόμα. Άρα ήμαστε ακόμα ελεύθεροι κι ωραίοι. Και το χίλια εννιακόσια ενενήντα… το 1992 νομίζω, χωρίς να είμαι σίγουρη, ’91 ή ’92, ήμαστε μια πολύ μεγάλη παρέα και κάναμε διακοπές στην Αμοργό. Ήταν η εποχή που ψάχναμε να χτίσουμε ή να αγοράσουμε, ανάλογα τέλος πάντων, ένα εξοχικό. Όπου εγώ είχα αποκλείσει τις οποιεσδήποτε περιοχές πας οδικώς, με αυτοκίνητο. Γιατί για μένα αυτό δεν ήτανε, δεν ήτανε ταξίδι. Θεωρούσα ότι πρέπει να περάσεις θάλασσα για να κάνεις ταξίδι. Είχα αποκλείσει το Ιόνιο, διότι ήταν μια άλλη ιστορία. Είχα αποκλείσει όλα τα μεγάλα νησιά, διότι δεν. Είχαμε φθάσει στις εξής Κυκλάδες, λοιπόν. Οι οποίες μικραίνανε, μικραίνανε και κάποια στιγμή, λοιπόν, βρεθήκαμε στην Αμοργό να κάνουμε διακοπές και να ψάξουμε την πιθανότητα να βρούμε κάτι για εξοχικό. Σ[00:05:00]την Αμοργό όλα αυτά. Και όντας στην Αμοργό, απ’ τον Σταμάτη αυτό αν δεν το ξέρεις, όντας στην Αμοργό, λοιπόν, όλη αυτή η μεγάλη παρέα κάποιο βράδυ στην Γιάλη πέρασε ένα καραβάκ… ένα καράβι, το «Δημητρούλα». Ήταν μια εποχή, δεν υπήρχαν ακόμα τα «Blue Star» και όλα αυτά. Και ρωτήσαμε εγώ κι ένας φίλος, γιατί οι υπόλοιποι είχαν πάει για ύπνο, αργά τη νύχτα σε ένα bar στην Γιάλη, «πού πάει αυτό;». Ε, λέει: «Μετά από δω θα πάει Κουφονήσι, θα πάει Σχοινούσα, Ηρακλειά», ξέρω γω, και τα λοιπά. Το Κουφονήσι το ’χαμε ψιλοακούσει. Και, τέλος πάντων, μέσα σε μία τρέλα βραδιάς λέμε: «Δεν μπαίνουμε μέσα, να μας πάει όπου;». Και μπαίνουμε, λοιπόν, μέσα. Φτάνει πρώτα Κουφονήσι. Βλέπουμε το αντίκρισμα του Κουφονησιού. Λέμε: «Δεν λέει». Δεν ξέρω, για όποιον λόγο. Μετά... Σχοινούσα. Κι είχε ένα τόσο ωραίο αντίκρισμα αυτό το λιμανάκι, ρε παιδί μου, που λέμε: «Δεν κατεβαίνουμε εδώ;». Κατεβαίνουμε, λοιπόν, χάραζε. Ήταν αυτές οι ώρες τότε, το «Δημητρούλα». Έμεινα μία ημέρα. Ευτυχώς που είχανε βάλει τότε μία επιστροφή με κάτι μικρά καταμαράν, που δεν υπάρχουνε τώρα πια. Γιατί κινδυνεύαμε να μείνουμε στο νησί και να μην ξέρουμε τι να κάνουμε. Ευτυχώς είχε 6:00 η ώρα πίσω. Έμεινα, λοιπόν, εγώ απ’ το πρωί μέχρι τις 6:00 η ώρα. Είδα λίγο χωριό, είδα λίγο το Τσιγκούρι, είδα ελάχιστα. Αλλά μου ’κανε ένα περίεργο κλικ. Άγνωστο. Γυρίσαμε Αμοργό, τελειώσανε οι διακοπές. Μπήκαμε όλοι μαζί στο καράβι για να γυρίσουμε Πειραιά. Ξανά η ανακοίνωση «Κουφονήσι», ξανά η ανακοίνωση «Σχοινούσα». Και εκεί πέρα εγώ σταματάω, πιάνω τον Ντίνο τον Κατσουρίδη, τον άντρα μου, τότε, σου λέω παιδί, δεν είχαμε, ήμαστε πιο ελεύθεροι, και του λέω: «Άκουσε να σου πω, Ντίνο, εσύ γύρνα, εγώ εδώ θα κατέβω». Αχ! Είναι εντάξει; «Εγώ εδώ θα κατέβω!». Μου λέει: «Πού θα κατέβεις, παιδάκι μου;». Λέω: «Δεν γίνεται να περάσω έναν ολόκληρο χειμώνα και να μη δω τι είδα αυτές τις λίγες ώρες που έμεινα». «Ε», μου λέει, «κατέβα». Είχα κι ένα μηχανάκι τότε. Κατεβαίνω και μένω μια εβδομάδα. Μόνη μου στην Σχοινούσα. Και γυρίζω και του λέω: «Ντίνο, το βρήκα. Εδώ θα χτίσουμε εξοχικό». Έτσι γνώρισα την Σχοινούσα, λοιπόν. Γιατί αυτήν την βδομάδα που έμεινα, ναι, είπα: «Αυτό, αυτό, αυτό, εγώ αυτό ψάχνω, αυτό είναι, πάει τελείωσε». Εκείνη τη βδομάδα, εκτός των άλλων, πηγαίναμε, είχα γνωρίσει κάτι Ισπανίδες, και πηγαίναμε για μπάνιο στην Αλυγαριά. Περνώντας, λοιπόν, περνούσαμε απ’ το σημείο που τώρα είναι το σπίτι, με το απολιθωμένο πεσμένο δέντρο, που τους άρεσε και αυτωνών και σταματάγαμε, εγώ και οι Ισπανίδες, και λέγαμε: «Αν ποτέ χτίσουμε και έχουμε σπίτι, πού θα θέλαμε να είναι;». «Εκεί». Όταν, λοιπόν, πήγα στο χωριό και λέω: «Παιδιά, πουλιέται τίποτα;» και μου λένε «πού το θες;». Λέω: «Πέστε μου πού πουλιέται να σας πω πού το θέλω». «Καλά», λέει, «πες