Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Ένας αυτοδημιούργητος βιοτέχνης από το Λεοντάρι Καρδίτσας αφηγείται
Ενότητα 1
Τα φτωχικά αλλά ανέμελα παιδικά χρόνια και το στήσιμο της βιοτεχνίας
00:00:00 - 00:15:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα σας. Καλημέρα σας, καλημέρα σας, να ‘στε καλά. Θα μας πείτε το όνομά σας; Ονομάζομαι Βασίλης Τζιώρας, είμαι από το Λεοντάρι… κάνουνε και δεν έχουν φτιάξει τη ζωή τους, εγώ συνέχισα τη ζωή μου και προχώρησα λες και δεν συνέβη τίποτα, δεν το έβαλα κάτω εν ολίγοις.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το δραματικό εργατικό ατύχημα και η ευτυχής έκβαση
00:15:33 - 00:19:37
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πόσο καιρό σάς πήρε να αναρρώσετε; Εγώ έμεινα στο... Μπορώ να σας πω εκείνη την ιστορία, γιατί γενικά στη ζωή μου είμαι ψύχραιμος. Κόβετα…λά είμαστε σε μία καλή κατάσταση, με τον αγώνα μας και με τον ιδρώτα μας. Δεν μας χαρίστηκε τίποτα, μα τίποτα. Ερωτησούλα, έχουμε ερώτηση;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Το πάθος για ανεξαρτησία, ο τρόπος λειτουργίας και οι δυσκολίες των βιοτεχνιών της επαρχίας
00:19:37 - 00:39:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι, πώς πήρατε την απόφαση να ξεκινήσετε τη βιοτεχνία; Είναι μια μεγάλη απόφαση. Εγώ πάντα στη ζωή μου, από τότε που κατάλαβα τον εαυτό…εχέγγυα, όλα αυτά τα, για να μπορούμε να και πουλήσουμε και να κάνουμε και επαφή με τους ανθρώπους και τα πάντα όλα αυτά. Άλλη ερωτησούλα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Οι εμπορικές σχέσεις και το δέσιμο με την επιχείρηση
00:39:28 - 00:49:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σήμερα, έχετε κρατήσει φιλικές επαφές είτε με προμηθευτές είτε με πελάτες; Εντάξει, τώρα μετά από το '11 που... Στην ουσία, από το '09, '…α και την έχω ακόμα. Την είχα πάρει τότε οχτακόσια χιλιάρικα αυτήν τη μηχανή, σαν εξαρτήματα. Θέλω να πω ότι αυτά: αγώνας, αγώνας, αγώνας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η έναρξη της επιχείρησης και το ταξίδι στην Ιταλία
00:49:00 - 00:57:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είχατε πάει στην Ιταλία για να μάθετε- Ναι, ναι, όταν συνεννοήθηκα με τους ανθρώπους αυτούς που θέλαν να κάνουν τα τσόκαρα... Να αναφερθώ…ως πάτε Αθήνα τώρα -λέω- αυτήν την ώρα;». «Έλα κοντά μας -λέει-, εδώ παρέα θα πάμε μαζί», και σώθηκα. Ακόμα εκεί θα ήμουνα. Πάμε παρακάτω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Αναζητώντας τους κατάλληλους πελάτες
00:57:06 - 01:02:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θυμάστε το μεγαλύτερο ή το δυσκολότερο ταξίδι που είχατε κάνει με τη γυναίκα σας για να πουλήσετε τα τσόκαρα; Θυμάμαι πάρα πολλά, πάρα πο…ήμουν και στην αρχή ακόμα, και μου τρώγαν το κεφάλαιο, δεν θα μιλούσαμε σήμερα, θα ήμουν ένας αποτυχημένος, καμένο χαρτί. Άλλη ερωτησούλα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Οι ευκαιρίες στην Ελλάδα των 90s, οι ατελείωτες ώρες εργασίας και η εχθρική στάση της τοπικής κοινωνίας
01:02:29 - 01:10:31
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όταν ξεκινήσατε, η Ελλάδα ήταν -το '90- η Ελλάδα ήταν, έτσι, στην ανάπτυξή της, ζούσε τα μεγάλα χρόνια. Πάρα πολύ, πάρα πολύ. Τα δικά μας…ι, λένε, δεν τους αρέσει να προκόβει ο άλλος. Λάθος, βέβαια,, αλλά η χωριάτικη νοοτροπία, ξέρω 'γώ, τι να πω τώρα, έτσι είναι τα πράγματα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Οι συνέπειες της Οικονομικής Κρίσης στη βιοτεχνία και η πίστη προς την εργατικότητα
01:10:31 - 01:19:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η Κρίση πώς σας βρήκε; Περιμένατε αυτό που θα ακολουθούσε, δηλαδή; Ούτε να το σκεφτόμασταν, ούτε. Αυτό όποιος πει ότι το περίμενε θα πει …ος άνθρωπος δεν πάει ποτέ χαμένος. Αρκεί να δουλεύει το μυαλό, να στροφάρει και να κάνει αυτά που πρέπει να κάνει. Ερωτησούλα άλλη έχουμε;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Ένας απολογισμός ζωής και η επιστράτευση του 1974
01:19:34 - 01:24:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ανακεφαλαιώνοντας, τι σας έχει μείνει από όλα αυτά που ζήσατε; Και απ' τα παιδικά σας χρόνια και από τη βιοτεχνία που παλέψατε μετά; Δεν …, ευχαριστώ. Και εμείς σας ευχαριστούμε που παραχωρήσατε αυτήν τη συνέντευξη. Να ‘σαι καλά, Χρύσα μου. Να ‘σαι καλά. Σ’ ευχαριστώ πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλημέρα σας.
Καλημέρα σας, καλημέρα σας, να ‘στε καλά.
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Ονομάζομαι Βασίλης Τζιώρας, είμαι από το Λεοντάρι της Καρδίτσας, ζω εδώ και τριάντα οχτώ χρόνια, μόνιμος κάτοικος πια μετά από που επαναπατρίστηκα από τας Αθήνας. Εδώ τώρα πια είμαι συνταξιούχος, αλλά όλα αυτά τα χρόνια έχω κάνει μεγάλο αγώνα με μία βιοτεχνία που είχα και πιστεύω ότι πήγαν και όλα καλά: και χρήματα βγάλαμε, και δουλειές είχαμε, σε σύγκριση με σήμερα, τη σημερινή μέρα, που τα νέα παιδιά τελειώνουν πανεπιστήμια, τελειώνουν σχολές και δεν έχουν δουλειές. Εμείς, δόξα τω Θεώ, τα χρόνια τα δικά μας, όπως λέω και στους νέους, είναι πάρα πολύ άτυχοι σε σύγκριση με τα δικά μας τα χρόνια που δεν έχουνε δουλειές. Και πρέπει να ταρακουνηθεί και λίγο η εκάστοτε κυβέρνηση να βρει έναν τρόπο να δώσουν δουλειές στα νέα παιδιά, να μην μας φεύγουν κιόλας, γιατί ήδη την τελευταία δεκαετία με την Κρίση νομίζω ότι έχουν φύγει πεντακόσιες-εξακόσιες χιλιάδες άνθρωποι, τα καλύτερα μυαλά, με πτυχία, μεταπτυχιακά, διδακτορικά και τους εκμεταλλεύονται οι ξένοι και η Ελλάδα εδώ πέρα χάνει τον πληθυσμό της. Και όσο πάμε συρρικνωνόμαστε σαν χώρα, νομίζω...
Είναι Παρασκευή 29 Οκτωβρίου, είμαι με τον κύριο Βασίλη Τζιώρα στο Λεοντάρι Καρδίτσας, εγώ είμαι η Δούλου Χρυσούλα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στο Λεοντάρι;
Τα παιδικά μας χρόνια ήτανε... Eγώ είμαι γεννηθείς το 1951. Ε, σίγουρα, τότε τα χρόνια δεν ήταν και πολύ ρόδινα, ήταν δύσκολα. Αγρότες στην οικογένεια και όλη η οικογένεια προσπαθούσαμε να δουλέψουμε στο καπνό για να βγάλουμε τα προς το ζην, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε και να ζήσουμε. Εγώ, βέβαια, είχα και την ατυχία να μείνω ορφανός στα εφτά μου χρόνια, μόλις είχα πάει στην Πρώτη Δημοτικού πέθανε ο πατέρας μου, και η μανούλα μου με τρία ορφανά, δύο κορίτσια και εγώ, προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να θερίζει το χωράφι, να φτιάχνει τα καπνά της -και εμείς, βέβαια, από κοντά, όσο μπορούσαμε, πιτσιρίκια πια τότε ήμασταν, μετά βοηθούσαμε κανονικά. Ε, ήταν δύσκολα, ήταν πάρα πολύ δύσκολα, όμως επιβιώσαμε και, μπορώ να πω ότι, την παλέψαμε τη ζωή, δεν αδρανήσαμε. Κάτι άλλο που μπορώ να πω... Εδώ πήγαμε το σχολείο το Δημοτικό, πήγαμε- εγώ προσωπικά-, πήγα και τρία χρόνια στο Γυμνάσιο. Αλλά θα πω κι άλλα για το χωριό. Το χωριό τότε... Καταρχήν, ήμασταν γύρω στους δύο χιλιάδες κατοίκους, εκείνα τα χρόνια που ζούσα εγώ, που γεννήθηκα, που πήγαινα στο σχολείο. Τώρα, σήμερα, είναι μόνο από πεντακόσια άτομα και άλλοι σαράντα Αλβανοί, πεντακόσιοι σαράντα -συζητούσα χθες με κάποιον ειδήμονα εδώ στο χωριό και μου τα είπε κιόλας. Είμαστε, από δύο χιλιάδες που ήμασταν τότε, τώρα έχουμε συρρικνωθεί. Βέβαια, όσο πάμε χειροτερεύει η κατάσταση. Τι να πω τώρα εδώ για το χωριό... Τότε, υπήρχαν πάρα πολλά παιδιά, πάρα πολλοί άνθρωποι, ήμασταν πολύ πιο αγαπημένοι απ' τη σήμερον ημέρα. Λέγαμε καλημέρα ο ένας τον άλλον. Σήμερα, δυστυχώς, όποιος βλέπει κιόλας να προκόβει λίγο και να πηγαίνει λίγο καλύτερα τα οικονομικά του, άλλος από φθόνο, από ζήλεια, δεν λέει καλημέρα, υπάρχει... Χρύσα, το χωριό τότε ήταν πάρα πολύ καλά. Πολλά παιδιά. Παίζαμε παιχνίδια περίεργα σε σχέση με σήμερα τα παιδιά που -και βλέπω και την κόρη μου εγώ που είναι από το πρωί, μόλις βρίσκει ευκαιρία από το διάβασμα μόλις παίζει ώρες με το... Παιχνίδια κρυφτούλι, «τσιλίκα», που λέγαμε εμείς τότε, μπαλίτσα, αυτά παίζαμε. Ε, τώρα είναι αλλά τα παιχνίδια, σίγουρα αλλάζουν οι καιροί, τα παιδιά έχουν άλλα ενδιαφέροντα.
Η «τσιλίκα» τι ήτανε;
Η «τσιλίκα» ήτανε... Είχαμε ένα ξύλο στα χέρια μας και είχαμε ένα μικρό ξυλάκι και βάζαμε μία πέτρα να σηκώνεται λίγο το ξύλο από κάτω, το χτυπούσαμε, πήγαινε αυτό πάνω και μετά το χτυπούσαμε με το άλλο ξύλο, που κρατούσαμε στα χέρια μας, ποιος θα το πάει πιο μακριά, και αυτός που το πήγαινε πιο μακριά, κέρδιζε. Βάζαμε σε μία πετρούλα άλλη πάνω το ξύλο, ένα μικρό, το κάναμε έτσι για να κάνει γκελ, να τινάξει και μετά το χτυπούσαμε με το άλλο, ποιος θα το πάει πιο μακριά. Τέτοια παιχνίδια, δηλαδή, ασήμαντα μεν, αλλά για μας τότε περνούσαμε τις ώρες μας. Είχαμε ένα στεφάνι από βαρέλι, ξέρω 'γώ, κρασιού, από το τυρί, και φτιάχναμε και ένα σύρμα και πηγαίναμε, το βάζαμε ανάμεσα το στεφάνι, και το στεφάνι να τρέχει και εμείς από κοντά να τρέχουμε στους λόφους, στις πεδιάδες, και το στεφάνι να τρέχει και εμείς από κοντά. Να τρέχουμε να προλάβουμε στεφάνι να το καθοδηγούμε. Ένα άλλο πάλι παιχνίδι που ήτανε της εποχής- δεν ξέρω αν το έχεις ακούσει, είσαι μικρή-, τη λέγαμε «μακρινή γαϊδάρα». Τι ήταν αυτό; Στηνόντουσαν στον τοίχο τέσσερα-πέντε παιδιά, με το κεφάλι σκυφτό προς τον τοίχο, και ο άλλος πίσω από τον άλλον, και πηγαίναμε όλοι οι υπόλοιποι, άλλοι τόσοι από πίσω, και πηδούσαμε για να φτάσουμε τον πρώτον. Και όλοι ανεβαίνανε επάνω και άμα αυτοί μας κρατούσανε και δεν πέφτανε, κέρδιζαν και μετά να πηγαίναμε εμείς και έκαναν αυτοί το... Άμα έπεφτες καθόσουν εκεί συνέχεια για να σε καβαλάν οι άλλοι. Ένα παιχνίδι, τέλος πάντων, της εποχής, αυτά ήταν τότε που... Δεν είχαν τίποτα τα παιδιά να παίξουνε, δεν είχανε υπολογιστές, δεν είχαν τηλέφωνα, δεν είχαν τίποτα από αυτά όλα που υπάρχουν. Για μένα, ήταν δύσκολα τα χρόνια μου τότε, μπορώ να πω, γιατί λόγω της ορφάνιας δεν είχα τον πατέρα μου. Θα σας πω ένα, που πήγαινα σε ένα χωριό, τουλάχιστον τρεις ώρες, ορεινό χωριό, με έναν γάιδαρο και πήγαινα εκεί στη θεία μου, αδερφή της μητέρας μου, να μου φορτώσει τον γάιδαρο με ξύλα, για να το φέρω τρεις ώρες δρόμο. Ένα φορτίο με ξύλα για να ζεσταθούμε τον χειμώνα. Και πηγαίναμε και στο σχολείο αυτά τα ξύλα, κρύο, χιόνι, παίρναμε ένα ξύλο και το πηγαίναμε στο σχολείο για τη σόμπα, για να ζεσταθούμε. Μέχρι πότε θα φτάσουμε στο σχολείο, το χέρι μας ήτανε ξύλο, ήτανε από το κρύο. Τέτοιες καταστάσεις μιλάμε, άγριες τότε. Να αναφερθώ, όσον αφορά με τον γάιδαρο εδώ που ερχόμουνα, περνούσα κάποιες στάνες, και να με κυνηγούν τα σκυλιά και να δίνω μάχη με τα σκυλιά και ο γάιδαρος μου να μου φεύγει μισή ώρα μπροστά, και εγώ να δίνω πίσω μάχη με τα σκυλιά για να μη με φάνε. Αλλά όμως ήμασταν πολύ σκληρά παιδιά, παρόλο που ήμουν 12 χρονών -11, 12, 13 αυτά τα