Μεταναστεύοντας από την Αλβανία στην Ελλάδα
Ενότητα 1
Τα δύσκολα χρόνια στην Αλβανία
00:00:00 - 00:11:15
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Καλησπέρα. Πώς ονομάζεστε; Ονομάζομαι Ούκου Εύα, έρχομαι από την Αλβανία. Από πόλη Ελμπασάν, από κέντρο της Αλβανίας. Ωραία…ποι τι έκαναν, και μάλιστα θυμάμαι ότι για Πρωτοχρονιά δεν έριχναν Δ.Α. –πώς τα λένε– έριχναν όπλα, σφαίρες. Ήταν πολύ φρικτή η κατάσταση.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Μετανάστευση, ζωή στην Ελλάδα, προσαρμογή
00:11:15 - 00:34:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και το '97, Μάρτιο μήνα, πήραμε την απόφαση με τον σύζυγό μου να 'ρθούμε στην Ελλάδα, να φύγουμε από όλο αυτό, δεν γινόταν. Δυσκόλεψαν πάρα …μως ήταν μεγάλη η θέληση για να ζήσουμε καλύτερα και να προχωράμε στη ζωή. Ιστορίες στη ζωή μου υπάρχουν πάρα πολλές, πάρα πολλές ιστορίες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η πρώτη φορά στην Ελλάδα και εντυπώσεις
00:34:14 - 00:42:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να κάνω κάποιες ερωτήσεις; Βεβαίως. Εγώ θα ήθελα να μου πεις αν θυμάσαι την πρώτη μέρα που ήρθες την Ελλάδα. Την εμπειρία εκείνη, πώς σου …ά σιγά, τώρα που μεγάλωσαν τα παιδιά και με τις δουλειές πλέον είναι πιο αυτό. Όμως κάθε χρόνο, ναι, σίγουρα πάμε στην Αλβανία, κάθε χρόνο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Γνωριμία με τον σύζυγο, παραδοσιακός αλβανικός γάμος
00:42:18 - 00:49:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα ήθελες να μου πεις πώς γνωρίστηκες με τον άντρα σου; Βεβαίως. Στο σχολείο κάναμε πάρτι, γινόταν συνέχεια. Με τάξεις μαζευόμασταν μέσα στ… που μεγάλωσαν πλέον και τα παιδιά, έφυγαν και αυτά, και αυτή ένιωθε μόνη της εδώ, δεν είχε κόσμο και αυτό, οπότε γύρισε πίσω στην Αλβανία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Δύσκολα χρόνια στην Αλβανία
00:49:53 - 00:59:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τον γάμο τον απόλαυσες εσύ; Αυτό το τετραήμερο; Άμα κρίνω με τα σήμερα, όχι. Εγώ πιστεύω τότε πιο πολύ γινόταν γάμος για τον κόσμο παρά γ…όμασταν και παίζαμε έξω. Πολύ έξω παίζαμε. Δεν είχαμε τον φόβο ότι θα 'ρθει κάποιος, θα μας αυτό. Όχι, δεν είχε τέτοιους φόβους τότε εμείς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Διαφορές κουλτούρας με την Ελλάδα, προσπάθειες επιστροφής στην Αλβανία
00:59:24 - 01:09:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα ήθελα να σε ρωτήσω, πέραν από την εντύπωση όταν μπήκατε στην Ελλάδα με τα Γιάννενα και το φως, που μου είπες ότι ήταν έτσι η πόλη φωταγωγ…υταία. Τώρα δεν ξέρω αν σε περίπτωση όταν μεγαλώνουμε ακόμα θα θέλουμε πάλι να γυρίσουμε πίσω. Προς το παρόν όχι, δεν έχουμε αυτή τη σκέψη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Ανάμεσα σε δύο πατρίδες
01:09:14 - 01:14:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έχω παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι που μεταναστεύουν σε μια άλλη χώρα και κάθονται πολλά χρόνια, μετά όλοι μου λένε ότι εγώ πλέον νιώθω μισός Έ…γμα αυτό. Μπράβο σας. Και να είσαι πάντα καλά σου εύχομαι. Ευχαριστώ πάρα πολύ, Εύα, και εγώ χάρηκα πάρα πολύ. Να είσαι καλά, κορίτσι μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Πώς ονομάζεστε;
Ονομάζομαι Ούκου Εύα, έρχομαι από την Αλβανία. Από πόλη Ελμπασάν, από κέντρο της Αλβανίας.
Ωραία. Ονομάζομαι Νικολέτα Λασκίδου, είναι 26 Ιανουαρίου 2022, βρισκόμαστε στον Πολύγυρο Χαλκιδικής, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και βρίσκομαι εδώ με την Εύα Ούκου. Ωραία, Εύα, ξεκινάμε.
Λοιπόν, εδώ και περίπου είκοσι πέντε χρόνια είμαι εδώ στην Ελλάδα, στον Πολύγυρο, από την αρχή ήρθα εδώ μαζί με την οικογένειά μου, παντρεμένη με δύο παιδιά. Τα παιδικά μου χρόνια, γεννήθηκα 2 Νοεμβρίου το 1969, είμαι περίπου 53 χρονών σήμερα, στην πόλη Ελμπασάν. Παιδικά χρόνια ωραία, μέσα σε μια οικογένεια, η μαμά μου ήταν νηπιαγωγός, ο μπαμπάς μου δούλευε σε μεγάλο εργοστάσιο στην Αλβανία, που λεγόταν «Μεταλουργίκ», πολύ μεγάλο εργοστάσιο. Από μια οικογένεια ήμασταν τρία παιδιά συν και οι γονείς. Έχω και άλλα δύο αδέλφια, που ήταν πιο μικρά από μένα στην ηλικία. Παιδικά χρόνια, σχετικά με τα χρόνια τότε, μέσα στην κομμουνιστική χώρα που ζούσαμε, καλά. Πήγα σχολείο, τελείωσα το δημοτικό, πήγα γυμνάσιο, τελείωσα και το γυμνάσιο. Είναι λίγο διαφορετικό το σύστημα εκεί από της Ελλάδας, μετά πήγα τελείωσα το πανεπιστήμιο, που εδώ είναι σαν να πεις τα ΤΕΙ στην Ελλάδα. Τελείωσα για χημικός. Ωραία παιδικά χρόνια, με αναμνήσεις, με πολλές παρέες, παίξαμε, κάναμε, ήμασταν πολύ αθώοι τότε, άλλα χρόνια με τα σημερινά. Είχαμε αγάπη από παντού, είχα τους παππούδες μου, που ήταν κοντά μας, οι θείοι μας. Ήμασταν δεμένοι πολύ σαν οικογένεια, πάρα πολύ δεμένοι. Γιορτές, χαρά και λύπη όλοι μαζί τα περνούσαμε τότε. Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Μετά άρχισε και γινόταν πολύ πιο δύσκολα, γιατί από μόνο του σαν μια χώρα που ήμασταν και χούντα θα έλεγα, όχι θα έλεγα, ήταν χούντα και ήταν η πιο σκληρή χούντα στις χώρες. Έλειπαν πάρα πολλά πράγματα. Όμως τότε ήμασταν τόσο κλειστά που δεν ξέραμε τι γινόταν γύρω μας. Εννοείται ότι μας είχαν κάνει λαβάς στον εγκέφαλο. Μας έδιναν και λαοτροφή σαν μόρφωση και στα σχολεία γινόταν, μας έδιναν όλα και πιστεύαμε ότι εμείς ήμαστε η πιο ευτυχισμένη χώρα, ότι δεν μας έλειπε τίποτα, ότι παντού έξω είχε καπιταλιστικό και ο κόσμος υπόφερε, ενώ εμείς ήμασταν ελεύθεροι και μπορούσαμε. Μάλιστα θυμάμαι είχαμε ένα σαν που φωνάζαμε: «Ένας για όλους και όλοι για έναν». Τελικά λέγαμε σαν εμάς δεν υπάρχει. Ενώ ήταν εντελώς αντίθετη η κατάσταση. Έλειπαν τρόφιμα, δεν είχαμε πολλά πράγματα για να πάρεις, έφτασε, εγώ το θυμάμαι καλά, ότι έφτασε για να πάμε στα σούπερ μάρκετ, γύρω στο '83 με '85, '87, δεν είχε, παίρναμε με το λόνι πράγματα. Ας πούμε ανάλογα με τα άτομα που είχε η οικογένεια έδιναν ένα κιλό κρέας ή ένα κιλό τυρί. Ήταν ανάλογο με πόσα άτομα. Τελικά άρχισε και δυσκόλεψαν πάρα πολύ τα πράγματα. Μετά που τελείωσα το σχολείο, γνώρισα τον άντρα μου, παντρευτήκαμε. Από την ίδια πόλη είναι και ο σύζυγός μου και μικρή ηλικία. Τελικά ήμασταν εγώ 17 αυτός 23. Μετά παντρευτήκαμε στα 20, στα 21 κοντά έκανα πρώτη την κόρη μου. Άρχισε το '90 με '91 έγινε η αλλαγή στην Αλβανία, ήταν που γυρίσαμε από κομμουνιστική χώρα σε δημοκρατία. Τότε έγιναν πάρα πολλά, ήταν πολύ μεγάλο γεγονός για την Αλβανία και για μας που ζούσαμε και τα βλέπαμε αυτά τα πράγματα. Ο κόσμος άρχισε και ήθελαν όλοι να φύγουν. Γινόταν κάθε μέρα και πιο πολλοί έφευγαν από την Αλβανία. Το '90 άνοιγαν οι πρεσβείες και ο κόσμος πάρα πολλοί μπήκαν μέσα στις πρεσβείες που ήταν στα Τίρανα. Κάποιες χώρες είχαν πρεσβείες, οπότε άρχισε και έμπαινε κόσμος εκεί μέσα. Το '91 έγινε μεγάλο επεισόδιο με τα καράβια που έφυγαν για την Ιταλία. Πάρα πολύς κόσμος, από μικρά παιδιά, μεγάλοι, όλοι όλοι να φύγουν. Όλοι ήταν αυτό, να