Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Mου έμεινε η απέχθεια στο να ακούω το μονόλογο των από πάνω»: Η προπαγάνδα της Χούντας και τα μαθητικά χρόνια επί δικτατορίας
Ενότητα 1
Παραμονές της δικτατορίας και ραδιοφωνική αναγγελία του πραξικοπήματος
00:00:00 - 00:09:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα σας. Καλημέρα σου. Θα μας πείτε το όνομά σας; Λοιπόν, ονομάζομαι Τόλης Κοΐνης, είμαι καθηγητής μαθηματικών στο 1ο ΓΕΛ Ναυπλίου…ις Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, άμα στο βρίσκανε σπίτι, θεωρείτο πολύ κακό πράμα. Αυτά γίνανε τις ημέρες του πραξικοπήματος. Άλλη ερώτηση.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το σχολείο επί Χούντας
00:09:33 - 00:25:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Στην συνέχεια τι συνέβη; Στη συνέχεια τι συνέβη. Στη συνέχεια τα σημαντικότερα στην περιοχή ήτανε 2 στο αμέσως μετά το πραξικόπημα... Πρώτο…ν λοχία δίπλα να μας δίνει κάποια παραγγέλματα, για να αλλάζουμε κάθε τόσο χέρι, να μην πιάνονται τα χέρια. Τώρα αυτά γίνανε μέχρι το 1972.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η πορεία προς την πτώση της Χούντας
00:25:50 - 00:48:40
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έχω σημειώσει σαν ημερομηνία αλλαγής τις 8 Αυγούστου του 1972. Γιατί πρώτον, άρχισε τις προπονήσεις για τη νέα σεζόν ο Πανναυπλιακός. Δεύτε…χετικά με όσα αναφέρατε πριν κλείσουμε; Όχι, όχι. Πολλά σου είπα. Ε; Καμιά ώρα φάγαμε. Λοιπόν– Ευχαριστώ πολύ. Έλα, να ‘σαι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλημέρα σας.
Καλημέρα σου.
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Λοιπόν, ονομάζομαι Τόλης Κοΐνης, είμαι καθηγητής μαθηματικών στο 1ο ΓΕΛ Ναυπλίου. Γεννήθηκα το 1957. Όταν έγινε η δικτατορία πήγαινα τετάρτη δημοτικού και όταν έπεσε, τέλειωνα την πέμπτη γυμνασίου.
Είναι Παρασκευή, 17 Ιουλίου 2020, είμαι με τον κύριο Αποστόλη Κοΐνη. Εγώ ονομάζομαι Σπύρος Παπαγεωργάκης και είμαι ερευνητής στο Istorima. Να σας ρωτήσω με τι έχετε ασχοληθεί;
Με τι έχω ασχοληθεί; Είμαι καθηγητής μαθηματικών. Κατά καιρούς κάνω και τον ερασιτέχνη δημοσιογράφο. Κάποτε ήμουνα και εκδότης εφημερίδας. Έχω διατελέσει δυο φορές πρόεδρος στη Βιβλιοθήκη. Θεωρητικά είμαι ακόμα ενεργός στο ΠΑΣΟΚ. Έχω κάνει τουλάχιστον 5 θητείες νομαρχιακή επιτροπή Αργολίδας του ΠΑΣΟΚ. Και αυτά.
Θέλετε να μας πείτε πώς βιώσατε το καθεστώς της δικτατορίας;
Να ξεκινήσουμε από την προηγούμενη μέρα ή μάλλον τις πιο προηγούμενες μέρες. Πρώτη φορά τη λέξη «Χούντα» την άκουσα εδώ μέσα στη βιβλιοθήκη. Πήγαινα τετάρτη δημοτικού και ερχόμουνα και χρησιμοποιούσα τις εγκυκλοπαίδειες τις μεγάλες, που είχαμε, κάνοντας εργασίες για το σχολείο. «Πληροφορίες» το λέγαμε τότε, τώρα το λένε «εργασίες» τα παιδιά. Τότε έγινε στην αίθουσα τη μέσα που έχουμε ως αναγνωστήριο τώρα, τότε ήταν αίθουσα διαλέξεων, έγινε μια σύσκεψη αξιωματικών και είπε κάποιο παιδί στην πλάκα από τα πιο μεγάλα που ήμαστε μαζί, γιατί το αναγνωστήριο ήτανε εδώ που έχουμε το δανειστικό τμήμα τώρα :«Ρε Χούντα κάνουνε;». Αυτή ήτανε μια πλάκα, η οποία πρέπει να συνέβη καμιά δεκαριά, δεκαπέντε μέρες πριν το πραξικόπημα. Την αμέσως προηγούμενη μέρα του πραξικοπήματος, το κύριο θέμα στο Ναύπλιο ήτανε μια παράσταση θεατρική, η θεατρική παράσταση της δίκης του Κολοκοτρώνη με ηθοποιούς που μετά γίνανε μεγάλες φίρμες, Κώστα Καζάκο, Σταύρο Παράβα και τους άλλους δεν τους θυμάμαι. Στην παράσταση αυτή μας πήγανε με τα σχολεία. Εμάς μας πήγανε σε απογευματινή παράσταση –εγώ πήγαινα τότε στο 1ο Δημοτικό Σχολείο εδώ πέρα μέσα στην παλιά πόλη– και με πήγε ο πατέρας μου μέχρι εκεί. Στο δρόμο συναντήσαμε έναν παλαιό παράγοντα του Κέντρου –απ’ την εποχή του Βενιζέλου ακόμα, μεγάλης ηλικίας άνθρωπο– και τον ρωτάει ο πατέρας μου: «Μπαρμπα-Βαγγέλη τι βλέπεις να γίνεται;». Και του λέει με μια απάθεια που μου ‘μεινε: «Τάκη μου, ή βία θα κάνουν ή νοθεία θα κάνουν», σα να περίμενε ότι κάτι θα γινότανε. Πηγαίνοντας στο θέατρο εκεί είχανε κάνει μια... Δεν ανοιγοκλείναν αυλαία αλλά σβήναν τα φώτα και αλλάζανε σκηνικά για να αλλάξουν οι πράξεις και οι σκηνές του θεατρικού έργου. Σε μια δόση κάπου μπερδευτήκανε στην αλλαγή των σκαμνιών και το να φτιάξουν την αίθουσα του δικαστηρίου –παίζαν εκεί τη δίκη του Κολοκοτρώνη ε;–, λοιπόν, λέει ένα μικρό: «Πού είναι ο Κολοκοτρώνης;» και αρχίζει μια ομάδα δεξιών μαθητών να φωνάζει μέσα στη σκοτεινή αίθουσα της Κορωνίδος, εκεί που είναι τώρα το Βασιλόπουλος το σουπερμάρκετ-: «Ε, Ε, έρχεται, ε ε έρχεται!». Το «Ε, Ε, έρχεται» ήτανε το σύνθημα των Καραμανλικών –και