εσύ πού θες και βλέπουμε». Λέω: «Ωραία, θέλω το χωράφι με το πεσμένο δέντρο, μετά τον Βράχο, εκεί, α, ου, α, ου». «Α!», λέει, «πουλιέται. Είναι του, του, του, του...» πώς τον λέγανε αυτόνανε, τον Σταμάτη τον Κωβ... Σταμάτης Κωβαίος αλλά άλλος Σταμάτης, από άλλη αυτή ήτανε μάλλον… Του Σταμάτη του… ναι. Τέλος πάντων, μη σ’ τα πολυλογώ, για να το κλείσουμε εδώ το θέμα. Το παίρνουμε, χτίζουμε και από τότε η Σχοινούσα έγινε ουσιαστικά μία, ένας τόπος, εντός εισαγωγικών, καταγωγής, που όμως τον επέλεξα εγώ. Γιατί εμένα οι καταγωγές μου είναι από διάφορα νησιά. Άλλα, μεγάλα. Λίγο Κρήτη, λίγο Μυτιλήνη, λίγο Κορσική. Εγώ επέλεξα το μικρούλι. Κάποια στιγμή, μετέφερα και τα εκλογικά μου δικαιώματα. Και, τέλος πάντων, σύμφωνα με την παραμονή μου εδώ, άρα με την κατανάλωση της Δ.Ε.Η., η Νάξος, γιατί από κει πήρα το πρώτο χαρτί, έγινα και μόνιμος κάτοικος Σχοινούσας. Θεωρήθηκα ότι ναι, μένω επαρκώς εδώ, τόσο που δικαιούμαι να ’μαι μόνιμος κάτοικος, μετέφερα και τα εκλογικά και, τέλος πάντων, έγινα πολίτης της Σχοινούσας επειδή έτσι γούσταρα εγώ. Από μόνη μου. Και εκεί κλείνουμε και το θέμα Σχοινούσα.
Εντάξει. Πριν το κλείσουμε, όμως, θέλω να σου πω ότι προηγούμενος αφηγητής έχει αναφέρει την Σχοινούσα σαν καταγωγή ψυχής. Άρα, νιώθω ότι σε βρίσκει λίγο σύμφωνη αυτή η έκφραση. Δεν κατάγεσαι από εδώ, ήρθες, είσαι επισκέπτης. Αλλά επέλεξες να είσαι και εδώ.
Επέλεξα, ναι, επέλεξα το χωριό μου να είναι η Σχοινούσα. Και όχι, ας πούμε, το χωριό της μαμάς μου ή του μπαμπά μου ή της γιαγιάς μου, που ήτανε απ’ την Κορσική. Γιατί η γιαγιά μου ήτανε Γαλλίδα, εξ ου και το Isabella. Αλλά επέλεξα αυτό, γιατί αυτό ήθελα εγώ.
Ο άνδρας σου, ο Ντίνος, ήταν σύμφωνος με αυτό;
Ο Ντίνος ο Κατσουρίδης πολύ πριν με γνωρίσει είχε κάνει ένα ντοκιμαντέρ, με πολύ, που κι αυτό χρησιμοποίησα, και από εκεί χρησιμοποίησα υλικό, που λεγόταν Ταξιδεύοντας με την «Ευαγγελίστρια». Η «Ευαγγελίστρια» ήταν ένα καΐκι, μια λάντζα, που είχανε πάει και είχανε τραβήξει το ’84, περίπου την ίδια εποχή που τραβούσε και ο Γάλλος, όλα τα μικρά νησιά. Την Δονούσα, την Ηρακλειά, το Κουφονήσι, την Σχοινούσα, βεβαίως. Έτσι; Οπότε, την είχε γνωρίσει την Σχοινούσα, γιατί είχε τραβήξει, είχε κάνει γύρισμα τότε εδώ. Και, μάλιστα, τελειώνοντας το γύρ... το τελευταίο νησί ήταν η Δονούσα και μετά απ’ την Δονούσα επιστρέφανε πια Πειραιά σιγά-σιγά. Και πηγαίνανε και για ασφάλεια και λίγο χωρίς να είναι, να μην ανοίγονται. Να είναι πάντα κάπου κοντά, γιατί λάντζα ήταν [00:10:00]αυτή, ας πούμε. Για να γυρίσουν, γιατί Πειραιά, έτσι; Όχι… Βράδιαζε, λοιπόν, επιστρέφοντας και περνώντας απ’ την Σχοινούσα, που δεν το ήξερε αυτό ο Ντίνος και ακόμα... Δηλαδή για χρόνια μετά ήτανε, πώς το λένε, στεναχωρημένος που δεν το πρόλαβε! Περνώντας, λοιπόν, απ’ την Σχοινούσα, ενώ ενύχτωνε και μαύριζε, ας πούμε, και το λιμάνι, ξαφνικά, ενώ κοιτάνε και λένε: «Α, η Σχοινούσα, τι ωραία που περάσαμε και τα λοιπά», ανάβουν τα φώτα όλα. Ήταν η βραδιά, το ’84, κάπου εκεί, που έφερε ο Γεννηματάς το φως και είχανε ενώσει τα πάντα όλα στο λιμάνι. Επίτηδες, να σκοτεινιάσει και κάνανε την ένωση. Για να ανάψουν όλα μαζί να κάνουνε, ρε παιδί μου, το τη γιορτή. Και ξαφνικά, λοιπόν, ένα, το λιμανάκι και όλο, φωτίστηκε το νησί. Ήτανε η στιγμή που ήρθε το φως στην Σχοινούσα. Και να λέει ο Κατσουρίδης: «Πού είναι η κάμερα; Πού είναι η κά...». Δεν είχαμε, γιατί τώρα, σιγά, ακόμα και το κινητό. Δηλαδή καλά… το τραβάς, κάτι κάνεις. Ούτε καν. Άντε να βάλεις το φιλμ, άντε να το φορτώσεις. Δεν το πρόλαβε να το αποθανατίσει. Οπότε, γνώριζε την Σχοινούσα. Βεβαίως, ναι.
