Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Αναμνήσεις από τη Δραπετσώνα και από το Εργοστάσιο Λιπασμάτων
Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας;
[00:00:00]
Προσηλιώτης Γιώργος.
Είναι Τετάρτη 12 Αυγούστου του 2020, είμαι με τον κύριο Προσηλιώτη Γιώργο και βρισκόμαστε στην Δραπετσώνα. Εγώ ονομάζομαι Μαρία Κωνσταντινίδου, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θα μας πείτε πότε και πού γεννηθήκατε;
Στο Προσήλιο Μεσσηνίας, το 1951.
Πώς βρεθήκατε στη Δραπετσώνα;
Τελειώνοντας το εξατάξιο Γυμνάσιο στην Καλαμάτα και ανέβηκα στον Πειραιά για σπουδές. Ανέβηκα… Εντάξει, ήρθα.
Και αγοράσατε σπίτι εδώ στη Δραπετσώνα;
Όχι, δούλευα στην Εταιρεία Λιπασμάτων και συγχρόνως σπούδαζα και έμεινα Δραπετσώνα πενήντα χρόνια τώρα.
Μένατε δηλαδή, ως φοιτητής εδώ, εσείς μόνος σας;
Ναι ναι.
Πώς ήτανε το σπίτι τότε;
Νοίκιαζα σε μία κυρία, την κυρία Νίτσα, θυμάμαι. Ήταν ένα δωμάτιο, τουαλέτα και αυλή.
Η Δραπετσώνα πώς ήτανε τότε; Θυμάστε καθόλου, έτσι–
Παράγκες και πολύ λαϊκός, αλλά ωραίος κόσμος.
Το ενοίκιο τότε πόσο ήτανε;
Δε θυμάμαι. Γιατί θυμάμαι τον πρώτο μισθό που πήρα, ήταν εκατόν δέκα εννέα δραχμές την ημέρα, μείον το ΙΚΑ. Το ενοίκιο δεν το θυμάμαι.
Τι σπουδάζατε εσείς;
Χημεία.
Και κάνατε πρακτική στο εργοστάσιο–
Όχι, εργαζόμουν από την πρώτη στιγμή. Σαν βοηθός τότε πήγα.
Πώς ήταν τότε το εργοστάσιο των Λιπασμάτων;
Τρεις χιλιάδες κόσμος, τρεισήμισι, τόσο... Δύσκολα. Δύσκολα για τους εργάτες. Συνθήκες δύσκολες, για το εργατικό προσωπικό πάντα μιλάω. Μέτρα ελλιπή, πίεση από τους ανωτέρους. Και αυτό μιλάω πάντοτε στο εργατικό προσωπικό, γιατί δυστυχώς το ξεχώριζαν. Ήταν υπάλληλοι και εργάτες. Και έχω ζήσει πάρα πολλή πίεση. Πιέσεις στο εργατικό προσωπικό, γιατί ήμουνα υπεύθυνος παραγωγής, έφευγα από το χημείο και πήγαινα κάτω και έβλεπα τους ανθρώπους να δουλεύουν σε συνθήκες –ειδικά στα λιπάσματα και στο τζάμι, στα γυαλιά– με φρικτές καταστάσεις, πολλή πίεση... Ήταν και η εποχή της Χούντας.
Τα Λιπάσματα πώς ήταν τότε μέσα; Ήταν το χημείο, το γυαλάδικο;
Τα Λιπάσματα είναι μία περιοχή δεν ξέρω, 300 στρέμματα, 500 δε θυμάμαι πόσο.... 500 πρέπει να ήτανε. Στην αρχή που μπαίναμε ήταν, το ινστιτούτο το λέγαμε, ποιοτικής έρευνας, που το λέγανε «Νικόλας Κανελλόπουλος». Ήτανε διώροφο, μεγάλο κτίριο και το πιο οργανωμένο χημείο στην Ελλάδα. Με προσωπικό μέσα πάνω από πενήντα άτομα ήμαστε...
Εσείς τι ακριβώς κάνατε εκεί;
Ποιοτικό έλεγχο. Αναλύσεις στα λιπάσματα, σε νερό, σε οξέα, στα πάντα–
Πώς–
Και στην παραγωγή.
Πώς ξεκινήσατε εκεί δουλειά; Πώς προσληφθήκατε;
Με μέσο πήγα. Με πήγε ένας… Με σύστησε ένας γνωστός, θείος, δεν ξέρω τι. Και με πήραν –ήμουν 18 χρονών υπόψη, 19– σαν βοηθό Χημείου με εργατικό. Και από τότε, πήρα υποτροφία σπούδασα και τα σχετικά όλα. Και έκατσα είκοσι χρόνια.
Υποτροφία πώς πήρατε;
Από το Χημείο.
Υπήρχε αυτή η δυνατότητα;
Ναι, υπήρχε.
Η οποία χρηματοδοτούσε τις σπουδές;
Τις σπουδές, ναι.
Οι συνθήκες εργασίας εκεί πώς ήτανε;
Σε μένα ήταν πάντα ευχάριστες, γιατί δεν είχα σχέση με την παραγωγή. Κάποιες στιγμές είχα σχέση, κάνα δυο χρόνια, αλλά ήμουνα υπεύθυνος κάτω. Οι συνθήκες για το εργατικό προσωπικό, για την παραγωγή, ήταν δυσκολότατες. Κανένα μέτρο προστασίας, πολλή πίεση από τους αρχιεργάτες ανωτέρους τους. Αλλά όμως, τίμιοι άνθρωποι. Ότι έφτιαξαν τα σπίτια τους εδώ πέρα, σπούδασαν τα παιδιά τους, τίμιοι, έντιμοι άνθρωποι.
Γνωρίζετε καθόλου για το εργοστάσιο πότε δημιουργήθηκε εδώ;
Το πότε, δεν ξέρω χρονολογία. Δε θυμάμαι καθόλου, πραγματικά δε θυμάμαι. Το μόνο που ξέρω, για αυτό που σου είπα, ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα. Θυμάμαι, στα 19 μου που πήγα, ότι ερχότανε ο… Δεν τον θυμάμαι ποιος ήτανε. Ο Μποδοσάκης; Δεν τον θυμάμαι, ποιον [Δ.Α.] και κάνανε κάτω το συμβούλιο για την πίτα και τα σχετικά. Και έστριψε μία δεκάρα και λέει: «Τον εργάτη τον βλέπω έτσι». Από τότε, αυτή η ιστορία μού άλλαξε όλη τη ζωή και πήγα κόντρα στο σύστημα, ας το πω έτσι.
Εννοούσε δηλαδή ότι γι’ αυτόν ο εργάτης είναι–
Ναι, ναι.
Οπότε και ουσιαστικά δεν λαμβάνονταν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας σε κανένα–
Όχι, τότε ήτανε... Εντάξει, μα η Δραπετσώνα υπέφερε. Και η Χαραυγή και η Ευγένεια και ο Πειραιάς και οι απέναντι ξέρω 'γω και παντού. Από την αμμωνία, δηλαδή, ότι στα μπαλκόνια φωνάζανε, εντάξει, εμείς κάναμε τη δουλειά μας, ότι δεν το καταλα[00:05:00]βαίνανε. Δηλαδή, η παραγωγή για να βγει πάρα πολλή, ότι άφηναν αμμωνίες, άζωτα, επεισόδια και έβγαιναν στον αέρα όλα και στη θάλασσα.
Οπότε δημιουργούταν ρύπανση εδώ της περιοχής;
Πάρα πολλή ρύπανση. Η μεγαλύτερη ρύπανση της Αττικής, της Ελλάδας εδώ ήτανε.
Το ωράριο εργασίας ποιο ήτανε;
Ότι επί δύο χρόνια ήμουνα βάρδιες θυμάμαι, γιατί ήμουνα στην παραγωγή και μετά ήταν 7:30-18:30, εκτός από Σάββατο. Αλλά όμως το υπόλοιπο εργοστάσιο δούλευε –εκτός από το υπαλληλικό προσωπικό–, δούλευε βάρδιες, έτσι; Δύσκολες βάρδιες, το ρεπό το κανονικό, το μεγάλο ρεπό, ήταν ανά σαράντα πέντε ημέρες. Σχόλαγαν, θυμάμαι, Κυριακή πρωί και πήγαιναν Δευτέρα μεσημέρι. Αυτό ήταν, ανά σαράντα πέντε μέρες, το μεγάλο ρεπό και χαίρονταν οι άνθρωποι.
Εσείς σε ποια ηλικία ξεκινήσατε εκείνα δουλεύετε;
19 περίπου. 18, 19.
Θυμάστε ποιο ήταν το ωρομίσθιο;
Ναι, 119.20, μικτά.
Μικτά.
Το θυμάμαι.
Δεν ήταν για όλους όμως το ίδιο;
Εγώ πήγα με τον κατώτερο μισθό, γιατί ήμουνα εντάξει...
Ο εργάτης;
Εγώ ήμουνα στην αρχή με εργατικό, αν και ήμουνα στο χημείο, ήμουνα με εργατικό. Τόσο ήτανε, το κατώτερο εργατικό ήταν 119.20, χωρίς γάμους, χωρίς παιδιά.
Σας ασφάλιζαν κανονικά, έτσι;
Κανονικά όλα τα πάντα, τα δώρα, τα πάντα όλα.
Τους ασφάλιζαν όλους–
Όλους, όλους.
