Η απεργία της Ελληνικής Χαλυβουργίας

Κ.Μ.

Καλησπέρα σας, μήπως θα μπορούσατε να μας πείτε το όνομα σας; 

[00:00:00] 

Ν.Γ.

Ονομάζομαι Γκιόλιας Νικόλαος, του Αποστόλου.

Κ.Μ.

Πολύ ωραία. Σήμερα είναι Κυριακή, 21 Ιουνίου, είμαστε στο Μαρκόπουλο. Μαζί μας είναι ο Νίκος. Εγώ είμαι ο Κώστας, Ερευνητής από το Istorima και μπορούμε να ξεκινήσουμε. Νίκο, πόσο χρονών είσαι; 

Ν.Γ.

Είμαι 56 χρονών.

Κ.Μ.

Και με τι ασχολείσαι αυτό το διάστημα; 

Ν.Γ.

Αυτό το διάστημα είμαι άνεργος, είμαι στο ταμείο ανεργίας. Δούλευα στο αεροδρόμιο, έληξε η σύμβαση μου, μας σταματήσανε και μέχρι εκεί. Και περιμένουμε τώρα μήπως και μας ξαναπροσλάβουνε.

Κ.Μ.

Παλιότερες δουλειές; 

Ν.Γ.

Παλιότερες δουλειές, έχω γυρίσει σε όλη την Ελλάδα σχεδόν. Πήγα μέχρι βόρεια Εύβοια να δουλέψω -δεν βρήκα εκεί και έμεινα πάλι άνεργος. Γύρισα πάλι εδώ πέρα, δούλεψα σε δουλειές, στην «Κήπων οδός», που φτιάχνει δημοσίου έργα.

Κ.Μ.

Πού ειδικεύεσαι; 

Ν.Γ.

Όχι, τίποτα, εργάτης, απλός εργάτης, απλά, επειδή πιάνουν τα χέρια μου, μπορώ να δουλέψω παντού. Το περισσότερο χρόνο όμως δούλεψα στη Χαλυβουργία Ελλάδος. 18 χρόνια.

Κ.Μ.

Όπως καταλαβαίνεις, η συζήτηση και συνέντευξη θα αφορά την υπόθεση της Χαλυβουργικής.

Ν.Γ.

Της Χαλυβουργίας.

Κ.Μ.

Της Χαλυβουργίας, ναι, αυτό.

Ν.Γ.

Η Χαλυβουργική είναι άλλη.

Κ.Μ.

Θα κάνουμε, μέσα από την συνέντευξή μας, θέλω να δω τη δικιά σου ιστορία, να μας πεις εσύ πώς ένιωσες όλα αυτά που γίνανε τα δύο χρόνια, ‘11 και ’12-

Ν.Γ.

-Ναι

Κ.Μ.

-Τα δύο τελευταία χρόνια της επιχείρησης. Δεν ξέρω, πότε έκλεισε η επιχείρηση; 

Ν.Γ.

Η επιχείρηση, ναι, το ’12 —τον Αύγουστο μου φαίνεται;—, Αύγουστο απέλυσε εμένα. Τους άλλους τους κράτησε, να πούμε, μέχρι… Τον Γενάρη, μου φαίνεται; Ή το φθινόπωρο, κάπου εκεί, τους έδιωξε τους υπόλοιπους.

Κ.Μ.

Άρα, καταλαβαίνω ότι η ιστορία μας, η συνέντευξη η σημερινή, είναι, ας το πούμε, αφιερωμένη στη Χαλυβουργία. Αλλά, νομίζω, ας τα πάρουμε από την αρχή. Πώς μπήκες στη Χαλυβουργία; 

Ν.Γ.

Στη Χαλυβουργία μπήκα το ‘95, δούλευε ο πεθερός μου μέσα, μαζί με τον κουνιάδο μου και με βάλανε κι εμένα. Συνήθως, επειδή όταν την είχε ο Σαλαμπάτας την Χαλυβουργία ήταν πιο οικογενειακή επιχείρηση. Δηλαδή, ο αδερφός έβαζε τον αδερφό, δεν έπαιρνε απ’ έξω ξένους. Δηλαδή, έπαιρνε άτομα που ο ένας γνώριζε τον άλλον, τύπου κονέ, για να σου δώσω να καταλάβεις. Τέλος πάντων, έλειψε κάποια στιγμή κάποιο άτομο, είχα κάνει αίτηση στην Χαλυβουργία και με πήρανε. Λοιπόν, από το ‘95 δούλεψα, μέχρι το 2003, στην υψικάμινο —πάνω στο χαλυβουργείο, όπως λέμε—, και μετά κατέβηκα λόγω υγείας στο εμπόριο ευθυγράμμου, έτσι λέγεται ο χώρος που δούλευα.

Κ.Μ.

Στον Ασπρόπυργο; 

Ν.Γ.

Ναι, στον Ασπρόπυργο, δίπλα από το φωταέριο. Εκεί δούλευα.

Κ.Μ.

Πολύ ωραία. Και πώς ήταν η δουλειά εκεί; Ήταν δύσκολη; Γιατί, έχω ακούσει σε μια έρευνα που έκανα πρόσφατα γι’ αυτή την υπόθεση ότι γινόντουσαν εργατικά ατυχήματα συνεχώς και κάποια δυστυχήματα.

Ν.Γ.

Ατυχήματα ήταν το φυσιολογικό. Δηλαδή, ένα εργατικό ατύχημα μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή. Φυσικά, δεν μπορεί να έχει πάντα απώλειες —δηλαδή, απώλεια ζωής, για να σου δώσω να καταλάβεις. Και εγώ έχω καεί, έπαιρνα μέρες άδεια, έβγαινα εργατικό ατύχημα και καθόμουνα, να πούμε, ένα μήνα, παραδείγματος χάρη, να σου δώσω ένα παράδειγμα, και μετά ξαναγύρναγα στο πόστο μου. Φυσικά, υπήρχε άτομο που, όταν κάποιος πάθαινε ένα ατύχημα και έβγαινε εκτός υπηρεσίας, τον αντικαθιστούσε άτομο που είτε έβγαινε, ήταν σε ρεπό είτε ήταν υπερωρία. Αυτά, μιλάμε τώρα, στο θέμα ότι δουλεύει με τον Σαλαμπάτα, εντάξει;  Όταν το πήρε ο Μάνεσης το εργοστάσιο αυτό, ο Σαλαμπάτας του είχε κάνει μια συζήτηση. Του είχε πει ότι: «Δεν θα αλλάξεις τίποτα από τη στιγμή που θα πάρεις το εργοστάσιο. Θα το δουλεύεις, όπως το δουλεύω εγώ». Με την έννοια ότι, επειδή στα έλαστρα —να σου δώσω να καταλάβεις—, δουλεύανε κάθε μέρα δωδεκάωρα που σημαίνει ότι, αν κάποιος παίρνει 1.200 ευρώ και παίρνει το διπλό μισθό, πήγαινε στα 2.400. Λόγω του επειδής, δούλευε έτσι, 24 ώρες το εικοσιτετράωρο και δουλεύανε πάντα 12 ώρες, δύο βάρδιες. Εμείς, στο χαλυβουργείο, δουλεύαμε τρεις βάρδιες, τέσσερις ομάδες, τρεις βάρδιες, που σημαίνει ότι, όταν βγαίνει η μια σε ρεπό, την αντικαθιστούσε η άλλη ομάδα. Οπότε, πήγαινε κύκλος στο 24ωρο και, κάθε Τρίτη, είχαμε ένα δωδεκάωρο. Μια υπερωρία, δηλαδή, κάθε εβδομάδα. Στον μήνα, επειδή βγαίναν τρεις βάρδιες, δούλευες —έπαιρνες ένα τετραήμερο—, και το τετραήμερο ήταν αυτό που αντικαθιστούσε το δωδεκάωρο. Δηλαδή, ένα δωδεκάωρο την Τρίτη, δηλαδή, παραείγματος χάρη, έπαιρνες Σάββατο-Κυριακή-Δευτέρα-Τρίτη ρεπό. Την Τρίτη, επειδής λείπανε δύο ομάδες, οι άλλες δύο αντικαθιστούσαν το δωδεκάωρο. Τέλος πάντων, όταν το πήρε ο Μάνεσης, αυτό δεν το πραγματοποίησε. Έκοψε τις υπερωρίες, έδιωξε άτομα —γιατί είχε μέσα, να πούμε, άτομα που δουλεύανε, όπως ηλεκτρονικούς, μπετατζήδες, είχε σωληνάδες, σιδεράδες—, όλους αυτούς τους έδιωξε και, αντί αυτού, πήρε εταιρίες εξωτερικού, εξωτερικά συνεργεία. Που σημαίνει ότι, όταν κόβεις το μεροκάματο σε αυτόνανε, το δίνεις σε κάποιους άλλους που είναι ασύμφορο για την εταιρία.

Κ.Μ.

Ναι.

Ν.Γ.

Λοιπόν, αυτό ήταν το λάθος του Μάνεση. Μερικά από αυτά τα άτομα βγήκαν σε σύνταξη —που είχε διώξει—, και για τους άλλους κάναμε μια βδομάδα απεργία, στη συγκεκριμένη φάση, και τους ξαναπροσέλαβε. Τους έβαλε, φυσικά, μέσα σε χώρο, να πούμε, που θα δουλεύουνε μέσα στο εργοστάσιο, όχι όμως αυτό το πόστο που είχανε, σε άλλο πόστο. Δουλεύανε σε μηχανή, δουλεύανε στο πλέγμα, δουλεύανε στο εμπόριο, δουλεύανε στη χαλυβουργία, στο χαλυβουργείο πάνω. Έτσι τους προσέλαβε.

Κ.Μ.