χρόνια, περίπου. Δεν φοβόμασταν, κυκλοφορούσαμε νύχτα, δεν υπήρχε αυτός ο φόβος, βέβαια, σήμερα που υπάρχει η εγκληματικότητα, τότε ήταν όλα μία χαρά. Γενικά, ανέμελα χρόνια, δεν θα έλεγα ότι είχαμε άγχος. Και οι γονείς και γενικά ο πληθυσμός εδώ τουλάχιστον του χωριού μας και όλη η περιοχή μας, ήταν καλά, ήταν ήρεμοι, δεν είχαν... Μετά το '90 άρχισαν οι άνθρωποι εδώ να βάζουν καπνά, προσπαθούσαν να γίνουν πλούσιοι, να ζηλεύει ο ένας τον άλλον, να υπάρχει μία διχόνοια, και νομίζω ότι ακόμα υπάρχει και σήμερα. Τότε, ήταν ανέμελα και αγαπημένα χρονιά για όλους μας, πάρα πολύ καλά. Τώρα, εγώ, μετά την πορεία μου από το Δημοτικό, πέρασα και τρία χρόνια στο Γυμνάσιο εδώ. Το χωριό ειδικά το δικό μας εδώ, από το '52 είχε ιδιωτικό σχολείο, ειδικό Γυμνάσιο, εξατάξιο. Και είχαμε αυτήν τη δυνατότητα τα παιδιά εδώ και της περιοχής, όλων των χωριών πέριξ εδώ, άλλα δεκαπέντε χωριά που ερχόντουσαν στο σχολείο, εδώ στο Γυμνάσιο, και από τότε, μπορώ να πω ότι αυτό το ιδιωτικό Γυμνάσιο -και μετέπειτα έγινε δημόσιο-, πάρα πολλά παιδιά πέρασαν στο πανεπιστήμιο, πρόκοψαν στη ζωή τους, έγιναν επιστήμονες και αυτό ωφέλησε όλη την περιοχή, το ιδιωτικό Γυμνάσιο της τότε εποχής. Να πω και για που πήγα και έγινα ηλεκτρολόγος; Έφυγα μετά... Α, να πω: κάποια στιγμή οι γονείς μου -μάλλον, η μάνα μου, γιατί πατέρα δεν είχα-, μ’ έστειλε στην Αθήνα να μάθω τέχνη, αφού τέλειωσα το Δημοτικό, μ’ έστειλε να μάθω τέχνη. Και πήγα στον Πειραιά, σε μία αδερφή του πατέρα μου, και με βάλαν και να βγάζω το χαρτζιλίκι μου στην Τρούμπα, της τότε εποχής, και κουβαλούσα καφέδες εκεί στα μηχανουργεία πέριξ της Τρούμπας, και μετά μέχρι πότε να μου βρουν δουλειά. Μου βρήκανε δουλειά σε ένα ξυλουργείο, κάθισα καμιά δεκαριά ημέρες. Μάλιστα, από ένα περιστατικό τότε, που το θυμάμαι και το έχω πει πολλές φορές, έπαιρνα λεωφορείο από το «Χατζηκυριάκειο» να πάω στη δουλειά -δεν θυμάμαι αυτήν τη στιγμή τώρα, μετά από τόσα χρόνια που ήταν η περιοχή, «Χατζηκυριάκειο» όμως εμένα-, και το λεωφορείο αυτό δεν είχε στάση, έφευγε από το «Χατζηκυριάκειο» και πήγαινε γύρω-γύρω, γύρω-γύρω, και εγώ [00:10:00]δύο φορές μπερδεύτηκα με τη στάση, ξαναπήγαινα, ξαναγύρισα πάλι στο «Χατζηκυριάκειο», έκανα τον κύκλο. Δεν ξέρω αν πρέπει να το πω αυτό, μία λεπτομέρεια είναι. Τέλος πάντων, η δουλειά δεν μου άρεσε στο ξυλουργείο, έφυγα, πήγα είπα τη θεία μου εκεί πέρα και το θείο ότι: «Εγώ θα φύγω, θα πάω στο χωριό, δεν μπορώ να καθίσω εδώ πέρα, δεν μου αρέσει αυτή η δουλειά», γύρισα στο χωριό και πήγα Πρώτη Γυμνασίου. Άρχισα -είχα βγάλει ήδη το Δημοτικό-, πήγα Πρώτη Γυμνασίου, δεύτερη, τρία χρονιά στο Γυμνάσιο και μετά πήγα σχολή Εργοδηγών Ηλεκτρολόγων στην Καρδίτσα. Τέσσερα χρόνια κάθισα εκεί πέρα. Παράλληλα -η σχολή ήταν νυχτερινή-, παράλληλα την ημέρα εργαζόμουνα, να βγάλω το χαρτζιλίκι μου και να φάω, γιατί δεν υπήρχαν από το σπίτι, είχαμε και δύο αδερφές να παντρέψουμε. Και το βράδυ στη σχολή. Τέσσερα χρόνια αυτή η ιστορία. Εργασία- σχολή. Μετά, τέλειωσα τη σχολή, πήρα και μία αναβολή έναν χρόνο για να την τελειώσω, πήγα στρατιώτης, απολύθηκα, ήρθα στο χωριό για δυο-τρεις μήνες και μετά έψαχνα να βρω εργασία, κατά που θα πάω, τι θα κάνω, τι θα φτιάξω στη ζωή μου. Και πήγα και δούλεψα στο «Αλουμίνιον της Ελλάδος», που εδρεύει στη Λιβαδειά και εκεί κάθισα είκοσι δύο μήνες, αλλά επειδή ήμαν ανήσυχο πνεύμα και δεν μου άρεσε να... Ήθελα πάντα να κάνω στη ζωή μου μια δική μου δουλειά, σηκώθηκα και έφυγα, πήγα στην Αθήνα, βρήκα μία δουλειά πρόχειρη εκεί πέρα για να βγάλω τα προς το ζην, μέχρι πότε να δω τι θα κάνω στη ζωή μου... Και κάποια στιγμή, μπορώ να πω με πολύ λίγες οικονομίες δικές μου και με δανεικά χρήματα, άνοιξα ένα μαγαζί και έγινα ελεύθερος επαγγελματίας πια και δούλευα σαν ηλεκτρολόγος, σε ηλικία 23-24 χρόνων. Άνοιξα μαγαζί στο Κουκάκι, το κράτησα δέκα χρόνια, άρχισα να φτιάχνω πολυκατοικίες, εργοστάσια, είχα προσωπικό, μπήκα πολύ μικρός στη δουλειά. Και μετά από τα δέκα μου χρόνια, μέχρι το '83 που ήμουνα στην Αθήνα, άρχισε η Αθήνα να γίνεται αφόρητη: πολλή κίνηση, πολλή φασαρία, παρόλο που είχα στρωμένη δουλειά με γραφεία, για πολυκατοικίες και την περιοχή όλη την ήξερα και με ξέρανε και είχα πολλή δουλειά, δεν την ήθελα πια την Αθήνα, κουράστηκα, ήθελα να φύγω. Και έψαχνα να βρω τρόπο, στην επαρχία, τι μπορώ να κάνω για να έρθω. Ρωτούσα εδώ πέρα, λοιπόν, στην επαρχία, να βρω, να πάω κάπου ηλεκτρολόγος, τα χρήματα που μου δίνανε ήταν πάρα πολύ λίγα, και, όποτε, δεν συμφωνούσα και δεν το αποφάσισα να φύγω. Κάποια στιγμή, παρουσιάστηκε μία ευκαιρία να έρθω προϊστάμενος και υπεύθυνος σε μία βιοτεχνία που θα ανοίγανε κάποια ξαδέρφια του γαμπρού μου. Και όντως, πήγα συμφώνησα μαζί τους με πολύ καλά χρήματα. Έπρεπε να πάω στην Ιταλία να εκπαιδευτώ στα μηχανήματα που θα βγάζανε αυτά τα ορθοπεδικά τσόκαρα, πήγα, κάθισα, εκπαιδεύτηκα, σαν τεχνίτης ηλεκτρολόγος που ήμουνα έστησα την επιχείρηση εδώ στα μεταλλεία Δομοκού. Δουλέψαμε, άρχισε η δουλειά να δουλεύει, δουλέψαμε από το '83 μέχρι το '88, με τα αφεντικά αυτά... Τότε, εγώ ήμουνα υπάλληλος, προϊστάμενος στην επιχείρηση και μετά αυτοί αποφάσισαν να πουλήσουν τα μηχανήματα. Εγώ ευχαριστήθηκα πάρα πολύ και μου άρεσε και φυσικά τα πήρα εγώ και ξεκίνησα και εγώ τον αγώνα μου πια σαν, μόνος μου. Είχα παντρευτεί, είχα αρραβωνιαστεί κιόλας εκείνη την εποχή, το 88, και η γυναίκα μου η σημερινή βοήθησε και αυτή, δίπλα-δίπλα όλα αυτά τα χρόνια, δουλέψαμε πάρα πολύ καλά, γυρίσαμε όλη την Ελλάδα να πουλήσουμε το προϊόν μας, με πολύ αγώνα, με ένα βαλιτσάκι. Και, ευτυχώς, όλα στη ζωή μας πήγανε πάρα πολύ καλά. Βγάλαμε χρήματα, προκόψαμε με πολλή δουλειά και με πολύ κόπο. Τίποτα δεν σου χαρίζεται στη ζωή, μα τίποτα. Πρέπει να δουλέψουμε για να... Το λέω και στην κόρη μου σήμερα, ότι πρέπει να προσπαθεί, να προσπαθεί για να πάει μπροστά στη ζωή της και στο διάβασμά της και αύριο να μπει στην παραγωγή στην εργασία, πρέπει να δώσει τον καλύτερό της εαυτό για να πάει μπροστά, διαφορετικά έχασε, δεν θα μπορεί να κάνει τίποτα. Τώρα... Α, πρέπει να σας πω ότι στον Δομοκό, όταν ήταν η επιχείρηση στα μεταλλεία Δομοκού, εκεί είχα και ένα ατύχημα εγώ προσωπικά. Ένα μηχάνημα είχε βλάβη και εγώ σαν τεχνίτης δεν πήγα να πάρω το εξάρτημα για να το αλλάξω, λόγω του ότι θα κλείναμε σε δύο ημέρες. Δυστυχώς, εκεί έπαθα ένα ατύχημα, ένα μαχαίρι, ένα μηχάνημα μού έκοψε το χέρι. Αλλά, παρ' όλ' αυτά, εγώ δεν τα έβαλα ποτέ κάτω, μπορώ να πω ότι δραστηριοποιήθηκα πιο πολύ, μα πιο πολύ. Και σε σύγκριση με άλλους ανθρώπους εδώ που έχουν πάθει το ανάλογο ατύχημα, που όλοι κάθονται και στεναχωριούνται και πίνουν και κάνουνε και δεν έχουν φτιάξει τη ζωή τους, εγώ συνέχισα τη ζωή μου και προχώρησα λες και δεν συνέβη τίποτα, δεν το έβαλα κάτω εν ολίγοις.
Πόσο καιρό σάς πήρε να αναρρώσετε;
Εγώ έμεινα στο... Μπορώ να σας πω εκείνη την ιστορία, γιατί γενικά στη ζωή μου είμαι ψύχραιμος. Κόβεται το χέρι και έπεσε κάτω από τη μηχανή, και -να μην το πω γιατί τώρα... Το αίμα να τρέχει, παρ' όλ' αυτά, εγώ έδινα οδηγίες στο προσωπικό τότε και τους είπα ότι... Εγώ δεν έσκυψα για να το πάρω μόνος μου, γιατί γνώριζα ότι έμεινε χέρι, γιατί μου αφαίρεσε το μηχάνημα και εφτά πόντους χέρι, αλλά δεν έσκυψα για να μην λιποθυμήσω, τους λέω: «Πάρτε το χέρι και να μου το φέρετε στην Λαμία, εγώ φεύγω». Είχα τότε γύρω στα δώδεκα παιδιά, αλλά ήτανε όλοι οι νεαροί και δεν ήξερε κανένας να οδηγήσει. Ένας πετάγεται: «Εγώ οδήγησα μία φορά -λέει- το αγροτικό του πατέρα μου». Του λέω: «Εσύ, φέρ’ το». Τους είχα πει τότε να μου φέρουν, να βάλουν το αμάξι μέσα, γιατί γνώριζα ότι άμα θα βγω έξω και με χτυπήσει ο αέρας, επειδή είχα χάσει πολύ αίμα... Το αίμα, βέβαια, την αρχή έφυγε πάρα πολύ, ποτάμι, αλλά μετά σιγά-σιγά σταματούσε, γιατί όσο εγώ είχα τις αισθήσεις μου -απ' ό,τι είπαν και οι γιατροί μετά- διατηρούσα, δεν λιποθύμησα... Το χέρι, δίνει εντολή ο εγκέφαλος και σταματάει μόνο του. Τέλος πάντων, πήρε το αμάξι ο νεαρός και κινδυνέψαμε να φύγουμε και δύο φορές έξω από τον δρόμο, πήγαμε στη Λαμία. Εκεί με περιποιήθηκαν λίγο το χέρι το κομμένο. Μετά παίρνει -δούλευε και η αδερφή μου τότε εκεί μέσα-, παίρνει τηλέφωνο έναν ξάδερφό εκεί στον Δομοκό, όλα τα παιδιά έρχονται στην Λαμία, και που βγαίνω εγώ να μπω στο ασθενοφόρο για να φύγω για το ΚΑΤ, ρωτάω: «Το χέρι το φέρατε;». Αυτό έτσι έγινε. Και άρχισαν να κοιτιούνται όλοι και να λένε, και να κάνουν έτσι. Δηλαδή, αυτοί πήρανε το χέρι κάτω από τη μηχανή που τους είπα και το άφησαν επάνω στον πάγκο... Είχαμε και ένα σκυλί Λόμπας -που το βγάλαμε Λόμπας λόγω τα μηχανήματα που ήταν Λόμπας του Ιταλού-, και ο Λόμπας κυκλοφορούσε μέσα εκεί και πώς δεν μου ‘φαγε και το χέρι. Παρένθεση τώρα εδώ, αυτοί που θα ακούσουνε, ότι το χέρι με είκοσι τέσσερεις ώρες, με τρεις ώρες διακοπή στο ΚΑΤ, το βάλαν πάλι το χέρι πάνω. Είκοσι τέσσερεις ώρες επέμβαση. Πήγαν ξεκουράστηκαν οι γιατροί τρεις-τέσσερεις ώρες και ξανασυνεχίσανε. Και φύγανε μετά, φύγανε πάνω όλοι, γρήγορα, με ένα γρήγορο αυτοκίνητο, και πήραν το χέρι και εγώ είχα φύγει για Αθήνα και το χέρι, μόλις φτάνω στο ΚΑΤ, μου φέραν και το χέρι τότε εκεί και πήγε η ψυχή μου στη θέση της. Και μετά ξεκίνησε ο «Γολγοθάς». Αυτή είναι μία -με το ατύχημα μου- που για μένα, εντάξει, το ξεπέρασα μπορώ να πω και έπρεπε να το ξεπεράσω. Τώρα, από το '11... Δουλέψαμε από το '88 που πήραμε τη δουλειά -η δική μου δουλειά και όχι πριν που ήταν εφτά-οχτώ χρόνια που ήμασταν συνεργάτες με τους προηγούμενους-, δουλέψαμε από το '88 μέχρι και το '11, που ήτανε ήδη η Κρίση, είχε πέσει η δουλειά και είχε και τις προϋποθέσεις -εγώ ήμαν ήδη συνταξιούχος, λόγω αναπηρίας με το ατύχημα που είχα-, είχε τις προϋποθέσεις και η γυναίκα μου να βγάλει τη σύνταξη και το '11 τα παραδώσαμε στην Εφορία και σήμερα μεγαλώνουμε το παιδάκι μας, που ήρθε μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου. Στα 53 μου εγώ, στα 49 μου η γυναίκα, και ήρθε η κορούλα μου σήμερα που είναι 17 χρονών και, ευτυχώς, που ήρθε, ο καλός Θεούλης μας την έφερε και έχουμε να ασχοληθούμε και να έχει ένα ενδιαφέρον η ζωή μας. Διαφορετικά, μπορώ να πω, δεν θα άξιζε πραγματικά τίποτε όλα αυτά τα χρόνια, τον αγώνα που κάναμε και ό,τι δημιουργήσαμε, τέλος πάντων, αυτά που δημιουργήσαμε. Δεν θα ‘λεγα ότι γίναμε πλούσιοι, αλλά είμαστε σε μία καλή κατάσταση, με τον αγώνα μας και με τον ιδρώτα μας. Δεν μας χαρίστηκε τίποτα, μα τίποτα. Ερωτησούλα, έχουμε ερώτηση;
Ενότητα 3
Το πάθος για ανεξαρτησία, ο τρόπος λειτουργίας και οι δυσκολίες των βιοτεχνιών της επαρχίας
00:19:37 - 00:39:28
Ναι, πώς πήρατε την απόφαση να ξεκινήσετε τη βιοτεχνία; Είναι μια μεγάλη απόφαση.