Ή υπήρχαν και ανασφάλιστοι;
Όχι. Ανασφάλιστος μέσα δεν υπήρχε. Στις πληρωμές ήταν εντάξει στα πάντα–
Και άδειες και επιδόματα–
Δηλαδή τα πάντα. Άδειες, επιδόματα, τα πάντα όλα–
Και τα λοιπά όλα;
Όχι, όχι, όλα.
Όλα κανονικά σε αυτό το κομμάτι; Έλεγχος είχε γίνει ποτέ στο εργοστάσιο;
Γιατί, γίνεται τώρα; Πού να γίνει τότε; Όχι, όχι.
Η–
Μα δεν μπορούσες και απεργίες τότε. Ήτανε δύσκολα τα χρόνια, εντάξει; Ο άλλος έπιανε, τη δεκαετία του 60'-70', με 75, ερχόταν απ' το χωριό, έβρισκε τη δουλειά, ότι έβρισκε το σπίτι του, τα παιδιά του, δεν... και οι απεργίες τις κάναμε ελάχιστοι. Δηλαδή, από τις τρεις χιλιάδες οι εκατό.
Δηλαδή απεργίες γινόντουσαν, αλλά δεν είχαν–
Ναι. Γινόντουσαν μόνο από τους ίδιους Δηλαδή, εντάξει, αυτός, αυτός. Από το χημείο ήμαστε τρεις μόνο, εγώ και δύο κοπέλες.
Θυμάστε κάποια μεγάλη απεργία που να είχε γίνει;
Όχι, μεγάλη απεργία δεν έγινε από το 69' και ύστερα, όχι. Γιατί δεν τις επέτρεπαν, έτσι; Ότι μέσα ήταν όλοι δικοί τους, δεν ήταν θέμα. Δηλαδή, όλοι ήταν με μέσο εκεί πέρα.
Ναι. Υπήρχε σωματείο;
Βέβαια. Δυστυχώς, υπήρχαν πάρα πολλά σωματεία. Των εργατών, των υπαλλήλων, των ηλεκτρολόγων, των ηλεκτροσυγκολλητών, ήταν πάρα πολλά τα σωματεία. Ότι ήταν φτιαγμένα από την εργοδοσία επί τούτου, γιατί αν ήταν ένα σωματείο, όπως φωνάζαμε, θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε πάρα πολλά πράγματα. Αλλά ήταν πάρα πολλοί πρόεδροι στις καρέκλες και πάρα πολλοί γραμματείς και ιστορίες. Και τα έκαναν πλακάκια.
Οπότε δεν υπήρχε έναν ενιαίο να εκπροσωπεί–
Και χωρίζανε και το βασικό ήταν ότι ήθελαν να χωρίσουνε –τα πρώτα χρόνια μιλάω– το υπαλληλικό προσωπικό με το εργατικό. Δηλαδή ότι ο υπάλληλος είχε ένα τουπέ. Τώρα δεν ξέρω αν αυτό, εντάξει, πρέπει να τα πω ή όχι;
Ναι, ναι.
Δηλαδή, είχε ένα τουπέ: «Εγώ είμαι υπάλληλος, εσύ είσαι εργάτης ρε». Εντάξει, ήταν και αυτό ένα της εργοδοσίας τέχνασμα–
Οπότε–
Για διάσπαση, ας πούμε, των εργαζομένων.
Αυτό. Υπήρχε διάσπαση και διαχωρίζονταν τα συμφέροντα;
Διαχωρίζονταν τα συμφέροντα και ότι εντάξει, η κυρία κάτω έβαφε τα νύχια της κι άλλος, ξέρω 'γω, η καθαρίστρια πείναγε. Εντάξει.
Τα σωματεία ποτέ είχαν διεκδικήσει καλύτερες συνθήκες;
Έλεγαν… Έλεγαν.
Αλλά κάτι ουσιαστικό δεν είχε γίνει;
Όχι. Επειδή ήμουνα μέσα στα πράγματα όχι, όχι, όχι.
Εσείς συμμετείχατε σε κάποιο σωματείο από αυτά;
Σωματείο ενεργά ποτέ. Στις απεργίες ναι, φυσικό ήταν. Δηλαδή σε ενεργό δεν πήγα ποτέ μου, γιατί, ότι ήξερα ότι είναι όλοι οι ρουφιάνοι και όλοι τα έπαιρναν από εκατό μπάντες, και φίλοι μου. Δηλαδή, εντάξει...
Γινόντουσαν, έτσι, διαμαρτυρίες για καλύτερες συνθήκες εργασίας;
Όχι, όχι.
Από τους κατοίκους της περιοχής γινόντουσαν ποτέ;
Όχι. Εγώ δεν είδα ποτέ κάτοικο, αν και ήμουνα και υπεύθυνος κάτω και βάρδιες και στο χημείο, νύχτες και τέτοια, δεν είδα ποτέ. [Δ.Α.] δύο άνθρωποι απ’ έξω, να πούνε: «Ρε τι κάνετε;». Όχι, όχι. Γιατί όλη η Δραπετσώνα ζούσε από το εργοστάσιο, έτσι;
Ναι. Άλλαξε καθόλου η διαδικασία παραγωγής όσα χρόνια δουλεύατε εκεί;
Ναι, ναι άλλαξε, άλλαξε. Δηλαδή ήρθανε νέα παιδιά, χημικοί και τέτοια, κάτω στην παραγωγή. Άλλαξε. Ήταν και τότε πιο ζόρια το κράτος, τους ζόρισε ότι φτιάχτηκ[00:10:00]ε μονάδα αποβλήτων, η οποία μισολειτουργούσε, αλλά φτιάχτηκε, τα οξέα διορθώθηκαν. Ναι, έγιναν. Ότι φτιάχτηκαν νέες μονάδες λιπασμάτων, ναι, φτιάχτηκαν και η Δραπετσώνα ήταν πιο καλή... Εντάξει, δεν είχε σχέση με την παλιά Δραπετσώνα, που έβγαινες στο μπαλκόνι και έγραφες επάνω από τα τσιμέντα κι απ’ τα οξέα και τα τέτοια. Όχι, φτιάχτηκε, φτιάχτηκε. Τα τελευταία χρόνια, έως ότου κλείσει, νομίζω ότι ήταν άνετα [Δ.Α.].
Είχε γίνει έτσι, κάποιο εργατικό ατύχημα που να θυμάστε;
Εργατικά ατύχημα συνέβαιναν συνέχεια, αλλά δεν έβγαιναν έξω.
Υπάρχει κάποιο έτσι που να θυμάστε, να μου περιγράψετε;
Όχι. Όχι.
Έχετε εσείς, έτσι, κάποια άσχημη εργασιακή ανάμνηση, από εκεί;
Δεν μπορούσαμε για να... Δεν μπορούσα για να έχω, γιατί δεν το επέτρεπα εγώ. Δεν το επέτρεπα, δηλαδή δεν, όχι. Δεν το ανεχόμουνα εγώ.
Εκεί, στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων, δούλευαν και γυναίκες;
Βεβαίως, οι γυναίκες ήτανε, όχι πολλές, υπάλληλοι ήταν πολλές γυναίκες. Ήσαν στην κεντρική αποθήκη, στα φάρμακα, μες στα γραφεία, αυτά.
Εσείς είχατε–
Στο χημείο, ναι, στο είχαμε αρκετές, στον καθαρισμό...
Εσείς είχατε και δύο συνεργάτιδες που ήταν γυναίκες μαζί σας;
Εγώ, συνεργάτες... Συνάδελφους.
Συνάδελφους.
Εντάξει, εμείς κάναμε τις απεργίες και οι τρεις. Εγώ, η Γιάννα και η Σοφία.
Δούλευαν με τους ίδιους όρους; Δηλαδή έπαιρναν τον ίδιο μισθό με εσάς ή υπήρχαν διαφορές;
Υπήρχαν βαθμοί. Στο χημείο μιλάω πάντοτε, έτσι; Με μια μικρή διαφορά. Μόνο τα χρόνια ήτανε και οι τριετίες. Εννοώ, δηλαδή από Δ' σε Γ', σε Β', σε Α', εντάξει, δεν ήταν...
Ήταν θέμα θέσης δηλαδή, όχι λόγω φύλου η διαφορά στο μισθό;
Ναι σωστό. Όχι, οι γυναίκες ήταν με τον ίδιο.
Ωραία. Ποιες ήταν οι συνέπειες του εργοστασίου εδώ στην περιοχή;
Οικονομικά, η περιοχή φτιάχτηκε από τα Λιπάσματα και από τα Τσιμέντα. Γεγονός είναι αυτό. Την υποβάθμισαν την περιοχή πάρα πολύ στην αρχή. Ήτανε ήδη υποβαθμισμένη, γιατί ήτανε παράγκες, σπιτάκια και τα σχετικά. Η ρύπανση ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Όταν φύσαγε ο αέρας αντίθετα, κρυβόσουν.
Είχε και σκόνη από τα τσιμέντα;
Τι σκόνη; Πάρα πολλή σκόνη και πολλές αμμωνίες, πολλά οξέα, πολύ θειάφι.
Ναι. Εσείς, ως ανήλικος είχατε δουλέψει;
Ανήλικος, όχι. Γιατί ήμουνα στο εξατάξιο, όπως σου είπα, Γυμνάσιο, ύστερα πήγα κατευθείαν....