φύγουν από την Αλβανία για να πάνε να δούνε την Ευρώπη. Εγώ συνέχισα, τελείωσα το σχολείο, μπήκα χημικός σε ένα μεγάλο εργοστάσιο στην πόλη μου, που ασχολιόταν με γαλακτοκομικά. Δούλεψα ήδη πέντε χρόνια εκεί, μετά σε κανένα χρόνο που παντρευτήκαμε ήρθε το παιδί, το πρώτο μας το παιδί, το κορίτσι. Κάποια στιγμή ο σύζυγός μου αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα και ήταν από τις αρχές του '91 που ερχόταν ο κόσμος, όμως δεν είχαν ανοίξει ακριβώς τα σύνορα ούτε ήταν εύκολα για βίζες και τέτοια, οπότε ερχόταν από τα βουνά. Και οπότε η απόφαση ήταν να 'ρθει μόνος του, να μη μας ταλαιπωρήσει εμένα και τη μικρή, γιατί δεν ήξερε τι θα τον περιμένει εδώ και πώς θα γινόταν τα πράγματα. Και όντως δύσκολα, περπατούσαν από τα βουνά, ώσπου έφτασαν, ήρθαν εδώ, πολύ δύσκολα, χωρίς χαρτιά δεν είσαι νόμιμος, δεν μπορείς να πας πουθενά, δεν ξέρεις τι και πώς. Οπότε γινόταν αυτό περίπου τρία τέσσερα χρόνια, ερχόταν δυο τρεις μήνες στην Ελλάδα, γυρνούσε πίσω, μετά ξανά. Το '95 κάνουμε και το άλλο το παιδί και εντάξει, πολύ ωραία, χαρούμενη οικογένεια, με δύο παιδιά, εγώ συνέχιζα δούλευα και ο σύζυγος μου μετά ερχόταν, έβρισκε δουλειά και αυτός. Το '97 έγινε κάτι πολύ μεγάλο, σιγά σιγά τότε η Αλβανία άρχισε να χτίζεται, σιγά σιγά. Γιατί οι άνθρωποι που έφευγαν έξω, έφερναν χρήματα στην Αλβανία και άρχισαν να χτίζονται σπίτια, μαγαζιά, άρχισε να λειτουργεί εντελώς αλλιώς. Το '97 γίνεται ένα πολύ μεγάλο γεγονός στην Αλβανία, ήταν ένα πράμα σαν πυραμίδα λεγόταν, που ήταν σαν χρηματιστήριο. Πάρα πολύς κόσμος έχασε τα χρήματα μέσα σε αυτό το γεγονός εκεί και έγινε τόσο μεγάλο τέτοιο που για να ρίξουν την κυβέρνηση έγινε σαν πόλεμος. Τελικά βγήκαν όπλα στους δρόμους, άνοιξαν τα στρατόπεδα, πήραν όπλα στα χέρια ως και τα μικρά παιδιά, όλοι, και έγινε πάρα πολύ δύσκολη. Έγινε χαμός, παντού άκουγες πυροβολισμούς. Ήταν τόσο φρικτή η κατάσταση, που τουλάχιστον η γενιά μας, που δεν είχαμε ζήσει πόλεμο, δεν ξέραμε από πόλεμο, νομίζαμε ότι –όχι νομίζαμε– λέγαμε είναι πόλεμος αυτό. Γιατί έπεσαν όπλα στα χέρια μικρών παιδιών, τα οποία δεν ήξεραν και τα έπαιρναν σαν παιχνίδι, και να πυροβολούν στον αέρα, χτυπούσαν και ανθρώπους στους δρόμους, χωρίς να… πάρα πολλή φρίκη. Και μάλιστα κάτι πολύ φρικτό, το σπίτι μας ήταν ημιώροφο στην Αλβανία, και από μπροστά ένα βράδυ ακούμε πυροβολισμούς, όπως ακουγόταν κάθε βράδυ βέβαια. Το ακούσαμε τόσο κοντά, που είπαμε ότι αυτό έπεσε μέσα στο σπίτι, και όντως, ανοίγω την κρεβατοκάμαρα και βλέπω ότι από το παράθυρο είχε κάνει ρογοσέ μια σφαίρα, είχε χτυπήσει πάνω [00:10:00]στο ταβάνι και από το ταβάνι απέναντι στον καθρέφτη και ακριβώς όπως είχα καθρέφτη ήταν η κούνια από το μικρό μου το παιδί και είχε πέσει μέσα στην κούνια. Το οποίο άμα ήταν το παιδί εκεί μέσα μπορεί να μην ήταν σήμερα. Και φοβηθήκαμε, δεν το συζητάμε, τότε θυμάμαι η μεγάλη μου κόρη ήταν 5 χρόνων, κάθε φορά που άκουγε αυτά έμπαινε κάτω από το τραπέζι, την είχαμε φτιάξει υποτίθεται σαν κουκλόσπιτο, το είχαμε καλύψει έτσι για να το κάνουμε σαν παιχνίδι. Όμως δεν ήταν παιχνίδι καθόλου, ήταν φρικτή η κατάσταση. Και όταν βγήκαμε έξω, είδαμε ότι όλο αυτό είχε γίνει για να σκοτώσουν μια γάτα που ήταν κάτω από το παράθυρο, ήταν σκοτωμένη η καημένη, γιατί σου λέω τα όπλα είχαν πέσει σε όλα τα χέρια. Δεν ήξεραν οι άνθρωποι τι έκαναν, και μάλιστα θυμάμαι ότι για Πρωτοχρονιά δεν έριχναν Δ.Α. –πώς τα λένε– έριχναν όπλα, σφαίρες. Ήταν πολύ φρικτή η κατάσταση.
Και το '97, Μάρτιο μήνα, πήραμε την απόφαση με τον σύζυγό μου να 'ρθούμε στην Ελλάδα, να φύγουμε από όλο αυτό, δεν γινόταν. Δυσκόλεψαν πάρα πολύ και είπαμε ότι θα 'ρθούμε στην Ελλάδα για να καλυτερέψουμε τη ζωή και προφανώς για τα παιδιά. Δεν θα το ξεχάσω, ήταν σε καμιά εβδομάδα μετά ήταν Πάσχα στην Ελλάδα και είχαμε βρεθεί στην εκκλησία εδώ στον Πολύγυρο, στην εκκλησία του Άγιου Νικόλα, μαζί με μια παρέα, που τους ξέραμε από την Αλβανία. Και την ώρα που λένε Χριστός Ανέστη και πυροβολούνε μια φορά, που λένε «ο Χριστός ζωντάνεψε» και αυτά, η κόρη μου φοβήθηκε τόσο πολύ, που κρύφτηκε κάτω από το παλτό και άρχισε να τρέμει και να πει: «Μαμά, και εδώ έχει πόλεμο;». Και τότε αυτή η φίλη μου, επειδή αυτή ζούσε εδώ, ήταν εδώ όλα αυτά τα χρόνια, μας έβλεπε και έλεγε: «Τώρα όντως καταλαβαίνω τι τραβήξατε, γιατί ναι μεν τα βλέπαμε από την τηλεόραση και όλα αυτά, όμως καμία σχέση με αυτό. Βλέπω τα μάτια της Ελένης, που δακρύζει, κλαίει και καταλαβαίνω τι φόβο και τι περάσατε εκείνη την εποχή». Σιγά σιγά περνάνε αυτά, δεν θα πω ότι τα ξεχάσαμε, απλά είναι ένα γεγονός που το αφήνεις πίσω. Μετά που ήρθαμε εδώ, πολύ δύσκολα και εδώ. Εγώ ειδικά μαζί μαζί με το παιδί, τη μεγάλη, γιατί τη μικρή την αφήσαμε, ήταν 2 χρονών και την αφήσαμε στην Αλβανία, την άφησα στη γιαγιά της. Πολύ δύσκολα, δεν ξέραμε τη γλώσσα, δεν είχαμε κανέναν, δεν είχαμε τίποτα όταν ήρθαμε. Στην αρχή έπιασε μόνο ο άντρας μου δουλειά, με τη βοήθεια αυτής της φίλης που έλεγα, που ήτανε εδώ. Βρήκαμε ένα σπίτι, μια κουβέρτα, μια κατσαρόλα και όλο αυτό. Η περιουσία μας όλη ήταν αυτό. Σιγά σιγά όμως αρχίσαμε να την παλεύουμε την κατάσταση. Είχαμε βάλει πείσμα, δεν θα γυρίσουμε πίσω. Θα την καλυτερεύσουμε τη ζωή μας, ήρθαμε για τα παιδιά και θα το παλέψουμε. Και έτσι, σιγά σιγά αρχίσαμε λίγο εδώ, λίγο εκεί, ήταν δύσκολα. Μπαίνει πρώτη τάξη η μεγάλη μου χωρίς να ξέρει γλώσσα, ενώ λίγο άρχισε να καταλαβαίνει κάποια πράγματα, όμως ήταν δύσκολα. Και τότε δεν ήταν όπως είναι τώρα που υπάρχουν δάσκαλοι που μαζεύουν τα παιδιά, βοηθάνε λίγο με τη γλώσσα. Τότε ήταν πάρα πολύ δύσκολα και δεν ήταν αυτοί, ενώ ναι μεν κάποιοι άνθρωποι άνοιγαν πόρτες, οι άλλοι ήταν και πολύ προφυλακτικοί, δεν μπορούσαν να σε δεχτούν τόσο χωρίς να σε ξέρουν. Και έναν λόγο παραπάνω όταν δεν ξέρεις και γλώσσα, δεν μπορείς να συνεννοηθείς με τους ανθρώπους, οπότε πολύ δύσκολα. Πήγαινε σχολείο, ερχόταν σπίτι έκλαιγε, κάθε μέρα έκλαιγε. Της έλειπε η γιαγιά της, της έλειπε η αδερφή της, η παρέα της. Ήταν πολύ δύσκολα. Και έλεγε κιόλας: «Δεν μπορώ να κάνω φίλους γιατί δεν μιλάω, καταλαβαίνω τι λέει ο κύριος, αλλά δεν μπορώ εγώ να σηκώσω χέρι και να μιλάω». Πολλή δυσκολία. Όμως δόξα τω Θεώ, πολύ γρήγορα, σε λίγους μήνες μπήκε πολύ καλά, άρχισε να τα μιλάει πολύ καλά τα ελληνικά. Να κάνει τους φίλους, τις παρέες της, προχωρούσε πολύ καλά με το σχολείο και έτσι μετά σε δύο χρόνια, αποφασίζουμε που εμείς πια είχαμε πιάσει και μια δουλειά, και εγώ και ο άντρας μου, η μεγάλη είχε μπει ήδη στον δρόμο με παρέες και αυτά, αποφασίσαμε να πάρουμε και την άλλη, η οποία ήταν λίγο πιο μεγάλη. Και έτσι φέραμε και την άλλη, ήταν 5 χρονών όταν ήρθε εδώ, μπήκε στον παιδικό σταθμό και προχωρούσαμε τη ζωή μας σιγά σιγά με καθημερινότητα. Καθόλου εύκολα, θα σε πω. Κάθε μέρα και από μια δυσκολία. Προσπαθούσαμε πολύ, δουλέψαμε πάρα πολύ, για να δείξουμε και ποιοι είμαστε, ότι αξίζουμε, ότι