Οπότε, γνώρισες και εσύ την Σχοινούσα. Και αποφασίζεις να κάνεις ένα ντοκιμαντέρ–
Το μόνο πρόβλημα με εκείνη την εποχή ακόμα, και για εκείνον, αλλά και για μένα, ήταν ότι ακόμα δεν είχανε μπει, έστω τρεις φορές τη βδομάδα, τα «μπλουσταράκια». Αυτό ήτανε μια ψιλό περιπέτεια να έρθεις στην Σχοινούσα. Μετά ήταν το «Ρομίλντα», ήτανε… Πάντως, μέχρι να μπει το «Blue Star» ήτανε λίγο περιπέτεια.
Και με φόντο αυτήν την περιπέτεια εσύ αποφασίζεις να κάνεις–
Ναι–
Ντοκιμαντέρ στο νησί–
Ναι, ναι.
Θέλεις λίγο να μας μιλήσεις για αυτό;
Εγώ θα σου πω, λοιπόν, είπες γι’ αυτόν που μίλησε, εγώ θα σου πω για την Σοφία του Δημήτρη. Την Ελβετίδα, που είχε έρθει πριν χρόνια και τελικά έμεινε. Έκανε οικογένεια, παιδιά, τα πάντα. Η οποία μου είχε πει στη συνέντευξη που είχα πάρει, της είχα πάρει τότε, όταν έκανα το ντοκιμαντέρ. Ήταν αρχή ακόμα, είχε γεννηθεί μόνο η, η Ποθητή. Και μου είχε πει το εξής, ότι: «Αποφάσισα να...» και ήταν ακριβώς αυτό που σκεφτόμουν κι εγώ, «αποφάσισα να μείν...». Δύο πράγματα μου είπε: «Αποφάσισα», είπε, «να μείνω σ’ αυτό το νησί γιατί αισθάνομαι ότι είμαι εγώ και γύρω μου το νησί, το οποίο έχει περιθώρια. Και δεν χάνομαι δεξιά, αριστερά, μπρος, πίσω. Με αγκαλιάζει. Με κάποια περιθώρια γύρω-γύρω. Και αυτό μου δημιουργεί μία πολύ ευχάριστη και ασφαλή διάθεση». Απ’ την άλλη πάλι, όμως, γίνεται το εξής περίεργο. Είναι ένα νησί που όσα χρόνια και να μένεις εδώ πάνω, δεν σταματάς ποτέ να το ανακαλύπτεις. Πώς γίνεται, λοιπόν, ένα τόσο μικρό νησί με τα περιθώρια που σου δημιουργεί ασφάλεια, λόγω του ότι είναι έτσι και από την άλλη έχεις συνέχεια εκπλήξεις; Ε, αυτό ήτανε που αισθάνθηκα στην Σχοινούσα και γι’ αυτό αποφάσισα να μείνω. Και αυτό με κάλυψε. Της Σοφίας, αυτό αισθάνομαι και εγώ. Δηλαδή τα γεγονότα, όλα τα καίρια, τα βασικά γεγονότα εδώ πέρα έχουν συμβεί. Καλά, κακά. Ό,τι θέλεις. Τα πάντα όλα. Όλα εδώ πέρα. Και όλο υπάρχει, ναι, μία συνεχής εξέλιξη. Και πάει και πάει και πάει. Και απ’ την άλλη έχεις αυτό. Και, επίσης, είναι και ταξίδι. Γιατί είσαι στη μέση της θάλασσας και πρέπει να διασχίσεις μια θάλασσα για να πας αλλού. Δεν πας οδικώς. Αυτό είναι ταξίδι για μένα. Οτιδήποτε πας, παίρνεις ένα αυτοκίνητο. Δηλαδή τι να σου πω τώρα; Να πάω στην Ευρώπη, δεν ξέρω πού. Μα θα μπω στο, θα οδηγήσω. Μια ώρα, δυο ώρες. Μια μέρα, πέντε μέρες. Ένα μήνα. Δεν με ενδιαφέρει. Φθάνω κάπου. Εδώ είναι η θάλασσα. Και η θάλασσα έχει δικιά της προσωπικότητα. Είναι ιδιαίτερη ιστορία. Άρα, είμαι εγώ εδώ και έχω μια θάλασσα γύρω να διαπραγματευτώ με αυτήν. Αν θέλω να φύγω από εδώ. Όλα αυτά εμένα μ’ αρέσουνε τρελά. Ε, μπορεί να με θεωρήσεις και τρελή. Αυτό. Το κλείσαμε και το, και την Σχοινούσα, να φανταστώ.