Εγώ πάντα στη ζωή μου, από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου και άρχισα να δουλεύω, ήθελα να έχω δική μου δουλειά. Και εδώ ακόμα στην Καρδίτσα που ήμουνα μαθητής, θυμάμαι τότε σε ηλικία 17, 18, 19 χρόνων, πήγα[00:20:00] και δούλευα ηλεκτρολόγος στις εργατικές πολυκατοικίες της Καρδίτσας τότε. Και, κάποια στιγμή, είχε πάρει τη δουλειά δημοπρασία κάποιος Αθηναίος, τους λέω εγώ τότε -μου δίναν πενήντα δραχμές τότε μεροκάματο-, και του λέω εγώ του προϊσταμένου τότε εκεί πέρα και του λέω: «Δεν μου τη δίνεις την εργολαβία τη δουλειά, να κάθομαι να δουλεύω ώρες παραπάνω; Να κανονίσουμε ένα ποσό». Και τελικά μου λέει: «Ναι, πάρε, πάρε τόσα και φτιάξε το διαμέρισμα, να μην δουλεύεις μεροκάματο». Και έβγαλα πολύ περισσότερα χρήματα. Πάντα είχα τον τρόπο μου, γιατί ήμαν πολύ εργατικός, να έχω δικές μου δουλειές, να βγάζω πιο πολλά χρήματα, δεν ήθελα να έχω στο κεφάλι μου, στον σβέρκο μου, ανθρώπους να με καθοδηγούν, ήθελα εγώ να είμαι αυτοδύναμος, αυτεξούσιος, αυτάρκης, και να κάνω τις δουλειές μου όπως ήθελα εγώ, και έτσι πορεύτηκα στη ζωή μου, μπορώ να πω. Γιατί μετά, αν εξαιρέσουμε είκοσι δύο μήνες που πήγα στο «Αλουμίνιον της Ελλάδας» που δούλεψα και άλλο ένα-δύο χρόνια στην Αθήνα, όλα τα υπόλοιπα χρόνια που ήμουν ελεύθερος επαγγελματίας. Στην Αθήνα, ήμουνα ελεύθερος επαγγελματίας ηλεκτρολόγος και εδώ μετά και έγινα βιοτέχνης. Φυσικά, χάρηκα πάρα πολύ που οι προηγούμενοι άφησαν τη δουλειά και την πήρα εγώ και την διαχειρίστηκα όπως έπρεπε να τη διαχειριστώ. Βέβαια, έκανα μεγάλο αγώνα γιατί έπρεπε να... Όπως λέω εγώ πάντα ότι ο καθένας μπορεί να κάνει κάτι και να παράγει κάτι, εκείνο που είναι δύσκολο είναι να το προωθήσεις το προϊόν και πραγματικά είναι πάρα πολύ δύσκολο. Και μετά έγινε ένας μεγάλος αγώνας και δικός μου και της γυναίκας μου, γυρίσαμε σχεδόν όλη την Ελλάδα για να πουλήσουμε το προϊόν μας. Φυσικά, προσπαθούσαμε να φτιάχνουμε πάντα καλή ποιότητα και για αυτό ίσως και τα μαγαζιά και μας βάζανε μέσα και πωλούσαμε τα προϊόντα μας. Μεγάλος αγώνας, μεγάλος αγώνας. Αλλά όμως εγώ ήθελα να είμαι ελεύθερος, δηλαδή, να δουλεύω δική μου δουλειά και δεν ήθελα και συνέταιρο, γιατί πολλοί μου πρόσφεραν τότε να γίνουμε συνέταιροι, αλλά δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα, να μπαίνεις μες στην επιχείρησή σου, να βάζεις το κλειδί εσύ, να μπαίνεις μέσα και να κλειδώνεις, να μην έχεις άλλον στο κεφάλι σου, πάντα να είσαι μόνος σου. Και έτσι λειτούργησα, μου άρεσε να είμαι ελεύθερος, να έχω εργασία, δικιά μου εργασία, να μην εξαρτώμαι από τον άλλον, από το μεροκάματο. Και έτσι πορεύτηκα στη ζωή μου και μπορώ να πω ότι δικαιώθηκα. Με τον αγώνα μου, με τα πάντα όλα αυτά. Και πάντα μπορώ να πω ότι -πολλή δουλειά, πολύ αγώνας και πάντα προσπαθούσα, και είναι η φύση μου, χαρακτήρας μου-, μπορώ να πω ότι μου ΄λέγαν πολλοί: «Μα δεν έχεις άγχος, τόσο τρέξιμο;», τα αντιμετώπιζα πάρα πολύ ψύχραιμα όλα. Και πολλές φορές, λόγω του ότι η βιοτεχνία ήτανε -είμαι στην άκρη του χωριού εδώ πέρα-, άμα με πρέσαραν και πολύ με τα τηλέφωνα και έλεγε: «Τι γίνεται» και λοιπά, πήγαινα πίσω, εκεί πέρα έχει κάτι πουρνάρια, και σφύραγα κλέφτικα για να μου φύγει. Και λέω: «Τι θέλετε τώρα εσείς, να με τρελάνετε, καλά είμαι εγώ μες στη φύση εδώ πέρα, σας εξυπηρετώ, τα φτιάχνω, βολευόμαστε όλοι, αλλά μη με αγχώνετε». Κάπως έτσι λειτουργούσα εγώ πάντα για να αποφύγω, για να αποβάλλω το άγχος που πήγαιναν αυτοί να μου βάλουνε, και έτσι λειτουργούσα: με χαλαρότητα, με ηρεμία, με νηφαλιότητα. Έτσι πορευόμασταν.
Τα μηχανήματα τα πήρατε έτοιμα και στήσατε τη βιοτεχνία έξω από το Λεοντάρι.
Όταν πήρα εγώ πια τη δουλειά, δούλεψα εκεί πέρα κάποιους μήνες στα μεταλλεία Δομοκού και μετά τα ξήλωσα όλα από κει, είχα ήδη φτιάξει εγκαταστάσεις σαν τεχνίτης που ήμουνα εδώ κάτω στο παλιό Γυμνάσιο του Λεονταρίου, που είναι στην άκρη του χωριού, και εκεί πια ήταν η έδρα της επιχείρησης. Και εκεί κάθισα από το '88 μέχρι και το '96. Μετά, αγόρασα, δίπλα από το σπίτι μου, ένα σπίτι του ξαδέρφου μου που ήτανε... Και ένα μεγάλο οικόπεδο και εκεί έφτιαξα κτιριακές εγκαταστάσεις και έβαλα τα μηχανήματα μέσα και πια ήταν ιδιωτικοί οι χώροι πια και ξεκίνησα εκεί τη δουλειά πια. Μετά από '88-'96, από το '96 μέχρι το '11 πια, ήμασταν στον δικό μου χώρο. Και δόξα τω Θεώ πήγαν όλα καλά. Πραγματικά πήγαν καλά.
Πρώτες ύλες από πού βρίσκατε;
Εδώ είναι το κουμπί τώρα, ότι δεν είναι εύκολο καθόλου για τις βιοτεχνίες να στήνονται στην επαρχία, για τις πρώτες ύλες, όπως αναφέρατε. Γιατί πολύ κουραστικό οι πρώτες ύλες. Τις περισσότερες τις κουβαλούσα με το φορτηγό μόνος μου. Πήγαινα στην Αθήνα, να φορτώσω το τσελ κρεπ που ήταν -που λέγαμε- που βάζαμε κάτω από το τσόκαρο. Πήγαινα πολλές φορές στην Έδεσσα και κουβαλούσα με το φορτηγό και μόνος μου ξύλα, και στα Τρίκαλα με την Καλαμπάκα, οξιές για να φτιάξουμε το τσόκαρο, τα δέρματα Αθήνα, όλα τα πάντα, όλα Αθήνα. Ξέμεινες από κόλλες, τα υλικά, όλα ό,τι χρειαζότανε. Δεν είναι τίποτα τυχαίο πιστεύω ότι όλες οι βιοτεχνίες και βιομηχανίες στήνονται γύρω από ένα μεγάλο αστικό κέντρο, όπως είναι η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη. Και εμείς, παρόλο που είναι και η Λάρισα εδώ κοντά και επειδή ξέρω βιοτέχνες και συναδέλφους από κει και αυτοί αντιμετώπιζαν προβλήματα, που η Λάρισα είναι μεγάλη πόλη, παρόλα και αυτοί τα υλικά τους δυσκολεύονται να τα φέρουνε. Τι να πω τώρα, δηλαδή, είναι πάρα πολύ δύσκολα. Να αναφέρω ένα παράδειγμα. Όταν έπαθα το ατύχημα, μου έχει χαλάσει η μηχανή και με ένα μπουτονάκι την έφτιαχνα, αλλά το μπουτόν αυτό έπρεπε να έρθει από την Αθήνα, δεν υπήρχε εδώ ούτε στην Θεσσαλία, ούτε στην Λαμία που ήμουνα δίπλα, και στον Δομοκό, έπρεπε να έρθει από την Αθήνα. Εγώ σε δύο μέρες ήθελα να κλείσω, τελείωνα, ήθελαν και τα παιδιά να φύγουν... Και εγώ σαν τεχνίτης γεφύρωσα το -επειδή γνώριζα την μηχανή- και έτσι δημιουργήθηκε το ατύχημα. Άμα ήμαν κοντά στην πόλη, θα πήγαινα να πάρω το μπουτονάκι αυτό, θα το άλλαζα και δεν θα έκοβα και εγώ το χέρι μου, θα γλίτωνα και το ατύχημα. Και το λέω πάντα, ότι, ευτυχώς, είμαι συνειδησιακά εντάξει επειδή έπαθα εγώ το ατύχημα και δεν το έπαθε το παιδί που δούλευε, γιατί αυτός ο φουκαράς δεν έφταιγε τίποτα. Εγώ ήμουνα ο υπαίτιος, εγώ ήμουνα ο φταίχτης, εγώ ήμουνα ο υπεύθυνος και εγώ πλήρωσα. Και καλά έπαθα αφού δεν πρόσεξα.
Αντιμετωπίσατε δυσκολίες, δηλαδή, για να βρείτε πρώτες ύλες στη βιοτεχνία στο χωριό, για τη βιοτεχνία στο χωριό. Αντιμετωπίσατε εξίσου στις πωλήσεις δυσκολίες, επειδή ήσασταν μία βιοτεχνία σε επαρχία;
Βεβαίως, βεβαίως. Όταν πήγα... Η πιο πολλή παραγωγή σίγουρα πήγαινε στην Αθήνα, όλη η Αθήνα είναι η μισή Ελλάδα. Οπότε, εκεί πουλούσαμε τα πιο πολλά προϊόντα μας που παράγαμε. Και σίγουρα όταν πήγαινα και τους έλεγα: «Είμαι από Καρδίτσα» και από επαρχία, μου λέγανε: «Ε, πού να σε βρούμε εσένα εκεί κάτω, και άμα θέλουμε κάτι πώς θα το πάρουμε. Είναι άλλος δίπλα εδώ, τον παίρνουμε τηλεφωνάκι και σε μισή ώρα μάς το φέρνει, μία ώρα μας το φέρει». Και εγώ με τον τρόπο μου και με τη συνέπειά μου, είπα: «Και εγώ θα λειτουργώ έτσι, και εγώ θα σας τα φέρνω», και όχι δεν τα έστελνα, τα πήγαινα απ' έξω στα μαγαζιά τους, τα έδινα χέρι με χέρι, γιατί δεν τα έστελνα με τα πρακτορεία, γιατί δεν πήγαιναν αυτοί με τα πρακτορεία, είχανε μάθει από τους Αθηναίους βιοτέχνες να τους τα πηγαίνουν στην πόρτα και έπρεπε και εγώ να κάνω το ίδιο για να μπω στα μαγαζιά για να πουλήσω. Οπότε, δεν μπορούσα να τα στείλω με τα πρακτορεία να παν να τα πάρουν αυτοί, γιατί είχαν συνηθίσει να τους τα πηγαίνουν, οπότε, αναγκάστηκα και εγώ δύο φορές την εβδομάδα να συμπληρώνω το φορτηγό μου με παραγγελίες και να πηγαίνω να κάνω διανομή, από την Κηφισιά μέχρι τον Πειραιά κάτω, να γυρίσω όλη την Αθήνα. Μαγαζί-μαγαζί, όπου είχα πελατεία, εδώ δεν γύριζα, να κάνω διανομή. Και το βράδυ πολλές φορές, όχι πολλές φορές... Πολλές φορές για να συμπληρώσω τις παραγγελίες μου και να είμαι και συνεπής, την άλλη μέρα στην ώρα μου στα μαγαζιά, έπρεπε να δουλεύουμε όλη νύχτα για να συμπληρώσουμε τις παραγγελίες, και πήγαινα Αθήνα με ξενύχτι, με φασαρίες, να κάνω διανομή και το βράδυ να είμαι πάλι στη βιοτεχνία, να γυρίζω από Αθήνα. Και αυτό γινότανε δύο φορές την εβδομάδα. Πολύ κουραστικό, λόγω απόστασης φυσικά. Γι' αυτό όλες οι βιοτεχνίες είναι πέριξ των μεγάλων αστικών κέντρων, δεν είναι τίποτα τυχαίο, γιατί είναι συγκεντρωμένα όλα εκεί πέρα: και τα υλικά και τα ανταλλακτικά για τις μηχανές, και τα πάντα. Και η αγορά δίπλα, οι πωλήσεις, γιατί εκεί είναι τα μαγαζιά, εκεί είναι τα πάντα, εκεί γίνονται οι πωλήσεις. Οπότε, τίποτα δεν είναι τυχαίο που είναι πάρα πολύ λίγες βιοτεχνίες στην επαρχία μας ανά την Ελλάδα.