δεν υπήρχε τίποτα άλλο στη δεξιά εκείνη την εποχή, μόνο Καραμανλικοί– ότι τάχα μου να ξαναγυρίσει ο Καραμανλής απ’ το Παρίσι. Είχε προηγηθεί, βέβαια, είχαν οξυνθεί λιγάκι τα πολιτικά πράγματα στην περιοχή, διότι μερικές μέρες πιο πριν είχε πάει, είχε περάσει ο Αντρέας Παπανδρέου απ’ τον Ισθμό, για να πάει στην Πάτρα, και έγινε μια τεράστια λαϊκή κινητοποίηση, ούτε το '81 δεν είχε γίνει τέτοιο πράγμα, για να υποδεχθούνε τον Αντρέα μόνο που θα πέρναγε απ’ τον Ισθμό. Οπότε και τα 2 αντίπαλα στρατόπεδα ήτανε στην τσίτα εν όψει βέβαια και των εκλογών που θα γινόντουσαν τέλη του Μάη του '67. Αυτά την προηγούμενη μέρα. Ξημερώνοντας την άλλη μέρα, ακούμε στα ραδιόφωνα εμβατήρια και «αναστέλλονται τα τάδε-τάδε άρθρα του Συντάγματος και τίθεται εν ισχύ ο τάδε-τάδε νόμος του 1912 -έχει κάτι γράμματα δεν τα θυμάμαι- περί καταστάσεως πολιορκίας». Αμέσως καταλάβαμε ότι ο στρατός είχε κάνει πραξικόπημα. Σχολείο μόλις πήγαμε μας είπανε: «Παιδιά -ήταν Παρασκευή πριν του Λαζάρου-, παιδιά, δεν έχει μάθημα. Φεύγετε και θα δούμε μετά τις διακοπές πώς θα ξανανοίξουμε». Μας διώξανε. Όταν μας διώξανε, εμείς κάναμε μια βόλτα. [00:05:00]Είδαμε ότι –εδώ δεν είχαμε τανκς βέβαια, εντάξει τ’ Ανάπλι δεν είχε τανκς– είχανε βάλει ένοπλη φρουρά εδώ απέξω στη Λέσχη των Αξιωματικών, είχανε βάλει ένοπλη φρουρά στα ΚΤΕΛ –δεν ξέρω αν εκτελόντουσαν δρομολόγια– και είχανε βάλει φρουρά ένοπλη στα δικαστήρια και στον ΟΤΕ και δεν τους έφτανε αυτό, είχανε πάει πάνω στη ντάπια του Γκριμάνι και είχανε τοποθετήσει ένα πολυβόλο, ένα πολυβόλο εκεί και ένα πολυβόλο στο ρολόι. Επίσης, στην Ακροναυπλία ανοίξανε την πορτούλα που ήτανε εκεί που είναι ζωγραφισμένος ο Άγιος Χριστόφορος που είναι δίπλα στους Άγιους Αναργύρους στην πύλη της ειρήνης και μαζέψανε, ακούστηκε κάτι από κει. Όπλα; Δεν ξέρω τι είχανε, τι ήτανε κρυμμένο και χρειάστηκε εκείνη τη μέρα να τα μαζέψουνε. Περί το μεσημέρι αρχίσαν οι συλλήψεις. Συνέλαβαν κυρίως, καταρχήν συνέλαβαν όσους ήτανε εκλεγμένοι με την Αριστερά ή το Κέντρο σε διοικήσεις σωματείων, συλλόγων και τα λοιπά, είχαν δηλαδή μια συνδικαλιστική δράση. Δεύτερον και περισσότερο, συνέλαβαν από τους αριστερούς εκείνοι οι οποίοι είχανε μάχιμη δράση στο αντάρτικο και στον εμφύλιο. Λοιπόν, αυτούς τους μεταφέραν όλους στο ΚΕΜ. Αυτοί που ήταν από συνδικάτα και τα λοιπά, κεντρώοι, δημοκράτες και τα λοιπά μέχρι το Πάσχα είχαν αρχίσει και τους απελευθερώνανε. Στους άλλους, ακούστηκε τότε ότι ένα βράδυ τους δείρανε και εκ των υστέρων έχει επιβεβαιωθεί αυτό. Είπανε όμως ότι δεν τους δείρανε με τη διαταγή των αξιωματικών, αλλά ήτανε κάποιοι στρατιώτες θιασώτες του καθεστώτος οι οποίοι έδρασαν αυτοβούλως και μπήκαν με τα γκλομπ το βράδυ εκεί πέρα, στον κοιτώνα που κοιμόντουσαν και τους βαρέσανε. Μετά από 10-12 μέρες ήρθε ένα πολεμικό πλοίο απέξω –νομίζω ότι ήταν αντιτορπιλικό– και το οποίο έμεινε αρόδο, δεν έπιασε μες το λιμάνι και τους μεταφέρανε εκεί, για να σταλούν όσοι πια δεν είχαν απελευθερωθεί, για να σταλούνε για τα νησιά της, που πήγανε εξορία. 3 μήνες μετά απολύσανε όσους πια καταλάβανε ότι δεν ήταν σε θέση να αντιδράσουν στο καθεστώς. Δηλαδή ήταν ηλικιωμένοι, είχαν οικογένειες, είχανε παιδιά. Δηλαδή τώρα μιλάμε για το '67, αν οι άνθρωποι αυτοί είχανε δράσει το '40-'49, θα ήταν ήδη πενηντάρηδες, 40 με 50 ετών. Δεν ήτανε και ότι έπρεπε να δράσουν, ξέρω γω, δυναμικά. Λοιπόν, αυτούς τους απελευθέρωσαν τους περισσότερους. Μόνο ένας κάθισε στην εξορία μέχρι το '69, ο Μήτσος ο Κόλλιας, συγχωρεμένος. Ο οποίος μάλλον, του προσθέσανε εκεί και μια καταδίκη ακόμα. Δηλαδή κάποια αιτία στη διάρκεια της εξορίας, τον περάσαν ένα πρόχειρο στρατοδικείο και του προσθέσανε μια ποινή ακόμα γι’ αυτό κάθισε και βγήκε γύρω στο αρχές του ’70, απελευθερώθηκε. Ήταν ο τελευταίος από αυτούς που είχανε μπουζουριάσει την ημέρα του πραξικοπήματος. Τώρα η πρώτη αντίδραση του κόσμου στα σπίτια του ήτανε αφενός μεν να εξαφανίσει ό,τι βιβλίο, δίσκο και τα λοιπά αριστερό είχε. Θα σου πω έτσι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ένας απ’ το Κοφίνι είχε ηχογραφήσει προδικτατορικά μια ομιλία του Νικηφόρου Μανδηλαρά, του δικηγόρου στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, την οποία εκείνη την ημέρα πήρε μια γλάστρα και την έθαψε μες το φουσκί της γλάστρας. Η κασέτα βέβαια μετά το ‘74 έπαιξε και έχει διασωθεί η ομιλία. Το ίδιο έγινε για βιβλία, κυρίως εκδόσεις Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, άμα στο βρίσκανε σπίτι, θεωρείτο πολύ κακό πράμα. Αυτά γίνανε τις ημέρες του πραξικοπήματος. Άλλη ερώτηση.