είμαστε και εμείς όπως όλοι οι άλλοι, ήρθαμε για μια καλύτερη ζωή, όμως δεν ήρθαμε ούτε να πειράζουμε κανένα, ούτε να δείξουμε κάτι άλλο εκτός από αυτό που είμαστε. Δουλέψαμε, παλέψαμε, τα παιδιά προχώρησαν, πήγαν καλά, δόξα τω Θεώ. Και οι δύο τελείωσαν σχολείο, και οι δύο τελείωσαν πανεπιστήμια. Δουλεύουν, τώρα έχουν τη ζωή τους, η μεγάλη μπήκε πρώτα φυσιοθεραπεία, μετά έδωσε κατατακτήριες, μπήκε ιατρική, τελείωσε και την ιατρική, τώρα είναι γιατρός. Η μικρή τελείωσε αισθητικός, δουλεύει σαν αισθητικός σε ένα κέντρο με έναν δερματολόγο. Είναι καλά. Εγώ συνεχίζω δουλεύω. Καθόμαστε εδώ, τα παιδιά μένουν Θεσσαλονίκη. Εγώ με τον σύζυγό μου είμαστε εδώ. Αγοράσαμε ένα σπίτι στην Ελλάδα, πλέον είπαμε ότι η ζωή μας είναι εδώ, να είμαστε κοντά με τα παιδιά, πέρασαν τόσα χρόνια, αγοράσαμε ένα μικρό σπίτι, το παλεύουμε εδώ. Και μέσα σε όλα αυτά, άλλη δυσκολία σαν μετανάστες, πιστεύω όλοι το έχουν αυτό, είναι το θέμα με τα χαρτιά. Με τις άδειες διαμονής και όλα αυτά. Βέβαια ήμασταν από τους πρώτους που ξεκινήσαμε να πάρουμε την άδεια διαμονής. Που άργησε για έναν χρόνο, πήγαινε δύο, πήγαινε τρία. Κάποια στιγμή είχε γίνει αόριστο και πώς είναι αυτά τα πράγματα, αλλάζουν οι κυβερνήσεις, αλλάζουν νόμοι, οπότε ξανά μας το γύρισαν πίσω, από το αόριστο μας το γύρισαν δεκαετία. Και μαθαίνοντας μέσα σε αυτό, από δεκαετία δεν σου ξαναδίνουν πάλι δέκα χρόνια άδεια διαμονής, το γυρνάνε πάλι για δύο χρόνια. Και σαφώς ότι είναι κοντά είκοσι πέντε χρόνια αυτά που ζω στην Ελλάδα και το πίστευα, το ήθελα και το πίστευα ότι δικαιούμαι να πάρω ελληνική υπηκοότητα. Τα παιδιά πήραν, και τα δύο τα κορίτσια μου το έχουν πάρει, και έτσι αποφάσισα να βάλω και εγώ τα χαρτιά πλέον νόμιμα. Γιατί από την πρώτη στιγμή που ήρθαμε μπήκαμε νόμιμα μέσα, κάναμε τα χαρτιά, δηλώναμε τα έσοδά μας, φορολογική δήλωση, όλα. Ό,τι υπάρχει νόμιμο βέβαια. Και οπότε αποφάσισα να κάνω τα χαρτιά για να πάρω την υπηκοότητα. Να που ξαναλλάζει η κυβέρνηση, άλλος νόμος, οπότε έπρεπε και εγώ να πάω με τον νόμο. Είπαν ότι όποιος θέλει να πάρει μετά από μια χρονική, μετά από δέκα χρόνια νόμιμα, έχει δικαιώματα να κάνει τα χαρτιά για να πάρει την ελληνική υπηκοότητα. Όμως για να πάρει αυτό έπρεπε να δώσει εξετάσεις και γραπτά και προφορικά, για να ξέρει την ιστορία της Ελλάδας, τη γεωγραφία, πολιτισμό, [00:20:00]πολιτικοί θεσμοί, νόμοι και όλα αυτά. Και μέσα σε αυτό αποφάσισα να το κάνω αυτό το πράγμα, με βοήθησαν πάρα πολύ. Τότε δούλευα σε μια οικογένεια, μεγάλωνα το παιδί τους, και η μαμά με τη γιαγιά από αυτήν την οικογένεια με έδιναν πολύ κουράγιο, μου έλεγαν: «Εύα, δώσε δυνατότητα, γιατί είσαι έξυπνη και γιατί όχι; Γιατί όχι; Πρέπει να το πάρεις» και έλεγα: «Λένα, δεν μπορώ, εγώ δεν τα μιλάω καλά τα ελληνικά, γιατί δεν τα έμαθα ποτέ σωστά» και μου λέει: «Δεν πειράζει, θα κάτσεις, θα διαβάζεις, όπου δεν μπορείς θα σε βοηθήσουμε, θα σε κάνουμε». Και έτσι έγινε, με βοήθησε πάρα πολύ, μαζί με τη μαμά τη Βούλα. Με βοήθησε να μαζέψω τα χαρτιά, να κάνω την αίτηση, γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο και για ανθρώπους που δεν ξέρουν. Να τρέχουμε σε γραφεία, να μαζέψουμε ό,τι χαρτί χρειαζόταν. Και έτσι μαζεύαμε όλο το υλικό και αυτό. Με βοήθησαν. Μέσα ιστορία, γεωγραφία, σε όλα. Πήγα έδωσα τις εξετάσεις και δόξα τω Θεώ πήγαν καλά όλα. Όχι μόνο το πήρα, το πήρα και με άριστα. Από τα 100 μονάδες πήρα 92. Πάρα πολύ καλά πήγα, οπότε τώρα περιμένω, περιμένω για να πάω για ορκωμοσία για να πάρω την ελληνική υπηκοότητα. Μέσα σε όλα μας είχαν ρωτήσει, εκτός από το άλλο, πώς προέκυψε ότι ήρθαμε στην Ελλάδα και όλα αυτά, που ήταν η ιστορία μας. Και για να είμαι ειλικρινής ένιωθα πιο σιγουριά που ήρθα στην Ελλάδα, γιατί και χάρη αυτής της φίλης μου, που ήταν Βορειοηπειρώτισσα και άκουγα τις ιστορίες της από τη μαμά της, από τη γιαγιά της, με την Ελλάδα και όλα αυτά. Ακούγαμε πολλή μουσική, διάβαζα βιβλία σχετικά με την αρχαία Ελλάδα και όλα αυτά. Μου άρεσε, δεν ξέρω γιατί όμως μου άρεσε, νόμιζα ότι ήμασταν πολύ κοντά σαν λαοί, έχουμε κοινά αρκετά και άσχετα ότι υπάρχουν σύνορα, όμως σαν λαοί έχουμε πάρα πολύ κοινά πράγματα που μας δένουν. Και έτσι είχαμε αποφασίσει βέβαια να 'ρθούμε στην Ελλάδα. Και μετά η άλλη ερώτηση, που γιατί θέλουμε ή γιατί θέλω να πάρω την υπηκοότητα, ήταν πολύ σοφή ερώτηση για μένα. Και εκτός από τον πρακτικό λόγο, που όπως σας έλεγα, λόγω χαρτιά, λόγω τρέξιμο, όλα αυτά, μπουροκρατία μέσα στα γραφεία και, και, και, που είναι ένα κομμάτι, το άλλο είναι και εθνικό κομμάτι. Ζεις σε μια χώρα, προσπαθείς να είσαι ίσα με αυτούς τους ανθρώπους, να έχεις τα δικαιώματα ίσα με αυτούς, γιατί νιώθεις τον εαυτό σου να είσαι κομμάτι αυτής της χώρας. Πλέον όταν περνάνε τα χρόνια αγαπάς τον πολιτισμό, αγαπάς την κουλτούρα από αυτήν τη χώρα, γίνεσαι πιστεύω μία με αυτό το κομμάτι. Οπότε και εγώ πιστεύω ήταν ένας σοβαρός λόγος για μένα ότι να αποφασίσω και να πάρω αυτό. Οπότε μέσα σε αυτό ήταν μεγάλο, ήταν μεγάλη η απόφαση και με γέμισε μέσα μου, με ευχαρίστησε μέσα μου. Άλλο να πω ότι είμαι και λίγο άτομο που είμαι κοινωνικό, όχι δεν δέχτηκα ρατσισμό και τέτοιο, όμως δεν έδινα σημασία. Δεν έδινα σημασία, γιατί έλεγα πάντα: «Γιατί, τι έχει αυτός που δεν έχω εγώ; Τι έχει αυτός ο άνθρωπος και δεν έχω εγώ; Κάθε ένας είναι αυτός που είναι, κάθε ένας δικαιούται γι' αυτό που είναι». Και πάντα δεν έδινα σημασία στα πράγματα, ούτε έκρυψα βέβαια πράγματα. Και στα παιδιά μας έτσι λέγαμε, ότι θα είστε περήφανοι που είστε Αλβανοί, γιατί κάθε χώρα έχει το όνομά της. Όπως εδώ τα παιδιά λέγονται Έλληνας, Ελληνίδα, εσένα θα σε πούνε Αλβανίδα, γιατί είσαι από την Αλβανία, κάποιον άλλον θα τον πούνε Γερμανό, γιατί είναι από τη Γερμανία. Να μην το παίρνετε για προσβολή αυτό το πράγμα, να δείχνετε πάντα αυτοί που είστε και άμα εσείς δέχεστε αυτό που είστε, έτσι θα σας δεχτούν και οι άλλοι. Οπότε και εγώ δεν έδινα, και γι' αυτόν τον λόγο πάντα και μέσα με ανθρώπους εδώ, έμπαινα σε συλλόγους, σύλλογο γονιών, παντού. Και μάλιστα εδώ και είναι δεκαετία τώρα, είμαι στον Σύλλογο Γυναικών στον Πολύγυρο. Τότε ήμουν στον σύλλογο όμως ήμουν για άλλους λόγους, έτσι τότε κάποιες γιορτές που έκαναν οι σύλλογοι, κάποιες εκδρομές και τέτοια. Και κάποια στιγμή πήγαμε για εκλογές και δεν θα γινόταν οι εκλογές, γιατί δεν ήταν τα άτομα που έπρεπε για το Δ.Σ. να συμπληρώνονται για να ερχόταν το άλλο Δ.Σ., οπότε αποφασίζω, σηκώνω το χέρι, ζητούσαν άτομα και λέω: «Εγώ μπορώ να προσφέρω για τον σύλλογο, τώρα είναι θέμα θα δεχτείτε ή δεν θα δεχτείτε», λέω. «Θέλετε ή δεν θέλετε να με ψηφίσετε». Εντάξει, υπήρχαν και θετικά και αρνητικά. Άκουγα και «Μπράβο, να, ήρθε, να και η Εύα, νέο αίμα, νέο κορίτσι» –γιατί τότε ήμουν και πιο μικρή– «μας φέρνει και άλλες ιδέες και πράγματα». Άκουσα και το άλλο όμως: «Μας ήρθε μια ξένη, μας ήρθε μια Αλβανίδα μέσα στο Δ.