Ενότητα 2
Η δημιουργία του ντοκιμαντέρ, η παρακολούθηση της ιστορίας του νησιού, οι εντυπώσεις από την ενέργεια και τους ανθρώπους
00:13:41 - 00:30:12
Οπότε η Σχοινούσα για σένα είναι «το νησί του ήλιου». Πώς φθάσαμε εκεί;
Ναι, κάποια στιγμή, λοιπόν, βρήκα και χρηματοδότη και είπα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για το νησί. Ήταν ήδη η εποχή που είχα ξεκινήσει να κάνω κάποια ντοκιμαντέρ. Είχα γυρίσει στο ντοκιμαντέρ δηλαδή. Και ξεκινώντας, τέλος πάντων, να κάνω αυτό το ντοκιμαντέρ, παρ’ όλο ότι ήδη ήμουνα χρόνια εδώ, ανακάλυψα και πιο επί της ουσίας την Σχοινούσα. Αν θέλεις και την ιστορική της διαδρομή. Η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι φαντάζεται κανείς. Γιατί μου μιλήσανε πολλοί άνθρωποι, που γνωρίζανε, είχανε ψάξει και τα λοιπά. Όπου ξεκίνησε απ’ την, να μαθαίνω, τέλος πάντων, από την προ ρωμαϊκή εποχή. Μέχρι σήμερα. Οπότε, έκανα μία παράλληλη δράση εποχών μαζί με την ιστορία. Οπότε, όπου ξεκινούσε η εποχή, αν θέλεις, τον χειμώνα και εκεί ξεκινούσε η παλιά εποχή. Περάσανε πάρα πολλοί από, όχι μόνο απ’ την Σχοινούσα, από όλα αυτά τα μικρά νησιά. Δεν ήτανε, δηλαδή ακατοίκητα. Απλά, συνήθ… ως επί το πλείστον, ήταν ιδιωτικά. Στην αρχαιότητα έχουμε μια ακρόπολη, εκεί, πάνω απ’ τον Βράχο, που δεν την έχουμε εκμεταλλευτεί κάπως. Να είναι έτσι, να την δείχνουμε σαν σημείο. Τέλος πάντων, υπάρ… Εκεί, όταν, λέγεται, τέλος πάντων, ότι όταν νικήσαμε στην Τ[00:15:00]ροία και πήγε ο πυρσός από μέρος σε μέρος, ήτανε ένα βασικό μέρος η Σχοινούσα, που είχε μία καλή ακρόπολη. Και ψηλά που ανάφτηκε, άναψε ο πυρσός για να πάει μετά στην Νάξο. Μέχρι το Άργος. Για να ανακοινώσει τη νίκη των Ελλήνων, ας πούμε. Αργότερα το είχανε διάφοροι. Δεν ήρθαν ποτέ Τούρκοι εδώ, γιατί το ’χαν Ενετοί. Αλλά σαν ιδιωτικό νησί. Από εκεί λέγεται, και θεωρώ ότι είναι η πιο, η πιο πιθανή εκδοχή, έχει βγει και το όνομα της Σχοινούσας. Και γι’ αυτό και το «σχοι» γράφεται με όμικρον γιώτα, ενώ κανονικά θα έπρεπε να γράφεται με γιώτα. Όλοι νομίζουνε απ’ το σχίνο. Δεν είναι, όμως. Είναι απ’ τον Ενετό Es. και ήταν Eoinoza, κάπως έτσι το έγραφε. Δηλαδή, Es. E-o-i-n και τα λοιπά. Και από κει βγήκε Σχοινούσα. Es. Eoinoza, κάπως έτσι. Σχοινούσα. Και βγήκε απ’ αυτόν τον Ενετό το Σχοινούσα. Αργότερα ήτανε ένα κρησφύγετο πειρατών, γιατί η Σχοινούσα, μία από τις μεγάλες της ομορφιές είναι ότι δεν είναι ίσια γύρω-γύρω, είναι δαντέλα, δαντέλα, δαντέλα και, οπότε, έχει όρμους και πάρα πολλά κολπάκια που κρυβόντουσαν τα πειρατικά καράβια. Όπου οι πειρατές αυτοί δεν κάνανε ντε και καλά πλιάτσικο. Πολλές φορές μένανε ή κάναν και οικογένειες ενδεχομένως εδώ πέρα. Κάποια στιγμή το κράτος σταμάτησε, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς σαν ημερομηνία, αλλά η πειρατεία σταμάτησε για πάντα. Μη φαντάζεσαι πάρα πολύ παλιά. Και πριν από, ξέρω γω, 150 χρόνια; Κάπου εκεί, εγκατασταθήκανε πια σοβαρά οι πρώτοι κάτοικοι. Η καταγωγή των Σχοινουσιωτών είναι Αμοργιανοί, ας πούμε, ως επί το πλείστον. Γιατί τα μοναστήρια και η γη ήτανε μοναστηριακή. Και απ’ τα μοναστήρια διώχνανε, ας πούμε, κάποιους, ή πάρα πολύ φτωχούς Αμοργιανούς ή ανεπιθύμητους. Και τους δίνανε κομμάτια γης για να ζήσουνε εδώ. Γι’ αυτό και οι Σχοινουσιώτες κατά ογδόντα τα εκατό, για να μην σου πω ενενήντα, είναι κτηνοτρόφοι. Δεν είναι ψαράδες. Έχουνε ζώα, ξέρουν να καλλιεργήσουνε, αλλά δεν είναι τόσο ψαράδες. Λοιπόν, τους δώσαν, λοιπόν, τα κομμάτια γης ζητώντας τους ένα χαράτσι, ένα... Αυτό δεν απεδόθη ποτέ. Έγινε χρησικτησία, στην πορεία των χρόνων. Και έχουμε την Σχοινούσα που είναι σήμερα.