Στην συνέχεια τι συνέβη;
Στη συνέχεια τι συνέβη. Στη συνέχεια τα σημαντικότερα στην περιοχή ήτανε 2 στο αμέσως μετά το πραξικόπημα... Πρώτον, η Χούντα χάρισε τα χρέη των αγροτών. Αποτέλεσμα εις ανταπόδοσιν οι χωροφύλακες στα χωριά κανονίζανε κομβόι με [00:10:00]τρακτέρ και ερχόντουσαν –κυρίως Κυριακές– περιοδεία κορνάροντας μέσα στο Ναύπλιο. Δεύτερον, ο τοπικός μοίραρχος χωροφυλακής αποφάσισε να επιβάλει τον νόμο και την τάξη και την ηθική στην περιοχή. Αποτέλεσμα ήταν κυνηγούσε τις μίνι φούστες, τα παντελόνια καμπάνες, τις φαβορίτες, τους μαλλιάδες, οτιδήποτε είχε σχέση με γεγέδικη κουλτούρα ήτανε αμέσως… Ξέρω γω, σταμάταγε στο δρόμο παιδιά και τα έστελνε να ντυθούνε ευπρεπώς, τέτοια πράματα. Αυτά ήταν τα 2 βασικά που γίνανε έτσι τέλος άνοιξης και καλοκαίρι του 67’. Άλλο πράμα εκείνη την εποχή στην περιοχή δεν έγινε. Αρχομένου τώρα του νέου σχολικού χρόνου, καταλάβαμε 2 αλλαγές στο σχολείο. Πρώτον, καταργήθηκε η δημοτική και μπήκε η απλή καθαρεύουσα. Δηλαδή στην τετάρτη μαθαίναμε «η πόλη, της πόλης», στην πέμπτη μάθαμε «η πόλις, της πόλεως». Και για να εμπεδώσουμε ακόμα αυτή τη γλώσσα, μας διακόπτανε το μάθημα, μας μοιράζανε επιστολόχαρτα. Έγραφε ο δάσκαλος μια πρόταση στον πίνακα που δεν την καταλαβαίναμε πολύ –όπως γινότανε στο μάθημα της καλλιγραφίας δηλαδή– και μας έλεγε: «Παιδιά, γράφτε το». Τι ήταν αυτό; Αυτές ήταν οι προτάσεις του λαού για το νέο χουντικό Σύνταγμα. Τις γράφαμε εμείς καθ’ υπόδειξιν του δασκάλου, κανένας άνθρωπος δεν έστειλε επιστολή στη Χούντα πώς ήθελε να είναι το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα όλοι θέλαν να ήταν αυτό που ήταν προηγούμενα. Και γράφαμε έτσι τη συνταγματική μεταρρύθμιση που ναι μεν ψηφίστηκε, γιατί έκανε και δημοψήφισμα ο Παπαδόπουλος και την πέρασε, αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ ούτε καν αυτό το Σύνταγμα που ψηφίστηκε μ’ αυτό τον τρόπο. Εκείνη την εποχή βέβαια υπήρχε στρατιωτικός νόμος. Οι περιορισμοί κυκλοφορίας κάπου το καλοκαίρι του ‘67 ατόνησαν, σταματήσανε. Στην αρχή βέβαια είχαμε απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 17:00 τ’ απόγευμα, κάτι τέτοια πράματα. Ο κόσμος, βέβαια, παράλληλα ανακάλυψε τους ξένους ραδιοσταθμούς. Δηλαδή κάποιοι που απ’ την κατοχή θυμόντουσαν τις συχνότητες του BBC, ξανάρχισαν να φτιάχνουν την ελληνική υπηρεσία του BBC και ακούγαμε εκεί μια άλλη πολιτική, μια άλλη ενημέρωση απ’ ό,τι ήτανε έτσι η καθεστωτική προπαγάνδα απ’ το κρατικό ραδιόφωνο και το ραδιόφωνο των ενόπλων δυνάμεων. Κάποιοι του ΚΚ ήξεραν και τις συχνότητες της «Φωνής της Αλήθειας», του παράνομου δηλαδή σταθμού που είχε το ΚΚΕ όλα αυτά τα χρόνια απ’ το ‘50 και μετά στις ανατολικές χώρες, ο οποίος όμως κάπου δεν έπιασε. Πολύ πριν τη διάσπαση του ΚΚΕ ο κόσμος είχε αρχίσει και δεν το πολύ άκουγε. Αντίθετα άκουγε τις, το μεσημέρι την εκπομπή του Παρισιού, το βράδυ τη Deutsche Welle, Γερμανία και 1 ή 2 εκπομπές που είχε το BBC, η οποία ήταν η άλλη ενημέρωση και κρατούσε το τι θα γινόταν και τα λοιπά.13 Δεκεμβρίου του ’67 έγινε το αντι-πραξικόπημα του βασιλιά. Εδώ δεν είχαμε τίποτα. Δηλαδή ούτε καταλάβαμε, ούτε στρατός εμφανίστηκε στους δρόμους, ούτε τίποτα. Μιας όμως και σου ανέφερα τα μέσα ενημέρωσης, θα σου πω το εξής. Εκείνη την εποχή έβγαζε ακόμα ο πατέρας μου μια εφημερίδα επαρχιακή εδώ πέρα, τοπική κάθε βδομάδα. Με το που έγινε το πραξικόπημα, επιβλήθηκε προληπτική λογοκρισία, την οποία δεν την ασκούσε η αστυνομία αλλά κατευθείαν ο στρατός. Πηγαίναν δηλαδή απ’ όλη την περιφέρεια εδώ στο ΚΕΜ, στο δεύτερο γραφείο, όπου ένας αξιωματικός διάβαζε τα προσχέδια των εφημερίδων –τυπωμένα βέβαια και τότε ήτανε δύσκολο να τυπώσεις και να βγάλεις από μέσα ολόκληρα και να ξανά στοιχειοθετήσεις–, έβαζε σε άρθρο-άρθρο μια σφραγίδα πάνω, όχι μόνο μια γενική στην εφημερίδα αλλά σε όλα τα κομμάτια της, είχανε φτάσει σε βαθμό όπου να κόψουνε και διαφήμιση. Δηλαδή θυμάμαι στην εφημερίδα του πατέρα μου σε κάτι δημοκρατικούς πολιτικούς μηχανικούς τους κόψανε την αγγελία. [00:15:00]Επεμβαίνανε δηλαδή πολύ περισσότερο έτσι, η καταπίεση που ασκούσαν στους αντιπάλους τους ήταν πολλή περισσότερη απ’ ό,τι… Εντάξει δεν ήταν μόνο πολιτική ήταν και οικονομική και κοινωνική. Τώρα από κει και μετά, το σημαντικότερο γεγονός στο Ναύπλιο ήτανε η αναγραφή ενός τεράστιου κόκκινου 1-1-4 στην από δω πλευρά του ρολογιού της πόλης πάνω, το οποίο φαινόταν βέβαια απ’ όλη την πόλη. Αυτό πρέπει να έγινε το ‘68, το φθινόπωρο. Μάλιστα κείνη την ημέρα, νωρίς το μεσημεράκι-απόγευμα είχαμε πάει, είχαμε ανέβει κι εμείς μια παρέα νεαροί και παίζαμε κει πάνω. Εκεί, αμέσως η αστυνομία -μέσω κάποιων ρουφιάνων- συνέλαβαν ένα νεαρό ελαιοχρωματιστή. Πιάσανε έναν, καταρχήν, μαζέψαν όλους τους ελαιοχρωματιστές, γιατί σκεφτήκαν ότι το σύνθημα είχε γραφτεί με ταβανόβουρτσα και μάλλον, για να ναι τόσο μεγάλο, πρέπει δίκιο να είχανε. Μιλάμε για μεγάλα γράμματα, πάνω από 2 μέτρα γράμματα, ψηφία μάλλον. Μόνο το νούμερο 1-1-4. Από τους μπογιατζήδες που μπουζουριάσανε στην αρχή, καταλήξανε σ’ έναν, ο οποίος μάλλον είχε πάει εκείνο το βράδυ για άλλη δουλειά, ερωτικής φύσεως, στην περιοχή. Και κάποιος ρουφιάνος τον είδε και είπε ότι ήταν εκεί. Εντάξει; Αυτός βασανίστηκε άγρια. Ντάξει δεν ήμουν μπροστά στους βασανισμούς, αλλά μετά όταν τον είδα ήτανε άλλος άνθρωπος, γιατί ήμασταν παλιά γείτονες. Τον οποίο του δώσανε 4 ονόματα –2 στελέχη της νεολαίας του Κέντρου και 2 στελέχη της Αριστεράς– να πει ότι τον βάλανε, ως ηθικούς αυτουργούς. Ο άνθρωπος για λόγους ηθικής τάξεως απάντησε: «Όχι, εγώ τους ανθρώπους, τους κυρίους αυτούς δεν τους ξέρω». Συνεχίσαν τα βασανιστήρια. Μόλις είδαν ότι πράγματι δεν μπορούσανε να τον βάλουνε να πει ότι υπήρχε οργάνωση από πίσω η οποία τον ώθησε να κάνει αυτό το πράμα, τον περάσαν από ένα στρατοδικείο, του δώσανε 3-3,5 χρόνια, νομίζω, φυλακή και σταμάτησε. Για αυτό το επεισόδιο έχω ακούσει –και δεν πιστεύω να υπάρχουνε πολλοί τώρα εν ζωή να το διασταυρώσουμε ή όχι– ότι ανέλαβε κάποια στιγμή κι ένας αξιωματικός της ΚΥΠ, ο οποίος τους καλούσε λέει –μάλλον μετά τους μπογιατζήδες, συνέλαβαν πάλι όσους είχανε συλλάβει στις 21 Απριλίου–, ο αξιωματικός αυτός της ΚΥΠ τους καλούσε έναν-έναν και τους παρότρυνε να οργανωθούν κατά του καθεστώτος. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Για περίπου 6 μήνες δε μίλαγε ο ένας στον άλλον. Λοιπόν, ήταν ένας πάρα πολύ ωραίος ψυχολογικός πόλεμος. Εκεί ήτανε, νομίζω ότι ήτανε το σημαντικότερο. Τώρα μαζικές οργανώσεις αντίστασης δεν υπήρχαν εδώ. Πυρήνες υπήρχαν και του ΚΚ και του Εσωτερικού και του ΠΑΚ και Καραμανλικοί. Υπήρχαν. Το μάξιμουμ διακινούσανε καμιά πληροφόρηση πιο αναλυτική ή μαζεύανε και κάνα κουπόνι. Μια ληστεία, κάτι, ένα κλέψιμο απ’ τη ΔΕΗ δυναμιτιών πρέπει να έγινε από μια ομάδα του ΠΑΚ. Δε σκάσαν όμως. Κλαπήκαν εδώ, δεν ξέρουμε πού σκάσαν. Λοιπόν. Απ’ την άλλη πλευρά, η Χούντα είχε οργανώσει τη δικιά της μαζική προπαγάνδα. Πρώτο στοιχείο ήτανε σε όλα τα μαγαζιά και τις, στα μαγαζιά και στα γραφεία και τα λοιπά να υπάρχουνε τα σύμβολα του καθεστώτος. Στην αρχή το ‘67 βάλαν υποχρεωτικά το βασιλιά. Μετά τις 13 Δεκεμβρίου, τον βασιλιά τον παρατήσανε, άρχισαν σιγά-σιγά να τον βγάζουνε –όχι αμέσως– και βάζαν τη φάτσα του Παπαδόπουλου ή το πουλί με το στρατιώτη σε κορνιζούλες να υπάρχει μες το κατάστημα, να φαίνεται ότι είναι ή κολλημένο στο τζάμι του καταστήματος, αν είχε, απέξω. Μετά, κάθε τόσο είχανε υποχρεωτικούς σημαιοστολισμούς. Όλα τα σπίτια και τα μαγαζά τη επιβλέψει του χωροφύλακα να βάζουνε μια σημαία απέξω. Φαινόταν δηλαδή σαν να ‘χαμε κάθε τόσο γιορτή. Μετά είχαμε τις εκδηλώσεις στο γήπεδο. Στο [00:20:00]γήπεδο γιορταζότανε ή η επέτειος της 21ης Απριλίου ή η επέτειος της νίκης του κυβερνητικού στρατού στον Γράμμο, στον εμφύλιο πόλεμο. Αυτό ήταν τέλη Αυγούστου. Εκεί επιστρατευόντουσαν οι μαθητές, σχολεία. Το δικό μου σχολείο, το 1ο Δημοτικό δεν είχε δείξει ιδιαίτερο ζήλο να πάρει μέρος και εγώ προσωπικά δεν είχα πάρει ποτέ ούτε κανένας συμμαθητής μου είχε πάρει ποτέ μέρος σε αυτό το πράμα. Σε άλλα σχολεία που είχα φίλους και παιδιά του βάζαν και φτιάχνανε θώρακες, για να κάνουν τις στολές αρχαίων, να κάνουνε τους αρχαίους. Συνήθως είχανε, τους μαθητές τους είχανε μόνο για αρχαίους και για τσολιάδες, γιατί τα υπόλοιπα τα αναλάμβανε ο στρατός. Δηλαδή ο στρατός, πίσω απ’ το γήπεδο, εκεί που είναι και τώρα το γήπεδο, βάζανε σακούλια πολλά με χώμα και πυροκροτητές και δυναμίτες, σκάγαν οι πυροκροτητές και οι δυναμίτες, πέφτανε καπνογόνα μες τον αγωνιστικό χώρο και εξορμούσαν μέσα από κει ο στρατός: «Αέρα, αέρα» κι έδιωχνε μια φορά τους κομμουνιστές από την κορυφογραμμή του Γράμμου κι άλλη μια φορά τους βουλευτές, γιατί οι αντίπαλοι ήταν 2: απ’ τη μια μεριά ο κομμουνισμός, απ’ την άλλη ήταν η «φαυλοκρατία». «Φαυλοκρατία» έλεγε η Χούντα την πριν της Χούντας κοινοβουλευτική δημοκρατία. Και διώχνανε τους βουλευτές από ένα, μια παράγκα που είχαν τάχα μου η βουλή, είχαν σχεδιάσει μέσα και τους διώχνανε. Πήγαινε κόσμος σε αυτές τις εκδηλώσεις. Πολύς κόσμος. Κυρίως ήτανε με παρότρυνση του χωροφύλακα κι οργανωμένα. Και οι μαθητές των παιδιών και των φαντάρων που ερχόντουσαν να δούνε το θέαμα σα να πηγαίνανε σε γυμναστικές επιδείξεις. Εντάξει. Είχε όμως κόσμο. Αυτές οι εκδηλώσεις γίνανε μέχρι και το ‘72, τη συμπλήρωση της πενταετίας από το πραξικόπημα. Επίσης, είχανε βάλει μπροστά σε κάθε είσοδο πόλεως, χωριού και τα λοιπά, μια αψίδα από [Δ.Α.] συνήθως με το πουλί και με κάποιο σύνθημα του στυλ: «Ζήτω η Εθνική Κυβέρνηση! Ζήτω η 21η Απριλίου!», διάφορα τέτοια. Όπως επίσης είχε πάει ο στρατός και είχε σκαρφαλώσει και είχε φτιάξει στην πλαγιά του Άγιου Λευτέρη απέναντι και στην πλαγιά του, από δώθε, του Άγιο Λιά, συνθήματα πάλι εθνικοπατριωτικού περιεχομένου. Τώρα μέσα στο σχολείο. Το ‘69 πήγα γυμνάσιο. Εκεί, ενώ στο δημοτικό οι δάσκαλοι δεν δείξανε ιδιαίτερο ζήλο να προπαγανδίσουν υπέρ της επαναστάσεως –κάθε άλλο μάλιστα–, στο γυμνάσιο υπήρχανε –στο εξατάξιο γυμνάσιο, έτσι;–, υπήρχανε ορισμένοι καθηγητές οι οποίοι ήσανε Παπαδοπουλικότεροι του Παπαδόπουλου. Θα σου πω το πρώτο, την πρώτη φάση. Μπαίνω πρώτη γυμνασίου τον Οκτώβριο, 1η Οκτωβρίου του 1969. Μπαίνει ένας κοντοκουρεμένος θεολόγος και λέει: «Ονομάζομαι τάδε-τάδε. Είμαι υιός στρατιωτικού και οπαδός του Αδόλφου Χίτλερ και απαιτώ να εργάζεται η τάξις ως στρατόπεδον». Ψαρωτικά μας έβαλε την ίδια πρώτη μέρα αντιγραφή για το σπίτι 3 φορές το μάθημα των θρησκευτικών. Απαγορευόταν στο σχολείο να εμφανιστείς με τζιν, με φαβορίτα, με μαλλί. Βέβαια, το άκρον άωτον ήτανε κάποιον που τον διώξανε, γιατί φόραγε κόκκινη κάλτσα. Του σήκωσαν όντως το μπατζάκι: «Κόκκινη κάλτσα; Φύγε παιδάκι μου, πήγαινε, φέρε μια κάλτσα της προκοπής κι έλα». Εννοείται ότι οι απουσίες μετράγανε μέχρι να πας να αλλάξεις την κάλτσα και να ‘ρθείς. Έπεφτε ξύλο και στο γυμνάσιο. Έμπαινε ο διευθυντής μέσα τσαμπουκά και έκανε εν ψυχρώ εξέταση σ’ όποιο μάθημα κι αν γινότανε και άπλωνε το χεράκι του και βάραγε όταν δεν ήξερες. Μιλάμε για πρώτη-δευτέρα γυμνασίου που ήμαστε εμείς τότε. Βέβαια, όλες αυτές οι βαρβαρότητες του καθεστώτος συν τω χρόνω η ίδια η κοινωνία τις είχε ξεβράσει. Καταλάβαν και οι ίδιοι ότι ήταν δακτυλοδεικτούμενοι, ότι δεν τους ήθελε κανένας. Εδώ είχαμε την τύχη στην τετάρτη γυμνασίου να μας έρθουνε 2 φιλόλογοι κάποιας μεγάλης ηλικίας. Ο Δημακόπουλος –αυτός που έγραψε το βιβλίο της γενικής παιδείας, αν το θυμάσαι– και ο Ράθωσης –ο Ράθωσης ήταν ο πρώτος μεταδικτατορικός πρόεδρος της ΟΛΜΕ–, οι οποίοι ήτανε το άλλο πράμα. Δώσανε μια άλλη έτσι, [00:25:00]πιο ελεύθερη, πιο φιλελεύθερη εικόνα μες το σχολείο και πιο ανθρώπινη και πιο ωραία. Αυτά για την περίοδο του σχολείου. Τώρα σα σχολείο το μόνο που γινόταν τότε και δε γίνεται τώρα, αλλά ήταν και με μια πιο πριν, ήτανε οι λαμπαδηφορίες. Κυρίως στην επέτειο της απελευθέρωσης του Παλαμηδιού, μας βάζανε παρέλαση νυχτερινή κρατώντας δάδες, με έναν λοχία δίπλα να μας δίνει κάποια παραγγέλματα, για να αλλάζουμε κάθε τόσο χέρι, να μην πιάνονται τα χέρια. Τώρα αυτά γίνανε μέχρι το 1972.