Εσείς με τη γυναίκα σας κάνατε ταξίδια σε όλη την Ελλάδα. Πώς βρίσκατε πελάτες, πώς τους προσεγγίζατε;
Τίποτα, μπαίναμε μες στα μαγαζιά: «Καλημέρα σας- με το βαλιτσάκι μας. Έχουμε τσόκαρα,[00:30:00] να σας τα δείξουμε», ανοίγαμε το βαλιτσάκι μας, τα βάζαμε πάνω στον πάγκο, τα δειγματίζαμε, λέγαμε την τιμούλα και πολλοί μας λέγανε: «Πω, πω, τι ωραίο προϊόν!», γιατί πραγματικά το προϊόν μας ήταν πολύ καλό, το προσέχαμε και πολλοί από αυτούς λέγανε ότι είναι εξίσου καλό ποιοτικά με αυτά που φτιάχνει η «Sol» και πουλάει στα φαρμακεία, γιατί πραγματικά ήτανε «Sol». Γιατί κάποια στιγμή συνεργαζόμουνα με μία εταιρεία, «Sunshine» τη λέγανε -δεν ξέρω αν υπάρχει σήμερα στην αγορά- που τους έφτιαχνα τσόκαρα εγώ με την επωνυμία τη δικιά τους και τα πουλούσαν στα φαρμακεία, να καταλάβεις. Εγώ ο παραγωγός, μου ‘δώσαν τις ετικέτες και το κουτί τους και τους τα έβαζα μέσα και τα πουλούσαν στα φαρμακεία. Γι' αυτό λέω ότι ήταν εξίσου δυνατό και συναγωνίζονταν τη «Sol», που η «Sol» είναι επώνυμη ανά τον κόσμο. Όλα, όλα παίζουν ρόλο, για να κρατήσεις μία επιχείρηση -και τότε και τώρα και πάντα- πρέπει να έχεις ποιότητα, να έχεις συνέπεια, να μην λες ψέματα, να είσαι ειλικρινής με τον πελάτη, γιατί ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρεται, μετά τον πιάνουν, δεν γλιτώνει. Οπότε, η ειλικρίνεια, η ντομπροσύνη και όλα αυτά συμβάλλουν στο να είσαι, να γίνεις και φίλος και με τον πελάτη, να πας να πιείς και ένα κρασάκι. Πολλοί πελάτες, λόγω της γνωριμίας και της καλής συνεργασίας που είχαμε, μας καλούσαν τότε και στα σπίτια τους και μας κάναν και το τραπέζι, τόσο καλές σχέσεις, γιατί ήμασταν και εμείς πολύ επικοινωνιακοί με τους ανθρώπους, ήμασταν ειλικρινείς, δεν προσπαθούσαμε να τους κοροϊδέψουμε, γιατί δεν είναι κορόιδο ο καθείς, κοιτάζει, όπως και εγώ κοιτούσα από τους προμηθευτές να πάρω τα υλικά, να ήταν ποιοτικά καλά και να είναι και σωστά και πολλές φορές και να είναι και σωστά ως προς την ποσότητα, γιατί όταν έπαιρνα το check και έπρεπε να φέρω τρεις τόνους, και το ζυγίζαν αυτοί εκεί πέρα στο [Δ.Α.] και το φόρτωνα εγώ να έρθω εδώ πέρα. Επειδή πάντα ήμουν καχύποπτος και δεν ήξερα τι παίζει, εδώ στο χωριό στην πλάστιγγα που ζύγιζαν τα βαμβάκια και τα καπνά, εγώ πήγαινα και ζύγιζα το φορτηγό, ξεφόρτωνα και πήγαινα και έπαιρνα απόβαρο και έβλεπα ότι ο τάδε μου έκλεψε τετρακόσια κιλά, πεντακόσια κιλά. Και τους έπαιρνα τηλέφωνο μετά και χωρίς... Το ξέραν ότι με κλέβανε, οπότε, το παραδεχόντουσαν και την επόμενη φορά πήγαινα να ξαναπάρω, μου το ξαναδίνανε. Πρέπει να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα όταν έχεις τη δική σου δουλειά. Ο κλέψας του κλέψαντος γίνεται στην αγορά. Δηλαδή, έτσι και δεν προσέξεις, σε φάγανε. Δεν είναι παράδεισος η αγορά, δεν είναι ο ρόδινος κόσμος. Ο έμπορας είναι έμπορας και εφαρμόζει αυτό που λέμε «δούλεψε να φας και κλέψε να ‘χεις», αυτό κάνουν οι περισσότεροι, οπότε, καταλαβαίνεις τι γίνεται. Πρέπει να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα. Άμα είσαι λίγο αφελής και λίγο χαλαρός και σε κλέβουν, θα λες: «Καλά, εγώ δουλεύω, πουλάω, κάνω, φτιάχνω, γιατί δεν μου μένουν χρήματα;». Θα είναι από το κλέψιμο που σου κάνουν οι άλλοι και δεν το πήρες μυρωδιά. Τέλος πάντων, είναι ολόκληρη ιστορία. Να έχεις δική σου δουλειά, πρέπει να έχεις... Το μυαλό σου να είναι παντού: στα υλικά, τι αγοράζεις, στην ποιότητα, μην σε κλέψει ο άλλος. Καταρχήν, εκείνο που προέχει, βέβαια, με τους συνεργάτες των υλικών -μιας και με ρωτήσατε για τα υλικά-, που προμηθεύανε, μπορώ να πω ότι τον πρώτο χρόνο όλοι με κοιτούσαν με καχυποψία. Γιατί έπρεπε να τους δώσω την επιταγή, δεν με είχαν εμπιστοσύνη, αλλά μετά, με τον καιρό, μου λέγαν όλοι: «Πόσα θέλεις να σου στείλουμε», γιατί ξέρανε ότι είμαι αξιόπιστος, ότι είμαι φερέγγυος ότι δεν πρόκειται να τους ρίξω. Θυμάμαι ένα παράδειγμα μία φορά, έχω ένα φίλο στην Καβάλα -συγχωρεμένος τώρα- και πήγα με το φορτηγό τότε... Δεν είχα καν ούτε κούρσα, δεν πήρα κούρσα τότε, γιατί δεν ήθελα να διαθέσω χρήματα από την επιχείρηση. Και ένα εκατομμύριο να έπαιρνα να έδωνα κούρσα, ήθελα να το 'χω μες στη δουλειά μου, να το ρίξω, να πάρω τα υλικά μου και λοιπά. Και πήγαμε για μία εβδομάδα στον φίλο μου στην Καβάλα, με το φορτηγό τότε. Σε γάμο πηγαίναμε στην Αθήνα, με το φορτηγό πηγαίναμε, όχι με κάνα φορτηγό μεγάλο, αλλά με το φορτηγό πηγαίναμε, δεν βγάζαμε χρήματα από μέσα για να τα διαθέσουμε για αυτοκίνητο, καλά ήμασταν με το φορτηγάκι μας. Πάμε Καβάλα και όπως γυρίσαμε, περνάμε από τη Σίνδο Θεσσαλονίκης, σε ένα μεγάλο εργοστάσιο, που εγώ -τις αρχές-αρχές τώρα-, και πήγα εκεί πέρα στο εργοστάσιο, αυτός είχε ένα ειδικό δέρμα που φτιάχναμε τα σαμπό που εγώ άρχισα να δουλεύω τότε και έδωνα στα νοσοκομεία ανά τη Ελλάδα -όλα, τα περισσότερα νοσοκομεία, «Ιπποκράτειο», «Αγία Όλγα», όλα, «Άγιο Σάββα», αυτά όλα και πολλά άλλα τα έχω δουλέψει όλα, τα έχω δώσει. Οι νοσοκόμες και οι γιατροί φόρεσαν τα δικά μου τα παπούτσια εκεί πέρα. Κατόπιν δημοπρασιών πάντα, έτσι, γιατί εκεί κοιτάνε την τιμή και την ποιότητα. Σε αυτά εγώ ήμαν σωστός και με βάζανε μέσα και δεν είχαν κάποιους άλλους που ήταν και εισαγόμενα. Πάω, λοιπόν, σε αυτόν τον εργοστασιάρχη -ήταν τρία αδέρφια- μπαίνω μέσα: «Ήρθα -λέω- να πάρω δέρματα». Λέει:« Ποιος είσαι;», μου λέει. Λέω:« Λέγομαι τάδε, τώρα ξεκίνησα, είμαι από το από το Λεοντάρι της Καρδίτσας», αυτό όπως τα λέω. Μου λέει: «Καλά, ήρθες εκεί, ρε, μπαίνεις μέσα, θέλεις να πάρεις, μου ζητάς ένα εκατομμύριο δέρματα να πάρεις και ούτε μπλοκ επιταγών έχεις κοντά σου, ούτε τίποτα». Λέω: «Δεν έχω, ήμουν διακοπές -λέω-, ήρθα να κάνω και τη γνωριμία, άμα θέλετε να μου δώσετε, δώστε μου». Λέει: «Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα». «Δεν πειράζει -λέω-, χάρηκα που σας γνώρισα». Και πάω να φύγω στην πόρτα έξω, βγαίνω, μισοβγαίνω λίγο στην πόρτα έξω, [Δ.Α.] και τη γυναίκα του, με το που πάω να βγω μου λέει ένας από αυτούς: «Έλα μέσα -μου λέει. Πάρε ό,τι θέλεις -μου λέει. Σε ψυχολόγησα -μου λέει- ότι δεν είσαι από αυτούς τους ανθρώπους που ήρθες να το πάρεις και να μας ξεχάσεις, πάρε ό,τι θέλεις. Πόσο θέλεις -λέει-, γράψε». Μου φορτώσανε το αμάξι δέρματα, χωρίς να με ξέρουνε, το πήρα και ήρθα στην Καρδίτσα, στη βιοτεχνία, αλλά εγώ όμως φυσικά μόλις ήρθα, επειδή δεν είχα πάρει μπλοκ κοντά μου, τους έστειλα την επιταγούλα μου και πάντα όλοι οι προμηθευτές μου, όλα αυτά τα χρόνια, σχεδόν είκοσι οχτώ-τριάντα χρόνια που ήμουν στη δική μου δουλειά -πριν ήτανε άλλοι, κάναν κουμάντο στα υλικά και στα πάντα- όλοι οι προμηθευτές μου στέλνανε λευκό εμπόρευμα, γιατί τους είχα πείσει και αυτό ήταν το σωστό... Τους είχα πείσει, γιατί αυτός ήμουνα εγώ, δεν ήμουν ο άνθρωπος που δεν είχα καμία πρόθεση να κλέψω και να κάνω και να φτιάξω. Και ένα άλλο παράδειγμα τώρα, μιας και μιλάμε για κλέψιμο: σ΄ ένα εργοστάσιο στην Αθήνα, πήγα να πάρω τα δέρματα. Αυτός τα είχε φτιάξει τα δέρματα, αλλά δεν τα είχε μετρήσει. Αυτοί έχουν ένα μηχάνημα, τα περνάνε και μετράνε, γιατί το δέρμα είναι ακατέργαστο, δεν είναι τετραγωνισμένο για να το υπολογίσεις, είναι άλλο ενενήντα πόντους, άλλο ενάμιση μέτρο, αυτά, και είναι με αυτόν τον τρόπο έτσι, πρέπει να περάσει από μηχάνημα για να το φωτογραφίσεις, για να μετρήσει πόσα τετραγωνικά είναι. Αλλά αυτοί εκεί πέρα οι τύποι όλοι έχουνε... Το μηχάνημα αυτό μπορούν να το κάνουν να κλέβει, να... Ό,τι θέλουν κάνουν. Ανάλογα πόσο, 5%, 10%, 20%; Ανάλογα τον πελάτη και πόσο αφελής είναι, μπορούν να τον κλέψουνε. Εγώ -αφελής, εκεί δεν μπορεί να κάνεις κουμάντο το μηχάνημα, θα μπορούσε να σε κλέψει-, εγώ με αυτόν έπιασα κουβέντα εκεί πέρα, με τον Μπάμπη τον φίλο μου τότε εκείνα τα χρόνια, λέγαμε την ιστορία της ζωής μας, και όσο κουβεντιάζουμε με τον Μπάμπη, ο Μπάμπης πήγαινε και πείραζε ένα κουμπάκι στο μηχάνημα. Εγώ δεν μίλησα -κάτι δεν-, γνώριζα όμως ότι κλέβουνε. Ο Μπάμπης όσο μιλούσαμε και έβλεπε τον χαρακτήρα μου και την κουβέντα που κάναμε, με συμπάθησε και μ’ έκλεβε λιγότερο μετά. Και το είπα μετά: «Μπάμπη -του λέω-, τι έγινε εκεί πέρα τώρα, το ανέβαζες ή το κατέβαζες, ρε; Με έκλεβες ή το χαμήλωνες;». Μου λέει... Γέλασε, δεν είπε τίποτα, γέλασε, πιστεύω ότι με έκλεψε λιγότερο. Δηλαδή, είναι περίεργη η αγορά και οι κατασκευαστές και οι έμποροι και όλοι κοιτάνε να... Αλλά, όπως είπα και έλεγα και στη γυναίκα μου, εκείνο που μετράει είναι η ποιότητα: η ποιότητα, η ποιότητα, η ποιότητα. Έτσι και δεν τους πας ποιότητα... Και ποιότητα και καλή τιμή και όλα τα θέλουνε, διαφορετικά έχασες. Το φτιάχνεις και το βάζεις στην αποθήκη σου και το έχεις μόνος του, δεν το παίρνει κανένας. Πρέπει να είσαι προσιτός στην τιμή και καλός στην ποιότητα, μόνο έτσι μπαίνεις στα μαγαζιά, γιατί υπάρχει ανταγωνισμός, συναγωνισμός, όπως θέλεις πες το. Οπότε, πρέπει να έχουμε όλα αυτά τα εχέγγυα, όλα αυτά τα, για να μπορούμε να και πουλήσουμε και να κάνουμε και επαφή με τους ανθρώπους και τα πάντα όλα αυτά. Άλλη ερωτησούλα.
Σήμερα, έχετε κρατήσει φιλικές επαφές είτε με προμηθευτές είτε με πελάτες;
Εντάξει, τώρα μετά από το '11 που... Στην ουσία, από το '09, '10 που άρχισα, πολύ λίγες, γιατί άμα χάνεσαι από την αγορά, χάνεσαι. Πολύ λίγες μπορώ να πω. Αλλά έχω ένα παράδειγμα να πω τώρα, πριν από πέντε-έξι μήνες, ένας πελάτης που είχαμε να μιλήσουμε είκοσι χρόνια, με πήρε τηλέφωνο και μου λέει: «Βασίλη, είσαι καλά; Πώς είσαι;»[00:40:00]. Λέω: «Δεν σε γνωρίζω». Όταν είχαμε συνεργασία, με το που άνοιγε το στόμα του γνώριζα ότι ήταν ο Μάνος και γνώριζα και ήξερα ποιος είναι. Λέει, μόλις μου λέει: «Ο Μάνος ο Μαμοζέλος, που είχαμε να μιλήσουμε...». Του λέω και το όνομα του, ένας πολύ καλός συνάδελφος και... Βιοτέχνης και αυτός, κάνει παντόφλες και πολύ σωστός και στις πληρωμές του και στα πάντα... Με πήρε μετά από είκοσι χρόνια να του φτιάξω τσόκαρα. Εγώ την επιχείρηση την έχω όπως ήτανε στημένη εκεί, με το ρεύμα ακόμα, δεν έχω -για συναισθηματικούς λόγους, θέλω να τη βλέπω-, αλλά παρ' όλ' αυτά, δεν είχα τρόπο να κάνω έναρξη εργασίας, να βάλω κάποιον άλλον, εμείς είμαστε ήδη συνταξιούχοι, μπορούσα ακόμα να μπω και σήμερα στην παραγωγή, γιατί βιοτεχνία με τσόκαρα δεν έχει κανένας στην Ελλάδα. Ό,τι έρχονται είναι όλα εισαγόμενα και πολύ λίγα. Ούτε καν η Κίνα, ποτέ δεν έφερε εισαγόμενο η Κίνα, που λένε ότι είναι φτηνά και λοιπά, δεν έφερε ποτέ τσόκαρο στην Ελλάδα. Αλλά, κάποια στιγμή, ο Μάνος με ξεσήκωσε και λέω: «Θα τα φτιάξω», αλλά μετά σκεπτόμενος, λέω: «Πώς θα τα πάω στην Αθήνα, αφού δεν έχω χαρτιά, δεν έχω τίποτα, δεν έχω, δεν μπορώ». Και έκανα πίσω, αλλά δεν ξέρω, κάποια στιγμή, μπορεί να το κάνω. Λέω μικρός είμαι ακόμα, 70, έχω περιθώρια ακόμα. Έτσι είναι Χρύσα, έτσι είναι τα πράγματα. Πολλά μπορώ να πω, μπορώ να κουβεντιάζω ώρες ατελείωτες, πολλές ώρες. Αλλά η ζωή, απ' τα παιδικά μου χρόνια μέχρι και σήμερα: αγώνας, αγώνας, αγώνας, αγώνας. Γιατί χωρίς αγώνα δεν κάνεις τίποτα στη ζωή σου. Πρέπει να βάλεις τον καλύτερο εαυτό σου, ό,τι αυτό που κάνεις, θα το κάνεις σωστά, έτσι και δεν το κάνεις σωστά έχασες, οτιδήποτε κάνεις. Και εσύ που σπουδάζεις πρέπει να έχεις γερή κατάρτιση σε αυτό το αντικείμενο που θα σπουδάσεις, για εκεί που θα πας σε μία εταιρεία ή οπουδήποτε πας, να είσαι καταρτισμένη, να είσαι γνώστης του αντικειμένου, και εκεί θα το εκτιμήσουν, και εσύ θα έχεις πρόοδο και με αυξήσεις στα χρήματα, και με προοπτικές στο αξίωμα, και όλα αυτά. Μόνο έτσι έρχεται η δικαίωση στη ζωή. Δεν έρχεται από μόνο του. Δεν σου χαρίζεται, το κερδίζεις μόνη σου: με τις γνώσεις σου, με την εργατικότητά σου, με τον αγώνα σου, γενικά. Δηλαδή, η ζωή είναι ένας αγώνας, συνεχόμενος αγώνας. Και εσύ η ζωή είναι μπροστά σου και σου εύχομαι τα καλύτερα πραγματικά.
Σας ευχαριστώ
Να είσαι καλά.