Οπότε έχεις ξεκινήσει, έχεις διαβάσει κατά πολύ την ιστορική αναδρομή του νησιού–
Όχι τόσο. Μου είπανε. Και να σου πω ποιοι, τώρα. Πάρα πολλά πράγματα μου είπε αυτός ο Σιδέρης, ο Νερούτσος, που μπορείς να πάρεις πληροφορίες. Πάρα πολλά πράγματα, γιατί να τα λέμε κι αυτά, sorry, και μάλιστα στο ντοκιμαντέρ έχω και φωτογραφημένα, είναι ο Γιώργος ο Γρίσπος, ο οποίος είχε και ολόκληρο αρχείο. Είχε, είχε τους πρώτους Σχοινουσιώτες. Το είχε βρει δεν ξέρω πού. Το πραγματικό, το έχει. Που λεγότανε βρεβείο. Δεν ξέρω τι σημαίνει βρεβείο ακριβώς, αλλά ήτανε ο πρώτος κατάλογος των πρώτων τριάντα Σχοινουσιωτών εκεί πέρα μέσα. Λοιπόν, και μου ’πε πάρα, πάρα, πάρα πολλές πληροφορίες. Αυτοί οι δυο μου ’παν τις περισσότερες πληροφορίες. Τις ιστορικές, ας πούμε. Λοιπόν, ναι.
Οπότε ξεκίνησες–
Και μετά προχώρησε, τέλος πάντων, προχωρούσε το ντοκιμαντέρ μετά. Πήγαμε και σε νεότερες γενιές. Πάρα πολύ ενδιαφέρον είχε η Κατοχή στην Σχοινούσα. Τρομερό ενδιαφέρον, γιατί επί της ουσίας Γερμανοί δεν ήρθανε. Ιταλοί κυρίως. Και, τέλος πάντων, ζήσανε αξιοπρεπώς, γιατί είχανε, τέλος πάντων, να, να, να φάνε. Και ήρθαν και όλοι οι Αθηναίοι οι Σχοινουσιώτες εδώ και περάσανε πολύ πιο ήπια την κατάσταση. Μου ’χει πει η κυρα-Μαργαρίτα, δεν ξέρω πόσο αληθεύει αυτό, αλλά έχει πολύ ενδιαφέρον, ότι είχανε μείνει από σπόρους σιταριού ή οτιδήποτε και σκάψανε, λέει, τις μυρμηγκοφωλιές και βρήκανε σπόρο μέσα που είχαν μαζέψει τα μυρμήγκια. Και τις φυτέψανε. Και βγήκανε. Μου φάνηκε τρομερό αυτό εμένα. Και μετά σιγά-σιγά, εν τω μεταξύ, φθάνουμε στο σήμερα. Τώρα, γιατί το λέμε αυτό, δεν ξέρω αν έχει ενδιαφέρον το ιστορικό κομμάτι της Σχοινούσας εδώ, γιατί άμα, μπορείς να έχεις και το DVD κάποια στιγμή. Ναι, και φθάσαμε σιγά-σιγά στο σήμερα, όπου, καλά, άρχισε να τουριστικοποιείται. Εγώ δηλαδή όταν έφθασα εδώ, σχεδόν 28 χρόνια, ναι, αυτό λέω, σχεδόν 30 χρόνια, πρόλαβα, πρόλαβα λίγο την παλιά Σχοινούσα. Δηλαδή αυτό το οποίο, η Σχοινούσα είχε μείνει ψιλοακίνητη για πάρα πολλά χρόνια και ξαφνικά το «μπραφ» της έγινε εδώ και 20 χρόνια. Για να μη σου πω εδώ και 15, γύρισε τούμπα όλο. Για χρόνια, μέχρι δηλαδή, ξέρω γω, το τέλος της δεκαετίας του ’80, ουσιαστικά, δεν γινόντουσαν αλλαγές τρομερές, έτσι; Και, πλέον, πολλαπλασιαστήκαν τα παιδιά στα σχολεία. Βέβαια, ξαναλιγοστέψανε στην πορεία. Γιατί; Δηλαδή τι έγινε; Στην αρχή πολλαπλασιαστήκανε, γιατί άλλαζε η κατάσταση και ήτανε καλύτερη. Α[00:20:00]λλά μετά αρκετά από δαύτα θέλανε να σπουδάσουνε. Άρα, φροντιστήρια και τέτοια. Δεν μπορείς στα σχολεία αυτά να αρκεστείς όπως ένα παιδί σε μια μεγάλη πόλη να κάνεις Δευτέρα, Τρίτη Λυκείου φροντιστήριο μοναχά. Γιατί τελειώνανε το Γυμνάσιο, πηγαίναμε, ας πούμε, Πρώτη Λυκείου σε ένα μεγαλύτερο μέρος, ακόμα και στην Νάξο, και το παιδάκι που εδώ έπαιρνε τα 18, έπαιρνε 12, 10. Γιατί δεν, λίγα παιδιά, δεν υπάρχει ανταγωνισμός. Οι καθηγητές πολύ καλοί και συμπαθητικοί, αλλά περνούσανε. Κάνανε ένα-δυο χρόνια, παίρναν τα μόριά τους, φεύγαν. Όλη αυτή η κατάσταση. Οπότε, καταλάβανε ότι έπρεπε να φεύγουν πολύ νωρίτερα. Οπότε αυτό χτύπησε το σχολείο. Κατά τη γνώμη μου. Είναι ένα βασικό θέμα, ότι υποχρεωτικά φεύγεις πολύ πιο πριν. Άμα θέλεις, ξέρω γω, κάτι να κάνεις μετά το σχολείο.
Ισαβέλλα, με ενδιαφέρει στο κομμάτι που εσύ δημιούργησες ένα ντοκιμαντέρ στην Σχοινούσα. Λίγο την πορεία που είχες, δηλαδή τι χρονικά διαστήματα χρειάστηκε να είσαι εδώ. Πόσοι ήρθατε.