Εκείνη τη περίοδο, η επιχείρηση ήταν επικερδής; 

Ν.Γ.

Βεβαίως, γιατί δούλευαν μαζί με την —κάτσε να δεις, δεν θυμάμαι την ονομασία του… Είχε άλλη μία εταιρία —α, τον Τριγώνη, συνεργαζόταν με τον Τριγώνη. Ο Τριγώνης, κάθε μέρα, φόρτωνε νταλίκες. Κάθε μέρα. Δεν υπήρχε μέρα που να μην φορτώνει νταλίκα. Μαζί με αυτόνανε, είχαν ανοίξει ένα εργοστάσιο στη Βουλγαρία, που σημαίνει ότι παίρνανε σίδερο από τη Χαλυβουργία Ελλάδος, το ανεβάζανε στη Βουλγαρία και, από εκεί, ό,τι έργα γινόντουσαν στη Βουλγαρία, γινόντουσαν εκεί, τα πουλάγαν εκεί για πιο φθηνά, για, για, για, για τα πάντα. Λοιπόν… Ήταν επικερδής. Εντάξει, να πούμε ότι ,το ’10, είχαμε κρίση εδώ πέρα, στην Ελλάδα, ήρθε η κρίση, αλλά δεν την φέραμε εμείς τη κρίση. Την φέρανε οι κυβερνήσεις που ήταν πάνω. Και, όταν ο Μάνεσης ήρθε μια μέρα, τον Σεπτέμβρη του ‘11, φωνάζει το σωματείο και του λέει ότι: «Η επιχείρηση δεν είναι επικερδής, έχει ζημιά», λοιπόν, «λόγω της κρίσης». Του λέει ο Γιώργος ο Σιφωνιός: «Τι θες να κάνουμε;». Λέει: «Για τέσσερις μήνες, θέλω να δουλέψουμε πενθήμερο πεντάωρο». Του λέει ο Σιφωνιός: «Εντάξει, του λέει, να το δουλέψουμε. Αλλά, του λέει, για τέσσερις μήνες, όχι περαιτέρω». «Ναι, λέει, αλλά πρέπει να υπογράψετε και αυτό το χαρτί». Του το δίνει, το βλέπει ο Σιφωνιός του λέει: «Τι χαρτί είναι αυτό;», «Μια σύμβαση, του λέει, για τέσσερις μήνες». Λέει: «Καλά, φέρ’ το εδώ πέρα», του λέει ο Σιφωνιός, «να το κοιτάξω και θα σου απαντήσω». Παίρνει, που λες, το χαρτί το πηγαίνει σε έναν εργασιολόγο, του το δίνει, το διαβάζει ο εργασιολόγος. Του λέει: «Φίλε Γιώργο, αν το υπογράψετε αυτό το χαρτί, είναι σαν υπογράφετε τη θανατική σας καταδίκη. Θα σας πηγαίνει ο Μάνεσης έτσι. Ό,τι θέλει, θα σας κόβει. Εγώ είμαι της γνώμης να μην το υπογράψετε. Τώρα, από ‘κει και πέρα, αν θέλεις εσύ ή αν θέλουν οι εργάτες σου, μάζεψέ τους, μίλησέ τους, να είμαι και εγώ παρών να τους εξηγήσω τι πρόκειται να γίνει». Λέει: «Εντάξει». Μας καλεί το σωματείο [00:10:00]και μας ανακοινώνει αυτά που του είπε ο Μάνεσης. Λοιπόν, από όλους αυτούς, απ’ τα 350 άτομα που δουλεύαμε —γιατί, επειδής ήτανε θέμα επιβίωσης, μαζευτήκαν όλοι: 350 άτομα, άντε άμα δεν ήταν 350, να ήταν 280, οι άλλοι μπορεί να ήταν στο σπίτι τους ή σε διπλοβάρδιες και δεν μπορούσανε να παρευρεθούνε. Τέλος πάντων, απ’ τα 350 άτομα, 2 ήταν αντιρρησίες σ’ αυτό το θέμα: «Όχι, να δουλέψουμε και βλέπουμε». Οι περισσότεροι συμφώνησαν με το σωματείο. Κάναμε μια —πώς το λένε;

Κ.Μ.

Κινητοποίηση;

Ν.Γ.

Όχι κινητοποίηση. Μια ψηφοφορία με ανάταση χειρός. Δηλαδή, έδωσε τον λόγο: «Υπερψηφίζουμε αυτό, καταψηφίζουμε εκείνο». Λοιπόν, οι περισσότεροι, εκτός από τα δύο άτομα σήκωσαν τα χέρια: «Ό,τι θέλει το σωματείο». Τέλος πάντων, πιάνει τον Μάνεση το σωματείο, του λέει: «Δεν υπογράφουμε τίποτα. Άμα θες, το τετράμηνο αυτό το δουλεύουμε και με το που τελειώσει το τετράμηνο ξαναξεκινάμε το οκτάωρο-πενθήμερο». «Πρέπει να το υπογράψετε», ο Μάνεσης. «Δεν υπογράφουμε τίποτα», του λέει.

Κ.Μ.

Να σου κάνω μια ερώτηση-

Ν.Γ.

-Ναι.

Κ.Μ.

-Πριν συνεχίσεις; Έχω βρει κάποια στοιχεία, πάνω σ’ αυτό που μου λες τώρα, και θα ‘θελα να μου το πεις λίγο. Δηλαδή, έχουμε… Διάβασα, δηλαδή, στο ίντερνετ ότι, τον Οκτώβριο-

Ν.Γ.

-Ναι-

Κ.Μ.

-Αυτό που έκανε η εργοδότρια εταιρία —τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης-

Ν.Γ.

-Ναι-

Κ.Μ.

-Το επιχείρησε πρώτα στον Βόλο-

Ν.Γ.

-Ναι-

Κ.Μ.

-Στο εργοστάσιο που έχει στον Βόλο.

Ν.Γ.

Ναι, ναι, έχεις δίκιο. Το επιχείρησε στον Βόλο, υπογράψαν όλοι-

Κ.Μ.

-Και, μετά-

Ν.Γ.

-Υπογράψαν όλοι, γιατί το σωματείο του Βόλου είναι του εργοδότη, εργοδοτικό. Να φανταστείς ότι προϊστάμενος μέσα στο χαλυβουργείο, σε βάρδια, ήταν ο διευθυντής —μάλλον: στο σωματείο, πρόεδρος ήταν ο διευθυντής του χαλυβουργείου. Δεν γίνεται από τη στιγμή που είσαι διευθυντής στο χαλυβουργείο, να είσαι με τον εργαζόμενο. Δεν υπάρχει περίπτωση. Πρέπει να είσαι ή εργάτης ή οτιδήποτε άλλο. Ή γραμματέας, οτιδήποτε. Δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει σ’ εσένα —καταρχήν, αυτός έπαιρνε λεφτά εκεί πέρα. Είναι δυνατόν, τώρα, να βγάλει απεργία, να πούμε, το τέτοιο; Τους εργάτες; Με τίποτα! Το υπογράψαν όλοι και μετά ήρθε σε εμάς. Εκεί ήτανε που —αυτός τι περίμενε; Περίμενε: «Αφού το υπόγραψαν πάνω», έτσι; Σου λέει: «Οτιδήποτε και να συμβεί κάτω», γιατί την είχε κάνει τη συζήτηση πριν υπογράψουν επάνω, «οτιδήποτε και να γίνει κάτω, πόσο θα αντέξουνε;». Έστω και —γιατί του το είχε πει ο Σιφωνιός ότι: «Σε περίπτωση, του λέει, που κάνεις έστω και μια απόλυση, θα βγάλω όλη τη Χαλυβουργεία έξω», του λέει.

Κ.Μ.

Και, μάλιστα, βλέπω εδώ, αυτό που μου είπες: απείλησε ή πεντάωρο με μείωση αποδοχών ή 180 απολύσεις. Αυτό αργότερα; 

Ν.Γ.

Όταν του είπε ότι: «Δεν υπογράφω το χαρτί», του λέει του Σιφωνιού: «Τότε, θα αναγκαστώ να κάνω 180 απολύσεις ή εκ περιτροπής εργασίας». Και του λέει ο Σιφωνιός: «Έτσι και κάνεις έστω και μια απόλυση, εγώ, του λέει, θα σου βγάλω όλη τη Χαλυβουργεία έξω»  Πάνω σε αυτό, ο Μάνεσης —ισχυρός άντρας, δεν είναι μόνο ότι έχει τη Χαλυβουργεία Θεσσαλίας και τη Χαλυβουργεία του Ασπροπύργου. Έχει καράβια, έχει μετοχές στην Alpha bank, είναι δικτυωμένος, δεν είναι έτσι απλά. Στο συμβούλιο που κάνουν στων βιομηχάνων-

Κ.Μ.

- Στο ΣΕΒ, ναι.

Ν.Γ.

-Στο ΣΕΒ, αυτός μπήκε πρωτάρης, γιατί αυτή η συζήτηση γίνεται μέσα στον ΣΕΒ και από ‘κει και πέρα κρίνουνε ποίος θα ξεκινήσει πρώτος να το κάνει αυτό. «Εγώ θα μπω, λέει, μπροστάρης, δεν φοβάμαι κανέναν», λέει και μπήκε μπροστάρης ο Μάνεσης και ξεκίνησε όλο το σκηνικό αυτό. Αν πέρναγε από τη Χαλυβουργία θα ακολουθούσαν και οι άλλοι βιομήχανοι μετά —είτε είναι Παπαδόπουλος, είτε είναι Αγγελόπουλος, είτε είναι διοικητής στη ΛΑΡΚΟ, στη ΣΙΔΕΝΟΡ—, θα ξεκινάγαν όλοι μαζί με τη σειρά όπου υπάρχει μέταλλο ή οπουδήποτε υπάρχει βιομηχανία, θα ξεκίναγε και θα γινότανε αυτό το αλισβερίσι. Κι έτσι κι έγινε. 1η Οκτωβρίου γίνεται η πρώτη απόλυση. Εγώ ήμουνα νυχτερινός εκείνη την ημέρα, 1η Οκτωβρίου, το θυμάμαι δηλαδή σαν να ‘ναι τώρα.