Η σχολή σας που ήτανε;
Στον Πειραιά.
Στον Πειραιά, ε; Τι μαθήματα είχατε εκεί;
Χημεία. Πώς το λένε; Ποιοτικό έλεγχο.
Τώρα να ρωτήσω για το σχολείο που πήγατε, το επτατάξιο.
Το εξατάξιο.
Εξατάξιο.
Ήτανε Γυμνάσιο-Λύκειο.
Πόσους δασκάλους είχατε εκεί, θυμάστε;
Καθηγητές εννοείς;
Ναι.
Κοίταξε, στο Δημοτικό είχαμε έναν, ήτανε μονοθέσιο. Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, ας το πω έτσι, αρκετούς, δηλαδή όσους έπρεπε.
Κάνατε όλα τα μαθήματα;
Τα πάντα, τα πάντα.
Όπως είναι και σήμερα, δηλαδή φιλολογικά–
Όλα. Τα πάντα όλα, Λατινικά, τα πάντα όλα.
Όλα. Έχετε, έτσι, κάποια ιδιαίτερη σχολική ανάμνηση;
Καλές ήταν όλες.
Όλες καλές.
Ναι, ήρεμες.
Όταν ήρθατε εδώ στην περιοχή και μείνατε, πώς περνούσατε τον ελεύθερό σας χρόνο;
Με τη Μαίρη... Τον πρώτο χρόνο ανέβαινα στην Αθήνα, σε κάποιους φίλους, σε μία ξαδέλφη μου. Μετά γνώρισα τη γυναίκα μου.
Είχε εδώ έτσι η περιοχή κάτι να κάνετε; Μαγαζιά, χώρους διασκέδασης;
Εντάξει, όχι… Χώρους διασκέδασης πηγαίναμε στα καλοκαιρινά σινεμά, στην «Τιτάνια», ε; Ναι, στην «Τιτάνια». Ήσυχα όμως, πολύ ωραία.
Ήταν εδώ στην περιοχή αυτό το σινεμά;
Ναι, στην πλατεία, στο Κερατζάκη.
Είχε και θερινά σινεμά εδώ η περιοχή.
Θερινό ήταν αυτό. Η «Τιτάνια» ήταν θερινό και η «Ανεμώνη» ήταν χειμωνιάτικο; «Ανεμώνη», χειμωνιάτικο.
Το σινεμά τότε ήταν όπως είναι και σήμερα; Καρέκλες;
Ακριβώς. Τραπεζάκια φυσικά δεν είχε φυσικά, όπως είναι σήμερα. Με το αγιόκλημα, με τα γιασεμιά...
Όπως είναι σήμερα τα θερινά δηλαδή;
Τα θερινά σήμερα νομίζω είναι με τραπεζάκια, γιατί σερβίρουνε κιόλας.
Ναι, ένα τραπεζάκι μικρό–
Σωστό.
Την καρέκλα... Και είχανε κανονικά ποπ κορν και τα λοιπά για την ταινία;;
Κοκ... Τι είπαμε; Τσιπς, κοκ και τα σχετικά. Ε, το κοκ ήταν τότε και το μπυράλ, το Tam-Tam. Το σάμαλι, ε; Ναι.
Να ρωτήσω τώρα για την περιοχή εδώ, γενικώς. Είχε κάποιο εστιατόριο, για το οποίο ήταν έτσι πολύ γνωστή;
Για πότε μιλάμε τώρα; Για ποια δε[00:15:00]καετία μιλάμε;
Για όταν ήρθατε εσείς εδώ, ας πούμε.
Όχι. Κανένα ταβερνάκι απλό και τα σχετικά.
Δεν είχε κάποιο εστιατόριο δηλαδή, για το οποίο να είναι φημισμένη; Αυτά έγιναν πιο μετά;
Έγιναν μετά. Μετά.
Έγιναν μετά.
Εντάξει, έγιναν μετά, αλλά διατήρησε η περιοχή, έχει διατηρήσει μέχρι και σήμερα, το ταβερνάκι το δραπετσωνίτικο, το πειραιώτικο, το κιμπάρικο, ας το πούμε έτσι.
Ναι. Αναφορικά με τη διατροφή τώρα, εσείς ποιο ήταν το καθημερινό σας διατροφολόγιο στο σπίτι; Και πιο πριν, όταν ήσασταν με τους γονείς σας;
Σωστό, όπως και τώρα. Δηλαδή, ό,τι είναι. Ότι δεν πρόσεχα ποτέ τη διατροφή μου και ούτε τώρα την προσέχω. Δηλαδή μπορεί και να φάω και τρία συγχρόνως φαγητά, τέσσερα μαζί. Γλυκό, αλμυρό, [Δ.Α.].
Δηλαδή η κατανάλωση κρέατος ήταν ανάλογη, ας πούμε, με τη σημερινή;
Εντάξει τότε όχι, δεν ήτανε. Όχι, δεν ήταν. Εντάξει, δεν ήταν στην Ελλάδα ολόκληρη, έτσι;
Ναι. Η μαμά σας δηλαδή, ας πούμε, ποιο φαγητό μαγείρευε συνήθως πιο πολύ;
Κοτόπουλο με, θυμάμαι –εντάξει με τη μάνα μου έζησα μέχρι τα 14, 14 και κάτι– κοτόπουλο ψητό στην κατσαρόλα μου άρεσε πάρα πολύ, έτσι ναι. Κάποιες πίτες, ωραία πράγματα.
Θυμάστε κάποιο άλλο παραδοσιακό φαγητό;
Την τυρόπιτα τη μανιάτικη, χωρίς φύλλο από πάνω, που τη λαχταρώ και σήμερα. Και τα μακαρόνια με αυγό από πάνω, μάτι –τα φτιάχνουν στη Μεσσηνία αυτά– που είναι καμένα, αντί για βούτυρο είναι με λάδι και με μυζήθρα.
Αυτά τα έφτιαχνε δηλαδή η μαμά σας;
Τα φτιάχνουνε παντού.
Τα τρόφιμα τα προμηθευόταν από αλλού ή είχε–
Από την Καλαμάτα. Δηλαδή, ήτανε τότε μία ώρα με το λεωφορείο η Καλαμάτα. Τότε, γιατί σου λέω, εγώ έζησα μέχρι τα 14.
Από τα 14 και μετά μένατε αλλού;
Μέχρι τα 18 Καλαμάτα. Τις τρεις πρώτες τάξεις τις τελείωσα στην Καρδαμύλη, τις άλλες τρεις στην Καλαμάτα και μετά έφυγα.
Μετά εσείς, όταν ήρθατε εδώ, μαγειρεύατε μόνος σας;
Σπάνιο. Σπάνιο, εντάξει, τον πρώτο χρόνο είπαμε, ύστερα ήτανε η Μαίρη, η γυναίκα μου δηλαδή τώρα. Κάποια στιγμή ήτανε και η αδερφή μου, πήγαινα σε μία ξαδέρφη μου...
Από πού προμηθευόσασταν τρόφιμα εδώ στην περιοχή;
Από ένα μπακαλικάκι που είναι και πιο πάνω τώρα, στην Μάρκου Μπότσαρη, από τον Ανέστη, από τον κυρ-Ανέστη, θυμάμαι. Μπακάλικο τότε θυμάμαι ποιο ήταν; Του κυρ-Ανέστη... Άλλο δε θυμάμαι. Του κυρ-Πρόδρομου νομίζω ένα άλλο... Ναι, δεν ήταν πολλά πράγματα.
Και είχε και το τεφτέρι που λέγανε τότε;
Εγώ δεν το χρησιμοποίησα. Το είχε πάρα πολύ, πολύ, πολύ.
Και–
Εγώ δεν έτυχε.
Τι πουλούσε κυρίως;
Φακές, φασόλια, σαρδέλες, πώς το λένε; Ντομάτες, πατάτες, όσπρια. Κοίταξε, η ζωή ήταν τελείως διαφορετική τότε. Τη δεκαετία του ‘70 η ζωή δεν ήτανε πολύ... εντάξει; Όποιος πει ότι ήταν εύκολη... Ή του 60', ήτανε δύσκολη. Και ειδικά η Δραπετσώνα, που κυνήγαγαν όλο τον κόσμο λόγω φρονημάτων. Δεν ήταν εύκολη. Η ζωή στην Δραπετσώνα πάντοτε είχες και έναν ρουφιάνο στη δουλειά, δίπλα σου.
Όταν λέτε ότι κυνήγαγαν όλο τον κόσμο εδώ;
Δηλαδή, όλο τον προοδευτικό κόσμο τον κυνήγαγαν. Δηλαδή, προοδευτικός όχι ΚΚΕ υποχρεωτικά. Δηλαδή, αν ήσουν προοδευτικός στις ιδέες σου και κάτι, αν έλεγες: «Ρε παιδιά γιατί αυτό; Να κάνουμε μια απεργία, μια, μια...», ήτανε, ότι δίπλα σου–
Γινόντουσαν–
Ο ρουφιάνος.
Ας πούμε, και έλεγχοι ή έφοδοι στα σπίτια και τέτοια πράγματα;
Όχι, τέτοια πράγματα όχι, αλλά απ' έξω από το σπίτι ήτανε πάντα, να είσαι σίγουρη.