Το έκανα–
Έστω και με κάποιες λεπτομέρειες–
Το έκανα, το έκανα βασικά όλο το ’09, όλο. Γιατί, σου λέω, είχε εποχές. Έπρεπε να πιάσω όλες τις εποχές. Άρα, το γύρισμα, τα γυρίσματα γίναν όλο το ’09 και μεγάλο μέρος του ’10. Συμπληρώματα. Ξεκίνησε αμέσως μετά τις γιορτές, τον Γενάρη του ’09. Που ξεκινήσαμε να κάνουμε χειμώνα και τα λοιπά και τα λοιπά. Γυρίζαμε για κάποια διαστήματα πίσω. Και πιάσαμε όλες τις εποχές. Και το ’10 μάς είχανε μείνει κάποια ακόμα, κυρίως Πάσχα και καλοκαίρι. Όπου αυτά, τα υπόλοιπα, τα γύρισε ο Κατσουρίδης. Γιατί ήμαστε που ήμαστε, λέω: «Γιατί να φέρω τον οπερατέρ μου», λέω, «τώρα. Πάρ’ την κάμερα και τράβα εσύ». Γιατί είχαμε, ξέρεις, συμπληρώματα να κάνουμε, κάποια τέτοια. Ναι.
Τι σου άφησε όλη αυτή η εμπειρία; Το να τριφτείς με τον κόσμο της Σχοινούσας. Να τον γνωρίσεις καλύτερα.
Τον ήξερα τον κόσμο της Σχοινούσας, εντάξει–
Τον γνώριζες, αλλά θεωρώ ότι τον γνώρισες πολύ καλύτερα μέσα από αυτήν τη διαδικασία–
Όχι, την, το νησί, την ιστορία του νησιού. Το ότι το νησί έχει πάρα πολλά πράγματα. Είναι πολλά πράγματα, ας πούμε, αυτό το νησί. Είναι ιδιαίτερο νησί. Εν τω μεταξύ, έχει και... Τώρα, δεν ξέρω αν αυτά ενδιαφέρουνε, αλλά το νησί έχει ένα ενεργειακό πεδίο πάρα πολύ έντονο. Και αυτό είναι γεγονός. Δεν είναι μεταφυσικό. Είναι αληθινό. Είναι φυσική... τέτοιο, πώς το λένε, επιστημονικό είναι. Το οποίο, όμως… Δηλαδή δεν είναι τυχαίο ότι η Κέρος είναι νησί που είναι οι τάφοι των διαφόρων βασιλιάδων κάποιας εποχής. Δηλαδή η Κέρος, αν δεν την είχανε... γιατί δεν την προσέξανε στην αρχή. Περάσανε πολλοί, πήραν πράγματα. Εντάξει, τα ξέρουμε αυτά. Αλλά έχει γραφτεί ότι η Κέρος είναι σχεδόν εφάμιλλη της Δήλου. Ή θα μπορ… Και αυτά τα οποία υπήρχαν εκεί ήταν αντιστοίχου. Δεν προσέξαν όσο έπρεπε. Και γίνανε διάφορα. Κλαπήκανε και τέτοια. Γιατί, λοιπόν, γιατί έχει ενεργειακό πεδίο. Είναι πάρα πολύ έντονο το ενεργειακό πεδίο. Δηλαδή και στο ίδιο μου το σπίτι, που είμαι απ’ τη μεριά που υπάρχει αυτό, αλλιώς αισθάνεσαι στην μπροστινή βεράντα και άλλη κατάσταση άμα κάτσεις πίσω, που είσαι αγκαλιά με την Κέρο. Έχει ένα, μια, ένα... ξέρεις. Αυτά, λοιπόν… Αυτό έχω να σου πω, αυτά τα οποία εγώ αντιλήφθηκα απ’ την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εδώ εξηγηθήκανε στην πορεία. Μαθαίνοντας το νησί, αυτό. Αυτό δηλαδή μου έδωσε. Μαθαίνοντας το νησί εξηγηθήκανε γιατί τούτο, γιατί εκείνο, γιατί αισθάνθηκα έτσι, γιατί ήθελα, γιατί, γιατί. Αυτό.
Το υπόλοιπο συνεργείο που ήταν μαζί σου–
Καλά, ε, έπαθε–
Αισθάνθηκε όλο αυτό;
Βέβαια. Βέβαια. Και, μάλιστα, επειδή είχαν δει ότι αυτές τις φωτογραφίες, ο δεύτερος, πολύ φίλος, έρχεται Σχοινούσα συνέχεια, τώρα δουλεύει και δεν είναι εδώ, αλλιώς μαζί μου θα ’τανε, ο Δημήτρης ο Αποστόλου, ο οποίος είναι ένας άνθρωπος, έτσι, του λες τέτοια και σου λέει: «Ναι, εντάξει, βάλε τώρα μια μπριζόλα να φάμε και...». Καμία σχέση. Και έχουμε πάει, λοιπόν, μια μέρα και τραβάμε. Έχουμε πάει στον Αϊ-Βασίλη. Μέσα. Μας έχει δώσει την άδεια να φωτογραφίσουμε, εντάξει, μου ’χει εμπιστοσύνη εμένα ο Παπαδημητρίου. Του λέω «δεν θα τραβήξω εσένα», απλά από το, επειδή είναι σε ένα σούπερ σημείο. Επίσης, ο Αϊ-Βασίλης είναι, όσον αφορά το νησί, στην καρδιά του ενεργειακού. Εντελώς, όμως. Εκεί είναι το «μπαμ». Σου λέω, αρπάω κι εγώ γιατί είμαι ψιλο-γειτόνισσα. Και, τέλος πάντων, ναι, του λέω: «Δεν πρόκειται, δεν θα τραβήξω» λέω «τίποτα δικό σου, απλά από σένα θέλω να τραβήξω τοπίο». Γιατί είναι κάποια σημεία του νησιού που δεν μπορώ να τραβήξω από αλλού. Okay; Okay. Πάμε, λοιπόν, και τραβάμε, τραβάμε, τραβάμε, ξέρω γω, με τον Δημήτρη. Διάφορα. Ε, έχουμε τελειώσει. Κάθεται λίγο να πάρει μια