Κ.Μ.

2011.

Ν.Γ.

Το 2011. Δεν έχω πάρει χαμπάρι τίποτα, δεν ξέρω τι γίνεται. Μπαίνω στο αυτοκίνητό μου, στις δέκα παρά, και κατεβαίνω στη Χαλυβουργεία για να πιάσω δουλειά και βλέπω αυτοκίνητα απ’ έξω. Μιλάμε αυτοκίνητα, είχε γεμίσει ο δρόμος μέχρι τα διυλιστήρια αυτοκίνητα, όλα στη σειρά. Λέω: «Τι έγινε; Έγινε κανένα ατύχημα;». Σταματάω και, επειδής δεν μπαίναμε μέσα στο εργοστάσιο το βάζω δίπλα στο βενζινάδικο —έχει ένα βενζινάδικο της BP, δίπλα— και το παρκάρω το αυτοκίνητο εκεί πέρα. Βγαίνω έξω και λέω: «Παιδιά, λέω, τι έγινε;»  «Καλά, εσύ που είσαι;», μου λέει ο άλλος. «Εδώ πέρα, λέει, έγινε χαμός, μου λέει. Βγήκαμε σε απεργία». Εντωμεταξύ, συζητιόταν το θέμα αυτό, γιατί, όταν κάναμε όλο το σκηνικό να πούμε, που μαζευτήκαμε και ψηφίσαμε υπέρ του σωματείου, ξέραμε ότι κάποια στιγμή —το συζητάγαμε εκεί μέσα, ότι άμα γίνει απεργία μέσα όλοι, ενωμένοι με το σωματείο, αφού το υπερψηφίσαμε. Και ξεκίνησε που λες ένας μεγάλος αγώνας-

Κ.Μ.

-1η Οκτωβρίου.

Ν.Γ.

1η Οκτωβρίου. Κάθε μέρα, πηγαίναμε στη βάρδιά μας και κάναμε, μέναμε έξω στο εργοστάσιο, στη φύλαξη του εργοστασίου. Δεν κλείνεις το εργοστάσιο, αφήνεις τις πόρτες ανοιχτές, παρευρίσκεσαι εκεί πέρα, φυλάς το εργοστάσιο να μην μπει κανένας τίποτα, κάνεις περιπολίες μέσα —γιατί γύρω-γύρω είναι ανοιχτός χώρος, μην μπούνε και πάρουνε σίδερα—, όλο αυτό το πράτταμε, αλλά φυσικά δεν δούλευε τίποτα. Αυτό γινότανε.

Κ.Μ.

Και ποιες ήτανε οι πρώτες αντιδράσεις. Δηλαδή-

Ν.Γ.

-Από ποιόν; Απ’ τον Μάνεση;

Κ.Μ.

Από τον Μάνεση, από τους εργαζομένους, από τις οικογένειές σας; 

Ν.Γ.

Κοίταξε να δεις, οι οικογένειες εγώ πιστεύω ότι οι περισσότερες ήταν μαζί μας, για αρχή. Γιατί; Γιατί, ο καθένας συζήταγε με την οικογένεια του και έλεγε: «Κοίταξε να δεις, έτσι και έτσι γίνεται. Θα μας κόψουν μισθό». Λοιπόν, είναι άλλες, άλλοι που μπορεί να μην το δεχόντουσαν, όπως και πολλά ζευγάρια χωρίσανε πάνω σε αυτή την απεργία. Είναι άλλοι που δυσαρεστηθήκανε, γιατί χρωστάγαν σε τράπεζες, χρωστάγανε στα πάντα. Δεν υπάρχει άτομο που να μην χρωστάει στην τράπεζα αλλά, όταν είσαι αγωνιστής, πρέπει να είσαι αγωνιστής, πρέπει να διεκδικείς το μεροκάματό σου. Αλλιώς, αν δεν το διεκδικείς, ο άλλος θα σε πατήσει.

Κ.Μ.

Ήθελα να σε ρωτήσω, δηλαδή, έγινε η-

Ν.Γ.

-Η πρώτη μέρα.

Κ.Μ.

Η πρώτη μέρα. Φαντάζομαι υπήρχε ενθουσιασμός, υπήρχε-

Ν.Γ.

-Πάντα υπήρχε ενθουσιασμός! Εγώ πιστεύω, από ‘μένανε τουλάχιστον, από ‘μένανε, μέχρι και που ζητήσανε να μπούμε μέσα, το 12’, εγώ ήμουνα κατά, να σου πω την αλήθεια. Ήμουνα κατά, γιατί μέσα είχανε μπει μόνο 50 άτομα. 50 άτομα η Χαλυβουργεία δεν δουλεύει, 50 άτομα, δεν υπήρχε περίπτωση να δουλέψει. Άσχετα αν βρεθήκανε 80, ότι λέγανε 80 υπογράψανε σ’ ένα χαρτί που βγάλανε ότι 80 άτομα θέλανε να μπούνε μέσα για δουλειά. Και αυτό ήταν μια απόφαση της Κυβέρνησης Σαμαρά τότε, ότι αν βρεθούν από 80 μέχρι 100 άτομα, να υπογράψουν σε ένα χαρτί ότι: «Θέλουμε να μπούμε μέσα για δουλειά», θα μας έσπαγε την απεργία, κατάλαβες; Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, μετά τις πρώτες μέρες —τις πρώτες μέρες, εντάξει, ενθουσιασμός και ανεβήκαμε και στον Βόλο. Ανεβήκαμε πά[00:20:00]νω πολλές φορές, ανέβηκα εγώ στον Βόλο να πιάσουμε συναδέλφους μας, να τους μιλήσουμε, μήπως μπορέσουμε να τους μεταπείσουμε για να γυρίσουν τα μυαλά τους και βγούνε κι αυτοί σε απεργία, οπότε να έχουμε μπλοκάρει το Μάνεση εκεί που θέλουμε εμείς.

Κ.Μ.

Τι αντίδραση είδατε στο Βόλο; 

Ν.Γ.

Φόβος, φόβος, ξέρεις γιατί; Γιατί, πριν πάμε στο χαλυβουργείο —στο χαλυβουργείο ή στο ελασματουργείο—, περνάγαμε από άλλα εργοστάσια —γιατί η βιομηχανική ζώνη του Βόλου, θέλω να σου πω ότι, είναι μεγάλη και τα περισσότερα εργοστάσια έχουν κλείσει. Και σε αυτό το θέμα ρίχνανε τις ευθύνες, όχι στις κυβερνήσεις και στο… Πώς το λένε;

Κ.Μ.

Στους εργοδότες;

Ν.Γ.

-Και στους εργοδότες, αλλά στον συνδικαλισμό: «Ο συνδικαλισμός έφταιγε που κλείνανε τα εργοστάσια», κατάλαβες; Να σου πω και κάτι άλλο για τον Βόλο που το παρέλειψα. Στον Βόλο, κάποτε, πήγαν να φτιάξουνε ένα δεύτερο σωματείο, εργατικό σωματείο. Σ’ εκείνο το σωματείο, ήταν και ένας ξάδερφος μου, όχι πρώτος, τρίτος. Λοιπόν, μόλις τους πήρανε χαμπάρι ,τους απολύσανε. Χάσανε τις δουλειές τους. Γιατί; Γι’ αυτό τον σκοπό. Γιατί σου λέει: «Αν βγει σωματείο εργατικό, καταστρεφόμαστε, δεν υπάρχει περίπτωση να το αφήσω». Και εκεί, στον Ασπρόπυργο, αυτό ξεκίνησε να κάνει: ήθελε να σπάσει το σωματείο. Πώς θα το σπάσει το σωματείο; Έβαλε ένα άτομο, πονηρό —μια γυναίκα, την Ελένη—, και την έβαλε μπροστάρη να μεταπείσει τα άτομα αυτά ότι: «Το Π.Α.Μ.Ε. κλείνει το εργοστάσιο και θα χάσουμε το ψωμί μας», και ότι: «Όσοι υπογράψουν αυτό το χαρτί, δεν θα μείνουνε από δουλειά», αυτό τους υποσχέθηκε. Αυτά τα άτομα —ήταν πέντε στο σύνολο, που ήτανε, η μια ήτανε γραμματέας του Μάνεση, ο άλλος ήτανε διευθυντής του χαλυβουργείου, ήτανε δύο διευθυντές του χαλυβουργείου, ένας γενικός διευθυντής, ένας Γερμανός, και άλλο ένα άτομο που ήτανε μια καθαρίστρια. Λοιπόν, αυτά τα πέντε άτομα —συν τα δύο από τα δικά μας— που είχαν την αντίρρηση αυτήνανε —αυτό ξεκίνησε μετά από δύο μήνες, δύο-τρεις μήνες αρχίσανε και μπαίνανε στο τέτοιο, γιατί στις τριμερείς που μαζευόμασταν και κατεβαίναμε στην Αθήνα, κάναμε τις κινητοποιήσεις μας, πηγαίναμε από εργοστάσια σε εργοστάσια και μοιράζαμε φυλλάδια, πηγαίναμε στο Υπουργείο Εργασίας. Φυσικά, ο τωρινός και νυν τότε Βρούτσης ποτέ δεν μας δεχόταν κι όταν μας δεχότανε , δεν ερχόταν ο… Δεν ερχόταν ο τέτοιος, ο… Ο Μάνεσης. Στις τριμερείς δεν ερχόταν ο Μάνεσης, παρουσιαζότανε κάποιος δικός του, ποτέ δεν είχε έρθει ο Μάνεσης. Και όταν του ζητήσαμε του Μάνεση —γιατί, η Χαλυβουργεία δούλευε για το εξωτερικό, έστελνε Ισραήλ, Αρμενία. Σίδερα—, όταν του ζητήσαμε τον ισολογισμό μπροστά στον Βρούτση , τον ισολογισμό του εξωτερικού, δεν τον παρουσίαζε. Κατάλαβες; 

Κ.Μ.