Θυμάστε στιγμές που θέλατε να σταματήσετε τη βιοτεχνία, που λέγατε: «Ως εδώ, δεν μπορώ άλλο»;
Όχι, όχι, ποτέ, ποτέ, ποτέ. Και μπορώ να πω -πολύ καλή ερώτηση, γιατί- μπορώ να πω, μου άρεσε τόσο πολύ αυτή η δουλειά, που αν δεν υπήρχε η Κρίση τα δέκα χρόνια, από το '10 να το πούμε '11 -από το '09 ξεκίνησε-, αν δεν υπήρχε Κρίση, εγώ θα έβρισκα τρόπο να γράψω -το σκεφτόμουνα τότε, για να βγει και η γυναίκα μου στη σύνταξη, γιατί το 11 είχε τις προϋποθέσεις να βγει-, αν δεν υπήρχε η Κρίση, τη δουλειά δεν θα τη σταματούσα. Ήδη συζητούσα με κάποια άτομα που να ήταν σωστά, να τους γράψω την επιχείρηση, να πληρώνω την εφορία, να πληρώνω τα πάντα -σ’ ένα δικό μου πρόσωπο, εννοείται- και τη δουλειά δεν θα την σταματούσα ακόμα, θα την είχα ακόμα. Δεν θα τη σταματούσα τη δουλειά, γιατί μου αρέσει πάρα πολύ. Η Κρίση με έκανε και σταμάτησα τη δουλειά. Πραγματικά, ειλικρινά, η δουλειά θα υπήρχε ακόμα και θα δούλευε, γιατί μου άρεσε, ήταν η ζωή μου, είχα γίνει ένα. Άφησα τα κατσαβίδια, την ηλεκτρολογία μου, την άλλη εργασία μου και μετά δέθηκα με αυτό. Βέβαια, οι τεχνικές μου γνώσεις βοήθησαν πάρα πολύ πάνω στη δικιά μου τη δουλειά, γιατί αυτές οι μηχανές του Ιταλού ήταν πάρα πολύ πολύπλοκες. Είχανε πάνω τρεις τροφοδοτήσεις, είχανε ηλεκτρολογικά, ηλεκτρονικά και με αέρα. Μία μηχανή που έκανε τότε τριάντα εκατομμύρια, αγορά από την Ιταλία, ήταν πολύ πολύπλοκη, πολύ αυτόματη και εγώ σαν τεχνικός λέω ό,τι αυτόματο, και ευαίσθητο, βγάζει βλάβες. Πολλές φορές καθόμουνα, πάθαινα βλάβη, και καθόμουνα... Και κάθισα μία φορά και μία εβδομάδα, μία εβδομάδα. Ήμαν τότε στο παλιό Γυμνάσιο, πριν μεταφερθώ εδώ πάνω. Όλες τις προηγούμενες φορές τις βλάβες τις αντιμετώπιζα: μία μέρα, δυο μέρες, τρεις μέρες, σκεφτόμουνα, από δω, από κει, το έψαχνα, τις έβρισκα τις βλάβες, που είχε πρόβλημα η μηχανή, ο μεγάλος παντογράφος, γιατί οι άλλες μηχανές ήταν πιο εύκολες. Μία φορά δε, απογοητεύτηκα και πήρα κάποιους ανθρώπους στην Αθήνα, ένας που ήταν ηλεκτρονικός -γιατί το ηλεκτρονικό δεν το κατέχω-, και τον πήρα τηλέφωνο, τον είχα γνωρίσει από άλλον, τον είχα γνωρίσει και τον είχα στην άκρη για τέτοια περίπτωση, και τον πήρα και ήρθε. Πήρε και έναν βοηθό του και ήρθανε και άρχισε να ψάχνει τη μηχανή. Η μηχανή είχε πλεξούδες, καλώδια, χαμός, άρχισε να μου ξηλώνει τις πλεξούδες, να ψάχνει από δω, να μετράει από εκεί, να κάνει από κει. Είχε έρθει εδώ, ξημέρωσε εδώ στο χωριό και το πήρε απόγευμα και αυτός έψαχνε ακόμα να βρει τη βλάβη. Και αφού το είδα ότι αυτός ο άνθρωπος, τελικά, δεν βλέπει τίποτα, δεν μπορεί να κάνει τίποτα, άρχισε να δουλεύει και το δικό μου το μυαλό, γιατί; «Γιατί να μη δουλεύει η μηχανή». Και ήταν τόσο απλό. Και λέω το παιδί -ένα παιδί τότε που είχα εκεί πέρα, που τον είχα δεξί μου χέρι μιας και το δεξί μου χέρι δεν υπάρχει είπαμε ότι πάθαμε το ατύχημα-, του λέω: «Μιχάλη, πάρε ξήλωσε το μοτέρ», είναι το μοτέρ και ένας μειωτήρας που κομπλάρει στο μοτέρ, και αυτός έχει τη δυνατότητα να αυξομειώνει τις στροφές του μοτέρ, ο μειωτήρας αυτός εκεί πέρα. Και λέω: «Ξήλωσε το μοτέρ». Τι ήταν λοιπόν; Μετά από αυτήν τη φασαρία όλη, που να ψάχνω εγώ μία εβδομάδα και αυτοί από το πρωί μέχρι το βράδυ, οι ειδικοί υποτίθεται. Πήγε το μυαλό μου ότι το μοτέρ που κομπλάρει μαζί με το αυτό έχει μία σφήνα εκεί πέρα. Σε περίπτωση που ζοριστεί κάποια στιγμή, να εκτονωθεί εκεί πέρα: να κοπεί η σφήνα, για να μην κάνει ζημιά είτε στο μοτέρ είτε στον μειωτήρα. Και το ξηλώνει -οι άλλοι δουλεύανε από κει οι άλλοι οι τεχνικοί, κοιτούσαν άλλα πράγματα-, εγώ του λέω: «Μιχάλη, μπες ανάμεσα εκεί στη μηχανή και ξήλωσε». Μόλις που κατεβάζει κάτω το μοτέρ και βγάζουμε τον μειωτήρα, ήταν κομμένη η σφήνα, αυτή ήταν η βλάβη. Και μετά ήρθε η ώρα της πληρωμής. Λέω: «Παιδιά, αφήστε το, εδώ είναι η βλάβη». Είχα μία μέρα, καταρχήν, να ξαναδέσω τις πλεξούδες, μου ‘χαν κάνει την μηχανή βίδες και την είχαν διαλύσει. «Ρε παιδιά -λέω- τι χρωστάω;». «Εκατό χιλιάδες», μου λέει -τότε ήταν πολλά τα λεφτά. Λέει: «Ήρθαμε από την Αθηνά, φύγαμε πρωί». Λέω: «Δεν βρήκατε τη βλάβη». Τέλος πάντων, εγώ όμως, επειδή ήμαν τεχνικός μία ζωή και δεν ήθελα να μου κάνουν παζάρια σε ό,τι έφτιαχνα, λέω: «Εκατό χιλιάδες δεν θα σας δώσω, θα σας δώσω ογδόντα όμως, γιατί ήρθατε, γιατί αγωνιστήκατε, ανεξάρτητα αν δεν την βρήκατε τη βλάβη, και μπορεί και να μην την βρίσκατε και ποτέ», γιατί αυτό ήταν ηλεκτρολογικό περισσότερο το θέμα, όχι ηλεκτρονικό. Και τους έδωσα τα λεφτάκια και μετά φύγανε οι άνθρωποι. Και θέλω να πω ότι μία δυσκολία και πάλι τη βλάβη τη βρήκα εγώ, γιατί είχα και ένα με τη μηχανή, ήμασταν κολλητάρια. Και να πω και το άλλο, ότι στην Ελλάδα υπήρχαν άλλες δύο μηχανές τέτοιες μέσα: ένας πήρε ο Παπαϊωάννου, αυτός που έκανε τα «Sol», τα επώνυμα «Sol», τα οποία πουλιόντουσαν στα φαρμακεία, και ένας άλλος μεγάλος παραγωγός, κάπου στον Ταύρο -δεν θυμάμαι αυτήν τη στιγμή το όνομά του-, και αυτός είχε πάρει μηχανή, τη δούλεψε κάνα χρόνο και δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα από τις βλάβες και να σιγοντάρει τη μηχανή και τις βάλαν στην άκρη. Η μόνη που δούλεψε τριάντα πέντε χρόνια ήταν η μηχανή αυτή που έχω εγώ στα χέρια μου, γιατί τη γνώριζα να τη μαστορεύω, να τη φτιάχνω, να βρίσκω βλάβες. Και τη μία μηχανή που ήταν στην Αθήνα την είχα πάρει για ανταλλακτικά εδώ πέρα και την έχω ακόμα. Την είχα πάρει τότε οχτακόσια χιλιάρικα αυτήν τη μηχανή, σαν εξαρτήματα. Θέλω να πω ότι αυτά: αγώνας, αγώνας, αγώνας.
Είχατε πάει στην Ιταλία για να μάθετε-
Ναι, ναι, όταν συνεννοήθηκα με τους ανθρώπους αυτούς που θέλαν να κάνουν τα τσόκαρα... Να αναφερθώ ότι αυτοί οι άνθρωποι που ξεκινήσαμε τη δουλειά, ήταν ξαδέρφια πρώτα του γαμπρού μου, από αδερφή. Και κάλεσαν τον γαμπρό μου, επειδή τον είχανε, και παλιά αυτοί είχανε μεγάλη βιομηχανία, φτιάχναν τσόκαρα και στέλναν στην Αμερική, και ο γαμπρός μου δούλευε εκεί, και λέει: «Σταύρο, ξάδερφε, σκεφτόμαστε να κάνουμε μία επιχείρηση στον Δομοκό -αυτοί είναι δίπλα από τον Δομοκό, η Ομβριακή το χωριό τους, είναι κοντά στο σπίτι τους- να πας υπεύθυνος εκεί πέρα», λένε τον Σταύρο. Ο Σταύρος, ο γαμπρός μου, ήτανε άτεχνος, δεν είχε γνώση πάνω στα αυτά, να δουλεύει ο άνθρωπος σε μία μηχανή εκεί πού θα τον βάλεις, μία παραγωγή, όπως μπορεί να κάνει ο καθένας εργάτης. Και τους λέει αυτός ότι: «Εγώ δεν μπορώ να κάνω αυτήν τη δουλειά, υπεύθυνος, και να πάω και να αναλάβω τέτοια, προϊστάμενος που μου λέτε εσείς και λοιπά, γι' αυτήν[00:50:00] τη δουλειά είναι καλός ο κουνιάδος μου». Και έτσι ξεκίνησε, μου είπε ο γαμπρός μου, πήγα βρήκα τους ανθρώπους, συζήτησα μαζί τους, κανονίσαμε και τα χρήματα, που ήταν πάρα πολύ καλά για την εποχή -δεν χρειάζεται να αναφερθώ σε χρήματα- και με στείλανε στην Ιταλία, γιατί οι μηχανές ήταν πολύ πολύπλοκες, κάθισα δέκα μέρες. Η έδρα της επιχείρησης -αυτή που πουλούσε τα μηχανήματα- ήταν στη Βερόνα, πήγα στην Ιταλία. Μετά, είχα έναν φίλο παιδικό και συμμαθητή, επί σειρά ετών, στο σχολείο εδώ πέρα, που σπούδασε στην Ιταλία, στην Μπολόνια, πήγα στο Μιλάνο, από το Μιλάνο πήρα το τρένο -χωρίς να ξέρω και να διαβάσω και αγγλικά, τίποτα κουμπούρας στις ξένες γλώσσες. Αυτός με περίμενε στην Μπολόνια και με πήρε, τον πήρα και εγώ από κει, κοιμήθηκα το βράδυ εκεί, με πήρε, πήγαμε στο Μιλάνο. Τον είχα διερμηνέα δέκα μέρες, πληρωμένα όλα από την εταιρεία και φαγητά, ξενοδοχεία, τα πάντα, και κρατούσα σημειώσεις. Τον ρώτησα τα πάντα, έμαθα -βασικά, τη μηχανή τη μεγάλη, γιατί τις άλλες τις βόλευα, δεν χρειάζεται να κάνω ειδικά σεμινάρια. Και ήρθα εδώ και έτσι αντιμετώπισα όλες τις βλάβες. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει η μηχανή, όπως δεν λειτούργησαν και στα άλλα εργοστάσια που είχανε πάρει τις μηχανές αυτές και δεν λειτούργησαν. Αλλά να πω και μία περιπετειούλα που είχα στην Ιταλία: όταν πήγα στην Ιταλία, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα να βρεθείς σε ξένο -είναι εκτός θέματος τώρα θα το αναφέρω έτσι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα να βρεθείς σε ξένο- είναι εκτός θέματος τώρα, αλλά θα το αναφέρω έτσι-, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα να βρεθείς σε ξένη χώρα και να μην ξέρεις να μιλάς, είτε τη γλώσσα τους είτε τα αγγλικά που είναι διεθνή γλώσσα. Όταν έφυγα από δω, λοιπόν, είχα συνεννοηθεί με τον Δημητράκη τον Σιώρη, τον γεωπόνο εδώ τότες -σπούδαζε και αυτός τότε γεωπόνος, ήταν στο Μιλάνο αυτός-, είχα συνεννοηθεί με αυτόν και αυτός ήρθε και με παρέλαβε από το αεροπλάνο. Με βάζει στο τρένο και πήγα στην Μπολόνια. Στην Μπολόνια, με παρέλαβε ο άλλος και πήγαμε στη Βερόνα, κάναμε τη δουλειά μας, μετά πήγαμε στο αυτό και εγώ ήταν να φύγω μετά: να με βάλει ο κουμπάρος μου και ο σήμερα ο φίλος Γιώργος, από την Μπολόνια στο τρένο να πάω στο Μιλάνο. Να πάω στο Μιλάνο... Ο Δημητράκης ο φίλος μας, που με είχε παραλάβει όταν πρωτοπήγα, είχε έρθει στην Ελλάδα. Εκεί δεν υπήρχε ένας δικός μου άνθρωπος, τι να κάνω. Μου λέει, ο Γιώργος: «Δεν πειράζει -λέει-, θα πάρεις ένα ταξί, θα μπεις μέσα, θα του πεις aeroporto... Του είπα εγώ: «Πώς το λένε το αεροδρόμιο». «Αeroporto». «Αeroporto, λοιπόν». «Θα μπεις μέσα και θα σε πάει στο αεροδρόμιο». Και έτσι έγινε. Μπαίνω μέσα στο ταξί, βρίσκω ένα ταξί, μπαίνω μέσα, κάθομαι στο πίσω κάθισμα. Πονηρός ο Ιταλός, αλλά πονηρός και ο Έλληνας. «Ούνα ράτσα, ούνα φάτσα», λέει. Μπαίνω μέσα, πετάω ένα «aeroporto»... Λέγαν τότε -και με τον Γιώργο που κουβέντιασα-, ότι οι Ιταλοί, όπως και οι Έλληνες, όταν μπαίνεις μες στο ταξί στην Αθήνα και σε καταλάβουν ότι δεν είσαι γνώστης της Αθήνας και είσαι από χωριό και λοιπά, σου κάνουν και καμιά βόλτα παραπάνω, που δεν ξέρεις την Αθήνα, και για να σου γράψουν το ταξίμετρο πιο πολλά χρήματα. Κάτι ανάλογο κάναν και οι Ιταλοί. Εγώ, για να μη μου κάνει τέτοια πράγματα, που δει ότι είμαι Έλληνας και δεν ξέρω και την περιοχή και αυτό, πετάω ένα «aeroporto» και μπαίνω μες στο ταξί και- έχει φάση εδώ, Χρύσα, έχει πολλή φάση. Όπως προχωρούσε το ταξί -όπως τα λέω- κάτι είχε γίνει εκεί πέρα σε ένα φανάρι και αυτός: «Ω!» έκανε αυτός, και μίλαγε μοναχός του, και κοιτούσε και μένα και μου 'λεγε... «Si, si [Ναι, ναι]» του 'κάνα εγώ, τίποτα άλλο, «Si, si», τίποτα, για να μην καταλάβει ότι είμαι ξένος. Προχωρούσαμε, προχωρούσαμε, προχωρούσαμε, δεν μιλούσαμε, πιο κάτω κάτι είδε, κάτι έκανε, και γύρισε πίσω και με ρωτούσε. Εγώ: «I don't know [δεν γνωρίζω]», δεν καταλάβαινα τίποτα, δεν ήξερα τίποτα από αυτά που έλεγε. Αφού το είχε παρακάνει ο άνθρωπος, με ρωτούσε και εγώ τον κοιτούσα σαν χάνος, κάποια στιγμή του λέω: «Non parlo italiano [Δεν μιλάω ιταλικά]», του λέω. Του είπα: «Grecia, Greece», τι του είπα δεν θυμάμαι τώρα εκεί πέρα. Αυτός χτυπιόταν πάνω στο τιμόνι: «Ρε, εσύ, μπαγάσα -μου λέει-, τόση ώρα με δουλεύεις; Μου έκανες si, si, si, με είχες τρελάνει στο si, si, si». Και, τέλος πάντων, κατάλαβε ο άνθρωπος. Φτάνουμε στο αεροδρόμιο, απ' ό,τι έγραφε το ταξίμετρο μου ζητάει χρήματα πιο πολλά. Εγώ μπορώ να πω ότι τα χρήματά μου, ήταν, μπορώ να πω πολύ λίγα, τα τελευταία χρήματα που κράτησα, αγόρασα από την Ιταλία τότε ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι τέτοιο, σαν κι αυτό που έχεις εσύ. Το αγόρασα τότε για να βάζω πουθενά, να γράφω τίποτα, τίποτα τραγούδια σε κανένα πανηγύρι να γράφω και κάτι τέτοια, το είχα πάρει, τα τελευταία μου χρήματα και κράτησα ίσα λίγα για το ταξί, το εισιτήριο ήταν μετά επιστροφής και αυτός μου ζητούσε παραπάνω χρήματα. Βέβαια, είχα τα παραπάνω να του τα δώσω. Και μου λέει... «No [όχι]», του λέω εγώ ο πονηρός. Του 'δειχνα εκεί, έλεγα εγώ: «Άλλα γράφει εκεί, άλλα μου ζητάς», αλλά αυτός δεν καταλάβαινε, αλλά εγώ του έδειχνα το ταξίμετρο. «No -έκανε αυτός-, τόσα». Είναι... Επειδή έζησα και στην Αθήνα, ξέρω ότι όταν το ταξί, ο ταξιτζής, φύγει έξω από την περιφέρεια της Αθήνας, δεν είναι στο κέντρο, και πάει -πού να πω τώρα- στα Γλυκά Νερά πάνω, προς την Αγία Παρασκευή, έξω από την Αθήνα, βάζεις κάτι παραπάνω, αυτό κάνουν και αυτό έκανε και αυτός τότε. Μετά το κατάλαβα, γιατί του λέω: «Δεν σ' τα δίνω -του λέω. Νο, policeman», του λέω. Και έφερε πολισμάνο, έφερε αστυνομικό εκεί και κοίταξε και αυτός, κατάλαβε του ‘πε ο άλλος τι γίνεται, και μου λέει ο πολισμάνος: «Okay, no problem [εντάξει, κανένα πρόβλημα]» του λέω: «Παρ’ τα». Μετά, έρχεται το άλλο χάος, Χρύσα. Μπαίνω μες στο αεροδρόμιο του Μιλάνο. Θυρίδες από δω, κόσμος από κει, χαμός, κατά πού να κάνω εγώ, πού ήξερα να μιλήσω, πού γνώριζα, σε ποιον να απευθυνθώ; Πήγαινα στη θυρίδα και έλεγα: «Athens», «No», μου κάναν. Πήγαινα στην άλλη: «Athens», «Νo», «Νo» «Νo». Πήγαινα και ρώταγα για να του δείξω το εισιτήριο, για να φύγω. Βέβαια, έπρεπε να το δείξω στην αρχή το εισιτήριο -εδώ που τα λέμε, τώρα που το σκέφτομαι, αυτήν τη στιγμή που το σκέφτηκα. Είχα απογοητευτεί, η ώρα περνούσε, και λέω θα χάσω το αεροπλάνο και δεν έχω μία, τα τελευταία μου λεφτά τα ‘δωσα στον ταξιτζή και το μαγνητόφωνο, και δεν έχω μία και τι θα κάνω. Κανένας δικός μου στο Μιλάνο... Και όπου είχε παρεΐτσες-παρεΐτσες, πήγαινα και έβαζα αυτί μην ακούσω καμία ελληνική φωνή. Τι άλλο να έκανα, λέω αν ακούσω καμία ελληνική φωνή να με βοηθήσει. Και έπιασα την είσοδο εκεί και όπου [Δ.Α.], έβαζα αυτί. Κάποια στιγμή, εκεί που καθόμουνα, βλέπω ένα γκρουπ που ερχότανε, και που του ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν μέσα, ω, ακούω Ελληναράδες, μιλούσανε εκεί, εδώ σε έχω τώρα. Πάω, τους πιάνω: «Παιδιά -λέω-, μήπως πάτε Αθήνα τώρα -λέω- αυτήν την ώρα;». «Έλα κοντά μας -λέει-, εδώ παρέα θα πάμε μαζί», και σώθηκα. Ακόμα εκεί θα ήμουνα. Πάμε παρακάτω.