Σ.». Όμως με τη δουλειά μου, με την αγκαλιά που είχα από τον πρόεδρο, από τις άλλες, από τα άλλα μέλη του Δ.Σ., έδειξα και τη δουλειά μου και ποια είμαι και έτσι σιγά σιγά... Οπότε τώρα είναι η πέμπτη θητεία που ξανά με ψήφισαν για να βγω και είμαι χαρούμενη, νιώθω ότι αυτή τη στιγμή είμαι γεμάτη, με πάρα πολλές δυσκολίες, δεν το συζητώ, με πολλή δουλειά. Όμως νιώθω ότι είμαι γεμάτη, νιώθω ότι τον σκοπό που είχαμε βάλει μαζί με τον άντρα μου στη ζωή το καταφέραμε, γιατί βγάλαμε τα παιδιά στη ζωή. Έγιναν τα παιδιά κάτι. Μεγάλο κομμάτι ήταν η μόρφωση στα παιδιά, τα παιδιά να μπορούν να στηρίζουν στα πόδια τους, να γίνουν κάποιοι μέσα σε αυτή την κοινωνία. Να μην εξαρτώνται από τους άλλους. Οπότε πιστεύουμε σε αυτό το κομμάτι καταφέραμε κάτι. Τώρα ο σύζυγός μου πάντα ήταν πλάι μου σε αυτό, δούλεψε και αυτός πάρα πολύ, υπήρχαν και δύο ατυχήματα μέσα στη ζωή του. Μια φορά πέφτει από σκαλωσιές και σπάει τις φτέρνες, πολύ δύσκολο σπάσιμο, ακόμα και σήμερα δεν έχει συνέλθει από τέτοιο σπάσιμο. Γιατί αυτά είναι σπασίματα που ούτε κολλάνε ούτε γίνονται χειρουργεία, είναι πάρα πολύ δύσκολα. Τα καταφέρνει όμως, κουτσά στραβά τα κατάφερε. Μετά μέσα στην πανδημία παθαίνει ένα έμφραγμα, γερό χτύπημα ήταν αυτό. Το οποίο παρά τρίχα θα είχε χάσει τη ζωή, όμως, δόξα τω Θεώ, όλα πήγαν καλά. Έγινε η εγχείριση, έγινε καλά, τώρα είναι καλά, δόξα τω Θεώ, είναι καλά, προσπαθεί. Εντάξει, από δουλειά τώρα δύσκολα, όπως σε όλους είναι πολύ δύσκολο. Και λόγω πανδημίας, ήταν κρίση, ήρθε μια πανδημία, όλα αυτά, δύσκολη είναι η ζωή, για δουλειά ειδικά, όμως σιγά σιγά. Εγώ συνεχίζω να εργάζομαι, μεγαλώνω ένα άλλο παιδί τώρα. Γιατί το [00:30:00]πρώτο παιδί μεγάλωσε, πάει στον παιδικό. Τώρα έχω ένα άλλο μωρό. Μου αρέσει πάρα πολύ, είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη. Οι εργασίες μου ήταν άριστα, και με την πρώτη οικογένεια και με αυτή την οικογένεια. Με γεμίζουν, με δίνουν χαρά. Άλλο να το πεις και άλλο να το ζήσεις, αυτό είναι αλήθεια. Γιατί έλεγα δεν ξέρω αν θα μπορώ, αν θα το καταφέρω. Εντάξει, τα μωρά είναι αλλιώς, είναι άλλη ευθύνη, όμως σε γεμίζουν και σε κάνουν να τους λατρεύεις, όχι να τους αγαπάς. Από δουλειές πάρα πολλές. Στην Ελλάδα, εγώ είπα από την αρχή ότι τελείωσα, ήμουν χημικός, στην Αλβανία δούλευα σαν χημικός. Όταν ήρθα στην Ελλάδα δεν υπήρχαν τέτοιες θέσεις και τέτοιες δουλειές, οπότε για να ζήσω έπρεπε να δουλεύουμε μαζί με τον άντρα μου και ό,τι δουλειά έβγαινε βασικά. Πρώτη δουλειά ήταν να πάω σε χωράφι, να κάνουμε κλάδεμα και τσάπα, που δεν ήξερα τι ήταν η τσάπα, όμως στρώθηκα. Κάτι έκανα. Μετά ήταν να μαζεύουμε ελιές, γιατί αυτά υπήρχαν και ειδικά που δεν ήξερα και γλώσσα. Κουτσά στραβά και εκεί κάτι έκανα. Μετά άρχισα να καθαρίζω σπίτια, εντάξει, μπορώ να πω ότι πέτυχα σε καλές κυρίες, καλές κυρίες, κυρίες που με εκτιμούσαν γι' αυτή που ήμουν, με αγάπησαν και εγώ βέβαια, και μπορώ να σας πω ότι αυτά τα χρόνια που έμπαινα σε σπίτια, έβλεπα τον τρόπο της ζωής τους, έβλεπα πώς προσπαθούσαν και αυτές με τα παιδιά τους, ήταν πιο μεγάλα από τα παιδιά μου, πώς ήθελαν να προχωράν και όλα αυτά, ήταν κάθε μέρα κάτι καινούριο και κάτι μάθαινα, σαν να άνοιγε κάθε μέρα από μια σελίδα από ένα βιβλίο μεγάλο, το βιβλίο της ζωής το ονόμαζα εγώ αυτό. Γιατί κάθε μέρα μάθαινα άλλα, άλλα, άλλα πράγματα και προσπαθούσα πώς να μπορώ και εγώ να φτάσω σε αυτό. Οπότε από εκεί μετά πήγαινα σε ξενοδοχεία, και από εκεί δούλευα σε μαγαζιά, δούλευα σε γραφεία, καθάριζα σκάλες, ό,τι δουλειά υπήρχε. Ώσπου προς το τέλος τα παιδιά μεγάλωσαν, τελείωσαν τις σπουδές, μπήκαν στις δουλειές και μου είπαν: «Τώρα πρέπει, μαμά, ήρθε σιγά σιγά η ώρα να ξεκουραστείς και εσύ και ο μπαμπάς, για να δείτε λίγο αλλιώς τη ζωή». Οπότε έτσι πήρα και την απόφαση να ασχολιέμαι με baby sitter, να μεγαλώσω παιδιά. Σας είπα ότι είμαι γεμάτη από τη ζωή, όταν βλέπω, γυρνάω πίσω το κεφάλι, πολλές φορές καθόμαστε με τον άντρα και το συζητάμε, και βλέπουμε με πόσο αγώνα, με πόσο θέληση, με πόση δουλειά και χωρίς να μας προσφέρει κανείς τίποτα, γιατί όλα αυτά τα κάναμε μαζί χωρίς να μας προσφέρει κάνεις τίποτα. Είναι πολύ μεγάλη διαδρομή, όμως ήταν μεγάλη η θέληση για να ζήσουμε καλύτερα και να προχωράμε στη ζωή. Ιστορίες στη ζωή μου υπάρχουν πάρα πολλές, πάρα πολλές ιστορίες.
Να κάνω κάποιες ερωτήσεις;
Βεβαίως.
Εγώ θα ήθελα να μου πεις αν θυμάσαι την πρώτη μέρα που ήρθες την Ελλάδα. Την εμπειρία εκείνη, πώς σου φάνηκε, τι εντυπώσεις είχες όταν πάτησες το πόδι σου για πρώτη φορά εκτός της χώρας σου.
Λοιπόν, όπως σας έλεγα, το '97 στην Αλβανία ήταν πάρα πολύ δύσκολα, πάρα πολύ δύσκολα. Δεν θα το ξεχάσω, ούτε εγώ ούτε η κόρη μου η μεγάλη, που τότε ήταν 5 χρονών. Περάσαμε και ήρθαμε από την Κακαβιά και το πρώτο εντυπωσιακό και πολύ φωτεινό ήταν τα Γιάννενα. Σταματήσαμε στα Γιάννενα. Τόσα φώτα και τόσο λάμψη δεν είχα δει ούτε στην τηλεόραση, ούτε εγώ ούτε η κόρη μου. Γιατί τότε στην Αλβανία και το νερό και το ρεύμα το είχαμε με ωράριο. Είχαμε ας πούμε το βράδυ δύο ώρες ρεύμα. Όλη μέρα δεν είχαμε ρεύμα. Επίσης και το νερό. Με το νερό το κατάφερνες γιατί γέμιζες κουβάδες, γέμιζες διάφορα. Με το ρεύμα; Καθόμασταν με κεριά και ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Και όταν ήρθαμε και είδαμε τόση λάμψη, τόσα φώτα, δεν ξέρω, σας λέω δεν μπορώ να το περιγράψω. Και τώρα που το λέω ακόμα έτσι νιώθω μια… έλεγα τόσο ωραίο πράγμα; Υπάρχει; Ζούμε τέτοιο πράγμα; Τόσο πολύ, τόσο φωτεινό μας φάνηκε τότε, τόσο ωραίο πράγμα. Βέβαια, όταν ήρθα στον Πολύγυρο, επειδή αυτή η φίλη η γνωστή μας, που ήρθαμε, είχε ήδη πέντε παιδιά, ζούσε σε ένα παλιό σπίτι όλοι μαζί. Ενώ με την ιδέα ότι ερχόμαστε στην Ελλάδα και η Ελλάδα, Ελλάδα, άκουγα παντού Ελλάδα όταν ήμουνα στην Αλβανία. Ότι έρχεται από την Ελλάδα, έχει αυτό. Αλλιώς ήταν στο μυαλό και όταν μπήκα σε αυτό το σπίτι της φίλης μου με τα πέντε παιδιά, κοιμόνταν δυο δυο, γιατί ήταν πολύ μικρό, είχε μια μασίνα μέσα στο δωμάτιο, μαζεύονταν εκεί και όλο αυτό. «Ωπ» λέω «Εύα, Ελλάδα είσαι εδώ ή πού είσαι;». Όμως, εντάξει, προσπάθησε μετά η φίλη να με πει ότι μη νομίζεις δεν είναι εύκολο και εδώ και θέλει δουλειά, και έτσι ήταν βέβαια στην αρχή. Ήταν και αλλιώς ο σκοπός, γιατί τότε έλεγαν όλοι να δουλέψουμε λίγα χρόνια, να μαζέψουμε λίγα χρήματα και να γυρίσουμε πίσω. Ήταν και αυτό το όνειρο μέσα στα σχέδια και οι περισσότεροι αυτό είχαν. Εντάξει, ήταν εκεί που πετούσα πολύ ψηλά, στα ξαφνικά έπεφτα πολύ κάτω. Και ναι, αυτό ήταν, αυτή τη μασίνα μέσα στο σπίτι, όχι κρεβάτια, μιντέρια μπορώ να πω ότι ήταν. Και αυτό το παλιό σπίτι και αυτό που όταν περνάμε πάλι, γιατί είναι κοντά στη γειτονιά, πάντα το λέω και με το κορίτσι μου. «Πω πω» μου λέει «μαμά, πώς ήταν εδώ; Πώς καθίσαμε όλοι μαζί;». Γιατί πήγαμε και εμείς ήμασταν ακόμα τρεις, επτά και τρεις, δέκα άτομα σε αυτό το σπίτι. Οπότε… Όμως ήταν πολύ διαφορετικό, ήταν διαφορετικό από τη ζωή μας, από τη σκέψη μας. Ήταν πολύ διαφορετικό.