Θέλω να σταθώ λίγο ακόμα σε αυτό που μου είπες πριν. Όταν πήγατε στον Βόλο, που το αντίστοιχο παράρτημα της Χαλυβουργίας δεν είχε ξεκινήσει απεργία-

Ν.Γ.

-Ναι, δούλευε κανονικά.

Κ.Μ.

-Και μιλάγατε με τους εργαζόμενους-

Ν.Γ.

-Ναι.

Κ.Μ.

Τι βλέπατε στο πρόσωπο τους, τι σας λέγανε; 

Ν.Γ.

Όχι, δεν θέλουμε —άκου. Καταρχήν ήταν φοβισμένοι όλοι, φαινόντουσαν ότι ήταν φοβισμένοι, το έχω πει και σε άλλη συνέντευξη που έχω δώσει. Φόβος μεγάλος μη χάσουν τις δουλειές τους. Και, εντάξει, ο καθένας φοβάται να μη χάσει τη δουλειά του. Ποιος θέλει να χάσει τη δουλειά του; Το θέμα είναι ότι πρέπει να ξέρεις να αγωνίζεσαι όμως, να ξέρεις ν’ αγωνίζεσαι γιατί, αν δεν αγωνιστείς, δεν πρόκειται να επιβιώσεις. Και τους λέμε: «Μαζί, εδώ, τώρα να κλείσουμε το Μάνεση, δεν πρόκειται να το κλείσει γιατί έχει συμφέρον». Καταρχήν, ο Μάνεσης πήρε τον Ασπρόπυργο για δύο πράγματα. Λοιπόν, όταν πήγαμε στον Βόλο, αυτό που συναντούσαμε στους εργάτες ήταν ο φόβος πρώτον και σηκώνονταν και φεύγανε, δεν καθόντουσαν να συζητήσουμε. Δεν στεκόντουσαν. Ένας δύο που σταματάγανε, μας επιτεθόντουσαν. Μας επιτεθόντουσαν φραστικά, φυσικά: «Φύγετε από ‘δω πέρα, δεν θέλουμε να έχουμε καμία σχέση με το εργοστάσιο, είναι άλλο το εργοστάσιο το δικό σας», και κάτι τέτοια. «Εμείς θέλουμε να έχουμε τις δουλείες μας», κι αυτό. Και σηκωνόνταν και φεύγανε, πηγαίνανε στη βάρδια τους. Τέλος πάντων, όσες φορές είχαμε επιχειρήσεις, άκαρπες όλες. Δεν γινόταν τίποτα.

Κ.Μ.

Πόσες φορές είχατε πάει; 

Ν.Γ.

Εγώ, προσωπικά, είχα πάει επτά φορές, ανέβηκα επάνω στον Βόλο. Στο διάστημα των εννιά μηνών, επτά φορές. Άλλοι πήγαν περισσότερες. Δηλαδή, το σωματείο είχε ανέβει πάνω από δέκα φορές στο σωματείο στον Βόλο.

Κ.Μ.

Και οι αντιδράσεις ήταν οι ίδιες; 

Ν.Γ.

Ίδιες, ίδιες, ίδιες, δεν αλλάζανε με τίποτα. Φυσικά, ο Μάνεσης είχε άλλους σκοπούς. Να ξέρεις ότι, αν δεχόμασταν εμείς όλη αυτή τη κινητοποίηση που ήθελε ο Μάνεσης —να μας αλλάξει το πενθήμερο πεντάωρο—, ο Βόλος θα ‘κλεινε. Φυσικά, αυτοί δεν το ξέρανε, έτσι; Γιατί θα έκλεινε; Αν θα μπεις στο internet και —δεν θυμάμαι, τώρα, δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα—, είχανε βγάλει μια μακέτα για τη Χαλυβουργία Ελλάδος, θα έφτιαχνε δικό του λιμάνι. Δικό του λιμάνι, με δικό του τελωνείο, πιο μεγάλο κι από της Ελευσίνας. Που σημαίνει ότι θα μπαίνανε dager εκεί μέσα και όλο το σίδερο θα πήγαινε σε όλη την Ευρώπη. Αν θα συνέβαινε αυτό, ο Βόλος θα το έκλεινε το εργοστάσιο. Γιατί; Δεν χρειαζότανε. Γιατί στον Βόλο είναι δύο τα εργοστάσια: ένα είναι μέσα στον Βόλο, το ελασματουργείο, και στο Βελεστίνο είναι το χαλυβουργείο. Που σημαίνει ότι απ’ το χαλυβουργείο, για να κατεβάσει την πικέτα, να την περάσει στην έλαση, πρέπει να επανδρώσει νταλίκες, που σημαίνει ότι κατέβαζε νταλίκες στο Βόλο, το πέρναγε στο ελασματουργείο και από εκεί τα κατέβαζε στο λιμάνι του Βόλου για αν τα στείλει οπουδήποτε πηγαίνανε και μέσα στα τρένα. Αυτό θα σταμάταγε εκεί. Οπότε, τι θα γινότανε; Θα έφτιαχνε το δικό του λιμάνι, θα πέρναγε αερογέφυρες πάνω από την εθνική οδό —δύο αερογέφυρες: η μία θα έμπαινε μέσα στο λιμάνι και η άλλη για αν επιστρέφουν τα αυτοκίνητα για να μην κάνουν κύκλους με δικά του φορτηγά μέσα από το χαλυβουργείο και από το…—, και θα πούλαγε πικέτες και στο εξωτερικό. Αυτό είχε σκοπό να κάνει. Και, όμως, του είχαν βγάλει την άδεια και η διοίκηση, η αυτοδιοίκηση του Ασπροπύργου και η κυβέρνηση θα του ‘δινε δάνεια για να μπορέσει να φτιάξει όλο αυτό το σκηνικό.

Κ.Μ.

Η άλλη ερώτηση που ήθελα να σου κάνω είναι παρόμοια μ’ αυτή που σου έκανα πριν. Δηλαδή, όταν πέρασε ένας μήνας απεργία-

Ν.Γ.

-Ναι.

Κ.Μ.

Οι εργαζόμενοι του Ασπροπύργου-

Ν.Γ.

-Ναι.

Κ.Μ.

-Δεν άρχισαν να λένε: «Ρε παιδιά»-

Ν.Γ.

-«Πού πάμε;»-

Κ.Μ.

-«Που πάμε; Τι κάνουμε;»-

Ν.Γ.

-Θα σου πω-

Κ.Μ.

-«Να το ξανασκεφτούμε», κι όλα αυτά; 

Ν.Γ.

Όχι! Ξέρεις γιατί; Γιατί εγώ πιστεύω ότι οι περισσότεροι, εκτός ότι πιστεύω ότι ήταν αγωνιστές —οι περισσότεροι, έτσι; Από αυτούς μπορεί μερικοί να δυσανασχετούσανε, φυσικά ακολουθούσανε, γιατί δεν μπορούσαν να μπούνε να δουλέψουνε, μέσα στη Χαλυβουργία γιατί δεν τους το επέτρεπε η πολυψηφία. Δεν μπορούν να πουν δέκα άτομα και να πούνε: «Εγώ θέλω να μπω να δουλέψω». Οι υπόλοιποι τι θα κάνουν; Δεν θα αντιδράσουν; Θα του πούνε: «Επ, πού πας ρε [00:30:00]μεγάλε; Έξω». Και όταν έχεις να αντιμετωπίσεις, από τα δέκα άτομα που είσαστε εσείς, 340, δεν γίνεται να μπεις μέσα. Κατάλαβες τι γίνεται; Και έτσι είναι όλες οι απεργίες. Συμφωνούνε με το σωματείο και μετά ξεκινάνε την απεργία. Αλλά, πρέπει να είσαι πάντα με το σωματείο, γιατί αν δεν θες να είσαι με το σωματείο —καταρχήν, δεν το ψηφίζεις, πρώτον, γιατί, όταν το ψηφίζεις το σωματείο, το ψηφίζεις γιατί σε…

Κ.Μ.

Υπερασπίζεται.

Ν.Γ.

Σε υπερασπίζεται. Υπερασπίζει τα δικαιώματά σου. Δεν το ψηφίζεις να το ‘χεις μόνο. «Τι θέλεις;», «Στην ασφάλεια, δεν υπάρχει αυτό». Το σωματείο θα πιάσει τον διευθυντή να του πει: «Κοίταξε να δεις, πρέπει να γίνει αυτό», για να μπορέσει να το διορθώσει, να μην γίνονται ατυχήματα, να μην γίνονται τα πάντα. Λοιπόν, τέλος πάντων, δεν… Ακολουθάγανε όλοι! 

Κ.Μ.

Συμπαράσταση από άλλους εργαζομένους είχατε; 

Ν.Γ.

Πολλούς, από παντού. Από όλη την Ελλάδα. Εκτός από, δεν μιλάμε για αγρότες, μιλάμε για απλό κόσμο, απλό κόσμο, συνταξιούχοι πολλοί κατεβαίναν κάτω. Μιλάμε, δεν υπήρχε μέρα που να μην υπάρχουνε τουλάχιστον —δηλαδή, απ’ τους Χαλυβουργούς να είναι, όλοι οι Χαλυβουργοί εκεί πέρα και να ήταν 300 άτομα, να μην είχαν έρθει όλοι, να ‘τανε 300 άτομα από τα 350 ή 200—, πάντα θα ‘τανε πάνω από 400 άτομα εκεί πέρα στον προαύλιο χώρο. Πάντα υπήρχανε άτομα από παντού: από σχολεία, από λύκεια, από…

Κ.Μ.