Θυμάστε το μεγαλύτερο ή το δυσκολότερο ταξίδι που είχατε κάνει με τη γυναίκα σας για να πουλήσετε τα τσόκαρα;
Θυμάμαι πάρα πολλά, πάρα πολλά. Πολλές φορές, εγώ τότε -τώρα δεν το έχω- είχα ένα θέμα με τον εαυτούλη μου: εάν δεν έτρωγα στην ώρα μου -εκεί πάντα με δυσκόλευε-, αν δεν έτρωγα στην ώρα μου, έστω και μία φρυγανιά, με πονούσε το κεφάλι μου, είχα θέμα εκεί πέρα. Η γυναίκα μου άντεχε την πείνα πάρα πολύ και πολλές φορές ήτανε 13:45-13:40 και εγώ εκείνη την ώρα έπρεπε να φάω κάτι, γιατί άρχιζε να με πονάει το κεφάλι μου, τόσο πολύ. Η γυναίκα μου: «Έχουμε δύο μαγαζιά ακόμα να πάμε, δύο, θα κλείσουνε», είτε ήμαστε Θεσσαλονίκη, είτε στην Λάρισα, είτε στην Αθήνα. Εκεί ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία της ζωής μου, δηλαδή, πολλές φορές μάλωνα με τη γυναίκα μου, και εγώ λέω: «Θα πάω να φάω μια τυρόπιτα και δεν πάμε σε δυο μαγαζιά». Πολλές φορές δεν πήγαινα, γιατί δύσκολη στιγμή για μένα αυτό, είχα θέμα, άμα δεν έτρωγα κάτι ήμαν όλη μέρα άρρωστος. Κατά τα άλλα, αν εξαιρέσουμε αυτό που αναφέρω, δυσκολία δεν υπήρχε πουθενά. Βρίσκαμε μαγαζιά, μπαίναμε μέσα, μιλούσαμε, πουλούσαμε, δεν πουλούσαμε. Αλλά όμως -και ένα άλλο τώρα που το θυμήθηκα, μιας και μιλάμε για τα μαγαζιά-, παρόλο που είχαμε την απειρία όμως, καταλαβαίναμε ποιος ήταν ο σωστός, ο καλοπληρωτής, ο φερέγγυος και ποιος ήτανε ο καλός. Πώς το καταλαβαίναμε αυτό; Εκεί στην πράξη φαινόταν, γιατί έβλεπες, πήγαινες στον νοικοκύρη τον μαγαζάτορα, σου έβλεπε το εμπόρευμα, σου έλεγε: «Καλό είναι και καλή η τιμή. Βάλε μου -κοιτούσε τι έχει από τους παλιούς που έπαιρνε-, βάλε μου στο μπλε δύο στο οχτώ, πέντε στο εννιά, τόσα εκεί», νοικοκυρεμένα μου τα έβαζε. Στα μαγαζιά που δεν είχαν σκοπό να πληρώσουν, τι κάνανε; Βάζαν από δέκα σε όλα, μου δίναν μία παραγγελία πεντακόσια ζευγάρια. Κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτούς... Γιατί, όπως είπαμε, η πώληση είναι μεγάλη υπόθεση, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Είπαμε ότι μπορεί ο καθένας να πάρει να παράγει κάτι, να μάθει τεχνικά να το φτιάχνει, οτιδήποτε, αλλά άμα πας και το πουλάς και σε τέτοιους ανθρώπους που δεν πρόκειται να πάρεις τα χρήματα σου, τότε τι νόημα έχει; Πες ότι πούλησα; Τι πούλησες; Θα το πουλήσεις εκεί που θα πάρεις τα χρήματα σου, αλλιώς είσαι καμένο χαρτί. Κατάλαβες τι παίζει με την αγορά; Και με την Κρίση -γιατί απ' το '09 και μετά μέχρι το '11 που κρατούσα τη δουλειά, '09-'10-'11, τρία χρόνια- πολλοί πελάτες μου παλιοί που ήτανε καλοπληρωτές[01:00:00] και σωστοί, λόγω αδυναμίας οι άνθρωποι -όχι ότι ήταν απατεώνες-, και αυτοί τους έβλεπες ότι δεν έχανες τα λεφτά σου, αλλά δυσκολεύονταν να σε πληρώσουν. Και εκεί ήταν άλλη ιστορία, ήταν λόγω Κρίσης, λόγω όλων αυτών. Αλλά πάντα υπήρχαν στην αγορά αυτοί οι τύποι οι περίεργοι που κοιτούσαν να σε δαγκώσουν. Θυμάμαι εγώ παλιά -ένα περιστατικό να αναφέρω- εδώ στην Καλαμπάκα έχει ένα συνεταιρισμό «Καλαμπάκα» τεράστιο που έφτιαχνε οξιές, έπαιρνα εγώ ξύλα από κει και έβγαζα τα τσόκαρά μου. Θυμάμαι τότε μου έλεγαν εκεί πέρα τα παιδιά -και ένας άλλος στα Τρίκαλα, πάλι εργοστασιάρχης-, ερχόντουσαν οι Αθηναίοι και έπαιρναν δύο φορτηγά ξυλεία, τόνους -κυβικά, μάλλον, γιατί δεν πήγαινε το ξύλο με τον τόνο, δεν είναι καυσόξυλο-, κυβικά. Στην αρχή, επιταγές πλήρωναν, δυο-τρεις επιταγές, παίρναν τα λεφτά τους, πόσα φορτηγά, δέκα φορτηγά τα παίρναν, τα πλήρωναν κανονικά, αποκτούσαν εμπιστοσύνη προς το εργοστάσιο και προς τον σύνδεσμο -τώρα που αναφέρομαι εγώ στην Καλαμπάκα- και κάποια στιγμή αυτοί -σωστοί είναι αυτοί, πληρώνουνε- και άρχισαν μετά να στέλνουνε, και στείλε και στείλε: «Θα σ' τα δώσουμε, ρε. Θα τα χάσεις από μένα; Εγώ μέχρι τώρα δεν σε πλήρωνα;». Και χάσανε πάρα πολλά λεφτά. Τους στέλναν εμπόρευμα, φορτηγά, κυβικά ολόκληρα -και ένας άλλος προμηθευτής μου στα Τρίκαλα και ο συνεταιρισμός «Καλαμπάκας»- και μπήκαν μέσα μετά κλείσανε, τους διέλυσαν. Τους πήραν πολύ εμπόρευμα και δεν το πληρώσανε. Και χάθηκαν και από την αγορά. Είχαν μία εταιρεία μαϊμού την οποία, μόλις πήραν τα εμπορεύματα, τη σκορπίσανε, τη διαλύσανε, τα πούλησαν αυτά και τους ρίξανε. Πάρα πολλά. Να είσαι βιοτέχνης ή ελεύθερος επαγγελματίας, πρέπει να προσέξεις και... Ναι μεν να πουλήσεις, αλλά να πάρεις και τα χρήματά σου. Δεν είναι τόσο ρόδινα τα πράγματα, μπορεί να σε καταστρέψουν, σε ένα βράδυ να καταστραφείς, άμα δεν πληρωθείς τι θα κάνεις; Τότε, εγώ που ξεκίνησα, που έκανα σε όλη την Ελλάδα δειγματισμό, που δειγμάτιζα το προϊόν μου, άμα πήγαινα σε όλους αυτούς τους απατεώνες και ήμουν και στην αρχή ακόμα, και μου τρώγαν το κεφάλαιο, δεν θα μιλούσαμε σήμερα, θα ήμουν ένας αποτυχημένος, καμένο χαρτί. Άλλη ερωτησούλα.
Ενότητα 7
Οι ευκαιρίες στην Ελλάδα των 90s, οι ατελείωτες ώρες εργασίας και η εχθρική στάση της τοπικής κοινωνίας
01:02:29 - 01:10:31
Όταν ξεκινήσατε, η Ελλάδα ήταν -το '90- η Ελλάδα ήταν, έτσι, στην ανάπτυξή της, ζούσε τα μεγάλα χρόνια.
Πάρα πολύ, πάρα πολύ. Τα δικά μας τα χρόνια ήταν... Και δουλειές βρίσκαμε, και δικές μας δουλειές πώς να κάνουμε, και σαν υπάλληλοι να πάμε, πολύ καλές εποχές, πάρα πολύ καλές εποχές σε σύγκριση με τα σημερινά παιδιά. Το είπα αυτό νομίζω πριν, ότι τα παιδιά που μας φύγανε λόγω αναδουλειάς στην Ελλάδα, που πήγαν στο εξωτερικό, τα καλύτερα μυαλά και λοιπά. Τότε, υπήρχανε δουλειές, υπήρχαν πάρα πολλές δουλειές. Είχαμε εναλλακτικές, δεν μας άρεσε μια δουλειά πηγαίναμε στο άλλο. Απλόχερα, και δική σου δουλειά να κάνεις και σαν υπάλληλος πληρωνόσουνα καλά -καλά, τον βασικό, δεν πεινούσες. Αλλά σίγουρα όμως τότε ήταν οι ευκαιρίες, όσοι ήταν πραγματικά να ανοίξουν μία δική τους δουλειά, είτε να ασχοληθούν με την κατασκευή, όπως ασχολήθηκα εγώ, είτε με το εμπόριο, βγάλαν χρήματα. Βέβαια, το εμπόριο έχει πιο πολλά χρήματα, μιας και το αναφέρουμε τώρα εδώ, έτσι; Γιατί, παράδειγμα, τώρα αναφέρω, ότι το τσοκαράκι που εγώ το έφτιαχνα και να πω τότε το πουλούσα δέκα ευρώ -παράδειγμα, μια τιμή-, αυτοί το πουλούσαν τριάντα χέρι με χέρι. Το εμπόριο είχε το χρήμα. Εμείς εδώ τρώγαμε τη σκόνη, τρώγαμε τον αγώνα μας, το ξενύχτι μας, τον κόπο μας, να τους τα πάμε στην πόρτα, παίρναμε τα δέκα ευρώ -παράδειγμα-, αυτοί χέρι με χέρι, τάκα-τάκα... Έτυχε εγώ εκεί πέρα, να το βγάλει από το κουτί μόλις θα πήγαινα, τα κατεβάσανε, έπαιρνε το νουμεράκι από μέσα: «Παρ’ το», μπροστά στον πελάτη και εγώ εκεί μόλις ξεφόρτωνα, δέκα ευρώ εγώ, τριάντα ευρώ, τάκα-τάκα. Έβγαλε είκοσι ευρώ αυτός χωρίς να κάνει τίποτα. Σίγουρα, το εμπόριο έχει καλύτερες επιδόσεις σε χρήματα από τον κατασκευαστή. Αλλά υπήρχαν δουλειές, υπήρχαν δουλειές. Δεν έλεγες ποτέ ότι ξεμένω από δουλειά. Εμένα χτυπούσε το τηλέφωνο και έλεγα: «Σταματήστε, ρε παιδιά, δεν θέλω άλλη δουλειά». Δηλαδή, έπρεπε να ξενυχτήσω, έπρεπε να κάνω αγώνα για να τους βγάλω και την παραγγελία και αυτούς.