Το ταξίδι πώς μπήκατε; Μπήκατε παράνομα, πώς περάσατε τα σύνορα;
Κοίτα, η αλήθεια είναι ότι παράνομα σαν νόμιμοι. Τι θα πει αυτό; Εμείς πληρώσαμε πολλά χρήματα και ήταν η μαφία πάντα στη μέση που συνεργαζόταν από εδώ με εκεί. Εμείς πληρώσαμε χρήματα, μας κάνανε χαρτιά, μας έβγαλαν βίζες και όλα αυτά και έτσι περάσαμε σαν νόμιμοι. Όμως με ψεύτικα χαρτιά, με ψεύτικα διαβατήρια και όλα αυτά. Το μόνο καλό ήταν τότε ότι είχε ξεκινήσει στην Ελλάδα ότι όποιος ήταν έπρεπε να πάει στον ΟΑΕΔ και να γραφτεί και δίνανε την πράσινη κάρτα. Ξεκινούσαν μέσα σε αυτό να δίνουν ποιος είχε δουλειά, σπίτι, μπορούσε να πάρει την πράσινη κάρτα. Οπότε με το που ήρθαμε, πήγαμε στον ΟΑΕΔ, γραφτήκαμε, πήραμε πράσινη κάρτα. Ήμασταν από τους πρώτους, από τους πρώτους πρώτους που άρχισαν να γραφτούν. Οπότε μπήκαμε με το που ήρθαμε γίναμε νόμιμοι, γιατί περάσαμε παράνομοι.
Στην Αλβανία πηγαίνατε κάθε χρόνο; Κάνεις μια σύγκριση μέσα στο μυαλό σου; Πώς θα ήταν η ζωή εκεί άμα ζούσατε τώρα;
Νικολέτα, πάρα πολλές φορές την κάνω αυτήν την ερώτηση. Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή. Μπορεί να ήταν και πολύ καλύτερα από τις δυσκολίες που περάσαμε εδώ, μπορεί να ήταν και πολύ [00:40:00]χειρότερα. Κοίτα, η αλήθεια είναι ότι όταν ήρθα από την Αλβανία δεν ήμουν αυτή η κατηγορία ανθρώπου ότι δεν είχαν σπίτι, δεν είχαν δουλειά, δεν είχαν να φάνε, γιατί υπήρχαν και πολλοί από αυτούς που δεν είχαν να φάνε, που ήρθαν από την Αλβανία. Ότι για να βγουν... τα σπίτια τους ήταν τόσο μακριά, για να βγουν στον δρόμο, στο αυτοκίνητο, να πάρουν λεωφορείο ή ξέρω και εγώ, μπορεί να έκαναν και δύο ώρες με τα πόδια να κατεβούνε. Εγώ ήμουν από την πόλη, είχα τη δουλειά μου, είχαμε το σπίτι μας. Σχετικά ήμουν μια μεσαία τάξη και όταν ήρθα εδώ δυσκολεύτηκα, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ. Εγώ σας είπα ότι πήγα στο χωράφι και έπιασα τσάπα, που δεν ήξερα τι ήταν η τσάπα. Συνέχισα να κάνω δουλειές, καθαριότητα και τέτοια, που ούτε τα σκεφτόμουν αυτά τα πράγματα. Άμα καθόμουν στην Αλβανία δεν ξέρω, θα είχα πιάσει καμιά άλλη θέση, θα είχε πάρει άλλο δρόμο η ζωή μας; Δεν μπορώ να το ξέρω αυτό. Αυτό που λέω με σιγουριά ότι δεν μετανιώσαμε. Και προσωπικά δεν μετάνιωσα καθόλου που ήρθα. Γιατί βλέπω ότι τα παιδιά μου είναι πολύ πιο ελεύθερα, σκέφτονται πλέον εντελώς αλλιώς και από τη ζωή εκεί. Στην Αλβανία πηγαίναμε και σε είπα τα πρώτα δύο, δυόμισι χρόνια, που είχα και τη μικρή μου, κάθε τρεις μήνες πηγαίναμε και τα έβλεπα και είχαμε τους γονείς. Όχι είχαμε, όλους εκεί βέβαια βασικά, μόνο εμείς ήρθαμε. Και από το σόι του άντρα μου και από το σόι μου. Μόνο εμείς ήμασταν στην Ελλάδα, οπότε πηγαίναμε συνέχεια, κάθε τρεις μήνες. Μετά που πήραμε το παιδί, τρεις φορές τον χρόνο, δύο φορές. Τώρα, σιγά σιγά, τώρα που μεγάλωσαν τα παιδιά και με τις δουλειές πλέον είναι πιο αυτό. Όμως κάθε χρόνο, ναι, σίγουρα πάμε στην Αλβανία, κάθε χρόνο.
Θα ήθελες να μου πεις πώς γνωρίστηκες με τον άντρα σου;
Βεβαίως. Στο σχολείο κάναμε πάρτι, γινόταν συνέχεια. Με τάξεις μαζευόμασταν μέσα στο σχολείο και αυτά. Και φτιάχναμε με ζωντανή μουσική, κάναμε έτσι πάρτι, χορούς. Αυτό το στιλ έτσι, όπως ήμασταν τότε. Τότε ο άντρας μου έπαιζε ντραμς, ήταν μουσικός. Και είχε ένα γκρουπ, μια μπάντα –πώς το λέτε εσείς εδώ– και έβγαιναν σε αυτά τα πάρτι και πήγαιναν και αυτό. Και ζητάει να χορέψουμε μαζί, η αλήθεια είναι ότι ήταν όμορφος, ήταν ωραίο παλικάρι, ήταν όμορφος και εγώ μικρή ήμουν, 17 χρονών, όμως και αυτός 23 χρονών. Και έτσι όπως χορεύαμε με ζητάει, άρχισε να με ρωτάει από πού είμαι, πώς με λένε και όλα αυτά. Και ήμουν πολύ άγρια και κάποια στιγμή του λέω: «Συνέντευξη με παίρνεις ή με πήρες για να χορέψουμε;». Και τον αφήνω και πάω και κάθομαι. Και μέσα στην τάξη είχα έναν φίλο που ήταν γείτονες και ήταν πολύ φίλος με τον άντρα μου τώρα. Και πάει και του λέει: «Καλά» λέει «πολύ κατσίκα αυτή», έτσι με ονόμασε ακριβώς, «πολύ κατσίκα, άγρια κατσίκα. Εγώ από ευγένεια τη ρώτησα και αυτό. Θα δεις λέει ότι εγώ αυτή θα την κάνω γυναίκα». Ήταν σαν να με βάζει στοίχημα μαζί μου. Άρχισα μετά και εγώ. Σου είπα ήταν ωραίος, με κυνηγούσε αρκετά, δύο χρόνια με κυνηγούσε. Και στο τέλος τον ερωτεύθηκα και έτσι παντρεύτηκα. Όμως τότε ήταν εντελώς αλλιώς, δεν ξέρω, οι γνωριμίες ήταν πολύ αθώα, δεν ήξερα βέβαια. Δεν είχαμε σχέσεις πολλές, και μέσα ούτε οι οικογένειες επέτρεπαν τέτοια πράγματα. Ότι να μπορούσες, καμία σχέση με αυτά που ζουν σήμερα τα κορίτσια, και καλά κάνουν, κατά τη δική μου γνώμη, πολύ καλά κάνουν. Εγώ αυτόν γνώρισα, αυτόν πήρα. Όμως, εντάξει, δόξα τω Θεώ, με βγήκε καλά, ακόμα σήμερα που έχουμε τριάντα τέσσερα χρόνια μαζί είναι σαν να είμαστε ερωτευμένοι από την πρώτη στιγμή. Ήμασταν μικροί, μεγαλώσαμε μαζί και εντάξει, μου βγήκε καλά. Εντάξει, δόξα τω Θεώ.
Παντρευτήκατε στην Αλβανία.
Ναι, στην Αλβανία. Παντρευτήκαμε με γάμο, αυτός γαμπρός και εγώ νύφη. Άλλο αυτό, σαν γεγονός. Ας πούμε στην Αλβανία οι γάμοι είναι εντελώς αλλιώς από την Ελλάδα. Ή καλύτερα να σας πω όπως γινόταν τα παλιά χρόνια στην Ελλάδα, έτσι είναι και στην Αλβανία. Η νύφη κάνει δικό της γάμο, τραπέζι, σόγια και, και, και. Και ο γαμπρός κάνει χώρια. Ξεκινάει ο γάμος από Πέμπτη, που παίρνουν την προίκα από το σπίτι της νύφης, την πάνε το νυφικό, παίρνουν την προίκα, έχει εκεί χαρές, μουσική και όλα αυτά. Παρασκευή σε μας τότε εγώ θυμάμαι μαζεύουμε την παρέα. Πάλι νύφη, γίνεσαι νύφη. Εγώ ντύθηκα νύφη, με μουσική, ήρθαν παρέες, η παρέα από τη δουλειά της μαμάς, οι γείτονες, η παρέα μου από τη δουλειά. Και με μουσική, χορό και κεράσματα ήταν η μέρα της Παρασκευής. Το Σάββατο ήταν πάλι νύφη, με μουσική, όμως ήταν τραπέζι που γινόταν, για σόγια και αυτά, όμως ήταν από τη μεριά του κοριτσιού, της νύφης. 12 η ώρα όμως έρχεται ο γαμπρός με ένα γκρουπ από συμπεθέρια, τα λένε εδώ, ας πούμε. 12 η ώρα έρχονται στο γλέντι που κάνει το κορίτσι, κάθονται δύο ώρες, τους κερνάν και τους κάνουν. Εκεί σηκώνεσαι στον χορό μετά με τον γαμπρό, και αυτό και φεύγουν. Την Κυριακή ξαναγίνεσαι νύφη, ναι, ξέρω ότι ακούγεται λίγο και κουραστικό, ξαναγίνεσαι νύφη και ανάλογα με την ώρα που αποφασίζουν οι οικογένειες που θα έρθουν να πάρουν τη νύφη και αυτό, ξεκινάει πάλι το γλέντι στο σπίτι της νύφης, και κλάμα και χαρά και μουσική και όλα αυτά είναι πλέον τα αισθήματα είναι γεμάτο. Έρχεται ο γαμπρός, παίρνουν τη νύφη και μετά πας στο σπίτι του γαμπρού, που ξεκινάει και εκεί γλέντι. Το βράδυ, που γίνεται τραπέζι και όλα αυτά, 12 η ώρα έρχονται τα συμπεθέρια από το σόι από το κορίτσι, της νύφης. Έρχονται και αυτοί στο γλέντι, κάθονται δύο ώρες, ξέρω γω, και σηκώνονται και φεύγουν. Και έτσι μετά ξεκινάει άλλη ζωή το κορίτσι, μέσα στα... εγώ ζούσα και με τα πεθερικά βέβαια. Είχα και την πεθερά και τον πεθερό. Τότε που παντρεύτηκα ήταν ο κουνιάδος μου, ο αδερφός του συζύγου μου, που ήταν ελεύθερος. Οπότε ήμασταν όλοι μαζί. Γενικά στην Αλβανία όλοι ζούσαν μαζί. Ήταν μεγάλες οικογένειες, δεν είχαμε παντρεύεσαι και φεύγεις. Οπωσδήποτε ένα παιδί καθόταν με τους γονείς. Δεν άφηναν ποτέ τους γονείς μόνους τους. Ή να ήταν μεγάλοι ή να ήταν μικροί ή να ήταν νέοι. Εγώ όταν παντρεύτηκα, η πεθερά μου ήταν στην ηλικία μου, ήταν πολύ νέα. Και ο πεθερός μου. Παρ' όλα αυτά όμως, ήταν ότι να ζούμε μαζί, οπότε ζήσαμε μαζί εκεί. Μετά που ήρθα στην Ελλάδα, όταν έφερα και τη μικρή έφερα και τα πεθερικά μου. Ήρθαν και τα πεθερικά μου εδώ. Ο πεθερός μου κάθισε έναν χρόνο, γύρισαν πάλι πίσω με την πεθερά μου. Μετά χάνει τη ζωή του, οπότε μένει μόνη της η πεθερά. Και έτσι ξανά αποφασίσαμε και την πήραμε εδώ, που έζησε πολλά χρόνια μαζί μας, δέκα δώδεκα χρόνια ήταν εδώ μαζί, και μετά προς το τέλος, που μεγάλωσαν πλέον και τα παιδιά, έφυγαν και αυτά, και αυτή ένιωθε μόνη της εδώ, δεν είχε κόσμο και αυτό, οπότε γύρισε πίσω στην Αλβανία.