Φοιτητές.

Ν.Γ.

Από παντού! Φοιτητές; Μηχανικές συγκεντρώσεις, που κάνανε μηχανική πορεία προς τα κάτω, κάναν ταξιτζήδες, κατεβαίναν με σημαίες της Χαλυβουργίας ή του Π.Α.ΜΕ. Μιλάμε γινόταν χαμός, κάθε μέρα είχαμε και μία! 

Κ.Μ.

Εσένα, ως απλός εργαζόμενος της Χαλυβουργίας, όταν έβλεπες αυτά τα κύματα αλληλεγγύης, ας πούμε, όταν έβλεπες μικρά παιδιά να έρχονται-

Ν.Γ.

-Ασ’ τα να πάνε-

Κ.Μ.

-Φοιτητές, πως αισθανόσουν; 

Ν.Γ.

Άσ’ τα να πάνε, μου σηκωνόταν η τρίχα, Μου σηκωνόταν η τρίχα όντως. Μέχρι και νήπια ερχόντουσαν με ζωγραφιές, με τα πάντα. Μαζεύανε λεφτά —τα πιτσιρίκια τώρα—, μαζεύαν λεφτά —έστω και αυτό το ευρώ που δίνανε οι γονείς τους να το φάνε, το μαζεύανε για να ενισχύσουν τον αγώνα μας. Αγρότες; Στέλναν τα πάντα. Και σ’ αυτό το οφείλουμε στο Π.Α.ΜΕ. Το Π.Α.ΜΕ. ήτανε που μάζευε, έκανε τις περιοδείες, και μάζευε λεφτά και μπορούσαμε να αντέξουμε αυτούς τους εννιά μήνες, γιατί αν δεν ήταν το Π.Α.ΜΕ., δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσεις έξω. Θα καθόσουνα μια βδομάδα; Δύο; Μετά, θα ήσουν εξασθενημένος, δεν θα είχες πόρους. Και από τη στιγμή που σου έδινε —παραδείγματος χάριν, κάθε μια εβδομάδα— 100 ευρώ —σου μάζευε το σωματείο, σου έδινε 100 ευρώ, έτσι;—, κι έπαιρνες 400 ευρώ το μήνα και καθόσουν και έκανες φύλαξη του τέτοιου και ερχόντουσαν τρόφιμα, ζαρζαβατικά, μακαρόνια, από νοικοκυριά —μαζεύαν τα νοικοκυριά. Πέρναγε ο άλλος με το αυτοκίνητο, σταμάταγε, έβγαζε μια σακούλα από το σούπερ μάρκετ, την άφηνε και έφευγε. Δεν ερχόταν να κάτσει. Καταλαβαίνεις, είχαμε γεμίσει τις αποθήκες γεμάτο τρόφιμα κι ο καθένας έπαιρνε-

Κ.Μ.

-Για το σπίτι του.

Ν.Γ.

Για το σπίτι του. Ονομαστικά τους φώναζε έναν-έναν, «Πήγαινε απ’ την αποθήκη», υπήρχαν άτομα που βάζαν στις σακούλες μέσα, παρέδιδε την τέτοια, υπέγραφε και έφευγε με τις σακούλες στα χέρια. Τα Χριστούγεννα ήρθε ένα φορτηγό ολόκληρο με αρνιά. Ένα αρνί ο κάθε εργάτης. Ξέρεις τι πάει να πει, τώρα, 350 αρνιά; Ποιος τα έδινε; Έτσι, αυτοί ήταν, κράτησε ο αγώνας των εννέα μηνών. Καταρχήν, γινόντουσαν πολλές δεξιώσεις —δεξιώσεις… Κάναμε, ναι, συγκεντρώσεις έξω από το τέτοιο με μουσική, μαζευόντουσαν —είχε έρθει ο Παπακωνσταντίνου, ο Κότσιρας, όλοι αυτοί ερχόντουσαν και τραγουδάγανε σε εμάς. Και μαζευότανε όλος ο κόσμος εκεί. Πρωτομαγιά! Πρωτομαγιά ξέρεις τι έγινε; 

Κ.Μ.

Αυτή θα ήταν η επόμενη μου ερώτηση. 

Ν.Γ.

Ξέρεις τι έγινε; Μιλάμε, όλος ο κόσμος. Είχε κλείσει όλη η εθνική οδός. Όλη η εθνική οδό! Όλη η εθνική οδό η μία πλευρά είχε κλείσει! 

Κ.Μ.

Όταν πήγατε την πρώτη Μαΐου του 2012 στη Χαλυβουργία και είδατε όλο αυτό το ποτάμι-

Ν.Γ.

-Ποτάμι, καλά το λες, ποτάμι

Κ.Μ.

-Που ήταν πάνω από 30.000 κόσμου έξω από την πύλη της Χαλυβουργίας-

Ν.Γ.

-Χαμός-

Κ.Μ.

-Στον Ασπρόπυργο. Άλλοι ερχόντουσαν με αμάξια, με πούλμαν, με τα πάντα-

Ν.Γ.

-Τα πάντα, απ’ όλο τον κόσμο, απ’ όλη την Ελλάδα μάλλον, όχι απ’ όλο τον κόσμο, απ’ όλη την Ελλάδα!

Κ.Μ.

Εσύ, Νίκο, προσωπικά, πώς αισθάνθηκες εκείνη τη μέρα; 

Ν.Γ.

Τι να λέμε, τώρα; Αισθανόμουνα βασιλιάς, γιατί σε ανεβάζει στα ουράνια αυτό: όταν το βλέπεις αυτό το κύμα, λες: «Εδώ είσαι. Εδώ είσαι, είσαι άρχοντας». Αυτό-

Κ.Μ.

-Σου δίνει κουράγιο.

Ν.Γ.

Σου δίνει κουράγιο, βέβαια, σου δίνει κουράγιο. Σου δίνει κουράγιο για να συνεχίσεις. Γιατί ξέρεις ότι, αν δεν συνεχίσεις , θα σε πατήσει ο άλλος στον σβέρκο.

Κ.Μ.

Μπορείς να μου πεις, ξέρω ‘γω, μια-δύο στιγμές από αυτούς του εννέα μήνες που θυμάσαι χαρακτηριστικά; 

Ν.Γ.

Τί να σου πω τώρα… Όταν λες: «Χαρακτηριστικά», τι εννοείς;

Κ.Μ.

Δύο στιγμές που σου έμειναν.

Ν.Γ.

Κάθε —δεν υπάρχουν στιγμές—, κάθε μέρα ήταν και μια ξεχωριστή στιγμή. Κάθε μέρα ήταν και μια ξεχωριστή στιγμή. Κάθε μέρα που κατέβαινες κάτω στο χαλυβουργείο —γιατί εγώ από τους εννέα μήνες, ζήτημα να έχω λείψει πέντε μέρες, να έχω μείνει σπίτι, όλες τις άλλες ήμουν κάτω. Και δεν κατέβαινα, μη φανταστείς ότι καθόμουνα και έκαιγα βενζίνα ν’ ανεβοκατεβαίνω με το αυτοκίνητο ή με λεωφορείο. Είχα ένα ποδήλατο και κατέβαινα με το ποδήλατο. Από την Αγία Βαρβάρα, γιατί έμενα στην Αγία Βαρβάρα τότε, κατέβαινα στην Χαλυβουργία με το ποδήλατο —κι όταν δουλεύαμε. Αφού στις συγκεντρώσεις που κάναμε πάνω στην Αθήνα —όταν φεύγαμε, παραδείγματος χάριν, μαζευόμασταν το πρωί στην Χαλυβουργία και λέγαμε ότι θα ξεκινήσουμε να πάμε στην Ομόνοια να κάνουμε πορεία προς το Σύνταγμα—, ανέβαινα εγώ με το ποδήλατο στην Ομόνοια. Έφτανα εκεί, μαζευόμασταν όλοι, έπαιρνα το ποδήλατο στο χέρι, κράταγα το πανό και μπροστάρης. Αυτός ήταν ο Νίκος ο Γκιόλιας.

Κ.Μ.

Έχω δει και στιγμιότυπα, είχατε διοργανώσει και ποδοσφαιρικούς αγώνες.

Ν.Γ.

Ναι, ναι με την «Hasta La Victoria Siempre». Σ’ αυτόν τον αγώνα, ήτανε φανταστικό. Ντάξει, δεν είχανε έρθει, να φανταστείς, κόσμος γιατί αυτός έγινε, «Ο Δρόμος», για φιλανθρωπικό σκοπό. Αλλά, δεν ήρθε —ήρθε κόσμος δικός μας. Λίγοι ήταν οι εξωτερικοί παράγοντες αλλά είχε φάση. Είχε φάση! 

Κ.Μ.

Δηλαδή, είχαν διοργανωθεί πολλά δρώμενα αυτούς τους εννέα μήνες; 

Ν.Γ.

Πάρα πολλά! Η Αλέκα Παπαρήγα είχε κατέβει δύο-τρεις φορές είχε μιλήσει τότε στη Χαλυβουργία. Πάντα το Π.Α.ΜΕ. ήταν δίπλα μας, πάντα. Κάθε μέρα, ήταν εκεί πέρα, πάντα υπήρχε ένας αντιπρόσωπος του Π.Α.ΜΕ. εκεί, στη Χαλυβουργία.

Κ.Μ.