Όχι η αστυνομία, αλλά–
Ειδικά… Και η αστυνομία και οι άλλοι. Δηλαδή, τη δεκαετία ‘60-‘70 και έως το ’74-‘ 73 ήταν απ' έξω συνέχεια.
Τα τρόφιμα που τα αποθηκεύατε όταν παίρνατε, ας πούμε; Τα σπίτια πώς ήτανε;
Τότε ήταν ψυγείο πάγου, θυμάμαι.
Είχατε και εσείς δηλαδή εδώ ψυγείο πάγου–
Ναι, ψυγείο πάγου. Ήτανε δύσκολα χρόνια, εντάξει. Και όποιος πει ότι δεν ήτανε, λέει ψέματα, έτσι;
Και από που προμηθευόσασταν πάγο και τα λοιπά;
Νομίζω ότι τον έφερνε ένας από κάτω απ' την Δραπετσώνα, ένας, δεν τον θυμάμαι.
Ρεύμα και τα λοιπά είχατε κανονικά εσείς εδώ;
Είχα.
Η τουαλέτα ήταν εξωτερική;
Η τουαλέτα ήταν εξωτερική, ναι.
Και υπήρχαν και πλανόδιοι πωλητές εδώ; Τους προλάβατε;
Δεν το θυμάμαι αυτό.
Δε θυμάστε κάτι–
Οι πλανόδιοι οι πωλητές, ότι ήρθαν αργότερα.
Πλανόδιοι εννοώ, ας πούμε ο γαλατάς, ο...
Όχι, γαλατά εγώ δεν πρόφτασα. Αν και ήμουν από το και ’68-‘69 εδώ πέρα, δεν πρόφτασα.
Ή ο ψαράς;
Μετά ήρθαν αυτοί όλοι.
Μετά.
Και τώρα, και την εποχή τώρα που μιλάμε, γιατί μένω στην ίδια π[00:20:00]εριοχή, δηλαδή το σπίτι μου με το σπίτι είναι περίπου 20 μέτρα απέναντι, ότι τώρα είναι πάρα πολλοί, περισσότεροι οι πλανόδιοι από τότε.
Με τη γειτονιά είχατε καλές σχέσεις;
Α ναι, άνετα.
Είχατε γνωρίσει κόσμο από την γειτονιά εδώ;
Πάρα πολύ κόσμο. Η Δραπετσώνα είναι η πατρίδα μου, εντάξει. Εγώ κάτω δεν έζησα.
Οπότε, αν θέλατε να κάνετε πράγματα εδώ στην Δραπετσώνα, τι επιλογές είχε για διασκέδαση, εκτός από τον Πειραιά;
Εντάξει, Πειραιά πηγαίναμε ή Αθήνα συνήθως, Δραπετσώνα όχι. Όχι.
Αθήνα πού–
Και η Δραπετσώνα δεν έχει ακόμα διασκέδαση, έτσι; Άστο. Λοιπόν, η αλήθεια είναι αυτή παιδιά.
Αθήνα πού πηγαίνατε;
Πλάκα, πολύ Πλάκα, πολύ στην Πλάκα και πολύ Θησείο. Πολύ Πλάκα και Θησείο.
Είχε κάποιο χαρακτηριστικό μαγαζί εκεί, που θυμάστε;
Ναι. Οι μπουάτ οι παλιές, όλες. Πολύ όμορφα.
Αλλά εδώ η περιοχή ούτε κάποιο ζαχαροπλαστείο είχε κάτι, κάτι να φημίζεται–
Εντάξει, ζαχαροπλαστείο είχε του Τάκη, θυμάμαι, που έφτιαχνε τα πιο καλά γαλακτομπούρεκα του κόσμου.
Ναι.
Του Τάκη. Άλλο, δε θυμάμαι άλλο.
Σε εστιατόριο, υπήρχε κάτι ανάλογο, που να κάνει, έτσι, κάτι ωραίο παραδοσιακό εδώ;
Νομίζω όχι.
Ούτε σε σουβλάκι κάτι;
Σουβλάκι ήτανε βεβαίως, ήτανε με τη σειρά, ήτανε με το χαρτάκι που λέμε, η Κοσμίδου με τον άντρα της.
Αυτό που είναι–
Ο κυρ-Παναγιώτης. Που τώρα το έχει ο γιος, ήτανε αλλού πρώτα και τα σχετικά, εκεί στη σειρά, 1-2 μέτρα ήτανε, γινότανε χαμός.
Και ήτανε με το χαρτάκι, δηλαδή;
Σειρά, σειρά. Νούμερα, νούμερα.
Είχε τόσο κόσμο δηλαδή;
Πολύ κόσμο, ναι.
Και πώς ήταν τότε το σουβλάκι;
Για τιμή; Δε θυμάμαι.
Εννοώ πώς ήτανε, όπως είναι τώρα, ας πούμε το–
Κοίταξε, οι αναλογίες, δηλαδή συνήθως είναι οι ίδιες ότι τότε και τώρα, έτσι; Με τον μισθό τον τότε και τον τώρα, πιστεύω ότι είναι ίδιες.
Ήτανε μερίδια ή τυλιχτό;
Τυλιχτά ήτανε.
Τυλιχτά.
Σουβλάκι με πίτα όλοι.
Η περιοχή τώρα εδώ, για... Σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη–
Ναι, είχαμε το ΙΚΑ. Καλό ΙΚΑ, με πολλούς γιατρούς. Αυτό μόνο.
Ήταν, ας πούμε, δηλαδή σε περίπτωση ασθενείας, όλοι οι ασφαλισμένοι μπορούσαν να πάνε εκεί;
Εκεί, αλλά πηγαίναμε όλοι στο Τζάνειο ή στο Κρατικό μετά.
Για νοσοκομείο, αν χρειαζόταν;
Ναι.
Αν χρειαζόταν νοσοκομειακή περίθαλψη. Αν κάποιος δεν ήταν ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, μπορούσε να πάει;
Όχι.
Τι έκανε σε αυτή την περίπτωση;
Κάθε φτωχός και η μοίρα του.
Δεν υπήρχε πρόνοια;
Όπως και τώρα.
Κάτι σχετικό; Το κτίριο του ΙΚΑ πώς ήτανε;
Όπως είναι τώρα.
Ακριβώς ίδιο. Δεν έχει αλλάξει–
Πάρα πολύ καλό, όμορφο.
Δεν έχει αλλάξει κάτι;
Όχι, πολύ όμορφο.
Οι γιατροί πώς ήτανε;
Ευγενικοί.
Ήταν καλοί γιατροί δηλαδή;
Καλοί ήτανε, καλοί ήτανε.
Υπήρχανε καθόλου έτσι παραδοσιακά γιατροσόφια, που μπορεί να χρησιμοποιούσανε;
Ναι, οι βεντούζες της πεθεράς μου, πάντοτε. Πάντοτε.
Ήταν για όλα οι βεντούζες;
Δεν ξέρω, όταν κρύωνα εγώ, πετρέλαιο, βεντούζες, το πρωί στη δουλειά. Ούτε κάψουλες ούτε τίποτα, η κυρα-Βάσω.
Τίποτα. Και πιάνανε;
Ναι βεβαίως, το πρωί ήμουνα πολύ καλά.
Θυμάστε κάποιο άλλο να υπήρχε έτσι βότανο ή κάτι άλλο;
Δεν είμαι υπέρ των βοτάνων εγώ ποτέ μου και ούτε τώρα.
Ή κάτι που να είχατε ακούσει να χρησιμοποιείται ας πούμε ή–
Ναι, είχαμε, ξέρω 'γω, αν είχες λέει πέτρα στα νεφρά, έπαιρνες αγριάδα, έπινες.
Θυμάστε έτσι κανένα παραδοσιακό δρώμενο εδώ της περιοχής;
Δεν υπήρχαν ρε γαμώτο, δεν ξέρω –συγγνώμη για το γαμώτο–, δεν υπήρχαν πιστεύω, όχι. Δεν ήτανε. Ο Δήμος δεν έκανε, δεν ήτανε σαν και τώρα, τα εδώ και είκοσι χρόνια με τα δρώμενα και τα σχετικά. Όχι τότε, όχι.
Δηλαδή, ας πούμε, υπήρχε κάποιο πανηγύρι, τέτοια πράγματα;
Εντάξει, τώρα το πανηγύρι της Ανάληψης, το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα, με τους πάγκους απ’ έξω, λίγα πράγματα τότε, όμως, έτσι;
Όχι όπως είναι σήμερα;
Εντάξει, σήμερα, τα πανηγύρια είναι για τα πανηγύρια, εντάξει.
Τα οποία πανηγύρια τι πουλούσαν, ας πούμε, κυρίως;
Ό,τι πουλάνε και σήμερα.
Ό,τι πουλάνε και σήμερα, ε; Υπήρχαν και έτσι κάποια φαγητά, γλυκά που μπορεί να υπήρχαν πάγκοι, παραδοσιακά;
Δε θυμάμαι, όχι πιστεύω, όχι.
Όχι. Κάποιο άλλο, έτσι εδώ η περιοχή, είχε κάποια άλλη γιορτή, ίσως κάτι άλλο που να… Ή κάποιο έθιμο–
Γιορτή όχι–
Που να θυμάστε; Κάτι άλλο;
Γιορτή, όχι. Αν και όχι, νομίζω όχι. Γιατί συνήθως εγώ με τη γυναίκα μου δεν καθόμασταν Δραπετσώνα.