ανάσα, ξέρω γω, να κάνει ένα τσι... και απλά κάθεται. Εγώ, εν τω μεταξύ, αισθάνομαι, δεν ξέρω αν το, καλά, ναι. Αισθάνομαι ένα, πώς να σ’ το πω. Ναι, μια δόνηση. Σαν ηλεκτρισμός είναι. Και επειδή έχει και ησυχία και επειδή είναι και το σημείο το πιο… και αισθάνομαι. Αλλά δεν μιλάω. Λέω να μιλήσω, θα με κοροϊδέψει. Μου λέει: «Να σου πω, Ισαβελλίνο, αισθάνεσαι κάτι;». Λέω: «Ω, ω, ω!». Του λες «κάτι αισθάνομαι» και σου λέει «ναι, εντάξει, άντε γεια, είναι απ’ τη[00:25:00]ν πείνα. Γουργουρίζει η κοιλιά σου» ξέρω γω. Λέω: «Εγώ ναι, μη μου πεις...». Λέει: «Ναι, το αισθάνομαι κι εγώ!». «Χριστέ μου!» λέει ο Δημήτρης. Γιατί είναι υπαρκτό αυτό. Αυτό, τώρα, τι είναι. Φυσικό φαινόμενο είναι. Μόνο που σου δίνει ενέργεια. Έχει, δηλαδή έχω την εντύπωση ότι όλη η χοντρή δουλειά που βγάζω τώρα τελευταία και λόγω των δωματίων, εάν τα δωμάτια ήταν στην Αθήνα, π.χ., ή κάπου αλλού, δεν θα ’χα την αντοχή να τα βγάλω σε πέρας. Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό αυτό, ναι. Τι με ρώτησες; Αυτό; Όχι...
Τώρα με συνεπήρες. Απλά, δεν ξέρω αν θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας μια ιστορία που εσένα συνεπήρε, μια ιστορία ενός ντόπιου, για παράδειγμα. Κατά τη διάρκεια αυτού του ντοκιμαντέρ. Ή μία επαφή με... Με μία φιγούρα–
Στη διάρκεια του γυρίσματος οι πιο δυνατές φιγούρες, εντάξει, ήταν η κυρα-Ποθητή, η οποία μίλαγε στην κάμερα λες και ήτανε η ξαδέρφη της. Δηλαδή μίλαγε στην κάμερα και την αντιμετώπιζε, της μίλαγε της κάμερας. Ήταν το κάτ… Θα το δεις. Τύπου… που ’ταν εντυπωσιακό αυτό, γιατί... η άνεση. Και που λες, λοιπόν, ξέρεις μίλαγε, ναι. Η άλλη τρομερή ήταν η Ουρανία. Η οποία, επίσης μου ’κανε εντύπωση, η οποία θυμήθηκε το απωθημένο της ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός στη ζωή της! Και, πραγματικά, τα ρέστα της έδωσε. Είχε πει κάτι φοβερό, αλλά αυτό το ’χε πει, εγώ δεν μπορώ να το πω τόσο ωραία. Ότι την εποχή που ήταν η φτωχιά Σχοινούσα, η πριν γίνει η τούμπα που σου λέω, «δεν είχαμε» λέει «παπούτσια. Και απ’ τις ρόδες» λέει «του αυτοκινήτου κόβαμε τη σόλα γύρω-γύρω και η μαμά μας μάς έραβε ένα πανάκι. Και αυτά ήταν» λέει «τα παπούτσια μας». Λοιπόν... Τρομερός, και εκεί τελειώνει και το ντοκιμαντέρ, αυτό, εντάξει, θα το αναφέρω, αυτό ναι. Μου ’κανε εντύπωση και ήτανε ίσως και οι τελευταίες του κουβέντες ουσιαστικές. Ήτανε ο Νικόλας, ο άντρας της κυρα-Μαργαρίτας. Ο οποίος λίγα λόγια στη ζωή του, αλλά πολύ καίρια. Και αυτός με είχε εντυπωσιάσει πολύ, πάρα πολύ. Μ’ είχε εντυπωσιάσει, επίσης, η σχέση που έχουνε οι παλιοί σαν ζευγάρια. Ουσιαστικά, είναι ζευγάρια από δεκαπέντε χρονώ και ξαφνικά, ξέρω γω, είναι γέροι. Και έχουνε ένα νοιάξιμο, που δεν υπάρχει τώρα. Δηλαδή θυμάμαι να, να μιλάει η κυρα-Μαργαρίτα, να μιλάει ο Νικόλας. Κάποια στιγμή κάτι λέει ο Νικόλας και έχει φυσήξει ένα αεράκι. Και σηκώνεται, ενώ τραβάω εγώ, δεν είχα πρόβλημα, γιατί ήταν και φυσικό. Και σηκώνεται, μέσα στο πλάνο τώρα, η Μαργαρίτα, πάει παραδίπλα, παίρνει μια ζακετούλα και του την ρίχνει στους ώμους του. Και τον, την τραβάει κιόλας, του την φροντίζει, έτσι, με μία... Πω πω! Μιλάμε... Ένα τέτοιο. Αυτό το έχει και η Ποθητή με τον Γιώργη. Κοροϊδεύονται, βρίζονται, κάνουνε, «χα χα χα». Αυτό. Ένα νοιάξιμο, αυτό δεν το ’χω δει στη ζωή μου από ένα σημείο και μετά. Το ’χουνε αυτοί οι παλιοί, μου ’κανε εντύπωση. Και στο τέλος ο Νικόλας, έτσι, τελείως... Και είναι και φιλόσοφοι. Και το έχω, το κράτησα για το φινάλε του ντοκιμαντέρ αυτό. Μου είχε πει, λοιπόν, κάποια στιγμή: «Και κάποια στιγμή, λοιπόν, με ρωτάει ο δάσκαλος, ‘‘ρε Νίκο, πώς νομίζεις ότι θα είναι η Σχοινούσα δέκα χρόνια μετά; Τι γνώμη έχεις;’’. Και του