Έχω σημειώσει σαν ημερομηνία αλλαγής τις 8 Αυγούστου του 1972. Γιατί πρώτον, άρχισε τις προπονήσεις για τη νέα σεζόν ο Πανναυπλιακός. Δεύτερον, την ίδια μέρα έγινε η τελευταία, ο τελευταίος ανασχηματισμός της χουντικής κυβέρνησης. Και από κει και μετά τα πράματα αλλάξανε πάρα πολύ, πάρα, πάρα πολύ. Πρώτον, ενώ μέχρι τότε υπήρχε μια οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη, αρχίσανε να βγαίνουνε τα οικονομικά προβλήματα. Αρχίσαν να τσιμπάει ο πληθωρισμός. Αρχίσανε οι κινητοποιήσεις των φοιτητών. Και οι φοιτητές που ερχόντουσαν Σαββατοκύριακα μας μεταφέρανε το κλίμα της Αθήνας. Έγινε τα πρώτα στο Πολυτεχνείο το Νοέμβριο του ‘72, μετά γίνανε οι Νομικές το Φλεβάρη του ‘73, μετά είχαμε την περίφημη δήλωση του Καραμανλή, όπου για πρώτη φορά μετά το ‘67 ο Καραμανλής πήρε εντελώς οποιαδήποτε νομιμότητα απέναντι στη Χούντα και τους ζήτησε να τα μαζέψουν και να φύγουνε. Τους είχε γράψει ήδη η «Βραδινή» σ’ ένα πρωτοσέλιδο τεράστιο. Αυτό έγινε κοντά στις διακοπές του Πάσχα του ‘73. Αμέσως μετά είχαμε το κίνημα του Ναυτικού. Εκείνη την εποχή το Ναύπλιο πήρε στροφή και εκδηλωνόντουσαν οι πάντες όλοι κατά της Χούντας. Οι λόγοι ήταν οι εξής. Πρώτον, είχαν συλλάβει ως απ’ τους αρχηγούς του κινήματος του Ναυτικού έναν εξαιρετικά αγαπητό συμπολίτη, τον Αντιναύαρχο Μηναίο, που ήτανε μέχρι πριν τότε διοικητής της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Από παλιά οικογένεια, μεγάλο τζάκι, αγαπητός και σαν άνθρωπος, τον οποίον τον συλλάβανε και τον ξυλοφορτώσανε. Βέβαια είχε προηγηθεί –πάλι της ίδιας κάστας– η σύλληψη άλλου Ναυπλιώτη του Θόδωρου του Κόκκινου. Ήτανε σα στέλεχος του ΠΑΚ τότε. Γιός κι αυτός και ο ένας κι ο άλλος, γιός πρώην προπολεμικών δημάρχων, ο οποίος είχε φάει κι αυτός τις μάπες του τις σχετικές. Εκείνη την εποχή πρόεδρος Εφετών στο Ναύπλιο, είχε έρθει ο Βασίλειος Κόκκινος -αυτός ο μετέπειτα του ειδικού δικαστηρίου, τα γουνάκια. Ο Κόκκινος εκδηλώθηκε καθαρά υπέρ του Καραμανλή και κατά της Χούντας και πέρασε και ένα κλίμα σε όλο τον κόσμο που δούλευε γύρω απ’ τα δικαστήρια, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δακτυλογράφους, τα πάντα όλα στο Ναύπλιο που ήταν μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού εδώ στο κέντρο. Η Χούντα την 1η Ιουνίου του ‘73 ανακοίνωσε ότι καταργεί το βασιλιά και ότι κάνει δημοκρατία. Στο Ναύπλιο –γι’ αυτό το λόγο ή παραιτήθηκε ο ίδιος; Δε θυμάμαι– αλλάξανε δήμαρχο. Καθαιρέσανε τον μέχρι τότε διορισμένο δήμαρχο τον Τάκη το Μητρομάρα και βάλαν τον Τέλη τον Παναγιωτόπουλο, τον αρχιτέκτονα. Τώρα συνέπεσε το ένα γεγονός; Είχε κάποια σχέση με αυτή την αλλαγή; Δεν το ξέρω. Η Χούντα το καλοκαίρι εκείνο έκανε δημοψήφισμα. Στο δημοψήφισμα, σε κάποια εκλογικά κέντρα του Ναυπλίου, όπου τα πρόσεξε ο ίδιος ο Βασίλης ο Κόκκινος, πλειοψήφησε το «όχι». [00:30:00]Όχι δηλαδή στο χουντικό σύνταγμα για τα μέτρα φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος. Μετά είχαμε το Πολυτεχνείο. Το Πολυτεχνείο περίπου έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Η τοπική κοινωνία δεν το περίμενε ότι θα γίνει κάτι τέτοιο στην Αθήνα. Δεν είχε μεταφερθεί το τόσο οργισμένο κλίμα που τελικά φάνηκε ότι υπήρχε στην Αθήνα. Ο κόσμος τρομοκρατήθηκε ακούγοντας ότι πέσανε πυροβολισμοί, ότι μπήκε το τανκς, ότι επενέβη ο στρατός, ότι έβγαινε, ακούγαμε απ’ το ραδιόφωνο το «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν», διαταγή του στρατιωτικού διοικητή Αθηνών που έλεγε από τι ώρα μέχρι τι ώρα έπρεπε να κυκλοφορούμε, να μείνουμε σπίτια μας και τα λοιπά. Το σχολείο πάλι χάσαμε 2 μέρες μάθημα και την επόμενη Κυριακή απ’ το Πολυτεχνείο έγινε στις 25 Νοεμβρίου το κίνημα του Ιωαννίδη με τον οποίο διώξανε τον, καθαίρεσε τον Παπαδόπουλο ο Ιωαννίδης. Εκείνη την ημέρα γιορταζόταν εδώ το Παλαμήδι, η απελευθέρωση του Παλαμηδιού. Ήταν η πρώτη φορά όπου δε γιορτάστηκε όπως τότε μέχρι, την ημέρα τ’ Άγιου Αντρέα –δηλαδή στην επέτειο–, αλλά το μεταφέραμε –και όπως και ισχύει μέχρι τώρα– την τελευταία Κυριακή του Νοεμβρίου. Είχαν έρθει για το λόγο αυτό αγήματα του Ναυτικού και κάτι πολεμικά πλοία. Δεν έγινε τίποτα περίεργο δηλαδή, απλώς οι αξιωματικοί του Ναυτικού που ΄χαν έρθει, είχανε κλείσει με τις οικογένειές τους δωμάτια σε ξενοδοχεία, μαζευτήκαν 11 η ώρα στην παραλία και μπαρκάρανε πάλι για τα πλοία τους. Δεν υπήρξε κάτι, ούτε να τους πίεσε κανένας ούτε κάτι τέτοιο. Σα να ήταν εντελώς: «Πήραμε σήμα, πρέπει να μπούμε στα πλοία». Συλλήψεις ιδιαίτερες μετά την 25η Νοεμβρίου δε γίναν εδώ. Υπήρχε μια κατάσταση βέβαια τρομοκρατίας. Ακουγόταν ότι η ΕΣΑ επενέβαινε και συνελάμβανε και χτυπούσε οποιονδήποτε χωρίς καμία δικαστική απόφαση ή οτιδήποτε άλλο. Τυπικά δεν υπήρχε στρατιωτικός νόμος, αλλά παρόλα ταύτα η ΕΣΑ έκανε ό,τι