Θα επιλέγατε–
Και μάλλον ήταν και αυτό, δηλαδή, γιατί το πρόβλημα; Η Δραπετσώνα και ο Πειραιάς είναι ένας. Όπως και σήμερα, ό,τι θέλεις πηγαίνεις δύο βήματα στον Πειραιά, εντάξει. Η Δραπετσώνα ξεκινάει από το λιμάνι, γύρω γύρω είναι η Δραπετσώνα. [00:25:00]Αν και λένε κάποιοι Αθηναίοι: «Δραπετσώνα; Πού είναι η Δραπετσώνα; Που είσαι, ξέρω εγώ; Στην άκρη του κόσμου». Και όταν τους λέω: «Ρε παιδιά, είναι στα πλοία της Κρήτης», μένουνε. Δηλαδή, όποιος δεν την ξέρει, σου λέει: «Είσαστε σε βουνά… Πού είσαστε εσείς;». «Ρε παιδιά, δίπλα είμαστε, θάλασσα έχουμε.» Και ακόμα...
Και ακόμα δεν την ξέρουνε. Ναι, το έχω συναντήσει και εγώ. Να μην ξέρουνε πού είναι η περιοχή.
Ναι, λέει: «Πού είναι ρε παιδιά;». Λέω: «Μην ψάχνεις επάνω, θάλασσα έχουμε».
Ο Πειραιάς τότε πώς ήτανε δηλαδή; Εσείς που–
Ωραίος ήταν ρε γαμώτο, απλά πράγματα.
Ήτανε δηλαδή η αγορά του η κεντρική–
Απλά, ωραία πράγματα–
Όπως είναι σήμερα;
Ωραίοι και οι άνθρωποι και όλοι.
Και οι καφετέριες ήτανε–
Πιο απλές.
Πιο απλές. Είχε κάποια έτσι χαρακτηριστική που μπορείτε να θυμηθείτε;
Βεβαίως, το «Ακροπόλ» εκεί πέρα. Η «Στάνη», το «Alexander» επάνω στην Καστέλα. Και κάθε Κυριακή Ολυμπιακό.
Δηλαδή;
Ότι τις Κυριακές τα απογεύματα ότι ήταν αφιερωμένο στο Καραϊσκάκη. Εντάξει [Δ.Α.] ο Πειραιάς όλος ήταν εκεί πέρα.
Ναι;
Δρώμενο πες το κι αυτό, σε εισαγωγικά.
Οπότε ήταν όλοι με τον Ολυμπιακό, στο γήπεδο;
Όλοι τότε ναι, δηλαδή από το Σάββατο ετοιμασίες, χαρές. Δηλαδή όταν έπαιζε Κυριακή παρά Κυριακή στο γήπεδο, ήταν όλοι. Ήτανε γιορτή.
Πώς ήταν τότε το Καραϊσκάκη;
Το Καραϊσκάκη εγώ δεν το πρόφτασα με το κάρβουνο κάτω. Μου άρεσε το παλιό Καραϊσκάκη.
Τότε ήταν δηλαδή καμία σχέση με σήμερα, έτσι;
Ε όχι! Καμία σχέση με σήμερα. Τσιμέντινα όλα τα σκαλιά. Ωραίο όμως.
Σας ενδιέφερε γενικά το ποδόσφαιρο;
Ναι, πάντα.
Παίζατε κιόλας εσείς;
Όχι, βαριόμουνα.
Είχε ο Πειραιάς κάποιο άλλο εστιατόριο για το οποίο ήτανε γνωστός;
Στο Τουρκολίμανο, στην Πειραϊκή, αυτά.
Ωραία.
Στον Προφήτη Ηλία. Μα ο Πειραιάς ήτανε –και είναι φυσικά– ό,τι πιο ωραίο υπάρχει στην Ελλάδα, για μένα.
Είναι ο Πειραιάς... Οπότε και η αγορά γενικώς και μαγαζιά και καταστήματα και όλα εδώ στην περιοχή δεν υπήρχανε.
Ήτανε πιο απλά, ήταν πιο όμορφα. Δεν ξέρω πώς να εκφραστώ τώρα. Ήταν πιο απλά, ρε γαμώτο. Έμπαινες μέσα: «Γεια χαρά, τι κάνεις;». Δεν ήταν οι πωλήτριες οι πολλές, ξέρεις με τα... Οι βαμμένες, οι έτσι. Ήτανε, δεν ξέρω πώς να το εκφράσω...
Εσείς μετά από τα Λιπάσματα, γιατί φύγατε;
Έκλεισαν.
Έκλεισαν, γι' αυτό. Και ασχοληθήκατε με κάτι παρόμοιο;
Με μία εταιρεία, όχι, με μία εταιρεία κατασκευαστική.
Γυρνάω στα παιδικά σας χρόνια τώρα πιο πολύ.
Ναι, πες μου.
Σαν παιδί ας πούμε, τι παιχνίδια παίζατε, θυμάστε;
Ένα πατίνι θυμάμαι. Το βάφαμε, το ξεβάφαμε μ' έναν φίλο. Συνέχεια το φτιάχνουμε μόνοι μας, το ξεφτιάχναμε, το βάφαμε, του βάζαμε φωτάκια πάνω. Αυτό το πατίνι.
Άλλα παιχνίδια με τη γειτονιά, έτσι όλα μαζί τα παιδιά, υπήρχανε;
Κρυφτό και τα σχετικά.
Παίζατε και μπάλα;
Ναι και μπάλα παίζαμε, αλλά παίζαμε σε χωράφια μέσα με πέτρες, δεν υπήρχαν τότε τέτοια πράγματα. Με πέτρες, σχεδόν ξυπόλυτοι. Με μπάλες, εντάξει, τόπια, τόπι.
Που μπορεί να ήταν και από κουρέλια ή κάτι σχετικό;
Από κουρέλια δεν… Εγώ δεν το είχα ποτέ μου. Άλλα παιδιά το είχαν, σε άλλα χωριά πιο απόμακρα. Ήτανε οι μπάλες οι λαστιχένιες, θυμάμαι.
Εκεί, η γειτονιά σας πώς ήτανε;
Μία χωριάτικη γειτονιά υπέροχη. Δηλαδή, ένας δρόμος με σκαλάκια τα σπίτια, στενός και το βράδυ η γειτονιά στα σκαλάκια, όλη.
Σας έκανε διαφορά με την Δραπετσώνα όταν ήρθατε εδώ;
Κοίταξε, στη Δραπετσώνα όταν ήρθα εδώ πέρα, συνάντησα… Εγώ, να σου πω κάτι άλλο, μην το πάρουμε και στραβά τώρα. Εγώ αγαπάω όλες τις φυλές του κόσμου. Όλες, εντάξει; Δεν ξεχωρίζω. Και όταν ήρθα στην Δραπετσώνα, ειδικά στην πλατεΐτσα από κάτω, που ήτανε χύμα όλα, ότι είδα τσιγγάνους ξέρω 'γω και μία κοπέλα σούπερ μίνι, ξυπόλητη, λέω: «Ρε παιδιά, πού ήρθα; Τι έγινε εδώ πέρα;». Ναι, τη Φωφώ, ναι τη θυμάμαι. Ωραία ήτανε, το ψιλικατζίδικο, το περίπτερο του κυρ Κώστα, του Γιώργου το μπακάλικο, ναι από κάτω του Γιώργου, υπέροχα.
Είχανε διαφορά όμως οι δύο γειτονιές;
Η δική μου με τη… Εντάξει, εδώ ήταν πάρα πολύς κόσμος. Η δική μου ήτανε είκοσι άτομα, εδώ ήτανε εκατοντάδες.
Είχε τόσο κόσμο τότε εδώ, ε;
Ναι, είχε η Δραπετσώνα γιατί κοίταξέ με, μην ξεχνάς ότι στην Λιπάσματα ήτανε δυο-τρεις χιλιάδες άτομα. Στα Τσιμέντα δεν ξέρω πόσοι. Στο Γυψάδικο από κάτω άλλοι τόσοι. Σε πολλά. Ήτανε εντάξει...
Και ήτανε και τα Ταμπάκικα που ήτανε εδώ;
Να το Ταμπάκικο δίπλα μου, τώρα είναι σχολείο. Ναι. ναι. Αχ, ήτανε–
Ήσασταν κοντά δηλαδή εσείς;
Εγώ ήμουνα δίπλα, στα 5 μέτρα, που ήτανε ανυπόφορη η μυρωδιά.
Μύριζε δηλαδή–
Να μην τη ζήσει άλλος.
Ναι, ε; Πώς λειτουργούσε; Ξέρετε καθόλου για τα Ταμπάκικα, πληροφορίες για αυτό; Ή να είχατε δει εσείς κάτι;
Για τα Ταμπάκικα λίγο. Αν και είμαι στη χημεία, μια φο[00:30:00]ρά είχα μπει-δύο. Ότι γινόταν επεξεργασία των δερμάτων και ύστερα με κάποιο υγρό, δε θυμάμαι, τα κρεμούσαν. Εκεί πέρα, λυπόσουνα το εργατικό προσωπικό. Όπως το λυπόσουν και στο κάτω, στο Γυψάδικο. Όπως θυμάμαι τώρα, στη δεκαετία του ‘80, στα Λιπάσματα, είχε έρθει ένας φίλος. Είχε μαγαζί, απέτυχε και ήρθε στο εργατικό προσωπικό και πήγε στη μονάδα λιπασμάτων και πήγε και ένας άλλος, ένα άλλο παιδί 20 χρονών-22. Και θυμάμαι ότι έφυγα από το χημείο, για να πάω να βρω τους δικούς μου κάτω, να προσέξουν τον φίλο μου. Εντάξει, υπήρχαν τότε αυτά, έτσι; Υπάρχουν, εντάξει, και σήμερα. Και είδα τα δύο αυτά παιδιά –παιδιά ήταν τότε– στον κοκκοποιητή που τον λέγανε, που έβγαζε το λίπασμα σε κόκκους και δεν τα γνώρισα. Ήτανε άσπρα! Τη δεκαετία του ‘80.