Πόσες ώρες δουλεύατε τη μέρα;
Ατέλειωτες, ατέλειωτες. Πραγματικά ατέλειωτες. Όταν μεταφέρθηκα από τον Δομοκό και πήγα εκεί στο παλιό Γυμνάσιο εδώ του Λεονταρίου, πηγαίναμε το πρωί 07:00, ανοίγαμε να μπει το προσωπικό μέσα και αυτοί όλοι παίρναν και τρώγαν -είχαμε παιδιά από την Ανάβρα, από το χωριό εδώ πέρα- τα παιδιά τρώγανε εκεί πέρα, εμείς πηγαίναμε λίγο το μεσημέρι στο σπίτι... Η μανούλα μου τότε, η συγχωρεμένη, ζούσε, μας έφτιαχνε το φαγάκι, τρώγαμε και ξαναπηγαίναμε πάλι. 18:00 η ώρα σχολάγανε τα παιδιά, γιατί δούλευαν και αυτοί υπερωρίες, δύο-τρεις ώρες υπερωρία και τσόνταραν και τον μισθό τους παραπάνω. Φεύγαν 18:00 και εμείς καθόμασταν μέχρι τις 22:00 και πολλές φορές και στις 23:00, εγώ και η γυναίκα μου, εκεί μέσα. Εκεί δώσαμε σώμα και ψυχή, που λέμε. Πολλές ώρες. Γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσες να κρατήσεις τη δουλειά, έπρεπε να είσαι εκεί, να κάνεις πρόγραμμα για την άλλη μέρα, να δεις τι υλικά μου «λείπονται». Είναι μία βλάβη, να φτιάξω τη μηχανή, κάτι, να σκουπίσουμε λίγο, το γραφείο, να περιποιηθούμε, να κάνουμε κάποιες εργασίες, να προβλέψουμε κάτι, να κάνουμε. Φεύγανε το προσωπικό και εμείς καθόμασταν άλλες τρεις-τέσσερεις ώρες. Και άμα είχαμε και παραγγελίες για την Αθήνα, πολλές φορές ξενυχτούσαμε. Στην κυριολεξία ξενυχτούσαμε. Και τα παιδιά και όλοι μαζί, για να ετοιμάσουμε τις παραγγελίες, για να φύγω. Και εγώ έφευγα το πρωί. Δεν ξέρω άμα το είπα προχθές εδώ που κουβεντιάζαμε, είχα ένα μπουκάλι νερό, γιατί όλη νύχτα ξενύχτης, με κίνδυνο της ζωής μου και με κίνδυνο και των άλλων οδηγών, δηλαδή, και τότε δεν ήταν οι δρόμοι όπως είναι σήμερα Εθνική οδός Λαμία-Αθηνών, που έχεις το κράσπεδο στη μέση και είσαι ασφαλής. Τότε, έτσι και έκανες ένα λάθος ερχόταν η νταλίκα απέναντι και σε 'στελνε αδιάβαστο. Και με πολλή κούραση και με μεγάλο αγώνα γινόταν όλα αυτά, Χρύσα.
Είχατε πολλές παραγγελίες τότε.
Πάρα πολλές, πάρα πολλές παραγγελίες. Όντως, είχαμε πολλές παραγγελίες, γι' αυτό και κουραζόμασταν και γι' αυτό και προκόψαμε κιόλας. Γιατί άμα λέγαμε: «Εντάξει, μωρέ, μας φτάνουν αυτές οι παραγγελίες, δεν θέλουμε άλλες». Ε, δεν είναι έτσι, δεν μπορείς να πεις στον πελάτη: «Δεν σου δίνω». Τον κακό πελάτη του έλεγες: «Δεν προλαβαίνω, δεν προλαβαίνω πήγαινε κάπου αλλού». Αυτοί που ξεκίνησα να σου πω πριν, που δεν τους πήγαινα τις παραγγελίες, με παίρναν κάθε μέρα τηλέφωνα και τους έλεγα ακριβώς αυτό που είπα τώρα: «Δεν προλαβαίνουμε. Συγγνώμη που ήρθα στο μαγαζί σας, μου δώσατε τις παραγγελίες, αλλά δεν προλαβαίνω να σας τα φέρω. Έχει πέσει πολλή δουλειά». Και δεν τους τα πήγαινα ποτέ, γιατί ήξερα ότι δεν θα πληρωθώ. Έτσι είναι: πολλές παραγγελίες, πολλή δουλειά, μεγάλος αγώνας. Μακάρι σήμερα και η νεολαία και οι νέοι άνθρωποι, μακάρι να είχανε τα χρόνια τα δικά μας και να μη φεύγουν στο εξωτερικό, πραγματικά.
Η τοπική κοινωνία σάς στήριξε στην προσπάθειά σας;
Δεν θα έλεγα. Η τοπική κοινωνία, στην αρχή, ήρθαν κάποιες οικογένειες, μου ζήτησαν δουλειά, αλλά ήθελαν να πάρω γυναίκες. Εγώ γυναίκες δεν ήθελα στην επιχείρησή μου, ήθελα να πάρω νεαρά άτομα, να έχουν όρεξη για δουλειά, η δουλειά η περισσότερη ήτανε, μπορώ να πω, αντρική. Οι γυναίκες που κάναν την δουλειά μέσα τις γυναικείες ήταν ήδη η γυναίκα μου και είχα και την αδερφή μου, οπότε, ήμουν καλυμμένος από γυναίκες, τα άλλα ήταν αγόρια. Αλλά, παρ' όλ' αυτά, με κοιτούσαν με ένα μάτι, μπορώ να πω. Είναι αυτό που λέμε ότι: κανένας δεν πρόκοψε στον τόπο του. Όλοι σε κοιτάνε με ένα μάτι και δεν θέλουν να προκόβεις. Και να αναφερθώ σε ένα παράδειγμα, ένας υπάλληλος ήρθε ένα πρωινό και μου λέει: «Αφεντικό με κοροϊδεύεις -μου λέει-, δεν με πληρώνεις σωστά το μεροκάματό μου». Τον κοιτάζω, λέω: «Πού το ξέρεις αυτό; Ρώτησες τον επόπτη; Πού;». «Μου το λένε στο καφενείο όλοι». Όταν στο καφενείο λέγονται αυτά τα πράγματα, και του λέγανε: «Πας και δουλεύεις για τον Τζιώρα για ένα μεροκάματο. Σε κοροϊδεύει ο Τζιώρας εκεί πέρα;». Προσπαθούσαν να βάλουνε διχόνοια στα παιδιά για να μου φύγουνε από τη δουλειά, να με αφήσουν χωρίς προσωπικό. Και όταν ο Δημητράκης, το παλικάρι που είπε έτσι, του λέω: «Δεν θα δουλέψεις σήμερα, θα πας να προλάβεις το λεωφορείο, θα πας κάτω στην Καρδίτσα στην πόλη, θα πας στον επόπτη εργασίας, θα του πεις εργάζομαι εκεί, τόσο καιρό...». Γιατί είχε τα ένσημά του, είχε το μεροκάματό του κανονικά και τα δώρα του και τα πάντα του, δεν υπήρχε τίποτα που να κρύψεις εκεί πέρα. Άλλωστε, άμα είχα θέμα και κάτι έκρυβα, δεν θα τον έστελνα στον επόπτη εργασίας. «Πήγαινε στον επόπτη εργασίας -λέω- και έλα μετά το μεσημέρι εδώ να τα πούμε». Όντως, λέει: «Μα...». «Φύγε -του λέω. Άμα δεν πας στον επόπτη εργασίας να μου πεις τι θα σου πει, δεν ξαναδουλεύεις εδώ μέσα, σήκω φύγε». Πήγε στον επόπτη εργασίας, το μεσημεράκι έρχεται με σκυφτό το κεφάλι μες στην επιχείρηση. «Τι έγινε, ρε Δημήτρη μου; Τι έγινε, ρε Μητσάρα;». Μου λέει: «Αφεντικό, είχες δίκιο -μου λέει. Μου δίνεις και παραπάνω -μου λέει. Είναι πέντε χιλιάδες παρά -μου λέει-, εσύ μου δίνεις πέντε στρογγυλό»,[01:10:00] μου λέει. «Άντε πήγαινε στη δουλειά σου τώρα -του λέω- και άλλη φορά μην ακούς αυτούς τους έξω». Δυστυχώς, στις μικρές κοινωνίες υπάρχουν αυτά, υπάρχουν. Προσπαθούν να σου βγάλουν το μάτι, δεν θέλουνε... Μην κοιτάς τις πόλεις που είναι αχανές, που χάνεσαι, που δεν σε ξέρουν. Εδώ οι μικρές κοινωνίες άμα σε βλέπουν λίγο να προκόβεις και παίρνεις και κανένα καλό αυτοκίνητο και φτιάχνεις και κανένα σπίτι, λένε, δεν τους αρέσει να προκόβει ο άλλος. Λάθος, βέβαια,, αλλά η χωριάτικη νοοτροπία, ξέρω 'γώ, τι να πω τώρα, έτσι είναι τα πράγματα.
Ενότητα 8
Οι συνέπειες της Οικονομικής Κρίσης στη βιοτεχνία και η πίστη προς την εργατικότητα
01:10:31 - 01:19:34
Η Κρίση πώς σας βρήκε; Περιμένατε αυτό που θα ακολουθούσε, δηλαδή;
Ούτε να το σκεφτόμασταν, ούτε. Αυτό όποιος πει ότι το περίμενε θα πει ψέματα. Ποιος περίμενε ότι θα έρθουν τα πάνω-κάτω στην Ελλάδα. Ποιος περίμενε αυτήν την κατάντια σήμερα με την Ελλάδα, να χρωστάμε τα μαλλιοκέφαλά μας, δισεκατομμύρια; Τώρα, άκουσα το πρωί μία εκπομπή που έλεγε εκεί πέρα πάνω από τριακόσια δις χρωστάμε. Έχει φτάσει διακόσια είκοσι το ΑΕΠ τώρα, δεν περίμενε κανένας. Βέβαια, πιστεύω ότι δεν το χειριστήκανε και καλά και οι πολιτικοί. Αν κάνανε, επί Κώστα Καραμανλή και μετά Παπανδρέου πού πήραν την κυβέρνηση τότε, αν αυτοί οι άνθρωποι άρχιζαν τότε τη λιτότητα και να πάρουν κάποια μέτρα και να κάνουν περικοπές στα ημερομίσθια από τότε και να νοικοκυρέψουν λίγο το κράτος, ίσως και να μην μπαίναμε στα μνημόνια και να μην κάναμε και αυτά όλα. Αλλά αυτοί... Βγήκε ο Γιωργάκης και έλεγε: «Λεφτά υπάρχουν». Πού υπάρχουν λεφτά, ρε φίλε; Εδώ δεν υπάρχει τίποτα. Και μετά οι Ευρωπαίοι μάς κάνανε αυτό που μας κάνανε. Και το αξίζαμε. Ίσως και μας έκανε και καλό για το άμεσο μέλλον, να είμαστε προσεκτικοί στο μέλλον να μην ξαναπάθουμε αυτό που πάθαμε. Γιατί... Τι ήθελα να πω τώρα; Κάτι πολύ ωραίο. Α, αν μας βγάζανε, Χρύσα, τότε με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που ήρθε και με τις διαπραγματεύσεις Βαρουφάκη, αν μας βγάζανε από το ευρώ και πηγαίναμε στη δραχμή, σήμερα θα είχαμε τα χάλια που έχει η Τουρκία. Θα ήμασταν... Ο πληθωρισμός στο κατακόρυφο, η σύνταξή μας δεν θα είχε καμία αξία, η δραχμούλα, δεν θα τη βγάζαμε ούτε μία εβδομάδα, έστω και με χίλια ευρώ να παίρνει ο καθένας ή εφτακόσια-οχτακόσια. Πάλι, άμα πληρώναμε τα χρήματα, το ευρώ σε δραχμές, δεν θα έφτανε για τον καθένα μας να την βγάλουμε καθαρή μια εβδομάδα, να έχουμε να αγοράσουμε τα απαραίτητα, τα προς το ζην, για να μπορούμε να πληρώσουμε το ρεύμα μας, το τηλέφωνο μας, το φαγητό μας, να πάρει ένα παπούτσι ο άλλος στο παιδί του, ένα ρούχο. Δεν θα είχαμε τίποτα, θα ήμασταν πάμφτωχοι. Και το ευτύχημα είναι, ευτυχώς, ευτυχώς, ευτυχώς που δεν μπήκαμε σε αυτήν τη διαδικασία. Θα ήταν πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα. Τη γλιτώσαμε. Και όλα αυτά ξεκινάν από τους πολιτικούς, βέβαια. Δεν παίρνω θέση αν είναι ποιο κόμμα, όλοι τους έχουν κάνει τα λάθη τους και δεν είναι τυχαίο ότι ένας έκανε το λάθος και φτάσαμε εδώ. Επί σειρά ετών, κάνανε όλα αυτά που κάνανε και είμαστε σήμερα όπως είμαστε. Ας ελπίσουμε στο άμεσο μέλλον, και στο βαθύ μέλλον, τα πράγματα να καλυτερεύσουν για την Ελλαδίτσα μας, να μπορούν και τα νέα παιδιά να μείνουν στη χώρα, γιατί πραγματικά με πονάει αυτό. Γιατί έχω κάνει κάποια ταξίδια και στη Ρωσία και στην Αμερική και στη Γερμανία και που έχω συζητήσει με Έλληνες που έχουν μεταναστεύσει, πού πήγαν όλοι στη Γερμανία είτε στην Αμερική για πέντε χρόνια να κάνουν μια μπάζα, κάποια χρήματα και να ξαναγυρίσουν, και έχουν εκεί και έχουν αφήσει τα κόκκαλά τους, και πόσο καημό και πόθο έχουν, και με πόση αγάπη και συγκίνηση μιλάνε για την Ελλάδα, που το μυαλό τους είναι εδώ. Εκεί ζουν και είναι εδώ. Γι' αυτό δεν θέλω τα νέα παιδιά σήμερα να ξενιτεύονται. Και πέρα όλων αυτών, βέβαια, υπάρχει και το δημογραφικό. Αν τα νέα παιδιά φεύγουν τώρα, όπως λένε, στην Κρίση μέσα έχουν φύγει πεντακόσιες-εξακόσιες χιλιάδες άνθρωποι και ζουν στο εξωτερικό -που σε καμία περίπτωση τώρα, γιατί εκεί η ζωή είναι καλύτερη σίγουρα, μπορεί το περιβάλλον να μην είναι καλό, να μην έχουν τον ήλιο, να μην έχουν τη θάλασσα, να μην έχουν όλα αυτά, την ξεγνοιασιά την ελληνική, αλλά όμως εκεί θα κάνουν οικογένειες, θα κάνουν παιδιά, δύσκολο να γυρίσουν πίσω. Αυτά εγώ θέλω να αποφύγουν οι σημερινοί πολιτικοί και οι υπόλοιποι και όλοι αυτοί, για να μη γίνουν -και αυτοί που θα ‘ρθουν μετά στην εξουσία-, να μην αναγκαστούν οι άνθρωποι απ' την Ελλάδα, τα νέα παιδιά να φεύγουν για δουλειές στο εξωτερικό. Τους σπουδάζει η Ελλάδα, ξοδεύεται και στο τέλος τους παίρνει ο Γερμανός, ο Ελβετός, οι πάντες αυτοί όλοι στην Ευρώπη, και όχι μόνο, και ακόμα και στο Ντουμπάι και οπουδήποτε πάει τώρα. Και τους εκμεταλλεύονται. Και δεν κάθονται στην Ελλαδίτσα να προσφέρουν εδώ. Να κάνουν οικογένειες, να κάνουν παιδιά, να μεγαλώσουμε. Το δημογραφικό μας πάει... Είναι μείον, και όσο πάει μειώνεται. Θα μας φάνε οι Τουρκαλάδες εδώ δίπλα, ογδόντα τέσσερα εκατομμύρια και αυτοί αυξάνονται και πληθύνονται. Αυτά είναι των πολιτικών δουλειά, εγώ έτσι έκανα μία ανακεφαλαίωση, έτσι εν ολίγοις.
Στη βιοτεχνία πότε καταλάβατε -όταν είχατε τη βιοτεχνία και ήρθε η Κρίση-, πότε καταλάβατε ότι τα πράγματα θα πάνε άσχημα, ότι ίσως αναγκαστεί να κλείσετε;
Το κατάλαβα πάρα πολύ εύκολα, γιατί κατάλαβα, όπως το ανέφερα και πριν, τους καλοπληρωτές πελάτες μου, δυσκολεύονταν να με πληρώσουνε. Οπότε, δεν υπήρχαν πωλήσεις στις επιχειρήσεις τους. Έχασε ο κόσμος την αγοραστική του δύναμη, δεν είχε χρήματα να αγοράσει ένα παπούτσι στο παιδί του ή δεύτερο παπούτσι. Επειδή εγώ με αυτό το αντικείμενο ασχολούμαι, γι’ αυτό αναφέρουμε στα παπούτσια. Το κατάλαβα απ' την αδυναμία των καλοπληρωτών πελατών μου, που αδυνατούσαν να με πληρώσουν όπως με πληρώνανε. Και από εκεί... Δεν μπορούσα να το καταλάβω από πουθενά αλλού, με αυτούς που συνεργαζόμουνα. Αυτοί, αφού αδυνατούν, ο καλός πελάτης που πλήρωνε χάλασε και αυτός και σου ‘λεγε: «Θα σε πληρώσω», αλλά μετά λέει «Δεν έχω», καταλάβαινες ότι ο άνθρωπος κάπου δεν πάει καλά η επιχείρησή του. Ήρθε η Κρίση. Βέβαια, δεν περιμέναμε σε καμία περίπτωση ότι θα γίνει αυτό με τα μνημόνια, όλα αυτά και με τα δανεικά που μας δίνανε και με τα όλα αυτά που πάθαμε, δεν περιμένει κανένας. «Εντάξει, θα ‘ρθει η Κρίση, θα το ξεπεράσουμε», αλλά αυτό το χάλι δεν το περίμενε κανείς. Και όποιος πει ότι το περίμενε, θα πει ψέματα.