Μια τέτοια ερώτηση να σου κάνω: ποια ήταν η αντιμετώπιση προς τους Χαλυβουργούς από το πολιτικό σύστημα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εκείνη την εποχή; 

Ν.Γ.

Από ό,τι παρουσιάσανε στο… Ο Παπαδάκης είχε κάνει μια εκπομπή, επιτεθόντουσαν. Επίθεση υπήρχε. Ότι κλείνουμε το εργοστάσιο, δεν αφήνουμε τον κόσμο να δουλέψει. Και, όταν τους έλεγε ο Σιφωνιός ότι: «Δεν είναι θέμα αν θα δουλέψει το εργοστάσιο. Το εργοστάσιο αυτό για να δουλέψει θέλει από 350 μέχρι 400 άτομα, δεν θέλει 150. Δεν δουλεύει η Χαλυβουργία με 150», ο Παπαδάκης δεν το δεχόταν αυτό. Έλεγε —καταρχήν έκανε επίθεση στο Π.Α.ΜΕ. Το Π.Α.ΜΕ. που μας στήριξε, που στήριξε τον εργάτη για να μπορέσει να αντέξει αυτή την απεργία. Κατακραυγή από όλο το κόσμο. Και όποιον και να ρωτήσω, και τον πατέρα μου αν τον ρωτήσω: «Το Π.[00:40:00]Α.ΜΕ. σάς έκλεισε το εργοστάσιο και αυτό και εκείνο». Μα εκεί πάτησαν αυτοί. Αυτά τα άτομα τα 5-10-15 που είχαν μαζευτεί μετά στο βενζινάδικο —γιατί εκεί πέρα είχαν βάση αυτοί, όχι μέσα στο εργοστάσιο. Δεν τους αφήναμε να μπουν μέσα στο εργοστάσιο με τίποτα. Διευθυντάδες και τέτοιες δεν έμπαινε κανένας μέσα. «Θες να ‘ρθείς; Εδώ, στην πύλη, μέσα στο εργοστάσιο δεν έχεις καμία δουλειά». Θα έμπαινε ο διευθυντής, θα έπαιρνε ό,τι χαρτιά ήθελε να πάρει και θα έβγαινε. Με συνοδεία πάντα. Γιατί, μπορεί να μπει μέσα να κάνει καμιά ζημιά και να πει: «Κοιτάξτε, κάναν ζημιά στο εργοστάσιο». Όποιος έμπαινε μέσα για να πάρει οτιδήποτε, έπρεπε να μπει με συνοδεία. Δεν έμπαινες εδώ μόνος.

Κ.Μ.

Οι σχέσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους αυτούς τους εννέα μήνες, δηλαδή-

Ν.Γ.

Όχι όλους τους εννιά μήνες.

Κ.Μ.

Τι κλίμα υπήρχε ανάμεσα σε εσάς τους ίδιους τους εργαζόμενους; 

Ν.Γ.

Κοίταξε. Να σου πω τι κλίμα υπήρχε πριν την απεργία.

Κ.Μ.

Όχι, θα σε ρωτήσω-

Ν.Γ.

-Ναι, να σου πω, θα πω στη συνέχεια. Ήξερες —όταν έμπαινες και χτύπαγες κάρτα, τον άνθρωπο που έβλεπες τον έβλεπες μόνο στην κάρτα. Πήγαινες, έπιανες δουλειά, έφευγες , δεν ήξερες κανέναν. Όταν έγινε η απεργία, ο ένας ήξερε το μικρό όνομα του καθενός! Ήμασταν τόσο ενωμένοι, τόσο αγαπημένοι που ο ένας στήριζε τον άλλονε. Πάνω σ’ αυτό συζητάγαμε πάντα. Πάντα ήμασταν κατά του Μάνεση. Γιατί; Γιατί ήθελε να μας κόψει τα μεροκάματά μας. Εκεί ενωθήκαμε πολύ, πάρα πολύ, μόνο μέσα στην απεργία. Πρώτα, δεν ήξερες ποιος είναι ο διπλανός σου. Δηλαδή, εγώ στο χαλυβουργείο τούς ήξερα όλους. Στο ελασματουργείο δεν τους ήξερα, στο πλέγμα δεν τους ήξερα. Και, όμως, εκεί πέρα, ο ένας έμαθε τον άλλον και ήμασταν όλοι ενωμένοι.

Κ.Μ.

Σ’ την έκανα την ερώτηση, γιατί σε εννέα μήνες που ο άλλος παίζει τη ζωή του —τη δουλειά του κατά κύριο λόγο, αλλά και τη ζωή του κορώνα γράμματα-

Ν.Γ.

Ε, βέβαια.

Κ.Μ.

Φαντάζομαι ότι ήταν λογικό να υπάρχει άγχος, να υπάρχει λίγο φόβος και ανασφάλεια για το μέλλον. Και αυτό, φαντάζομαι ότι, θα επηρέαζε τις προσωπικές σχέσεις των εργαζομένων. Δηλαδή, —φαντάζομαι, εσύ θα μου πεις— θα υπήρχαν και καβγάδες.

Ν.Γ.

Καβγάδες όχι μεταξύ εργατών, όχι μεταξύ εργατών. Καβγάδες υπήρχαν από αυτούς τους δύο εργάτες, που είπαμε στην αρχή: ο ένας ήταν στο ελασματουργείο, μάλλον ήταν στο πλέγμα, ήταν κάτι σαν —να το πω προϊστάμενος;—, άντε να τον πω προϊστάμενο, προϊστάμενος του πλέγματος και ο άλλος δούλευε στον φούρνο, χειριστής, στον φούρνο του ελάσματος. Αυτοί οι δύο είχανε την αντίδραση. Κάποιος Γρηγόρης και κάποιος Περικλής. Σου λέω τα ονόματά τους να μην πω επωνύματα. Αυτοί οι δύο ήταν που ήταν κατά: «Ωχ, τα παιδιά μου σπουδάζουνε, και πώς θα βγαίνω εγώ και το ‘να και τ’ άλλο, και δεν μπορώ να ζήσω έτσι, και θέλω να μπω μέσα να δουλέψω να παίρνω το μεροκάματο μου», ποιο μεροκάματό του; Εδώ πέρα θα του ‘κοβε 40%. Αυτός ο άνθρωπος έμαθε στα 2.400, για να μην πω παραπάνω, για να μην πω παραπάνω. Στα 2.400! Όταν σου κόβει τις υπερωρίες σου, σ’ έχει στο οκτάωρο, παίρνεις τα 1.200 σου και μετά να σου κόψει το 40%, τι θα παίρνεις; Πώς θα ζήσουν τα παιδιά σου στο εξωτερικό, που τα τροφοδοτείς, γιατί επειδή σπουδάζουν; Πού σπουδάζανε τα παιδιά του; Μήπως ήταν μόνο αυτού που σπουδάζανε τα παιδιά του; Οι άλλοι δεν είχαν παιδιά να σπουδάσουν; Δεν είχαν σχολεία, δεν είχαν φροντιστήρια; Οι περισσότεροι είχανε παιδιά των Λυκείων και όμως καταφέραμε, και σε αυτή τη περίπτωση, το σωματείο μας να τροφοδοτήσει τα παιδιά αυτών. Γιατί, μάζευε λεφτά, από το Π.Α.ΜΕ., και ένα μέρος , τα έστελνε σε αυτά τα παιδιά για να κάνουν τα φροντιστήρια τους, να κάνουν τις σχολές τους και τα πάντα τους.

Κ.Μ.

Πολύ ωραία. Τώρα, θέλω να μου πεις, μετά, πώς έληξε-

Ν.Γ.

-Η απεργία;

Κ.Μ.

-Και πώς μπήκατε μετά μέσα στο εργοστάσιο; 

Ν.Γ.

Άκου να σου πω. Κάποια στιγμή, κατέβηκε ο κύριος Γεωργιάδης κάτω, στη Χαλυβουργία και έπιασε τα άτομα αυτά που λέγαμε —τους διευθυντάδες και τους…—, υποσχέθηκε ότι, αν βρεθούν 100 άτομα να υπογράψουν ότι θέλουν να πιάσουν δουλειά, θα ανοίξει το εργοστάσιο, με διαταγή του Σαμαρά. Πιάσανε που λες τα παπαγαλάκια αυτά και αρχίσανε και διαδίδανε —ξέρανε όμως πού διαδίδανε, ξέρανε ποιοι έχουνε μεγάλο πρόβλημα, σε θέμα... Δηλαδή, από τα 350, δεν είχαν όλοι θέματα, ακολουθάγανε. Ξέρανε, όμως, ότι 20, 30, 40, 50 θα τους τουμπάρουνε. Πιάνανε που λες τα άτομα και τους λέγανε: «Έλα εδώ, θες να πιάσεις δουλειά;», «Ναι, βεβαίως θέλω να πιάσω δουλειά», «Ωραία, υπόγραψε αυτό το χαρτί», σαν παρουσία και καλά, τους είχε βάλει, «Έλα μαζί μας από ‘δω πέρα, να υπογράψεις σαν παρουσία», όπως υπογράφεις σαν παρουσία στο σωματείο, «παρουσία κι εδώ και, να ξέρεις, αν θα μπούμε μέσα, θέλουμε 80 άτομα, να υπογράψουν ότι θέλουν να πιάσουνε δουλειά, θα ανοίξει το εργοστάσιο και ο Μάνεσης, άμα έρθεις μαζί μας, ο Μάνεσης δεν πρόκειται να σε αφήσει έτσι, θα σε κρατήσει στη δουλειά για πάντα και δεν πρόκειται να χάσεις ποτέ την δουλειά σου». Λοιπόν, με το ποίημα αυτό μάζεψε 60, 70 άτομα. Υπογράφαν και καλά σαn παρουσία —«Ελάτε από ‘μας, να υπογράψετε σα παρουσία»—, πηγαίναν, υπέγραφαν και από τη μια και από την άλλη, καθόντουσαν πίναν τα μπυράκια τους εκεί και, όταν, μετά από ένα-ενάμιση μήνα, συγκεντρώσανε τα άτομα αυτά γιατί τους πιάναν έναν-έναν και τους φέρναν από κει πέρα, δεν καθόντουσαν συνέχεια εκεί πέρα, ερχόντουσαν και από μας. Για να μπορέσουν να πάρουν τις τσαντούλες τους! Πώς; Θα πείναγε το σπίτι. Υπέγραφαν στη μια μεριά, μετά παίρνανε τις τσαντούλες και φεύγανε. Κατάλαβες; Αλλά καθόντουσαν και από κει και υπέγραφαν. Χωρίς να ξέρουνε. Σε ένα λευκό χαρτί. Οπότε τι κάναν αυτοί; Παίρνεις ένα λευκό χαρτί, υπογράφεις εσύ εδώ και μετά από πάνω γράφεις ό,τι θέλεις.