Τον γάμο τον απόλαυσες εσύ; Αυτό το τετραήμερο;
[00:50:00]Άμα κρίνω με τα σήμερα, όχι. Εγώ πιστεύω τότε πιο πολύ γινόταν γάμος για τον κόσμο παρά για την ίδια τη νύφη. Όχι, γιατί εκτός από την πολλή κούραση, δεν είχες την πρωτοβουλία να κάνεις αυτό που θέλεις. Τελικά εγώ πήρα το φουστάνι που άρεσε στην πεθερά μου, το νυφικό μου. Κάλεσαν τον κόσμο που έκριναν οι γονείς μου ότι πρέπει να 'ρθουν, ή είχαν υποχρέωση ή δεν ξέρω και τι και πώς. Το άλλο, που τώρα γελάω πολύ που το σκέφτομαι, έναν χορό δικαιούμαστε να κάνουν η νύφη, την ώρα που είπα ότι έρχεται ο γαμπρός. Όπως από 20:00 ως 00:00 είναι τέσσερις ώρες. Εκεί χόρευαν όλοι εκτός από τη νύφη ή εκτός από τον γαμπρό. Ναι, δεν άνοιγε τον χορό ούτε η νύφη ούτε ο γαμπρός. Τουλάχιστον παλιά, γιατί τώρα έχουν αλλάξει πάρα πολύ τα πράγματα. Και όποιος χόρευε, θυμάμαι, έλεγαν τώρα είναι η σειρά από το σόι της μητέρας, θα σηκώνεται ο θείος, η νύφη τσουπ, στο πόδι, για να καλοδεχτεί, με ευγένεια, να δείχνει πολύ ευγένεια ότι χορεύει ο θείος τώρα. Μετά χόρευε η θεία, μετά ένας ξάδερφος. Τελικά πολύ γέλιο, όλοι χαίρονται στον γάμο εκτός από τη νύφη και τον γαμπρό. Όμως εντάξει, είναι κάτι διαφορετικό, δεν ξέρω, έτσι ήταν, δεν μπορούσες να κάνεις διαφορετικά. Σε λέω πριν από τριάντα δύο χρόνια αυτό το πράγμα, τριάντα ένα. Πολύ διαφορετικό. Που όταν τα λέω τώρα με τα παιδιά, τα λέω στα κορίτσια μου, γελάνε πολύ και λένε γράψε κανένα παραμύθι, μαμά. Λέω δεν είναι παραμύθι, σας φαίνεται παραμύθι, όμως δεν είναι παραμύθι. Όπως επίσης, όταν λέω για τις δυσκολίες και στην Αλβανία, που σας είπα και τότε δεν υπήρχαν πράγματα, εγώ θυμάμαι ήμουν 7 χρονών, βέβαια, σαν παιδεία, σαν αυτά δούλευε άψογα σαν κομμουνιστική χώρα που ήμασταν. Γιατί όλα τα παιδιά πήγαιναν σχολείο, ήταν ως το γυμνάσιο, δημοτικό όμως εμείς είχαμε οκτώ χρόνια δημοτικό, όχι έξι όπως εδώ. Οπότε ήταν υποχρεωτικό όλοι να πάνε στο σχολείο, δεν σε αφήναν. Μέσα για την υγεία, υπουργείο υγείας μας είχαν εμβόλια, γιατρούς, νοσοκομεία, ήταν δωρεάν όλα αυτά. Όμως υπήρχε έλλειψη. Για να πάρεις γάλα, θυμάμαι ότι έπρεπε να πας να πιάσεις σειρά στο μαγαζί 3:00 τη νύχτα, 4:00, 5:00, ανάλογα. Μετά έφτασε που δεν υπήρχε γάλα, ερχόταν 50 λίτρα γάλα, τότε θυμάμαι ήταν με μπουκάλια γυάλινα. Και ήταν τελάρα με είκοσι τέσσερα μπουκάλια. Και η μαμά μου σαν νηπιαγωγός, που σε λέω, έπρεπε 5:00 να πάει να ανοίξει, άνοιγε ο παιδικός σταθμός, γιατί οι άνθρωποι πήγαιναν στα εργοστάσια και σε τέτοια, οπότε τα παιδιά από σαράντα ημερών τα πήγαιναν στον παιδικό σταθμό. Δούλευαν, δεν είχαν πού να τα αφήσουν. Οπότε πήγαινε, κρατούσε τη σειρά, ώσπου πήγαινε η ώρα για να πάει και μετά ερχόταν και με ξυπνούσε να πάω στη σειρά, να συνεχίσω να κρατάω τη σειρά, ώσπου ερχόταν το γάλα, για να πάρουμε ένα λίτρο γάλα. Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια και όταν λέω καμιά φορά: «Κοίτα, εσείς είστε μεγάλα, δεν πάτε στον φούρνο να πάρετε γάλα ή ψωμί». Και με λένε: «Ε, ρε μαμά, αυτά τα χρόνια του πολέμου», ενώ δεν ήταν πόλεμος, δεν ήταν πόλεμος. Αυτή ήταν η διαφορά, ότι δεν ήταν πόλεμος. Απλά ήταν δύσκολα χρόνια.
Ήσασταν ελεύθεροι στον δρόμο να παίζετε με τα παιδιά; Το περιβάλλον πώς ήταν κοινωνικά; Παρέες και τέτοια;
Ναι, ήταν. Αυτά ήταν όμορφα χρόνια. Αυτά ήταν. Ναι, ήμασταν ελεύθεροι, δεν φοβόμασταν. Μέσα με τις γειτονιές είχαμε πάρα πολλά παιδιά της ηλικίας που παίζαμε. Ξεχνούσαμε να πάμε σπίτι για να φάμε. Πολύ παιχνίδι και όχι παιχνίδι με τέτοια παιχνίδια που έχουν τα παιδιά και δεν ξέρουν να παίξουν. Εμείς κάναμε μπάλα από πανιά, φτιάχναμε κούκλες, εγώ θυμάμαι ότι η μαμά με είχε κεντήσει από πανί, με κέντησε μάτια, με έβαλε ξύλινα χέρια μέσα. Μετά αργά άρχισε, θυμάμαι όταν μπήκαν, γιατί τότε ο Χότζας, που ήταν χούντα, είχε κάνει σχέση και με τη Ρωσία, τον Γκορμπατσόφ, που το χάλασε μετά, και έκανε έκανε και με την Κίνα πολλά χρόνια. Και θυμάμαι όταν μπήκαν οι Κινέζοι, επειδή σας είπα ότι μέσα στην πόλη μου ήταν το πιο μεγάλο εργοστάσιο, το «Μεταλουργίκ», όλης της Αλβανίας. Και τότε εκεί ήρθαν πολλοί Κινέζοι και έβαλαν μπρος τη δουλειά και έκαναν. Και ήρθαν πάρα πολλοί Κινέζοι και τότε άρχισαν να μπαίνουν πράγματα και τα παιχνίδια, κούκλες, μπάλα. Τότε εμείς είχαμε κάτι λίγα πράγματα. Όμως παίζαμε. Πολύ παιχνίδι, πολύ παιχνίδι. Παίζαμε παιδιά, αγόρια κορίτσια μαζί. Αγόρια κορίτσια. Ήμασταν χαρούμενοι γιατί δεν ξέραμε, δεν ξέραμε, για μας αυτή ήταν η ζωή. Βέβαια είχαμε κάθε καλοκαίρι οι γονείς παίρνανε την άδεια δέκα μέρες, ξέραμε ότι εκείνη την εποχή κάπου θα πηγαίναμε. Στην παραλία λίγες μέρες. Τελικά δεν είχαμε άλλες γιορτές, είχαμε Πρωτοχρονιά, μόνο Πρωτοχρονιά, δεν είχαμε ούτε Χριστούγεννα, αυτά δεν επιτρέπονταν. Τουλάχιστον στην ηλικία μου, γιατί πιο παλιά είχαν. Είχαν και το Πάσχα, γιατί στην Αλβανία ζούνε και χριστιανοί και μουσουλμάνοι και ορθόδοξοι. Καθολικοί, συγγνώμη, καθολικοί. Και οι τρεις θρησκείες και είναι πάρα πολύ καλά μεταξύ τους. Ποτέ δεν είχαμε έτσι. Απλά επί Χότζα δεν επιτρεπόταν καθόλου η θρησκεία. Δεν είχαμε θρησκεία. Και τότε οι εκκλησίες, οι περισσότερες τις χάλασαν. Κάποιες που έμειναν τα γύρισαν σε αποθήκες. Δεν είχαμε θρησκεία, οπότε δεν επιτρεπόταν ούτε Πάσχα, ούτε Μπαϊράμι. Ήταν η Πρωτοχρονιά, μεγάλη γιορτή, ήταν η Πρωτομαγιά, που ήταν γιορτή τέτοιο και η Μέρα της Γυναίκας, που είναι λάθος. Εμείς τότε το γιορτάζαμε 8 Μαρτίου, 7 Μαρτίου είχαμε τη μέρα της... Οι δάσκαλοι γιόρταζαν 7 Μαρτίου και 8 Μαρτίου ήταν η μέρα της γυναίκας. Αυτές ήταν οι γιορτές που κάναμε στην Αλβανία. Για Πρωτομαγιά γινόταν έξω παρέλαση, έβγαιναν στον δρόμο, γινόταν μεγάλη παρέλαση, στρατιωτικές, σχολεία, με αυτά. Για τη Γιορτή της Μητέρας και της Δασκάλας πηγαίναμε λουλούδια στο σχολείο, κάναμε έτσι ποιήματα, γιορτή μικρή. Και η Πρωτοχρονιά ήταν η μεγάλη γιορτή. Όμως σαν παιδιά παίζαμε, παίζαμε πάρα πολύ. Τα θυμάμαι, είχαμε παιχνίδια. Αυτά τα παιχνίδια της ηλικίας και αυτά τα απλά, όμως ήταν παιχνίδια που τα χαιρόμασταν και παίζαμε έξω. Πολύ έξω παίζαμε. Δεν είχαμε τον φόβο ότι θα 'ρθει κάποιος, θα μας αυτό. Όχι, δεν είχε τέτοιους φόβους τότε εμείς.