ήθελε, τσαμπουκά. Ερχόντουσαν κάτι ομάδες περίεργες και γράφανε συνθήματα: «Κύπρος- Ένωσις- ΕΟΚΑ Β’» στους τοίχους στο Ναύπλιο και ξαναφεύγανε, δεν γραφόντουσαν από δικούς μας. Εμφανίστηκε και μια φορά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στη Νομαρχία, ο Γκιζίκης, ο διορισμένος στρατηγός Γκιζίκης, διορισμένος απ’ τη δεύτερη Χούντα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος ήτανε πολύ πρωτότυπος. Δεν απηύθυνε ούτε μια κουβέντα. Βγήκε στο μπαλκόνι έκανε έτσι ένα γειά κι έφυγε. Αλλά πια ο κόσμος αδιαφορούσε εντελώς. Τους είχε σιχαθεί. Δεν ήθελε. Ήθελε κάτι άλλο. Δηλαδή ακόμη και οι δημόσιοι υπάλληλοι που ερχόντουσαν γραμμή με το διευθυντή τους, ξέρω γω, εκεί πέρα, για να δούνε, να το παίξουν τάχα μου το κοινό όπου τον υποδέχεται τον επίσημο και αυτοί είχανε βαρεθεί. Ενώ προηγούμενα είχαμε χάσει πολλές μέρες, πολλές ώρες, μέρες μάθημα, ερχόταν, ξέρω γω, ο Παττακός για μια σύσκεψη μας παίρναν απ’ το σχολείο, μας παρατάσσανε στον τάδε δρόμο, και περιμέναμε εμείς να περάσει ο Παττακός, ο Ζωιτάκης, ξέρω γω, ο Παπαδόπουλος δεν είχε έρθει. Τότε το ‘73 πια όλος ο κόσμος τους είχε, δηλαδή μετά απ’ αυτό που ‘χε γίνει το καλοκαίρι του ‘73 με το δημοψήφισμα, το κίνημα του Ναυτικού, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα λοιπά, ο κόσμος είχε… δεν το πήγαινε. Και ερχόμαστε στο τέλος της. Το τέλος της Χούντας είχα ανέβει στην Αθήνα, για να κάνω φροντιστήριο ανάμεσα πέμπτη προς έκτη γυμνασίου. Συνέπιπτα στο φροντιστήριο μ’ ένα παιδί που ο πατέρας του ήταν αξιωματικός και υπηρετούσε στο Πεντάγωνο. Κάποια στιγμή το πρωί της 20ης Ιουλίου είχαμε μάθημα, αν και ήτανε Σάββατο, γιατί τότε κάναμε και το Σάββατο μάθημα, έρχεται ο αξιωματικός και τον παίρνει. Ανεβαίνει το παιδί πάνω μου λέει: «Φύγε». «Γιατί ρε;», του λέω. Μου λέει: «Γίνεται πόλεμος με την Τουρκία». Δεν είχα μάθει τίποτα απ’ το πρωί, δηλαδή δεν είχαμε όλη αυτή τη δυνατότητα πληροφόρησης που ‘χουμε με τα κινητά, τους υπολογιστές τώρα και τα λοιπά. Τηλεόραση στο σπίτι απ’ τους δικούς μου πέρα στην Αθήνα δεν είχα. Το ραδιάκι που είχα δεν το είχα ανοίξει το πρωί. Πήγα κατευθείαν φροντιστήριο. Δεν είχα μάθει τίποτα. Μπαίνω σ’ ένα λεωφορείο, μπαίνω σ’ ένα τρόλεϋ μπροστά απ’ το Πολυτεχνείο, για να πάω προς τα Πατήσια που έμενα. [00:35:00]Μου έκανε εντύπωση ότι ήταν ένα τρόλεϋ τίγκα στον κόσμο που κανένας δε μίλαγε. Και μια τράπεζα που είχε υποκατάστημα εκεί μετά το Μουσείο, πριν τη στροφή της Αλεξάνδρας, την είδα κλειστή. Λέω: «Αμάν, τράπεζα κλειστή; Κάτι δεν πάει, αρχίζουμε δεν πάμε καλά». Συγκοινωνία με Ναύπλιο είχε διακοπεί. Βρήκα ένα ταξί στον Κηφισό και μ’ έφερε μέχρι το Άργος. Πήγαινε στη Μεγαλόπολη, μ’ έφερε μέχρι το Άργος. Στο Άργος πήγα σε μια κατάσταση τραγική. Στο σταθμό των λεωφορείων –εκεί στον πεζόδρομο που είναι τώρα, στην πλατεία του Αγίου Πέτρου δίπλα– υπήρχε μόνο ένα παμπάλαιο λεωφορείο του ‘60 με μύτη μπροστά, το οποίο είχε έναν υπέργηρο οδηγό κι ένα πιτσιρικά 12 χρονών για εισπράκτορα. Όλους τους άλλους, όλη την οικονομία, όλη την κοινωνία με την περίφημη διαταγή επιστρατεύσεως από 18 μέχρι 41 ετών την είχαν εξαφανίσει, είχε εξαφανιστεί, είχε καταπέσει αμέσως, η κοινωνία, τα πάντα, η οικονομία, τα πάντα, όλα. Μέσα στο λεωφορείο ήταν επίστρατοι που ερχόντουσαν στο ΚΕΜ κι εγώ. Και λέει ο γέρος: «Θα κόψετε εισιτήριο». Αρχίζουν οι επίστρατοι κάτι Παναγίες, Χριστούς, «πούστη» και τα λοιπά και τα τέτοια. Σταματάμε το λεωφορείο στη Δαλαμανάρα του λένε του γέρου: «Ή σε κατεβάζουμε εδώ, ξέρουμε να οδηγάμε, με τον πιτσιρικά μαζί…». Λοιπόν, έτσι έφτασα στο Ναύπλιο. Κατεβαίνω την άλλη μέρα να πιώ καφέ στου Κατσίγιαννη. Βλέπω το γιατρό τον Χριστόπουλο –μακαρίτη τώρα– ντυμένο μισό πολίτη από πάνω, μισό στρατιώτη από κάτω. «Τι έγινε γιατρέ;». Μας λέει: «Επιτάξανε τον Αμφιτρύωνα για στρατιωτικό νοσοκομείο». Μαζί ήταν και άλλοι μασκαράδες έτσι, ήτανε οι άλλοι γιατροί που ‘χαν επιστρατευθεί, για να κάνουνε τον Αμφιτρύωνα νοσοκομείο. Όπως καταλαβαίνεις, αυτή δεν ήτανε μια κατάσταση χώρας που μπορούσε να πάει να κάνει οποιοδήποτε πόλεμο. Ήταν η πλήρης αναρχία, η πλήρης αποσάθρωση των πάντων και είχαν αρχίσει πια οι φήμες ότι η Χούντα φεύγει, η Χούντα φεύγει. Το καταλάβαμε. Ήμαστε στου Κοντογιώργου την καφετέρια και λέει ένας: «Η Χούντα φεύγει». «Ρε, πού το ξέρεις, βρε μαλάκα, ότι η Χούντα φεύγει;». «Να ρε» και πάει μέσα από του Λιανού το Greek art, βγάζει μια κασέτα με τραγούδια του Θεοδωράκη, τη βάζει σ’ ένα κασετόφωνο. «Να το, αφού παίζουμε ελεύθερα Θεοδωράκη, η Χούντα έπεσε». Έτσι έγινε η Μεταπολίτευση. Λοιπόν, αυτά. Εντάξει; Τι θες να ρωτήσεις τώρα;
Πώς αισθανθήκατε όταν μάθατε για τις εξελίξεις με την Τουρκία;
Ποιες απ’ όλες;
Τότε σε αυτό που αναφερθήκατε με το ότι γίνεται πόλεμος.