Κ.Μ.

Σ’ όλους, ναι.

Ν.Γ.

Ότι: «Εμείς θέλουμε να πιάσουμε δουλειά». Τι πιο απλό; Βάζεις και μια σφραγίδα από κάτω, δεύτερο σωματείο και καλά του Μάνεση και έτσι έφερε τα ΜΑΤ ο κύριος Σαμαράς. Γιατί, κατεβαίνω ένα πρωί κάτω-

Κ.Μ.

-Θυμάσαι; Χρονολογία και-

Ν.Γ.

-Ήτανε…

Κ.Μ.

Το 2012.

Ν.Γ.

Το 2012… Ήτανε —τώρα, μετά τον Μάιο ήτανε. Μάιο, Ιούνιο… Γύρω στον Ιούνιο, καλοκαίρι του-

Κ.Μ.

-Του ’12.

Ν.Γ.

Του ’12, γιατί εμείς μπήκαμε τον Αύγουστο —όχι, μπήκαμε τον Ιούνιο του ‘12 μέσα, αλλά ήταν στα τέλη σχεδόν.

Κ.Μ.

Άρα, στις αρχές του Ιουνίου.

Ν.Γ.

Μπράβο, γύρω στις αρχές Ιουνίου —Ιουλίου έφερε τα ΜΑΤ. Εμείς συνεχίζαμε κατεβαίναμε κάτω -είχανε γίνει μάχες με τα ΜΑΤ κάτω εκεί πέρα. Φάγαμε χημικό. Γιατί; Γιατί βάζαν τα άτομα μέσα, παραπλεύρως, κι όταν πήγαμε να τους αποτρέψουμε, μας επιτεθόντουσαν τα ΜΑΤ με δακρυγόνα, να μην τους αφήσουμε να μπούνε μέσα. Τέλος πάντων, όταν μπήκαν μέσα αυτά τα 30 άτομα —πάνω από 30, 40 άτομα δεν ήταν, οι υπόλοιποι μείναν έξω— τι κάναν; Επειδή μερικοί ήταν οδηγοί, άρχιζαν και φόρτωναν, μπαίναν οι νταλίκες μέσα. Εμείς είχαμε μεταφερθεί δίπλα εκεί που ήταν αυτοί, στο βενζινάδικο και μπαίναν οι νταλίκες μέσα, φόρτωναν και τις βγάζανε αντίθετα στο δρόμο, η αστυνομία, αντίθετα στον δρόμο, γιατί δεν μπορούσε να περάσει μπροστά από εμάς, να κάνει τον κύκλο, τους βγάζαν αντίθετα, μ[00:50:00]παίναν στο όρος Αιγαλέου και βγάζαν το εμπόρευμα. Πουλάγανε, δηλαδή, με λίγα λόγια, αλλά δεν μπορούσε να λειτουργήσει το ελασματουργείο. Το ελασματουργείο θέλει τουλάχιστον 100 άτομα μέσα για να δουλέψει σε το ελασματουργείο σε όλη τη βάρδια. Απλώς, ό,τι εμπόρευμα είχε μείνει μέσα, άρχισε και έβγαινε έξω. Αυτό ήθελε να κάνει ο Μάνεσης: να σπάσει την απεργία. Και την έσπασε. Και όταν, τον Ιούλιο του ’12, κάναμε μια συγκέντρωση στο εργατικό κέντρο, να ψηφίσουμε —φυσικά με κάλπη, ένα «ΝΑΙ» ή ένα «ΟΧΙ»-

Κ.Μ.

-Πόσοι ήσασταν; 

Ν.Γ.

Είχαμε μαζευτεί αρκετά άτομα, σχεδόν όλα. Ψηφίστηκε το «ΝΑΙ», να μπούμε μέσα και να παλέψουμε από μέσα. Φυσικά όταν μπήκαμε μέσα ήταν διαφορετικά τα πράγματα.

Κ.Μ.

Την θυμάσαι εκείνη την ημέρα να μου την περιγράψεις; 

Ν.Γ.

Πώς δεν την θυμάμαι! Καταρχήν, είχανε κλείσει την είσοδο τα ΜΑΤ, δεν μας άφηναν να μπούμε μέσα. Είχαμε βγάλει την απόφαση, την είχαμε στείλει στον Μάνεση και όταν πήγανε —έπρεπε να πάρουνε διαταγή, μέσα από τη Χαλυβουργία, για να μπορέσουν να μας αφήσουν, τέλος πάντων. Ήτανε όλοι εκεί πέρα, όλος ο κόσμος, απολυμένοι και μη. Τέλος πάντων, μπήκαμε μέσα, με ψηλά το κεφάλι, τους κοιτάξαμε κατάματα, δεν τους φοβηθήκαμε και πιάσαμε κανονικά δουλειά. Φυσικά, το χαλυβουργείο δεν υπήρχε περίπτωση να δουλέψει, είχε πάθει μεγάλη ζημιά, τότε, το χαλυβουργεια. Είχε πάθει μεγάλη ζημιά το χαλυβουργείο γιατί αυτό το μέρος —επειδή δουλεύει σε πάνω από 120 βαθμούς περιβαλλοντικά, μέσα εκεί—, τα μπετά πάθανε ζημιά. Που σημαίνει ότι, αν θα έβαζε μπροστά, θα κατέρρεε όλο, γιατί, όταν σπας το μπετό, δεν μπορεί να το κρατήσει το σίδερο, πρέπει να έχει και το μπετό μαζί για να το κρατήσει. Οπότε, αυτό τώρα πρέπει να το γκρεμίσει όλο για να το ξεκινήσει από την αρχή. Τώρα δεν ξέρω τι έχει γίνει, εγώ από ότι μαθαίνω ακόμα και τώρα, δηλαδή άμα συνεννοηθώ με άτομα που μένουν στον Ασπρόπυργο, στην Ελευσίνα, από εκεί, που περνάνε καθημερινά από την Χαλυβουργία, ξέρω ότι δουλεύουνε 15 άτομα μόνο μέσα. Το έχει σαν αποθήκη.

Κ.Μ.

Μετά από οκτώ χρόνια, λοιπόν-

Ν.Γ.

Μετά από οκτώ…

Κ.Μ.

Τι συναίσθημα σου αφήνει όλη αυτή η ιστορία που έζησες εκείνη την εποχή; 

Ν.Γ.

Αναμνήσεις! Το συναίσθημα ήταν τότε. Αναμνήσεις μου αφήνει, θα έχω να λέω στα εγγόνια μου ότι: «Ο παππούς έκανε αυτό τον αγώνα».

Κ.Μ.

Είσαι περήφανος για-

Ν.Γ.

-Εννοείται!

Κ.Μ.

-Αυτό που είχε γίνει τότε; 

Ν.Γ.

Εννοείται, εννοείται είμαι περήφανος και ποτέ δεν το αλλάζω, ακόμα και τώρα. Αν, δηλαδή, τώρα, σε ένα εργοστάσιο, να δουλεύω εκεί και ξαναπαρουσιαστεί, πάλι μπροστάρης θα ‘μαι! 

Κ.Μ.

Δεν ξέρω αν θες να προσθέσεις κάτι άλλο σε όλη αυτή την ιστορία; 

Ν.Γ.

Να σου πω κάτι; Είναι αυτό που λέμε: τα εργοστάσια δεν τα κλείνουν οι εργάτες, ούτε ο συνδικαλισμός. Τα κλείνει η ίδια η κυβέρνηση. Πάρε παράδειγμα τώρα πόσα μαγαζιά έχουν κλείσει; 

Κ.Μ.

Αρκετά! 

Ν.Γ.

Αρκετά. Γιατί κλείσανε; Γιατί, όταν τους ανεβάζεις την φορολογία και κόβεις μισθούς, πώς θα πάει να ψωνίσει ο άλλος; Αυτά είναι κύκλος, πηγαίνει κύκλος. Αυξάνεις την φορολογία, μειώνεις τους μισθούς, δεν μπορεί ο άλλος να βγει να ψωνίσει αυτό που θέλει, γιατί θα κόψει από αυτό, και, αναγκαστικά, το μαγαζί θα πέφτει έξω. Οπότε τι κάνει; Βάζει λουκέτο. Ή θα απολύσει ή —αν έχει μέσα πέντε εργαζόμενους, θα βάλει δύο. Τους άλλους τρεις θα τους απολύσει γιατί δεν βγαίνει οικονομικά να τους πληρώνει. Οπότε, αυξάνεται η ανεργία, μειώνεται η ζήτηση για δουλειά, κλείνει το ένα μαγαζί μετά το άλλο και το ένα εργοστάσιο μετά το άλλο και το θέμα είναι ότι δεν επιβιώνει ο εργατικός κόσμος. Και απορώ, ακόμα και τώρα, ότι ενώ είμαστε οι πιο πολλοί, πώς γίνεται και κάνουνε κουμάντο μια μερίδα ατόμων; Γιατί, στην ουσία, μια μερίδα ατόμων γίνεται αυτό. Αυτό δεν μπορώ να καταλάβω. Λέω: «Αφού είμαστε οι περισσότεροι, οι περισσότεροι είμαστε εργάτες, υπάλληλοι. Και όταν αρχίζει και σου κόβει δεν μιλάς. Δεν βγαίνεις έξω να αγωνιστείς». Και πάνω σε αυτό έχω την απορία μου.