Αλήθεια;
Άσπρα εκεί. Κοίταξε να σου πω τώρα, στην Δραπετσώνα έγινα άντρας. Η αλήθεια είναι αυτή. Η Δραπετσώνα μού διαμόρφωσε τον χαρακτήρα μου.
Και ήτανε και στο Γυψάδικο και στα Ταμπάκικα χωρίς εξοπλισμό, ε–
Χωρίς τίποτα, χύμα στο κύμα–
Ούτε μέτρα προστασίας; Έτσι εντελώς–
Έτσι παντού. Και στα τσιμέντα και παντού. Και στα καζάνια από κάτω και παντού. Μα και σήμερα, ότι κάθε μέρα υποφέρουμε. Δεν ξέρω, εντάξει, κάθε μέρα βρίζω εδώ πέρα. Ότι σήμερα έχω βάλει πέντε αναρτήσεις σκληρές, έτσι; «Φύγετε από δω.» Δηλαδή έλεος. Δηλαδή, ο Υπουργός Ναυτιλίας, το 2020, να δώσει μουλωχτά άδεια, να ρίχνει τα απόβλητα, τα καθαρά απόβλητα να μην πηγαίνουν στην Ψυτάλλεια, αλλά στη θάλασσα; Όχι ρε παιδιά, πώς να το πούμε; Γυρίζουμε στις εποχές τις παλιές, που δε θέλω να τις ζήσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μου και όλα τα παιδιά του κόσμου.
Ρύπανση του περιβάλλοντος δηλαδή–
Ναι–
Και της ατμόσφαιρας.
Ε ναι, ξανάρχισε η ρύπανση. Στην Δραπετσώνα ξανάρχισε η ρύπανση.
Και του αναπνευστικού.
Μα το αναπνευστικό, δηλαδή ότι απότομα γυρνάει ο αέρας και πάει στον Πειραιά και τους πνίγει όλους. Απότομα γυρνάει και αυτός ρίχνει τα απόβλητα έξω, όλα. Έτσι; Ότι η Ευγένεια υποφέρει, το Χατζηκυριάκειο απέναντι, υποφέρει, όλοι. Να και κάτι, ο λαός παραμένει νομίζω ο λαός ο παλιός. Λάθος λέξη. Ο λαός που φοβόταν τότε, για να κάνεις τις απεργίες και τα σχετικά, δυστυχώς φοβάται και σήμερα για να βγει στον δρόμο. Για να μη χάσει τη δουλειά του, αν έχει δουλειά, για τα παιδιά του. Δυστυχώς, εγώ που έζησα τις εποχές όλες αυτές και εγώ που αγαπάω την Δραπετσώνα. Εγώ είμαι Δραπετσωνίτης, εντάξει; Εδραιωμένος, έτσι; Γυρίζουμε στα παλιά, δηλαδή ρυπαίνουν και κάνεις ό,τι θέλεις! Κονόμα βρε και ρίξε ξέρω 'γω το βενζόλιο στη θάλασσα. Όχι. Να πας να το ρίξεις στο σπίτι σου. Εντάξει; Σε τέτοιο σημείο φτάνουμε.
Είναι αποπνικτικό.
Στα μουλωχτά, για αυτό σου λέω, ό,τι φοβόμαστε και τότε για να κάνουμε απεργίες, εγώ δεν φοβόμουνα, εντάξει; Και δεν το λέω ότι ήμουνα άντρας, ήταν έτσι, εντάξει, ότι ήτανε ρε παιδί μου τιμής ένεκεν στον πεθερό μου, έτσι. Εντάξει. Και τώρα το ίδιο, δε βγαίνει ο κόσμος στον δρόμο, φοβάται το μεροκάματο μην το χάσει. Και το κάθε, όσο απέμειναν... Αλλά υπόψη ότι τα εργοστάσια έφτιαξαν και την Δραπετσώνα, έτσι;
Στο Ταμπάκικο αντίστοιχα, η μυρωδιά ήταν αποπνικτική, ας πούμε–
Αποπνικτική.
Για όλη τη γειτονιά;
Αποπνικτική, ναι. Όχι πολύ, έτσι πέρα. Αλλά για όλη εδώ τη γειτονιά ήταν αποπνικτική. Ήτανε πολύ...
Και μπορεί να μύριζε όλη μέρα, ας πούμε;
Και όλη τη νύχτα.
Διαμαρτυρία δεν είχε γίνει ούτε γι' αυτό;
Διαμαρτυρίες στο δρόμο, δεν γινότανε. Δεν γινόταν. Γιατί τώρα ‘70-‘70-τόσο, ότι σε πηγαίνανε για κάποια Γυάρο και κάποιο ξερονήσι, έτσι;
Ήτανε και οι εποχές δηλαδή που δεν σηκώνανε εύκολα;
Γινότανε κάποιες, μουλωχτές. Στη σχολή μου, ας πούμε, είχαμε κάνει μία, επειδή δεν μας είχαν, αν θυμάμαι καλά, το ‘72; ‘73; ‘72, δεν… Μας είχαν κόψει τα εργαστήρια θυμάμαι. Και έγινε απεργία στα σκαλιά των εργαστηρίων, εντάξει εγώ την έκανα βασικά, επί Χούντας. Δηλαδή, και ύστερα που το σκέφτηκα το βράδυ, λέω: «Αμάν, τι έκανες;». Και έτσι θα ήμουνα στη Γυάρο τώρα. Κοίταξε, ήτανε δύσκολα τα πράγματα, παιδιά. Ήταν δυσκολότατα στην Δραπετσώνα. Οι άνθρωποι ήταν με σκυμμένα τα κεφάλια, έτσι; Περήφανοι άνθρωποι όλοι, με αγώνες, αλλά το κεφάλι κάτω. Δηλαδή, τώρα να βλέπεις στα Λιπάσματα τον άλλον, να είσαι ένας αξιοπρεπής εργάτης, ένας αξιοπρεπής άνθρωπος, να σπουδάζεις τα παιδιά σου και να έχεις τον κάθε εργοδηγό για να σε βρίζει από πάνω; Εντάξει, και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα και να σκύβεις το κεφάλι. Πώς να κάνεις απεργία;
Αυτό ήτανε σύνηθες που λέτε;
Σύνηθες. Μόνο στα τελευταία, που δεν γινότανε απεργίες, γύρω στο ’90 που άρχισε να κλείνει… Ότι τότε κάναμε μία απεργία και κλείσαμε, στα πλοία της Κρήτης, τον δρόμο, η μόνη ήτανε. Η μόνη… Καμιά ώρα.
[00:35:00]
Και αυτό ισχύει και για τα υπόλοιπα, όπως τα Ταμπάκικα και τα λοιπά–
Για τα πάντα, τα πάντα.
Το ίδιο πράγμα, έτσι;
Μα τα Ταμπάκικα και τα Γυψάδικα, ότι είχαν έρθει όλοι, δηλαδή, ότι ήμουνα εγώ ο κομματάρχης εδώ της περιοχής, ότι ήμουνα δεν ξέρω τα χρόνια π.χ. Ερχόταν ο νεαρός από το Αγρίνιο, είτε δεν ξέρω, η γυναίκα του και τους έλεγα: «Έλα εδώ, δουλειά θα σου βρω εγώ, έχει καλά. Στο Ταμπάκικο». Ο άλλος χαιρότανε. Δουλειά ήθελε. Ή ξέρω 'γω στο Γυψάδικο, εντάξει. Οι ανάγκες.
Γιατί, ουσιαστικά, ταυτόχρονα δίνανε και δουλειά στους κατοίκους της περιοχής, οπότε...
Οπότε τι να κάνεις;
Το φοβόντουσαν κιόλας.
Ότι αν έχεις χτίσει ένα σπιτάκι, όπως λέει και το τραγούδι, στην Δραπετσώνα, με κόπο και έχεις ακόμα τα παράθυρα για να βάλεις και τα σχετικά, τι θα κάνεις; Ότι κι αν έχεις φύγει από την παράγκα, που τα νερά δεν ξέρω τι, δίσταζες. Όπως γίνεται και σήμερα, δεν μπορείς για να κάνεις απεργία σήμερα, γιατί έτσι και κάνεις θα σου πει ο άλλος: «Έλα, φύγε». Ή να πεις ξέρω 'γω: «Κύριε προϊστάμενε, δώσε μου αντί για πεντακόσια ευρώ, πεντακόσια δέκα, γιατί δεν βγαίνω, γιατί σου προσφέρω». Θα σου πει: «Από κάτω είναι πεντακόσιοι στη σειρά».
Δυστυχώς.