λέω εγώ, ‘‘δάσκαλε, δέκα χρόνια, κόσμος γίνεται και κόσμος χαλιέται’’». Και τελειώνει εκεί το ντοκιμαντέρ. Δηλαδή λέω: «Τι είπε ο άνθρωπος;». Και πώς το διατύπωσε. «Κόσμος γίνεται και κόσμος χαλιέται». Αριστούργημα! Δηλαδή τρελάθηκα! Αυτό, αν θέλεις, ναι, είναι, εκτός όλων των υπολοίπων, το πόσο βαθιά φιλόσοφοι ήτανε αυτοί οι άνθρωποι, κυρίως οι παλιοί. Δηλαδή εφάμιλλοι των αρχαίων φιλοσόφων. Εάν ήταν στην αρχαιότητα θα ήταν φιλόσοφοι. Θα ήτανε ο Σωκράτης, θα ήτανε τέτοιοι. Και ο Γιώργης της Ποθητής και ο… Σήμερα, λίγοι είναι, βέβαια. Δεν είναι πολλοί πια. Δυστυχώς. Δεν ξέρω πού πηγαίνει η ιστορία. Ελπίζω να, για να το κλείσουμε τώρα όλο αυτό, ελπίζω, τέλος πάντων, ότι όταν θα κάνει ένα ντοκιμαντέρ για την Σχοινούσα το σημερινό παιδί, που σήμερα, ξέρω γω, είναι 10 χρονώ ή 15 και θα γίνει σκηνοθέτης και θα κάνει και θα είναι οι παλαιοί, η σημερινή ενδιάμεση γενιά και θα είναι οι τότε παλαιοί, να είναι εξίσου, να έχουνε, να έχουνε, ναι, ναι, ναι, όλη αυτήν τη σοφία και να έχουν όλη αυτήν την ανθρώπινη επαφή μεταξύ τους. Να κρατηθεί. Γιατί στα μικρά μέρη κρατιέται κυρίως. Να κρατηθεί, λοιπόν, και να έχουν όλη αυτήν την τεράστια σοφία ζωής.
Οπότε κόσμος γίνεται και κόσμος χαλιέται.
Απίστευτο ήταν αυτό. Ο Νικόλας.
Ισαβέλλα, ευχαριστούμε πάρα πολύ για τον χρόνο σου. Και ότι μέσα απ’ τα λόγια και τα, αυτά που έχεις βιώσει εσύ στο νησί μάς τα μετέφερες με πολύ όμορφο τρόπο και σε εμάς.
Εγώ ευχαρι[00:30:00]στώ.
Φωτογραφίες

Το αγαπημένο καπέλο της ...
Δεν ήθελε να φωτογραφηθεί η ίδια, με παρέπ ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Επέλεξε την Σχοινούσα ως υποψήφιο τόπο για να φτιάξει εξοχικό, καθώς πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που είχε θέσει: για να φτάσεις εκεί έπρεπε να διασχίσεις θάλασσα, δεν ήταν ένα απ’ τα μεγάλα και πολυσύχναστα τουριστικά νησιά και, επιπλέον, διέθετε ένα πολύ ισχυρό ενεργειακό πεδίο, κάτι που το συναισθάνθηκε από την πρώτη της σύντομη επίσκεψη εκεί για μονοήμερη εκδρομή. Όλα αυτά την έκαναν να επιστρέψει, να εγκατασταθεί και προοδευτικά να γίνει και μόνιμος κάτοικος Σχοινούσας. Η Ισαβέλλα Μαυράκη αγάπησε και μελέτησε το νησί διεξοδικά, στο πλαίσιο κιόλας της έρευνας και των επαφών με παλαιούς κατοίκους που έκανε για τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ το οποίο αφιέρωσε στην Σχοινούσα. Και το νησ;i, με τη σειρά του, της ανταπέδωσε αυτήν την αγκαλιά που του χάρισε, όπως αναφέρει στην αφήγησή της.
Αφηγητές/τριες
Ισαβέλλα Μαυράκη
Ερευνητές/τριες
Άννα Αμπατζή
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/10/2020
Διάρκεια
30'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Επέλεξε την Σχοινούσα ως υποψήφιο τόπο για να φτιάξει εξοχικό, καθώς πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που είχε θέσει: για να φτάσεις εκεί έπρεπε να διασχίσεις θάλασσα, δεν ήταν ένα απ’ τα μεγάλα και πολυσύχναστα τουριστικά νησιά και, επιπλέον, διέθετε ένα πολύ ισχυρό ενεργειακό πεδίο, κάτι που το συναισθάνθηκε από την πρώτη της σύντομη επίσκεψη εκεί για μονοήμερη εκδρομή. Όλα αυτά την έκαναν να επιστρέψει, να εγκατασταθεί και προοδευτικά να γίνει και μόνιμος κάτοικος Σχοινούσας. Η Ισαβέλλα Μαυράκη αγάπησε και μελέτησε το νησί διεξοδικά, στο πλαίσιο κιόλας της έρευνας και των επαφών με παλαιούς κατοίκους που έκανε για τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ το οποίο αφιέρωσε στην Σχοινούσα. Και το νησ;i, με τη σειρά του, της ανταπέδωσε αυτήν την αγκαλιά που του χάρισε, όπως αναφέρει στην αφήγησή της.
Αφηγητές/τριες
Ισαβέλλα Μαυράκη
Ερευνητές/τριες
Άννα Αμπατζή
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/10/2020
Διάρκεια
30'