Κ.Μ.

Άρα μια πικρία για την σημερινή κατάσταση.

Ν.Γ.

Στη σημερινή ε, βέβαια, είναι πικρία. Γιατί δεν μπορεί να έχεις χιλιάδες εργαζομένους, εκατομμύρια εργαζομένους και να είναι μια μερίδα και να σου κάνει κουμάντο στο μεροκάματό σου. Πώς θα πληρωθεί ο συνταξιούχος; Αν σου κόψει εσένα τον μισθό ο συνταξιούχος, θα του κόψεις τη σύνταξη. Γιατί αυτά είναι κύκλος. Δεν είναι ότι, επειδής πληρώνω εγώ τις εισφορές μου θα ξαναπάρω. Επειδή εγώ πληρώνω τώρα 5.000 το μήνα εισφορές θα πάρω 5.000 σύνταξη. Η σύνταξη βγαίνει από τον εργαζόμενο. Αυτό είναι κύκλος. Αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν. Ο πατέρας μου αυτή τη στιγμή παίρνει 300 ευρώ σύνταξη, είχε δικό του μαγαζί. 300 ευρώ σύνταξη. Πώς θα ζήσει αυτός ο άνθρωπος με 300 ευρώ σύνταξη; Άντε και έχει δικό του σπίτι —όχι δικό του σπίτι, αλλά είναι φιλοξενούμενος—, αν δεν ήταν φιλοξενούμενος και είχε ένα ενοίκιο —ο πατέρας μου, καταρχήν, για να σου δώσω να καταλάβεις, είναι 87 χρονών. Ευτυχώς, δεν έχει προβλήματα υγείας, γιατί, αν είχε προβλήματα υγείας, τα 300 ευρώ δεν του φτάνουνε. Όχι για τα φάρμακα δεν του φτάνουνε, ούτε για τα ψώνια του. Όχι να πάει καφενείο, όχι να πληρώσει το ρεύμα του, όχι να πληρώσει το νερό του, τίποτα δεν θα του έφθανα τα 300 ευρώ. Εκεί μας έχουνε καταντήσει.

Κ.Μ.

Εγώ δεν έχω να κάνω κάποια άλλη ερώτηση, άμα νομίζετε ότι θέλετε να πείτε κάτι τελευταίο….

Ν.Γ.

Όχι, τί να πω, τί να πω, είναι… Η Χαλυβουργία για μένανε, ακόμα και τώρα, δηλαδή το συζητάω με πολλούς: «Έλα, μωρέ, με την Χαλυβουργία, μας έχεις πρήξει» μου λένε. Ναι, ρε φίλε, για τη Χαλυβουργία! Γιατί η Χαλυβουργία ήταν η μόνη που αγωνίστηκε», δύο αγώνες έχει κάνει. Έχει κάνει και το ’60- φεύγα, και είχε κάνει απεργία πείνας τότε. Και το είχε κερδίσει.

Κ.Μ.

Και το 2012 απεργία διαρκείας.

Ν.Γ.

Διαρκείας εννιά μηνών, τότε είχε κάνει έξι μήνες. Τώρα έκανε εννιά μήνες. Και ποιος; Πάλι, άτομο… Ο Σιφωνιός που, για να σου δώσω να καταλάβεις, ο Σιφωνιός, σαν σωματείο, ο Σιφωνιός να πω ότι είναι με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, υποστηρίζει το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, είναι με το Π.Α.ΜΕ.-

Κ.Μ.

-Εσύ δεν ήσουν πουθενά;

Ν.Γ.

Κοίταξε, ιδεολογικά, επειδής είμαι εργάτης, πηγαίνω με τον κόμμα που εκπροσωπεί τον εργάτη. Δεν θα πάω μ’ ένα κόμμα που δεν εκπροσωπεί τον εργάτη, κατάλαβες τί γίνεται; Ψηφίζω και θα ψηφίζω Κ.Κ. Γιατί, δεν το ‘χω δει ποτέ στο τέτοιο, στην κυβέρνηση, να κυβερνεί μάλλον την Ελλάδα, σαν Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, και… Πώς το λένε; Και πάντα θα το ψηφίζω, μέχρι να —αν δώσει κόσμος—, να μπορέσει να το βγάλει, να πούμε, στην κυβέρνηση-

Κ.Μ.

-Για τον Σιφωνιό.

Ν.Γ.

Ο Σιφωνιός, όμως, είναι ακόμα —και τώρα είναι πρόεδρος των συνταξιούχων—, ο Γιώργος ο Σιφωνιός, φίλος μου, τα λέμε πάντα, τον επαίρνω τηλέφωνο, συζητάμε όποια απορία έχω πάνω σε θέματα εργατικού, τον επαίρνω τηλέφωνο, τον συμβουλεύομαι, τί να κάνω… Έχουμε δηλαδή επαφές. Τώρα, οι υπόλοιποι, δεν ήταν του Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, δεν ήταν όλοι του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Υπήρχε κι άτομο —ο γραμματέας, παραδείγματος χάρη, ο Παυλάκης. Ο Παυλάκης ήτανε με τη Νέα Δημοκρατία, ήτανε. Μετά απ’ αυτόν τον αγώνα, όμως, αλλάξανε οι ιδεολογίες του.

Κ.Μ.

[Δ.Α.]

Ν.Γ.

Κατάλαβες τί θέλω να σου πω; Ο Χαροκόπος παλιά ήταν με το ΠΑΣΟΚ —δεν ξέρω, σου λέω εγώ τώρα με το μυαλό μου, έτσι; Δεν έχουνε όλοι την ίδια τέτοια, ήτανε στο σωματείο μέσα. Δεν ήταν όλοι εκπρόσωποι του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος ή του Π.Α.ΜΕ., κατάλαβες; Αλλά όλοι ήτανε υπέρ τ[01:00:00]ων εργαζομένων, δεν ήταν υπέρ των εργοδοτών. Φυσικό κι επόμενο ήτανε να είναι με τους εργαζόμενους, γιατί αν δεν ήταν, δεν θα τους ψηφίζαν.

Κ.Μ.

Κατάλαβα.

Ν.Γ.

Κατάλαβες τί γίνεται; Έτσι είναι το θέμα: ό,τι, όπου υπάρχει… Παραδείγματος χάριν, εδώ, στο αεροδρόμιο, που δουλεύω εγώ τώρα, που δούλευα πριν τον κορονοϊό, εργοδοτικό σωματείο. Έχω μιλήσει εγώ με άτομο του Συνδικαλιστικού Λαυρίου, τον Συνδικαλισμό του Λαυρίου και μου λέει: «Είναι εργοδοτικό, ό,τι λέει ο Γρύλλος, το κάνουνε». Λοιπόν, καταλαβαίνεις τώρα τί γίνεται, αυτό προσπαθούν να κάνουνε: προσπαθούνε να σπάσουνε, όχι μόνο το εργατικό κίνημα, προσπαθούνε να σπάσουνε τον συνδικαλισμό. Θα τον εξαφανίσουνε τον συνδικαλισμό. Αυτό προσπαθούνε να κάνουνε, να τον εξαθλιώσουνε. Έχουνε τον τρόπο τους και το κάνουνε.

Κ.Μ.

Νίκο σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη-

Ν.Γ.

-Εγώ σ’ ευχαριστώ.

Κ.Μ.

Έμαθα πάρα πολλά και σ’ ευχαριστώ!

Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.

Περίληψη

Ο Νίκος Γκιόλιας είναι άνεργος εργάτης, 56 ετών τη στιγμή της συνέντευξης. Από πολύ μικρός αναζήτησε εργασία σε μεγάλα εργοστάσια της χώρας. Η μοίρα του τον έστειλε στην Ελληνική Χαλυβουργία το 1995. Για δεκαπέντε χρόνια όλα κυλούσαν ομαλά πλην κάποιων εργατικών ατυχημάτων που είχε. Το 2011, η Χαλυβουργία περνάει σε άλλα χέρια. Ένα χρόνο αργότερα, μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, η εταιρία ανακοινώνει στους εργαζόμενους: ή μείωση ωραρίου και αποδοχών ή 180 απολύσεις. Οι εργάτες της Χαλυβουργίας ομόφωνα αποφασίζουν να απαντήσουν με τον δικό τους τρόπο: απεργία. Για εννέα μήνες πάγωσε κυριολεκτικά η τσιμινιέρα του Ασπροπύργου. Οι εργάτες της Χαλυβουργίας μπορεί να είχαν απέναντι τους την κυβέρνηση, τα ΜΑΤ, τα ΜΜΕ, την εργοδότρια εταιρία και λίγους συναδέλφους τους. Είχαν, όμως, μαζί τους χιλιάδες εργαζομένους και εργάτες από όλη τη χώρα οι οποίοι με την έμπρακτη αλληλεγγύη τους βοήθησαν τους Χαλυβουργούς να αντέξουν αυτούς τους εννέα μήνες.


Αφηγητές/τριες

Νικόλαος Γκιόλιας


Ερευνητές/τριες

Κωνσταντίνος Μιχαήλ


Δεκαετίες

Ιστορικά Γεγονότα

Ημερομηνία Συνέντευξης

20/06/2020


Διάρκεια

61'