Ναι, εντάξει, τα πράγματα ήρθανε όπως παλιά. Όπως το ‘70, έτσι και σήμερα. Πες μου ό,τι άλλο θέλεις να σου πω.
Οπότε ουσιαστικά η Δραπετσώνα του σήμερα έχει αρχίσει να ξαναμοιάζει–
Όχι. Η Δραπετσώνα του σήμερα δεν έχει καμία σχέση, σαν Δραπετσώνα του χθες. Καμία σχέση. Δηλαδή έτσι και έρθει ένας στην Δραπετσώνα που έχει να έρθει από τότε, θα πει: «Εντάξει παιδιά, πήγα αλλού.» Θα φύγει, θα πει: «Πού είναι η Δραπετσώνα;». Η Δραπετσώνα έχει αλλάξει τελείως, όπως και το Κερατσίνι και όλοι. Και οι άνθρωποι έχουν αλλάξει. Αλλάξει… Εντάξει, τους έκανε, οι καταστάσεις τούς έκαναν και άλλαξαν, έτσι; Δηλαδή όλα αυτά που συμβαίνουν, ακόμα και η τηλεόραση η οποία διαπλάθει χαρακτήρες, ακόμα και όλα, κι όλα. Δεν ήτανε, τότε ήμαστε όλοι ίδιο, ένα. Στην ίδια κατάντια, στην ίδια μοίρα ρε παιδί μου.
Υπήρχε αλληλεγγύη.
Ναι, άντε το μεροκάματο, έβλεπες τον άλλον και του έλεγες: «Έλα μωρέ, αγάντα ξέρω 'γω, πάμε». Εντάξει.
Και ήτανε πιο γειτονιά ίσως.
Ήτανε πιο γειτονιά. Ότι τώρα εντάξει, σου κάνει τον γείτονα και είναι...
Υπήρχε δηλαδή και εμπιστοσύνη και ασφάλεια εδώ, έτσι;
Υπήρχε ασφάλεια. Δηλαδή εγώ κοιμόμουνα, θυμάμαι, στην ταράτσα επάνω.
Δεν υπήρχε ο φόβος–
Όχι τίποτα.
Της κλοπής;
Τέντα, τα πάντα τέντα, τα πάντα όλα και στην ταράτσα επάνω και το τσιμέντο να πέφτει και το οξύ.
Το πρωί δεν ξυπνάγατε άσπρος;
Εντάξει, τα σεντόνια ήτανε άσπρα. Κοίταξε, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Τότε κάνανε μπάνια, εγώ δεν έκανα, στα Βοτσαλάκια κάτω, που λέγαμε. Και πήγαιναν όταν ήταν αντίθετος ο αέρας. Αυτό φαντάσου μόνο.
Ήταν από τότε η μόλυνση εκεί;
Μα η μόλυνση είναι... Μα τότε ήτανε πιο πολύ. Τώρα τελευταία, δεν ξέρω πόσα χρόνια, είκοσι, έχει φτιαχτεί η Ψυτάλλεια και η μόλυνση έχει φύγει. Έγινε και ο Σαρωνικός πιο καλά και όλα.
Οι σχέσεις με τους γείτονες έχουν αλλάξει;
Εμένα δεν αλλάζουν ποτέ μου με τους γείτονες. Εμένα προσωπικά. Γιατί δεν… Εντάξει, εγώ είμαι και πιο πολύ στυλ μοναχικός.
Η γειτονιά τότε όμως, ας πούμε, τότε οι γείτονες θα ήταν έξω. Θα καθόντουσαν–
Ναι, εντάξει.
Δηλαδή υπήρχε αυτή η εικόνα–
Ναι, υπήρχανε–
Περισσότερο, πιο. Που έχει χαθεί ίσως–
Εντάξει, ναι βεβαίως υπήρχε. Λίγες τηλεοράσεις τότε, ο «Άγνωστος πόλεμος» όλοι σ’ ένα σπίτι μέσα, η γειτονιά όλη και έβλεπε τον «Άγνωστο Πόλεμο» ή δεν ξέρω ποιον, αλλιώτικα.
Δεν υπήρχανε τρόποι διασκέδασης;
Δεν υπήρχανε τρόποι διασκέδασης, όχι. Και τα βράδια δεν ήταν τώρα που γυρνάμε ξέρω 'γω. Ήτανε διαφορετικά η ζωή.
Υπήρχανε εδώ έτσι συμμορίες και τα λοιπά που δρούσανε;
Όχι.
Όχι τέτοια πράγματα εδώ;
Στη Δραπετσώνα όχι παιδιά, όχι. Όχι, αν και η φήμη της είναι, Δραπετσώνα λέει, δεν ξέρω από τι. Όχι, δεν υπήρχαν.
Ήταν ασφαλής ουσιαστικά;
Ναι, και τώρα είναι η Δραπετσώνα. Και αυτό που λένε, ούτε ναρκωτικά, τίποτα, τα παιδιά εδώ είναι όλα καλά στην Δραπετσώνα. Όλα, όλα καλά. Και αν τύχει κάτι, θα είναι ξώφαλτσο.
Και παραμένει γειτονιά, κατά κάποιον τρόπο.
Ναι και παραμένει γειτονιά. Που εγώ ξέρω τώρα, ε, από την κάτω Δραπετσώνα που λέμε, όλους. «Γεια, γεια.» Δηλαδή όπου βγω, έβγαινα: «Γεια, τι κάνεις;». «Καλά είμαι, εσύ τι κάνεις;». Πού είμαστε και δεκαπέντε χιλιάδες κόσμος, δεν ξέρω πόσοι. Πόσο, δεκατρείς; Δεν ξέρω πόσο. Και όμως, είναι εντάξει. Ότι κάποιες πολυκατοικίες τώρα, μας την έσπασαν λίγο τα τελευταία χρόνια, εξαώροφες, αλλά ευτυχώς είναι λίγες.
Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση σας από δω από την περιοχή;
Έντονη; Από χαρά ή από...
Απ’ ό,τι θέλετε.
Απ’ ό,τι θέλω. Δεν έχω έντονες αναμνήσεις εγώ. Δηλαδή δεν, όχι, όχι...
Δεν έχετε κάτι που να σας έχει μείνει, συγκεκριμένο;
Όχι, τίποτα, δηλαδή όχι. Το μόνο που μου έχει μείνει, όταν πρωτοήρθα, σου λ[00:40:00]έω ότι βλέπω μία ωραία, ένα ωραίο κορίτσι, σούπερ μίνι ξέρω 'γω σαν να έπαιζε σε ταινία, ξυπόλητη. Λέω: «Ρε παιδιά, τι έγινε εδώ πέρα;». Αυτή ήταν η μόνη, η Φωφώ, ξέρει η Μαίρη, ξέρει η γυναίκα μου. Ναι αυτή μόνη, όχι. Όχι, τα υπόλοιπα όχι.
Μ.Κ.: Είναι κάτι που θέλατε εσείς να έχετε κάνει διαφορετικά; Θα αλλάζατε κάτι στη ζωή σας;
Θα άλλαζα κάτι στη ζωή μου; Θα έφευγα από την Δραπετσώνα. Αν και την αγαπάω πολύ.
Γιατί το λέτε αυτό;
Κοίταξε, έχω δει, όχι τη δυστυχία, τώρα δεν μπορώ λέξη να βρω... Δηλαδή έχω δει τους ανθρώπους να σκύβουν το κεφάλι και εγώ τους παλιούς ανθρώπους της Δραπετσώνας τούς ήξερα ψηλά το κεφάλι, το χέρι στο τραπέζι, την αντίστασή τους, τις απεργίες τους, όλα. Μία Δραπετσώνα αλλιώτικη, μία Δραπετσώνα συγκαταβατική, ήσυχη ακόμα, υπέροχη, καλή. Δεν μου κάνει μια τέτοια Δραπετσώνα, όχι.
Τώρα πια, δηλαδή θεωρείτε ότι έχει–
Τώρα πια όχι, δεν μου κάνει μια τέτοια Δραπετσώνα. Δηλαδή, δε μου κάνει, δε βρίσκω λόγια, Μαρία. Μια ήσυχη ψυχή, δηλαδή. Προτιμώ τις ανήσυχες ψυχές, όχι τις ήσυχες. Δηλαδή, καλούπι και η Δραπετσώνα. Ποια; Η Δραπετσώνα, έτσι; «Παρ' το γεράνι μας, παρ' το στεφάνι μας». Και όμως, καλούπι και αυτή, αλλά υπέροχη πάντα. Εντάξει, εγώ είμαι Δραπετσωνίτης, το λέω.
Έχει χάσει απλά ίσως αυτό το στοιχείο–
Έχει χάσει αυτή τη μαγεία ρε γαμώτο. Την ωραία τη μαγεία. Δηλαδή εδώ πέρα, στον κεντρικό δρόμο, στην 25η Μαρτίου και ότι πέρναγαν τα βαγονάκια από πάνω, οι πέτρες κάτω ξέρω 'γω, γλίστραγες, χτύπαγες, να πεις οι παράγκες... Τώρα θα μου πεις, ήθελες παράγκες; Φυσικά όχι. Ήταν αλλιώτικα.
Ναι.