Θα ήθελα να σε ρωτήσω, πέραν από την εντύπωση όταν μπήκατε στην Ελλάδα με τα Γιάννενα και το φως, που μου είπες ότι ήταν έτσι η πόλη φωταγωγημένη. Κάποια άλλη εντύπωση που σου έκανε η χώρα, που είπες ότι «αυτό δεν ήξερα ότι υπήρχε, δεν περίμενα ότι θα υπάρχει κάτι τέτοιο». Δηλαδή κάτι που να υπήρχε έλλειψη στην Αλβανία και να το βρήκες στην Ελλάδα και να ενθουσιάστηκες. Που να έπαθες σοκ.
Δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι τέτοιο, που υπήρχε κάτι τόσο τέτοιο.
[01:00:00]Όχι μόνο υλικό, και από τον τρόπο ζωής.
Ναι, αυτό πήγαινα να σε πω. Κάτι άλλο που με είχε κάνει, γιατί, όπως σας είπα, μας μένει και σαν παιδί και όταν παντρεύτηκα, είπα ότι πάντα ζούσαν μέσα μεγάλες οικογένειες και με τα πεθερικά. Τους γονείς ποτέ δεν τους άφηναν μόνους τους, να πεις ότι παντρεύομαι και πάω σε άλλο σπίτι και αφήνω δύο γονείς μεγάλη ηλικία να ζουν μόνοι τους. Πάντα οι γονείς καθόταν με τα παιδιά μέσα στο σπίτι. Έτσι ένα από τα παιδιά καθόταν εκεί μέσα και σε μικρά σπίτια. Και όταν είχα έρθει και δούλευα σε μια καφετέρια εδώ, αυτός που είχε, είχε μεγάλη οικογένεια. Είχε τρία παιδιά, βέβαια όμως πολύ μεγάλο σπίτι. Και για τα δεδομένα τα δικά μου τότε ήταν παλάτι για μένα. Και κάποια στιγμή μου είχε δώσει κάτι για να πάω στους γονείς του, που έμεναν λίγο πιο κοντά σχετικά με το καφενείο. Και όταν πήγα –ενώ τον μπαμπά του τον έβλεπα γιατί ερχόταν στο καφενείο– και όταν πάω και βλέπω τη μαμά του, που ήταν με περπατούρα τότε, μεγάλη γυναίκα, που δεν μπορούσε και αυτά, είχα πάθει ένα σοκ. Και γυρνάω και τον ρωτάω, λέω: «Θανάση, γιατί αφήσατε δύο γονείς, οι γονείς σου είναι μόνοι τους και σε τέτοια ηλικία η μαμά σου που δεν μπορεί να κουμαντάρεται, να κάνει, να αυτό. Γιατί δεν τους παίρνεις σπίτι σου;». Και μου λέει: «Πώς να τους πάρω σπίτι μου; Εγώ έχω την οικογένειά μου, έχω τα παιδιά μου, είναι η γυναίκα μου. Δεν έχω χώρο» και λέω: «Τόσο μεγάλο σπίτι δεν έχεις χώρο; Πώς πετάτε» –ακριβώς έτσι, η έκφρασή μου ήταν: «Πώς πετάτε έτσι τους γονείς; Αυτοί τώρα έχουν ανάγκη για σας» και λέει: «Ποιος είπε ότι τα πετάμε; Εγώ πάω κάθε μέρα και άμα τους λείπει κάτι». Μου φαινόταν τόσο φρικτό, τόσο τρομερό αυτό το πράγμα, που χρησιμοποίησα τη λέξη «πώς πετάτε τους γονείς». Γιατί δεν ξέρω, μας είχαν μάθει έτσι, είχαμε μάθει, ακούγαμε πάντα αυτό. Ότι «τώρα σας μεγαλώνουμε εμείς και μετά έχουμε ανάγκη για σας και εσείς είστε που θα μας προσφέρετε». Και οπότε με φάνηκε πολύ αυτό, πάρα πολύ. Πάρα πολύ. Εντάξει, μεγάλο τέτοιο μετά ήταν και ο τρόπος ζωής, ο τρόπος που γλεντούσαν εδώ. Που αρχίσαμε και εμείς σιγά σιγά να βγαίνουμε, να πάμε στα μπουζούκια, να πάμε σε κέντρα και σε τέτοια. Και έβλεπα πόσο ελεύθεροι, πόσο χωρίς να τους νοιάζει, να χορεύουν, να τραγουδάνε, να ανεβαίνουν στα τραπέζια κι αυτά. Και καθόμουν κι έβλεπα και λέω είναι δυνατόν αυτοί τώρα; Ήταν πολύ διαφορετικό. Πολύ διαφορετικό. Γιατί νομίζαμε, νόμιζα ότι είχαμε την ελευθερία, όμως ήταν πολύ παραδοσιακό. Ότι είναι η γυναίκα μου, είναι η αδερφή μου, είναι το σόι μου, δεν τις πλησιάζει κανείς, δεν τις πειράζει κανείς. Ενώ εδώ είχε πολύ ανοιχτοί, ανοιχτοί οι άνθρωποι, πολύ ανοιξία. Οι γυναίκες πολύ ανεξάρτητες. Δεν ήταν αυτό, ότι θα 'ρθει ο άντρας μου τώρα από τη δουλειά, να σηκωθώ, να τον βάλω να φάει, να έχει έτοιμο το φαί ή άμα δεν παίρνω άδεια από τον άντρα μου δεν θα πάω πουθενά. Πρέπει αυτό. Αυτό υπήρχε στην Αλβανία, αυτό υπήρχε. Δεν μπορούσες να κάνεις εσύ το κουμάντο, δεν ακουγόσουν εσύ σαν γυναίκα. Πάντα τον πρώτο λόγο είχε ο άντρας, τον πρώτο και τον τελευταίο. Ήταν του άντρα. Είχε ο άντρας τον λόγο. Απλά εσύ ακολουθούσες. Εντάξει, δεν μιλάω για τα χρόνια της μαμάς μου ή της πεθεράς μου, της γιαγιάς μου. Μιλάω και στα δικά μου τα χρόνια ότι ήταν, δεν ήταν έτσι, δεν έβγαινε η γυναίκα μόνη της, να ήθελε μια φίλη και να φύγει, να κάνει παρέα ή να βγαίνει ή να κάνει. Ήταν λίγες αυτές, οι περισσότερες ήταν μέσα στα σπίτια με τα παιδιά. Η σωστή γυναίκα. Έπρεπε να ακολουθεί τον άντρα και να ακούει πάντα τον άντρα. Οπότε αυτό εδώ μετά μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Ότι είχαν τον λόγο, ήταν ανεξάρτητες, ήξεραν να ζήσουν. Και αυτά ήταν και που είχα πιαστεί και μου έδιναν κουράγιο και έλεγα: «Θα προχωρήσουμε, θα προχωρήσουμε τη ζωή, θα πάμε μπροστά. Δεν θα γυρίσουμε πίσω. Δεν θα γυρίσουμε πίσω». Βέβαια υπήρχαν και αυτά. Δύο φορές κάναμε έτοιμα τα πράγματα, γυρίσαμε Αλβανία. Όμως δύο φορές δεν άντεξα και ξαναγύρισα πίσω στην Ελλάδα. Ναι, όταν τελείωσε η μεγάλη το δημοτικό, αποφασίζει ο άντρας μου, μαζί με τη μαμά του, για να πάμε, να γυρίσουμε πλέον πίσω στην Αλβανία. Είχαμε μαζέψει και ένα ποσό με χρήματα. Το σπίτι που είχαμε εκεί, ανοίξαμε ένα μαγαζί, το οποίο το νοικιάσαμε εκείνο και είπαμε αγοράσαμε και ένα άλλο σπίτι και πλέον μπορούμε να πάμε να ζήσουμε στην Αλβανία. Βέβαια την πεθερά μου μπορώ να το καταλάβω και τώρα, τότε όχι, όμως τώρα μπορώ. Γιατί μεγάλη γυναίκα, δεν είχε κανέναν, ήταν και τα άλλα τα παιδιά της εκεί, η αδερφή της και, και, και, όλα αυτά. Ο άντρας μου τι ήθελε; Ήθελε να ακολουθήσει τη μαμά, δεν ήθελε να αφήσει τη μαμά. Γιατί τα παιδιά είχαν τη ζωή εδώ, δεν είχαν εκεί. Πλέον όμως εντάξει, και αυτή σαν μικρή που ήταν, δημοτικό τελείωσε η μεγάλη, τότε η μικρή ακόμα ήταν δευτέρα δημοτικού. Γυρίσαμε πίσω, ετοιμάσαμε, πήραμε όλα τα πράγματα. Βέβαια λέμε να βάλουμε σε φροντιστήριο το παιδί, να μάθει τη γλώσσα σωστά, γιατί δεν ήξερε. Ναι μεν μιλούσε αλβανικά, όμως δεν ήξερε γραμματική και τέτοια, δεν ήταν για να μπει στο σχολείο. Και δεν ήθελε κιόλας να χάνει και χρονιά, ήδη έλεγε εγώ τελείωσα την έκτη και εκεί θέλω να μπω έκτη. Να προχωρήσω έτσι. Οπότε ξεκίνησε τη δουλειά ο άντρας μου στο μαγαζί. Προποτζίδικο είχε ανοίξει τότε. Και εγώ έρχομαι στην Ελλάδα για να τελειώσω τη διαδικασία με τα χαρτιά, γιατί λέω ναι μεν θα γυρίσω πίσω, όμως τα χαρτιά μην τα σταματήσω από την Ελλάδα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις. Και κάποια στιγμή με παίρνει ο άντρας μου, με λέει: «Η Ελένη δεν κάθεται, κλαίει κάθε βράδυ, δεν μπορεί να προχωρήσει, δεν μπορεί, ζορίζεται πάρα πολύ, οπότε δεν μπορεί». Και έτσι ξαναγυρίσαμε πίσω. Συνέχισε η ζωή εδώ. Είπαμε θα τελειώσουν τα παιδιά, θα πάνε στο πανεπιστήμιο και αυτά, που θα είναι ανεξάρτητες, οπότε ξανακάναμε δεύτερο βήμα, ξαναγυρίσαμε να πάμε πίσω. Είδαμε πλέον και εμείς δεν μπορούσαμε πλέον χωρίς τα παιδιά, και σαν τρόπος πλέον, έβλεπα τον εαυτό μου ότι με αυτές τις δυσκολίες που υπήρχαν τότε στην αρχή που ήρθα στην Ελλάδα, αυτές τις δυσκολίες ξανά αντιμετώπισα που πήγα στην Αλβανία. Πλέον είχαν περάσει πολλά χρόνια, εντάξει, οι παρέες και αυτές αρκετές έχουν φύγει και από εκεί, δεν έχω και εκεί φίλες μου, έχουν πάει παντού. Οπότε ο τρόπος σκέψης, ο τρόπος ζωής, πώς σκέφτομαι εγώ, πώς βλέπω εγώ τη ζωή, δεν μπορούσα εύκολα. Βέβαια άμα είχα πάρει μεγάλη απόφαση ότι αυτό και τελειώνει, ναι, εντάξει, όμως δεν ήταν καθόλου εύκολο. Οπότε ξαναπήραμε την απόφαση και ξαναγυρίσαμε πίσω. Και ελπίζω είναι η τελευταία. Τώρα δεν ξέρω αν σε περίπτωση όταν μεγαλώνουμε ακόμα θα θέλουμε πάλι να γυρίσουμε πίσω. Προς το παρόν όχι, δεν έχουμε αυτή τη σκέψη.