Κοίταξε κάτι. Αισθάνθηκα ότι έπρεπε να προασπίσουμε την Κύπρο. Αλλά αυτό, το οποίο έβλεπα και εξελισσότανε, ήτανε καραγκιοζιλίκι. Δηλαδή μοιράσανε όπλα χωρίς να ξέρουν που τα μοιράζουν, τι τα κάνουν. Μόλις ήρθα, πήγα σ’ ένα θείο μου. Ο θείος μου ήταν 40 χρονών τότε. Δεν τον λες και νέο. Μπαίνω στο σαλονάκι στο σπίτι του, βλέπω ένα οπλοπολυβόλο. «Αμάν -του λέω- τι είναι αυτό;». Μου λέει: «Πήγαμε να παρουσιαστούμε και μας μοιράσανε όπλα». Βέβαια, τον είχε πιάσει το μεράκι, το είχε λύσει, το είχε καθαρίσει. Του λέω: «Τι θα το κάνουμε;». «Ε -μου λέει- θα το βάλουμε στην ταράτσα, άμα έρθει κάνα αεροπλάνο θα βαρέσουμε». Δε γίνονται πόλεμοι έτσι, όπως καταλαβαίνεις. Το πιο τρομερό ήτανε ότι, μεταξύ των άλλων, στείλανε, είχα ένα μπάρμπα με πρόβλημα στο πόδι –ο οποίος δεν είχε πάει φαντάρος γι’ αυτό το λόγο, ο άνθρωπος–, του ήρθε κι αυτουνού χαρτί να πάει... Του λένε: «Πάρε όπλο». Τους λέει: «Ρε είστε καλά; Εγώ δεν έχω πιάσει όπλο ποτέ μου. Τι να το κάνω; Δεν ξέρω πώς δουλεύει τούτο το πράμα. Δεν έχω πάει φαντάρος». Σ’ έναν άλλονε ο οποίος είχε πάρα πολύ ζάχαρο και σχεδόν είχε χάσει την όρασή του του ‘ρθε να πάει να παρουσιαστεί. Πήγε να παρουσιαστεί. Έχασε στο δρόμο το... Μάλλον για το Βόλο έπρεπε να πάει, κάπου έξω απ’ τη Βέροια, λέει, τον μαζέψανε. Τον ξαναφέραν πίσω. Αυτά δεν ήτανε, δεν ήτανε δηλαδή κατάσταση. Λες ότι δεν μπορούμε μ’ αυτές τις συνθήκες να πολεμήσεις. Αλλά απ’ την άλλη ήταν και η έκπληξη. Η έκπληξη η μεγάλη ήτανε ότι πιστεύαμε ότι, εφόσον η Ελλάδα ήτανε η πιο φιλοαμερικανική χώρα που υπήρχε παγκοσμίως, η Τουρκία υποτίθεται ότι είχε κυβέρνηση τον κεντροαριστερό τον [00:40:00]Ετσεβίτ με τον Ισλαμιστή τον Ερμπακάν, οι οποίοι και από ιδεολογία ήτανε μακριά απ’ την Αμερική, το λογικό ήτανε, υπολογίζαμε ότι η Αμερική και το ΝΑΤΟ θα έπαιρνε το μέρος μας. Όταν έγινε κατανοητό πια ότι όλα αυτά δεν ισχύανε, τότε φούντωσε και ο αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα. Φούντωσε, δηλαδή σε σημείο να… Θα σου πω ένα κακό ανέκδοτο που κυκλοφορούσε τότε, για να μην πίνουμε τάχα μου Coca-Cola. Στην Coca-Cola λέει βρήκανε μέσα ένα κορδόνι. Τι ήταν το κορδόνι αυτό; Εκεί που είχαν το καζάνι και φτιάχναν την Coca-Cola έπεσε ο Πακιστανός που την έφτιαχνε, έλιωσε ο Πακιστανός μες την Coca-Cola κι έμεινε το κορδόνι του. Καταλαβαίνεις σε τι κακία είχαμε φτάσει το καλοκαίρι του ‘74. Αν έπινες Fanta, σε κοιτάγανε με μισό μάτι. H Fanta και η Coca Cola ήταν τα αμερικανικά υποτίθεται προϊόντα. Όλος αυτός ο αντιαμερικανισμός ξέσπασε και φούντωσε και…το καλοκαίρι του ‘74. Η προπαγάνδα της Χούντας άφηνε πάντα την Τουρκία στο απυρόβλητο. Η Χούντα δεν είχε... Δηλαδή τα τραγούδια όλα, τα τραγούδια που λέγανε ήτανε ή για τη νίκη του στρατού στο Γράμμο είτε για τη Βόρειο Ήπειρο, την Αλβανία ή για Βουλγαρία, για Γιουγκοσλαβία όχι για Τουρκία. Δεν υπήρχε καμία εθνικιστική προπαγάνδα. Οι Τούρκοι ήτανε φίλοι μας. Άρα τώρα… Πώς θα ήτανε φίλοι μας και θα δεχόντουσαν να κάνουμε πραξικοπηματική ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα; Αυτό κανένας δεν το καταλαβαίνει. Τι πιστεύανε; Τι είχανε κατά νου; Αλλά το κυριότερο ήταν ότι εκείνο το, εκείνες οι 3 μέρες, 20 με 24 Ιουλίου, αυτό το οποίο γινότανε με την αποτυχημένη επιστράτευση που έκανε η Χούντα ήτανε το κάτι άλλο. Ήτανε δηλαδή απερίγραπτη η κατάσταση αναρχίας και ανοργανωσιάς που είχε εμφανιστεί. Συν τω χρόνω, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ήταν ανοχύρωτα, παροπλισμένα. Ο στρατός τότε πήγε, το ‘74, δηλαδή πήγανε 2, μάλιστα με την πρώτη μονάδα πυροβολικού που πήγε στη Λήμνο, είχανε πάει και 2 Ναυπλιώτες οι οποίοι μας λέγαν ότι μέχρι τότε δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε πολυβολεία σκαμμένα, ούτε θέσεις πυροβόλων ούτε στρατόπεδο, ούτε τίποτα. Πώς θα πολεμούσαν; Αυτά τα ήξερε ο στρατός, τα ήξερε ο λαός. Επίσης βέβαια ήξερε και είχε μια… Επειδή το Γ’ Σώμα Στρατού –δεν υπήρχε Δ’ ακόμα– μέχρι τον Έβρο δηλαδή είχε ο… Ήταν υπό τη διοίκηση του στρατηγού Ντάβου, ο οποίος είχε εκδηλωθεί κατά της Χούντας και υπέρ του Καραμανλή, εν ενεργεία βέβαια αξιωματικός και ήταν από αυτούς που πιέσαν για τη Μεταπολίτευση, ότι τουλάχιστον δε θα γινόντουσαν στη Θράκη λάθη. Κάπου ο κόσμος είχε σ’ αυτόν τον άνθρωπο, είχε έτσι μια εμπιστοσύνη δεν ξέρω πώς, γιατί. Άλλο.