Δεν ξέρω, τη Δραπετσώνα τη θέλω μπροστάρη, ρε παιδί μου, μπροστάρη, μπροστάρη. Γιατί σου λέω, η Δραπετσώνα με έκανε άντρα. Με έκανε να αλλάξω την ιδεολογία που είχα από παιδί, δηλαδή που άκουγα από παιδί. Ότι με έκανε να θέλω το δίκιο του εργάτη, που λέμε, το δίκιο του λαού, του ξέρω 'γω, του μανάβη, του μπακάλη. Και δεν το έχουνε ρε γαμώτο τώρα. Δηλαδή, βγες στον δρόμο, εντάξει. Δεν ξέρω, καλώς ή κακώς, δεν ξέρω αν σε ενδιαφέρουν κι αυτά τα πράγματα.
Με ενδιαφέρουν, φυσικά.
Δεν ξέρω αν σε κούρασα, δεν ξέρω.
Καθόλου.
Ρωτάς και σκληρότερα, απαντάω, δεν έχω πρόβλημα εγώ.
Είναι κάτι άλλο που θα θέλατε, έτσι, εσείς να προσθέσετε για την περιοχή; Για τη δουλειά σας στα Λιπάσματα ή οτιδήποτε άλλο;
Θα είχα αλλάξει πάρα πολλά πράγματα, αν ξαναξεκινούσα τώρα. Θα είχα αλλάξει... Θα κρατούσα την ίδια την οικογένειά μου φυσικά. Αυτή μόνο θα κρατούσα. Μόνο.
Δε θα είχατε δουλέψει δηλαδή εκεί, αν μπορούσατε να το αλλάξετε;
Θα είχα δουλέψει. Θα είχα δουλέψει, γιατί εμένα οι συνθήκες μου δεν ήταν άσχημες, είχα το γραφείο μου, είχα τη δουλειά μου, τα πάντα μου. Δεν μου είπε κανένας ότι τίποτε, γιατί δεν τον άφηνα για να μου πει τίποτα, έτσι; Είτε διευθυντής είτε τίποτα. Αλλά εντάξει, μου λείπει μία ζεστασιά. Παλιά, μου ερχόταν μία ζεστασιά, δηλαδή μια έτσι, το ένιωθα. Ότι τώρα μου έρχεται ένα κρύο πράγμα.
Για την περιοχή κυρίως είναι;
Ναι, που εγώ την υπεραγαπάω, έτσι; Δηλαδή, εγώ σου λέω, εδώ ζω πενήντα χρόνια, πενήντα χρόνια ακριβώς. Μία ζωή ολόκληρη. Δηλαδή, εδώ ξέρω εγώ, εδώ γιατί ήρθα παιδί, έφηβος ήρθα. Αλλά την ήθελα πιο μάγκικη, ρε παιδί μου, πιο μάγκικη με την έννοια, ναι βρε, ότι ξέρω 'γω, με μολύνεις την περιοχή, ότι θα πάμε πεντακόσιοι απ’ έξω και θα στα ξηλώσουμε να πούμε, γιατί έχουμε παιδιά, το κατάλαβες; Γιατί εμείς υποφέραμε τότε και κάναμε την κότα, ας το πω έτσι, γιατί δεν είχαμε δουλειές, εντάξει; Και τώρα θα πεις δεν έχουνε, εντάξει. Αυτό μου λείπει. Μου λείπει η παλιά Δραπετσώνα, ο μπακάλης ο παλιός, η «Τιτάνια» μού λείπει, η «Δώρα», που τώρα έχει γίνει... «Μερκούρη»;
«Μελίνα».
«Μελίνα». Η «Δώρα» μού λείπει πολύ, ότι πώς τα λένε; Τα κοκ, το μπυράλ, μου λείπουν πάρα πολύ και μου λείπει πολύ: «Γιατί κόβεις ρε χασάπη την ταινία; Γιατί κόβεις σκηνές; Γιατί κόβεις σκηνές βρε χασάπη;». Ναι, Ναι, Ναι. Ωραία πράγματα.
Αυτό το λέγατε στο σινεμά;
Όλοι, εκεί πέρα έκοβε, γιατί βλέπαμε το ίδιο έργο και μία και δυο και ο φίλος που ερχόταν, σου έλεγε: «Ρε πήγαινε αύριο στη "Δώρα", ακούς, έχει το καουμπόικο, η σκηνή είναι έτσι». Εσύ ήξερες το εφέ, αυτός ερχόταν: «Ρε χασάπη, γιατί την έκοψες την σκηνή;». Κατάλαβες; Πλάκα, ωραίες πλάκες… Ναι.
Πράγματα που έχουνε χαθεί τώρα.
Ναι, θυμάμαι τότε στην «Τιτάνια» πρέπει να ήτανε; Ναι. Χούντα τότε μιλάμε, έτσι; Ήταν ένας Δραπετσωνίτης, που τον έλεγαν Μεταξά και είχε γείρει, δηλαδή δεν, ξέρω 'γω, έτσι κάτω και έμπαινε στο σινεμά έτσι και καθόταν κάτω και του λέγανε όλοι, όλοι: «Ρε ρουφιάνε, ρε ταγματασφαλίτη, ρε Χούντα, από πότε έχεις να δεις ή[00:45:00]λιο ρε;». Ναι μεν τον έβριζαν, επειδή ξέρεις, ήταν έτσι και επειδή ήταν καρφί της αστυνομίας, αλλά όμως όταν έφευγε, έβλεπα στα πρόσωπά τους ότι το είχανε μετανιώσει. Επειδή ήταν έτσι, το κατάλαβες τώρα;
Ναι.
Ναι μεν θύμωναν για αυτό που έκανε, αλλά αυτό που έβλεπαν ύστερα, το κύρτωμα το πολύ...
Τους στεναχωρούσε; Δεν ήθελαν να–
Ναι.
Ωραία, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ ευχαριστώ.
Πάρα πολύ για τον χρόνο σας.
Δεν ξέρω, εάν σου είπα κάτι, αν όχι;
Μου είπατε πολλά ωραία και ενδιαφέροντα για την περιοχή.
Και κάτι άλλο και κλείνω με αυτό. Ο Μάρκος ο Βαμβακάρης έλεγε: «Όποιος δεν έχει περάσει τη γέφυρα της Δραπετσώνας νύχτα, δεν είναι άντρας».
Αλήθεια;
Με αυτό κλείνω.
Τρομερό. Το θεωρείτε και χαρακτηριστικό σαν...
Ναι, βεβαίως το θεωρώ, γιατί η Δραπετσώνα έβγαλε αγωνιστές, έτσι; Δεν έβγαλε ξέρω εγώ, να πούμε. Ακούστηκε η Δραπετσώνα, ακούστηκε, όλοι φυσικά ήτανε στην Ηλεκτρική και έτσι και γάζωσε τους Γερμανούς όλους [Δ.Α.]. Ήτανε στην πλατεία εδώ πέρα και εντάξει; Μετά δεν... Ο Γιώργος είναι Δραπετσωνίτης, τελείωσε. Θυμάται τους παλιούς αυτούς ανθρώπους, π.χ. τον πεθερό μου, μια χαρά.
Ναι, ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Και εγώ ευχαριστώ.
Ευχαριστώ πάλι.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Αφηγητής στην ηλικία των 18 ετών ήρθε από την Καλαμάτα και εγκαταστάθηκε στην Δραπετσώνα, όπου κατοικεί μέχρι και σήμερα. Αρχικά εργάστηκε στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων ως xημικός και εν συνεχεία σε κατασκευαστική εταιρεία. Μέσα από τη συνέντευξη αυτή, μας δίνει πληροφορίες για την οργάνωση του εργοστασίου, τις συνθήκες εργασίας και τις επιπτώσεις της λειτουργίας του στο φυσικό περιβάλλον και στην υγεία των κατοίκων της περιοχής. Τέλος, μας περιγράφει τη Δραπετσώνα που γνώρισε εκείνος, αναπολώντας παράλληλα τις αγαπημένες του συνήθειες και την παλιά του γειτονιά.
Αφηγητές/τριες
Μαίρη Φίνου "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Μαρία Κωνσταντινίδου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/08/2020
Διάρκεια
46'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Στη συνέντευξη αναφέρεται και ο οικισμός Προσήλιο Μεσσηνίας, που δεν περιλαμβάνεται στην ενότητα «Τοποθεσίες».
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Αφηγητής στην ηλικία των 18 ετών ήρθε από την Καλαμάτα και εγκαταστάθηκε στην Δραπετσώνα, όπου κατοικεί μέχρι και σήμερα. Αρχικά εργάστηκε στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων ως xημικός και εν συνεχεία σε κατασκευαστική εταιρεία. Μέσα από τη συνέντευξη αυτή, μας δίνει πληροφορίες για την οργάνωση του εργοστασίου, τις συνθήκες εργασίας και τις επιπτώσεις της λειτουργίας του στο φυσικό περιβάλλον και στην υγεία των κατοίκων της περιοχής. Τέλος, μας περιγράφει τη Δραπετσώνα που γνώρισε εκείνος, αναπολώντας παράλληλα τις αγαπημένες του συνήθειες και την παλιά του γειτονιά.
Αφηγητές/τριες
Μαίρη Φίνου "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Μαρία Κωνσταντινίδου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/08/2020
Διάρκεια
46'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Στη συνέντευξη αναφέρεται και ο οικισμός Προσήλιο Μεσσηνίας, που δεν περιλαμβάνεται στην ενότητα «Τοποθεσίες».