Έχω παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι που μεταναστεύουν σε μια άλλη χώρα και κάθονται πολλά χρόνια, μετά όλοι μου λένε ότι εγώ πλέον νιώθω μισός Έλληνας, μισός Αλβανός. Ή έχω δύο πατρίδες. Εσύ το νιώθεις αυτό;
Είναι αλήθεια. Βεβαίως, είναι αλήθεια. Και όχι μόνο αυτό, ότι ναι, γιατί όταν ήρθα εδώ ήμουν 27 χρονών. 26-27. Τώρα έχω γίνει 53. Οπότε η μισή ζωή όντως συνεχίζει να είναι. Και είναι τα χρόνια που αρχίζεις και καταλαβαίνεις πολλά πράγματα, που μαθαίνεις πράγματα, που είσαι στα χρόνια που δημιουργείς πράγματα. [01:10:00]Οπότε είναι τα πιο ωραία χρόνια και τα πιο γεμάτα χρόνια που ζω στην Ελλάδα. Εκεί είναι τα παιδικά χρόνια, που πάντα θα είναι με τη νοσταλγία, όλα αυτά. Όμως είναι και το άλλο, ότι δεν ξέρω σε άλλες χώρες, όμως τουλάχιστον στην Αλβανία, εδώ στην Ελλάδα είμαστε Αλβανοί, όταν πάμε στην Αλβανία είμαστε οι Έλληνες, οι ξένοι. Ξένοι εδώ, ξένοι εκεί. Για όλους μας είναι αυτό. Στην Ελλάδα είμαστε ξένοι και στην Αλβανία πλέον είμαστε ξένοι. Οπότε είμαι πολύ σίγουρη γι' αυτό που έχεις παρατηρήσει, ότι ναι, είμαστε μέσα σε δύο πατρίδες.
Εσύ τις έχεις και τις δύο στην καρδιά σου όμως;
Ναι, βέβαια.
Δεν είσαι ξένη σε καμία;
Κοίτα. Πάρα τις δυσκολίες, ναι, βέβαια. Και την Ελλάδα την αγαπώ και την Αλβανία πάρα πολύ. Και μάλιστα προχθές κάναμε κοπή της πίτας στον σύλλογο και μέσα σε μια παρέα με ρώτησε μια κοπέλα –λέω κοπέλα γιατί είναι πιο μικρή από μένα– με έκανε μια ερώτηση, που δεν θα πω ότι λυπήθηκα, ούτε στεναχωρήθηκα, απλά λίγο παράξενο, γιατί αυτές τις ερωτήσεις μπορεί να τις κάνανε μεγάλη ηλικία ή μπορεί να την έκαναν πριν από τριάντα χρόνια, πριν είκοσι χρόνια που ήρθαμε στην Ελλάδα. Με λέει: «Τώρα εσύ, Εύα, που πήρες την ιθαγένεια, άμα γίνει πόλεμος με ποια μεριά θα είσαι;» και λέω: «Κοίτα να σε πω, κορίτσι μου, καλά η ερώτηση. Κατ' αρχήν εγώ δεν πιστεύω πλέον ότι θα υπάρχει πόλεμος ή να υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να γίνει πόλεμος. Γιατί βλέπουμε ότι από μια πανδημία, που πόλεμος είναι και αυτό, χάνονται ζωές, είναι αυτά, βλέπεις τι γίνεται. Βλέπεις με τη Συρία τι έγινε, βλέπεις με όλες αυτές τις χώρες πόσο λυπηρό και πόσο στεναχώρια είναι αυτό το πράγμα. Οπότε δεν πιστεύω, δεν το πιστεύω, δεν θέλω να το πιστεύω πλέον, να το σκεφτώ αυτό το πράγμα. Όμως για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω πώς θα μου έρθει αυτή τη στιγμή. Θα είμαι με τη μεριά της Ελλάδας άμα έχει δίκιο ή θα είμαι με την μεριά της Αλβανίας άμα έχει δίκιο;». Όμως παραμένω σε αυτό, ότι δεν θέλω να πιστεύω ότι θα υπάρχει πόλεμος ή θα γίνουν τέτοιοι πόλεμοι πλέον, για να χάνουν ζωές και να βάζουν τους ανθρώπους πλέον να διαλέγουν ή δεν ξέρω. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το σκεφτώ. Οπότε σαφώς και την Ελλάδα την έχω στην καρδιά μου και την Αλβανία. Είμαι Αλβανίδα και δεν το κρύβω, όμως και η Ελλάδα μου έδωσε πολλά πράγματα και με γέμισε τη ζωή μου και με έκανε να προχωράω, οπότε την αγαπάω.
Ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρειαστεί ποτέ να απαντήσεις–
Σε τέτοιες ερωτήσεις.
Να πρέπει να επιλέξεις σε μια ερώτηση.
Να επιλέξω τέτοια. Ακριβώς.
Όχι, δεν χρειάζεται.
Ακριβώς. Όχι μόνο Ελλάδα-Αλβανία, που είναι μια χώρα τόσο κοντά και δεν έχουμε τι να χωρίσουμε, όμως ούτε σε άλλα κράτη ούτε σε άλλους λαούς, ποτέ να μην τα σκεφτόμαστε και να ελπίζουμε να μην υπάρχει τέτοιο. Να μην υπάρχει τέτοιο.
Έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις;
Χάρηκα πάρα πολύ με σένα.
Κι εγώ χάρηκα.
Είσαι πάρα πολύ γλυκό κορίτσι.
Ευχαριστώ.
Πάρα πολύ γλυκιά. Ξέρεις να βγάζεις αισθήματα από τους ανθρώπους, με έχεις γεμίσει τώρα. Με γύρισες πάρα πολλά χρόνια πίσω. Καλά, να κάτσουμε να μιλήσουμε θέλουμε ώρες και ώρες και μέρες. Πιστεύω λίγο πιο βασικά από τη ζωή μας, από τη ζωή μου. Με πολύ γλυκό τρόπο μου τα έβγαλες. Να είσαι καλά. Πολύ ωραίο αυτό που κάνετε. Πολύ όμορφο. Είναι πράγματα που κάθε ένας από μας έχει την ιστορία του, οπότε είναι πάρα πολύ ωραίο πράγμα αυτό. Μπράβο σας. Και να είσαι πάντα καλά σου εύχομαι.
Ευχαριστώ πάρα πολύ, Εύα, και εγώ χάρηκα πάρα πολύ.
Να είσαι καλά, κορίτσι μου.
Περίληψη
Πόσο εύκολο είναι να αφήνεις τη χώρα σου, ακόμα κι αν η κατάσταση που επικρατεί εκεί είναι «πολεμική»; Η Εύα μετανάστευσε από την Αλβανία στην Ελλάδα την ταραχώδη για τη χώρα της δεκαετία του '90. Αφηγείται τα γεγονότα που συνέβαλαν σε αυτή την απόφαση και περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε όταν ήρθε στην Ελλάδα. Όπως λέει η ίδια, έφυγε από μια δύσκολη κατάσταση για να βρεθεί σε μια άλλη. Μια ακόμα περίπτωση ανθρώπου που βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα σε δυο πατρίδες, μια ακόμα ιστορία πόνου, θέλησης και σκληρής δουλειάς, που όμως παραμένει ξεχωριστή και προσωπική.
Αφηγητές/τριες
Εύα Ούκου
Ερευνητές/τριες
Νικολέτα Λασκίδου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/01/2022
Διάρκεια
74'
Περίληψη
Πόσο εύκολο είναι να αφήνεις τη χώρα σου, ακόμα κι αν η κατάσταση που επικρατεί εκεί είναι «πολεμική»; Η Εύα μετανάστευσε από την Αλβανία στην Ελλάδα την ταραχώδη για τη χώρα της δεκαετία του '90. Αφηγείται τα γεγονότα που συνέβαλαν σε αυτή την απόφαση και περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε όταν ήρθε στην Ελλάδα. Όπως λέει η ίδια, έφυγε από μια δύσκολη κατάσταση για να βρεθεί σε μια άλλη. Μια ακόμα περίπτωση ανθρώπου που βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα σε δυο πατρίδες, μια ακόμα ιστορία πόνου, θέλησης και σκληρής δουλειάς, που όμως παραμένει ξεχωριστή και προσωπική.
Αφηγητές/τριες
Εύα Ούκου
Ερευνητές/τριες
Νικολέτα Λασκίδου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/01/2022
Διάρκεια
74'