Να σας ρωτήσω τι συνέβαινε με τους Άλκιμους εκείνη την περίοδο;
Να σου πω. Οι Άλκιμοι ήτανε μια περιθωριακή κίνηση στη νεολαία. Δηλαδή ποτέ δεν κατάφεραν να πάρουνε τη μαζικότητα και την αποδοχή απ’ την κοινωνία που είχανε οι πρόσκοποι. Θυμάμαι το εξής ωραίο περιστατικό που ετοιμαζόμαστε να πάμε μια απ’ τις πολλές παρελάσεις που κάναμε στη Χούντα, στο σχολείο από πίσω.
Έτοιμος;
Ναι. Στο σχολείο από πίσω. Και εκεί είχαν έρθει να παραταχθούν και οι Άλκιμοι και μπουκάρει μια μάνα απ’ την Πρόνοια και τραβάει στον επικεφαλής ένα γερό βρίσιμο και του λέει: «Μη ξανακάνεις καμιά μαλακία και ξαναπάρεις το γιό μου εδώ πέρα». Σαν δείγμα. Ξεφούσκωσε πάρα πολύ γρήγορα και δεν συγκίνησε κανένα. Δηλαδή ούτε η στολή συγκινούσε ούτε τίποτα. Το μόνο το ότι είχανε κάπου νοικιάσει εδώ, στα στενά εδώ πέρα του Άγιο Νικόλα, είχανε νοικιάσει μια λέσχη που είχανε κάνα 2 ping-pong. Τίποτα άλλο. Άλλο;
[00:45:00]Πώς θα περιγράφατε το κλίμα στο σχολείο εκείνη την περίοδο;
Κοίταξε το κλίμα στο σχολείο αυτό είναι που σου περιέγραψα, ότι έπεφτε φάπα. Θα σου πω ένα παράδειγμα: Απρίλιο 1974 διεξάγεται μαθητικό σχολικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου στο γήπεδο το δικό μας. Κάποια στιγμή η ομάδα η δικιά μας –η οποία ήταν πολύ καλή ομάδα– αποκλείεται, χάνει και αποκλείεται με μια πάρα πολύ κακή διαιτησία. Κάποιοι λιμενεργάτες που ήταν εκεί πέρα τσαντίζονται, παίρνουνε χαλίκια από πάνω και αρχίζουν και καταβρέχουνε τον διαιτητή, ο οποίος ήτανε καθηγητής γυμναστής, όχι δικός μας από άλλο νομό. Το απόγευμα όλο το σχολείο εξέγερση, κατεβαίνουμε στο γήπεδο, πάει να μπει η ομάδα της Καλαμάτας που ήτανε αυτός ο γυμναστής, 200 παιδιά μπροστά στο γήπεδο: «Άμα έρθετε, θα σας δείρουμε». Περνάν 2 μέρες, συνεδριάζει ο σύλλογος καθηγητών και αποβάλει σχεδόν όλη την ποδοσφαιρική μας ομάδα. Αμέσως αποχή. Για να σπάσουνε την αποχή, μπήκανε καθηγητές μέσα στο 100 και κυκλοφορούσανε στους δρόμους κι όπου βλέπανε «Που πας;». «Σχολείο». «Πού πας;». «Σχολείο». Τώρα μόνο και μόνο το ότι δεχθήκανε και μπήκανε στο 100 τα λέει όλα. Και την άλλη μέρα –εντάξει μερικοί την κρατήσανε την αποχή–, την άλλη μέρα ήρθε ο επιθεωρητής –μάλιστα ήτανε Παρασκευή πάλι, μάλλον Σάββατο του Λαζάρου, ακριβώς Σάββατο– και λέει, έφερε το εξής παράδειγμα –είχε τότε συλλάβει η Χούντα κι είχε στείλει εξορία τον Γεώργιο Μαύρο, τον αρχηγό του Κέντρου– λέει: «Εδώ στείλανε ολόκληρο Γεώργιο Μαύρο στην εξορία. Εσάς θα σας έπαιρνε η ΕΣΑ, θα σας λιάνιζε ρε». Στα ίσα, στην αναφορά της προσευχής που κάναμε.
Τι θα λέγατε ότι σας έμεινε από εκείνη την περίοδο;
Πάρα πολλά. Πάρα πολλά. Πρώτο και κύριο μου έμεινε η απέχθεια στο να ακούω το μονόλογο των από πάνω. Σκέψου ότι η προπαγάνδα της Χούντας στο σχολείο γινότανε μέσω ενός βιβλίου Πολιτικής Αγωγής του Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου. Ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου είχε μια πολύ καλή πένα. Δεν ήτανε καμία δευτεράτζα. Παρόλα αυτά κανέναν δεν επηρέασε, γιατί ήτανε μονόλογος. Είχαμε κάθε Σάββατο την ανάλυση του Ευαγγελίου της Κυριακής, όπου κάποιοι θιασώτες έτσι, ζηλωτές θεολόγοι παρεκτρέποντο και αντί να σου πούνε για τον παραλυτικό και την κόρη του Ιαείρου αρχίσαν και λέγανε, βγάζανε ένα αντικομουνιστικό λόγο, το οποίο δεν είχες δικαίωμα να του πεις: «Ρε μάγκα τι λες; Μήπως δεν είναι έτσι;». Όχι. Τέλος. Αυτή ήταν η θέση. Αυτό το πράμα μου ΄χει μείνει να μη το θέλω με οτιδήποτε. Κι όπου βλέπω καθεστωτική απόλυτη προπαγάνδα αντιδρώ.
Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι σχετικά με όσα αναφέρατε πριν κλείσουμε;
Όχι, όχι. Πολλά σου είπα. Ε; Καμιά ώρα φάγαμε. Λοιπόν–
Ευχαριστώ πολύ.
Έλα, να ‘σαι καλά.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Πώς ήταν άραγε να είσαι μαθητής επί δικτατορίας; Με αναμνήσεις από τις προηγούμενες ημέρες του πραξικοπήματος μέχρι και την έναρξη της μεταπολίτευσης, ο Τόλης Κοΐνης ανακαλεί τα σχολικά του χρόνια την περίοδο αυτή και περιγράφει πώς βίωσε η πόλη του Ναυπλίου και δη ο μαθητικός κόσμος το δικτατορικό καθεστώς.
Αφηγητές/τριες
Τόλης Κοΐνης
Ερευνητές/τριες
Σπύρος Παπαγεωργάκης
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/07/2020
Διάρκεια
48'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Πώς ήταν άραγε να είσαι μαθητής επί δικτατορίας; Με αναμνήσεις από τις προηγούμενες ημέρες του πραξικοπήματος μέχρι και την έναρξη της μεταπολίτευσης, ο Τόλης Κοΐνης ανακαλεί τα σχολικά του χρόνια την περίοδο αυτή και περιγράφει πώς βίωσε η πόλη του Ναυπλίου και δη ο μαθητικός κόσμος το δικτατορικό καθεστώς.
Αφηγητές/τριες
Τόλης Κοΐνης
Ερευνητές/τριες
Σπύρος Παπαγεωργάκης
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/07/2020
Διάρκεια
48'