Σήμερα, πιστεύετε ότι θα ευδοκιμούσε μία βιοτεχνία στην επαρχία;
Κοίταξε να δεις, άμα την πάρει ένας άνθρωπος δραστήριος και έχει όρεξη για δουλειά, φυσικά και θα ευδοκιμούσε, γιατί η δική μου είχε ευδοκιμήσει; Γιατί με τον αγώνα μου, με την πολλή δουλειά μου, αφοσιώθηκα, δεν αδράνησα. Και, σήμερα, άμα είναι αδρανής και τεμπέλης και αυτό, φυσικά θα έχει θέμα. Άμα δεν κάνει σωστά τη δουλειά του, δεν προσπαθεί να φέρει εγκαίρως τα υλικά του, για οτιδήποτε κάνει, να τα έχει εδώ επειδή... Πρέπει να προβλέψεις ότι είναι στην Αθήνα τα υλικά, είναι Θεσσαλονίκη, είναι μακριά, πρέπει να τα παραγγείλω δύο μέρες, τρεις νωρίτερα, να είναι εδώ, όχι να τα παραγγείλω... «Α, σήμερα μου τελείωσε». Θα έρθουν μετά από δυο-τρεις μέρες. Θα σταματήσουν οι εργάτες να δουλεύουνε; Τι θα κάνουνε; Δεν πρέπει εσύ να προβλέψεις- συγγνώμη- να φέρεις τα υλικά σου, να είσαι εντάξει στην παραγωγή σου μέσα, να είσαι στη δουλειά, να δώσεις στον κόσμο σου; Και να έχεις, και να είσαι και ασπροπρόσωπος πιο κάτω στον πελάτη, να το πας εγκαίρως το προϊόν που περιμένει -οτιδήποτε προϊόν και να είναι αυτό. Φυσικά και θα προκόψει και θα προκόβει, αρκεί να την έχει [Δ.Α.] στα χέρια του. Ανεξάρτητα αν είναι μακριά από τα αστικά κέντρα, που εκεί είναι όλα τα πράγματα που μπορεί να πάρει, είτε το λένε ανταλλακτικό είτε το λένε υλικό, προμήθεια υλικών και λοιπά, πρώτες ύλες και αυτά όλα. Διαφορετικά, άμα είναι αδρανής και τεμπέλης και περιμένει πότε: «Α -θα πει ο εργάτης εδώ-, δεν έχω, αφεντικό, κόλλα. Δεν έχω κόλλα». Ήταν ό,τι χειρότερο, να λέει: «Εγώ δεν έχω κόλλα», όταν είχα τη βιοτεχνία. Η κόλλα, χωρίς κόλα δεν μπορεί να δουλέψει κανένας. Κοιτάς, για αυτό καθόμουνα το βράδυ και κοιτούσα τι υλικά έχω, τι κάνω, πόσο, ποια παραγγελία θα προωθήσω, αν έχω κόλλα, αν έχω ξύλα, αν έχω δέρμα, αν έχω τον ντοκά που βάζουμε πάνω στο τσόκαρο. Τα πάντα όλα, γιατί ήταν... Δεν είχαμε πολλά υλικά εμείς γενικά, αλλά όμως ήταν κάποια υλικά που έπρεπε να τα έχεις εκεί, και έπρεπε να τα προμηθευτείς εγκαίρως, όχι όταν... Λοιπόν, ανακεφαλαιώνω και λέω, με λίγα λόγια, ότι αν αυτός ο άνθρωπος είναι δραστήριος, όπου και να είναι φυσικά και θα προοδεύσει, αλλά όμως να είναι... Και νομίζω ότι πολλοί νέοι άνθρωποι έχουν φύγει σήμερα στις επαρχίες και έχουν κάνει κάποιες δικές τους. Δεν ξέρω τώρα αν είναι βιοτεχνίες κατασκευαστικές υποδημάτων. Και η Καρδίτσα έχει εδώ δυο-τρεις βιοτεχνίες που κάνουν παπούτσια, και πάνε καλά. Τους ξέρω κιόλας, είναι συνάδελφοι. Γιατί όχι; Και τώρα μπορεί ο καθένας να ανοίξει, αλλά να είναι σωστός επαγγελματίας, σωστός εργοδότης, δραστήριος άνθρωπος. Ο δραστήριος άνθρωπος δεν πάει ποτέ χαμένος. Αρκεί να δουλεύει το μυαλό, να στροφάρει και να κάνει αυτά που πρέπει να κάνει. Ερωτησούλα άλλη έχουμε;
Ανακεφαλαιώνοντας, τι σας έχει μείνει από όλα αυτά που ζήσατε; Και απ' τα παιδικά σας χρόνια και από τη βιοτεχνία που παλέψατε μετά;
Δεν μπορώ να πω ότι έχω παράπονο από τη ζωή μου. Παρόλο που έμεινα ορφανός από μικρός, που ήταν δύσκολα τα χρόνια, δεν είχαμε παπούτσια[01:20:00] φοράμε τότε... Τώρα, δεν το ανέφερα στην αρχή, θυμάμαι πηγαίναμε στο σχολείο με κάτι γαλότσες και χωρίς κάλτσες και τις φορούσαμε και μας κάναν τη γάμπα εδώ κατακόκκινη. Πολλές φορές, μπορώ να πω ότι τα αναπολώ κιόλας, και λέω, και τώρα και που ασχολούμαι στο σπίτι μου καμιά φορά και είναι υγρασία έξω και πάλι, πάλι τέτοιες γαλότσες φοράω και βγαίνω έξω, αλλά τις φοράω με κάλτσες τώρα, όμως, τότε δεν είχα κάλτσες. Δεν θα έλεγα, εντάξει, έτσι ήταν τα χρόνια τότε, έτσι ζούσαμε όλοι, προσαρμοστήκαμε, δεν έχω κανένα παράπονο από τη ζωή μου, δεν έχω παράπονο. Εντάξει, μία χαρά ήτανε, μία χαρά όλα, γιατί και μέχρι σήμερα δεν έχω παράπονο. Δόξα τω Θεώ, δουλέψαμε, κάναμε αυτά που κάναμε, σήμερα παίρνουμε τη συνταξούλα μας και εγώ και η γυναίκα μου, δεν θα έλεγα ότι είναι και σύνταξη πείνας, παίρνουμε πολύ καλή σύνταξη, έχουμε και κάνει και τα κουμάντα μας, που λένε, για το παιδάκι μας. Αυτά.
Εσείς ζήσατε και την επιστράτευση με την Κύπρο.
Βεβαίως, βεβαίως, ναι. Επιστράτευση με την Κύπρο. Τότε υπήρχε μία κατάσταση... Το στράτευμα τότε ήταν τελείως ανοργάνωτο. Μας επιστρατεύσανε και δεν ξέρανε που να μας πάνε. Δεν είχαν κάποιο πρόγραμμα. Ξέρεις: «Να πάτε εκεί, να πάτε εκεί».
Θυμάστε εκείνη τη μέρα;
Θυμάμαι, θυμάμαι τη μέρα που μου λένε: «Στην τάδε περιοχή στην Καρδίτσα, θα περάσουν φορτηγά -φορτηγά ιδιωτικά φορτηγά, όχι «Reo» και στρατιωτικά-, φορτηγά ιδιωτικά και θα σας πάρουνε να σας πάνε πάνω στην Κοζάνη». Και λέγαμε εμείς τότε στον δρόμο ότι θα μας πάνε σε κάποιο στρατόπεδο, θα μας βάλουν σε ένα κρεβάτι να κοιμηθούμε, θα μας δίνουν ένα ζεστό φαγητό να φάμε, θα μας δώσουν και ένα όπλο και μία φόρμα να φορέσουμε, ένα αυτό, πάμε να πολεμήσουμε. Αυτοί μας πήγανε στην Κοζάνη σε κάποια χωριά έξω εκεί πέρα, μέσα σε... Ήταν και ο Ιούλιος μήνας, 20 Ιουλίου έγινε η επιστράτευση τότε που... Μας πήγανε μέσα σε κάποιες καλαμιές εκεί πέρα. Εκεί στο γκρουπ που ήμουνα εγώ εκεί πέρα, καμιά πεντακοσαριά άντρες, κοιμόμασταν όλοι στη σειρά, χωρίς φαγητό, χωρίς ρούχα, άπλυτοι, βρώμαγε ο ένας, δεν είχαμε να πλυθούμε. Ευτυχώς, που ήταν και τα χωριά δίπλα και ήταν φιλότιμος ο κόσμος εκείνα τα χρόνια ακόμα -τώρα έχουνε πονηρέψει όλοι, και σιγά μην δώσω εγώ να φάει, τον ξέρω, που τον είδα; Τότε φτιάχναν εκεί πέρα οι κυράδες πατατούλες φούρνου, λίγο γιαούρτι, λίγο γάλα, λίγο ψωμοτύρι, καμία ελίτσα, όλο και κάτι μας δίνανε και τρώγαμε. Ο στρατός ήταν απών. Δεν υπήρχε τίποτα. Όσοι μας πήγαν απάνω εκεί και μας είχανε πεταμένους. Και έγινε και ένα περιστατικό ένα βράδυ εκεί πέρα, λόγω του... Λένε ότι -δεν ξέρω κατά πόσο αληθεύει-, ότι το φίδι έχει να κάνει με το γάλα και με τη γιαούρτη και με αυτά όλα γιατί το μυρίζει. Εκείνο το βράδυ, κάποιος θα είχε φάει γιαούρτι και πήγε μύρισε το φίδι και πήγε και τον τραβάει ένα τσίμπημα στα χείλη και ήταν στο ευαίσθητο σημείο και μάθαμε μετά ένα παλικάρι 30 χρονών και με δύο παιδάκια, ήταν επιστρατεύσιμος, πέθανε. Όλα αυτά που δεν υπήρχε οργάνωση, που δεν υπήρχε κάποια τάξη. Χάλια μαύρα, χάλια μαύρα, τίποτα. Και μετά καθίσαμε εκεί καμιά δεκαριά μέρες -πόσο καθίσαμε μέσα εκεί στις καλαμιές- και μετά συνθηκολόγησαν, τι έκαναν και μας άφησαν και να ξαναγυρίσαμε στα σπίτια μας. Ούτε πόλεμος, ούτε σφαίρες, ούτε όπλα, τίποτα. Πραγματικά τίποτα. Δυστυχώς. Χάλια. Ας ελπίσουμε ότι σήμερα τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Τώρα παίρνουμε και τις φρεγάτες «Belharra», παίρνουμε και τα «Rafale», πιστεύω να ‘μαστε καλύτερα, ξέρω 'γώ, τι να πω, ρε Χρύσα.
Έχετε να προσθέσετε κάτι;
Να προσθέσω κάτι, τι να προσθέσω κάτι; Εκείνο που έχω να προσθέσω -έτσι γιατί πονάω πραγματικά- τη δική σου τη γενιά τώρα που σπουδάζεις, εύχομαι από τα βάθη της καρδιάς μου -έτσι το λέω και συγκινούμαι- να έχετε δουλειές στην Ελλάδα, και εσύ, και τα υπόλοιπα παιδιά, και η κόρη μου να μην φύγουν στο εξωτερικό. Πονάω εκεί. Και συγκινούμαι. Τίποτα άλλο, ευχαριστώ.
Και εμείς σας ευχαριστούμε που παραχωρήσατε αυτήν τη συνέντευξη.
Να ‘σαι καλά, Χρύσα μου. Να ‘σαι καλά. Σ’ ευχαριστώ πολύ.
Φωτογραφίες

Άποψη της βιοτεχνίας
Ο χώρος που είχε στηθεί η βιοτεχνία.

Χώρος αποθήκευσης ξύλου
Ο χώρος αποθήκευσης του ξύλου.

Ραπτομηχανή
Η ραπτομηχανή.

Επεξεργασία δερμάτων
Σε αυτόν τον χώρο επεξεργάζονταν τα δέρματα.

Τσόκαρα
Ένα δείγμα της δουλειάς του κύριου Βασίλη.

Ο κύριος Βασίλης Τζιώρας
Φωτογραφία του αφηγητή.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο κύριος Βασίλης Τζιώρας αφηγείται τη ζωή του ξεκινώντας από τα παιδικά του χρόνια, που, παρά την ορφάνια και τις δυσκολίες, τα ζει ανέμελα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον αγάπης. Στη συνέχεια, αφού καταφέρνει να βγάλει τη σχολή ηλεκτρολογίας, ανοίγει τη δική του επιχείρηση, και παρά την εύρυθμη λειτουργίας της, η επιθυμία της επιστροφής -από την Αθήνα- στην επαρχία τον οδηγεί σε μία βιοτεχνία ορθοπεδικών τσόκαρων στον Δομοκό, όπου θα εργαστεί ως προϊστάμενος. Λίγο αργότερα, αναλαμβάνει την επιχείρηση και τη μεταφέρει στο Λεοντάρι Καρδίτσας, όπου, από κοινού με τη σύζυγό του, «οργώνουν» την Ελλάδα αναζητώντας νέους πελάτες. Στη συνέντευξη, ο αφηγητής αναφέρεται στις δυσκολίες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ως βιοτέχνης σε μια περιοχή απομακρυσμένη από τα μεγάλα αστικά κέντρα, τον αγώνα του για την αναζήτηση πρώτων υλών και ανταλλακτικών και τη συνεργασία του με μια κορυφαία εταιρεία στον χώρο. Τέλος, αναφέρεται στις συνέπειες της Οικονομικής Κρίσης για τον κλάδο του και υπογραμμίζει τις ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις που απέκτησε, κατόπιν εκπαίδευσης, στην Ιταλία, από την οποία θυμάται και ορισμένα χαριτωμένα περιστατικά.
Αφηγητές/τριες
Βασίλειος Τζιώρας
Ερευνητές/τριες
Χρυσούλα Δούλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/10/2021
Διάρκεια
84'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο κύριος Βασίλης Τζιώρας αφηγείται τη ζωή του ξεκινώντας από τα παιδικά του χρόνια, που, παρά την ορφάνια και τις δυσκολίες, τα ζει ανέμελα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον αγάπης. Στη συνέχεια, αφού καταφέρνει να βγάλει τη σχολή ηλεκτρολογίας, ανοίγει τη δική του επιχείρηση, και παρά την εύρυθμη λειτουργίας της, η επιθυμία της επιστροφής -από την Αθήνα- στην επαρχία τον οδηγεί σε μία βιοτεχνία ορθοπεδικών τσόκαρων στον Δομοκό, όπου θα εργαστεί ως προϊστάμενος. Λίγο αργότερα, αναλαμβάνει την επιχείρηση και τη μεταφέρει στο Λεοντάρι Καρδίτσας, όπου, από κοινού με τη σύζυγό του, «οργώνουν» την Ελλάδα αναζητώντας νέους πελάτες. Στη συνέντευξη, ο αφηγητής αναφέρεται στις δυσκολίες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ως βιοτέχνης σε μια περιοχή απομακρυσμένη από τα μεγάλα αστικά κέντρα, τον αγώνα του για την αναζήτηση πρώτων υλών και ανταλλακτικών και τη συνεργασία του με μια κορυφαία εταιρεία στον χώρο. Τέλος, αναφέρεται στις συνέπειες της Οικονομικής Κρίσης για τον κλάδο του και υπογραμμίζει τις ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις που απέκτησε, κατόπιν εκπαίδευσης, στην Ιταλία, από την οποία θυμάται και ορισμένα χαριτωμένα περιστατικά.
Αφηγητές/τριες
Βασίλειος Τζιώρας
Ερευνητές/τριες
Χρυσούλα Δούλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/10/2021
Διάρκεια
84'